Κείμενο
Ἀθηναῖοι, ὡς καὶ οἱ ἑτέρας πόλεις κατοικοῦντες, πολλὰ ἐν τῷ βίῳ ἐπιτηδεύουσι, ἵνα τὰ ἀναγκαῖα πορίζωνται: Ναυσικύδης ναύκληρος ὢν περὶ τὴν τοῦ σώματος τροφὴν ἑαυτῷ καὶ τοῖς οἰκείοις ἐσπούδαζε, τοῦτ’ αὐτὸ δ’ ἐποίουν Ξένων ὁ ἔμπορος καὶ Ξενοκλῆς ὁ κάπηλος. Πολύζηλος ἀπὸ ἀλφιτοποιίας ἑαυτὸν καὶ οἰκέτας ἔτρεφε, ἔτι δὲ πολλάκις τῇ πόλει ἐλειτούργει. Γλαύκων ὁ Χολαργεὺς ἐγεώργει καὶ βοῦς ἔτρεφε, Δημέας δὲ ἀπὸ χλαμυδουργίας διετρέφετο, Μεγαρέων δ’ οἱ πλεῖστοι ἀπὸ ἐξωμιδοποιίας. Οὐκ ὀλίγοι τῶν πολιτῶν τέχνην τινὰ ἐξεμάνθανον, οἷον τὴν τῶν λιθοξόων, κεραμέων, τεκτόνων, σκυτοτόμων, καὶ πλεῖστα ἐπιτήδεια τῷ βίῳ ἐξειργάζοντο.
Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα 2.7.6 (ελεύθερη διασκευή)
Μετάφραση
Οι Αθηναίοι, όπως και αυτοί που ζουν/κατοικούν στις άλλες πόλεις, ασχολούνται με πολλά επαγγέλματα στη ζωή τους, για να εξασφαλίζουν τα αναγκαία αγαθά: ο Ναυσικύδης ως ιδιοκτήτης πλοίου / ναυτικός μεριμνούσε για τη συντήρηση του εαυτού του και των δικών του και το ίδιο ακριβώς έκαναν ο Ξένων ο έμπορος και ο Ξενοκλής ο μικροπωλητής. Ο Πολύζηλος συντηρούσε τον εαυτό του και τους οικιακούς δούλους του από την παρασκευή κριθάλευρου και επιπλέον πολλές φορές προσέφερε δημόσια υπηρεσία με δικά του χρήματα στην πόλη. Ο Γλαύκων από τον Χολαργό ήταν γεωργός και εξέτρεφε ζώα (ήταν κτηνοτρόφος) και ο Δημέας ζούσε από την τέχνη της κατασκευής χλαμύδων, ενώ οι περισσότεροι Μεγαρείς (ζούσαν) από την τέχνη της κατασκευής εξωμίδων (ανδρικών ενδυμάτων που άφηναν ακάλυπτους τους ώμους). Πολλοί πολίτες μάθαιναν καλά κάποια τέχνη, όπως αυτήν των μαρμαράδων, των τεχνιτών του πηλού, των μαραγκών, των τσαγκάρηδων, κι (έτσι) εξασφάλιζαν πάρα πολλά αναγκαία για τη ζωή.
Κείμενο - Μετάφραση σε Αντιστοίχιση
Ἀθηναῖοι,
ὡς καὶ οἱ κατοικοῦντες
ἑτέρας πόλεις,
ἐπιτηδεύουσι πολλὰ
ἐν τῷ βίῳ,
ἵνα πορίζωνται
τὰ ἀναγκαῖα:
Ναυσικύδης ὢν ναύκληρος
ἐσπούδαζε
περὶ τὴν τροφὴν τοῦ σώματος
ἑαυτῷ καὶ τοῖς οἰκείοις,
τοῦτ’ αὐτὸ δ’ ἐποίουν
Ξένων ὁ ἔμπορος
καὶ Ξενοκλῆς ὁ κάπηλος.
Πολύζηλος ἔτρεφε
ἑαυτὸν
καὶ οἰκέτας
ἀπὸ ἀλφιτοποιίας,
ἔτι δὲ πολλάκις
ἐλειτούργει
τῇ πόλει.
Γλαύκων ὁ Χολαργεὺς
ἐγεώργει
καὶ βοῦς ἔτρεφε,
Δημέας δὲ διετρέφετο
ἀπὸ χλαμυδουργίας,
οἱ δ’ πλεῖστοι Μεγαρέων
ἀπὸ ἐξωμιδοποιίας.
Οὐκ ὀλίγοι τῶν πολιτῶν ἐξεμάνθανον
τινὰ τέχνην,
οἷον τὴν τῶν λιθοξόων,
κεραμέων,
τεκτόνων,
σκυτοτόμων,
καὶ ἐξειργάζοντο πλεῖστα
ἐπιτήδεια τῷ βίῳ.
Οι Αθηναίοι,
όπως και αυτοί που κατοικούν
στις άλλες πόλεις,
ασχολούνται με πολλά επαγγέλματα
στη ζωή τους,
για να εξασφαλίζουν
τα αναγκαία αγαθά:
ο Ναυσικύδης ως ιδιοκτήτης πλοίου
μεριμνούσε
για τη συντήρηση
του εαυτού του και των δικών του
και το ίδιο ακριβώς έκαναν
ο Ξένων ο έμπορος
και ο Ξενοκλής ο μικροπωλητής.
Ο Πολύζηλος συντηρούσε
τον εαυτό του
και τους οικιακούς δούλους του
από την παρασκευή κριθάλευρου
και επιπλέον πολλές φορές
προσέφερε «λειτουργίες»
στην πόλη.
Ο Γλαύκων από τον Χολαργό
ήταν γεωργός
και εξέτρεφε ζώα
και ο Δημέας ζούσε
κατασκευάζοντας χλαμύδες,
ενώ οι περισσότεροι Μεγαρείς
κατασκευάζοντας εξωμίδες.
Πολλοί πολίτες μάθαιναν καλά
κάποια τέχνη,
όπως αυτήν των μαρμαράδων,
των τεχνιτών του πηλού,
των μαραγκών,
των τσαγκάρηδων,
κι (έτσι) εξασφάλιζαν πάρα πολλά
αναγκαία για τη ζωή.
Απόδοση Nοήματος
Το απόσπασμα από τα Ἀπομνημονεύματα του Ξενοφώντα που μελετούμε αναφέρει χαρακτηριστικά επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων επισημαίνοντας ότι χάρη σε αυτά οι πολίτες συντηρούσαν τους εαυτούς τους, τους οικείους και τους δούλους τους, αλλά και πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στην πόλη τους. Ο Ξενοφών παρατηρεί μάλιστα ότι μεγάλο μέρος των Αθηναίων καταπιανόταν με χειρωνακτικά επαγγέλματα, για να συντηρηθεί.
Γλωσσικά – Γραμματικά Σχόλια
Ἀθηναῖοι: ονομ. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού β΄κλίσης ὁ Ἀθηναῖος.
ὡς: αναφορικό τροπικό επίρρημα (= όπως).
καί: καταφατικός παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
οἱ κατοικοῦντες: ονομ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής ρ. κατοικέω, κατοικῶ (= κατοικώ, διαμένω).
ἑτέρας: αιτιατ. πληθ. θηλ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (= ο ένας ή ο άλλος από τους δύο, άλλος).
πόλεις: αιτιατ. πληθ. του θηλ. ουσιαστικού γ΄ κλίσης ἡ πόλις, τῆς πόλεως.
πολλά: αιτιατ. πληθ. ουδ. του ετερόκλιτου επιθέτου, ὁ πολύς ἡ πολλή, τὸ πολύ.
ἐν: κύρια πρόθεση συντασσόμενη με δοτική (= σε).
τῷ βίῳ: δοτ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ βίος (= η ζωή).
ἐπιτηδεύουσι: γ΄ πληθ. ορ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἐπιτηδεύω ( = καταγίνομαι με κάτι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ κάτι).
ἵνα: υποτακτικός τελικός σύνδεσμος (= για να).
τὰ ἀναγκαῖα: αιτιατ. πληθ. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ ἀναγκαῖος, ἡ ἀναγκαία, τὸ ἀναγκαῖον (= αναγκαίος, αναπόφευκτος).
πορίζωνται: γ΄ πληθ. υποτ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. πορίζομαι (= εξασφαλίζω, αποκτώ).
Ναυσικύδης: ονομ. εν. του κύριου αρσ. ουσιαστικού α΄ κλίσης Ναυσικύδης.
ναύκληρος: ονομ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ ναύκληρος (= ο ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου, ο ναυτικός, ο θαλασσινός).
ὤν: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής ενεστ. του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).
περί: πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= γύρω από, για, σχετικά με).
τὴν τροφήν: αιτιατ. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ τροφή (= η τροφή, η ανατροφή, η διατροφή).
τοῦ σώματος: γεν. εν. του ουδ. ουσιαστικού γ΄ κλίσης τὸ σῶμα, τοῦ σώματος.
ἑαυτῷ: δοτ. εν. αρσ. της αυτοπαθητικής αντωνυμίας γ΄ προσώπου.
τοῖς οἰκείοις: δοτ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ οἰκεῖος, ἡ οἰκεία/οἰκεῖος, τὸ οἰκεῖον (= συγγενής, φιλικός) // οἱ οἰκεῖοι = οι συγγενείς, οι στενοί φίλοι, οι δικοί μας άνθρωποι.
