Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ (ΘΕΣΜΟΙ, ΛΑΤΡΕΙΑ ,ΜΝΗΜΕΙΑ ,ΜΟΥΣΕΙΟ)

ΘΕΣΜΟΙ
Η Αγορά της Αθήνας ήταν η καρδιά του Αθηναϊκού κράτους. Οι κυριότερες εργασίες που σχετίζονταν με τη διοίκηση λάμβαναν χώρα αλλού, στην Πνύκα, όπου συνεδρίαζε η εκκλησία του δήμου και από τον 4ο αιώνα π.Χ. στο Θέατρο του Διονύσου. Ο χώρος της Αγοράς στέγαζε τις διοικητικές δραστηριότητες του Αθηναϊκού κράτους, η βουλή και τα αρχεία του κράτους στεγάζονταν στο Βουλευτήριο και το παρακείμενο Μητρώο. Παρά το γεγονός ότι η βουλή συνεδρίαζε συχνά (όσο το επέτρεπαν οι θρησκευτικές απαγορεύσεις), οι εξουσίες των εκλεγμένων με κλήρο αντιπροσώπων δεν ήταν ιδιαίτερα διευρυμένες. Την εξουσία ασκούσαν οι πρυτάνεις, δηλ. το σώμα των 50 βουλευτών από κάθε φυλή που αναλάμβαναν περιοδικά τη διοίκηση.
Οι πρυτάνεις στεγάζονταν και σιτίζονταν στη Θόλο, όπου εκτελούσαν και τις εργασίες τους. Στην καρδιά της Αγοράς βρισκόταν το Νομισματοκοπείο, όπου κόβονταν τα νομίσματα της πόλης. Εκεί φυλάσσονταν οι Παναθηναϊκοί αμφορείς και το λάδι που δίδονταν, μαζί με άλλα έπαθλα, στους νικητές των Παναθηναίων. Τελευταίο και σημαντικότερο: στο χώρο της Αγοράς, σε διάφορα σημεία, αναρτώνταν τα σημαντικά ψηφίσματα, οι αποφάσεις της εκκλησίας του δήμου και της βουλής, ειδήσεις για τις δραστηριότητες των φυλών, στρατιωτικές διαταγές και νομοθετήματα. Πάνω από 7.500 χιλιάδες επιγραφές έχουν βρεθεί στην Αγορά της Αθήνας.
Οι περισσότερες αφορούν νόμους, συνθήκες της πόλης με άλλα κράτη, τιμητικά ψηφίσματα για ιδιώτες και συμμαχικές πόλεις, οικοδομικές επιγραφές, καταλόγους σκευών από τα ιερά, τους οποίους συνέτασσαν οι θησαυροφύλακες (και για τους οποίους έδιναν λόγο στις αρχές), και πολλά άλλα. Ένα από τα μέτρα που πήρε η Αθηναϊκή δημοκρατία για να προστατευτεί από την τυραννία ήταν ο οστρακισμός, δηλ. ο εξορισμός για 10 έτη ενός επιφανούς Αθηναίου που επέλεγε ο δήμος. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι το μέτρο αυτό αποσκοπούσε στο να τεθεί φραγμός στο δρόμο προς την τυραννία του Ιππάρχου, γιου του Χάρμου και εγγονού του Ιππία από τη μεριά της κόρης του.
Ο Ίππαρχος, προφανώς επειδή το 510 π.Χ. ήταν ανήλικος (κάτω των 30), δεν εξορίστηκε μαζί με τους υπόλοιπους Πεισιστρατίδες, αλλά παρέμεινε στην πόλη. Γύρω του συσπειρώθηκαν οι οπαδοί των τυράννων. Κατόρθωσε μάλιστα να εκλεγεί επώνυμος άρχων το 496 π.Χ. Τελικά εξοστρακίστηκε το 488 – 487 π.Χ. Δεν επέστρεψε στην πόλη το 480 π.Χ., όταν ανακλήθηκαν οι εξόριστοι, επειδή προφανώς είχε καταφύγει στην αυλή του Ξέρξη, όπως είχε κάνει προηγουμένως και ο παππούς του, και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Η απόσταση των 20 ετών μεταξύ της σύλληψης του μέτρου και της πρώτης εφαρμογής του δημιουργεί το ερώτημα αν ο λόγος που αναφέρεται για τη θέσπισή του είναι σωστός.
Σε κάθε περίπτωση, ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι αργότερα το μέτρο έχασε τη σημασία του, όταν εξορίστηκε ένας πολιτικός που δεν είχε βλέψεις στην τυραννία. Πρόκειται για τον Ξάνθιππο, τον πατέρα του Περικλή, που είχε συμμαχήσει με τους Αλκμεωνίδες συνάπτοντας γάμο με μια γυναίκα από το εν λόγω γένος. Στο πέρασμα του χρόνου, το μέτρο του οστρακισμού χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά από τους πολιτικούς ηγέτες των παρατάξεων της Αθήνας, όταν η πολιτική διαμάχη έφθανε σε τέτοια όξυνση, ώστε η απομάκρυνση ενός πρωταγωνιστή ήταν απαραίτητη για την άρση αδιεξόδων.
Το μέτρο πρόβλεπε τα εξής: ο δήμος συγκεντρωνόταν στην Αγορά, σε έναν ανοικτό χώρο που οριζόταν τελετουργικά από ένα σχοινί (περισχοίνισμα). Ψήφιζε αρχικά αν κατά το τρέχον έτος χρειαζόταν να τεθεί σε εφαρμογή το μέτρο του οστρακισμού. Οι ψήφοι ήταν θραύσματα από αγγεία, τα λεγόμενα όστρακα, στα οποία χαρασσόταν ή γραφόταν με μελάνι το όνομα του πολιτικού που ο κάθε Αθηναίος επιθυμούσε να εξοριστεί. Εκείνος που έπαιρνε τις πιο πολλές ψήφους έπρεπε μέσα σε 10 ημέρες να εγκαταλείψει την πόλη για 10 χρόνια, χωρίς όμως να στερηθεί τα πολιτικά και περιουσιακά του δικαιώματα εσαεί.
Υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις για την εκλογική διαδικασία: είτε χρειάζονταν 6.000 ψήφοι προκειμένου αυτή να είναι έγκυρη είτε ο επικρατέστερος υποψήφιος έπρεπε να λάβει οπωσδήποτε 6.000 θετικές ψήφους. Η πρώτη άποψη θεωρείται ως η πιθανότερη από την πλειονότητα των ιστορικών. Εξάλλου, για ένα και μόνο πρόσωπο, σε μία και μόνο ψηφοφορία, έχουν βρεθεί 4.400 όστρακα, για το Μεγακλή Ιπποκράτους Αλωπεκήθεν (εξοστρακίστηκε το 487 – 486 π.Χ., όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης). Δεύτερος ακολουθεί με μεγάλη διαφορά ο Καλλίας Κρατίου Αλωπεκήθεν (700 όστρακα). Ίσως αυτός να είναι ο τρίτος οπαδός του τυραννικού κόμματος που εξορίστηκε, το όνομα του οποίου δεν αναφέρεται από τον Αριστοτέλη (486 – 485 π.Χ.).
Ο πολίτης που καταδικαζόταν σε οστρακισμό μπορούσε να διαμένει έξω από τα σύνορα της πόλης (πριν από τους Περσικούς πολέμους ακόμη και στη Σαλαμίνα, που δεν ήταν δήμος, αλλά αποτελούσε τμήμα του Αθηναϊκού κράτους). Δημοφιλής τόπος ήταν η Ερέτρια. Με βάση τη μαρτυρία του Πλουτάρχου, γίνονταν δύο καταμετρήσεις. Μία για το αν είχε επιτευχθεί ο αριθμός των 6.000 ψήφων και μία δεύτερη για το ποιος έπρεπε να οστρακιστεί. Αν η πρώτη συνθήκη δεν εκπληρωνόταν, τότε προφανώς δε γινόταν η δεύτερη καταμέτρηση και έτσι δε γινόταν γνωστό ποιος ήταν ο λιγότερο δημοφιλής πολιτικός.
Οι Αθηναίοι προσέρχονταν με τα όστρακά τους εγγεγραμμένα, όχι όμως εμφανή στους γύρω τους. Πιθανόν να τα κρατούσαν ανάμεσα στο δείκτη και το μέσο, κατακόρυφα, και με το άλλο χέρι να έκρυβαν την πλευρά που είχε γράμματα. Ας σημειωθεί πάντως ότι ορισμένα όστρακα έχουν γράμματα και από τις δύο πλευρές. Δεν ξέρουμε με ποιον τρόπο εξασφαλιζόταν ότι κάποιος δε διπλοψήφιζε ή ότι δεν έριχνε δύο όστρακα. Πιθανόν αστυνομική δύναμη να έλεγχε τους ψηφοφόρους εντός του περιτοιχίσματος. Ίσως το ρίσκο να μην άξιζε τον κόπο αν η αποκάλυψη της απάτης επέφερε βαριά τιμωρία.
