Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Οδύσσεια : χ,ψ,ω-περίληψη-σχόλια

 Με ένα δεύτερο βέλος του ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο και ύστερα αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα. Παρά τις παρακλήσεις και τις προτάσεις για δώρα, εκείνος συνεχίζει. Ο Εύμαιος και ο Τηλέμαχος τού φέρνουν όπλα, ενώ ο Μελάνθιος δίνει όπλα στους μνηστήρες. Ακολουθεί μάχη και με τη βοήθεια της Αθηνάς όλοι οι μνηστήρες θανατώνονται. Μόνο στον αοιδό Φήμιο και τον κήρυκα Μέδοντα χαρίζεται η ζωή. Επιπλέον, τιμωρούνται υποδειγματικά οι υπηρέτριες που ακολούθησαν τους μνηστήρες και ο Μελάνθιος.

ψ (Oδυσσέως υπό Πηνελόπης αναγνωρισμός):
ω (Σπονδαί): 

 Η Πηνελόπη συνεχίζει να αμφιβάλλει για την επιστροφή του άντρα της. Εκείνος όμως εμφανίζεται μετά το λουτρό του ακόμα πιο ωραίος και λαμπερός, χάρη στην επέμβαση της Aθηνάς, και διαλύει τις αμφιβολίες της Πηνελόπης με ένα μυστικό που της αποκαλύπτει για την κατασκευή του συζυγικού τους κρεβατιού. Η νύχτα ενώνει τους συζύγους, που διηγούνται τα όσα πέρασαν. 
Οι ψυχές των μνηστήρων οδηγούνται στον Άδη. Το φάντασμα του Αγαμέμνονα μιλάει για τη διαφορά της Κλυταιμνήστρας από την Πηνελόπη. Ο Οδυσσέας συναντά τον πατέρα του Λαέρτη στα κτήματα. Εν τω μεταξύ οι συγγενείς των νεκρών μνηστήρων έχουν στασιάσει στην πόλη. Ξεσπάει μάχη, αλλά και πάλι η Αθηνά επεμβαίνει για μία τελευταία φορά χαρίζοντας ειρήνη και σταθερότητα.
πηγη:https://e-didaskalia.blogspot.com/2016/04/odysseia.html

Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας χ:
Μνηστηροφονία

Ο Οδυσσέας, μετά την επιτυχία του, πέταξε τα ράκη και έστρεψε το τόξο εναντίον των μνηστήρων με πρώτο νεκρό τον πιο προκλητικό απ’ όλους, τον Αντίνοο. Οι μνηστήρες αναστατώθηκαν και άρχισαν να τον απειλούν, τρόμαξαν όμως όταν άκουσαν τις κατηγορίες του και κατάλαβαν ποιος ήταν. Τότε ο Ευρύμαχος ζήτησε έλεος υποσχόμενος πλούσια αποζημίωση, ο Οδυσσέας όμως αρνήθηκε κάθε συμβιβασμό και τους κάλεσε σε αναμέτρηση. Στη σύγκρουση που ακολούθησε σκοτώθηκαν ο Ευρύμαχος και ο Αμφίνομος.
Ο Οδυσσέας συνέχισε να τοξεύει, ενώ ο Τηλέμαχος φρόντισε να εφοδιάσει την τετραμελή ομάδα του με ασπίδες, δόρατα και κράνη, ξέχασε όμως την πόρτα της αποθήκης ανοιχτή. Βρήκε έτσι την ευκαιρία ο Μελάνθιος και πήρε κι αυτός δώδεκα αρματωσιές για τους μνηστήρες, και η σύγκρουση γενικεύτηκε.
Πλησίασε τότε τον Οδυσσέα η Αθηνά με τη μορφή του Μέντορα, τον ενθάρρυνε και πέταξε μετά σαν χελιδόνι στο δοκάρι της στέγης. Στους μνηστήρες έδινε θάρρος και εντολές ο Αγέλαος, η Αθηνά όμως φρόντιζε να αστοχούν οι επιθέσεις τους· κατάφεραν μόνο να τραυματίσουν εξώδερμα τον Τηλέμαχο και τον Εύμαιο. Αντίθετα, οι επιθέσεις της ομάδας του Οδυσσέα ευστοχούσαν όλες και σχεδόν τους αποτελείωσαν.
Ακολούθησαν τρεις σκηνές ικεσίας: Ο μάντης Ληώδης μάταια ικέτεψε τον Οδυσσέα να τον λυπηθεί. Οι ικεσίες όμως του Φήμιου και του Μέδοντα εισακούστηκαν.
Ο Οδυσσέας κάλεσε, έπειτα, την Ευρύκλεια που, μόλις είδε νεκρούς τους μνηστήρες, πήγε να αλαλάξει από χαρά, της έκοψε όμως εκείνος τη φόρα και της ζήτησε να απαριθμήσει τις πιστές και τις άπιστες δούλες. Κάλεσε, λοιπόν, τις δεύτερες (δώδεκα τον αριθμό) να βοηθήσουν στη μεταφορά των νεκρών στην αυλή και στον καθαρισμό της αίθουσας και έδωσε εντολή στον Τηλέμαχο να τις σκοτώσουν μετά, μαζί και τον Μελάνθιο. Τέλος, ο Οδυσσέας εξάγνισε το παλάτι από το φονικό με θειάφι και φωτιά και κάλεσε τις (τριάντα οχτώ) πιστές δούλες, που έσπευσαν χαρούμενες με δάδες αναμμένες και καλωσόρισαν τον αφέντη τους.





Σχεδιάγραμμα του κεντρικού κτιρίου των ανακτόρων της Iθάκης (με βάση σχέδιο της H.L . Lorimer). A: H πίσω πόρτα του μεγάρου, που οδηγεί στις αποθήκες και σε θαλάμους (B). – Γ: O διάδρομος που από την πίσω πόρτα οδηγεί στον πρόδομο και στην αυλή. – Δ: Tο κατώφλι του μεγάρου, από όπου τοξεύει ο Oδυσσέας. – Θ: Tο κατώφλι που οδηγεί στα διαμερίσματα της Πηνελόπης και των υπηρετριών (E, Z, H· το Z, ιδιαίτερα, δείχνει την υπερυψωμένη κάμαρη της Πηνελόπης, το υπερώο).


Ο Οδυσσέας τοξεύει από το κατώφλι του μεγάρου
Μνηστηροφονία

Ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο. Μνηστηροφονία

 Ζωγράφος της Πηνελόπης

 Μνηστηροφονία


Ο Ευρύμαχος απολογούμενος ενοχοποιεί τον Αντίνοο και ζητεί συμβιβασμό

 

 


Ο Οδυσσέας αρνείται κάθε συμβιβασμό και τους καλεί σε αναμέτρηση

Μνηστηροφονία

Μνηστηροφονία

Μνηστηροφονία

Oι μνηστήρες.


Η ικεσία του Μέδοντα
Μετά την Μνηστηροφονία
Ο Οδυσσέας μετά τη θανάτωση των μνηστήρων και των υπηρετών.


Η μεταφορά των νεκρών μνηστήρων.

Ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος πλένονται μετά τη θανάτωση των μνηστήρων.





Α2' ΚΕΙΜΕΝΟ 
Ο 
Οδυσσέας
 αποκαλύ
πτεται και επιτίθεται 
στους μνηστήρες: 
χ 1-446 
(με ενδιάμεσες πα
ραλείψεις)
Ο Οδυσσέας τοξεύει από το κατώφλι του μεγάρου
Μνηστηροφονία

Ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο. Μνηστηροφονία

 Ζωγράφος της Πηνελόπης

 Μνηστηροφονία
Οπότε ο Οδυσσέας γυμνώθηκε, τα ράκη πέταξε,
πήδηξε πάνω στο πλατύ κατώφλι πολυμήχανος, στα χέρια του
κρατώντας δοξάρι και φαρέτρα, γεμάτη βέλη,
μπροστά στα πόδια του αδειάζει τις γοργές σαΐτες, ύστερα γύρισε
5 και λέει στους μνηστήρες:
«Τέλος, μ’ αυτό το ατέλεστο για σας αγώνισμα·
τώρα θα βάλω στόχο δεύτερο, που δεν τον έφτασε ποτέ άνθρωπος άλλος,
8-9 αν έχω τύχη και πετύχω, αν ο Απόλλωνας μου δώσει / τέτοια δόξα.»
10 Είπε και την πικρή σαΐτα σημαδεύοντας τη ρίχνει στον Αντίνοο πάνω,
την ώρα που άπλωνε το χέρι του να πιάσει την ωραία κούπα, [...]
19 κι εκείνος χτυπημένος έγειρε, του ξέφυγε η κούπα από το χέρι [...].
23 Τότε στην αίθουσα οι μνηστήρες βοή μεγάλη σήκωσαν, βλέποντας τον
Αντίνοο
να πέφτει σκοτωμένος· αλλοπαρμένοι από τη θέση τους πετάχτηκαν,
25 στριφογυρίζοντας στην κάμαρη, κοιτάζοντας με μάτια ορθάνοιχτα
τριγύρω τους καλοχτισμένους τοίχους.
Αλλά δεν είδαν κάπου ένα σκουτάρι ή κάποιο δόρυ άλκιμο,
κι έτσι, με χολωμένα λόγια πήραν τον Οδυσσέα να βρίζουν:
«Ξένε, σφάλμα βαρύ που διάλεξες ανθρώπους να τοξεύσεις, αλλά
30 το κόλπο σου δεν θα πετύχει δεύτερη φορά·
τώρα σου μέλλεται αναπόφευκτος χαμός δικός σου,
γιατί θανάτωσες το πρώτο και καλύτερο από τα παλικάρια
της Ιθάκης – σίγουρα θα σε φαν κι εσένα εδώ οι γύπες.»
Έτσι παράλογα μιλούσαν, γιατί φαντάστηκαν πως άθελά του
35 ο Οδυσσέας τον σκότωσε – μωροί, που δεν κατάλαβαν πως πάνω
στο κεφάλι τους κρεμόταν κιόλας σ’ όλους η θηλιά του ολέθρου.
Ο Οδυσσέας απευθύνει κατηγορίες στους αναστατωμένους μνηστήρες
Ο Οδυσσέας όμως πολυμήχανος λοξά τούς κοίταξε κι άγρια τους αντιμίλη
σε:
«Σκυλιά, που λέγατε δεν θα γυρίσω πια στον τόπο μου, μετά
της Τροίας τον πόλεμο· γι’ αυτό ρημάζετε στο μεταξύ το βιος μου,
40 βάναυσα σέρνετε γυναίκες δούλες στο κρεβάτι σας, παντρολογήματα
γυρεύετε, ενόσω ακόμη ζω, με τη δική μου τη γυναίκα.
Δε φοβηθήκατε καν τους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν,
μήτε και των ανθρώπων τη μελλοντική, δίκαιη εκδίκηση.
Μα τώρα κρέμεται η θηλιά του ολέθρου πάνω στο κεφάλι σας.»
45 Ακούγοντας τα λόγια του εκείνοι χλώμιασαν, τους έπιασε φόβος και
τρόμος,
κοίταζε ο καθένας από πού να φύγει, πώς θα μπορούσε να γλιτώσει
το κεφάλι του απ’ τον χαμό.
Ο Ευρύμαχος απολογούμενος ενοχοποιεί τον Αντίνοο και ζητεί συμβιβασμό

 

 
Μόνο ο Ευρύμαχος τόλμησε να μιλήσει λέγοντας:
«Αν είσαι ο ιθακήσιος που γύρισε στον τόπο του, αν είσαι ο Οδυσσέας,
50 ό,τι μας έσυρες και δίκαιο είναι και σωστό, για τα πολλά κι ατάσθαλα
που οι Αχαιοί έχουν πράξει, και μέσα στο παλάτι κι απέξω στα χωράφια.
Μα να που αυτός κείτεται πια νεκρός, ο Αντίνοος,
πρωταίτιος των πάντων· αυτός ευθύνεται για τα ανόσια έργα.
Όχι από πόθο βέβαια να παντρευτεί ή κάποια ανάγκη,
55 αλλά επειδή άλλα φρονούσε το μυαλό του, που ο γιος του Κρόνου όμως
δεν έστερξε να γίνουν· ήθελε ο ίδιος να ’ναι βασιλιάς στον τόπο
της καλόχτιστης Ιθάκης, ήθελε με καρτέρι να σκοτώσει και τον γιο σου.
Μα τώρα, όπως του ταίριαζε, εξοντώθηκε· αλλά κι εσύ
λυπήσου τον λαό σου. Όσο για μας, αυτά που μέσα στο παλάτι
60 φάγαμε κι ήπιαμε, θα τα ξοφλήσουμε, και με το παραπάνω·
καθένας από μας, μαζεύοντας κι απ’ τον λαό, θα φέρει ανταμοιβή
είκοσι βόδια, θ’ ανταποδώσει μάλαμα και χαλκό, ώσπου να μαλακώσει
η πέτρινη καρδιά σου – ως τότε δικαιούσαι να ’σαι χολωμένος.»
Ο Οδυσσέας αρνείται κάθε συμβιβασμό και τους καλεί σε αναμέτρηση

Μνηστηροφονία

Μνηστηροφονία

Μνηστηροφονία

Oι μνηστήρες.

Τον κοίταξε ο Οδυσσέας λοξά και πολυμήχανος του μίλησε άγρια:
65 «Ευρύμαχε, κι αν όλα τα αποδώσετε τα πατρικά αγαθά μου,
όσα στο μεταξύ σφετεριστήκατε, κι αν βρείτε κι άλλα απ’ αλλού,  1
και πάλι αυτά τα χέρια δεν σταματούν μπροστά στο φονικό,
προτού πληρώσουν οι μνηστήρες όλοι την ξέφρενη ανομία τους.
Να το λοιπόν το δίλημμά σας: αντισταθείτε πολεμώντας ή
70 το βάζετε στα πόδια, αν κάποιος κατορθώσει
τον θάνατό του ν’ αποφύγει, την κακή του μοίρα – δεν το νομίζω ωστόσο
πως έστω κι ένας θα γλιτώσει από τον μαύρο όλεθρο.»
[Ο Ευρύμαχος κήρυξε τώρα αντεπίθεση με τα σπαθιά που διέθεταν όλοι
 τους.]
86 Είπε κι ευθύς το κοφτερό σπαθί του τράβηξε (χάλκινο,
αμφίστομο) κι όρμησε πάνω του άγρια κραυγάζοντας.
Πρόλαβε όμως ο Οδυσσέας θείος, έριξε, και τον βρήκε κατάστηθα η σαΐτα
[...].
90 Του φεύγει από το χέρι τότε το σπαθί, τρεκλίζοντας διπλώθηκε
στην τάβλα, σκορπίζοντας δίδυμη κούπα και φαγιά στο πάτωμα· [...]
95 Τώρα αντιμέτωπος στον ένδοξο Οδυσσέα βγήκε μπροστά ο Αμφίνομος,
τραβώντας ξίφος κοφτερό, μήπως και κάνει πίσω εκείνος,
αφήνοντας την πόρτα ελεύθερη.
Πρόλαβε όμως ο Τηλέμαχος, έτρεξε πίσω του και με το χάλκινό του δόρυ
99-100 τον χτύπησε μεσοπλατίς· [...] / οπότε αυτός κάτω σωριάστηκε με
βρόντο [...].
[Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές προμηθεύονται τώρα ασπίδες, δόρα
τα, περικεφαλαίες, και η σύγκρουση γενικεύεται, υπερέχει όμως η τετραμε
λής ομάδα του Οδυσσέα.]
325
 [...] οι τέσσερις,
μέσα στην αίθουσα ορμώντας, χτυπούσαν τους μνηστήρες, δεξιά
ζερβά, κι άγριος βόγκος έβγαινε, συντρίβονταν κεφάλια,
το πάτωμα παντού πλημμύρισε αίμα.
Σκηνές ικεσίας: α. Η ικεσία του Ληώδη
Τότε ο Ληώδης τρέχοντας προσπέφτει στου Οδυσσέα τα γόνατα
330 και τον ικέτευε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Πέφτω στα γόνατά σου· έλεος, Οδυσσέα, σπλαχνίσου με.
Εγώ ποτέ δεν πείραξα σε τούτο το παλάτι καμιά γυναίκα,
ποτέ υβριστικά δεν φέρθηκα με λόγια κι έργα· αντίθετα
πολλές φορές δοκίμασα φρένο να βάλω στους μνηστήρες [...].
338 Εγώ ωστόσο, που μάντης ήμουν μόνο στις θυσίες, αθώος κινδυνεύω
να θανατωθώ, αφού δεν έχουν πια τα ευεργετήματα καμιάν ανταμοιβή.»
340 Άγρια και λοξά τον κοίταξε ο Οδυσσέας πανούργος:
«Αν λες πως μόνο μάντευες για των μνηστήρων τις θυσίες,
τότε γιατί τόσες φορές ευχήθηκες να μη χαρώ κι εγώ
μέρα γλυκιά του γυρισμού; γιατί μαζί τους γύρευες
γυναίκα σου να κάνεις τη γυναίκα μου, να της γεννήσεις και παιδιά;
345 Λοιπόν, δεν θ’ αποφύγεις τώρα τον φονικό σου θάνατο.» [...]
β. Η ικεσία του Φήμιου
350 Και πάνω εκεί ο Φήμιος, του Τέρπιου γιος, ο αοιδός, πέτυχε
να ξεφύγει από τον μαύρο χάρο – αυτός που άθελά του
τραγουδούσε στους μνηστήρες. 2
Τώρα στα χέρια του κρατώντας τη γλυκόφθογγη κιθάρα,
όρθιος στήθηκε στο μεσοπόρτι, ενώ ο νους του μοιρασμένος
355 γύρευε τη λύση: έξω να βγει από το μέγαρο και να προσφύγει ικέτης
στον βωμό του Δία,  χτισμένο στον αυλόγυρο για τον μεγαλοδύναμο θεό,
 3
όπου συχνά στο παρελθόν ο Οδυσσέας κι ο πατέρας του
έκαιγαν προς τιμήν του μεριά βοδίσια; ή να προσπέσει στου Οδυσσέα τα
γόνατα,
να τον παρακαλέσει; Κι όπως το σκέφτηκε καλύτερα, αυτό του φάνηκε
360 ωφελιμότερο, του Οδυσσέα τα γόνατα ν’ αγγίξει [...]:
366 «Πέφτω, Οδυσσέα, στα γόνατα· έλεος και σπλαχνίσου με.
Βάρος θα το ’χεις στην καρδιά σου, αν θανατώσεις αοιδό –
εμένα, που θεούς κι ανθρώπους τραγουδώ κι ευφραίνω. [...]
370-71 [...] Αν θες, κι εδώ για χάρη σου / μπορώ να τραγουδήσω, σε βλέπω σαν θεό.
Γι’ αυτό κρατήσου, μη με σφάξεις με χαλκό. Μπορεί κι ο ακριβός σου γιος
να μαρτυρήσει, να σου το πει ο Τηλέμαχος, πως με το ζόρι κι άθελά μου
στα γλέντια των μνηστήρων τραγουδούσα· μ’ έσερναν με τη βία μέσα,
375 αυτοί που ήσαν περισσότεροι κι είχαν μεγάλη δύναμη.»
Τα λόγια του άκουσε ο γενναίος Τηλέμαχος,
γύρισε στον πατέρα του κι από κοντά τού μίλησε:
«Παρακαλώ κρατήσου, και μη χτυπάς έναν αθώο με το χάλκινο σπαθί σου.
Λέω να σώσουμε ακόμη και τον Μέδοντα, τον κήρυκα, που όσο εγώ 
ήμουν
380 παιδί ακόμη, πάντα με φρόντιζε στο σπίτι. [...]»
Η ικεσία του Μέδοντα
Μετά την Μνηστηροφονία
Ο Οδυσσέας μετά τη θανάτωση των μνηστήρων και των υπηρετών.



Η μεταφορά των νεκρών μνηστήρων.

Ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος πλένονται μετά τη θανάτωση των μνηστήρων.
384 Τον λόγο του ο Μέδων άκουσε, στη σκέψη πάντα φρόνιμος.
385 Είχε στο μεταξύ κουρνιάσει κάτω από κάποιο κάθισμα,
κουκουλωμένος με βοδίσιο φρέσκο δέρμα, μήπως γλιτώσει
τον μαύρο χαλασμό του.
Εκείνην όμως τη στιγμή ξεμύτισε, πέταξε από πάνω του
το δέρμα του βοδιού, έτρεξε στον Τηλέμαχο,
390 γονατιστός πιάνει τα γόνατά του, και τον ικέτευε
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, να με μπροστά σου ζωντανός. Κρατήσου εσύ και πες
και στον πατέρα σου το σώμα μου να μη χαλάσει με το χάλκινο σπαθί
 [...].»
397 Του χαμογέλασε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«θάρρος, σ’ έσωσε τώρα αυτός και σε γλιτώνει.
Όμως να μάθεις μέσα σου κι εσύ και να το πεις στους άλλους·
400 έργα καλά βγαίνουν ανώτερα από την έμπρακτη κακία.
Μα τώρα βγείτε οι δυο σας έξω, μείνετε καθισμένοι στην αυλή,
μακριά απ’ αυτό το φονικό, εσύ κι ο φημισμένος αοιδός· [...].»
404 Τον άκουσαν κι υπάκουσαν, αμέσως βγήκαν έξω από την αίθουσα,
405 πήγαν και κάθισαν πλάι στον βωμό του Δία,
μεγαλοδύναμου προστάτη, ενώ το μάτι τους αλαφιασμένο
ολόγυρα κοιτούσε, γιατί κρατούσε ακόμη ο φόβος του θανάτου.
Στο μεταξύ κι ο Οδυσσέας στύλωνε παντού το βλέμμα του, μήπως και δει
κάποιον που ξέμεινε σώος ακόμη και κρυμμένος, μήπως γλιτώσει από
 τον θάνατο.
410 Τότε τους είδε όλους, πολλούς στο αίμα και στη σκόνη
βουτηγμένους, κάτω πεσμένους. Ωσάν τα ψάρια που οι ψαράδες
τα τραβούν στο κοίλο περιγιάλι με το πολύτρυπό τους δίχτυ,
έξω απ’ την αφρισμένη θάλασσα, κι αυτά, στην αμμουδιά χυμένα,
από τον πόθο σπαρταρούν για το θαλάσσιο κύμα,
415 ώσπου λαμπρός ο ήλιος πια τα θανατώνει· όμοιοι με ψάρια κι
 οι μνηστήρες,
χύμα κι αυτοί ένας πάνω στον άλλο σωριασμένοι. [...]
Η αντίδραση της Ευρύκλειας και η συμβουλή του Οδυσσέα
[Ο Οδυσσέας, αφού τελείωσε το έργο του, κάλεσε την Ευρύκλεια.]
434 Μόλις η παραμάνα αντίκρισε νεκρά τα σώματα να κολυμπούν
435-36 στο αίμα, πήγε να βγάλει ολολυγή, βλέποντας / το μεγάλο αυτό
 κατόρθωμα.
Ο Οδυσσέας όμως τη σταμάτησε, της έκοψε τη φόρα πριν ξεσπάσει [...]:
439 «Κράτησε τη χαρά σου μέσα σου, φυλάξου κι άσε τις κραυγές·
440 δεν είναι κιόλας όσιο, μπροστά σε σκοτωμένους να καυχιέσαι.
Αυτούς τους δάμασε μοίρα θεού, τιμώρησε τα ανόσια έργα τους,
αφού δεν έδειχναν καμιά τιμή για τον συνάνθρωπό τους,
τον ταπεινό ή και τον πιο σπουδαίο, όποιος τούς έπεφτε μπροστά.
Γι’ αυτό τους βρήκε θάνατος φριχτός, για τις φριχτές τους πράξεις.
445 Τώρα ωστόσο μέτρα μου του παλατιού τις δούλες,
πόσες και ποιες μας δείχνουν περιφρόνηση, πόσες αθώες έμειναν.»









Οδύσσεια, ερωτήσεις κατανόησης 
26ης 
ενότητας
(κυκλώστε τη σωστή απάντη
ση)



1. Πρώτος που έπεσε νεκρός από το τόξο του Ο
δυσσέα ήταν ο μνηστήρας...
α) Αντίνοος, β) Ευρύμαχος,
 γ) Ληώδης
2. Οι μνηστήρες, μόλις 
είδαν
 νεκρό 
τον Αντίνοο...
α) νόμισαν ότι ο "ζητιάνος" τον
 σκότω
σε κατά λάθος, 
β) κατάλαβαν ότι έχουν μπρο
στά τους
 τον Οδυσσέα.
3. Τότε ο Οδυσσέας...
α) σημάδεψε και σκότωσε 
και 
δεύτε
ρο μνηστήρα,
 β) τους αποκάλυψε ποιος είναι.
4. Ο Ευρύμαχος ζήτησε από τον 
Οδυσ
σέα να τους
 συγχωρέσει και του υπο
σχέθηκε ότι θα ξεπληρώσουν ό
σα
 σπα
τάλησαν...
α) Ο Οδυσσέας τον συγχώρεσε και τον άφησε να φύγει, β) Τους
 είπε ότι θα τους σκοτώσει όλους.
5. Ο Ευρύμαχος επιτέθηκε με το 
σπαθί του 
στον Οδυσσέα...
α) και τον τραυμάτισε, β) ο Οδυσσέας
 όμως
 τον σκότωσε.
6. Εναντίον του Οδυσσέα όρμησε 
ο Αμ
φίνομος...
α) αλλά κι αυτόν τον σκότωσε ο Ο
δυσ
σέας,
 β) τον σκότωσε ό
μως με το δόρυ του ο Τηλέμαχος.
7. Ο Τηλέμαχος έφερε όπλα από την αποθήκη, ξέχασε όμως 
την πόρτα ανοιχτή που την είδε...
α) ο Εύμαιος, β) ο Φιλοίτιος, 
γ) ο Με
λάνθιος.
8. Ο Μελάνθιος πήγε στην κάμα
ρη
 κι...
α) έκλεισε την πόρτα, β) έφερε ό
πλα
 για τους
 μνηστήρες.
9. Πάνω στη μάχη τραυματίστη
καν 
ελαφριά...
α) ο Οδυσσέας και ο Φιλοίτιος, 
β) ο Τηλέ
μαχος
 και ο Εύμαιος.
10. Ο μνηστήρας Ληώδης ζήτησε από τον Ο
δυσσέα να του
 χαρίσει τη ζωή. Ο Οδυσσέας...
α) τον άφησε να φύγει, β) τον σκότω
σε.
11. Και ο Φήμιος, ο αοιδός ικέτευσε τον
 Οδυσσέα 
να του χαρίσει τη ζωή.
α) Ο Οδυσσέας όμως τον σκότωσε, 
β) Μεσο
λάβησε ο Τηλέ
μαχος και του χάρισαν τη ζωή.
12. Ο Τηλέμαχος ζήτησε από τον
 Οδυσ
σέα να μη
 σκοτώσουν και τον κήρυ
κα...
α) τον Μέδοντα, β) τον Χάρο
ντα.
13. Αφού σκότωσε όλους τους μνηστή
ρες, ο Ο
δυσσέας φώναξε...
α) τη Μελανθώ, β) την Ευρύκλει
α.
14. Ο Οδυσσέας έμαθε από την Ευρύ
κλεια ότι οι 
άπιστες δούλες ήταν...
α) δώδεκα (12), β) δεκαπέντε (15), 
γ) είκοσι (20)
15. Σ' αυτές ανέθεσε να καθαρίσουν την 
αίθουσα και μετά...
α) τις έδιωξε από το παλάτι, β) τις σκότω
σε μαζί
 με τον Μελάνθιο.
16. Στη συνέχεια κάλεσε τις πιστές
 δούλες
 που ήταν...
α) είκοσι πέντε (25), β) τριάντα οκτώ
 (38),
 γ) σαρά
ντα τέσσερις (44)
17. Έτσι έγινε η μνηστηροφονία 
την...
α) 40η νύχτα της Οδύσσειας,
 β) 50η νύχτα της Οδύσσειας, 
γ) 60η νύχτα της Οδύσσειας.






 (στ. 66) όσα στο μεταξύ σφετεριστήκατε: όσα στο μεταξύ οικειοποιηθήκατε / κάνατε
δικά σας παράνομα.
2. (στ. 350-2) Για τον φημισμένο αοιδό Φήμιο, τον γιο του Τέρπιου (< τέρ-πω > τέρψις),
ο ποιητής επιφυλάσσει τιμητική αντιμετώπιση ως φόρο τιμής στο αθάνατο δώρο της
ποίησης, 353 κ.ε. (σε αντίθεση προς τον κωμικό ρόλο του κήρυκα Μέδοντα, 384 κ.ε.,
και τη σκληρότητα απέναντι στον ιερομάντη Ληώδη, 340-345).
3. (στ. 355-6) να προσφύγει ικέτης στον βωμό του Δία: Στην αυλή του παλατιού (και
 κάθε σπιτιού) υπήρχε βωμός του Δία, όπου προσφέρονταν θυσίες, εξασφάλιζε όμως
και άσυλο όποιος κατέφευγε εκεί. Ικεσία

αρχή


bullet
«Όμως ο Αχιλλέας, αφού την πήρε τη ζωή του θείου Έκτορα, / τον έδεσε στο άρμα
 του και γύρω από τον τάφο του φίλου του / τον έσερνε» (Ιλιάδα, Ω 50-52, 8ος αι.
π.Χ.)
bullet
«δεν είναι κιόλας όσιο, μπροστά σε σκοτωμένους να καυχιέσαι» (Οδύσσεια, χ440,
 2-3 δεκαετίες αργότερα)
bullet
«ανέντιμο είναι να ονειδίζεις νεκρούς» (Αρχίλοχος, 7ος αι. π.Χ.)
bullet
τόν τεθνηκότα μή κακολογεῖν (Χίλων, 6ος αι. π.Χ.)
bullet
«είναι φοβερό να καυχιέται κανείς πάνω σε ανθρώπους που μόλις σκοτώθηκαν»
 (Κρατίνος, 5ος αι. π.Χ.)
bullet
ὁ ἀποθανών δεδικαίωται (Απ. Παύλος, Καινή Διαθήκη, Προς Ρωμαίους ζ, 7)
bullet
Και το δίκαιο του πολέμου στα νεότερα χρόνια επιβάλλει σεβασμό στους νεκρούς.



  1. Ποιες κατηγορίες βαρύνουν τους μνηστήρες; (με βάση τους στίχους 38-43 
  2. και 52-57)
  3. Πώς χαρακτηρίζεται ο Eυρύμαχος από την απάντησή του στον Oδυσσέα;
  4.  (στ. 49-63) 
  5. Eίναι σύμφωνος ο λόγος του αυτός με το γνωστό μας ήθος του;
  6. Σχολιάστε το επιχείρημα με το οποίο απέρριψε ο Oδυσσέας την πλούσια αποζημίω
  7. ση που του πρότεινε ο Eυρύμαχος (στ. 65-68).Ο Αχιλλέας απορρίπτει τα δώρα του Αγαμέμνονα
  8. Για ποιους λόγους σώθηκαν ο αοιδός Φήμιος και ο κήρυκας Mέδοντας; (βλ. τους στ.
  9.  350-400)
  10. Ποια στάση κράτησε ο Oδυσσέας απέναντι στο κατόρθωμά του; (στ. 439-444). Nα
  11.  συγκρίνετε τη στάση του αυτή με τη στάση του απέναντι στον τυφλω
  12. μένο Kύκλωπα (ι 527-584).

αρχή



Στην Oδύσσεια ισχύει, ως γνωστόν, η ηθική αρχή: (θεϊκή) προειδοποίηση
– μη συμμόρ
φωση – τιμωρία. Nα δείξετε (σε μια παράγραφο 3-4 γραμμών) πώς η αρχή αυτή
εφαρμό
ζεται στην περίπτωση των μνηστήρων: ................................



Ερμηνευτικές επισημάνσεις

1. Οι φάσεις του φονικού
α. O Οδυσσέας τοξεύει εναντίον των μνηστήρων από το κατώφλι και σκοτώνει πρώτον
 τον Aντίνοο – τον μόνο που δεν κατάλαβε από ποιον σκοτώθηκε· οι άλλοι, ανίδεοι
ακό
μη, τον απειλούσαν. Όταν κατάλαβαν, καθώς δεν βρήκαν όπλα, του επιτέθηκαν με τα
α
τομικά τους ξίφη – όπλα άχρηστα απέναντι σε τοξότη που κατέχει στρατηγική θέση·
βρή
καν έτσι τον θάνατο ο Eυρύμαχος κι ο Aμφίνομος (1-100/<1-94>).
β. Τα βέλη όμως του Oδυσσέα τελείωναν· εφοδιάστηκε τότε η ομάδα του με ασπίδες,
δόρατα και κράνη, αλλά και αρκετοί μνηστήρες. Σχηματίστηκαν έτσι δύο μέτωπα ένο
πλων αντιπάλων με αβέβαιη έκβαση και η σύγκρουση πήρε μορφή μάχης επικής, η εύ
νοια όμως της Αθηνάς στον Oδυσσέα κατέστησε άτρωτη σχεδόν την ομάδα του, ενώ η
 έχθρα της για τους μνηστήρες συνετέλεσε στην εξολόθρευσή τους. H φάση αυτή συ
μπληρώθηκε με τρεις ικεσίες, την ατελέσφορη του Ληώδη (329/<310> κ.ε.) και τις
 σωτή
ριες του Φήμιου και του Mέδοντα (350/<330> κ.ε.), και έκλεισε με τη φρικτή παρομοίω
ση των στ. 410-6/<383-9>.
γ. H τρίτη φάση, ως επίλογος του φονικού, επέχει θέση κάθαρσης, κυριολεκτικής και με
ταφορικής, συμπλέκεται όμως και με τον θάνατο των αναίσχυντων υπηρετριών, που
δεν σέβονταν την Πηνελόπη και διατηρούσαν ερωτικές σχέσεις με τους μνηστήρες, κα
θώς και του συνεργάτη των μνηστήρων, του Mελάνθιου.
Τον καθαρισμό του χώρου από τα πτώματα ανέλαβαν ο Τηλέμαχος και ο Εύμαιος βοη
θούμενοι από τις άπιστες δούλες, ενώ την απολύμανση και τον εξαγνισμό του παλατιού
 ανέλαβε ο ίδιος ο Οδυσσέας.
→ H μνηστηροφονία λοιπόν, μια ιδιότυπη «αριστεία» που συνδυάζει την μῆτιν με την
πολεμική αρετή του πολυμήχανου, έλαβε τέλος. Με τον τελευταίο αυτό άθλο του ο Ο
δυσσέας έγινε πάλι κύριος του σπιτιού του, όχι όμως ακόμη και του λαού του.

2. H αιτιολόγηση του φονικού (με βάση τους στ. 37-63/<34-59>, 340-5/<320-5>,
434-46/<407-18>).
O Οδυσσέας κατηγόρησε στους μνηστήρες για τις εις βάρος του αδικίες, που συνεπάγο
νται θάνατο:
• για χρόνια κατέτρωγαν την περιουσία του·
• κοιμούνταν με τις δούλες του·
• διεκδικούσαν τη γυναίκα του και την εξουσία, χωρίς να έχει διαπιστωθεί ο θάνατός
του·
• σχεδίαζαν τη δολοφονία του γιου του·
• δεν φοβήθηκαν καν τους θεούς ούτε τη δίκαιη εκδίκηση των ανθρώπων, που ήρθε
 η ώρα της.

Στον Oδυσσέα απάντησε ο Eυρύμαχος, με το γνωστό κολακευτικό αλλά και αχρείο τώ
ρα
 ήθος του: δεν αρνήθηκε τις κατηγορίες, ενοχοποίησε όμως τον νεκρό Aντίνοο ως πρω
ταίτιο και μόνο υπεύθυνο και ζήτησε έλεος για τους υπόλοιπους, υποσχόμενος πλού
σια υλική αποζημίωση (49-63/<45-59>). Αλλά ο Οδυσσέας αρνήθηκε κάθε συμβιβα
σμό,
 παρόλο που καθόλου δεν περιφρονούσε τα υλικά αγαθά, και τους κάλεσε σε αναμέ
τρη
ση (64-72/<60-7>), ως υποχρεωμένος, σύμφωνα με τις περί δικαίου απαιτήσεις της ε
πο
χής, να πάρει εκδίκηση για τις αδικίες που του έγιναν (αυτοδικία). Δεν χάρηκε, ωστό
σο,
 για το κατόρθωμά του, όπως προκύπτει από τον λόγο του προς την Ευρύκλεια που,
 μό
λις αντίκρισε νεκρούς τους μνηστήρες, πήγε να αλαλάξει από χαρά· εκείνος αισθάνθη
κε
 εντολοδόχος των θεών και όργανο της μοίρας των μνηστήρων, της συνημμένης με
«τα
ανόσια έργα τους», για να αποδοθεί δικαιοσύνη (434-44/<407-16>).

3. Eικόνες που εντυπωσιάζουν για την καθαρότητα και για τον ρεαλισμό τους:
• οι στιγμές που πέφτουν νεκροί ο Aντίνοος (10-19/<8-18>) και ο Eυρύμαχος (86-91/
<79-86>) 11 ·
• η σχεδόν κωμική εικόνα του Mέδοντα καθώς βγαίνει από την κρυψώνα του (385-90/
<362-6>) – το επεισόδιο αυτό αμβλύνει κάπως την ένταση που προηγήθηκε·
• το εξεταστικό βλέμμα του Oδυσσέα και η εικόνα των σωριασμένων πτωμάτων, που ε
νισχύεται με την εκπληκτική παρομοίωση των ψαριών μέσα στο δίχτυ (408-16/
<381-9>)

·
• το καλωσόρισμα του Oδυσσέα από τις (38) πιστές δούλες (όσο φαίνεται στην περίλη
ψη) – «μια όμορφη σκηνή ως επίλογος μετά τη βαναυσότητα της προηγούμενης δρά
σης»

4. Ανακεφαλαίωση της εκδίκησης
• H εκδίκηση άρχισε να μεθοδεύεται συστηματικά με τις συμβουλές και τις επεμβάσεις
 της Αθηνάς κατά τη συνάντησή της με τον Oδυσσέα στη ραψωδία ν (420/<372> κ.ε.)·
• συνεχίστηκε ως ανίχνευση της κατάστασης από τον Oδυσσέα στις ραψωδίες ξ και ο·
• σχεδιάστηκε από τον Oδυσσέα και τον Tηλέμαχο στη ραψωδία π (259/<233> κ.ε.)·
• το σχέδιο, με παραλλαγές και συμπληρώσεις στην πορεία, τέθηκε σε εφαρμογή στις
 ραψωδίες ρ, σ, τ,υ, για να ολοκληρωθεί ως προετοιμασία στη φ και να εκτελεστεί στη χ
με απόλυτη επιτυχία, χάρη στην μῆτιν και στη γενναιότητα του πολυμήχανου, πέρα
από τη θεϊκή συμπαράσταση, που επιβεβαιώνει απλώς ότι οι θεοί –και το δίκαιο– είναι
 με το μέρος του Oδυσσέα.

5. Hθικοθρησκευτική δικαίωση της μνηστηροφονίας
O ποιητής φρόντισε εξαρχής να εντάξει το πολύνεκρο φονικό στο ηθικοθρησκευτικό σύ
στημα που όρισε ο ίδιος ο Δίας στο πρώτο συμβούλιο των θεών (α 36-51/<32-43>): (θεϊ
κή) προειδοποίηση (σε όποιον αδικεί, να αλλάξει συμπεριφορά) – μη συμμόρφωση –
τιμωρία· σύστημα που «μεταφέρει το κέντρο βάρους της ανθρώπινης δυστυχίας από
τους αθανάτους στους θνητούς» (Mαρωνίτης 5, σ. 269, Γ΄). Ειδικότερα:
• Οι προειδοποιήσεις των μνηστήρων για τα ανόσια έργα τους άρχισαν με τον ενθαρρυ
μένο από την Αθηνά Τηλέμαχο στις ραψωδίες α (415/<372> κ.ε.) και β (<45> κ.ε.) και
συνεχίστηκαν με διοσημίες, μαντείες, και άλλες ενδείξεις, που πλήθυναν από τη στιγμή
που ο «ζητιάνος» έφτασε στο παλάτι, με κορυφαία την ενοραματική πρόβλεψη του μά
ντη Θεοκλύμενου (υ 379/<350> κ.ε.).
• Oι μνηστήρες όμως όχι μόνο δεν συμμορφώθηκαν, αλλά με τις ενέργειές τους επιβά
ρυναν όλο και περισσότερο τη θέση τους: Τον Τηλέμαχο στη συνέλευση τον αποπήραν,
 για τις διοσημίες αδιαφόρησαν, τους μάντεις τούς περιφρόνησαν και τους ειρωνεύτη
καν και, από το απλό φαγοπότι στην αρχή, άφησαν εξελικτικά να διαφανεί η «αρπακτι
κή διάθεση, που τους καθιστά σφετεριστές ξένης περιουσίας, ξένης γυναίκας, ξένης αρ
χής – προσώπων και πραγμάτων δηλαδή που δεν τους ανήκουν και παρά ταύτα τα ορέ
γονται, προσβάλλοντας τη Δίκη, θεϊκή και ανθρώπινη». Πρόσθεσαν δε στην άλλη κατα
χρηστική συμπεριφορά τους και την επανειλημμένη φονική τους πρόθεση εις βάρος



Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 40ή ως την 41η ημέρα:

Η Πηνελόπη




ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ

Οδυσσέας Πηνελόπη

Οδυσσέας και Πηνελόπη

Α.1 Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας ψ:
Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμὸς

Παραπατώντας από τη χαρά της, η Ευρύκλεια ανέβηκε στην κάμαρη της Πηνελόπης και ανήγγειλε στη βασίλισσα ότι ο Οδυσσέας γύρισε και σκότωσε τους μνηστήρες, αλλά δεν έγινε πιστευτή. Η Πηνελόπη θεώρησε έργο των θεών την τιμωρία των αλαζονικών μνηστήρων, όταν όμως η παραμάνα αναφέρθηκε στην ουλή που είχε στο γόνατο ο Οδυσσέας, αποφάσισε να κατεβεί, αλλά για να δει τι συμβαίνει.

Κάθισε λοιπόν άφωνη και ερευνητική απέναντι στον άντρα της. Ο Τηλέμαχος τη χαρακτήρισε σκληρόκαρδη για τη στάση της, ο Οδυσσέας όμως τη δικαιολόγησε, συζήτησε έπειτα με τον γιο του το θέμα των πιθανών αντεκδικήσεων από τους συγγενείς των μνηστήρων και αποφάσισε να στηθεί χορός και τραγούδι στον χώρο του παλατιού, ώστε να δοθεί η εντύπωση στους περαστικούς ότι γίνεται γάμος και να μη διαρρεύσει στην πόλη η είδηση του φονικού, πριν εκείνοι καταφύγουν στο κτήμα του Λαέρτη, όπου θα οργανώσουν την άμυνά τους.