ἐσπούδαζε: γ΄ εν. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. σπουδάζω (= φροντίζω, ασχολούμαι).
τοῦτο: αιτιατ. εν. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὕτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή , αυτό).
αὐτό: αιτιατ. εν. ουδ. της οριστικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό ( = ο ίδιος).
δέ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως, και).
ἐποίουν: γ’ πληθ. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ποιέω, ποιῶ ( = δημιουργώ, κάνω).
Ξένων: ονομ. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ Ξένων, τοῦ Ξένωνος.
ὁ ἔμπορος: ονομ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ ἔμπορος.
Ξενοκλῆς: ονομ. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ Ξενοκλῆς, τοῦ Ξενοκλέους.
ὁ κάπηλος: ονομ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ κάπηλος ( = ο μικροπωλητής).
Πολύζηλος: ονομ. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού β΄κλίσης ὁ Πολύζηλος, τοῦ Πολυζήλου.
ἀπό: κύρια πρόθεση συντασσόμενη με γενική (= από).
ἀλφιτοποιίας: γεν. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ ἀλφιτοποιία (= η παρασκευή κριθάλευρου).
ἑαυτόν: αιτιατ. εν. αρσ. της αυτοπαθητικής αντωνυμίας γ΄ προσώπου.
οἰκέτας: αιτιατ. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ὁ οἰκέτης, τοῦ οἰκέτου ( = ο δούλος του σπιτιού).
ἔτι: εδώ ποσοτικό επίρρημα (= ακόμα, επιπλέον).
πολλάκις: χρονικό επίρρημα (= πολλές φορές).
τῇ πόλει: δοτ. εν. του θηλ. ουσιαστικού γ΄ κλίσης ἡ πόλις, τῆς πόλεως.
ἐλειτούργει: γ’ εν. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. λειτουργέω, λειτουργῶ ( = εκτελώ δημόσια υπηρεσία με δικές μου δαπάνες).
Γλαύκων: ονομ. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ Γλαύκων, τοῦ Γλαύκωνος.
ὁ Χολαργεύς: ονομ. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ Χολαργεύς, τοῦ Χολαργέως (= ο κάτοικος του δήμου Χολάργου).
ἐγεώργει: : γ’εν. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. γεωργέω, γεωργῶ ( = είμαι γεωργός).
βοῦς: αιτ. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ/ἡ βοῦς, τοῦ βοός ( = το βόδι, ο ταύρος, η αγελάδα).
ἔτρεφε: γ’εν. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. τρέφω (= δίνω τροφή // (για ζώα) συντηρώ, διατηρώ, εκτρέφω).
Δημέας : ον. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού α΄ κλίσης ὁ Δημέας, του Δημέου.
χλαμυδουργίας: γεν. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ χλαμυδουργία (= η τέχνη της κατασκευής χλαμύδων).
διετρέφετο: γ’εν. ορ. παρατ. μέσης φωνής του ρ. διατρέφομαι (= διατηρούμαι).
Μεγαρέων: γεν. πληθ. του αρσ. κύριου ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ Μεγαρεύς, τοῦ Μεγαρέως (= ο πολίτης ή κάτοικος των Μεγάρων).
οἱ πλεῖστοι: ονομ. πληθ. αρσ. του ετερόκλιτου επιθέτου ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολὺ στον υπερθετικό βαθμό.
ἐξωμιδοποιίας: γεν. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ ἐξωμιδοποιία (= η τέχνη της κατασκευής εξωμίδων, δηλ. ενδυμάτων που άφηναν ακάλυπτους τους ώμους).
οὐκ: αρνητικό μόριο (= όχι, δεν).
ὀλίγοι: ονομ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὀλίγος, ὀλίγη, ὀλίγον (= λίγος).
τῶν πολιτῶν: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ὁ πολίτης.
τέχνην: αιτιατ. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ τέχνη.
τινά: αιτιατ. εν. αρσ. της αόριστης αντωνυμίας τὶς, τὶς, τὶ (= κάποιος).
ἐξεμάνθανον: γ’ πληθ. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ἐκμανθάνω (= μαθαίνω κάτι καλά).
οἷον: αναφορικό τροπικό επίρρημα (= όπως, για παράδειγμα).
τῶν λιθοξόων: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ λιθοξόος (= ο τεχνίτης της πέτρας, ο μαρμαράς).
κεραμέων: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ κεραμεύς, τοῦ κεραμέως( = ο τεχνίτης του πηλού).
τεκτόνων: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ τέκτων, τοῦ τέκτονος (= ο μαραγκός, ο οικοδόμος).
σκυτοτόμων: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ σκυτοτόμος (= ο τσαγκάρης).
πλεῖστα: αιτιατ. πληθ. ουδ. του ετερόκλιτου επιθέτου ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολὺ στον υπερθετικό βαθμό.
ἐπιτήδεια: αιτιατ. πληθ. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ ἐπιτήδειος, ἡ ἐπιτηδεία/ἐπιτήδειος, τὸ ἐπιτήδειον ( = αρμόδιος, κατάλληλος). Στον πληθυντικό σαν ουσιαστικό τὰ ἐπιτήδεια (= τα απαραίτητα για τη ζωή).
ἐξειργάζοντο: γ’ πληθ. ορ. παρατ. μέσης φωνής του ρ. ἐξεργάζομαι (= εξασφαλίζω).
Ομόρριζα- Παράγωγα Λέξεων Κειμένου
α.ε. | μετάφραση | Ομόρριζα-Παράγωγα ν.ε. |
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον | άλλος | ετερόσημος, ετερόκλιτος, ετερώνυμος |
ἐπιτηδεύω
τὰ ἐπιτήδεια
| ασχολούμαι, καταπιάνομαι
τα αναγκαία για την επιβίωση
| επιτήδειος, επιτηδευματίας, επιτηδευμένος, ανεπιτήδευτος |
πορίζομαι | εξασφαλίζω | πόρος, άπορος, απορία, βιοπορισμός, βιοποριστικός |
ποιῶ | δημιουργώ, κάνω | ποίηση, ποιητής, ποιητικός, αχειροποίητος, προσποιητός προσποίηση |
ὁ οἰκέτης | ο οικιακός δούλος | οίκος, οικιστικός, περίοικος, ένοικος, νοικιάζω |
ὁ τέκτων | ο μαραγκός, ο οικοδόμος | αρχιτέκτονας, τεκτονικός |
Απαντήσεις στις Ερωτήσεις του Σχολικού Βιβλίου
- Να αναφέρετε στηριζόμενοι στο κείμενο επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων.
Τα επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων που αναφέρονται στο κείμενο είναι τα παρακάτω: ναυτικοί, έμποροι, μικροπωλητές, παρασκευαστές κριθάλευρου, γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ράφτες, μαρμαράδες , αγγειοπλάστες ή κεραμιστές, οικοδόμοι και τσαγκάρηδες.
- Σε ποια επαγγελματική δραστηριότητα διακρίθηκαν οι Αθηναίοι εξαιτίας της αδυναμίας της γης τους να τους συντηρήσει; Ποια επαγγέλματα που αναφέρονται στο κείμενο σχετίζονται με αυτή τη δραστηριότητα;
Επειδή οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να στραφούν σε επαγγέλματα που είχαν σχέση με την καλλιέργεια της γης λόγω της σχετικής φτώχειας της αττικής γης, επέλεξαν έναν άλλο τομέα στον οποίο επέδειξαν μεγάλη έφεση, το εμπόριο. Εκμεταλλευόμενοι τη γεωγραφική θέση της πόλης τους αλλά και την τοπική αγορά ασχολήθηκαν με τη ναυτιλία (ναυτικοί), το εμπόριο (έμποροι, μικροπωλητές) και τη βιοτεχνία (ράφτες, αγγειοπλάστες, μυλωνάδες, τσαγκάρηδες). Επίσης, σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης έπαιξαν τα μεταλλεία του Λαυρίου.
Επαγγέλματα που αναφέρονται στο κείμενο και σχετίζονται με τη δραστηριότητα των Αθηναίων στο εμπόριο και τα θαλασσινά ταξίδια είναι: ναύκληρος, ἔμπορος, κάπηλος.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ονόματος Ναυσικύδης, που προφανώς συνδέεται με την επαγγελματική ενασχόληση του συγκεκριμένου προσώπου. Και στη νέα ελληνική πολλά επίθετα δηλώνουν επάγγελμα, π.χ. Ράπτης, Παπάς, Μυλωνάς, Μάστορας, Καφετζόπουλος, Χαλβατζής κ.ά.
Β. Ετυμολογικά
Αρχαία Α’ Γυμνασίου 3 Ενότητα
1. Θεωρία
Σχετικά με τη δημιουργία των λέξεων στη γλώσσα μας αξίζει να θυμάσαι ότι:
- ετυμολογία ονομάζουμε τη διερεύνηση της αληθινής σημασίας μιας λέξης βάσει της προέλευσής της καθώς και η μελέτη του τρόπου σχηματισμού της.
- παράγωγες ονομάζουμε τις λέξεις που προέρχονται από μία άλλη λέξη, π.χ. ποιῶ > ποίησις, ποιητής, ποίημα.
- σύνθετες ονομάζουμε τις λέξεις που προέρχονται από δύο ή περισσότερες λέξεις, π.χ. διά + κοσμῶ > διακοσμῶ.
- ομόρριζες ονομάζουμε τις λέξεις, απλές ή σύνθετες, που προέρχονται από την ίδια ρίζα, π.χ. τρέφω > τροφή, τροφός, ἐκτρέφω, διατρέφω.