Οι αρχαιολόγοι της Αθήνας έχουν βρει συνολικά 10.500 όστρακα, εκ των οποίων τα 9.000 στον Κεραμεικό (όπου παρασύρθηκαν προφανώς από τα νερά). Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα έχουν βρεθεί στην Αγορά, ενώ ένας αριθμός προέρχεται από την Ακρόπολη. Από αυτά 180 γράφουν το όνομα του Θεμιστοκλή και έχουν γραφεί από 14 συνολικά άτομα. Αυτά όμως δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Παλαιότερα πιστευόταν ότι αυτά τα όστρακα τα είχαν ετοιμάσει μέλη της παράταξης που ήταν αντίθετη στο Θεμιστοκλή. Στην πραγματικότητα, μάλλον υπάρχει μια πιο ταπεινή εξήγηση:
Οι εν λόγω 14 γραφείς ήταν μεροκαματιάρηδες που προσδοκούσαν ένα μικρό χρηματικό κέρδος από την πώληση των οστράκων στους αγράμματους ή σε αυτούς που δεν είχαν προμηθευτεί έγκαιρα όστρακα. Επειδή όμως ο Θεμιστοκλής τη χρονιά που έγινε η συγκεκριμένη παρτίδα (στα τέλη της δεκαετίας του 480 π.Χ.) «δεν είχε ζήτηση», τους ξέμειναν τα όστρακα, μαζί με λίγα άλλα που έγραφαν διαφορετικά ονόματα, και τα πέταξαν. Χάρη στα ευρήματα από τον Κεραμεικό και την Αγορά γνωρίζουμε πολλά για τον οστρακισμό: πολλές φορές τα όστρακα που αναφέρουν διαφορετικά ονόματα προέρχονται από το ίδιο αγγείο, κάτι που δείχνει ότι χρησιμοποιήθηκαν στην ίδια χρονιά.
Για παράδειγμα, όστρακα με το όνομα του Μεγακλή (εξορίστηκε το 487 – 486 π.Χ., ως μέλος του τυραννικού κόμματος) έχει βρεθεί ότι ανήκουν στο ίδιο αγγείο με όστρακα που αναφέρουν τον Αριστείδη Ξενοφίλου, τον Ιπποκράτη Αναξίλεω, το Θεμιστοκλή Νεοκλέους Φρεάρριο, τον Καλλικράτη Λαμπροκλέους (παντελώς άγνωστο κατά τα άλλα), τον Καλλία Κρατίου από την Αλωπεκή.
Στη δεκαετία του 480 π.Χ. εξορίστηκαν επίσης ο Ξάνθιππος Αρίφρονος, πατέρας του Περικλή (484 π.Χ. – την ίδια χρονιά ψηφίστηκε και ο Θεμιστοκλής), ο Αριστείδης Λυσιμάχου, γνωστός και ως Αριστείδης ο «δίκαιος») (482 π.Χ. – την ίδια χρονιά ψηφίστηκαν ο Ιπποκράτης Αλκμεωνίδης, ο Θεμιστοκλής και ο Καλλίξενος Αριστωνύμου), στη δεκαετία του 470 π.Χ. ο Θεμιστοκλής, το 471 π.Χ. ο Καλλίας Διδυμίου, μεταξύ 471 π.Χ. και 461 π.Χ. ο Κίμων Μιλτιάδου. Άλλο γνωστό όνομα είναι ο Λέαγρος Γλαύκωνος. Το 442 π.Χ. ψηφίστηκαν και ο Περικλής Ξανθίππου και ο Θουκυδίδης Μιλησίου.
Πολύ χιούμορ περιέχει η πληροφορία που διασώζει ύστερη πηγή, σύμφωνα με την οποία και ο ίδιος ο Κλεισθένης εξοστρακίστηκε. Προφανώς είναι λανθασμένη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε αρκετά όστρακα παρουσιάζονται και σχόλια εις βάρος των ψηφισθέντων: ύβρεις, κατηγορίες για Μηδισμό, για θηλυπρέπεια, για αιμομιξία, καθώς και εικονογράφηση με την οποία οι ευφάνταστοι Αθηναίοι πλαισίωναν την ψήφο τους. Ένας μάλιστα, σε στιγμή απόγνωσης προφανώς, ψήφισε εναντίον του λιμού. Η δικαστική δραστηριότητα που λάμβανε χώρα στην Αγορά αποτελεί και το σημαντικότερο παράγοντα της λειτουργίας της Αθηναϊκής δημοκρατίας.
Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, οι ηλικιωμένοι κάτοικοι της πόλης παρουσιάζονται ως δικομανείς, που δεν έχουν άλλο στο νου τους παρά το πότε θα παρακαθήσουν ως δικαστές σε κάποιο δικαστήριο, προκειμένου να κερδίσουν και ένα διόλου ευκαταφρόνητο αντίτιμο. Η πληθώρα των δικαστηρίων του Αθηναϊκού κράτους και το γεγονός ότι δεν υπήρχε οργανωμένο σώμα δικαστών, κατηγόρων ή συνηγόρων, αλλά ο κάθε πολίτης μπορούσε να βρεθεί σε κάποια από αυτές τις θέσεις, καθιστούν τη δικανική δραστηριότητα ένα εξαιρετικά κεντρικό στοιχείο του Αθηναϊκού κράτους.
Ιδιαίτερα κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., όταν οι πολιτικές διαμάχες κρίνονται πλέον στις δικαστικές αίθουσες, χάρη στη νομοθεσία της γραφής παρανόμων αλλά και το νόμο περί ατιμίας. Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της δικαστικής ζωής της Αθήνας αναφέρεται από τον Πλούταρχο και αποδίδεται στη νομοθεσία του Σόλωνα: η κατώτατη τάξη, αυτή των θητών, που δεν ήταν εκλόγιμη ούτε κατείχε έγγειο περιουσία, διατηρούσε το δικαίωμα να συμμετέχει στη σύνθεση των δικαστηρίων. Ίσως ο όρος να παρέμενε κενό γράμμα έως ότου ο Περικλής, θεσπίζοντας μισθό για τους δικαστές, πρόσφερε έναν επιπλέον λόγο στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα να συμμετέχουν ενεργά στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας.
Τα δικαστήρια της Αθήνας ήταν πολυμελή: συνήθως τα σώματα των δικαστών απαρτίζονταν από 501, 1.001, 1.501, 2.001 δικαστές. Η Ηλιαία, το σημαντικότερο δικαστήριο της πόλης, λέγεται πως είχε δύναμη 6.000 δικαστών, δε συμμετείχαν όμως όλοι στην εκδίκαση όλων των υποθέσεων, παρά ορίζονταν οι εκάστοτε δικαστές με κλήρωση. Η αρχαιολογική έρευνα έχει φέρει στο φως μια πληθώρα αντικειμένων που σχετίζονται με την άσκηση της δικαιοσύνης: πινάκια δικαστών, κλεψύδρες, δηλ. υδραυλικά ρολόγια με τα οποία ελεγχόταν ο χρόνος των αγορεύσεων, καθώς και ένα κληρωτήριο του 3ου αιώνα π.Χ., το οποίο χρησιμοποιούνταν για την κατανομή των δικαστών στα δικαστήρια, αλλά και για την επιλογή των αρχόντων.
Αντίθετα, η ταύτιση των δικαστηρίων που αναφέρονται στις περισσότερες από 300 φιλολογικές αναφορές που υπάρχουν στην αρχαία γραμματεία, όπου εκφωνήθηκαν σημαντικοί λόγοι από ρήτορες όπως ο Δημοσθένης, ο Αισχίνης, ο Λυσίας ή ο Ισαίος, είναι σχεδόν αδύνατη, λόγω των αρχιτεκτονικών ιδιαιτεροτήτων που περιμένουμε να παρουσιάζουν τα κτήρια αυτά. Προκειμένου να στεγάσουν το πλήθος των δικαστών, τα δικαστήρια έπρεπε να βρίσκονται μέσα σε υψηλούς περίβολους, κατασκευές σχετικά απλές, που ενδεχομένως να συμπληρώνονταν εσωτερικά από μια σειρά στοών που περιέβαλλαν μεγάλες αυλές.
Τέτοια κτίσματα έχουν ανασκαφεί στην Αγορά, όμως οι ταυτίσεις παραμένουν υποθετικές ή, στη χειρότερη των περιπτώσεων, έχουν αποδειχθεί λανθασμένες. Έτσι, για παράδειγμα, ο περίβολος που παλαιότερα ταυτιζόταν με την Ηλιαία σήμερα θεωρείται ότι στέγαζε το υπαίθριο ιερό του ήρωα Αιακού. Μια σειρά κτηρίων που αναμφίβολα είχαν δικαστικό χαρακτήρα έχουν ανασκαφεί στο χώρο όπου αργότερα χτίστηκε η Στοά του Αττάλου. Πρόκειται για τα Κτήρια Α, B, C, D, E και το Τετράγωνο Περιστύλιο. Από την περιοχή όπου ανασκάφηκαν τα κατάλοιπά τους προέρχονται και τα περισσότερα ευρήματα τα σχετιζόμενα με την απόδοση της δικαιοσύνης, για τα οποία έγινε ήδη λόγος.
