Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Οδύσσεια
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
κ (Τα περί Αιόλου και Λαιστρυγόνων και Κίρκης): Από το νησί του Αιόλου φεύγουν με ούριο άνεμο. Όταν όμως οι σύντροφοί του ανοίγουν το ασκί στο οποίο ο Αίολος έχει κλείσει τις θύελλες, ξαναβρίσκονται πίσω σε αυτό. Αυτή τη φορά όμως ο Αίολος τούς διώχνει, φοβούμενος ότι οι θεοί είναι ενάντιοι στον Οδυσσέα. Περνούν από τη χώρα των Λαιστρυγόνων, όπου καταστρέφονται όλα τα καράβια εκτός από του Οδυσσέα, και φτάνουν στο νησί της Κίρκης. Η θεά-μάγισσα μεταμορφώνει σε χοίρους την αναγνωριστική ομάδα που στέλνει ο Οδυσσέας, αλλά εκείνος τους σώζει με τη βοήθεια του Ερμή. Παραμένουν στο νησί για ένα χρόνο και όταν ο Οδυσσέας ζητά να φύγει, η Κίρκη τον συμβουλεύει να επισκεφτεί πρώτα τη χώρα των νεκρών.
λ (Νέκυια): Περνούν τον Ωκεανό και φτάνουν στη χώρα των Κιμμερίων, όπου βασιλεύει το σκοτάδι. Εκεί ο Οδυσσέας θυσιάζει ένα ζώο και οι ψυχές των νεκρών μαζεύονται γύρω από το αίμα. Βλέπει τον Αχιλλέα, μαθαίνει για το θάνατο του Αγαμέμνονα και τελικά ο Τειρεσίας τού προλέγει όσα θα ακολουθήσουν, ακόμα και γεγονότα που δεν περιλαμβάνονται στην Οδύσσεια. Έπειτα επιστρέφουν εύκολα στο νησί της Κίρκης.
λ (Νέκυια): Περνούν τον Ωκεανό και φτάνουν στη χώρα των Κιμμερίων, όπου βασιλεύει το σκοτάδι. Εκεί ο Οδυσσέας θυσιάζει ένα ζώο και οι ψυχές των νεκρών μαζεύονται γύρω από το αίμα. Βλέπει τον Αχιλλέα, μαθαίνει για το θάνατο του Αγαμέμνονα και τελικά ο Τειρεσίας τού προλέγει όσα θα ακολουθήσουν, ακόμα και γεγονότα που δεν περιλαμβάνονται στην Οδύσσεια. Έπειτα επιστρέφουν εύκολα στο νησί της Κίρκης.
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ Κ- 2 Στο νησί τής Κίρκης
ΠΗΓΗ https://www.slideshare.net/MMMHELEN57/ss-45527526
https://www.youtube.com/watch?v=GREmp1Yaenk
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης
Κίρκη
https://www.youtube.com/watch?v=GREmp1Yaenk
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ Λ Νέκυια - Το ταξίδι του Οδυσσέα στον Άδη
16η ενότητα: κ, λ (περίληψη) – λ 99-249/<90-224> (ανάλυση)
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης Το παιχνίδι της Οδύσ
σειας Επιπλέον υλικό Το αρχαίο κείμενο Αντιγραφή εικόνων
σειας Επιπλέον υλικό Το αρχαίο κείμενο Αντιγραφή εικόνων
ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Oι περιπέτειες του Oδυσσέα στο νησί του Aιόλου, στη χώρα των Λαι
στρυγόνων, στο παλάτι της Kίρκης και στον Άδη
στρυγόνων, στο παλάτι της Kίρκης και στον Άδη
● Συνάντηση του Oδυσσέα με τον μάντη Tειρεσία και τη μητέρα του
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 33η ημέ
ρα:
ρα:
Επόμενος σταθμός μας ήταν η Αιολία, το πλωτό νησί του Αιόλου,
του θεού των ανέμων, που μας φιλοξένησε έναν μήνα. Κατά
την αναχώρηση, ο θεός μού δώρισε έναν ασκό, όπου είχε κλείσει ό
λους τους ενάντιους ανέμους, και έπειτα από ταξίδι εννέα ημε
ρών αντικρίσαμε την πατρίδα. Με συνεπήρε τότε ύπνος γλυκός και
οι σύντροφοι, νομίζοντας ότι ο ασκός έκρυβε θησαυρό, τον άνοι
ξαν· αμέσως ξεχύθηκαν οι άνεμοι και ξέσπασε τρικυμία που μας γύρι
σε πάλι στον Αίολο· εκείνος όμως με έδιωξε ως θεομίσητο.
του θεού των ανέμων, που μας φιλοξένησε έναν μήνα. Κατά
την αναχώρηση, ο θεός μού δώρισε έναν ασκό, όπου είχε κλείσει ό
λους τους ενάντιους ανέμους, και έπειτα από ταξίδι εννέα ημε
ρών αντικρίσαμε την πατρίδα. Με συνεπήρε τότε ύπνος γλυκός και
οι σύντροφοι, νομίζοντας ότι ο ασκός έκρυβε θησαυρό, τον άνοι
ξαν· αμέσως ξεχύθηκαν οι άνεμοι και ξέσπασε τρικυμία που μας γύρι
σε πάλι στον Αίολο· εκείνος όμως με έδιωξε ως θεομίσητο.
Έπειτα από έξι μέρες φτάσαμε στη χώρα των Λαιστρυγόνων, γιγά
ντων ανθρωποφάγων, που πετροβολώντας κατέστρεψαν αύτανδρα*
τα έντεκα καράβια μου. Σώθηκε μόνο το δικό μου, που, προνοώντας,
το είχα δέσει έξω από το λιμάνι.
ντων ανθρωποφάγων, που πετροβολώντας κατέστρεψαν αύτανδρα*
τα έντεκα καράβια μου. Σώθηκε μόνο το δικό μου, που, προνοώντας,
το είχα δέσει έξω από το λιμάνι.
Με μόνο πια αυτό το καράβι φτάσαμε στην Αία, όπου κατοικούσε
η μάγισσα θεά Κίρκη. Χώρισα τότε τους συντρόφους σε δύο ομά
δες (από είκοσι δύο άντρες καθεμιά) με επικεφαλής στη μία εμένα
και στην άλλη τον Ευρύλοχο· η δεύτερη ομάδα κληρώθηκε να πάει
για εξερεύνηση.