Ειδικότερα για τη μελέτη του φαινομένου της παραγωγής λέξεων χρήσιμες είναι οι ακόλουθες επισημάνσεις:
- Πρωτότυπη ονομάζουμε τη λέξη από την οποία προήλθε η παράγωγη που εξετάζουμε, π.χ. για την παράγωγη λέξη σθεναρὸς πρωτότυπη λέξη είναι η λέξη σθένος.
- Ρίζες ονομάζουμε τα πρωταρχικά θέματα μιας γλώσσας, από τα οποία προκύπτουν, με μετασχηματισμούς και προσθήκες καταλήξεων οι λέξεις της γλώσσας, π.χ. √ φερ– (> φερτός, φορά κ.ά.).
- Ριζικές λέξεις ονομάζουμε τις λέξεις που παράγονται απευθείας από μία ρίζα με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων √ ναυ– > ναῦς, √ λίθο– > λίθος.
- Παραγωγικές καταλήξεις ονομάζουμε τις καταλήξεις που προσθέτουμε στις πρωτότυπες ή ριζικές λέξεις, για να σχηματίσουμε παράγωγες, π.χ. ποιῶ > ποίησις, ποιητής, ποίημα.
Ειδικότερα για τη μελέτη του φαινομένου της σύνθεσης λέξεων χρήσιμες είναι οι ακόλουθες επισημάνσεις:
- Συνθετικά (πρώτο, δεύτερο συνθετικό κ.ο.κ.) ονομάζουμε τις λέξεις από τις οποίες δημιουργείται μια σύνθετη λέξη, π.χ. εξετάζουμε, π.χ. για την παράγωγη λέξη σθεναρὸς πρωτότυπη λέξη είναι η λέξη σθένος.
- Παρασύνθετες ονομάζουμε τις λέξεις που παράγονται από σύνθετες λέξεις, π.χ. ναῦς + πήγνυμι > ναυπηγός > ναυπηγικός.
- Απλή ονομάζουμε μια λέξη που δεν είναι σύνθετη.
Απαντήσεις στις ασκήσεις του σχολικού βιβλίου
- Να κατατάξετε τις λέξεις που ακολουθούν σε απλές και σύνθετες: τρέφω, πόλις, βραχύβιος, κωμόπολις, βίος, ἀνατρέφω, ἐξωμιδοποιία, χλαμυδουργία, τέχνη, κατοικέω-κατοικῶ.
απλές λέξεις | σύνθετες λέξεις |
τρέφω, πόλις, βίος, τέχνη | βραχύβιος, κωμόπολις, ἀνατρέφω, ἐξωμιδοποιία, χλαμυδουργία, κατοικῶ |
- Να αντιστοιχίσετε τις πρωτότυπες λέξεις της στήλης Α΄ με τις παράγωγές τους στη στήλη Β΄:
Απάντηση: 1-ε, 2-γ, 3-β, 4-στ, 5-α, 6-δ.
Να αντιστοιχίσετε τις νεοελληνικές λέξεις της Α΄ στήλης με τις αρχαίες ελληνικές της Β΄ στήλης με τις οποίες παρουσιάζουν ετυμολογική συγγένεια. Συμβουλευθείτε το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής:
Απάντηση: 1-ε, 2-γ, 3-β, 4-στ, 5-α, 6-δ.
Γ. Γραμματική
1. Θεωρία
Οι τόνοι
α) Η οξεία (´) έμπαινε πάνω στο φωνήεν της συλλαβής που έπρεπε να προφερθεί σε υψηλότερο μουσικό ήχο. Ήταν σαν να ζητούσε από αυτόν που πρόφερε να υψώνει τον τόνο της φωνής του.
β) Η βαρεία (`) έμπαινε αρχικά πάνω στο φωνήεν κάθε συλλαβής πλην της συλλαβής που έπαιρνε τον κύριο τόνο. Αργότερα απέμεινε να τονίζει μόνο τη λήγουσα, όταν δεν ακολουθεί σημείο στίξης. Ήταν σαν να ζητούσε από αυτόν που πρόφερε να κατεβάσει τον τόνο της φωνής του.
γ) Η οξυβάρεια (ˆ) ή περισπωμένη (˜) έμπαινε πάνω από ένα μακρό φωνήεν, όταν ο ομιλητής θα έπρεπε να ανεβάσει και αμέσως κατόπιν να κατεβάσει τον τόνο της φωνής του κατά την προφορά του ίδιου φωνήεντος. Έτσι, η λέξη «βῆμα» προφερόταν στην α.ε. «μπέὲμα».
Τα πνεύματα
α) Η δασεία (῾), σημείο που μπορεί να μπει μόνο στην αρχή μιας λέξης που αρχίζει από φωνήεν, αρχικά ήταν γράμμα (Η). Έτσι, όταν σε μια αρχαία επιγραφή διαβάζουμε «ΗΕΛΛΑΣ», μεταγράφουμε «Ἑλλὰς» και το «ΗΟΡΟΣ» σε «ὅρος». Το γράμμα αυτό παρίστανε έναν λανθάνοντα δασύ φθόγγο (hellas/χελλάς , horos/χόρος). Όταν όμως το γράμμα Η διατέθηκε για να δηλώσει το μακρό Ε, προέκυψε η ανάγκη που γέννησε το σημείο της δασείας.
Σημειώσεις: 1. Να θυμάστε ότι δασύνονται πάντα το υ και το ρ, όταν βρίσκονται στην αρχή μιας λέξης, π.χ. ὕδωρ, ῥοή.
- Όταν, ιδιαίτερα μετά από έκθλιψη, οι φθόγγοι κ, π, τ βρεθούν μπροστά από λέξη που παίρνει δασεία, μετατρέπονται αντίστοιχα σε χ, φ, θ, π.χ. ἐπί + ἡμέρα > ἐφήμερος, κατά + ἥσυχος > καθησυχάζω.
β) Η ψιλή (᾽) σημειώνεται στην αρχή μιας λέξης, όταν η λέξη αυτή δεν παίρνει δασεία. Οι περισσότερες λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο παίρνουν ψιλή.
Οι κανόνες τονισμού
Κύριοι κανόνες
- Μια βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία, π.χ. τέμνω, τόμος.
- Μια προπαραλήγουσα που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία, π.χ. ἄτομον.
- Η μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη, π.χ. μνήμη.
- Η μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία, π.χ. οἶκος.
- Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, ο τόνος δεν φτάνει ποτέ στην προπαραλήγουσα, π.χ. ἄνθρωπος≠ἀνθρώπου.
Δευτερεύοντες κανόνες
- Η βαρεία αντικαθιστά την οξεία στη λήγουσα των λέξεων, όταν δεν ακολουθεί σημείο στίξεως, π.χ. τιμὴ.
- Οι μακρόχρονες καταλήξεις των ουσιαστικών και των επιθέτων στη γενική και δοτική ενικού, όταν τονίζονται, παίρνουν περισπωμένη, π.χ. τῆς τιμῆς.
Απαντήσεις στις ασκήσεις του σχολικού βιβλίου
- Να τονίσετε τις ακόλουθες λέξεις, δικαιολογώντας την επιλογή σας, και να βάλετε το σωστό πνεύμα:
θήκη: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη.
λέγω: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.
νῆσος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
στάδιον: Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία.
περίβολος: Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία.
ἄδυτον: Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία.
ναῦλος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
κτῆνος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
μέσον: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.
τρόπος: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.
λόγων: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.
νέος: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.
βῶλος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
ταῦρος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
δούλων: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη.
δοῦλος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
γενναίων: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη.
οἶνος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
γενναῖος: Η μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία,
μῆκος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
ζεῦγος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
οἶκτος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
ῥώμη*: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη.
ῥήτωρ*: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη.
ψῆφος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
χῶρος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
πολέμων: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.
τραπέζης: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.
ἀνθρώπων: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη.
τοῖχος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.
* Λέξη που αρχίζει από ῥ– δασύνεται.
- Να συνδυάσετε τις φράσεις της στήλης Α΄ με τις κατάλληλες της στήλης Β΄, ώστε να σχηματιστούν νοηματικώς αποδεκτές προτάσεις:
Η λέξη διετρέφετο είναι ρήμα.
Η λέξη τινὰ είναι αντωνυμία.
Η λέξη ἀπὸ είναι πρόθεση.
Η λέξη κεραμέων είναι ουσιαστικό.
- Να γράψετε (με τη βοήθεια του Λεξικού) προτάσεις στη ν.ε. χρησιμοποιώντας τις παρακάτω λόγιες φράσεις: εν κινήσει, εν δράσει, εν ανάγκη, εν προκειμένω, ενόψει, επ’ αυτοφώρω, εν καιρώ, εν λευκώ.
Είναι πολύ επικίνδυνο να μιλάς στο κινητό, ενώ οδηγείς και βρίσκεσαι εν κινήσει.
Οι τηλεθεατές είχαν τη μοναδική ευκαιρία να παρακολουθήσουν την ειδική ομάδα διάσωσης της Πυροσβεστικής εν δράσει.
Ο πατέρας μου είπε ότι εν ανάγκη θα καταφύγουμε στο δανεισμό για να επισκευάσουμε το σπίτι.
Γενικά δεν συμφωνώ με τις επιλογές του, αλλά εν προκειμένω έπραξε άριστα που προσέλαβε έναν τόσο αποδοτικό υπάλληλο.