ΛΑΤΡΕΙΕΣ
Στα ιερά της Αγοράς τελούνταν θυσίες από ιδιώτες και οργανώσεις. Λίγα ιερά βέβαια αποτελούσαν τόπο σημαντικών θρησκευτικών εορτών, καθώς το κύριο θρησκευτικό κέντρο της πόλης ήταν η Ακρόπολη και η ζώνη που εκτείνεται μπροστά στη νότια κλιτύ του ιερού βράχου. Λόγω όμως της κεντρικότητας της θέσης της Αγοράς στην Αθηναϊκή τοπογραφία, λόγω του συμβολισμού της ως καρδιάς της πόλης, αλλά και για πρακτικούς λόγους, η Αγορά ήταν επίσης θέατρο ποικίλων δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια εορτών των οποίων η κορύφωση λάμβανε χώρα αλλού. Οι σημαντικότερες τελετές που τελούνταν στην Αγορά της Αθήνας είναι οι εξής:
1. Εορτή προς τιμήν του Ηφαίστου και λαμπαδηδρομία
Τα Ηφαίστεια τελούνταν στο ιερό του Θεού. Η ημερομηνία της εορτής στο Αθηναϊκό ημερολόγιο είναι άγνωστη. Πιθανόν να λάμβανε χώρα κατά τον τελευταίο μήνα της άνοιξης, το Μουνιχιώνα (μέσα Απριλίου – μέσα Μαΐου). Κύρια πηγή γνώσης για την εορτή αποτελεί μια αποσπασματική επιγραφή του 422 π.Χ., που αφορά την αναδιοργάνωσή της. Οι σημαντικότερες εκδηλώσεις που σχετίζονται με την εορτή αυτή είναι οι διθυραμβικοί χοροί προς τιμήν του Θεού, η λαμπαδηδρομία και η πομπή προς το ιερό, που κορυφωνόταν με τη θυσία μεγάλου αριθμού αιγοειδών. Η θέση της συγκεκριμένης αγωνιστικής τελετής στην εορτή δικαιολογείται από το ρόλο του Ηφαίστου ως Θεότητας της φωτιάς.
2. Τελετές κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Παναθηναίων
Η εορτή των Παναθηναίων τελούνταν κατά τη διάρκεια του Εκατομβαιώνα, πρώτου μήνα του Αθηναϊκού ημερολογίου, το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου – μέσα Αυγούστου). Η πομπή τελούνταν στις 28 του μήνα, ημέρα των γενεθλίων της Θεάς. Κάθε τέσσερα χρόνια όμως, ξεκινώντας από την αναδιοργάνωση της εορτής το 566 π.Χ. από τον επώνυμο άρχοντα Ιπποκλείδη, τελούνταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα τα Μεγάλα Παναθήναια, που περιλάμβαναν τότε θρησκευτικές τελετουργίες και αθλητικούς αγώνες.
Η εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων αφορά ιδιαίτερα την Αγορά της Αθήνας, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα της πομπής διέτρεχε το εμπορικό και διοικητικό κέντρο της πόλης, μέσω της λεγόμενης Παναθηναϊκής Οδού. Επιπροσθέτως, μια σειρά αθλητικών και μουσικών αγώνων, καθώς και δευτερεύοντα επεισόδια κατά τη διάρκεια της πομπής αφορούν κτήρια και σημεία της Αγοράς. Ταυτόχρονα, πρόκειται με ασφάλεια για το πλέον μαρτυρημένο θρησκευτικό γεγονός που συνδέεται με την Αγορά, αλλά και την καλύτερα γνωστή εορτή του Αθηναϊκού κράτους. Στοιχεία για την εορτή είναι γνωστά από την Αρχαϊκή ως τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Η εορτή αποκτά ιδιαίτερη λαμπρότητα κατά τη διάρκεια της αρχής των γιων του Πεισιστράτου, και ιδιαίτερα του Ιππάρχου (527 – 514 π.Χ.), και αργότερα την περίοδο του Περικλή, που ως αθλοθέτης το 442 π.Χ. έχτισε το Ωδείο. Την ίδια περίπου εποχή η παναθηναϊκή πομπή απεικονίστηκε στην ιωνική ζωφόρο του Παρθενώνα. Ιδιαίτερη λαμπρότητα όμως είχε η εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων και κατά την Ελληνιστική περίοδο, με τη συμμετοχή ακόμη και βασιλέων από τα Ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής. Η διάρκεια της εορτής είναι άγνωστη. Με βάση τις τελετές και τους διάφορους αγώνες, πρέπει να υπολογίσει κανείς τουλάχιστον τρεις ημέρες.
Κατά πάσα πιθανότητα όμως χρειαζόταν μία ολόκληρη εβδομάδα για την ολοκλήρωση όλων των αγωνισμάτων. Σε πρόσφατη μελέτη υποστηρίχθηκε ότι η εορτή με τα μεθεόρτια πρέπει να κρατούσε 8 ημέρες, από τις 23 ως τις 30 του μήνα, διάστημα κατά το οποίο η εκκλησία του δήμου δε φαίνεται να συνεδριάζει. Το 2ο αιώνα μ.Χ., σύμφωνα με το ρήτορα Αίλιο Αριστείδη, η διάρκεια της εορτής ήταν τετραήμερη. Μήνες πριν, η πόλη έστελνε σε όλες τις Ελληνικές πόλεις της Ελλάδας, της Ασίας και της Ιταλίας, ειδικούς αγγελιαφόρους, τους σπονδοφόρους, για να καλέσουν τους Έλληνες να συμμετάσχουν. Στην Ελληνιστική περίοδο, οι αγγελιαφόροι ταξίδευαν ως τον Περσικό κόλπο και τη Βόρεια Αφρική.
Η εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων, όπως και κάθε άλλη μεγάλη εορτή, περιλάμβανε την πομπή, που κατέληγε στο ιερό της θεάς και στη θυσία εκατοντάδων σφαγίων. Σημαντικό στοιχείο της πομπής όμως ήταν και η περιφορά του πέπλου ως την Ακρόπολη, όπου και έντυνε το ξόανο της Θεάς που φυλασσόταν στο Ερέχθειο. Το φόρεμα της Θεάς ήταν έτσι και αλλιώς ένα μοναδικό, εξαιρετικό αντικείμενο, που ύφαιναν οι εργαστίναι (εργάτριες), οι οποίες ανήκαν στις αριστοκρατικότερες οικογένειες της πόλης. Το υφάδι στηνόταν από τις ιέρειες και τις αρρηφόρους εννέα μήνες πριν, κατά τη διάρκεια της εορτής των Χαλκείων.
Ο μάλλινος πέπλος ήταν ιστορημένος, δηλαδή διακοσμημένος, με θέματα από τη γιγαντομαχία (μάχη Γιγάντων και Ολύμπιων Θεών για την εξουσία), και ιδιαίτερα τη μάχη της Αθηνάς με τον Εγκέλαδο. Είχε ζωηρά χρώματα (μπλε και κίτρινο αναφέρουν οι πηγές) και αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού. Κάθε τέσσερα χρόνια ανανεωνόταν. Με την κατασκευή του κολοσσιαίου αγάλματος της Θεάς, ο πέπλος απέκτησε τεράστιες διαστάσεις και πήρε θέση ιστίου ενός μεγάλου πλοίου τοποθετημένου σε ρόδες, με πλήρωμα ιερείς και ιέρειες με χρυσά και πολύχρωμα στεφάνια. Το άρμα – πλοίο συρόταν από το Δίπυλο ως το Ελευσίνιο.
Σε εκείνο το σημείο ο πέπλος κατέβαινε και μεταφερόταν στα χέρια ως το ιερό της Αθηνάς στην Ακρόπολη, ενώ το άρμα – πλοίο φυλασσόταν στον Άρειο Πάγο, όπου το είδε ο Παυσανίας καθ’ οδόν προς την Ακρόπολη. Η τελετή αυτή μαρτυρείται στον 4ο αιώνα π.Χ. και πιθανόν να μην αποτελούσε τμήμα των κλασικών Παναθηναίων. Στο κέντρο της ζωφόρου του Παρθενώνα, πάνω από την ανατολική είσοδο του ναού, απεικονίζεται ένα σύμπλεγμα πέντε μορφών: δύο μικρά κορίτσια προσεγγίζουν από τα αριστερά μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, που συνήθως ταυτίζεται με την ιέρεια της Αθηνάς. Κάθε κορίτσι έχει στο κεφάλι του ένα σκαμνί και πάνω του ένα μαξιλάρι.
Πλάτη με πλάτη με τη θεά, ένας γενειοφόρος άνδρας διπλώνει με τη συνεργασία ενός υπηρέτη το μεγάλου μεγέθους ύφασμα του πέπλου. Τα Μεγάλα Παναθήναια ήταν η καλύτερη ευκαιρία για την πόλη της Αθήνας να επιδείξει το μεγαλείο της. Ολόκληρο το σώμα των κατοίκων της, πολίτες, γυναίκες και μέτοικοι, όλων των ηλικιών, αλλά και αγήματα των συμμάχων πόλεων, συμμετείχαν στην πομπή, απολαμβάνοντας διακριτούς ρόλους. Την οργάνωση της εορτής αναλάμβαναν οι αθλοθέται, δέκα τον αριθμό. Η θητεία τους διαρκούσε 4 χρόνια, αλλά δεν είχαν καμία άλλη αρμοδιότητα. Επιλέγονταν με κλήρο, ένας από κάθε φυλή.