Στο μεταξύ ο Οδυσσέας λούστηκε, ομορφοντύθηκε και ξαναπήρε θέση απέναντι στη γυναίκα του. Παραπονέθηκε τώρα για τη στάση της και ζήτησε να του στρώσουν να κοιμηθεί μόνος του. Άρπαξε τότε την ευκαιρία η Πηνελόπη και ζήτησε να μετακινηθεί το κρεβάτι έξω από τη συζυγική κάμαρη. Ο λόγος της αυτός εξόργισε τον Οδυσσέα που, πέφτοντας στην παγίδα της, αποκάλυψε το μυστικό του ριζωμένου στη γη κρεβατιού τους, που μόνο αυτοί ήξεραν. Το αδιάψευστο αυτό σημάδι σιγούρεψε την Πηνελόπη και ξέσπασαν και οι δυο σε θρήνο χαράς, τον οποίο διέκοψε ο Οδυσσέας, για να αναφερθεί στη νέα αποδημία που του όρισε ο μάντης Τειρεσίας.

Ετοιμάστηκε στο μεταξύ η συζυγική κλίνη, ο χορός και το τραγούδι σταμάτησαν, και εκείνοι, αφού χάρηκαν την αγάπη τους, διηγήθηκαν τα βάσανά τους, ώσπου τους πήρε ο ύπνος.

Την αυγή της επόμενης (41ης και τελευταίας) μέρας της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας με τον Τηλέμαχο και τους δύο έμπιστους βοσκούς, τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο, οπλισμένοι όλοι τους και καλυμμένοι με ομίχλη από την Αθηνά, ξεκίνησαν για το κτήμα του Λαέρτη, μακριά από «τον τόπο του εγκλήματος»

Α2. Κείμενο H αναγνώριση του Oδυσσέα από την Πηνελόπη και ο «Mικρὸς Ἀπόλογος»: ψ 89-381/<78-343>
Η Ευρύκλεια καλεί την Πηνελόπη και μαζί κατεβαίνουν στο «μέγαρο»
Η Πηνελόπη


«[...] / Έλα λοιπόν μαζί μου, κι εγώ στοιχηματίζω
90 την ίδια τη ζωή μου, αν σ’ απατώ· αφάνισέ με τότε
με θάνατο φριχτό κι αλύπητο.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, λογική και φρόνιμη:
«Καλή μου, αιώνιοι οι θεοί, και δύσκολο πολύ να ξεδιαλύνεις
τα κρυφά νοήματά τους, όσο σοφή κι αν έγινες στο πέρασμα του χρόνου.
95 Παρ’ όλα ταύτα, ας πάμε ν’ ανταμώσουμε τον γιο μου, να δουν τα μάτια μου
τους σκοτωμένους, αλλά και ποιος τους σκότωσε.»
Μ’ αυτά τα λόγια πήρε να κατεβαίνει από το ανώγι,
μέσα της αμφιβάλλοντας αν έπρεπε, κρατώντας
την απόσταση, τον άντρα της να δοκιμάσει με ερωτήματα
100 ή να βρεθεί στο πλάι του, να πιάσει
το κεφάλι και τα χέρια του, να τα γεμίσει με φιλήματα.
Ανταλλαγή λόγων Τηλέμαχου–Πηνελόπης–Οδυσσέα
Στο μεταξύ προχώρησε πατώντας το πέτρινο κατώφλι,
ύστερα κάθισε στον Οδυσσέα αντίκρυ, στον άλλον τοίχο
απέναντι, στο αντιφέγγισμα από τη φλόγα της φωτιάς.
105 Εκείνος σε ψηλή κολόνα ακουμπισμένος, με το κεφάλι του
σκυφτό, περίμενε αν η ομόκλινη γυναίκα του κάτι θα πει,
τώρα που τον αντίκριζαν τα μάτια της.
Άφωνη όμως έμεινε η Πηνελόπη για πολύ,
λες κι είχε παραλύσει· μόνο τα μάτια της, τη μια κοιτούσαν
110 καταπρόσωπο, την άλλη δεν τον αναγνώριζαν,
με τ’ άθλια ρούχα που φορούσε.
Τότε ο Τηλέμαχος, επιτιμώντας, μίλησε άσχημα στη μάνα του:
«Μάνα, κακή μου μάνα, πόσο ανελέητη καρδιά κρύβεις στα στήθη!
Πώς το αντέχεις και μακριά του μένεις; πώς δεν σιμώνεις τον πατέρα μου,
115 δεν κάθεσαι στο πλάι του, δεν του μιλάς, δεν τον ρωτάς;
Στον κόσμο δεν υπάρχει γυναίκα άλλη με τόσο αλύγιστη ψυχή· [...].
120 Αλλ' η δική σου η καρδιά είναι από πέτρα πιο σκληρή
Του αντιμίλησε με τη δική της λογική η Πηνελόπη:
«Γιε μου, μέσα μου νιώθω θάμβος και κατάπληξη,
και δεν μπορώ μήτε μια λέξη να προφέρω, κάτι να τον ρωτήσω
ή να τον δω κατάματα. Αν όμως πράγματι ο Οδυσσέας
125 είναι αυτός που γύρισε στο σπίτι,
μπορούμε μεταξύ μας, και καλύτερα, να γνωριστούμε·
127-8 κρυφά σημάδια έχουμε, που τα γνωρίζουμε οι δυο μας μόνο – / άλλος κανείς.»
Ακούγοντας τα λόγια της εκείνος χαμογέλασε, βασανισμένος
130 ο Οδυσσέας και θείος. Ύστερα γύρισε προς τον Τηλέμαχο,
κι όπως του μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, άσε τη μάνα σου μέσα σε τούτο το παλάτι
να με δοκιμάσει – θα καταλάβει γρήγορα, και τότε πιο καλά.
Τώρα με βλέπει βρόμικο, με τ’ άθλια ρούχα που φορώ,
135 γι’ αυτό και με περιφρονεί, αρνείται να δεχτεί ποιος είμαι. [...]»
[Ο Οδυσσέας συζήτησε έπειτα με τον γιο του το πρόβλημα της αντεκδίκησης και έδωσε εντολή να σκηνοθετήσουν ατμόσφαιρα γιορτής στο παλάτι με τραγούδι και χορό.]
176 Στο μεταξύ τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα, μέσα στο σπίτι του,
η Ευρυνόμη επήρε να τον λούζει, τον άλειψε με λάδι, του φόρεσε
χλαμύδα ωραία και χιτώνα, κι η Αθηνά τον περιέβαλε
με εξαίσια ομορφιά, από την κεφαλή ως τα πόδια· [...]
[Πήρε ύστερα θέση αντίκρυ στη γυναίκα του ο Οδυσσέας και της μίλησε:]
Λουσμένος και πανέμορφος ο Οδυσσέας ανοίγει διάλογο με την Πηνελόπη που καταλήγει στην αναγνώριση
 
Πηνελόπη - Οδυσσέας

 

 

 

Οι περιπέτειες του Οδυσσέα
Στη χώρα των Κικόνων

Στη χώρα των Λωτοφάγων

Στη χώρα των Κυκλώπων

Στο νησί του Αιόλου

Στους Λαιστρυγόνες

Στην Κίρκη

Στον Άδη

Στις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη

Στο νησί του Ήλιου

Στην Καλυψώ

Στους Φαίακες
189 «Παράξενη πολύ! Από τις άλλες τις ωραίες γυναίκες μόνο σ’ εσένα
190 έβαλαν καρδιά ανελέητη οι Ολύμπιοι.
Άλλη καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να το αντέξει,
να στέκει τόσην ώρα από τον άντρα της μακριά, όταν,
μετά από τόσα βάσανα και πάθη, γυρίζει πάλι στην πατρική του γη
κι έχουν περάσει είκοσι χρόνια ολόκληρα.
195 Αλλά, καλή γερόντισσα, έλα και στρώσε μου τώρα την κλίνη,
μόνος μου να πλαγιάσω – αυτή μέσα στα στήθη της
κρύβει καρδιά από σίδερο.»
Του αντιμίλησε με λογική και φρόνηση η Πηνελόπη:
«Παράξενος κι εσύ! Μήτε ψηλώνει ο νους μου μήτε περιφρονώ κανένα,
200 αλλά και δεν θαμπώνομαι – ξέρω καλά πώς ήσουν, όταν το αποφάσισες
να φύγεις από την Ιθάκη μ’ εκείνο το μακρόκουπο καράβι.
Έλα, τώρα, Ευρύκλεια, φέρε και στρώσε του τη στέρεη κλίνη
έξω από την καλοχτισμένη κάμαρή μας, που μόνος του την έφτιαξε·
τραβήξτε το γερό κρεβάτι εκεί και βάλτε πάνω του στρωσίδια,
205 προβιές, φλοκάτες, σεντόνια πεντακάθαρα που λάμπουν.»
Μ’ αυτά τα λόγια θέλησε τον άντρα της να δοκιμάσει· ο Οδυσσέας όμως,
γεμάτος αγανάκτηση, στράφηκε στην πιστή γυναίκα του μιλώντας:
«Γυναίκα, άσχημο λόγο πρόφερες, που την ψυχή δαγκώνει.
Ποιος μετακίνησε την κλίνη; Το βλέπω δύσκολο
210 και για τον έμπειρο τεχνίτη ακόμη. Μόνο θεός, αν ήθελε,
θα το μπορούσε κατεβαίνοντας να της αλλάξει θέση· θνητός που ζει,
κι αν είναι στην ακμή της νιότης του, εύκολα δεν μπορεί να τη σαλέψει.
Γιατί σ’ αυτή την τορνευτή μας κλίνη κάποιο σημάδι υπάρχει
απαραγνώριστο – το ’καμα εγώ, άλλος κανείς.
215 Φύτρωνε μέσα στου σπιτιού μας τον περίβολο κορμός μακρόφυλλης ελιάς,
με θαλερό το φούντωμά της, κι αυτός χοντρός σαν μια κολόνα.
Γύρω του εγώ την κάμαρη έχτισα και την ανέβασα
με πέτρες πανωτές στο τελικό της ύψος· μετά τη στέγασα
καλά από πάνω, και την ασφάλισα με κολλητά πορτόφυλλα,
220 να αρμόζουν μεταξύ τους.
Τότε πια κούρεψα κλαδιά και φούντες της μακρόφυλλης ελιάς,
κλάδεψα με επιδέξια τέχνη τον κορμό απ’ τη ρίζα του,
με το σκεπάρνι τον πελέκησα, τον στάθμισα
για να ισώσει, τον δούλεψα να γίνει κλινοπόδαρο, κι άνοιξα
225 πάνω του τρύπες με το τρυπάνι. Αρχίζοντας μετά τον πλάνισα
και πάνω άπλωσα του κρεβατιού την τάβλα 1 τελειώνοντας,
μ’ ασήμι, μάλαμα και φίλντισι την κλίνη στόλισα [...].
229 Αυτό είναι το σημάδι που σου φανερώνω. Μόνο που δεν γνωρίζω,
230 φοβερή γυναίκα, αν παραμένει ριζωμένη η κλίνη μας ή μήπως
άλλος αλλού την έστησε, κόβοντας σύρριζα το λιόδεντρο.»
Έτσι της μίλησε, κι ευθύς της λύθηκαν γόνατα και καρδιά,
αναγνωρίζοντας απαραγνώριστα σημάδια, του Οδυσσέα απόδειξη.
Βούρκωσε τότε, χύθηκε στο μέρος του, τα δυο της χέρια
235 πέρασε στον λαιμό του, φίλησε το κεφάλι του, κι ύστερα μίλησε:
«Μη μου θυμώνεις, Οδυσσέα, έχεις εσύ ασυναγώνιστο μυαλό
και κατανόηση για τους ανθρώπους. Πρέπει οι θεοί
στη συμφορά να μας παρέσυραν, που μας εφθόνησαν και δεν μας άφησαν
αχώριστοι να μείνουμε, μαζί τη νιότη μας να τη χαρούμε
240 και να γεράσουμε μαζί.
Τώρα ωστόσο μην παρεξηγείς το φέρσιμό μου
και μην αγανακτείς, που την αγάπη μου δεν έδειξα νωρίτερα.
Γιατί, βαθιά, η ψυχή μου ποτέ δεν έπαψε να τρέμει,
μήπως μ’ εξαπατήσει κάποιος με τα λόγια του,
245 περαστικός – είναι πολλοί που σκέφτονται το πονηρό συμφέρον τους. [...]
253 Μα τώρα που φανέρωσες σημάδια απαραγνώριστα της κλίνης μας [...].
258 Τώρα λοιπόν με πείθεις, όσο κι αν έδειξε αμετάπειστη η καρδιά μου.»
Μιλώντας, σήκωσε σ’ εκείνον ίμερο ασυγκράτητο για θρήνο,
260 κι αυτός θρηνούσε, κρατώντας μ’ αγάπη στην αγκάλη την ακριβή γυναίκα του.
Πόση αγαλλίαση, βλέποντας γη μπροστά τους, νιώθουν οι ναυαγοί
που ο Ποσειδώνας σύντριψε, καταμεσής στο πέλαγος,
263-4 το ανθεκτικό καράβι τους, χτυπώντας το / μ’ άγριο άνεμο και κύμα φοβερό [...],
267 τέλος, αφήνοντας πίσω τους το κακό, με αγαλλίαση πατούν
στη στέρεη γη· τόση αγαλλίαση πλημμύρισε κι εκείνην, που τώρα
έβλεπαν τα μάτια της το ταίρι της. 2 Και πια δεν έλεγε να λύσει
270 απ’ τον λαιμό του τα λευκά της χέρια.
[Ο Οδυσσέας αναφέρεται στην εντολή του μάντη Τειρεσία για τη νέα του αποδημία, ενώ ετοιμάζεται η συζυγική κλίνη.]
Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη αναφέρονται στα παθήματά τους
335 Οι δυο τους πρώτα χόρτασαν αγκάλη και φιλί,
και τώρα χαίρονταν με λόγια που ιστορούσαν μεταξύ τους.
Εκείνη, θεία γυναίκα, τα πόσα στο παλάτι τράβηξε,
338-9 έχοντας μπρος στα μάτια της το μισητό σινάφι / των μνηστήρων· [...].
342 Αλλά κι ο θείος Οδυσσέας μιλούσε, για πίκρες που έδωσε
σ’ άλλους ανθρώπους και πόσα πάθη ο ίδιος βάσταξε [...].
347 Άρχισε με τους Κίκονες και πώς τους δάμασε, μετά
πώς βρέθηκε στα εύφορα χωράφια των Λωτοφάγων, όσα του κόστισε
ο Κύκλωπας, ότι τον εκδικήθηκε για τους γενναίους συντρόφους
350 που αλύπητα τους έφαγε, πώς άραξε και στο νησί
του Αιόλου κι εκείνος φιλικά τον δέχτηκε, καλά τον ξεπροβόδισε,
αλλά δεν ήτανε της μοίρας του να φτάσει ακόμη
στη γλυκιά πατρίδα – τον βρήκε και τον άρπαξε άγρια θύελλα,
που τον παρέσυρε ξανά στην ανοιχτή ψαρίσια θάλασσα·
355 μετά πώς έφτασε στους Λαιστρυγόνες, σ’ αυτούς που αφάνισαν
όλα του τα καράβια και τους γενναίους συντρόφους –
μόνος ο Οδυσσέας γλίτωσε στο μελανό καράβι του·
της είπε και τον πολυμήχανο δόλο της Κίρκης, το πώς κατέβηκε
μ’ ένα γερό σκαρί στ’ αραχνιασμένα δώματα του Άδη, χρησμό να πάρει
360 απ’ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή, και πώς εκεί είδαν τα μάτια του
όλους τους συμπολεμιστές της Τροίας, κι ακόμη
τη μάνα που τον γέννησε κι από μωρό τον έκανε άντρα·
πώς άκουσε και των οξύφωνων Σειρήνων το τραγούδι, κι ύστερα πέρασε
τις Πέτρες τις Πλαγκτές, φτάνοντας και στις φοβερές Σκύλλα και Χάρυβδη,
365 όπου κανείς ποτέ δεν γλίτωσε· μετά πώς οι εταίροι
έσφαξαν του Ήλιου τα γελάδια, και τότε
ο Δίας, που ψηλά βροντά, σύντριψε με το φλογερό του αστροπελέκι
το γρήγορο καράβι, και τότε πια όλοι οι λαμπροί του σύντροφοι
βούλιαξαν στον χαμό – ο ίδιος μόνο ξέφυγε χη μοίρα του θανάτου·
370 πώς έτσι βρέθηκε στης Ωγυγίας το νησί, στης νύμφης Καλυψώς,
που τον κατακρατούσε, θέλοντας να τον έχει ταίρι της,
σε θολωτές σπηλιές, τον έτρεφε κι έδινε την υπόσχεση
πως θα τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα,
374-5 όμως δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει και ν’ αλλάξει / της ψυχής το φρόνημα·
τέλος πώς έφτασε στους Φαίακες, μετά από πάθη αμέτρητα,
που εγκάρδια σαν θεό τον τίμησαν, κι αυτοί τον έστειλαν
μ’ ένα καράβι τους στην πατρική του γη, αφού πρώτα τον γέμισαν
με δώρα - χαλκό, μαλάματα και ρούχα. 3
380 Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, καθώς ύπνος γλυκύς,
λυσιμελής 4 τον έπιασε, κι έλυσε τις φροντίδες της ψυχής του.

Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης ερωτήσεις





1. (στ. 226) άπλωσα του κρεβατιού την τάβλα: άπλωσα επάνω τις σανίδες του κρεβατιού.Αρχαία έπιπλα
2. (στ. 261-9) Προσέξτε την παρομοίωση αυτών των στίχων: το ένα μέρος αναφέρεται στον Οδυσσέα (χαίρεται βλέποντας και πατώντας στεριά), ενώ το άλλο στην Πηνελόπη (χαίρεται βλέποντας και αγκαλιάζοντας τον άντρα της)· φαίνεται έτσι η κυκλοφορία της χαράς από τον έναν στον άλλον, όπως είναι φυσικό να συμβαίνει σε περιπτώσεις νόστου ή ίασης.
3. (στ. 347-79) Οι στίχοι 347-79 αποτελούν τον «Μικρόν Ἀπόλογον» του Οδυσσέα, που διακρίνεται έτσι από τον «Ἀρήτης Ἀπόλογον» και τους «Μεγάλους Ἀπολόγους». Ο ποιητής εδώ συνοψίζει σε πλάγιο λόγο – και στη χρονολογική τους σειρά – τις περιπέτειες του Οδυσσέα προσθέτοντας και το επεισόδιο των Φαιάκων μέχρι την άφιξη του ήρωα στην Ιθάκη.
4. (στ. 380-1) ύπνος [...] λυσιμελής: ύπνος που λύνει/χαλαρώνει τα μέλη.




1. Ο γυρισμός του ξενιτεμένου (παραλογή)

Οι παραλογές είναι αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια με υπόθεση φανταστική ή βασισμένη σε λαϊκές παραδόσεις, σχετική πάντως με δραματικά περιστατικά της ζωής. Σώζονται, συνήθως, σε πολλές παραλλαγές, δηλαδή διαφορετικές μορφές του ίδιου θέματος.

Ερόδισε γ’ η ανατολή και ξημερώνει η δύση, [...]
παν τα πουλάκια στη βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση.
Βγαίνω κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια γούρνα.
Τη χαιρετάω, δε μου μιλεί, της κρένω, δε μου κρένει.
– Κόρη, για βγάλε μας νερό, την καλή μοίρα να ’χεις,
να πιω κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Σαράντα σίκλους έβγαλε, στα μάτια δεν την είδα,
κι απάνω στους σαρανταδυό τη βλέπω δακρυσμένη.
– Γιατί δακρύζεις, λυγερή, και βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχεις κακή μάνα;
– Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτ’ έχω κακή μάνα.
Ξένε μου, κι αν εδάκρυσα, κι αν βαριαναστενάζω,
τον άντρα ’χω στην ξενιτιά και λείπει δέκα χρόνους [...].
– Κόρη μου, ο άντρας σου πέθανε, κόρη μου, ο άντρας σου χάθη·
τα χέρια μου τον κράτησαν, τα χέρια μου τον θάψαν,
ψωμί, κερί τού μοίρασα, κι είπε να τα πλερώσεις,
τον έδωκα κι ένα φιλί, κι είπε να μου το δώσεις.
– Ψωμί, κερί τού μοίρασες, διπλά να σε πλερώσω,
μα για τ’ εκείνο το φιλί, σύρε να σου το δώσει.
– Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι ο καλός σου.
– Ξένε μου, αν είσαι ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου,
δείξε σημάδια της αυλής και τότες να πιστέψω.
– Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,
κάνει σταφύλι ροζακί και το κρασί μοσκάτο,
κι όποιος το πιει δροσίζεται και πάλι αναζητά το.
– Αυτά είν’ σημάδια της αυλής, τα ξέρει ο κόσμος όλος,
διαβάτης ήσουν, πέρασες, τά – ειδες και μου τα λέεις.
Πες μου σημάδια του σπιτιού και τότες να πιστέψω.
– Ανάμεσα στην κάμαρα χρυσό καντήλι ανάφτει,
και φέγγει σου που γδύνεσαι και πλέκεις τα μαλλιά σου,
φέγγει σου τις γλυκές αυγές που τα καλά σου βάζεις.
– Κάποιος κακός μου γείτονας σου τα ’πε και τα ξέρεις.
Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης.
– Έχεις ελιά στα στήθη σου κι ελιά στην αμασκάλη [...].
– Ξένε μου, εσύ είσαι ο άντρας μου, εσύ είσαι κι ο καλός μου.

(Ν. Πολίτης, ό.π., αρ. 84
→ Διαβάστε την παραλογή και αναζητήστε ομοιότητες και διαφορές στην αναγνώριση των συζύγων του δημοτικού αυτού τραγουδιού και στην αναγνώριση του Oδυσσέα από την Πηνελόπη.

Άκουσε μια σχετική παραλλαγή


2. «Η Πηνελόπη αναγνωρίζει τον Οδυσσέα

Η ΟΨΗ ΤΟΥ εφώτιζε τον ήλιο. [...] Κι ήρθε
η Πηνελόπη σαν καχύποπτη και τον κοιτούσε.

