Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

Οι Χαλασοχώρηδες,Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης




ΠΗΓΗ :https://tvxs.gr/news/theatro/xalasoxorides-otan-o-papadiamantis-satirizei-politiko-systima
Δεν πρόκειται απλά για μια ακόμη επίκαιρη πολιτική σάτιρα, αλλά για τη διαχρονική καυστική ματιά του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1892) στη βάση του πολιτικού συστήματος. «Δεν είναι σαν να γράφτηκε σήμερα. Είναι μια κριτική στο πολιτικό σύστημα που από τότε μέχρι σήμερα επί της ουσίας παραμένει ίδιο», σημειώνει ο Κώστας Παπακωνσταντίνου, σκηνοθέτης της παράστασης «Χαλασοχώρηδες», μιλώντας στο tvxs.gr. 

Το έργο...


Το 1892, ένα χρόνο πριν από την πτώχευση του ’93,  δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ακρόπολη» το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Οι Χαλασοχώρηδες». Η ιστορία διαδραματίζεται στο νησί της Σκιάθου την τελευταία εβδομάδα βουλευτικών εκλογών. Ο Παπαδιαμάντης σατιρίζει τα πολιτικά και εκλογικά ήθη της εποχής και προβάλλει τις παθογένειες του νέου ελληνικού κράτους, παρουσιάζοντας με κωμικό τρόπο την αναστάτωση και τον εκφυλισμό της τοπικής κοινωνίας τις ημέρες των εκλογών. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Υπάρχουν απλώς άνθρωποι που συμμετέχουν σ’ ένα παιχνίδι ανταγωνισμού και επιβίωσης. Ψηφοφόροι και ψηφοθήρες έχουν μπροστά τους λίγες μέρες για να κερδίσουν όσα περισσότερα μπορούν.

ΠΗΓΗ :http://filologika-mathimata-online.blogspot.com/2016/02/blog-post_26.html

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ''Οι Χαλασοχώρηδες'', Του Παντελή Λιάκα

«Κυάμων απέχεσθαι»


1-papadiama4 
Η φράση «κυάμων απέχεσθαι» αποδίδεται στον Πυθαγόρα και σημαίνει κατά λέξη «να απέχετε από τα κουκιά», δηλαδή από τις εκλογές. Αναφέρεται από τον Παπαδιαμάντη στο διήγημα Οι χαλασοχώρηδες, απ' όπου αφορμάται το παρόν κείμενο. 


Ά! Αι εκλογαί, αυτή είναι η μόνη επί εβδομήκοντα ασχολία, αφ' ότου ηλευθερώθημεν, αφ' ότου δηλαδή μετηλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους διά των εκλογών φανταζόμεθα, ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον, όπως μη αποδειχθή ψευδές το δημώδες λόγιον. «Άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς». Ως να εχρειάζετο τίποτα άλλο, ειμή εις ευσεβής βασιλεύς, Χριστός Κυρίου, ο μόνος αρμόδιος να εκλέγη τους συμβούλους και τους στρατηγούς του, και εν μόνω τω «εν τούτω νίκα» ισχυρός και αήττητος. (Άη μου Γιώργη) 


Υπόθεση
Γράφτηκε το 1892, μια χρονιά που στην πολιτική σκηνή, αφού κέρδισε τις εκλογές, είχε κυριαρχήσει ο Χαρίλαος Τρικούπης, ενώ ένα χρόνο αργότερα η χώρα κήρυξε πτώχευση (1893)
Το διήγημα Οι Χαλασοχώρηδες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη -όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του- πραγματεύεται ένα διαχρονικό και επίκαιρο περιστατικό του κοινωνικού βίου, το φλέγον ζήτημα της πολιτικής. Γράφτηκε το 1892, μια χρονιά που στην πολιτική σκηνή, αφού κέρδισε τις εκλογές, είχε κυριαρχήσει ο Χαρίλαος Τρικούπης, ενώ ένα χρόνο αργότερα η χώρα κήρυξε πτώχευση (1893). Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Σκιάθο την τελευταία βδομάδα των βουλευτικών εκλογών. Οι δυο πολιτικοί άντρες, ο Μανώλης ο Πολύχρονος από την μια και ο Λάμπρος ο Βατούλας από την άλλη, διατείνονται σε όλη την ιστορία ότι είναι αντίπαλοι. Το αποτέλεσμα είναι άφθονο γέλιο καθώς και οι δυο αποδεικνύονται χαλαστές της τοπικής κοινότητας που έπρεπε να αναμορφώσουν. Πρόκειται για καθαρή σάτιρα του πολιτικού συστήματος που φαντάζει αναλλοίωτο εδώ και αιώνες. Το παιχνίδι είναι από την αρχή στημένο και μέσω αυτού προσπαθούν να αποσπάσουν τις πολυπόθητες ψήφους οι δυο πολιτικοί άντρες προκαλώντας τον εκφυλισμό, την αναστάτωση, την διχόνοια και τις διαμάχες μεταξύ των κατοίκων. Ψηφοφόροι και ψηφοθήρες έχουν ένα ενιαίο κίνητρο που τους ενώνει: το συμφέρον.

  

Ποικιλία χαρακτήρων
1-papadiamantis-2 
Οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται είναι από απλούς μεροκαματιάρηδες αγρότες και ναυτικούς, περιθωριακούς τοκογλύφους και μεσάζοντες αλλά και υψηλά ιστάμενους βουλευτές και κομματάρχες. Όλοι οι χαρακτήρες προσπαθούν να πραγματοποιήσουν τις σκέψεις τους που προβάλουν από τον μικρόκοσμό τους, με γνώμονα πάντα το μικροσυμφέρον που τους υπαγορεύει η δική τους προσωπική αλήθεια. Αγωνίζονται να αποσπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα συμφέροντα με όλα τα μέσα που διαθέτουν. Οι πολιτικοί γυρίζουν τα σπίτια για να πείσουν τον απλό κόσμο να τους ψηφίσει, τάζοντάς τους λαγούς με πετραχήλια (έστω και αν όλα αυτά μετά ξεχνούν να τα υλοποιήσουν), ενώ ο φτωχός απλός κόσμος προσπαθεί να αντισταθεί και να πουλήσει τη ψήφο του όσο γίνεται πιο ακριβά. Πολλοί από τον απλό κόσμο αντιστέκονται σθεναρά, αλλά τελικά υποκύπτουν στα δελεάσματα των πολιτικών που τους υποσχέθηκαν εκπλήρωση των αιτημάτων τους.
Όλοι είναι μαριονέτες του πολιτικού συστήματος στο οποίο καλούνται να παίξουν συγκεκριμένα με ανταγωνιστικούς όρους προκειμένου να επιζήσουν. Ο Παπαδιαμάντης δεν κρίνει τους παίκτες αλλά την δομή, τα χαρακτηριστικά και την κατασκευή του ίδιου του παιχνιδιού. Ένα βρόμικο παιχνίδι που δεν έχει καλούς και κακούς, αλλά υποκριτές που καλούνται να παίξουν τον ρόλο τους όσο μπορούν καλύτερα.


Οι κομματάρχες
Εδώ όλα στηρίζονται στην κολακεία η οποία δίνει την ψευδαίσθηση στον κόσμο ότι βρίσκεται στην εξουσία, αλλά στην ουσία βρισκόταν κάτω από την εξουσία.
Στο επίκεντρο βρίσκονται οι άνθρωποι του θορύβου οι οποίοι δεν διστάζουν να δημιουργήσουν φασαρία γύρω από το όνομά τους προκειμένου να διαφημιστούν. Οι πολιτικοί αυτοί πλουτίζουν από την υπερβολική τους φλυαρία και δεν σταματούν ακόμα και όταν επιτύχουν το σχέδιό τους. Με τον φόβο μην τους αποκαλύψουν χρησιμοποιούν ξύλινη γλώσσα προκειμένου να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Αυτοί οι κομματάρχες, οι οποίοι είναι προέκταση του αγά και του κοτσαμπάση της τουρκοκρατίας, είναι κατακριτέοι από τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη. Εδώ όλα στηρίζονται στην κολακεία η οποία δίνει την ψευδαίσθηση στον κόσμο ότι βρίσκεται στην εξουσία, αλλά στην ουσία βρισκόταν κάτω από την εξουσία
''Το κόμμα μας είναι και κόμμα σας'', λέει ο Κωνσταντίνος Καλόβολος στον κομματάρχη Λάμπρο Βατούλα ''όν ο Τσιτσάνης ωνόμαζεν Φαταούλαν''.
Χαρακτηριστική είναι η φράση του μπάρμπα-Διοματάρη, ο οποίος επειδή είχε αδικηθεί παλιότερα, αντιστέκεται σθεναρά στις κολακείες των πολιτικών να πάρει χρήματα προκειμένου να τους ψηφίσει
''Τέτοιοι είναι όλοι τους! Ύστερα, δώσε τους ψήφο. Δεν πάω ούτε να ψηφοφορήσω, να μου λένε πως μ' αγόρασαν''
(...)
''Εγώ να πάρω παράδες; είπε βλοσυρός ο γέρων πορθμεύς. εμένα μου έταξαν να βγάλουν τη σύνταξή μου''
Η άμυνα του φτωχικού λαού
Ο απλός κόσμος στην προσπάθειά του να αμυνθεί απέναντι στους ψηφοκάπηλους αναγκάζεται να επιδίδεται στην ψεύτικη ψήφο:
''του μόνου όπλου όπερ εις τους χωρικούς, όπως ανταγωνίζωνται κατά τόσων πολιτικών ή κοινωνικών και βιοικών πιέσεων και διωγμών (όπλον, το οποίον ακονίζεται δίς της εβδομάδος εις τα πταισματοδικεία και ειρηνοδικεία, όπου ο χωρικός γίνεται σωστός βλαχοδικηγόρος) να τα βγάλη πέρα μαζί των''
(...)
φασκελώνων και τα δύο κόμματα όπισθεν των νώτων, και ορκιζόμενος καθ΄εαυτόν να μαυρίση περιφρονητικώς όλας κατά σειράν τάς κάλπας των αυτοκλήτων αντιπροσώπων του ατυχούς λαού, του τόσον δεινοπαθούντος και τυραννουμένου''.


Εξεύρεση χρήματος μέσω βουλευτή
Οι πολιτικοί άνδρες προκειμένου να ανταπεξέλθουν στα έξοδα του προεκλογικού αγώνα έπρεπε να βρουν μια πηγή χρήματος. Αυτή η πηγή είναι ο άμαθος νεοφερμένος υποψήφιος βουλευτής τον οποίο προσπαθούν να τον φέρουν με το μέρος τους και οι δυο πολιτικές παρατάξεις. Τα χρήματα που θα διέθετε θα ήταν πολύτιμα προκειμένου να εξαγοράσουν τις ψήφους των ψηφοφόρων, τα κεράσματα στις ταβέρνες και άλλα έξοδα που τυχόν θα χρειαζόντουσαν κατά την προεκλογική τους εκστρατεία.
''Ήτον αφελής τους τρόπους και έτι αφελέστερος τάς ιδέας. Ήθελε να πολιτευθεί «για δόξα». Ευκαιρία λαμπρά.''


Το πελατειακό σύστημα
Το πελατειακό σύστημα λειτουργεί ρολόι σε αντίθεση με την εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη που δεν φάνηκε ποτέ να έρχεται στον τόπο. 
Το πελατειακό σύστημα λειτουργεί ρολόι σε αντίθεση με την εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη που δεν φάνηκε ποτέ να έρχεται στον τόπο. Η αστική τάξη που δεν υπήρξε στο νεοελληνικό κράτος του 1830 είχε ως αποτέλεσμα οι δομές κοινοβουλευτισμού της δύσης να επιδράσουν πάνω στο πελατειακό σύστημα/ ρουσφέτι και να δημιουργήσουν τις σαθρές βάσεις του νεοελληνικού κράτους. Τα θεμέλιά του είναι δυτικά και όχι προϊόν του νεοελληνικού αυτόχθονου εθνικού κράτους. Σε αυτό το σύστημα η αξιοκρατία χάνεται, το βόλεμα σε θέσεις γίνεται με μπάρμπα στην κορώνη και όχι με την αξία αυτή καθεαυτή. Οι εκλογές είναι εξεύρεση πελατών/ψηφοφόρων οι οποίες δεν θα ωθήσουν στην ανάπτυξη αλλά στην υπερδυνάμωση της πολιτικής σκακιέρας. 

''Ανέκαθεν τα αξιώματα ήσαν αγοραστά. Και αφού η επάρατος πλουτοκρατία είναι άφευκτον κακόν, κατά ποίον άλλον τρόπον θ' αποκτώνται τ' αξιώματα; Πράγμα το οποίον έχασε προ πολλού πάσαν ηθικήν αξίαν, μόνον διά χρημάτων είναι κτητόν. Και ούτως επόμενον ήτο να καταντήσουν τα πράγματα. «Ουδέν κακόν άμικτον καλού». Ευτύχημα μάλιστα ότι δεν ανεφάνη επιφανής τις πολιτευτής εις τα μέρη ταύτα.''
(...)
''Δεν υπήρξε βοσκός, όστις να μη διωρισθή τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης, όστις να μη προχειρισθεί εις υγειονομοσταθμάρχην. Τότε είδομεν πρώτην φοράν κι εδώ εις την νήσον λιμενάρχην φουστανελλάν. Ο εκ της γείτονος επαρχίας υπουργός μας τον είχε στείλει ως δείγμα περίεργον υπαλλήλου.''
1-papadiamantis-3


Το φαινόμενο της διαπλοκής
Η διαπλοκή κάνει και αυτή την εμφάνισή της όσο αφορά τα δημόσια έργα. Οι πολιτικοί φρόντιζαν να θησαυρίζουν από τα δημόσια έργα, εκμεταλλευόμενοι το στρεβλό δημοκρατικό σύστημα. Όπως φαίνεται από την μέθοδο του πολιτευόμενου κομματάρχη Αλικιάδη στο ακόλουθο απόσπασμα
''Ότι απετέλει την δύναμιν του Αλικιάδη, ήτο ο πόθος, ηφ' ού εφλέφετο, να φανή χρήσιμος ει την εκτέλεσιν δημοσίων έργων της επαρχίας. Εν πρώτοις υπήρχε η εθνική οδός, η προκηρυσσόμενη εκάστοτε ως μέλλουσα να κατασκευασθή, παρά την πρωτεύουσαν της επαρχίας πόλιν! Εκείθεν, αν εξελέγετο βουλευτής, θα είχε την μερίδα του λέοντος. Από τώρα είχεν αρχίσει να συνεταιρίζεται κρυφά με τους εργολάβους.''


Κυάμων Απέχεσθαι
Η λύση προκύπτει από την ηθολογική οπτική του Παπαδιαμάντη που προτάσσει την αποχή από τις εκλογές ως τον μοναδικό δρόμο σωτηρίας
Ο Τρικούπης ήταν από τους πιο αξιόλογους πολιτικούς που ανέδειξε η χώρα. Προσπάθησε να θέσει σε εφαρμογή τα ουσιαστικά θεμέλια του εθνικού κοινοβουλευτισμού. Δυστυχώς, παρά την προσπάθειά του η εποχή δεν ήταν γόνιμη για ριζικές αλλαγές. Ως αντίθεση αυτού του σπουδαίου προσώπου ο Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει, μέσω του διηγήματός του, πολιτικούς που λειτουργούν μέσω της κολακείας και των μεγάλων λόγων ως καιροσκόποι. Οι επιφανείς αυτοί πολιτικοί που εκπροσωπούσαν την εθνική ενότητα και τη δικαιοσύνη, στην ουσία αποτελούσαν το μεγάλο αγκάθι του ανοργάνωτου και υπανάπτυκτου κράτους. Αποδείχτηκαν θεομπαίχτες και επικίνδυνοι, χωρίς βλέψεις εθνικού οράματος για την αναδιοργάνωση του κράτους. Μπροστά στην ασυδοσία και την αδικία που επικρατεί, η δωροδοκία αποτελεί το μικρότερο δεινό. Η ηθική και οι πράξεις ανθρωπιάς και αμοιβαίας συνεννόησης έχουν αντικατασταθεί από τις παράνομες και ανήθικες πρακτικές. Η λύση προκύπτει από την ηθολογική οπτική του Παπαδιαμάντη που προτάσσει την αποχή από τις εκλογές ως τον μοναδικό δρόμο σωτηρίας (Κυάμων απέχεσθαι).

''Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού, παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, παράγοντα αναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν. Ευτυχώς δεν υπήρξεν ενταύθα έδαφος κατάλληλον, διά να γεννηθεί το θρέμμα το καλούμενον επιφανής και ούτως απηλλάγημεν της τοιαύτης αθλιότητος μέχρι της ώρας.''
(...)
''Η δωροδοκία δε την οποίαν βλέπεις τόσον γενικευμένην ως εκλογικόν όπλον, είναι κατ' εμέ το μικρότερον κακόν. Όστις όμως δυσφορεί επί ταύτη ας μη μετέχει του εκλογικού αγώνος, μήτε ως εκλογεύς μήτε ως εκλέξιμος. «Κυάμων απέχεσθε».''
Η μέρα των εκλογών
Οι ψηφοφόροι οδηγούνται από τους πολιτευτές σαν αρνιά για σφαγή στα εκλογικά κέντρα.
Ένα ακόμα τραγελαφικό στοιχείο είναι η ίδια η εκλογική διαδικασία. Οι ψηφοφόροι οδηγούνται από τους πολιτευτές σαν αρνιά για σφαγή στα εκλογικά κέντρα. Οι πολιτικοί δεν θέλουν να χάσουν καμιά ψήφο και δεν διστάζουν να ασκήσουν και βία αν χρειαστεί για να πείσουν το άβουλο πλήθος. Η εφορευτική επιτροπή απαρτίζεται από φερέφωνα ανθρώπων που δείχνουν ακατάλληλοι να αναλάβουν οποιαδήποτε ευθύνη. Μερικά δείγματα της ασχετοσύνης τους είναι ότι δεν μπορούν να οργανωθούν ώστε να καταμετρήσουν τις ψήφους, δεν γνωρίζουν την ακριβή ώρα που λήγει η εκλογική προθεσμία, ούτε ακόμα να αναθέσουν στον τελάλη να σημάνει την λήξη της ψηφοφορίας. Ταγμένοι στον πολιτικό που τους έταξε τα περισσότερα κάνουν τα στραβά μάτια προκειμένου να βοηθήσουν με τη σειρά τους το κόμμα που υποστηρίζουν. Το αποτέλεσμα που σήμανε ταυτόχρονα τη λήξη των εκλογών (και το τέλος του διηγήματος) δίνει τέλος στη φασαρία που είχε επικρατήσει στον τόπο και επιτρέπει τόσο στους πολίτες όσο και στους πολιτικούς να κοιμηθούν ήσυχοι.

''Και ούτω διπλούν επήλθε κέρδος. Πρώτον, ησύχασε προς καιρόν ο κόσμος, και δεύτερον, δεν εκλείσθη το στάδιον των δυο προμνημονευθέντων πολιτευτών, οίτινες έμελλον να συνεχίσωσιν επί μίαν εισέτι περίοδον τάς διακεκριμένας υπηρεσίας των, ο εις διά τα γενικά του έθνους συμφέροντα, ο έτερος διά τα δημόσια έργα της επαρχίας.''

-----------------
* Η φράση «κυάμων απέχεσθαι» αποδίδεται στον Πυθαγόρα και σημαίνει κατά λέξη «να απέχετε από τα κουκιά», δηλαδή από τις εκλογές. Αναφέρεται, βέβαια, από τον Παπαδιαμάντη στο παρόν διήγημα. 




ΠΗΓΗ
Bookpress.gr





ΠΗΓΗ :

ΜΙΚΡΑ ΜΕΛΕΤΗ

Α´

Ἀφοῦ περιῆλθον ὅλα τὰ μαγαζεῖα τῆς παραθαλασσίου ἀγορᾶς, ὅπου ἔπιον ὄχι ὀλίγον εἰς ὑγείαν καὶ τῶν δύο ἀντιπάλων μερίδων, ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος καὶ ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους κατήντησαν καὶ εἰς τὸ μικρὸν καπηλεῖον τοῦ Δημήτρη τοῦ Τσιτσάνη, ὅπου εἰσελθόντες ἀπῄτουν ἀπὸ τὸν οἰνοπώλην νὰ τοὺς κεράσῃ. Ἀλλ᾽ ὁ κάπηλος ἵστατο συλλογισμένος, καὶ ἠρνεῖτο ἀποτόμως νὰ κεράσῃ, λέγων ὅτι, κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο, δὲν εἶχε σκοπὸν νὰ τὸ κάμῃ φόρα* πρὸς χάριν κανενός, διότι ἄλλοτε, ὁποὺ εἶχε φανῆ φιλότιμος μὲ τὸ παραπάνω, τὴν εἶχε πάθει στὰ γερά. Διότι, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας καὶ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν τὸ λύειν καὶ τὸ δεσμεῖν εἰς τὰ δύο κόμματα, τοῦ ἔταζαν «φούρνους μὲ καρβέλια», δώσαντες αὐτῷ οὐχὶ πλείονας τῶν εἴκοσι δραχμῶν μετρητά, ἀπέναντι καθὼς τοῦ εἶπαν, καὶ παρακινήσαντες αὐτὸν νὰ ἐξοδεύσῃ κι ἀπ᾽ τὴ σακκούλα του ὅσα θέλει, ἄφοβα, διότι θὰ πληρωθῇ μέχρι λεπτοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν λογαριασμὸν ὃν ἤθελε παρουσιάσει. Τότε αὐτὸς πιστεύσας «ἐξανοίχθηκε» κ᾽ ἐξώδεψε ἰδικά του λεπτά, παραπάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατοστάρικο· ἀλλὰ μετὰ τὰς ἐκλογάς, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας (τὸν ὁποῖον αὐτὸς ἠρέσκετο νὰ ὀνομάζῃ σήμερον «ὁ Λάμπρος ὁ Φαταούλας») ἔκαμε πὼς δὲν τὸν ἐγνώριζε καὶ τοῦ ἐγύρισε τὲς πλάτες. Ποῦ ἐπερίσσευε τραμποῦκος* ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν δόντια, κατάλαβες, γιὰ νὰ φᾶνε κ᾽ οἱ ἄλλοι, οἱ παραμικροί; Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας κι ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος κι ἄλλοι μερικοί, πέφτουν μὲ τὰ μοῦτρα στὴ λαδιά*, στὸ μούχτι*… κ᾽ ἠξεύρουν πῶς νὰ κυνηγοῦν τὸ πλιάτσικο. Ἔχουν, βλέπεις αὐτοί, οἱ διαβόλοι, τὸν τρόπον νὰ τὰ κάμνουν πλακάκια. Ἂν ἐρωτᾷς κι ἀπὸ κοντραμπάντες* κι ἀπὸ μπουκλούκια*… κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βγάλῃ πλώρη μαζί τους. Εἶναι εἰς ὅλα πρῶτο νούμερο. Ἀλλ᾽ ὅταν μίαν φορὰν καῇ ἡ γούνα ἑνὸς ταβερνάρη, ἑνὸς καφετζῆ ἢ ἑνὸς μικρομπακάλη (δὲν σοῦ λέγω, εἶναι ἄλλοι ποὺ καίονται στὰ πολιτικὰ κι ἔχουν κρεμασμένο διὰ τὰς ἐκλογὰς τὸ ζουνάρι τους… κ᾽ εἶναι πάλιν ἄλλοι ποὺ ξεύρουν μὲ τρόπο καὶ τὰ καταφέρνουν, παίρνοντες λεπτὰ κι ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, μαυρίζοντες πότε τὸ ἓν πότε τὸ ἄλλο, κ᾽ ἐβγαίνοντες πάντοτε λάδι), τότε πολὺ βλὰξ θὰ εἶναι ἂν τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ τὸν κοροϊδέψουν καὶ δευτέραν φοράν.
Τοιαύτας θεωρίας ἐξέφερεν ὁ Δημήτρης ὁ Τσιτσάνης, ἀρνούμενος νὰ κεράσῃ τοὺς δύο φίλους, οἵτινες εὐθυμότατοι εἶχον εἰσέλθει εἰς τὸ καπηλεῖόν του. Ἀλλὰ δὲν ἦσαν καὶ διψασμένοι. Ἦτο ἑσπέρα ἤδη καὶ ἀπὸ τῆς δείλης εἶχον περιέλθει τὸ ἥμισυ τῆς πολίχνης, παντοῦ κερνώμενοι καὶ πίνοντες. Ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος ἤρχισε νὰ παραδίδῃ μάθημα ἐκλογικῆς ὀρθοφροσύνης εἰς τὸν κάπηλον, λέγων ὅτι, αὐτὸς ὁποὺ τοῦ θέλει τὸ καλόν του, λυπεῖται νὰ τὸν βλέπῃ νὰ πηγαίνῃ πάντοτε ὡσὰν τὸν κάβουρα, καὶ τοῦτο ἕνεκα ἀδικαιολογήτου παραξενιᾶς. Τὸ νὰ μὴ θέλῃ «νὰ τὸ κάμῃ φόρα» νομίζει ὅτι εἶναι δι᾽ αὐτὸν τὸ συμφορώτερον;
Κάθε ἄλλο· ἐξ ἐναντίας, μὲ τοῦτο ἐμπνέει δυσπιστίαν καὶ εἰς τὰ δύο κόμματα, καὶ ἕνεκα τούτου δὲν ἀποφασίζουν νὰ δώσουν χρήματα εἰς ἕναν ἄνθρωπον κρυψίνουν, «στριμμένον», ὅστις θέλει νὰ κάμνῃ τὸν ἀνεξάρτητον, χωρὶς νὰ ξεύρῃ καλὰ-καλὰ τί πρᾶγμα εἶναι ἀνεξαρτησία. Ἐνῷ ἂν ἀποφασίσῃ νὰ κηρυχθῇ θερμός, ἢ καὶ χλιαρός, ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος, τότε, ἐνῷ τοῦ κόμματος τούτου θὰ ἐφελκύσῃ ἀσφαλῶς τὴν ἐμπιστοσύνην, δὲν εἶναι παράξενον νὰ προκαλέσῃ κολακείας καὶ φιλοφρονήσεις καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο κόμμα, οἱ ἄνθρωποι τοῦ ὁποίου θὰ προσπαθήσουν μὲ κάθε τρόπον νὰ τὸν κάμουν νὰ τὰ γυρίσῃ, ἢ θὰ πασχίσουν τοὐλάχιστον νὰ τὸν μετριάσωσιν. Ἐὰν θέλῃ μάλιστα νὰ πάρῃ λεπτὰ καὶ ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, ὁ ἀσφαλέστερος τρόπος εἶναι νὰ κηρυχθῇ φανερὰ ὑπὲρ τοῦ ἑνός. Δὲν παίρνει παράδειγμα ἀπ᾽ αὐτόν, καὶ ἀπὸ τὸν φίλον του τὸν Γιάννην τῆς Κ᾽σάφους; Ἐνῷ ἄλλοι φανατίζονται, καὶ «χαλνοῦν τὴ ζαχαρένια τους» καὶ χολοσκάνουν, αὐτοὶ οἱ δύο, «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα ὑγιοῦς ἐκλογικῆς φιλοσοφίας εἰς ὅλον τὸ χωρίον, ἀνήκοντες εἰς δύο ἀντίπαλα καὶ μέχρι καταστροφῆς πολεμοῦντα ἄλληλα κόμματα, περνοῦν μὲ γέλοια καὶ μὲ χαρές, τρώγοντες, πίνοντες, εὐωχούμενοι, εἰς ὑγείαν ὅλων τῶν ὑποψηφίων, εὐλόγως θέτοντες τὴν φιλίαν των ὑπεράνω τῶν κομμάτων. Καὶ μὲ τοιοῦτον τρόπον «τὸ ἔχουν δίπορτο». Μὲ ὅποιον κόμμα νικήσῃ, θὰ εἶναι φίλοι καὶ οἱ δύο, ἀφοῦ θὰ εἶναι ὁ εἷς. «Ὅποιος γάιδαρος, κι αὐτοὶ σαμάρι».
Τοιαῦτα πρακτικῆς ἠθικῆς διδάγματα ἔδιδεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος εἰς τὸν Δημήτρην τὸν Τσιτσάνην. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τὰ πλεῖστα εἶχεν ἀκούσει τὴν προτεραίαν παρὰ δικολάβου τινός, ὅστις τὰ ἀνέπτυσσε πρὸς τοὺς φίλους του. Ὁ κάπηλος τὸν ἤκουε σείων τὴν κεφαλήν, λέγων ὅτι αὐτὰ τὰ ἤξευρε πρωτύτερα ἀπ᾽ ἐκεῖνον. Ἀλλ᾽ εἶναι μεγάλη διαφορὰ νὰ εἶναί τις ἀγωγιάτης ἁπλῶς ἢ ξωμερίτης*, ὅπως αὐτοὶ οἱ δύο, ἀπὸ τοῦ νὰ ἔχῃ μαγαζί. Διότι πρέπει νὰ τηρῇ τις καὶ κάποιαν ἀξιοπρέπειαν, «νὰ φυλάγῃ τὴν θέσιν του», ἂν θέλῃ νὰ μὴ ξεπέσῃ «στὴν παρακατινὴ σκάλα*». Οἱ δύο φίλοι τὸν ἤκουον μειδιῶντες, οὐδόλως προσβαλλόμενοι διότι τοὺς ὑπεβίβαζε. Μόνον ὁ Γιάννης τῆς Κ᾽σάφους τελευταῖον εἶπεν ὅτι «δὲν τοῦ γεμίζει τὸ μάτι κι αὐτὸς καὶ τὸ μαγαζί του». Ὁ κάπηλος ἐπειράχθη τότε, καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς ὀνειδίζῃ σκληρῶς, ἀλλ᾽ ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος, μὲ ἀτάραχον μειδίαμα, τοῦ εἶπεν ὅτι «ἂν θέλῃ νὰ ἔχῃ μαγαζί, πρέπει νὰ ἔχῃ καὶ κοιλιὰ σὰν τὸ μαγαζί του, μεγαλύτερη μάλιστα ἀπ᾽ τὸ μαγαζί του».
Ἐνταῦθα ἦτο ἡ λογομαχία, καὶ ὁ κάπηλος εἶχεν ἀνάψει τὴν λάμπαν, διότι εἶχε νυκτώσει ἤδη, ὅταν εἰσῆλθε κομματικὴ ὁμὰς ὁδηγουμένη ἀπὸ τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν, ἐκεῖνον ὃν ὁ Τσιτσάνης ὠνόμαζε Φαταούλαν. Ἦτο ἀνὴρ μεγαλόσωμος, ὡραῖος, μετ᾽ ἐπιτηδεύσεως ἐνδεδυμένος, φιλοφρονέστατος καὶ μελιχρὸς τοὺς τρόπους.
Ἅμα εἰσελθών, διέταξεν ἓξ μαστίχες διὰ τοὺς μεθ᾽ ἑαυτοῦ, εἶτα ἐλθὼν ὄπισθεν τοῦ λογιστηρίου, ἔκυψεν εἰς τὸ οὖς τοῦ καπήλου, καὶ ἤρχισε νὰ τοῦ κρυφομιλῇ καὶ νὰ τὸν κατηχῇ. Μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἀφοῦ τοῦ εἶπε πολλά, καὶ ὁ οἰνοπώλης τοῦ ἀπήντα μόνον διὰ κατανεύσεων τῆς κεφαλῆς, ἐπέστρεψε πάλιν πρὸς τὴν τράπεζαν, περὶ ἣν εἶχε στρωθῆ ἡ παρέα του, καὶ διέταξεν ἐκ νέου μαστίχες.
Ἐπλήρωσεν ἐν κρότῳ δεκαρῶν τὰ ποτά, εἶτα ἀπευθύνας τὸν λόγον πρὸς τὸν Κωνσταντὴν τὸν Καλόβολον, ὅστις ἵστατο παράμερα μὲ τὸν φίλον του Γιάννην τῆς Κ᾽σάφους:
―Ἔ! τί ἔχουμε, Κώστα;… Πῶς πάει τὸ κόμμα σας; 〈εἶπε〉.
― Ποιὸ κόμμα μας, κὺρ Λάμπρο; ἀπήντησεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος· τὸ κόμμα μας εἶναι τὸ κόμμα σας.
― Τί; εἴμαστε ἀπὸ ἕνα κόμμα;
― Δὲν τὸ ξέρετε;
― Τότε, πῶς δὲν ξεχωρίζετε ἀπ᾽ τὸ Γιάννη τὸν φίλον σου;
―Ἡ φιλία φιλία, καὶ τὸ κόμμα κόμμα.
― Ἂς εἶναι τέλος πάντων, ὁ Θεὸς κ᾽ ἡ ψυχή σας. Πίνετε ἀπὸ μιὰ μαστίχα;
― Ἀπό ᾽να κρασὶ… ἂν μᾶς κεράσετε.
Καὶ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας διέταξε δύο κρασιά. Ἐν τῷ μεταξύ, εἰσῆλθεν εἰς τὸ καπηλεῖον καὶ ἄλλη ὁμὰς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου κόμματος.
―Ἐβίβα! Καλὴ ἐπιτυχία.
Οἱ δύο φίλοι συνέκρουσαν τὰ ποτήρια κ᾽ ἔπιον.
Ἡ νεωστὶ εἰσελθοῦσα ὁμὰς διέταξε καὶ αὐτὴ ποτά.
Ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ὁμάδος ἦτο ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, μεσῆλιξ, μελαγχροινός, εὔθυμος, ἀστεῖος.
― Ἄ! ἐδῶ εἶστε σεῖς, ποὺ βυζαίνετε ἀπὸ δυὸ μαννάδες;
― Τὸ καλὸ ἀρνί, κὺρ Μανώλη, ἀπήντησεν ὁ Γιάννης τῆς Κ᾽σάφους, τρώει ἀπὸ δυὸ προβατίνες.
Ὁ Μανώλης διέταξε τὸν κάπηλον νὰ τοὺς κεράσῃ, καὶ τότε ἔπιον εἰς ὑγείαν τοῦ κόμματος τὸ ὁποῖον ἐξεπροσώπει ὁ Μανώλης. Μὲ τοιαύτην τακτικὴν ἐκαλοπερνοῦσαν εἰς τὰς ἐκλογὰς οἱ δύο ἀγαπημένοι φίλοι. Εἶχον δὲ πίει τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὄχι ὀλίγα εἰς βάρος ἀμφοτέρων τῶν κομμάτων. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος ἐγερθεὶς μετέβη ὄπισθεν τοῦ λογιστηρίου, ὅπως εἶχε κάμει πρὸ μικροῦ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ εἰς τὸ οὖς τοῦ καπήλου. Τὸ λογιστήριον ἐκεῖνο, φαίνεται, ὡμοίαζε κάπως μ᾽ ἐξομολογητήριον φραγκοκκλησιᾶς, ὅπου μία μία εἰσερχόμεναι ἐλαφρύνουσι τὴν συνείδησίν των αἱ κομψοπρεπεῖς μετανοοῦσαι. Ἀφοῦ δὲ τοῦ εἶπεν ὅ,τι εἶχε νὰ τοῦ εἴπῃ, ταπεινῇ τῇ φωνῇ, ἐνῷ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας δὲν ἔπαυσε νὰ τοὺς κοιτάζῃ μὲ τὸν κανθὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἐπιστρέψας εἰς τὴν θέσιν του ὁ Μανώλης, ἠθέλησε νὰ κουρδίσῃ ὀλίγον τοὺς δύο φίλους.
―Ὅλα καλά, τοὺς εἶπε, μὰ ἐσεῖς οἱ δύο τὸ καταλαβαίνετε ποὺ μᾶς κοροΐδεύετε ὅλους, ἢ ὄχι;
― Ἀλήθεια! ἐπεβεβαίωσεν ἀπὸ τῆς πέραν τραπέζης καὶ ὁ ἡγέτης τῆς ἄλλης ὁμάδος, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, ὅστις ἠγάπα πάντοτε νὰ εἶναι φιλόφρων πρὸς τοὺς ἀντιπάλους· ἀλήθεια· μᾶς κοροϊδεύετε.
Οἱ δύο φίλοι, μόλις κρατούμενοι εἰς τοὺς πόδας των, ἤρχισαν νὰ διαμαρτύρωνται θορυβωδῶς.
―Ὄχι! μά τὸ φῶς μου, κὺρ Μανώλη…
― Μά τὴν ἀγάπη μας, κὺρ Λάμπρο…
―Ἔτσι νὰ ἔχω καλὰ γεράματα.
― Νὰ χαρῶ τὸ στέφανό μου! κουμπάρε.
Καὶ λέγοντες ἐστράφησαν ὁ εἷς πρὸς τὴν τράπεζαν περὶ ἣν ἦτο συγκεντρωμένη ἡ ὁμὰς τοῦ Λάμπρου, ὁ ἕτερος πρὸς τὴν ἄλλην τράπεζαν περὶ ἣν ἐκάθηντο οἱ σύντροφοι τοῦ Μανώλη, στρέφοντες πρὸς ἀλλήλους τὰ νῶτα, χειρονομοῦντες ὑπερμέτρως ὡς ἀδέξιοι ὑποκριταί, ἀνοίγοντες τὰς ἀγκάλας πρὸς περίπτυξιν τῶν δύο ἀρχηγῶν τῶν κομματικῶν ὁμάδων.
― Ἂν θέλετε νὰ σᾶς πιστέψουμε ὅτι δὲ μᾶς κοροϊδεύετε, εἶπεν ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, πρέπει ἢ ν᾽ ἀποκόψετε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, αὐτὲς τὲς ἡμέρες ποὺ θὰ εἶναι οἱ ἐκλογές, ἢ…
― Αὐτὸ θὰ εἶναι σκληρὰ καταδίκη δι᾽ αὐτούς, εἶπε γελῶν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας.
―Ἤ, τοὐλάχιστον, ἐξηκολούθησεν ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, νὰ μᾶς δώσετε τώρα ἀμέσως ἀπόδειξιν ὅτι ἐνδιαφέρεσθε εἰλικρινῶς καὶ ὁλοψύχως, ὁ ἕνας σας ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος, ὁ ἄλλος ὑπὲρ τοῦ ἄλλου.
― Παίρνω ὅρκο, εἶπεν ὑψῶν τὴν χεῖρα ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.
― Κ᾽ ἐγὼ παίρνω ὅρκο, εἶπε καὶ ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.
― Οἱ ὅρκοι εἶναι σήμερο τὸ φθηνότερο πρᾶμα, εἶπε σαρκαστικῶς ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος.
― Σοῦ δίνω τὸ λόγο μου, κουμπάρε, εἶπεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.
― Τί νὰ τὸν κάμω τὸ λόγο σου, κουμπάρε; εἶπεν ὁ Μανώλης, καλύτερα εἶχα νὰ μοῦ ἔδινες τὰ παλιὰ τὰ τσαρούχια σου.
Ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους, κύψας, ἔλυσεν ἀπὸ τῶν ποδῶν τὰ πέδιλα, καὶ ὀρθωθεὶς σοβαρῶς τὰ προσέφερεν εἰς τὸν Μανώλην.
― Πάρ᾽ τα, κουμπάρε!
Τὰ ἀπέθηκεν ἐπὶ τῆς τραπέζης, καὶ εἶτα, γυμνόπους, ἐστράφη πρὸς τὴν θύραν νὰ ἐξέλθῃ.
Ὅλοι ἐγέλασαν πρὸς τὸ σκηνικὸν τοῦτο τοῦ κραιπαλῶντος, ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης τὸν ἀνεκάλεσεν.
―Ἔλα δῶ, κουμπάρε!
Ὁ Γιάννης τῆς Κ᾽σάφους, ἐπιστρέψας, ἐστάθη ἐνώπιον τοῦ Μανώλη.
― Εἰς τοὺς ὁρισμούς σου, κουμπάρε.
― Θέλω, εἶπε, νὰ μᾶς δώσητε ἀπόδειξιν ἀναμφισβήτητον τῆς πίστεώς σας εἰς τὰ δύο κόμματα.
― Τί ἀπόδειξιν;
―Ἰδού, εἶπεν ὁ Μανώλης, ἀπευθυνόμενος μᾶλλον πρὸς τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν, δὲν εἶναι ἀληθὲς πώς, ὅ,τι ἐπιθυμεῖ κανείς, ἐκεῖνο καὶ πιστεύει;
― Δηλαδή; εἶπεν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας.
― Δηλαδή, δὲν βλέπομεν πολλάκις δύο ἀνθρώπους νὰ στοιχηματίζουν μεγάλα ἢ μικρὰ ποσά, δι᾽ ἓν πρᾶγμα τοῦ ὁποίου ἄδηλος εἶναι ἡ ἔκβασις, πιστεύοντες καὶ ὁ εἷς καὶ ὁ ἄλλος ὅτι θὰ γίνῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπιθυμοῦν;
― Καθώς, λόγου χάριν, εἰς τὰς ἐκλογάς, σὰν καλὴ ὥρα, εἶπεν ο Λάμπρος ὁ Βατούλας, ὁποὺ βάζουν στοίχημα ὅτι θὰ βγῇ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον θέλει ὁ καθένας.
―Ἴσα ἴσα! εἶπεν ὁ Μανώλης. Λοιπόν, δὲν εἶναι καλὸ νὰ βάλουν οἱ δυό τους, τώρα μπροστά μας, ἕνα στοίχημα;
― Σὰν τί στοίχημα;
― Νὰ στοιχηματίσετε, σύ, κουμπάρε Γιάννη, ὅτι θὰ κερδίσῃ τὸ δικό μας τὸ κόμμα, καὶ σύ, Κωνσταντή, ὅτι θὰ κερδίσῃ τὸ ἄλλο κόμμα.
―Ἐγὼ βάζω τὸ γάιδαρό μου! ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.
― Κι ἐγὼ τὸ βόδι μου! ἐφώνησεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.
―Ὁ γάιδαρός σου ἂς ἔχῃ ζωή, κουμπάρε Γιάννη, καὶ τὸ βόδι σου σοῦ χρειάζεται διὰ νὰ ζήσῃς, Κωνσταντὴ Καλόβολε. Μόνον ἀρκεῖ νὰ βάλετε κάτι τι ποὺ νὰ τρώγεται, ποὺ νὰ μασιέται εὔκολα, γιὰ νὰ ξεφαντώσῃ ὅλο τὸ ἀσκέρι, ποὺ καλῶς ἀνταμωθήκαμε ἐδῶ, καλή μας ὥρα, ὅταν θὰ γίνουμε φίλοι μετὰ τὰς ἐκλογάς. Ἐσύ, κουμπάρε Γιάννη, δὲν ἔχεις, θαρρῶ, δυὸ προβατίνες κ᾽ ἕνα κριάρι;
― Τὰ θυσιάζω! ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους. Γιὰ τὸ χατίρι σου, κουμπάρε, κουρμπάνι* γίνομαι!
― Κι ἐγώ, γιὰ τὴν ἀγάπη σου, κὺρ Λάμπρο! ἐφώνησεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.
― Δὲν εἶν᾽ ἀνάγκη νὰ θυσιάσῃς τὲς προβατίνες, κουμπάρε Γιάννη, τὸ κριάρι μᾶς ἀρκεῖ.
― Βάζω τὸ κριάρι! εἶπεν ὁ Γιάννης.
― Κ᾽ ἐγὼ βάζω τέσσαρα ζευγάρια κόττες ποὺ ἔχω, εἶπεν ὁ Κωνσταντής.
― Λοιπὸν σύμφωνοι· ἂν κερδίσωμεν καὶ τοὺς δύο βουλευτὰς ἡμεῖς, ἐσύ, Καλόβολε, θὰ βάλῃς τὰ τέσσαρα ζευγάρια κόττες, κι ἂν κερδίσουν οἱ ἄλλοι, ἐσύ, κουμπάρε Γιάννη, θὰ θυσιάσῃς τὴν προβατίνα. Ἐὰν ὅμως βγάλουμε ἀπὸ ἕνα βουλευτὴν τὰ δύο κόμματα, τότε ἔχεις κέρδος, ἐσύ, κουμπάρε, τὴν προβατίνα σου, γλυτώνεις κ᾽ ἐσύ, Κωνσταντή, τὲς κόττες σου.
― Σύμφωνοι!
Ἔδωκαν τὰς χεῖρας καὶ ἀπεχωρίσθησαν.

Β´

Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, Τρίτην τῆς ἑβδομάδος, πέντε ἡμέρας πρὸ τῆς ἐκλογῆς, περὶ τὴν ὀγδόην ὥραν, ὁ Λάμπρος Βατούλας ἤναψε μετὰ τὸ δεῖπνον τὸ φαναράκι του, καὶ συνοδευόμενος ἀπὸ τρεῖς ἢ τέσσαρας φίλους ἐξῆλθεν εἰς ἐπισκέψεις κατ᾽ οἴκους πρὸς ψηφοθηρίαν. Διῆλθον διὰ τῆς ἀγορᾶς, καὶ εἶτα, δι᾽ ἀνωφεροῦς δρομίσκου, ἐβάδισαν ἀνερχόμενοι εἰς τὴν ἄνω λαϊκὴν συνοικίαν. Μόλις ἐπροχώρησαν ὀλίγα βήματα, καὶ δευτέρα συνοδία, μετὰ φανοῦ καὶ αὐτή, προέβαλε κατόπιν των ἀνερχομένη. Ἦτο ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος μὲ τὴν παρέα του, ἀπὸ τὸ ἄλλο κόμμα. Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας εἶχε «τὰ μάτια τέσσερα», ἀλλ᾽ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἠσχολεῖτο αὐτὸς καὶ ἀπησχόλει καὶ τοὺς φίλους του, ἐνῷ ἐβάδιζαν, διηγούμενος διαφέρουσαν πρὸς αὐτοὺς ἱστορίαν. Ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, ἀφοῦ εἶχε κάμει λεπτὰ εἰς τὸ Κάιρον, ἐμπορευόμενος ἐπὶ δώδεκα ἔτη ὡς ἀλευράς, κατ᾽ ἄλλους ὡς φουρνάρης, ἔφθασε μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν πατρίδα του, πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας, καὶ τὸ εἶχεν ἀπόφασιν, νὰ πολιτευθῇ. Ἐφαίνετο μορφωμένος, εἶχεν ἰδεῖ κόσμον, τὸν ἐγνώριζεν αὐτὸς παιδιόθεν, καὶ πρὸ ἡμερῶν, ὅτε μετέβη εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας, ἀνενέωσε τὴν γνωριμίαν. Ὁ νεοφερμένος ἀπὸ τὴν ξενιτείαν εἶχεν αἰσθήματα, ἐξέφερε γενικὰς σκέψεις περὶ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, «ξύλα κούτσουρα, δαυλιὰ καμένα». Δὲν ὡμοίαζε μὲ τὸν Ἀλικιάδην, ὅστις ἐπολιτεύετο χάριν τῶν δημοσίων ἔργων, οὔτε μὲ τὸν Γεροντιάδην, ὅστις ἐξελέγετο βουλευτὴς διὰ τὸ καλὸν τῆς πατρίδος. Ἦτον ἀφελὴς τοὺς τρόπους, καὶ ἔτι ἀφελέστερος τὰς ἰδέας. Ἤθελε νὰ πολιτευθῇ «γιὰ δόξα». Εὐκαιρία λαμπρά. Ὁ Ἀλικιάδης ἦτο παμπόνηρος, καὶ τὰ χέρια του ὡμοίαζαν μὲ γάντζους. Δὲν ἠμποροῦσες νὰ τοῦ βγάλῃς λεπτὰ οὔτε μὲ τὸ δόλωμα οὔτε με τὸ «παρασούβλι»*. Δὲν ἔδιδε πέντε χωρὶς νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ λάβῃ δέκα. Ἑβραῖος σωστός. Ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος ἦτο ἀγαθός, «ψυχαράκι*, ὁ καημένος». Πῶς ἐφαίνετο ὅτι ἤρχετο ἀπὸ μακριά! Σωστὸς Κελεπούρης! Εἶχε παραδάκια καλά, παιδιὰ-σκυλιὰ τίποτε. «Ἐφυσοῦσε»*. (Καὶ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας συνώδευε δι᾽ ἐλαφροῦ φυσήματος ὡς καὶ διὰ προστριβῆς τοῦ ἀντίχειρος ἐπὶ τοῦ δείκτου, ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ φαναρίου τὴν λέξιν: «Φυσάει, φυσάει!») Ποῦ θὰ τὴν εὕρισκαν ἄλλην φορὰν τοιαύτην εὐκαιρίαν; Τὸν παλαιὸν καιρόν, οἱ ὑποψήφιοι βουλευταὶ κατήρχοντο σύνδυο εἰς τὸν ἀγῶνα, ἔκαμναν κολληγιές. Ἐπειδὴ ὅμως ἑκάστοτε ὁ ἕτερος τῶν συνδυαζομένων ἢ οἱ στενώτεροι τῶν περὶ αὐτόν, ἑκόντος ἢ ἄκοντος αὐτοῦ, παρεσπόνδουν κ᾽ ἔκρινον καλὸν νὰ μαυρίσουν τὸν σύντροφον, δίδοντες ἀποκλειστικὴν εἰς τὸν ἰδικόν των, ἐξέλιπεν ἡ ἐμπιστοσύνη, καὶ οἱ συνδυασμοὶ ἐξέπεσαν κατὰ μικρὸν εἰς τὴν ἐπαρχίαν, ἑωσότου ὁλοσχερῶς κατηργήθησαν. Τώρα ὁ καημένος ὁ Γιαννάκος, ἐπειδή, καθὼς σᾶς εἶπα, ἔρχεται ἀπὸ μακριά, ἐζήτησεν ἐν τῇ ἀθωότητί του νὰ συνδυασθῇ μὲ τὸν Ἀλικιάδην, καὶ ὁ τσιφούτης προθύμως τὸν ἐδέχετο. Ἄλλοι ὅμως πονηρότεροί του τοῦ ἄνοιξαν τὰ μάτια, κ᾽ ἔτσι ὁ συνδυασμὸς ἐναυάγησε. «Τόσο τὸ καλύτερο γιὰ μᾶς, παιδιά». Ἂν ὁ συνδυασμὸς κατηρτίζετο, ὁ Ἀλικιάδης θὰ διεύθυνε τὸ οἰκονομικὸν μέρος, καὶ θὰ τοῦ ἔτρωγε τὰ λεπτὰ χωρὶς νὰ τοῦ δώσῃ ψήφους. Τώρα ὅμως ὁ Χαρτουλάριος θὰ διεπραγματεύετο ἀπ᾽ εὐθείας πρὸς αὐτούς (ἐκτὸς ἂν τὸν ἥρπαζε τὸ σκυλί, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, μὲ τοὺς ἰδικούς του, ἀλλ᾽ ὁ Λάμπρος θὰ εἶχε τὸν νοῦν του), κ᾽ εὔκολα, ἤλπιζε, θὰ τὸν ἔβαζαν στὸ χέρι. Ἂν ἠμποροῦσαν νὰ τοῦ δώσουν καμμιὰ ἑκατοστὺ ψήφους (ἐκεῖνος βουλευτὴς δὲν θὰ ἔβγαινε, κι ἂς τὸ εἶχε σίγουρο, μόνον γιὰ τὸ ὀνόρε*) ἀπὸ κείνους τοὺς σμιγούς*, τοὺς φθηνούς, ποὺ θὰ τοὺς ἀγόραζαν πρὸς 4-5 δραχμὰς τὸ κομμάτι, καὶ θὰ τοῦ τοὺς ἐπουλοῦσαν πρὸς 15, ἂς εἶναι καὶ πρὸς δέκα δραχμάς, χαρὰ στὴν τύχην τους! Ἀφοῦ εἶπε τοιαῦτά τινα ὁ Λάμπρος εὐθὺς προσέθηκε: «Τάχα ὁ λόγος τὸ λέει, ἡμεῖς δὲν εἴμαστε ἀπὸ κεινούς… Ἄ! ὁ Μανώλης, ναί, ἐκεῖνος εἶναι γι᾽ αὐτὲς τὲς δουλειές».
Συγχρόνως ἀνήρχετο κατόπιν των ἡ ἄλλη συνοδία, καὶ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ἐν τῶ μέσῳ ἱστάμενος, ἔλεγε ταπεινῇ τῇ φωνῇ, μὲ ἀλληγορικάς, ὡς συνήθιζε, φράσεις: «Αὔριο, παιδιά, πέφτει τὸ μεγάλο ψάρι… Νά ᾽χετε τὸ νοῦ σας… Μὴ μᾶς 〈τὸ〉 φάῃ τὸ θεριό (κ᾽ ἐδείκνυεν ἑκατὸν βήματα ἀπωτέρω, διὰ μέσου τοῦ σκότους, περὶ τὴν κινουμένην ἀμυδρὰν λάμψιν τοῦ προπορευομένου φανοῦ, τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν μὲ τὴν συνοδίαν του). Νὰ πιάσουμε τὰ πόστα… Μὴ μᾶς φάῃ τὸ ψάρι ὁ γαλιός*… Ὣς τὸ μεσημέρι ὁ ροφὸς ἀριβάρει (νὰ πάρουμε, ὡς-τὰ-χωρατά, μιὰ βάρκα, νὰ πεταχτοῦμε ὣς τὰ νησιά, νὰ κάμουμε καρτέρι)… ροφὸς ἑφταοκαδιάρικος, φρέσκος!… Θὰ πέσουν καὶ κάτι συναγριδάκια, δὲ σᾶς λέω… Μὰ βάρδα ἀπ᾽ τὸ σκυλόψαρο (κ᾽ ἐδείκνυε τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν). Διπλὲς ἀπετουνιές, τριπλᾶ παραγάδια… μὲ χονδροὺς φελλοὺς καὶ μὲ μολυβῆθρες πενηντάρικες… Καὶ τὰ μάτια σας τέσσερα… Νὰ στέκεσθε ἀ-ρόδο*, νά ᾽χετε ἀ-πρόντο*, καὶ τὶς πράγκες* καὶ τὰ καμάκια… καὶ τὸ σηπιογυάλι ἕτοιμο… γιατὶ ἀλλοιῶς δὲ βγαίνει λαδιά». Εἶτα ὁ Μανώλης προσέθηκεν: «Ἂς εἶναι, ἡμεῖς τέτοιοι δὲν εἴμαστε… Μὰ ἔπρεπε κάτι τι νὰ γίνῃ, στὸ πεῖσμα ἐκείνου τοῦ θεριοῦ, ἐκείνου τοῦ σκυλόψαρου!»
Οἱ περὶ τὸν Μανώλην ἐγέλων πεπνιγμένους γέλωτας ἀκούοντες καὶ ἅμα προυχώρουν, ὥστε παρ᾽ ὀλίγον ἔφθασαν τὴν πρώτην συνοδίαν, ἧς τὰ μέλη ἠκροῶντο τὰς λεπτομερεῖς καὶ σπουδαίας ἀνακοινώσεις τοῦ Λάμπρου, κ᾽ ἐκοντοστέκοντο, καὶ πάλιν ἐβάδιζον. Τότε εἷς τῶν πέντε, ἀκούσας βήματα, ἐστράφη, καὶ εἶδε τὴν δευτέραν συνοδίαν, καὶ τὴν ὑπέδειξεν εἰς τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ, οὗτοι δὲ ἐτάχυναν τὸ βῆμα.
Εἰσῆλθον πρῶτον, ὁ Λάμπρος καὶ δύο τῶν σὺν αὐτῷ, εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικοῦ, ἔχοντος τρεῖς υἱοὺς ἐκλογεῖς, οἱ δὲ λοιποὶ δύο τῆς συνοδίας ἔμειναν εἰς τὸ προαύλιον, ὡς καραούλι. Ἐκ τῆς ἄλλης συντροφίας, ὁ Μανώλης καὶ δύο ἄλλοι ἀνέβησαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ζυγαράκια, ἔχοντος τέσσαρας υἱοὺς καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα ἀνεψιῶν, ὅλους ψηφοφόρους, δύο δὲ καὶ ἐκ τῆς συνοδίας ταύτης ἔμειναν ἔξω τῆς θύρας βιγλίζοντες. Δεύτερον ἀνέβησαν οἱ περὶ τὸν Λάμπρον εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ζευγηλάτου Στροφλιώτου, οἱ δὲ περὶ τὸν Μανώλην εἰσῆλθον εἰς τὴν καλύβην τοῦ Μαλλιοδήμου τοῦ αἰγοβοσκοῦ. Ἀκολούθως ἐπεσκέφθησαν καὶ ἄλλας οἰκίας, κατὰ τὴν αὐτὴν πάντοτε τακτικήν, δύο ἐξ ἑκατέρας συνοδίας μενόντων πάντοτε ὡς οὐραγῶν ἔξω τῆς θύρας ἢ κάτω τῆς λιθίνης κλίμακος. Ἦτο δὲ ὀγδόη ἢ δεκάτη ἑσπέρα αὕτη, καθ᾽ ἣν ὁ Μανώλης καὶ ὁ Λάμπρος μετὰ τῶν αὐτῶν ἢ ἄλλων ὀπαδῶν δὲν ἔπαυσαν ἐπισκεπτόμενοι τὰς οἰκίας τῶν χωρικῶν καὶ ψηφοθηροῦντες. Παντοῦ ἐλάμβανον κ᾽ ἔδιδαν λιπαρὰς διαβεβαιώσεις καὶ ὑποσχέσεις δαψιλεῖς, τόσον χορταστικάς, ὥστε εἷς τῶν μετὰ τοῦ Μανώλη, συνοδεύσας αὐτὸν πολλὰς ἑσπέρας εἰς τοιαύτας ἐκδρομάς, ἀλλὰ πρώτην φορὰν ἐφέτος βλέπων ἐκλογάς, καθόσον ἦτο ναυτικὸς καὶ συνήθως ἀπεδήμει, ἔλεγεν εὔπιστος, οἰκτείρων τῆς ἀντιθέτου μερίδος τοὺς τόσους δρόμους:
― Τί χαλνοῦν τὰ παπούτσια τους; Τώρα πιὰ οἱ ψῆφοι μᾶς περισσεύουν!
Ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, λίαν πεπειραμένος περὶ τὰ τοιαῦτα, ἔσεισεν οἰκτιρμόνως τὴν κεφαλὴν καὶ τοῦ εἶπε:
― Ἄχ! δὲ ξέρεις παιδί μ᾽, ἀπ᾽ αὐτά. Τὸ ψάρι, ἐνῷ θαρρεῖς ὅτι τὸ κρατεῖς, ἔξαφνα γλιστράει καὶ φεύγει. «Χάνος εἶμαι, χάνομαι… μπέρκα ᾽μαι, δὲν πιάνουμαι… γιοῦλος* εἶμαι σὲ γελῶ… καὶ τὰ δίχτυα σου χαλῶ».
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Λάμπρος μετὰ τῶν δύο συντρόφων του ἀνέβησαν εἰς τοῦ γέροντος πορθμέως μπαρμπα-Διοματάρη, εἰς καλύβην ἀνώγεων μετὰ μικροῦ σοφᾶ*, ὅπου εὗρον τὸν γηραιὸν ναυτικὸν καθήμενον, ἂν καὶ ἦτο θέρος ἤδη, παρὰ τὴν ἑστίαν, καπνίζοντα ἐλεεινὸν καπνὸν μὲ τὴν πίπαν του, καὶ θερμαίνοντα τὰς δύο κνήμας, ὧν ἡ μία εἶχε παγώσει πρὸ ἐτῶν εἰς τὸν Δούναβιν, καὶ ἐρεθιζομένη ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὸν καθίστα ἀνίκανον πρὸς ἐργασίαν. Ἡ γραῖα ἐπαιδεύετο νὰ βράσῃ δύο ἢ τρία σκορπιδάκια, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχε φέρει ὁ γέρων, ἀργὰ φθάσας τὴν ἑσπέραν ἐκείνην μὲ τὴν μικρὰν βάρκαν του ἐκ τῆς ἡμερησίας ἀνὰ τὸν λιμένα ἐκδρομῆς. Ὁ Λάμπρος ἐκάθισεν ἐπί τινος παλαιοῦ κιβωτίου μὲ γλυφὰς καὶ μὲ καρφία διατεθειμένα πρὸς κόσμον εἰς ρόμβους καὶ εἰς σταυρούς, οἱ δὲ δύο ἀκόλουθοί του ἐκάθισαν ἐπί τινος κουλουριασμένου τριχίνου σχοινίου, χρησίμου εἰς τὴν ἁλιευτικήν. Παραγάδια καὶ δίκτυα ἐπὶ κονταρίων ἡπλωμένα ἐκρέμαντο ἀπὸ τὸν χθαμαλὸν ὄροφον ἕως τὸ δάπεδον. Ὅλα καὶ τὸ σχοινίον καὶ τὸ κιβώτιον, καὶ τὰ κιλίμια, καὶ ἡ ψάθα, καὶ οἱ μύστακες τοῦ μπαρμπα-Διοματάρη, καὶ τὸ φουστάνι τῆς γραίας του, ὅλα ἐμύριζαν ψαρίλες.
Ὁ Λάμπρος ἤρχισε νὰ ἐξηγῇ τὸν σκοπὸν τῆς ἐπισκέψεώς του, λέγων ὅτι, τὴν φορὰν ταύτην, ἐπὶ τέλους εὑρέθη ἄνθρωπος νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν φτώχεια καὶ νὰ ἔβγαζαν βουλευτὴν τὸν Ἀλικιάδην, θὰ ἔκαμναν χρυσῆ δουλειά, διότι, αὐτός, ὁ Ἀλικιάδης, ἦτον φιλότιμος, καὶ εἶχε νὰ ζήσῃ, καὶ δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ διορίσῃ εἰς θέσεις τοὺς ἀνεψιούς του καὶ τὸν υἱὸν τῆς κουμπάρας του, καὶ ἂν ἔβγαινε βουλευτής, θὰ ἐφρόντιζεν ἀποκλειστικῶς γιὰ τὴν φτώχεια. Δὲν ὡμοίαζε μὲ καμπόσους ἄλλους, «ὄνομα καὶ μὴ χωριό». Καὶ ὁ Λάμπρος δὲν εἶχεν ἀμφιβολίαν ὅτι, αὐτὴν τὴν φοράν, ὁ μπαρμπα-Διοματάρης θὰ ἔδιδεν ἀποκλειστικὴν τὴν ψῆφόν του εἰς τὸν Ἀλικιάδην.
Αὐτὰ τὰ εἶπεν ἐντέχνως ὁ Λάμπρος, ἐλπίζων νὰ εὕρῃ τὸν σφυγμὸν τοῦ γέροντος ναυτικοῦ. Ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, ὡς νὰ ἐζήτει ἀφορμὴν νὰ ξεσπάσῃ, ἤρχισε νὰ διηγῆται διὰ μακρῶν τί τοῦ εἶχε συμβῆ κατόπιν τῆς ἄλλης ἐκλογῆς, καθ᾽ ἣν εἶχε δώσει ψῆφον εἰς τοὺς ἀντιθέτους.
… Εἶχεν ὑπάγει εἰς τὸν Γεροντιάδην πρὸ τῆς διαλύσεως τῆς Βουλῆς, φέρων ὅλα τὰ ἔγγραφά του, τὰ χαρτιά του, τὰ πιστοποιητικά του. Αὐτὸς ὅμως ἀγρὸν ἠγόρασε. «Ποῦ σ᾽ εἶδα, ποῦ σὲ ξέρω;» Δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχον, ἐπὶ τέλους; Ποίαν ὑποχρέωσιν εἶχε νὰ τρέχῃ δι᾽ ὅλες τὲς παλιοκαϊάσσες*, ὅσοι ἐζήτουν νὰ πάρουν σύνταξιν ἀπὸ τὸ Ἀπομαχικόν; Αὐτός, ὅσους ψήφους ἐπῆρε, τοὺς εἶχεν ἀγοράσει ἀκριβά. Ὅλους πληρωμένους. Ἕνα ἐκλογέα δὲν ἄφησε ἀπλήρωτον. Διεπραγματεύετο χονδρικῶς μὲ τὸν Μανώλην τὸν Πολύχρονον, ὅσους ψήφους, τόσα διπλᾶ τάλληρα, ἢ ὅσους ψηφοφόρους, τόσα δεκάρικα. Ἀνάγκην αὐτὸς δὲν εἶχε νὰ σκοτίζεται, νὰ συναλλάσσηται ἀπ᾽ εὐθείας μὲ ἕνα ἕκαστον τῶν ἐκλογέων. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ἐκεῖνος ἔλυνε κ᾽ ἔδενε, ἐκεῖνος ἔμβαζε κ᾽ ἔβγαζε. Καὶ εἰς τὸ τέλος τοῦ λογαριασμοῦ ἀκόμη, οἱ ψῆφοι ἔβγαιναν ὀλιγώτεροι ἀπὸ τὰ δεκάρικα. Ἄρα καὶ πολλοὶ πληρωμένοι τὸν εἶχαν μαυρίσει. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ὡς τετραπερασμένος ποὺ ἦτον, τὰ ἐμβάλωνε λέγων, ὅτι πρέπει νὰ ξεπεσθοῦν ἀπὸ τὸν λογαριασμὸν τόσα δεκάρικα, ὅσα ἐπῆγαν εἰς γενικὰ ἔξοδα, ἢ καὶ εἰς κεράσματα ἀκόμη, μὴ ἀρκέσαντος τοῦ κονδυλίου τοῦ εἰδικοῦ. Τέλος πάντων, ὅ,τι ἔγινεν ἔγινεν, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἐπιτυχίαν, δὲν ἐννοοῦσε νὰ πληρώσῃ λεπτὸν παραπάνω. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλ᾽ ἤθελε νὰ μὴ χάσῃ καὶ τὴν ἡσυχίαν του. Εἶχεν ἐξοφλήσει, ὡς ἐνόμιζεν. Ἐπῆρε χιλίους ἑκατὸν ψήφους κ᾽ ἐξώδευσε χίλια διακόσια δεκάρικα, δώδεκα χιλιαδοῦλες σωστές. Τοῦ ἦλθε σχεδὸν ἀπὸ ἕνδεκα δραχμάς, κατ᾽ ἀκριβολογίαν ἀπὸ δέκα καὶ ἐνενῆντα ἓν λεπτὰ παρὰ ἓν κλάσμα, ἡ ψῆφος. Δὲν ἐξελέχθη αὐτὸς βουλευτὴς διὰ νὰ τρέχῃ διὰ τὲς δουλειὲς τῶν ἐκλογέων, καθὼς ἄλλοι, ἐξελέχθη διὰ τὰ γενικὰ συμφέροντα τῆς ἐπαρχίας. Καὶ ὄχι μόνον τῆς ἐπαρχίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔθνους ὅλου. Τί λέγει τὸ Σύνταγμα; «Ἕκαστος βουλευτὴς ἀντιπροσωπεύει ὅλον τὸ ἔθνος, καὶ ὄχι μόνον τὴν ἐπαρχίαν ἐξ ἧς ἐκλέγεται». Καὶ εὐτυχῶς ἡ προλαβοῦσα Βουλὴ δὲν ἦτο ὡς αἱ προκάτοχοί της, αἵτινες διελύοντο μετὰ ἓν ἔτος ἢ καὶ μετὰ ὀκτὼ μῆνας ἀπὸ τοῦ σχηματισμοῦ των. Ἔφαγε τρεῖς σωστὰς συνόδους τακτικὰς καὶ δύο ἐκτάκτους. Ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔμελλε ποτὲ νὰ διαλυθῇ, ἀλλ᾽ ἐπὶ τέλους, περὶ τὰ τέλη τῆς Γ´ συνόδου, διελύθη. Κατὰ τὴν πρώτην σύνοδον, ὁ Γεροντιάδης ἐφρόντισε νὰ διορίσῃ εἰς μικρὰς ἢ μεγάλας θέσεις ὅλους τοὺς ἀνεψιούς του, ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν, καθὼς 〈καὶ〉 δύο ἐξαδέλφους του καὶ τρεῖς δευτέρους ἐξαδέλφους του, ὡς καὶ δύο κουμπάρους, καὶ τὸν υἱὸν τῆς κουμπάρας του, καὶ τὸν ἀδελφὸν τῆς ὑπηρετρίας του, καὶ ἄλλους. Κατὰ τὴν δευτέραν σύνοδον κατώρθωσε νὰ ἀκυρώσῃ δικαστικῶς ὅλα τὰ ἐνοικιαστήρια τῶν οἰκιῶν τῶν ἀντιπάλων του, ὡς δημοσίων γραφείων, καὶ νὰ ἐνοικιάσῃ τὴν μίαν οἰκίαν του ὡς ἐπαρχεῖον, τὴν ἄλλην ὡς ἑλληνικὸν σχολεῖον, καθὼς καὶ τῆς τρίτης μεγάλης παραθαλασσίου οἰκίας του, τὸ μὲν ἄνω πάτωμα ὡς ἐφορίαν, τὸ δὲ κάτω πάτωμα ὡς λιμεναρχεῖον. Ἔμενεν ἀκόμη τὸ ταμεῖον, τὸ τελωνεῖον καὶ τὸ εἰρηνοδικεῖον, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν εἶχεν ἄλλας οἰκίας ἰδικάς του πρὸς ἐνοικίασιν. Κατὰ τὴν τρίτην σύνοδον ἐπρόφθασε κ᾽ ἔβαλε δύο ἐκ τῶν υἱῶν του ὑποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων, καθ᾽ ὃ ἀνομοίου κλίσεως καὶ προορισμοῦ. Ὅσον διὰ τὴν κόρην του, αὐτὴν τὴν εἰσήγαγε, τῇ συναινέσει καὶ τῆς μητρός της, νομίμου συζύγου του, εἰς τὸ «Σκολειὸ τῆς Ἀμαλίας», ὡς ἀσφαλέστερον, μὴ εὑρὼν ἄλλο πρόχειρον παρθεναγωγεῖον ἵνα τὴν εἰσαγάγῃ. Καὶ ἄλλα ἀκόμη θὰ κατώρθωνε, διότι ἡ Βουλὴ ἐκείνη παραδόξως ἐφαίνετο ἔχουσα «μέρες ἀπ᾽ τὸ Θεὸ» διὰ νὰ ζήσῃ. Δυστυχῶς, καὶ παρ᾽ ἐλπίδα, διελύθη, τέταρτον μῆνα τῆς Γ´ συνόδου ἄγουσα.