Ο ρόλος τους ήταν να οργανώσουν την πομπή, τους μουσικούς, γυμνικούς και ιππικούς αγώνες, να κανονίσουν τα σχετικά με την κατασκευή του πέπλου και των επάθλων και να τα προσφέρουν. Δειπνούσαν δημοσία δαπάνη στη Θόλο, αρχίζοντας τις τελικές προετοιμασίες από την 4η ημέρα του μήνα. Η πομπή κατευθυνόταν από τις εσχατιές της πόλης στο θρησκευτικό της κέντρο. Σημείο εκκίνησης, ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο, ήταν η περιοχή του Κεραμεικού εκτός του τείχους της Αθήνας, ενώ κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. οι συμμετέχοντες στην πομπή συγκεντρώνονταν στο λεγόμενο Πομπείο, όπου φυλάσσονταν και τα ιδιαίτερα εμβλήματα και αντικείμενα που ήταν απαραίτητα για την εκπλήρωση των διαφόρων τελετουργιών προς τιμήν της Θεάς.
Η πομπή εισερχόταν στην Αγορά από τη βορειοδυτική γωνία και κατόπιν έστριβε προς τα Ν-ΝΑ, διασχίζοντας το φαρδύ δρόμο (10 – 20 μ.) που είναι γνωστός ως Παναθηναϊκή Οδός, ως την Ακρόπολη. Η Παναθηναϊκή Οδός πλακοστρώθηκε μόλις τη Ρωμαϊκή περίοδο. Επικεφαλής της πομπής τοποθετούνταν μαζί με τους ιερείς, οι κανηφόροι, κόρες από τις πλέον αριστοκρατικές οικογένειες, οι οποίες κουβαλούσαν στην κεφαλή το λεγόμενο κανούν, ένα καλάθι με προσφορές από σπόρους και κλαδιά. Πίσω τους περπατούσαν οι διφροφόροι, κρατώντας σκαμνιά και παρασόλια, πιθανότατα για να υπηρετούν τις κανηφόρους κατά τη διάρκεια της πομπής.
Οι κανηφόροι πρέπει να ήταν ιδιαίτερα φροντισμένες, με πλούσια ενδύματα και πολύτιμα κοσμήματα. Την εποχή του Λυκούργου το αθηναϊκό κράτος παρείχε χρυσά κοσμήματα σε 100 κανηφόρους. Στις πρώτες θέσεις της πομπής τοποθετούνταν τιμητικά και οι εργαστίνες. Επιγραφές αναφέρουν ότι μπορεί να εργάζονταν ως και 100 γυναίκες το χρόνο για την κατασκευή του πέπλου της Θεάς, αν και στη ζωφόρο του Παρθενώνα, η ομάδα αυτή αντιπροσωπεύεται από τέσσερις κόρες που βαδίζουν με άδεια χέρια. Πλάι τους συναντά κανείς κόρες που κρατούν αγγεία, καθώς και ένα λιβανιστήρι, εξαρτήματα απαραίτητα για τη θυσία.
Η ζωφόρος του Παρθενώνα τονίζει ιδιαίτερα την παρουσία των νέων έφιππων Αθηναίων και των γενειοφόρων πάνοπλων ανδρών πάνω σε τέθριππα άρματα. Κατά τη διάρκεια της πομπής, στο κέντρο της Αγοράς, έδιναν μια ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη παράσταση, κατεβαίνοντας από το άρμα που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η άσκηση ονομάζεται αποβατικός αγών και οι συμμετέχοντες αποβάτες. Εναλλακτικά έχει προταθεί η άποψη ότι οι αποβάτες απλώς συνδύαζαν τη μεταφορά με άρμα με τον ένοπλο δρόμο, δηλαδή σε κάποιο σημείο της διαδρομής (στο Ελευσίνιο) κατέβαιναν από το άρμα και συνέχιζαν να τρέχουν ως το σημείο τερματισμού πεζοί.
Σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες, το αγώνισμα αυτό τελούνταν ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα ιππικά αγωνίσματα στο χώρο της Αγοράς. Οι γραπτές πηγές σχετικά με την πομπή πάντως εστιάζουν περισσότερο σε πεζοφόρα τμήματα που παρελαύνουν παρά σε έφιππους και σε άρματα. Στην πομπή συμμετείχαν και οι γέροντες, οι λεγόμενοι θαλλοφόροι, οι οποίοι επιλέγονταν με κριτήριο την ομορφιά τους. Αυτοί πορεύονταν κρατώντας χλωρά κλαδιά, μάλλον από τις ελιές της Αθηνάς. Οι μη Αθηναίοι πολίτες, οι μέτοικοι, λάμβαναν μέρος και αυτοί. Οι νεότεροι, εφόσον δεν είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν ανάμεσα στα ένοπλα τμήματα της πορείας, μετέφεραν δίσκους με προσφορές, φορώντας πορφυρά ενδύματα.
Είναι οι λεγόμενοι σκαφηφόροι. Οι δίσκοι, από ασήμι ή χαλκό, ήταν περιουσία του κράτους. Περιείχαν γλυκίσματα και κυψέλες. Οι κόρες των μετοίκων μετέφεραν αγγεία για νερό, ενώ οι απελεύθεροι δούλοι και άλλοι βάρβαροι κρατούσαν κλαδιά βελανιδιάς. Όσο για τους συμμάχους και τους Αθηναίους αποίκους και κληρούχους, συμμετείχαν στην πομπή με αντιπροσωπεία η οποία πρόσφερε στη θεά έναν ταύρο και μια πανοπλία. Οι σύμμαχοι υποχρεώθηκαν από νόμο του 426 – 425 π.Χ. να συμμετέχουν. Στον 4ο αιώνα π.Χ., φαίνεται πως μόνο οι άποικοι των Αθηνών συμμετείχαν στην πομπή.
Η πομπή δεν ακολουθούσε μια ευθύγραμμη πορεία προς την Ακρόπολη, αλλά σταματούσε σε αρκετά σημεία της Αγοράς, σε ιερά και βωμούς, για την τέλεση χορών και προσφορών. Το γεγονός αυτό αναφέρεται από τον Ξενοφώντα, για τον ύστερο 5ο – πρώιμο 4ο αιώνα π.Χ., αλλά δεν είναι επακριβώς γνωστά όλα τα σημεία που γίνονταν στάσεις. Η κατάληξη της πομπής στην Ακρόπολη ακολουθούνταν από θυσία στο βωμό μπροστά στον Παρθενώνα, τουλάχιστον από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Στα 425 π.Χ. περίπου, ο αριθμός των σφαγίων ήταν τεράστιος, αν σκεφθεί κανείς μόνο τις 400 αποικίες και τις συμμάχους πόλεις που συμμετείχαν υποχρεωτικά στην εορτή.
Η ίδια η πόλη ξόδευε ένα αρκετά μεγάλο ποσό για τη θυσία μεγάλου αριθμού βοδιών και αγελάδων. Εξάλλου, έχει υποστηριχθεί βάσιμα η άποψη ότι το όνομα του μήνα προέρχεται από τα 100 σφάγια που προσφέρονταν στη θεά κατά τη διάρκειά του. Το κρέας τεμαχιζόταν και μοιραζόταν αρχικά στους αξιωματούχους και στα σημαντικότερα τμήματα της πομπής (κανηφόροι), ενώ το υπόλοιπο μαγειρευόταν και προσφερόταν στο λαό, όχι όμως στην Ακρόπολη, αλλά στον Κεραμεικό, όπου είχε αρχίσει η πομπή. Η φωτιά αναβόταν από το δαυλό του νικητή μιας αξιοπερίεργης λαμπαδηδρομίας. Ξεκινούσε από το βωμό του Έρωτα στην Ακαδημία, έξω από το Δίπυλο, και μάλλον τερμάτιζε στην αρχή της ανηφόρας της Ακρόπολης.
Η συνολική απόσταση ήταν περίπου 3 χλμ., γι’ αυτό και αποκαλείται από κάποιους συγγραφείς ο «μακρός δρόμος». Ο νικητής του αγωνίσματος έπαιρνε μια υδρία και 30 δρχ. Το έθιμο ανάγεται πιθανόν στην εποχή του Πεισιστράτου, που έχτισε το συγκεκριμένο βωμό. Οι αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν αρχικά στο χώρο της Αγοράς, προτού μεταφερθούν, γύρω στο 330 π.Χ., στο στάδιο που έχτισε ο Λυκούργος στην περιοχή του Ιλισού. Στο βόρειο τμήμα της Αγοράς έχει ανακαλυφθεί η θεμελίωση ενός σημείου εκκίνησης, με θέσεις για 10 δρομείς, που έτρεχαν κατά μήκος της Παναθηναϊκής Οδού (που για αυτό το λόγο αποκαλούνταν επίσης και δρόμος).
