https://bilinguay.com/%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%83-%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%BD%CE%B1%CF%83-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BF%CE%B4
χ (Μνηστηροφονία):
Με ένα δεύτερο βέλος του ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο και ύστερα αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα. Παρά τις παρακλήσεις και τις προτάσεις για δώρα, εκείνος συνεχίζει. Ο Εύμαιος και ο Τηλέμαχος τού φέρνουν όπλα, ενώ ο Μελάνθιος δίνει όπλα στους μνηστήρες. Ακολουθεί μάχη και με τη βοήθεια της Αθηνάς όλοι οι μνηστήρες θανατώνονται. Μόνο στον αοιδό Φήμιο και τον κήρυκα Μέδοντα χαρίζεται η ζωή. Επιπλέον, τιμωρούνται υποδειγματικά οι υπηρέτριες που ακολούθησαν τους μνηστήρες και ο Μελάνθιος.
ψ (Oδυσσέως υπό Πηνελόπης αναγνωρισμός):ω (Σπονδαί):
Η Πηνελόπη συνεχίζει να αμφιβάλλει για την επιστροφή του άντρα της. Εκείνος όμως εμφανίζεται μετά το λουτρό του ακόμα πιο ωραίος και λαμπερός, χάρη στην επέμβαση της Aθηνάς, και διαλύει τις αμφιβολίες της Πηνελόπης με ένα μυστικό που της αποκαλύπτει για την κατασκευή του συζυγικού τους κρεβατιού. Η νύχτα ενώνει τους συζύγους, που διηγούνται τα όσα πέρασαν.
Οι ψυχές των μνηστήρων οδηγούνται στον Άδη. Το φάντασμα του Αγαμέμνονα μιλάει για τη διαφορά της Κλυταιμνήστρας από την Πηνελόπη. Ο Οδυσσέας συναντά τον πατέρα του Λαέρτη στα κτήματα. Εν τω μεταξύ οι συγγενείς των νεκρών μνηστήρων έχουν στασιάσει στην πόλη. Ξεσπάει μάχη, αλλά και πάλι η Αθηνά επεμβαίνει για μία τελευταία φορά χαρίζοντας ειρήνη και σταθερότητα.
πηγη:https://e-didaskalia.blogspot.com/2016/04/odysseia.html
Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας χ:
Μνηστηροφονία
Μνηστηροφονία
Ο Οδυσσέας, μετά την επιτυχία του, πέταξε τα ράκη και έστρεψε το τόξο εναντίον των μνηστήρων με πρώτο νεκρό τον πιο προκλητικό απ’ όλους, τον Αντίνοο. Οι μνηστήρες αναστατώθηκαν και άρχισαν να τον απειλούν, τρόμαξαν όμως όταν άκουσαν τις κατηγορίες του και κατάλαβαν ποιος ήταν. Τότε ο Ευρύμαχος ζήτησε έλεος υποσχόμενος πλούσια αποζημίωση, ο Οδυσσέας όμως αρνήθηκε κάθε συμβιβασμό και τους κάλεσε σε αναμέτρηση. Στη σύγκρουση που ακολούθησε σκοτώθηκαν ο Ευρύμαχος και ο Αμφίνομος.
Ο Οδυσσέας συνέχισε να τοξεύει, ενώ ο Τηλέμαχος φρόντισε να εφοδιάσει την τετραμελή ομάδα του με ασπίδες, δόρατα και κράνη, ξέχασε όμως την πόρτα της αποθήκης ανοιχτή. Βρήκε έτσι την ευκαιρία ο Μελάνθιος και πήρε κι αυτός δώδεκα αρματωσιές για τους μνηστήρες, και η σύγκρουση γενικεύτηκε.
Πλησίασε τότε τον Οδυσσέα η Αθηνά με τη μορφή του Μέντορα, τον ενθάρρυνε και πέταξε μετά σαν χελιδόνι στο δοκάρι της στέγης. Στους μνηστήρες έδινε θάρρος και εντολές ο Αγέλαος, η Αθηνά όμως φρόντιζε να αστοχούν οι επιθέσεις τους· κατάφεραν μόνο να τραυματίσουν εξώδερμα τον Τηλέμαχο και τον Εύμαιο. Αντίθετα, οι επιθέσεις της ομάδας του Οδυσσέα ευστοχούσαν όλες και σχεδόν τους αποτελείωσαν.
Ακολούθησαν τρεις σκηνές ικεσίας: Ο μάντης Ληώδης μάταια ικέτεψε τον Οδυσσέα να τον λυπηθεί. Οι ικεσίες όμως του Φήμιου και του Μέδοντα εισακούστηκαν.
Ο Οδυσσέας κάλεσε, έπειτα, την Ευρύκλεια που, μόλις είδε νεκρούς τους μνηστήρες, πήγε να αλαλάξει από χαρά, της έκοψε όμως εκείνος τη φόρα και της ζήτησε να απαριθμήσει τις πιστές και τις άπιστες δούλες. Κάλεσε, λοιπόν, τις δεύτερες (δώδεκα τον αριθμό) να βοηθήσουν στη μεταφορά των νεκρών στην αυλή και στον καθαρισμό της αίθουσας και έδωσε εντολή στον Τηλέμαχο να τις σκοτώσουν μετά, μαζί και τον Μελάνθιο. Τέλος, ο Οδυσσέας εξάγνισε το παλάτι από το φονικό με θειάφι και φωτιά και κάλεσε τις (τριάντα οχτώ) πιστές δούλες, που έσπευσαν χαρούμενες με δάδες αναμμένες και καλωσόρισαν τον αφέντη τους.
Σχεδιάγραμμα του κεντρικού κτιρίου των ανακτόρων της Iθάκης (με βάση σχέδιο της H.L . Lorimer). A: H πίσω πόρτα του μεγάρου, που οδηγεί στις αποθήκες και σε θαλάμους (B). – Γ: O διάδρομος που από την πίσω πόρτα οδηγεί στον πρόδομο και στην αυλή. – Δ: Tο κατώφλι του μεγάρου, από όπου τοξεύει ο Oδυσσέας. – Θ: Tο κατώφλι που οδηγεί στα διαμερίσματα της Πηνελόπης και των υπηρετριών (E, Z, H· το Z, ιδιαίτερα, δείχνει την υπερυψωμένη κάμαρη της Πηνελόπης, το υπερώο).
Ο Οδυσσέας τοξεύει από το κατώφλι του μεγάρου
Μνηστηροφονία
Ο Ευρύμαχος απολογούμενος ενοχοποιεί τον Αντίνοο και ζητεί συμβιβασμό
Ο Οδυσσέας αρνείται κάθε συμβιβασμό και τους καλεί σε αναμέτρηση
Η ικεσία του Μέδοντα
Μετά την Μνηστηροφονία
Α2' ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο
Οδυσσέας
αποκαλύ
πτεται και επιτίθεται
στους μνηστήρες:
χ 1-446
(με ενδιάμεσες πα
ραλείψεις)
Ο
Οδυσσέας
αποκαλύ
πτεται και επιτίθεται
στους μνηστήρες:
χ 1-446
(με ενδιάμεσες πα
ραλείψεις)
Οπότε ο Οδυσσέας γυμνώθηκε, τα ράκη πέταξε,
πήδηξε πάνω στο πλατύ κατώφλι πολυμήχανος, στα χέρια του
κρατώντας δοξάρι και φαρέτρα, γεμάτη βέλη,
μπροστά στα πόδια του αδειάζει τις γοργές σαΐτες, ύστερα γύρισε
5 και λέει στους μνηστήρες:
«Τέλος, μ’ αυτό το ατέλεστο για σας αγώνισμα·
τώρα θα βάλω στόχο δεύτερο, που δεν τον έφτασε ποτέ άνθρωπος άλλος,
8-9 αν έχω τύχη και πετύχω, αν ο Απόλλωνας μου δώσει / τέτοια δόξα.»
10 Είπε και την πικρή σαΐτα σημαδεύοντας τη ρίχνει στον Αντίνοο πάνω,
την ώρα που άπλωνε το χέρι του να πιάσει την ωραία κούπα, [...]
19 κι εκείνος χτυπημένος έγειρε, του ξέφυγε η κούπα από το χέρι [...].
23 Τότε στην αίθουσα οι μνηστήρες βοή μεγάλη σήκωσαν, βλέποντας τον
Αντίνοο
να πέφτει σκοτωμένος· αλλοπαρμένοι από τη θέση τους πετάχτηκαν,
25 στριφογυρίζοντας στην κάμαρη, κοιτάζοντας με μάτια ορθάνοιχτα
τριγύρω τους καλοχτισμένους τοίχους.
Αλλά δεν είδαν κάπου ένα σκουτάρι ή κάποιο δόρυ άλκιμο,
κι έτσι, με χολωμένα λόγια πήραν τον Οδυσσέα να βρίζουν:
«Ξένε, σφάλμα βαρύ που διάλεξες ανθρώπους να τοξεύσεις, αλλά
30 το κόλπο σου δεν θα πετύχει δεύτερη φορά·
τώρα σου μέλλεται αναπόφευκτος χαμός δικός σου,
γιατί θανάτωσες το πρώτο και καλύτερο από τα παλικάρια
της Ιθάκης – σίγουρα θα σε φαν κι εσένα εδώ οι γύπες.»
Έτσι παράλογα μιλούσαν, γιατί φαντάστηκαν πως άθελά του
35 ο Οδυσσέας τον σκότωσε – μωροί, που δεν κατάλαβαν πως πάνω
στο κεφάλι τους κρεμόταν κιόλας σ’ όλους η θηλιά του ολέθρου.
πήδηξε πάνω στο πλατύ κατώφλι πολυμήχανος, στα χέρια του
κρατώντας δοξάρι και φαρέτρα, γεμάτη βέλη,
μπροστά στα πόδια του αδειάζει τις γοργές σαΐτες, ύστερα γύρισε
5 και λέει στους μνηστήρες:
«Τέλος, μ’ αυτό το ατέλεστο για σας αγώνισμα·
τώρα θα βάλω στόχο δεύτερο, που δεν τον έφτασε ποτέ άνθρωπος άλλος,
8-9 αν έχω τύχη και πετύχω, αν ο Απόλλωνας μου δώσει / τέτοια δόξα.»
10 Είπε και την πικρή σαΐτα σημαδεύοντας τη ρίχνει στον Αντίνοο πάνω,
την ώρα που άπλωνε το χέρι του να πιάσει την ωραία κούπα, [...]
19 κι εκείνος χτυπημένος έγειρε, του ξέφυγε η κούπα από το χέρι [...].