η μάγισσα θεά Κίρκη. Χώρισα τότε τους συντρόφους σε δύο ομά
δες (από είκοσι δύο άντρες καθεμιά) με επικεφαλής στη μία εμένα
και στην άλλη τον Ευρύλοχο· η δεύτερη ομάδα κληρώθηκε να πάει
για εξερεύνηση.
Όταν έφτασαν στο παλάτι της Κίρκης, εκείνη τους πρόσφερε μαγι
κό κυκεώνα, για να ξεχάσουν την πατρίδα, και με το μαγικό ραβδί
της τους μεταμόρφωσε σε χοίρους. Μόνο ο Ευρύλοχος έμεινε απέξω
και μου έφερε την τρομερή είδηση.
κό κυκεώνα, για να ξεχάσουν την πατρίδα, και με το μαγικό ραβδί
της τους μεταμόρφωσε σε χοίρους. Μόνο ο Ευρύλοχος έμεινε απέξω
και μου έφερε την τρομερή είδηση.
Έσπευσα τότε αμέσως εκεί, παρά την αποτροπή του Ευρύλοχου, κατά
τη διαδρομή όμως ο Ερμής με εφοδίασε με μαγικό αντιβότανο
και συμβουλές για την αντιμετώπιση της μάγισσας. Έτσι, όχι μόνο
δεν κατάφερε να με μεταμορφώσει, αλλά την ανάγκασα να ξαναδώ
σει στους συντρόφους την ανθρώπινη μορφή και να προσκαλέσει
και τους άλλους στο παλάτι της, όπου φιλοξενηθήκαμε έναν χρό
νο. Θυμηθήκαμε τότε τον νόστο – οι σύντροφοι πρώτοι – και η Κίρκη
δεν έφερε αντίρρηση· ράγισε όμως η καρδιά μου, όταν μου είπε ότι εί
ναι ανάγκη να κατεβώ πρώτα στον Άδη, για να μου δείξει ο νεκρός
πια μάντης Τειρεσίας τον δρόμο του νόστου· αναθάρρησα, ωστόσο,
με τις πληροφορίες και τις οδηγίες που μου έδωσε για το ταξίδι. Κα
τά την αναχώρηση, ο σύντροφος Ελπήνορας – «μήτε [...] πολύ γενναί
ος, μήτε [...] τόσο γνωστικός» – ζαλισμένος από το πολύ κρασί, έπεσε
από το δώμα και σκοτώθηκε, πάνω δε στη βιασύνη μας τον αφήσα
με άταφο.
τη διαδρομή όμως ο Ερμής με εφοδίασε με μαγικό αντιβότανο
και συμβουλές για την αντιμετώπιση της μάγισσας. Έτσι, όχι μόνο
δεν κατάφερε να με μεταμορφώσει, αλλά την ανάγκασα να ξαναδώ
σει στους συντρόφους την ανθρώπινη μορφή και να προσκαλέσει
και τους άλλους στο παλάτι της, όπου φιλοξενηθήκαμε έναν χρό
νο. Θυμηθήκαμε τότε τον νόστο – οι σύντροφοι πρώτοι – και η Κίρκη
δεν έφερε αντίρρηση· ράγισε όμως η καρδιά μου, όταν μου είπε ότι εί
ναι ανάγκη να κατεβώ πρώτα στον Άδη, για να μου δείξει ο νεκρός
πια μάντης Τειρεσίας τον δρόμο του νόστου· αναθάρρησα, ωστόσο,
με τις πληροφορίες και τις οδηγίες που μου έδωσε για το ταξίδι. Κα
τά την αναχώρηση, ο σύντροφος Ελπήνορας – «μήτε [...] πολύ γενναί
ος, μήτε [...] τόσο γνωστικός» – ζαλισμένος από το πολύ κρασί, έπεσε
από το δώμα και σκοτώθηκε, πάνω δε στη βιασύνη μας τον αφήσα
με άταφο.
Α3 ΚΕΙΜΕΝΟ λ 99-249/<90-224> (ανάλυση)
Συνάντηση του Οδυσσέα με τον μάντη Τειρεσία και με τη μητέρα του
Συνάντηση του Οδυσσέα με τον μάντη Τειρεσία και με τη μητέρα του
»Κι ήλθε και του Θηβαίου Τειρεσία η ψυχή· κρατούσε
100 το χρυσό του σκήπτρο, αμέσως μ’ αναγνώρισε [... και αφού ήπιε αί
μα]
110 [...] έτσι μου μίλησε ο τέλειος μάντης:
«Τον νόστο σου γυρεύεις, γλυκόν σαν μέλι, Οδυσσέα περίφημε.
Όμως κάποιος θεός θα σου σταθεί στον δρόμο σου φραγμός, γιατί
δεν το πιστεύω πως θα ξεχάσει ο Κοσμοσείστης εκείνη την οργή
που άναψε μέσα του, όταν χολώθηκε μαζί σου, που τύφλωσες
115 τον ίδιο του τον γιο.
Παρ’ όλα αυτά, έστω με βάσανα και πάθη, μπορεί και να νοστήσετε,
φτάνει να συγκρατήσεις τις ορμές σου, εσύ κι οι σύντροφοί σου,
όταν θ’ αράξεις κάποτε με το καράβι σου γερό
στης Θρινακίας το νησί, γλιτώνοντας από το μπλάβο πέλαγο.
120 θα βρείτε εκεί βόδια να βόσκουν θηλυκά, πρόβατα μαλλιαρά –
στον Ήλιο ανήκουν, που τα πάντα βλέπει από ψηλά, τα πάντα ακούει.
Ανίσως και δεν τα πειράξεις, στον νόστο σου προσηλωμένος
μπορεί, έστω με βάσανα και πάθη, να φτάσετε και στην Ιθάκη·
αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω όλεθρο,
125 για το καράβι σου και τους συντρόφους· αλλά κι εσύ, που ίσως γλιτώ
σεις,
λέω πως αργά κι άσχημα θα γυρίσεις πίσω, θα χάσεις όλους τους συντρό
φους,
θα ταξιδέψεις σε καράβι ξένο· όμως κι εκεί, στο σπίτι σου, σε περιμένουν
άλλες συμφορές, μνηστήρες αλαζόνες, που μαδούν το βιος σου,
που θέλουν την ισόθεη γυναίκα σου δική τους,
130 τάζοντας δώρα για τη νύφη –
και μολαταύτα, γυρίζοντας, θα εκδικηθείς την αδικία αυτή.