Εκατέρωθεν της οδού έστηναν οι νικητές (φυλές ή άτομα) αναθήματα που μνημόνευαν τις νίκες τους στα Παναθήναια (ακόμη και αν τα αγωνίσματα λάμβαναν χώρα στο Στάδιο, το Ωδείο ή τον Ιππόδρομο, δηλαδή εκτός Αγοράς). Περιλάμβαναν τα εξής αγωνίσματα: το στάδιο (αγώνα δρόμου), το πένταθλο (δίσκος, ακόντιο, άλμα, δρόμος, πάλη), την πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιο. Υπήρχαν τρεις ηλικιακές κατηγορίες: αγόρια, αγένειοι νέοι, άνδρες. Επίσης, πιθανόν από τον 4ο αιώνα π.Χ. να υπήρχε και ο δρόμος των οπλιτών. Οι ιππικοί αγώνες αποτελούσαν ακόμη ένα σημαντικό αγωνιστικό στοιχείο της εορτής, στην οποία η παρουσία έφιππων νέων, όπως τουλάχιστον μαρτυρά η ζωφόρος των Παναθηναίων, ήταν ιδιαίτερα τονισμένη.
Χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που ήταν ανοικτοί σε όλους και όσους που προορίζονταν μόνο για τους Αθηναίους πολίτες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ο αγώνας αναβατών και οι αγώνες συνωρίδων και τεθρίππων, σε δύο υποκατηγορίες, για άλογα και πουλάρια. Τα αγωνίσματα που απευθύνονταν αποκλειστικά στους Αθηναίους, τα λεγόμενα πολεμιστήρια, περιλάμβαναν τον αποβατικό αγώνα, τον ακοντισμό αφ’ ίππου, κούρσα με στρατιωτική ενδυμασία σε άρμα και άλογο, και πομπή με συνωρίδα. Ένα ιδιαίτερο αγώνισμα ήταν μια ψεύτικη μάχη ιππικού, η «αντιππασία». Τα περισσότερα από αυτά τελούνταν στον ιππόδρομο της Αθήνας, που από τον 5ο αιώνα π.Χ. βρισκόταν κάπου στο Νέο Φάληρο.
Τα ομαδικά αθλήματα, στα οποία διαγωνίζονταν οι δέκα φυλές της Αττικής, είχαν επίσης ιδιαίτερη θέση στο αθλητικό πρόγραμμα των Μεγάλων Παναθηναίων. Κυριότερο ήταν το αγώνισμα του πυρριχίου, δηλ. του ένοπλου χορού που χόρεψε για πρώτη φορά η Αθηνά για να γιορτάσει τη νίκη των θεών επί των Τιτάνων. Και εδώ υπήρχαν οι τρεις ηλικιακές κατηγορίες που συναντάμε στα ατομικά αθλήματα. Το επόμενο άθλημα ήταν αυτό της ευανδρίας, ένα είδος καλλιστείων για αγόρια, μια αποκλειστικά Αθηναϊκή ιδιαιτερότητα. Κάθε φυλή συμμετείχε με μια ομάδα απαρτιζόμενη από τους πιο εντυπωσιακούς της νέους. Το ύψος και η σωματική δύναμη, καθώς και η ομορφιά, έπαιζαν σημαντικό ρόλο.
Η λεμβοδρομία τελούνταν μάλλον στον Πειραιά, και συγκεκριμένα από το κύριο λιμάνι ως το λιμάνι της Μουνιχίας. Η εορτή περιλάμβανε, από την εποχή του Ιππάρχου, ραψωδικούς αγώνες, με το διαγωνισμό των ραψωδών στην από στήθους απαγγελία ραψωδιών από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ο κάθε ραψωδός έπρεπε να συνεχίσει από εκεί που σταματούσε ο προλαλήσας, έτσι ώστε κατά τη διάρκεια του αγώνα να ακουστεί ολόκληρο το έπος. Οι μουσικοί αγώνες ήταν επίσης ιδιαίτερα σημαντικοί. Από το 442 π.Χ. όμως, όταν ο Περικλής ίδρυσε το Ωδείο που είναι γνωστό με το όνομά του, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, όλοι οι καλλιτεχνικοί αγώνες μεταφέρθηκαν εκεί.
Παλαιότερα όμως τελούνταν στην Αγορά, περίπου στο μέσο της μεγάλης πλατείας, σε ένα σημείο που αποκαλείται ορχήστρα. Έχουν βρεθεί οπές στις οποίες έμπαιναν οι πάσσαλοι που στήριζαν τις ξύλινες κερκίδες, τα λεγόμενα ικρία. Τραγικές παραστάσεις παρουσιάζονταν, υπό τη μορφή τετραλογιών, στο Θέατρο του Διονύσου. Για τα έπαθλα πολύτιμες πληροφορίες παρέχουν επιγραφές και οι λεγόμενοι Παναθηναϊκοί αμφορείς. Πρόκειται για τα έπαθλα των αγώνων, αμφορείς πήλινοι, διακοσμημένοι με τη μελανόμορφη τεχνική, γεμάτοι λάδι από τις ιερές ελιές της Αττικής στον Ελαιώνα, οι οποίες σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από την πρώτη ελιά που φύτεψε η ίδια η Αθηνά στην Αττική.
Μόνο οι μουσικοί λάμβαναν διαφορετικό έπαθλο. Οι κιθαρωδοί έπαιρναν χρυσοποίκιλτα στεφάνια αγριελιάς και χρηματικά έπαθλα. Αναλόγως με τη θέση κατάταξης στο διαγωνισμό, ποίκιλλαν η αξία του στεφανιού και το ύψος του χρηματικού ποσού. Οι αυλωδοί έπαιρναν κάπως χαμηλότερης αξίας έπαθλα και χρηματικά ποσά, ενώ στους μονωδούς άρπας και αυλού δίνονταν μόνο στεφάνια. Οι δύο πρώτοι νικητές των αθλητικών αγώνων λάμβαναν έπαθλα που κυμαίνονταν από 60 ως 5 αμφορείς. Στα ιππικά αγωνίσματα τα έπαθλα ήταν μεγαλύτερα. Στα ομαδικά αγωνίσματα έπαθλο έπαιρνε μόνο η νικήτρια ομάδα.
Στον πυρρίχιο και στο διαγωνισμό της ευανδρίας η νικήτρια ομάδα έπαιρνε ένα βόδι και 100 δρχ. Την εποχή του Αριστοτέλη, οι διαγωνιζόμενοι της νικήτριας ομάδας στην ευανδρία λάμβαναν και μία ασπίδα. Σύμφωνα με μια πρόσφατη θεωρία, το πρόγραμμα της εορτής ήταν το εξής:
  • 1η ημέρα: Μουσικοί και ραψωδικοί αγώνες
  • 2η ημέρα: Αθλητικοί αγώνες αγοριών και αγένειων νέων
  • 3η ημέρα: Αθλητικοί αγώνες ανδρών
  • 4η ημέρα: Ιππικά αγωνίσματα
  • 5η ημέρα: Ομαδικά αγωνίσματα ανά φυλή
  • 6η ημέρα: Λαμπαδηδρομία και παννυχίδα (ολονυκτία). Πομπή και θυσία
  • 7η ημέρα: Αγώνας αποβατών και λεμβοδρομία
  • 8η ημέρα: Βραβεία, εορτασμοί
Δεν υπήρχαν θεωρεία ή κερκίδες, πλην ενός περιορισμένου τμήματος στη θέση όπου τον 4ο αιώνα π.Χ. ανεγέρθηκε ο Ναός του Πατρώου Απόλλωνος. Στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., ο φιλομακεδόνας πολιτικός Δημήτριος, απόγονος του Δημητρίου Φαληρέως, ανέγειρε ένα βάθρο ψηλότερο από τη Στοά των Ερμών, προκειμένου να μπορέσει η Κορίνθια εταίρα που ήταν ερωμένη του να παρακολουθήσει την πομπή των Παναθηναίων, γεγονός που προκάλεσε αγανάκτηση.
3. Συνάθροιση των υποψήφιων μυστών των Ελευσινίων Μυστηρίων
Τα Μεγάλα Μυστήρια της Ελευσίνας ήταν μία από τις μεγαλύτερες εορτές του Αθηναϊκού κράτους. Τελούνταν στα μέσα του μήνα Βοηδρομιώνα, στο τέλος του καλοκαιριού. Την εορτή σηματοδοτούσε μια κεντρόφυγος πομπή, αφού ένωνε το άστυ με την εσχατιά της επικράτειας της πόλης, δηλ. το δήμο της Ελευσίνας. Στο χώρο πάνω από την Αγορά, πιθανόν ήδη από τον ύστερο 6ο αιώνα π.Χ., είχε δημιουργηθεί ένα ιερό το οποίο ήταν αφιερωμένο στις δύο Θεές της Ελευσίνας, τη Δήμητρα και την Κόρη, το Ελευσίνιο της πόλης. Εκεί μεταφέρονταν από το ιερό της Ελευσίνας ιερά αντικείμενα, προκειμένου κατά τη διάρκεια της μεγάλης πομπής να επανατοποθετηθούν στην αρχική τους θέση.
