πηγή https://www.youtube.com/watch?v=fiAxZl8dfuw&list=PLVpzZW_XLbJel_8QxiTs_e46yCw5DtZgQ
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ Ι-1 Κίκονες, Λωτοφάγοι, Κύκλωπες
πηγή https://www.slideshare.net/matoulamk/ss-32607819
ΠΗΓΗ https://daskalemata.weebly.com/kappa943kappaomicronnuepsilonsigmaf-lambdaomegatauomicronphi940gammaomicroniotakappa973
kappalambdaomegapiepsilonsigmaf.html
Ο Οδυσσέας έφυγε µε δώ
δεκα καράβια από την Τροία. Όταν όµως ξα νοίχτηκαν τα πλοία του στο Αιγαίο, οι θεοί έστει λαν άγριους ανέµους που τα έσπρωξαν βόρεια, στη χώρα των Κικόνων. Ο Οδυσσέας και οι σύ ντροφοί του άρπαξαν απ’ τους Κίκονες ζώα και γλυ κό κρασί και κάθισαν στην αµµουδιά να φά νε. Τότε όµως τους επιτέθη καν όλοι οι Κίκονες µα ζί κι έγινε άγρια µάχη. Πολλοί πολεµιστές σκο τώθηκαν κι οι άλλοι µπή κα νε στα καράβια γρήγορα κι έφυγαν µέσα σε ά γρια καταιγίδα. |
Μέρες πολλές ταξίδευαν,
ώσπου οι άνεµοι τους έφεραν στο νησί των Kυκλώπων. Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλη σίασε εκεί. Τα άλλα έντε κα καράβια έµειναν σ’ ένα νησάκι απέναντι. Άραξαν το καράβι κι ο Οδυσσέας µε δώδε κα συντρόφους βγήκαν έξω. Κοντά στη θάλασ σα είδαν µια θεόρατη σπηλιά και µπήκαν µέ σα. Παντού υπήρχαν δο χεία µε γάλα και καλά θια µε τυρί και πλήθος αρνά κια και κατσίκια. Έφα γαν και περίµεναν να ’ρθει ο νοικοκύρης. |
Όταν τον είδαν όµως τρό
µαξαν. Ήταν πανύψη λος κι είχε ένα µονάχα µάτι στο µέτωπο. Ήταν ο ΚύκλωπαςΠολύφη µος, ο γιος του Ποσειδώνα.Έκλει σε την πόρτα της σπη λιάς µ’ ένα τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά. Τότε είδε τους ξένους και τους ρώτησε άγρια. «Ποιοι είστε εσείς»; «Ξέ νοι ναυαγοί, γυρίζουµε απ’ την Τροία», του είπε ο Οδυσσέας. Αµέσως ο Πολύφηµος άρπαξε δυ ο συντρόφους και τους έφαγε. Μετά έπεσε για ύπνο. Το πρωί έφα γε άλλους δύο, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς, έβγα λε το κοπάδι, την ξανά κλεισε κι έφυγε. Τότε ο Οδυσσέας, ο πολυµή χανος, πήρε ένα µα κρύ κλαδί, το έξυσε στην άκρη, ώστε να είναι µυ τε ρό, και το έκρυψε στις στάχτες. |
Το βράδυ γύρισε ο Πολύφηµος κι έφαγε κι άλλους δυο από τους συντρόφους. Τον πλησίασε τότε ο Οδυσσέας κρατώντας ένα ασκί µε γλυκό κρασί και του πρόσφερε να πιει. Εκείνος ήπιε, του άρεσε και ζήτησε κι άλλο.