Όταν ωστόσο τους μνηστήρες, στο παλάτι,
με τον χαλκό που κόβει τους σκοτώσεις, είτε με δόλο ή και φανερά,
τότε πιάσε στο χέρι σου κουπί καλά αρμοσμένο
135 και κίνησε, ώσπου να φτάσεις σ’ ανθρώπους
που δεν είδαν θάλασσα,
που αλατισμένο δεν τρων το φαγητό τους·
δεν ξέρουν καν τα πλοία, βαμμένα κόκκινα στα μάγουλά τους,
ή τα καλά κουπιά, που γίνονται φτερά των καραβιών.
Και θα σου πω κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο – μην το ξεχάσεις·
140 όταν στον δρόμο σου βρεθεί οδοιπόρος
να πει πως λιχνιστήρι φέρνεις στον όμορφο ώμο σου,
τότε κι εσύ μπήξε στο χώμα το καλάρμοστο κουπί,
και πρόσφερε θυσίες καλές στον μέγα Ποσειδώνα [...].
145 Ύστερα γύρνα στην πατρίδα σου, εκεί θυσίασε
μιαν εκατόμβη στους αθάνατους θεούς που τον πλατύ ουρανό κατέχουν
[...].
148 Ο θάνατος σου λέω θα σε βρει απόμακρα απ’ τη θάλασσα,
149-50 ήσυχος και γλυκός [...] / σε βαθιά, μεστά γεράματα· και γύρω σου
λαοί,
151-52 όλοι θα ζουν ευτυχισμένοι. Αυτός ο λόγος μου, / αλάνθαστος κι α
ληθινός.» [...]
100 το χρυσό του σκήπτρο, αμέσως μ’ αναγνώρισε [... και αφού ήπιε αί
μα]
110 [...] έτσι μου μίλησε ο τέλειος μάντης:
«Τον νόστο σου γυρεύεις, γλυκόν σαν μέλι, Οδυσσέα περίφημε.
Όμως κάποιος θεός θα σου σταθεί στον δρόμο σου φραγμός, γιατί
δεν το πιστεύω πως θα ξεχάσει ο Κοσμοσείστης εκείνη την οργή
που άναψε μέσα του, όταν χολώθηκε μαζί σου, που τύφλωσες
115 τον ίδιο του τον γιο.
Παρ’ όλα αυτά, έστω με βάσανα και πάθη, μπορεί και να νοστήσετε,
φτάνει να συγκρατήσεις τις ορμές σου, εσύ κι οι σύντροφοί σου,
όταν θ’ αράξεις κάποτε με το καράβι σου γερό
στης Θρινακίας το νησί, γλιτώνοντας από το μπλάβο πέλαγο.
120 θα βρείτε εκεί βόδια να βόσκουν θηλυκά, πρόβατα μαλλιαρά –
στον Ήλιο ανήκουν, που τα πάντα βλέπει από ψηλά, τα πάντα ακούει.
Ανίσως και δεν τα πειράξεις, στον νόστο σου προσηλωμένος
μπορεί, έστω με βάσανα και πάθη, να φτάσετε και στην Ιθάκη·
αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω όλεθρο,
125 για το καράβι σου και τους συντρόφους· αλλά κι εσύ, που ίσως γλιτώ
σεις,
λέω πως αργά κι άσχημα θα γυρίσεις πίσω, θα χάσεις όλους τους συντρό
φους,
θα ταξιδέψεις σε καράβι ξένο· όμως κι εκεί, στο σπίτι σου, σε περιμένουν
άλλες συμφορές, μνηστήρες αλαζόνες, που μαδούν το βιος σου,
που θέλουν την ισόθεη γυναίκα σου δική τους,
130 τάζοντας δώρα για τη νύφη –
και μολαταύτα, γυρίζοντας, θα εκδικηθείς την αδικία αυτή.
Όταν ωστόσο τους μνηστήρες, στο παλάτι,
με τον χαλκό που κόβει τους σκοτώσεις, είτε με δόλο ή και φανερά,
τότε πιάσε στο χέρι σου κουπί καλά αρμοσμένο
135 και κίνησε, ώσπου να φτάσεις σ’ ανθρώπους
που δεν είδαν θάλασσα,
που αλατισμένο δεν τρων το φαγητό τους·
δεν ξέρουν καν τα πλοία, βαμμένα κόκκινα στα μάγουλά τους,
ή τα καλά κουπιά, που γίνονται φτερά των καραβιών.
Και θα σου πω κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο – μην το ξεχάσεις·
140 όταν στον δρόμο σου βρεθεί οδοιπόρος
να πει πως λιχνιστήρι φέρνεις στον όμορφο ώμο σου,
τότε κι εσύ μπήξε στο χώμα το καλάρμοστο κουπί,
και πρόσφερε θυσίες καλές στον μέγα Ποσειδώνα [...].
145 Ύστερα γύρνα στην πατρίδα σου, εκεί θυσίασε
μιαν εκατόμβη στους αθάνατους θεούς που τον πλατύ ουρανό κατέχουν
[...].
148 Ο θάνατος σου λέω θα σε βρει απόμακρα απ’ τη θάλασσα,
149-50 ήσυχος και γλυκός [...] / σε βαθιά, μεστά γεράματα· και γύρω σου
λαοί,
151-52 όλοι θα ζουν ευτυχισμένοι. Αυτός ο λόγος μου, / αλάνθαστος κι α
ληθινός.» [...]
Συνομιλία του Oδυσσέα με τη μητέρα του
166 Αυτά μου μήνυσε η ψυχή του μάντη Τειρεσία, και πίσω κίνησε
για το παλάτι του Άδη, αφού τα θέσφατα προφήτεψε.