Οι αρχές κάλεσαν τον πληθυσμό να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός ενόψει του επερχόμενου καύσωνα.
Οι ληστές συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω τη στιγμή που έβγαιναν από την Τράπεζα.
Εν καιρώ θα καταλάβεις πόσο σημαντική υπήρξε η συμβολή μου στην αντιμετώπιση των προβλημάτων σου.
Με φοβίζει το ότι δίνεις κάθε φορά εν λευκώ εξουσιοδότηση να μιλάει για λογαριασμό σου στον συγκεκριμένο άνθρωπο.
- Να συνδυάσετε τις λέξεις της στήλης Α΄ με τις κατάλληλες λέξεις της στήλης Β΄, ώστε να σχηματιστούν λόγιες φράσεις που χρησιμοποιούνται στη ν.ε. Στη συνέχεια να σχηματίσετε με αυτές προτάσεις στη ν.ε.:
Ήθελε να τα καταφέρει πάση θυσία και δεν υπολόγιζε τις αρνητικές συνέπειες για την υγεία του.
Πιστεύω ότι το καλύτερο θα ήταν να λύσουμε τις διαφορές μας ενώπιος ενωπίωκαι όχι να διαδίδουμε φήμες ο ένας πίσω από την πλάτη του άλλου.
Ήταν τόσο θυμωμένος μαζί της που δεν ήθελε επ’ ουδενί λόγω να της μιλήσει.
Επί τη ευκαιρία της επισκέψεώς σας, κύριε Πρωθυπουργέ, θα ήθελα να σας υπενθυμίζω το φλέγον για την περιοχή μας θέμα των αγροτικών αποζημιώσεων.
Όλα θα συζητηθούν εν ευθέτω χρόνω, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες.
- Αφού παρατηρήσετε την εικόνα, να επιλέξετε την κατάλληλη συνοδευτική φράση:
Χαλκεῖς ξίφη σιδηρᾶ ποιοῦσιν (= Τεχνίτες του μετάλλου κατασκευάζουν σιδερένια ξίφη).
Παράλληλα Κείμενα
Τα παράλληλα κείμενα της Ενότητας συμπληρώνουν την εικόνα για τα επαγγέλματα που αποκομίσαμε από το κείμενο του Ξενοφώντα.
Πρώτο παράλληλο κείμενο
Οὕτω δ΄ ἴσχυέ τε καὶ μέγας ἦν τότε καὶ πολύς͵ ὥστ΄ ἔτι καὶ νῦν
ὑπὸ τῆς ῥώμης τῆς τότ΄ ἐκείνης͵ ὁπόταν μόνον ὄρθριον ᾄσῃ͵
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ΄ ἔργον͵ χαλκῆς͵ κεραμῆς͵ σκυλοδέψαι͵
σκυτῆς͵ βαλανῆς͵ ἀλφιταμοιβοί͵ τορνευτολυρασπιδοπηγοί·
οἱ δὲ βαδίζουσ΄ ὑποδησάμενοι νύκτωρ.
Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες στ. 488-492
Απόδοση κειμένου στη νέα ελληνική
Και ήταν τότε (ο πετεινός) τόσο πανίσχυρος και μέγας και πολύς, ώστε, ακόμα και τώρα, από την τότε δύναμή του, και μόνο που θα τραγουδήσει το πρωί, αναπηδούν όλοι για δουλειά: χαλκουργοί, κανατάδες, βυρσοδέψες, παπουτσήδες, λουτράρηδες, αλευράδες, τεχνίτες που κατασκευάζουν με τόρνο λύρες και ασπίδες· και άλλοι, αφού βάλουν τα υποδήματά τους, περπατούν αξημέρωτα».
Δεύτερο παράλληλο κείμενο
Ὅπου γὰρ ὕλη μὲν ἦν λίθος͵ χαλκός͵ ἐλέφας͵ χρυσός͵ ἔβενος͵ κυπάρισσος͵ αἱ δὲ ταύτην ἐκπονοῦσαι καὶ κατεργαζόμεναι τέχναι τέκτονες͵ πλάσται͵ χαλκοτύποι͵ λιθουργοί͵ βαφεῖς χρυσοῦ͵ μαλακτῆρες ἐλέφαντος͵ ζωγράφοι͵ ποικιλταί͵ τορευταί͵ πομποὶ δὲ τούτων καὶ κομιστῆρες ἔμποροι καὶ ναῦται καὶ κυβερνῆται κατὰ θάλατταν͵ οἱ δὲ κατὰ γῆν ἁμαξοπηγοὶ καὶ ζευγοτρόφοι καὶ ἡνίοχοι καὶ καλωστρόφοι καὶ λινουργοὶ καὶ σκυτοτόμοι καὶ ὁδοποιοὶ καὶ μεταλλεῖς͵ ἑκάστη δὲ τέχνη͵ καθάπερ στρατηγὸς ἴδιον στράτευμα͵ τὸν θητικὸν ὄχλον καὶ ἰδιώτην συντεταγμένον εἶχεν͵ ὄργανον καὶ σῶμα τῆς ὑπηρεσίας γινόμενον͵ εἰς πᾶσαν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἡλικίαν καὶ φύσιν αἱ χρεῖαι διένεμον καὶ διέσπειρον τὴν εὐπορίαν.
Πλούταρχος, Περικλῆς 12.6
Απόδοση κειμένου στη νέα ελληνική
Γιατί όπου το υλικό ήταν πέτρα, χαλκός, ελεφαντόδοντο, χρυσός, έβενος και κυπαρίσσι και οι τεχνίτες που κατεργάζονταν και επεξεργάζονταν το υλικό ήταν ξυλουργοί, πλάστες (πηλού ή κεριού), χαλκουργοί, μαρμαράδες, επιχρυσωτές, τεχνίτες του ελεφαντόδοντου, ζωγράφοι, διακοσμητές, τορνευτές και προμηθευτές και μεταφορείς του (υλικού) διά θαλάσσης ήταν έμποροι, ναύτες και κυβερνήτες πλοίων και διά ξηράς αμαξοποιοί, ζευγολάτες, αμαξηλάτες, κατασκευαστές σκοινιών, λιναράδες, βυρσοδέψες, οδοποιοί, μεταλλωρύχοι· και, όπως ακριβώς ένας στρατηγός έχει το δικό του στράτευμα, έτσι και κάθε τέχνη είχε το πλήθος των μισθωτών και τους ανειδίκευτους οργανωμένους, που γίνονταν όργανο και σώμα της υπηρεσίας της· οι ανάγκες (της κοινωνίας) μοίραζαν και σκορπούσαν σε όλους, για να το πω έτσι, τους πολίτες ανεξαρτήτως ηλικίας και δεξιοτήτων την ευημερία.
Απαντήσεις στις Ερωτήσεις
- Ποια επαγγέλματα αναφέρει ο Αριστοφάνης και ποια ο Πλούταρχος; Ποια από αυτά διατηρούνται ως τις μέρες μας;
Τα επαγγέλματα που αναφέρει ο Αριστοφάνης είναι οι χαλκιάδες (=χαλκουργοί , αυτοί που φτιάχνουν διάφορα αντικείμενα από μέταλλο), οι κανατάδες (= αγγειοπλάστες), οι υποδηματοποιοί (= βυρσοδέψες, αυτοί που κατεργάζονται δέρματα), οι παπουτσήδες (= τσαγκάρηδες), οι λουτράρηδες (= ιδιοκτήτες ή υπάλληλοι δημόσιων λουτρών), οι αλευράδες (= μυλωνάδες) και οι τεχνίτες που κατασκευάζουν με τόρνο λύρες, ασπίδες κ.λπ.
Στο δεύτερο κείμενο του Πλουτάρχου αναφέρονται τα εξής επαγγέλματα: ξυλουργοί, κηροποιοί, αγγειοπλάστες, χαλκουργοί, μαρμαράδες, βαφείς χρυσού, τεχνίτες του ελεφαντόδοντου, ζωγράφοι, διακοσμητές, τορνευτές, προμηθευτές και μεταφορείς των παραπάνω απαραίτητων υλικών, έμποροι, ναύτες , κυβερνήτες πλοίων, αμαξοποιοί, ζευγολάτες (= γεωργοί που οργώνουν), οδηγοί αρμάτων, κατασκευαστές σκοινιών, οι παραγωγοί λινών υφασμάτων, βυρσοδέψες, εργάτες που έφτιαχναν δρόμους και τεχνίτες μετάλλων.
Σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν τα περισσότερα από αυτά τα επαγγέλματα. Βέβαια, άλλα έχουν μετεξελιχθεί, για να προσαρμοστούν στις ανάγκες της εποχής μας, και άλλα τείνουν προς εξαφάνιση. Αυτά που διατηρούνται είναι: οι χαλκουργοί, οι αγγειοπλάστες, οι υποδηματοποιοί, οι τσαγκάρηδες, οι ξυλουργοί, οι κηροποιοί, οι μαρμαράδες, οι μπογιατζήδες, οι τεχνίτες πολύτιμων λίθων, οι λιθοξόοι, οι ζωγράφοι, οι διακοσμητές, οι τορνευτές, οι προμηθευτές, οι μεταφορείς, οι έμποροι, οι ναύτες, οι κατασκευαστές και επισκευαστές μεταφορικών μέσων (π.χ. αυτοκινήτων), οι γεωργοί, οι οδηγοί (των σύγχρονων βέβαια μεταφορικών μέσων), οι βιοτέχνες που παράγουν διάφορα προϊόντα και οι εργάτες. Όπως παρατηρούμε, τα επαγγέλματα μετεξελίχθηκαν υπό την πίεση των σύγχρονων αναγκών και της τεχνολογικής προόδου.