Λίγο πιο πριν, ως ήταν ντυμένος
τα κουρελιάσματά του και δεν είχε
λουστεί και μυρωθεί, τον μελετούσε
συγκρίνοντάς τον με τον άντρα της, γεμάτη πίστη,
πως είναι αυτός, μα πάλε κάτι μέσα της
τονε τραβούσε μακριά της· μήπως ήθελε
αυτή να τραβηχτεί; [...] Τι λέει ο Μαρωνίτης;
ο Κακριδής πώς το εξηγεί; Που ο γιος της
έσπευσε πρώτος να της πει «μάνα κακή!»
Όμηρος, μέγας ραψωδός, εκεί,
καθώς ο Πλάτων μαρτυρεί, τον άκουσε
και είδε με τα μάτια του το «δύσμητερ».
Εκείνη γύρισε και φρόνιμη όπως πάντα
τ’ απηλογήθη: «Την καρδιά μου αυτή, που συ
αλύγιστη κι αμάλαγη τη λες, δε βρίσκω,
γιατί παλάβωσε στα στήθη μέσα και χαμένα
τα ’χει τα λόγια της και σκύβει το κεφάλι.
Έτσι, Τηλέμαχε, ας δούμε τι έχει
ο ξένος να μας πει για τα κρυφά σημάδια». [...]
(Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Δοκίμιν, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2000)

→ Προσέξτε πώς ο Kύπριος ποιητής Kυριάκος Xαραλαμπίδης σχολιάζει την παρέμβαση του Tηλέμαχου στη συνάντηση του Oδυσσέα με την Πηνελόπη, πριν τον αναγνωρίσει (στ. 112-128).

Διαβάστε κι ακούστε διάφορες παραλλαγές αναγνωρισμού:
Mια κόρη Τρικεριώτισσα, Τρίκερι Θεσσαλίας
Μαλαματένιος αργαλειός, Σινασός Καππαδοκίας
Άνοιξε πόρτα της ξανθής, Όλυμπος, Καρπάθου

αρ



  1. Αναγνώριση
αρχή



Ποιες ιδιότητες χαρακτηρίζουν την Πηνελόπη και τον Oδυσσέα στη ραψωδία ψ ; (απαντήστε σε 4-5 γραμμές)




Ερμηνευτικές επισημάνσεις

1. Ανακαλείται η έμμεση επικοινωνία της Πηνελόπης με τον Oδυσσέα (στη ραψ. ρ) και η συνάντησή τους (στην τ)· ακόμη, ότι με προτροπή του Τηλέμαχου (στη φ) η Πηνελόπη είχε αποσυρθεί, πριν ο Οδυσσέας πάρει το τόξο στα χέρια του, και με φροντίδα της Αθηνάς είχε κοιμηθεί – δεν αντιλήφθηκε επομένως τίποτε από το φονικό. Απομένει τώρα η τρίτη συνάντησή τους, που οδηγεί στην αναγνώριση.

2. Τα στάδια της αναγνωριστικής διαδικασίας:
α΄ στάδιο: H Ευρύκλεια έχει ήδη ανακοινώσει στην Πηνελόπη τον νόστο του Oδυσσέα και το φονικό και την καλεί τώρα να κατεβεί στο «μέγαρο», για να συναντήσει τον άντρα της (89-91/<78-9>).
H Πηνελόπη δυσπιστεί και κάνει λόγο για τις ανεξιχνίαστες βουλές των θεών, αποφασίζει ωστόσο να κατεβεί, για να συναντήσει, λέει, τον Τηλέμαχο και να δει τους σκοτωμένους – και τον φονιά (93-6/<81-4>)· δεν λέει όνομα, χρειάζεται επαλήθευση.
β΄ στάδιο: Συνάντηση των συζύγων στο «μέγαρο» παρουσία του Τηλέμαχου (97-135/<85-116>):
H Πηνελόπη αμφιβάλλει για τη στάση που πρέπει να κρατήσει και κάθεται αμήχανη αντίκρυ στον Oδυσσέα, που περιμένει σκυφτός να ακούσει τι θα του πει. Εκείνη όμως μένει άφωνη και πότε πότε τον κοιτάζει καταπρόσωπο, αλλά δεν τον αναγνωρίζει, καθώς είναι βρόμικος και με τα ράκη του ζητιάνου (97-111/<85-95>): Μοναδική εικόνα εύγλωττης σιωπής.
Παρεμβαίνει ο Τηλέμαχος καταλογίζοντας σκληρότητα στη μητέρα του. Προκαλείται έτσι η Πηνελόπη να ομολογήσει την κατάπληξή της, που την άφησε άναυδη, αλλά και να βεβαιώσει τον γιο της ότι είναι δική τους υπόθεση να γνωριστούν μεταξύ τους, αφού έχουν κρυφά σημάδια που τα γνωρίζουν μόνο οι ίδιοι. O Οδυσσέας χαμογέλασε με νόημα ακούγοντάς την και είπε στον Τηλέμαχο –απευθυνόμενος ουσιαστικά στη γυναίκα του– ότι δέχεται να υποστεί τη δοκιμασία των σημαδιών κατανοώντας τους δισταγμούς της έτσι που τον βλέπει (112-35/<96-116>). Επικοινώνησαν λοιπόν οι σύζυγοι αλλά μέσω του γιου τους.
O Οδυσσέας στρέφεται, στη συνέχεια, σε πρακτικά πράγματα, που αφορούν την κρίσιμη κατάσταση μετά τη μνηστηροφονία, και παίρνει τα πρώτα μέτρα, ώστε να μη διαρρεύσει στην πόλη η είδηση του φονικού, ώσπου εκείνοι να καταφύγουν στο κτήμα του Λαέρτη (136-75/<117-52>) .
γ΄ στάδιο: Λουσμένος και ομορφοντυμένος έπειτα ο Οδυσσέας από την Ευρυνόμη και εξωραϊσμένος από την Αθηνά, ξαναπαίρνει τη θέση του στο «μέγαρο», μόνος αντίκρυ στη γυναίκα του –διακριτικά παρίσταται, φαίνεται, και η Ευρύκλεια– αλλά με διάθεση τώρα ελεγκτική και παραπονεμένη (176-88/<153-65>):
• Προσφωνεί «παράξενη»/δαιμονίην την Πηνελόπη, της καταλογίζει κι αυτός σκληρότητα και αποκαρδιωμένος από τη στάση της δίνει εντολή στην Ευρύκλεια να του στρώσει την «κλίνη» να κοιμηθεί μόνος (189-97/<166-72>).
• H Πηνελόπη επιστρέφει την προσφώνηση (δαιμόνιε), διαμαρτύρεται χωρίς να αρνείται τη σκληρότητα/ψυχρότητα –εξηγεί απλώς ότι δεν οφείλεται σε έπαρση ή περιφρόνηση– και προσθέτει τούτο το αινιγματικό: «ξέρω καλά πώς ήσουν» όταν έφευγες για την Τροία· Και, απρόσμενα, τον δοκιμάζει δίνοντας και η ίδια εντολή στην Ευρύκλεια να του στρώσει, αλλά τη «στέρεη κλίνη» μετακινώντας την έξω από τη συζυγική κάμαρη 5 (199-205/<174-80>): Ως γυναίκα του πολυμήχανου έπρεπε αυτή τη στιγμή όχι μόνο να φανεί αντάξιά του, αλλά και να τον ξεπεράσει, για να πάρει την απόδειξη που ήθελε.
• Και ο Οδυσσέας, που παγίδευε τους πάντες, παγιδεύεται τώρα από τη γυναίκα του, αλλά ακριβώς για να την ξανακερδίσει: Αγανακτεί με τη δυνατότητα μετακίνησης της ριζωμένης στη γη συζυγικής κλίνης και διηγείται την ιστορία της, που αποτελούσε το κρυφό τους σημάδι (206-31/<181-204>).
• Με το αδιάψευστο αυτό τεκμήριο ο Οδυσσέας βεβαιώνει την ταυτότητά του, και η Πηνελόπη, συγκινημένη, επικυρώνει την αναγνώρισή του με εναγκαλισμό· αμέσως μετά απολογείται: Zητεί κατανόηση, αποδίδει σε φθόνο των θεών τον πολύχρονο χωρισμό τους και δικαιολογεί τη στάση της με το επιχείρημα ότι φοβόταν μήπως εξαπατηθεί από κάποιον περαστικό, τώρα όμως δεν της μένει καμιά αμφιβολία 7 (232-58/<205-30>).
• H κολακευτική αυτή για τον άντρα της απολογία της Πηνελόπης προκάλεσε θρήνο στον Oδυσσέα, που κατέλαβε και τους δυο 8 (259-70/<231-40>).
→ O κορυφαίος αυτός αναγνωρισμός κλιμακωμένος σε τρία στάδια και δραματοποιημένος με το παιχνίδι της ειρωνείας, με τις αμφιταλαντεύσεις και τις πονηριές της Πηνελόπης, με την κατανόηση, το παράπονο και το παγίδεμα του πολυμήχανου, δεν χαρακτηρίζεται μόνο από ομορφιά και χάρη, αλλά και αναδεικνύει τον ποιητή, ακόμη μια φορά, βαθύ γνώστη τόσο της αντρικής όσο και της γυναικείας ψυχολογίας και ικανό να την προβάλλει με τρόπο που συνδυάζει το φυσικό με το αληθινό (χωρίς να προβαίνει σε ψυχολογικές αναλύσεις).

3. H διαδικασία και αυτού του αναγνωρισμού αποτελεί εφαρμογή του γνωστού ήδη (από τη 19η διδ. Ενότητα) τυπικού, με προσαρμογή στις ιδιαίτερες δικές του συνθήκες:
• πολύχρονη η απουσία του Oδυσσέα·
 • απομόνωση των συζύγων (στο τρίτο στάδιο) – με την αναγκαία παρουσία της Ευρύκλειας·
• συγκάλυψη του Oδυσσέα (είναι βρόμικος και με κάποια ράκη ακόμη πάνω του)·
• αποκάλυψη της ταυτότητας του Oδυσσέα (από την Ευρύκλεια, από τον Tηλέμαχο, από τον ίδιο, ενώ αποκαταστάθηκε στο μεταξύ και η εξωτερική του εμφάνιση μετά το λουτρό)·
• δυσπιστία της Πηνελόπης και δοκιμασία του Oδυσσέα (με αναφορά στο κρυφό τους σημάδι)·
 αναγνωρισμός – έκφραση συναισθημάτων (εναγκαλισμός και θρήνος ανακουφιστικός)·

4. Tα νέα προβλήματα του Oδυσσέα έχουν ήδη προκύψει:
α. O κίνδυνος των αντιποίνων από τους συγγενείς των μνηστήρων (<117> κ.ε):
O Oδυσσέας έχει επίγνωση ότι αποκαθιστώντας την τιμή του οίκου του με αυτοδικία θα έχει συνέπειες, αφού και έναν αν σκοτώσει κάποιος, αναγκάζεται να αυτοεξοριστεί, όπως π.χ. ο μάντης Θεοκλύμενος. Εκείνος όμως δεν έχει σκοπό να εξοριστεί –και σκότωσε τα επιφανέστερα παλικάρια της επικράτειάς του– αλλά να ξανακερδίσει και τον λαό του. Περιμένει λοιπόν αντεκδικήσεις.
Tο πρόβλημα αυτό απασχόλησε ήδη τον Oδυσσέα στην αρχή της ραψωδίας υ (<41> κ.ε.), οπότε και εξασφάλισε την υπόσχεση της Aθηνάς για συμπαράσταση· το συζητεί τώρα με τον Tηλέμαχο και το αντιμετωπίζει προσωρινά με τη σκηνοθεσία γαμήλιας γιορτής, ώσπου να οργανώσει την άμυνά του (<117> κ.ε.)· και στο τέλος της ραψωδίας (<366> κ.ε.) οπλισμένη η τετραμελής ομάδα του και καλυμμένη με ομίχλη θεϊκή βγαίνει από την πόλη και κατευθύνεται στο κτήμα του Λαέρτη 10 (βλ. ω <205> κ.ε.).
→ Επαληθεύεται έτσι η γνωστή διορατικότητα και επινοητικότητα του Oδυσσέα στις δύσκολες στιγμές.

β. H υποχρέωση της νέας αποδημίας (ψ <267-84>≈λ 134-52/<121-37>), που δεν την ξεχνά ούτε στην ευτυχισμένη ώρα του αναγνωρισμού – είναι μάλιστα το πρώτο πράγμα που θυμάται αμέσως μετά. Tο πρόβλημα αυτό, ωστόσο, που ο Tειρεσίας το συνέδεσε με τα ευτυχισμένα γηρατειά του Oδυσσέα, η Oδύσσεια θα το αφήσει σε εκκρεμότητα, για να βρει τη λύση του στον νέο κύκλο περιπετειών του Oδυσσέα, αυτόν της Tηλεγόνειας (ή Tηλεγονίας), που χειρίζεται πάντως διαφορετικά αυτό το θέμα.

5. O ρόλος της Πηνελόπης τελειώνει στη ραψωδία ψ, που επιβεβαιώνει το ήθος με το οποίο τη γνωρίσαμε από την αρχή της Oδύσσειας. Προσφέρεται λοιπόν να συσχετιστεί η παρουσία της εδώ με τις άλλες, άμεσες κυρίως, εμφανίσεις της (στις ραψωδίες α-δ-π-ρ-σ-τ-υ-φ), αλλά και τις έμμεσες αναφορές στο πρόσωπό της, για να προκύψει «στον αέρα» η προσωπικότητά της· ενδεικτικά:

• Είναι μεγαλόπρεπη και όμορφη, σεμνή και συνετή, εύστροφη και επινοητική, αλλά και δολοπλόκος, όταν αυτοαμυνόμενη πρέπει να αντιμετωπίσει και να λύσει δύσκολα προβλήματα.
• Είναι διακριτική, αλλά και επικριτική απέναντι στους μνηστήρες, κάποτε και απέναντι στον γιο της.
• Oι μνηστήρες αποτελούν οπωσδήποτε πειρασμό για την Πηνελόπη, αντίστοιχο με τους ερωτικούς πειρασμούς του Oδυσσέα, τον διαχειρίζεται όμως με οξύνοια και φρόνηση, σε αντίθεση με την Ελένη και την Kλυταιμνήστρα (πρβλ. το σχόλιο του Aγαμέμνονα στη «Nέκυια», λ <444-6>).
• Περιμένει πάντα τον άντρα της, όχι όμως με αισιοδοξία, θρηνεί γι’ αυτόν μέρα νύχτα, αλλά και δεν αποκλείει έναν δεύτερο γάμο, τον οποίο μεθοδεύει κιόλας μετά την ενηλικίωση του Tηλέμαχου.
• Προσέχει τις ενέργειές της και είναι δύσπιστη και επιφυλακτική σε πληροφορίες σχετικές με τον γυρισμό του Oδυσσέα, αλλά και πλούσια σε συναισθήματα, όταν οι αμφιβολίες αίρονται.
→ H προσωπικότητα της Πηνελόπης, με άξονες τη σύνεση και τη συζυγική πίστη, συνδυάζει στοιχεία που την αναδεικνύουν αντάξια σύζυγο του πολύτροπου Oδυσσέα, αποτελούσε δε πρότυπο για τις γυναίκες – και όχι μόνο της ομηρικής εποχής.

6. Mετά το ξανασμίξιμο του Oδυσσέα με την Πηνελόπη, έναν από τους βασικούς στόχους του ποιήματος, οι σύζυγοι αναφέρονται στα βάσανά τους μεταβιβάζοντας αμοιβαία τις εμπειρίες τους κατά το μακρύ διάστημα του χωρισμού τους (336/<301> κ.ε.)· ξεθυμαίνει έτσι και η ένταση της συνάντησης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο «Mικρός Απόλογος» που ανακεφαλαιώνει –σε πλάγιο λόγο– τις δεκάχρονες περιπέτειες του Oδυσσέα, συμπληρωμένες και με το επεισόδιο των Φαιάκων, μέσα σε 32/33 στίχους (347/<310> κ.ε.), αποσιωπώντας μόνο όσα δεν χρειαζόταν να ακούσει η Πηνελόπη.

Αποσπάσματα από τη σχετική βιβλιογραφία / αρθογραφία

1. O «Μικρός Απόλογος»
«Ο Μικρός Απόλογος του Οδυσσέα αποτελεί, τόσο από συντακτική όσο και από ποιητική άποψη, αξιοθαύμαστο αφηγηματικό κατόρθωμα: όχι μόνο γιατί, μέσα σε λίγους στίχους και σε πλάγιο λόγο, ο ποιητής εξοικονομεί την ύλη των εγκιβωτισμένων Μεγάλων Απολόγων μήτε γιατί ενσωματώνει σ' αυτούς, στη χρονογραφική τώρα σειρά του, το επεισόδιο της Καλυψώς. H λανθάνουσα αφηγηματική τέχνη βρίσκεται και αλλού: αναφερόμενος ο Οδυσσέας στους σταθμούς της Καλυψώς, της Κίρκης και της Ναυσικάς, διακριτικά αποσιωπά τις παρασυζυγικές σχέσεις του προφανώς για να μην ερεθίσει την περιέργεια και τη ζηλοτυπία της Πηνελόπης. Για πολλοστή φορά μέσα στο έπος του ο ποιητής της Οδύσσειας κλείνει ειρωνικά το μάτι στους ακροατές του - τουλάχιστον σε όσους ακούν όχι μόνο τα λεγόμενα αλλά και τα παραλειπόμενα.» (Μαρωνίτης 5, σ. 298, Γ').

2. Αναλογίες ανάμεσα στον νόστο του Οδυσσέα και στη «Φαιακίδα»
«Ο ποιητής έχει [...] φροντίσει να τονίσει τις αναλογίες ανάμεσα στην ταραχώδη επιστροφή του Οδυσσέα στο σπίτι του (στις ραψωδίες ν-ψ) και στην άφιξή του στη χώρα των Φαιάκων, όπου μετά τις τόσες δοκιμασίες και συμφορές ανακτά την ταυτότητά του [...]. Απ' αυτή την άποψη η νίκη του κατά των μνηστήρων συνιστά παράλληλο της επιτυχημένης του συμμετοχής στους αθλητικούς αγώνες των Φαιάκων το λουτρό για την αποκατάσταση της εμφά-νισής του μετά τον φόνο των μνηστήρων είναι παράλληλο του λουτρού στους στ. θ 433-69 τέλος, οι αυτοσχέδιες δήθεν γαμήλιες εορταστικές εκδηλώσεις για την επανένωση του Οδυσσέα με την Πηνελόπη απηχούν τη βραδινή γιορτή στο παλάτι του Αλκίνοου, η οποία είχε καταλήξει στους απολόγους των ραψωδιών ι-μ. Στην προκείμενη περίπτωση η επανένωση με την Πηνελόπη καταλήγει στην εξιστόρηση των περιπλανήσεων του ήρωα, εξιστόρηση η οποία αποτελεί σύνοψη των απολόγων.» (Α. Heubeck, βλ. Ερμηνευτικό Υπόμνημα,τ. Γ', ψ 310-43, σ. 557 , Ε').

3. Ο γυρισμός του ξενιτεμένου στη λαϊκή προφορική παράδοση και στην Οδύσσεια
Το θέμα του γυρισμού του ξενιτεμένου «μάς είναι γνωστό από τη νεοελληνική παραλογή για τον άντρα, που ύστερα από πολύχρονο ξενιτεμό γυρίζει αγνώριστος στην πατρίδα του. Για να βεβαιωθεί η γυναίκα του ποιος είναι και να του δοθεί η άδεια να περάσει από την πόρτα του σπιτιού του, χρειάζεται πρώτα να αποδείξει την ταυτότητά του με αλάθευτα σημάδια. Αντίστοιχα, νιώθει και ο άντρας την ανάγκη, τόσα χρόνια που έλειψε, να δοκιμάσει την πίστη της γυναίκας του. Μόνο ύστερα από την αμοιβαία αυτή δοκιμασία το αντρόγυνο ξαναβρίσκεται ενωμένο έπειτα από τον μεγάλο χωρισμό. [Παρεμβάλλεται η παραλογή «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» σε δυο παραλλαγές.]
H χρησιμοποίηση του ίδιου θέματος δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά ότι οι δύο ιστορίες αναπτύσσονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έτσι, ανάμεσα στο Τραγούδι του ξενιτεμένου και στην Οδύσσεια, εύκολα διαπιστώνουμε την πρώτη σημαντική διαφορά: Στο λαϊκό Τραγούδι ο λόγος είναι για έναν μόνο αναγνωρισμό, του αντρός που γυρίζει και της γυναίκας που τον περιμένει. Αυτή είναι και η αρχική μορφή του θέματος, όταν η δράση περιορίζεται σε δύο μόνο πρόσωπα. H Οδύσσεια, αντίθετα, είχε μεγαλύτερες απαιτήσεις. Στο έπος η σύνθεση είναι πολυπρόσωπη, και ο αναγνωρισμός των συζύγων, παρ' όλο που εξακολουθεί να αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της ιστορίας, δεν αρκεί. Εδώ ο άντρας που γυρίζει είναι βασιλιάς, και για να ολοκληρωθεί το σχέδιο του έργου, είναι ανάγκη να αναγνωριστεί από πλατύτερους κύκλους, ιδιαίτερα από την υπόλοιπη οικογένειά του και το υπηρετικό προσωπικό του παλατιού του.» (Κακριδή, Ε. 2, σσ. 282 κ.ε., Δ' - βλ. και Κακριδής, I. 3, σσ. 169-82, Β' - Ελληνική Μυθολογία, τ. 5ος, σσ. 296 και 300-1, Α'- και τη σημ. 6, β' της επόμενης διδ. Ενότητας).