«Ποιο είναι το όνοµά σου» ρώτησε τον Οδυσσέα τότε. «Κανένα µε φωνάζουν», απάντησε εκείνος. «Εσένα, Κανένα, θα σε φάω τελευταίο», ξανάπε ο Κύκλωπας και συνέχισε να πίνει, ώσπου τελείωσε όλο το κρασί και µεθυσµένος αποκοιµήθηκε.
|
Σηκώθηκε τότε ο Οδυσ σέ ας, άρπαξε το µυτερό κλαδί και, µε τη βοή θεια των συντρόφων του, το κάρφωσε στο µάτι του Πολύφηµου. Εκεί νος πετάχτηκε ουρλιά ζο ντας και φώναζε βοή θεια. Οι άλλοι Κύκλωπες έτρε ξαν έξω απ’ τη σπηλιά «Τι έπαθες, Πολύφηµε », ρωτούσαν. «Με τύφλω σε ο Κανένας». «Αφού κα νένας δε σε τύφλωσε, τι φωνάζεις» του απάντη σαν κι έφυγαν θυµωµέ νοι. |
Τα ξηµερώµατα ο Κύκλωπας άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς και κάθισε εκεί µε απλωµένα χέρια για να τους πιάσει. Όµως ο Οδυσσέας έδεσε τους συντρόφους του κάτω από την κοιλιά των πιο µεγάλων κριαριών κι ο ίδιος κρεµάστηκε απ’ τα µαλλιά του πιο µεγάλου ζώου. Ο Κύκλωπας χάιδευε στη ράχη τα κριάρια, καθώς έβγαιναν, και δεν κατάλαβε πως από κάτω ήταν οι άνθρωποι.
|
Όταν βγήκαν όλοι απ’ τη σπηλιά, έτρεξαν στο κα ρά βι και ξεκίνησαν. Καθώς αποµακρύνονταν, φώνα ξε ο Οδυσσέας. «Πολύφη µε, αν σε ρωτήσουν ποι ος σε τύφλωσε, να πεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρ τη απ’ την Ιθάκη». Άρπαξε τότε ένα τερά στιο βράχο ο Κύκλωπας και τον έριξε στο καράβι, µα δεν το χτύπησε. Κι αµέ σως σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και εί πε: «Πατέρα, Ποσειδώ να, τον Οδυσσέα που µε τύφλωσε µην τον αφή σεις να γυρίσει στην Ιθά κη, µα αν είναι να γυρί σει, να περάσει χί λια βάσανα, να φτάσει µόνος, µε ξένο πλοίο, κι εκεί να τον βρουν και νούριες συµφορές». |
Οι Κίκονες ήταν Θρακικός[1] λαός που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα στη Βιστωνίδα λίμνη και τις εκβολές του ποταμού Έβρου.
Για πρώτη φορά οι Κίκονες αναφέρονται από τον Όμηρο. Στην Ιλιάδα (Β 846) μνημονεύονται ως σύμμαχοι των Τρώων, που είχαν εκστρατεύσει με τον αρχηγό τους Εύφημο. Στην Οδύσσεια (ι 39) αναφέρονται ως το πρώτο «επεισόδιο» στις περιπλανήσεις του Οδυσσέα, αφού έφυγε από την Τροία. Κατά τη σχετική εξιστόρηση, οι Κίκονες ήταν πολυάριθμοι, επιδέξιοι πολεμιστές. Εκδικήθηκαν τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, οι οποίοι είχαν καταστρέψει την πόλη τους Ίσμαρο[2], σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να φύγουν νύχτα από τη χώρα τους.
Ο Ηρόδοτος κάνει επίσης λόγο για τους Κίκονες, αναφέροντάς τους ως έθνος που (κατά τον 5ο αιώνα π.Χ.) κατοικούσε στην παραθαλάσσια ζώνη δυτικά των εκβολών του Έβρου, όπου βρίσκονταν οι πόλεις Σούλη και Ζώνη. Εκεί προσορμίσθηκε ο στόλος του Ξέρξη όταν αυτός απαριθμούσε τους πεζούς του στον Δορίσκο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Κίκονες ακολούθησαν τον Ξέρξη στην εκστρατεία του κατά της Ελλάδας.
Οι Κίκονες αναφέρονται και στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, συγκεκριμένα στο έκτο (VI) βιβλίο τους, όταν ο Οβίδιος γράφει για τον Βορέα που έχει απαγάγει την Ωρείθυια: «δεν καμπύλωσε την πορεία του στον αέρα, μέχρι που έφθασε στο βορρά, στις γαίες και την πόλη των Κικόνων».