23 Τότε στην αίθουσα οι μνηστήρες βοή μεγάλη σήκωσαν, βλέποντας τον
Αντίνοο
να πέφτει σκοτωμένος· αλλοπαρμένοι από τη θέση τους πετάχτηκαν,
25 στριφογυρίζοντας στην κάμαρη, κοιτάζοντας με μάτια ορθάνοιχτα
τριγύρω τους καλοχτισμένους τοίχους.
Αλλά δεν είδαν κάπου ένα σκουτάρι ή κάποιο δόρυ άλκιμο,
κι έτσι, με χολωμένα λόγια πήραν τον Οδυσσέα να βρίζουν:
«Ξένε, σφάλμα βαρύ που διάλεξες ανθρώπους να τοξεύσεις, αλλά
30 το κόλπο σου δεν θα πετύχει δεύτερη φορά·
τώρα σου μέλλεται αναπόφευκτος χαμός δικός σου,
γιατί θανάτωσες το πρώτο και καλύτερο από τα παλικάρια
της Ιθάκης – σίγουρα θα σε φαν κι εσένα εδώ οι γύπες.»
Έτσι παράλογα μιλούσαν, γιατί φαντάστηκαν πως άθελά του
35 ο Οδυσσέας τον σκότωσε – μωροί, που δεν κατάλαβαν πως πάνω
στο κεφάλι τους κρεμόταν κιόλας σ’ όλους η θηλιά του ολέθρου.
Ο Οδυσσέας απευθύνει κατηγορίες στους αναστατωμένους μνηστήρες
Ο Οδυσσέας όμως πολυμήχανος λοξά τούς κοίταξε κι άγρια τους αντιμίλη
σε:
«Σκυλιά, που λέγατε δεν θα γυρίσω πια στον τόπο μου, μετά
της Τροίας τον πόλεμο· γι’ αυτό ρημάζετε στο μεταξύ το βιος μου,
40 βάναυσα σέρνετε γυναίκες δούλες στο κρεβάτι σας, παντρολογήματα
γυρεύετε, ενόσω ακόμη ζω, με τη δική μου τη γυναίκα.
Δε φοβηθήκατε καν τους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν,
μήτε και των ανθρώπων τη μελλοντική, δίκαιη εκδίκηση.
Μα τώρα κρέμεται η θηλιά του ολέθρου πάνω στο κεφάλι σας.»
45 Ακούγοντας τα λόγια του εκείνοι χλώμιασαν, τους έπιασε φόβος και
τρόμος,
κοίταζε ο καθένας από πού να φύγει, πώς θα μπορούσε να γλιτώσει
το κεφάλι του απ’ τον χαμό.
σε:
«Σκυλιά, που λέγατε δεν θα γυρίσω πια στον τόπο μου, μετά
της Τροίας τον πόλεμο· γι’ αυτό ρημάζετε στο μεταξύ το βιος μου,
40 βάναυσα σέρνετε γυναίκες δούλες στο κρεβάτι σας, παντρολογήματα
γυρεύετε, ενόσω ακόμη ζω, με τη δική μου τη γυναίκα.
Δε φοβηθήκατε καν τους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν,
μήτε και των ανθρώπων τη μελλοντική, δίκαιη εκδίκηση.
Μα τώρα κρέμεται η θηλιά του ολέθρου πάνω στο κεφάλι σας.»
45 Ακούγοντας τα λόγια του εκείνοι χλώμιασαν, τους έπιασε φόβος και
τρόμος,
κοίταζε ο καθένας από πού να φύγει, πώς θα μπορούσε να γλιτώσει
το κεφάλι του απ’ τον χαμό.
Μόνο ο Ευρύμαχος τόλμησε να μιλήσει λέγοντας:
«Αν είσαι ο ιθακήσιος που γύρισε στον τόπο του, αν είσαι ο Οδυσσέας,
50 ό,τι μας έσυρες και δίκαιο είναι και σωστό, για τα πολλά κι ατάσθαλα
που οι Αχαιοί έχουν πράξει, και μέσα στο παλάτι κι απέξω στα χωράφια.
Μα να που αυτός κείτεται πια νεκρός, ο Αντίνοος,
πρωταίτιος των πάντων· αυτός ευθύνεται για τα ανόσια έργα.
Όχι από πόθο βέβαια να παντρευτεί ή κάποια ανάγκη,
55 αλλά επειδή άλλα φρονούσε το μυαλό του, που ο γιος του Κρόνου όμως
δεν έστερξε να γίνουν· ήθελε ο ίδιος να ’ναι βασιλιάς στον τόπο
της καλόχτιστης Ιθάκης, ήθελε με καρτέρι να σκοτώσει και τον γιο σου.
Μα τώρα, όπως του ταίριαζε, εξοντώθηκε· αλλά κι εσύ
λυπήσου τον λαό σου. Όσο για μας, αυτά που μέσα στο παλάτι
60 φάγαμε κι ήπιαμε, θα τα ξοφλήσουμε, και με το παραπάνω·
καθένας από μας, μαζεύοντας κι απ’ τον λαό, θα φέρει ανταμοιβή
είκοσι βόδια, θ’ ανταποδώσει μάλαμα και χαλκό, ώσπου να μαλακώσει
η πέτρινη καρδιά σου – ως τότε δικαιούσαι να ’σαι χολωμένος.»
«Αν είσαι ο ιθακήσιος που γύρισε στον τόπο του, αν είσαι ο Οδυσσέας,
50 ό,τι μας έσυρες και δίκαιο είναι και σωστό, για τα πολλά κι ατάσθαλα
που οι Αχαιοί έχουν πράξει, και μέσα στο παλάτι κι απέξω στα χωράφια.
Μα να που αυτός κείτεται πια νεκρός, ο Αντίνοος,
πρωταίτιος των πάντων· αυτός ευθύνεται για τα ανόσια έργα.
Όχι από πόθο βέβαια να παντρευτεί ή κάποια ανάγκη,
55 αλλά επειδή άλλα φρονούσε το μυαλό του, που ο γιος του Κρόνου όμως
δεν έστερξε να γίνουν· ήθελε ο ίδιος να ’ναι βασιλιάς στον τόπο
της καλόχτιστης Ιθάκης, ήθελε με καρτέρι να σκοτώσει και τον γιο σου.
Μα τώρα, όπως του ταίριαζε, εξοντώθηκε· αλλά κι εσύ
λυπήσου τον λαό σου. Όσο για μας, αυτά που μέσα στο παλάτι
60 φάγαμε κι ήπιαμε, θα τα ξοφλήσουμε, και με το παραπάνω·
καθένας από μας, μαζεύοντας κι απ’ τον λαό, θα φέρει ανταμοιβή
είκοσι βόδια, θ’ ανταποδώσει μάλαμα και χαλκό, ώσπου να μαλακώσει
η πέτρινη καρδιά σου – ως τότε δικαιούσαι να ’σαι χολωμένος.»
Τον κοίταξε ο Οδυσσέας λοξά και πολυμήχανος του μίλησε άγρια:
65 «Ευρύμαχε, κι αν όλα τα αποδώσετε τα πατρικά αγαθά μου,
όσα στο μεταξύ σφετεριστήκατε, κι αν βρείτε κι άλλα απ’ αλλού,
και πάλι αυτά τα χέρια δεν σταματούν μπροστά στο φονικό,
προτού πληρώσουν οι μνηστήρες όλοι την ξέφρενη ανομία τους.
Να το λοιπόν το δίλημμά σας: αντισταθείτε πολεμώντας ή
70 το βάζετε στα πόδια, αν κάποιος κατορθώσει
τον θάνατό του ν’ αποφύγει, την κακή του μοίρα – δεν το νομίζω ωστόσο
πως έστω κι ένας θα γλιτώσει από τον μαύρο όλεθρο.»
[Ο Ευρύμαχος κήρυξε τώρα αντεπίθεση με τα σπαθιά που διέθεταν όλοι
τους.]
86 Είπε κι ευθύς το κοφτερό σπαθί του τράβηξε (χάλκινο,
αμφίστομο) κι όρμησε πάνω του άγρια κραυγάζοντας.
Πρόλαβε όμως ο Οδυσσέας θείος, έριξε, και τον βρήκε κατάστηθα η σαΐτα
[...].
90 Του φεύγει από το χέρι τότε το σπαθί, τρεκλίζοντας διπλώθηκε
στην τάβλα, σκορπίζοντας δίδυμη κούπα και φαγιά στο πάτωμα· [...]
95 Τώρα αντιμέτωπος στον ένδοξο Οδυσσέα βγήκε μπροστά ο Αμφίνομος,
τραβώντας ξίφος κοφτερό, μήπως και κάνει πίσω εκείνος,
αφήνοντας την πόρτα ελεύθερη.
Πρόλαβε όμως ο Τηλέμαχος, έτρεξε πίσω του και με το χάλκινό του δόρυ
99-100 τον χτύπησε μεσοπλατίς· [...] / οπότε αυτός κάτω σωριάστηκε με
βρόντο [...].
[Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές προμηθεύονται τώρα ασπίδες, δόρα
τα, περικεφαλαίες, και η σύγκρουση γενικεύεται, υπερέχει όμως η τετραμε
λής ομάδα του Οδυσσέα.]
325 [...] οι τέσσερις,
μέσα στην αίθουσα ορμώντας, χτυπούσαν τους μνηστήρες, δεξιά
ζερβά, κι άγριος βόγκος έβγαινε, συντρίβονταν κεφάλια,
το πάτωμα παντού πλημμύρισε αίμα.
65 «Ευρύμαχε, κι αν όλα τα αποδώσετε τα πατρικά αγαθά μου,
όσα στο μεταξύ σφετεριστήκατε, κι αν βρείτε κι άλλα απ’ αλλού,
και πάλι αυτά τα χέρια δεν σταματούν μπροστά στο φονικό,
προτού πληρώσουν οι μνηστήρες όλοι την ξέφρενη ανομία τους.
Να το λοιπόν το δίλημμά σας: αντισταθείτε πολεμώντας ή
70 το βάζετε στα πόδια, αν κάποιος κατορθώσει
τον θάνατό του ν’ αποφύγει, την κακή του μοίρα – δεν το νομίζω ωστόσο
πως έστω κι ένας θα γλιτώσει από τον μαύρο όλεθρο.»
[Ο Ευρύμαχος κήρυξε τώρα αντεπίθεση με τα σπαθιά που διέθεταν όλοι
τους.]
86 Είπε κι ευθύς το κοφτερό σπαθί του τράβηξε (χάλκινο,
αμφίστομο) κι όρμησε πάνω του άγρια κραυγάζοντας.
Πρόλαβε όμως ο Οδυσσέας θείος, έριξε, και τον βρήκε κατάστηθα η σαΐτα
[...].
90 Του φεύγει από το χέρι τότε το σπαθί, τρεκλίζοντας διπλώθηκε
στην τάβλα, σκορπίζοντας δίδυμη κούπα και φαγιά στο πάτωμα· [...]