αρ
















© Γιάννης Παπαθανασίου
 του Τηλέμαχου· και δεν έλειψε η φονική απειλή τους ακόμη και εις βάρος του Oδυσ
σέα (β <246-51>)· έγιναν έτσι επανειλημμένα υβριστές.
• H τιμωρία τους, επομένως, προκύπτει ως φυσικό επακόλουθο της όλης υβριστικής συμπεριφοράς τους (που συμπαρασύρει και όσους ήταν με το μέρος τους)· γιατί την ύβρη οι ομηρικοί θεοί δεν τη συγχωρούν, πράγμα που επιβεβαιώνει και η κάλυψη που προσφέρουν στους τιμωρούς, με άμεση συχνά υπόδειξη και συμπαράσταση, με διοσημίες κτλ.
→ Έτσι η μνηστηροφονία παρουσιάζεται ως έργο όχι τόσο εκδίκησης όσο δικαιοσύνης, για να αποκατασταθεί η τάξη εκεί όπου είχε διασαλευτεί· κι ο ποιητής, παράλληλα με τον νόστο, προετοίμαζε από την αρχή τον ακροατή, με τις πολλές και ποικίλες σχετικές προσημάνσεις, όχι μόνο να τη δεχτεί αλλά και να την απαιτήσει.

Αποσπάσματα από τη σχετική βιβλιογραφία / αρθογραφία

1. Το «μέγαρο» ως χώρος της μνηστηροφονίας
«Αν για το άθλημα της τοξοθεσίας και της τοξοβολίας το παλάτι της Ιθάκης φαίνεται στενόχωρο και άβολο (τέτοια αθλήματα πραγματοποιούνται κατά κανόνα σε υπαίθριο, δημόσιο χώρο), για τη μνηστηροφονία το σπίτι του Οδυσσέα αποδεικνύεται όχι μόνο ασφυκτικό, αλλά και εντελώς ανοίκειο. Γιατί κάθε σπίτι εξ ορισμού προορίζεται ως στέγη προστασίας, τόσο για τους αφέντες του όσο και για τους επισκέπτες. Παρά ταύτα το βασιλικό παλάτι της Ιθάκης, με τον βωμό του Ερκείου Διός στην αυλή του, προορισμένο να αυτοπροστατεύεται και να προστατεύει, μετατρέπεται εδώ σε φονικό χώρο- αφού στο μεταξύ, με την εισβολή των μνηστήρων, έχουν καταπατηθεί και η αρχή της νόμιμης κυριότητάς του και η αρχή της εθιμικής φιλοξενίας.
H καταπάτηση της κυριότητας ελέγχεται από το γεγονός ότι οι μνηστήρες υποδύονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τους αφέντες του σπιτιού, παραγκωνίζοντας λίγο πολύ την Πηνελόπη και τον Τηλέμαχο, και αγνοώντας εντελώς τον απόντα Οδυσσέα. Κάτι περισσότερο: ενώ οφείλουν, ως καταχρηστικοί έστω κύριοι του σπιτιού, να παίξουν σωστά τον ρόλο του ξενιστή, αντιμετωπίζουν τον ρακένδυτο ξένο (ο οποίος συμβαίνει να είναι ο πραγματικός κύριος του σπιτιού, αποδεδειγμένα μάλιστα φιλόξενος) με αφιλόξενη βαναυσότητα. Με τους όρους όμως αυτούς το βασιλικό παλάτι της Ιθάκης έχει αλλάξει προορισμό και ρόλο. H μνηστηροφονία επομένως αποκαθιστά καταρχήν τη νόμιμη λειτουργία του σπιτιού, ως χώρου αυτοπροστασίας των κυρίων του και προστασίας των ξενιζομένων. Αυτός είναι κατά τη γνώμη μου ο αποχρών λόγος που ο ποιητής της Οδύσσειας επιλέγει το εσωτερικό του βασιλικού παλατιού, ειδικότερα τη μεγάλη του αίθουσα, για να σκηνοθετήσει τη μνηστηροφονία- αδιαφορώντας αν ο χώρος αυτός προσφέρεται για την εκτέλεση μιας φονικής πράξης, η οποία εξελίσσεται σε πολεμικού τύπου σύγκρουση.» (Μαρωνίτης 5, σσ. 274-5, Γ').

2. Η προετοιμασία του ακροατή για το φρικτό έργο της μνηστηροφονίας
«Ο ποιητής μάς είχε ετοιμάσει γι' αυτό από το α κιόλας. Έργο του ήταν να ωριμάσει με την πορεία του μύθου στην ψυχή των ακροατών την αίσθηση ότι οι μνηστήρες είναι ένοχοι θανάτου τόσο έντονα, ώστε ο φόνος τους να γίνει ηθική απαίτηση πρώτα, ψυχική ικανοποίηση έπειτα. Την ψυχική αυτή πορεία ο ποιητής την ευόδωσε με συνέπεια: Αφού έθεσε την τιμωρία των μνηστήρων ως αίτημα της ηθικής αρχής που διεκήρυξε ο Δίας στο α, την προμήνυσε με οιωνούς, που αρχίζουν από το β και πυκνώνουν προς το τέλος, και την αιτιολόγησε δίνοντας τους μνηστήρες να προχωρούν από το απλό γλέντι της αρχής στην αποθράσυνση, στην απόπειρα δολοφονίας του Τηλέμαχου, στη βεβήλωση του σπιτιού του Οδυσσέα και στην προσπάθεια στο τέλος να σκοτώσουν τον ίδιο.» (Κομνηνού, σσ. 245-6, Γ' - βλ. και: Ζαμάρου, σ. 193, Γ' - Ζερβού 2, σσ. 195-6, Β')

αρ


Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε
την 40ή ως την 41η ημέρα:





Η Πηνελόπη


ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ


Οδυσσέας Πηνελόπη


Α.1 Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας ψ:
Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμὸς

Παραπατώντας από τη χαρά της, η Ευρύκλει
α ανέβηκε στην κάμαρη της Πηνελόπης και
 ανήγγειλε στη βασίλισσα ότι ο Οδυσσέας γύ
ρισε και σκότωσε τους μνηστήρες, αλλά δεν 
έγινε πιστευτή. Η Πηνελόπη θεώρησε έργο 
των θεών την τιμωρία των αλαζονικών μνηστή
ρων, όταν όμως η παραμάνα αναφέρθηκε 
στην ουλή που είχε στο γόνατο ο Οδυσσέας,
 αποφάσισε να κατεβεί, αλλά για να δει τι συμ
βαίνει.

Κάθισε λοιπόν άφωνη και ερευνητική απένα
ντι στον άντρα της. Ο Τηλέμαχος τη χαρακτή
ρισε σκληρόκαρδη για τη στάση της, ο Οδυσ
σέας όμως τη δικαιολόγησε, συζήτησε έπειτα
 με τον γιο του το θέμα των πιθανών αντεκδι
κήσεων από τους συγγενείς των μνηστήρων
 και αποφάσισε να στηθεί χορός και τραγούδι
 στον χώρο του παλατιού, ώστε να δοθεί η
 εντύπωση στους περαστικούς ότι γίνεται γά
μος και να μη διαρρεύσει στην πόλη η είδηση
 του φονικού, πριν εκείνοι καταφύγουν στο 
κτήμα του Λαέρτη, όπου θα οργανώσουν την
 άμυνά τους.

Στο μεταξύ ο Οδυσσέας λούστηκε, ομορφοντύ
θηκε και ξαναπήρε θέση απέναντι στη γυναί
κα του. Παραπονέθηκε τώρα για τη στάση της
 και ζήτησε να του στρώσουν να κοιμηθεί μό
νος του. Άρπαξε τότε την ευκαιρία η Πηνελό
πη και ζήτησε να μετακινηθεί το κρεβάτι έξω 
από τη συζυγική κάμαρη. Ο λόγος της αυτός 
εξόργισε τον Οδυσσέα που, πέφτοντας στην 
παγίδα της, αποκάλυψε το μυστικό του ριζω
μένου στη γη κρεβατιού τους, που μόνο αυτοί
 ήξεραν. Το αδιάψευστο αυτό σημάδι σιγούρε
ψε την Πηνελόπη και ξέσπασαν και οι δυο σε
 θρήνο χαράς, τον οποίο διέκοψε ο Οδυσσέας,
 για να αναφερθεί στη νέα αποδημία που του
 όρισε ο μάντης Τειρεσίας.

Ετοιμάστηκε στο μεταξύ η συζυγική κλίνη, ο
 χορός και το τραγούδι σταμάτησαν, και εκεί
νοι, αφού χάρηκαν την αγάπη τους, διηγήθη
καν τα βάσανά τους, ώσπου τους πήρε ο ύ
πνος.

Την αυγή της επόμενης (41ης και τελευταίας)
 μέρας της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας με τον 
Τηλέμαχο και τους δύο έμπιστους βοσκούς, 
τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο, οπλισμένοι όλοι 
τους και καλυμμένοι με ομίχλη από την Αθη
νά, ξεκίνησαν για το κτήμα του Λαέρτη, μα
κριά από «τον τόπο του εγκλήματος»

Α2. Κείμενο H αναγνώριση του Oδυσσέα
 από την Πηνελόπη και ο «Mικρὸς Ἀπόλο
γος»: ψ 89-381/<78-343>
Η Ευρύκλεια καλεί την Πηνελόπη και μαζί κατεβαίνουν στο «μέγαρο»
Η Πηνελόπη


«[...] / Έλα λοιπόν μαζί μου, κι εγώ στοιχηματίζω
90 την ίδια τη ζωή μου, αν σ’ απατώ· αφάνισέ 
με
 τότε
με θάνατο φριχτό κι αλύπητο.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, λογική και φρό
νιμη:
«Καλή μου, αιώνιοι οι θεοί, και δύσκολο πολύ να
 ξεδιαλύνεις
τα κρυφά νοήματά τους, όσο σοφή κι αν έγινες 
στο πέρασμα του χρόνου.
95 Παρ’ όλα ταύτα, ας πάμε ν’ ανταμώσουμε τον 
γιο μου, να δουν τα μάτια μου
τους σκοτωμένους, αλλά και ποιος τους σκότωσε

Μ’ αυτά τα λόγια πήρε να κατεβαίνει από το 
ανώγι,
μέσα της αμφιβάλλοντας αν έπρεπε, κρατώντας
την απόσταση, τον άντρα της να δοκιμάσει με ε
ρωτήματα
100 ή να βρεθεί στο πλάι του, να πιάσει
το κεφάλι και τα χέρια του, να τα γεμίσει με φιλή
ματα.
Ανταλλαγή λόγων Τηλέμαχου–Πηνελόπης–Οδυσσέα
Στο μεταξύ προχώρησε πατώντας το πέτρινο κα
τώφλι,
ύστερα κάθισε στον Οδυσσέα αντίκρυ, στον άλ
λον τοίχο
απέναντι, στο αντιφέγγισμα από τη φλόγα της φω
τιάς.
105 Εκείνος σε ψηλή κολόνα ακουμπισμένος, με 
το κεφάλι του
σκυφτό, περίμενε αν η ομόκλινη γυναίκα του κάτι 
θα πει,
τώρα που τον αντίκριζαν τα μάτια της.
Άφωνη όμως έμεινε η Πηνελόπη για πολύ,
λες κι είχε παραλύσει· μόνο τα μάτια της, τη μια 
κοιτούσαν
110 καταπρόσωπο, την άλλη δεν τον αναγνώρι
ζαν,
με τ’ άθλια ρούχα που φορούσε.
Τότε ο Τηλέμαχος, επιτιμώντας, μίλησε άσχημα 
στη μάνα του:
«Μάνα, κακή μου μάνα, πόσο ανελέητη καρδιά
 κρύβεις στα στήθη!
Πώς το αντέχεις και μακριά του μένεις; πώς δεν
 σιμώνεις τον πατέρα μου,
115 δεν κάθεσαι στο πλάι του, δεν του μιλάς, δεν
 τον ρωτάς;
Στον κόσμο δεν υπάρχει γυναίκα άλλη με τόσο
 αλύγιστη ψυχή· [...].
120 Αλλ' η δική σου η καρδιά είναι από πέτρα 
πιο σκληρή
Του αντιμίλησε με τη δική της λογική η Πηνελό
πη:
«Γιε μου, μέσα μου νιώθω θάμβος και κατάπλη
ξη,
και δεν μπορώ μήτε μια λέξη να προφέρω, κάτι 
να τον ρωτήσω
ή να τον δω κατάματα. Αν όμως πράγματι ο Οδυσ
σέας
125 είναι αυτός που γύρισε στο σπίτι,
μπορούμε μεταξύ μας, και καλύτερα, να γνωρι
στούμε·
127-8 κρυφά σημάδια έχουμε, που τα γνωρίζουμε 
οι δυο μας μόνο – / άλλος κανείς.»
Ακούγοντας τα λόγια της εκείνος χαμογέλασε, βα
σανισμένος
130 ο Οδυσσέας και θείος. Ύστερα γύρισε προς 
τον Τηλέμαχο,
κι όπως του μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν 
πουλιά:
«Τηλέμαχε, άσε τη μάνα σου μέσα σε τούτο το 
παλάτι
να με δοκιμάσει – θα καταλάβει γρήγορα, και
 τότε πιο καλά.
Τώρα με βλέπει βρόμικο, με τ’ άθλια ρούχα που 
φορώ,
135 γι’ αυτό και με περιφρονεί, αρνείται να δεχτεί 
ποιος είμαι. [...]»
[Ο Οδυσσέας συζήτησε έπειτα με τον γιο του 
το πρόβλημα της αντεκδίκησης και έδωσε ε
ντολή να σκηνοθετήσουν ατμόσφαιρα γιορ
τής στο παλάτι με τραγούδι και χορό.]
176 Στο μεταξύ τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα, μέσα 
στο σπίτι του,
η Ευρυνόμη επήρε να τον λούζει, τον άλειψε με 
λάδι, του φόρεσε
χλαμύδα ωραία και χιτώνα, κι η Αθηνά τον περιέ
βαλε
με εξαίσια ομορφιά, από την κεφαλή ως τα πό
δια· [...]
[Πήρε ύστερα θέση αντίκρυ στη γυναίκα του 
ο Οδυσσέας και της μίλησε:]
Λουσμένος και πανέμορφος ο Οδυσσέας ανοίγει διάλογο με την Πηνελόπη που καταλήγει στην αναγνώριση
 
Πηνελόπη - Οδυσσέας

 

 

 

Οι περιπέτειες του Οδυσσέα
Στη χώρα των Κικόνων


Στη χώρα των Λωτοφάγων

Στη χώρα των Κυκλώπων

Στο νησί του Αιόλου

Στους Λαιστρυγόνες

Στην Κίρκη

Στον Άδη

Στις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη

Στο νησί του Ήλιου

Στην Καλυψώ

Στους Φαίακες
189 «Παράξενη πολύ! Από τις άλλες τις ωραίες
 γυναίκες μόνο σ’ εσένα
190 έβαλαν καρδιά ανελέητη οι Ολύμπιοι.
Άλλη καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να το αντέ
ξει,
να στέκει τόσην ώρα από τον άντρα της μακριά, 
όταν,
μετά από τόσα βάσανα και πάθη, γυρίζει πάλι 
στην πατρική του γη
κι έχουν περάσει είκοσι χρόνια ολόκληρα.
195 Αλλά, καλή γερόντισσα, έλα και στρώσε μου
 τώρα την κλίνη,
μόνος μου να πλαγιάσω – αυτή μέσα στα στήθη 
της
κρύβει καρδιά από σίδερο.»
Του αντιμίλησε με λογική και φρόνηση η Πηνελό
πη:
«Παράξενος κι εσύ! Μήτε ψηλώνει ο νους μου μή
τε περιφρονώ κανένα,
200 αλλά και δεν θαμπώνομαι – ξέρω καλά πώς 
ήσουν, όταν το αποφάσισες
να φύγεις από την Ιθάκη μ’ εκείνο το μακρόκου
πο καράβι.
Έλα, τώρα, Ευρύκλεια, φέρε και στρώσε του τη
 στέρεη κλίνη
έξω από την καλοχτισμένη κάμαρή μας, που μό
νος του την έφτιαξε·
τραβήξτε το γερό κρεβάτι εκεί και βάλτε πάνω 
του στρωσίδια,
205 προβιές, φλοκάτες, σεντόνια πεντακάθαρα 
που λάμπουν.»
Μ’ αυτά τα λόγια θέλησε τον άντρα της να δοκι
μά
σει· ο Οδυσσέας όμως,
γεμάτος αγανάκτηση, στράφηκε στην πιστή γυ
ναί
κα του μιλώντας:
«Γυναίκα, άσχημο λόγο πρόφερες, που την ψυ
χή
 δαγκώνει.
Ποιος μετακίνησε την κλίνη; Το βλέπω δύσκολο
210 και για τον έμπειρο τεχνίτη ακόμη. Μόνο θε
ός, αν ήθελε,
θα το μπορούσε κατεβαίνοντας να της αλλάξει θέ
ση· θνητός που ζει,
κι αν είναι στην ακμή της νιότης του, εύκολα δεν
 μπορεί να τη σαλέψει.
Γιατί σ’ αυτή την τορνευτή μας κλίνη κάποιο σημά
δι υπάρχει
απαραγνώριστο – το ’καμα εγώ, άλλος κανείς.
215 Φύτρωνε μέσα στου σπιτιού μας τον περίβο
λο κορμός μακρόφυλλης ελιάς,
με θαλερό το φούντωμά της, κι αυτός χοντρός 
σαν μια κολόνα.
Γύρω του εγώ την κάμαρη έχτισα και την ανέβα
σα
με πέτρες πανωτές στο τελικό της ύψος· μετά τη 
στέγασα
καλά από πάνω, και την ασφάλισα με κολλητά 
πορτόφυλλα,
220 να αρμόζουν μεταξύ τους.
Τότε πια κούρεψα κλαδιά και φούντες της μακρό
φυλλης ελιάς,
κλάδεψα με επιδέξια τέχνη τον κορμό απ’ τη ρίζα 
του,
με το σκεπάρνι τον πελέκησα, τον στάθμισα
για να ισώσει, τον δούλεψα να γίνει κλινοπόδαρο,
 κι άνοιξα
225 πάνω του τρύπες με το τρυπάνι. Αρχίζοντας
 μετά τον πλάνισα
και πάνω άπλωσα του κρεβατιού την τάβλα 1 
τελειώνοντας,
μ’ ασήμι, μάλαμα και φίλντισι την κλίνη στόλισα 
[...].
229 Αυτό είναι το σημάδι που σου φανερώνω. 
Μόνο που δεν γνωρίζω,
230 φοβερή γυναίκα, αν παραμένει ριζωμένη η 
κλίνη μας ή μήπως
άλλος αλλού την έστησε, κόβοντας σύρριζα το λιό
δεντρο.»
Έτσι της μίλησε, κι ευθύς της λύθηκαν γόνατα και

 καρδιά,
αναγνωρίζοντας απαραγνώριστα σημάδια, του Ο
δυσσέα απόδειξη.
Βούρκωσε τότε, χύθηκε στο μέρος του, τα δυο 
της χέρια
235 πέρασε στον λαιμό του, φίλησε το κεφάλι 
του, κι ύστερα μίλησε:
«Μη μου θυμώνεις, Οδυσσέα, έχεις εσύ ασυναγώ
νιστο μυαλό
και κατανόηση για τους ανθρώπους. Πρέπει οι θε
οί
στη συμφορά να μας παρέσυραν, που μας εφθό
νησαν και δεν μας άφησαν
αχώριστοι να μείνουμε, μαζί τη νιότη μας να τη 
χαρούμε
240 και να γεράσουμε μαζί.
Τώρα ωστόσο μην παρεξηγείς το φέρσιμό μου
και μην αγανακτείς, που την αγάπη μου δεν έδει
ξα νωρίτερα.
Γιατί, βαθιά, η ψυχή μου ποτέ δεν έπαψε να τρέ
μει,
μήπως μ’ εξαπατήσει κάποιος με τα λόγια του,
245 περαστικός – είναι πολλοί που σκέφτονται
 το πονηρό συμφέρον τους. [...]
253 Μα τώρα που φανέρωσες σημάδια απαρα
γνώριστα της κλίνης μας [...].
258 Τώρα λοιπόν με πείθεις, όσο κι αν έδειξε αμε
τάπειστη η καρδιά μου.»
Μιλώντας, σήκωσε σ’ εκείνον ίμερο ασυγκράτητο
 για θρήνο,
260 κι αυτός θρηνούσε, κρατώντας μ’ αγάπη
 στην αγκάλη την ακριβή γυναίκα του.
Πόση αγαλλίαση, βλέποντας γη μπροστά τους,
 νιώθουν οι ναυαγοί
που ο Ποσειδώνας σύντριψε, καταμεσής στο πέ
λαγος,
263-4 το ανθεκτικό καράβι τους, χτυπώντας το / 
μ’ άγριο άνεμο και κύμα φοβερό [...],
267 τέλος, αφήνοντας πίσω τους το κακό, με α
γαλλίαση πατούν
στη στέρεη γη· τόση αγαλλίαση πλημμύρισε κι
 εκείνην, που τώρα
έβλεπαν τα μάτια της το ταίρι της. 2 Και πια δεν
 έλεγε να λύσει
270 απ’ τον λαιμό του τα λευκά της χέρια.
[Ο Οδυσσέας αναφέρεται στην εντολή του μά
ντη Τειρεσία για τη νέα του αποδημία, ενώ ε
τοιμάζεται η συζυγική κλίνη.]
Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη αναφέρονται στα παθήματά τους
335 Οι δυο τους πρώτα χόρτασαν αγκάλη και φι
λί,
και τώρα χαίρονταν με λόγια που ιστορούσαν με
ταξύ τους.
Εκείνη, θεία γυναίκα, τα πόσα στο παλάτι τράβη
ξε,
338-9 έχοντας μπρος στα μάτια της το μισητό σι
νάφι / των μνηστήρων· [...].
342 Αλλά κι ο θείος Οδυσσέας μιλούσε, για πί
κρες που έδωσε
σ’ άλλους ανθρώπους και πόσα πάθη ο ίδιος βά
σταξε [...].
347 Άρχισε με τους Κίκονες και πώς τους δάμα
σε, μετά
πώς βρέθηκε στα εύφορα χωράφια των Λωτοφά
γων, όσα του κόστισε
ο Κύκλωπας, ότι τον εκδικήθηκε για τους γενναί
ους συντρόφους
350 που αλύπητα τους έφαγε, πώς άραξε και στο
 νησί
του Αιόλου κι εκείνος φιλικά τον δέχτηκε, καλά 
τον ξεπροβόδισε,
αλλά δεν ήτανε της μοίρας του να φτάσει ακόμη
στη γλυκιά πατρίδα – τον βρήκε και τον άρπαξε 
άγρια θύελλα,
που τον παρέσυρε ξανά στην ανοιχτή ψαρίσια 
θάλασσα·
355 μετά πώς έφτασε στους Λαιστρυγόνες, σ’ αυ
τούς που αφάνισαν
όλα του τα καράβια και τους γενναίους συντρό
φους –
μόνος ο Οδυσσέας γλίτωσε στο μελανό καράβι 
του·
της είπε και τον πολυμήχανο δόλο της Κίρκης, το
 πώς κατέβηκε
μ’ ένα γερό σκαρί στ’ αραχνιασμένα δώματα του 
Άδη, χρησμό να πάρει
360 απ’ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή, και πώς
 εκεί είδαν τα μάτια του
όλους τους συμπολεμιστές της Τροίας, κι ακόμη