- Να εντοπίσετε ποια από τα επαγγέλματα που αναφέρονται στα παραπάνω αποσπάσματα απαντούν και στο κείμενο της Ενότητας.
Τα επαγγέλματα που αναφέρονται και στο κείμενο της Ενότητας και σε αυτά του Επιμέτρου είναι: τσαγκάρηδες, οικοδόμοι, αγγειοπλάστες, μαρμαράδες, ράφτες (λινοποιοί), κτηνοτρόφοι, γεωργοί, μυλωνάδες, έμποροι και ναυτικοί.
ΠΗΓΗ http://2stav-glossa.blogspot.com/2014/09/3.html
ΠΗΓΗ http://eu-mathein.gr/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B1-%CE%B1-%CE%B3%CF%85%CE%BC%CE%BD%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BF%CF%85/
Ενότητα 3η
Επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων
Ἀθηναῖοι, ὡς καί οἱ κατοικοῦντες ἑτέρας πόλεις,
Οι Αθηναίοι, όπως και αυτοί που κατοικούν στις άλλες πόλεις,
πολλά ἐπιτηδεύουσιν ἐν τῷ βίῳ,
ασκούν πολλά επαγγέλματα στη ζωή τους,
ἵνα πορίζωνται τά ἀναγκαῖα:
για να εξασφαλίζουν τα αναγκαία:
Ναυσικύδης ὤν ναύκληρος ἐσπούδαζε
Ο Ναυσικύδης που ήταν πλοιοκτήτης, μεριμνούσε
περί τήν τροφήν τοῦ σώματος ἑαυτῷ καί τοῖς οἰκείοις,
για τη συντήρηση του εαυτού του και των δικών του,
τοῦτ’ αὐτό δέ ἐποίουν
και το ίδιο ακριβώς έκαναν
Ξένων ὁ ἔμπορος καί Ξενοκλῆς ὁ κάπηλος.
ο Ξένων ο έμπορος και ο Ξενοκλής ο μικροπωλητής.
Πολύζηλος ἔτρεφεν ἑαυτόν καί οἰκέτας
Ο Πολύζηλος συντηρούσε τον εαυτό του και τους οικιακούς του δούλους
ἀπό ἀλφιτοποιίας,
με την παρασκευή κριθάλευρου,
ἔτι δέ πολλάκις
και ακόμα μερικές φορές
ἐλειτούργει τῇ πόλει.
προσέφερε δημόσια υπηρεσία στην πόλη με δικά του χρήματα.
Γλαύκων ὁ Χολαργεύς ἐγεώργει
Ο Γλαύκων από το Χολαργό ήταν γεωργός
καί ἔτρεφε βοῦς,
και έτρεφε βόδια,
Δημέας δέ διετρέφετο
ο Δημέας ζούσε
ἀπό χλαμυδουργίας,
από την τέχνη της κατασκευής χλαμύδων,
οἱ πλεῖστοι δέ Μεγαρέων ἀπό ἐξωμιδοποιίας.
και οι περισσότεροι από τους Μεγαρείς από την τέχνη της κατασκευής εξωμίδων.
Οὐκ ὀλίγοι τῶν πολιτῶν ἐξαμάνθανον τέχνην τινά,
Αρκετοί από τους πολίτες μάθαιναν καλά κάποια τέχνη,
οἷον τήν (τέχνην) τῶν λιθοξόων,
όπως την τέχνη του μαρμαρά,
κεραμέων, τεκτόνων, σκυτοτόμων,
του κεραμέα, του μαραγκού, του τσαγκάρη,
καί ἐξειργάζοντο πλεῖστα ἐπιτήδεια τῷ βίῳ.
και εξασφάλιζαν πάρα πολλά αναγκαία αγαθά για τη ζωή τους.
Νοηματική απόδοση κειμένου
Ο Ξενοφώντας στο κείμενο αυτό αναφέρει τα επαγγέλματα των Αθηναίων αλλά και των κατοίκων άλλων ελληνικών πόλεων, οι οποίοι ασκώντας τα μπορούσαν να εξασφαλίζουν τα απαραίτητα για να ζουν. Μάλιστα αναφέρει και ονόματα ανδρών (Ναυσικύδης, Ξένων, Πολύζηλος, Γλαύκων, Δημέας) που φρόντιζαν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους και τους δικούς τους ανθρώπους.
Τα επαγγέλματα που αναφέρονται είναι: του ναυκλήρου, του εμπόρου, του μικροπωλητή, του οικιακού δούλου, του γεωργού, του εκτροφέα ζώων, του κατασκευαστή χλαμύδων, του κατασκευαστή εξωμίδων, του τεχνίτη των μαρμάρων και των κεραμικών, του μαραγκού και του τσαγκάρη, του βυρσοδέψη.
Ετυμολογικά
Ετυμολογία:
κλάδος της γλωσσολογίας που ερευνά την καταγωγή και την ιστορία των λέξεων, προσπαθώντας να βρει τον αρχικό τύπο ή την αρχική σημασία τους.
Ο όρος προέρχεται από τη λέξη έτυμον που σημαίνει «η αρχική ρίζα κάθε λέξης και η αρχική της σημασία, όπως προκύπτει από τη ρίζα αυτή» (έτυμος στην α.ε. σημαίνει «αληθινός, πραγματικός, βέβαιος»).
Οι περισσότερες λέξεις προέρχονται από τις δύο βασικές διαδικασίες σχηματισμού μιας λέξης, την παραγωγή και τη σύνθεση.
Παραγωγή → παράγωγες λέξεις
Σύνθεση → σύνθετες λέξεις
Παραγωγή
ονομάζεται η δημιουργία μιας λέξης από κάποια άλλη που ήδη υπάρχει: τέκτων > τεκτονικός, παιδί > παιδικός, γράφω
Σύνθεση
είναι η ένωση δύο ή περισσότερων λέξεων, ώστε να σχηματιστεί μία νέα λέξη: άνθος + κήπος = ανθόκηπος
Πρωτότυπη ονομάζεται η λέξη από της οποίας το θέμα σχηματίζεται με παραγωγή μία άλλη λέξη.
Παράγωγη λέγεται η λέξη που προέρχεται από μία πρωτότυπη.
Οι παράγωγες λέξεις σχηματίζονται από τις πρωτότυπες με την προσθήκη των παραγωγικών καταλήξεων:
Το αρχικό θέμα από το οποίο προέρχεται μια σειρά από παράγωγες λέξεις με διάφορους σχηματισμούς λέγεται ρίζα.
Συχνά λέξεις που έχουν τη ίδια ρίζα έχουν διαφορετικό θέμα.
Ριζική λέγεται η λέξη που δεν παράγεται από κάποια άλλη λέξη, αλλά σχηματίζεται απευθείας από μία ρίζα με τη προσθήκη μιας κατάληξης:
(ρίζα) γραφ- + (κατάληξη) -ω = γράφω
Ομόρριζες ονομάζονται οι λέξεις, απλές ή σύνθετες, που προέρχονται από την ίδια ρίζα: π.χ. (ρίζα) ναύς: (= πλοίο), ναυτικός, ναύλα.
Σύνθετη ονομάζεται η λέξη που σχηματίζεται από δύο άλλες (ριζικές, πρωτότυπες ή παράγωγες) λέξεις.
Οι δύο λέξεις που ενώνονται και σχηματίζουν μία σύνθετη λέγονται συνθετικά μέρη.
Απλή είναι κάθε λέξη που δεν είναι σύνθετη.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1. Να βρείτε μέσα στο κείμενο ποια σύνθετη λέξη έχει ετυμολογική συγγένεια με τις ακόλουθες: λίθος, χλαμύς, έργον, τρέφω, ζήλεια.
2. Να κατατάξετε τις παρακάτω λέξεις σε απλές και σύνθετες: πόλις, ναύκληρος, ἔμπορος, βίος, σκυτοτόμος, εὐτραφής, πολίτης.
3. Να αντιστοιχήσετε τις πρωτότυπες λέξεις της στήλης Α
με τις παράγωγες τους στη στήλη Β:
Α’ Β’ ἐπιτηδεύω σπουδάζω σῶμα τεχνίτης σπουδή ἐπιτήδευμα τέχνη εὐτραφής τρέφω σωματικός
Γραμματική
1. Να τονίσετε τις παρακάτω λέξεις, εφαρμόζοντας τους κανόνες τονισμού:
μηκος, πολις, εμπορος, ναυκληρος, τεχνην, νησοι, δουλος, σωμα, δουλων, οινος,
πλουτος, καπηλος
.