95 Τώρα αντιμέτωπος στον ένδοξο Οδυσσέα βγήκε μπροστά ο Αμφίνομος,
τραβώντας ξίφος κοφτερό, μήπως και κάνει πίσω εκείνος,
αφήνοντας την πόρτα ελεύθερη.
Πρόλαβε όμως ο Τηλέμαχος, έτρεξε πίσω του και με το χάλκινό του δόρυ
99-100 τον χτύπησε μεσοπλατίς· [...] / οπότε αυτός κάτω σωριάστηκε με
βρόντο [...].
[Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές προμηθεύονται τώρα ασπίδες, δόρα
τα, περικεφαλαίες, και η σύγκρουση γενικεύεται, υπερέχει όμως η τετραμε
λής ομάδα του Οδυσσέα.]
325 [...] οι τέσσερις,
μέσα στην αίθουσα ορμώντας, χτυπούσαν τους μνηστήρες, δεξιά
ζερβά, κι άγριος βόγκος έβγαινε, συντρίβονταν κεφάλια,
το πάτωμα παντού πλημμύρισε αίμα.
Σκηνές ικεσίας: α. Η ικεσία του Ληώδη
Τότε ο Ληώδης τρέχοντας προσπέφτει στου Οδυσσέα τα γόνατα
330 και τον ικέτευε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Πέφτω στα γόνατά σου· έλεος, Οδυσσέα, σπλαχνίσου με.
Εγώ ποτέ δεν πείραξα σε τούτο το παλάτι καμιά γυναίκα,
ποτέ υβριστικά δεν φέρθηκα με λόγια κι έργα· αντίθετα
πολλές φορές δοκίμασα φρένο να βάλω στους μνηστήρες [...].
338 Εγώ ωστόσο, που μάντης ήμουν μόνο στις θυσίες, αθώος κινδυνεύω
να θανατωθώ, αφού δεν έχουν πια τα ευεργετήματα καμιάν ανταμοιβή.»
340 Άγρια και λοξά τον κοίταξε ο Οδυσσέας πανούργος:
«Αν λες πως μόνο μάντευες για των μνηστήρων τις θυσίες,
τότε γιατί τόσες φορές ευχήθηκες να μη χαρώ κι εγώ
μέρα γλυκιά του γυρισμού; γιατί μαζί τους γύρευες
γυναίκα σου να κάνεις τη γυναίκα μου, να της γεννήσεις και παιδιά;
345 Λοιπόν, δεν θ’ αποφύγεις τώρα τον φονικό σου θάνατο.» [...]
330 και τον ικέτευε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Πέφτω στα γόνατά σου· έλεος, Οδυσσέα, σπλαχνίσου με.
Εγώ ποτέ δεν πείραξα σε τούτο το παλάτι καμιά γυναίκα,
ποτέ υβριστικά δεν φέρθηκα με λόγια κι έργα· αντίθετα
πολλές φορές δοκίμασα φρένο να βάλω στους μνηστήρες [...].
338 Εγώ ωστόσο, που μάντης ήμουν μόνο στις θυσίες, αθώος κινδυνεύω
να θανατωθώ, αφού δεν έχουν πια τα ευεργετήματα καμιάν ανταμοιβή.»
340 Άγρια και λοξά τον κοίταξε ο Οδυσσέας πανούργος:
«Αν λες πως μόνο μάντευες για των μνηστήρων τις θυσίες,
τότε γιατί τόσες φορές ευχήθηκες να μη χαρώ κι εγώ
μέρα γλυκιά του γυρισμού; γιατί μαζί τους γύρευες
γυναίκα σου να κάνεις τη γυναίκα μου, να της γεννήσεις και παιδιά;
345 Λοιπόν, δεν θ’ αποφύγεις τώρα τον φονικό σου θάνατο.» [...]
β. Η ικεσία του Φήμιου
350 Και πάνω εκεί ο Φήμιος, του Τέρπιου γιος, ο αοιδός, πέτυχε
να ξεφύγει από τον μαύρο χάρο – αυτός που άθελά του
τραγουδούσε στους μνηστήρες.
Τώρα στα χέρια του κρατώντας τη γλυκόφθογγη κιθάρα,
όρθιος στήθηκε στο μεσοπόρτι, ενώ ο νους του μοιρασμένος
355 γύρευε τη λύση: έξω να βγει από το μέγαρο και να προσφύγει ικέτης
στον βωμό του Δία, χτισμένο στον αυλόγυρο για τον μεγαλοδύναμο θεό,
όπου συχνά στο παρελθόν ο Οδυσσέας κι ο πατέρας του
έκαιγαν προς τιμήν του μεριά βοδίσια; ή να προσπέσει στου Οδυσσέα τα
γόνατα,
να τον παρακαλέσει; Κι όπως το σκέφτηκε καλύτερα, αυτό του φάνηκε
360 ωφελιμότερο, του Οδυσσέα τα γόνατα ν’ αγγίξει [...]:
366 «Πέφτω, Οδυσσέα, στα γόνατα· έλεος και σπλαχνίσου με.
Βάρος θα το ’χεις στην καρδιά σου, αν θανατώσεις αοιδό –
εμένα, που θεούς κι ανθρώπους τραγουδώ κι ευφραίνω. [...]
370-71 [...] Αν θες, κι εδώ για χάρη σου / μπορώ να τραγουδήσω, σε βλέπω σαν θεό.
Γι’ αυτό κρατήσου, μη με σφάξεις με χαλκό. Μπορεί κι ο ακριβός σου γιος
να μαρτυρήσει, να σου το πει ο Τηλέμαχος, πως με το ζόρι κι άθελά μου
στα γλέντια των μνηστήρων τραγουδούσα· μ’ έσερναν με τη βία μέσα,
375 αυτοί που ήσαν περισσότεροι κι είχαν μεγάλη δύναμη.»
Τα λόγια του άκουσε ο γενναίος Τηλέμαχος,
γύρισε στον πατέρα του κι από κοντά τού μίλησε:
«Παρακαλώ κρατήσου, και μη χτυπάς έναν αθώο με το χάλκινο σπαθί σου.
Λέω να σώσουμε ακόμη και τον Μέδοντα, τον κήρυκα, που όσο εγώ
ήμουν
380 παιδί ακόμη, πάντα με φρόντιζε στο σπίτι. [...]»
να ξεφύγει από τον μαύρο χάρο – αυτός που άθελά του
τραγουδούσε στους μνηστήρες.
Τώρα στα χέρια του κρατώντας τη γλυκόφθογγη κιθάρα,
όρθιος στήθηκε στο μεσοπόρτι, ενώ ο νους του μοιρασμένος
355 γύρευε τη λύση: έξω να βγει από το μέγαρο και να προσφύγει ικέτης
στον βωμό του Δία, χτισμένο στον αυλόγυρο για τον μεγαλοδύναμο θεό,
όπου συχνά στο παρελθόν ο Οδυσσέας κι ο πατέρας του
έκαιγαν προς τιμήν του μεριά βοδίσια; ή να προσπέσει στου Οδυσσέα τα
γόνατα,
να τον παρακαλέσει; Κι όπως το σκέφτηκε καλύτερα, αυτό του φάνηκε
360 ωφελιμότερο, του Οδυσσέα τα γόνατα ν’ αγγίξει [...]:
366 «Πέφτω, Οδυσσέα, στα γόνατα· έλεος και σπλαχνίσου με.
Βάρος θα το ’χεις στην καρδιά σου, αν θανατώσεις αοιδό –
εμένα, που θεούς κι ανθρώπους τραγουδώ κι ευφραίνω. [...]
370-71 [...] Αν θες, κι εδώ για χάρη σου / μπορώ να τραγουδήσω, σε βλέπω σαν θεό.
Γι’ αυτό κρατήσου, μη με σφάξεις με χαλκό. Μπορεί κι ο ακριβός σου γιος
να μαρτυρήσει, να σου το πει ο Τηλέμαχος, πως με το ζόρι κι άθελά μου
στα γλέντια των μνηστήρων τραγουδούσα· μ’ έσερναν με τη βία μέσα,
375 αυτοί που ήσαν περισσότεροι κι είχαν μεγάλη δύναμη.»
Τα λόγια του άκουσε ο γενναίος Τηλέμαχος,
γύρισε στον πατέρα του κι από κοντά τού μίλησε:
«Παρακαλώ κρατήσου, και μη χτυπάς έναν αθώο με το χάλκινο σπαθί σου.
Λέω να σώσουμε ακόμη και τον Μέδοντα, τον κήρυκα, που όσο εγώ
ήμουν
380 παιδί ακόμη, πάντα με φρόντιζε στο σπίτι. [...]»
384 Τον λόγο του ο Μέδων άκουσε, στη σκέψη πάντα φρόνιμος.
385 Είχε στο μεταξύ κουρνιάσει κάτω από κάποιο κάθισμα,
κουκουλωμένος με βοδίσιο φρέσκο δέρμα, μήπως γλιτώσει
τον μαύρο χαλασμό του.
Εκείνην όμως τη στιγμή ξεμύτισε, πέταξε από πάνω του
το δέρμα του βοδιού, έτρεξε στον Τηλέμαχο,
390 γονατιστός πιάνει τα γόνατά του, και τον ικέτευε
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, να με μπροστά σου ζωντανός. Κρατήσου εσύ και πες
και στον πατέρα σου το σώμα μου να μη χαλάσει με το χάλκινο σπαθί
[...].»
397 Του χαμογέλασε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«θάρρος, σ’ έσωσε τώρα αυτός και σε γλιτώνει.
Όμως να μάθεις μέσα σου κι εσύ και να το πεις στους άλλους·
400 έργα καλά βγαίνουν ανώτερα από την έμπρακτη κακία.
Μα τώρα βγείτε οι δυο σας έξω, μείνετε καθισμένοι στην αυλή,
μακριά απ’ αυτό το φονικό, εσύ κι ο φημισμένος αοιδός· [...].»
404 Τον άκουσαν κι υπάκουσαν, αμέσως βγήκαν έξω από την αίθουσα,
405 πήγαν και κάθισαν πλάι στον βωμό του Δία,
μεγαλοδύναμου προστάτη, ενώ το μάτι τους αλαφιασμένο
ολόγυρα κοιτούσε, γιατί κρατούσε ακόμη ο φόβος του θανάτου.
Στο μεταξύ κι ο Οδυσσέας στύλωνε παντού το βλέμμα του, μήπως και δει
κάποιον που ξέμεινε σώος ακόμη και κρυμμένος, μήπως γλιτώσει από
τον θάνατο.