Ο Ορφέας, ο Θρακιώτης ποιητής και μουσικός λύρας, που αναζήτησε την αγαπημένη του Ευρυδίκη στον κάτω κόσμο, λέγεται πως ξεσκίστηκε σε κομμάτια από Κικόνιες γυναίκες έπειτα από την απόρριψη των συμβουλών που του έδωσαν. Κάτι που οδήγησε στην μετενσάρκωσή του σε κύκνο.[3]
Ο Στράβων, τέλος, αναφέρει τις Kικονικές πόλεις Ξάνθεια, Μαρώνεια και Ίσμαρο ή Ισμάρα, κοντά στην Ισμάριδα λίμνη.
Λωτοφάγοι
Οι Λωτοφάγοι είναι μυθικός, φιλόξενος και ειρηνικός λαός της ελληνικής μυθολογίας. Ορισμένοι ιστορικοί που έχουν ασχοληθεί με την γεωγραφία της Οδύσσειας τοποθετούν το νησί τους κοντά στις ακτές της Β. Αφρικής, περιοχή όπου είναι ευρύτατα διαδεδομένο το φυτό λωτός. Ειδικότερα την λωτοφαγίτιδα νήσο την ταυτίζουν με εκείνη στον Κόλπο της Σύρτης στο μυχό όπου βρίσκεται η σημερινή νήσος Ζέρμπα ή Τζέρμπα, που διοικητικά ανήκει στην Τυνησία.
Τα άνθη και οι καρποί του λωτού ήταν η κύρια τροφή των κατοίκων αυτού του νησιού και θεωρούντο σαν ναρκωτικά που προκαλούσαν ειρηνική απάθεια. Τον καρπό αυτό πρόσφεραν στους ταξιδιώτες επισκέπτες τους οι οποίοι στη συνέχεια έχαναν την επιθυμία της επιστροφής στη πατρίδα τους ή τη συνέχιση του ταξιδιού τους.
Τα άνθη και οι καρποί του λωτού ήταν η κύρια τροφή των κατοίκων αυτού του νησιού και θεωρούντο σαν ναρκωτικά που προκαλούσαν ειρηνική απάθεια. Τον καρπό αυτό πρόσφεραν στους ταξιδιώτες επισκέπτες τους οι οποίοι στη συνέχεια έχαναν την επιθυμία της επιστροφής στη πατρίδα τους ή τη συνέχιση του ταξιδιού τους.
Περιγραφή του μύθου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αναφέρονται για πρώτη φορά στην Οδύσσεια (ι - 92-105) όπου και περιγράφονται ως φιλήσυχοι και φιλόξενοι άνθρωποι που φιλοξένησαν μερικούς ναύτες του Οδυσσέα που αποβιβάστηκαν εκεί όταν ο στόλος τους προσορμίστηκε στην ακτή τους, κάπου στην Αφρική. Βγήκανε στη στεριά κι ο Οδυσσέας έστειλε τρεις απ’ τους συντρόφους του να δουν τι άνθρωποι ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα. Οι σύντροφοί του πήγαν κι όταν συνάντησαν τους Λωτοφάγους, εκείνοι τους έδωσαν να φάνε λωτούς, που ήταν φρούτα μαγεμένα. Αμέσως ξέχασαν πατρίδα και συντρόφους και δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί. Ανήσυχος ο Οδυσσέας πήγε να τους βρει. Τους πήρε με το ζόρι κι αμέσως διέταξε τα καράβια να σαλπάρουν[1].
ΠΗΓΗ https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8D%CE%BA%CE%BB%CF%89%
CF%80%CE%B5%CF%82
Οι Κύκλωπες ήταν μυθικά όντα της Ελληνικής μυθολογίας και της Ρωμαϊκής μυθολογίας με ένα μάτι στη μέση του μετώπου. Εξάλλου η λέξη κύκλωπας προέρχεται από τη σύνθεση των δυο λέξεων κύκλος και όψη και προσδιορίζει κάποιο ον με κυκλική όψη.