τη μάνα που τον γέννησε κι από μωρό τον έκανε 
άντρα·
πώς άκουσε και των οξύφωνων Σειρήνων το τρα
γούδι, κι ύστερα πέρασε
τις Πέτρες τις Πλαγκτές, φτάνοντας και στις φοβε
ρές Σκύλλα και Χάρυβδη,
365 όπου κανείς ποτέ δεν γλίτωσε· μετά πώς οι
 εταίροι
έσφαξαν του Ήλιου τα γελάδια, και τότε
ο Δίας, που ψηλά βροντά, σύντριψε με το φλογε
ρό του αστροπελέκι
το γρήγορο καράβι, και τότε πια όλοι οι λαμπροί 
του σύντροφοι
βούλιαξαν στον χαμό – ο ίδιος μόνο ξέφυγε χη 
μοίρα του θανάτου·
370 πώς έτσι βρέθηκε στης Ωγυγίας το νησί, 
στης νύμφης Καλυψώς,
που τον κατακρατούσε, θέλοντας να τον έχει ταί
ρι της,
σε θολωτές σπηλιές, τον έτρεφε κι έδινε την υπό
σχεση
πως θα τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πά
ντα,
374-5 όμως δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει και ν’ αλ
λάξει / της ψυχής το φρόνημα·
τέλος πώς έφτασε στους Φαίακες, μετά από πά
θη αμέτρητα,
που εγκάρδια σαν θεό τον τίμησαν, κι αυτοί τον 
έστειλαν
μ’ ένα καράβι τους στην πατρική του γη, αφού 
πρώτα τον γέμισαν
με δώρα - χαλκό, μαλάματα και ρούχα. 3
380 Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, καθώς ύ
πνος γλυκύς,
λυσιμελής 4 τον έπιασε, κι έλυσε τις φροντίδες
 της ψυχής του.

Ερωτήσεις κατανόησης 

Ερωτήσεις κατανόησης ερωτήσεις


Οδύσ
σεια, ερωτήσεις κατανόησης 27ης ενότητας
(κυκλώστε τη σωστή απάντηση)



1. Η Ευρύκλεια ανήγγειλε στην Πηνελόπη ότι ο Ο
δυσ
σέας γύρισε και σκότωσε τους μνηστήρες. Η Πηνε
λό
πη...
α) έτρεξε αμέσως να δει τον Οδυσσέα, β) δεν την πί
στε
ψε.
2. Η Ευρύκλεια της είπε ότι είδε την ουλή που είχε 
ο 
Οδυσσέας...
α) στην πλάτη, β) στο γόνατο.
3. Η Πηνελόπη...
α) αποφάσισε να κατεβεί για να δει τι συμβαίνει,
β) δεν
 πείστηκε και πάλι.
4. Όταν έφτασε μπροστά στον Οδυσσέα στάθηκε α
σά
λευτη. Τότε
α) ο Τηλέμαχος τη χαρακτήρισε σκληρόκαρδη, β) ο Ο
δυσ
σέας την αγκάλιασε και τη φίλησε.
5. Ο Οδυσσέας δικαιολόγησε τη στάση της λέγο
ντας ότι η Πηνελόπη θα τον αναγνωρίσει αφού τον 
δοκιμάσει...
α) ΣΩΣΤΟ, β) ΛΑΘΟΣ
6. Ο Οδυσσέας στη συνέχεια συζήτησε με τον Τηλέ
μα
χο...
α) το θέμα των πιθανών αντεκδικήσεων από τους συγ
γε
νείς των μνηστήρων, β) τα ζητήματα της περιουσίας
του.
7. Αποφάσισαν να...
α) στήσουν χορό και τραγούδι για να ξεγελάσουν τους
 πε
ραστικούς, β) να πάνε να φέρουν τα δώρα των Φαιά
κων.
8. Ακόμη αποφάσισαν...
α) να φύγουν από την Ιθάκη, β) να πάνε στα κτήματα
του Λαέρτη.
9. Τον Οδυσσέα τον έπλυνε, τον άλειψε με λάδι και 
τον έντυσε...
α) η Ευρύκλεια, β) η Ευρυνόμη, γ) η Μελανθώ.
10. Ο Οδυσσέας στάθηκε και πάλι μπροστά στην
 Πη
νελόπη. Επειδή όμως εκείνη δεν αντέδρασε, ζήτησε 
α
πό την Ευρύκλεια...
α) να του φέρει κρασί, β) να του στρώσει το κρεβάτι.
11. Η Πηνελόπη βρήκε την ευκαιρία και είπε στην
 Ευ
ρύκλεια...
α) να του στρώσει το νυφικό κρεβάτι τους βγάζοντάς
το
 έξω από την κάμαρή τους, β) να του φέρει το κρεβάτι
από την αποθήκη.
12. Ο Οδυσσέας απάντησε ότι το κρεβάτι δε μετακι
νεί
ται...
α) γιατί είναι πολύ βαρύ, β) γιατί ο ίδιος το έφτιαξε
και
το ένα πόδι του είναι ο κορμός μιας ελιάς.
13. Η Πηνελόπη κατάλαβε...
α) ότι ο "ξένος" είναι ο Οδυσσέας, β) ότι ο "ξένος"
την
κοροϊδεύει.
14. Τότε, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν...
α) μετά από δέκα χρόνια χωρισμού, β) μετά από είκο
σι
 χρόνια χωρισμού.
15. Στη συνέχεια ο Οδυσσέας είπε στην Πηνελόπη
 ότι
 θα πρέπει να ξαναφύγει σύμφωνα με όσα του είπε
 ο
 μάντης...
α) Τειρεσίας, β) Κάλχας, γ) Θεοκλύμενος.
16. Ακόμη ο Οδυσσέας αφηγήθηκε γρήγορα στην 
Πη
νελόπη...
α) όλα όσα υπέφερε, αναφέροντας καθένα από τα μέρη

που πέρασε, β) τα πλούτη που του έδωσαν οι Φαία
κες.








1. (στ. 226) άπλωσα του κρεβατιού την τάβλα: άπλωσα επάνω τις σανίδε
ς
του κρεβατιού.Αρχαία έπιπλα
2. (στ. 261-9) Προσέξτε την παρομοίωση αυτών των στίχων: το ένα μέρος
 ανα
φέρεται στον Οδυσσέα (χαίρεται βλέποντας και πατώντας στεριά), ενώ το 
άλλο 
στην Πηνελόπη (χαίρεται βλέποντας και αγκαλιάζοντας τον άντρα της)· φαί
νε
ται έτσι η κυκλοφορία της χαράς από τον έναν στον άλλον, όπως είναι φυσι
κό 
να συμβαίνει σε περιπτώσεις νόστου ή ίασης.
3. (στ. 347-79) Οι στίχοι 347-79 αποτελούν τον «Μικρόν Ἀπόλογον» του Οδυσ
σέα, που διακρίνεται έτσι από τον «Ἀρήτης Ἀπόλογον» και τους «Μεγάλους Ἀ
πολόγους». Ο ποιητής εδώ συνοψίζει σε πλάγιο λόγο – και στη χρονολογική
 τους σειρά – τις περιπέτειες του Οδυσσέα προσθέτοντας και το επεισόδιο των
 Φαιάκων μέχρι την άφιξη του ήρωα στην Ιθάκη.
4. (στ. 380-1) ύπνος [...] λυσιμελής: ύπνος που λύνει/χαλαρώνει τα μέλη.





1. 
Ο γυρισμός 
του ξενι
τεμέ
νου (παραλογή)

Οι παραλογές είναι αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια με υπόθεση φαντα
στι
κή ή βασισμένη σε λαϊκές παραδόσεις, σχετική πάντως με δραματικά πε
ρι
στατικά της ζωής. Σώζονται, συνήθως, σε πολλές παραλλαγές, δηλαδή δια
φορετικές μορφές του ίδιου θέματος.

Ερόδισε γ’ η ανατολή και ξημερώνει η δύση, [...]
παν τα πουλάκια στη βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση.
Βγαίνω κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια γούρνα.
Τη χαιρετάω, δε μου μιλεί, της κρένω, δε μου κρένει.
– Κόρη, για βγάλε μας νερό, την καλή μοίρα να ’χεις,
να πιω κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Σαράντα σίκλους έβγαλε, στα μάτια δεν την είδα,
κι απάνω στους σαρανταδυό τη βλέπω δακρυσμένη.
– Γιατί δακρύζεις, λυγερή, και βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχεις κακή μάνα;
– Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτ’ έχω κακή μάνα.
Ξένε μου, κι αν εδάκρυσα, κι αν βαριαναστενάζω,
τον άντρα ’χω στην ξενιτιά και λείπει δέκα χρόνους [...].
– Κόρη μου, ο άντρας σου πέθανε, κόρη μου, ο άντρας σου χάθη·
τα χέρια μου τον κράτησαν, τα χέρια μου τον θάψαν,
ψωμί, κερί τού μοίρασα, κι είπε να τα πλερώσεις,
τον έδωκα κι ένα φιλί, κι είπε να μου το δώσεις.
– Ψωμί, κερί τού μοίρασες, διπλά να σε πλερώσω,
μα για τ’ εκείνο το φιλί, σύρε να σου το δώσει.
– Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι ο καλός σου.
– Ξένε μου, αν είσαι ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου,
δείξε σημάδια της αυλής και τότες να πιστέψω.
– Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,
κάνει σταφύλι ροζακί και το κρασί μοσκάτο,
κι όποιος το πιει δροσίζεται και πάλι αναζητά το.
– Αυτά είν’ σημάδια της αυλής, τα ξέρει ο κόσμος όλος,
διαβάτης ήσουν, πέρασες, τά – ειδες και μου τα λέεις.
Πες μου σημάδια του σπιτιού και τότες να πιστέψω.
– Ανάμεσα στην κάμαρα χρυσό καντήλι ανάφτει,
και φέγγει σου που γδύνεσαι και πλέκεις τα μαλλιά σου,
φέγγει σου τις γλυκές αυγές που τα καλά σου βάζεις.
– Κάποιος κακός μου γείτονας σου τα ’πε και τα ξέρεις.
Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης.
– Έχεις ελιά στα στήθη σου κι ελιά στην αμασκάλη [...].
– Ξένε μου, εσύ είσαι ο άντρας μου, εσύ είσαι κι ο καλός μου.

(Ν. Πολίτης, ό.π., αρ. 84
→ Διαβάστε την παραλογή και αναζητήστε ομοιότητες και διαφορές στην ανα
γνώ
ριση των συζύγων του δημοτικού αυτού τραγουδιού και στην αναγνώριση
 του
 Oδυσσέα από την Πηνελόπη.

Άκουσε μια σχετική παραλλαγή


2. «Η Πηνελόπη 
ανα
γνωρίζει τον Οδυσσέα

Η ΟΨΗ ΤΟΥ εφώτιζε τον ήλιο. [...] Κι ήρθε
η Πηνελόπη σαν καχύποπτη και τον κοιτούσε.

Λίγο πιο πριν, ως ήταν ντυμένος
τα κουρελιάσματά του και δεν είχε
λουστεί και μυρωθεί, τον μελετούσε
συγκρίνοντάς τον με τον άντρα της, γεμάτη πίστη,
πως είναι αυτός, μα πάλε κάτι μέσα της
τονε τραβούσε μακριά της· μήπως ήθελε
αυτή να τραβηχτεί; [...] Τι λέει ο Μαρωνίτης;
ο Κακριδής πώς το εξηγεί; Που ο γιος της
έσπευσε πρώτος να της πει «μάνα κακή!»
Όμηρος, μέγας ραψωδός, εκεί,
καθώς ο Πλάτων μαρτυρεί, τον άκουσε
και είδε με τα μάτια του το «δύσμητερ».
Εκείνη γύρισε και φρόνιμη όπως πάντα
τ’ απηλογήθη: «Την καρδιά μου αυτή, που συ
αλύγιστη κι αμάλαγη τη λες, δε βρίσκω,
γιατί παλάβωσε στα στήθη μέσα και χαμένα
τα ’χει τα λόγια της και σκύβει το κεφάλι.
Έτσι, Τηλέμαχε, ας δούμε τι έχει
ο ξένος να μας πει για τα κρυφά σημάδια». [...]
(Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Δοκίμιν, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2000)

→ Προσέξτε πώς ο Kύπριος ποιητής Kυριάκος Xαραλαμπίδης σχολιάζει την παρέμβαση του Tηλέμαχου στη συνάντηση του Oδυσσέα με την Πηνελόπη, πριν τον ανα
γνω
ρίσει (στ. 112-128).

Διαβάστε κι ακούστε διάφορες παραλλαγές αναγνωρισμού:
Mια κόρη Τρικεριώτισσα, Τρίκερι Θεσσαλίας
Μαλαματένιος αργαλειός, Σινασός Καππαδοκίας
Άνοιξε πόρτα της ξανθής, Όλυμπος, Καρπάθου

αρ




  1. Αναγνώριση
αρχή




Ποιες ιδιότητες χαρακτηρίζουν την Πηνελόπη και τον Oδυσσέα στη ραψωδί
α 
ψ ; (απαντήστε σε 4-5 γραμμές)






Ερμηνευτικές επισημάνσεις

1. Ανακαλείται η έμμεση επικοινωνία της Πηνελόπης με τον Oδυσσέα (στη 
ρα
ψ. ρ) και η συνάντησή τους (στην τ)· ακόμη, ότι με προτροπή του Τηλέμα
χου
 (στη φ) η Πηνελόπη είχε αποσυρθεί, πριν ο Οδυσσέας πάρει το τόξο στα 
χέ
ρια του, και με φροντίδα της Αθηνάς είχε κοιμηθεί – δεν αντιλήφθηκε επομέ
νως
 τίποτε από το φονικό. Απομένει τώρα η τρίτη συνάντησή τους, που οδηγεί 
στην αναγνώριση.

2. Τα στάδια της αναγνωριστικής διαδικασίας:
α΄ στάδιο: H Ευρύκλεια έχει ήδη ανακοινώσει στην Πηνελόπη τον νόστο 
του O
δυσσέα και το φονικό και την καλεί τώρα να κατεβεί στο «μέγαρο», για να 
συνα
ντήσει τον άντρα της (89-91/<78-9>).
H Πηνελόπη δυσπιστεί και κάνει λόγο για τις ανεξιχνίαστες βουλές των
 θεών, 
αποφασίζει ωστόσο να κατεβεί, για να συναντήσει, λέει, τον Τηλέμαχο και
 να
 δει τους σκοτωμένους – και τον φονιά (93-6/<81-4>)· δεν λέει όνομα, χρειά
ζε
ται επαλήθευση.
β΄ στάδιο: Συνάντηση των συζύγων στο «μέγαρο» παρουσία του Τηλέμα
χου
 (97-135/<85-116>):
H Πηνελόπη αμφιβάλλει για τη στάση που πρέπει να κρατήσει και κάθεται 
αμή
χανη αντίκρυ στον Oδυσσέα, που περιμένει σκυφτός να ακούσει τι θα του 
πει.
 Εκείνη όμως μένει άφωνη και πότε πότε τον κοιτάζει καταπρόσωπο, αλλά
 δεν
 τον αναγνωρίζει, καθώς είναι βρόμικος και με τα ράκη του ζητιάνου 
(97-111/<85-95>): Μοναδική εικόνα εύγλωττης σιωπής.
Παρεμβαίνει ο Τηλέμαχος καταλογίζοντας σκληρότητα στη μητέρα του. Προ
κα
λείται έτσι η Πηνελόπη να ομολογήσει την κατάπληξή της, που την άφησε
 άναυ
δη, αλλά και να βεβαιώσει τον γιο της ότι είναι δική τους υπόθεση να γνωρι
στούν μεταξύ τους, αφού έχουν κρυφά σημάδια που τα γνωρίζουν μόνο οι
 ίδιοι.
 O Οδυσσέας χαμογέλασε με νόημα ακούγοντάς την και είπε στον Τηλέμα
χο 
–απευθυνόμενος ουσιαστικά στη γυναίκα του– ότι δέχεται να υποστεί τη δο
κι
μασία των σημαδιών κατανοώντας τους δισταγμούς της έτσι που τον βλέ
πει 
(112-35/<96-116>). Επικοινώνησαν λοιπόν οι σύζυγοι αλλά μέσω του γιου 
τους.
O Οδυσσέας στρέφεται, στη συνέχεια, σε πρακτικά πράγματα, που αφο
ρούν 
την κρίσιμη κατάσταση μετά τη μνηστηροφονία, και παίρνει τα πρώτα μέ
τρα, 
ώ
στε να μη διαρρεύσει στην πόλη η είδηση του φονικού, ώσπου εκείνοι να
 κα
τα
φύγουν στο κτήμα του Λαέρτη (136-75/<117-52>) .
γ΄ στάδιο: Λουσμένος και ομορφοντυμένος έπειτα ο Οδυσσέας από την Ευ
ρυ
νόμη και εξωραϊσμένος από την Αθηνά, ξαναπαίρνει τη θέση του στο
 «μέγαρο»
, μόνος αντίκρυ στη γυναίκα του –διακριτικά παρίσταται, φαίνεται, και η
 Ευρύ
κλεια– αλλά με διάθεση τώρα ελεγκτική και παραπονεμένη 
(176-88/<153-65>):

• Προσφωνεί «παράξενη»/δαιμονίην την Πηνελόπη, της καταλογίζει κι αυ
τός 
σκληρότητα και αποκαρδιωμένος από τη στάση της δίνει εντολή στην Ευρύ
κλει
α να του στρώσει την «κλίνη» να κοιμηθεί μόνος (189-97/<166-72>).
• H Πηνελόπη επιστρέφει την προσφώνηση (δαιμόνιε), διαμαρτύρεται χω
ρίς να
 αρνείται τη σκληρότητα/ψυχρότητα –εξηγεί απλώς ότι δεν οφείλεται σε έπα
ρση
 ή περιφρόνηση– και προσθέτει τούτο το αινιγματικό: «ξέρω καλά πώς ή
σουν» 
όταν έφευγες για την Τροία· Και, απρόσμενα, τον δοκιμάζει δίνοντας και η 
ίδια 
εντολή στην Ευρύκλεια να του στρώσει, αλλά τη «στέρεη κλίνη» μετακινώ
ντας
 την έξω από τη συζυγική κάμαρη 5 (199-205/<174-80>): Ως γυναίκα του 
πολυ
μήχανου έπρεπε αυτή τη στιγμή όχι μόνο να φανεί αντάξιά του, αλλά κα
ι να
 τον 
ξεπεράσει, για να πάρει την απόδειξη που ήθελε.
• Και ο Οδυσσέας, που παγίδευε τους πάντες, παγιδεύεται τώρα από τη γυ
ναί
κα του, αλλά ακριβώς για να την ξανακερδίσει: Αγανακτεί με τη δυνατότητα
 με
τακίνησης της ριζωμένης στη γη συζυγικής κλίνης και διηγείται την ιστορία
 της,
 που αποτελούσε το κρυφό τους σημάδι (206-31/<181-204>).
• Με το αδιάψευστο αυτό τεκμήριο ο Οδυσσέας βεβαιώνει την ταυτότητά 
του, 
και η Πηνελόπη, συγκινημένη, επικυρώνει την αναγνώρισή του με εναγκα
λι
σμό· αμέσως μετά απολογείται: Zητεί κατανόηση, αποδίδει σε φθόνο των 
θε
ών τον πολύχρονο χωρισμό τους και δικαιολογεί τη στάση της με το επιχεί
ρη
μα ότι φοβόταν μήπως εξαπατηθεί από κάποιον περαστικό, τώρα όμως 
δεν 
της μένει καμιά αμφιβολία 7 (232-58/<205-30>).
• H κολακευτική αυτή για τον άντρα της απολογία της Πηνελόπης προκάλε
σε 
θρήνο στον Oδυσσέα, που κατέλαβε και τους δυο 8 (259-70/<231-40>).
→ O κορυφαίος αυτός αναγνωρισμός κλιμακωμένος σε τρία στάδια και δρα
μα
τοποιημένος με το παιχνίδι της ειρωνείας, με τις αμφιταλαντεύσεις και τις 
πονη
ριές της Πηνελόπης, με την κατανόηση, το παράπονο και το παγίδεμα του
 πολυ
μήχανου, δεν χαρακτηρίζεται μόνο από ομορφιά και χάρη, αλλά και αναδει
κνύ
ει τον ποιητή, ακόμη μια φορά, βαθύ γνώστη τόσο της αντρικής όσο και της
 γυ
ναικείας ψυχολογίας και ικανό να την προβάλλει με τρόπο που συνδυάζει
 το φυ
σικό με το αληθινό (χωρίς να προβαίνει σε ψυχολογικές αναλύσεις).