Γ´

Τοιαῦτα ἤρχισε νὰ διηγῆται εἰς τὸν Λάμπρον, ὅστις τὰ ἐγνώριζε καλύτερ᾽ ἀπ᾽ αὐτόν, ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, παρενθέτων ἐνίοτε εἰς τὴν σειρὰν τῆς διηγήσεως ἓν «καθὼς ἔμαθα, καθὼς μοῦ εἶπαν». Τὰ πλεῖστα ὅμως πρὸς συμπλήρωσιν τῆς εἰκόνος τὰ προσέθηκε διακόπτων τὸν γέροντα ἁλιέα ὁ Λάμπρος αὐτός, ὅστις δὲν ἔπαυεν, εἰς τὸ τέλος ἑκάστης περιόδου τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀφηγητοῦ, νὰ κατανεύῃ διὰ τῆς κεφαλῆς ἐπιδοκιμάζων, καὶ προσδοκῶν αἴσιον δι᾽ αὐτὸν τὸ ἀποτέλεσμα. Ἀλλὰ τὸ περιεργότερον ἦτο τὸ πεῖσμα καὶ ἡ ὀξύτης, μεθ᾽ ὧν τὰ ἤρτυεν ὁ μπαρμπα-Διοματάρης. Ἀληθῶς δὲ ὁ Λάμπρος δὲν τὸ ἐπερίμενε, καὶ μεγάλως ἐξεπλάγῃ ὅταν εἰς τὸ τέλος τῆς διηγήσεως ὁ ἀφηγητὴς προσέθηκε:
― Τέτοιοι εἶναι ὅλοι τους! Ὕστερα, δῶσέ τους ψῆφο. Δὲν πάω οὔτε νὰ ψηφοφορήσω, νὰ μοῦ λένε πὼς μ᾽ ἀγόρασαν.
― Τί λές, μπαρμπα-Διοματάρη; ἀνέκραξεν ὁ Λάμπρος. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν εἶναι ὁ Γεροντιάδης… εἶναι ὁ Ἀλικιάδης, καὶ δὲν ἔχεις νὰ κάμῃς μὲ τὸν Μανώλη τὸν Πολύχρονο, ἔχεις νὰ κάμῃς μ᾽ ἐμένα…
―Ὅλοι τὸ ἴδιο εἶναι! ἐπανέλαβε μετὰ πεισμονῆς ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, ἀμεριμνῶν ἂν προσέβαλλε κατὰ πρόσωπον τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν.
― Πῶς, ὅλοι τὸ ἴδιο εἶναι! ἐπανέλαβεν ὁ Λάμπρος. Ἡμεῖς δὲν καταδεχόμαστε, μπαρμπα-Διοματάρη, νὰ κάνουμε τὶς δουλειὲς ποὺ κάνει ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος.
― Δὲν τὸ καταδιώχνετε*! ἀνεκάγχασε σκληρῶς ὁ τραχὺς ναύτης.
― Ναί, αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω ἐγώ. Δὲν μοῦ λές, μπαρμπα-Διοματάρη, στὴν ἄλλη ἐκλογὴ πῆρες παράδες ἀπ᾽ τὸ Μανώλη;
―Ἐγὼ νὰ πάρω παράδες; εἶπε βλοσυρὸς ὁ γέρων πορθμεύς· ἐμένα μοῦ ἔταξαν νὰ βγάλουν τὴν σύνταξή μου.
― Δὲν σημαίνει· ἔκαμες κακὰ νὰ μὴν πάρῃς παράδες.
― Γιατί;
― Γιατὶ ὁ Μανώλης θὰ σὲ πέρασε γιὰ πληρωμένον, αὐτὸ νὰ τὸ ξέρῃς σίγουρα.
― Τώρα τὸ κατάλαβα κ᾽ ἐγώ, καὶ γι᾽ αὐτό, οὔτε ξαναπάω πλιὰ νὰ ρίξω ψῆφο.
― Εἶσαι κουριόζος* ἄνθρωπος, μπαρμπα-Διοματάρη, ἐστέναξεν ὁ Βατούλας.
― Τὸ ξέρω κ᾽ ἐγώ… Δὲν θὰ ὑπάρχουν πολλοὶ τέτοιοι σὰν ἐμένα.
― Δὲν ὑπάρχει κανείς… Εἶσαι μοναχός σου… Δὲν ἔχεις ταίρι.
Καὶ ὁ Λάμπρος ἐστέναξεν ἐκ δευτέρου, ἀναλογιζόμενος ὅτι, ἂν ὑπῆρχαν πενῆντα τοιοῦτοι ἐκλογεῖς, μὴ δεχόμενοι χρήματα, ἀλλὰ ὑποσχόμενοι, οὐχὶ ὅπως ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, νὰ ψηφοφορήσουν κατ᾽ εὐχήν, θὰ ἐκέρδιζε καὶ αὐτὸς πενῆντα χάρτινα δεκάδραχμα ἀπὸ μίαν ἐκλογήν. Ἐφθόνει δὲ καὶ τὸν Μανώλην τὸν Πολύχρονον, ὅστις ἤξευρε τὸν τρόπον, ὑποσχόμενος εἰς τὸν ἕνα διορισμόν, εἰς τὸν ἄλλον σύνταξιν, εἰς τὸν τρίτον αἰσίαν ἔκβασιν τῆς δίκης, νὰ εὑρίσκῃ ἀπληρώτους ἐκλογεῖς, τοὺς ὁποίους νὰ περνᾷ εἰς τὸ κατάστιχόν του ὡς πληρωμένους.
Ἐν τοσούτῳ δὲν ἀπηλπίσθη νὰ μεταπείσῃ τὸν μπαρμπα-Διοματάρην, καὶ ἠξεύρων ὅτι, ἂν ἐπέμενεν ἀποτόμως κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἰδίαν ἑσπέραν, θὰ ἐστόμωνε* μόνον τὸ γεροντικὸν πεῖσμα τοῦ χελωνοδέρμου ναυτικοῦ, τὸν ἐκαληνύκτισε δι᾽ ἀπόψε, ἐπιφυλαχθεὶς νὰ ἐπανέλθῃ μετὰ δύο ἑσπέρας.
* * *
Ἀκολούθως ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας μετὰ τῶν συνοδῶν του ἀνῆλθεν εἰς τὴν μικρὰν οἰκίαν τοῦ Θανάση τοῦ Τσιρογιάννη.
― Καλῶς τὰ κάνετε*! καλησπέρα, Θανάση μὲ τὴ φαμίλια σου! ἔκραξεν ὁ Λάμπρος μὲ τὴν λιγυρὰν καὶ θωπευτικὴν φωνήν του, καὶ μὲ τὴν μελισταγῆ εὐπροσηγορίαν του.
― Καλῶς τὸν κὺρ Λάμπρο μὲ τὴν παρέα του.
―Ἔ; εἴμαστε γιὰ νά ᾽μαστε*;
― Μὰ βέβαια… Ἐσεῖς δὲν ἐφανήκατε κανένας σας, οὔτε σεῖς οὔτε οἱ ἄλλοι… Εἶπα κ᾽ ἐγὼ μαθέ, γιατί δὲ μοῦ μιλεῖ κανένας;… Νὰ μὴ μ᾽ πῇ κανένας ἕνα λόγο;
― Νά ποὺ ἤρθαμε…
Ὁ οἰκοδεσπότης ὡμολόγει ἀφελῶς ὅτι ἦτο ἕτοιμος νὰ δώσῃ τὸν λόγον του εἰς ἐκεῖνον τῶν κομματαρχῶν, ὅστις πρῶτος θὰ ἔσπευδε νὰ τὸν ἀγκαζάρῃ. Ἠγάπα ὡς φαίνεται τὰς θωπείας, καὶ ἐθεώρει ὡς τιμὴν προσγινομένην αὐτῷ, τὸ νὰ ἔλθῃ τις παρακαλῶν νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ψῆφόν του.
― Ἄλλο σόι ἄνθρωπος αὐτός, εἶπε μέσα του ὁ Λάμπρος Βατούλας. Καλὰ ποὺ πρόφτασα κι ἦρθα… πῶς δὲν τὸ πῆρε μυρουδιὰ ἐκεῖνο τὸ σκυλί, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, νὰ ἔρθῃ νὰ μοῦ τὸν πάρῃ!
Ὁ Θανάσης ὁ Τσιρογιάννης προσέφερεν οἶνον καὶ στραγάλια εἰς τοὺς ἐπισκέπτας, ὁ δὲ Λάμπρος τοῦ ἔδωκε παχείας ὑποσχέσεις δι᾽ οἱανδήποτε ἀπαίτησιν καὶ ἂν εἶχεν ἀπὸ τὸν μέλλοντα βουλευτήν, ὅστις ἦτο σίγουρος «μὲ τὸ παραπάνω», καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ γραφεῖόν του, ὅπου εἶναι τὸ ἐκλογικὸν κέντρον, διὰ νὰ τὰ εἰποῦν καλύτερα. Μόλις ἀπῆλθεν οὗτος μετὰ τῶν ἀκολούθων, καὶ ὁ Μανώλης μὲ τοὺς ἰδικούς του ἀνῆλθον εἰς τὴν οἰκίαν.
― Λοιπόν, κουμπάρε, πῶς εἴμαστε;
Ὁ Μανώλης εἶχε συνηθίσει ν᾽ ἀποκαλῇ κουμπάρους σχεδὸν ὅλους, καὶ τοὺς συντέκνους τῶν συμπεθέρων του.
― Τώρα, κουμπάρε, ἔδωσα τὸ λόγο μ᾽.
― Σὲ ποιόνε;
― Στὸ Λάμπρο τὸ Βατούλα… Τώρ-δά, τώρα-δὰ ὅ,τι κατέβηκε… Δὲν ἠξεύρατε νὰ ᾽ρθῆτε μισὴ ὥρα μπροστά;

Δ´

Ἡ οἰκία τοῦ Σπληνογιάννη, ἀνώγεως, μὲ δύο δωμάτια καὶ μέγαν πρόδομον, μετὰ μεγάλου σκεπαστοῦ ἐξώστου καὶ λιθίνης κλίμακος, ἔκειτο ὀλίγα βήματα ἀπωτέρω πρὸς ἀνατολὰς βλέπουσα. Ἐκεῖ εἰσῆλθε μετὰ τῶν ἑταίρων του ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, ἅμα ἐξελθὼν τῆς οἰκίας τοῦ Τσιρογιώργη.
Μετ᾽ ὀλίγα λεπτά, ὅτε ὁ Μανώλης κατῆλθεν ἄπρακτος ἐκ τῆς τελευταίας ἀνωτέρω περιγραφείσης ἐπισκέψεώς του, ἤκουσε θόρυβον, φωνὰς καὶ ταραχήν. Δύο φωναὶ ἀνδρικαί, ἡ μία βραχνή, ἐπίρρινος καὶ ὀργίλη, ἡ ἄλλη μελιχρὰ καὶ καταπραϋντική, ἠκούοντο συνεχῶς ἐναλλάσσουσαι· ἀλλ᾽ ἀμφοτέρων ἐδέσποζεν ὀξεῖα καὶ διάτορος φωνή, φωνὴ γυναικὸς νευροπαθοῦς, διαμαρτυρομένης, μὲ γοερὰς καὶ ἀπειλητικὰς κραυγάς, ἃς ἀκούων τις εὐλόγως ὑπέθετεν ὅτι μεγάλη συμφορὰ εἶχεν ἐνσκήψει. Αἱ φωναὶ ἤρχοντο προφανῶς ἀπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ Σπληνογιάννη. Ὁ Μανώλης, ὅστις ἐγνώριζε μὲν κάτι τι καὶ ἀπὸ πρίν, διέκρινε δὲ καὶ ὀλίγας λέξεις ἐκ τῶν πολυήχων κραυγῶν τῆς νευροπαθοῦς γυναικός, ἐνόμισεν ὅτι τὴν φορὰν ταύτην δὲν ἦτον ὑπόχρεως νὰ σεβασθῇ τοὺς ὅρους τῆς σιωπηλῆς συμβάσεως, ἥτις ἴσχυε μεταξὺ τῶν δύο ἀντιπάλων κομμάτων, ὅπως οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἑνὸς κόμματος μὴ ἐπιτρέχωσιν ἀδιακρίτως πρὸς ψηφοθηρίαν εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, ὅπου ἔχουσιν ἤδη εἰσβάλει οἱ ὀπαδοὶ τοῦ ἄλλου, καὶ ἔσπευσε νὰ παραβιάσῃ τὴν σύμβασιν. Χωρὶς νὰ διστάσῃ, ἔνευσεν εἰς τοὺς δύο συντρόφους του νὰ τὸν ἀκολουθήσωσι, καὶ ἀνέβη εἰς τὴν οἰκίαν.
Οἱ δύο ἀκόλουθοι τοῦ Βατούλα, οἵτινες εἶχαν μείνει, κατὰ τὴν παραδεδεγμένην τακτικὴν εἰς τὸ προαύλιον τῆς οἰκίας, διεμαρτυρήθησαν δι᾽ ὑποκώφων γογγυσμῶν, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμησαν ν᾽ ἀντισταθῶσιν. Ἔμενον δὲ νῦν ἀντικρύ των, προκλητικὰ ρίπτοντες ἐπ᾽ αὐτοὺς βλέμματα, καὶ οἱ δύο οὐραγοὶ τοῦ Μανώλη, ἀπώτερον ἱστάμενοι, καὶ δυσκολευόμενοι νὰ ἐννοήσωσι τὴν στρατηγικὴν τοῦ ἀρχηγοῦ των.
* * *
Μόλις εἶχεν ἀναβῆ ὁ Μανώλης εἰς τοῦ Σπληνογιάννη, καὶ παράθυρόν τι ἐλαφρῶς τρῖξαν ὑπανεῴχθη ἀντικρύ. Εἰς τὸ ἄνοιγμα τοῦ παραθύρου ἐξῆλθεν ἡ Τσιρογιώργαινα καὶ ἔτεινεν ἄπληστον τὸ οὖς. Εἰς τὸν μικρὸν ἐξώστην τῆς παρακειμένης οἰκίας, ἐνῷ ἡ θύρα ἔμενε κλειστή, σκοτεινὴ μορφὴ ἵστατο ἀπό τινων λεπτῶν τῆς ὥρας. Ἡ σκοτεινὴ μορφή, ἥτις δὲν ἦτο ἄλλη, εἰμὴ ἡ Ζυγαράκαινα, μήτηρ τεσσάρων υἱῶν ἐκλογέων, κτλ., εἶδε τὴν διὰ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ παραθύρου προκύψασαν φαιδρὰν ὄψιν, τὴν ἀνεγνώρισε, κ᾽ ἐψιθύρισε πρὸς αὐτήν:
― Τ᾽ ἀκοῦς, γειτόνισσα;
― Τί ν᾽ ἀκούσω, γειτόνισσα;
― Νά, ποὺ μαλώνουν, τ᾽ ἀνδρόγυνο.
― Γιατί τάχα;
― Νά, ἀπὸ ἄλλο κόμμα, εἶναι, λέει, ὁ ἄνδρας κι ἀπὸ ἄλλο ἡ γυναίκα.
― Μὴ χειρότερα.
― Εἶναι καὶ ἄλλα χειρότερα, γειτόνισσα;
Καὶ ἡ φαιδρὰ ὄψις ἐπανέκλεισε τὸ παράθυρον κ᾽ ἔγινεν ἄφαντος, ἐνῷ ἡ σκοτεινὴ μορφὴ ἥτις δὲν ἐξετίμα ἐν παντὶ τὴν χρησιμότητα τῆς λυχνίας, ἔμεινε πολυπράγμων, κατασκοπεύουσα τὰ συμβαίνοντα ἐν τῆ ἀντικρινῇ οἰκίᾳ.
* * *
Μικρὸν πρὶν εἰσέλθῃ ὁ Μανώλης, ἰδοὺ τίνες φράσεις διημείβοντο ἐν τῇ οἰκίᾳ.
―Ἔννοια σου, κουμπάρε, μὴν τὴν ἀκοῦς αὐτή, ἔλεγε δεικνύων διὰ νεύματος τὴν σύζυγόν του πρὸς τὸν Λάμπρον Βατούλαν, ὁ Σπληνογιάννης, τεσσαρακοντούτης, ἰσχνός, κίτρινος, μ᾽ ἐσβεσμένα ὄμματα, προξενῶν οἶκτον.
― Κεῖνο ποὺ θέλω ἐγὼ θὰ γένῃ! ἀνέκραζεν ἀπειλοῦσα διὰ [τῆς] χειρονομίας ἡ σύζυγός του, ὡραία, τριακοντοῦτις, ὑψηλή, ροδόχρους, γλυκυτάτη, μὲ μεθυστικὸν τὸ βλέμμα καὶ τὸ μειδίαμα· τὴν ὁποίαν διὰ τοῦ πρώτου βλέμματος ὁ θεατής, συγκρίνων αὐτὴν ἐκ τοῦ σύνεγγυς πρὸς τὸν σύζυγόν της, ἀκουσίως θ᾽ ἄφηνε νὰ τοῦ ἐκφύγῃ ἡ ἐπιφώνησις: Κρῖμα στὴ γυναῖκα!
― Μὴν τὰ ξεσυνερίζεσαι τὰ λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο λέγων ὁ σύζυγος.
― Τὸ δικό μου! θὰ περάσῃ, τὸ δικό μου! ἐπέμενε πάλιν ἡ συμβία.
― Καὶ τί; θὰ μὲ κουμαντάρῃς ἐσύ; ἔκραξεν ἀπειλητικῶς ὁ Σπληνογιάννης.
― Σᾶς παρακαλῶ… ἡσυχάσετε τώρα, παρενέβαλλε διὰ τῆς μελιχρᾶς καὶ θωπευτικῆς φωνῆς του ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας. Νὰ τό ᾽ξερα ἔτσι δὰ… καλύτερα νὰ μὴν ἐρχόμουνα… δὲν ἦρθα ἐγὼ γιὰ νὰ σπείρω σκάνδαλα στ᾽ ἀνδρόγυνο…
Ἡ θύρα ἠνοίχθη καὶ εἰσῆλθεν ἀνελπίστως ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος.
Ὁ Σπληνογιάννης ἠγέρθη αὐτομάτως μὲ βλέμμα ἐκπλήξεως καὶ ἀμηχανίας. Ἡ γυνὴ ἐξεπήδησεν ἐκ τοῦ σκίμποδος ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο, καὶ προέβη εἰς ὑποδοχήν του.
Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας οὐδ᾽ ἐσάλευσεν ἀπὸ τὴν θέσιν του.
― Καλῶς τὸν κουμπάρο! ἔκραξεν ἡ οἰκοδέσποινα.
― Καλῶς τὸν κουμπάρο! ἐτραύλισε καὶ ὁ Σπληνογιάννης.
Τὸ ἀνδρόγυνον εἶχεν, ὡς φαίνεται, διπλὲς κουμπαριές, καὶ ἐντεῦθεν ἠδύνατο νὰ εἰκάσῃ τις ὅτι θὰ ἐπήγαζεν ἡ διαφωνία μεταξὺ τῶν δύο συζύγων. Διότι ὁ Σπληνογιάννης εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ δώσῃ τὴν ψῆφόν του εἰς τοὺς κουμπάρους του, Λάμπρον Βατούλαν καὶ λοιπούς. Ἡ Σπληνογιάνναινα ὅμως ἔτρεφε φανερὰν προτίμησιν πρὸς τοὺς κουμπάρους της, τοῦ κόμματος Μανώλη Πολύχρονου καὶ συντροφίας.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι, κατ᾽ ἰδίαν, ὁ Σπληνογιάννης διηγεῖτο εἰς τὴν σύζυγόν του ὅτι ἀπὸ πολιτικὴν ἁπλῶς ὑπέσχετο εἰς τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν. Ἀλλ᾽ ἡ γυνὴ ἐσκύλιαζε καὶ ἐδαιμονίζετο, ὅταν τὸν ἤκουεν ἀνανεοῦντα τὴν ὑπόσχεσιν ταύτην, καὶ ἀπῄτει νὰ κηρύξῃ φανερὰ ὁ σύζυγός της εἰς τὸν Λάμπρον ὅτι δὲν θὰ τοῦ ἔδιδε ψῆφον. Τὴν θυσίαν ταύτην ἐδυσκολεύετο νὰ κάμῃ ὁ Σπληνογιάννης, καὶ ἀπὸ ἑβδομάδων ἤδη τὸ ἀνδρόγυνον «δὲν ἔτρωε μερωμένο ψωμί».
― Τὰ βλέπεις λοιπόν, φίλε κύριε Λάμπρε, εἶπε μετὰ προσποιητῆς σοβαρότητος, δάκνων τὰ χείλη, ὁ Μανώλης.
― Τί νὰ ἰδῶ;
― Δὲν πρέπει νὰ βάζουμε σκάνδαλα στὸ ἀνδρόγυνο…
― Μάλιστα, σ᾽ αὐτὸ συμφωνῶ κ᾽ ἐγώ, εἶπε μεθ᾽ ἑτοιμότητος ὁ Λάμπρος· δὲν πρέπει νὰ βάζετε σκάνδαλα, καθὼς τὸ λέτε.
―Ἐγὼ ἔβαλα! εἶπεν ὀργίλος ὁ Μανώλης. Ἐγὼ ἦρθα νὰ τοὺς εἰρηνεύσω, μήπως τυχὸν καὶ τοὺς ἐρεθίσατε…
Ὁ Σπληνογιάννης ἔδιδε καθέκλαν εἰς τὸν Μανώλην.
― Ἂς εἶναι, θὰ τὰ καταφέρωμεν, εἶπεν.
― Ἂς εἶναι, κάνομε καλά, εἶπεν. Ἐσεῖς βλοημένοι, ἔρχεσθε κ᾽ οἱ δυὸ μαζί, καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ…
Ἀκουσίως, ἀμφότεροι οἱ ψηφοκάπηλοι ἐγέλασαν, μαντεύσαντες τί ἤθελε νὰ εἴπῃ ὁ Σπληνογιάννης.
― Κεῖνο ποὺ σοῦ λέω ἐγώ!…
― Κεῖνο ποὺ σοῦ λέω ἐγώ! ἀνέκραξε μὲ ὀξεῖαν φωνὴν ἡ γυνή.
ᾘσθάνετο δὲ τώρα ἐνισχυομένην τὴν θέσιν της ἐκ τῆς ἐπικουρίας ἣν παρεῖχεν αὐτῇ ἡ παρουσία τοῦ Μανώλη, καὶ ἐγίνετο θρασυτέρα.
Ὁ δυστυχὴς Σπληνογιάννης δὲν ἐνθυμεῖτο νὰ εὑρέθῃ ποτὲ εἰς δυσχερεστέραν θέσιν. Εὑρίσκετο ἀντιμέτωπος τριῶν ἐχθρῶν, ὧν φοβερώτερος βεβαίως ἦτο αὐτὴ ἡ σύζυγός του. Μεμονωμένους, καθ᾽ ἕνα ἕκαστον, ἂν τοὺς εἶχε συναντήσει, ἦτο ἱκανός, διὰ τῆς ψευτικῆς, τοῦ μόνου ὅπλου ὅπερ ἀπέμεινεν εἰς τοὺς χωρικοὺς ὅπως ἀνταγωνίζωνται κατὰ τόσων καὶ τόσων πολιτικῶν ἢ κοινωνικῶν καὶ βιοτικῶν πιέσεων καὶ διωγμῶν, (ὅπλον τὸ ὁποῖον ἀκονίζεται δὶς τῆς ἑβδομάδος εἰς τὰ πταισματοδικεῖα καὶ εἰρηνοδικεῖα, ὅπου ὁ χωρικὸς γίνεται σωστὸς βλαχοδικηγόρος) νὰ τὰ βγάλῃ πέρα μαζί των, φενακίζων καὶ τοὺς τρεῖς, κατὰ πρόσωπον, φασκελώνων καὶ τὰ δύο κόμματα ὄπισθεν τῶν νώτων, καὶ ὁρκιζόμενος καθ᾽ ἑαυτὸν νὰ μαυρίσῃ περιφρονητικῶς ὅλας κατὰ σειρὰν τὰς κάλπας τῶν αὐτοκλήτων ἀντιπροσώπων τοῦ ἀτυχοῦς λαοῦ, τοῦ τόσον δεινοπαθοῦντος καὶ τυραννουμένου.
Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἡ παρουσία τοῦ Λάμπρου τοῦ Βατούλα καθίστα ἤδη ἀνίσχυρον τὸ μόνον ὅπλον του, εἰς ἐπίμετρον προσετέθη καὶ ἡ ἔφοδος τοῦ Μανώλη τοῦ Πολύχρονου, ὅστις θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἦλθεν ἐπίτηδες διὰ νὰ παρασταθῇ εἰς δωρεὰν περίεργον οἰκογενειακὴν κωμῳδίαν.
Οὐδὲν ἄλλο καταφύγιον εἶχεν ἢ νὰ ζητήσῃ μικρὰν ἀνακωχήν.
― Ἂς εἶναι, εἶπε, θὰ ἰδοῦμε· σήμερα Τρίτη ὣς τὴν Κυριακὴ ποὺ θὰ εἶναι οἱ ἐκλογές, θὰ μᾶς φωτίσῃ ὁ Θεὸς τί νὰ κάμουμε…
―Ὄχι! ὄχι! ἔκραξεν ἡ γυνὴ γελῶσα ἀκουσίως, ἀρχίσασα φαίνεται καὶ αὐτὴ νὰ ἐννοῇ τὸ κωμικὸν τῆς θέσεως. Ὄχι! ὄχι!
Καὶ ἐκτύπα θορυβωδῶς τὸν δεξιὸν γρόνθον ἐπὶ τῆς παλάμης τῆς ἀριστερᾶς.
―Ὄχι! Νὰ δώσῃς τώρα τὸ λόγο σου! Ν᾽ ἀποφασίσῃς τί θὰ κάμῃς. Δὲν τοὺς ἔχεις τοὺς ἀνθρώπους σὰν τὰ ζωντανά σου, νὰ ἔρχωνται καὶ νὰ ξαναέρχωνται χίλιες φορές.
Ὁ Λάμπρος καὶ ὁ Μανώλης μετὰ μειδιάματος εὐχαρίστησαν τὴν σύζυγον τοῦ Σπληνογιάννη διὰ τὸ φιλοφρόνημα.
― Μὰ κάμε φρόνιμα, γυναίκα! ἔκραξεν ἀγανακτῶν ὁ ποιμήν. Εἶναι τρόπος αὐτὸς νὰ ἐπιμένῃς τόσον ἐσύ, ἐμπρὸς εἰς τόσους ἄνδρας! Ἀλλοίμονό μας! ἂν ἀρχίσουν νὰ μᾶς κουμαντάρουν οἱ γυναῖκές μας.
― Ἀκοῦστέ τον! Ἀκοῦστέ τον! Μὲ βρίζει κιόλα… μὲ φοβερίζει! ἀνέκραξεν ἡ γυνὴ δράττουσα περὶ τοὺς κροτάφους τοὺς δύο κρεμαμένους θυσάνους τῆς κόμης της.
― Δὲν ξέρω στὴν παραπάνω σκάλα*, εἶπε μὲ πικρὸν τόνον τρωθείσης ἀξιοπρεπείας, ρίπτων ἐμφαντικὸν βλέμμα πρὸς τοὺς ἐπισκέπτας ὁ ποιμήν, δὲν ξέρω ἂν οἱ σοϊλῆδες, αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸν ἄρχοντα, στρέγουν νὰ τοὺς κουμαντάρουν οἱ γυναῖκές τους· μὰ ἡμεῖς οἱ βοσκοὶ δὲν τὸ καταδεχόμαστε μὲ κανέναν τρόπο! Ὁ παπὰς ποὺ μᾶς ἐστεφάνωσε ἄκουσα νὰ λέῃ τὴν ὥρα ποὺ διάβαζε τὸν Ἀπόστολο, πρὶν εἰπῇ τὸ Βαγγέλιο, πὼς «ἡ γυνὴ πρέπει νὰ φοβᾶται τὸν ἄνδρα».
Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, μειδιῶν, ἴσως διὰ νὰ δώσῃ ἀφορμὴν εἰρηνεύσεως εἰς τὰ δύο πρόσωπα τῆς σκηνῆς, τρέπων τὸ θέμα ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, εἶπε:
― Μὰ ξέρεις, κουμπάρε, τί τὴν δασκαλεύει τὴ νύφη ἡ μάννα της;
― Τί;
― Τὴν ὥρα ποὺ λέει αὐτὸν τὸ λόγο ὁ παπάς, τὴν ὁρμηνεύει νὰ πῇ μέσα της τρεῖς φορές: «Ἀστοχιὰ στὸ λόγο σου, παπά μ᾽, δάκω τὴ γλῶσσά σου!»
Ἐγέλασαν ὅλοι καὶ αὐτὴ ἡ Σπληνογιάνναινα.
Ὁ Λάμπρος, ἐγερθείς, μετὰ τὴν παρατήρησιν ταύτην, ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν, ὅπου ἐστάθη ἐπί τινα λεπτά, ὡς νὰ ἐσκέπτετο ἂν ἔπρεπε ν᾽ ἀπέλθῃ. Ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον ἐπανῆλθε πάλιν εἰς τὴν θέσιν του κ᾽ ἐκάθισεν.
Ὁ Μανώλης ἠγέρθη καὶ αὐτός, ἐπλησίασεν εἰς τὸ παράθυρον, ἐστήριξε τὰ νῶτα ἐπὶ τοῦ τοίχου, κ᾽ ἐστάθη ἀναποφάσιστος.
Οὐδεὶς τῶν δύο ἀπεφάσιζε νὰ δώσῃ πρῶτος τὸ παράδειγμα τῆς ἀποχωρήσεως. Ὁ μὲν Λάμπρος ἐσκέπτετο ὅτι, ὁ Μανώλης, τελευταῖος ἐλθών, ἦτο ὁ ἀδιάκριτος, καὶ ἑπομένως ὤφειλε νὰ τοὺς ἀφήσῃ ἡσύχους νὰ τελειώσουν τὴν συνδιάλεξιν ἣν εἶχον ἢ ὑπετίθετο ὅτι εἶχον μετὰ τοῦ οἰκοδεσπότου, ὁ δὲ Μανώλης ἐφρόνει ὅτι, ἀφοῦ ἦλθε τελευταῖος, τελευταῖος ἔπρεπε καὶ ν᾽ ἀπέλθῃ.
Τέλος ὁ Λάμπρος ἐσκέφθη ὅτι ἡ σκηνὴ αὕτη ἔπρεπε νὰ λάβῃ πέρας, καὶ ὅπως εὐπροσώπως ἐξέλθῃ ἐκ τῆς δυσχεροῦς θέσεως:
― Ἂς εἶναι, εἶπε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, ἡμεῖς δὲν εἴμαστε ἀπὸ κεινοὺς ὁποὺ πᾶνε καὶ βάζουν σκάνδαλα στ᾽ ἀνδρόγυνα· κάμε ὅ,τι σὲ φωτίσῃ ὁ Θεός, καθὼς εἶπες. Κ᾽ ἕνα ψῆφο νὰ μᾶς δώσῃς στὴ μία μας κάλπη μοναχά, γιὰ νὰ δώσῃς κι ἀπὸ κεῖ (δείξας τὸν Μανώλην), καὶ μεικτὸν νὰ δώσῃς καὶ στὰ δυὸ κόμματα, ἡμεῖς θὰ σοῦ τὸ γνωρίζουμε χάρη.
―Ὄχι! ὄχι! ἐπέμεινεν ἡ γυνή. Στὸν κουμπάρο ἔδωκε τὸ λόγο του ἀπὸ μπροστύτερα.
Ὁ Λάμπρος ἐκινήθη νὰ ἐξέλθῃ, ὁ δὲ Μανώλης μείνας ἐπὶ δύο ἢ τρία λεπτά, ἀφοῦ ἀντήλλαξε μὲ ψίθυρον φωνὴν ὀλίγας λέξεις μὲ τὸν οἰκοδεσπότην καὶ μὲ τὴν συμβίαν του, τοὺς εὐχήθη τὴν καλὴν νύκτα, καὶ ἀπὸ τοῦ ἐξώστου, μεγάλῃ τῇ φωνῇ, διὰ ν᾽ ἀκουσθῇ ἀπὸ τὸν Λάμπρον, ὅστις δὲν θὰ ἦτο μακράν, εἶπε:
― Καλὰ τοὺς λένε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, Χαλασοχώρηδες.
―Ὅλοι σας, ἀπήντησεν ἑτοίμως ὁ ποιμήν, νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, κουμπάρε, εἶστε παρ᾽ τὸν ἕνανεχτύπα τὸν ἄλλονε.
― Τὸ λοιπὸν κ᾽ ἡμεῖς εἴμαστε χαλασοχώρηδες, σὰν αὐτούς;
― Δὲν εἶστε χαλασοχώρηδες, ἀπήντησε σαρκαστικὴ εἰς τὸ σκότος ἡ φωνὴ τοῦ Λάμπρου Βατούλα· εἶστε ἀνδρογυνοχωρίστρες!

Ε´

Χαλασοχώρηδες ἐκαλοῦντο τέως οἱ τοῦ κόμματος τοῦ Λάμπρου, ἀπὸ δὲ τῆς νυκτὸς ταύτης οἱ τοῦ ἄλλου κόμματος ὠνομάσθησαν οἱ ἀνδρογυνοχωρίστρες.
Ἀπὸ τῆς αὐγῆς τῆς ἐπαύριον Τετάρτης ὁ Μανώλης καὶ δύο τῶν φίλων του, λαβόντες βάρκαν, ἐξῆλθον εἰς τὸ Μαραγκό, νησίδιον φράττον πρὸς Εὖρον τὸν λιμένα, κ᾽ ἐπαραμόνευαν πότε θὰ ἐνεφανίζοντο ὄπισθεν τῆς Ἄρκου καὶ τῆς Τρυπητῆς, δύο ἄλλων ἀνατολικώτερον κειμένων νησιδίων, αἱ βάρκαι αἱ φέρουσαι τὸν ροφὸν κατὰ τὸ λεξιλόγιον τοῦ Μανώλη τοῦ Πολύχρονου. Ἀλλ᾽ ἀπὸ βαθέος ὄρθρου, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας ὀσφρανθείς, φαίνεται, τὸ δόλωμα τῶν ἀντιπάλων, ἔσπευσε νὰ ἐξυπνίσῃ τὸν καπετὰν Νικολάκην, τὸ Τρυποκαρύδι, ἕνα τῶν στενωτέρων φίλων του, καὶ ἐπιβιβασθέντες οἱ δύο εἰς ὡραῖον κότερον, ἔλυσαν τὰ πανιά, ἐσήκωσαν τὴν ἄγκυραν, καὶ ἀνάψαντες τοὺς ναργιλέδες των, μὲ τὰ κάρβουνα τὰ ὁποῖα εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸ καφενεῖον τοῦ γερο-Ἀκούκατου, ὅστις ἀγρυπνότερος ἀλέκτορος ἤνοιγε τὸ καφενεῖον τέσσαρας ὥρας πρὶν φέξῃ, ἐξηπλώθησαν παρὰ τὴν πρύμνην καπνίζοντες καὶ πλέοντες τῇ βοηθείᾳ τῆς πρωινῆς ἀπογείου αὔρας. Ἐξῆλθον εἰς τὸ Ἀσπρόνησον, βορειανατολικῶς, ὅπου ἔκαμναν καρτέρι, περιμένοντες πότε ἤθελε φανῆ τὸ κελεπούρι, κατὰ τὸ ὕφος τοῦ Λάμπρου τοῦ Βατούλα. Οἱ Χαλασοχώρηδες κάμψαντες τὴν ἀκτὴν εἶχαν κρυφθῆ ὄπισθεν τοῦ Ἀσπρονήσου, καὶ οἱ Ἀνδρογυνοχωρίστρες οὔτε τοὺς εἶδαν, οὔτε ὑπώπτευον κἂν ὅτι τοὺς εἶχαν προλάβει.
Μετὰ ἱκανὴν ὥραν, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου, προέκυψαν ἀπὸ τοῦ ἀπέναντι ἀκρωτηρίου δύο βάρκαι ἐρχόμεναι πρὸς τὰ ἐδῶ, αἵτινες, ἔχουσαι οὔριον τὸν ἄνεμον, καθότι εἶχε σουρώσει* ἤδη τὸ μελτέμι, ταχέως ἐπλησίασαν. Οἱ Χαλασοχώρηδες μὲ τὸ κότερόν των ἔπλευσαν εἰς προϋπάντησιν τῶν δύο λέμβων. Ἀνεγνώρισαν δὲ μετ᾽ οὐ πολὺ τὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἔφερον αὗται. Τῆς μιᾶς τούτων ἐπέβαινον ὁ Ἀλικιάδης, καὶ ὁ Ἀβαρίδης, τῆς δευτέρας ἐπέβαινον ὁ Γεροντιάδης, ὁ Καψιμαΐδης καὶ ὁ Χαρτουλάριος, καὶ οἱ πέντε ὑποψήφιοι βουλευταί. Εἶχον ὁρμηθῆ ἐκ τῆς πρωτευούσης τῆς ἐπαρχίας καὶ ἤρχοντο πρὸς ἄγραν ψήφων καὶ πρὸς ἐν τῷ δευτερεύοντι δήμῳ φίλων των. Τούτων ὁ Ἀλικιάδης ἐκ τῆς μιᾶς λέμβου καὶ ὁ Καψιμαΐδης ἐκ τῆς ἄλλης ὑπηρετοῦντο, χωρὶς νὰ εἶναι συνδυασμένοι, ἀπὸ τοὺς Χαλασοχώρηδες, ὁ δὲ Γεροντιάδης καὶ ὁ Ἀβαρίδης ὑπεστηρίζοντο, χωρὶς ν᾽ ἀποτελῶσι συνδυασμόν, ἀπὸ τὶς Ἀνδρογυνοχωρίστρες. (Διότι ὅλα τὰ εἰς ιδης καὶ αδης, ὡς νὰ προέβλεπον, θὰ ἔλεγέ τις, μέλλουσαν ἐξορίαν καὶ διωγμόν, εἶχον ζητήσει ἐγκαίρως νὰ ἐξασφαλισθῶσιν εἰς τὸν προσφυῆ ἐκεῖνον τόπον.) Ὅσον ἀφορᾷ τὸν πέμπτον, τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον, οὗτος ἦτο τὸ μῆλον τῆς ἔριδος, καὶ ἀμφότερα τὰ τοπικὰ κόμματα ἐμάχοντο ποῖος νὰ τὸν πρωτοϋπηρετήσῃ.
Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας δὲν εὐχαριστήθη πολὺ ἰδὼν τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον ἐπιβαίνοντα τῆς αὐτῆς λέμβου μετὰ δύο ἄλλων ὑποψηφίων. Ἐπεθύμει καὶ ἤλπιζε νὰ τὸν ἔβλεπεν ἐπὶ χωριστῆς λέμβου πλέοντα. Διότι διὰ τὸν Ἀλικιάδην καὶ Καψιμαΐδην δὲν τὸν ἔμελε καὶ πολύ, καθόσον οὗτοι ὡς φανερῶς ὑποστηριζόμενοι ὑπὸ τοῦ κόμματος, καὶ μὴ ἔχοντες ἄλλους φίλους, δὲν εἶχον ἀνάγκην πολλῶν περιποιήσεων. Ἀλλὰ διὰ τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον, τὸν ὁποῖον αὐτὸς διενοεῖτο νὰ ὑπηρετήσῃ ἀριστερᾷ τῇ χειρὶ καὶ διὰ λογαριασμόν του, εἶχε πλεύσει μέχρι Ἀσπρονήσου, σχεδιάζων νὰ τὸν παρακαλέσῃ νὰ μεταβῇ τιμητικῶς εἰς τὸ κότερον, καὶ νὰ ὑψώσῃ καὶ σημαίαν εἰς τὸν ἱστόν, ἅμα θὰ εἰσέπλεον εἰς τὸν λιμένα. Δυστυχῶς τώρα ἡ ὑπόθεσις περιεπλέκετο. Οὔτε τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον μόνον ἠδύνατο εὐπροσώπως νὰ ἀποσπάσῃ εἰς τὸ κομψὸν καὶ λευκὸν χρωματισμένον κότερον, οὔτε τοὺς ἄλλους, τοὺς δύο φανεροὺς ὑποψηφίους του, ἠδύνατο εὐλόγως νὰ καρπολογήσῃ ἀπὸ τὰς δύο χωριστὰς λέμβους. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ καπετὰν Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, μόνος ἰδιοκτήτης καὶ κυβερνήτης τοῦ κοτέρου, ἀναλογισθεὶς τὸ φιλοδώρημα, τὸ ὁποῖον ἦτο πιθανὸν νὰ δώσουν οἱ ὑποψήφιοι ἂν τοὺς ἔπειθε νὰ ἐπιβιβασθῶσιν εἰς τὸ κότερον, ὅπως εἰσπλεύσωσιν εἰς τὸν λιμένα μετὰ πομπῆς, ἀποβλέψας εἰς τὴν ἐγγύτερον ἱσταμένην λέμβον, ἧς ἐπέβαινον οἱ δύο τῶν ὑποψηφίων, μετέβη εἰς τὴν πρῷραν καὶ ἤρχισε νὰ φωνάζῃ:
―Ὁρίστε, κύριοι, στὸ κότερο! Κύριε Ἀλικιάδη! κύριε Ἀβαρίδη! θὰ ἰσάρουμε* καὶ μπαντέρα* μὲς στὸ λιμάνι…
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας ἤρχισε νὰ νεύῃ ἀπελπιστικῶς καὶ νὰ χειρονομῇ ἀπὸ τῆς πρύμνης πρὸς τὸν νεαρὸν ναυτικόν, ἀποτρέπων αὐτόν. Διότι τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἀφοῦ πολὺ ἐσκέφθη, τοῦ εἶχεν ἔλθει ἡ ἰδέα ὅτι, ἀφοῦ τὰ πράγματα ἐπαρουσιάζοντο οὕτω περίπλοκα, ὁ ἄριστος τρόπος πρὸς λύσιν τῆς δυσχερείας ἦτο νὰ καλέσωσιν ἐπὶ τοῦ κοτέρου τοὺς τρεῖς ὑποψηφίους, τοὺς ἐπὶ τῆς ἄλλης λέμβου. Οὕτω θὰ εἶχον τὸ πλεονέκτημα ὅτι θὰ εἶχον δύο ἀντὶ ἑνὸς ἢ μᾶλλον τρεῖς ἀντὶ δύο, νὰ περιποιηθῶσι· διότι ναὶ μὲν ὁ εἷς τῶν τριῶν, ὁ Γεροντιάδης, ἦτο ἀπὸ τὸ ἄλλο κόμμα, ἀλλ᾽ ὁ τρίτος, ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, κατὰ τοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ Βατούλα, ἤξιζε τοὐλάχιστον διὰ δύο. Καὶ τοῦτο θὰ ἦτο τὸ μέγιστον κέρδος, ὡς ἦτο καὶ ὁ σκοπὸς τῆς θαλασσίας ἐκδρομῆς του, τὸ νὰ ἔχῃ τὸν Χαρτουλάριον ὑπὸ τὰς ὄψεις καὶ ὑπὸ τὴν χεῖρά του. Ἀλλ᾽ ὁ καπετὰν Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, ἐπειδὴ «δὲν ἦτο μέσα του» διὰ νὰ ἠξεύρῃ τοὺς πόθους καὶ τοὺς ὑπολογισμούς του, ἐπεδίωκε δὲ ὡς ἀμαθὴς ναύτης τὸ προχειρότερον καὶ τὸ εὐκολώτερον κέρδος, δὲν ἔδωκε προσοχὴν εἰς τὰ νεύματα καὶ εἰς τὰς χειρονομίας του, κ᾽ ἐξηκολούθησε νὰ φωνάζῃ πρὸς τοὺς κ.κ. Ἀλικιάδην καὶ Ἀβαρίδην:
― Θὰ κοτσάρουμε* καὶ τὴ μπαντέρα, κύριοι!
Συγχρόνως ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, ἀπελπισθεὶς ὅτι θὰ τὸν ἐνόει ποτὲ «αὐτὸς ὁ χονδροκέφαλος», ὁ Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, ἔστρεψε τὰ νεύματα καὶ τὰς χειρονομίας του πρὸς τοὺς ἐν τῇ ἄλλῃ λέμβῳ, καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς χαιρετίζῃ μὲ τὸ καπέλον, μὲ τὸ μανδήλιον καὶ μὲ τὴν φωνήν:
― Καλῶς ὡρίστε, κύριοι! Ὁρίστε στὸ κότερο! κύριε Γεροντιάδη! κύριε Καψιμαΐδη! κύριε Χαρτουλάριε! Ὁρίστε!
Σύγκρουσις τότε ἐπῆλθε δικαιωμάτων, ἀπαιτήσεων καὶ πόθων, καὶ σύγχυσις βλεμμάτων, φωνῶν καὶ φρενῶν. Ὁ μὲν κυβερνήτης ἀπὸ τῆς πρῴρας προσεκάλει εἰς τὸ πλοῖον τοὺς ἐκ τῆς μιᾶς λέμβου δύο, ὁ δ᾽ ἐπιβάτης ἀπὸ τῆς πρύμνης, πλοιάρχου ἐξουσίαν ἀντιποιούμενος, προσεκάλει τοὺς ἐκ τῆς ἄλλης λέμβου τρεῖς. Οἱ μὲν δύο, καὶ ἂν ἤθελον, ἐμποδίζοντο νὰ ἔλθωσιν ἐκ τῆς προσκλήσεως τῶν ἄλλων τριῶν, οἱ δὲ τρεῖς ἐκωλύοντο ἐκ τῆς προσκλήσεως τῶν ἄλλων δύο. Καὶ οὗτοι κ᾽ ἐκεῖνοι ἔμενον κοιτάζοντες ἀλλήλους ἀναποφάσιστοι, οἱ δὲ πορθμεῖς τῶν δύο λέμβων ἐφ᾽ ὧν εἶχον πλεύσει, ζηλότυποι καὶ ὀργίλοι, ἤρχισαν φανερὰ νὰ γογγύζωσι.
― Δὲν ἔχουν ἀνάγκη νὰ ᾽ρθοῦν στὸ κότερο!
― Ξέρουμε κ᾽ ἡμεῖς ἀπὸ ποῦ μπαίνουν στὸ λιμάνι!…
― Ξέρουμε τὸ δρόμο νὰ πᾶμε στὴ σκάλα ν᾽ ἀράξουμε…
―Ἔχουμε κ᾽ ἡμεῖς μπαντέρα νὰ ἰσάρουμε…
― Καὶ καινούρια μάλιστα… προχτὲς ἀκόμα τὴν ἔρραψα…
― Ψὲς ἀκόμη μπογιάτισα τὸ κοντάρι… ἀκόμα μυρίζει λαδομπογιά.
Τὴν ἰδίαν στιγμήν, οἱ ἀνδρογυνοχωρίστρες μὲ τὴν βάρκαν των, σχεδὸν χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἐννοήσῃ, παρατηρήσαντες πρὸ πολλοῦ τὴν ἐμφάνισιν τῶν δύο λέμβων, εἶτα τὴν συνάντησιν αὐτῶν μετὰ τοῦ κοτέρου, εἶχαν πλησιάσει σιγὰ καὶ γοργὰ καὶ εἶχαν φθάσει ἤδη εἰς τὸ μέρος, ὅπου εἶχαν σταματήσει πλησίον ἀλλήλων αἱ τρεῖς λέμβοι, ἐνῷ ἀντήχει ἀκόμη ἡ πρόσκλησις τοῦ Λάμπρου τοῦ Βατούλα:
―Ὁρίστε, κύριοι, στὸ κότερο!
Καὶ ἡ κραυγὴ τοῦ καπετὰν Νικολάκη:
― Θὰ κοτσάρουμε καὶ τὴ μπαντέρα, κύριοι!
Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, χωρὶς δισταγμόν, ἰδὼν μὲ τὸ πρῶτον βλέμμα εἰς ποίαν λέμβον εὑρίσκετο ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, ἥτις λέμβος ἦτο ἄλλως καὶ ἡ πλησιεστέρα πρὸς τὸ μέρος ἐξ οὗ αὐτὸς ἤρχετο, προσήγγισε μὲ τὴν βάρκαν του, εἰσεπήδησεν εἰς τὴν ξένην λέμβον, ἀπέπεμψε τὴν ἰδικήν του, εἰπὼν εἰς τοὺς συντρόφους του νὰ γυρίσωσι μόνοι εἰς τὸν λιμένα, ηὐχήθη τὸ «καλῶς ὡρίσατε» εἰς τοὺς τρεῖς ὑποψηφίους καὶ ἐν μεγίστῃ ἐλευθερίᾳ, ἐνῷ ὁ πορθμεὺς καὶ ὁ ναύτης του τὸν ἐκοίταζον ἔκπληκτοι, ἐκάθισε παρὰ τὸ πλευρὸν τοῦ Γιαννάκου τοῦ Χαρτουλαρίου καὶ ἤρχισεν ἀμέσως ἐμπιστευτικὰς ἀνακοινώσεις εἰς τὸ οὖς αὐτοῦ.
Τοῦτον ὡς εἶδεν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, ἐν τοιαύτῃ θαυμαστῇ προπετείᾳ καὶ θρασύτητι ζηλευτῇ κατορθώσαντα οὕτω ἁπλῶς νὰ τὸν ὑπερφαλαγγίση, ἔλαβε μόνος τὴν κώπην, ἐνῷ ὁ κυβερνήτης ὁ Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, ὀρθὸς ἐπὶ τῆς πρῴρας ἱστάμενος, ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ φωνάζῃ πρὸς τοὺς ἐπὶ τῆς πρώτης λέμβου δύο ὑποψηφίους:
― Θὰ σᾶς ἰσάρουμε καὶ τὴν μπαντέρα, κύριοι!… καὶ ἐπλησίασε πρὸς τὴν δευτέραν λέμβον, ὅτε, χωρὶς νὰ εἴπῃ λέξιν εἰς τὸν καπετὰν Νικολάκην εἰσώρμησε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν λέμβον, ὅπου ἦτο ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, ἐχαιρέτισε τοὺς τρεῖς ὑποψηφίους, κ᾽ ἐκάθισεν ἐκ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς τοῦ περιμαχήτου ὑποψηφίου βουλευτοῦ, ὅπως ἀρχίσῃ καὶ αὐτὸς τὰς ἰδικάς του ἀνακοινώσεις, ἐνῷ ὁ πορθμεὺς καὶ ὁ ναύτης του τὸν ἐκοίταζον ἔκθαμβοι, μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα.
Ὅστις ἔβλεπε μακρόθεν οὕτω πως ἀντίπρῳρα ἱσταμένας τὰς τέσσαρας ταύτας λέμβους, ὑπηνέμους, δίπλα εἰς τὸ Ἀσπρόνησον, θὰ ὑπέθετεν ὅτι πράγματι τὴν πρωίαν ἐκείνην εἶχε πέσει, κατὰ τὸ εἰκονικὸν ὕφος τοῦ Μανώλη τοῦ Πολύχρονου, ἔκτακτος ροφὸς εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅτι τὰ παραγάδια τῶν τεσσάρων λέμβων ἐμπερδεύθησαν εἰς τοιοῦτον δυσαπάλλακτον τρόπον, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ τις εἰς ποῖον παραγάδι ἀνῆκε τὸ ἄγκιστρον, εἰς ὃ εἶχε συλληφθῆ ὁ ροφός, καὶ ὅτι οἱ ἁλιεῖς ἐμάχοντο πρὸς ἀλλήλους, μὲ κίνδυνον νὰ ξεπιασθῇ καὶ τοὺς φύγῃ τὸ ἄγρευμα, περὶ κυριότητος καὶ κατοχῆς τοῦ τε παραγαδίου, τοῦ ροφοῦ καὶ τοῦ ἀγκίστρου.
* * *
Τέλος αἱ δύο λέμβοι, αἱ φέρουσαι τοὺς ὑποψηφίους, ἐξεκίνησαν διὰ νὰ εἰσπλεύσωσιν εἰς τὸν λιμένα. Ἡ βάρκα τοῦ Μανώλη μὲ τοὺς δύο συντρόφους του εἶχε γίνει ἄφαντος ἤδη. Τὸ δὲ κότερον, ἐφ᾽ οὗ εἶχε μείνει μόνος ὁ κυβερνήτης του, ἤρχετο τελευταῖον.
Ὁ καπετὰν Νικολάκης «ἦτο φούρκα» ἰδὼν ὅτι ἔχασε τὸ ἐλπιζόμενον φιλοδώρημα, καὶ ὅτι ἐγκατελείφθη ὑπὸ τοῦ Βατούλα. Ἐν τούτοις ἤνοιξε τὸ κάτασπρον ὡς τὰ πτερὰ τοῦ γλάρου πανίον του, ἄναψε τὸν ναργιλέν του, ἐξηπλώθη παρὰ τὸ πηδάλιον, κρατῶν τὴν σκόταν*, κ᾽ ἐξεκίνησεν. Ἂν ἤθελε, καίτοι μόνος, καίτοι αἱ δύο λέμβοι ἀρμένιζαν μὲ πανιὰ καὶ μὲ κουπιά, ἦτο ἱκανὸς μὲ τὸ κομψότατον, νεοπαγὲς καὶ κοπτερὸν σκάφος του, νὰ προσπεράσῃ τὰς δύο λέμβους, νὰ τὰς ἀφήσῃ «στὰ μπούνια»*, ρίπτων «κολοκυθάνες»* ὀπίσω του. Ἀλλὰ πρὸς καιρὸν ὠρτσάριζε* καὶ ἔκοπτε τὸν δρόμον τοῦ πλοίου. Ὅταν τὰ τρία πλοῖα κάμψαντα τὸν κάβον εἰσέπλευσαν εἰς τὸν λιμένα, τότε, τὴν ὥραν καθ᾽ ἣν ἐπλησίαζαν εἰς τὴν ἀποβάθραν, καὶ ὁ κόσμος ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς τοὺς ἐκοίταζε, τότε, δι᾽ ἐπιτηδείου χειρισμοῦ, ἐπειδὴ τὰ μελτέμια τοῦ θέρους ἔπιαναν ἐν μέρει εἰς τὸν ἀνατολικὸν λιμένα τῆς πολίχνης, ἔτρεξε κατέμπροσθεν τῶν λέμβων, ὕψωσε τὴν σημαίαν του, σκεπτόμενος, ὅτι αὐτὸς τὸ κάτω-κάτω, ὡς ναυτικός, ἦτο τόσον ἄξιος τῆς τιμῆς ταύτης διὰ τῆς σημαίας τοῦ ἰδίου πλοίου του, ὅσον καὶ πᾶς ἄλλος, ἐπροσπέρασε τὰς δύο λέμβους, τὰς ἄφησε δέκα ὀργυιὰς ὀπίσω, καὶ ἐλθὼν ἠγκυροβόλησε πρῶτος μετὰ κρότου, κράξας θριαμβευτικῶς πρὸς τοὺς ἐπὶ τῶν δύο λέμβων ὑποψηφίους καὶ λοιπούς:
― Τ᾽ν καραβοκυριά σας*!