410 Τότε τους είδε όλους, πολλούς στο αίμα και στη σκόνη
βουτηγμένους, κάτω πεσμένους. Ωσάν τα ψάρια που οι ψαράδες
τα τραβούν στο κοίλο περιγιάλι με το πολύτρυπό τους δίχτυ,
έξω απ’ την αφρισμένη θάλασσα, κι αυτά, στην αμμουδιά χυμένα,
από τον πόθο σπαρταρούν για το θαλάσσιο κύμα,
415 ώσπου λαμπρός ο ήλιος πια τα θανατώνει· όμοιοι με ψάρια κι
οι μνηστήρες,
χύμα κι αυτοί ένας πάνω στον άλλο σωριασμένοι. [...]
385 Είχε στο μεταξύ κουρνιάσει κάτω από κάποιο κάθισμα,
κουκουλωμένος με βοδίσιο φρέσκο δέρμα, μήπως γλιτώσει
τον μαύρο χαλασμό του.
Εκείνην όμως τη στιγμή ξεμύτισε, πέταξε από πάνω του
το δέρμα του βοδιού, έτρεξε στον Τηλέμαχο,
390 γονατιστός πιάνει τα γόνατά του, και τον ικέτευε
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, να με μπροστά σου ζωντανός. Κρατήσου εσύ και πες
και στον πατέρα σου το σώμα μου να μη χαλάσει με το χάλκινο σπαθί
[...].»
397 Του χαμογέλασε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«θάρρος, σ’ έσωσε τώρα αυτός και σε γλιτώνει.
Όμως να μάθεις μέσα σου κι εσύ και να το πεις στους άλλους·
400 έργα καλά βγαίνουν ανώτερα από την έμπρακτη κακία.
Μα τώρα βγείτε οι δυο σας έξω, μείνετε καθισμένοι στην αυλή,
μακριά απ’ αυτό το φονικό, εσύ κι ο φημισμένος αοιδός· [...].»
404 Τον άκουσαν κι υπάκουσαν, αμέσως βγήκαν έξω από την αίθουσα,
405 πήγαν και κάθισαν πλάι στον βωμό του Δία,
μεγαλοδύναμου προστάτη, ενώ το μάτι τους αλαφιασμένο
ολόγυρα κοιτούσε, γιατί κρατούσε ακόμη ο φόβος του θανάτου.
Στο μεταξύ κι ο Οδυσσέας στύλωνε παντού το βλέμμα του, μήπως και δει
κάποιον που ξέμεινε σώος ακόμη και κρυμμένος, μήπως γλιτώσει από
τον θάνατο.
410 Τότε τους είδε όλους, πολλούς στο αίμα και στη σκόνη
βουτηγμένους, κάτω πεσμένους. Ωσάν τα ψάρια που οι ψαράδες
τα τραβούν στο κοίλο περιγιάλι με το πολύτρυπό τους δίχτυ,
έξω απ’ την αφρισμένη θάλασσα, κι αυτά, στην αμμουδιά χυμένα,
από τον πόθο σπαρταρούν για το θαλάσσιο κύμα,
415 ώσπου λαμπρός ο ήλιος πια τα θανατώνει· όμοιοι με ψάρια κι
οι μνηστήρες,
χύμα κι αυτοί ένας πάνω στον άλλο σωριασμένοι. [...]
Η αντίδραση της Ευρύκλειας και η συμβουλή του Οδυσσέα
[Ο Οδυσσέας, αφού τελείωσε το έργο του, κάλεσε την Ευρύκλεια.]
434 Μόλις η παραμάνα αντίκρισε νεκρά τα σώματα να κολυμπούν
435-36 στο αίμα, πήγε να βγάλει ολολυγή, βλέποντας / το μεγάλο αυτό
κατόρθωμα.
Ο Οδυσσέας όμως τη σταμάτησε, της έκοψε τη φόρα πριν ξεσπάσει [...]:
439 «Κράτησε τη χαρά σου μέσα σου, φυλάξου κι άσε τις κραυγές·
440 δεν είναι κιόλας όσιο, μπροστά σε σκοτωμένους να καυχιέσαι.
Αυτούς τους δάμασε μοίρα θεού, τιμώρησε τα ανόσια έργα τους,
αφού δεν έδειχναν καμιά τιμή για τον συνάνθρωπό τους,
τον ταπεινό ή και τον πιο σπουδαίο, όποιος τούς έπεφτε μπροστά.
Γι’ αυτό τους βρήκε θάνατος φριχτός, για τις φριχτές τους πράξεις.
445 Τώρα ωστόσο μέτρα μου του παλατιού τις δούλες,
πόσες και ποιες μας δείχνουν περιφρόνηση, πόσες αθώες έμειναν.»
434 Μόλις η παραμάνα αντίκρισε νεκρά τα σώματα να κολυμπούν
435-36 στο αίμα, πήγε να βγάλει ολολυγή, βλέποντας / το μεγάλο αυτό
κατόρθωμα.
Ο Οδυσσέας όμως τη σταμάτησε, της έκοψε τη φόρα πριν ξεσπάσει [...]:
439 «Κράτησε τη χαρά σου μέσα σου, φυλάξου κι άσε τις κραυγές·
440 δεν είναι κιόλας όσιο, μπροστά σε σκοτωμένους να καυχιέσαι.
Αυτούς τους δάμασε μοίρα θεού, τιμώρησε τα ανόσια έργα τους,
αφού δεν έδειχναν καμιά τιμή για τον συνάνθρωπό τους,
τον ταπεινό ή και τον πιο σπουδαίο, όποιος τούς έπεφτε μπροστά.
Γι’ αυτό τους βρήκε θάνατος φριχτός, για τις φριχτές τους πράξεις.
445 Τώρα ωστόσο μέτρα μου του παλατιού τις δούλες,
πόσες και ποιες μας δείχνουν περιφρόνηση, πόσες αθώες έμειναν.»
Οδύσσεια,
ερωτήσεις κατανόησης
26ης
ενότητας
26ης
ενότητας
(κυκλώστε τη σωστή απάντη
ση)
ση)
1. Πρώτος που έπεσε νεκρός από το τόξο του
Ο
δυσσέα ήταν ο μνηστήρας...
δυσσέα ήταν ο μνηστήρας...
α) Αντίνοος,
β) Ευρύμαχος,
γ) Ληώδης
γ) Ληώδης
2. Οι μνηστήρες, μόλις
είδαν
νεκρό
τον Αντίνοο...
είδαν
νεκρό
τον Αντίνοο...
α) νόμισαν
ότι ο "ζητιάνος" τον
σκότω
σε κατά λάθος,
β) κατάλαβαν ότι έχουν μπρο
στά τους
τον Οδυσσέα.
σκότω
σε κατά λάθος,
β) κατάλαβαν ότι έχουν μπρο
στά τους
τον Οδυσσέα.
3. Τότε ο Οδυσσέας...
α) σημάδεψε
και σκότωσε
και
δεύτε
ρο μνηστήρα,
β) τους αποκάλυψε ποιος είναι.
και
δεύτε
ρο μνηστήρα,
β) τους αποκάλυψε ποιος είναι.
4. Ο Ευρύμαχος ζήτησε από τον
Οδυσ
σέα να τους
συγχωρέσει και του υπο
σχέθηκε ότι θα ξεπληρώσουν ό
σα
σπα
τάλησαν...
Οδυσ
σέα να τους
συγχωρέσει και του υπο
σχέθηκε ότι θα ξεπληρώσουν ό
σα
σπα
τάλησαν...
α) Ο
Οδυσσέας τον συγχώρεσε και τον άφησε να φύγει, β) Τους
είπε ότι θα τους σκοτώσει όλους.
είπε ότι θα τους σκοτώσει όλους.
5. Ο Ευρύμαχος επιτέθηκε με το
σπαθί του
στον Οδυσσέα...
σπαθί του
στον Οδυσσέα...
α) και τον
τραυμάτισε, β) ο Οδυσσέας
όμως
τον σκότωσε.
όμως
τον σκότωσε.
6. Εναντίον του Οδυσσέα όρμησε
ο Αμ
φίνομος...
ο Αμ
φίνομος...
α) αλλά κι
αυτόν τον σκότωσε ο Ο
δυσ
σέας,
β) τον σκότωσε ό
μως με το δόρυ του ο Τηλέμαχος.
δυσ
σέας,
β) τον σκότωσε ό
μως με το δόρυ του ο Τηλέμαχος.
7. Ο Τηλέμαχος έφερε όπλα από την αποθήκη,
ξέχασε όμως
την πόρτα ανοιχτή που την είδε...
την πόρτα ανοιχτή που την είδε...
α) ο
Εύμαιος, β) ο Φιλοίτιος,
γ) ο Με
λάνθιος.
γ) ο Με
λάνθιος.
8. Ο Μελάνθιος πήγε στην κάμα
ρη
κι...
ρη
κι...
α) έκλεισε
την πόρτα, β) έφερε ό
πλα
για τους
μνηστήρες.
πλα
για τους
μνηστήρες.
9. Πάνω στη μάχη τραυματίστη
καν
ελαφριά...
καν
ελαφριά...
α) ο
Οδυσσέας και ο Φιλοίτιος,
β) ο Τηλέ
μαχος
και ο Εύμαιος.
β) ο Τηλέ
μαχος
και ο Εύμαιος.
10. Ο μνηστήρας Ληώδης ζήτησε από τον
Ο
δυσσέα να του
χαρίσει τη ζωή. Ο Οδυσσέας...
δυσσέα να του
χαρίσει τη ζωή. Ο Οδυσσέας...
α) τον άφησε
να φύγει, β) τον σκότω
σε.
σε.
11. Και ο Φήμιος, ο αοιδός ικέτευσε τον
Οδυσσέα
να του χαρίσει τη ζωή.
Οδυσσέα
να του χαρίσει τη ζωή.
α) Ο
Οδυσσέας όμως τον σκότωσε,
β) Μεσο
λάβησε ο Τηλέ
μαχος και του χάρισαν τη ζωή.
β) Μεσο
λάβησε ο Τηλέ
μαχος και του χάρισαν τη ζωή.
12. Ο Τηλέμαχος ζήτησε από τον
Οδυσ
σέα να μη
σκοτώσουν και τον κήρυ
κα...
Οδυσ
σέα να μη
σκοτώσουν και τον κήρυ
κα...
α) τον
Μέδοντα, β) τον Χάρο
ντα.
ντα.
13. Αφού σκότωσε όλους τους μνηστή
ρες, ο Ο
δυσσέας φώναξε...
ρες, ο Ο
δυσσέας φώναξε...
α) τη
Μελανθώ, β) την Ευρύκλει
α.
α.
14. Ο Οδυσσέας έμαθε από την Ευρύ
κλεια ότι οι
άπιστες δούλες ήταν...
κλεια ότι οι
άπιστες δούλες ήταν...
α) δώδεκα
(12), β) δεκαπέντε (15),
γ) είκοσι (20)
γ) είκοσι (20)
15. Σ' αυτές ανέθεσε να καθαρίσουν την
αίθουσα και μετά...