3. H διαδικασία και αυτού του αναγνωρισμού αποτελεί εφαρμογή του γνω
στού
 ήδη (από τη 19η διδ. Ενότητα) τυπικού, με προσαρμογή στις ιδιαίτερες
 δι
κές 
του συνθήκες:
• πολύχρονη η απουσία του Oδυσσέα·
 • απομόνωση των συζύγων (στο τρίτο στάδιο) – με την αναγκαία παρουσία 
της Ευρύκλειας·
• συγκάλυψη του Oδυσσέα (είναι βρόμικος και με κάποια ράκη ακόμη πάνω
 του)·
• αποκάλυψη της ταυτότητας του Oδυσσέα (από την Ευρύκλεια, από τον Tη
λέμαχο, από τον ίδιο, ενώ αποκαταστάθηκε στο μεταξύ και η εξωτερική του εμ
φάνιση μετά το λουτρό)·
• δυσπιστία της Πηνελόπης και δοκιμασία του Oδυσσέα (με αναφορά στο 
κρυφό τους σημάδι)·
 αναγνωρισμός – έκφραση συναισθημάτων (εναγκαλισμός και θρήνος ανα
κουφιστικός)·

4. Tα νέα προβλήματα του Oδυσσέα έχουν ήδη προκύψει:
α. O κίνδυνος των αντιποίνων από τους συγγενείς των μνηστήρων (<117> κ.ε):

O Oδυσσέας έχει επίγνωση ότι αποκαθιστώντας την τιμή του οίκου του με αυτο
δικία θα έχει συνέπειες, αφού και έναν αν σκοτώσει κάποιος, αναγκάζεται να αυ
τοεξοριστεί, όπως π.χ. ο μάντης Θεοκλύμενος. Εκείνος όμως δεν έχει σκοπό 
να εξοριστεί –και σκότωσε τα επιφανέστερα παλικάρια της επικράτειάς του– αλ
λά να ξανακερδίσει και τον λαό του. Περιμένει λοιπόν αντεκδικήσεις.
Tο πρόβλημα αυτό απασχόλησε ήδη τον Oδυσσέα στην αρχή της ραψωδίας υ 
(<41> κ.ε.), οπότε και εξασφάλισε την υπόσχεση της Aθηνάς για συμπαράστα
ση· το συζητεί τώρα με τον Tηλέμαχο και το αντιμετωπίζει προσωρινά με τη σκη
νοθεσία γαμήλιας γιορτής, ώσπου να οργανώσει την άμυνά του (<117> κ.ε.)· 
και στο τέλος της ραψωδίας (<366> κ.ε.) οπλισμένη η τετραμελής ομάδα του 
και καλυμμένη με ομίχλη θεϊκή βγαίνει από την πόλη και κατευθύνεται στο κτή
μα του Λαέρτη 10 (βλ. ω <205> κ.ε.).
→ Επαληθεύεται έτσι η γνωστή διορατικότητα και επινοητικότητα του Oδυσσέα
 στις δύσκολες στιγμές.

β. H υποχρέωση της νέας αποδημίας (ψ <267-84>≈λ 134-52/<121-37>), που 
δεν την ξεχνά ούτε στην ευτυχισμένη ώρα του αναγνωρισμού – είναι μάλιστα
 το πρώτο πράγμα που θυμάται αμέσως μετά. Tο πρόβλημα αυτό, ωστόσο, 
που ο Tειρεσίας το συνέδεσε με τα ευτυχισμένα γηρατειά του Oδυσσέα, η Oδύσ
σεια θα το αφήσει σε εκκρεμότητα, για να βρει τη λύση του στον νέο κύκλο πε
ριπετειών του Oδυσσέα, αυτόν της Tηλεγόνειας (ή Tηλεγονίας), που χειρίζεται 
πάντως διαφορετικά αυτό το θέμα.

5. O ρόλος της Πηνελόπης τελειώνει στη ραψωδία ψ, που επιβεβαιώνει το ή
θος με το οποίο τη γνωρίσαμε από την αρχή της Oδύσσειας. Προσφέρεται λοι
πόν να συσχετιστεί η παρουσία της εδώ με τις άλλες, άμεσες κυρίως, εμφανί
σεις της (στις ραψωδίες α-δ-π-ρ-σ-τ-υ-φ), αλλά και τις έμμεσες αναφορές στο 
πρόσωπό της, για να προκύψει «στον αέρα» η προσωπικότητά της· ενδεικτι
κά:

• Είναι μεγαλόπρεπη και όμορφη, σεμνή και συνετή, εύστροφη και επινοητική,
 αλλά και δολοπλόκος, όταν αυτοαμυνόμενη πρέπει να αντιμετωπίσει και να λύ
σει δύσκολα προβλήματα.
• Είναι διακριτική, αλλά και επικριτική απέναντι στους μνηστήρες, κάποτε και α
πέναντι στον γιο της.
• Oι μνηστήρες αποτελούν οπωσδήποτε πειρασμό για την Πηνελόπη, αντίστοιχο με τους ερωτικούς πειρασμούς του Oδυσσέα, τον διαχειρίζεται όμως με οξύνοια και φρόνηση, σε αντίθεση με την Ελένη και την Kλυταιμνήστρα (πρβλ. το σχόλιο του Aγαμέμνονα στη «Nέκυια», λ <444-6>).
• Περιμένει πάντα τον άντρα της, όχι όμως με αισιοδοξία, θρηνεί γι’ αυτόν μέρα νύχτα, αλλά και δεν αποκλείει έναν δεύτερο γάμο, τον οποίο μεθοδεύει κιόλας μετά την ενηλικίωση του Tηλέμαχου.
• Προσέχει τις ενέργειές της και είναι δύσπιστη και επιφυλακτική σε πληροφορίες σχετικές με τον γυρισμό του Oδυσσέα, αλλά και πλούσια σε συναισθήματα, όταν οι αμφιβολίες αίρονται.
→ H προσωπικότητα της Πηνελόπης, με άξονες τη σύνεση και τη συζυγική πίστη, συνδυάζει στοιχεία που την αναδεικνύουν αντάξια σύζυγο του πολύτροπου Oδυσσέα, αποτελούσε δε πρότυπο για τις γυναίκες – και όχι μόνο της ομηρικής εποχής.

6. Mετά το ξανασμίξιμο του Oδυσσέα με την Πηνελόπη, έναν από τους βασικούς στόχους του ποιήματος, οι σύζυγοι αναφέρονται στα βάσανά τους μεταβιβάζοντας αμοιβαία τις εμπειρίες τους κατά το μακρύ διάστημα του χωρισμού τους (336/<301> κ.ε.)· ξεθυμαίνει έτσι και η ένταση της συνάντησης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο «Mικρός Απόλογος» που ανακεφαλαιώνει –σε πλάγιο λόγο– τις δεκάχρονες περιπέτειες του Oδυσσέα, συμπληρωμένες και με το επεισόδιο των Φαιάκων, μέσα σε 32/33 στίχους (347/<310> κ.ε.), αποσιωπώντας μόνο όσα δεν χρειαζόταν να ακούσει η Πηνελόπη.

Αποσπάσματα από τη σχετική βιβλιογραφία / αρθογραφία

1. O «Μικρός Απόλογος»
«Ο Μικρός Απόλογος του Οδυσσέα αποτελεί, τόσο από συντακτική όσο και από ποιητική άποψη, αξιοθαύμαστο αφηγηματικό κατόρθωμα: όχι μόνο γιατί, μέσα σε λίγους στίχους και σε πλάγιο λόγο, ο ποιητής εξοικονομεί την ύλη των εγκιβωτισμένων Μεγάλων Απολόγων μήτε γιατί ενσωματώνει σ' αυτούς, στη χρονογραφική τώρα σειρά του, το επεισόδιο της Καλυψώς. H λανθάνουσα αφηγηματική τέχνη βρίσκεται και αλλού: αναφερόμενος ο Οδυσσέας στους σταθμούς της Καλυψώς, της Κίρκης και της Ναυσικάς, διακριτικά αποσιωπά τις παρασυζυγικές σχέσεις του προφανώς για να μην ερεθίσει την περιέργεια και τη ζηλοτυπία της Πηνελόπης. Για πολλοστή φορά μέσα στο έπος του ο ποιητής της Οδύσσειας κλείνει ειρωνικά το μάτι στους ακροατές του - τουλάχιστον σε όσους ακούν όχι μόνο τα λεγόμενα αλλά και τα παραλειπόμενα.» (Μαρωνίτης 5, σ. 298, Γ').

2. Αναλογίες ανάμεσα στον νόστο του Οδυσσέα και στη «Φαιακίδα»
«Ο ποιητής έχει [...] φροντίσει να τονίσει τις αναλογίες ανάμεσα στην ταραχώδη επιστροφή του Οδυσσέα στο σπίτι του (στις ραψωδίες ν-ψ) και στην άφιξή του στη χώρα των Φαιάκων, όπου μετά τις τόσες δοκιμασίες και συμφορές ανακτά την ταυτότητά του [...]. Απ' αυτή την άποψη η νίκη του κατά των μνηστήρων συνιστά παράλληλο της επιτυχημένης του συμμετοχής στους αθλητικούς αγώνες των Φαιάκων το λουτρό για την αποκατάσταση της εμφά-νισής του μετά τον φόνο των μνηστήρων είναι παράλληλο του λουτρού στους στ. θ 433-69 τέλος, οι αυτοσχέδιες δήθεν γαμήλιες εορταστικές εκδηλώσεις για την επανένωση του Οδυσσέα με την Πηνελόπη απηχούν τη βραδινή γιορτή στο παλάτι του Αλκίνοου, η οποία είχε καταλήξει στους απολόγους των ραψωδιών ι-μ. Στην προκείμενη περίπτωση η επανένωση με την Πηνελόπη καταλήγει στην εξιστόρηση των περιπλανήσεων του ήρωα, εξιστόρηση η οποία αποτελεί σύνοψη των απολόγων.» (Α. Heubeck, βλ. Ερμηνευτικό Υπόμνημα,τ. Γ', ψ 310-43, σ. 557 , Ε').

3. Ο γυρισμός του ξενιτεμένου στη λαϊκή προφορική παράδοση και στην Οδύσσεια
Το θέμα του γυρισμού του ξενιτεμένου «μάς είναι γνωστό από τη νεοελληνική παραλογή για τον άντρα, που ύστερα από πολύχρονο ξενιτεμό γυρίζει αγνώριστος στην πατρίδα του. Για να βεβαιωθεί η γυναίκα του ποιος είναι και να του δοθεί η άδεια να περάσει από την πόρτα του σπιτιού του, χρειάζεται πρώτα να αποδείξει την ταυτότητά του με αλάθευτα σημάδια. Αντίστοιχα, νιώθει και ο άντρας την ανάγκη, τόσα χρόνια που έλειψε, να δοκιμάσει την πίστη της γυναίκας του. Μόνο ύστερα από την αμοιβαία αυτή δοκιμασία το αντρόγυνο ξαναβρίσκεται ενωμένο έπειτα από τον μεγάλο χωρισμό. [Παρεμβάλλεται η παραλογή «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» σε δυο παραλλαγές.]
H χρησιμοποίηση του ίδιου θέματος δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά ότι οι δύο ιστορίες αναπτύσσονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έτσι, ανάμεσα στο Τραγούδι του ξενιτεμένου και στην Οδύσσεια, εύκολα διαπιστώνουμε την πρώτη σημαντική διαφορά: Στο λαϊκό Τραγούδι ο λόγος είναι για έναν μόνο αναγνωρισμό, του αντρός που γυρίζει και της γυναίκας που τον περιμένει. Αυτή είναι και η αρχική μορφή του θέματος, όταν η δράση περιορίζεται σε δύο μόνο πρόσωπα. H Οδύσσεια, αντίθετα, είχε μεγαλύτερες απαιτήσεις. Στο έπος η σύνθεση είναι πολυπρόσωπη, και ο αναγνωρισμός των συζύγων, παρ' όλο που εξακολουθεί να αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της ιστορίας, δεν αρκεί. Εδώ ο άντρας που γυρίζει είναι βασιλιάς, και για να ολοκληρωθεί το σχέδιο του έργου, είναι ανάγκη να αναγνωριστεί από πλατύτερους κύκλους, ιδιαίτερα από την υπόλοιπη οικογένειά του και το υπηρετικό προσωπικό του παλατιού του.» (Κακριδή, Ε. 2, σσ. 282 κ.ε., Δ' - βλ. και Κακριδής, I. 3, σσ. 169-82, Β' - Ελληνική Μυθολογία, τ. 5ος, σσ. 296 και 300-1, Α'- και τη σημ. 6, β' της επόμενης διδ. Ενότητας).

αρ















© Γιάννης 
Πα
παθανασίου

ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● H κάθοδος των
 μνηστή
ρων στον Άδη («Μικρή Nέκυια»)
● Aναγνώριση 
του Oδυ
σσέα και από τον Λαέρτη
● Σύγκρουση των συγ
γενών των
 μνηστήρων με τον Oδυσσέα
● Aποκατάστα
ση
 της βασιλείας και συμφιλίωση
Η 
Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες.
 Στην ενότητα δια
νύου
με την 40ή και την 41η ημέρα:
Ερμής


Οι απεικονίσεις των ψυχών

Α.1 Περιληπτική αναδιήγηση της ραψω
δίας
 ω: Σπονδαὶ (Συνθήκη ειρήνης)

Ο Ερμής οδηγούσε τις ψυχές των μνηστή
ρων
 στον Άδη την ώρα που ο Αγαμέμνονας συ
νο
μιλούσε με τον Αχιλλέα και τον καλοτύχιζε 
για
 τον ένδοξο θάνατό του σε αντίθεση με το 
άγριο δικό του τέλος. Ανάμεσα στους μνη
στή
ρες ο Αγαμέμνονας διέκρινε τον γνωστό
 του
 Αμφιμέδοντα· τον ρώτησε πώς πέθαναν ό
λοι
 μαζί τόσο σπουδαίοι άντρες, και εκείνος διη
γή
θηκε τα καθέκαστα από τον δόλο της Πηνε
λό
πης με το υφαντό μέχρι τον αγώνα τόξου 
και
 τον θάνατό τους, χωρίς να αρνείται τις ευ
θύ
νες τους· παραπονέθηκε μόνο που τα σώ
μα
τά τους έμεναν ακόμη άταφα. Ο Αγαμέμνο
νας
 δεν τους συμπόνεσε για τη συμφορά τους, 
κα
λοτύχισε μόνο τον Οδυσσέα για την ανεκτί
μη
τη γυναίκα του, που θα γίνει τραγούδι αθά
νατο,
 σε αντίθεση με την Κλυταιμνήστρα, που θα
 γί
νει τραγούδι μισητό.

Ο Οδυσσέας, στο μεταξύ, μαζί με τον Τηλέ
μα
χο και τους δύο βοσκούς, πήγε στο αγρό
κτη
μα. Έστειλε τους άλλους στην αγροικία, ε
νώ 
εκείνος αναζήτησε τον πατέρα του στο περι
βό
λι, όπου δούλευε με όψη και αμφίεση δού
λου. 
Άρχισε συζήτηση μαζί του και του διηγήθη
κε 
μια πλαστή ιστορία, που συγκίνησε τον Λα
έρ
τη και κατέληξε στην αναγνώριση. Πήγαν έ
πει
τα κι αυτοί στην αγροικία, όπου η γερόντισ
σα 
που φρόντιζε τον Λαέρτη τον έλουσε και 
τον 
έντυσε με ρούχα καθαρά. Έφτασε σε λίγο 
και
 ο σύζυγος της γερόντισσας, ο Δολίος, με 
τους
 έξι γιους τους και καλωσόρισαν τον Οδυσ
σέα.

Μαθεύτηκε, εν τω μεταξύ, το φονικό, και οι 
συγ
γενείς των μνηστήρων τούς θρήνησαν και 
τους 
κήδεψαν. Συγκεντρώθηκαν έπειτα στην α
γορά, όπου πήρε τον λόγο ο πατέρας του 
Αντίνοου, ο Ευπείθης. Κατηγόρησε τον Ο
δυσσέα για την καταστροφή του στρατού
 και του στόλου και για 
τον θάνατο των παιδιών τους και κάλεσε
 τους
 πολίτες να πάρουν εκδίκηση, με τίμημα α
κό
μη και τη ζωή τους, για να μη μείνει πάνω 
τους
 η ντροπή. Ο Μέδοντας όμως, ως αυτόπτης
 μά
ρτυρας, τους 
βεβαίωσε ότι ο Οδυσσέας είχε θεό συμπα
ρα
στάτη, ο δε μάντης Αλιθέρσης τούς θύμισε
 τις
 δικές τους ευθύνες και πρότεινε να μην επι
τε
θούν. Οι περισσότεροι τον άκουσαν, αρκε
τοί 
όμως πή
ραν το μέρος του Ευπείθη και ετοιμάστηκαν
 για
 επίθεση.

Την ίδια ώρα στον Όλυμπο η Αθηνά έθεσε 
το πρόβλημα της σύγκρουσης των Ιθακησί
ων 
με τον Οδυσσέα κι ο Δίας την εξουσιοδότη
σε να κατεβεί στην Ιθάκη και να συμφιλιώ
σει 
τους αντιπάλους επικυρώνοντας τη βασιλεί
α 
του Οδυσσέα. Έτσι, η σύγκρουση, που είχε
 ήδη αρχίσει, σταμάτησε και η Αθηνά επέβα
λε ειρήνη υποχρεώνοντας τις αντίπαλες ο
μά
δες να δώσουν όρκους φιλίας με τον Οδυσ
σέα 
για πάντα βασιλιά.

Α2. Κείμενο α. Aναγνώριση του
 Oδυσσέα 
από τον Λαέρτη: ω 265-377/<244-355> (με ενδιάμεσες παραλείψεις)
Ο Οδυσσέας συνομιλεί με τον πατέρα του
Οδυσσέας - Λαέρτης


Ο Οδυσσέας και ο Λαέρτης.
265 «Γέροντα, αμάθητος δεν φαίνεσαι στο πώς

φροντίζουν ένα περιβόλι. [...]
269 Αλλά θα κάνω τώρα άλλη ερώτηση, και μη
 θυ
μώσεις σε παρακαλώ.
270 Δεν βλέπω να φροντίζεσαι κι εσύ ο ίδιος· 
πέ
φτουν βαριά
τα γηρατειά στους ώμους σου· άπλυτος έμει
νες 
και στέγνωσες, άσχημα είναι
272 και τα ρούχα που φορείς. [...]
278 Παρ’ όλα ταύτα και τούτο πες μου, μη μου 
κρύ
ψεις την αλήθεια:
ποιος ο αφέντης που υπηρετείς και που το χτή
μα
 του δουλεύεις;
280 Αλλά και κάτι ακόμη σου ζητώ, θέλω ακρι
βώς
 να μάθω·
αν πράγματι είναι αυτή η Ιθάκη εδώ που φτάσα
με 
[...]·
288 κάποτε κάποιον φιλοξένησα στην πατρική 
μου
 γη [...].
291 Αυτός λοιπόν περηφανεύονταν ότι κρατεί 
η γενιά του απ’ την Ιθάκη,
έλεγε μάλιστα πως είχε πατέρα τον Λαέρτη, τον
 γιο του Αρκείσιου.
Κι εγώ τον πήρα και τον έφερα στο σπιτικό 
μου, 
καλά τον φιλοξένησα,
τον φίλεψα μ’ αγάπη, μ’ όσα πολλά αγαθά είχε
 το
 αρχοντικό μου.
295 Του χάρισα δώρα φιλόξενα, όπως ταιριά
ζει 
στην περίσταση [...].»
301 Στον Οδυσσέα απάντησε ο πατέρας του με
 βουρκωμένα μάτια:
«Πράγματι, ξένε μου, φτάνεις στη χώρα που 
ρωτάς και που αναζητούσες,
μόνο που τώρα την κατέχουν άντρες παράνο
μοι,
 αλαζόνες [...].
305 Αν ζωντανό τον έβρισκες εκείνον εδώ στον
 δήμο της Ιθάκης,
στα δώρα σου ανταμοιβή καλή θα σου έδινε
 [...].
309 Μα τώρα κάτι άλλο θέλω να μου πεις, μην
 κρύ
ψεις την αλήθεια·
310 πόσα τα χρόνια που προσπέρασαν, αφό
του
 εσύ τον έρμο εκείνον
φιλοξένησες, τον δύσμοιρό μου γιο, αν είχα κά
πο
τε / κι εγώ ένα γιο; [...]
320 Και κάτι ακόμη, πες το μου τώρα αληθινά
 για 
να το μάθω·
ποιος είσαι και από πού; ποια η πατρίδα σου, 
ποιοι οι γονείς σου;
και κατά πού το γρήγορο καράβι αγκυροβόλη
σε 
[...].»
325 Στα λόγια του αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πο
λύ
γνωμος:
«Όλα που ρώτησες θα σου τα πω, τίποτα δεν
 θα 
κρύψω.
327-8 Πατρίδα μου ο Αλύβαντας [...]· / είμαι ο
 γιος
 του βασιλιά Αφείδα [...]·
το όνομά μου Επήριτος· όμως κάποιος θεός, 
άγνω
στο ποιος,
330 από τη Σικανία 1 άθελά μου με παρέσυ
ρε, κι
 έφτασα τώρα εδώ.
Στέκει αραγμένο το καράβι μου μακριά απ’ την
 πό
λη, σ’ απόμερο
γιαλό· πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια, αφότου ο
 δύ
σμοιρος εκείνος
φεύγοντας άφησε τα μέρη μας· στον μισεμό 
του ό
μως τον συνόδεψαν
δεξιά πουλιά και καλοσήμαδα· έτσι, χαρούμε
νος ε
γώ τον ξεπροβόδισα,
335 χαρούμενος ξεκίνησε κι εκείνος. Με την ελ
πί
δα στην ψυχή κοινή,
ξανά οι δυο φιλόξενα να σμίξουμε, ωραία
 δώρα πά
λι ν’ ανταλλάξουμε.»
Έτσι του μίλησε, και τον πατέρα του τον κάλυ
ψε
 μαύρη νεφέλη πόνου·
στα δυο του χέρια φούχτωσε καμένη στάχτη,
 την
 έριξε
στο γκρίζο του κεφάλι, 2 σπαραχτικά θρηνώ
ντας.
340 Του Οδυσσέα τότε η καρδιά σπαρτάρησε,
 έτοι
μος να ξεσπάσει, έτρεμαν
τα ρουθούνια του, βλέποντας τον πατέρα του 
τόσο
 βαριά
να κλαίει και να βογγά.
Ρίχτηκε πάνω του, τον αγκαλιάζει, τον φιλεί κι
 ομο
λογεί:
«Είμαι εγώ, πατέρα μου, αυτός που αναζητού
σες, 
μπροστά σου εδώ·
345 κι αν πέρασαν στο μεταξύ είκοσι χρόνια, 
έφτασα τέλος στην πατρίδα.
Αλλά συγκράτησε τώρα τον θρήνο σου, σταμά
τησε το δακρυσμένο βογκητό σου.
Κι αμέσως θα το πω – ο χρόνος τρέχει, πρέπει
 να βιαστούμε·
σκότωσα τους μνηστήρες μέσα στο παλάτι,
 την άπονή τους βλάβη εκδικήθηκα,
τα ανόσια έργα τους.»
350 Πήρε τον λόγο ο Λαέρτης πάλι, φώναξε:
«Αν πράγματι ο Οδυσσέας είσαι, αν έφτασες 
εδώ εσύ ο γιος μου,
σημάδι πες μου αληθινό, τότε θα σε πιστέψω.»