Όσο για μένα, ακίνητος στεκόμουν. Οπότε η μάνα μου
πλησίασε, ήπιε το μαύρο αίμα, κι αμέσως με αναγνώρισε,
170 ολοφυρόμενη πήρε να μου μιλά και πέταξαν τα λόγια της σαν τα
πουλιά:
«Γιε μου, πώς ήλθες ζωντανός σ’ αυτό το ζοφερό σκοτάδι;
Δύσκολο όσοι ζουν να δουν τον κόσμο μας, και πώς!
Μεγάλοι μας χωρίζουν ποταμοί, φριχτά νερά,
ο ίδιος ο Ωκεανός, που ένας πεζός δεν το μπορεί
175 να τον περάσει, εκτός κι αν έχει πλοίο ακαταμάχητο.
Ή μήπως έρχεσαι στον κάτω κόσμο από την Τροία,
χρόνια ολόκληρα παραδαρμένος, με το καράβι σου
και τους συντρόφους; ίσως δεν πήγες στην Ιθάκη καν·
δεν είδες τη γυναίκα σου στο αρχοντικό σου;»
180 Ρωτούσε εκείνη, κι εγώ της αποκρίθηκα:
«Μάνα, το χρέος μ’ έφερε κάτω στον Άδη,
χρησμό γυρεύοντας απ’ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή.
Όχι, ακόμη δεν ακούμπησα των Αχαιών τη χώρα, μήτε και πάτησα
το χώμα της πατρίδας· χρόνια πολλά
185 παραδαρμένος, στη συμφορά μου βυθισμένος ζω [...].
188 Άλλο γυρεύω τώρα να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
ποια μοίρα τάχα να σε δάμασε αμείλικτου θανάτου;
190 αρρώστια που δεν έχει τελειωμό; η Άρτεμη, που ξέρει πυκνά τα βέλη
της
να ρίχνει, σε βρήκε και σε σκότωσε;
Πες μου ακόμη και για τον πατέρα μου, τον γιο μου που εγκατέλειψα·
τη βασιλεία μου κρατούν ακόμη εκείνοι; ή μήπως κιόλας έπεσε
σε ξένα χέρια, που λεν πως πια δεν θα γυρίσω πίσω.
195 Πες και για τη γυναίκα που παντρεύτηκα, μίλησε για το φρόνημα
και τη βουλή της· στέκει στο πλάι του γιου της, φύλακας σταθερός
των αγαθών μου; ή μήπως την πήρε κιόλας άλλος στο κρεβάτι του,
από τους Αχαιούς ο πιο καλός κι ωραίος;»
Αυτά τη ρώτησα, κι ευθύς μου απάντησε η σεβαστή μου μάνα:
200 «Ησύχασε, εκείνη μένει εκεί, και κάνει υπομονή,
στο σπίτι σου κλεισμένη· στη θλίψη
202-3 σβήνουν, χάνονται οι μέρες όλες κι όλες της οι νύχτες, / πνίγεται
στο κλάμα.
Για τη βασιλική τιμή σου· όχι, κανείς ακόμη δεν την άρπαξε·
205 ήσυχος ο Τηλέμαχος ορίζει τα μετόχια και στα τραπέζια παίρνει
άρτιο το μερτικό του, όπως ταιριάζει σ’ όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει
[...].
208 Όσο για τον πατέρα σου, αυτός αδιάκοπα μένει έξω στα χωράφια·
[...]
216 Κείτεται εκεί περίλυπος, το πένθος μέσα του
μέρα τη μέρα μεγαλώνει, ποθώντας τον δικό σου νόστο,
και τον βαραίνουν τα γεράματα.
Έτσι κι εμένα χάθηκε η ζωή μου, έτσι με βρήκε ο θάνατος.
220 Όχι, μες στο παλάτι δεν με πέτυχε η θεά
που, σημαδεύοντας καλά, βρίσκει παντού τον στόχο της·
δεν πήγα απ’ τα πυκνά δικά της βέλη, μήτε κι έπεσε πάνω μου
αρρώστια μισητή, αυτή που μαραζώνει το κορμί του ανθρώπου
και βγάζει την ψυχή του.
225 Μόνο ο πόθος μου για σένα, το ξύπνιο σου μυαλό, λαμπρέ Οδυσσέα,
226-7 για την ευγενική σου καλοσύνη – αυτά μου στέρησαν / τη γλύκα της
ζωής.»
Τόσα μου είπε, όμως κι εγώ, μέσα μου ταραγμένος,
θέλησα τον ίσκιο της ν’ αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου·
230 όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να τη σφίξω επάνω μου,
και τρεις φορές μέσα απ’ τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν όνειρο,
μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου,
ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Μάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ;
235 Έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας χέρια να σφιχταγκαλιαστούμε
οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο. [...]»
239 Έτσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε:
240 «Αλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο [...].
242 Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες καιτα κόκαλά του·
όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς
245 που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του
οστά–
μόνο η ψυχή πάει, πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει.
Ωστόσο είναι πια καιρός το φως να επιθυμήσεις,
και μην αργείς· μάθε κι αυτά, όλα που βλέπεις γύρω σου,
για να μπορείς να τα ιστορήσεις κάποτε στη γυναίκα σου.»
για το παλάτι του Άδη, αφού τα θέσφατα προφήτεψε.
Όσο για μένα, ακίνητος στεκόμουν. Οπότε η μάνα μου
πλησίασε, ήπιε το μαύρο αίμα, κι αμέσως με αναγνώρισε,
170 ολοφυρόμενη πήρε να μου μιλά και πέταξαν τα λόγια της σαν τα
πουλιά:
«Γιε μου, πώς ήλθες ζωντανός σ’ αυτό το ζοφερό σκοτάδι;
Δύσκολο όσοι ζουν να δουν τον κόσμο μας, και πώς!
Μεγάλοι μας χωρίζουν ποταμοί, φριχτά νερά,
ο ίδιος ο Ωκεανός, που ένας πεζός δεν το μπορεί
175 να τον περάσει, εκτός κι αν έχει πλοίο ακαταμάχητο.
Ή μήπως έρχεσαι στον κάτω κόσμο από την Τροία,
χρόνια ολόκληρα παραδαρμένος, με το καράβι σου
και τους συντρόφους; ίσως δεν πήγες στην Ιθάκη καν·
δεν είδες τη γυναίκα σου στο αρχοντικό σου;»
180 Ρωτούσε εκείνη, κι εγώ της αποκρίθηκα:
«Μάνα, το χρέος μ’ έφερε κάτω στον Άδη,
χρησμό γυρεύοντας απ’ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή.