ΣΤ´

Τὴν πρωίαν ἐκείνην ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ Συβίας, ἀφοῦ ἐσυλλειτούργησε τὸν παπα-Σωτήρην, τὸν ἐφημέριον τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, εἰσώρμησεν, ὅπως πάντοτε συνήθιζεν, ἅμα τῇ ἀπολύσει τῆς λειτουργίας εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα, διὰ νὰ λάβῃ τὸν μισθόν του δι᾽ ὅλα τὰ νὲ-να-να-νε καὶ τὰ τὲ-ρὲ-ρὲμ τὰ ὁποῖα εἶχε συνεισφέρει πρὸς συντέλεσιν τῆς ἱερᾶς μυσταγωγίας. Συνίστατο δὲ ὁ μισθὸς οὗτος εἰς ἓν «ξάκρισμα» προσφόρου «διὰ τὸν καφέ», καὶ εἰς ἡμίσειαν προσφορὰν περιπλέον, τὴν ὁποίαν αὐθαιρέτως ἐλάμβανε, παρὰ τὰς διαμαρτυρίας τοῦ συγγενοῦς του ἱερέως, θέτων αὐτὴν εἰς τὸν κόλπον του, «γιὰ τὴ συβία». Ὁ παπα-Σωτήρης δὲν ἐθύμωνε τόσον διὰ τὴν ἡμίσειαν προσφορὰν καὶ διὰ τὸ ξάκρισμα, ὅσον διὰ τὴν τόλμην τοῦ νὰ εἰσβάλλῃ εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα «ἑξῆντα χρόνων ἄνθρωπος, ἐν ἁμαρτίαις γηράσας». Ἀλλ᾽ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἀπὸ πεντηκονταετίας δὲν εἶχε παύσει οὔτε τὸν παπα-Σωτήρην νὰ συλλειτουργῇ οὔτε εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα νὰ εἰσέρχηται.
Εἶτα, ἀφοῦ ἔβαλεν εἰς τὸν κόλπον του τὴν ἡμίσειαν προσφορὰν «γιὰ τὴ συβία», φράσις ἐξ ἧς ἔλαβεν ἀρχὴν καὶ τὸ παρωνύμιόν του, ἐξῆλθεν ὑποσκάζων ἐκ τοῦ ἱεροῦ Βήματος, κρατῶν εἰς τὴν ἀριστερὰν τὸ «διὰ τὸν καφὲν» ξάκρισμα, τὸ ὁποῖον ἤρχισε καὶ νὰ μασᾷ, ἐμάζωξε τὴν φαιὰν καὶ πρώην ξανθὴν κόμην του ὑπὸ τὴν σκούφιαν, ἔλαβεν ἐκ τοῦ στασιδίου τὴν ράβδον του κ᾽ ἐξῆλθεν εἰς τὴν πλατεῖαν. Ἡ ἐκκλησία μόλις ἀπεῖχεν ἑκατοντάδα βημάτων ἀπὸ τῆς παραθαλασσίου ἀγορᾶς καὶ τῆς ἀποβάθρας. Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης κατέβη κούτσα-κούτσα, καὶ εἰς τὸν δρόμον πρῶτον συνήντησε δύο παιδία τοῦ δρόμου παίζοντα εἰς τὸν περίβολον τῆς ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα ἠπείλησε μὲ τὴν ράβδον του καὶ τὰ ἐδίωξε μακρὰν τοῦ ναοῦ. Εἶτα ἐπερίπαιξεν ἕνα Γύφτον, τὸν ὁποῖον συνήντησε μεθυσμένον, ἄγοντα ἕωθεν τὰ προεόρτια τῶν ἐκλογῶν, καὶ κατόπιν ἐπείραξε μίαν χήραν «ἀπασσάλωτην»*, τὴν ὁποίαν εἶδε καταβαίνουσαν διὰ πλαγίου δρόμου εἰς τὸν βράχον τὸν πέραν τῆς ἀγορᾶς, ξεκάλτσωτην καὶ μὲ κοντὸν φουστάνι. Εἶτα, πρὶν φθάσῃ εἰς τὸ καφενεῖον, εἶδεν ἓν κότερον καὶ δύο μεγάλας λέμβους, αἵτινες εἶχαν φθάσει, καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠγκυροβόλουν πρὸ τῆς ἀποβάθρας.
― Ἄ! θὰ εἶναι οἱ ὑποψήφιοι, εἶπε· καὶ ἀφοῦ ἐκαλημέρισε δύο ἢ τρεῖς λεμβούχους ἢ ἁλιεῖς, οἵτινες ἐκάθηντο ἔξωθεν τοῦ καφενείου καπνίζοντες ναργιλέν, τοὺς ἠστεΐσθη λέγων: «Γιὰ σᾶς ἔφεξε πάλι! ἐσεῖς εἶστε οἱ σπορίτες* τοῦ χωριοῦ», αἰσθανόμενος μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ ἐναλλάξῃ τὰ δύο ἀρκτικὰ σύμφωνα τῆς λέξεως, ἀλλὰ μὴ τολμῶν· διὰ νὰ ξεθυμάνῃ ὅμως, ὅταν εἶδε τρεῖς ἢ τέσσαρας γέροντας, καθημένους σοβαρῶς ἐντὸς τοῦ καφενείου, ἐπὶ ὑψηλοῦ καὶ πλατέος σανιδίνου καναπέ, χωρὶς νὰ φθάνῃ ἡ πλάτη των ν᾽ ἀκουμβήσῃ εἰς τὸν τοῖχον, καὶ μὲ τοὺς πόδας μετεώρους εἰς τὸ κενόν, ὑπεράνω τῆς μακρᾶς τάβλας τῆς φραττούσης τὴν ὑπὸ τὸν καναπὲν καρβουνοθήκην, τοὺς ἔδειξε πρὸς τοὺς λεμβούχους λέγων: «Κοιτάξτε, κεῖνοι εἶναι οἱ κοπροδήμηδες, οἱ προεστοὶ τοῦ τόπου. Δὲν σᾶς φαίνονται σὰν τὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ κάνουν κουρμαντέλα*;»
Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ Συβίας, ὑγιὴς τοὺς πόδας, εἶχε κουτσαθῆ πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ὑπό τινος ὀργίλου καὶ φιλεκδίκου χωρικοῦ, τὸν ὁποῖον εἶχε παραφορτώσει μὲ τὰ σκώμματά του. Μὲ ὅλον ὅμως τὸ πάθημα, δὲν ἠδυνήθη νὰ ἐπιβάλῃ χαλινὸν εἰς τὴν γλῶσσάν του, καὶ εἰς τοὺς ἐλέγχοντας αὐτὸν οἰκείους ἔλεγεν: «Ἡ ψυχὴ θὰ βγῇ πρῶτα, κ᾽ ὕστερα τὸ-χούι».
Εἶτα παρήγγειλε τὸν καφέν του, καὶ ἠξεύρων ὅτι ἔπρεπε νὰ περιμένῃ ἐπὶ εἴκοσι λεπτὰ τῆς ὥρας ἑωσοῦ κατορθώσῃ νὰ τοῦ τὸν ψήσῃ ὁ γερο-Ἀκούκατος, ὁ καφετζής, μετέβη χωλαίνων εἰς τὴν ἀποβάθραν, ὅπου εἶχον συναχθῆ ἄνδρες τινὲς καὶ παιδία ξυπόλυτα πολλά, ὅπως ἴδωσι καὶ θαυμάσωσι τοὺς ὑποψηφίους.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀπεβιβάζοντο ἐκ τῶν λέμβων οἱ ὑποψήφιοι. Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἔκραξε πρὸς αὐτούς:
― Καλῶς ὡρίσατε!
Καὶ εὐθὺς προσέθηκε:
― Πόσα καντάρια ρουβάδα* ἔχετε;
Γενικὸς καγχασμὸς ὑπεδέχθη τὴν ἐρώτησιν.
Εἶτα ἐπανέλαβε:
― Δὲν ἀκοῦτε; Μᾶς φέρατε πολλὴ ρουβάδα1; Πόσην ἔχει ὁ καθένας σας;
Ὁ γέλως ἐπανελήφθη, ἀλλ᾽ οὐδεμία ἀπάντησις ἐδόθη.
Καὶ τρίτον ἠρώτησε:
―Ἔχετε δηλωτικὸ γιὰ τὴ ρουβάδα;
Οἱ ὑποψήφιοι γελῶντες ἠνείχοντο τὸ ἄκακον σκῶμμα τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστη, προσηνεῖς ἄλλως νησιῶται καὶ ἀγαπῶντες τὰ ἀστεῖα.
Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἐψιθύρισε, μετὰ προσποιήτου ὀργῆς: «Κάμετε καλὰ μὲ τὸν κουμερκιάρη*, ἐγὼ δὲν ἀνακατώνουμαι». Καὶ στρέψας τὴν ράχιν, ἀπῆλθε χωλαίνων νὰ πίῃ τέλος τὸν καφέν του, ἀφοῦ εἶχε καταφάγει ἤδη ἐξ ἀνυπομονησίας τὸ ξάκρισμα, καὶ θὰ ἠναγκάζετο ἴσως νὰ βάλῃ χεῖρα εἰς τὸ ἥμισυ τῆς προσφορᾶς, τὸ προωρισμένον διὰ τὴν συμβίαν.
* * *
Οἱ ὑποψήφιοι, ὁ Γεροντιάδης, Ἀλικιάδης, καὶ Ἀβαρίδης, ὁ Καψιμαΐδης καὶ ὁ Χαρτουλάριος, δεχόμενοι τοὺς χαιρετισμοὺς καὶ τὰς χειραψίας τῶν ἐντοπίων, συνοδευόμενοι ἀπὸ τὸν Μανώλην τὸν Πολύχρονον καὶ ἀπὸ τὸν Λάμπρον 〈τὸν〉 Βατούλαν, οἵτινες εἶχον ταχθῆ ὡς χωροφύλακες ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ ἀριστερῶν τοῦ Χαρτουλαρίου, καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ κάμῃ βῆμα, ἦλθαν καὶ ἔπιον καφὲν εἰς τὸ αὐτὸ καφενεῖον τοῦ γερο-Ἀκούκατου, καὶ ἀκολούθως χωρισθέντες μετέβησαν ἀνὰ δύο πρὸς τοὺς εἰς προϋπάντησιν ἐλθόντας φίλους των. Ὅσον διὰ τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον, οὗτος, βλέπων τὴν πρὸς αὐτὸν σπουδὴν καὶ προσπάθειαν καὶ τῶν δύο κομμάτων, ἀντιπροσωπευομένων ἐπισήμως ἀπὸ τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν καὶ ἀπὸ τὸν Μανώλην τὸν Πολύχρονον, ἐθεώρησε τώρα παράποτε βεβαιοτέραν τὴν ἐπιτυχίαν καὶ ἀσφαλεστέραν τὴν θέσιν του. Ἐπίστευε δὲ ὅτι ἀμφότερα τὰ κόμματα, Ἀνδρογυνοχωρίστρες, καὶ Χαλασοχώρηδες, θὰ τὸν ἐψήφιζαν μονοκούκκι, ὥστε καὶ ἂν ἐμειονοψήφει εἰς τοὺς ἄλλους δήμους, ἐδῶ ὅμως θὰ ἔβγαινε παμψηφεί.
Ὄχι τόσον ροδίνας τὰς προβλέψεις, παρὰ τὰς παχείας ὑποσχέσεις τὰς ὁποίας ἐλάμβαναν, εἶχαν ὁ Καψιμαΐδης καὶ ὁ Ἀβαρίδης. Οὗτοι οἱ δύο ἐθεωροῦντο παρὰ πάντων ὡς ὑποψήφιοι παραπληρωματικοί, οἱ δυνατώτεροι δ᾽ ἐκ τῶν τεσσάρων ἦσαν ὁ Γεροντιάδης καὶ ὁ Ἀλικιάδης. Ἄλλως δέ, ἤξιζαν, κατὰ τὴν κοινὴν ὁμολογίαν ν᾽ ἀντιπροσωπεύωσιν οἱ δύο οὗτοι τὴν ἐπαρχίαν. Ὁ Γεροντιάδης εἶχε διαπρέψει ἤδη ὡς βουλευτής, ἀρνηθεὶς πᾶν ρουσφέτιον εἰς τοὺς μὴ στενοὺς φίλους, διὰ νὰ ὑπηρετήσῃ τὰ γενικὰ τοῦ ἔθνους συμφέροντα. Ὁ δὲ Ἀλικιάδης εἶχε διατελέσει καὶ αὐτὸς βουλευτὴς ἄλλοτε, καὶ εἶχε διακριθῆ. Δὲν ἦτο ἄνθρωπος νὰ πηγαίνῃ στὰ χαμένα. Ἤθελε «σίγουρες δουλειές». Ἦτον ἱκανὸς νὰ ἐξοδεύσῃ καὶ δεκαπέντε χιλιάδας, καὶ εἴκοσι χιλιάδας, διὰ νὰ ἐπιτύχῃ. Ἀλλὰ δὲν ἐπετοῦσε τὰ λεπτὰ «στὸ βρόντο». Ἦτο βέβαιος ὅτι ἐκλεγόμενος βουλευτής, θὰ ὠφελεῖτο εἴκοσι πέντε ἢ τριάντα χιλιάδας, τὸ ὀλιγώτερον. Ἄ! ἦτον πολὺ «κωλοπετσωμένος». Ἐν πρώτοις, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ διορίσῃ ὑπάλληλον, θὰ τοῦ ἔλεγε «μ᾽ δίνεις τὰ μισά;» πρὶν ἀποφασίσῃ νὰ δώσῃ μπιλιέτο. Νέτα-σκέτα, «σίγουρες δουλειές». Καὶ ἂν κανεὶς κακομοίρης ἐτύγχανε νὰ τοῦ χρεωστῇ ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν τίποτε ψωροδραχμές, θὰ τὸν διώριζεν, ἐξαναγκάζων αὐτὸν νὰ ὑπογράψῃ ἐκ προκαταβολῆς πολλῶν μηνῶν ἀποδείξεις διὰ τοὺς μισθούς του, μὲ χρονολογίας ἡμερῶν μήπω ἀνατειλασῶν μέχρι ὑπερεξοφλήσεως. Ἀλλ᾽ αὐτὰ ἦσαν δευτερεύοντα καὶ ἀνάξια λόγου. Ὅ,τι ἀπετέλει τὴν δύναμιν τοῦ Ἀλικιάδου ἦτο ὁ πόθος ὑφ᾽ οὗ ἐφλέγετο νὰ φανῇ χρήσιμος εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν δημοσίων ἔργων τῆς ἐπαρχίας. Ἐν πρώτοις, ὑπῆρχεν ἡ ἐθνικὴ ὁδός, ἡ προκηρυσσομένη ἑκάστοτε ὡς μέλλουσα νὰ κατασκευασθῇ παρὰ τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας πόλιν. Ἐκεῖθεν, ἂν ἐξελέγετο βουλευτής, θὰ εἶχε τὴν μερίδα τοῦ λέοντος. Ἀπὸ τώρα εἶχεν ἀρχίσει νὰ συνεταιρίζεται κρυφὰ μὲ τοὺς ἐργολάβους. Κατὰ τὴν πρώτην βουλευτείαν του ὁλόκληρον δάσος τὸ εἶχε κάμει ἰδικόν του, δικαιώματι κατακτήσεως. Μὲ τὸν ἔφορον, τὸν ὁποῖον εἶχε φέρει εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, εἶχε προεξηγηθῆ σαφέστατα: «Θὰ σὲ διορίσω, ἀλλὰ φόρον δὲν θὰ βεβαιώσῃς ἀπὸ τὴν ξύλευσιν τοῦ δάσους». Ἔπειτα ἦτο ὁ λιμήν, ὁ λιμὴν τῆς βορειανατολικῆς πόλεως. Ἄ! αὐτὸς ὁ λιμὴν εἶχεν ὅλους τοὺς μυθολογικοὺς χαρακτῆρας, οὓς ἠδύνατό τις νὰ ἐπιθυμήσῃ διὰ μεγάλην ἐπιχείρησιν. Ὡμοίαζε μὲ τὸ παλάτι τῶν Σαράντα Δράκων ἢ μὲ τὸ Κάστρο τῆς Ὡριᾶς. Εἰς κάθε νέας ἐκλογὰς ἐπροκηρύσσετο ἡ ἐργολαβία· εἰς κάθε διάλειμμα μεταξὺ δύο ἐκλογῶν ἡ ἐργολαβία ἐγκατελείπετο. Ἐρρίπτοντο ἀκριβῶς τόσαι πέτραι πρὸς μόλωσιν* τῆς θαλάσσης, κατὰ τὰς παραμονὰς ἑκάστης ἐκλογῆς, ὅσαι, ἂν ὑπελογίζετο ὅτι θὰ εἴχομεν βουλευτικὰς ἐκλογὰς κατὰ πᾶν ἔτος, θὰ ἤρκουν ὅπως μετὰ τρεῖς αἰῶνας, μετὰ πέντε αἰῶνας τὸ πολύ, συντελεσθῇ τὸ ἔργον. Ἀλλὰ τὴν φορὰν ταύτην ὁ Ἀλικιάδης εἶχεν ἀπόφασιν, «Ἀμὲτ Μουαμέτ»*, νὰ βάλῃ τὴ δουλειὰ ἐμπρός. Ἄ! δὲν τὸν ἐγελοῦσαν αὐτὸν μὲ τὸ σήμερα καὶ μὲ τὸ αὔριο οἱ ἐργολάβοι. Ἤθελεν ἐκ παντὸς τρόπου νὰ φανῇ χρήσιμος εἰς τὴν ἐπαρχίαν του.
* * *
Ἀφοῦ ἔπιον διπλοῦς καφέδες κ᾽ ἐδέχθησαν προσρήσεις οἱ πέντε ὑποψήφιοι, μετέβησαν, ὡς εἴπομεν, ἕκαστος πρὸς ἐπίσκεψιν τῶν φίλων. Ἦσαν καὶ οἱ πέντε ὑψηλοί, φραγκοφορεμένοι, ἡλιοκαεῖς, μὲ ὑψηλὰ καπέλα, τὰ ὁποῖα ἐφόρουν ὅλοι τόσον στραβά, ὥστε τὸ ἀριστερὸν ὠτίον ἐκαλύπτετο ὅλον, καὶ μόνον τὸ δεξιὸν ἦτο ὁρατόν, ἐλευθέρως ἀναπτυσσόμενον. Τοῦτο ἰδὼν εἷς τῶν ἐντοπίων, θέλων νὰ εὐφυολογήσῃ ἀκαίρως λίαν, εἶπεν ὅτι καὶ οἱ πέντε ἦσαν «μ᾽ ἕν᾽ αὐτί».

Ζ´

Τὴν πρωίαν τῆς Παρασκευῆς, ἀφοῦ ἔμειναν ἐπὶ τεσσαράκοντα ὥρας, ψηφοθηροῦντες καὶ συνεννοούμενοι μετὰ τῶν φίλων, ἀνεχώρησαν ἐπιστρέφοντες εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας οἱ πέντε ὑποψήφιοι. Ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος εἶχεν ἐκφράσει τὴν ἐπιθυμίαν νὰ μείνῃ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐκλογῆς ἐν τῷ δήμῳ, ἐλπίζων νὰ λάβῃ πλείονας ψήφους διὰ τῆς παρουσίας του, βασίζων τὴν ἐπιτυχίαν του ἐπὶ τῆς ἐν τῷ δήμῳ τούτῳ ὑπεροχῆς. Ἀλλ᾽ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, πρὸς ὃν μεγάλην ἔτρεφεν ὑπόληψιν ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος μεθ᾽ ὅλας τὰς ρᾳδιουργίας καὶ διαβολὰς ἃς ἔβαλεν εἰς πρᾶξιν προσπαθῶν νὰ τὸν ὑποσκελίσῃ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ὁ Λάμπρος, λέγω, ὁ Βατούλας ἀντέστη λίαν ἐπιμόνως καὶ τὸν ἀπέτρεψε, λέγων ὅτι ἐκεῖ, εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας, ὅπου εἶναι καὶ οἱ περισσότεροι ψῆφοι, ἦτον ἀναγκαιοτέρα ἡ παρουσία του, διὰ νὰ μὴν τὸν ρίξουν κάτω ὁ Ἀβαρίδης καὶ ὁ Καψιμαΐδης. Ὅσον ἀπέβλεπε τὰ ἐδῶ, αὐτός, ἐπιθέτων εἰς τὸ στέρνον τὴν χεῖρα, τὸν ἔπαιρνεν ἐπάνω του. Ἀπὸ ἐδῶ ἦτον σίγουρος βουλευτής, τοῦ τὸ ἔδιδεν ἐγγράφως· ἐκεῖ νὰ κοιτάξῃ, πέρα ἐκεῖ, νὰ μὴν τοὺς φᾶνε, τὰ μάτια του τέσσερα. Ὁ Χαρτουλάριος ἐπείσθη δοὺς τὰ πιστὰ εἰς τὸν Λάμπρον, καὶ ἀνεχώρησε μετὰ τῶν ἄλλων.
Τὴν Παρασκευὴν ἑσπέρας καὶ τὸ Σάββατον πρωὶ ἔφθασαν τρεῖς ἢ τέσσαρες βρατσέραι, μεταφέρουσαι ἐξ Ὠρεῶν, Στυλίδος, Θρονίου καὶ Βόλου δύο ἢ τρεῖς δωδεκάδας ἐκλογέων, τοὺς ὁποίους ἀπόστολοι τῶν δύο κομμάτων ἐκπεμφθέντες πρὸ ἡμερῶν εἶχον στρατολογήσει, πληρώσαντες αὐτοῖς, εἰς βάρος τῶν ὑποψηφίων, τοὺς ναύλους καὶ τὰ χασομέριά των. Περὶ δὲ τὴν δείλην τοῦ Σαββάτου ἐπεχείρησαν, καὶ τὰ δύο κόμματα, νὰ κάμουν «ἐπίδειξιν», ὡς νὰ ἤθελαν νὰ γελάσωσιν ἀλλήλους ὅτι εἶναι περισσότεροι οὗτοι ἢ ἐκεῖνοι. Πρῶτοι οἱ Χαλασοχώρηδες συνεκεντρώθησαν, ὅπως εἶχαν συμφωνήσει, εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ γερο-Ἀκούκατου. Λέγομεν συνεκεντρώθησαν μεταχειριζόμενοι ἁπλῶς συνήθη εἰς τὸν πολιτικὸν λόγον λέξιν. Τὸ ἀληθὲς εἶναι ὅτι ἡ ἀπόπειρα τῆς συγκεντρώσεως, διήρκει ἐπὶ δύο ὥρας καὶ ἀκόμη δὲν εἶχαν συγκεντρωθῆ. Μόλις ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλοι συμβοηθοί του κατώρθουν νὰ σύρωσι δέκα ἢ δώδεκα ἐκλογεῖς πρὸς τὸ καφενεῖον, καὶ μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ οἱ προσήλυτοι ἀντὶ νὰ αὐξήσωσι ὠλιγόστευαν, διότι ὁ εἷς ἐπροφασίζετο ὅτι «θέλει νὰ πάῃ ὣς στὸ σπίτι γιὰ δουλειά, ὣς ὅτου νὰ πῇς κρεμμύδι ἔφθασε», ὁ ἄλλος ἐξεκλέπτετο χωρὶς νὰ εἴπῃ τίποτε κ᾽ ἔφευγεν ἀπὸ τὴν ἄλλην πόρταν, διότι τὸ καφενεῖον εἶχε δύο θύρας, τὴν μίαν πρὸς τὴν ἀγοράν, τὴν ἄλλην πρὸς τὴν συνοικίαν. Ὀλίγοι μόνον ἦσαν οἱ φανεροὶ καὶ φανατικοί, οἱ ἄλλοι ὑπέσχοντο, ἀλλὰ δὲν ἤθελαν νὰ τὰ χαλάσουν καὶ μὲ τὸ ἄλλο κόμμα. Ἔπειτα καὶ δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη ἡ ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς, οὐδ᾽ εἶχαν ἀρχίσει ἀκόμη τὰ δύο «πρακτορεῖα» νὰ εἰσάγουν καὶ νὰ ἐξάγουν τοὺς ψηφοφόρους νὰ τοὺς εἰποῦν «τὸ κρυφό», τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπαραίτητον πρὸ τῆς ψηφοφορίας. Καὶ ὅταν εὔκολον ὁπωσοῦν ἦτο ν᾽ ἀκούσουν αὔριον «τὸ κρυφὸ» καὶ ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, διατί νὰ κηρυχθοῦν σήμερον ὑπὲρ τοῦ ἑνός;
Διότι δὲν ἦτο συνήθεια νὰ τὸ λέγουν «τὸ κρυφὸ» πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς ψηφοφορίας. Τὰ φυσέκια ἐμοιράζοντο εἰς τὸν στρατὸν κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς μάχης, ὄχι ἀπὸ τῆς παραμονῆς.
Τέλος μετὰ πολλῆς δυσκολίας, ἀφοῦ ἐσυνάχθησαν μερικοί, ἀπεφασίσθη νὰ ἐκκινήσωσιν, ἡγουμένων κοκκίνων καὶ λευκῶν σημάτων καὶ τῶν μουσικῶν ὀργάνων, βιολίου καὶ λαγούτου καὶ κλαρινέτου. Ὑπῆρχεν ἐλπὶς ὅτι, καθὼς ἡ κυλιομένη σφαῖρα τῆς χιόνος, καθόσον διήλαυνε διὰ τῶν ὁδῶν, ἡ διαδήλωσις θὰ ἐπληθύνετο. Ἀλλ᾽ ὀλίγοι τινὲς ἔβαινον πρὸς τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς, ἐκεῖ ὅπου εἶχε δώσει ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας ὁδηγίας εἰς τοὺς μουσικοὺς καὶ εἰς τοὺς κρατοῦντας τὰ κοντάρια μὲ τὰς χρωματιστὰς ὀθόνας νὰ κατευθυνθῶσιν, οἱ ἄλλοι οἱ περισσότεροι διηυθύνοντο πρὸς τὸ ἀντίθετον μέρος, ἐπιμένοντες ὅτι ἔπρεπε νὰ στραφῇ πρῶτον ἀνὰ τὰς ὁδοὺς καὶ τὰς συνοικίας τῆς πολίχνης ἡ διαδήλωσις, ἂν ἤθελε νὰ κάμῃ ἐντύπωσιν. Ἴσως δὲν ἤθελον νὰ διελάσωσι διὰ τῆς ἀγορᾶς, ὅπως ἐπεθύμει ὁ Λάμπρος, διὰ νὰ μὴ ἐκτεθῶσιν ἀπέναντι τῶν ἀντιθέτων. Μεγάλη δὲ ἔγινε σύγχυσις καὶ ταραχή. Ἄλλοι ἐτραβοῦσαν ἀπ᾽ ἐδῶ, ἄλλοι ἀπ᾽ ἐκεῖ. Οἱ μουσικοὶ καὶ οἱ σημαιοφόροι τὰ ἔχασαν μὴ ἠξεύροντες εἰς τίνας νὰ ὑπακούσωσιν. Περὶ τὰ ἑκατὸν παιδία τοῦ δρόμου ἀνυπόδητα, τὰ ὁποῖα εἶχε στρατολογήσει πρὸς μίαν πεντάραν τὸ ἓν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, δὲν ἔπαυσαν νὰ φωνάζουν σπαρακτικῶς: «Ζήτω οἱ καλοὶ πατριῶτες! Ζήτω ὁ Ἀλικιάδης! Ζήτω ἡ νοικοκυροσύνη».
Τέλος ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας ἠναγκάσθη νὰ ὑποχωρήσῃ εἰς τοὺς πολλούς, ἐπιφυλαχθεὶς νὰ μεθύσουν τόσον κατὰ τὴν ἀνὰ τὰς συνοικίας περιοδείαν τοὺς ἀπροθύμους διαδηλωτάς, ὥστε νὰ τοὺς φέρῃ ὀπίσω εἰς τὴν ἀγορὰν φανεροὺς καὶ παραπαίοντας ὀπαδοὺς τοῦ Χαλασοχωριτικοῦ κόμματος. Ἐτήρησε δὲ τὸν ἐνδιάθετον ὅρκον του ὅσον ἠδυνήθη. Ἀνὰ τὰς συνοικίας ὑπῆρχαν πάμπολλα μικρὰ καπηλίδια καὶ κατώγεια οἰνοπωλικά, τὰ ὁποῖα εἶχαν φυτρώσει ἔξαφνα ὡς μανιτάρια, ἄδηλον διατί. Ἐποχὴ τῆς ἐσοδείας τοῦ νέου οἴνου δὲν ἦτο, διὰ ν᾽ ἀνοίξωσι διὰ τρεῖς μῆνας καὶ εἶτα νὰ κλείσωσι· τοὐναντίον ἡ ἐνιαύσιος εἶχεν ἐξαντληθῆ ἤδη, καὶ ὁ τόπος εἰσῆγεν ἔξωθεν τὸν οἶνον. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι εἶχαν ἀνοίξει ἐπίτηδες χάριν τῶν ἐκλογῶν. Βοσκοὶ πωλήσαντες τελευταῖον τὰς προβατίνας των εἰς τὸν ἐπιτήδειον περὶ τὸν ἐξαρρενισμὸν τῶν θηλέων χασάπην, ἀγωγιᾶται ἔχοντες δεμένον τὸν ὄνον των ἀπ᾽ αὐτῆς τῆς κρικέλας τοῦ παραστάτου τῆς θύρας τοῦ αὐτοσχεδίου καπηλείου των, εἶχαν παραιτήσει τὸ ἐπάγγελμά των καὶ ἤνοιξαν μαγαζεῖα χάριν τῶν ἐκλογῶν. Δι᾽ ὅλων ἐκείνων τῶν μερῶν ἐφρόντισε νὰ διευθύνῃ τὴν διαδήλωσιν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, καὶ αἱ ὀλίγαι δαμιτζάνες, ὅσας εἶχε πλήρεις παραπλεύρως τῶν κενῶν καὶ πρὸς ἐπίδειξιν μόνον τεταγμένων βαρελίων πᾶς κάπηλος, ἐκενώθησαν πρὸς τιμὴν τῶν ὑποψηφίων.
Ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ, ὁ Μανώλης καὶ οἱ φίλοι του κατεγίνοντο νὰ χορδίσωσι καὶ αὐτοὶ τὴν διαδήλωσίν των. Εἶχον συναχθῆ εἰς τὸ μπακαλικο-εμπορικὸν τοῦ Θόδωρου τοῦ Μοστροπούλου, Ἀρκάδος ἀποπλανηθέντος εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα περὶ τοὺς δεκαπέντε χρόνους, διὰ τοὺς ὁποίους εἶχε παρασκευάσει γιουβέτσι ὁ Μανώλης, διὰ νὰ «πιάσῃ μαγιά», καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐμέθυσεν ἤρχισαν αὐθορμήτως τὸν χορὸν καὶ τὸ τραγούδι. Ἐπιάσθηκαν ἐπὶ τῆς μικρᾶς πλατείας, ἔμπροσθεν τοῦ μαγαζείου, καὶ ἔστησαν τὸν χορόν, ὅστις ἐντὸς μιᾶς ὥρας ηὔξησε κ᾽ ἐμεγαλύνθη κατὰ πολλὰς δωδεκάδας, καθόσον πάμπολλοι αὐθόρμητοι ἢ καλούμενοι ὑπὸ τοῦ Μανώλη προσήρχοντο διὰ νὰ τοὺς κεράσῃ, καὶ ἀφοῦ ἐδευτέρωναν καὶ ἐτρίττευαν, ἐπροσηλυτίζοντο καὶ δὲν ἐξεκολλοῦσαν πλέον. Ὁ Θόδωρος ὁ Μοστρόπουλος, πρὸ διετίας μόλις ἀποκατασταθεὶς εἰς τὸ χωρίον, εἶχε χωθῆ ὅλος εἰς τὰ πολιτικά, κ᾽ ἐπετηδεύετο μέγαν ζῆλον καὶ φανατισμὸν ὑπὲρ τοῦ κόμματος. Ἐπέτα τὴν σκούφιαν του κατὰ γῆς, τὴν ἐδάγκανε, τὴν ἐποδοπατοῦσε, ἐπήδα καὶ ἐχόρευεν ἀπὸ τὴν κομματικὴν ζέσιν. Ἔρριπτε τὰς δεκάρας ἀσφαλῶς εἰς τὸ συρτάριον, καὶ ὅλα τὰ εἴδη τοῦ μαγαζείου τὰ εἶχεν ἐλεύθερα, ἐθυσιάζετο διὰ τοὺς φίλους: «Ὅ,τι θέλετε, ὅ,τι θέλετε!»
Οὕτω, ἀφοῦ ηὐξήθη μεγάλως ἡ συνάθροισις, ἐξεκίνησαν προηγουμένης ἑκατοντάδος παιδίων, ἐκλαρυγγιζομένων νὰ φωνάζωσι, μετὰ τῶν ὀργάνων καὶ τῶν κυματιζουσῶν χρωματιστῶν ὀθονῶν. Ἡ διαδήλωσις ἐξεκίνησεν ἐν εἴδει ὀρχήσεως κατ᾽ εὐθεῖαν γραμμὴν βαινούσης. Ὅπως ἦσαν πιασμένοι εἰς τὸν χορόν, οὕτως ἐκινήθησαν ἐκ τοῦ ὑψηλοτέρου μέρους τῆς ἀγορᾶς, διὰ ν᾽ ἀνέλθωσιν εἰς τὴν ἐνορίαν. Ἅμα ἔκαμψαν τὴν πρώτην ἀνωφερῆ γωνίαν, ἐπὶ τῆς παραλλήλου ὁδοῦ ἐφάνη ἡ ἀντίθετος διαδήλωσις κατερχομένη ἐκ τῆς ἄνω συνοικίας, πρὸς τὴν ἀγορὰν βαίνουσα, μὲ τὰς κραυγὰς τῶν γυμνοπόδων παίδων.
― «Ζήτω οἱ καλοὶ πατριῶτες! Ζήτω ἡ νοικοκυροσύνη!»
Οἱ παῖδες τῆς δευτέρας διαδηλώσεως ἔκραζον ἀφ᾽ ἑτέρου:
― «Ζήτω ὁ Γεροντιάδης! Ζήτω τὸ τσαρούχι! Ζήτω οἱ ξυπόλυτοι!»
― Τ᾽ ἀκοῦς, βρὲ Μιχάλη; εἶπεν εἷς τῶν ἀγυιοπαίδων τῆς πρώτης διαδηλώσεως πρὸς τὸν παραπλεύρως αὐτοῦ βαδίζοντα ὁμήλικόν του, ἐμᾶς τὸ φωνάζουν τὸ ζήτω.
― Πῶς τὸ ξέρεις;
― Δὲν ἀκοῦς ποὺ φωνάζουν, ζήτω οἱ ξυπόλυτοι!
― Τότες τί νὰ τοὺς φωνάξουμε κ᾽ ἐμεῖς;
― Φωνάζουμε κ᾽ ἐμεῖς: Ζήτω οἱ ξυπόλυτοι;
―Ὄχι! νὰ φωνάξουμε καλύτερα: Ζήτω οἱ ξ᾽σκιζάνηδες*!
Καὶ διὰ μιᾶς ἐφώναξαν ὅλοι μὲ καθαρὰν καὶ διάτορον φωνήν: Ζήτω οἱ ξ᾽σκιζάνηδες!
― Σιούτ, βρέ! ἔκραξε πρὸς τοὺς παῖδας ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας· καὶ συγχρόνως, ἀποταθεὶς πρὸς τοὺς ἄνδρας, ἐξηγῶν ὡς εἰρωνείαν τάχα τὴν κραυγήν, εἶπε:
― Καλὰ τοὺς ἐκορόιδεψαν οἱ διαόλοι.
Καθ᾽ ὅσον δὲ ἐπλησίαζον εἰς τὴν ἀγοράν, οἱ τελευταῖοι βαδίζοντες, οἵτινες, φαίνεται, εἶχαν μείνει τελευταῖοι ἐπίτηδες, ἐβράδυναν ἔτι μᾶλλον τὸ βῆμα. Ὁ Λάμπρος, ὅστις ὑπώπτευε τοὺς σκοπούς των, ἔστειλε δύο τῶν στενωτέρων αὐτῷ νὰ μεταβῶσιν οὐραγοί, ὅπως τοὺς ἐπιτηρῶσιν. Ἀλλὰ μεθ᾽ ὅλην τὴν ἐπαγρύπνησιν ταύτην, εἰς τὴν πρώτην καμπὴν τῆς ὁδοῦ, πρὶν ἀρχίσωσι νὰ κατέρχωνται τὸ ἀντικρύζον τὴν ἀγορὰν μέγα λιθόστρωτον, ἀνὰ δύο, ἀνὰ τρεῖς, οἱ τελευταῖοι βαίνοντες, ἔμενον διά τινα ἀφορμὴν ὀπίσω, ἔσκυφταν εἰς τὴν πεζούλαν νὰ δέσωσι τὰ λωρία των ἢ νὰ ξεσκονίσωσι τὴν περισκελίδα των, καὶ εἶτα ἐξεκλέπτοντο, ἀπεκόπτοντο ἀπὸ τὴν διαδήλωσιν, κ᾽ ἔφευγον δι᾽ ἄλλης ὁδοῦ, μὴ θέλοντες νὰ προβάλωσι κεκυρωμένοι ὀπαδοὶ τοῦ ἑνὸς κόμματος εἰς τὴν ἀγοράν, μὲ ὅλην τὴν μοναξίαν ἥτις ἐπεκράτει ἐν ταύτῃ μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τῶν δύο διαδηλώσεων. Ἀπεσπάσθησαν οὕτω πολλοί, σχεδὸν οἱ ἡμίσεις τῶν ἀνδρῶν. Ὅθεν, ὅταν ἡ διαδήλωσις τοῦ Λάμπρου τοῦ Βατούλα ἔφθασεν εἰς τὴν προκυμαίαν, ἔκαμεν εἰς ὅλους πενιχρὰν ἐντύπωσιν.
Ἐν τούτοις ὁ Λάμπρος ἐζήτησε νὰ τὴν ἀναζωπυρήσῃ διὰ τοῦ χοροῦ καὶ τῆς μουσικῆς, καὶ ὁδηγῶν αὐτὸς τὸν κάβο* ἤρχισε τὸν χορὸν ἐπὶ τῆς πλατείας ἀποβάθρας καὶ τῆς προκυμαίας.
Μετὰ μίαν ὥραν ἐπέστρεψε καὶ ἡ δευτέρα διαδήλωσις, καὶ ἔστησε τὸν χορὸν ἔξωθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ Θόδωρου τοῦ Μοστροπούλου, εἴπερ ποτὲ προθύμου καὶ ἐνθουσιώδους ὀπαδοῦ τοῦ κόμματος.
Πρὸ τῆς δύσεως δὲ τοῦ ἡλίου, ὁ χορὸς ἐγενικεύθη καθ᾽ ὅλην τὴν ἀγοράν, ὥστε δὲν ὑπῆρχεν ἀνὴρ ἢ παῖς, γερόντιον ἢ νεανίας, ὅστις νὰ μὴ χορεύσῃ ἑκουσίως, ἀκουσίως, αὐθορμήτως ἢ ἐντέχνως. Τινὲς μάλιστα τῶν γερόντων ἐπέστρεψαν οἴκαδε βαδίζοντες «μποὺ ντουβὰρ μπενίμ, μποὺ ντουβὰρ σενίμ»*, χάρις εἰς τὰς ἀφθόνους σπονδὰς τὰς γενομένας πρὸς τιμὴν τῶν κ.κ. Γεροντιάδου, Ἀλικιάδου, Χαρτουλαρίου καὶ λοιπῶν. Καὶ περὶ τὸ μεσονύκτιον ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον ὕπνον, οἱ τοῖχοι καὶ τὰ πατώματα πάσης οἰκίας ὑφίσταντο τὸν ἀντίκτυπον τοῦ μανιώδους χοροῦ τῆς ἑσπέρας, χορεύοντες κατ᾽ ἀντανάκλασιν, ὡς νὰ εἶχον συμπίει μετὰ τῶν ἰδιοκτητῶν των ἐκ τοῦ ἐκλογικοῦ οἴνου, τοῦ σπεισθέντος ἀναλώμασι τῶν κ.κ. Γεροντιάδου, Ἀλικιάδου, καὶ συντροφίας.

Η´

Ἀνέτειλε τέλος ἡ ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς, καὶ τὸ δημοτικὸν Σχολεῖον, πρὸς μεγίστην ἀγαλλίασιν τῶν παιδίων, τὰ ὁποῖα ἐσχόλασαν ἕνεκα τούτου ἀπὸ τῆς ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς, εἶχε κοσμηθῆ μὲ δύο μακρὰ ἄκομψα κιβώτια, φέροντα πέντε κάλπας παμπαλαίους, βαναυσουργεῖς, μετ᾽ ἀκόμψων πιττακίων φερόντων τῶν ὑποψηφίων τὰ ὀνόματα. Ὁ κὺρ Ἀγγελὴς ὁ Μαλλίνης ἐπερίμενεν ἀνυπομόνως τὴν ἡμέραν ταύτην, πότε ν᾽ ἀνατείλῃ. Πρὸ δέκα ἐτῶν ἀκόμη μετήρχετο εὐδοκίμως τὸν δικολάβον, εἶχε δὲ ὑπηρετήσει καὶ ὡς δημόσιος ὑπάλληλος. Ἀλλ᾽ ἔκτοτε ἡ ἀνάδειξις νεωτέρων ἀγνώστων ἀνθρώπων ἐπιτρίπτων καὶ παμπονήρων καὶ ἡ ὑπέρμετρος χρῆσις τοῦ οἴνου τὸν εἶχον καταστήσει ἀπόμαχον. Ἀπὸ δεκαετίας δὲν ἔκαμνε πλέον ἄλλο ἔργον εἰμὴ ἐπερίμενε πότε νὰ διαταχθῶσιν ἐκλογαί, δημοτικαὶ ἢ βουλευτικαὶ ἢ καὶ τῶν ἐπαρχιακῶν συμβούλων, ἢ πότε νὰ ἐνεργηθῇ τοπική τις συμπληρωτικὴ ἢ ἐπαναληπτικὴ ἐκλογή, ἕνεκα θανάτου, παραιτήσεως ἢ ἀκυρώσεως, βέβαιος ὢν ὅτι ἡ ἐφορευτικὴ ἐπιτροπή, ἐξ οἱωνδήποτε καὶ ἂν ἀπετελεῖτο, αὐτὸν θὰ προσελάμβανεν ὡς γραμματέα. Εἶχεν ἀποκτήσει εἰς τοῦτο ἀδιαφιλονίκητον εἰδικότητα, καὶ ἦτο ἡ μόνη ἐνασχόλησίς του. Εὐτυχῶς δὲν εἶχε τέκνα, αὐτὸς δὲ καὶ ἡ γραῖά του ἀπέζων ἀπὸ τὰ τελευταῖα λείψανα τῶν δανείων τὰ ὁποῖα εἶχε λάβει ἐπ᾽ ὑποθήκῃ τοῦ ἀρτίως ἐκπλειστηριασθέντος ἐλαιῶνός του, ἢ ἀπὸ τὸ ἀντίτιμον τῶν δύο τελευταίων χωραφίων του, τὰ ὁποῖα εἶχεν ὁ ἴδιος πωλήσει. Τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅτε ἡ ἐκλογὴ ἦτο τετραήμερος, ἦτο λίαν εὐάρεστος δι᾽ αὐτόν, διότι καὶ καλύτερον μισθὸν ἐλάμβανε καὶ πλείονα δεῖπνα εἱστιᾶτο, ὑπὸ τῆς φιλοτιμίας τῶν ὑποψηφίων, ἀντιπροσώπων καὶ λοιπῶν, προσφερόμενα.
Αὐτὸς καὶ ὁ πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς, ὁ γέρων ἀγωνιστὴς Νιαουστεύς, διηγοῦντο πρὸς ἀλλήλους τὰς παλαιὰς ἀναμνήσεις τῶν ἐκλογῶν ἐπὶ Ὄθωνος, ἐξυμνοῦντες τὴν ἐπὶ τῆς πρώτης βασιλείας ἀκμὴν καὶ ζωτικότητα, ταλανίζοντες τὴν σημερινὴν νάρκην καὶ ἀηδίαν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν αἱ ἐκλογαὶ ἐγίνοντο μὲ ὄρεξιν, μὲ πεῖσμα καὶ μὲ μυθιστορικὰς πολλάκις περιπετείας. Εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ γέροντος προέδρου, ὅτε εἰς τὰς δημοτικὰς ἐκλογὰς ἐψηφοφόρουν οἱ μᾶλλον φορολογούμενοι, ἤρκει νὰ λάβῃ τις εἴκοσιν ἢ εἰκοσιπέντε ψήφους νοικοκυραίων, διὰ νὰ γίνῃ δήμαρχος, δὲν ἐχρειάζετο καθὼς σήμερον, νὰ ψηφίζωσιν ὅλοι οἱ παρακατινοί, ὅλοι οἱ ξωμερίτες*, ὅλες οἱ τσομπανοφλοέρες*. Καὶ ἂν τυχὸν ἠπειλεῖτο ἰσοψηφία, καὶ χωρικός τις ἔχων ψῆφον ἐδείκνυτο σκληροτράχηλος καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὰ γυρίσῃ, τὸν ἔκλεπτον, τὸν ἥρπαζον, τὸν ἀπῆγον, τὸν ἔκρυπτον εἰς ἀσφαλὲς μέρος, ὅπου ἔτρωγε κ᾽ ἔπινεν ἐκτάκτως παχυνόμενος ἐπὶ τρεῖς ἢ τέσσαρας ἡμέρας, ἑωσότου παρέλθουν αἱ ἐκλογαί. Εἶτα τὸν ἄφηναν ἐλεύθερον. Οὕτω πως ἐξησφαλίζετο ἡ ἐπιτυχία τοῦ δημάρχου, ὃν ἤθελεν ἡ τάξις τῶν φρονίμων νὰ ἐκλέξῃ. Εἰς τὰς βουλευτικὰς ἐκλογὰς πάλιν ἂν κ᾽ ἐψηφοφόρουν πολλοί, τὸ καλὸν ἦτο ὅτι δὲν ἐχρειάζοντο σφαιρίδια, ἴσχυον τὰ ψηφοδέλτια. Τοιαῦτα μικρὰ δελτάρια χάρτου εἷς καλὸς γραμματεὺς ἠδύνατο νὰ συντάξῃ πεντακόσια εἰς δύο ὥρας. Ἐπ᾽ αὐτῶν ἔγραφε τὰ ὀνόματα τῶν ὑποψηφίων οὓς ἤθελε, χωρὶς κἂν νὰ ἐρωτήσῃ τὸν ψηφοφόρον τίνας ἐπιθυμεῖ νὰ ἐκλέξῃ. Καὶ εἰς τὸν κατάλογον τῶν ψηφοφορησάντων δὲν ἦτο ἀνάγκη νὰ ἐγγράφωνται πάντοτε ὀνόματα ζώντων. Διὰ τῆς προσθήκης διακοσίων ἢ τριακοσίων ψηφοδελτίων ἐπ᾽ ὀνόματι ἰσαρίθμων συχωρεμένων, ὁ δήμαρχος καὶ ἡ ἐπιτροπὴ ἠδύναντο νὰ κεραυνοβολήσωσι τοὺς ἀντιπάλους, πλάττοντες αὐτοὶ ἀντιπροσώπους, οὓς ἤθελον. Ἐὰν ὅμως οἱ ἀντίθετοι τοὺς διέβαλλον ἐπὶ κιβδηλείᾳ καὶ πλαστογραφίᾳ, εὔκολον ἦτο νὰ ἐξαφανίσωσι πᾶν ἴχνος εἰσορμῶντες διὰ τοῦ παραθύρου εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς, κλέπτοντες διὰ νυκτὸς τὴν μοναδικὴν καὶ εὐμετακόμιστον μὲ τὸ χάρτινον φορτίον της κάλπην, καὶ καταστρέφοντες αὐτὴν καὶ τὸ περιεχόμενον, συγχρόνως δὲ ὑπογράφοντες ἀναφορὰν πρὸς τὸν κύριον νομάρχην, καὶ παρακαλοῦντες αὐτὸν εὐσεβάστως νὰ διατάξῃ νέας ἐκλογάς, «ἐπειδὴ οἱ ἀντίθετοι, βλέποντες τὴν ἀποτυχίαν των, ἐξηφάνισαν τὴν κάλπην».
Ὁ γέρων πρόεδρος ὑψηλός, εὐθυτενής, ὀγδοηκοντούτης, πάσχων τὴν ὅρασιν, ἀναμασῶν διὰ χιλιοστὴν φορὰν τὰς ἀναμνήσεις ταύτας, ἐπλησίασε πρὸς τὸ κιβώτιον τῶν καλπῶν κ᾽ ἔκυψε νὰ ἴδῃ ἂν αἱ κάλπαι ἦσαν καλῶς συνδεδεμέναι, ἂν ἡ σιδηρᾶ ράβδος εἶχε προσαρμοσθῆ καὶ σφραγισθῆ καλῶς. Δὲν ἦτο βέβαιος ἂν θὰ ἔβλεπε καλῶς αὐτός, ἤθελε μόνον νὰ τὸν ἴδωσιν οἱ ἄλλοι ὅτι καλῶς ἐπιβλέπει. Αἱ πέντε κάλπαι συνδεδεμέναι ὅπως ἦσαν διὰ τοῦ χονδροῦ σύρματος, ἀλλόκοτοι, ἀτερπεῖς, πένθιμοι κατὰ τὸ ἥμισυ, λευκαὶ καὶ μαῦραι, ὡμοίαζον μὲ πέντε καταδίκους τοῦ κατέργου, τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ξυραφισμένους, δεσμίους μὲ τὴν αὐτὴν ἅλυσον, κύπτοντας ἐπιπόνως, ἐκτελοῦντας τὴν ἡμερησίαν ἀγγαρείαν εἰς τὸν ναύσταθμον. Ὁ γέρων πρόεδρος ἔκυψεν ἐπὶ τῆς μιᾶς πλευρᾶς τοῦ πλάτους τοῦ κιβωτίου καὶ ἐπὶ τῆς ἄλλης κ᾽ ἐκοίταζε διὰ μακρῶν τὰς ἀρτίως ἐπιτεθείσας σφραγῖδας, κ᾽ ἐπὶ τοῦ στήθους του ἐκρότησαν ἐλαφρῶς τὰ παράσημα. Ἔφερε τὸ ἀριστεῖον τοῦ Ἀγῶνος ἀργυροῦν καὶ δύο ἀργυροῦς σταυροὺς τοῦ Σωτῆρος. Εἶχε παρακαλέσει πρὸ πολλοῦ ἕνα συνηλικιώτην του ἀρχαῖον ναυτικόν, ὅστις εἶχε ρίψει ὄχι ὀλίγα τουφέκια ὑπὸ τὸν Καρατάσον καὶ πολλὲς κανονιὲς ὑπὸ τὸν Κριεζήν, καὶ ἦτο κάπως γνησιώτερος ἀγωνιστὴς ἀπὸ αὐτόν, νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ τοῦ ἑνὸς Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος, λέγων ὅτι, ἀφοῦ κατὰ λάθος ἡ Κυβέρνησις τὸν ἐνθυμήθη δίς, «ἠμποροῦσε νὰ τὸν φορῇ αὐτός, καὶ τὸ ἴδιον θὰ ἦτο». Ἀλλ᾽ ὁ παράξενος γέρων τοῦ ἀπήντησεν ὅτι δὲν ἐξαναμωράθη ἀκόμη καὶ «δὲν τοῦ ἀρέσουν τὰ λιλιά». Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι, κατά τινα χύσιν παρασήμων γενομένην οὐ πρὸ πολλοῦ ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ δὲν ἐνθυμοῦμαι ποίας ἑορτῆς, ἡ Κυβέρνησις ἔστειλεν εἰς τὸν κύριον Νιαουστέα τὸν ἀργυροῦν σταυρὸν τοῦ Σωτῆρος, τὸν ὁποῖον ὁ γέρων εἶχεν ἀπὸ τοῦ 184… Ἀλλ᾽ ἡ πρώτη ἀπονομὴ εἶχε λησμονηθῆ, μὴ τηρουμένων καταλόγων, ὡς φαίνεται. Ἔκπληκτος ὁ κ. Νιαουστεὺς ἔλαβε τὸ δῶρον, καὶ δι᾽ ἀναφορᾶς παρεκάλεσε τὸ ὑπουργεῖον νὰ τὸν προβιβάσῃ, ἂν εὐαρεστῆται, εἰς τὸν χρυσοῦν Σταυρόν. Ἀλλ᾽ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις. Τότε ὁ Νιαουστεὺς ἠναγκάσθη ν᾽ ἀρκεσθῇ εἰς τοὺς δύο ἀργυροῦς, καὶ εἰς πᾶσαν ἑορτήν, βασιλικὴν ἢ καὶ θρησκευτικήν, τοὺς ἐκρέμα ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ τοὺς δύο. Σήμερον δέ, ἡμέραν ἐκλογῆς, ἀφοῦ μάλιστα ἦτο καὶ πρόεδρος τῆς ἐφορευτικῆς ἐπιτροπῆς, θέσις ἥτις δὲν τοῦ ἐφαίνετο μικροτέρα ἀπὸ τὴν τοῦ προέδρου τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, καθῆκόν του ἐνόμισε νὰ ἐμφανισθῇ εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς φορῶν τὰ παράσημά του.
Κατὰ τὴν τοποθέτησιν τῶν καλπῶν, περὶ τῆς ἀλφαβητικῆς τάξεως προκειμένου, ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος Μυροκλείδης, μέλος τῆς ἐφορευτικῆς ἐπιτροπῆς, ὄχι διότι ἐμερολήπτει ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος εἴτε ὑπὲρ τοῦ ἄλλου, ἀλλ᾽ ἐξ εὐσυνειδησίας διδασκαλικῆς, ἀπῄτει ἵνα τεθῇ πρώτη ἡ κάλπη τοῦ Ἀλικιάδου καὶ δευτέρα ἡ τοῦ Ἀβαρίδου, λόγῳ ὅτι ἡ ὀρθὴ γραφὴ τοῦ ὀνόματος εἶναι Αὐαρίδης διὰ διφθόγγου, τὸ δὲ ἀλ. προηγεῖται τοῦ αὐ. Ἰσχυρίζετο δὲ ὅτι ἡ παραγωγὴ τῆς λέξεως δὲν εἶναι ἐκ τοῦ ἀβαρία, καθόσον τότε θὰ ἦτο Ἀβαριάδης, οὔτε ἐκ τοῦ ἀβαρὴς δύναται νὰ εἶναι, διότι δὲν δύναται νὰ φαντασθῇ τις ὑποψήφιον βουλευτήν, ὅστις νὰ μὴν ἔχῃ τὴν ἀπαιτουμένην βαρύτητα. Ὁ κ. Ἀβαρίδης μάλιστα δὲν ἐπαρουσιάζετο πρώτην φορὰν τώρα ὡς ὑποψήφιος, ὅτε δὲν ἐφαίνετο νὰ ἔχῃ καὶ πολλὰς πιθανότητας ἐπιτυχίας, ἀλλ᾽ εἶχεν ἐκλεχθῆ ἄλλοτε καὶ διατελέσει δὶς βουλευτής. Τὴν τελευταίαν φορὰν μάλιστα, κάποιος ἐν Ἀθήναις ἰδὼν αὐτὸν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἀναγινώσκοντα ἐν καφενείῳ τὰ πρακτικὰ τῆς συνεδριάσεως τῆς προτεραίας ἐν τῇ Νέᾳ Ἐφημερίδι, τὸν ἠρώτησεν ἂν δὲν ἦτο παρὼν εἰς τὴν συνεδρίασιν. «Ὄχι, ἤμουν, ἀπήντησεν ὁ κ. Ἀβαρίδης, ἀλλὰ καλύτερα τὰ γράφει ἐδῶ». Εἶναι ἀληθὲς ὅτι κατὰ τὴν σύνοδον ἐκείνην, ὡς καὶ καθ᾽ ὅλην τὴν περίοδον δὲν εἶχε καλοχορτάσει τὸν ὕπνον ἐπὶ τῶν ἑδωλίων τῆς αἰθούσης τῶν συνεδριάσεων. Μόλις ἔκλειε τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ γείτων συνάδελφος, λίαν ὑποχρεωτικός, πολιτικὸς φίλος, τὸν ἐξύπνα ἀποτόμως σείων αὐτοῦ τὸν βραχίονα, καὶ τοῦ ἐσύριζεν εἰς τὸ οὖς μίαν λέξιν πάντοτε. Ναὶ ἢ Ὄχι. Σχεδὸν κάθε δέκα λεπτὰ ἐγίνετο ψηφοφορία. Κοπιωδεστάτη ὑπῆρξεν ἡ σύνοδος ἐκείνη. Τὰ νομοσχέδια ἐπέπιπτον σωρηδόν, ὡς βροχή, ὡς χάλαζα, κ᾽ ἐτάραττον τὸν ὕπνον τοῦ ἀγαθοῦ ἐπαρχιώτου. Μόλις ἀπεκοιμᾶτο κ᾽ ἐτάραττον τὸν ὕπνον του, ἐμφανιζόμενα ὡς «ἀναβάται καὶ τριστάται», ὡς ἅμαξαι τέθριπποι, ὡς στρατεύματα παρελαύνοντα ἐν ἤχῳ σαλπίγγων, ἐν βοῇ καὶ ἀλαλαγμῷ. Φοβερὰς ἀναμνήσεις τοῦ εἶχεν ἀφήσει ὅλη ἡ σύνοδος ἐκείνη. Καὶ τώρα, ἂν ἐπαρουσιάζετο πάλιν κ᾽ ἐζήτει τὰς ψήφους τῶν συμπολιτῶν του, αὐτὸς δὲν καλοήθελε, ἄλλοι τὸν εἶχαν παρακινήσει. Τοιαῦτά τινα διηγεῖτο προχθές, ὅταν ἐπεσκέφθη τὸν δῆμον μετὰ τῶν συνυποψηφίων του. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος Μυροκλείδης δὲν ἐνόμιζεν ὅτι τὸν ἔβλαπτεν, ἂν μετέθετε δευτέραν τὴν κάλπην του. Τὸ ὄνομα εἶναι σύνθετον, εἶπεν, ἐκ τοῦ αὖος, ξηρός, καὶ ἀρίς, τὸ σκέλος. Ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ ἀμπάριἈμπαρίδης, ἂν εἶναι, καὶ ὁ κάτοχος τοῦ ὀνόματος ἠθέλησε νὰ τὸ ἐξελληνίσῃ, κατὰ τὸ ἔθος (καθ᾽ ὃν τρόπον ὁ ἴδιος ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ἔλεγεν, εἶχεν ἕνα μαθητὴν Μπογιατζὴν καλούμενον, τὸν ὁποῖον ἐξηυγένισεν εἰς Βοϊαζίδην), πάλιν τὸ ἀλ. προηγεῖται τοῦ ἀμ. Τοιαῦτά τινα ἰσχυρίζετο ὁ διδάσκαλος. Ὁ πρόεδρος δέ, ὁ γερο-Νιαουστεύς, ὅστις ἐφρόνει τὰ τῶν Χαλασοχώρηδων καὶ ἦτο εὐνοϊκὸς πρὸς τὸν Ἀλικιάδην καὶ Καψιμαΐδην, χωρὶς νὰ ἐννοῇ καλὰ-καλὰ τὰ διδασκαλικὰ ἐπιχειρήματα, ἔσπευσε νὰ τὸν δικαιώσῃ, καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ διατάξῃ, ὅπως τεθῇ πρώτη ἡ κάλπη τοῦ Ἀλικιάδου, μεταβαλλομένης τῆς ὀρθογραφίας τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀβαρίδου ἐπὶ τῆς πινακίδος τῆς οἰκείας κάλπης. Οὐδ᾽ ἐσυλλογίσθη μάλιστα ὅτι ἡ ἀριθμητικὴ τάξις τῶν καλπῶν καὶ ἡ ὀρθογραφία τῶν ὀνομάτων ἦτο ἔργον τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς, καὶ ὅτι ἂν ἔπραττεν αὐθαίρετόν τι ἡ ἐπιτροπή, λόγους μόνον ἀκυρότητος θὰ ἐδημιούργει καὶ λαβὴν πρὸς ἐνστάσεις θὰ παρεῖχεν. Ὁ γερο-Νιαουστεὺς δὲν ἐχώνευε τὸν Ἀβαρίδην, συνεπάθει δ᾽ ἐξόχως πρὸς τὸν Ἀλικιάδην καὶ Καψιμαΐδην. Τὸν δεύτερον μάλιστα ἐξετίμα πολύ, καὶ ἂν ἦτο εἰς τὸ χέρι του, θὰ ἐτοποθέτει πρώτην ὄχι τὴν κάλπην τοῦ Ἀλικιάδου, ἀλλὰ τὴν τοῦ Καψιμαΐδου τὸν ὁποῖον εἶχεν ἐπονομάσει τις «τὸ ἄρτυμα τῆς παρέας τῶν ὑποψηφίων». Ἐβεβαίουν ὅσοι τὸν εἶχαν πλησιάσει, ὅτι τὰ ἐνδύματά του ἢ ὁ ἱδρώς του ἀπέπνεον παχὺ ἄρωμα ἀφρογάλακτος καὶ βουτύρου.
Ἦτο λίαν εὐδόκιμος διοικητικὸς ὑπάλληλος, καὶ διωρίζετο κατ᾽ ἐκλογὴν ἰδίως εἰς τὰς βουτυροφόρους ἐπαρχίας. Ἴσως ἀπέκτησε τὴν ὀσμὴν ταύτην ἐκ τῆς πολυχρονίου ἀναστροφῆς μετὰ κτηνοτρόφων καὶ τυροκόμων, τῶν ὁποίων τὰ συμφέροντα μετὰ ζήλου ἐπροστάτευε. Πρὸ δύο ἐτῶν ἀκόμη, ὅτε ἦτο διωρισμένος, εἶχε λάβει ποτὲ ἑνὸς μηνὸς ἄδειαν, ὅπως μεταβῇ εἰς τὴν πατρίδα του. Ὁ καπετὰν Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, ὅστις τὸν παρέλαβεν εἰς τὸ κότερον ἀπό τινος παραλίας τῆς Φθιώτιδος, τὸν εἶδε νὰ μπαρκάρῃ φέρων ὁλόκληρον δωδεκάδα δερματοτυρίων καὶ δύο κολοσσαίους πίθους βουτύρου. Ἤρχετο ἔκ τινος πολυθρέμμονος ἐπαρχίας, καὶ δὲν εἶχε νομίσει ἀξιοπρεπὲς νὰ ὑπάγῃ «μὲ ἄδεια χέρια» εἰς τὴν πατρίδα του. Ἦτο λίαν καλοφορεμένος καὶ σοβαρὸς κύριος, καὶ ὁ κυβερνήτης τοῦ κοτέρου τὸν ἔβλεπε διὰ πρώτην φοράν.
― Κάνεις τὸ ἐμπόριο τῶν τυριῶν τουλόγου σου; τὸν ἠρώτησεν ὁ καπετὰν Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι.
―Ὄχι, εἶμαι ἔπαρχος, ἀπήντησε μετὰ σοβαρᾶς ὑπεροψίας ὁ κ. Καψιμαΐδης…
― Ἄ! κατάλαβα…
Καὶ δὲν ἀντήλλαξαν πλέον λέξιν καθ᾽ ὅλον τὸν πλοῦν. Τοῦτον λοιπὸν τὸν Καψιμαΐδην θὰ ἐπεθύμει νὰ βάλῃ πρῶτον τῇ τάξει ὁ γερο-Νιαουστεύς, ὁ καὶ πρόεδρος, ἀντὶ τοῦ Ἀβαρίδου, ἀντὶ καὶ τοῦ Ἀλικιάδου αὐτοῦ. Ἀλλ᾽ ἡ πλειονοψηφία τῆς ἐπιτροπῆς, ἥτις ἀνῆκεν εἰς τὶς Ἀνδρογυνοχωρίστρες καὶ ὑπεστήριζε τὸν Γεροντιάδην καὶ Ἀβαρίδην, ἀντέστη, καὶ οὕτως ἔμεινε πρώτη ἡ κάλπη τοῦ Ἀβαρίδου.