αίθουσα και μετά...
α) τις
έδιωξε από το παλάτι, β) τις σκότω
σε μαζί
με τον Μελάνθιο.
σε μαζί
με τον Μελάνθιο.
16. Στη συνέχεια κάλεσε τις πιστές
δούλες
που ήταν...
δούλες
που ήταν...
α) είκοσι
πέντε (25), β) τριάντα οκτώ
(38),
γ) σαρά
ντα τέσσερις (44)
(38),
γ) σαρά
ντα τέσσερις (44)
17. Έτσι έγινε η μνηστηροφονία
την...
την...
α) 40η νύχτα
της Οδύσσειας,
β) 50η νύχτα της Οδύσσειας,
γ) 60η νύχτα της Οδύσσειας.
β) 50η νύχτα της Οδύσσειας,
γ) 60η νύχτα της Οδύσσειας.
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε
την 40ή ως την 41η ημέρα:
την 40ή ως την 41η ημέρα:
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS%
20ODYSSEIA/Odysseia/Didaskontas-Odysseia27.htm
20ODYSSEIA/Odysseia/Didaskontas-Odysseia27.htm
Α.1 Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας ψ:
Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμὸς
Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμὸς
Παραπατώντας από τη χαρά της, η Ευρύκλει
α ανέβηκε στην κάμαρη της Πηνελόπης και
ανήγγειλε στη βασίλισσα ότι ο Οδυσσέας γύ
ρισε και σκότωσε τους μνηστήρες, αλλά δεν
έγινε πιστευτή. Η Πηνελόπη θεώρησε έργο
των θεών την τιμωρία των αλαζονικών μνηστή
ρων, όταν όμως η παραμάνα αναφέρθηκε
στην ουλή που είχε στο γόνατο ο Οδυσσέας,
αποφάσισε να κατεβεί, αλλά για να δει τι συμ
βαίνει.
α ανέβηκε στην κάμαρη της Πηνελόπης και
ανήγγειλε στη βασίλισσα ότι ο Οδυσσέας γύ
ρισε και σκότωσε τους μνηστήρες, αλλά δεν
έγινε πιστευτή. Η Πηνελόπη θεώρησε έργο
των θεών την τιμωρία των αλαζονικών μνηστή
ρων, όταν όμως η παραμάνα αναφέρθηκε
στην ουλή που είχε στο γόνατο ο Οδυσσέας,
αποφάσισε να κατεβεί, αλλά για να δει τι συμ
βαίνει.
Κάθισε λοιπόν άφωνη και ερευνητική απένα
ντι στον άντρα της. Ο Τηλέμαχος τη χαρακτή
ρισε σκληρόκαρδη για τη στάση της, ο Οδυσ
σέας όμως τη δικαιολόγησε, συζήτησε έπειτα
με τον γιο του το θέμα των πιθανών αντεκδι
κήσεων από τους συγγενείς των μνηστήρων
και αποφάσισε να στηθεί χορός και τραγούδι
στον χώρο του παλατιού, ώστε να δοθεί η
εντύπωση στους περαστικούς ότι γίνεται γά
μος και να μη διαρρεύσει στην πόλη η είδηση
του φονικού, πριν εκείνοι καταφύγουν στο
κτήμα του Λαέρτη, όπου θα οργανώσουν την
άμυνά τους.
ντι στον άντρα της. Ο Τηλέμαχος τη χαρακτή
ρισε σκληρόκαρδη για τη στάση της, ο Οδυσ
σέας όμως τη δικαιολόγησε, συζήτησε έπειτα
με τον γιο του το θέμα των πιθανών αντεκδι
κήσεων από τους συγγενείς των μνηστήρων
και αποφάσισε να στηθεί χορός και τραγούδι
στον χώρο του παλατιού, ώστε να δοθεί η
εντύπωση στους περαστικούς ότι γίνεται γά
μος και να μη διαρρεύσει στην πόλη η είδηση
του φονικού, πριν εκείνοι καταφύγουν στο
κτήμα του Λαέρτη, όπου θα οργανώσουν την
άμυνά τους.
Στο μεταξύ ο Οδυσσέας λούστηκε, ομορφοντύ
θηκε και ξαναπήρε θέση απέναντι στη γυναί
κα του. Παραπονέθηκε τώρα για τη στάση της
και ζήτησε να του στρώσουν να κοιμηθεί μό
νος του. Άρπαξε τότε την ευκαιρία η Πηνελό
πη και ζήτησε να μετακινηθεί το κρεβάτι έξω
από τη συζυγική κάμαρη. Ο λόγος της αυτός
εξόργισε τον Οδυσσέα που, πέφτοντας στην
παγίδα της, αποκάλυψε το μυστικό του ριζω
μένου στη γη κρεβατιού τους, που μόνο αυτοί
ήξεραν. Το αδιάψευστο αυτό σημάδι σιγούρε
ψε την Πηνελόπη και ξέσπασαν και οι δυο σε
θρήνο χαράς, τον οποίο διέκοψε ο Οδυσσέας,
για να αναφερθεί στη νέα αποδημία που του
όρισε ο μάντης Τειρεσίας.
θηκε και ξαναπήρε θέση απέναντι στη γυναί
κα του. Παραπονέθηκε τώρα για τη στάση της
και ζήτησε να του στρώσουν να κοιμηθεί μό
νος του. Άρπαξε τότε την ευκαιρία η Πηνελό
πη και ζήτησε να μετακινηθεί το κρεβάτι έξω
από τη συζυγική κάμαρη. Ο λόγος της αυτός
εξόργισε τον Οδυσσέα που, πέφτοντας στην
παγίδα της, αποκάλυψε το μυστικό του ριζω
μένου στη γη κρεβατιού τους, που μόνο αυτοί
ήξεραν. Το αδιάψευστο αυτό σημάδι σιγούρε
ψε την Πηνελόπη και ξέσπασαν και οι δυο σε
θρήνο χαράς, τον οποίο διέκοψε ο Οδυσσέας,
για να αναφερθεί στη νέα αποδημία που του
όρισε ο μάντης Τειρεσίας.
Ετοιμάστηκε στο μεταξύ η συζυγική κλίνη, ο
χορός και το τραγούδι σταμάτησαν, και εκεί
νοι, αφού χάρηκαν την αγάπη τους, διηγήθη
καν τα βάσανά τους, ώσπου τους πήρε ο ύ
πνος.
χορός και το τραγούδι σταμάτησαν, και εκεί
νοι, αφού χάρηκαν την αγάπη τους, διηγήθη
καν τα βάσανά τους, ώσπου τους πήρε ο ύ
πνος.
Την αυγή της επόμενης (41ης και τελευταίας)
μέρας της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας με τον
Τηλέμαχο και τους δύο έμπιστους βοσκούς,
τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο, οπλισμένοι όλοι
τους και καλυμμένοι με ομίχλη από την Αθη
νά, ξεκίνησαν για το κτήμα του Λαέρτη, μα
κριά από «τον τόπο του εγκλήματος»
μέρας της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας με τον
Τηλέμαχο και τους δύο έμπιστους βοσκούς,
τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο, οπλισμένοι όλοι
τους και καλυμμένοι με ομίχλη από την Αθη
νά, ξεκίνησαν για το κτήμα του Λαέρτη, μα
κριά από «τον τόπο του εγκλήματος»
«[...] / Έλα λοιπόν μαζί μου, κι εγώ στοιχηματίζω
90 την ίδια τη ζωή μου, αν σ’ απατώ· αφάνισέ
με
τότε
με θάνατο φριχτό κι αλύπητο.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, λογική και φρό
νιμη:
«Καλή μου, αιώνιοι οι θεοί, και δύσκολο πολύ να
ξεδιαλύνεις
τα κρυφά νοήματά τους, όσο σοφή κι αν έγινες
στο πέρασμα του χρόνου.
95 Παρ’ όλα ταύτα, ας πάμε ν’ ανταμώσουμε τον
γιο μου, να δουν τα μάτια μου
τους σκοτωμένους, αλλά και ποιος τους σκότωσε
.»
Μ’ αυτά τα λόγια πήρε να κατεβαίνει από το
ανώγι,
μέσα της αμφιβάλλοντας αν έπρεπε, κρατώντας
την απόσταση, τον άντρα της να δοκιμάσει με ε
ρωτήματα
100 ή να βρεθεί στο πλάι του, να πιάσει
το κεφάλι και τα χέρια του, να τα γεμίσει με φιλή
ματα.
90 την ίδια τη ζωή μου, αν σ’ απατώ· αφάνισέ
με
τότε
με θάνατο φριχτό κι αλύπητο.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, λογική και φρό
νιμη:
«Καλή μου, αιώνιοι οι θεοί, και δύσκολο πολύ να
ξεδιαλύνεις
τα κρυφά νοήματά τους, όσο σοφή κι αν έγινες
στο πέρασμα του χρόνου.
95 Παρ’ όλα ταύτα, ας πάμε ν’ ανταμώσουμε τον
γιο μου, να δουν τα μάτια μου
τους σκοτωμένους, αλλά και ποιος τους σκότωσε
.»
Μ’ αυτά τα λόγια πήρε να κατεβαίνει από το
ανώγι,
μέσα της αμφιβάλλοντας αν έπρεπε, κρατώντας
την απόσταση, τον άντρα της να δοκιμάσει με ε
ρωτήματα
100 ή να βρεθεί στο πλάι του, να πιάσει
το κεφάλι και τα χέρια του, να τα γεμίσει με φιλή
ματα.
Ανταλλαγή λόγων Τηλέμαχου–Πηνελόπης–Οδυσσέα
Στο μεταξύ προχώρησε πατώντας το πέτρινο κα
τώφλι,
ύστερα κάθισε στον Οδυσσέα αντίκρυ, στον άλ
λον τοίχο
απέναντι, στο αντιφέγγισμα από τη φλόγα της φω
τιάς.
105 Εκείνος σε ψηλή κολόνα ακουμπισμένος, με
το κεφάλι του
σκυφτό, περίμενε αν η ομόκλινη γυναίκα του κάτι
θα πει,
τώρα που τον αντίκριζαν τα μάτια της.
Άφωνη όμως έμεινε η Πηνελόπη για πολύ,
λες κι είχε παραλύσει· μόνο τα μάτια της, τη μια
κοιτούσαν
110 καταπρόσωπο, την άλλη δεν τον αναγνώρι
ζαν,
με τ’ άθλια ρούχα που φορούσε.
Τότε ο Τηλέμαχος, επιτιμώντας, μίλησε άσχημα
στη μάνα του:
«Μάνα, κακή μου μάνα, πόσο ανελέητη καρδιά
κρύβεις στα στήθη!