Από τον 4ο αιώνα π.Χ. και εξής, οι έφηβοι της πόλης πήγαιναν στις 13 στην Ελευσίνα, διανυκτέρευαν σε ένα προάστιο της Αθήνας και επέστρεφαν στις 14, συνοδεύοντας τις ιέρειες με τα «ιερά πράγματα» μέσα σε στρογγυλά κουτιά, που ονομάζονταν κίσται, δεμένα με κόκκινες κορδέλες. Καταλήγοντας στο Ελευσίνιο, ο αξιωματούχος με τον τίτλο «φαιδυντής (καθαριστής) των δύο θεών» ανέβαινε στην Ακρόπολη προκειμένου να αναγγείλει στην ιέρεια της Αθηνάς ότι τα «ιερά πράγματα» είχαν φθάσει με ασφάλεια στην πόλη. Πιθανόν να διέτρεχαν την Αγορά της Αθήνας σε πομπή, κάτι τέτοιο όμως δεν αναφέρεται από τις πηγές μας.
Η εορτή των Μεγάλων Μυστηρίων ξεκινούσε την επομένη, στις 15 του Βοηδρομιώνος, με την τελετή που είναι γνωστή ως αγυρμός (συγκέντρωση). Ο άρχων βασιλέας, ο ανώτερος θρησκευτικός άρχοντας της Αθήνας, που είχε το γενικό πρόσταγμα της εορτής των Ελευσινίων Μυστηρίων, καλούσε το δήμο σε εορταστική συνάθροιση στην Ποικίλη Στοά, όπου παρουσία των σημαντικότερων αξιωματούχων του Ελευσινίου ιερού, του δαδούχου και του ιεροφάντη, γινόταν η επίσημη τελετή προκήρυξης της εορτής των Μυστηρίων.
Όσοι επιθυμούσαν να μυηθούν συγκεντρώνονταν εκεί και ακολουθούσε η «πρόρρησις», μια διαδικασία που αποτελούσε, μετά την Κλασική περίοδο, καθήκον ενός ειδικού αξιωματούχου, του ιεροκήρυκα, ο οποίος προερχόταν από το ιερό γένος των κηρύκων. Με την πρόρρηση, που είχε συνταχθεί από τους δύο ανώτατους αξιωματούχους του Ελευσινίου ιερού, καλούνταν οι υποψήφιοι για μύηση να παρουσιαστούν. Το περιεχόμενο της πρόρρησης δεν είναι ακριβώς γνωστό. Απαγόρευε τη συμμετοχή σε όσους δεν είχαν καθαρά χέρια, δηλαδή είχαν χύσει ανθρώπινο αίμα ή ήταν υπαίτιοι ιεροσυλίας. Συμμετείχαν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, ελεύθεροι και δούλοι, αλλά αποκλείονταν οι βάρβαροι.
Οι συμμετέχοντες έπρεπε εξάλλου να γνωρίζουν Ελληνικά, ώστε να καταλαβαίνουν τους ιερούς λόγους που θα επαναλάμβαναν κατά τη διάρκεια της μύησης. Στους ύστερους χρόνους πάντως γίνονταν δεκτοί όλοι οι Ρωμαίοι πολίτες. Επίσης, οι υποψήφιοι μύστες έπρεπε να μην έχουν το κακό στην ψυχή τους και να έχουν ζήσει σύμφωνα με την ανθρώπινη και τη Θεϊκή δικαιοσύνη. Όσοι δεν ικανοποιούσαν αυτούς τους όρους καλούνταν να απόσχουν από τη μύηση. Ασφαλώς περισσότερο ο φόβος της ιεροσυλίας παρά η έρευνα των αρχών ήταν συνθήκη ικανή για να αποκλείσει τους ανεπιθύμητους. Αναφέρεται ότι και κάποιοι επώνυμοι, όπως ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, αποκλείστηκαν από τη διαδικασία.
Είναι πιθανό στο σημείο εκείνο να γινόταν κάποιου είδους καταγραφή των υποψηφίων, οι οποίοι έπρεπε να αποδείξουν ότι είχαν προηγουμένως μυηθεί στα Μικρά Μυστήρια, που τελούνταν στο ιερό εν Άγραις, στις όχθες του Ιλισού. Τους ζητούσαν επίσης να καταβάλουν την εισφορά τους για τη μύηση, που στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. έφθανε στο ποσό των 15 Αττικών δραχμών, κάτι που αντιστοιχεί με 15 μεροκάματα ανειδίκευτου εργάτη. Οι υποψήφιοι έπρεπε επίσης να πληρώνουν ένα ποσό ημερησίως, κατά τη διάρκεια της εορτής, σε όλους τους εμπλεκόμενους αξιωματούχους και στους μυσταγωγούς, τους προσωπικούς ξεναγούς του κάθε μύστη, που τον συνόδευαν στις τελετές και προέρχονταν από τα δύο ιερά γένη, στους κήρυκες και στους ευμολπίδες.
Οι μυσταγωγοί ήταν προφανώς επιφορτισμένοι με το καθήκον να καθοδηγήσουν τους υποψήφιους μύστες στις θυσίες και τις τελετουργικές πράξεις που έπρεπε να κάνουν για να προετοιμαστούν για τη μύηση. Το ποσό που συγκεντρωνόταν ήταν ιδιαίτερα υψηλό: μια επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ. αναφέρει ότι έπρεπε να παραδοθεί στην ιέρεια των δύο θεών ποσό άνω των 15.000 δρχ., προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα της εορτής. Το υπόλοιπο ποσό που συγκέντρωναν οι αξιωματούχοι προφανώς το μοιράζονταν μεταξύ τους. Μπορούμε να φανταστούμε ότι οι υποψήφιοι για μύηση ήταν τουλάχιστον 1.000 άτομα τη φορά.
Στη συνέχεια επιτρεπόταν στους υποψήφιους να εισέλθουν στο Ελευσίνιο και να δουν τα «ιερά πράγματα», αφού προηγουμένως έπλεναν τα χέρια τους με καθαγιασμένο νερό σε ένα λουτήριο έξω από το ιερό. Την επόμενη ημέρα, οι μύστες οργάνωναν μια πομπή που κατευθυνόταν στη θάλασσα του Φαλήρου, προκειμένου να καθαρθούν με θαλασσινό νερό και να καταναλώσουν κρέας χοίρου που ήταν το ιερό ζώο της Δήμητρας. Οι υπόλοιπες τελετές της εορτής δεν αφορούσαν το χώρο της Αγοράς.
Η χρήση της Αγοράς και της Ποικίλης Στοάς κατά τη διάρκεια του αγυρμού δείχνει να έχει πρακτική παρά θρησκευτική σημασία, καθώς ήταν το πιο πρόσφορο σημείο για τη συγκέντρωση ενός τόσο μεγάλου πλήθους, βρισκόταν κοντά στην έδρα του άρχοντα βασιλέα, τη Βασίλειο Στοά, και ήταν σχετικά εύκολα προσβάσιμη από το Ελευσίνιο της πόλης, που βρίσκεται ακριβώς πάνω από την Αγορά.
4. Εορτή του Διός Σωτήρος
Η εορτή αυτή ήταν η τελευταία του Αττικού έτους και λάμβανε χώρα την τελευταία μέρα του Σκιροφοριώνα. Περιλάμβανε θυσία στο άγαλμα του Δία, ενδεχομένως στην Αγορά, μπροστά από τη Στοά του Δία. Σε αυτή τη θυσία έπαιρναν μέρος όλοι οι αξιωματούχοι της πόλης, με επικεφαλής τον άρχοντα βασιλέα. Συνακόλουθα, κάθε διοικητική δραστηριότητα, καθώς επίσης και η λειτουργία των δικαστηρίων, έπαυαν την ημέρα εκείνη. Δεν είναι γνωστό όμως αν στην εορτή συμμετείχε και ο λαός της Αθήνας ή αν αφορούσε μόνο τους αξιωματούχους που έπρεπε να παραλάβουν ή να παραδώσουν την αρχή (συμπεριλαμβανομένων των 500 βουλευτών).
Ήταν κατ’ ουσίαν η εναρκτήρια τελετή του νέου έτους, έκφραση ευγνωμοσύνης της πόλης προς το Δία για την προστασία του κατά τη διάρκεια του παρελθόντος έτους και έκφραση της προσδοκίας για τη συνέχιση της ευημερίας της πόλης κατά το επόμενο έτος. Η πρωιμότερη αναφορά στην ιεροτελεστία αυτή βρίσκεται σε ένα λόγο του Λυσία που χρονολογείται στο 382 π.Χ.
5. Αγώνας οινοποσίας και ιερός γάμος κατά τη διάρκεια των Ανθεστηρίων
Τα Ανθεστήρια εορτάζονταν κατά τη διάρκεια του μήνα Ανθεστηριώνα, από τις 11 ως τις 13, διάστημα που αντιστοιχεί περίπου με το τέλος του Φλεβάρη. Η εορτή περιλάμβανε διάφορες δραστηριότητες σε αρκετά σημεία της πόλης, το επίκεντρο όμως των εορτασμών ήταν το ιερό του Διονύσου εν Λίμναις, στην περιοχή της όχθης του Ιλισού. Η εορτή αποτελούσε συνδυασμό οικιακών και δημόσιων δραστηριοτήτων. Στις δεύτερες αξίζει να αναφέρει κανείς τις δύο τελετές που γεωγραφικά σχετίζονταν με την Αγορά της Αθήνας.