Όχι, ακόμη δεν ακούμπησα των Αχαιών τη χώρα, μήτε και πάτησα
το χώμα της πατρίδας· χρόνια πολλά
185 παραδαρμένος, στη συμφορά μου βυθισμένος ζω [...].
188 Άλλο γυρεύω τώρα να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
ποια μοίρα τάχα να σε δάμασε αμείλικτου θανάτου;
190 αρρώστια που δεν έχει τελειωμό; η Άρτεμη, που ξέρει πυκνά τα βέλη
της
να ρίχνει, σε βρήκε και σε σκότωσε;
Πες μου ακόμη και για τον πατέρα μου, τον γιο μου που εγκατέλειψα·
τη βασιλεία μου κρατούν ακόμη εκείνοι; ή μήπως κιόλας έπεσε
σε ξένα χέρια, που λεν πως πια δεν θα γυρίσω πίσω.
195 Πες και για τη γυναίκα που παντρεύτηκα, μίλησε για το φρόνημα
και τη βουλή της· στέκει στο πλάι του γιου της, φύλακας σταθερός
των αγαθών μου; ή μήπως την πήρε κιόλας άλλος στο κρεβάτι του,
από τους Αχαιούς ο πιο καλός κι ωραίος;»
Αυτά τη ρώτησα, κι ευθύς μου απάντησε η σεβαστή μου μάνα:
200 «Ησύχασε, εκείνη μένει εκεί, και κάνει υπομονή,
στο σπίτι σου κλεισμένη· στη θλίψη
202-3 σβήνουν, χάνονται οι μέρες όλες κι όλες της οι νύχτες, / πνίγεται
στο κλάμα.
Για τη βασιλική τιμή σου· όχι, κανείς ακόμη δεν την άρπαξε·
205 ήσυχος ο Τηλέμαχος ορίζει τα μετόχια και στα τραπέζια παίρνει
άρτιο το μερτικό του, όπως ταιριάζει σ’ όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει
[...].
208 Όσο για τον πατέρα σου, αυτός αδιάκοπα μένει έξω στα χωράφια·
[...]
216 Κείτεται εκεί περίλυπος, το πένθος μέσα του
μέρα τη μέρα μεγαλώνει, ποθώντας τον δικό σου νόστο,
και τον βαραίνουν τα γεράματα.
Έτσι κι εμένα χάθηκε η ζωή μου, έτσι με βρήκε ο θάνατος.
220 Όχι, μες στο παλάτι δεν με πέτυχε η θεά
που, σημαδεύοντας καλά, βρίσκει παντού τον στόχο της·
δεν πήγα απ’ τα πυκνά δικά της βέλη, μήτε κι έπεσε πάνω μου
αρρώστια μισητή, αυτή που μαραζώνει το κορμί του ανθρώπου
και βγάζει την ψυχή του.
225 Μόνο ο πόθος μου για σένα, το ξύπνιο σου μυαλό, λαμπρέ Οδυσσέα,
226-7 για την ευγενική σου καλοσύνη – αυτά μου στέρησαν / τη γλύκα της
ζωής.»
Τόσα μου είπε, όμως κι εγώ, μέσα μου ταραγμένος,
θέλησα τον ίσκιο της ν’ αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου·
230 όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να τη σφίξω επάνω μου,
και τρεις φορές μέσα απ’ τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν όνειρο,
μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου,
ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Μάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ;
235 Έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας χέρια να σφιχταγκαλιαστούμε
οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο. [...]»
239 Έτσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε:
240 «Αλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο [...].
242 Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες καιτα κόκαλά του·
όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς
245 που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του
οστά–
μόνο η ψυχή πάει, πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει.
Ωστόσο είναι πια καιρός το φως να επιθυμήσεις,
και μην αργείς· μάθε κι αυτά, όλα που βλέπεις γύρω σου,
για να μπορείς να τα ιστορήσεις κάποτε στη γυναίκα σου.»
Οδύσσεια, ερωτήσεις κατανό
ησης
16ης ενότητας
ησης
16ης ενότητας
(κυκλώστε τη σωστή
απάντηση)
απάντηση)
1. Μετά τους Κύκλωπες ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έφτασαν στον
νησί του Αιόλου, του θεού...
νησί του Αιόλου, του θεού...
α) των ανέμων, β) των λιμνών, γ) των ποταμών.
2. Εκεί έμειναν...
α) 15 ημέρες, β) ένα μήνα, γ) ένα χρόνο.
3. Φεύγοντας ο Αίολος έδωσε στον Οδυσσέα ένα ασκί γεμάτο...
α) με καλό κρασί, β) με όλους τους ανέμους, γ) με χρυσάφι και ασήμι.
4. Κόντευαν να φτάσουν στην Ιθάκη, όταν οι σύντροφοι του Οδυσσέα...
α) άνοιξαν το ασκί και ξεχύθηκαν οι άνεμοι, β) άρχισαν να πανηγυρίζουν από χα
ρά.
ρά.
5. Ο αέρας τους έφερε μετά από έξι ημέρες και πάλι στο νησί του Αιόλου.
Ο Αίολος...
Ο Αίολος...
α) τους έδωσε νέο ασκί με τους ανέμους, β) τους έδιωξε ως θεομίσητους.
6. Συνεχίζοντας την περιπλάνηση έφτασαν...
α) και πάλι στους Κύκλωπες, β) στην Κίρκη, γ) στη χώρα των Λαιστρυγόνων.
7. Εκεί ο Οδυσσέας έχασε...
α) πέντε πλοία και του έμειναν επτά, β) οκτώ πλοία και του έμειναν τέσσερα,
γ) έντεκα πλοία και του έμεινε ένα.
γ) έντεκα πλοία και του έμεινε ένα.
8. Όταν έφτασε στην Κίρκη ο Οδυσσέας χώρισε τους άντρες του σε...
α) δύο ομάδες, β) τρεις ομάδες, γ) τέσσερις ομάδες.
9. Η ομάδα του Ευρύλοχου πήγε για εξερεύνηση και συνάντησε την Κίρ
κη...
κη...
α) που τους υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά, β) που τους μεταμόρφωσε σε γουρού
νια.