Θ´

Ἔξω, οὐ μακρὰν τοῦ τόπου τῆς ἐκλογῆς, τὰ πρακτορεῖα εἰργάζοντο δραστηρίως. Τὸ πρακτορεῖον τῶν Χαλασοχώρηδων ἔκειτο ἀπέναντι ἀκριβῶς τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, καὶ ἡ μία θύρα ἀντίκρυζε μὲ τὴν θύραν τοῦ σχολείου, ἡ ἄλλη ἦτο κρυφή. Διὰ τῆς δευτέρας εἰσήρχοντο οἱ ἐκλογεῖς, ἐπλησίαζον ὁδηγούμενοι ὑπὸ τοῦ Λάμπρου εἰς γραφεῖόν τι μὲ καινουργῆ κάγκελα ἀχρωμάτιστα, ἔσωθεν τῶν ὁποίων ἐκάθητο ἐν μέσῳ καταστίχων καὶ πλησίον ἡμιανοίκτου συρταρίου ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος. Ἐκεῖ οἱ ἐκλογεῖς ἤκουαν «τὸν κρυφὸ τὸ λόγο», ἐφωδιάζοντο μὲ δύο ἢ τρία «φυσέκια»*, καὶ ἐξήρχοντο διὰ τῆς ἄλλης θύρας, ὅπου ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας τοὺς προέπεμπεν ἐπιτηρῶν αὐτούς, διὰ νὰ βλέπῃ ἂν θὰ μετέβαινον κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς. Οἱ πλεῖστοι εἴτε διότι εἶχαν ἐπισκεφθῆ ἤδη καὶ τὸ ἄλλο πρακτορεῖον, εἴτε διότι δὲν τοὺς ἐπέτρεπεν ἡ συνείδησίς των νὰ λάβωσι καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη «κουκουλόσπορο»*, ἐπήγαιναν κατ᾽ εὐθεῖαν· μερικοὶ ὅμως, ἐνῷ ἐκαμώνοντο ὅτι ἐπερίμεναν νὰ εὕρουν σειρὰν διὰ νὰ εἰσέλθουν, μὲ τρόπον «τὸ ἔστριβαν». Τότε ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας προσεποιεῖτο γενναιοτέραν ἀγανάκτησιν παρ᾽ ὅσην πράγματι ᾐσθάνετο. Διότι δὲν ἦτον καὶ πολὺ εὐχαριστημένος κατ᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν τῆς ἐκλογῆς.
Τοῦτο δέ, διότι οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι τοῦ κόμματός του τὸν εἶχαν διαβάλει παρὰ τῷ Ἀλικιάδῃ καὶ Καψιμαΐδῃ, εὑρόντες λαβὴν τὴν φανερὰν προσπάθειαν καὶ τὸν ζῆλον, ὃν ἐδείκνυεν ὁ Λάμπρος πρὸς τὸν Χαρτουλάριον, προτιμῶν τοῦτον μᾶλλον ὡς βουλευτήν, ἢ ἐνδυναμώνων, διὰ τῆς πρὸς αὐτὸν παρεχομένης ἀνωφελοῦς ἄλλως συνδρομῆς, τοὺς ἀντιπάλους Γεροντιάδην καὶ Ἀβαρίδην. Ὅθεν οἱ δύο ὑποψήφιοι, οἱ ὑποστηριζόμενοι ὑπὸ τοῦ κόμματος τῶν Χαλασοχώρηδων, τείναντες τὸ οὖς εἰς τὰς διαβολὰς ταύτας, ἀπέσυραν ἀπὸ τοῦ Λάμπρου μέρος τῆς πρὸς αὐτὸν παρεχομένης ἐμπιστοσύνης, καὶ ἔδωκαν τὰ πιστὰ εἰς τὸν κὺρ Μανουῆλον τὸν Στεριωμένον, εἰς χεῖρας τοῦ ὁποίου ἐνεπιστεύθησαν καὶ τὰ ἐκλογικὰ ἔξοδα. Ἦτο δὲ ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος, καλὸς νοικοκύρης, ἐμπορο-παντοπώλης καὶ κτηματίας καὶ σύμβουλος τοῦ Δήμου ἰσόβιος, τόσον ὥστε μίαν φορὰν μόνον, ὅτε ἦλθε δέκατος τέταρτος, ἤτοι δεύτερος παραπληρωματικός, ὁ ἴσκιος του ἢ ἡ καλή του τύχη «ἐψωμόφαγε»* μετ᾽ ὀλίγας ἑβδομάδας δύο τῶν πρὸ αὐτοῦ πλειονοψηφησάντων, καὶ οὕτως εἰσῆλθεν εἰς τὸ Δημοτικὸν συμβούλιον ὡς ἐνεργὸν μέλος.
Ἦτο δὲ ἄνθρωπος μὲ ἐπιρροήν, διότι ἤξευρε νὰ κάμνῃ «εὐκολίας» εἰς χωρικούς. Μίαν ὀκὰν ἀχύρου ἔδιδε τὸν χειμῶνα ἐκ τῆς προμηθείας του, μίαν ὀκὰν κριθῆς ἐλάμβανε τὸ θέρος ἐκ τοῦ ἁλωνίου. Εἶχεν ὅλας τὰς ἀρετὰς τοῦ μύρμηκος καὶ ὑπερεῖχεν αὐτοῦ κατὰ μίαν, ὅτι ἦτο δανειστής. Μίαν ὀκὰν ἐλαίας ἔδιδε τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν εἰς πτωχὴν χήραν, μίαν ὀκὰν ἔλαιον ἐλάμβανε τὸ φθινόπωρον εἰς τὴν ἀποθήκην, ὅπου εἶχεν ἀραδιασμένας περὶ τὰς δύο δωδεκάδας μεγάλους πίθους κτιστοὺς ἀσβεστωμένους καὶ χωμένους εἰς τὴν γῆν. Περίεργον δὲ ὅτι ἐνῷ τὰ σταθμὰ τοῦ μαγαζείου του ἦσαν ὄχι λιποβαρέστερα ἢ τὰ τῶν ἄλλων παντοπωλῶν, τὰ μέτρα τῆς ἀποθήκης του ἐφημίζοντο ὡς σωστὰ καὶ μάλιστα ὡς πρόσβαρα. Δι᾽ ὅλων αὐτῶν τῶν μέσων, ὡς καὶ διά τινων χρηματικῶν δανείων, τὰ ὁποῖα ἐδάνειζε τοὺς χωρικούς, «τὸ διάφορο κεφάλι»*, εἶχεν ἀποκτήσει οὐ μικρὰν περιουσίαν, δημοπρατήσας τὰς οἰκίας ἢ τὰς ἀμπέλους τινῶν χωρικῶν, οἵτινες οὐδ᾽ ἔλειψαν ἔκτοτε ἀπὸ πλησίον του, οὔτε ἔχθραν ἢ μνησικακίαν ἐφαίνοντο τρέφοντες πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ τοὐναντίον μάλιστα ἐφαίνοντο ὡς νὰ τοῦ ἦσαν ὑπόχρεοι. Τοῦτο δέ, διότι εἰς τὰ χωρία καὶ εἰς τὰς μικρὰς πόλεις, οἱ πτωχοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔχουσι κανὲν μέσον πῶς νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν μικρεμπόρων, τῶν μικροκεφαλαιούχων καὶ τῶν δικολάβων.
Αὐτοὶ οἱ τύραννοί των εἶναι καὶ οἱ προστάται των. Ὁ ἴδιος ὅστις ἐπώλησε χθὲς τὸν βοῦν ἢ τὸν ἀγρὸν τοῦ δεῖνος γεωργοῦ, ὁ ἴδιος θὰ δανείσῃ αὔριον τὸν αὐτὸν γεωργὸν ἢ θὰ τὸν πιστώσῃ, ἐπιφυλαττόμενος μετ᾽ οὐ πολὺ νὰ τοῦ πωλήσῃ τὴν οἰκίαν ἢ τὴν ἄμπελον. Καὶ μετά τινα χρόνον, ὅτε δὲν θὰ ἔχῃ πλέον οὔτε ἀγρόν, οὔτε βοῦν οὔτε ἄμπελον οὔτε οἰκίαν, αὐτὸς πάλιν ὁ τύραννος, αὐτὸς ὁ προστάτης, θὰ τὸν μισθώσῃ ὅπως καλλιεργῇ ἀντὶ εὐτελοῦς ἀμοιβῆς τὸν κατεσχημένον, τὸν πρῴην ἰδικόν του ἀγρὸν ἢ τὴν ἄμπελον. Καὶ οὕτω ἀληθεύει κοινή τις παροιμία λεγομένη περὶ τῆς λάσπης, εἰς τὴν ὁποίαν, ὅσον προσπαθεῖ ν᾽ ἀπαλλαγῇ τις, τόσον βαθύτερα χώνεται, ἢ περὶ τῆς ψώρας, ἥτις ὅσον μοχθεῖ νὰ τὴν ἐξαλείψῃ τις, τόσον πληθύνεται. Τὸ αὐτὸ καὶ χειρότερον συμβαίνει, ἂν ὁ χωρικὸς ἐδοκίμαζεν εἰς τὸ ἥμισυ τῆς ὁδοῦ, ν᾽ ἀπαλλαχθῇ τοῦ πρώτου καλοθελητοῦ, ὠρφανευμένος ἀπὸ τὸν βοῦν καὶ τὸν ἀγρόν, σώζων τὴν οἰκίαν καὶ τὴν ἄμπελον. Θ᾽ ἀντικαθίστα ἁπλῶς τὸν καλοθελητήν, θὰ ἤλλαζε προστάτην καὶ τύραννον, ἀλλὰ δὲν θὰ ἐγλύτωνεν οὔτε τὴν ἄμπελον οὔτε τὴν οἰκίαν. Ὁ νέος καλοθελητὴς θὰ ἐφήρμοζεν ἁπλῶς τὸ αὐτὸ σύστημα, μὲ τὴν ἐπὶ τὸ χεῖρον διαφοράν, πρὸς ζημίαν τοῦ χωρικοῦ, ὅτι θὰ ᾐσθάνετο ὀλιγώτερον πρὸς αὐτὸν οἶκτον. Τρίτος τρόπος θὰ ἦτο νὰ καταφύγῃ ἐγκαίρως ὁ χωρικὸς πρὸς τὸν δικολάβον. Ἀλλ᾽ ὁ δικολάβος εἶναι τὸ χείριστον κακόν. Θὰ ἐδίδασκε τὸν χωρικὸν τὴν στρεψοδικίαν καὶ τὸ ψεῦδος, θὰ τὸν ἔπειθε νὰ ψευδορκήσῃ, θὰ τοῦ μετέδιδε τὰ πρῶτα σπέρματα τῆς δικομανίας καὶ τῆς φυγοπονίας, καὶ θὰ τοῦ ἔτρωγεν ἐπίσης τὸν βοῦν, τὸν ἀγρὸν ἢ τὴν οἰκίαν καὶ τὴν ἄμπελον.
Εἰς τοῦτον λοιπὸν τὸν κὺρ Μανουῆλον τὸν Στεριωμένον εἶχαν δώσει πᾶσαν ἐμπιστοσύνην ὁ Ἀλικιάδης καὶ ὁ Καψιμαΐδης, παραγκωνίσαντες τὸν Λάμπρον Βατούλαν, ὅστις, πλὴν τοῦ πλεονεκτήματος τῶν πλησίον τοῦ Γιαννάκου τοῦ Χαρτουλαρίου ἐκδουλεύσεών του, ἐζήτησε νὰ παρηγορηθῇ κατ᾽ ἄλλον τρόπον καὶ ἐκ τοῦ μέρους τούτου. Τὴν ἡμέραν τῆς ἐκλογῆς, παρουσιαζόμενος κάθε τέταρτον, κάθε εἴκοσι λεπτὰ εἰς τὸ πρακτορεῖον, εἰσερχόμενος, ἐξερχόμενος, δρομαῖος, πολύφροντις, σπογγίζων ἐπὶ τοῦ μετώπου τὸν ἱδρῶτα μὲ λευκὸν λινομέταξον μανδήλιον, εἰσέβαλλεν ὀπίσω ἀπὸ τὰ κάγκελα, διέκοπτεν ἀποτόμως πᾶσαν συνεννόησιν ἢ διαπραγμάτευσιν τοῦ Στεριωμένου μετὰ ψηφοφόρων ἢ ψηφοθηρῶν, ἔκυπτεν εἰς τὸ οὖς του, τοῦ ὡμίλει, καὶ εἰς ἀπάντησιν ὁ κὺρ Μανουῆλος, πότε μορφάζων, πότε στενάζων, πάντοτε σκυθρωπός, τοῦ ἔθετεν εἰς τὴν παλάμην, ἄλλοτε ἕν, ἄλλοτε δύο δεκάρικα, δύο ἢ τρία φυσέκια χαλκίνων κερμάτων, καὶ ὁ Λάμπρος ἐπὶ ἀτμοῦ ἀμέσως ἔφευγεν, ἐτρέπετο δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ πρὸς τὸν δρόμον τῆς συνοικίας, διὰ νὰ ἐπανέλθῃ καὶ πάλιν μετὰ εἴκοσι λεπτὰ ἢ μετὰ ἡμίσειαν ὥραν.
Ἰδοὺ τί συνέβαινεν. Ὁ Λάμπρος τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἶχε βάλει εἰς πρᾶξιν τὴν μέθοδον «τῶν κρυφῶν ἐκλογέων». Διηγεῖτο ἑκάστοτε εἰς τὸν κὺρ Μανουῆλον τὸν Στεριωμένον ὅτι εἶχε δύο ἐκλογεῖς, δύο σίγουρους ψήφους, κρυφούς, οἱ ὁποῖοι, ὡς νοικοκυραῖοι ἄνθρωποι, βλέπεις, πτωχοὶ καὶ ὑπερήφανοι, ἐσυστέλλοντο νὰ παρουσιασθῶσι φανερὰ εἰς τὸ «πρακτορεῖον», διὰ νὰ πάρουν λεπτά. Ὁ κὺρ Μανουῆλος προσεποιεῖτο ὅτι τὸν ἐπίστευε, δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀρνηθῇ ἀπολύτως τὴν πληρωμήν, καθόσον δὲν εἶχεν ὁδηγίας νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ ἀπὸ τὸν Ἀλικιάδην καὶ ἀπὸ τὸν Καψιμαΐδην.
Ἐφρόντιζε μόνον ὡς καλὸς διαχειριστὴς καὶ ὡς καλύτερος ἔμπορος «νὰ κόφτῃ» κάτι τι ἀπὸ τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ Λάμπρου. Ἐὰν ἐκεῖνος ἐζήτει εἰκοσιπεντάρικον, ὁ κὺρ Μανουῆλος ἔδιδεν ἓν δεκάρικον καὶ δύο φυσέκια τῶν τεσσάρων δραχμῶν, ἐὰν τοῦ ἐζήτει δύο δεκάρικα, ἔδιδε δύο πεντάρικα καὶ ἓν φυσέκιον μ᾽ ἑξῆντα πεντάρες. Ὁ Λάμπρος ἐγόγγυζεν ἑκάστοτε λέγων ὅτι «δὲν θὰ ταιριαστοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ τόσα», ὁ δὲ Μανουῆλος ἐμορμύριζεν ἐν σπουδῇ: «Κοίταξε νὰ τοὺς καταφέρῃς, δὲν ἔχουμε πολλὰ λεπτά». Καὶ ὁ Βατούλας ἐλάμβανε τὰ χρήματα κ᾽ ἐκινεῖτο νὰ ἐξέλθῃ.
Ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος τὸν ἐκράτει τότε καὶ ἀπῄτει νὰ τοῦ εἴπῃ τοὐλάχιστον τὰ ὀνόματα τῶν «κρυφῶν ἐκλογέων», διὰ νὰ τὰ σημειώσῃ εἰς τὸ κατάστιχον, ἀλλ᾽ ὁ Λάμπρος διεμαρτύρετο μὲ τόνους αἰσθηματικούς, πρόθυμος νὰ κοκκινίσῃ αὐτὸς διὰ νὰ παράσχῃ δεῖγμα τοῦ πῶς θὰ ἐκοκκίνιζαν οἱ πελάται του, κ᾽ ἔλεγε: «Δὲν κάνει νὰ ἐκθέσουμε τοὺς ἀνθρώπους· τότε, καλύτερα νὰ λείπῃ!» Κ᾽ ἐνῷ αἱ χεῖρες, αἱ κρατοῦσαι τὰ χαρτονομίσματα καὶ τὰς δεσμίδας τῶν κερμάτων ἐτείνοντο μακραὶ πρὸς στιγμὴν ὡς διὰ νὰ ἐπιστρέψωσι τὰ χρήματα εἰς τὸ γραφεῖον, τοῦ κὺρ Μανουήλου μὲ βλέμμα ἐναγωνίου προσδοκίας παρακολουθοῦντος τὴν κίνησιν, αἴφνης αἱ χεῖρες αὗται ἐχώνοντο βραχεῖαι εἰς τὰ θυλάκια τῆς ἰδίας περισκελίδος του, ἀποθέτουσαι τὰ χρήματα ἐκεῖ.
Τὸ πρακτορεῖον τοῦ ἄλλου κόμματος ἔκειτο ἐπίσης οὐχὶ μακρὰν τοῦ σχολείου, ἀλλ᾽ ὄπισθεν, εἰς ὀλιγώτερον κεντρικὸν μέρος, καὶ ἡ θύρα του δὲν ἀντίκρυζε τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς. Ὅθεν ἐπειδὴ ἦτο δύσκολον ἀπ᾽ αὐτοῦ τοῦ πρακτορείου νὰ ἐπιτηρῶσι τοὺς ψηφοφόρους, ὅσοι ἐξερχόμενοι μετέβαινον εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς ἵνα ψηφοφορήσωσιν, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος ἔνευε συνήθως εἰς δύο ἢ τρεῖς τῶν στενωτέρων φίλων νὰ τοὺς συνοδεύωσιν, ἐνίοτε δὲ καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος τοὺς προέπεμπεν εἰς τὰς κάλπας. Ἦτο δὲ λεπτὸν καὶ ἀκανθῶδες τὸ πρᾶγμα. Ὁ συνοδεύων ὤφειλε νὰ μὴ δεικνύῃ ὅτι συνοδεύει. Ὤφειλε νὰ τοὺς ἐμβιβάζῃ μὲ τρόπον εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς, χωρὶς νὰ κάμνῃ ἐπίδειξιν ὅτι αὐτὸς τάχα τοὺς ὡδήγησε καὶ τοὺς παρέπεμψεν ὅπως ψηφοφορήσωσιν. Οἱ ἐντροπαλώτεροι τῶν ἐκλογέων, σχεδὸν ὅλοι, μὲ ὅλην τὴν μέθην ἣν εἶχόν τινες αὐτῶν, ἐστενοχωροῦντο καὶ διεμαρτύροντο λέγοντες ὅτι «τί, πρόβατα εἴμαστε νὰ μᾶς πᾶν ἔτσι;». Ἐν τοσούτῳ ἐνομίζετο ἐπάναγκες νὰ τοὺς ἐπιτηρῶσιν. Οἱ πονηρότεροι τῶν ψηφοφόρων, μὴ ἀπαξιοῦντες νὰ λάβωσι «βαμβακόσπορο»* καὶ ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, ἔβαινον μετὰ τῆς ὑστεροβουλίας, ὅπως ἐπισκεφθῶσι καὶ τὸ ἄλλο πρακτορεῖον, τὸ ὁποῖον ἔκειτο κατέμπροσθεν τοῦ ἐκλογικοῦ τμήματος. Τινὲς δέ, καὶ ἂν δὲν τὸ ἐπεθύμουν χάριν τοῦ διπλοῦ χορηγήματος, ἀλλ᾽ ἐφοβοῦντο τὰ μίση καὶ τοὺς κατατρεγμούς, καὶ δὲν ἤθελον νά ἐκτεθῶσι καὶ ἀπέναντι τοῦ κόμματος τῶν Χαλασοχώρηδων. Ὀλίγοι μόνον ἐκλογεῖς ἐφόρουν φανερὰ τὸ σημεῖον τοῦ κόμματος, ἄσπρην κορδέλαν ὡς Χαλασοχώρηδες, ἢ κοκκίνην ὡς Ἀνδρογυνοχωρίστρες. Πολλοὶ δέ, ἂν καὶ ἐβιάζοντο ὑπὸ τῶν κομματαρχῶν τῶν δύο μερίδων νὰ φορέσωσιν εἰς ἀπόκεντρον μέρος τὸ λευκὸν ἢ ἐρυθρὸν σῆμα, εὐθὺς ὡς ἐπρόβαλλαν εἰς τὴν ἀγοράν, τὸ ἀπέσπων ἀπὸ τῆς κομβιοδόχης των καὶ τὸ ἔκρυπταν εἰς τὸ θυλάκιον.
Ὁ βαμβακόσπορος τὸν ὁποῖον ἔδιδαν τὰ δύο κόμματα εἰς τοὺς ψηφοφόρους ἀνεβοκατέβαινεν, ἀπὸ δύο φυσέκια ἕως τέσσαρα καὶ πέντε, ἢ ἀπὸ μίαν σιχνάτσα* ἕως τρεῖς καὶ τέσσαρας. Εἶχαν φέρει ἐπὶ κραβάτου καὶ τὸν γερο-Κώσταν τὸν Γιούλαρην, δυστυχῆ παραλυτικόν, ἵνα ψηφοφορήσῃ ὑπὲρ τῶν Χαλασοχώρηδων.
Ἀλλοκότως δὲ πένθιμον ἦτο τὸ θέαμα τοῦ ταλαιπώρου πρεσβύτου, βασταζομένου ἐπὶ φορείου, ὑπὸ τριῶν ρωμαλέων ἀνδρῶν, εἰσκομιζομένου εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς, περιαγομένου ἔμπροσθεν τῶν καλπῶν, μετὰ κόπου κινοῦντος τὸν βραχίονα καὶ ρίπτοντος εἰς τὸ «σκασμένον» στόμιον τὰ σφαιρίδια. Εἶχαν φέρει ἀπὸ τὰ Καλύβια καὶ τὸν μπαρμπα-Γιώργην τὸν Ξοπούλην, ἄγροικον, ὅστις ἀπὸ τριάκοντα ἐτῶν δὲν εἶχε καταβῆ εἰκοσάκις εἰς τὴν πόλιν, καὶ τοῦτο μόνον ἐν καιρῷ ἐκλογῶν. Τοῦ εἶχαν τάξει ζεῦγος τσαρουχίων καὶ μίαν τραγόκαπαν, καὶ οὕτως ἐπείσθη νὰ ἔλθῃ. Κατῆλθε περὶ μεσημβρίαν μὲ ὅλον τὸ αἰπόλιόν του, μὴ ἐμπιστευόμενος νὰ τὸ ἀφήσῃ πρὸς ὥραν εἰς τὴν φροντίδα ἄλλου βοσκοῦ. Ἔφερε τὰς αἶγάς του ἕως εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ Σχολείου, εἰσήχθη εἰς τὸ πρακτορεῖον τῶν Χαλασοχώρηδων, εἶτα εὐθὺς μετέβη εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς, κρατῶν καὶ τὴν πήραν του ἀνηρτημένην ὑπὸ τὴν ἀριστερὰν μασχάλην, μόλις πεισθεὶς ν᾽ ἀφήσῃ τὴν μαγκούραν του ἔξω τῆς θύρας. Εἰσῆλθεν, ἐχαιρέτισε τὴν ἐπιτροπὴν καὶ τοὺς παρεστῶτας εἰπὼν «Γειά σας!», ἐψηφοφόρησεν, ἐξῆλθεν ἀμέσως, καὶ συρίξας συνήγαγε τὸ αἰπόλιόν του, καὶ ἀπῆλθεν ἐν βοῇ καὶ κωδωνισμῷ.
Οἱ Ἀνδρογυνοχωρίστρες ἔδωκαν ἀντὶ χαρτονομίσματος ἐξώφυλλα σιγαροχάρτου ἐπίχρυσα καὶ κυανίζοντα εἰς τὸν Γιάννην τὸν Ψειροκόνιδαν, βλάκα ἐκ γενετῆς, ὃν ἀπὸ ἑβδομάδος δὲν ἔπαυσαν ἐμπράκτως νὰ διδάσκωσιν, ὅπως μάθῃ νὰ διακρίνῃ τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν τῆς κάλπης, ἀποστηθίσῃ δὲ καὶ τῶν ὑποψηφίων τὰ ὀνόματα. Ἔδωκαν προσέτι τρία παλαιὰ σβάντζικα* αὐστριακὰ εἰς τὸν μαστρο-Δημητρὸν τὸν Λογαριασμόν, ὅστις δὲν εἶχε μάθει ν᾽ ἀναγνωρίζῃ ἄλλο νόμισμα, ὅπως ψηφοφορήσῃ ὑπὲρ τῶν ἰδικῶν των. Εἶχε προσαχθῆ τὸ πρωί, φορῶν τὴν κοκκίνην σκούφιαν του, ἀποκαὴς* ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἑσπερινὴν κραιπάλην, καὶ δὲν ἐχρειάσθη περισσότερον ἀπὸ δύο μαστίχας διὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς. Τὸν εἶχε προσαγάγει, μέγαν ἐπιδεικνύων ζῆλον, ὡς νεοφώτιστος, ὑπὲρ τοῦ κόμματος, ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος, καὶ ὁδηγῶν αὐτὸν τὸν ἐπαρουσίασεν εἰς τὸν Μανώλην. Δὲν ἐτύχομεν εὐκαιρίας νὰ εἴπωμεν ὅτι οἱ δύο ἐμπιστευμένοι φίλοι, ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος καὶ ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους, τὰ εἶχαν γυρίσει ἐν τῷ μεταξὺ ἀμφότεροι. Τώρα ὁ Γιάννης ἦτο ὑπὲρ τῶν Χαλασοχώρηδων, διότι εἶχεν εὕρει ἐκεῖ, φαίνεται, τὸ συμφέρον του, ὁ δὲ Κωνσταντὴς εἶχε μεταστῆ πρὸς τὶς Ἀνδρογυνοχωρίστρες ἁπλῶς διότι τὰ εἶχε γυρίσει ὁ Γιάννης. Οὕτω καθίστατο προβληματικὸν τοῦ λοιποῦ καὶ τὸ σπουδαῖον στοίχημα, τὸ ὁποῖον τοὺς ἠνάγκασε νὰ στοιχηματίσωσιν ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, καθ᾽ ἃ ἱστορήσαμεν ἐν τῇ εἰσαγωγῇ τῆς παρούσης πραγματείας.
Περὶ τὴν μεσημβρίαν δὲ ἦλθεν ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ὁ Μόσκοβος, παλαιὸς ναυτικός, μικρόσωμος, ταχέως καὶ δυσκρινῶς ὁμιλῶν, ψημένος ἀπὸ τὴν θαλασσίαν ἅλμην, μελαψοκοκκινισμένος ἀπὸ τὰς τρικυμίας τοῦ πελάγους, φέρων δύο τολύπας πυρρόφαια μαλλία περὶ τοὺς κροτάφους καὶ δύο στοιβὰς χονδρῶν καὶ ἀκανθωδῶν τριχῶν περὶ τὰς γνάθους. Ἐξελθόντα τοῦ πρακτορείου, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος ἔκαμεν ἀπόπειραν νὰ τὸν συνοδεύσῃ μέχρι τοῦ τόπου τῆς ἐκλογῆς, προσπαθῶν ν᾽ ἀρχίσῃ μετ᾽ αὐτοῦ ὁμιλίαν ἐπὶ τετριμμένου θέματος.
―Ἔ! πῶς τὰ βλέπεις τὰ πράματα, μπαρμπα-Στεφανή;
― Πῶς θέλεις νὰ τὰ βλέπω; ἐμορμύρισε δυσφορῶν ὁ παλαιὸς θαλασσινός.
― Ἀπ᾽ τὸ ἄλλο κόμμα σκύλιασαν… Δὲν εἶδες τί πηλάλα τὴν ἔχουν;…
― Ἂς πὰ νὰ σκυλιάσουν ὅλοι, ἔγρυξεν ὁ μπαρμπα-Στεφανής.
―Ἐγὼ λέω, θὰ τοὺς ρίξουμε κάτω, ἐπανέλαβε, κατὰ βῆμα παρακολουθῶν αὐτὸν βαδίζοντα ὁ Μανώλης.
Αἴφνης στραφεὶς πρὸς αὐτὸν ὁ μπαρμπα-Στεφανής:
― Γιά νὰ σοῦ πῶ, κὺρ Μανώλη, τοῦ εἶπε μὲ τὴν ραγδαίαν καὶ ὄχι πολὺ καθαρεύουσαν προφοράν του· μὴ θαρρῇς πὼς εἶμαι βολικὸ πρᾶμα γιὰ νὰ μὲ μπαρκάρῃς ἐσὺ στὸ σκολειὸ μέσα;… Ἐμένα εὔκολα δὲ μὲ τσουρμάρεις… οἱ ἀθρῶποι δὲν εἶναι μπαοῦλα γιὰ νὰ τοὺς μπατάρετε* σεῖς ὅπως θέλετε, μπάτει* ἀπὸ δῶ, μπάτει ἀπὸ κεῖ… μὴ σᾶς χρειάζεται ἀκόμα καὶ κανένας κάβος, καμμιὰ γούμενα* γιὰ νὰ μᾶς δέσετε, μὴ-μπὰς καὶ σᾶς σκαπουλάρουμε;… τίποτες ἀμπάσες μοῦδες* μὴ θέλετε γιὰ νὰ μᾶς ἀρμενίζετε πρύμαΚαλούμα* ἀπὸ δῶ, ὄρτσα* ἀπὸ κεῖ, φούντα* ἐκεῖ! Ἐμένα, γιὰ νὰ σοῦ πῶ, εὔκολα-εὔκολα δὲν μπορεῖς νὰ μὲ σκαντζάρῃς* μὲ τὸ μυαλὸ τὸ δικό σου. Ἴσατρίγκο*, ἴσα παρουκέτο*, μάιναμπαμπαφίγκο*! Γιὰ καμμιὰ τσομπανοφλοέρα, μ᾽ ἐπῆρες καὶ μοῦ κόλλησες στὰ νερά*, σὰν νὰ σοῦ κατέβηκε νὰ σὲ τραβήξω γιουντέκι* ἢ ν᾽ ἀρμενίσουμε κουσέρβα*; Ἀβάρα*! Σία*! Ἀνοιχτά*!
Ὁ Μανώλης δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ γελάσῃ, κ᾽ ἔσπευσε ν᾽ ἀπαλλάξῃ τὸν μπαρμπα-Στεφανὴ τῆς φορτικῆς συνοδίας του.

Ι´

Ἦτο δειλινὸν ἤδη, καὶ τὸ πολὺ τῶν ἐπιδημούντων ἐκλογέων εἶχε ψηφοφορήσει ἀπὸ πρωίας ἀγεληδόν. Εἰς τὸν μέγαν κῆπον τοῦ κὺρ Χαράλαμπου τοῦ Νιανιοῦ, παρὰ τὴν κεντρικὴν στέρναν καὶ τὸ μαγγανοπήγαδον, ὑπὸ τρία μὲ συμπεπλεγμένους τοὺς κλώνους μεγάλα δένδρα, βερυκοκιὰν καὶ συκῆν καὶ ἀπιδέαν, εἶχον στρωθῆ ἀπὸ τῆς μεσημβρίας ὁ Γιαννιὸς ὁ Κάβουρας, ὁ Δημήτρης ὁ Ζάβαλος, ὁ μπαρμπα-Γιώργης ὁ Ἀπίκρατος, ὁ γερο-Λευθέρης ὁ Κουσερὴς καὶ ὁ Κώστας ὁ Ἀγγουροκομμένος. Καίτοι διαφόρων ἡλικιῶν κ᾽ ἐπαγγελμάτων, ἦσαν καὶ οἱ πέντε μερακλῆδες, καὶ τὸ εἶχαν στρώσει ἐκεῖ, οὐδ᾽ εἶχαν σκοπὸν νὰ ὑπάγουν νὰ ψηφοφορήσωσιν. Ἤθελαν νὰ ἐπιβάλουν τοὺς ὅρους των καὶ εἰς τὰ δύο διαμαχόμενα μέρη. Ὁ κῆπος ἦτο ὡς ἀδέσποτος τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ἡ δὲ γραῖα Νιανίτσα, ἡ σύζυγος τοῦ ἰδιοκτήτου, περιφερομένη ἀπὸ αὐλακιᾶς εἰς αὐλακιάν, μύωψ οὖσα, ἔκοπτε κολόκυνθον ἀντὶ σικυοῦ καὶ μελιτζάναν ἀντὶ ντομάτας. Ὁ κηπουρός, ὁ μπαρμπα-Νικόλας ὁ Χλώρης, ἀπὸ τεσσαρακονταετίας δὲν εἶχε παύσει νὰ καλλιεργῇ τὸν κῆπον, ἀλλ᾽ ἐνῷ ὅλον τὸν ἄλλον καιρὸν τὰ εἶχε καλὰ μὲ τὸν ἰδιοκτήτην, τὸν κὺρ Χαράλαμπον, εἰς τὰς παραμονὰς πάσης ἐκλογῆς ἐμάλωναν κ᾽ ἐγίνοντο ἀπὸ δυὸ χωριά. Εἰς τὰ πολιτικὰ ὁ κὺρ Χαράλαμπος ἐχώνετο ἕως τὶς μασχάλες, ὁ μπαρμπα-Νικόλας ἕως τὸν λαιμόν. Ἀλλ᾽ ἀπὸ τεσσαράκοντα ἐτῶν δὲν συνέπεσε ποτὲ νὰ εἶναι οἱ δύο μὲ τὸ αὐτὸ κόμμα. Περὶ τοῦ κὺρ Χαράλαμπου ὑπῆρχε παλαιὸν δημῶδες δίστιχον τὸ ἑξῆς:
Σκόρδα, πράσα καὶ ρεπάνια καὶ ἀκόμα κάτι τι,
ὁ Νιανιὸς θὰ θυσιάσῃ γιὰ νὰ βγάλῃ βουλευτή.
Εἰς τὰς παραμονὰς δὲ ἑκάστης ἐκλογῆς, ἐὰν ὁ ἰδιοκτήτης ἠρώτα ἁπλῶς τὸν μπαρμπα-Νικόλαν, ἂν τὴν φορὰν ταύτην θὰ εἶναι μὲ τὸ αὐτὸ κόμμα, ὁ γέρων κηπουρὸς ἐφουρκίζετο τόσον, ὥστε ἄφηνε τὸν κῆπον ἔρημον καὶ ἔφευγεν, ἑωσοῦ μετὰ τὰς ἐκλογὰς ἐπήρχετο ἡ συνδιαλλαγὴ καὶ ἡ ἐπάνοδος εἰς τὸν κῆπον. Δὶς ἢ τρὶς ὁ κὺρ Χαράλαμπος εἶχεν ἀποπειραθῆ ν᾽ ἀντικαταστήσῃ τὸν κηπουρόν, ἀλλὰ μόνον διὰ ν᾽ ἀποδειχθῇ ὅτι οὔτε αὐτὸς καὶ ὁ κῆπός του ἠμποροῦσαν νὰ κάμουν χωρὶς τὸν μπαρμπα-Νικολὸν οὔτε οὗτος χωρὶς τὸν κὺρ Χαράλαμπον καὶ τὸν κῆπόν του.
Τὴν ἐξαιρετικὴν ταύτην κατάστασιν ἐπωφελούμενοι οἱ πέντε ἐγκαρδιακοὶ φίλοι ἔκοπτον μόνοι των, χωρὶς νὰ κρατῶσι λογαριασμόν, ὅσα ἀγγούρια ἤθελαν, εἶχαν δὲ ἀδειάσει ἤδη ὁλόκληρον δαμιτζάναν τοῦ ἀντικρινοῦ καπηλείου, ὡς μόνον πρόγευμα ἔχοντες χλωρὲς πιπεριὲς καὶ τομάτες μὲ ἅλας. Μικρὸν μετὰ τὴν μεσημβρίαν ἔφθασε μέγα πήλινον γιουβέτσι μὲ χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο καὶ κοιλίτσες καὶ καρδιές, μετὰ παχείας βορβορόχρου σάλτσας. Ἐκ τῆς ἀφορμῆς ταύτης ἀπεδείχθη ὅτι καλῶς εἶχε προβλέψει ὁ κάπηλος, φροντίσας νὰ γεμίσῃ ἐκ νέου τὴν κενωθεῖσαν δαμιτζάναν. Ὁ γερο-Λευθέρης ὁ Κουσερὴς ἦτο ἐν εὐθυμίᾳ, καὶ μετὰ μικρὸν ἤρχισε νὰ τραγουδῇ τὰ οἰκεῖα αὐτῷ παλαιὰ μερακλίδικα τραγούδια.
Ἀπ᾽ τὰ πολλά μου βάσανα κι ἀπ᾽ τὰ πολλά μου πάθη,
σ᾽ ἕνα δενδρὶ ἀκούμβησα, κι ἐκεῖνο ἐμαράθη.
καὶ πάλιν·
Ὅλοι κακὸ μοῦ θέλουνε, οἱ πέτρες καὶ τὰ ξύλα,
σὰν ἀκουμβήσω σὲ δενδρὶ μαραίνονται τὰ φύλλα.
Οἱ ἄλλοι συνωμίλουν μὲ σχήματα καὶ μεταφοράς, ὅπως συνήθιζαν, μὲ κολοβὰς φράσεις, μὲ ἀτελεῖς προτάσεις. Ἐν τῇ συνδιαλέξει των διεκρίνοντο ὀλίγαι τινὲς οἱονεὶ συνθηματικαὶ λέξεις, ὑπὸ ἐκφραστικῶν χειρονομιῶν συνοδευόμεναι, πάντοτε ποικίλλουσαι, καὶ πάντοτε αἱ αὐταί.
― Ψιλούρα*, ἔ, Γιαννιό;
― Βαμβακόσπορον* ἂν ἀγαπᾶτε.
― Χωρὶς πεκούνια* δὲν κάνουμε τίποτε.
― Ἂς φέξῃ*!
― Χρειάζεται καὶ λιγάκι βοτάνι*.
― Τραβοῦμε, τραβοῦμε σφλόμο, μὰ λιανὰ* τίποτα.
― Τί λὲς καὶ σύ, Ἄγγουρε;… ποὺ νὰ †ρεμάσῃ† τὸ κεφάλι σου!
― Χωρὶς ρηγάλα* δὲν κάνουμε τίποτα.
― Θέλουμε καὶ τὸ προικιό.
― Τὸ τράχωμα*, ποὺ λένε.
―Ἡμεῖς καλαμαράδες δὲν εἴμαστε, νὰ παίρνουμε λουφέ… Κανένα μεγάλο συφέρο δὲν ἔχουμε. Ἂς βγάλουν τὶς μαῦρες…
― Μὴ μπὰς καὶ θὰ μὲ διορίσῃ ἐμένα σὲ θέση, ὁ Καψιμαΐδης, πῶς τὸν λένε, κι ὁ Ἀλικιάδης τους;
―Ἢ ὁ Ἀβαρίδης κι ὁ Γεροντιάδης;
Ἕως ἐδῶ ἦτο ἡ συνομιλία τῶν πέντε ἐγκαρδιακῶν φίλων, ὅταν εἰσῆλθε, διὰ τρίτην φορὰν ἤδη, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος. Ἐχαιρέτισε τὴν παρέαν, ἐστάθη ὀλίγον παράμερα, ὑπὸ τὴν σκιὰν δένδρου, καὶ καλέσας διὰ νευμάτων τὸν μπαρμπα-Γιώργην τὸν Ἀπίκρατον καὶ τὸν Γιαννιὸν τὸν Κάβουραν, ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ διὰ μακρῶν, ζωηρῶς καὶ μὲ πολλὰς χειρονομίας, πρὸς αὐτούς. Ἐκεῖνοι ἐπανειλημμένως ἀνένευον. Ὁ Μανώλης ἔσεισε τὴν κεφαλήν, καὶ ἀπεμακρύνθη βραδέως, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ ἐπανέλθῃ.
Μόλις εἶχεν ἐξέλθει οὗτος, κ᾽ ἐπαρουσιάσθη ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας. Ἐκάλεσε καὶ οὗτος τὸν μπαρμπα-Γιώργην τὸν Ἀπίκρατον καὶ τὸν Δημήτρην τὸν Ζάβαλον, καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς ὁμιλῇ. Ἀλλὰ μετὰ πολλὰς προσπαθείας ἀπῆλθεν ἄπρακτος.
Ὁ μπαρμπα-Γιώργης ἐπανελθὼν πρὸς τοὺς ἰδικούς του, ἀνεκοίνωσεν αὐτοῖς τὰς προτάσεις ἀμφοτέρων τῶν ψηφοκαπήλων. Ἐκεῖνοι ἐπεδοκίμασαν τὴν ἀπάντησιν, ἣν εἶχε δώσει ὁ γερο-Ἀπίκρατος.
―Ὅ,τ᾽ κάμ᾽ς, μπαρμπα-Γιώργη, καλὰ καμωμένα, εἶπε καὶ ὁ Κώστας ὁ Ἄγγουρος.
Ὅσον διὰ τὸν γερο-Λευθέρην τὸν Κουσερήν, οὗτος δὲν ἔπαυσε νὰ τραγουδῇ τὰ παλαιὰ μερακλίδικα τραγούδια του.
Ἰδοὺ ἐν ὀλίγοις περὶ τίνος ἐπρόκειτο. Ἡ πεντακέφαλος εὔθυμος παρέα ἐπείθετο νὰ ψηφοφορήσῃ μονοκούκκι ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος ἢ ὑπὲρ τοῦ ἄλλου, ἀντὶ προκαταβολῆς 210 δραχμῶν εἰς μετρητά, ἑνὸς γιουβετσίου, δύο γαλονίων οἴνου κ᾽ ἑνὸς παγουρίου ρακῆς, ὡς καὶ ζεύγους τσαρουχίων περιπλέον διὰ τὸν Κώσταν τὸν Ἄγγουρον, ὅστις εἶχε λυώσει πολλὰ ζευγάρια τσαρούχια νὰ τρέχῃ πότε γιὰ τὸν ἕνα, πότε γιὰ τὸν ἄλλον, καθὼς ἐκαυχᾶτο ὁ ἴδιος.
Τὰς 210 ταύτας δραχμὰς θὰ διεμοιράζοντο ὡς ἑξῆς: Θὰ ἐλάμβανον ἀνὰ 50 δραχμὰς οἱ τέσσαρες, καὶ θὰ ἔδιδαν τὰς λοιπὰς δέκα ὡς καὶ τὰ τσαρούχια εἰς τὸν Κώσταν τὸν Ἄγγουρον. «Τόσα ἄξιζε, δὲν ἄξιζε παραπάνω», ἐβεβαίου ὁ μπαρμπα-Γιώργης.
Τὴν ἀπαίτησιν ταύτην διεβίβασεν ἀπὸ τῆς πρωίας ὁ γερο-Ἀπίκρατος καὶ εἰς τὰ δύο κόμματα. Κατόπιν ὅμως, μέχρι τῆς μεσημβρίας, μετὰ πολλὰς διαπραγματεύσεις, εἶχαν καταβῆ εἰς δραχμὰς 170 μετρητάς, ἓν γιουβέτσιον, δύο γαλόνια οἴνου, καὶ ζεῦγος τσαρουχίων διὰ τὸν Ἄγγουρον, παραιτηθέντες τοῦ παγουρίου τῆς ρακῆς.
Βραδύτερον περὶ τὴν δείλην, κατέβησαν ἀκόμη εἰς δραχμὰς 150 καὶ ζεῦγος τσαρουχίων παραιτηθέντες τοῦ γιουβετσίου καὶ τοῦ οἴνου. Θὰ ἐλάμβανον ἀνὰ 35 δραχμὰς οἱ τέσσαρες, καὶ δέκα δραχμὰς πάντοτε ὁ Κώστας ὁ Ἀγγουροκομμένος, πλέον τοῦ ζεύγους τῶν τσαρουχίων.
Ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ Κώστα, οἱ τέσσαρες ἑταῖροι ἐφυλάττοντο καλῶς ν᾽ ἀναφέρωσι τὸ ποσόν.
Οὗτος, καμαρώνων ἤδη νοερῶς τὰ καινουργῆ τσαρούχια, ὑπέθετεν ὅτι ἐζήτουν ἁπλῶς δύο εἰκοσιπεντάδραχμα, ὅπως πεισθῶσι νὰ δώσωσι ψῆφον.
Ἑκατὸν δέκα δραχμὰς τοὺς εἶχε προτείνει ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ἑκατὸν εἴκοσιν ὁ Λάμπρος Βατούλας. Ἀλλὰ δὲν ἐνόουν νὰ καταβοῦν παρακάτω ἀπὸ τὰς 150.
Ἐν τούτοις ἡ ὥρα παρήρχετο, ἦτο ἤδη ὀψία δείλη. Ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνεν.
Ἀπὸ μιᾶς ὥρας δὲν εἶχε παρουσιασθῆ εἰς τὴν θύραν τοῦ περιβόλου κανεὶς ἀπεσταλμένος οὔτε τοῦ ἑνὸς οὔτε τοῦ ἄλλου κόμματος. Οἱονεὶ διὰ σιωπηλῆς συμφωνίας τοὺς ἄφησαν νὰ παραδοθῶσι διὰ τῆς ὀλιγωρίας καὶ δι᾽ ἀναγκαστικῆς ἀπραξίας.
Τέλος, περὶ ἕκτην ὥραν, ὅταν ὁ ἥλιος ἔκλινε πρὸς τὴν δύσιν, ἐφάνη εἰσελθὼν καὶ βαίνων δρομαίως πρὸς τὴν στέρναν, ἐγγὺς τῆς ὁποίας τὸ εἶχαν στρωμένον οἱ πέντε φίλοι, ἐξ ὧν ὁ γερο-Λευθέρης ὁ Κουσερὴς καὶ ὁ Κώστας ὁ Ἄγγουρος εἶχαν ἀποκοιμηθῆ ἐπὶ τῆς παχείας φυλλάδος, ἥτις τοὺς εἶχε χρησιμεύσει ὡς τάπης καὶ ὡς τράπεζα, ἐνῷ οἱ λοιποὶ τρεῖς ἠσχολοῦντο περιτρώγοντες τὰ τελευταῖα λείψανα τοῦ συμποσίου καὶ παρηγορούμενοι διὰ τῆς φλάσκας, τῆς ἑπτάκις γεμισθείσης ἤδη ἀπὸ τῆς δαμιτζάνας τοῦ γείτονος καπήλου, ἐφάνη, λέγω, βαίνων πρὸς τὴν στέρναν, ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος, αὐτοπροσώπως.
Φαίνεται ὅτι, μετὰ τὰς πολλὰς ἀνωφελεῖς ἀποπείρας, τὰς γενομένας διὰ τοῦ Λάμπρου τοῦ Βατούλα, ἠθέλησεν ὁ ἴδιος νὰ διαπραγματευθῇ πρὸς τοὺς πέντε συνωμότας. Ἐπλησίασεν. Ὁ μπαρμπα-Γιώργης ὁ Ἀπίκρατος καὶ ὁ Δημήτρης ὁ Ζάβαλος ἐσηκώθησαν καὶ μετέβησαν ὄπισθεν τοῦ μαγγανοπηγάδου, ὅπου τοὺς ἔνευσε νὰ τὸν ἀκολουθήσωσι.
Κατόπιν τούτων, ἀπρόσκλητος, ἠκολούθησε καὶ ὁ Γιαννιὸς ὁ Κάβουρας. Ὅσον διὰ τὸν γερο-Κουσερὴν καὶ τὸν Ἄγγουρον, οὗτοι ἐξηκολούθησαν νὰ κοιμῶνται πλησίον ἀλλήλων, ἐναμίλλως ρέγχοντες.
Τὴν ἰδίαν στιγμήν, εἰς ἑκατὸν πεντήκοντα βημάτων ἀπόστασιν, ἔξω τοῦ κήπου, ὄπισθεν τῆς λιθίνης αἱμασιᾶς καὶ τοῦ ἐπιστέφοντος αὐτὴν ἀπὸ τρικοκκιὲς φράκτου, ἐφάνη προκύψασα ἡ κεφαλὴ τοῦ Μανώλη τοῦ Πολύχρονου.
Ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος ὡμίλει ταπεινῇ τῇ φωνῇ καὶ μετὰ χειρονομιῶν πρὸς τοὺς τρεῖς φίλους. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, μετὰ συντόνου προσοχῆς κατασκοπεύων ὄπισθεν τοῦ φράκτου, ἀδύνατον ἦτο ν᾽ ἀκούσῃ λέξιν, ἀλλ᾽ ἐνόει πολὺ καλὰ τί ἐλέγετο ἐκεῖ, παρὰ τὸ μαγγανοπήγαδον.
Ὁ γερο-Ἀπίκρατος ἀπήντα ἑκάστοτε εἰς τὰς προτάσεις τοῦ κὺρ Μανουήλου, τείνων λίαν ἐκφραστικῶς τὰς χεῖρας. Οἱ δύο ἄλλοι ἔσειον τοὺς ὤμους.
Ὁ κὺρ Μανουῆλος ἐφαίνετο ἀνυπόμονος καὶ ὁμιλῶν ἅμα ἔκαμνε βραχεῖς περιπάτους περὶ τὸ μαγγανοπήγαδον. Δύο ἢ τρεῖς φορὰς ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην τοῦ γελέκου τὸ ὡρολόγιόν του, τὸ ἐκοίταξε, κ᾽ ἐφαίνετο λέγων πρὸς τοὺς τρεῖς ἑταίρους ὅτι ἡ ὥρα περνᾷ καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ σπεύσωσι.
Τέλος, ἀφοῦ περιέφερε βλέμμα εἰς τοὺς τέσσαρας φράκτας καὶ εἰς τὰς τέσσαρας γωνίας τοῦ κήπου, ἐστράφη πρὸς τὸ μαγγανοπήγαδον, ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴν τσέπην τοῦ ἐπενδύτου μικρὸν φάκελον καὶ τὸν ἐνεχείρισεν εἰς τὸν μπαρμπα-Γιώργην τὸν Ἀπίκρατον.
Ὁ μπαρμπα-Γιώργης ἔλαβε τὸν μικρὸν φάκελον καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς δύο συντρόφους του, ἤρχισε νὰ διερευνᾷ τὸ περιεχόμενον.
Ὁ κὺρ Μανουῆλος, ἀφοῦ εἶπεν ὀλίγας τελευταίας λέξεις, ἐστάθη ὀλίγον τι παράμερα κ᾽ ἐφαίνετο περιμένων. Ὁ Ζάβαλος καὶ ὁ Κάβουρας, ἀφοῦ ἐξήλεγξαν τὸ περιεχόμενον τοῦ φακέλου, ἔτρεξαν πρὸς τὴν στέρναν, ὑπὸ τὰ μεγάλα δένδρα, ὅπου ἐκοιμῶντο οἱ δύο σύντροφοί των.
Ἔκυψαν, ἔσεισαν τοὺς ὤμους των καὶ τοὺς ἐξύπνισαν.
Ὁ Κώστας ὁ Ἄγγουρος, μόλις ἐξυπνήσας, ἔτριψε τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ δὲν ἀνεσηκώθη, ἀλλ᾽ ἐσήκωσε τὸν πόδα διὰ νὰ ἰδῇ ἂν ἐφόρει τὰ τσαρούχια, τὰ ὁποῖα ὠνειρεύετο.
Ὁ γερο-Λευθέρης ὁ Κουσερὴς ἐξύπνησε μετὰ ψιθυρισμοῦ ἀτελῶς διασκεδασθείσης μέθης, καὶ ἤρχισε νὰ τραγουδῇ τὸ προσφιλὲς αὐτῷ ᾆσμα:
Σ᾽ ἕνα δενδρί, ἀκούμβησα, κ᾽ ἐκεῖνο ἐμαράθη…
Ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος ἐξηκολούθει νὰ περιμένῃ ὀλίγα βήματα ἀπωτέρω.
Οἱ δύο ὑπνηλοὶ ἐσηκώθησαν, ἐτινάχθησαν, καὶ οἱ σύντροφοί των τοὺς ἔβρεξαν τὰ πρόσωπα μὲ νερὸν ἀπὸ τὴν στέρναν.
Οἱ πέντε ἄνδρες ἡτοιμάσθησαν, ἐτίναξαν τὰ ἐνδύματά των, ἐφόρεσεν ἕκαστος τὸ ἓν μανίκι τῆς τσάκας* του ἢ τῆς σουρτούκας* του.
Ὁ κὺρ Μανουῆλος εἶπε: Πᾶμε! κ᾽ ἐστράφη πρὸς τὴν θύραν. Οἱ πέντε φίλοι τὸν ἠκολούθησαν.
Συγχρόνως ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ὅστις δὲν ἔπαυσε νὰ κατασκοπεύῃ μετὰ συντόνου προσοχῆς τὰ συμβαίνοντα, ὅπισθεν τοῦ φράκτου, ἐστράφη τρέχων πρὸς τὴν πρώτην καμπὴν τῆς ὁδοῦ κ᾽ ἔγινεν ἄφαντος.