Η πρώτη, με την ονομασία Χόες, λάμβανε μέρος τη δεύτερη ημέρα της εορτής στο Θεσμοθετείον, δηλ. την έδρα των αξιωματούχων που ήταν γνωστοί ως θεσμοθέται, το οποίο πρόσφατα ο Camp ταύτισε με τη Στοά του Διός Ελευθερίου. Επρόκειτο για έναν αγώνα οινοποσίας, οι συμμετέχοντες, υπό την αιγίδα του άρχοντα βασιλέα, έπρεπε να πιουν απνευστί το περιεχόμενο ενός χου άκρατου οίνου (περίπου 3,2 λίτρα), καθισμένοι μόνοι σε ένα τραπέζι. Ο νικητής λάμβανε ως έπαθλο έναν ασκό κρασί (όπως ο Δικαιόπολις στους Αχαρνείς του Αριστοφάνη). Η τελετή πραγματοποιούνταν σε κλειστό χώρο. Αντίθετα, ο ιερός γάμος, ήταν ένας συνδυασμός τελετών σε ανοικτό και κλειστό χώρο.
Ο ιερός γάμος ήταν η μυστική ένωση του Θεού Διονύσου με τη Βασιλίννα, τη σύζυγο του άρχοντα βασιλέα. Λάμβανε χώρα στο Βουκόλειον, ένα κτήριο που δεν έχει ταυτιστεί με ακρίβεια αλλά βρισκόταν κοντά στην Αγορά. Η τελετή όμως περιλάμβανε και την πομπή η οποία συνόδευε τη Βασιλίννα ως νύφη του Θεού στο Βουκόλειον, από το ιερό του Διονύσου. Η πομπή ενδεχομένως να διέσχιζε την Αγορά.
ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ
Ο χώρος της Αγοράς, εκτός από θρησκευτικό, διοικητικό και πολιτικό κέντρο, παρέμενε πρώτα από όλα σημείο συνάθροισης των πολιτών για εμπορικούς, επαγγελματικούς και ψυχαγωγικούς λόγους. Είναι πάντως εξαιρετικά δύσκολο να ανασυστήσει κανείς την πολυάσχολη ατμόσφαιρα που θα επικρατούσε στο χώρο της Αγοράς από τα χαράματα, όταν συνέρρεαν οι χωρικοί με τα ζώα και τα λαχανικά τους, για να εγκατασταθούν σε πρόχειρους πάγκους στον υπαίθριο χώρο, και αργότερα, κατά την Ελληνιστική περίοδο, στα καταστήματα που φιλοξενούσαν στο πίσω μέρος τους οι μεγάλες Στοές. Μια εικόνα από την ποικιλία των εδεσμάτων και των προϊόντων που προσφέρονταν μας παρέχουν οι κωμικοί ποιητές.
Οι οποίοι είχαν διαρκώς στο στόχαστρο όσους ασχολούνταν με το εμπόριο. Μάλιστα, όταν η πόλη αναγκάστηκε να φιλοξενήσει στο εσωτερικό της χιλιάδες πρόσφυγες από την Αττική, που διέφευγαν από τους Λακεδαιμονίους (431 π.Χ.), η φτώχεια ανάγκασε πολλές γυναίκες να στραφούν και αυτές στο εμπόριο, πουλώντας λαχανικά, βότανα, ψωμί ή εργόχειρα. Απαραίτητοι για την τέλεση των εμπορικών δραστηριοτήτων ήταν οι αργυραμοιβοί, οι οποίοι καθισμένοι σε μικρά τραπέζια και εφοδιασμένοι με ζυγαριές και με την πείρα τους επιβεβαίωναν ότι τα νομίσματα που κυκλοφορούσαν στο χώρο της Αγοράς δεν ήταν κίβδηλα και αστραπιαία μετέτρεπαν την αξία τους σε αντιστοιχία με το νόμισμα των Αθηνών.
Η Αθήνα υπερηφανεύεται για την ανακάλυψη της εμπορικής πίστης και για την εγκαθίδρυση του πρώτου δικτύου τραπεζιτών, στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Αρχικά οι τραπεζίτες ήταν δούλοι ή απελεύθεροι, γρήγορα όμως, χάρη στις κολοσσιαίες περιουσίες που συγκέντρωσαν, ανέβηκαν την κλίμακα των κοινωνικών τάξεων. Σε παρακείμενα κτήρια το Αθηναϊκό κράτος φρόντιζε να φυλάττει τα απαραίτητα εργαλεία για την άσκηση του συγκεντρωτικού ελέγχου επί των οικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων που συνηθιζόταν να λαμβάνουν χώρα στην Αγορά. Τα επίσημα μέτρα και σταθμά που ήταν σε ισχύ στην πόλη καθορίζονταν με ακρίβεια από το κράτος και απαγορευόταν αυστηρά κάθε παρέκκλιση από αυτά.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών έχουν βρεθεί πάμπολλα χάλκινα και πήλινα αντικείμενα, που συνήθως επιγράφονται με τα αρχικά γράμματα της λέξης ΔΕΜΟΣΙΟΣ και αποτελούν μονάδες μέτρησης χωρητικότητας. Οι αξιωματούχοι οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με τη διαφύλαξη των επίσημων μέτρων και σταθμών ήταν οι μετρονόμοι. Εκλέγονταν δέκα άτομα κάθε έτος με κλήρωση, 5 για το άστυ και 5 για τον Πειραιά. Τα επίσημα μέτρα και σταθμά κατασκευάζονταν από ένα δημόσιο δούλο και αντίγραφά τους φυλάσσονταν τόσο στο άστυ όσο και στον Πειραιά.
Εκατοντάδες χάλκινα νομίσματα έχουν βρεθεί στη λεγόμενη Νότια Στοά Ι, ένα ταπεινό σχετικά κτήριο του 5ου αιώνα π.Χ., που διατηρήθηκε ως τα μέσα της Ελληνιστικής περιόδου και πιστεύεται ότι στέγαζε από τον 4ο αιώνα π.Χ. τους διαβόητους αργυραμοιβούς και τραπεζίτες. Τουλάχιστον από το 222 – 221 π.Χ. πρέπει να στέγαζε το σώμα των μετρονόμων, όπως φανερώνει το γεγονός ότι εκεί ανακαλύφθηκε η επιγραφή που αναφέρει τα διαδικαστικά της παράδοσης των μέτρων και των σταθμών από τους απερχόμενους μετρονόμους σε αυτούς που αναλάμβαναν στη θέση τους. Οι ανασκαφές στο χώρο της Αγοράς έχουν καταδείξει το τεράστιο φάσμα εμπορικών συναλλαγών που διατηρούσε η πόλη της Αθήνας.
Μετά το 460 π.Χ., όταν η μεγάλη εμπορική δύναμη μετατράπηκε σε πρωτεύουσα μιας Αυτοκρατορίας, έμποροι από όλο τον αρχαίο κόσμο συνέρρεαν στο λιμάνι της, τον Πειραιά, και από εκεί μετέφεραν τα εμπορεύματά τους στην Αγορά. Εκτός από τις κατεξοχήν εμπορικές ανταλλακτικές δραστηριότητες, η Αγορά ήταν και χώρος παροχής υπηρεσιών: εκεί έδρευαν τσαγκάρηδες, όπως ο περίφημος Σίμων, ο φίλος του Σωκράτη, του οποίου η οικία έχει ανασκαφεί στη νοτιοανατολική γωνία της Αγοράς, και κάθε λογής επαγγελματίες (κουρείς, αρωματοπώλες κτλ.). Τα καταστήματα και τα εργαστήριά τους αποτελούσαν τόπο συνάθροισης και ανταλλαγής νέων μεταξύ συνδημοτών, ατόμων από την ίδια φυλή, ή και χώρους συγκέντρωσης των φρατριών.
Αναπόφευκτα, η Αγορά ήταν και ο χώρος όπου έβρισκε κανείς κακόφημα στέκια, πορνεία και καπηλειά. Ιδιαίτερη παράμετρος στην Αγορά της Αθήνας, ήδη από την Πρώιμη εποχή του Σιδήρου (900 π.Χ.), ήταν η μεγάλη συγκέντρωση εργαστηρίων κεραμικής, χαλκουργών και μαρμαρογλυπτών. Τα απορρίμματα των εργαστηρίων αυτών έχουν ανασκαφεί, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες για τις εγκαταστάσεις τους (κλίβανοι, αποθηκευτικοί χώροι, ενταφιασμός απορριμμάτων), αλλά και για τη μακροζωία των συγκεκριμένων επιχειρήσεων στο χώρο της Αγοράς. Πράγματι, έπειτα από κάθε μεγάλη καταστροφή, τα δημόσια κτήρια που έπεφταν σε αχρηστία καταλαμβάνονταν αμέσως από βιοτεχνικές δραστηριότητες.