νια.
10. Ο Ευρύλοχος που είχε ξεφύγει, ανακοίνωσε τη συμφορά στον Οδυσ
σέα. Εκείνος αποφάσισε...
σέα. Εκείνος αποφάσισε...
α) να τους παρατήσει και να φύγει, β) να πάει να τους βοηθήσει.
11. Στο δρόμο ένας θεός τον εφοδίασε με αντιβότανο και του έδωσε χρή
σι
μες συμβουλές. Ποιος θεός ήταν;
σι
μες συμβουλές. Ποιος θεός ήταν;
α) Ο Απόλλωνας, β) Ο Ποσειδώνας, γ) Ο Ερμής.
12. Ο Οδυσσέας αντιμετώπισε την Κίρκη, την εξανάγκασε να μεταμορφώ
σει και πάλι τους συντρόφους του σε ανθρώπους κι έζησαν εκεί...
σει και πάλι τους συντρόφους του σε ανθρώπους κι έζησαν εκεί...
α) δύο βδομάδες, β) πέντε μήνες, γ) ένα χρόνο.
13. Φεύγοντας η Κίρκη είπε στον Οδυσσέα ότι πρέπει να πάει πρώτα...
α) στον Άδη να βρει τον Τειρεσία, για να του δώσει οδηγίες, β) στις Σειρήνες,
να
του πουν το δρόμο της επιστροφής.
να
του πουν το δρόμο της επιστροφής.
14. Με τις οδηγίες της Κίρκης έφτασαν στην είσοδο του Κάτω Κόσμου.
Έκαναν τις απαραίτητες θυσίες και πρώτη ήρθε η ψυχή...
Έκαναν τις απαραίτητες θυσίες και πρώτη ήρθε η ψυχή...
α) του Ελπήνορα, του σύντροφου του Οδυσσέα που σκοτώθηκε φεύγοντας από
της Κίρκης, β) του μάντη Τειρεσία.
της Κίρκης, β) του μάντη Τειρεσία.
15. Στη συνέχεια ήρθε η ψυχή του Τειρεσία που του είπε ότι...
α) όλοι οι θεοί είναι με το μέρος του, β) κάποιος θεός θα του σταθεί φραγμός.
16. Ακόμη του είπε ότι όταν θα φτάσουν στο νησί του Ήλιου...
α) θα πρέπει να φάνε όλα τα βόδια και τα πρόβατα του θεού, β) δε θα πρέπει να
πειράξουν κανένα από τα ζώα του θεού.
πειράξουν κανένα από τα ζώα του θεού.
17. Ο Τειρεσίας του είπε ότι αν φάνε τα ζώα του θεού, τότε...
α) θα χάσει όλους τους συντρόφους του, β) όταν θα φτάσει στην Ιθάκη, θα πρέ
πει να αντιμετωπίσει τους μνηστήρες, γ) Τίποτα από τα παραπάνω, δ) Όλα τα πα
ραπάνω
πει να αντιμετωπίσει τους μνηστήρες, γ) Τίποτα από τα παραπάνω, δ) Όλα τα πα
ραπάνω
18. Ακόμη του είπε ότι όταν σκοτώσει τους μνηστήρες...
α) να φύγει από την Ιθάκη, να προχωρήσει ως εκεί που οι άνθρωποι δε θα έχουν
δει θάλασσα κι εκεί να θυσιάσει στους θεούς.
δει θάλασσα κι εκεί να θυσιάσει στους θεούς.
β) να φύγει από την Ιθάκη μαζί με την Πηνελόπη, γ) Μόνο το πρώτο, δ) Μόνο το
δεύτερο, ε) Όλα τα παραπάνω.
δεύτερο, ε) Όλα τα παραπάνω.
19. Στη συνέχεια εμφανίστηκε η ψυχή...
α) της Πηνελόπης, β) του πατέρα του, γ) της μητέρας του.
20. Από τη μητέρα του ο Οδυσσέας έμαθε ότι η Πηνελόπη...
α) τον περιμένει, β) παντρεύτηκε άλλον.
21. Από τη μητέρα του ο Οδυσσέας έμαθε ότι τη βασιλεία του...
α) την πήραν οι μνηστήρες και κείνοι κυβερνούν την Ιθάκη, β) κανείς δεν την άρ
παξε.
παξε.
22. Από τη μητέρα του ο Οδυσσέας έμαθε ότι τον Τηλέμαχο...
α) τον σέβονται σαν βασιλιά, β) δεν τον λογαριάζει κανείς.
23. Τέλος, από τη μητέρα του ο Οδυσσέας έμαθε ότι ο πατέρας του, ο Λα
έρτης...
έρτης...
α) ζει στα χωράφια, β) έχει πεθάνει.
24. Ακόμη έμαθε ότι η μητέρα του πέθανε...
α) από τη στενοχώρια της που δεν είχε γυρίσει ο Οδυσσέας, β) από αρρώστια μιση
τή, γ) από τα βέλη της θεάς Άρτεμης.
τή, γ) από τα βέλη της θεάς Άρτεμης.
25. Πριν να επιστρέψει στον Κάτω Κόσμο η ψυχή της μητέρας του, ο Οδυσ
σέας...
σέας...
α) την αγκάλιασε και τη φίλησε, β) δεν μπόρεσε να την αγκαλιάσει και να τη φι
λήσει.
λήσει.
26. Όλα αυτά συμβαίνουν...
α) την 28η ημέρα της Οδύσσειας, β) την 33η ημέρα της Οδύσσειας, γ) την 35η
ημέρα της Οδύσσειας.
ημέρα της Οδύσσειας.
Oι Λαιστρυγόνες πετροβολούν τα πλοία του Oδυσσέα.
Pωμαϊκή τοιχογραφία του 1ου αι. π.X. (Pώμη, Bατικανό)
H Kίρκη ανακατεύει τον κυκεώνα.