ΙΑ´

… Τώρα, δὲν τοὺς βλέπεις, καὶ τὰ δύο τὰ κόμματα, διὰ ποίων μέσων προσπαθοῦν νὰ κερδήσουν τὴν ἐκλογήν; Δὲν βλέπεις τὰ δύο πρακτορεῖά των ἀνοικτά, φανερῶς ἐνεργοῦντα, δὲν ἀκούεις κρυφομιλήματα ὄπισθεν πάσης θύρας καὶ πάσης γωνίας τῆς ὁδοῦ, δὲν βλέπεις τὰ τρεξίματα καὶ τοὺς ἱδρῶτας τῶν ὀργάνων των, δὲν ἀκούεις τὸν κρότον τῶν χαλκίνων κερμάτων ὄπισθεν τῶν λογιστηρίων; Δὲν βλέπεις ἁπλοϊκοὺς ἐκλογεῖς νὰ βαδίζουν καὶ νὰ κοντοστέκωνται, νὰ ἐξάγουν τὴν χεῖρα ἀπὸ τὴν τσέπην καὶ νὰ μετροῦν δεκάρες;
Καὶ ὁ λαλῶν ἔδειξεν εἰς τὸν ἀκροατήν του γέροντα χωρικόν, ὅστις ἐξελθὼν τοῦ πρακτορείου τῶν Χαλασοχώρηδων, εἶχε σταθῆ ἐνώπιόν των κρατῶν φυσέκιον τεσσάρων δραχμῶν, τὸ ὁποῖον ἔσχισε κ᾽ ἐμέτρει διὰ νὰ ἰδῇ ἂν ἦσαν σωστὲς οἱ δεκάρες. Ἐφαίνετο οἰνοβαρὴς καὶ ἠκούετο ὁ μονόλογος καὶ οἱ ψιθυρισμοί του: «Τέσσερες δραχμὲς βάσταξ᾽ ἡ ψυχή του;… τέσσερες, ὄχι παραπάνω… Ἔχουμε καὶ λέμε, μία, δυό, τρεῖς, τέσσερες, πέντε, ἕξ, ἑφτά, ὀχτώ… ἑφτά, ὀχτώ, ἐννιά… μία δραχμή… Ἔχουμε καὶ λέμε…» Κ᾽ ἐπειδὴ εὐκόλως ἔχανε τὸν λογαριασμόν, ἤρχιζεν ἐξ ἀρχῆς πάλιν.
― Τοὺς βλέπεις ἢ ὄχι; ἐπανέλαβεν ὁ λαλῶν.
― Τοὺς βλέπω, ἀπήντησεν ὁ ὁμιλητής του.
― Λοιπόν, αὔριο, νὰ ἔχῃς ὄρεξιν ν᾽ ἀκούῃς τὰ παράπονα τῶν ἡττημένων. Ὅσοι θὰ εἶναι ἐν ἀποτυχία, θὰ χαλάσουν τὸν κόσμον μὲ τὲς φωνές, θὰ κατηγοροῦν τοὺς νικητὰς ἐπὶ χρήσει αἰσχρῶν μέσων, θὰ ὑποβάλουν φοβερὰς ἐνστάσεις, θὰ προσβάλουν τὸ κῦρος τῆς ἐκλογῆς λόγῳ ὅτι τὸ ἀποτέλεσμα ἐπετεύχθη διὰ δωροδοκίας. Οὔτε θὰ τοὺς τύπτῃ ἡ συνείδησις ἐπὶ τῷ ὅτι καὶ αὐτοὶ μετῆλθον τὸ αὐτὸ μέσον. Οὐδὲ φοβοῦνται τὸν Θεὸν ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματί εἰσι.
― Δι᾽ αὐτὸ λοιπὸν σὺ δὲν πηγαίνεις νὰ ψηφοφορήσῃς; ἠρώτησεν ὁ ἄλλος.
Ὁ οὕτως ἐρωτήσας ἦτο ξένος παρεπιδημῶν πρὸς καιρὸν ἐν τῇ νήσῳ. Ὁ δ᾽ ἐξαρχῆς ὁμιλῶν ἐκαλεῖτο Λέανδρος Παπαδημούλης, καὶ κατήγετο ἐκ τοῦ τόπου. Εἶχε κατέλθει μετὰ πολλὰ ἔτη, νοσταλγὸς ἐξ Ἀθηνῶν, ὅπου συνήθως διέτριβεν ἀσχολούμενος εἰς ἔργα οὐχὶ παραδεδεγμένης χρησιμότητος. Ἦτο ὑψηλός, ὑπερτριακοντούτης, μὲ μαύρην κόμην καὶ γένειον, μελαψός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας, πενιχρὸς τὴν ἀναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων ἀλλοκότους ἰδέας. Περὶ τὸ δειλινόν, ὁ ξένος φίλος του, περίεργος ὡς πᾶς ἄνθρωπος, τὸν εἶχε παρακαλέσει καὶ μετέβησαν ὁμοῦ ἀντικρὺ τοῦ σχολείου, ὅπου σταθέντες παρά τινα γωνίαν ἐθεῶντο τὴν ἐκλογικὴν κίνησιν.
―Ὄχι δι᾽ αὐτό, ἀνένευσεν ἐντόνως ὁ Λέανδρος Παπαδημούλης. Αἱ ἀτομικαὶ ἰδέαι μου, φίλε, δὲν φαίνονται νὰ ἔχωσι τίποτε τὸ πρακτικόν, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἀγαπῶ νὰ τὰς ἐκθέτω. Σέβομαι ἄλλως τοὺς νόμους καὶ τὸ πολίτευμα τῆς πατρίδος μου, καὶ δὲν θέλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι εἶμαι ἀπολυταρχικὸς καὶ ὅτι δὲν πρεσβεύω τὴν καθολικὴν ψηφοφορίαν. Ἀλλὰ καὶ ἂν σοῦ ἔλεγα τοιοῦτόν τι, θὰ ἐχρειάζετο νὰ σοῦ ἀναπτύξω διὰ μακρῶν τὸ θέμα, νὰ δαπανήσω μάτην πολλὰς λέξεις, νὰ σοῦ κλέψω τὸν πολύτιμον καιρόν σου, χωρὶς ἐλπίδα ὄχι νὰ πεισθῇς, ἀλλ᾽ οὐδὲ νὰ μ᾽ ἐννοήσῃς καὶ μοῦ ἀποδώσῃς ἐν μέρει δίκαιον, τοὐλάχιστον. Ἁπλῶς σοῦ λέγω, ὅτι παραιτοῦμαι δικαιώματος, τὸ ὁποῖον δὲν μὲ ὠφελεῖ, οὔτ᾽ ἐμὲ οὔτε τοὺς ἄλλους.
Ὅσον ἀφορᾷ τὴν δωροδοκίαν, μὴ πιστεύῃς ὅτι τὴν βδελύττομαι τόσον, ὅσον φαίνομαι. Εἶναι ἄλλαι πολὺ χειρότεραι ἐκλογικαὶ διαφθοραί. Τὸ κατ᾽ ἐμέ, φρονῶ ὅτι ἡ δωροδοκία εἶναι τὸ μικρότερον κακόν.
― Τὸ μικρότερον κακόν; ἐπανέλαβεν ἔκπληκτος ὁ ξένος.
― Ναί, φρονῶ, εἶπεν, ὅτι ἡ δωροδοκία εἶναι τὸ μικρότερον κακόν. Μὴν ἀκούῃς μερικοὺς φαρισαίους, οἵτινες σχίζουν διὰ κάθε τι τὰ ἱμάτιά των, μήτε μερικοὺς ἄλλους ψιττακοὺς ἠθικολόγους τῶν ἐφημερίδων, οἵτινες ρηγνύουν ὑπερβολικὰς φωνὰς μὲ τόσην ἀφέλειαν καὶ ἀγαθοπιστίαν δι᾽ ὅλα τὰ πράγματα. Οἱ πρῶτοι ὁμοιάζουσι τοὺς ἡττημένους τῆς αὔριον, οἵτινες θὰ ζητήσουν τὴν ἀκύρωσιν τῆς παρούσης ἐκλογῆς ὡς διεξαχθείσης τῇ βοηθείᾳ τῆς δωροδοκίας. Οἱ δεύτεροι οὐδόλως ἐνεβάθυναν εἰς τὰ πράγματα καὶ δὲν ἀντελήφθησαν τὴν ἔννοιαν ἥτις εἶναι παντὸς ζητήματος ὁ πυρήν. Πετῶντες ἀπὸ γενικότητος εἰς γενικότητα, περιέδρεψαν συλλογήν τινα ἠθικῶν ἀξιωμάτων, τὴν ὁποίαν νομίζουσιν ἀλάνθαστον πανάκειαν πρὸς θεραπείαν πάσης πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς νόσου. Ὅπου γενικότης, ἐκεῖ καὶ ἐπιπολαιότης. Διὰ νὰ εἶναί τις ἐμβριθής, πρέπει νὰ ἐγκύπτῃ εἰς βαθεῖαν τῶν πραγμάτων μελέτην.
Διατί δέ, καί τινες τῶν νεαρῶν πολιτευομένων ἐν Ἑλλάδι, δι᾽ οὓς φαίνεται ὅτι πληροῦται, δευτέραν φοράν, εἰς βάρος μας, ἡ κατάρα τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς κατηράσθη διὰ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου τὸν Ἰσραήλ, λέγων: Καὶ οἱ νεανίσκοι ἄρξουσιν ὑμῶν· ― διατί, λέγω, τόσον κακοζήλως, ἂν ὄχι καὶ κακοπίστως, κραυγάζουσι κατὰ τῆς πλουτοκρατίας; Τί τοὺς κακοφαίνεται; qui veut la fin, veut les moyens*. Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα, καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος. Ὅστις πράγματι φιλοσοφῇ, καὶ ἀληθῶς πονῇ τὸν τόπον του, καὶ ἔχει τὴν ἠθικὴν ὄχι εἰς τὴν ἄκραν τῆς γλώσσης ἢ εἰς τὴν ἀκωκὴν τῆς γραφίδος, ἀλλ᾽ εἰς τὰ ἐνδόμυχα αὐτὰ τῆς ψυχῆς, βλέπει πολὺ καλὰ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ πολιτευθῇ. Κυάμων ἀπέχεσθαι.
Ὁ Χριστὸς εἶπεν:
Οὐ δύνασθε Θεῷ λατρεύειν καὶ Μαμωνᾷ. Διατί δὲν ἔλαβεν ὡς ὅρον ἀντιθέσεως ἄλλο τι βαρβαρικὸν εἴδωλον; Διατί δὲν εἶπε Θεῷ καὶ Μολὼχ ἢ Θεῷ καὶ Ἀσταρὼθ ἢ Θεῶ καὶ Βάαλ; Διότι ὁ Μαμωνᾶς εἶναι ὁ ἰσχυρός, ὁ κραταιότερος, ὅστις ὑποτάσσει πᾶν ἄλλο εἴδωλον, καὶ τὸν Μολὼχ καὶ τὸν Ἀσταρὼθ καὶ τὸν Βάαλ. Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη παράγει τὴν κοινωνικὴν σηπεδόνα. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς.
― Καὶ ὕστερον λέγεις ὅτι ἡ δωροδοκία εἰς τὰς ἐκλογὰς εἶναι μικρὸν κακόν; παρετήρησεν ὁ ξένος.
― Ναί, διότι κινδυνεύω νὰ πάθω τὸ αὐτὸ πάθημα ἐφ᾽ ᾧ κατέκρινα τοὺς εὐθηνοὺς ἠθικολόγους τῶν ἡμερῶν μας, ἀπήντησεν ὁ Λέανδρος Παπαδημούλης. Νὰ πέσω δηλαδὴ εἰς τὸ ἐσπαρμένον σκοπέλους πέλαγος τῶν γενικοτήτων. Ἀλλ᾽ ἰδοὺ ἐπανέρχομαι εἰς τὸ προκείμενον. Ὁ λόγος δι᾽ ὃν θεωρῶ τὴν δωροδοκίαν ὡς τὸ μικρότερον κακὸν εἶναι ὅτι, ὡς εἶδος ἐκλογικῆς διαφθορᾶς, τὴν ὑπάγω εἰς τὸ γένος τῆς συναλλαγῆς. Συναλλαγὴ εἶναι ἡ ἐν πρυτανείῳ σίτησις, αἱ ἐκ τοῦ δημοσίου ταμείου παροχαί, τὰ ρουσφέτια. Συναλλαγὴ εἶναι καὶ ἡ εἰς παρανόμους δίκας προστασία. Συναλλαγὴ εἶναι καὶ ἡ πρὸς παραγραφὴν ὀφειλομένων φόρων συνδρομὴ καὶ ἡ παράνομος ἐξαίρεσις κληρωτῶν. Συναλλαγὴ εἶναι καὶ ἡ δωροδοκία. Τώρα, ποῖος προστάτης, ποῖος πολιτευόμενος, ποῖος βουλευτὴς, εἶναι ἱπποτικώτερος; Ἐκεῖνος ὅστις ἐκ τοῦ ἰδίου ταμείου ἀγοράζει τὰς ψήφους τῶν ἐκλογέων, ἢ ἐκεῖνος ὅστις τὰς ἀγοράζει ἐκ τοῦ δημοσίου θησαυροῦ; Ἐκεῖνος ὅστις πληρώνει ἐκ τοῦ θυλακίου του ἢ ἐκεῖνος ὅστις πληρώνει ἐκ τῶν χρημάτων τοῦ ἔθνους, χρημάτων ξένων, τὰ ὁποῖα εἰς τὴν Ἑλλάδα μάλιστα ἐσυνηθίσαμεν ὅλοι νὰ θεωροῦμεν ἔρμα καὶ σκοτεινά; Ποῖος εἶναι πλέον γαλαντόμος;
― Βεβαίως, ἐκεῖνος ποὺ πληρώνει ἀπὸ τὴν τσέπη του, ἀπήντησεν ἀδιστάκτως ὁ ξένος.
― Βλέπεις; Ἰδοὺ διατὶ μισῶ τὰς γενικότητας κ᾽ ἐπιθυμῶ νὰ εἰδικεύω. Ὁμιλῶ σχετικῶς καὶ ὄχι ἀπολύτως. Δὲν λέγω ὅτι ἡ δωροδοκία εἶναι καλόν τι, λέγω ὅτι εἶναι τὸ ὀλιγώτερον κακόν. Καὶ σημείωσαι ὅτι οὐδεὶς ποτὲ ἐκλέγεται βουλευτὴς διὰ τῆς δωροδοκίας. Ὅλοι ἐκλέγονται τῇ βοηθείᾳ τῆς δωροδοκίας. Ἀπάνθρωπος τοκογλύφος, ὅσας καὶ ἂν ἀγοράσῃ ψήφους, ποτὲ δὲν θὰ ἐκλεχθῇ. Πρὶν κατέλθῃ εἰς τὸν ἀγῶνα, θὰ ὑποδυθῇ τὴν φιλανθρωπίαν, ὡς προσωπεῖον, θὰ φορέσῃ τὴν δημοτικότητα, ὡς κόθορνον. Θὰ φροντίσῃ ν᾽ ἀποδώσῃ μέρος τῶν ὅσα ἥρπασεν εἰς τοὺς ἐκλογεῖς. Καὶ μεταξὺ δύο ἀντιπάλων, μετερχομένων τὴν αὐτὴν διαφθοράν, θὰ ἐπιτύχῃ ἐκεῖνος ὅστις εὐπρεπέστερον φορεῖ τὸ προσωπεῖον κ᾽ ἐπιδεξιώτερον τὸν κόθορνον.
Ἂς ἐξετάσωμεν τώρα, ἐξηκολούθησεν ὁ Λέανδρος Παπαδημούλης, πόθεν καὶ πῶς, ἀφοῦ ἡ πλουτοκρατία εἶναι δεδομένον τι καὶ ἀναπόδραστον κακόν, ἂς ἐξετάσωμεν πῶς ἐγεννήθη, πῶς γεννᾶται φυσικῶς, ἡ δωροδοκία.
Ὑπόθεσε, φίλε, ὅτι σ᾽ ἐκυρίευσε καὶ σὲ ἔξαφνα ἡ φιλοδοξία τοῦ Γιαννάκου τοῦ Χαρτουλαρίου, ὅτι ἐπεθύμησες νὰ γίνῃς βουλευτής, διὰ νὰ ὑπηρετήσῃς τὸ ἔθνος. Διὰ νὰ ἐπιθυμήσῃς τοῦτο, σημείωσαι, πρέπει νὰ εἶσαι χορτᾶτος. Ἡ φιλοδοξία εἶναι ἡ νόσος τῶν χορτάτων, ἡ λαιμαργία εἶναι τῶν πεινασμένων τὸ νόσημα. Ἐξέρχεσαι εἰς τὴν ἀγοράν, βγάζεις λόγον, καὶ παρακαλεῖς τοὺς προσφιλεῖς συμπολίτας νὰ σὲ τιμήσωσι διὰ τῆς ψήφου των. Ἀλλ᾽ εἶσαι ἆρα εἰς θέσιν νὰ ἠξεύρῃς πόσοι ἐκ τῶν προσφιλῶν συμπολιτῶν σου εἶναι χορτᾶτοι, καὶ πόσοι δὲν εἶναι; Μὴν ἀμφιβάλλῃς ὅτι οἱ πλεῖστοι εἶναι πεινασμένοι, διότι ἂν δὲν ἦσαν, ὅλοι θὰ ἔβγαζαν κάλπας διὰ νὰ γίνουν βουλευταί! Ἀλλὰ μεταξὺ τῶν ἀκροατῶν σου, μεταξὺ τῶν προσφιλῶν σου συμπολιτῶν, δυνατόν, πιθανόν, βέβαιον μάλιστα ὅτι εὑρίσκονταί τινες, εἷς, δύο, τρεῖς, πέντε, δέκα, κατὰ γράμμα πεινασμένοι. Τώρα, τὴν ἡμέραν τῆς ἐκλογῆς, πῶς ἀπαιτεῖς νὰ ὑπάγῃ ἄνθρωπος πεινασμένος, ἄνθρωπος ὅστις θὰ ψαύῃ τὴν κοιλίαν του ὡς ἔγχορδον ὄργανον, ἄνθρωπος ὅστις δὲν θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ ἵσταται καὶ νὰ βαδίζῃ, πῶς ἀπαιτεῖς τοιοῦτος ἄνθρωπος νὰ ὑπάγῃ νὰ ψηφοφορήσῃ εἰς τὴν κάλπην σου, καὶ νὰ σοῦ δώσῃ μάλιστα λευκὴν ψῆφον; Φυσικὸν εἶναι, ἀφοῦ θὰ λάβῃ τὸν κόπον πρὸς χάριν σου, νὰ τοῦ δώσῃς τοὐλάχιστον νὰ φάγῃ, δι᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
Ἐὰν δὲν τοῦ δώσῃς χρήματα, θὰ τοῦ προσφέρῃς γεῦμα. Καὶ τοῦτο δωροδοκία δὲν εἶναι; Ἢ θὰ τοῦ στείλῃς κατ᾽ οἶκον βακαλιάρον καὶ σαρδέλες καὶ οἶνον; Δωροδοκία καὶ τοῦτο. Ἐὰν δὲν σπεύσῃς ἐγκαίρως σύ, θὰ σὲ προλάβῃ ὁ ἀντίπαλός σου, ὅστις θὰ φορῇ τὸν κόθορνον τῆς φιλανθρωπίας ἀμφιδεξιώτερον.
Ἰδοὺ πόθεν ἐγεννήθη ἡ δωροδοκία. Πῶς θέλεις νὰ ἐνδιαφέρηται ὁ ἀγρότης, ὁ βοσκός, ὁ πορθμεύς, ὁ ναύτης, ὁ ἐργάτης, ὁ ἀχθοφόρος, πῶς θέλεις νὰ ἐνδιαφέρωνται διὰ τὸν Καψιμαΐδην καὶ Γεροντιάδην, ἂν θὰ γίνωσι βουλευταὶ ἢ ὄχι; Ἐκεῖνοι εἶναι χορτᾶτοι καὶ τρέφουσιν ὄνειρα φιλοδοξίας, οὗτοι πεινῶσι καὶ θέλουν νὰ φάγωσι. Δὲν ἔχουσιν οἱ πτωχοὶ μεγάλας ἀξιώσεις. Δὲν περιμένουν διορισμοὺς καὶ παχέα ρουσφέτια ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ θητεύουσιν ἐπιπόνως καὶ δὲν ἐπαρκοῦν νὰ τραφῶσιν ἐκ τοῦ ἱδρῶτός των, ἀφοῦ οἱ λεγόμενοι ἀντιπρόσωποί των δὲν παύουν νὰ ψηφίζωσιν ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ φόρους καὶ φόρους καὶ πάλιν φόρους, ἂς τοὺς θρέψωσιν ἐπὶ μίαν ἡμέραν ἐκ τοῦ βαλαντίου των.
Ἀνέκαθεν τὰ ἀξιώματα ἦσαν ἀγοραστά! Καὶ ἀφοῦ ἡ ἐπάρατος πλουτοκρατία εἶναι ἄφευκτον κακόν, κατὰ ποῖον ἄλλον τρόπον θ᾽ ἀποκτῶνται τὰ ἀξιώματα; Πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ἔχασε πρὸ πολλοῦ πᾶσαν ἠθικὴν ἀξίαν, μόνον διὰ χρημάτων εἶναι κτητόν. Καὶ οὕτως ἑπόμενον ἦτο νὰ καταντήσουν τὰ πράγματα. Οὐδὲν κακὸν ἄμεικτον καλοῦ! Εὐτύχημα μάλιστα νομίζω ὅτι δὲν ἀνεφάνη ἐπιφανής τις πολιτευτὴς εἰς τὰ μέρη ταῦτα.
― Πῶς εἶπες; ἠρώτησεν ἀπορήσας ὁ ξένος.
― Λέγω ὅτι λογίζομαι ὡς εὐτύχημα τὸ ὅτι δὲν ἀνεφάνη τις ἐκ τῶν λεγομένων ἐπιφανῶν πολιτευτῶν εἰς τὰς νήσους ταύτας. Ἐνθυμοῦμαι τί συνέβη πρὸ πολλῶν ἐτῶν, ὅταν εἶχε γίνει τις ὑπουργὸς βουλευτὴς γείτονος ἐπαρχίας. Οἱ κουρεῖς ἔκλεισαν τὰ κουρεῖά των, οἱ καφεπῶλαι τὰ καφενεῖά των, οἱ ὑποδηματοποιοὶ ἐπώλησαν τὰ καλαπόδια των. Δὲν ὑπῆρξε βοσκὸς ὅστις νὰ μὴ διωρίσθη τελωνοφύλαξ, οὔτε ἀγρότης ὅστις νὰ μὴ προχειρισθῇ εἰς ὑγειονομοσταθμάρχην. Τότε εἴδομεν πρώτην φορὰν κ᾽ ἐδῶ εἰς τὴν νῆσον λιμενάρχην φουστανελάν. Ὁ ἐκ τῆς γείτονος ἐπαρχίας ὑπουργὸς μᾶς τὸν εἶχε στείλει ὡς δεῖγμα περίεργον ὑπαλλήλου. Ὁ Θεὸς μᾶς ἐλυπήθη καὶ δὲν παρεχώρησε νὰ γεννηθῇ ἐπιφανής τις ἐδῶ, ἐσκλήρυνε δὲ τὴν καρδίαν μας καὶ δὲν ἐδέχθημεν εἰσβολὴν ξένου ὑποψηφίου. Ἰλιγγιῶ νὰ φαντασθῶ τί θὰ ἐγίνετο. Ὅλοι οἱ πορθμεῖς θὰ ἐγκατέλειπον τὰς λέμβους των, οἱ κυβερνῆται θὰ ἔρριπτον ἔξω τὰ πλοῖά των, οἱ ναυπηγοὶ θὰ ἐπετοῦσαν τὰ ἐργαλεῖά των καὶ θὰ ἐζήτουν δημοσίας θέσεις. Διότι μὴ νομίσῃς ὅτι ἡ θεσιθηρία γεννᾶται μόνη της. Τὰ δύο κακὰ ἀλληλεπιδρῶσιν. Ἡ ἀκαθαρσία παράγει τὸν φθεῖρα καὶ ὁ φθεὶρ παράγει τὴν ἀκαθαρσίαν. Τὸ τέρας τὸ καλούμενον ἐπιφανὴς τρέφει τὴν φυγοπονίαν, τὴν θεσιθηρίαν, τὸν τραμπουκισμόν, τὸν κουτσαβακισμόν, τὴν εἰς τοὺς νόμους ἀπείθειαν. Πλάττει αὐλὴν ἐξ ἀχρήστων ἀνθρώπων, στοιχείων φθοροποιῶν, τὰ ὁποῖα τὸν περιστοιχίζουσι, παρασίτων τὰ ὁποῖα ἀποζῶσιν ἐξ αὐτοῦ παχυνόμενα ἐπιβλαβῶς, σηπόμενα, ζῳύφια βλαβερά, ὕδατα λιμνάζοντα, παράγοντα ἀναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα τὴν ἀκαθαρσίαν. Εὐτυχῶς δὲν ὑπῆρξεν ἐνταῦθα ἔδαφος κατάλληλον διὰ νὰ γεννηθῇ τὸ θρέμμα τὸ καλούμενον ἐπιφανής, καὶ οὕτως ἀπηλλάγημεν τῆς τοιαύτης ἀθλιότητος μέχρι τῆς ὥρας. Ἡ δωροδοκία δέ, τὴν ὁποίαν βλέπεις τόσον γενικευμένην ὡς ἐκλογικὸν ὅπλον, εἶναι κατ᾽ ἐμὲ τὸ μικρότερον κακόν. Ὅστις ὅμως δυσφορῇ ἐπὶ ταύτῃ, ἂς μὴ μετέχῃ τοῦ ἐκλογικοῦ ἀγῶνος, μήτε ὡς ἐκλογεύς, μήτε ὡς ἐκλέξιμος. Κυάμων ἀπέχεσθαι

ΙΒ´

Οἱ πέντε ἐγκαρδιακοὶ φίλοι, ὁ γερο-Λευθέρης ὁ Κουσερής, ὁ μπαρμπα-Γιώργης ὁ Ἀπίκρατος, ὁ Δημήτρης ὁ Ζάβαλος, ὁ Γιαννιὸς ὁ Κάβουρας καὶ ὁ Κώστας ὁ Ἀγγουροκομμένος, εἶχον ἐκκινήσει, ὡς εἴπομεν, ἐκ τοῦ κήπου, ὅπου εἶχον συμποσιάσει καὶ εὐθυμήσει ἐπὶ πολλὰς ὥρας, καὶ κατήρχοντο ἐν πομπῇ εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς διὰ νὰ ψηφοφορήσωσιν, ἡγουμένου τοῦ κὺρ Μανουήλου τοῦ Στεριωμένου, ὅστις καίτοι μὴ βλέπων αὐτούς, ὄπισθεν ἀκολουθοῦντας, ἔβλεπεν ὅμως τοὺς ἴσκιους των μηκυνομένους, ὑπὸ τὰς τελευταίας ἀκτῖνας τοῦ δύοντος ἡλίου, πρὸς ἀνατολάς, ὅπου ἐβάδιζον, καὶ τοὺς ἐμέτρει ἐπιμελῶς, καὶ τοὺς εὕρισκε πέντε. Ἐνίοτε, ὅμως, βαίνοντος τοῦ ἑνὸς τῶν ἑταίρων ὄπισθεν τοῦ ἄλλου, οἱ ἴσκιοι των συνεχωνεύοντο εἰς δύο ἢ τρεῖς, καὶ τότε ἀνησύχει κ᾽ ἐστρέφετο ἀποτόμως νὰ ἴδῃ. Ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, τὸν ὁποῖον κανεὶς ἐξ ὅλων δὲν εἶχεν ἰδεῖ κατασκοπεύοντα ὄπισθεν τοῦ φράκτου, εἶχε προπορευθῆ αὐτῶν κατὰ πολύ, καὶ εἶχε φθάσει ἔξωθεν τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Ἐκεῖ ἐκάλεσεν εἰς τὴν θύραν τὸν κὺρ Ἀνδρέαν τὸν Ἀπίκον, ἓν τῶν μελῶν τῆς ἐπιτροπῆς, καὶ τοῦ ἐσύριξεν ὀλίγας λέξεις εἰς τὸ οὖς.
Ὁ κὺρ Ἀνδρέας ὁ Ἀπίκος καὶ δύο ἄλλα μέλη ἀπετέλουν τὴν πλειονοψηφίαν τῆς ἐπιτροπῆς καὶ ἦσαν ἀφωσιωμένοι εἰς τὲς Ἀνδρογυνοχωρίστρες. Εὐθὺς ὡς ἤκουσε τὴν ἀνακοίνωσιν τοῦ Μανώλη, ὁ κὺρ Ἀνδρέας ἔσυρε τὸ ὡρολόγιον ἐκ τῆς μικρᾶς τσέπης τοῦ περιστηθίου του, καὶ κρατῶν αὐτὸ εἰς τὴν παλάμην ἐπανῆλθε πρὸς τοὺς συναδέλφους του, καθημένους περὶ τὴν τράπεζαν, μὲ τὸν κὺρ Ἀγγελὴν τὸν Μαλλίνην ἐν τῷ μέσῳ, ὅστις μὲ τὴν πένναν εἰς τὴν χεῖρα, ἐσημείωνεν ἓν ὄνομα ἐκλογέως κάθε τέταρτον τῆς ὥρας, καὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἐφλυάρει κ᾽ ἐκάπνιζεν ὀγκωδέστατα τσιγάρα, τὰ ὁποῖα ἐλάμβανεν αὐτοδικαίως ἀπὸ τοὺς ἀντιπροσώπους καὶ ἀναπληρωτὰς τῶν ὑποψηφίων.
― Κύριοι, εἶπεν ὁ κὺρ Ἀνδρέας ὁ Ἀπίκος, ἡ ὥρα εἶναι ἑπτὰ καὶ πέντε. Καιρὸς νὰ κηρύξωμεν τὴν λῆξιν τῆς ψηφοφορίας, νὰ κλείσωμεν τὸ κιβώτιον τῶν καλπῶν, νὰ συντάξωμεν τὸ πρακτικὸν καὶ νὰ ἑτοιμασθῶμεν διὰ τὴν διαλογήν.
Ἔσυραν ὅλοι τὰ ὡρολόγιά των. Τὰ ὡρολόγια τῶν δύο ἄλλων μελῶν τῆς πλειονοψηφίας ἐδείκνυον, τοῦ ἑνὸς ἑπτὰ παρὰ τρία, τοῦ ἑτέρου ἑπτὰ παρὰ ἐννέα. Τὸ ὡρολόγιον τοῦ προέδρου, κυρίου Νιαουστέως, ἐδείκνυεν ἑπτὰ παρὰ εἴκοσι. Τέλος τὸ ὡρολόγιον τοῦ ἑλληνοδιδασκάλου, κ. Μυροκλείδου, ἐδείκνυεν ἓξ καὶ δεκαοκτὼ λεπτά.
Πρὸ τριῶν ἐτῶν τὸ δημοτικὸν συμβούλιον εἶχε φιλοτίμως ψηφίσει, ὁ κ. Νομάρχης εἶχεν εὐαρεστηθῆ νὰ ἐγκρίνῃ καὶ ὁ κ. Δήμαρχος εἶχεν ἐπιμεληθῆ δραστηρίως νὰ κατασκευασθῇ μαρμαρίνη μεριδιάνα* ὑψηλὰ ἐπὶ τοῦ τοίχου τοῦ Ἑλληνικοῦ Σχολείου τοῦ βλέποντος πρὸς μεσημβρίαν ἀκριβῶς. Τῇ βοηθείᾳ τῆς μεριδιάνας ἐκείνης ἐκανόνιζεν ἔκτοτε ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος τὸ ὡρολόγιόν του. Ἀλλ᾽ αἱ μάγκαι τοῦ σχολείου, πρὶν ἀρχίσῃ τὸ μάθημα ἢ εὐθὺς ὡς ἤθελον σχολάσει, εἶχον εὕρει τερπνὴν ἐνασχόλησιν τὸ νὰ ρίπτωσι λίθους ἐκεῖ ὑψηλὰ εἰς τὸ λευκὸν καὶ χαρακωμένον μὲ πολλὰς μαύρας γραμμὰς μάρμαρον, καὶ εἶχον καταστήσει σκοπὸν τῶν πετροβολημάτων των τὸ λεπτὸν σιδηροῦν πέταλον, τὸ χρησιμεῦον ὡς δείκτης τῆς μεριδιάνας. Ὅθεν δὲν εἶχον παρέλθει ὀλίγαι ἑβδομάδες καὶ τὸ λεπτὸν σιδηροῦν πέταλον ἐστράβωσεν ἐλεεινά, καὶ ἀντὶ νὰ δεικνύῃ μεσημβρίαν ἐδείκνυε μίαν καὶ ἡμίσειαν ὥραν, κανεὶς δὲ δὲν εἶχε φροντίσει ἐν τῷ μεταξὺ νὰ τὸ διορθώσῃ ἢ τὸ ἀντικαταστήσῃ. Ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος ἐν τούτοις προσεπάθει τοῦ λοιποῦ νὰ κανονίζῃ τὸ ὡρολόγιόν του μᾶλλον κατὰ συμπερασμόν, καὶ δὲν ἐβασίζετο πολὺ εἰς τὴν μεριδιάναν, ἥτις ἵστατο ἐκεῖ ὑψηλὰ ἀρχίσασα νὰ μαυρίζῃ ἐν μέρει ἀπὸ τὴν βροχὴν καὶ τὴν ὑγρασίαν, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἀπὸ τὰς κηλῖδας τῶν βωλοκοπημάτων τῶν μαθητῶν, ὁμοία μ᾽ ἐκλογικὸν πρόγραμμα τὸ ὁποῖον ἐκόλλησαν ὑψηλὰ διὰ νὰ τὸ σώσουν ἀπὸ τὰ λασποβολήματα τῶν διαβατῶν.
Διὰ νὰ μὴ μᾶς μεμφθῶσι δὲ ὅτι κάμνομεν κατάχρησιν τῆς ἐλευθερίας τῶν παρομοιώσεων, θὰ προσθέσωμεν ὅτι ὀλιγώτερον τολμηρὸν θὰ ἦτο νὰ παραβάλῃ τις τὸ ἄτυχον ἐκεῖνο ἡλιακὸν ὡρολόγιον μὲ πρόσωπον ὑποψηφίου βουλευτοῦ, ὠχρὸν κ᾽ ἐλεεινὸν ἐκ τῆς ἀυπνίας ἢ ἐκ τοῦ φόβου τῆς ἀποτυχίας, ὑποψηφίου κολλημένου σύρριζα εἰς τὸν τοῖχον, στριμωμένου ὄπισθεν τοῦ ἀνοικτοῦ καλύμματος τοῦ κιβωτίου τῶν καλπῶν, ἐπαιτοῦντος ἐν συντριβῇ καρδίας τὰς ψήφους τῶν ἐκλογέων, μὲ ὀρθὴν ἢ λοξὴν τὴν ρῖνα καὶ μὲ χάσκον τὸ στόμα δεικνύοντος κατὰ τὸ Τραϊάνειον ἐπίγραμμα, τὰς ὥρας εἰς τοὺς πρὸ τῶν καλπῶν διαβαίνοντας, τοὺς ψηφοφόρους2.
Ἀλλ᾽ ἰδοὺ ἤγγιζεν ἤδη τὸ πέρας τῆς ἀγωνίας τῶν ὑποψηφίων, τῆς ἀνησυχίας τῶν κομματαρχῶν καὶ ψηφοθηρῶν καὶ τῆς ἐνοχλήσεως τόσου κόσμου, καὶ ὁ κὺρ Ἀνδρέας ὁ Ἀπίκος φιλανθρώπως λίαν ἀπῄτει νὰ προβῶσιν εἰς τὴν διαλογὴν μίαν ὥραν ἀρχύτερα.
Τὸ πρᾶγμα δὲν ἤρεσεν εἰς τὸν πρόεδρον τὸν γερο-Νιαουστέα, ὅστις ὀλίγην εὐχαρίστησιν εἶχεν αἰσθανθῆ ἐκ τῆς προεδρίας του καθ᾽ ὅλην τὴν ἡμέραν. Διότι δὲν ἦτο ἀληθῶς πρόεδρος εἰμὴ τῆς μειονοψηφίας τῆς ἐπιτροπῆς, ἤτοι τοῦ ἑλληνοδιδασκάλου κ. Μυροκλείδου. Ἡ πλειονοψηφία, ἀπειθής, ἀχαλίνωτος, τὸν ἀντέπραττεν, ἔκαμνε «τοῦ κεφαλιοῦ της», ὡς νὰ μὴν ἦτο αὐτὸς πρόεδρος.
― Δὲν εἶναι ἀκόμα ὥρα, κὺρ Ἀνδρέα, εἶπεν ὁ κ. Νιαουστεύς. Ἀπὸ τώρα νὰ κλείσουμε;
― Εἶναι ἑπτὰ καὶ πέντε, ἀντέλεξεν ὁ Ἀπίκος.
― Εἶναι ἑπτὰ παρὰ εἴκοσι, ἐπέμεινεν ὁ πρόεδρος.
― Κ᾽ ἐγὼ ἔχω ἑπτὰ παρὰ τρία, εἶπε τὸ ἄλλο μέλος τῆς ἐπιτροπῆς.
― Κ᾽ ἐγὼ ἑπτὰ παρὰ δέκα.
― Κ᾽ ἐγὼ ἔχω ἓξ καὶ δεκαοκτώ, εἶπεν ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος.
― Εἶναι ἑπτὰ ἡ ὥρα, ἐπέμεινεν ὁ κὺρ Ἀνδρέας ὁ Ἀπίκος. Δὲν βλέπετε ποὺ ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε! Εἰς τὰς ἑπτὰ γράφει καὶ τὸ πρόγραμμα.
― Γράφει εἰς τὰς ἑπτὰ καὶ εἴκοσι δύο λεπτά, εἶπεν ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος.
―Ὣς ποὺ νὰ κλείσουμε τὲς κάλπες καὶ νὰ ὑπογράψουμε τὸ πρακτικό, θὰ πάῃ ἑφτάμιση.
―Ἐγὼ εἶμαι ὁ πρόεδρος, εἶπεν ἀγερώχως ὁ κ. Νιαουστεύς.
―Ἡμεῖς εἴμαστε ἡ πλειονοψηφία.
Ὁ κὺρ Ἀνδρέας ἔσπευδε, καὶ δὲν ἤθελε πολλὰ λόγια. Ἔστρεφεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν βλέμμα πρὸς τὴν θύραν, ὡς νὰ ἐπερίμενε δυσάρεστόν τι ἐκεῖθεν. Φαίνεται ὅτι ἡ ἀνακοίνωσις τοῦ Μανώλη τοῦ Πολύχρονου ἀπέβλεπε τοὺς πέντε ἐμπιστευμένους φίλους, τοὺς ὁποίους ὡδήγει ὅπως ψηφίσωσιν ὑπὲρ τοῦ ἀντιθέτου κόμματος ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος.
― Δὲν μὲ μέλει τόσο γιὰ τὴ διαλογὴ ἂν θ᾽ ἀργήσῃ, εἶπεν μὲ τόνον εἰλικρινείας ὁ κὺρ Ἀνδρέας ὁ Ἀπίκος· ἀρκεῖ νὰ κλείσουν οἱ κάλπες γιὰ νὰ ἡσυχάσουμε.
― Εἶναι καὶ ἄλλοι νὰ ψηφοφορήσουν, εἶπεν ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ὅστις ἐνῷ τὸ πρωὶ ἐπεδείκνυεν ἀμεροληψίαν, ἕως τὴν ἑσπέραν εἶχε καταντήσει βαθμηδὸν νὰ φανατισθῇ ὑπὲρ τῶν Χαλασοχώρηδων.
― Δὲν εἶναι ἄλλοι, εἶπεν ὁ κὺρ Ἀνδρέας. Ἀλλὰ καὶ ἂν εἶναι, ὁ κύριος πρόεδρος ἂς κάμῃ τὸ χρέος του, καὶ ἂς διατάξῃ τὸν τελάλη νὰ φωνάξῃ τρεῖς φορές, πρὶν κλείσωμε τὶς κασσέλες. Ὁρίστε, κύριε πρόεδρε. Ἀλλοιῶς, θὰ διατάξῃ ἡ πλειονοψηφία.
― Θὰ διατάξετε τὸν πρόεδρον;
― Θὰ διατάξουμε τὸν τελάλη…
― Καὶ ποῦ ἠκούσθη αὐτὸ νὰ προστάττῃ ἡ πλειονοψηφία τὸν πρόεδρον; ἤρχισε ν᾽ ἀπαγγέλλῃ ἐν εἴδει λογυδρίου ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος. Σφετερίζεσθε ἀλλότρια δικαιώματα. Φατριάζετε. Δὲν σέβεσθε τοὺς γεροντοτέρους σας. Ὁ κύριος πρόεδρος… ὁ κύριος πρόεδρος, κύριοι, εἶναι…
― Κήρυξ! ἐφώναξε πρὸς τὴν θύραν στραφεὶς ὁ κὺρ Ἀνδρέας ὁ Ἀπίκος, βλέπων ὅτι ἡ ὥρα παρήρχετο.
Ὁ κήρυξ, ὅστις ἀνῆκε, φαίνεται, εἰς τὶς Ἀνδρογυνοχωρίστρες, μυρισθεὶς ὅτι κάτι τὸν ἤθελαν, εἶχε πλησιάσει εἰς τὴν θύραν.
― Κήρυξ! ἐπανέλαβεν ὁ κὺρ Ἀνδρέας, φώναξε δυνατὰ τρεῖς φορές, ὅποιος εἶναι γιὰ νὰ ψηφοφορήσῃ, νὰ ᾽ρθῇ, γιατὶ θὰ κλείσουμε τὶς κάλπες.
Ὁ κήρυξ ἐπανέλαβε διὰ τὸν τύπον τρίς, χῦμα καὶ μὲ νυστασμένην φωνήν· «Ὅποιος δὲν ἐψηφοφόρησε, νὰ τρέξῃ ἀμέσως, γιατὶ θὰ κλείσουν οἱ κάλπες…».
Συγχρόνως τὰ τρία μέλη τῆς πλειονοψηφίας, χωρὶς νὰ περιμένωσιν ὅπως παρέλθωσιν ὀλίγα λεπτά, ἄνευ τῶν ὁποίων οὐδεμίαν εἶχεν ἔννοιαν ἡ κλῆσις τοῦ κήρυκος, προέβησαν ἐν σπουδῇ, παρὰ τὰς διαμαρτυρίας τοῦ προέδρου καὶ τοῦ ἑλληνοδιδασκάλου, εἰς τὸ κλείσιμον τῶν δύο κιβωτίων.
― Κήρυξ! ἔκραξεν ὁ κὺρ Ἀνδρέας· φώναξε ὅτι ἡ ψηφοφορία ἐτελείωσε καὶ ὅτι ἀρχίζει ἡ διαλογή.
Ὁ κήρυξ ἤνοιξε τὸ στόμα, ὅπως ἐκτελέσῃ τὴν διαταγὴν ταύτην, ὅταν εἰς τὴν θύραν τοῦ σχολείου ἐφάνη ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος, ἀκολουθούμενος ὑπὸ τῶν πέντε ἀχωρίστων φίλων, τῶν περὶ τὸν Κουσερὴν καὶ Ἀπίκρατον.
― Πῶς! ἀρχίζει ἡ διαλογή;… ἐψέλλισε μὲ ἠλλοιωμένον τὸ πρόσωπον ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος.
― Φώναξε! ὑπέγρυξεν πρὸς τὸν κήρυκα ὁ κὺρ Ἀνδρέας, εὐθὺς ὡς εἶδε τὰ νέα ἐμφανισθέντα πρόσωπα.
Ὁ κήρυξ ἐφώνησεν: «Ἡ ψηφοφορία ἐτελείωσε, κύριοι! ἄρχεται ἡ διαλογή…».
Ἐν τῷ μεταξὺ ἐστάλη ἔγγραφον πρὸς τὸν Εἰρηνοδίκην, ἀντιπρόσωπον τοῦ Ἐπάρχου, ὅπως εὐαρεστηθῇ νὰ προσέλθῃ, διὰ νὰ πρωτοστατήσῃ εἰς τὴν διαλογήν.
Ὁ πρόεδρος καὶ ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ἑκόντες ἄκοντες, ὑπέγραψαν τὸ ἔγγραφον τοῦτο, ὡς καὶ τὸ πρακτικὸν τῆς λήξεως τῆς ψηφοφορίας.
* * *
Ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος διεμαρτύρετο ἀπὸ τῆς θύρας κ᾽ ἔστελλεν ἀπειλητικὰ βλέμματα πρὸς τὸν Ἀπίκον. Ὁ κὺρ Ἀνδρέας τοῦ ἀπήντα διὰ περιφρονητικοῦ μειδιάματος.
― Τώρα; εἶπεν ὁ μπαρμπα-Γιώργης ὁ Ἀπίκρατος.
― Τώρα… δὲν θὰ ψηφοφορήσετε πλέον… ἀργήσατε πολὺ νὰ τὸ ἀποφασίσετε… ποιὸς σᾶς φταίει… καὶ σᾶς παρακαλῶ πολὺ νὰ μοῦ δώσετε πίσω κεῖνα ποὺ σᾶς ἔδωσα… ἐτραύλισεν ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος.
― Καὶ τί φταῖμε ἡμεῖς… τὰ δοσμένα εἶναι καλῶς δοσμένα… ὑπέλαβεν ὁ Γιαννιὸς ὁ Κάβουρας.
― Καὶ ὅ,τι πάρουμε, δὲν τὰ ξαναδίνουμε πίσω, προσέθηκεν ὁ Δημήτρης ὁ Ζάβαλος.
― Καὶ δὲ μοῦ δώσατε κ᾽ ἐκεῖνα-δὰ τὰ τσαρούχια, ποὺ μοῦ ᾽πατε… παρετήρησεν ὁ Κώστας ὁ Ἄγγουρος.
― Κοίταξε, μπαρμπα-Γιώργη, πράγκα* τὸ χέρι σου! μὴ σὲ καταφέρῃ καὶ τοῦ τὰ δώσῃς πίσω, εἶπεν ὁ Κάβουρας, περισφίγγων ἐγγύθεν τὸν Ἀπίκρατον, φόβῳ μὴ οὗτος ἐξ εὐσυνειδησίας ἐπιστρέψῃ τὸν γνωστὸν φάκελον ὀπίσω.
Ὁ γερο-Κουσερὴς εἶχε πέσει εἰς σκέψεις καὶ ἠρέμα ἀνένευε διὰ τῆς κεφαλῆς. Ἐφαίνετο τῆς γνώμης ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐπιστραφῇ ὁ φάκελος.
* * *
Ὅταν ἦλθεν ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς καὶ ἤρχισεν ἡ διαλογή, ἠκούετο ἀκόμη ἡ λογομαχία τῶν ἓξ ἀνθρώπων ἔξωθεν τοῦ σχολείου. Ὕστερον ἐγνώσθη ὅτι ἐξευρέθη μέσος ὅρος κ᾽ ἐπῆλθε συμβιβασμός, τὸν ὁποῖον διὰ τὸ ἀσκανδάλιστον ἠναγκάσθη νὰ παραδεχθῇ ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος.
Ἐξήχθη τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πρώτης κάλπης. Ψηφοφορησάντων 498 (ὁ κατάλογος εἶχε διπλασίους, ἀλλ᾽ οἱ ἡμίσεις τῶν ἐκλογέων ἦσαν ἐν διαρκεῖ ἀποδημίᾳ), ὁ Ἀβαρίδης Δημήτριος ἔλαβεν εἰς τὸ ναὶ ψήφους 289 καὶ εἰς τὸ ὄχι 209.
Δεύτερον ἐξήχθη τὸ ἀποτέλεσμα τῆς κάλπης τοῦ Ἀλικιάδου Παναγιώτου (συγγραφεύς, ὅστις ἐστοχάσθη νὰ γράψῃ ἠθογραφικὴν μελέτην ἐπὶ ἐκλογικοῦ θέματος, ὀφείλει νὰ εἶναι ὁ αὐτὸς καὶ ὑποψήφιος καὶ κομματάρχης καὶ ψηφοφόρος καὶ διαλογεὺς καὶ κήρυξ τοῦ ἐξαγομένου τῆς ψηφοφορίας), ὅστις ἔλαβεν εἰς τὸ ναὶ ψήφους 263 καὶ εἰς τὸ ὄχι ψήφους 237, εὑρεθέντων καὶ δύο πλεοναζόντων σφαιριδίων, τὰ ὁποῖα ἀφῃρέθησαν ἐκ τοῦ ναί, ἐν ᾧ κατελογίσθησαν ψῆφοι 261.
Τρίτη ἠνοίχθη ἡ κάλπη τοῦ Γεροντιάδου Κωνσταντίνου, λαβόντος εἰς τὸ ναὶ ψήφους 317 καὶ εἰς τὸ ὄχι ψήφους 182, εὑρέθη δὲ καὶ ἓν πλεονάζον σφαιρίδιον, ἀφαιρεθὲν ἐκ τοῦ ναί (= 316).
Τέταρτον ἀποτέλεσμα ἐγνώσθη τὸ τῆς κάλπης τοῦ Καψιμαΐδου Θεοδώρου, λαβόντος ψήφους 243 εἰς τὸ ναὶ καὶ 245 εἰς τὸ ὄχι.
Πέμπτη τέλος ἠνοίχθη ἡ κάλπη τοῦ Χαρτουλαρίου Ἰωάννου, τιμηθέντος διὰ ψήφων 154 εἰς τὸ ναὶ καὶ 344 εἰς τὸ ὄχι.
* * *
Τὴν ἀγγελίαν ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἀποτελεσμάτων ὑπεδέχετο ἔξω ὁ λαὸς δι᾽ ἐπευφημιῶν, δι᾽ ἀλαλαγμῶν καὶ καγχασμῶν εὐθυμοτάτων. Τὴν αὐτὴν στιγμὴν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας ἔσπευσε νὰ τηλεγραφήσῃ εἰς τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον πολλὰ συγχαρητήρια καὶ πολλὰ ἐγκώμια διὰ τὸν ἑαυτόν του, λόγῳ ὅτι, καίτοι μόνος ὑπηρετῶν αὐτόν, πρώτην φορὰν ἐκτεθέντα ὡς ὑποψήφιον, καίτοι πολεμούμενος λυσσωδῶς ἀπὸ δύο ἰσχυρότατα κόμματα, κατώρθωσεν οὐχ ἧττον νὰ τοῦ δώσῃ τόσας ψήφους.
Μετ᾽ ὀλίγας ὥρας ἦλθε τηλεγραφικῶς τὸ γενικὸν τῆς ἐπαρχίας ἀποτέλεσμα, καὶ πολλοὶ τενεκέδες ἐβρόντησαν ὡς σύνηθες εἰς βάρος τῶν ἀποτυχόντων, Καψιμαΐδου, Ἀβαρίδου καὶ Χαρτουλαρίου. Ἐξελέχθησαν δὲ εὐτυχῶς βουλευταὶ τῆς ἐπαρχίας ὁ κ. Γεροντιάδης, διὰ ψήφων 1239, καὶ ὁ κ. Ἀλικιάδης, διὰ ψήφων 1158, ἀπέναντι 1644 ψηφοφορησάντων εἰς τοὺς τέσσαρας δήμους.
Καὶ οὕτω διπλοῦν ἐπῆλθε κέρδος. Πρῶτον, ἡσύχασε πρὸς καιρὸν ὁ κόσμος, καὶ δεύτερον, δὲν ἐκλείσθη τὸ στάδιον τῶν δύο προμνημονευθέντων πολιτευτῶν, οἵτινες ἔμελλον νὰ συνεχίσωσιν ἐπὶ μίαν εἰσέτι περίοδον τὰς διακεκριμένας ὑπηρεσίας των, ὁ εἷς διὰ τὰ γενικὰ τοῦ ἔθνους συμφέροντα, ὁ ἕτερος διὰ τὰ δημόσια ἔργα τῆς ἐπαρχίας.
(1892)
1. Ρουβάδα (τὸ ἐπίθετον ρουβόςρουβούλιακαςρουβοκαμωμένοςρουβοστασ᾽νόςρουβούνιακας· τὸ ρῆμα ρουβοφέρνω) καλεῖται παρ᾽ ἡμῖν ἡ παρὰ τοῖς Ψαριανοῖς καὶ ἄλλοις λεγομένη ἀκακιά, ἡ ἐλαφροτέρα δηλαδὴ καὶ ἀβλαβεστέρα μορφὴ τῆς βλακείας, οἱονεὶ ἀγροικία τις μετὰ χάριτος καὶ σκαιότης μετ᾽ ἀφελείας. Ἐμυθολογοῦντο δὲ οἱ κάτοικοι τῆς μιᾶς τῶν νήσων, ὡς ἔχοντες πλείονα τῶν ἄλλων νησιωτῶν ρουβάδαν.
2. Τὸ ἐπίγραμμα τοῦτο ἀποδίδεται εἰς τὸν αὐτοκράτορα Τραϊανόν·
Ἀντίον ἠελίου στήσας ῥίνα καὶ στόμα χάσκων,
δείξεις τὰς ὥρας πᾶσι παρερχομένοις
.

Η ανακάλυψη...


«Έψαχνα παλιά διηγήματα. Με ενδιέφερε η λογοτεχνία ως φορέας της ιστορίας. Να μπορέσουμε να καταλάβουμε το σήμερα βλέποντας τα ζητήματα που μας απασχολούν στην ιστορική τους διαδρομή. Διάβασα πολλά διηγήματα, μεταξύ αυτών και πολλά του Παπαδιαμάντη. Οι «Χαλασοχώρηδες» ήταν μια αποκάλυψη. Μέσα από την κωμωδία, είναι ένα μάθημα πολιτικής ιστορίας. Και μας ενδιέφερε πολύ το πολιτικό στοιχείο. Πρόκειται για ένα άκρως πολιτικό κείμενο και μια καθαρή κωμωδία. 
Οι Χαλασοχώρηδες, διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που δημοσιεύτηκε το 1892, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά επί σκηνής το 2011 και η παράσταση συνεχίζεται μέχρι σήμερα με εξαιρετική επιτυχία. Το tvxs.gr συνάντησε τους συντελεστές της παράστασης στον εναλλακτικό τεχνοχώρο Cartel, στο Βοτανικό. Μιλήσαμε για το έργο και την «καθαρή ματιά» του Παπαδιαμάντη μέσω της οποίας αποκαλύπτεται το πολιτικό σύστημα και ο καθένας καλείται να βγάλει τα συμπεράσματά του. Εξάλλου «η αφετηρία της πολιτικής είναι ο διάλογος, το να εκφράζεις την άποψή σου», σημειώνει ο Κώστας Παπακωνσταντίνου.

Οι Χαλασοχώρηδες

ΜΙΚΡΑ ΜΕΛΕΤΗ

Α’

Αφού περιήλθον όλα τα μαγαζία της παραθαλασσίου αγοράς, όπου έπιον όχι ολίγον εις υγείαν και των δύο αντιπάλων μερίδων, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο Γιάννης της Χρυσάφους κατήντησαν και εις το μικρόν καπηλείον του Δημήτρη του Τσιτσάνη, όπου εισελθόντες απήτουν από τον οινοπώλην να τους κεράσει. Αλλ’ ο κάπηλος ίστατο συλλογισμένος και ηρνείτο επιμόνως να κεράσει, λέγων ότι κατά το έτος τούτο δεν είχε σκοπόν να το κάμει φόραπρος χάριν κανενός, διότι άλλοτε, όπου είχε φανεί φιλότιμος με το παραπάνω, την είχε πάθει στα γερά. Διότι ο Λάμπρος ο Βατούλας και ο Μανόλης ο Πολύχρονος, αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, του έταξαν «φούρνους με καρβέλια», δώσαντες αυτώ ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά απέναντι, καθώς του είπαν, και παρακινήσαντες αυτόν να εξοδεύσει κι απ’ τη σακκούλα του όσα θέλει άφοβα, διότι θα πληρωθεί μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, όν ήθελε παρουσιάσει. Τότε αυτός πιστεύσας «εξανοίχθηκε» κι εξώδεψε ιδικά του λεπτά, παραπάνω από ένα εκατοστάρικο· αλλά μετά τας εκλογάς, ο Λάμπρος ο Βατούλας (τον οποίον αυτός ηρέσκετο να ονομάζει σήμερον «ο Λάμπρος ο Φαταούλας») έκαμε πως δεν τον εγνώριζε και του εγύριζε τις πλάτες. Πού επερίσσευε τραμπούκος απ’ αυτούς που έχουν δόντια, κατάλαβες, για να φάνε κι οι άλλοι, οι παραμικροί; Ο Λάμπρος ο Βατούλας κι ο Μανόλης ο Πολύχρονος κι άλλοι μερικοί πέφτουν με τα μούτρα στη λαδιά, στο μούχτι… κι ηξεύρουν πώς να κυνηγούν το πλιάτσικο. Έχουν βλέπεις αυτοί οι διάβολοι τον τρόπον να τα κάμουν πλακάκια. Αν ερωτάς κι από κοντραπούντους κι από μπουλούκια… κανείς δεν μπορεί να βγάλει πλώρη μαζί τους. Είναι εις όλα πρώτο νούμερο. Αλλ’ όταν μίαν φοράν καεί η γούνα ενός ταβερνιάρη, ενός καφετζή ή ενός μικρομπακάλη (δεν σου λέγω, είναι άλλοι που καίονται στα πολιτικά κι έχουν κρεμασμένο δια τας εκλογάς το ζουνάρι τους… κι είναι πάλιν άλλοι που ξέρουν με τρόπο και τα καταφέρνουν, παίρνοντας λεπτά κι από τα δύο κόμματα, μαυρίζοντες πότε το έν, πότε το άλλο κι εβγαίνοντες πάντοτε λάδι), τότε πολύ βλαξ θα είναι, αν τους επιτρέψει να τον κοροϊδέψουν και δευτέραν φοράν.
 Τοιαύτας θεωρίας εξέφερεν ο Δημήτρης ο Τσιτσάνης, αρνούμενος να κεράσει τους δύο φίλους, οίτινες ευθυμότατοι είχον εισέλθει εις το καπηλείον του. Αλλά δεν ήσαν και διψασμένοι. Ήτο εσπέρα ήδη και από της δείλης είχον περιέλθει το ήμισυ της πολίχνης, παντού κερνώμενοι και πίνοντες. Ο Κωνσταντής ο Καλόβολος ήρχισε να παραδίδει μάθημα εκλογικής ορθοφροσύνης εις τον κάπηλον, λέγων ότι αυτός οπού τού θέλει το καλόν του λυπείται να τον βλέπει να πηγαίνει πάντοτε ωσάν τον κάβουρα, και τούτο ένεκα αδικαιολογήτου παραξενιάς. Το να μη θέλει «να το κάμει φόρα» νομίζει ότι είναι δι’ αυτόν το συμφερώτερον;
Κάθε άλλο, εξ εναντίας, με τούτο εμπνέει δυσπιστίαν και εις τα δύο κόμματα, και ένεκα τούτου δεν αποφασίζουν να δώσουν χρήματα εις ένα άνθρωπον κρυψίνουν, «στριμμένον», όστις θέλει να κάμει τον ανεξάρτητον, χωρίς να ξεύρει καλά καλά τι πράγμα είναι ανεξαρτησία. Ενώ, αν αποφασίσει να κυρηχθεί θερμός ή και χλιαρός υπέρ του ενός κόμματος, τότε, ενώ του κόμματος τούτου θα εφελκύσει ασφαλώς την εμπιστοσύνην, δεν είναι παράξενον να προκαλέσει κολακείας και φιλοφρονήσεις και από το άλλο κόμμα, οι άνθρωποι του οποίου θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπον να τον κάμουν να τα γυρίσει, ή θα πασχίσουν τουλάχιστον να τον μετριάσωσιν. Εάν θέλει μάλιστα να πάρει λεπτά και από τα δύο κόμματα, ο ασφαλέστερος τρόπος είναι να κυρηχθεί φανερά υπέρ του ενός. Δεν παίρνει παράδειγμα απ’ αυτόν κι από τον φίλον του, τον Γιάννην της Κ’σάφους; Ενώ άλλοι φανατίζονται και «χαλνούν την ζαχαρένια τους» και χολοσκάνουν, αυτοί οι δύο «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα υγιούς εκλογικής φιλοσοφίας εις όλον το χωρίον, ανήκοντες εις δύο αντίπαλα και μέχρι καταστροφής πολεμούντα άλληλα κόμματα, περνούν με γέλια και με χαρές, τρώγοντες, πίνοντες, ευωχούμενοι εις υγείαν όλων των υποψηφίων, ευλόγως θέτοντες την φιλίαν των υπεράνω κομμάτων. Και με τοιούτον τρόπον «το έχουν δίπορτο». Με όποιον κόμμα νικήσει θα είναι φίλοι και οι δύο, αφού θα είναι ο είς. «Όποιος γάιδαρος, κι αυτοί σαμάρι».
Τοιαύτα πρακτικής ηθικής διδάγματα έδιδεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος εις τον Δημήτρην τον Τσιτσάνην. Είναι αληθές ότι τα πλείστα είχεν ακούσει την προτεραίαν παρά δικολάβου τινός, όστις τα ανέπτυσσε προς τους φίλους του. Ο κάπηλος τον ήκουε σείων την κεφαλήν, λέγων ότι αυτά τα ήξευρε πρωτύτερα απ’ εκείνον. Αλλ’ είναι μεγάλη διαφορά να είναι τις αγωγιάτης απλώς ή ξωμερίτης, όπως αυτοί οι δύο, από του να έχει μαγαζί. Διότι πρέπει να τηρεί τις και κάποιαν αξιοπρέπειαν, «να φυλάγει την θέσιν του», αν θέλει να μην ξεπέσει «στην παρακατινή σκάλα». Οι δύο φίλοι τον ήκουον μειδιώντες, ουδόλως προσβαλλόμενοι, διότι τους υπεβίβαζε. Μόνον ο Γιάννης της Κ’σάφους τελευταίον είπεν ότι «δεν του γεμίζει το μάτι κι αυτός και το μαγαζί του». Ο κάπηλος επειράχθη τότε και ήρχισε να τους ονειδίζει σκληρώς, αλλ’ ο Κωνσταντής ο Καλόβολος με ατάραχον μειδίαμα του είπεν ότι «αν θέλει να έχει μαγαζί, πρέπει να έχει και κοιλιά σαν το μαγαζί του, μεγαλύτερη μάλιστα απ’ το μαγαζί του».
Ενταύθα ήτο η λογομαχία, και ο κάπηλος είχεν ανάψει την λάμπαν, διότι είχε νυκτώσει ήδη, όταν εισήλθε κομματική ομάς οδηγουμένη από τον Λάμπρον τον Βατούλαν, εκείνον ον ο Τσιτσάνης ωνόμαζε Φαταούλαν. Ήτο ανήρ μεγαλόσωμος, ωραίος, μετ’ επιτηδεύσεως ενδεδυμένος, φιλοφρονέστατος και μελιχρός τους τρόπους.
Άμα εισελθών, διέταξεν έξ μαστίχες δια τους μεθ’ εαυτού, είτα, ελθών όπισθεν του λογιστηρίου, έκυψεν εις το ούς του καπήλου και ήρχισε να του κρυφομιλεί και να τον κατηχεί. Μετ’ ολίγα λεπτά της ώρας, αφού του είπε πολλά και ο οινοπώλης του απήντα μόνον διά κατανεύσεων της κεφαλής, επέστρεψε πάλιν προς την τράπεζαν, περί ήν είχε στρωθεί η παρέα του, και διέταξεν εκ νέου μαστίχες.
Επλήρωσεν εν κρότω δεκαρών τα ποτά, είτα απευθύνας τον λόγον προς τον Κωνσταντήν τον Καλόβολον, όστις ίστατο παράμερα με τον φίλον του, τον Γιάννην της Κ’σάφους·
-         Έ! Τι έχουμε, Κώστα;…Πώς πάει το κόμμα σας; είπε.
-         Ποιο κόμμα μας, κυρ-Λάμπρο; απήντησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος· το κόμμα μας είναι το κόμμα σας.
-         Τι; είμαστε από ένα κόμμα;
-         Δεν το ξέρετε;
-         Τότε, πώς δεν ξεχωρίζετε από τον Γιάννη τον φίλον σου;
-         Η φιλία φιλία και το κόμμα κόμμα.
-         Ας είναι, τέλος πάντων, ο Θεός κι η ψυχή σας. Πίνετε από μια μαστίχα;
-         Από ’να κρασί… αν μας κεράσετε.
Και ο Λάμπρος ο Βατούλας διέταξε δύο κρασιά. Εν τω μεταξύ εισήλθεν εις το καπηλείον και άλλη ομάς εκ του αντιθέτου κόμματος.
-         Εβίβα! Καλή επιτυχία.
Οι δύο φίλοι συνέκρουσαν τα ποτήρια και έπιον.
Η νεωστί εισελθούσα ομάς διέταξε και αυτή ποτά. Επί κεφαλής της ομάδος ήτο ο Μανόλης ο Πολύχρονος, μεσήλιξ, μελαγχροινός, εύθυμος, αστείος.
-         Α! εδώ είσθε σεις, που βυζαίνετε δύο μαννάδες;
-         Το καλό αρνί, κυρ-Μανόλη, απήντησεν ο Γιάννης της Κ’σάφους, τρώει από δυο προβατίνες.
 Ο Μανόλης διέταξε τον κάπηλον να τους κεράσει και τότε έπιον εις υγείαν του κόμματος, το οποίον εξεπροσώπει ο Μανόλης.
Με τοιαύτην τακτικήν εκαλοπερνούσαν εις τας εκλογάς οι δύο αγαπημένοι φίλοι. Είχον δε πίει την ημέραν εκείνην όχι ολίγα εις βάρος αμφοτέρων των κομμάτων. Ο Μανόλης ο Πολύχρονος εγερθείς, μετέβη όπισθεν του λογιστηρίου, όπως είχε κάμει προ μικρού ο Λάμπρος ο Βατούλας, και ήρχισε να ομιλεί εις το ούς του καπήλου.
Το λογιστήριον εκείνο, φαίνεται, ωμοίαζε κάπως μ’ εξομολογητήριον φραγκοκκλησιάς, όπου, μία μία εισερχόμεναι ελαφρύνουσι την συνείδησίν των αι κομψοπρεπείς μετανοούσαι. Αφού δε του είπεν ό,τι είχε να του είπει ταπεινη τη φωνή, ενώ ο Λάμπρος ο Βατούλας δεν έπαυσε να τους κοιτάζει με τον κανθόν του οφθαλμού, επιστρέψας εις την θέσιν του ο Μανόλης ηθέλησε να κουρδίσει ολίγον τους δύο φίλους.
-         Όλα καλά, τους είπε, μα εσείς οι δύο το καταλαβαίνετε που μας κοροϊδεύετε όλους, ή όχι;
-    Αλήθεια! επεβεβαίωσεν από της πέραν τραπέζης και ο ηγέτης της άλλης ομάδος, ο Λάμπρος  ο Βατούλας, όστις ηγάπα πάντοτε να είναι φιλόφρων προς τους αντιπάλους· αλήθεια, μας κοροϊδεύετε.
  Οι δύο φίλοι, μόλις κρατούμενοι εις τους πόδας των, ήρχισαν να διαμαρτύρονται θορυβωδώς·
-         Όχι! μα το φως μου, κυρ-Μανόλη…
-         Μα την αγάπη μας, κυρ-Λάμπρο…
-         Έτσι να έχω καλά γεράματα.
-         Να χαρώ το στέφανό μου, κουμπάρε.
  Και λέγοντες εστράφησαν ο είς προς την τράπεζαν, περί ήν ήτο συγκεντρωμένη η ομάς του Λάμπρου, ο έτερος προς την άλλην τράπεζαν, περί ήν εκάθηντο οι σύντροφοι του Μανόλη, στρέφοντες προς αλλήλους τα νώτα, χειρονομούντες υπερμέτρως ως αδέξιοι υποκριταί, ανοίγοντες τας αγκάλας προς περίπτυξιν των δύο αρχηγών των κομματικών ομάδων.
-    Αν θέλετε να σας πιστέψουμε ότι δεν μας κοροϊδεύετε, είπεν ο Μανόλης ο Πολύχρονος, πρέπει ή ν’ αποκόψετε ο ένας από τον άλλον αυτές τις ημέρες που θα είναι οι εκλογές ή…
-         Αυτό θα είναι σκληρά καταδίκη δι’ αυτούς, είπε γελών ο Λάμπρος ο Βατούλας.
-    Ή τουλάχιστον, εξηκολούθησεν ο Μανόλης ο Πολύχρονος, να μας δώσετε τώρα αμέσως απόδειξιν ότι ενδιαφέρεσθε ειλικρινώς και ολοψύχως ο ένας σας υπέρ του ενός κόμματος, ο άλλος υπέρ του άλλου.
-         Παίρνω όρκο, είπε υψών την χείρα ο Γιάννης της Κ’σάφους.
-         Κι εγώ παίρνω όρκο, είπε και ο Κωνσταντής ο Καλόβολος.
-         Οι όρκοι είναι σήμερα το φθηνότερο πράμα, είπε σαρκαστικώς ο Μανόλης ο Πολύχρονος.
-         Σου δίνω το λόγο μου, κουμπάρε, είπε ο Γιάννης της Κ’σάφους.
-         Τι να τον κάμω το λόγο σου, κουμπάρε; είπεν ο Μανόλης· καλύτερα είχα να μου έδινες τα παλιά τα τσαρούχια σου.
Ο Γιάννης της Κ’σάφους κύψας έλυσεν από των ποδών τα πέδιλα και ορθωθείς σοβαρώς τα προσέφερεν εις τον Μανόλην.
-         Πάρ’ τα, κουμπάρε!
Τα απέθηκεν επί της τραπέζης και είτα, γυμνόπους, εστράφη προς την θύραν να εξέλθει.
Όλοι εγέλασαν προς το σκηνικόν τούτο του κραιπαλώντος αλλ’ ο Μανόλης τον ανεκάλεσεν:
-         Έλα δω, κουμπάρε!
Ο Γιάννης της Κ’σάφους επιστρέψας εστάθη ενώπιον του Μανόλη.
-         Εις τους ορισμούς σου, κουμπάρε.
-         Θέλω, είπε, να μας δώσετε απόδειξιν αναμφισβήτητον της πίστεώς σας εις τα δύο κόμματα.
-         Τι απόδειξιν;
-         Ιδού, είπεν ο Μανόλης, απευθυνόμενος μάλλον προς τον Λάμπρον τον Βατούλαν· δεν είναι αληθές πως ό,τι επιθυμεί κανείς εκείνο και πιστεύει;
-         Δηλαδή; είπεν ο Λάμπρος ο Βατούλας.
-         Δηλαδή, δεν βλέπομεν πολλάκις δύο ανθρώπους να στοιχηματίζουν μεγάλα ή μικρά ποσά, δι’ εν πράγμα, του οποίου άδηλος είναι η έκβασις, πιστεύοντες και ο εις και ο άλλος ότι θα γίνει εκείνο το οποίον επιθυμούν;
-         Καθώς λόγου χάριν εις τας εκλογάς, σαν καλή ώρα, είπεν ο Λάμπρος ο Βατούλας, όπου βάζουν στοίχημα ότι θα βγει εκείνος τον οποίον θέλει ο καθένας.
-         Ίσα- ίσα! είπεν ο Μανόλης. Λοιπόν, δεν είναι καλό να βάλουν οι δυο τους τώρα μπροστά μας ένα στοίχημα;
-         Σαν τι στοίχημα;
-         Να στοιχηματίσετε, συ, κουμπάρε Γιάννη, ότι θα κερδίσει το δικό μας το κόμμα και συ, Κωνσταντή, ότι θα κερδίσει το άλλο κόμμα.
-         Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξεν ο Γιάννης της Κ’σάφους.
-         Κι εγώ το βόδι μου! εφώνησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος.
-         Ο γάιδαρός σου ας έχει ζωή, κουμπάρε Γιάννη, και το βόδι σου σού χρειάζεται δια να ζήσεις, Κωνσταντή Καλόβολε. Μόνον αρκεί να βάλετε κάτι τι που να τρώγεται, που να μασιέται εύκολα, για να ξεφαντώσει όλο το ασκέρι, που καλώς ανταμωθήκαμε εδώ, καλή μας ώρα, όταν θα γίνουμε φίλοι μετά τας εκλογάς. Εσύ, κουμπάρε Γιάννη, δεν έχεις, θαρρώ, δύο προβατίνες κι ένα κριάρι;
-         Τα θυσιάζω! ανέκραξεν ο Γιάννης της Κ’σάφους. Για το χατήρι σου, κουμπάρε, κουρμπάνι γίνομαι.
-         Κ’ εγώ, για την αγάπην σου, κυρ-Λάμπρο! εφώνησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος.
-         Δεν είναι ανάγκη να θυσιάσεις τις προβατίνες, κουμπάρε Γιάννη, το κριάρι μας αρκεί.
-         Βάζω το κριάρι, είπεν ο Γιάννης.
-         Κι εγώ βάζω τέσσαρα ζευγάρια κότες που έχω, είπεν ο Κωνσταντής.
-         Λοιπόν, σύμφωνοι· αν κερδίσωμεν και τους δύο βουλευτάς ημείς, εσύ, Καλόβολε, θα βάλεις τα τέσσαρα ζευγάρια κότες, κι αν κερδίσουν οι άλλοι, εσύ, κουμπάρε Γιάννη, θα θυσιάσεις την προβατίνα. Εάν όμως βγάλουμε από έναν βουλευτήν τα δύο κόμματα, τότε έχεις κέρδος εσύ, κουμπάρε, την προβατίνα σου, γλυτώνεις και εσύ, Κωνσταντή, τις κότες σου.
-         Σύμφωνοι!
     Έδωκαν τας χείρας και απεχωρίσθησαν.