Η Ρωμαϊκή περίοδος έφερε τέλος στην πυρετώδη εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα στην Αγορά. Κατά τα Ρωμαϊκά πρότυπα, οι δραστηριότητες αυτές μεταφέρθηκαν στην παρακείμενη Ρωμαϊκή Αγορά, ενώ η κολοσσιαία οικοδομική δραστηριότητα των αρχών του 1ου αιώνα μ.Χ. και των μέσων του 2ου αιώνα μ.Χ., κάλυψε εξολοκλήρου τον ανοικτό χώρο στο κέντρο της Αγοράς, διαφοροποιώντας δραστικά το τοπίο του κέντρου της πόλης. Συμβολικά, οι Αρχές της πόλης συνέχισαν να ασκούν τις λειτουργίες τους στα κτήρια που είχαν οριστεί για το σκοπό αυτό αιώνες πριν, οι αποφάσεις τους όμως πλέον δεν αφορούσαν την τύχη του κόσμου, αλλά μιας μικρής επαρχιακής πόλης στο πλαίσιο της γιγάντιας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΓΟΡΑ

ΑΠΟ: ΒΕΡΟΓΚΟΥ ΜΑΡΙΑ - Απρ• 03•13

Εικόν234567890
Η αγορά, δηλαδή ο χώρος στον οποίο συγκεντρώνονταν (αγείρονταν) οι πολίτες, ήταν η καρδιά της δημόσιας ζωής της Αρχαίας Ελληνικής πόλης. Από τις μέρες της Αθηναϊκής παντοδυναμίας ως την εποχή του Αδριανού και του Όθωνα εκεί κυκλοφορούσαν το χρήμα και οι ειδήσεις. Ήταν ο ομφαλός του Αρχαϊκού Ελληνικού Πολιτισμού ενώ ειδικά, η Αθηναϊκή Αγορά, ήταν το λίκνο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε αυτό λοιπόν το σημείο της Αθήνας χτυπούσε η καρδιά της Αρχαίας Αθηναϊκής δημοκρατίας. Η Αγορά ήταν το κέντρο της πόλης και της δημόσιας ζωής, ο τόπος πολιτικών συγκεντρώσεων, η διοικητική έδρα, το μέρος όπου αποδίδονταν δικαιοσύνη και λατρεύονταν οι θεοί. Ήταν όμως και το μέρος στο οποίο γίνονταν οι εμπορικές συναλλαγές και το διαρκές στόχαστρο των κωμικών ποιητών που αρέσκονταν να αναφέρονται στο εμπόριο και στους εμπόρους.
Εικόν1234
Υπήρχε μάλιστα μια έντονη και δραστήρια ατμόσφαιρα αφού οι χωρικοί πήγαιναν από νωρίς εκεί με τα ζώα τους και τα προϊόντα τους. Η αγορά ήταν ένας χώρος ανοιχτός στον οποίο συγκεντρώνονταν κυρίως οι άντρες και απαρτίζονταν από μια μεγάλη κεντρική πλατεία με εμπορικούς πάγκους. Οι πάγκοι αυτοί ήταν ομαδοποιημένοι. Αλλού ήταν τα ψαράδικα, αλλού τα τυριά κ.τ.λ. Οι άντρες διαπραγματεύονταν την αγορά και την πώληση προϊόντων ενώ οι γυναίκες που ήταν συνήθως από ασθενή οικονομικά στρώματα ασχολούνταν με την προώθηση των προϊόντων αυτών. Χαρακτηριστικός ήταν ο νόμος του Σόλωνα που αναφέρει ότι εάν κάποιος μιλούσε άσχημα σε άντρα ή γυναίκα που εργάζονταν στην αγορά, ήταν δίκαιο να τον μηνύσουν για δυσφήμιση. Αυτό θα μπορούσε να είναι ενδεικτικό για την ύπαρξη αρνητικής διάθεσης από μια μερίδα ευκατάστατων πολιτών προς τους φτωχότερους συμπολίτες τους που εμπορεύονταν στην αγορά. Οι οικονομικές σχέσεις της αγοράς ήταν αγροτικού και βιοτεχνικού τύπου. Στο χώρο της αγοράς, παράλληλα, αναπτύχθηκαν πολυάριθμα εργαστήρια κεραμικής, χαλκοτεχνίας, μαρμαρογλυπτικής. Τα πρώτα μάλιστα έδωσαν το όνομά τους στην ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκει (Κεραμεικός).
Είναι λοιπόν θα λέγαμε το κεντρικό σημείο εξάσκησης των εμπορικών δραστηριοτήτων. Οι δραστηριότητες επιβλέπονταν από τους αγορανομούς. Οι αγορανομοί που στην αρχαιότητα θεωρούνταν αξιωματούχοι ήταν δέκα, ένας από κάθε φυλή και εκλέγονταν με κλήρο για έναν χρόνο. Ο επικεφαλής τους λεγόταν ‘’Πρέσβυς’’. Απαραίτητη όμως για τις συναλλαγές ήταν και οι ‘’αργυραμοιβοί’’. Αυτοί κάθονταν σε τραπέζια, είχαν ζυγαριές και έλεγχαν με την εμπειρία τους και τις οξυμένες αισθήσεις τους (αφή, όραση, ακοή) αν τα νομίσματα ήταν κίβδηλα ή όχι. Οι ‘’αργυραμοιβοί’’ ήταν επιβεβλημένοι λόγω της κυκλοφορίας πολλών και ανόμοιων ως προς την αξία τους νομισμάτων κατά την αρχαιότητα. Επίσης μετέτρεπαν την αξία των νομισμάτων σε αντιστοιχία με το νόμισμα των Αθηνών. Τα κίβδηλα νομίσματα τα κατέθεταν στο Μητρώο. Ήταν νομίσματα δηλαδή διαφορετικών μετάλλων.
Εικόν123456
Στις εμπορικές συναλλαγές της Αγοράς οφείλεται και ένα πρώιμο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Έτσι η Αθήνα μπορεί να υπερηφανεύεται για την ανακάλυψη της εμπορικής πίστης και την εγκαθίδρυση του πρώτου δικτύου τραπεζών. Οι πρώτοι τραπεζίτες ήταν δούλοι ή απελεύθεροι. Γρήγορα όμως αυτοί άλλαξαν κοινωνική τάξη λόγω των μεγάλων περιουσιών που συγκέντρωσαν. Υπήρχαν βέβαια και τα απαραίτητα εργαλεία τα οποία βοηθούσαν στον έλεγχο των συναλλαγών. Υπήρχαν δηλαδή επίσημα μέτρα και σταθμά που καθορίζονταν με ακρίβεια και δεν επιτρεπόταν να παρεκκλίνουν από αυτά. Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρχαν αξιωματούχοι που ήταν επιφορτισμένοι με τη διαφύλαξη των επίσημων μέτρων και σταθμών, οι ‘’μετρονόμοι’’, οι οποίοι ήταν και αυτοί κληρωτοί. Είχαν μάλιστα και βοηθούς. Τέλος υπήρχαν οι ‘’σιτοφύλακες’’ που έλεγχαν την ποιότητα του σιταριού και του κριθαριού πριν αυτό αλεστεί .Άλλοι συνακόλουθοι ασκούσαν έλεγχο και στους αρτοπώλεις.
Εκτός από ανταλλαγή προϊόντων όμως υπήρχε και παροχή υπηρεσιών στην αγορά. Εκεί είχαν την έδρα τους οι σκυτοτόμοι δηλαδή οι τσαγκάρηδες, οι κουρείς, οι αρωματοπώλεις, οι σιδηρουργοί αλλά και οι κάπηλοι. Τα καταστήματα ήταν ένας τόπος συνάντησης και ανταλλαγής ειδήσεων των συνδημοτών, των ατόμων της ιδίας φυλής και χώροι συγκέντρωσης των φατριών. Φυσικά η Αγορά ήταν και ο χώρος που έβρισκαν οι άνθρωποι κακόφημα στέκια όπως πορνεία. Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι λόγω ακριβώς αυτών των συναλλαγών της Αγοράς η Αθήνα μετατράπηκε από μια μεγάλη εμπορική δύναμη, σε αυτοκρατορία μετά το 460 π.Χ. Όλα αυτά αποδεικνύονται από τις ανασκαφές. Η παρακμή της εντοπίζεται στη Ρωμαϊκή περίοδο όπου η πυρετώδης δραστηριότητα μεταφέρεται στη διπλανή Ρωμαϊκή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
● Η αγορά της Αρχαίας Αθήνας, Σύντομος Οδηγός,Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών-Αθήνα 1985
● Andrews Antony, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, Μ.Ι.Ε.Τ.-1983
● Αρχαία Αγορά της Αθήνας- Wikipedia
● Ψηφιακή Συλλογή Εικονικής Πραγματικότητας- Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας
● Αγορανόμος-Μετρονόμος- Wikipedia
● Ο έλεγχος των προϊόντων- Κέντρο Διάδοσης Επιστημών Και Μουσείου Τεχνολογίας
ΗΛΙΑΝΑ ΣΥΚΙΩΤΗ Α3