2. Να σημειώστε τόνους και πνεύματα στις ακόλουθες λέξεις:
καθηκον, οικειος, διαμετρος, ηρωων, ωραιοι, αγαθος, ημεις, ότι, Ελλας, οιμωγη,
Ευβοια, ριπτω, υψηλος, αγιωτερος, ηττα, λογων, πληθος, φευγε, θρηνος, τοιχος,
χειμωνες, μαθητων, πεμπω, πιστευω, γιγνωσκετε, κινδυνου, απιστος, αμπελω, κωνος,
αγκυραι, διδασκαλος, διδασκαλους, δουλοι, Θηβαιοι, δυναμεθα, παιδες, γενναιοι,
δικαιος
Απαντήσεις στις ερωτήσεις κατανόησης του σχολικού βιβλίου
1. Να αναφέρετε στηριζόμενοι στο κείμενο επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων:
Τα επαγγέλματα που αναφέρονται στο απόσπασμα του Ξενοφώντα είναι τα εξής: ναυτικός, πλοιοκτήτης και κυβερνήτης εμπορικού πλοίου (ναύκληρος), έμπορος, μικροπωλητής (κάπηλος), παρασκευαστής κριθάλευρου (από αλφιτοποιίας... έτρεφε), γεωργός (εγεώργει), κτηνοτρόφος (βους έτρεφε), κατασκευαστής ενδυμάτων χλαμύδων και εξωμίδων (από χλαμυδουργίας διετρέφετο, από εξωμιδοποιίας), μαρμαράς, πελεκητής (λιθοξόων), κεραμοποιός, αγγειοπλάστης (κεραμέων), οικοδόμος, ξυλουργός (τεκτόνων), βυρσοδέψης, τσαγκάρης (σκυτοτόμων).
2. Σε ποια επαγγελματική δραστηριότητα διακρίθηκαν οι Αθηναίοι εξαιτίας της αδυναμίας της γης τους να τους συντηρήσει;
Ποια επαγγέλματα που αναφέρονται στο κείμενο σχετίζονται με αυτή τη δραστηριότητα;
Η αδυναμία της αττικής γης να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των κατοίκων έκανε τους Αθηναίους, για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, να στραφούν σε άλλες δραστηριότητες, στις οποίες διακρίθηκαν. Η θάλασσα προσέφερε πολλές επαγγελματικές διεξόδους.
Υπήρχαν οι ναύκληροι, οι ιδιοκτήτες και κυβερνήτες πλοίων, οι οποίοι συχνά διεξήγαν το θαλάσσιο εμπόριο. Επιπλέον οι έμποροι ασχολούνταν με εισαγωγές και εξαγωγές, ενώ οι κάπηλοι με το λιανικό εμπόριο.
Μεγάλη άνθηση στην αρχαία Αθήνα γνώρισαν επίσης οι βιοτεχνίες που επεξεργάζονταν αγαθά, όπως για παράδειγμα άλφιτα (κριθάλευρο) ή κατασκεύαζαν αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως ενδύματα, υποδήματα και κεραμικά. Τέλος, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού απασχολούνταν σε οικοδομικές εργασίες.
ΠΗΓΗ http://2stav-glossa.blogspot.com/2014/09/3.html
ΕΝΟΤΗΤΑ 3 Επαγγέλματα αρχαίων Αθηναίων
Α. Κείμενο
Μια εξέχουσα πόλη, όπως η Αθήνα του 5ου αι. π.Χ., ήταν εύλογο να παρουσιάζει αυξημένες ανάγκες για προϊόντα και υπηρεσίες. Τις ανάγκες αυτές κάλυπταν ποικίλες κατηγορίες επαγγελματιών, από τους οποίους άλλοι ήταν ελεύθεροι πολίτες και άλλοι μέτοικοι ή και δούλοι.
Ἀθηναῖοι, ὡς καὶ οἱ ἑτέρας πόλεις κατοικοῦντες, πολλὰ ἐν τῷ βίῳ ἐπιτηδεύουσι, ἵνα τὰ ἀναγκαῖα πορίζωνται: Ναυσικύδης ναύκληρος ὢν περὶ τὴν τοῦ σώματος τροφὴν ἑαυτῷ καὶ τοῖς οἰκείοις ἐσπούδαζε, τοῦτ' αὐτὸ δ' ἐποίουν Ξένων ὁ ἔμπορος καὶ Ξενοκλῆς ὁ κάπηλος. Πολύζηλος ἀπὸ ἀλφιτοποιίας ἑαυτὸν καὶ οἰκέτας ἔτρεφε, ἔτι δὲ πολλάκις τῇ πόλει ἐλειτούργει. Γλαύκων ὁ Χολαργεὺς ἐγεώργει καὶ βοῦς ἔτρεφε, Δημέας δὲ ἀπὸ χλαμυδουργίας διετρέφετο, Μεγαρέων δ' οἱ πλεῖστοι ἀπὸ ἐξωμιδοποιίας. Οὐκ ὀλίγοι τῶν πολιτῶν τέχνην τινὰ ἐξεμάνθανον, οἷον τὴν τῶν λιθοξόων, κεραμέων, τεκτόνων, σκυτοτόμων, καὶ πλεῖστα ἐπιτήδεια τῷ βίῳ ἐξειργάζοντο.
)
Μετάφραση
Οι Αθηναίοι, όπως και αυτοί που κατοικούν στις άλλες πόλεις, ασκούν στη ζωή τους πολλά επαγγέλματα, για να εξασφαλίζουν τα αναγκαία: Ο Ναυσικύδης που ήταν ιδιοκτήτης πλοίου, μεριμνούσε για τη συντήρηση του εαυτού του και των δικών του, και το ίδιο ακριβώς έκανε ο Ξένων ο έμπορος και ο Ξενοκλής ο μικροπωλητής. Ο Πολύζηλος με την παρασκευή κριθάλευρου έτρεφε τον εαυτό του και τους οικιακούς του δούλους, και ακόμα πολλές φορές προσέφερε στην πόλη δημόσια υπηρεσία με δικά του χρήματα. Ο Γλαύκων από το Χολαργό ήταν γεωργός και έτρεφε βόδια, ενώ ο Δημέας ζούσε από την τέχνη της κατασκευής χλαμύδων, και οι περισσότεροι από τους Μεγαρείς από την τέχνη της κατασκευής εξωμίδων. Αρκετοί από τους πολίτες μάθαιναν καλά κάποια τέχνη, όπως αυτή του μαρμαρά, του κεραμέα, του μαραγκού, του τσαγκάρη, και εξασφάλιζαν πάρα πολλά αναγκαία για τη ζωή.
σχεδιάγραμμα ενότητας
Οι αρχαίοι, όπως φαίνεται από τις επιγραφές, έγραφαν μόνο με κεφαλαία γράμματα και δε χρησιμοποιούσαν τόνους. Οι τόνοι άρχισαν να χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια, περίπου το 200 π.Χ. και ο πρώτος που τους χρησιμοποίησε ήταν ο Βυζάντιος.
Επισήμως οι τόνοι καθιερώθηκαν τον 9ο αι. μ.Χ., μαζί με τη μικρογράμματη γραφή.
Οι τόνοι άρχισαν να χρησιμοποιούνται, κατά πάσα πιθανότητα,
α) επειδή οι ίδιοι οι Έλληνες χρειάζονταν καθοδήγηση για να προφέρουν σωστά λέξεις που δε χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους ομιλία και
β) γιατί έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να μαθαίνουν να προφέρουν τα ελληνικά αυτοί που μάθαιναν την ελληνική ως ξένη γλώσσα.
α) επειδή οι ίδιοι οι Έλληνες χρειάζονταν καθοδήγηση για να προφέρουν σωστά λέξεις που δε χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους ομιλία και
β) γιατί έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να μαθαίνουν να προφέρουν τα ελληνικά αυτοί που μάθαιναν την ελληνική ως ξένη γλώσσα.
Τελικά, ένα σύστημα τονισμού, κοινό για όλους, καθιερώθηκε περίπου το 10 αι. μ.Χ. μαζί με την καθιέρωση της μικρογράμματης γραφής.
Οι τόνοι των αρχαίων διατηρήθηκαν στα ελληνικά μέχρι τις 12/01/1982, όταν η Βουλή των Ελλήνων κατάργησε το πολυτονικό σύστημα και καθιέρωσε το μονοτονικό
Πηγές: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL102/457/3003,12053/
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/Theoria%20arxaia/tonismos.htm
http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html
Τόνοι
O τονισμός της αρχαίας ελληνικής ήταν κύρια «μουσικός» (μελωδικός, προσωδιακός) και όχι δυναμικός όπως της νέας ελληνικής. Σχετιζόταν δηλαδή βασικά με το ύψος της φωνής και όχι την έντασή της.
Στους κλασικούς χρόνους (και συγκεκριμένα από την εποχή του Πλάτωνα) χρησιμοποιούνται για τον τόνο οι όροι οξύς και βαρύς που αναφέρονται και στο ύψος και στην ένταση.
Στους κλασικούς χρόνους (και συγκεκριμένα από την εποχή του Πλάτωνα) χρησιμοποιούνται για τον τόνο οι όροι οξύς και βαρύς που αναφέρονται και στο ύψος και στην ένταση.
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα οι κανόνες που αναφέρονται στη θέση του τόνου αφορούν κυρίως τα φωνήεντα, δηλαδή τα στοιχεία που μπορούν να «τραγουδηθούν», επειδή επιτρέπουν αλλαγές στο ύψος της φωνής.
- Η οξεία είναι ένας τόνος που μπορεί να χρησιμοποιήσουμε στις τρεις τελευταίες συλλαβές μίας λέξης (Προπαραλήγουσα, Παραλήγουσα, Λήγουσα).
- H βαρεία είναι ένας τόνος που μπορεί να χρησιμοποιήσουμε μόνο στη τελευταία συλλαβή μίας λέξης (Λήγουσα).
- H περισπωμένη είναι ένας τόνος που μπορεί να χρησιμοποιήσουμε στις δύο τελευταίες συλλαβές μίας λέξης (Παραλήγουσα, Λήγουσα).