Β’

Την εσπέραν εκείνην, Τρίτην της εβδομάδος, πέντε ημέρας προ της εκλογής, περί την ογδόην ώραν, ο Λάμπρος ο Βατούλας ήναψε μετά το δείπνον το φαναράκι του και συνοδευόμενος από τρεις ή τέσσαρας φίλους εξήλθεν εις επισκέψεις κατ’ οίκους προς ψηφοθηρίαν. Διήλθον διά της αγοράς και είτα δι’ ανωφερούς δρομίσκου εβάδισαν ανερχόμενοι εις την λαϊκήν συνοικίαν. Μόλις επροχώρησαν ολίγα βήματα, και δευτέρα συνοδεία, μετά φανού και αυτή, προέβαλε κατόπιν των ανερχομένη. Ήτο ο Μανόλης ο Πολύχρονος με την παρέα του από το άλλο κόμμα. Ο Λάμπρος ο Βατούλας είχε «τα μάτια τέσσερα» αλλ’ εκείνην την στιγμήν ησχολείτο αυτός και απησχόλει και τους φίλους του, ενώ εβάδιζαν, διηγούμενος διαφέρουσαν προς αυτούς ιστορίαν. Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, αφού είχε κάμει λεπτά εις το Κάιρον, εμπορευόμενος επί δώδεκα έτη ως αλευράς, κατ’ άλλους ως φούρναρης, έφθασε με το καλόν εις την πατρίδα του, την πρωτεύουσαν της επαρχίας και το είχεν απόφασιν να πολιτευθεί. Εφαίνετο μορφωμένος, είχεν ιδεί κόσμον· τον εγνώριζεν αυτός παιδιόθεν και προ ημερών, ότε μετέβη εις την πρωτεύουσαν της επαρχίας, ανενέωσε την γνωριμίαν. Ο νεοφερμένος από την ξενιτείαν είχεν αισθήματα, εξέφερε γενικάς σκέψεις επί των πολιτικών πραγμάτων, «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα». Δεν ωμοίαζε με τον Αλικιάδην, όστις επολιτεύετο χάριν των δημοσίων έργων, ούτε με τον Γεροντιάδην, όστις εξελέγετο βουλευτής δια το καλόν της πατρίδος. Ήτον αφελής τους τρόπους και έτι αφελέστερος τας ιδέας. Ήθελε να πολιτευθεί «για δόξα». Ευκαιρία λαμπρά.
Ο Αλικιάδης ήτο παμπόνηρος και τα χέρια του ωμοίαζαν με γάντζους. Δεν ημπορούσε να του βγάλεις λεπτά ούτε με το δόλωμα ούτε με το «παρασούβλι». Δεν έδιδε πέντε χωρίς να είναι βέβαιος ότι θα λάβει δέκα. Εβραίος σωστός. Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος ήτον αγαθός, «ψυχαράκι, ο καημένος». Πώς εφαίνετο ότι ήρχετο από μακριά! Σωστός Κελεπούρης! Είχε παραδάκια καλά, παιδιά, σκυλιά τίποτα. «Εφυσούσε». ( Και ο Λάμπρος ο Βατούλας συνώδευε δι’ ελαφρού φυσήματος, ως και διά προστριβής του αντίχειρος επί του δείκτου, υπό το φως του φαναρίου, την λέξιν: «φυσάει-φυσάει»). Πού θα την εύρισκαν άλλην φοράν τοιαύτην ευκαιρίαν; Τον παλαιόν καιρόν οι υποψήφιοι βουλευταί κατήρχοντο σύνδυο εις τον αγώνα, έκαμναν κολληγιές. Επειδή όμως εκάστοτε ο έτερος των συνδυαζομένων ή οι στενώτεροι των περί αυτόν, εκόντος ή άκοντος αυτού, παρεσπόνδουν κι έκρινον καλόν να μαυρίσουν τον σύντροφον, δίδοντες αποκλειστικήν την ψήφον των εις τον ιδικόν των, εξέλιπεν η εμπιστοσύνη, και οι συνδυασμοί εξέπεσαν κατά μικρόν εις την επαρχίαν, εωσότου ολοσχερώς κατηργήθησαν. Τώρα, ο καημένος ο Γιαννάκος, επειδή, καθώς σας είπα, ήρχετο από μακριά, εζήτησεν εν τη αθωότητί του να συνδυασθεί με τον Αλικιάδην, και ο τσιφούτης προθύμως τον εδέχετο. Άλλοι όμως πονηρότεροί του τού άνοιξαν τα μάτια, κι έτσι ο συνδυασμός εναυάγησε. «Τόσο το καλύτερο για μας, παιδιά». Αν ο συνδυασμός κατηρτίζετο, ο Αλικιάδης θα διηύθυνε το οικονομικόν μέρος και θα του έτρωγε τα λεφτά χωρίς να του δώσει ψήφους. Τώρα όμως ο Χαρτουλάριος θα διεπραγματεύετο απ’ ευθείας προς αυτούς (εκτός αν τον ήρπαζε το σκυλί, ο Μανόλης ο Πολύχρονος, με τους ιδικούς του, αλλ’ ο Λάμπρος θα είχε τον νουν του), και εύκολα, ήλπιζε, θα τον έβαζαν στο χέρι. Αν ημπορούσαν να του δώσουν καμμιά εκατοστή ψήφους (εκείνος βουλευτής δεν θα έβγαινε, κι ας το είχε σίγουρο, μόνον για το ονόρε) από κείνους τους σμιγούς, τους φθηνούς, που θα τους αγόραζαν προς 4 έως 5 δραχμάς το κομμάτι και θα του τους επουλούσαν προς 15, ας είναι και προς δέκα δραχμάς, χαρά στην τύχη τους! Αφού είπε τοιαύτα τινά ο Λάμπρος, ευθύς προσέθηκε:
-         Τάχα, ο λόγος το λέει, εμείς δεν είμαστε από κεινούς… Α! ο Μανόλης, ναι, εκείνος είναι γι’ αυτές τις δουλειές.
Συγχρόνως ανήρχετο κατόπιν των η άλλη συνοδεία, και ο Μανόλης ο Πολύχρονος, εν τω μέσω ιστάμενος, έλεγε ταπεινη τη φωνή με αλληγορικάς, ως συνήθιζε, φράσεις:
- Αύριο, παιδιά, πέφτει το μεγάλο ψάρι…Να ’χετε το νου σας…μη μας φάει το θεριό (κι εδείκνυεν εκατόν βήματα απωτέρω, διά μέσου του σκότους, περί την κινουμένην αμυδράν λάμψιν του προπορευομένου φανού τον Λάμπρον τον Βατούλαν με την συνοδείαν του). Να πιάσουμε τα πόστα… Μη μας φάει το ψάρι ο γιαλός… Ως το μεσημέρι ο ροφός αριβάρει (να πάρουμε στα χωρατά μια βάρκα να πεταχτούμε ως τα νησιά, να κάμουμε καρτέρι)… ροφός εφταοκαδιάρικος, φρέσκος!… θα πέσουν και κάτι συναγριδάκια, δε σας λέω… Μα βάρδα απ’ το σκυλόψαρο ( κι εδείκνυε τον Λάμπρον τον Βατούλαν). Διπλές απετουνιές, τριπλά παραγάδια… με χονδρούς φελλούς και με μολυβήθρες πενηντάρικες… Και τα μάτια σας τέσσερα… Να στέκεσθε αρόδο, να ’χετε απρόντο και τις πράγκες και τα καμάκια… και το σηπιογιάλι έτοιμο… γιατί αλλοιώς δε βγαίνει λαδιά.
  Είτα ο Μανόλης προσέθηκεν:
- Ας είναι, εμείς τέτοιοι δεν είμαστε… Μα έπρεπε κάτι τι να γίνει, στο πείσμα εκείνου του θεριού, εκείνου του σκυλόψαρου.
Οι περί τον Μανόλην εγέλων πεπνιγμένους γέλωτας ακούοντες και άμα προυχώρουν, ώστε παρ’ ολίγον έφθασαν την πρώτην συνοδείαν, ης τα μέλη ηκροώντο τας λεπτομερείς και σπουδαίας ανακοινώσεις του Λάμπρου, κι εκοντοστέκοντο, και πάλιν εβάδιζον. Τότε είς των πέντε ακούσας βήματα εστράφη και είδε την δευτέραν συνοδείαν και την υπέδειξεν εις τους μετ’ αυτού, ούτοι δε ετάχυνον το βήμα.
Εισήλθον πρώτον ο Λάμπρος και δύο των συν αυτώ εις τον οικίσκον του Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικού, έχοντος τρεις υιούς εκλογείς, οι δε λοιποί δύο της συνοδείας έμειναν εις το προαύλιον ως καραούλι. Εκ της άλλης συντροφίας, ο Μανόλης και δύο άλλοι ανέβησαν εις την οικίαν του Ζυγαράκια, έχοντος τέσσαρας υιούς και ημίσειαν δωδεκάδα ανεψιών, όλους ψηφοφόρους, δύο δε και εκ της συνοδείας ταύτης έμειναν έξω της θύρας, βιγλίζοντες. Δεύτερον ανέβησαν οι περί τον Λάμπρον εις την οικίαν του ζευγηλάτου Στροφλιώτου, οι δε περί τον Μανόλην εισήλθον εις την καλύβην του Μαλλιοδήμου του αιγοβοσκού. Ακολούθως επεσκέφθησαν και άλλας οικίας, κατά την αυτήν πάντοτε τακτικήν, δύο εξ εκατέρας συνοδείας μενόντων πάντοτε ως ουραγών έξω της θύρας ή κάτω της λιθίνης κλίμακος. Ήτο δε ογδόη ή δεκάτη εσπέρα αύτη, καθ’ ην ο Μανόλης και ο Λάμπρος μετά των αυτών ή άλλων οπαδών δεν έπαυσαν επισκεπτόμενοι τας οικίας των χωρικών και ψηφοθηρούντες. Παντού ελάμβανον και έδιδαν λιπαράς διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις δαψιλείς, τόσον χορταστικάς, ώστε εις των μετά του Μανόλη, συνοδεύσας αυτόν πολλάς εσπέρας εις τοιαύτας εκδρομάς, αλλά πρώτην φοράν εφέτος βλέπων εκλογάς, καθόσον ήτο ναυτικός και συνήθως απεδήμει, έλεγεν εύπιστος, οικτείρων της αντιθέτου μερίδος τους τόσους δρόμους·
- Τι χαλνούν τα παπούτσια τους! Τώρα πια οι ψήφοι μάς περισσεύουν!
Αλλ’ ο Μανόλης ο Πολύχρονος, λίαν πεπειραμένος περί τα τοιαύτα, έσεισεν οικτιρμόνως την κεφαλήν και του είπε·
- Αχ! δεν ξέρεις, παιδί μ’, απ’ αυτά. Το ψάρι, ενώ θαρρείς ότι το κρατείς, έξαφνα γλιστράει και φεύγει. «Χάνος είμαι, χάνομαι… μπέρκα ’μαι, δεν πιάνουμαι… γιούλος είμαι, σε γελώ… και τα δίχτυα σου χαλώ».
Εν τω μεταξύ ο Λάμπρος μετά των δύο συντρόφων του ανέβησαν εις του γέροντος πορθμέως μπαρμπα-Διοματάρη, εις καλύβην ανώγεων μετά μικρού σοφά, όπου εύρον τον γηραιόν ναυτικόν καθήμενον, αν και ήτο θέρος ήδη, παρά την εστίαν, καπνίζοντα ελεεινόν καπνόν με την πίπαν του και θερμαίνοντα τας δύο κνήμας, ων η μία είχε παγώσει προ ετών εις τον Δούναβιν και ερεθιζομένη από καιρού εις καιρόν τον καθίστα ανίκανον προς εργασίαν. Η γραία επαιδεύετο να βράσει δύο ή τρία σκορπιδάκια, τα οποία της είχε φέρει ο γέρων αργά φθάσας την εσπέραν εκείνην με την μικράν βάρκαν του εκ της ημερησίας ανά τον λιμένα εκδρομής. Ο Λάμπρος εκάθισεν επί τινος παλαιού κιβωτίου με γλυφάς και με καρφία διετεθειμένα προς κόσμον εις ρόμβους και εις σταυρούς, οι δε δύο ακόλουθοί του εκάθισαν επί τινος κουλουριασμένου τριχίνου σχοινίου, χρησίμου εις την αλιευτικήν. Παραγάδια και δίκτυα επί κονταρίων ηπλωμένα εκρέμαντο από τον χθαμαλόν όροφον έως το δάπεδον. Όλα, και το σχοινίον και το κιβώτιον και τα κιλίμια και η ψάθα και οι μύστακες του μπαρμπα-Διοματάρη και το φουστάνι της γραίας του, όλα εμύριζαν ψαρίλες.
Ο Λάμπρος ήρχισε να εξηγεί τον σκοπόν της επισκέψεώς του, λέγων ότι την φοράν ταύτην επί τέλους ευρέθη άνθρωπος να φροντίσει δια την φτώχεια και να έβγαζαν βουλευτήν τον Αλικιάδην, θα έκαμναν χρυσή δουλειά, διότι αυτός ο Αλικιάδης ήτο φιλότιμος και είχε να ζήσει, και δεν είχεν ανάγκην να διορίσει εις θέσεις τους ανεψιούς του και τον υιόν της κουμπάρας του, και αν έβγαινε βουλευτής, θα εφρόντιζεν αποκλειστικώς για την φτώχεια. Δεν ωμοίαζε με κάμποσους άλλους «όνομα και μη χωριό». Και ο Λάμπρος δεν είχε αμφιβολίαν ότι αυτήν την φοράν ο μπαρμπα-Διοματάρης θα έδιδεν αποκλειστικήν την ψήφον του εις τον Αλικιάδην.
Αυτά τα είπεν εντέχνως ο Λάμπρος ελπίζων να εύρει τον σφυγμόν του γέροντος ναυτικού. Αλλ’ ο μπαρμπα- Διοματάρης, ως να εζήτει αφορμήν να ξεσπάσει, ήρχισε να διηγήται διά μακρών τι του είχε συμβεί κατόπιν της άλλης εκλογής, καθ’ ην είχε δώσει ψήφον εις τους αντιθέτους.
…Είχεν υπάγει εις τον Γεροντιάδην προ της διαλύσεως της βουλής, φέρων όλα τα έγγραφά του, τα χαρτιά του, τα πιστοποιητικά του. Αυτός όμως αγρόν ηγόραζε. «Πού σ’ είδα, πού σε ξέρω;». Δεν τον άφηναν ήσυχον επί τέλους; Ποίαν υποχρέωσιν είχε να τρέχει δι’ όλες τις παλιοκαϊάσσες, όσοι εζήτουν να πάρουν σύνταξιν από το απομαχικόν; Αυτός, όσους ψήφους επήρε, τους είχεν αγοράσει ακριβά. Όλους πληρωμένους. Ένα εκλογέα δεν άφησεν απλήρωτον. Διεπραγματεύετο χονδρικώς με τον Μανόλην τον Πολύχρονον, όσους ψήφους τόσα διπλά τάλληρα, ή όσους ψηφοφόρους τόσα δεκάρικα. Ανάγκην αυτός δεν είχε να σκοτίζεται, να συναλλάσσεται απ’ ευθείας με ένα έκαστον των εκλογέων. Ο Μανόλης ο Πολύχρονος, εκείνος έλυνε και έδενε, εκείνος έμβαζε κι έβγαζε. Και εις το τέλος του λογαριασμού ακόμη, οι ψήφοι έβγαιναν ολιγώτεροι από τα δεκάρικα. Άρα και πολλοί πληρωμένοι τον είχαν μαυρίσει.
Ο Μανόλης ο Πολύχρονος, ως τετραπέρατος που ήτο, τα εμβάλωνε λέγων ότι πρέπει να ξεπεσθούν από τον λογαριασμόν τόσα δεκάρικα, όσα επήγαν εις γενικά έξοδα, ή και εις κεράσματα ακόμη μη αρκέσαντος του κονδυλίου του ειδικού. Τέλος πάντων, ό,τι έγινεν έγινεν, αλλά μετά την επιτυχίαν δεν εννοούσε να πληρώσει λεπτόν παραπάνω. Και ου μόνον τούτο, αλλ’ ήθελε να μη χάσει και την ησυχίαν του. Είχεν εξοφλήσει, ως ενόμιζεν. Επήρε χίλιους εκατόν ψήφους και εξώδευσε χίλια διακόσια δεκάρικα, δώδεκα χιλιαδούλες σωστές. Του ήλθε σχεδόν από ένδεκα δραχμάς, κατ’ ακριβολογίαν από δέκα και ενενήντα έν λεπτά, παρά έν κλάσμα, η ψήφος. Δεν εξελέχθη αυτός βουλευτής, δια να τρέχει δια τις δουλειές των εκλογέων καθώς άλλοι, εξελέχθη δια τα γενικά συμφέροντα της επαρχίας, και όχι μόνον της επαρχίας αλλά και του έθνους όλου. Τι λέγει το Σύνταγμα; «Έκαστος βουλευτής αντιπροσωπεύει όλον το έθνος και όχι μόνον την επαρχίαν εξ ής εκλέγεται». Και ευτυχώς, η προλαβούσα βουλή δεν ήτο ως αι προκάτοχοί της, αίτινες διελύοντο μετά εν έτος ή και μετά οκτώ μήνας από του σχηματισμού των. Έφαγε τρεις σωστές συνόδους τακτικάς και δύο εκτάκτους. Εφαίνετο ότι δεν έμελλε ποτέ να διαλυθεί, αλλ’ επί τέλους, περί τα τέλη της Γ΄ συνόδου διελύθη.
Κατά την πρώτην σύνοδον ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίσει εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν, καθώς δύο εξαδέλφους του και τρεις δευτέρους εξαδέλφους, ως και δύο κουμπάρους και τον υιόν της κουμπάρας του και τον αδελφόν της υπηρετρίας του και άλλους. Κατά την δευτέραν σύνοδον ο Γεροντιάδης κατώρθωσε ν’ ακυρώσει δικαστικώς όλα τα ενοικιαστήρια των οικιών των αντιπάλων του ως δημοσίων γραφείων και να ενοικιάσει μίαν οικίαν του ως επαρχείον, την άλλην ως ελληνικόν σχολείον, καθώς και της τρίτης μεγάλης παραθαλασσίου οικίας του το μεν άνω πάτωμα ως εφορίαν, το δε κάτω πάτωμα ως λιμεναρχείον. Έμενεν ακόμη το ταμείον, το τελωνείον και το ειρηνοδικείον, αλλά δυστυχώς δεν είχεν άλλας οικίας ιδικάς του προς ενοικίασιν. Κατά την τρίτην σύνοδον επρόφθασε κι έβαλε δύο εκ των υιών του υποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων, καθ’ ο ανομοίου κλίσεως και προορισμού. Όσον δια την κόρην του, αυτήν την εισήγαγε τη συναινέσει και της μητρός της, νομίμου συζύγου του, εις το «Σχολείο της Αμαλίας», ως ασφαλέστερον, μη  ευρών άλλο πρόχειρον παρθεναγωγείον ίνα την εισαγάγει. Και άλλα ακόμη θα κατώρθωνε, διότι η Βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα «μέρες απ’ το Θεό» διά να ζήσει. Δυστυχώς και παρ΄ ελπίδα διελύθη τον τέταρτον μήνα της  Γ΄ συνόδου άγουσα.

Γ΄

Τοιαύτα ήρχισε να διηγείται εις τον Λάμπρον, όστις τα εγνώριζε καλύτερα απ’ αυτόν, ο μπαρμπα-Διοματάρης, παρενθέτων ενίοτε εις την σειράν της διηγήσεως έν «καθώς έμαθα, καθώς μου είπαν». Τα πλείστα όμως προς συμπλήρωσιν της εικόνος τα προσέθηκε, διακόπτων τον γέροντα αλιέα, ο Λάμπρος αυτός, όστις δεν έπαυεν εις το τέλος εκάστης περιόδου του απλοϊκού αφηγητού να κατανεύει διά της κεφαλής, επιδοκιμάζων και προσδοκών αίσιον δι’ αυτόν το αποτέλεσμα. Αλλά το περιεργότερον ήτο το πείσμα και η οξύτης, μεθ’ ων τα ήρτυεν ο μπαρμπα-Διοματάρης. Αληθώς δε ο Λάμπρος δεν το επερίμενε και μεγάλως εξεπλάγη, όταν εις το τέλος της διηγήσεως ο αφηγητής προσέθηκε·
-         Τέτοιοι είναι όλοι τους! Ύστερα, δώσε τους ψήφο. Δεν πάω ούτε να ψηφοφορήσω, να μου λένε πως μ’ αγόρασαν.
-         Τι λες, μπαρμπα-Διοματάρη; ανέκραξεν ο Λάμπρος. Αυτήν τη φορά δεν είναι ο Γεροντιάδης… είναι ο Αλικιάδης, και δεν έχεις να κάμεις με τον Μανόλην τον Πολύχρονον, έχεις να κάμεις μ’ εμένα…
-         Όλοι το ίδιο είναι! επανέλαβε μετά πεισμονής ο μπαρμπα-Διοματάρης, αμεριμνών αν προσέβαλε κατά πρόσωπον τον Λάμπρον τον Βατούλαν.
-         Πώς όλοι το ίδιο είναι! επανέλαβεν ο Λάμπρος. Ημείς δεν καταδεχόμαστε, μπαρμπα-Διοματάρη, να κάνουμε τις δουλειές που κάνει ο Μανόλης ο Πολύχρονος.
-         Δεν το καταδιώχνετε! ανεκάγχασε σκληρώς ο τραχύς ναύτης.
-         Ναι, αυτό που σου λέω εγώ. Δεν μου λες, μπαρμπα-Διοματάρη, στην άλλη εκλογή επήρες παράδες απ’ το Μανόλη;
-         Εγώ να πάρω παράδες; είπε βλοσυρός ο γέρων πορθμεύς· εμένα μου έταξαν να βγάλουν την σύνταξή μου.
-         Δεν σημαίνει· έκαμες κακά να μην πάρεις παράδες.
-         Γιατί;
-         Γιατί ο Μανόλης θα σε πέρασε για πληρωμένον, αυτό να το ξέρεις σίγουρα.
-         Τώρα το κατάλαβα κι εγώ, και γι’ αυτό ούτε ξαναπάω πλια να ρίξω ψήφο.
-         Είσαι κουριόζος άνθρωπος, μπαρμπα-Διοματάρη, εστέναξεν ο Βατούλας.
-         Το ξέρω κι εγώ…Δεν θα υπάρχουν πολλοί τέτοιοι σαν εμένα.
-         Δεν υπάρχει κανείς…Είσαι μοναχός σου…Δεν έχεις ταίρι.
Και ο Λάμπρος εστέναξεν εκ δευτέρου αναλογιζόμενος ότι, αν υπήρχον πενήντα τοιούτοι εκλογείς, μη δεχόμενοι χρήματα αλλά υποσχόμενοι, ουχί όπως ο μπαρμπα-Διοματάρης, να ψηφοφορήσουν, κατ’ ευχήν θα εκέρδιζε και αυτός πενήντα χάρτινα δεκάδραχμα από μίαν εκλογήν. Εφθόνει δε και τον Μανόλην τον Πολύχρονον, όστις ήξευρε τον τρόπον, υποσχόμενος εις τον ένα διορισμόν, εις τον άλλον σύνταξιν, εις τον τρίτον αισίαν έκβασιν της δίκης, να ευρίσκει απληρώτους εκλογείς, τους οποίους να περνά εις το κατάστιχόν του ως πληρωμένους. Εν τοσούτω δεν απηλπίσθη να μεταπείσει τον μπαρμπα-Διοματάρην, και ηξεύρων ότι, αν επέμενεν αποτόμως κατ’ αυτήν την ιδίαν εσπέραν, θα εστόμωνε μόνον το γεροντικόν πείσμα του χελωνοδέρμου ναυτικού, τον εκαληνύκτισε δι’ απόψε, επιφυλαχθείς να επανέλθει μετά δύο εσπέρας.
   Ακολούθως ο Λάμπρος ο Βατούλας μετά των συνοδών του ανήλθεν εις την μικράν οικίαν του Θανάση του Τσιρογιάννη.
-         Καλώς τα κάνετε! Καλησπέρα, Θανάση με τη φαμίλια σου! έκραξεν ο Λάμπρος με την λιγυράν και θωπευτικήν φωνήν του και με την μελισταγή ευπροσηγορίαν του.
-         Καλώς τον κυρ-Λάμπρο με την παρέα του.
-         Ε; είμαστε για ναμαστε;
-         Μα βέβαια… Εσείς δεν εφανήκατε κανένας σας, ούτε σεις ούτε οι άλλοι…Είπα κι εγώ, μαθέ, γιατί δε μου μιλεί κανένας;…
-         Να που ήρθαμε…
Ο οικοδεσπότης ωμολόγει αφελώς ότι ήτο έτοιμος να δώσει τον λόγον του εις εκείνον των κομματαρχών, όστις πρώτος θα έσπευδε να τον αγκαζάρει. Ηγάπα, ως φαίνεται, τας θωπείας και εθεώρει ως τιμήν προσγινομένην αυτώ το να έλθει τις παρακαλών να του δώσει την ψήφον του.
          «Άλλο σόι άνθρωπος αυτός», είπε μέσα του ο Λάμπρος ο Βατούλας. «Καλά που πρόφτασα κι ήρθα…πώς δεν το πήρε μυρουδιά εκείνο το σκυλί, ο Μανόλης ο Πολύχρονος, να έρθει να μου τον πάρει!». Ο Θανάσης ο Τσιρογιάννης προσέφερεν οίνον και στραγάλια εις τους επισκέπτας, ο δε Λάμπρος του έδωκε παχείας υποσχέσεις δι’ οιανδήποτε απαίτησιν και αν είχεν από τον μέλλοντα βουλευτήν, όστις ήτο σίγουρος «με το παραπάνω», και τον παρεκάλεσε να περάσει από το γραφείον του, όπου είναι το εκλογικόν κέντρον, διά να τα ειπούν καλύτερα.
  Μόλις απήλθεν ούτος μετά των ακολούθων του, και ο Μανόλης με τους ιδικούς του ανήλθεν εις την οικίαν.
-         Λοιπόν, κουμπάρε, πώς είμαστε;
Ο Μανόλης είχε συνηθίσει ν’ αποκαλεί κουμπάρους σχεδόν όλους, και τους συντέκνους των συμπεθέρων του.
-         Τώρα, κουμπάρε, έδωσα το λόγο μ’.
-         Σε ποιόνε;
-         Στο Λάμπρο τον Βατούλα… Τώρα δα, τώρα δα, ότι κατέβηκε… Δεν ηξεύρατε ναρθήτε μισή ώρα μπροστά;


Δ΄

Η οικία του Σπληνογιάννη, ανώγειος, με δύο δωμάτια και μέγαν πρόδομον, μετά μεγάλου σκεπαστού εξώστου και λιθίνης κλίμακος, έκειτο ολίγα βήματα απωτέρω προς ανατολάς βλέπουσα. Εκεί εισήλθε μετά των εταίρων του ο Λάμπρος ο Βατούλας, άμα εξελθών της οικίας του Τσιρογιάννη.
Μετ’ ολίγα λεπτά, ότε ο Μανόλης κατήλθεν άπρακτος εκ της τελευταίας ανωτέρω περιγραφείσης επισκέψεώς του, ήκουσε θόρυβον, φωνάς και ταραχήν. Δύο φωναί ανδρικαί, η μία βραχνή, επίρρινος και οργίλη, η άλλη μελιχρά και καταπτραϋντική, ηκούοντο, συνεχώς εναλλάσσουσαι· αλλ’ αμφοτέρων εδέσποζεν οξεία και διάτορος φωνή, φωνή γυναικός νευροπαθούς, διαμαρτυρομένης με γοεράς και απειλητικάς κραυγάς, ας ακούων τις ευλόγως υπέθετεν ότι μεγάλη συμφορά είχεν ενσκήψει. Αι φωναί ήρχοντο προφανώς από την οικίαν του Σπληνογιάννη. Ο Μανόλης, όστις εγνώριζε μεν κάτι τι και από πριν, διέκρινε δε και ολίγας λέξεις εκ των πολυήχων κραυγών της νευροπαθούς γυναικός, ενόμισεν ότι την φοράν ταύτην δεν ήτο υπόχρεως να σεβαστεί τους όρους της σιωπηλής συμβάσεως, ήτις ίσχυε μεταξύ των δύο αντιπάλων κομμάτων, όπως οι άνθρωποι του ενός κόμματος μη επιτρέχωσιν αδιακρίτως προς ψηφοθηρίαν εις το αυτό μέρος όπου έχουσιν ήδη εισβάλει οι οπαδοί του άλλου, και έσπευσε να παραβιάσει την σύμβασιν. Χωρίς να διστάσει, ένευσεν εις του δύο συντρόφους του να τον ακολουθήσωσι, και ανέβη εις την οικίαν.
Οι δύο ακόλουθοι του Βατούλα, οίτινες είχον μείνει κατά την παραδεδεγμένην τακτικήν εις το προαύλιον της οικίας, διεμαρτυρήθησαν δι’ υποκώφων γογγυσμών, αλλά δεν ετόλμησαν ν’ αντισταθώσιν. Έμενον δε νυν αντικρύ των, προκλητικά ρίπτοντες επ’ αυτούς βλέμματα, και οι δύο ουραγοί του Μανόλη, απώτερον ιστάμενοι και δυσκολευόμενοι να εννοήσωσι την στρατηγικήν του αρχηγού των.
  Μόλις είχεν αναβεί ο Μανόλης εις του Σπληνογιάννη, και παράθυρόν τι ελαφρώς τρίξαν υπανεώχθη αντικρύ. Εις το άνοιγμα του παραθύρου εξήλθεν η Τσιρογιάνναινα και έτεινεν άπληστον το ούς. Εις τον μικρόν εξώστην της παρακειμένης οικίας, ενώ η θύρα έμενε κλειστή, σκοτεινή μορφή ίστατο από τινων λεπτών της ώρας. Η σκοτεινή μορφή, ήτις δεν ήτο άλλη παρά η Ζυγαράκαινα, μήτηρ τεσσάρων υιών εκλογέων κτλ., είδε την διά του ανοίγματος του παραθύρου προκύψασαν φαιδράν όψιν, την ανεγνώρισε και εψιθύρισε προς αυτήν·
-         Τ’ ακούς, γειτόνισσα;
-         Τι ν’ ακούσω, γειτόνισσα;
-         Να, που μαλλώνουν, τ’ ανδρόγυνο.
-         Γιατί τάχα;
-         Να, από άλλο κόμμα είναι, λέει, ο άνδρας και από άλλο η γυναίκα.
-         Μη χειρότερα.
-         Είναι και άλλα χειρότερα, γειτόνισσα;
Και η φαιδρά όψις επανέκλεισε το παράθυρον κι έγινεν άφαντος, ενώ η σκοτεινή μορφή, ήτις δεν εξετίμα εν παντί την χρησιμότητα της λυχνίας, έμεινε, πολυπράγμων, κατασκοπεύουσα τα συμβαίνοντα εν τη αντικρυνή οικία.
          Μικρόν πριν εισέλθει ο Μανόλης, ιδού τίνες φράσεις διημείβοντο εν τη οικία·
-         Έννοια σου, κουμπάρε, μην την ακούς αυτήν, έλεγε, δεικνύων διά νεύματος την σύζυγόν του προς τον Λάμπρον Βατούλαν ο Σπληνογιάννης, τεσσαρακοντούτης, ισχνός, κίτρινος, μ’ εσβεσμένα όμματα, προξενών οίκτον.
-         Κείνο που θέλω εγώ θα γίνει! ανέκραζεν απειλούσα διά της χειρονομίας η σύζυγός του, ωραία, τριακοντούτις, υψηλή, ροδόχρους, γλυκυτάτη, με μεθυστικόν το βλέμμα και το μειδίαμα, την οποίαν διά του πρώτου βλέμματος ο θεατής, συγκρίνων αυτήν εκ του σύνεγγυς με τον σύζυγόν της, ακουσίως θ’ άφηνε να του εκφύγει η επιφώνησις: Κρίμα στη γυναίκα!
-         Μην τα ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο λέγων ο σύζυγος.
-         Το δικό μου θα περάσει, το δικό μου! επέμενε πάλιν η συμβία.
-         Και τι; θα με κουμαντάρεις εσύ; έκραξεν απειλητικώς ο Σπληνογιάννης.
-         Σας παρακαλώ…ησυχάσετε τώρα, παρενέβαλλε διά της μελιχράς και θωπευτικής φωνής του ο Λάμπρος ο Βατούλας. Να το ’ξερα έτσι δα…καλύτερα να μην ερχόμουνα… Δεν ήλθα εγώ για να σπείρω σκάνδαλα στο ανδρόγυνο…
  Η θύρα ηνοίχθη και εισήλθεν ανελπίστως ο Μανόλης ο Πολύχρονος.
  Ο Σπληνογιάννης ηγέρθη αυτομάτως με βλέμμα εκπλήξεως και αμηχανίας. Η γυνή εξεπήδησεν εκ του σκίμποδος, εφ’ ου εκάθητο, και προέβη εις την υποδοχήν του. Ο Λάμπρος ο Βατούλας ουδ’ εσάλευσεν από την θέσιν του.
-         Καλώς τον κουμπάρο! έκραξεν η οικοδέσποινα.
-         Καλώς τον κουμπάρο! ετραύλισε και ο Σπληνογιάννης.
  Το ανδρόγυνον είχεν, ως φαίνεται, διπλές κουμπαριές και εντεύθεν ηδύνατο να εικάσει τις ότι θα επήγαζεν η διαφωνία μεταξύ των δύο συζύγων. Διότι ο Σπληνογιάννης είχεν υποσχεθεί να δώσει την ψήφον του εις τους κουμπάρους του, Λάμπρον Βατούλαν και λοιπούς. Η Σπληνογιάνναινα όμως έτρεφε φανεράν εκτίμησιν προς τους κουμπάρους της, του κόμματος Μανόλη Πολύχρονου και συντροφίας.
 Είναι αληθές ότι κατ’ ιδίαν ο Σπληνογιάννης διηγείτο εις την σύζυγόν του ότι από πολιτικήν απλώς υπέσχετο εις τον Λάμπρον τον Βατούλαν. Αλλ’ η γυνή εσκύλιαζε και εδαιμονίζετο, όταν τον ήκουεν ανανεούντα την υπόσχεσιν ταύτην και απήτει να κηρύξει φανερά ο σύζυγός της εις τον Λάμπρον ότι δεν θα τού έδιδε ψήφον. Την θυσίαν ταύτην εδυσκολεύετο να κάμει ο Σπληνογιάννης και από εβδομάδων ήδη το ανδρόγυνον «δεν έτρωε μερωμένο ψωμί».
-         Τα βλέπεις λοιπόν, φίλε κύριε Λάμπρε, είπε μετά προσποιητής σοβαρότητος, δάκνων τα χείλη, ο Μανόλης.
-         Τι να ιδώ;
-         Δεν πρέπει να βάζουμε σκάνδαλα στο ανδρόγυνο…
-         Μάλιστα, σ’ αυτό συμφωνώ κι εγώ, είπε μεθ’ ετοιμότητος ο Λάμπρος, δεν πρέπει να βάζετε σκάνδαλα, καθώς το λέτε.
-         Εγώ έβαλα; είπεν οργίλως ο Μανόλης. Εγώ ήρθα να τους ειρηνεύσω, μήπως τυχόν και τους ερεθίσατε…
  Ο Σπληνογιάννης έδιδε καθέκλαν εις τον Μανόλην.
-         Ας είναι, θα τα καταφέρουμε, είπεν ο Μανόλης.
-         Ας είναι, κάνομε καλά, είπε. Εσείς, βλοημένοι, έρχεσθε κι οι δυο μαζί και δεν μπορεί κανείς να…
  Ακουσίως αμφότεροι οι ψηφοκάπηλοι εγέλασαν, μαντεύσαντες τι ήθελε να είπει ο Σπληνογιάννης.
-         Κείνο που σου λέω εγώ! ανέκραξε με οξείαν φωνήν η γυνή.
   Ησθάνετο δε τώρα ενισχυομένην την θέσιν της εκ της επικουρίας, ήν παρείχεν αυτή η παρουσία του Μανόλη και εγίνετο θρασυτέρα.
Ο δυστυχής Σπληνογιάννης δεν ενθυμείτο να ευρέθη ποτέ εις δυσχερεστέραν θέσιν. Ευρίσκετο αντιμέτωπος τριών εχθρών, ων φοβερώτερος βεβαίως ήτο αυτή η σύζυγός του. Μεμονωμένους, καθ’ ένα έκαστον αν τους είχε συναντήσει, ήτον ικανός διά της ψευτικής, του μόνου όπλου όπερ απέμεινεν εις τους χωρικούς, όπως ανταγωνίζονται κατά τόσων και τόσων πολιτικών ή κοινωνικών και βιοτικών πιέσεων και διωγμών (όπλον, το οποίον ακονίζεται δις της εβδομάδος εις τα πταισματοδικεία και ειρηνοδικεία, όπου ο χωρικός γίνεται σωστός βλαχοδικηγόρος) να τα βγάλει πέρα μαζί των, φενακίζων και τους τρεις κατά πρόσωπον, φασκελώνων και τα δύο κόμματα  όπισθεν των νώτων και ορκιζόμενος καθ’ εαυτόν να μαυρίσει περιφρονητικώς όλας κατά σειράν τας κάλπας των αυτοκλήτων αντιπροσώπων του ατυχούς λαού, του τόσον δεινοπαθούντος και τυραννουμένου.
Αλλ’ ενώ η παρουσία του Λάμπρου του Βατούλα καθίστα ήδη ανίσχυρον το μόνον όπλον του, εις επίμετρον προσετέθη και έφοδος του Μανόλη του Πολύχρονου, όστις θα έλεγέ τις ότι ήλθεν επίτηδες διά να παραστεί δωρεάν εις περίεργον οικογενειακήν κωμωδίαν.
  Ουδέν άλλο καταφύγιον είχε ή να ζητήσει μικράν ανακωχήν·
-         Ας είναι, είπε, θα ιδούμε· σήμερα Τρίτη, ως την Κυριακή που θα είναι οι εκλογές, θα μας φωτίσει ο Θεός τι να κάνουμε…
-         Όχι! Όχι! έκραξεν η γυνή γελώσα ακουσίως, αρχίσασα φαίνεται και αυτή να εννοεί το κωμικόν της θέσεως. Όχι! Όχι!
  Και εκτύπα θορυβωδώς τον δεξιόν γρόνθον επί της παλάμης της αριστεράς.
-         Όχι! Να δώσεις τώρα το λόγο σου! Ν’ αποφασίσεις τι θα κάμεις. Δεν τους έχεις τους ανθρώπους σαν τα ζωντανά σου, να έρχονται και να ξαναέρχονται χίλιες φορές.
 Ο Λάμπρος και ο Μανόλης μετά μειδιάματος ευχαρίστησαν την σύζυγον τού Σπληνογιάννη διά το φιλοφρόνημα.
-         Μα κάμε φρόνιμα, γυναίκα! έκραξεν αγανακτών ο ποιμήν. Είναι τρόπος αυτός να επιμένεις τόσον εσύ, εμπρός εις τόσους άνδρας! Αλλοίμονό μας, αν αρχίσουν να μας κουμαντάρουν οι γυναίκες μας!
-         Ακούστε τον! ακούστε τον! Με βρίζει κι όλα…με φοβερίζει! ανέκραξεν η γυνή δράττουσα περί τους κροτάφους τους δύο κρεμαμένους θυσάνους της κόμης της.
-         Δεν ξέρω στην παραπάνω σκάλα, είπε με πικρόν τόνον τρωθείσης αξιοπρεπείας, ρίπτων εμφαντικόν βλέμμα προς τους επισκέπτας ο ποιμήν, δεν ξέρω αν οι σοϊλήδες, αυτοί που κάνουν τον άρχοντα, στρέγουν να τους κουμαντάρουν οι γυναίκες τους· μα ημείς οι βοσκοί δεν το καταδεχόμαστε με κανέναν τρόπο! Ο παπάς που μας εστεφάνωσε άκουσα να λέει την ώρα που διάβαζε τον Απόστολο, πριν ειπεί το Βαγγέλιο, πως «η γυνή πρέπει να φοβείται τον άνδρα».
 Ο Λάμπρος ο Βατούλας μειδιών, ίσως διά να δώσει αφορμήν ειρηνεύσεως εις τα δύο πρόσωπα της σκηνής, τρέπων το θέμα επί το αστειότερον, είπε·
-         Μα ξέρεις, κουμπάρε, τι την δασκαλεύει τη νύφη η μάννα της;
-         Τι;
-         Την ώρα που λέει αυτόν τον λόγον ο παπάς, την ορμηνεύει να πει μέσα της τρεις φορές: «Αστοχιά στο λόγο σου, παπά μ’ , δάκω τη γλώσσα σου».
   Εγέλασαν όλοι και αυτή η Σπληνογιάνναινα.
  Ο Λάμπρος εγερθείς μετά την παρατήρησιν ταύτην επλησίασεν εις την θύραν, όπου εστάθη επί τινα λεπτά, ως να εσκέπτετο αν έπρεπε ν’ απέλθει. Αλλ’ ουχ ήττον επανήλθε πάλιν εις την θέσιν του και εκάθισεν.
  Ο Μανόλης ηγέρθη και αυτός, επλησίασεν εις το παράθυρον, εστήριξε τα νώτα επί του τοίχου κι εστάθη αναποφάσιστος.
  Ουδείς εκ των δύο απεφάσιζε να δώσει πρώτος το παράδειγμα της αποχωρήσεως. Ο μεν Λάμπρος εσκέπτετο ότι ο Μανόλης, τελευταίος ελθών, ήτο ο αδιάκριτος, και επομένως ώφειλε να τους αφήσει ησύχους να τελειώσουν την συνδιάλεξιν ην είχον ή υπετίθετο ότι είχον μετά του οικοδεσπότου, ο δε Μανόλης εφρόνει ότι, αφού ήλθε τελευταίος, τελευταίος έπρεπε και να απέλθει.
Τέλος ο Λάμπρος εσκέφθη ότι η σκηνή αύτη έπρεπε να λάβει πέρας και όπως ευπροσώπως εξέλθει εκ της δυσχερούς θέσεως·
-         Ας είναι, είπε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, ημείς δεν είμαστε από κεινούς οπού πάνε και βάζουν σκάνδαλα στ’ ανδρόγυνα· κάμε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, καθώς είπες. Κι ένα ψήφο να μας δώσεις στη μία μας κάλπη μοναχά, για να δώσεις κι από κει (δείξας τον Μανόλην) και μικτόν να δώσεις και στα δύο κόμματα, ημείς θα σου το γνωρίζουμε χάρη.
-         Όχι! Όχι! επέμεινεν η γυνή. Στον κουμπάρο έδωκε τον λόγον του από μπροστύτερα.
Ο Λάμπρος εκινήθη να εξέλθει, ο δε Μανόλης μείνας επί δύο ή τρία λεπτά, αφού αντήλλαξε με ψίθυρον φωνήν ολίγας λέξεις με τον οικοδεσπότην και με την συμβίαν του, τους ευχήθη την καλήν νύκτα, και από του εξώστου μεγάλη τη φωνή, διά να ακουσθεί από τον Λάμπρον, όστις δεν θα ήτο μακράν, είπε·
-         Καλά τους λένε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, χαλασοχώρηδες.
-         Όλοι σας, απήντησεν ετοίμως ο ποιμήν, να πούμε την αλήθεια, κουμπάρε, είστε πάρ’ τον ένανε, χτύπα τον άλλονε.
-         Το λοιπόν κι ημείς είμαστε χαλασοχώρηδες σαν αυτούς;
-         Δεν είσθε χαλασοχώρηδες, απήντησε σαρκαστική εις το σκότος η φωνή του Λάμπρου Βατούλα· είσθε ανδρογυνοχωρίστρες!
Ε΄

Χαλασοχώρηδες εκαλούντο τέως οι του κόμματος του Λάμπρου, από δε της νυκτός ταύτης οι του άλλου κόμματος ωνομάσθησαν «οι ανδρογυνοχωρίστρες».
Από της αυγής της επαύριον Τετάρτης ο Μανόλης και δύο των φίλων του, λαβόντες βάρκαν, εξήλθον εις το Μαραγκό, νησίδιον φράττον προς Εύρον τον λιμένα κι επαραμόνευαν πότε θα ενεφανίζοντο όπισθεν της Άρκτου και της Τρυπητής, δύο άλλων ανατολικώτερον κειμένων νησίδων, αι βάρκαι αι φέρουσαι τον ροφόν, κατά το λεξιλόγιον του Μανόλη του Πολύχρονου. Αλλ’ από βαθέος όρθρου, ο Λάμπρος ο Βατούλας οσφρανθείς, φαίνεται, το δόλωμα των αντιπάλων έσπευσε να εξυπνίσει τον καπετάν-Νικολάκην, το Τρυποκαρύδι, ένα των στενωτέρων φίλων του, και επιβιβασθέντες οι δύο εις ωραίον κότερον, έλυσαν τα πανιά, εσήκωσαν την άγκυραν και ανάψαντες τους ναργιλέδες των με τα κάρβουνα, τα οποία είχαν λάβει από το καφενείον του γερο-Ακούκατου, όστις αγρυπνότερος αλέκτορος ήνοιγε το καφενείον τέσσαρας ώρας πριν φέξει, εξηπλώθησαν παρά την πρύμνην καπνίζοντες και πλέοντες τη βοηθεία της πρωινής απογείου αύρας. Εξήλθον εις το Ασπρόνησον, βορειοανατολικώς, όπου έκαμναν καρτέρι περιμένοντες πότε ήθελε φανεί το κελεπούρι, κατά το ύφος του Λάμπρου του Βατούλα. Οι Χαλασοχώρηδες κάμψαντες την ακτήν είχαν κρυφθεί όπισθεν του Ασπρονήσου, και οι Ανδρογυνοχωρίστρες ούτε τους είδαν, ούτε τους υπώπτευον καν ότι τους είχαν προλάβει.
Μετά ικανήν ώραν, άμα τη ανατολή του ηλίου, προέκυψαν από του απέναντι ακρωτηρίου δύο βάρκαι ερχόμεναι προς τα εδώ, αίτινες έχουσαι ούριον τον άνεμον, καθότι είχε σουρώσει ήδη το μελτέμι, ταχέως επλησίασαν. Οι Χαλασοχώρηδες με το κότερόν των έπλευσαν εις προϋπάντησιν των δύο λέμβων. Ανεγνώρισαν δε μετ’ ου πολύ τα πρόσωπα, τα οποία έφερον αύται. Της μιας τούτων επέβαινον ο Αλικιάδης και ο Αβαρίδης, της δευτέρας επέβαινον ο Γεροντιάδης, ο Καψιμαΐδης και ο Χαρτουλάριος, και οι πέντε υποψήφιοι βουλευταί. Είχον ορμηθεί εκ της πρωτευούσης της Επαρχίας και ήρχοντο προς άγραν ψήφων και προς επίσκεψιν των εν τω δευτερευόντι δήμω φίλων των. Τούτων ο Αλικιάδης εκ της μιας λέμβου και ο Καψιμαΐδης εκ της άλλης υπηρετούντο, χωρίς να είναι συνδυασμένοι, από τους Χαλασοχώρηδες, ο δε Γεροντιάδης και ο Αβαρίδης υπεστηρίζοντο, χωρίς να αποτελώσι συνδυασμόν, από τις Ανδρογυνοχωρίστρες. (Διότι όλα τα εις ιδης και αδης, ως να προέβλεπον, θα έλεγέ τις, μέλλουσαν εξορίαν και διωγμόν, είχον ζητήσει εγκαίρως να εξασφαλισθώσιν εις τον προσφυή εκείνον τόπον). Όσον αφορά τον πέμπτον, τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον, ούτος ήτο το μήλον της έριδος και αμφότερα τα τοπικά κόμματα εμάχοντο ποίος να τον πρωτοϋπηρετήσει.
Ο Λάμπρος ο Βατούλας δεν ευχαριστήθη πολύ ιδών τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον επιβαίνοντα της αυτής λέμβου μετά δύο άλλων υποψηφίων. Επεθύμει και ήλπιζε να τον έβλεπεν επί χωριστής λέμβου πλέοντα. Διότι διά τον Αλικιάδην και Καψιμαΐδην δεν τον έμελλε και πολύ, καθόσον ούτοι ως φανερώς υποστηριζόμενοι υπό του κόμματος και μη έχοντες άλλους φίλους, δεν είχον ανάγκη πολλών περιποιήσεων, αλλά διά τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον, τον οποίον αυτός διενοείτο να υπηρετήσει αριστερά τη χειρί και διά λογαριασμόν του, είχε πλεύσει μέχρι Ασπρονήσου, σχεδιάζων να τον παρακαλέσει να μεταβεί τιμητικώς εις το κότερον και να υψώσει και σημαίαν εις τον ιστόν, άμα θα εισέπλεον εις τον λιμένα. Δυστυχώς τώρα η υπόθεσις περιεπλέκετο. Ούτε τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον μόνον ηδύνατο ευπροσώπως να αποσπάσει εις το κομψόν και λευκόν χρωματισμένον κότερον, ούτε τους άλλους, τους δύο φανερούς υποψηφίους του, ηδύνατο ευλόγως να καρπολογήσει από τας δύο χωριστάς λέμβους. Την στιγμήν εκείνην ο καπετάν-Νικολάκης, το Τρυποκαρύδι, μόνος ιδιοκτήτης και κυβερνήτης του κοτέρου, αναλογισθείς το φιλοδώρημα, το οποίον ήτο δυνατόν να δώσουν οι υποψήφιοι, αν τους έπειθε να επιβιβασθώσιν εις το κότερον, όπως εισπλεύσωσιν εις τον λιμένα μετά πομπής, αποβλέψας εις την εγγύτερον ισταμένην λέμβον, ης επέβαινον οι δύο των υποψηφίων, μετέβη εις την πρώραν και ήρχισε να φωνάζει·
- Ορίστε, κύριοι, στο κότερο! Κύριε Αλικιάδη! κύριε Αβαρίδη! θα ισάρουμε και μπαντέρα μες στο λιμάνι…
  Την ιδίαν στιγμήν ο Λάμπρος ο Βατούλας ήρχισε να νεύει απελπιστικώς και να χειρονομεί από της πρύμνης προς τον νεαρόν ναυτικόν αποτρέπων αυτόν. Διότι την στιγμήν εκείνην, αφού πολύ εσκέφθη, του είχεν έλθει η ιδέα ότι, αφού τα πράγματα του παρουσιάζοντο ούτω πολύπλοκα, ο άριστος τρόπος προν λύσιν της δυσχερείας ήτο να καλέσωσιν επί του κοτέρου τους τρεις υποψηφίους, τους επί της άλλης λέμβου. Ούτω θα είχον το πλεονέκτημα ότι θα είχον δύο αντί ενός ή μάλλον τρεις αντί δύο να περιποιηθώσι. Διότι ναι μεν ο εις των τριών ο Γεροντιάδης, ήτο από το άλλο κόμμα, αλλ’ ο τρίτος, ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, κατά τους υπολογισμούς του Βατούλα, ήξιζε τουλάχιστον διά δύο. Και τούτο θα ήτο το μέγιστον κέρδος, ως ήτο και ο σκοπός της θαλασσίας εκδρομής του, το να έχει τον Χαρτουλάριον υπό τας όψεις και υπό την χείρα του. Αλλ’ ο καπετάν-Νικολάκης, το Τρυποκαρύδι, επειδή «δεν ήτο μέσα του» δια να ηξεύρει τους πόθους και τους υπολογισμούς του, επεδίωκε δε ως αμαθής ναύτης το προχειρότερον και το ευκολώτερον κέρδος, δεν έδωκε προσοχήν εις τα νεύματα και εις τας χειρονομίας του και εξηκολούθησε να φωνάζει προς τους κ.κ. Αλικιάδην και Αβαρίδην:
-         Θα κοτσάρουμε και την μπαντέρα, κύριοι!
Συγχρόνως ο Λάμπρος ο Βατούλας απελπισθείς ότι θα τον εννόει ποτέ «αυτός ο χονδροκέφαλος» ο Νικολάκης, το Τρυποκαρύδι, έστρεψε τα νεύματα και τας χειρονομίας του προς τους εν τη άλλη λέμβω και ήρχισε να τους χαιρετίζει με το καπέλο, με το μανδήλι και με την φωνήν·
-         Καλώς ωρίστε, κύριοι! ορίστε στο κότερο! κύριε Γεροντιάδη! κύριε Καψιμαΐδη! κύριε Χαρτουλάριε! ορίστε!
Σύγκρουσις τότε επήλθε δικαιωμάτων, απαιτήσεων και πόθων και σύγχυσις βλεμμάτων, φωνών και φρενών. Ο μεν κυβερνήτης από της πρώρας προσεκάλει εις το πλοίον τους εκ της μιας λέμβου δύο, ο δε επιβάτης από της πρύμνης, πλοιάρχου εξουσίαν αντιποιούμενος, προσεκάλει τους εκ της άλλης λέμβου τρεις. Οι μεν δύο, και αν ήθελον, ημποδίζοντο να έλθωσιν εκ της προσκλήσεως των άλλων τριών, οι δε τρεις εκωλύοντο εκ της προσκλήσεως των άλλων δύο. Και ούτοι και εκείνοι έμενον κοιτάζοντες αλλήλους αναποφάσιστοι, οι πορθμείς των δύο λέμβων εφ’ ων είχον πλεύσει, ζηλότυποι και οργίλοι, ήρχισαν φανερά να γογγύζωσι·
-         Δεν έχουν ανάγκην να ’ρθούν στο κότερο!
-         Ξέρουμε κι εμείς από πού μπαίνουν στο λιμάνι!
-         Ξέρουμε το δρόμο να πάμε στη σκάλα ν’ αράξουμε…
-         Έχουμε κι εμείς μπαντέρα να ισάρουμε…
-         Και καινούργια μάλιστα…προχτές ακόμα την έρραψα…
-         Ψες ακόμα μπογιάτισα το κοντάρι…ακόμα μυρίζει λαδομπογιά…
Την ιδίαν στιγμήν οι Ανδρογυνοχωρίστρες με την βάρκαν των, σχεδόν χωρίς να τους εννοήσει, παρατηρήσαντες προ πολλού την εμφάνισιν των δύο λέμβων, είτα την συνάντησιν αυτών μετά του κοτέρου, είχαν πλησιάσει σιγά και γοργά και είχαν φθάσει ήδη εις το μέρος όπου είχαν σταματήσει πλησίον αλλήλων αι τρεις λέμβοι, ενώ αντήχει ακόμη η πρόσκλησις του Λάμπρου του Βατούλα·
-         Ορίστε, κύριοι, στο κότερο!
  Και η κραυγή του καπετάν-Νικολάκη·
-         Θα κοτσάρουμε και την μπαντέρα, κύριοι!
  Ο Μανόλης ο Πολύχρονος χωρίς δισταγμόν ιδών με το πρώτον βλέμμα εις ποίαν λέμβον ευρίσκετο ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, ήτις λέμβος ήτο άλλως και η πλησιεστέρα προς το μέρος εξ ου αυτός ήρχετο, προσήγγισε με την βάρκαν του, εισεπήδησεν εις την ξένην λέμβον, απέπεμψε την ιδικήν του ειπών εις τους συντρόφους του να γυρίσωσι μόνοι εις τον λιμένα, ηυχήθη το «καλώς ωρίσατε» εις τους τρεις υποψηφίους και εν μεγίστη ελευθερία, ενώ ο πορθμεύς και ο ναύτης του εκοίταζον έκπληκτοι, εκάθισε παρά το πλευρόν του Γιαννάκου του Χαρτουλαρίου και ήρχισεν αμέσως εμπιστευτικάς ανακοινώσεις εις το ους αυτού.
          Τούτον ως είδεν ο Λάμπρος ο Βατούλας εν τοιαύτη θαυμαστή προπετεία και θρασύτητι ζηλευτή κατορθώσαντα ούτω απλώς να τον υπερφαλαγγίσει, έλαβε μόνος την κώπην, ενώ ο κυβερνήτης ο Νικολάκης, το Τρυποκαρύδι, ορθός επί της πρώρας ιστάμενος εξηκολούθει ακόμη να φωνάζει προς τους επί της πρώτης λέμβου δύο υποψηφίους·
 - Θα σας ισάρουμε την μπαντέρα, κύριοι!…, και επλησίασε προς την δευτέραν λέμβον, ότε, χωρίς να είπει λέξιν εις τον καπετάν-Νικολάκην, εισώρμησε και αυτός εις την λέμβον, όπου ήτο ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, εχαιρέτησε τους τρεις υποψηφίους και εκάθισεν επί της ετέρας πλευράς του περιμαχήτου υποψηφίου βουλευτού, όπως αρχίσει και αυτός τας ιδικάς του ανακοινώσεις, ενώ ο πορθμεύς και ναύτης του τον εκοίταζον έκθαμβοι με ανοικτόν το στόμα.
 Όστις έβλεπε μακρόθεν ούτω πως αντίπρωρα ισταμένας τας τεσσάρας ταύτας λέμβους, υπηνέμους, δίπλα εις το Ασπρόνησον, θα υπέθετεν ότι πράγματι την πρωίαν εκείνην είχε πέσει, κατά το εικονικόν ύφος του Μανόλη του Πολύχρονου, έκτακτος ροφός εις το μέρος εκείνο, ότι τα παραγάδια των τεσσάρων λέμβων εμπερδεύθησαν εις τοιούτον δυσαπάλλακτον τρόπον, ώστε δεν ηδύνατο να διακρίνει τις εις ποίον παραγάδι ανήκε το άγκιστρον εις ο είχε συλληφθεί ο ροφός, και ότι οι αλιείς εμάχοντο προς αλλήλους με κίνδυνον να ξεπιασθεί και να τους φύγει το άγρευμα, περί κυριότητος και κατοχής του τε παραγαδίου, του ροφού και του αγκίστρου.

* * *

Τέλος αι δύο λέμβοι αι φέρουσαι τους υποψηφίους εξεκίνησαν διά να εισπλεύσωσιν εις τον λιμένα. Η βάρκα του Μανόλη με τους δύο συντρόφους του είχε γίνει άφαντος ήδη. Το δε κότερον, αφ’ ου είχε μείνει μόνος ο κυβερνήτης του, ήρχετο τελευταίον.
Ο καπετάν-Νικολάκης «ήτο φούρκα» ιδών ότι έχασε το ελπιζόμενον φιλοδώρημα και ότι εγκατελείφθη υπό του Βατούλα. Εν τούτοις ήνοιξε το κάτασπρον ως τα πτερά του γλάρου πανίον του, άναψε τον ναργιλέν του, εξηπλώθη παρά το πηδάλιον κρατών την σκόταν κι εξεκίνησεν. Αν ήθελε, καίτοι μόνος, καίτοι αι δύο λέμβοι αρμένιζαν με πανιά και με κουπιά, ήτο ικανός με το κομψότατον, νεοπαγές και κοπτερόν σκάφος του να προσπεράσει τας δύο λέμβους, να τας αφήσει «στα μπούνια» ρίπτων «κολοκυθάνες» οπίσω του. Αλλά προς καιρόν ωρτσάριζε κι έκοπτε τον δρόμον του πλοίου. Όταν τα τρία πλοία κάμψαντα τον κάβον εισέπλευσαν εις τον λιμένα, τότε, την ώραν καθ’ ην επλησίαζαν εις την αποβάθραν και ο κόσμος από της αγοράς τους εκοίταζε, τότε, δι’ επιτηδείου χειρισμού, επειδή τα μελτέμια του θέρους έπιαναν εν μέρει εις τον ανατολικόν λιμένα της πολίχνης, έτρεξε κατέμπροσθεν των λέμβων, ύψωσε την σημαίαν του σκεπτόμενος ότι αυτός το κάτω-κάτω ως ναυτικός ήτο τόσον άξιος της τιμής ταύτης διά της σημαίας του ιδίου πλοίου του όσον και πας άλλος, επροσπέρασε τας δύο λέμβους, τας άφησε δέκα οργυιάς οπίσω και ελθών ηγκυροβόλησε πρώτος μετά κρότου, κράξας θριαμβευτικώς προς τους επί των δύο λέμβων υποψηφίους και λοιπούς·
- Τ’ν καραβοκυρά σας!