Πίνακας περιεχομένων
Οι Κύκλωπες της Οδύσσειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η πρώτη κατηγορία αφορά έναν λαό τερατόμορφων ανθρώπων, γιων του Ποσειδώνα, που φέρουν έναν και μοναδικό οφθαλμό στην μέση του μετώπου. Αναφέρονται στην Οδύσσεια ως κατοικούντες, πιθανώς, στην νήσο Σικελία, στη Δυτική Μεσόγειο. Άγριοι, χωρίς κάποια στοιχεία πολιτισμού και κοινωνικής οργάνωσης, εξόντωναν (και έτρωγαν) όσους πλησίαζαν στην περιοχή τους.
Ο Οδυσσέας και οι ναύτες του προσορμίστηκαν στην ακτή τους και εγκλωβίστηκαν στη σπηλιά του ισχυρότερου από αυτούς, του Πολύφημου. Τελικά μετά από ένα περιβόητο τέχνασμα του Οδυσσέα τύφλωσαν τον Κύκλωπα και κατόρθωσαν να διαφύγουν, όχι όμως χωρίς απώλειες.
Οι Κύκλωπες της μυθολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η δεύτερη κατηγορία αφορά μία τριάδα τερατόμορφων θεοτήτων που εμφανίζονται στη Θεογονία και είναι παιδιά του Ουρανού και της Γαίας. Αυτοί είναι τρεις: ο Βρόντης, ο Άργης και ο Στερόπης. Έχουν τεράστια δύναμη και γι αυτό φυλακίζονται στα Τάρταρα από τον Ουρανό, θεωρούμενοι ότι απειλούν την εξουσία του. Ακολούθως, ο Κρόνος και οι Τιτάνες τους απελευθερώνουν, για να τους βοηθήσουν στην πτώση του Ουρανού, αλλά όταν έρχονται στην εξουσία τους φυλακίζουν και πάλι στα Τάρταρα. Τέλος, ο Ζεύς και οι Ολύμπιοι τους απελευθερώνουν και πάλι και με τη βοήθειά τους κατανικούν τους Τιτάνες στην Τιτανομαχία, χάρη στα πολεμικά όπλα (τον κεραυνό, την βροντή και άλλα) που κατασκεύασαν υπό την επίβλεψη του Ήφαιστου μέσα στην Αίτνα. Όταν ο Ζεύς έρχεται στην εξουσία τους αναθέτει την φύλαξη των Τιτάνων στα Τάρταρα και αυτοί ως ανταπόδοση του χαρίζουν τον κεραυνό και την βροντή, έκτοτε σήματα κατατεθέν του Δία. Στην Άρτεμη χάρισαν το κυνηγετικό τόξο.
Τους Κύκλωπες τους σκότωσε ο Απόλλων για να εκδικηθεί τον Δία για τον θάνατο του Ασκληπιού. Χάρη στις ιατρικές ιαματικές ικανότητές του ο Ασκληπιός, γιος του Απόλλωνα, είχε επαναφέρει στην ζωή πολλούς νεκρούς και γι'αυτό ο Δίας για τιμωρία τον σκότωσε δια κεραυνοβολισμού.
Οι Κύκλωπες της προϊστορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η τρίτη κατηγορία αφορά έναν λαό γιγάντιων ανθρώπων στους οποίους οι Έλληνες της κλασσικής εποχής απέδιδαν την κτίση των γιγάντιων τειχών που τα υπολείμματα τους διατηρούνταν σε πολλές περιοχές της χώρας. Προφανώς, τα τείχη αυτά είχαν κτιστεί στην ακμή των κοινωνιών της Μυκηναϊκής περιόδου.
Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Κύκλωπες ήρθαν από τη Λυκία και δημιούργησαν τείχη και άλλες κατασκευές στην Τίρυνθα και στις Μυκήνες, γνωστές ως Κυκλώπεια Τείχη.
πηγή https://www.slideshare.net/kse7kal/ss-4497207