Πώς το αντέχεις και μακριά του μένεις; πώς δεν
σιμώνεις τον πατέρα μου,
115 δεν κάθεσαι στο πλάι του, δεν του μιλάς, δεν
τον ρωτάς;
Στον κόσμο δεν υπάρχει γυναίκα άλλη με τόσο
αλύγιστη ψυχή· [...].
120 Αλλ' η δική σου η καρδιά είναι από πέτρα
πιο σκληρή.»
Του αντιμίλησε με τη δική της λογική η Πηνελό
πη:
«Γιε μου, μέσα μου νιώθω θάμβος και κατάπλη
ξη,
και δεν μπορώ μήτε μια λέξη να προφέρω, κάτι
να τον ρωτήσω
ή να τον δω κατάματα. Αν όμως πράγματι ο Οδυσ
σέας
125 είναι αυτός που γύρισε στο σπίτι,
μπορούμε μεταξύ μας, και καλύτερα, να γνωρι
στούμε·
127-8 κρυφά σημάδια έχουμε, που τα γνωρίζουμε
οι δυο μας μόνο – / άλλος κανείς.»
Ακούγοντας τα λόγια της εκείνος χαμογέλασε, βα
σανισμένος
130 ο Οδυσσέας και θείος. Ύστερα γύρισε προς
τον Τηλέμαχο,
κι όπως του μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν
πουλιά:
«Τηλέμαχε, άσε τη μάνα σου μέσα σε τούτο το
παλάτι
να με δοκιμάσει – θα καταλάβει γρήγορα, και
τότε πιο καλά.
Τώρα με βλέπει βρόμικο, με τ’ άθλια ρούχα που
φορώ,
135 γι’ αυτό και με περιφρονεί, αρνείται να δεχτεί
ποιος είμαι. [...]»
τώφλι,
ύστερα κάθισε στον Οδυσσέα αντίκρυ, στον άλ
λον τοίχο
απέναντι, στο αντιφέγγισμα από τη φλόγα της φω
τιάς.
105 Εκείνος σε ψηλή κολόνα ακουμπισμένος, με
το κεφάλι του
σκυφτό, περίμενε αν η ομόκλινη γυναίκα του κάτι
θα πει,
τώρα που τον αντίκριζαν τα μάτια της.
Άφωνη όμως έμεινε η Πηνελόπη για πολύ,
λες κι είχε παραλύσει· μόνο τα μάτια της, τη μια
κοιτούσαν
110 καταπρόσωπο, την άλλη δεν τον αναγνώρι
ζαν,
με τ’ άθλια ρούχα που φορούσε.
Τότε ο Τηλέμαχος, επιτιμώντας, μίλησε άσχημα
στη μάνα του:
«Μάνα, κακή μου μάνα, πόσο ανελέητη καρδιά
κρύβεις στα στήθη!
Πώς το αντέχεις και μακριά του μένεις; πώς δεν
σιμώνεις τον πατέρα μου,
115 δεν κάθεσαι στο πλάι του, δεν του μιλάς, δεν
τον ρωτάς;
Στον κόσμο δεν υπάρχει γυναίκα άλλη με τόσο
αλύγιστη ψυχή· [...].
120 Αλλ' η δική σου η καρδιά είναι από πέτρα
πιο σκληρή.»
Του αντιμίλησε με τη δική της λογική η Πηνελό
πη:
«Γιε μου, μέσα μου νιώθω θάμβος και κατάπλη
ξη,
και δεν μπορώ μήτε μια λέξη να προφέρω, κάτι
να τον ρωτήσω
ή να τον δω κατάματα. Αν όμως πράγματι ο Οδυσ
σέας
125 είναι αυτός που γύρισε στο σπίτι,
μπορούμε μεταξύ μας, και καλύτερα, να γνωρι
στούμε·
127-8 κρυφά σημάδια έχουμε, που τα γνωρίζουμε
οι δυο μας μόνο – / άλλος κανείς.»
Ακούγοντας τα λόγια της εκείνος χαμογέλασε, βα
σανισμένος
130 ο Οδυσσέας και θείος. Ύστερα γύρισε προς
τον Τηλέμαχο,
κι όπως του μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν
πουλιά:
«Τηλέμαχε, άσε τη μάνα σου μέσα σε τούτο το
παλάτι
να με δοκιμάσει – θα καταλάβει γρήγορα, και
τότε πιο καλά.
Τώρα με βλέπει βρόμικο, με τ’ άθλια ρούχα που
φορώ,
135 γι’ αυτό και με περιφρονεί, αρνείται να δεχτεί
ποιος είμαι. [...]»
[Ο Οδυσσέας συζήτησε έπειτα με τον γιο του
το πρόβλημα της αντεκδίκησης και έδωσε ε
ντολή να σκηνοθετήσουν ατμόσφαιρα γιορ
τής στο παλάτι με τραγούδι και χορό.]
το πρόβλημα της αντεκδίκησης και έδωσε ε
ντολή να σκηνοθετήσουν ατμόσφαιρα γιορ
τής στο παλάτι με τραγούδι και χορό.]
176 Στο μεταξύ τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα, μέσα
στο σπίτι του,
η Ευρυνόμη επήρε να τον λούζει, τον άλειψε με
λάδι, του φόρεσε
χλαμύδα ωραία και χιτώνα, κι η Αθηνά τον περιέ
βαλε
με εξαίσια ομορφιά, από την κεφαλή ως τα πό
δια· [...]
στο σπίτι του,
η Ευρυνόμη επήρε να τον λούζει, τον άλειψε με
λάδι, του φόρεσε
χλαμύδα ωραία και χιτώνα, κι η Αθηνά τον περιέ
βαλε
με εξαίσια ομορφιά, από την κεφαλή ως τα πό
δια· [...]
[Πήρε ύστερα θέση αντίκρυ στη γυναίκα του
ο Οδυσσέας και της μίλησε:]
ο Οδυσσέας και της μίλησε:]
Λουσμένος και πανέμορφος ο Οδυσσέας ανοίγει διάλογο με την Πηνελόπη που καταλήγει στην αναγνώριση
189 «Παράξενη πολύ! Από τις άλλες τις ωραίες
γυναίκες μόνο σ’ εσένα
190 έβαλαν καρδιά ανελέητη οι Ολύμπιοι.
Άλλη καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να το αντέ
ξει,
να στέκει τόσην ώρα από τον άντρα της μακριά,
όταν,
μετά από τόσα βάσανα και πάθη, γυρίζει πάλι
στην πατρική του γη
κι έχουν περάσει είκοσι χρόνια ολόκληρα.
195 Αλλά, καλή γερόντισσα, έλα και στρώσε μου
τώρα την κλίνη,
μόνος μου να πλαγιάσω – αυτή μέσα στα στήθη
της
κρύβει καρδιά από σίδερο.»
Του αντιμίλησε με λογική και φρόνηση η Πηνελό
πη:
«Παράξενος κι εσύ! Μήτε ψηλώνει ο νους μου μή
τε περιφρονώ κανένα,
200 αλλά και δεν θαμπώνομαι – ξέρω καλά πώς
ήσουν, όταν το αποφάσισες
να φύγεις από την Ιθάκη μ’ εκείνο το μακρόκου
πο καράβι.
Έλα, τώρα, Ευρύκλεια, φέρε και στρώσε του τη
στέρεη κλίνη
έξω από την καλοχτισμένη κάμαρή μας, που μό
νος του την έφτιαξε·
τραβήξτε το γερό κρεβάτι εκεί και βάλτε πάνω
του στρωσίδια,
205 προβιές, φλοκάτες, σεντόνια πεντακάθαρα
που λάμπουν.»
Μ’ αυτά τα λόγια θέλησε τον άντρα της να δοκι
μά
σει· ο Οδυσσέας όμως,
γεμάτος αγανάκτηση, στράφηκε στην πιστή γυ
ναί
κα του μιλώντας:
«Γυναίκα, άσχημο λόγο πρόφερες, που την ψυ
χή
δαγκώνει.
Ποιος μετακίνησε την κλίνη; Το βλέπω δύσκολο
210 και για τον έμπειρο τεχνίτη ακόμη. Μόνο θε
ός, αν ήθελε,
θα το μπορούσε κατεβαίνοντας να της αλλάξει θέ
ση· θνητός που ζει,
κι αν είναι στην ακμή της νιότης του, εύκολα δεν
μπορεί να τη σαλέψει.
Γιατί σ’ αυτή την τορνευτή μας κλίνη κάποιο σημά
δι υπάρχει
απαραγνώριστο – το ’καμα εγώ, άλλος κανείς.
215 Φύτρωνε μέσα στου σπιτιού μας τον περίβο
λο κορμός μακρόφυλλης ελιάς,
με θαλερό το φούντωμά της, κι αυτός χοντρός
σαν μια κολόνα.
Γύρω του εγώ την κάμαρη έχτισα και την ανέβα
σα
με πέτρες πανωτές στο τελικό της ύψος· μετά τη
στέγασα
καλά από πάνω, και την ασφάλισα με κολλητά
πορτόφυλλα,
220 να αρμόζουν μεταξύ τους.
Τότε πια κούρεψα κλαδιά και φούντες της μακρό
φυλλης ελιάς,
κλάδεψα με επιδέξια τέχνη τον κορμό απ’ τη ρίζα
του,
με το σκεπάρνι τον πελέκησα, τον στάθμισα
για να ισώσει, τον δούλεψα να γίνει κλινοπόδαρο,
κι άνοιξα
225 πάνω του τρύπες με το τρυπάνι. Αρχίζοντας
μετά τον πλάνισα
και πάνω άπλωσα του κρεβατιού την τάβλα
τελειώνοντας,
μ’ ασήμι, μάλαμα και φίλντισι την κλίνη στόλισα
[...].
229 Αυτό είναι το σημάδι που σου φανερώνω.
Μόνο που δεν γνωρίζω,
230 φοβερή γυναίκα, αν παραμένει ριζωμένη η
κλίνη μας ή μήπως
άλλος αλλού την έστησε, κόβοντας σύρριζα το λιό
δεντρο.»
Έτσι της μίλησε, κι ευθύς της λύθηκαν γόνατα και
καρδιά,
αναγνωρίζοντας απαραγνώριστα σημάδια, του Ο
δυσσέα απόδειξη.
Βούρκωσε τότε, χύθηκε στο μέρος του, τα δυο
της χέρια
235 πέρασε στον λαιμό του, φίλησε το κεφάλι
του, κι ύστερα μίλησε:
«Μη μου θυμώνεις, Οδυσσέα, έχεις εσύ ασυναγώ
νιστο μυαλό
και κατανόηση για τους ανθρώπους. Πρέπει οι θε
οί
στη συμφορά να μας παρέσυραν, που μας εφθό
νησαν και δεν μας άφησαν
αχώριστοι να μείνουμε, μαζί τη νιότη μας να τη
χαρούμε
240 και να γεράσουμε μαζί.