Πνεύματα
Εκτός από τα τονικά σύμβολα, οι γραμματικοί της ελληνιστικής περιόδου χρησιμοποίησαν και πνεύματα, δηλαδή σύμβολα που διευκόλυναν τη διάκριση ανάμεσα σε δασείς και μη δασείς ('ψιλούς') φθόγγους. Τί σημαίνει όμως «δασύς» και τί «ψιλός» φθόγγος;
Υπήρχε στην αρχαία γλώσσα ένας φθόγγος που παραγόταν με αέρα που περνούσε σχεδόν ανεμπόδιστος από το στόμα, παρόμοιος με τον ήχο που συμβολίζεται στην αγγλική με το γράμμα h σε λέξεις όπως ahead, hot, here. Αυτός ακριβώς ήταν ο δασύς φθόγγος. Δασύς σημαίνει 'τραχύς', ενώ ψιλός σημαίνει 'γυμνός', δηλαδή φθόγγος που δεν έχει δασύτητα.
Οι τόνοι μπαίνουν στη λήγουσα (Λ), στην παραλήγουσα (ΠΛ) και στην προπαραλήγουσα (ΠΠΛ)
- H δασεία είναι ένα πνεύμα που μπορεί να χρησιμοποιήσουμε στην αρχή μίας λέξης που αρχίζει από φωνήεν. Η δασεία στο φωνήεν από το οποίο αρχίζει μία λέξη επιφέρει αλλαγή στον ήχο που παράγεται όταν διαβάζουμε αυτό το φωνήεν. Πιο συγκεκριμένα είναι σαν κατά την ανάγνωση να έχει προστεθεί το γράμμα 'χ' πριν από το φωνήεν.
- H ψιλή είναι ένα πνεύμα που μπορεί να χρησιμοποιήσουμε στην αρχή μίας λέξης που αρχίζει από φωνήεν, όπως και το προηγούμενο πνεύμα. Ωστόσο, η ψιλή δεν επιφέρει κάποια αλλαγή στον ήχο ακούσματος του αρχικού φωνήεντος.
Τόνοι
οξεία
βαρεία
περισπωμένη
Πνεύματα
ψιλή
δασεία
Μια λέξη, ανάλογα με τη συλλαβή στην οποία τονίζεται, λέγεται:
οξύτονη, αν έχει οξεία στη λήγουσα, π.χ. πα-τήρ·
περισπώμενη, αν έχει περισπωμένη στη λήγουσα, π.χ. τι-μῶ
παροξύτονη, αν έχει οξεία στην παραλήγουσα, π.χ. λό-γος
προπαροξύτονη, αν έχει οξεία στην προπαραλήγουσα, ἄν-θρω-πος
Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα .
ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ
ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ
1.
Στη λήγουσα, αντί για οξεία βάζουμε βαρεία, αρκεί να μην ακολουθεί στίξη, π.χ. μητρός τε καὶ πατρός.
Στη λήγουσα, αντί για οξεία βάζουμε βαρεία, αρκεί να μην ακολουθεί στίξη, π.χ. μητρός τε καὶ πατρός.
2.
Η βραχύχρονη συλλαβή, όταν τονίζεται, παίρνει πάντα οξεία, π.χ. ἐμπόρων, λέγω.
Η βραχύχρονη συλλαβή, όταν τονίζεται, παίρνει πάντα οξεία, π.χ. ἐμπόρων, λέγω.
3.
Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντα οξεία, π.χ. βούλομαι, πρόγονος.
Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντα οξεία, π.χ. βούλομαι, πρόγονος.
4.
Μακρόχρονη παραλήγουσα πριν από βραχύχρονη λήγουσα παίρνει περισπωμένη, π.χ. κῆδος, παῖδες.
Μακρόχρονη παραλήγουσα πριν από βραχύχρονη λήγουσα παίρνει περισπωμένη, π.χ. κῆδος, παῖδες.
5.
Μακρόχρονη παραλήγουσα πριν από μακρόχρονη λήγουσα παίρνει πάντα οξεία, π.χ. Ἑλλήνων.
Μακρόχρονη παραλήγουσα πριν από μακρόχρονη λήγουσα παίρνει πάντα οξεία, π.χ. Ἑλλήνων.
Μας βοηθά πρακτικά η ακόλουθη παρατήρηση:
→ Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη και τονίζεται η παραλήγουσα παίρνει πάντα οξεία, π.χ. κήποις, πολίταις.
Επίσης:
6.
Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, δεν τονίζεται η προπαραλήγουσα, π.χ. πρόγονοι, προγόνων, προγόνοις.
Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, δεν τονίζεται η προπαραλήγουσα, π.χ. πρόγονοι, προγόνων, προγόνοις.
7.
Το –α στην κατάληξη των ουδετέρων είναι πάντα βραχύχρονο, π.χ. σῶμα, αἷμα.
Το –α στην κατάληξη των ουδετέρων είναι πάντα βραχύχρονο, π.χ. σῶμα, αἷμα.
8.
Η γενική και η δοτική της α’ και της β’ κλίσης, όταν τονίζονται στη λήγουσα, παίρνουν περισπωμένη, π.χ. θεοῦ, θεῶν – τιμῇ, τιμαῖς.
Η γενική και η δοτική της α’ και της β’ κλίσης, όταν τονίζονται στη λήγουσα, παίρνουν περισπωμένη, π.χ. θεοῦ, θεῶν – τιμῇ, τιμαῖς.
9.
Η κατάληξη –ας στην α’ κλίση είναι μακρόχρονη, π.χ. πολίτας.
Η κατάληξη –ας στην α’ κλίση είναι μακρόχρονη, π.χ. πολίτας.
10.
Η γενική πλ. της α’ κλίσης τονίζεται πάντα στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη, π.χ. πολιτῶν, πολιτειῶν.
Η γενική πλ. της α’ κλίσης τονίζεται πάντα στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη, π.χ. πολιτῶν, πολιτειῶν.
Ας ανακεφαλαιώσουμε τους πρώτους βασικούς κανόνες:
ΠΠΛ
|
ἄνθρωπος
|
οξεία
|
ο, ε
|
μόνος, νέος
| |
ΠΛ(Μ) -Λ(Μ) ή ΜΜ
|
κήπων
| |
ΠΛ(Μ)-Λ(Β) ή ΜΒ
|
κῆπος
|
περισπωμένη
|
Κατανόησε και απομνημόνευσε τον παραπάνω πίνακα. Θα λύσεις το πρόβλημα του τονισμού για πάντα. Άλλωστε δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Έχεις μάθει τόσα πράγματα στη ζωή σου! Τέσσερις σειρές θα σε νικήσουν!
ΚΑΝΟΝΑΣ
Οι λέξεις που αρχίζουν από υ ή ρ παίρνουν δασεία, π.χ. ὑγιής, ῥοῦς.
ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΟΔΗΓΙΑ:
Για να καταλάβουμε αν μια λέξη παίρνει ψιλή ή δασεία, την κάνουμε β’ συνθετικό μιας σύνθετης λέξης, χρησιμοποιώντας ως α’ συνθετικό μια από τις προθέσεις κατά, ἐπί, ὑπό, ἀπό, κοκ.
Αν κατά τη σύνθεση το τ, το π και το κ τραπούν αντίστοιχα σε θ, φ και χ, τότε η αρχική λέξη μας παίρνει δασεία.
π.χ. ημέρα – καθημερινός, άρα: ἡμέρα
Βοηθητικός πίνακας για τη θέση των τόνων:
ά, ὰ, ᾶ
|
ἀ, ἁ
|
ἄ, ἅ
|
Ἄ, Ἅ
|
ἆ, ἇ - Ἆ, Ἇ
|
αί, αὶ, αῖ
|
αἰ, αἱ
|
αἴ, αἵ
|
Αἴ, Αἵ
|
αἶ, αἷ -
Αἶ, Αἷ
|
Β' Ετυμολογικά
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/Theoria%20arxaia/metafraseis%20a%20gym/a03xm.htm
Πηγές: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL102/457/3003,12053/
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/Theoria%20arxaia/tonismos.htm
http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html
ΠΗΓΗ http://eu-mathein.gr/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B1-%CE%B1-%CE%B3%CF%85%CE%BC%CE%BD%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BF%CF%85/
Ενότητα 3η
Επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων
Ἀθηναῖοι, ὡς καί οἱ κατοικοῦντες ἑτέρας πόλεις,
Οι Αθηναίοι, όπως και αυτοί που κατοικούν στις άλλες πόλεις,
πολλά ἐπιτηδεύουσιν ἐν τῷ βίῳ,
ασκούν πολλά επαγγέλματα στη ζωή τους,
ἵνα πορίζωνται τά ἀναγκαῖα:
για να εξασφαλίζουν τα αναγκαία:
Ναυσικύδης ὤν ναύκληρος ἐσπούδαζε
Ο Ναυσικύδης που ήταν πλοιοκτήτης, μεριμνούσε
περί τήν τροφήν τοῦ σώματος ἑαυτῷ καί τοῖς οἰκείοις,
για τη συντήρηση του εαυτού του και των δικών του,
τοῦτ’ αὐτό δέ ἐποίουν
και το ίδιο ακριβώς έκαναν
Ξένων ὁ ἔμπορος καί Ξενοκλῆς ὁ κάπηλος.
ο Ξένων ο έμπορος και ο Ξενοκλής ο μικροπωλητής.