Λήκυθος λευκού βάθους του Ζωγράφου της Αθηνάς, περίπου 490–480 π.Χ. (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)
Α.2. Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας λ: Ἀλκίνου Ἀπόλογοι:
Νέκυια (Ο Οδυσσέας διηγείται την περιπέτεια του στον Άδη)
Νέκυια (Ο Οδυσσέας διηγείται την περιπέτεια του στον Άδη)
Ακολουθώντας τις οδηγίες της Κίρκης, φτάσαμε στον Ωκεανό και προχωρώντας στο ρεύμα του συναντήσαμε το βράχο όπου δυο ποτάμια «σμίγοντας μεταξύ τους» χύνονται στον Αχέροντα, τον ποταμό του Άδη. Στο χάσμα αυτό χωθήκαμε και βγήκαμε στην είσοδο του Κάτω Κόσμου. Πρόσφερα εκεί χοές στους νεκρούς και θυσίασα πρόβατα στον άρχοντα του Άδη, τον Πλούτωνα. Γύρω από τα σφάγια μαζεύτηκε πλήθος νεκρών, που γύρευαν να πιουν αίμα, για να θυμηθούν τον Επάνω Κόσμο και να μιλήσουν. Πρώτη είδα την ψυχή του άταφου Ελπήνορα, που μου ζήτησε να κάψω το σώμα του και να του υψώσω τύμβο με καρφωμένο επάνω το κουπί του, για να μην ξεχαστεί από τους ανθρώπους.
Εμφανίστηκε έπειτα ο μάντης Τειρεσίας και μου προφήτεψε όσα μπορεί να μας συμβούν στο νησί του Ήλιου, αλλά και στην Ιθάκη, και τι πρέπει να κάνω μετά τον νόστο μου.
Τρίτη μίλησε η μητέρα μου, η Αντίκλεια: μου έδωσε πληροφορίες για τη γυναίκα μου, τον γιο και τον πατέρα μου, καθώς και για την αιτία του θανάτου της. θέλησα να την αγκαλιάσω, αλλά η ψυχή της, μια άσαρκη σκιά, πέταξε μέσα απ’ τα χέρια μου. Είδα μετά ένα πλήθος γυναικών, συζύγων και θυγατέρων διάσημων ηρώων· έπινε καθεμιά τους αίμα και «εξιστορούσε το γένος της». Πρέπει όμως να σταματήσω· ώρα να κοιμηθούμε.
Οι Φαίακες άκουγαν τον Οδυσσέα βουβοί, σαν μαγεμένοι, και του ζήτησαν να συνεχίσει την εξιστόρηση.
Είδα λοιπόν τον Αγαμέμνονα, συνέχισε, που κλαίγοντας μού διηγήθηκε τα καθέκαστα της άγριας δολοφονίας του. Παραπονέθηκε για την απιστία της Κλυταιμνήστρας και με καλοτύχισε για τη συνετή γυναίκα μου, την Πηνελόπη. Με συμβούλεψε, ωστόσο, να είμαι προσεχτικός και να μην εμπιστεύομαι τις γυναίκες.
Με πλησίασε, έπειτα, ο Αχιλλέας και είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του.
Ο Αίαντας μόνο, οργισμένος ακόμη για τη νίκη μου κατά την κρίση των όπλων του νεκρού Αχιλλέα, κρατούσε απόσταση. Εγώ προσπάθησα να συμφιλιωθώ μαζί του, εκείνος όμως με προσπέρασε αμίλητος.
Είδα και άλλους γνωστούς ήρωες και τελευταίο τον Ηρακλή, που μου μίλησε για τον άθλο του να κατεβεί κι αυτός στον Άδη ζωντανός, για να φέρει επάνω τον σκύλο Κέρβερο. Στο μεταξύ, τα πλήθη των νεκρών θορυβούσαν κι εμείς, φοβισμένοι, επιστρέψαμε αμέσως στο καράβι και πήραμε τον δρόμο για τον Επάνω Κόσμο.
H Γη όπως την αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι κατά την ομηρική εποχή
(8ος αι. π.X.).
(8ος αι. π.X.).
Oι ομηρικοί άνθρωποι θεωρούσαν τη Γη σαν έναν επίπεδο σχεδόν δί
σκο περιβαλλόμενο από τον Ωκεανό. Πάνω από τη Γη υψωνόταν ο ουρανό
ς σαν μια αναποδογυρισμένη κούπα. Kάτω από τη Γη βρισκόταν ο Άδης.
H μυθική αυτή εικόνα παράσταινε ένα σύμπαν με τρία επίπε
δα: το ουράνιο (χώρο των ολύμπιων θεών), το επίγειο (χώρο των θνητών)
και το υπόγειο (χώρο των νεκρών και των θεών του Άδη). Ήταν ένας κόσμο
ς με ορόφους και οι θνητοί δεν μπορούσαν να περάσουν από τον έναν
στον άλλο, παρά μόνο σε ειδικές συνθήκες. Aς σημειωθεί, ακόμη, ότι
οι ομηρικοί άνθρωποι ήταν εξοικειωμένοι κυρίως με τον ελλαδικό και
τον μικρασιατικό χώρο και τα κοντινά τους νησιά.
σκο περιβαλλόμενο από τον Ωκεανό. Πάνω από τη Γη υψωνόταν ο ουρανό
ς σαν μια αναποδογυρισμένη κούπα. Kάτω από τη Γη βρισκόταν ο Άδης.
H μυθική αυτή εικόνα παράσταινε ένα σύμπαν με τρία επίπε
δα: το ουράνιο (χώρο των ολύμπιων θεών), το επίγειο (χώρο των θνητών)
και το υπόγειο (χώρο των νεκρών και των θεών του Άδη). Ήταν ένας κόσμο
ς με ορόφους και οι θνητοί δεν μπορούσαν να περάσουν από τον έναν
στον άλλο, παρά μόνο σε ειδικές συνθήκες. Aς σημειωθεί, ακόμη, ότι
οι ομηρικοί άνθρωποι ήταν εξοικειωμένοι κυρίως με τον ελλαδικό και
τον μικρασιατικό χώρο και τα κοντινά τους νησιά.
Κίρκη
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Οδύσσεια,
ερωτήσεις κατανόησης 16ης ενότητας
(κυκλώστε τη σωστή απάντηση)
1. Μετά τους Κύκλωπες ο Οδυσσέας και οι
σύντροφοί του έφτασαν στον νησί του Αιόλου, του θεού...
α) των
ανέμων, β) των λιμνών, γ) των ποταμών.
2. Εκεί έμειναν...
α) 15
ημέρες, β) ένα μήνα, γ) ένα χρόνο.