Τώρα ωστόσο μην παρεξηγείς το φέρσιμό μου
και μην αγανακτείς, που την αγάπη μου δεν έδει
ξα νωρίτερα.
Γιατί, βαθιά, η ψυχή μου ποτέ δεν έπαψε να τρέ
μει,
μήπως μ’ εξαπατήσει κάποιος με τα λόγια του,
245 περαστικός – είναι πολλοί που σκέφτονται
το πονηρό συμφέρον τους. [...]
253 Μα τώρα που φανέρωσες σημάδια απαρα
γνώριστα της κλίνης μας [...].
258 Τώρα λοιπόν με πείθεις, όσο κι αν έδειξε αμε
τάπειστη η καρδιά μου.»
Μιλώντας, σήκωσε σ’ εκείνον ίμερο ασυγκράτητο
για θρήνο,
260 κι αυτός θρηνούσε, κρατώντας μ’ αγάπη
στην αγκάλη την ακριβή γυναίκα του.
Πόση αγαλλίαση, βλέποντας γη μπροστά τους,
νιώθουν οι ναυαγοί
που ο Ποσειδώνας σύντριψε, καταμεσής στο πέ
λαγος,
263-4 το ανθεκτικό καράβι τους, χτυπώντας το /
μ’ άγριο άνεμο και κύμα φοβερό [...],
267 τέλος, αφήνοντας πίσω τους το κακό, με α
γαλλίαση πατούν
στη στέρεη γη· τόση αγαλλίαση πλημμύρισε κι
εκείνην, που τώρα
έβλεπαν τα μάτια της το ταίρι της. Και πια δεν
έλεγε να λύσει
270 απ’ τον λαιμό του τα λευκά της χέρια.
γυναίκες μόνο σ’ εσένα
190 έβαλαν καρδιά ανελέητη οι Ολύμπιοι.
Άλλη καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να το αντέ
ξει,
να στέκει τόσην ώρα από τον άντρα της μακριά,
όταν,
μετά από τόσα βάσανα και πάθη, γυρίζει πάλι
στην πατρική του γη
κι έχουν περάσει είκοσι χρόνια ολόκληρα.
195 Αλλά, καλή γερόντισσα, έλα και στρώσε μου
τώρα την κλίνη,
μόνος μου να πλαγιάσω – αυτή μέσα στα στήθη
της
κρύβει καρδιά από σίδερο.»
Του αντιμίλησε με λογική και φρόνηση η Πηνελό
πη:
«Παράξενος κι εσύ! Μήτε ψηλώνει ο νους μου μή
τε περιφρονώ κανένα,
200 αλλά και δεν θαμπώνομαι – ξέρω καλά πώς
ήσουν, όταν το αποφάσισες
να φύγεις από την Ιθάκη μ’ εκείνο το μακρόκου
πο καράβι.
Έλα, τώρα, Ευρύκλεια, φέρε και στρώσε του τη
στέρεη κλίνη
έξω από την καλοχτισμένη κάμαρή μας, που μό
νος του την έφτιαξε·
τραβήξτε το γερό κρεβάτι εκεί και βάλτε πάνω
του στρωσίδια,
205 προβιές, φλοκάτες, σεντόνια πεντακάθαρα
που λάμπουν.»
Μ’ αυτά τα λόγια θέλησε τον άντρα της να δοκι
μά
σει· ο Οδυσσέας όμως,
γεμάτος αγανάκτηση, στράφηκε στην πιστή γυ
ναί
κα του μιλώντας:
«Γυναίκα, άσχημο λόγο πρόφερες, που την ψυ
χή
δαγκώνει.
Ποιος μετακίνησε την κλίνη; Το βλέπω δύσκολο
210 και για τον έμπειρο τεχνίτη ακόμη. Μόνο θε
ός, αν ήθελε,
θα το μπορούσε κατεβαίνοντας να της αλλάξει θέ
ση· θνητός που ζει,
κι αν είναι στην ακμή της νιότης του, εύκολα δεν
μπορεί να τη σαλέψει.
Γιατί σ’ αυτή την τορνευτή μας κλίνη κάποιο σημά
δι υπάρχει
απαραγνώριστο – το ’καμα εγώ, άλλος κανείς.
215 Φύτρωνε μέσα στου σπιτιού μας τον περίβο
λο κορμός μακρόφυλλης ελιάς,
με θαλερό το φούντωμά της, κι αυτός χοντρός
σαν μια κολόνα.
Γύρω του εγώ την κάμαρη έχτισα και την ανέβα
σα
με πέτρες πανωτές στο τελικό της ύψος· μετά τη
στέγασα
καλά από πάνω, και την ασφάλισα με κολλητά
πορτόφυλλα,
220 να αρμόζουν μεταξύ τους.
Τότε πια κούρεψα κλαδιά και φούντες της μακρό
φυλλης ελιάς,
κλάδεψα με επιδέξια τέχνη τον κορμό απ’ τη ρίζα
του,
με το σκεπάρνι τον πελέκησα, τον στάθμισα
για να ισώσει, τον δούλεψα να γίνει κλινοπόδαρο,
κι άνοιξα
225 πάνω του τρύπες με το τρυπάνι. Αρχίζοντας
μετά τον πλάνισα
και πάνω άπλωσα του κρεβατιού την τάβλα
τελειώνοντας,
μ’ ασήμι, μάλαμα και φίλντισι την κλίνη στόλισα
[...].
229 Αυτό είναι το σημάδι που σου φανερώνω.
Μόνο που δεν γνωρίζω,
230 φοβερή γυναίκα, αν παραμένει ριζωμένη η
κλίνη μας ή μήπως
άλλος αλλού την έστησε, κόβοντας σύρριζα το λιό
δεντρο.»
Έτσι της μίλησε, κι ευθύς της λύθηκαν γόνατα και
καρδιά,
αναγνωρίζοντας απαραγνώριστα σημάδια, του Ο
δυσσέα απόδειξη.
Βούρκωσε τότε, χύθηκε στο μέρος του, τα δυο
της χέρια
235 πέρασε στον λαιμό του, φίλησε το κεφάλι
του, κι ύστερα μίλησε:
«Μη μου θυμώνεις, Οδυσσέα, έχεις εσύ ασυναγώ
νιστο μυαλό
και κατανόηση για τους ανθρώπους. Πρέπει οι θε
οί
στη συμφορά να μας παρέσυραν, που μας εφθό
νησαν και δεν μας άφησαν
αχώριστοι να μείνουμε, μαζί τη νιότη μας να τη
χαρούμε
240 και να γεράσουμε μαζί.
Τώρα ωστόσο μην παρεξηγείς το φέρσιμό μου
και μην αγανακτείς, που την αγάπη μου δεν έδει
ξα νωρίτερα.
Γιατί, βαθιά, η ψυχή μου ποτέ δεν έπαψε να τρέ
μει,
μήπως μ’ εξαπατήσει κάποιος με τα λόγια του,
245 περαστικός – είναι πολλοί που σκέφτονται
το πονηρό συμφέρον τους. [...]
253 Μα τώρα που φανέρωσες σημάδια απαρα
γνώριστα της κλίνης μας [...].
258 Τώρα λοιπόν με πείθεις, όσο κι αν έδειξε αμε
τάπειστη η καρδιά μου.»
Μιλώντας, σήκωσε σ’ εκείνον ίμερο ασυγκράτητο
για θρήνο,
260 κι αυτός θρηνούσε, κρατώντας μ’ αγάπη
στην αγκάλη την ακριβή γυναίκα του.
Πόση αγαλλίαση, βλέποντας γη μπροστά τους,
νιώθουν οι ναυαγοί
που ο Ποσειδώνας σύντριψε, καταμεσής στο πέ
λαγος,
263-4 το ανθεκτικό καράβι τους, χτυπώντας το /
μ’ άγριο άνεμο και κύμα φοβερό [...],
267 τέλος, αφήνοντας πίσω τους το κακό, με α
γαλλίαση πατούν
στη στέρεη γη· τόση αγαλλίαση πλημμύρισε κι
εκείνην, που τώρα
έβλεπαν τα μάτια της το ταίρι της. Και πια δεν
έλεγε να λύσει
270 απ’ τον λαιμό του τα λευκά της χέρια.
[Ο Οδυσσέας αναφέρεται στην εντολή του μά
ντη Τειρεσία για τη νέα του αποδημία, ενώ ε
τοιμάζεται η συζυγική κλίνη.]
ντη Τειρεσία για τη νέα του αποδημία, ενώ ε
τοιμάζεται η συζυγική κλίνη.]
Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη αναφέρονται στα παθήματά τους
335 Οι δυο τους πρώτα χόρτασαν αγκάλη και φι
λί,
και τώρα χαίρονταν με λόγια που ιστορούσαν με
ταξύ τους.
Εκείνη, θεία γυναίκα, τα πόσα στο παλάτι τράβη
ξε,
338-9 έχοντας μπρος στα μάτια της το μισητό σι
νάφι / των μνηστήρων· [...].
342 Αλλά κι ο θείος Οδυσσέας μιλούσε, για πί
κρες που έδωσε
σ’ άλλους ανθρώπους και πόσα πάθη ο ίδιος βά
σταξε [...].
347 Άρχισε με τους Κίκονες και πώς τους δάμα
σε, μετά
πώς βρέθηκε στα εύφορα χωράφια των Λωτοφά
γων, όσα του κόστισε
ο Κύκλωπας, ότι τον εκδικήθηκε για τους γενναί
ους συντρόφους
350 που αλύπητα τους έφαγε, πώς άραξε και στο
νησί
του Αιόλου κι εκείνος φιλικά τον δέχτηκε, καλά
τον ξεπροβόδισε,
αλλά δεν ήτανε της μοίρας του να φτάσει ακόμη
στη γλυκιά πατρίδα – τον βρήκε και τον άρπαξε
άγρια θύελλα,
που τον παρέσυρε ξανά στην ανοιχτή ψαρίσια
θάλασσα·
355 μετά πώς έφτασε στους Λαιστρυγόνες, σ’ αυ
τούς που αφάνισαν
όλα του τα καράβια και τους γενναίους συντρό
φους –
μόνος ο Οδυσσέας γλίτωσε στο μελανό καράβι
του·
της είπε και τον πολυμήχανο δόλο της Κίρκης, το
πώς κατέβηκε
μ’ ένα γερό σκαρί στ’ αραχνιασμένα δώματα του
Άδη, χρησμό να πάρει
360 απ’ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή, και πώς
εκεί είδαν τα μάτια του
όλους τους συμπολεμιστές της Τροίας, κι ακόμη
τη μάνα που τον γέννησε κι από μωρό τον έκανε
άντρα·
πώς άκουσε και των οξύφωνων Σειρήνων το τρα
γούδι, κι ύστερα πέρασε
τις Πέτρες τις Πλαγκτές, φτάνοντας και στις φοβε
ρές Σκύλλα και Χάρυβδη,
365 όπου κανείς ποτέ δεν γλίτωσε· μετά πώς οι
εταίροι
έσφαξαν του Ήλιου τα γελάδια, και τότε
ο Δίας, που ψηλά βροντά, σύντριψε με το φλογε
ρό του αστροπελέκι
το γρήγορο καράβι, και τότε πια όλοι οι λαμπροί
του σύντροφοι
βούλιαξαν στον χαμό – ο ίδιος μόνο ξέφυγε χη
μοίρα του θανάτου·
370 πώς έτσι βρέθηκε στης Ωγυγίας το νησί,
στης νύμφης Καλυψώς,
που τον κατακρατούσε, θέλοντας να τον έχει ταί
ρι της,
σε θολωτές σπηλιές, τον έτρεφε κι έδινε την υπό
σχεση
πως θα τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πά
ντα,
374-5 όμως δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει και ν’ αλ
λάξει / της ψυχής το φρόνημα·
τέλος πώς έφτασε στους Φαίακες, μετά από πά
θη αμέτρητα,
που εγκάρδια σαν θεό τον τίμησαν, κι αυτοί τον
έστειλαν
μ’ ένα καράβι τους στην πατρική του γη, αφού
πρώτα τον γέμισαν
με δώρα - χαλκό, μαλάματα και ρούχα.