ΣΤ΄
Την πρωίαν εκείνην ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ο Συβίας, αφού εσυλλειτούργησε τον παπα-Σωτήρην, τον εφημέριον των Τριών Ιεραρχών, εισώρμησεν, όπως πάντοτε συνήθιζεν, άμα τη απολύσει της λειτουργίας εις το ιερόν βήμα, διά να λάβει τον μισθόν του δι’ όλα τα νε-να-να-νέ και τα τε-ρε-ρέμ, τα οποία είχε συνεισφέρει προς συντέλεσιν της ιεράς μυσταγωγίας. Συνίστατο δε ο μισθός ούτος εις έν «ξάκρισμα» προσφόρου «διά τον καφέ» και εις ημίσειαν προσφοράν περιπλέον, την οποίαν αυθαιρέτως ελάμβανε παρά τας διαμαρτυρίας του συγγενούς του ιερέως, θέτων αυτήν εις τον κόλπον του «για τη συβία». Ο παπα-Σωτήρης δεν εθύμωνε τόσον διά την ημίσειαν προσφοράν και διά το ξάκρισμα, όσον διά την τόλμην του να εισβάλει εις το ιερόν βήμα «εξήντα χρόνων άνθρωπος, εν αμαρτίαις γηράσας». Αλλ’ ο μπαρμπ’-Αναγνώστης από πεντηκονταετίας δεν είχε παύσει ούτε τον παπα-Σωτήρην να συλλειτουργεί, ούτε εις το ιερόν βήμα να εισέρχεται.
Είτα, αφού έβαλεν εις τον κόλπον του την ημίσειαν προσφοράν «για τη συβία», φράσις εξ ης έλαβεν αρχήν και το παρωνύμιόν του, εξήλθεν υποσκάζων εκ του ιερού βήματος, κρατών εις την αριστεράν το «διά τον καφέν» ξάκρισμα, το οποίον ήρχισε και να μασσά, εμάζωξε και την φαιάν και πρώην ξανθήν κόμην του υπό την σκούφιαν, έλαβεν εκ του στασιδίου την ράβδον του κι εξήλθεν εις την πλατείαν.
Η εκκλησία μόλις απείχεν εκατοντάδα βημάτων από της παραθαλασσίου αγοράς και αποβάθρας. Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης κατέβη κούτσα-κούτσα, και εις τον δρόμον πρώτον συνήντησε δύο παιδία του δρόμου παίζοντα εις τον περίβολον της εκκλησίας, τα οποία ηπείλησε με την ράβδον του και εδίωξε μακράν του ναού. Είτα επερίπαιξεν ένα γύφτον, τον οποίον συνήντησε μεθυσμένον, άγοντα έωθεν τα προεόρτια των εκλογών και κατόπιν επείραξε μίαν χήραν «απασσάλωτην», την οποίαν είδε καταβαίνουσαν διά πλαγίου δρόμου εις τον βράχον τον πέραν της αγοράς, ξεκάλτσωτην και με κοντό φουστάνι. Είτα, πριν φθάσει εις το καφενείον, είδεν έν κότερον και δύο μεγάλας λέμβους, αίτινες είχαν φθάσει και την στιγμήν εκείνην ηγκυροβόλουν προ της αποβάθρας.
 «Α! θα είναι οι υποψήφιοι», είπε· και αφού εκαλημέρισε δύο ή τρεις λεμβούχους ή αλιείς, οίτινες εκάθηντο έξωθεν του καφενείου καπνίζοντες ναργιλέν, τους ηστεΐσθη λέγων: «Για σας έφεξε πάλι· εσείς είσθε οι σπορίτες του χωριού», αισθανόμενος μεγάλην επιθυμίαν να εναλλάξει τα δύο αρκτικά σύμφωνα της λέξεως, αλλά μη τολμών· δια να ξεθυμάνει όμως, όταν είδε τρεις ή τέσσαρας γέροντας καθημένους σοβαρώς εντός του καφενείου επί υψηλού και πλατέος σανιδίνου καναπέ, χωρίς να φθάνει η πλάτη των ν’ ακουμβήσει εις τον τοίχον και με τους πόδας μετεώρους εις το κενόν, υπεράνω της μακράς τάβλας της φραττούσης την υπό τον καναπέν καρβουνοθήκην, τους έδειξε προς τους λεμβούχους λέγων:«Κοιτάξτε, κείνοι είναι οι κοπροδήμηδες, οι προεστοί του τόπου. Δεν σας φαίνονται σαν τα μικρά παιδιά που κάνουν κουρμαντέλα;».
Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ο Συβίας, υγιής τους πόδας, είχε κουτσαθεί προ ολίγων ετών υπό τινος οργίλου και φιλεκδίκου χωρικού, τον οποίον είχε παραφορτώσει με τα σκώμματά του. Με όλον όμως το πάθημα, δεν ηδυνήθη να επιβάλει χαλινόν εις την γλώσσαν του και εις τους ελέγχοντας αυτόν οικείους έλεγεν·
- Η ψυχή θα βγει πρώτα κι ύστερα το χου.
 Είτα παρήγγειλε τον καφέν του, και ηξεύρων ότι έπρεπε να περιμένει επί είκοσι λεπτά της ώρας εωσού κατορθώσει να του τον ψήσει ο γερο-Ακούκατος, ο καφετζής, μετέβη χωλαίνων εις την αποβάθραν, όπου είχον συναχθεί άνδρες τινές και παιδία ξυπόλυτα πολλά, όπως ίδωσι και θαυμάσωσι τους υποψηφίους.
  Την στιγμήν εκείνην απεβιβάζοντο εκ των λέμβων οι υποψήφιοι.
  Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης έκραξε προς αυτούς·
  - Καλώς ωρίσατε!
  Και ευθύς προσέθηκε·
  - Πόσα καντάρια ρουβάδα[1] έχετε;
  Γενικός καγχασμός υπεδέχθη την ερώτησιν.
  Είτα επανέλαβεν·
  - Δεν ακούτε; Μας φέρατε πολλή ρουβάδα; Πόσην έχει ο καθένας σας;
   Ο γέλως επανελήφθη αλλ’ ουδεμία απάντησις εδόθη.
Και τρίτον ηρώτησε·
- Έχετε δηλωτικό για τη ρουβάδα;
Οι υποψήφιοι γελώντες ηνείχοντο το άκακον σκώμμα του μπαρμπ’-Αναγνώστη, προσηνείς άλλως νησιώται και αγαπώντες τα αστεία.
  Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης εψιθύρισε, μετά προσποιητής οργής·
  - Κάμετε καλά με τον κουμμερκιάρη, εγώ δεν ανακατώνουμαι.
   Και στρέψας την ράχιν, απήλθε χωλαίνων να πίει τέλος τον καφέν του, αφού είχε καταφάγει ήδη εξ ανυπομονησίας το ξάκρισμα και θα ηναγκάζετο ίσως να βάλει χείρα εις το ήμισυ της προσφοράς, το προωρισμένον διά την συμβίαν.
          Οι υποψήφιοι, ο Γεροντιάδης, ο Αλικιάδης και ο Αβαρίδης, ο Καψιμαΐδης και ο Χαρτουλάριος, δεχόμενοι τους χαιρετισμούς και τας χειραψίας των εντοπίων, συνοδευόμενοι από τον Μανόλην τον Πολύχρονον και από τον Λάμπρον τον Βατούλαν, οίτινες είχον ταχθεί ως χωροφύλακες εκ δεξιών και αριστερών του Χαρτουλαρίου και δεν τον άφηναν να κάμει βήμα, ήλθαν και έπιαν καφέν εις το αυτό καφενείον του γέρο-Ακούκατου και ακολούθως χωρισθέντες μετέβησαν ανά δύο προς τους εις προϋπάντησιν ελθόντας φίλους των. Όσον διά τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον, ούτος, βλέπων την προς αυτόν σπουδήν και προσπάθειαν και των δύο κομμάτων, αντιπροσωπευομένων επισήμως από τον Λάμπρον τον Βατούλαν και από τον Μανόλην τον Πολύχρονον, εθεώρησε τώρα παρά ποτε βεβαιοτέραν την επιτυχίαν και ασφαλεστέραν την θέσιν του. Επίστευε δε, ότι αμφότερα τα κόμματα, Ανδρογυνοχωρίστρες και Χαλασοχώρηδες, θα τον εψήφιζαν μονοκούκι, ώστε και αν εμειονοψήφει εις τους άλλους δήμους, εδώ όμως θα έβγαινε παμψηφεί.
Όχι τόσον ροδίνας τας προβλέψεις, παρά τας παχείας υποσχέσεις, τας οποίας ελάμβανον, είχαν ο Καψιμαΐδης και ο Αβαρίδης. Ούτοι οι δύο εθεωρούντο παρά πάντων ως υποψήφιοι παραπληρωματικοί· οι δυνατώτεροι δ’ εκ των τεσσάρων ήσαν ο Γεροντιάδης και ο Αλικιάδης. Άλλως δε, ήξιζαν, κατά κοινήν ομολογίαν ν’ αντιπροσωπεύσωσιν οι δύο ούτοι την επαρχίαν. Ο Γεροντιάδης είχε διαπρέψει ήδη ως βουλευτής, αρνηθείς παν ρουσφέτιον εις τους μη στενούς φίλους, διά να υπηρετήσει τα γενικά του έθνους συμφέροντα. Ο δε Αλικιάδης είχε διατελέσει και αυτός βουλευτής άλλοτε και είχε διακριθεί. Δεν ήτο άνθρωπος να πηγαίνει στα χαμένα. Ήθελε «σίγουρες δουλειές». Ήτον ικανός να εξοδεύσει και δέκα πέντε χιλιάδας και είκοσι χιλιάδας διά να επιτύχει. Αλλά δεν επετούσε τα λεπτά «στο βρόντο». Ήτο βέβαιος ότι εκλεγόμενος βουλευτής, θα ωφελείτο είκοσι πέντε ή τριάντα χιλιάδας το ολιγώτερον. Α! ήτο πολύ «κουλοπετσωμένος». Εν πρώτοις, όταν επρόκειτο να διορίσει υπάλληλον, θα του έλεγε «μ’ δίνεις τα μισά;», πριν αποφασίσει να δώσει μπιλιέτο. Νέτα σκέτα, «σίγουρες δουλειές». Και αν κανείς κακομοίρης ετύγχανε να του χρεωστεί από παλαιόν καιρόν τίποτε ψωροδραχμές, θα τον διώριζεν, εξαναγκάζων αυτόν να υπογράψει εκ προκαταβολής πολλών μηνών αποδείξεις διά τους μισθούς του, με χρονολογίας ημερών μήπω ανατειλασών μέχρις υπερεξοφλήσεως. Αλλ’ αυτά ήσαν δευτερεύοντα και ανάξια λόγου. Ό,τι απετέλει την δύναμιν του Αλικιάδου ήτο ο πόθος, υφ’ ου εφλέγετο, να φανεί χρήσιμος εις την εκτέλεσιν δημοσίων έργων της επαρχίας. Εν πρώτοις, υπήρχεν η εθνική οδός, η προκηρυσσομένη εκάστοτε ως μέλλουσα να κατασκευασθεί παρά την πρωτεύουσαν της επαρχίας πόλιν. Εκείθεν, αν εξελέγετο βουλευτής, θα είχε την μερίδα του λέοντος. Από τώρα είχεν αρχίσει να συνεταιρίζεται κρυφά με τους εργολάβους. Κατά την πρώτην βουλευτείαν του ολόκληρον δάσος το είχε κάμει ιδικόν του, δικαιώματι κατακτήσεως. Με τον έφορον, τον οποίον είχε φέρει εις την επαρχίαν του, είχε προεξηγηθεί σαφέστατα:«θα σε διορίσω, αλλά φόρον δεν θα βεβαιώσεις από την ξύλευσιν του δάσους». Έπειτα ήτο ο λιμήν, ο λιμήν της βορειοανατολικής πόλεως. Α! αυτός ο λιμήν είχεν όλους τους μυθολογικούς χαρακτήρας, ούς ηδύνατό τις να επιθυμήσει διά μεγάλην επιχείρησιν. Ωμοίαζε με το παλάτι των Σαράντα Δράκων ή με το Κάστρο της Ωριάς. Εις κάθε νέας εκλογάς επροκηρύσσετο η εργολαβία· εις κάθε διάλειμμα μεταξύ δύο εκλογών η εργολαβία εγκατελείπετο. Ερρίπτοντο ακριβώς τόσαι πέτραι προς μόλωσιν της θαλάσσης κατά τας παραμονάς εκάστης εκλογής, όσαι, αν υπελογίζετο ότι θα είχομεν βουλευτικάς εκλογάς κατά παν έτος, θα ήρκουν όπως, μετά τρεις αιώνας, μετά πέντε αιώνας το πολύ, συντελεσθεί το έργον. Αλλά την φοράν ταύτην ο Αλικιάδης είχεν απόφασιν «αμέτ Μουαμέτ», να βάλει τη δουλειά εμπρός. Α! δεν τον εγελούσαν αυτόν με το σήμερα και με το αύριο οι εργολάβοι. Ήθελεν εκ παντός τρόπου να φανεί χρήσιμος εις την επαρχίαν του.

* * *

  Αφού έπιον διπλούς καφέδες κι εδέχθησαν προσρήσεις, οι πέντε υποψήφιοι μετέβησαν, ως είπομεν, έκαστος προς επίσκεψιν των φίλων. Ήσαν και οι πέντε υψηλοί, φραγκοφορεμένοι, ηλιοκαείς, με υψηλά καπέλα, τα οποία εφόρουν όλοι τόσον στραβά, ώστε το αριστερόν ωτίον εκαλύπτετο όλον και μόνον το δεξιόν ήτο ορατόν, ελευθέρως αναπτυσσόμενον. Τούτο ιδών είς των εντοπίων, θέλων να ευφυολογήσει ακαίρως λίαν, είπεν ότι και οι πέντε ήσαν «μ’ έν’ αυτί».                                                                                              
                            

Ζ΄

Την πρωίαν της Παρασκευής, αφού έμειναν επί τεσσαράκοντα ώρας ψηφοθηρούντες και συνεννοούμενοι μετά των φίλων, ανεχώρησαν επιστρέφοντες εις την πρωτεύουσαν της επαρχίας οι πέντε υποψήφιοι. Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος είχεν εκφράσει την επιθυμίαν να μείνει κατά την ημέραν της εκλογής εν τω δήμω, ελπίζων να λάβει πλείονας ψήφους διά της παρουσίας του βασίζων την επιτυχίαν του επί της εν τω δήμω τούτω υπεροχής. Αλλ’ ο Λάμπρος ο Βατούλας, προς όν μεγάλην έτρεφεν υπόληψιν ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, μεθ’ όλας τας ραδιουργίας και διαβολάς, άς έβαλεν εις πράξιν προσπαθών να τον υποσκελίσει ο Μανόλης ο Πολύχρονος, ο Λάμπρος, λέγω, ο Βατούλας αντέστη λίαν επιμόνως και τον απέτρεψε, λέγων ότι, εκεί, εις την πρωτεύουσαν της επαρχίας, όπου είναι και οι περισσότεροι ψήφοι, ήτον αναγκαιοτέρα η παρουσία του, διά να μη τον ρίξουν κάτω ο Αβαρίδης και ο Καψιμαΐδης. Όσον απέβλεπε τα εδώ, αυτός, επιθέτων εις το στέρνον την χείρα, τον έπαιρνεν επάνω του. Από εδώ ήτο σίγουρος βουλευτής, του το έδιδεν εγγράφως· εκεί να κοιτάξει, πέρα εκεί, να μη τους φάνε, τα μάτια του τέσσερα. Ο Χαρτουλάριος επείσθη, δους τα πιστά εις τον Λάμπρον, και ανεχώρησε μετά των άλλων.
Την Παρασκευήν εσπέρας και το Σάββατον πρωί έφθασαν τρεις ή τέσσαρες βρατσέραι, μεταφέρουσαι εξ Ωρεών, Στυλίδος, Θρονίου και Βόλου δύο ή τρεις δωδεκάδες εκλογέων, τους οποίους απόστολοι των δύο κομμάτων εκπεμφθέντες προ ημερών είχον στρατολογήσει, πληρώσαντες αυτοίς εις βάρος των υποψηφίων τους ναύλους και τα χασομέρια των. Περί δε την δείλην του Σαββάτου επεχείρησαν και τα δύο κόμματα να κάμουν «επίδειξιν», ως να ήθελαν να γελάσωσιν αλλήλους, ότι είναι περισσότεροι ούτοι ή εκείνοι. Πρώτοι οι Χαλασοχώρηδες συνεκεντρώθησαν, όπως είχαν συμφωνήσει, εις το καφενείον του γερο-Ακούκατου. Λέγομεν συνεκεντρώθησαν μεταχειριζόμενοι απλώς συνήθη εις τον πολιτικόν λόγον λέξιν. Το αληθές είναι ότι η απόπειρα της συγκεντρώσεως διήρκει επί δύο ώρας, και ακόμη δεν είχαν συγκεντρωθεί. Μόλις ο Λάμπρος ο Βατούλας και δύο ή τρεις άλλοι συμβοηθοί του κατώρθουν να σύρωσι δέκα ή δώδεκα εκλογείς προς το καφενείον και μετ’ ολίγα λεπτά οι προσήλυτοι, αντί να αυξήσωσιν, ωλιγόστευαν, διότι ο εις επροφασίζετο ότι «θέλει να πάει ως το σπίτι για δουλειά, ως ότου να πεις κρεμμύδι έφθασε», ο άλλος εξεκλέπτετο χωρίς να είπει τίποτε κι έφευγεν από την άλλην πόρταν, διότι το καφενείον είχε δύο θύρας, την μίαν προς την αγοράν, την άλλην προς την συνοικίαν. Ολίγοι μόνον ήσαν οι φανεροί και φανατικοί, οι άλλοι υπέσχοντο, αλλά δεν ήθελαν να τα χαλάσουν με το άλλο κόμμα. Έπειτα και δεν είχεν ανατείλει ακόμη η ημέρα της εκλογής, ουδ’ είχαν αρχίσει ακόμη τα δύο «πρακτορεία» να εισάγουν και να εξάγουν τους ψηφοφόρους να τους ειπούν το «κρυφό», το οποίον ήτο απαραίτητον προ της ψηφοφορίας.
Και όταν εύκολον οπωσούν ήτο ν’ ακούσουν αύριον «το κρυφό» και από τα δύο κόμματα, διατί να κηρυχθούν σήμερον υπέρ του ενός; Διότι δεν ήτο συνήθεια να το λέγουν «το κρυφό» προ της ενάρξεως της ψηφοφορίας. Τα φυσέκια εμοιράζοντο εις τον στρατόν κατ’ αυτήν την ημέραν της μάχης, όχι από της παραμονής.
Τέλος μετά πολλής δυσκολίας, αφού εσυνάχθησαν μερικοί, απεφασίσθη να εκκινήσωσιν ηγουμένων κοκκίνων και λευκών σημάτων και των μουσικών οργάνων, βιολίου και λαγούτου και κλαρινέτου. Υπήρχεν ελπίς ότι καθώς η κυλιομένη σφαίρα της χιόνος, καθ’ όσον διήλαυνε διά των οδών, η διαδήλωσις θα επληθύνετο. Αλλ’ ολίγοι τινές έβαινον προς το μέρος της αγοράς, εκεί όπου έχει δώσει ο Λάμπρος ο Βατούλας οδηγίας εις τους μουσικούς και εις τους κρατούντας τα κοντάρια με τας χρωματιστάς οθόνας να κατευθυνθώσιν· οι άλλοι, οι περισσότεροι, διηυθύνοντο προς το αντίθετο μέρος, επιμένοντες ότι έπρεπε να στραφεί πρώτον ανά τας οδούς και τας συνοικίας της πολίχνης η διαδήλωσις, αν ήθελε να κάμει εντύπωσιν. Ίσως δεν ήθελον να διελάσωσι διά της αγοράς, όπως επεθύμει ο Λάμπρος, διά να μη εκτεθώσιν απέναντι των αντιθέτων. Μεγάλη δ’ έγινε σύγχυσις και ταραχή. Άλλοι ετραβούσαν απ’ εδώ, άλλοι απ’ εκεί.
Οι μουσικοί και οι σημαιοφόροι τα έχασαν, μη ηξεύροντες εις ποίους να υπακούσωσι. Περί τα εκατόν παιδία του δρόμου ανυπόδητα, τα οποία είχε στρατολογήσει προς μίαν πεντάραν το έν ο Λάμπρος ο Βατούλας, δεν έπαυσαν να φωνάζουν σπαρακτικώς: «Ζήτω οι καλοί πατριώτες! Ζήτω ο Αλικιάδης! Ζήτω η νοικοκυροσύνη!»
Τέλος ο Λάμπρος ο Βατούλας ηναγκάσθη να υποχωρήσει εις τους πολλούς, επιφυλαχθείς να μεθύσει τόσον κατά την ανά τας συνοικίας περιοδείαν τούς απροθύμους διαδηλωτάς, ώστε να τους φέρει οπίσω εις την αγοράν φανερούς και παραπαίοντας οπαδούς του χαλασοχωριτικού κόμματος. Ετήρησε δε τον ενδιάθετον όρκον του, όσον ηδυνήθη. Ανά τας συνοικίας υπήρχον πάμπολλα μικρά καπηλίδια και κατώγεια οινοπωλικά, τα οποία είχαν φυτρώσει έξαφνα ως μανιτάρια, άδηλον διατί. Εποχή της εσοδείας του νέου οίνου δεν ήτο, διά ν’ ανοίξωσι διά τρεις μήνας και είτα να κλείσωσι, τουναντίον η ενιαύσιος εσοδεία είχεν εξαντληθεί ήδη και ο τόπος εισήγεν έξωθεν τον οίνον. Αλλά φαίνεται ότι είχαν ανοίξει επίτηδες χάριν των εκλογών. Βοσκοί, πωλήσαντες τελευταίον τας προβατίνας των εις τον επιτήδειον περί τον εξαρρενισμόν των θηλέων χασάπην, αγωγιάται, έχοντες δεμένον τον όνον των απ’ αυτής της κρικέλλας του παραστάτου της θύρας του αυτοσχεδίου καπηλείου των, είχαν παραιτήσει το επάγγελμά των και ήνοιξαν μαγαζία χάριν των εκλογών. Δι’ όλων εκείνων των μερών εφρόντισε να διευθύνει την διαδήλωσιν ο Λάμπρος ο Βατούλας και αι ολίγαι δαμετζάνες, όσας είχε πλήρεις παραπλεύρως των κενών και προς επίδειξιν μόνο τεταγμένων βαρελίων πας κάπηλος, εκενώθησαν προς τιμήν των υποψηφίων.
Εν τω χρόνω τούτω, ο Μανόλης και οι φίλοι του κατεγίνοντο να χορδίσωσι και αυτοί την διαδήλωσίν των. Είχον συναχθεί εις το μπακάλικο-εμπορικόν του Θόδωρου του Μοστροπούλου, Αρκάδος, αποπλανηθέντος εις τα μέρη εκείνα περί τους δεκαπέντε χρόνους, διά τους οποίους είχε παρασκευάσει γιουβέτσι ο Μανόλης, διά να πιάσει «μαγιά», και αφού τους εμέθυσεν, ήρχισαν αυθορμήτως τον χορόν και το τραγούδι. Επιάσθησαν επί της μικράς πλατείας έμπροσθεν του μαγαζίου και έστησαν τον χορόν, όστις εντός μιας ώρας ηύξησε κι εμεγαλύνθη κατά πολλάς δωδεκάδας, καθόσον πάμπολλοι, αυθόρμητοι ή καλούμενοι υπό του Μανόλη, προσήρχοντο διά να τους κεράσει, και αφού εδευτέρωναν και ετρίτευαν, επροσηλυτίζοντο και δεν εξεκολλούσαν πλέον. Ο Θόδωρος ο Μοστρόπουλος προ διετίας μόλις αποκατασταθείς εις το χωρίον είχε χωθεί όλος εις τα πολιτικά κι επιτηδεύετο μέγαν ζήλον και φανατισμόν υπέρ του κόμματος. Επέτα την σκούφιαν του κατά γης, την εδάγκανε, την εποδοπατούσε, επήδα και εχόρευε από την κομματικήν ζέσιν. Έρριπτε τας δεκάρας ασφαλώς εις το συρτάριον και όλα τα είδη του μαγαζίου τα είχεν ελεύθερα, εθυσιάζετο διά τους φίλους:«Ό,τι θέλετε, ό,τι θέλετε!».
Ούτω, αφού ηυξήθη μεγάλως η συνάθροισις, εξεκίνησαν προηγουμένης εκατοντάδος παιδίων, εκλαρυγγιζομένων να φωνάζωσι, μετά των οργάνων και των κυματιζουσών χρωματιστών οθονών. Η διαδήλωσις εξεκίνησεν εν είδει ορχήσεως κατ’ ευθείαν γραμμήν βαινούσης. Όπως ήσαν πιασμένοι εις τον χορόν, ούτως εκίνησαν εκ του υψηλοτέρου μέρους της αγοράς, διά ν’ ανέλθωσιν εις την ενορίαν. Άμα έκαμψαν την πρώτην ανωφερή γωνίαν, επί της παραλλήλου οδού εφάνη η αντίθετος διαδήλωσις κατερχομένη της άνω συνοικίας, προς την αγοράν βαίνουσα με τας κραυγάς των γυμνοπόδων παίδων·
-         Ζήτω οι καλοί πατριώτες! Ζήτω η νοικοκυροσύνη!
  Οι παίδες της δευτέρας διαδηλώσεως έκραζον αφ’ ετέρου·
-         Ζήτω ο Γεροντιάδης! Ζήτω το τσαρούχι! Ζήτω οι ξυπόλυτοι!
-         Τ’ ακούς, βρε Μιχάλη; είπεν είς των αγυιοπαίδων της πρώτης διαδηλώσεως προς τον παραπλεύρως αυτού βαδίζοντα ομήλικόν του, εμάς το φωνάζουν το ζήτω.
-         Πώς το ξέρεις;
-         Δεν ακούς που φωνάζουν ζήτω οι ξυπόλητοι!
-         Τότες τι να τους φωνάζουμε κι εμείς;
-         Φωνάζουμε κι εμείς ζήτω οι ξυπόλητοι;
-         Όχι, να φωνάζουμε καλύτερα: Ζήτω οι ξ’σκιζάνηδες!
Και διά μιας εφώναξαν όλοι με καθαράν και διάτορον φωνήν·
-         Ζήτω οι ξ’σκιζάνηδες!
-         Σουτ, βρε! έκραξε προς τους παίδας ο Λάμπρος ο Βατούλας· και συγχρόνως, αποταθείς προς τους άνδρας, εξηγών ως ειρωνείαν τάχα την κραυγήν, είπε·
-         Καλά τους εκορόιδεψαν οι διαόλοι.
Καθ’ όσον δε επλησίαζον εις την αγοράν οι τελευταίοι βαδίζοντες, οίτινες, φαίνεται, είχαν μείνει τελευταίοι επίτηδες, εβράδυνον έτι μάλλον το βήμα. Ο Λάμπρος, όστις υπώπτευε τους σκοπούς των, έστειλε δύο των στενωτέρων αυτώ να μεταβώσιν ουραγοί, όπως τους επιτηρώσιν. Αλλά μεθ’ όλην την επαγρύπνησιν ταύτην, εις την πρώτην καμπήν της οδού, πριν αρχίσωσι να κατέρχωνται το αντικρύζον την αγοράν μέγα λιθόστρωτον ανά δύο ανά τρεις οι τελευταίοι βαίνοντες, έμενον διά τινα αφορμήν οπίσω, έσκυφταν εις την πεζούλαν να δέσωσι τα λωρία των ή να ξεσκονίσωσι την περισκελίδα των, και είτα εξεκλέπτοντο, απεκόπτοντο από την διαδήλωσιν κι έφευγον δι’ άλλης οδού, μη θέλοντες να προβάλωσι κεκυρωμένοι οπαδοί του ενός κόμματος εις την αγοράν με όλην την μοναξίαν, ήτις επεκράτει εν ταύτη, μετά την αναχώρησιν των δυο διαδηλώσεων.
Απεσπάσθησαν ούτω πολλοί, σχεδόν οι ημίσεις των ανδρών. Όθεν, όταν η διαδήλωσις του Λάμπρου του Βατούλα έφθασεν εις την προκυμαίαν, έκαμεν εις όλους πενιχράν εντύπωσιν.
Εν τούτοις ο Λάμπρος εζήτησε να την αναζωπυρήσει διά του χορού και της μουσικής και οδηγών αυτός τον κάβο ήρχισε τον χορόν επί της πλατείας αποβάθρας και της προκυμαίας.
Μετά μίαν ώραν επέστρεψε και η δευτέρα διαδήλωσις και έστησε τον χορόν έξωθεν του μαγαζίου του Θόδωρου του Μοστροπούλου, υπέρ ποτε προθύμου και ενθουσιώσους οπαδού του κόμματος.
Προ της δύσεως δε του ηλίου, ο χορός εγενικεύθη καθ’ όλην την αγοράν, ώστε δεν υπήρχεν ανήρ ή παις, γερόντιον ή νεανίας, όστις να μη χορεύσει εκουσίως, ακουσίως, αυθορμήτως ή εντέχνως.
Τινές μάλιστα των γερόντων επέστρεψαν οίκαδε, βαδίζοντες «μπουντουβάρ μπενίμ, μπουντουβάρ σενίν», χάρις εις τας αφθόνους σπονδάς τας γενομένας προς τιμήν των κ.κ. Γεροντιάδου, Αλικιάδου, Χαρτουλαρίου και λοιπών. Και περί το μεσονύκτιον ακόμη, μετά τον πρώτον ύπνον, οι τοίχοι και τα πατώματα πάσης οικίας υφίσταντο τον αντίκτυπον του μανιώδους χορού της εσπέρας, χορεύοντες κατ’ αντανάκλασιν, ως να είχον συμπίει μετά των ιδιοκτητών των εκ του εκλογικού οίνου, του σπεισθέντος αναλώμασι των κ.κ. Γεροντιάδου, Αλικιάδου και συντροφίας.


Η΄

Ανέτειλε τέλος η ημέρα της εκλογής και το δημοτικόν σχολείον προς μεγίστην αγαλλίασιν των παιδίων, τα οποία εσχόλασαν ένεκα τούτου από της εσπέρας της Παρασκευής, είχε κοσμηθεί με δύο μικρά κιβώτια φέροντα πέντε κάλπας παμπαλαίας, βαναυσουργείς, μετ’ ακόμψων πιττακίων, φερόντων των υποψηφίων τα ονόματα. Ο κυρ-Αγγελής ο Μαλλίνης επερίμενεν ανυπομόνως την ημέραν ταύτην πότε να ανατείλει. Προ δέκα ετών ακόμη μετήρχετο ευδοκίμως τον δικολάβον, είχε δε υπηρετήσει και ως δημόσιος υπάλληλος. Αλλ’ έκτοτε η ανάδειξις νεωτέρων ανθρώπων, επιτρίπτων και παμπονήρων και η υπέρμετρος χρήσις του οίνου τον είχον καταστήσει απόμαχον. Από δεκαετίας δεν έκαμνε πλέον άλλο έργον, ειμή επερίμενε πότε να διαταχθώσιν εκλογαί δημοτικαί ή βουλευτικαί ή και των επαρχιακών συμβούλων, ή πότε να ενεργηθεί τοπική τις συμπληρωματική ή επαναληπτική εκλογή ένεκα θανάτου, παραιτήσεως ή ακυρώσεως, βέβαιος ων ότι η εφορευτική επιτροπή, εξ οιωνδήποτε και αν απετελείτο, αυτόν θα προσελάμβανεν ως γραμματέα. Είχεν αποκτήσει εις τούτο αδιαφιλονίκητον ειδικότητα και ήτο η μόνη ενασχόλησίς του. Ευτυχώς δεν είχε τέκνα, αυτός δε και η γραία του απέζων από τα τελευταία λείψανα των δανείων, τα οποία είχε λάβει επ’ υποθήκη τού αρτίως εκπλειστηριασθέντος ελαιώνος του ή από το αντίτιμον των δύο τελευταίων χωραφίων, τα οποία είχεν ο ίδιος πωλήσει. Τον παλαιόν καιρόν, ότε η εκλογή ήτο τετραήμερος, ήτο λίαν ευάρεστος δι’ αυτόν, διότι και καλύτερον μισθόν ελάμβανε και πλείονα δείπνα ειστιάτο υπό της φιλοτιμίας των υποψηφίων, αντιπροσώπων και λοιπών προσφερόμενα.
Αυτός και ο πρόεδρος της επιτροπής, ο γέρων αγωνιστής Νιαουστεύς, διηγούντο προς αλλήλους τας παλαιάς αναμνήσεις των εκλογών επί Όθωνος εξυμνούντες την επί της πρώτης βασιλείας ακμήν και ζωτικότητα, ταλανίζοντες την σημερινήν νάρκην και αηδίαν. Τον παλαιόν καιρόν αι εκλογαί εγίνοντο με όρεξιν, με πείσμα και με μυθιστορικάς πολλάκις περιπετείας.
Εις τας ημέρας του γέροντος προέδρου, ότε εις τας δημοτικάς εκλογάς εψηφοφόρουν οι μάλλον φορολογούμενοι, ήρκει να λάβει τις είκοσι πέντε ψήφους νοικοκυραίων διά να γίνει δήμαρχος· δεν εχρειάζετο, καθώς σήμερον, να ψηφίζωσιν όλοι οι παρακατινοί, όλοι οι εξωμερίτες, όλες οι τσοπανοφλοέρες. Και αν τυχόν ηπειλείτο ισοψηφία και χωρικός τις έχων ψήφον εδείκνυτο σκληροτράχηλος και δεν ήθελε να τα γυρίσει, τον έκλεπταν, τον ήρπαζον, τον απήγον, τον έκρυπτον εις ασφαλές μέρος, όπου έτρωγε και έπινεν εκτάκτως, παχυνόμενος επί τρεις ή τέσσαρας ημέρας, εωσότου παρέλθουν αι εκλογαί. Είτα τον άφηναν ελεύθερον. Ούτω πως εξησφαλίζετο η επιτυχία του δημάρχου, όν ήθελεν η τάξις των φρονίμων να εκλέξει. Εις τας βουλευτικας εκλογάς πάλιν, αν και εψηφοφόρουν πολλοί, το καλόν ήτο ότι δεν εχρειάζοντο σφαιρίδια, ίσχυον τα ψηφοδέλτια. Τοιαύτα μικρά δελτάρια χάρτου είς καλός γραμματεύς ηδύνατο να συντάξει πεντακόσια εις δύο ώρας. Επ’ αυτών έγραφε τα ονόματα των υποψηφίων, ούς ήθελε, χωρίς καν να ερωτήσει τον ψηφοφόρον τίνας επιθυμεί να εκλέξει. Και εις τον κατάλογον των ψηφοφορησάντων δεν ήτο ανάγκη να εγγράφονται πάντοτε ονόματα ζώντων. Διά της προσθήκης διακοσίων ή τριακοσίων ψηφοδελτίων επ’ ονόματι ισαρίθμων συχωρεμένων, ο δήμαρχος και η επιτροπή ηδύναντο να κεραυνοβολήσωσι τους αντιπάλους, πλάσσοντες αυτοί αντιπροσώπους ούς ήθελον. Εάν όμως οι αντίθετοι τους διέβαλλον επί κιβδηλεία και πλαστογραφία εύκολον ήτο να εξαφανίσωσι παν ίχνος, εισορμώντες διά του παραθύρου εις τον τόπον της εκλογής, κλέπτοντες διά της νυκτός την μοναδικήν και ευμετακόμιστον, με το χάρτινον φορτίον της, κάλπην και καταστρέφοντες αυτήν και το περιεχόμενον, συγχρόνως δε υπογράφοντες αναφοράν προς τον κύριον νομάρχην και παρακαλούντες αυτόν ευσεβάστως να διατάξει νέας εκλογάς, «επειδή οι αντίθετοι βλέποντες την αποτυχίαν των, εξηφάνισαν την κάλπην».
          Ο γέρων πρόεδρος υψηλός, ευθυτενής, ογδοηκοντούτης, πάσχων την όρασιν, αναμασών διά χιλιοστήν φοράν τας αναμνήσεις ταύτας, επλησίασε προς το κιβώτιον των καλπών κι έκυψε να ίδει αν αι κάλπαι ήσαν καλώς συνδεδεμέναι, αν η σιδηρά ράβδος είχε προσαρμοσθεί και σφραγισθεί καλώς. Δεν ήτο βέβαιος αν θα έβλεπε καλώς αυτός, ήθελε μόνον να τον ίδωσιν οι άλλοι ότι καλώς επιβλέπει. Αι πέντε κάλπαι συνδεδεμέναι όπως ήσαν διά του χονδρού σύρματος, αλλόκοτοι, ατερπείς, πένθιμοι κατά το ήμισυ, λευκαί και μαύραι, ωμοίαζον με πέντε καταδίκους του κατέργου, το ήμισυ της κεφαλής ξυραφισμένους, δέσμιους με την αυτήν άλυσιν, κύπτοντας επιπόνως, εκτελούντας την ημερησίαν αγγαρείαν εις τον ναύσταθμον. Ο γέρων πρόεδρος έκυψεν επί της μιας πλευράς του πλάτους του κιβωτίου και επί της άλλης κι εκοίταξε διά μακρών τας αρτίως επιτεθείσας σφραγίδας κι επί του στήθους του εκρότησαν ελαφρώς τα παράσημα. Έφερε το αριστείον του αγώνος αργυρούν και δύο αργυρούς σταυρούς του Σωτήρος. Είχε παρακαλέσει προ πολλού ένα συνηλικιώτην του αρχαίον ναυτικόν, όστις είχε ρίψει ολίγα τουφέκια υπό τον Καρατάσον και πολλές κανονιές υπό τον Κριεζήν και ήτο κάπως γνησιώτερος αγωνιστής από αυτόν, να τον απαλλάξει ενός σταυρού του Σωτήρος λέγων ότι, αφού κατά λάθος η κυβέρνησις τον ενεθυμήθη δις «ημπορούσε να τον φορεί αυτός και το ίδιον ήτο». Αλλ’ ο παράξενος γέρων του απήντησεν ότι δεν εξαναμωράθη ακόμη και «δεν του αρέσουν τα λιλιά». Το βέβαιον είναι ότι κατά τινα χύσιν παρασήμων, γενομένην ου προ πολλού, επ’ ευκαιρία δεν ενθυμούμαι ποίας εορτής, η Κυβέρνησις έστειλεν εις τον κύριον Νιαουστέα τον αργυρούν σταυρόν του Σωτήρος, τον οποίον ο γέρων είχεν από του 1883. Αλλ’ η πρώτη απονομή είχε λησμονηθεί μη τηρουμένων καταλόγων, ως φαίνεται. Έκπληκτος ο κ. Νιαουστεύς έλαβε το δώρον και δι’ αναφοράς παρεκάλεσε το υπουργείον να τον προβιβάσει, αν ευαρεστήται, εις τον χρυσούν σταυρόν. Αλλ’ ουκ ην φωνή, ουκ ην ακρόασις. Τότε ο Νιαουστεύς ηναγκάσθη ν’ αρκεσθεί εις τους δύο αργυρούς και εις πάσαν εορτήν, βασιλικήν ή θρησκευτικήν, τους εκρέμα επί του στήθους και τους δύο, σήμερον δε, ημέραν εκλογής, αφού μάλιστα ήτο και πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής, θέσις ήτις δεν του εφαίνετο μικροτέρα από την του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθήκον του ενόμισε να εμφανισθέι εις τον τόπον της εκλογής φορών τα παράσημά του.
Κατά την τοποθέτησιν των καλπών περί της αλφαβητικής τάξεως προκειμένου, ο ελληνοδιδάσκαλος Μυροκλείδης, μέλος της εφορευτικής επιτροπής, όχι διότι εμερολήπτει υπέρ του ενός κόμματος είτε υπέρ του άλλου, αλλ’ εξ ευσυνειδησίας διδασκαλικής, απήτει να τεθεί πρώτη η κάλπη του Αλικιάδου και δευτέρα η του Αβαρίδου λόγω ότι η ορθή γραφή του ονόματος είναι Αυαρίδης, διά διφθόγγου, το δε αλ προηγείται του αυ. Ισχυρίζετο δε ότι η παραγωγή της λέξεως δεν είναι εκ του αβαρία, καθόσον τότε θα ήτο Αβαριάδης, ούτε εκ του αβαρής δύναται να είναι, διότι δεν δύναται να φαντασθεί τις υποψήφιον βουλευτήν, όστις να μην έχει την απαιτουμένην βαρύτητα. Ο κ. Αβαρίδης μάλιστα δεν παρουσιάζετο πρώτην φοράν τώρα ως υποψήφιος ότε δεν εφαίνετο να έχει και πολλάς πιθανότητας επιτυχίας, αλλ’ είχεν εκλεγεί άλλοτε και διατελέσει δις βουλευτής. Την τελευταίαν φοράν μάλιστα, κάποιος εν Αθήναις, ιδών αυτόν μια των ημερών αναγινώσκοντα εν καφενείω τα πρακτικά της συνεδριάσεως της προτεραίας εν τη Νέα Εφημερίδι, τον ηρώτησεν αν δεν ήτο παρών εις την συνεδρίασιν. «Όχι, ήμουν» απήντησεν ο κ. Αβαρίδης «αλλά καλύτερα τα γράφει εδώ». Είναι αληθές ότι κατά την σύνοδον εκείνην, ως και καθ’ όλην την περίοδον, δεν είχε καλοχορτάσει τον ύπνον επί των εδωλίων της αιθούσης των συνεδριάσεων. Μόλις έκλειε τους οφθαλμούς, και γείτων συνάδελφος, λίαν υποχρεωτικός, πολιτικός φίλος, τον εξύπνα αποτόμως σείων αυτού τον βραχίονα και του εσύριζεν εις το ούς μίαν λέξιν πάντοτε: ναι ή όχι. Σχεδόν κάθε δέκα λεπτά εγίνετο ψηφοφορία. Κοπιωδεστάτη υπήρξεν η σύνοδος εκείνη. Τα νομοσχέδια επέπιπτον σωρηδόν ως βροχή, ως χάλαζα κι ετάραττον τον ύπνον του αγαθού επαρχιώτου. Μόλις απεκοιμάτο κι ετάραττον τον ύπνον του εμφανιζόμενα ως «αναβάται και τριστάται», ως άμαξαι τέθριπποι, ως στρατεύματα παρελαύνοντα εν ήχω σαλπίγγων, εν βοή και αλαλαγμώ. Φοβεράς αναμνήσεις του είχεν αφήσει όλη η σύνοδος εκείνη. Και τώρα, αν επαρουσιάζετο πάλιν κι εζήτει τας ψήφους των συμπολιτών του, αυτός δεν καλοήθελε, άλλοι τον είχαν παρακινήσει. Τοιαύτα τινά διηγείτο προχθές, όταν επεσκέφθη τον δήμον μετά των συνυποψηφίων του. Διά τούτο και ο ελληνοδιδάσκαλος Μυροκλείδης δεν ενόμιζεν ότι τον έβλαπτεν, αν μετέθετε δευτέραν την κάλπην του. Το όνομα είναι σύνθετον, είπεν, εκ του αύος-ξηρός και αρίς-το σκέλος. Αλλά και εκ του αμπάρι, Αμπαρίδης, αν είναι, και ο κάτοχος του ονόματος ηθέλησε να το εξελληνίσει κατά το έθος (καθ’ ον τρόπον ο ίδιος ο ελληνοδιδάσκαλος, έλεγεν, είχεν ένα μαθητήν, Μπογιατζήν καλούμενον, τον οποίον εξηυγένισεν εις Βοϊαζίδην), πάλιν το αλ προηγείται του αμ. Τοιαύτα τινά ισχυρίζετο ο διδάσκαλος. Ο πρόεδρος δε, ο γέρο-Νιαουστεύς, όστις εφρόνει τα των Χαλασοχώρηδων και ήτο ευνοϊκός προς τον Αλικιάδην και Καψιμαΐδην, χωρίς να εννοεί καλά-καλά τα διδασκαλικά επιχειρήματα, έσπευσε να τον δικαιώσει και ήτο έτοιμος να διατάξει όπως τεθεί πρώτη η κάλπη του Αλικιάδου, μεταβαλλομένης της ορθογραφίας του ονόματος του Αβαρίδου επί της πινακίδος της οικείας κάλπης. Ουδ’ εσυλλογίσθη μάλιστα ότι η αριθμητική τάξις των καλπών και η ορθογραφία των ονομάτων ήτο έργο διοικητικής αρχής και ότι, αν έπραττεν αυθαίρετόν τι η επιτροπή, λόγους μόνον ακυρότητος θα εδημιούργει και λαβήν προς ενστάσεις θα παρείχεν. Ο γέρο-Νιαουστεύς δεν εχώνευε τον Αβαρίδην, συνεπάθει δ’ εξόχως προς τον Αλικιάδην και Καψιμαΐδην. Τον δεύτερον μάλιστα εξετίμα πολύ και αν ήτο εις το χέρι του, θα ετοποθέτει πρώτην όχι την κάλπην του Αλικιάδου αλλά την του Καψιμαΐδου, τον οποίον είχεν επονομάσει τις «το άρτυμα της παρέας των υποψηφίων». Εβεβαίουν, όσοι τον είχαν πλησιάσει, ότι τα ενδύματά του ή ο ιδρώς του απέπνεον παχύ άρωμα αφρογάλακτος και βουτύρου.
Ήτο λίαν ευδόκιμος διοικητικός υπάλληλος και διωρίζετο κατ’ εκλογήν ιδίως εις τας βουτυροφόρους επαρχίας. Ίσως απέκτησε την οσμήν ταύτην εκ της πολυχρονίου αναστροφής μετά κτηνοτρόφων και τυροκόμων, των οποίων τα συμφέροντα μετά ζήλου επροστάτευε. Προ δύο ετών ακόμη, ότε ήτο διωρισμένος, είχε λάβει ποτέ ενός μηνός άδειαν όπως μεταβεί εις την πατρίδα του. Ο καπετάν-Νικολάκης, το Τρυποκαρύδι, όστις τον παρέλαβεν εις το κότερον από τινος παραλίας της Φθιώτιδος, τον είδε να μπαρκάρει φέροντα ολόκληρον δωδεκάδα δερματοτυρίων και δύο κολοσσιαίους πίθους βουτύρου. Ήρχετο εκ τινος πολυθρέμμονος επαρχίας και δεν είχε νομίσει αξιοπρεπές να υπάγει «με άδεια χέρια» εις την πατρίδα του. Ήτο λίαν καλοφορεμένος και σεβαστός κύριος και ο κυβερνήτης του κοτέρου τον έβλεπε διά πρώτην φοράν.
-         Κάνεις το εμπόριο των τυριών του λόγου σου; τον ηρώτησεν ο καπετάν-Νικολάκης, το Τρυποκαρύδι.
-         Όχι, είμαι έπαρχος, απήντησε μετά σοβαράς υπεροψίας ο κ. Καψιμαΐδης…
-         Α! κατάλαβα…
  Και δεν αντήλλαξαν πλέον λέξιν καθ’ όλον τον πλουν. Τούτον λοιπόν τον Καψιμαΐδην θα επεθύμει να βάλει πρώτον τη τάξει ο γέρο-Νιαουστεύς, ο και πρόεδρος, αντί του Αβαρίδου, αντί του Αλικιάδου αυτού. Αλλ’ η πλειονοψηφία της επιτροπής, ήτις ανήκε εις τους Ανδρογυνοχωρίστρες και υπεστήριζε τον Γεροντιάδην και Αβαρίδην, αντέστη, και ούτως έμεινε πρώτη η κάλπη του Αβαρίδου.
Θ΄

Έξω, ου μακράν του τόπου της εκλογής, τα πρακτορεία ειργάζοντο δραστηρίως. Το πρακτορείον των Χαλασοχώρηδων έκειτο απέναντι ακριβώς του δημοτικού σχολείου και η μία θύρα αντίκρυζε με την θύραν του σχολείου, η άλλη ήτο κρυφή. Διά της δευτέρας εισήρχοντο οι εκλογείς, επλησίαζον, οδηγούμενοι υπό του Λάμπρου εις γραφείον τι με καινουργή κάγκελλα, αχρωμάτιστα, έσωθεν των οποίων εκάθητο εν μέσω καταστίχων και πλησίον ημιανοίκτου συρταρίου ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος. Εκεί, οι εκλογείς ήκουον «τον κρυφό το λόγο», εφωδιάζοντο με δύο ή τρία «φυσέκια» και εξήρχοντο διά της άλλης θύρας, όπου ο Λάμπρος ο Βατούλας τους προέπεμπεν επιτηρών αυτούς, διά να βλέπει, αν θα μετέβαινον κατ’ ευθείαν εις τον τόπον της εκλογής. Οι πλείστοι, είτε διότι είχαν επισκεφθεί ήδη και το άλλο πρακτορείον, είτε διότι δεν τους επέτρεπεν η συνείδησίς των να λάβωσι και από τα δύο μέρη «κουκουλόσπορο», επήγαιναν κατ’ ευθείαν· μερικοί όμως, ενώ εκαμώνοντο ότι επερίμεναν να εύρουν σειράν διά να εισέλθουν, με τρόπον «το έστριβαν». Τότε ο Λάμπρος ο Βατούλας προσεποιείτο γενναιοτέραν αγανάκτησιν παρ’ όσην πράγματι ησθάνετο. Διότι δεν ήτο και πολύ ευχαριστημένος κατά την ημέραν εκείνην της εκλογής.
Τούτο δε, διότι οι ίδιοι άνθρωποι του κόμματός του τον είχον διαβάλει παρά τω Αλικιάδη και Καψιμαΐδη, ευρόντες λαβήν την φανεράν προσπάθειαν και τον ζήλον, όν εδείκνυεν ο Λάμπρος προς τον Χαρτουλάριον, προτιμών τούτον μάλλον ως βουλευτήν ή ενδυναμώνων, διά της προς αυτόν παρεχομένης ανωφελούς άλλως συνδρομής, τους Γεροντιάδην και Αβαρίδην. Όθεν οι δύο υποψήφιοι οι υποστηριζόμενοι υπό του κόμματος των Χαλασοχώρηδων, τείναντες το ούς εις τας διαβολάς ταύτας, απέσυραν από του Λάμπρου μέρος της προς αυτόν παρεχομένης εμπιστοσύνης και έδωκαν τα πιστά εις τον κυρ-Μανουήλον τον Στεριωμένον, εις χείρας τού οποίου ενεπιστεύθησαν και τα εκλογικά έξοδα.
Ήτο δε ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος «καλός νοικοκύρης», εμποροπαντοπώλης και κτηματίας και σύμβουλος του δήμου ισόβιος, τόσον, ώστε μίαν φοράν μόνον, ότε ήλθε δέκατος τέταρτος, ήτοι δεύτερος παραπληρωματικός, ο ίσκιος του ή η καλή του τύχη «εψωμόφαγε» μετ’ ολίγας εβδομάδας δύο των προ αυτού πλειοψηφησάντων και ούτως εισήλθεν εις το δημοτικόν συμβούλιον ως ενεργόν μέλος.
Ήτο δε άνθρωπος με επιρροήν, διότι ήξευρε να κάμνει «ευκολίας» εις τους χωρικούς. Μίαν οκάν αχύρου έδιδε τον χειμώνα εκ της προμηθείας του, μίαν οκάν κριθής ελάμβανε το θέρος εκ του αλωνίου. Είχεν όλας τας αρετάς του μύρμηγκος και υπερείχεν αυτού κατά μίαν, ότι ήτο δανειστής. Μίαν οκάν ελαίας έδιδε την μεγάλην τεσσαρακοστήν εις πτωχήν χήραν, μίαν οκάν έλαιον ελάμβανε το φθινόπωρον εις την αποθήκην, όπου είχεν αραδιασμένας περί τας δύο δωδεκάδας μεγάλους πίθους κτιστούς, ασβεστωμένους και χωμένους εις την γην. Περίεργον δε ότι, ενώ τα σταθμά του μαγαζίου του ήσαν όχι λιποβαρέστερα ή των άλλων παντοπωλών, τα μέτρα της αποθήκης του εφημίζοντο ως σωστά και μάλιστα ως πρόσβαρα.
  Δι’ όλων αυτών των μέσων, ως και διά τινων χρηματικών δανείων, τα οποία εδάνειζεν εις τους χωρικούς «το διάφορο κεφάλι», είχεν αποκτήσει ου μικράν περιουσίαν, δημοπρατήσας τας οικίας ή τας αμπέλους χωρικών τινων, οίτινες ουδ’ έλειψαν έκτοτε από πλησίον του, ούτε έχθραν ή μνησικακίαν εφαίνοντο τρέφοντες προς αυτόν, αλλά τουναντίον μάλιστα εφαίνοντο ως να του ήσαν υπόχρεοι. Τούτο δε, διότι εις τα χωρία και εις τας μικράς πόλεις οι πτωχοί άνθρωποι δεν έχουσι κανέν μέσον πώς να γλυτώσουν από τας χείρας των μικρεμπόρων, των μικροκεφαλαιούχων και των δικολάβων. Αυτοί οι τύραννοί των είναι και οι προστάται των. Ο ίδιος, όστις επώλησε χθες τον βουν ή τον αγρόν του δείνος γεωργού, ο ίδιος θα δανείσει αύριον τον αυτόν γεωργόν ή θα τον πιστώσει, επιφυλαττόμενος μετ’ ου πολύ να του πωλήσει την οικίαν ή την άμπελον. Και μετά τινα χρόνον, ότε δεν θα έχει πλέον ούτε αγρόν, ούτε βουν, ούτε άμπελον, ούτε οικίαν, αυτός πάλιν ο τύραννος, αυτός ο προστάτης θα τον μισθώσει, όπως καλλιεργεί αντί ευτελούς αμοιβής τον κατεσχημένον, τον πρώην ιδικόν του αγρόν ή άμπελον. Και ούτω αληθεύει κοινή τις παροιμία λεγομένη περί της λάσπης, εις την οποίαν, όσον προσπαθεί ν’ απαλλαγεί τις, τόσον βαθύτερα χώνεται, ή περί της ψώρας, ήτις όσον μοχθεί να την εξαλείψει τις, τόσον πληθύνεται. Το αυτό και χειρότερον συμβαίνει, αν ο χωρικός εδοκίμαζεν εις το ήμισυ της οδού να απαλλαχθεί του πρώτου καλοθελητού, ορφανευμένος από τον βουν και τον αγρόν, σώζων την οικίαν και άμπελον. Θα αντικαθίστα απλώς τον καλοθελητήν, θα ήλλαζε προστάτην και τύραννον αλλά δεν θα εγλύτωνεν ούτε την άμπελον ούτε την οικίαν. Ο νέος καλοθελητής θα εφήρμοζεν απλώς το αυτό σύστημα με την επί το χείρον διαφοράν προς ζημίαν του χωρικού, ότι θα ησθάνετο ολιγώτερον προς αυτόν οίκτον. Τρίτος τρόπος θα ήτο να καταφύγει ο χωρικός εγκαίρως προς τον δικολάβον. Αλλ’ ο δικολάβος είναι το χείριστον κακόν. Θα εδίδασκε τον χωρικόν την στρεψοδικίαν και το ψεύδος, θα τον έπειθε να ψευδορκήσει, θα του μετέδιδε τα πρώτα σπέρματα της δικομανίας και της φυγοπονίας και θα του έτρωγεν επίσης τον βουν, τον αγρόν ή την οικίαν και την άμπελον.
Εις τούτον λοιπόν τον κυρ-Μανουήλον τον Στεριωμένον είχαν δώσει πάσαν εμπιστοσύνην ο Αλικιάδης και ο Καψιμαΐδης, παραγκωνίσαντες τον Λάμπρον Βατούλαν, όστις, πλην του πλεονεκτήματος των πλησίον του Γιαννάκου του Χαρτουλαρίου εκδηλώσεών του, εζήτησε να παρηγορηθεί κατ’ άλλον τρόπον και εκ του μέρους τούτου. Την ημέραν της εκλογής, παρουσιαζόμενος κάθε τέταρτον, κάθε είκοσι λεπτά εις το πρακτορείον, εισερχόμενος, εξερχόμενος, δρομαίος, πολύφροντις, σπογγίζων επί του μετώπου τον ιδρώτα με λευκόν λινομέταξον μανδήλιον, εισέβαλλεν οπίσω από τα κάγκελλα, διέκοπτεν αποτόμως πάσαν συνεννόησιν ή διαπραγμάτευσιν του Στεριωμένου μετά ψηφοφόρων ή ψηφοθηρών, έκυπτεν εις το ους του, του ωμίλει και εις απάντησιν ο κυρ-Μανουήλος πότε μορφάζων, πότε στενάζων, πάντοτε σκυθρωπός, τού έθετεν εις την παλάμην άλλοτε έν, άλλοτε δύο δεκάρικα, δύο ή τρία φυσέκια χαλκίνων κερμάτων και ο Λάμπρος επί ατμού αμέσως έφευγεν, ετρέπετο δεξιά ή αριστερά προς τον δρόμον της συνοικίας, διά να επανέλθει και πάλιν μετά είκοσι λεπτά ή ημισείαν ώραν. Ιδού τι συνέβαινεν. Ο Λάμπρος την ημέραν εκείνην είχε βάλει εις πράξιν την μέθοδον «των κρυφών εκλογέων». Διηγείτο εκάστοτε εις τον κυρ-Μανουήλον τον Στεριωμένον ότι είχε δύο εκλογείς, δύο σίγουρους ψήφους, κρυφούς, οι οποίοι ως νοικοκυραίοι άνθρωποι, βλέπεις, πτωχοί και υπερήφανοι εσυστέλλοντο να παρουσιασθώσι φανερά εις το «πρακτορείον» διά να πάρουν λεπτά. Ο κυρ-Μανουήλος προσεποιείτο ότι τον επίστευε· δεν ηδύνατο ν’ αρνηθεί απολύτως την πληρωμήν, καθόσον δεν είχεν οδηγίας να φθάσει έως εκεί από τον Αλικιάδην και τον Καψιμαΐδην.
Εφρόντιζε μόνον ως καλός διαχειριστής και ως καλύτερος έμπορος «να κόφτει» κάτι τι από τας απαιτήσεις του Λάμπρου. Εάν εκείνος εζήτει εικοσιπεντάρικον, ο κυρ-Μανουήλος έδιδεν έν δεκάρικον και δύο φυσέκια των τεσσάρων δραχμών· εάν του εζήτει δύο δεκάρικα, έδιδε δύο πεντάρικα και έν φυσέκιον μ’ εξήντα πεντάρες. Ο Λάμπρος εγόγγυζεν εκάστοτε λέγων ότι «δεν θα ταιριασθούν οι άνθρωποι με τόσα», ο δε Μανουήλος εμορμύριζεν εν σπουδή:«Κοίταξε να τους καταφέρεις, δεν έχουμε πολλά λεπτά». Και ο Βατούλας ελάμβανε τα χρήματα κι εκινείτο να εξέλθει.
Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος τον εκράτει τότε και απήτει να του είπει τουλάχιστον τα ονόματα των «κρυφών εκλογέων», διά να τα σημειώσει εις το κατάστιχον, αλλ’ ο Λάμπρος διεμαρτύρετο με τόνους αισθηματικούς, πρόθυμος να κοκκινίσει αυτός, διά να παράσχει δείγμα του πώς θα εκοκκίνιζαν οι πελάται του κι έλεγε: «δεν κάνει να εκθέσουμε τους ανθρώπους· τότε καλύτερα να λείπει»! Κι ενώ αι χείρες αι κρατούσαι τα χαρτονομίσματα και τας δεσμίδας των κερμάτων ετείνοντο μακραί προς στιγμήν, ως διά να επιστρέψωσι τα χρήματα εις το γραφείον του Μανουήλου, με βλέμμα εναγωνίου προσδοκίας παρακολουθούντος την κίνησιν, αίφνης αι χείρες αύται εχώνοντο βραχείαι εις τα θυλάκια της ιδίας περισκελίδος του, αποθέτουσαι τα χρήματα εκεί.
Το πρακτορείον του άλλου κόμματος έκειτο επίσης ουχί μακράν του σχολείου, αλλ’ όπισθεν, εις ολιγώτερον κεντρικόν μέρος και η θύρα του δεν αντίκρυζε τον τόπον της εκλογής. Όθεν, επειδή ήτο δύσκολον απ’ αυτού του πρακτορείου να επιτηρώσι τους ψηφοφόρους, όσοι εξερχόμενοι μετέβαινον εις τον τόπον της εκλογής ίνα ψηφοφορήσωσιν, ο Μανόλης ο Πολύχρονος ένευε συνήθως εις δύο ή τρεις των στενωτέρων φίλων να τους συνοδεύωσιν, ενίοτε δε και αυτός ο ίδιος τους προέπεμπεν εις τας κάλπας. Ήτο δε λεπτόν και ακανθώδες το πράγμα. Ο συνοδεύων ώφειλε να μη δεικνύει ότι συνοδεύει. Ώφειλε να τους εμβιβάζει με τρόπον εις τον τόπον της εκλογής, χωρίς να κάμνει ότι αυτός τάχα τους ωδήγησε και τους προέπεμψεν όπως ψηφοφορήσωσιν. Οι εντροπαλώτεροι των εκλογέων, σχεδόν όλοι, με όλην την μέθην ήν είχον τινές αυτών, εστενοχωρούντο και διεμαρτύροντο λέγοντες ότι «τι; πρόβατα είμαστε, να μας πάν’ έτσι;». Εν τοσούτω ενομίζετο επάναγκες να τους επιτηρώσιν. Οι πονηρότεροι των ψηφοφόρων μη απαξιούντες να λάβωσι «βαμβακόσπορον» και από τα δύο κόμματα έβαινον μετά της υστεροβουλίας, όπως επισκεφθώσι και το άλλο πρακτορείον, το οποίον έκειτο κατέμπροσθεν του εκλογικού τμήματος. Τινές δε, αν και δεν το επεθύμουν χάριν του διπλού χορηγήματος, αλλ’ εφοβούντο τα μίση και τους κατατρεγμούς, και δεν ήθελον να εκτεθώσι και απέναντι του κόμματος των Χαλασοχώρηδων. Ολίγοι μόνον εκλογείς εφόρουν φανερά το σημείον του κόμματος, άσπρην κορδέλλαν ως Χαλασοχώρηδες ή κοκκίνην ως Ανδρογυνοχωρίστρες. Πολλοί δε, αν και εβιάζοντο υπό των κομματαρχών των δύο μερίδων να φορέσωσιν εις απόκεντρον μέρος το λευκόν ή ερυθρόν σήμα, ευθύς ως επρόβαλλαν εις την αγοράν, το απέσπων από της κομβιοδόχης των και το έκρυπταν εις το θυλάκιον.
Ο «βαμβακόσπορος», τον οποίον έδιδαν τα δύο κόμματα εις τους ψηφοφόρους, ανεβοκατέβαινεν από δύο φυσέκια έως τέσσαρα και πέντε ή από μίαν σιχνάτσα έως τρεις και τέσσαρας. Είχαν φέρει επί κραβάτου και τον γερο-Κώσταν τον Γιουλάρην, δυστυχή παραλυτικόν, ίνα ψηφοφορήσει υπέρ των Χαλασοχώρηδων. Αλλοκότως δε πένθιμον ήτο το θέαμα του ταλαιπώρου πρεσβύτου, βασταζομένου επί φορείου υπό  τριών ρωμαλέων ανδρών, εισκομιζομένου εις τον τόπον της εκλογής, περιαγομένου έμπροσθεν των καλπών, μετά κόπου κινούντος τον βραχίονα και ρίπτοντος εις το «σκασμένον» στόμιον τα σφαιρίδια. Είχαν φέρει από τα Καλύβια και τον μπαρμπα-Γιώργην τον Ξοπούλην, αγροίκον, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε καταβεί εικοσάκις εις την πόλιν και τούτο μόνον εν καιρώ εκλογών. Του είχον τάξει ζεύγος τσαρουχίων και μίαν τραγόκαπαν και ούτως επείσθη να έλθει. Κατήλθε περί την μεσημβρίαν με όλον το αιπόλιόν του, μη εμπιστευόμενος να το αφήσει προς ώραν εις την φροντίδα άλλου βοσκού. Έφερε τας αίγας του έως εις τα πρόθυρα του σχολείου, εισήχθη εις το πρακτορείον των Χαλασοχώρηδων, είτα ευθύς μετέβη εις τον τόπον της εκλογής κρατών και την πήραν του ανηρτημένην υπο την αριστεράν μασχάλην, μόλις πεισθείς ν’ αφήσει την μαγκούραν του έξω της θύρας. Εισήλθεν, εχαιρέτησε την επιτροπήν και τους παρεστώτας, ειπών «γεια σας». Εψηφοφόρησεν, εξήλθεν αμέσως και συρίξας συνήγαγε το αιπόλιόν του και απήλθεν εν βοή και κωδωνισμώ.
Οι Ανδρογυνοχωρίστρες έδωκαν αντί χαρτονομίσματος εξώφυλλα σιγαροχάρτου επίχρυσα και κυανίζοντα εις τον Γιάννην Ψειροκόνιδαν, βλάκα εκ γενετής, ον από εβδομάδος δεν έπαυσαν εμπράκτως να διδάσκωσιν όπως μάθει να διακρίνει το λευκόν και το μέλαν της κάλπης, αποστηθίσει δε και των υποψηφίων τα ονόματα. Έδωκαν προσέτι τρία παλαιά σβάντζικα αυστριακά εις τον μαστρο-Δημητρόν τον Λογαριασμόν, όστις δεν είχε μάθει ν’ αναγνωρίζει άλλο νόμισμα, όπως ψηφοφορήσει υπέρ των ιδικών των. Είχε προσαχθεί το πρωί φορών την κοκκίνην σκούφιαν του «αποκαής» ακόμη από την εσπερινήν κραιπάλην και δεν εχρειάσθη περισσότερον από δύο μαστίχας διά να μεθύσει εντελώς. Τον είχε προσαγάγει, μέγαν επιδεικνύων ζήλον, ως νεοφώτιστος υπέρ του κόμματος, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και οδηγών αυτόν τον επαρουσίασεν εις τον Μανόλην. Δεν ετύχομεν ευκαιρίας να είπωμεν ότι οι δύο εμπιστευμένοι φίλοι, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο Γιάννης της Κ’σάφους, τα είχαν γυρίσει εν τω μεταξύ αμφότεροι. Τώρα ο Γιάννης ήτο υπέρ των Χαλασοχώρηδων, διότι είχεν εύρει εκεί, φαίνεται, το συμφέρον του, ο δε Κωνσταντής είχε μεταστεί προς τους Ανδρογυνοχωρίστρες απλώς διότι τα είχε γυρίσει ο Γιάννης. Ούτω καθίστατο προβληματικόν του λοιπού και το σπουδαίον στοίχημα, το οποίον τους ηνάγκασε να στοιχηματίσωσιν ο Μανόλης ο Πολύχρονος, καθ’ α ιστορήσαμεν εν τη εισαγωγή της παρούσης πραγματείας.
Περί την μεσημβρίαν δε ήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μόσκοβος, παλαιός ναυτικός, μικρόσωμος, ταχέως και δυσκρινώς ομιλών, ψημένος από την θαλασσίαν άλμην, μελαψοκοκκινισμένος από τας τρικυμίας του πελάγους, φέρων δύο τολύπας πυρόφαια μαλλία περί τους κροτάφους και δύο στοίβας χονδρών και ακανθωδών τριχών περί τας γνάθους. Εξελθόντα του πρακτορείου, ο Μανόλης ο Πολύχρονος έκαμεν απόπειραν να τον συνοδεύσει μέχρι του τόπου της εκλογής, προσπαθών ν’ αρχίσει μετ’ αυτού ομιλίαν επί τετριμμένου θέματος·
-         Ε! πώς τα βλέπεις τα πράματα, μπαρμπα-Στεφανή;
-         Πώς θέλεις να τα βλέπω, εμορμύρισε δυσφορών ο παλαιός θαλασσινός.
-         Απ’ το άλλο κόμμα σκύλιασαν… Δεν είδες τι πηλάλα την έχουν;
-         Ας πα να σκυλιάσουν όλοι, έγρυξεν ο μπαρμπα-Στεφανής.
-         Εγώ λέω θα τους ρίξουμε κάτω, επανέλαβε, κατά βήμα παρακολουθών αυτόν βαδίζοντα, ο Μανόλης.
Αίφνης στραφείς προς αυτόν ο μπαρμπα-Στεφανής·
-    Για να σου πω, κυρ-Μανόλη, του είπε με την ραγδαίαν και όχι πολύ καθαρεύουσαν προφοράν του· μη θαρρείς πως είμαι βολικό πράμα, για να με μπαρκάρεις εσύ στο σκολειό μέσα;… Εμένα εύκολα δε με τσουρμάρεις…οι άνθρωποι δεν είναι μπαούλα για να τους μπατάρετε σεις όπως θέλετε, μπάτει από δω, μπάτει από κει…μη σας χρειάζεται ακόμα κανένας κάβος, καμμιά γούμενα, για να μας δέσετε, μη μπας και σας σκαπουλάρουμε;…τίποτες αμπάσες μούδες μη θέλετε, για να μας αρμενίζετε πρύμα; Καλούμα από δω, όρτσα από κει, φούντα εκεί! Εμένα, για να σου πω, εύκολα-εύκολα δεν μπορείς να με σκαντζάρεις με το μυαλό το δικό σου. Ίσα τρίγκο, ίσα παρουκέτο, μάινα μπαμπαφίγκο! Για καμμιά τσομπανοφλοέρα μ’ επήρες και μου κόλλησες στα νερά, σαν να σου κατέβηκε να σου τραβήξω γιουντέκι ή ν’ αρμενίσουμε κουσέρβα; Αβάρα! Σία! Ανοιχτά!
   Ο Μανόλης δεν ηδυνήθη να μη γελάσει κι έσπευσε να απαλλάξει τον μπαρμπα-Στεφανήν της φορτικής συνοδείας του.     