Πολύζηλος ἔτρεφεν ἑαυτόν καί οἰκέτας
Ο Πολύζηλος συντηρούσε τον εαυτό του και τους οικιακούς του δούλους
ἀπό ἀλφιτοποιίας,
με την παρασκευή κριθάλευρου,
ἔτι δέ πολλάκις
και ακόμα μερικές φορές
ἐλειτούργει τῇ πόλει.
προσέφερε δημόσια υπηρεσία στην πόλη με δικά του χρήματα.
Γλαύκων ὁ Χολαργεύς ἐγεώργει
Ο Γλαύκων από το Χολαργό ήταν γεωργός
καί ἔτρεφε βοῦς,
και έτρεφε βόδια,
Δημέας δέ διετρέφετο
ο Δημέας ζούσε
ἀπό χλαμυδουργίας,
από την τέχνη της κατασκευής χλαμύδων,
οἱ πλεῖστοι δέ Μεγαρέων ἀπό ἐξωμιδοποιίας.
και οι περισσότεροι από τους Μεγαρείς από την τέχνη της κατασκευής εξωμίδων.
Οὐκ ὀλίγοι τῶν πολιτῶν ἐξαμάνθανον τέχνην τινά,
Αρκετοί από τους πολίτες μάθαιναν καλά κάποια τέχνη,
οἷον τήν (τέχνην) τῶν λιθοξόων,
όπως την τέχνη του μαρμαρά,
κεραμέων, τεκτόνων, σκυτοτόμων,
του κεραμέα, του μαραγκού, του τσαγκάρη,
καί ἐξειργάζοντο πλεῖστα ἐπιτήδεια τῷ βίῳ.
και εξασφάλιζαν πάρα πολλά αναγκαία αγαθά για τη ζωή τους.
Νοηματική απόδοση κειμένου
Ο Ξενοφώντας στο κείμενο αυτό αναφέρει τα επαγγέλματα των Αθηναίων αλλά και των κατοίκων άλλων ελληνικών πόλεων, οι οποίοι ασκώντας τα μπορούσαν να εξασφαλίζουν τα απαραίτητα για να ζουν. Μάλιστα αναφέρει και ονόματα ανδρών (Ναυσικύδης, Ξένων, Πολύζηλος, Γλαύκων, Δημέας) που φρόντιζαν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους και τους δικούς τους ανθρώπους.
Τα επαγγέλματα που αναφέρονται είναι: του ναυκλήρου, του εμπόρου, του μικροπωλητή, του οικιακού δούλου, του γεωργού, του εκτροφέα ζώων, του κατασκευαστή χλαμύδων, του κατασκευαστή εξωμίδων, του τεχνίτη των μαρμάρων και των κεραμικών, του μαραγκού και του τσαγκάρη, του βυρσοδέψη.
Ετυμολογικά
Ετυμολογία:
κλάδος της γλωσσολογίας που ερευνά την καταγωγή και την ιστορία των λέξεων, προσπαθώντας να βρει τον αρχικό τύπο ή την αρχική σημασία τους.
Ο όρος προέρχεται από τη λέξη έτυμον που σημαίνει «η αρχική ρίζα κάθε λέξης και η αρχική της σημασία, όπως προκύπτει από τη ρίζα αυτή» (έτυμος στην α.ε. σημαίνει «αληθινός, πραγματικός, βέβαιος»).
Οι περισσότερες λέξεις προέρχονται από τις δύο βασικές διαδικασίες σχηματισμού μιας λέξης, την παραγωγή και τη σύνθεση.
Παραγωγή → παράγωγες λέξεις
Σύνθεση → σύνθετες λέξεις
Παραγωγή
ονομάζεται η δημιουργία μιας λέξης από κάποια άλλη που ήδη υπάρχει: τέκτων > τεκτονικός, παιδί > παιδικός, γράφω
Σύνθεση
είναι η ένωση δύο ή περισσότερων λέξεων, ώστε να σχηματιστεί μία νέα λέξη: άνθος + κήπος = ανθόκηπος
Πρωτότυπη ονομάζεται η λέξη από της οποίας το θέμα σχηματίζεται με παραγωγή μία άλλη λέξη.
Παράγωγη λέγεται η λέξη που προέρχεται από μία πρωτότυπη.
Οι παράγωγες λέξεις σχηματίζονται από τις πρωτότυπες με την προσθήκη των παραγωγικών καταλήξεων:
Το αρχικό θέμα από το οποίο προέρχεται μια σειρά από παράγωγες λέξεις με διάφορους σχηματισμούς λέγεται ρίζα.
Συχνά λέξεις που έχουν τη ίδια ρίζα έχουν διαφορετικό θέμα.
Ριζική λέγεται η λέξη που δεν παράγεται από κάποια άλλη λέξη, αλλά σχηματίζεται απευθείας από μία ρίζα με τη προσθήκη μιας κατάληξης:
(ρίζα) γραφ- + (κατάληξη) -ω = γράφω
Ομόρριζες ονομάζονται οι λέξεις, απλές ή σύνθετες, που προέρχονται από την ίδια ρίζα: π.χ. (ρίζα) ναύς: (= πλοίο), ναυτικός, ναύλα.
Σύνθετη ονομάζεται η λέξη που σχηματίζεται από δύο άλλες (ριζικές, πρωτότυπες ή παράγωγες) λέξεις.
Οι δύο λέξεις που ενώνονται και σχηματίζουν μία σύνθετη λέγονται συνθετικά μέρη.
Απλή είναι κάθε λέξη που δεν είναι σύνθετη.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1. Να βρείτε μέσα στο κείμενο ποια σύνθετη λέξη έχει ετυμολογική συγγένεια με τις ακόλουθες: λίθος, χλαμύς, έργον, τρέφω, ζήλεια.
2. Να κατατάξετε τις παρακάτω λέξεις σε απλές και σύνθετες: πόλις, ναύκληρος, ἔμπορος, βίος, σκυτοτόμος, εὐτραφής, πολίτης.
3. Να αντιστοιχήσετε τις πρωτότυπες λέξεις της στήλης Α
με τις παράγωγες τους στη στήλη Β:
Α’ Β’ ἐπιτηδεύω σπουδάζω σῶμα τεχνίτης σπουδή ἐπιτήδευμα τέχνη εὐτραφής τρέφω σωματικός
Γραμματική
1. Να τονίσετε τις παρακάτω λέξεις, εφαρμόζοντας τους κανόνες τονισμού:
μηκος, πολις, εμπορος, ναυκληρος, τεχνην, νησοι, δουλος, σωμα, δουλων, οινος,
πλουτος, καπηλος
.
2. Να σημειώστε τόνους και πνεύματα στις ακόλουθες λέξεις:
καθηκον, οικειος, διαμετρος, ηρωων, ωραιοι, αγαθος, ημεις, ότι, Ελλας, οιμωγη,
Ευβοια, ριπτω, υψηλος, αγιωτερος, ηττα, λογων, πληθος, φευγε, θρηνος, τοιχος,
χειμωνες, μαθητων, πεμπω, πιστευω, γιγνωσκετε, κινδυνου, απιστος, αμπελω, κωνος,
αγκυραι, διδασκαλος, διδασκαλους, δουλοι, Θηβαιοι, δυναμεθα, παιδες, γενναιοι,
δικαιος
Απαντήσεις στις ερωτήσεις κατανόησης του σχολικού βιβλίου
1. Να αναφέρετε στηριζόμενοι στο κείμενο επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων:
Τα επαγγέλματα που αναφέρονται στο απόσπασμα του Ξενοφώντα είναι τα εξής: ναυτικός, πλοιοκτήτης και κυβερνήτης εμπορικού πλοίου (ναύκληρος), έμπορος, μικροπωλητής (κάπηλος), παρασκευαστής κριθάλευρου (από αλφιτοποιίας... έτρεφε), γεωργός (εγεώργει), κτηνοτρόφος (βους έτρεφε), κατασκευαστής ενδυμάτων χλαμύδων και εξωμίδων (από χλαμυδουργίας διετρέφετο, από εξωμιδοποιίας), μαρμαράς, πελεκητής (λιθοξόων), κεραμοποιός, αγγειοπλάστης (κεραμέων), οικοδόμος, ξυλουργός (τεκτόνων), βυρσοδέψης, τσαγκάρης (σκυτοτόμων).
2. Σε ποια επαγγελματική δραστηριότητα διακρίθηκαν οι Αθηναίοι εξαιτίας της αδυναμίας της γης τους να τους συντηρήσει;
Ποια επαγγέλματα που αναφέρονται στο κείμενο σχετίζονται με αυτή τη δραστηριότητα;
Η αδυναμία της αττικής γης να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των κατοίκων έκανε τους Αθηναίους, για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, να στραφούν σε άλλες δραστηριότητες, στις οποίες διακρίθηκαν. Η θάλασσα προσέφερε πολλές επαγγελματικές διεξόδους.
Υπήρχαν οι ναύκληροι, οι ιδιοκτήτες και κυβερνήτες πλοίων, οι οποίοι συχνά διεξήγαν το θαλάσσιο εμπόριο. Επιπλέον οι έμποροι ασχολούνταν με εισαγωγές και εξαγωγές, ενώ οι κάπηλοι με το λιανικό εμπόριο.
Μεγάλη άνθηση στην αρχαία Αθήνα γνώρισαν επίσης οι βιοτεχνίες που επεξεργάζονταν αγαθά, όπως για παράδειγμα άλφιτα (κριθάλευρο) ή κατασκεύαζαν αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως ενδύματα, υποδήματα και κεραμικά. Τέλος, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού απασχολούνταν σε οικοδομικές εργασίες.