380 Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, καθώς ύ
πνος γλυκύς,
λυσιμελής τον έπιασε, κι έλυσε τις φροντίδες
της ψυχής του.
λί,
και τώρα χαίρονταν με λόγια που ιστορούσαν με
ταξύ τους.
Εκείνη, θεία γυναίκα, τα πόσα στο παλάτι τράβη
ξε,
338-9 έχοντας μπρος στα μάτια της το μισητό σι
νάφι / των μνηστήρων· [...].
342 Αλλά κι ο θείος Οδυσσέας μιλούσε, για πί
κρες που έδωσε
σ’ άλλους ανθρώπους και πόσα πάθη ο ίδιος βά
σταξε [...].
347 Άρχισε με τους Κίκονες και πώς τους δάμα
σε, μετά
πώς βρέθηκε στα εύφορα χωράφια των Λωτοφά
γων, όσα του κόστισε
ο Κύκλωπας, ότι τον εκδικήθηκε για τους γενναί
ους συντρόφους
350 που αλύπητα τους έφαγε, πώς άραξε και στο
νησί
του Αιόλου κι εκείνος φιλικά τον δέχτηκε, καλά
τον ξεπροβόδισε,
αλλά δεν ήτανε της μοίρας του να φτάσει ακόμη
στη γλυκιά πατρίδα – τον βρήκε και τον άρπαξε
άγρια θύελλα,
που τον παρέσυρε ξανά στην ανοιχτή ψαρίσια
θάλασσα·
355 μετά πώς έφτασε στους Λαιστρυγόνες, σ’ αυ
τούς που αφάνισαν
όλα του τα καράβια και τους γενναίους συντρό
φους –
μόνος ο Οδυσσέας γλίτωσε στο μελανό καράβι
του·
της είπε και τον πολυμήχανο δόλο της Κίρκης, το
πώς κατέβηκε
μ’ ένα γερό σκαρί στ’ αραχνιασμένα δώματα του
Άδη, χρησμό να πάρει
360 απ’ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή, και πώς
εκεί είδαν τα μάτια του
όλους τους συμπολεμιστές της Τροίας, κι ακόμη
τη μάνα που τον γέννησε κι από μωρό τον έκανε
άντρα·
πώς άκουσε και των οξύφωνων Σειρήνων το τρα
γούδι, κι ύστερα πέρασε
τις Πέτρες τις Πλαγκτές, φτάνοντας και στις φοβε
ρές Σκύλλα και Χάρυβδη,
365 όπου κανείς ποτέ δεν γλίτωσε· μετά πώς οι
εταίροι
έσφαξαν του Ήλιου τα γελάδια, και τότε
ο Δίας, που ψηλά βροντά, σύντριψε με το φλογε
ρό του αστροπελέκι
το γρήγορο καράβι, και τότε πια όλοι οι λαμπροί
του σύντροφοι
βούλιαξαν στον χαμό – ο ίδιος μόνο ξέφυγε χη
μοίρα του θανάτου·
370 πώς έτσι βρέθηκε στης Ωγυγίας το νησί,
στης νύμφης Καλυψώς,
που τον κατακρατούσε, θέλοντας να τον έχει ταί
ρι της,
σε θολωτές σπηλιές, τον έτρεφε κι έδινε την υπό
σχεση
πως θα τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πά
ντα,
374-5 όμως δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει και ν’ αλ
λάξει / της ψυχής το φρόνημα·
τέλος πώς έφτασε στους Φαίακες, μετά από πά
θη αμέτρητα,
που εγκάρδια σαν θεό τον τίμησαν, κι αυτοί τον
έστειλαν
μ’ ένα καράβι τους στην πατρική του γη, αφού
πρώτα τον γέμισαν
με δώρα - χαλκό, μαλάματα και ρούχα.
380 Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, καθώς ύ
πνος γλυκύς,
λυσιμελής τον έπιασε, κι έλυσε τις φροντίδες
της ψυχής του.
Ερωτήσεις κατανόησης
Οδύσ
σεια, ερωτήσεις κατανόησης 27ης ενότητας
σεια, ερωτήσεις κατανόησης 27ης ενότητας
(κυκλώστε τη σωστή απάντηση)
1. Η Ευρύκλεια ανήγγειλε στην Πηνελόπη ότι
ο Ο
δυσ
σέας γύρισε και σκότωσε τους μνηστήρες. Η Πηνε
λό
πη...
δυσ
σέας γύρισε και σκότωσε τους μνηστήρες. Η Πηνε
λό
πη...
α) έτρεξε
αμέσως να δει τον Οδυσσέα, β) δεν την πί
στε
ψε.
στε
ψε.
2. Η Ευρύκλεια της είπε ότι είδε την ουλή
που είχε
ο
Οδυσσέας...
ο
Οδυσσέας...
α) στην
πλάτη, β) στο γόνατο.
3. Η Πηνελόπη...
α) αποφάσισε
να κατεβεί για να δει τι συμβαίνει,
β) δεν
πείστηκε και πάλι.
β) δεν
πείστηκε και πάλι.
4. Όταν έφτασε μπροστά στον Οδυσσέα στάθηκε
α
σά
λευτη. Τότε
σά
λευτη. Τότε
α) ο
Τηλέμαχος τη χαρακτήρισε σκληρόκαρδη, β) ο Ο
δυσ
σέας την αγκάλιασε και τη φίλησε.
δυσ
σέας την αγκάλιασε και τη φίλησε.
5. Ο Οδυσσέας δικαιολόγησε τη στάση της
λέγο
ντας ότι η Πηνελόπη θα τον αναγνωρίσει αφού τον
δοκιμάσει...
ντας ότι η Πηνελόπη θα τον αναγνωρίσει αφού τον
δοκιμάσει...
α) ΣΩΣΤΟ, β)
ΛΑΘΟΣ
6. Ο Οδυσσέας στη συνέχεια συζήτησε με τον
Τηλέ
μα
χο...
μα
χο...
α) το θέμα
των πιθανών αντεκδικήσεων από τους συγ
γε
νείς των μνηστήρων, β) τα ζητήματα της περιουσίας
του.
γε
νείς των μνηστήρων, β) τα ζητήματα της περιουσίας
του.
7. Αποφάσισαν να...
α) στήσουν
χορό και τραγούδι για να ξεγελάσουν τους
πε
ραστικούς, β) να πάνε να φέρουν τα δώρα των Φαιά
κων.
πε
ραστικούς, β) να πάνε να φέρουν τα δώρα των Φαιά
κων.
8. Ακόμη αποφάσισαν...
α) να φύγουν
από την Ιθάκη, β) να πάνε στα κτήματα
του Λαέρτη.
του Λαέρτη.
9. Τον Οδυσσέα τον έπλυνε, τον άλειψε με
λάδι και
τον έντυσε...
τον έντυσε...
α) η
Ευρύκλεια, β) η Ευρυνόμη, γ) η Μελανθώ.
10. Ο Οδυσσέας στάθηκε και πάλι μπροστά
στην
Πη
νελόπη. Επειδή όμως εκείνη δεν αντέδρασε, ζήτησε
α
πό την Ευρύκλεια...
Πη
νελόπη. Επειδή όμως εκείνη δεν αντέδρασε, ζήτησε
α
πό την Ευρύκλεια...
α) να του
φέρει κρασί, β) να του στρώσει το κρεβάτι.
11. Η Πηνελόπη βρήκε την ευκαιρία και είπε
στην
Ευ
ρύκλεια...
Ευ
ρύκλεια...
α) να του
στρώσει το νυφικό κρεβάτι τους βγάζοντάς
το
έξω από την κάμαρή τους, β) να του φέρει το κρεβάτι
από την αποθήκη.
το
έξω από την κάμαρή τους, β) να του φέρει το κρεβάτι
από την αποθήκη.
12. Ο Οδυσσέας απάντησε ότι το κρεβάτι δε
μετακι
νεί
ται...
νεί
ται...
α) γιατί
είναι πολύ βαρύ, β) γιατί ο ίδιος το έφτιαξε
και
το ένα πόδι του είναι ο κορμός μιας ελιάς.
και
το ένα πόδι του είναι ο κορμός μιας ελιάς.
13. Η Πηνελόπη κατάλαβε...
α) ότι ο
"ξένος" είναι ο Οδυσσέας, β) ότι ο "ξένος"
την
κοροϊδεύει.
την
κοροϊδεύει.
14. Τότε, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν...
α) μετά από
δέκα χρόνια χωρισμού, β) μετά από είκο
σι
χρόνια χωρισμού.
σι
χρόνια χωρισμού.
15. Στη συνέχεια ο Οδυσσέας είπε στην
Πηνελόπη
ότι
θα πρέπει να ξαναφύγει σύμφωνα με όσα του είπε
ο
μάντης...
ότι
θα πρέπει να ξαναφύγει σύμφωνα με όσα του είπε
ο
μάντης...
α)
Τειρεσίας, β) Κάλχας, γ) Θεοκλύμενος.
16. Ακόμη ο Οδυσσέας αφηγήθηκε γρήγορα στην
Πη
νελόπη...
Πη
νελόπη...
α) όλα όσα
υπέφερε, αναφέροντας καθένα από τα μέρη
που πέρασε, β) τα πλούτη που του έδωσαν οι Φαία
κες.
που πέρασε, β) τα πλούτη που του έδωσαν οι Φαία
κες.