3. Φεύγοντας ο Αίολος έδωσε στον Οδυσσέα
ένα ασκί γεμάτο...
α) με καλό
κρασί, β) με όλους τους ανέμους, γ) με χρυσάφι και ασήμι.
4. Κόντευαν να φτάσουν στην Ιθάκη, όταν οι
σύντροφοι του Οδυσσέα...
α) άνοιξαν
το ασκί και ξεχύθηκαν οι άνεμοι, β) άρχισαν να πανηγυρίζουν από χαρά.
5. Ο αέρας τους έφερε μετά από έξι ημέρες
και πάλι στο νησί του Αιόλου. Ο Αίολος...
α) τους
έδωσε νέο ασκί με τους ανέμους, β) τους έδιωξε ως θεομίσητους.
6. Συνεχίζοντας την περιπλάνηση έφτασαν...
α) και πάλι
στους Κύκλωπες, β) στην Κίρκη, γ) στη χώρα των Λαιστρυγόνων.
7. Εκεί ο Οδυσσέας έχασε...
α) πέντε
πλοία και του έμειναν επτά, β) οκτώ πλοία και του έμειναν τέσσερα, γ) έντεκα
πλοία και του έμεινε ένα.
8. Όταν έφτασε στην Κίρκη ο Οδυσσέας χώρισε
τους άντρες του σε...
α) δύο
ομάδες, β) τρεις ομάδες, γ) τέσσερις ομάδες.
9. Η ομάδα του Ευρύλοχου πήγε για
εξερεύνηση και συνάντησε την Κίρκη...
α) που τους
υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά, β) που τους μεταμόρφωσε σε γουρούνια.
10. Ο Ευρύλοχος που είχε ξεφύγει,
ανακοίνωσε τη συμφορά στον Οδυσσέα. Εκείνος αποφάσισε...
α) να τους
παρατήσει και να φύγει, β) να πάει να τους βοηθήσει.
11. Στο δρόμο ένας θεός τον εφοδίασε με
αντιβότανο και του έδωσε χρήσιμες συμβουλές.
Ποιος θεός ήταν;
α) Ο
Απόλλωνας, β) Ο Ποσειδώνας, γ) Ο Ερμής.
12. Ο Οδυσσέας αντιμετώπισε την Κίρκη, την
εξανάγκασε να μεταμορφώσει και πάλι τους συντρόφους του σε ανθρώπους κι έζησαν
εκεί...
α) δύο
βδομάδες, β) πέντε μήνες, γ) ένα χρόνο.
13. Φεύγοντας η Κίρκη είπε στον Οδυσσέα ότι
πρέπει να πάει πρώτα...
α) στον Άδη
να βρει τον Τειρεσία, για να του δώσει οδηγίες, β) στις Σειρήνες, να του πουν
το δρόμο της επιστροφής.
14. Με τις οδηγίες της Κίρκης έφτασαν στην
είσοδο του Κάτω Κόσμου. Έκαναν τις απαραίτητες θυσίες και πρώτη ήρθε η
ψυχή...
α) του
Ελπήνορα, του σύντροφου του Οδυσσέα που σκοτώθηκε φεύγοντας από της Κίρκης, β)
του μάντη Τειρεσία.
15. Στη συνέχεια ήρθε η ψυχή του Τειρεσία
που του είπε ότι...
α) όλοι οι
θεοί είναι με το μέρος του, β) κάποιος θεός θα του σταθεί φραγμός.
16. Ακόμη του είπε ότι όταν θα φτάσουν στο
νησί του Ήλιου...
α) θα πρέπει
να φάνε όλα τα βόδια και τα πρόβατα του θεού, β) δε θα πρέπει να πειράξουν
κανένα από τα ζώα του θεού.
17. Ο Τειρεσίας του είπε ότι αν φάνε τα ζώα
του θεού, τότε...
α) θα χάσει
όλους τους συντρόφους του, β) όταν θα φτάσει στην Ιθάκη, θα πρέπει να
αντιμετωπίσει τους μνηστήρες, γ) Τίποτα από τα παραπάνω, δ) Όλα τα παραπάνω
18. Ακόμη του είπε ότι όταν σκοτώσει τους
μνηστήρες...
α) να φύγει
από την Ιθάκη, να προχωρήσει ως εκεί που οι άνθρωποι δε θα έχουν δει θάλασσα κι
εκεί να θυσιάσει στους θεούς.
β) να φύγει
από την Ιθάκη μαζί με την Πηνελόπη, γ) Μόνο το πρώτο, δ) Μόνο το δεύτερο, ε)
Όλα τα παραπάνω.
19. Στη συνέχεια εμφανίστηκε η ψυχή...
α) της
Πηνελόπης, β) του πατέρα του, γ) της μητέρας του.
20. Από τη μητέρα του ο Οδυσσέας έμαθε ότι
η Πηνελόπη...
α) τον
περιμένει, β) παντρεύτηκε άλλον.
21. Από τη μητέρα του ο Οδυσσέας έμαθε ότι
τη βασιλεία του...
α) την πήραν
οι μνηστήρες και κείνοι κυβερνούν την Ιθάκη, β) κανείς δεν την άρπαξε.
22. Από τη μητέρα του ο Οδυσσέας έμαθε ότι
τον Τηλέμαχο...
α) τον
σέβονται σαν βασιλιά, β) δεν τον λογαριάζει κανείς.
23. Τέλος, από τη μητέρα του ο Οδυσσέας
έμαθε ότι ο πατέρας του, ο Λαέρτης...
α) ζει στα
χωράφια, β) έχει πεθάνει.
24. Ακόμη έμαθε ότι η μητέρα του πέθανε...
α) από τη
στενοχώρια της που δεν είχε γυρίσει ο Οδυσσέας, β) από αρρώστια μισητή, γ) από
τα βέλη της θεάς Άρτεμης.
25. Πριν να επιστρέψει στον Κάτω Κόσμο η
ψυχή της μητέρας του, ο Οδυσσέας...
α) την
αγκάλιασε και τη φίλησε, β) δεν μπόρεσε να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει.
26. Όλα αυτά συμβαίνουν...
α) την 28η
ημέρα της Οδύσσειας, β) την 33η ημέρα της Οδύσσειας, γ) την 35η ημέρα της
Οδύσσειας.