Ι΄

 Ήτο δειλινόν ήδη και το πολύ των επιδημούντων εκλογέων είχε ψηφίσει από πρωίας αγεληδόν. Εις τον μέγαν κήπον του κυρ-Χαράλαμπου του Νιανιού, παρά την κεντρικήν στέρναν και το μαγγανοπήγαδον, υπό τρία με συμπεπλεγμένους τους κλώνους μεγάλα δένδρα, βερικοκκιάν και συκήν και απιδέαν, είχον στρωθεί από της μεσημβρίας ο Γιαννιός ο Κάβουρας, ο Δημήτρης ο Ζάβαλος, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος, ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος. Καίτοι διαφόρων ηλικιών κι επαγγελμάτων, ήσαν και οι πέντε μερακλήδες και το είχαν στρώσει εκεί, ουδ’ είχαν σκοπόν να υπάγουν να ψηφοφορήσωσιν. Ήθελαν να επιβάλουν τους όρους των και εις τα δύο διαμαχόμενα μέρη. Ο κήπος ήτο ως αδέσποτος την ημέραν εκείνην, η δε γραία Νιανίτσα, η σύζυγος του ιδιοκτήτου, περιφερομένη από αυλακιάς εις αυλακιάν, μύωψ ούσα, έκοπτε κολόκυνθον αντί σικυού και μελιτζάναν αντί τομάτας. Ο κηπουρός, ο μπαρμπα-Νικόλας ο Χλώρης, από τεσσαρακονταετίας δεν είχε παύσει να καλλιεργεί τον κήπον, αλλ’ ενώ όλον τον χρόνον τα είχε καλά με τον ιδιοκτήτην, τον κυρ-Χαράλαμπον, εις τας παραμονάς πάσης εκλογής εμάλλωναν κι εγίνοντο από δυο χωριά. Εις τα πολιτικά ο κυρ-Χαράλαμπος εχώνετο έως τις μασχάλες, ο μπαρμπα-Νικόλας έως τον λαιμόν. Αλλ’ από τεσσαράκοντα ετών δεν συνέπεσε ποτέ να είναι οι δύο με το αυτό κόμμα. Περί του κυρ-Χαράλαμπου υπήρχε ένα παλαιόν δημώδες δίστιχον, το εξής·
Σκόρδα, πράσα και ρεπάνια και ακόμα κάτι τι
ο Νιανιός θα θυσιάσει για να βγάλει βουλευτή.
  Εις τας παραμονάς δε εκάστης εκλογής, εάν ο ιδιοκτήτης ηρώτα απλώς τον μπαρμπα-Νικόλαν αν την φοράν ταύτην θα είναι με το αυτό κόμμα, ο γέρων κηπουρός εφουρκίζετο τόσον, ώστε άφηνε τον κήπον έρημον και έφευγεν, εωσού μετά τας εκλογάς επήρχετο η συνδιαλλαγή και η επάνοδος εις τον κήπον. Δις ή τρις ο κυρ-Χαράλαμπος είχεν αποπειραθεί ν’ αντικαταστήσει τον κηπουρόν, αλλά μόνον διά ν’ αποδειχθεί ότι ούτε αυτός και ο κήπος του ημπορούσαν να κάμουν χωρίς τον μπαρμπα-Νικολόν, ούτε ούτος χωρίς τον κυρ-Χαράλαμπον και τον κήπον του.
Την εξαιρετικήν ταύτην κατάστασιν επωφελούμενοι οι πέντε εγκάρδιοι φίλοι έκοπτον μόνοι των, χωρίς να κρατώσι λογαριασμόν, όσα αγγούρια ήθελαν, είχαν δε αδειάσει ήδη ολόκληρον δαμιτζάναν του αντικρινού καπηλείου ως μόνον πρόγευμα έχοντες χλωρές πιπεριές και τομάτες με άλας. Μικρόν μετά την μεσημβρίαν έφθασε μέγα πήλινον γιουβέτσι, με χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο και κοιλίτσες και καρδιές μετά παχείας βορβορόχρου σάλτσας. Εκ της αφορμής ταύτης απεδείχθη ότι καλώς είχε προβλέψει ο κάπηλος φροντίσας να γεμίσει εκ νέου την κενωθείσαν δαμιτζάναν. Ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής ήτο εν ευθυμία και μετά μικρόν ήρχισε να τραγουδεί τα οικεία αυτώ παλαιά μερακλίδικα τραγούδια·
Απ’ τα πολλά μου βάσανα κι απ’ τα πολλά μου πάθη
                                                                 σ’ ένα δενδρί ακούμπησα κι εκείνο εμαράθη.
  Και πάλιν:
Όλοι κακό μου θέλουνε, οι πέτρες και τα ξύλα,
    σαν ακουμπήσω σε δενδρί, μαραίνονται τα φύλλα.
  Οι άλλοι συνωμίλουν με σχήματα και μεταφοράς, όπως συνήθιζαν, με κολοβάς φράσεις, με ατελείς προτάσεις. Εν τη συνδιαλέξει των διεκρίνοντο ολίγαι τινές οιονεί συνθηματικαί λέξεις υπό εκφραστικών χειρονομιών συνοδευόμεναι, πάντοτε ποικίλλουσαι και πάντοτε αυταί·
-         Ψιλούρα, ε, Γιαννιό;
-         Βαμβακόσπορος, αν αγαπάτε…
-         Χωρίς πεκούνια δεν κάνουμε τίποτε.
-         Ας φέξει!
-         Χρειάζεται και λιγάκι βοτάνι.
-         Τραβούμε, τραβούμε σφλόμο, μα λιανά τίποτα.
-         Τι λες και συ, Άγγουρε;…που να ρημάξει το κεφάλι σου!
-         Χωρίς ρηγάλα δεν κάνουμε τίποτα.
-         Θέλουμε και προικιά.
-         Το τράχωμα, που λένε.
-         Ημείς καλαμαράδες δεν είμαστε, να παίρνουμε λουφέ… Κανένα μεγάλο συφέρο δεν έχουμε. Ας βγάλουν τις μαύρες…
-         Μη μπας και θα με διορίσει εμένα σε θέση ο Καψιμαΐδης, πώς τον λένε, κι ο Αλικιάδης τους;
-         Ή ο Αβαρίδης κι ο Γεροντιάδης;
Έως εδώ ήτο η συνομιλία των πέντε εγκαρδιακών φίλων, όταν εισήλθε διά τρίτην φοράν ήδη ο Μανόλης ο Πολύχρονος. Εχαιρέτησε την παρέαν, εστάθη ολίγον παράμερα υπό την σκιάν δένδρου και καλέσας διά νευμάτων τον μπαρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Γιαννιόν τον Κάβουραν, ήρχισε να ομιλεί διά μακρών ζωηρώς και με πολλάς χειρονομίας προς αυτούς. Εκείνοι επανειλημμένως ανένευαν. Ο Μανόλης έσεισε την κεφαλήν και απεμακρύνθη βραδέως υποσχόμενος ότι θα επανέλθει.
  Μόλις είχεν εξέλθει ούτος κι επαρουσιάσθη ο Λάμπρος ο Βατούλας. Εκάλεσε και ούτος τον μπαρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Δημήτρην τον Ζάβαλον και ήρχισε να τους ομιλεί. Αλλά μετά πολλάς προσπαθείας απήλθεν άπρακτος.
  Ο μπαρμπα-Γιώργος επανελθών προς τους ιδικούς του, ανεκοίνωσεν αυτοίς τας προτάσεις αμφοτέρων των ψηφοκαπήλων. Εκείνοι επεδοκίμασαν την απάντησιν, ην είχε δώσει ο γερο-Απίκραντος.
 - Ό,τ’ κάμ’ς, μπαρμπα-Γιώργη, καλά καμωμένα, είπε και ο Κώστας ο Άγγουρος.
  Όσον διά τον γερο-Λευθέρην τον Κουσερήν, ούτος δεν έπαυσε να τραγουδεί τα παλαιά μερακλίδικα τραγούδια του.
Ιδού εν ολίγοις περί τίνος επρόκειτο. Η πεντακέφαλος εύθυμος παρέα επείθετο να ψηφοφορήσει μονοκούκι υπέρ του ενός κόμματος ή υπέρ του άλλου αντί προκαταβολής 210 δραχμών εις μετρητά, ενός γιουβετσίου, δύο γαλονίων οίνου και ενός παγουρίου ρακής, ως και ζεύγους τσαρουχίων περιπλέον διά τον Κώσταν τον Άγγουρον, όστις είχε λειώσει πολλά ζευγάρια τσαρούχια να τρέχει πότε για τον ένα, πότε για τον άλλον, καθώς εκαυχάτο ο ίδιος.
Τας 210 ταύτας δραχμάς θα διεμοιράζοντο ως εξής: θα ελάμβανον ανά 50 δραχμάς οι τέσσαρες και θα έδιδαν τας λοιπάς 10, ως και τα τσαρούχια, εις τον Κώσταν τον Άγγουρον. «Τόσα άξιζε, δεν άξιζε παραπάνω», εβεβαίου ο μπαρμπα-Γιώργης.
Την απαίτησιν ταύτην διεβίβασεν από της πρωίας ο γερο-Απίκραντος και εις τα δύο κόμματα. Κατόπιν όμως, μέχρι της μεσημβρίας, μετά πολλάς διαπραγματεύσεις, είχαν καταβεί εις δραχμάς 170 μετρητάς, έν γιουβέτσιον, δύο γαλόνια οίνου και ζεύγος τσαρουχίων διά τον Άγγουρον, παραιτηθέντες του παγουρίου της ρακής.
Βραδύτερον, περί την δείλην, κατέβησαν ακόμη εις δραχμάς 150 και ζεύγος τσαρουχίων, παραιτηθέντες του γιουβετσίου και του οίνου. Θα ελάμβανον ανά 35 δραχμάς οι τέσσαρες και 10 δραχμάς πάντοτε ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος πλέον του ζεύγους των τσαρουχίων. Επί παρουσία του Κώστα οι τέσσαρες εταίροι εφυλάττοντο καλώς ν’ αναφέρωσι το ποσόν.
Ούτος καμαρώνων ήδη νοερώς τα καινουργή τσαρούχια υπέθετεν ότι εζήτουν απλώς δύο εικοσιπεντάδραχμα, όπως πεισθώσι να δώσωσι ψήφον.
Εκατόν δέκα δραχμάς τοις είχε προτείνει ο Μανόλης ο Πολύχρονος, εκατό είκοσιν ο Λάμπρος ο Βατούλας. Αλλά δεν εννόουν να καταβούν παρακάτω από τας 150.
Εν τούτοις η ώρα παρήρχετο, ήτο ήδη οψία δείλη. Ο ήλιος εχαμήλωνεν.
Από μιας ώρας δεν είχε παρουσιασθεί εις την θύραν του περιβόλου κανείς απεσταλμένος ούτε του ενός ούτε του άλλου κόμματος. Οιονεί διά σιωπηλής συμφωνίας τους άφησαν να παραδοθώσι διά της ολιγωρίας και δι’ αναγκαστικής απραξίας.
Τέλος, περί την έκτην ώραν, όταν ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, εφάνη εισελθών και βαίνων δρομαίως προς την στέρναν εγγύς της οποίας το είχαν στρωμένον οι πέντε φίλοι, εξ ων ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Άγγουρος είχαν αποκοιμηθεί επί της παχείας φυλλάδος, ήτις τους είχε χρησιμεύσει ως τάπης και ως τράπεζα, ενώ οι λοιποί τρεις ησχολούντο περιτρώγοντες τα τελευταία λείψανα του συμποσίου και παρηγορούμενοι διά της φλάσκας, της επτάκις γεμισθείσης ήδη από της δαμιτζάνας του γείτονος καπήλου, εφάνη, λέγω, βαίνων προς την στέρναν ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, αυτοπροσώπως.
Φαίνεται ότι μετά τας πολλάς ανωφελείς αποπείρας τας γενομένας διά του Λάμπρου του Βατούλα ηθέλησε ο ίδιος να πραγματευθεί προς τους πέντε συνωμότας. Επλησίασεν. Ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος και ο Δημήτρης ο Ζάβαλος εσηκώθησαν και μετέβησαν όπισθεν του μαγγανοπηγάδου, όπου τους ένευσε να τον ακολουθήσωσι.
Κατόπιν τούτων, απρόσκλητος ηκολούθησε και ο Γιαννιός ο Κάβουρας. Όσον διά τον γερο-Κουσερήν και τον Άγγουρον, ούτοι εξηκολούθησαν να κοιμώνται πλησίον αλλήλων, εναμίλλως ρέγχοντες.
Την ιδίαν στιγμήν, εις εκατόν πεντήκοντα βημάτων απόστασιν, όπισθεν της λιθίνης αιμασιάς και του επιστέφοντος αυτήν από τρικοκκιές φράκτου, εφάνη προκύψασα η κεφαλή του Μανόλη του Πολύχρονου.
Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος ωμίλει ταπεινή τη φωνή και μετά χειρονομιών προς τους τρεις φίλους. Ο Μανόλης ο Πολύχρονος μετά συντόνου προσοχής κατασκοπεύων όπισθεν του φράκτου, αδύνατον ήτο ν’ ακούσει λέξιν αλλ’ εννόει πολύ καλά τι ελέγετο εκεί, παρά το μαγγανοπήγαδον.
Ο γερο-Απίκραντος απήντα εκάστοτε εις τας προτάσεις του κυρ-Μανουήλου τείνων λίαν εκφραστικώς τας χείρας. Οι άλλοι έσειον τους ώμους.
Ο κυρ-Μανουήλος εφαίνετο ανυπόμονος και ομιλών άμα, έκαμνε βραχείς περιπάτους περί το μαγγανοπήγαδον. Δύο ή τρεις φοράς έβγαλεν από την τσέπην του γελέκου το ωρολόγιόν του, το εκοίταξε κι εφαίνετο λέγων προς τους τρεις εταίρους ότι η ώρα περνά και ότι πρέπει να σπεύσωσι.
Τέλος, αφού περιέφερε βλέμμα εις τους τέσσαρας φράκτας και εις τας τέσσαρας γωνίας του κήπου, εστράφη προς το μαγγανοπήγαδον, έβγαλεν από την εσωτερικήν τσέπην του επενδύτου μικρόν φάκελλον και τον ενεχείρισεν εις τον μπαρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον.
Ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος έλαβε τον μικρόν φάκελλον και στραφείς προς τους συντρόφους του, ήρχισε να διερευνά το περιεχόμενον.
Ο κυρ-Μανουήλος, αφού είπεν ολίγας τεελυταίας λέξεις, εστάθη ολίγον τι παράμερα και εφαίνετο περιμένων. Ο Ζάβαλος και ο Κάβουρας αφού εξήλεγξαν το περιεχόμενον του φακέλλου, έτρεξαν προς την στέρναν υπό τα μεγάλα δένδρα, όπου εκοιμώντο οι δύο σύντροφοί των.
  Έκυψαν, έσεισαν τους ώμους των και τους εξύπνησαν.
Ο Κώστας ο Άγγουρος, μόλις εξυπνήσας, έτριψε τους οφθαλμούς και δεν ανεσηκώθη αλλ’ εσήκωσε τον πόδα, διά να ιδεί αν εφόρει τα τσαρούχια τα οποία ωνειρεύετο.
Ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής εξύπνησε μετά ψιθυρισμού ατελώς διασκεδασθείσης μέθης και ήρχισε να τραγουδεί το προσφιλές αυτώ άσμα·
Σ’ ένα δενδρί ακούμπησα κι εκείνο εμαράθη…
  Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος εξηκολούθει να περιμένει ολίγα βήματα απωτέρω.
  Οι δύο υπνηλοί εσηκώθησαν, ετινάχθησαν και οι σύντροφοί των τους έβρεξαν τα πρόσωπα με νερόν από την στέρναν.
  Οι πέντε άνδρες ητοιμάσθησαν, ετίναξαν τα ενδύματά των, εφόρεσαν έκαστος το έν μανίκι της τσάκας του ή της σουρτούκας του.
  Ο κυρ-Μανουήλος είπε: Πάμε! κι εστράφη προς την θύραν. Οι πέντε φίλοι τον ηκολούθησαν.
  Συγχρόνως ο Μανόλης ο Πολύχρονος, όστις δεν έπαυσε να κατασκοπεύει μετά συντόνου προσοχής τα συμβαίνοντα όπισθεν του φράκτου, εστράφη τρέχων προς την πρώτην καμπήν της οδού κι έγινε άφαντος.
  

ΙΑ΄

  … Τώρα, δεν τους βλέπεις και τα δύο κόμματα διά ποίων μέσων προσπαθούν να κερδίσουν την εκλογήν; Δεν βλέπεις τα δύο πρακτορεία των ανοικτά, φανερώς ενεργούντα, δεν ακούεις κρυφομιλήματα όπισθεν πάσης θύρας και πάσης γωνίας της οδού, δεν βλέπεις τα τρεξίματα και τους ιδρώτας των οργάνων των, δεν ακούεις τον κρότον των χαλκίνων κερμάτων όπισθεν των λογιστηρίων; Δεν βλέπεις απλοϊκούς εκλογείς να βαδίζουν και να κοντοστέκονται, να εξάγουν την χείρα από την τσέπην και να μετρούν δεκάρες;
 Και ο λαλών έδειξεν εις τον ακροατήν του γέροντα χωρικόν, όστις, εξελθών του πρακτορείου των Χαλασοχώρηδων, είχε σταθεί ενώπιόν των κρατών φυσέκιον τεσσάρων δραχμών, το οποίον έσχισε κι εμέτρα, διά να ίδει αν ήσαν σωστές οι δεκάρες. Εφαίνετο οινοβαρής και ηκούετο ο μονόλογος και οι ψιθυρισμοί του: «Τέσσαρες δραχμές βάσταξ’ η ψυχή του;… τέσσαρες, όχι παραπάνω… έχουμε και λέμε, μία, δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε, εξ, εφτά, οχτώ, εννιά… μία δραχμή… Έχουμε και λέμε…» Κι επειδή ευκόλως έχανε τον λογαριασμόν, ήρχιζεν εξ αρχής πάλιν.
-         Τους βλέπεις ή όχι; επανέλαβεν ο λαλών.
-         Τους βλέπω, απήντησεν ο ομολητής του.
-         Λοιπόν, αύριον, να έχεις όρεξιν ν’ ακούεις τα παράπονα των ηττημένων. Όσοι θα είναι εν αποτυχία θα χαλάσουν τον κόσμον με τις φωνές, θα κατηγορούν τους νικητάς επί χρήσει αισχρών μέσων, θα υποβάλουν φοβεράς ενστάσεις, θα προσβάλουν το κύρος της εκλογής, λόγω ότι το αποτέλεσμα επετεύχθη διά δωροδοκίας. Ούτε θα τους τύπτει η συνείδησις επί τω ότι και αυτοί μετήλθον το αυτό μέσον. «Ουδέ φοβούνται τον Θεόν, ότι εν αυτώ κρίματί εισι».
-         Δι’ αυτό λοιπόν συ δεν πηγαίνεις να ψηφοφορήσεις; ηρώτησεν ο άλλος.
         Ο ούτως ερωτήσας ήτο ξένος, παρεπιδημών προς καιρόν εν τη νήσω. Ο δε εξ αρχής ομιλών εκαλείτο Λέανδρος Παπαδημούλης και κατήγετο εκ του τόπου. Είχε κατέλθει μετά πολλά έτη νοσταλγός εξ Αθηνών, όπου συνήθως διέτριβεν, ασχολούμενος εις έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος. Ήτο υψηλός, υπερτριακοντούτης, με μαύρην κόμην και γένειον, μελαψός, με αδρούς χαρακτήρας, πενιχρός την αναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων αλλοκότους ιδέας. Περί το δειλινόν, ο ξένος φίλος του, περίεργος ως πας άνθρωπος, τον είχε παρακαλέσει και μετέβησαν ομού αντικρύ του σχολείου, όπου σταθέντες παρά τινα γωνίαν εθεώντο την εκλογικήν κίνησιν.
-         Όχι δι’ αυτό, ανένευσεν εντόνως ο Λέανδρος Παπαδημούλης. Αι ατομικαί ιδέαι μου, φίλε, δεν φαίνονται να έχωσι τίποτε το πρακτικόν και διά τούτο δεν αγαπώ να τας εκθέτω. Σέβομαι άλλως τους νόμους και το πολίτευμα της πατρίδος μου και δεν θέλω να ομολογήσω ότι είμαι απολυταρχικός και ότι δεν πρεσβεύω την καθολικήν ψηφοφορίαν. Αλλά και αν σου έλεγα τοιούτο τι θα εχρειάζετο να σου αναπτύξω διά μακρών το θέμα, να δαπανήσω μάτην πολλάς λέξεις, να σου κλέψω τον πολύτιμον καιρόν σου, χωρίς ελπίδα όχι να πεισθείς αλλ’ ουδέ να μ’ εννοήσεις και μου αποδώσεις εν μέρει δίκαιον τουλάχιστον. Απλώς σου λέγω ότι παραιτούμαι δικαιώματος το οποίον δεν με ωφελεί, ουτ’ εμέ ούτε τους άλλους. Όσον αφορά την δωροδοκίαν, μη πιστεύεις ότι την βλελύττομαι τόσον, όσον φαίνομαι. Είναι άλλαι πολύ χειρότεραι εκλογικαί διαφθοραί. Το κατ’ εμέ, φρονώ ότι η δωροδοκία είναι το μικρότερον κακόν.
-         Το μικρότερον κακόν; επανέλαβεν ο ξένος.
-         Ναι· φρονώ, είπεν, ότι η δωροδοκία είναι το μικρότερον κακόν. Μην ακούεις μερικούς φαρισαίους, οίτινες σχίζουν διά κάθε τι τα ιμάτιά των, μήτε μερικούς άλλους ψιττακούς ηθικολόγους των εφημερίδων, οίτινες ρηγνύουν υπερβολικάς φωνάς με τόσην αφέλειαν και αγαθοπιστίαν δι’ όλα τα πράγματα. Οι πρώτοι ομοιάζουσι τους ηττημένους της αύριον, οίτινες θα ζητήσουν την ακύρωσιν της παρούσης εκλογής ως διεξαχθείσης τη βοηθεία της δωροδοκίας. Οι δεύτεροι ουδόλως ενεβάθυναν εις τα πράγματα και δεν αντελήφθησαν την έννοιαν, ήτις είναι παντός ζητήματος ο πυρήν. Πετώντες από γενικότητος εις γενικότητα περιέδρεψαν συλλογήν τινα ηθικών αξιωμάτων, την οποίαν νομίζουσιν αλάνθαστον πανάκειαν προς θεραπείαν πάσης πολιτικής και κοινωνικής νόσου. Όπου γενικότης, εκεί και επιπολαιότης. Διά να είναι τις εμβριθής πρέπει να εγκύπτει εις βαθείαν των πραγμάτων μελέτην.
Διατί δε και τινές των νεαρών πολιτευομένων εν Ελλάδι, δι’ ούς φαίνεται ότι πληρούται δευτέραν φοράν εις βάρος μας η κατάρα, την οποίαν ο Θεός κατηράσθη διά του προφήτου Ησαΐου τον Ισραήλ λέγων: Και οι νεανίσκοι άρξουσιν υμών –διατί, λέγω, τόσον κακοζήλως, αν όχι τόσον κακοπίστως, κραυγάζουσι κατά της πλουτοκρατίας; Τιτους κακοφαίνεται; qui veut la fin, veut les moyens. Η ηθική δεν είναι επάγγελμα και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθει, πλανάται οικτρώς και γίνεται γελοίος. Όστις πράγματι φιλοσοφεί και αληθώς πονεί τον τόπον του και έχει την ηθικήν όχι εις την άκραν της γλώσσης ή εις την ακωκήν της γραφίδος αλλ’ εις τα ενδόμυχα αυτά της ψυχής, βλέπει πολύ καλά ότι είναι αδύνατον να πολιτευθεί. «Κυάμων απέχεσθε!»
 Ο Χριστός είπεν: «Ου δύνασθε Θεώ λατρεύειν και Μαμμωνά»
  Διατί δεν έλαβεν ως όρον αντιθέσεως άλλο τι βαρβαρικόν είδωλον; Διατί δεν είπε «Θεώ και Μολώχ ή Θεώ και Ασταρώθ ή Θεώ και Βάαλ;» Διότι ο Μαμμωνάς είναι ισχυρός, ο κραταιότατος, όστις υποτάσσει παν άλλο είδωλον και τον Μολώχ και τον Ασταρώθ και τον Βάαλ. Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα. Αύτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς.
-         Και ύστερον λέγεις ότι η δωροδοκία εις τας εκλογάς είναι μικρόν κακόν; παρετήρησεν ο ξένος.
-         Ναι, διότι κινδυνεύω να πάθω το αυτό πάθημα, εφ’ ω κατέκρινα τους ευθηνούς ηθικολόγους των ημερών μας, απήντησεν ο Λέανδρος Παπαδημούλης. Να πέσω δηλαδή εις το εσπαρμένον σκοπέλους πέλαγος των γενικοτήτων. Αλλ’ ιδού επανέρχομαι εις το προκείμενον. Ο λόγος, δι’ όν θεωρώ την δωροδοκίαν ως το μικρότερον κακόν είναι ότι ως είδος εκλογικής διαφθοράς την υπάγω εις το γένος της συναλλαγής. Συναλλαγή είναι η εν πρυτανείω σίτησις, αι εκ του δημοσίου ταμείου παροχαί, τα ρουσφέτια. Συναλλαγή είναι και η εις παρανόμους δίκας προστασία. Συναλλαγή είναι και η προς παραγραφήν οφειλομένων φόρων συνδρομή και η παράνομος εξαίρεσις κληρωτών. Συναλλαγή είναι και η δωροδοκία. Τώρα, ποίος προστάτης, ποίος πολιτευόμενος, ποίος βουλευτής είναι ιπποτικώτερος; Εκείνος όστις εκ του ιδίου ταμείου αγοράζει τας ψήφους των εκλογέων ή εκείνος όστις τας αγοράζει εκ του δημοσίου θησαυρού; Εκείνος όστις πληρώνει εκ του θυλακίου του ή εκείνος όστις πληρώνει εκ των χρημάτων του έθνους, χρημάτων ξένων, τα οποία εις την Ελλάδα μάλιστα εσυνηθίσαμεν όλοι να θεωρούμεν έρμα και σκοτεινά; Ποίος είναι πλέον γαλαντόμος;
-         Βεβαίως, εκείνος που πληρώνει από την τσέπην του, απήντησεν αδιστάκτως ο ξένος.
-         Βλέπεις; Ιδού διατί μισώ τας γενικότητας και επιθυμώ να ειδικεύω. Ομιλώ σχετικώς όχι απολύτως. Δεν λέγω ότι η δωροδοκία είναι καλόν τι, λέγω ότι είναι το ολιγώτερον κακόν. Και σημείωσε ότι ουδείς ποτε εκλέγεται βουλευτής διά της δωροδοκίας. Ο απάνθρωπος τοκογλύφος, όσας και αν αγοράσει ψήφους, ποτέ δεν θα εκλεχθεί. Πριν κατέλθει εις τον αγώνα, θα υποδυθεί την φιλανθρωπίαν ως προσωπείον, θα φορέσει την δημοτικότητα ως κόθορνον. Θα φροντίσει ν’ αποδώσει μέρος των όσων ήρπασεν εις τους εκλογείς. Και μεταξύ των δύο αντιπάλων, μετερχομένων την αυτήν διαφθοράν, θα επιτύχει εκείνος, όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κι επιδεξιώτερον τον κόθορνον.
  Ας εξετάσωμεν τώρα, εξηκολούθησεν ο Λέανδρος Παπαδημούλης, πόθεν και πώς, αφού η πλουτοκρατία είναι δεδομένον τι και αναπόδραστον κακόν, ας εξετάσωμεν πώς εγεννήθη, πώς γεννάται φυσικώς η δωροδοκία.
  Υπόθεσε, φίλε, ότι σ’ εκυρίευσε και σε έξαφνα η φιλοδοξία του Γιαννάκου του Χαρτουλάριου, ότι επεθύμησες να γίνεις βουλευτής διά να υπηρετήσεις το έθνος. Διά να επιθυμήσεις τούτο, σημείωσε, πρέπει να είσαι χορτάτος. Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων, η λαιμαργία είναι των πεινασμένων το νόσημα. Εξέρχεσαι εις την αγοράν, βγάζεις λόγον και παρακαλείς τους προσφιλείς συμπολίτας να σε τιμήσωσι διά της ψήφου των. Αλλ’ είσαι άραγε εις θέσιν να ηξεύρεις πόσοι εκ των προσφιλών συμπολιτών σου είναι χορτάτοι και πόσοι δεν είναι; Μην αμφιβάλλεις ότι οι πλείστοι είναι πεινασμένοι, διότι αν δεν ήσαν, όλοι θα έβγαζαν κάλπας διά να γίνουν βουλευταί. Αλλά μεταξύ των ακροατών σου, μεταξύ των προσφιλών σου συμπολιτών, δυνατόν, πιθανόν, βέβαιον μάλιστα ότι ευρίσκονται τινές, εις, δύο, τρεις, πέντε, δέκα, κατά γράμμα πεινασμένοι. Τώρα, την ημέραν της εκλογής, πώς απαιτείς να υπάγει άνθρωπος πεινασμένος, άνθρωπος όστις θα ψαύει την κοιλίαν του ως έγχορδον όργανον, άνθρωπος όστις δεν θα έχει την δύναμιν να ίσταται και να βαδίζει, πώς απαιτείς τοιούτος άνθρωπος να υπάγει να ψηφοφορήσει εις την κάλπην σου και να σου δώσει μάλιστα λευκήν ψήφον; Φυσικόν είναι, αφού θα λάβει τον κόπον προς χάριν σου, να του δώσεις τουλάχιστον να φάγει δι’ εκείνην την ημέραν.
  Εάν δεν του δώσεις χρήματα, θα του προσφέρεις γεύμα. Και τούτο δωροδοκία δεν είναι; Ή θα του στείλεις κατ’ οίκον βακαλιάρον και σαρδέλλες και οίνον. Δωροδοκία και τούτο. Εάν δεν σπεύσεις εγκαίρως συ, θα σε προλάβει ο αντίπαλός σου, όστις θα φορεί τον κόθορνον της φιλανθρωπίας αμφιδεξιώτερον.
  Ιδού πόθεν εγεννήθη η δωροδοκία. Πώς θέλεις να ενδιαφέρεται ο αγρότης, ο βοσκός, ο πορθμεύς, ο ναύτης, ο εργάτης, ο αχθοφόρος, πώς θέλεις να ενδιαφέρωνται διά τον Καψιμαΐδην και τον Γεροντιάδην αν θα γίνωσι βουλευταί ή όχι; Εκείνοι είναι χορτάτοι και τρέφουσιν όνειρα, φιλοδοξίας, ούτοι πεινώσι και θέλουν να φάγωσι. Δεν έχουσιν οι πτωχοί μεγάλας αξιώσεις. Δεν περιμένουν διορισμούς και παχέα ρουσφέτια από την Κυβέρνησιν. Αλλ’ αφού θητεύουσιν επιπόνως και δεν επαρκούν να τραφώσιν εκ του ιδρώτος των, αφού οι λεγόμενοι αντιπρόσωποί των δεν παύουν να ψηφίζωσιν ελαφρά τη καρδία φόρους και φόρους και πάλιν φόρους, ας τους θρέψωσιν επί μίαν ημέραν εκ του βαλαντίου των.
  Ανέκαθεν τα αξιώματα ήσαν αγοραστά. Και αφού η επάρατος πλουτοκρατία είναι άφευκτον κακόν, κατά ποίον άλλον τρόπον θ’ αποκτώνται τ’ αξιώματα; Πράγμα το οποίον έχασε προ πολλού πάσαν ηθικήν αξίαν, μόνον διά χρημάτων είναι κτητόν. Και ούτως επόμενον ήτο να καταντήσουν τα πράγματα. «Ουδέν κακόν άμικτον καλού». Ευτύχημα μάλιστα νομίζω ότι δεν ανεφάνη επιφανής τις πολιτευτής εις τα μέρη ταύτα.
-         Πώς είπες; ηρώτησεν απορήσας ο ξένος.
-         Λέγω ότι λογίζομαι ως ευτύχημα το ότι δεν ανεφάνη τις εκ των λεγομένων επιφανών πολιτευτών εις τας νήσους ταύτας. Ενθυμούμαι τι συνέβη προ πολλών ετών, όταν είχε γίνει τις υπουργός, βουλευτής γείτονος επαρχίας. Οι κουρείς έκλεισαν τα κουρεία των, οι καφεπώλαι τα καφενεία των, οι υποδηματοποιοί επώλησαν τα καλαπόδια των. Δεν υπήρξε βοσκός, όστις να μη διωρίσθη τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης, όστις να μη προχειρισθεί εις υγειονομοσταθμάρχην. Τότε είδομεν πρώτην φοράν κι εδώ εις την νήσον λιμενάρχην φουστανελλάν. Ο εκ της γείτονος επαρχίας υπουργός μας τον είχε στείλει ως δείγμα περίεργον υπαλλήλου. Ο Θεός μάς ελυπήθη και δεν παρεχώρησε να γεννηθεί επιφανής τις εδώ, εσκλήρυνε δε την καρδίαν μας και δεν εδέχθημεν εισβολήν ξένου υποψηφίου. Ιλιγγιώ να φαντασθώ τι θα εγίνετο. Όλοι οι πορθμείς θα εγκατέλειπον τας λέμβους των, οι κυβερνήται θα έρρπτον έξω τα πλοία των, οι ναυπηγοί θα επετούσαν τα εργαλεία των και θα εζήτουν δημοσίας θέσεις. Διότι μη νομίσεις ότι η θεσιθηρία γεννάται μόνη της. Τα δύο κακά αλληλεπιδρώσιν. Η ακαθαρσία παράγει φθείρα και ο φθειρ παράγει την ακαθαρσίαν. Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού, παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, παράγοντα αναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν. Ευτυχώς δεν υπήρξεν ενταύθα έδαφος κατάλληλον, διά να γεννηθεί το θρέμμα το καλούμενον επιφανής και ούτως απηλλάγημεν της τοιαύτης αθλιότητος μέχρι της ώρας. Η δωροδοκία δε την οποίαν βλέπεις τόσον γενικευμένην ως εκλογικόν όπλον, είναι κατ’ εμέ το μικρότερον κακόν. Όστις όμως δυσφορεί επί ταύτη ας μη μετέχει του εκλογικού αγώνος, μήτε ως εκλογεύς μήτε ως εκλέξιμος. «Κυάμων απέχεσθε…»  
-          

ΙΒ΄

  Οι πέντε εγκαρδιακοί φίλοι, ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος, ο Δημήτρης ο Ζάβαλος, ο Γιαννιός ο Κάβουρας και ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος, είχον εκκινήσει, ως είπομεν, εκ του κήπου, όπου είχον συμποσιάσει και ευθυμήσει επί πολλάς ώρας, και κατήρχοντο εν πομπή εις τον τόπον της εκλογής διά να ψηφοφορήσωσιν, ηγουμένου του κυρ-Μανουήλου του Στεργιωμένου, όστις καίτοι μη βλέπων αυτούς όπισθεν ακολουθούντας, έβλεπεν όμως τους ήσκιους των μηκυνομένους υπό τας τελευταίας ακτίνας του δύοντος ηλίου, προς ανατολάς όπου εβάδιζον και τους εμέτρει επιμελώς και τους εύρισκε πέντε. Ενίοτε όμως, βαίνοντος του ενός των εταίρων όπισθεν του άλλου, οι ήσκιοι των συνεχωνεύοντο εις δύο ή τρεις και τότε ανησύχει κι εστρέφετο αποτόμως να ίδει. Αλλ’ ο Μανόλης ο Πολύχρονος, τον οποίον κανείς εξ όλων δεν είχεν ιδεί κατασκοπεύοντα όπισθεν του φράκτου, είχε προπορευθεί αυτών κατά πολύ κι είχε φθάσει έξωθεν του δημοτικού σχολείου. Εκεί εκάλεσεν εις την θύραν τον κυρ-Ανδρέαν τον Απίκον, έν των μελών της επιτροπής και του εσύριξεν ολίγας λέξεις εις το ούς.
Ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος και δύο άλλα μέλη απετέλουν την πλειοψηφίαν της επιτροπής και ήσαν αφωσιωμένοι εις τους Ανδρογυνοχωρίστρες. Ευθύς ως ήκουσε την ανακοίνωσιν του Μανόλη ο κυρ-Ανδρέας, έσυρε το ωρολόγιον εκ της μικράς τσέπης του περιστηθίου του και κρατών αυτό εις την παλάμην, επανήλθεν εις τους συναδέλφους του καθημένους περί την τράπεζαν, με τον Αγγελήν τον Μαλλίνην εν τω μέσω, όστις με την πέναν εις την χείρα εσημείωνεν έν όνομα εκλογέως κάθε τέταρτον της ώρας και εν τω μεταξύ εφλυάρει κι εκάπνιζεν ογκωδέστατα τσιγάρα, τα οποία ελάμβανεν αυτοδικαίως από τους αντιπροσώπους και αναπληρωτάς των υποψηφίων.
- Κύριοι, είπεν ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος, η ώρα είναι επτά και πέντε· καιρός να κηρύξωμεν την λήξιν της ψηφοφορίας, να κλείσωμεν το κιβώτιον των καλπών, να συντάξωμεν το πρακτικόν και να ετοιμασθώμεν διά την διαλογήν.
  Έσυραν όλοι τα ωρολόγιά των. Τα ωρολόγια των άλλων μελών της πλειοψηφίας εδείκνυον του ενός επτά παρά τρία, του ετέρου επτά παρά εννέα. Το ωρολόγιον του προέδρου κυρίου Νιαουστέως εδείκνυε επτά παρά είκοσι. Τέλος το ωρολόγιον του ελληνοδιδασκάλου, κ. Μυροκλείδου, εδείκνυε έξ και δέκα οκτώ λεπτά.
Προ τριών ετών το δημοτικόν συμβούλιον είχε φιλοτίμως ψηφίσει, ο κ. Νομάρχης είχεν ευαρεστηθεί να εγκρίνει και ο κ. Δήμαρχος είχεν επιμεληθεί δραστηρίως να κατασκευασθεί μαρμαρίνη μεριδιάνα υψηλά επί του τοίχου του Ελληνικού σχολείου του βλέποντος προς μεσημβρίαν ακριβώς. Τη βοηθεία της μεριδιάνας εκείνης εκανόνιζεν έκτοτε ο ελληνοδιδάσκαλος το ωρολόγιόν του. Αλλ’ οι μάγκαι του σχολείου πριν αρχίσει το μάθημα ή ευθύς ως ήθελον σχολάσει, είχον εύρει τερπνήν ενασχόλησιν το να ρίπτωσι λίθους εκεί υψηλά εις το λευκόν και χαρακωμένον με πολλάς μαύρας γραμμάς μάρμαρον και είχον καταστήσει σκοπόν των πετροβολημάτων των το λεπτόν σιδηρούν πέταλον, το χρησιμεύον ως δείκτης της μεριδιάνας. Όθεν δεν είχον παρέλθει ολίγαι εβδομάδες και το λεπτόν σιδηρούν πέταλον εστράβωσεν ελεεινά και αντί να δεικνύει μεσημβρίαν, εδείκνυε μίαν και ημίσειαν ώραν, κανείς δε δεν είχε φροντίσει εν τω μεταξύ να το διορθώσει ή το αντικαταστήσει. Ο ελληνοδιδάσκαλος εν τούτοις προσεπάθει του λοιπού να κανονίζει το ωρολόγιόν του μάλλον κατά συμπερασμόν και δεν εβασίζετο πολύ εις την μεριδιάναν, ήτις ίστατο εκεί υψηλά, αρχίσασα να μαυρίζει εν μέρει από την βροχήν και την υγρασίαν, πολλώ δε μάλλον από τας κηλίδας των βωλοκοπημάτων των μαθητών, ομοία με εκλογικόν πρόγραμμα, το οποίον εκόλλησαν υψηλά, διά να το σώσουν από τα λασποβολήματα των διαβατών.
Διά να μη μας μεμφθώσι δε ότι κάμνομεν κατάχρησιν της ελευθερίας των παρομοιώσεων, θα προσθέσωμεν ότι ολιγώτερον τολμηρόν θα ήτο να παραβάλει τις το άτυχον εκείνο ηλιακόν ωρολόγιον με πρόσωπον υποψηφίου βουλευτού, ωχρόν κι ελεεινόν εκ της αϋπνίας ή εκ του φόβου της αποτυχίας, υποψηφίου κολλημένου σύρριζα εις τον τοίχον, στριμωγμένου όπισθεν του ανοικτού καλύμματος του κιβωτίου των καλπών, επαιτούντος εν συντριβή καρδίας τας ψήφους των εκλογέων με ορθήν ή λοξήν την ρίνα με χάσκον το στόμα δεικνύοντος, κατά το τραϊάνειον επίγραμμα, τας ώρας εις τους προ των καλπών διαβαίνοντας ψηφοφόρους[2].
Αλλ’ ιδού ήγγιζε ήδη το πέρας της αγωνίας των υποψηφίων, της ανησυχίας των κομματαρχών και ψηφοθηρών και της ενοχλήσεως τόσου κόσμου, και ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος, φιλάνθρωπος λίαν, απήτει να προβώσιν εις την διαλογήν μίαν ώραν αρχήτερα.
Το πράγμα δεν ήρεσεν εις τον πρόεδρον, τον γερο-Νιαουστέα, όστις ολίγην ευχαρίστησιν είχεν αισθανθεί εκ της προεδρίας του καθ’ όλην την ημέραν. Διότι δεν ήτο αληθώς πρόεδρος ειμή της μειονοψηφίας της επιτροπής, ήτοι του ελληνοδιδασκάλου κ. Μυροκλείδου. Η πλειονοψηφία, απειθής, αχαλίνωτος, τον αντέπραττεν, έκαμνεν «του κεφαλιού της», ως να μην ήτο αυτός πρόεδρος.
-         Δεν είναι ακόμα ώρα, κυρ-Ανδρέα, είπεν ο κ.Νιαουστεύς. Από τώρα να κλείσουμε;
-         Είναι επτά και πέντε, αντέλεξεν ο Απίκος.
-         Είναι επτά παρά είκοσι, επέμενεν ο πρόεδρος.
-         Κι εγώ έχω επτά παρά τρία, είπε το άλλο μέλος της επιτροπής.
-         Κι εγώ επτά παρά δέκα.
-         Κι εγώ έχω έξ και δεκαοκτώ, είπεν ο ελληνοδιδάσκαλος.
-         Είναι επτά η ώρα, επέμεινεν ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος. Δεν βλέπετε που ο ήλιος εβασίλεψε! Εις τας επτά γράφει και το πρόγραμμα.
-         Γράφει εις τας επτά και είκοσι δύο λεπτά, είπεν ο ελληνοδιδάσκαλος.
-         Ως που να κλείσουμε τις κάλπες και να υπογράψουμε το πρακτικό θα πάει εφτάμιση.
-         Εγώ είμαι ο πρόεδρος, είπεν αγερώχως ο κ. Νιαουστεύς.
-         Ημείς είμαστε η πλειονοψηφία.
  Ο κυρ-Ανδρέας έσπευδε και δεν ήθελε πολλά λόγια. Έστρεφε από καιρού εις καιρόν βλέμμα προς την θύραν, ως να επερίμενε δυσάρεστόν τι εκείθεν. Φαίνεται ότι η ανακοίνωσις του Μανόλη του Πολύχρονου απέβλεπε τους πέντε εμπιστευμένους φίλους, τους οποίους ωδήγει όπως ψηφίσωσιν υπέρ του αντιθέτου κόμματος ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
-         Δεν με μέλει τόσο για την διαλογή αν θ’ αργήσει, είπε με τόνον ειλικρινείας ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος· αρκεί να κλείσουν οι κάλπες για να ησυχάσουμε.
-         Είναι και άλλοι να ψηφοφορήσουν, είπεν ο ελληνοδιδάσκαλος, όστις, ενώ το πρωί επεδείκνυεν αμεροληψίαν, έως την εσπέραν είχε καταντήσει βαθμηδόν να φανατισθεί υπέρ των Χαλασοχώρηδων.
-         Δεν είναι άλλοι, είπεν ο κυρ-Ανδρέας. Αλλά και αν είναι, ο κύριος πρόεδρος ας κάμει το χρέος του και ας διατάξει τον τελάλη να φωνάξει τρεις φορές, πριν κλείσομε τις κασέλες. Ορίστε, κύριε πρόεδρε. Αλλοιώς, θα διατάξει η πλειονοψηφία.
-         Θα διατάξετε τον πρόεδρον;
-         Θα διατάξομε τον τελάλη.
-         Και πού ηκούσθη αυτό, να προστάττει η πλειονοψηφία τον πρόεδρον; ήρχισε ν’ απαγγέλλει εν είδει λογυδρίου ο ελληνοδιδάσκαλος. Σφετερίζεσθε αλλότρια δικαιώματα. Φατριάζετε. Δεν σέβεσθε τους γεροντοτέρους σας. Ο κύριος πρόεδρος… ο κύριος πρόεδρος, κύριοι, είναι…
-         Κήρυξ, εφώναξε προς την θύραν στραφείς ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος βλέπων ότι η ώρα παρήρχετο.
  Ο κήρυξ, όστις ανήκε φαίνεται εις τους Ανδρογυνοχωρίστρες, μυρισθείς ότι κάτι τον ήθελαν, είχε πλησιάσει προς την θύραν.
-         Κήρυξ, επανέλαβεν ο κυρ-Ανδρέας, φώναξε δυνατά τρεις φορές, όποιος είναι για να ψηφοφορήσει να ‘ρθεί, γιατί θα κλείσουμε τις κάλπες.
Ο κήρυξ επανέλαβε διά τον τύπον τρις, χύμα και με νυστασμένην φωνήν:«Όποιος δεν εψηφοφόρησε να τρέξει αμέσως, γιατί θα κλείσουν οι κάλπες».
  Συγχρόνως τα τρία μέλη της πλειονοψηφίας, χωρίς να περιμένωσιν όπως παρέλθωσιν ολίγα λεπτά, άνευ των οποίων ουδεμίαν είχεν έννοιαν η κλήσις του κήρυκος, προέβησαν εν σπουδή παρά τας διαμαρτυρίας του προέδρου και του ελληνοδιδασκάλου εις το κλείσιμον των δύο κιβωτίων.
-         Κήρυξ, έκραξεν ο κυρ-Ανδρέας, φώναξε ότι η ψηφοφορία ετελείωσε και ότι αρχίζει η διαλογή.
  Ο κήρυξ ήνοιξε το στόμα όπως εκτελέσει την διαταγήν ταύτην, όταν εις την θύραν του σχολείου εφάνη ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος ακολουθούμενος υπό των πέντε αχωρίστων φίλων, των περί τον Κουσερήν και τον Απίκραντον.
-         Πώς! αρχίζει η διαλογή; εψέλλισε με ηλλοιωμένον το πρόσωπον ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
-         Φώναξε! υπέγρυξε προς τον κήρυκα ο κυρ-Ανδρέας, ευθύς ως είδε τα νέα εμφανισθέντα πρόσωπα.
  Ο κήρυξ εφώνησεν: «Η ψηφοφορία ετελείωσε, κύριοι! άρχεται η διαλογή…».
  Εν τω μεταξύ εστάλη έγγραφον προς τον Ειρηνοδίκην, αντιπρόσωπον του Επάρχου, όπως ευαρεστηθεί να προσέλθει, διά να πρωτοστατήσει εις την διαλογήν.
  Ο πρόεδρος και ο ελληνοδιδάσκαλος εκόντες άκοντες υπέγραψαν το έγγραφον τούτο ως και το πρακτικόν της λήξεως της ψηφοφορίας.

* * *

  Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος διεμαρτύρετο από της θύρας κι έστελλεν απειλητικά βλέμματα προς τον Απίκον. Ο κυρ-Ανδρέας του απήντα διά περιφρονητικού μειδιάματος.
-         Τώρα; είπεν ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος.
-         Τώρα… δεν θα ψηφοφορήσετε πλέον…αργήσατε πολύ να το αποφασίσετε…ποιος σας φταίει;…και σας παρακαλώ πολύ να μου δώσετε πίσω εκείνα που σας έδωσα…ετραύλισεν ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
-         Και τι φταίμε εμείς;…τα δοσμένα είναι καλώς δοσμένα…υπέλαβεν ο Γιαννιός ο Κάβουρας.
-         Και ό,τι πάρουμε δεν τα ξαναδίνουμε πίσω, προσέθηκεν ο Δημήτρης ο Ζάβαλος.
-         Και δε μου δώσατε κι εκείνα-δα τα τσαρούχια που μου ‘πατε, παρετήρησεν ο Κώστας ο Άγγουρος.
-         Κοίταξε, μπαρμπα-Γιώργη, πράγγα το χέρι σου, μη σε καταφέρει και του τα δώσεις πίσω, είπεν ο Κάβουρας περισφίγγων εκείθεν τον Απίκραντον, φόβω μη ούτος εξ ευσυνειδησίας επιστρέψει τον γνωστόν φάκελλον οπίσω.
  Ο γερο-Κουσερής είχε πέσει εις σκέψεις και ηρέμα ανένευε διά της κεφαλής. Εφαίνετο της γνώμης ότι έπρεπε να επιστραφεί ο φάκελλος.

* * *

Όταν ήλθεν ο αντιπρόσωπος της διοικητικής αρχής και ήρχισεν η διαλογή, ηκούετο ακόμη η λογομαχία των έξ ανθρώπων έξωθεν του σχολείου. Ύστερον εγνώσθη ότι εξευρέθη μέσος όρος κι επήλθε συμβιβασμός, τον οποίον διά το ασκανδάλιστον ηναγκάσθη να παραδεχθεί ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
Εξήχθη το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης, ψηφοφορησάντων 498 (ο κατάλογος είχε διπλασίους, αλλ’ οι ημίσεις των εκλογέων ήσαν εν διαρκεί αποδημία)· ο Αβαρίδης Δημήτριος έλαβεν εις το ναι ψήφους 289 και εις το όχι 209.
Δεύτερον εξήχθη το αποτέλεσμα της κάλπης του Αλικιάδου Παναγιώτου (συγγραφεύς, όστις εστοχάσθη να γράψει ηθογραφικήν μελέτην επί εκλογικού θέματος, οφείλει να είναι ο αυτός και υποψήφιος κομματάρχης και ψηφοφόρος και διαλογεύς και κήρυξ του εξαγομένου της ψηφοφορίας), όστις έλαβεν εις το ναι ψήφους 263 και εις το όχι ψήφους 237, ευρεθέντων και δύο πλεοναζόντων σφαιριδίων, τα οποία αφηρέθησαν εκ του ναι, εν ω κατελογίσθησαν ψήφοι 261.
Τρίτη ηνοίχθη η κάλπη του Γεροντιάδου Κωνσταντίνου, λαβόντος εις το ναι ψήφους 317 και εις το όχι ψήφους 182, ευρέθη δε και έν πλεονάζον σφαιρίδιον, αφαιρεθέν εκ του ναι (=316).
Τέταρτον αποτέλεσμα εγνώσθη το της κάλπης του Καψιμαΐδου Θεοδώρου, λαβόντος ψήφους 243 εις το ναι και 245 εις το όχι.
Πέμπτη τέλος ηνοίχθη η κάλπη του Χαρτουλαρίου Ιωάννου, τιμηθέντος διά ψήφων 154 εις το ναι και 344 εις το όχι.

* * *

Την αγγελίαν ενός εκάστου των αποτελεσμάτων υπεδέχετο έξω ο λαός δι’ επευφημιών, δι’ αλαλαγμών και καγχασμών ευθυμοτάτων.
Την αυτήν στιγμήν ο Λάμπρος ο Βατούλας έσπευσε να τηλεγραφήσει εις τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον πολλά συγχαρητήρια και πολλά εγκώμια διά τον εαυτόν του, λόγω ότι καίτοι μόνος υπηρετών αυτόν, πρώτην φοράν εκτεθέντα ως υποψήφιον, καίτοι πολεμούμενος λυσσωδώς από δύο ισχυρότατα κόμματα, κατώρθωσεν ουχ ήττον να του δώσει τόσας ψήφους.
Μετ’ ολίγας ώρας ήλθε τηλεγραφικώς το γενικόν της επαρχίας αποτέλεσμα και πολλοί τενεκέδες εβρόντησαν ως συνήθως εις βάρος των αποτυχόντων Καψιμαΐδου, Αβαρίδου και Χαρτουλαρίου.
Εξελέχθησαν δε ευτυχώς βουλευταί της επαρχίας ο κ. Γεροντιάδης διά ψήφων 1239 και ο κ. Αλικιάδης διά ψήφων 1158 απέναντι 1644 ψηφοφορησάντων εις τους τέσσαρας δήμους.
Και ούτω διπλούν επήλθε κέρδος. Πρώτον ησύχασε προς καιρόν ο κόσμος και δεύτερον δεν εκλείσθη το στάδιον των δύο προμνημονευθέντων πολιτευτών, οίτινες έμελλον να συνεχίσωσιν επί μίαν εισέτι περίοδον τας διακεκριμένας υπηρεσίας των, ο είς διά τα γενικά του έθνους συμφέροντα, ο έτερος διά τα δημόσια έργα της επαρχίας.

  (1892)


Το πήρα από την έκδοση του Γ. Βαλέτα. Έκανα αντιπαραβολή με την κριτική έκδοση του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, αλλά απέρριψα κάμποσες διορθώσεις της, προτιμώντας τις γραφές του Βαλέτα. Η έκδοση του Ν.Δ.Τ. εκσυγχρονίζει αρκετά την ορθογραφία, εγώ προχώρησα περισσότερο (μονοτονικό, υποτακτική κτλ.).

Αντί για «κοντραπούντους» της πρώτης δημοσίευσης και των προηγούμενων εκδόσεων, ο ΝΔΤ διορθώνει σε «κοντραμπάντους» που το ερμηνεύει στο Γλωσσάρι «λαθρέμποροι, πειρατές». Νομίζω ότι αυτοί λέγονται «κοντραμπαντιέρηδες». Τι μπορεί να σημαίνει το «κοντραπούντους» δεν το ξέρω, ίσως κάτι σχετικό με το «πούντους» (πόντους που λέμε σήμερα).

Ξ΄σκιζάνηδες είναι οι κουρελήδες.
Μπουντουβάρ μπενίμ, μπουντουβάρ σενίν είναι τούρκικα (γι’ αυτό προτιμώ τη γραφή του Βαλέτα παρά τη διόρθωση του ΝΔΤ) και σημαίνει «Αυτός ο τοίχος δικός μου, εκείνος ο τοίχος δικός σου», σαν περιγραφή του βαδίσματος των μεθυσμένων.



[1]  ρουβάδα (το επίθετον ρουβός, ρουβονιά, ρουβοκαμωμένος, ρουβοστασ’νός, ρουβόνιακας· το ρήμα ρουβοφέρνω) καλείται παρ’ ημίν η παρά τοις Ψαριανοίς και άλλοις λεγομένη ακακιά, η ελαφράτητα δηλαδή και αβλαβεστέρα μορφή της βλακείας, οιονεί αγροικία τις μετά χάριτος και σκαιότης μετ’ αφελείας. Εμυθολογούντο δε οι κάτοικοι της μιας των νήσων ως έχοντες πλείονα των άλλων νωσιωτών ρουβάδαν. (υποσημ. του συγγραφέα)

[2] Το επίγραμμα τούτο αποδίδεται εις τον αυτοκράτορα Τραϊανόν:
Αντίον ηελίου στήσας ρίνα και στόμα χάσκων,
                                                δείξεις τας ώρας πάσι παρερχομένοις.