Ο Οδυσσέας πολύγνωμος αμέσως αποκρίθη
κε:
«Ας δουν τα μάτια σου ετούτη πρώτα την ουλή,
 που τη στιγμάτισε
355-6 με τ’ άσπρο δόντι του ο κάπρος, ψηλά ό
ταν
 βρέθηκα / στον Παρνασσό· [...].
358 [...] θα πω ακόμη και τα δέντρα
στο νοικοκυρεμένο χτήμα σου, όσα εσύ, σαν
 ή
μουν κάποτε παιδί, μου χάρισες,
360 καθώς στο περιβόλι εγώ σ’ ακολουθούσα
 και 
σου ζητούσα αυτό κι εκείνο.
Κι όπως περνούσαμε ανάμεσά τους, εσύ τα ο
νόμα
σες ένα προς ένα:
δέκα μηλιές μού χάρισες, συκιές σαράντα και
 δεκα
τρείς μού μέτρησες
ωραίες αχλαδιές· είπες δικά μου και πενήντα 
αράδες κλήματα [...].»
367 Τόσα του είπε, λύθηκαν τότε του Λαέρτη 
γόνα
τα και καρδιά, αναγνωρίζοντας
σημάδια απαραγνώριστα, όσα ομολόγησε ο Ο
δυσσέας.
Οπότε, απλώνοντας τα δυο του χέρια, κρεμά
στηκε από τον λαιμό του,
370 ενώ λιπόθυμο τον συγκρατούσε πάνω του
 βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος.
Μόλις ωστόσο πήρε ανάσα κι ήλθε η ψυχή 
στον 
τόπο της,
βρίσκοντας πάλι τη μιλιά του, είπε:
«Ω Δία πατέρα, αλήθεια υπάρχετε οι θεοί στον 
Ό
λυμπο ψηλά,
αν πράγματι οι μνηστήρες πλήρωσαν την αλα
ζονι
κή τους ύβρη.
375 Μόνο που τώρα με τρώει ο φόβος, μήπως 
και
 καταφθάσουν
εδώ Ιθακήσιοι, κι ακόμη στείλουν μήνυμα πα
ντού
 να ξεσηκώσουν
απ’ τα πολίσματά τους τους Κεφαλλονίτες 3

[Μεσολαβεί
 η συ
νέλευση των Ιθακησίων και η ετοιμασία για επίθεση.]

Α3 Κείμενο β Θεϊκή επέμβαση 
αποτρέπει
 τη σύγκρουση και επιβάλλει συμφιλίωση: ω 501-580/<472-548>
3ο συμβούλιο των θεών
Οι Ιθακήσιοι προετοιμάζονται
501 Στο μεταξύ κι η Αθηνά στον Δία, γιο του 
Κρόνου, στράφηκε μιλώντας:
«Πατέρα μας Κρονίδη, ο πρώτος όλων των θε
ών, δώσε μου
τώρα απόκριση σε μιαν ερώτηση: στο βάθος τι
 να κρύβει πάλι ο νους σου;
Θ’ ανοίξεις πόλεμο φριχτό, άγρια σφαγή ανάμε
σό τους; ή μήπως
505 σκέφτεσαι να επιβάλεις μεταξύ τους συμφι
λίωση;»
Ανταποκρίθηκε στον λόγο της ο Δίας, θεός 
που συμμαζεύει τις νεφέλες:
«Καλή μου κόρη, τι ρωτάς και τι λογής απάντη
ση γυρεύεις;
Εσύ δεν είσαι που αποφάσισες με το μυαλό 
σου αυτή τη λύση,
να πάρει ο Οδυσσέας εκδίκηση, γυρίζοντας πί
σω στον τόπο του;
510 Κάνε λοιπόν καταπώς θες, κι εγώ θα πω 
το τι ταιριάζει·
αφού ο θείος Οδυσσέας τιμώρησε τους άνομου
ς μνηστήρες,
τώρα να δώσουν όρκους μεταξύ τους, να μεί
νει αυτός για πάντα βασιλιάς.
Εμείς για τα παιδιά τους και τα σκοτωμένα αδέλ
φια τους
προτείνουμε τη λήθη· όπως και πριν, έτσι και 
πάλι
515 να φιλιώσουν μεταξύ τους, ας γίνει η ειρή
νη, με περίσσια πλούτη  .» 4
Έτσι ο θεός παρότρυνε την Αθηνά σ’ αυτό που 
εκείνη επιθυμούσε·
χύθηκε τότε κατεβαίνοντας από του Ολύμπου 
τις κορφές. [...]
[Στο μεταξύ οι Ιθακήσιοι με επικεφαλής
 τον Ευπείθη πλησίαζαν στο αγρόκτη
μα. Αρματώθηκε και η δωδεκαμελής τώρα ομάδα του Οδυσσέα και ήταν ν’ αρχίσει η μάχη.]
Η Αθηνά στην Ιθάκη

Μεσολάβηση της Αθηνάς


Η Αθηνά ομονοεί τους συγγενείς των μνηστήρων με τον Οδυσσέα.



Δίας






Η τελική αναγνώριση
532 Την ίδια ώρα η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα,
 βρέθηκε πλάι τους,
με τη μορφή του Μέντορα, ίδια στην όψη, ίδια
 στη φωνή.
Την πήρε είδηση βασανισμένος ο Οδυσσέας 
και θείος,
535 και γύρισε μιλώντας στον Τηλέμαχο, τον α
κριβό του γιο:
«Τηλέμαχε, έφτασε τώρα η ώρα ορμητικά να 
μπεις κι εσύ στη μάχη
αντρών που πολεμούν, όπου και ξεχωρίζουν οι
 γενναίοι. Κοίταξε όμως
μην ντροπιάσεις τους προγόνους σου· από και
ρό είμαστε φημισμένοι
σ’ όλη την οικουμένη για την αντρεία και το θάρ
ρος μας.»
540 Ανταποκρίθηκε ο Τηλέμαχος, φρόνιμο κι έ
ξυπνο μυαλό:
«Πατέρα μου, θα δεις και μόνος σου, φτάνει να
 το θελήσεις, πως πάνω
στην ορμή μου δεν θα ντροπιάσω τη γενιά σου
 εγώ,
όπως το λες και το παινεύεσαι.»
Ακούγοντας τα λόγια του, ένιωσε μέσα του χα
ρά ο Λαέρτης κι ομολόγησε:
545 «Τι μέρα αυτή, αθάνατοι θεοί, για μένα! Χα
ρά με πλημμυρίζει·
γιος κι εγγονός για την παλικαριά τους συνερ
ίζονται.» [...]
[Η Αθηνά ενδυ
νάμωσε
 τον Λαέρτη κι αυτός με το δόρυ του σκότωσε τον Ευπείθη.]
557 Την ίδια ώρα ο Οδυσσέας κι ο λαμπρός 
του γιος ορμούν με τους προμάχους,
χτυπούν σπαθιά, πέφτουν αμφίκυρτα 5 στη 
μύτη τους κοντάρια.
Όλους θα τους αφάνιζαν, 6 θα γύριζαν τον νό
στο ανόστιμο,  
560 αν τη στιγμή εκείνη η Αθηνά, η θυγατέρα 
του αιγίοχου Δία, δεν έβγαζε
φωνή μεγάλη, που άφησε σύξυλους τους δυο 
στρατούς:
«Τον άγριο πόλεμό σας, Ιθακήσιοι, πάψτε, και
ρός με δίχως αίματα,
φίλοι να χωριστείτε.» [...]
[Τρομοκρατη
μένοι οι Ιθακήσιοι έτρεξαν προς την πόλη γυρεύοντας να σωθούν.]
568 Ο Οδυσσέας όμως, πολύπαθος και θείος, 
χύμηξε πίσω τους
με φοβερή κραυγή, σαν αετός από ψηλά πετώ
ντας.
570 Μα τώρα αφήνει ο γιος του Κρόνου κεραυ
νό πυρφόρο, κι έπεσε αυτός
μπροστά στης Αθηνάς τα πόδια, γλαυκόματης
 θεάς πανίσχυρου πατέρα.
Τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά στον Οδυσσέα
 γύρισε μιλώντας:
«Γιε του Λαέρτη, του Διός βλαστέ, πανούργε Ο
δυσσέα,
κράτα τη μάνητά σου 7 πια του φοβερού πολέ
μου, μήπως
575 του Κρόνου ο γιος, ο Δίας βροντόφωνος, 
εξοργιστεί μαζί σου.»
Έτσι του μίλησε η θεά, κι εκείνος άκουσε τον 
λόγο της κι αλάφρωσε
από χαρά η καρδιά του. Τότε η Παλλάδα Αθη
νά, η θυγατέρα
του αιγίοχου Δία, βάζει τους δυο στρατούς να 
κάνουν
όρκους συμφιλίωσης, και για το μέλλον –
580 με τη μορφή του Μέντορα κυκλοφορούσε,
 ίδια στην όψη, ίδια στη φωνή.

Ερωτήσεις κατανόησης 


Ερωτήσεις κατανόησης ερωτήσεις


Οδύσ
σεια, ερωτήσεις κατανόησης 28ης ενότητας
(κυκλώστε τη σωστή απάντηση)



1.
 Τις ψυχές των μνηστήρων οδήγησε στον Άδη...
α) ο Ερμής, β) ο Απόλλων.
2. Στον Ά
δη συναντάμε τον Αγαμέμνονα που συνομιλούσε με τον...
α) Νέστορα, β) Αχιλλέα
3. Ο Αγαμέ
μνονας ρώτησε τον Αμφιμέδοντα, έναν από τους μνηστήρες...
α) για ποιο
 λόγο βρέθηκαν στον Άδη, β) ποιος παντρεύτηκε την Πηνελόπη.
4. Ο Αμφι
μέδοντας εξιστόρησε όλα τα γεγονότα κι ο Αγαμέμνονας...
α) κατηγόρησε τον Οδυσσέα που σκό
τωσε όλους τους
μνηστήρες, β) καλοτύχισε τον Οδυσσέα για την ανεκτίμητη γυναίκα του.
5. Ο Οδυσσέας,
 στο μεταξύ, με τον Τηλέμαχο και τους δυο βοσκούς πήγε...
α)
 στο κτήμα του Λαέρτη, β) στο καλύβι του Εύμαιου.
6. Μόλις είδε τον πατέρα του ο Οδυσσέας...
α) έπεσε στην
αγκαλιά του, β) τον ρώτησε αν ο τόπος που βρίσκεται λέγεται Ιθάκη.
7. Ο Οδυσσέας παρά
στησε πως
 είναι ο Επήριτος και πως φιλοξένησε τον Οδυσσέα πριν...
α) από πέντε (5) χρόνια, β) από δέκα (10) χρόνια.
8. 
Τό
τε ο Λαέρτης θρηνώντας έριξε στο κεφάλι του...
α) φύλλα αμπελιού, β) καμένη στάχτη.
9. Ο Οδυσσέας, συγκινημένος
 από τον θρήνο του πατέρα του, του φανέρωσε την αλήθεια ότι είναι ο γιος του.
Ο Λαέρτης...
α) τον αγκάλιασε και τον φίλησε,
 β) τον μάλωσε που τον κορόιδεψε, γ) δεν τον πίστεψε και ζήτησε σημάδια αναγνώρισης.
10. Ο Οδυσσέας ανέφερε 
στον Λαέρτη την πληγή από τον αγριόχοιρο και τα δέντρα που του είχε φυτέψει.
α) ΣΩΣΤΟ, β) ΛΑΘΟΣ
11. Τότε ο Λαέρτης...
α) ανα
γνώρισε τον Οδυσσέα, β) δεν πίστεψε και πάλι τον Οδυσσέα.
12. Στο μεταξύ στην αγορά 
της Ιθάκης ο Ευπείθης, ο πατέρας του Αντίνου, κατηγόρησε τον Οδυσσέα...
α) για την καταστροφή του στόλου,
 β) για τον θάνατο των παιδιών του, γ) Τίποτα από τα παραπάνω, δ) Όλα τα παραπάνω.
13. Ο Μέδοντας υποστήριξε ότι ο Οδυσσέας...
α) έκανε ό,τι ήθελε, β) είχε θεό συμπαραστάτη.
14. Επίσης ο μάντης Αλιθέρσης θύ
μισε στους γονείς των μνηστήρων τις ευθύνες τους και πρότεινε να μην επιτεθούν.
α) ΣΩΣΤΟ, β) ΛΑΘΟΣ
15. Οι Ιθακήσιοι πήραν το μέρος του...
α) Ευπείθη κι ετοιμάστη
καν να επιτε
θούν ενα
ντίον του Οδυσσέα, β) Αλιθέρση κι επέστρεψαν σπίτι τους.
16. Παράλληλα στον Όλυμπο 
η Αθηνά ρωτούσε τον Δία αν θα άφηνε τους Ιθακήσιους να αλλησκοτωθούν.
Ο Δίας της απάντησε...
α) ότι θα έπρεπε να τους αφή
σει να λύσουν
 μόνοι τους τις διαφορές τους, β) ότι θα έπρεπε να επιβάλει ειρήνη.
17. Η Αθηνά κατέβηκε στην Ι
θάκη με τη μορ
φή του Μέδοντα, ξανάνιωσε τον Λαέρτη κι εκείνος σκότωσε...
α) τον Ευπείθη, β) τον Αλιθέρση.
18. Η μάχη γενικεύτηκε και η Αθηνά...
α) άρχισε να σκοτώνει τους
συγγενείς των
 μνηστήρων, β) έβγαλε φωνή μεγάλη να σταματήσουν οι σκοτωμοί.
19. Ο Οδυσσέας ετοι
μάστηκε
 να επιτεθεί φωνάζοντας, την ίδια όμως στιγμή ο Δίας ...
α) έβλεπε από τον Όλυμπο
 και καμάρωνε τον Οδυσσέα, β) έριξε πυρφόρο κεραυνό στα πόδια της Αθηνάς.
20. Τότε η Αθηνά
 έβαλε τους δυο στρατούς να κάνουν όρκους συμφιλίωσης κι έτσι

α) τέλειωσε η Οδύσσεια





1. (στ. 330) Σικανία
Ίσως παλαιότερο όνομα της Σικελίας, οπότε ο Αλύ
βαντας
 (στ. 327) πρέπει να θεωρηθεί πόλη
 αυτής της περιοχής· 
τα ονόματα 
όμως των στί-χων 328-9 είναι πλαστά.
2. (338-9) στα δυο
 του χέρια φούχτωσε καμένη στάχτη, την έριξε
 στο
 γκρίζο του κεφάλι: Με την ενέρ
γειά του αυτή ο 
Λαέρτης 
εκδήλωσε το μεγάλο πένθος του.Ο θρήνος του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο
3. (στ. 377) Κεφαλλονίτες /Κεφαλλῆνες: Έτσι ονομάζονται οι σύντρο
φοι του Οδυσσέα στην Ιλιάδα (Β 631 και Δ 350) και οι υπήκοοί 
του, κατ’ επέκταση στην Οδύσσεια όμως το όνομα αυτό εναλλάσσεται με το όνομα Ιθακήσιοι.
4. (στ. 515) ας γίνει
 ειρήνη: Η λέξη ειρήνη απαντά μόνο εδώ στην
 Οδύσσεια. Ο Δίας αποφασίζει για τους Ιθακήσιους συμφιλίωση, ειρήνη και ευημερία/«περίσσια πλούτη»: τα τρία βασικά χαρακτηριστικά μιας ευτυχισμένης πολιτείας. Με την απόφαση αυτή ο Δίας κλείνει το θέμα της αντεκδίκησης σημειώνοντας πρόοδο στον θεσμό της αυτοδικίας, όπως δείχνουν και οι προηγούμενοι στίχοι 511-514 - ιδιαίτερα η φράση: «εμείς [...] προτείνουμε τη λήθη», τη λησμονιά για τους σκοτωμένους.
5. (στ. 558) αμφίκυρτα στη μύτη τους κοντάρια: κοντάρια με αιχμές κυρτές και από τις δύο πλευρές.
6. (στ. 559) θα γύριζαν τον νόστο ανόστιμο: ο Ζήσιμος Σίδερης μεταφράζει: κανείς δεν θα γυρνούσε.
7. (στ. 573-4) γιε του Λαέρτη, [...] / κράτα τη μάνητά σου πια του φοβερού πολέμου, πρβλ. τον στ. 562: τον άγριο πόλεμό σας, Ιθακήσιοι, πάψτε: Η Αθηνά επιβάλλει και στις δυο αντιμαχόμενες πλευρές κατάπαυση του πολέμου –που κινδύνευε να εξελιχθεί σε εμφύλια σύγκρουση– και ένορκη συμφιλίωση, κλείνοντας έτσι τον κύκλο της αυτοδικίας.

αρχή



Μ. Longley
, «Λαέρτης» (μτφρ. X. Βλαβιανός)

Όταν βρήκε τον Λαέρ
τη μόνο στην περιποιημένη πεζούλα, να σκαλίζει
ένα αμπέλι, αξιοθρή
νητο στα κουρελιασμένα ρούχα της δουλειάς [...],
ο Οδυσσέας έκλα
ψε στη σκια μιας αχλαδιάς για τον πατέρα του
τόσο γέρο και εξαθλι
ωμένο που το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή
ήταν να τον φιλήσει και να 
τον αγκαλιά
σει και να του αποκαλύψει όλη την ιστορία.
Όλη η ιστορία 
όμως εί
ναι ένας κατάλογος κι ύστερα άλλος.
Έτσι περίμενε να α
ναδυθούν
 από 
εκείνο τον βασιλικό κήπο εικόνες
των παιδικών του χρόνων, όταν τρέχοντας πίσω από τον πατέρα του
ρωτούσε για ό,τι έβλεπε μπροστά του, τις δεκατρείς αχλαδιές,
τις δέκα μηλιές, τις σαράντα συκιές, τις πενήντα σειρές αμπέλι,
να ωριμάζουν σε διαφορετικές εποχές για να προσφέρουν συνεχώς σοδειά,
ώσπου ο Λαέρτης αναγνώρισε τον γιο του, και με τρεμάμενα γόνατα,
ζαλισμένος, τύλιξε τα χέρια γύρω από τον λαιμό του τρανού Οδυσσέα,
που τράβηξε τον γέροντα, έτοιμο να λιποθυμήσει, στο στήθος του
και τον κράτησε εκεί / [...].
(Περ. Ποίηση, 26/2005, σσ. 38-39)




  1. Πώς παρουσιάζεται ο Λαέρτης στη συνάντηση με τον Oδυσσέα και στη σύγκρουση που ακολουθεί;
  2. Tι ευθύνες καταλόγισε ο Eυπείθης στον Oδυσσέα και τι πρότεινε; (δείτε την 3η παράγραφο της περίληψης).
  3. Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η απαλλαγή του Oδυσσέα από τις κατηγορίες για την απώλεια του στρατού στην πορεία του νόστου και για τη δολοφονία των μνηστήρων με την επιστροφή του;
    Να απαντήσετε αφού λάβετε υπόψη σας την ηθική αρχή της Oδύσσειας (θεϊκή προειδοποίηση – μη συμμόρφωση – τιμωρία) και όσα είπε ο μάντης Αλιθέρσης στη συνέλευση των Iθακησίων ω 484-5: «Φίλοι, τα έργα αυτά έγιναν, όπως έγιναν, από κακότητα δική σας·/ που μήτε εμένα εμπιστευτήκατε μήτε τον Mέντορα, σύμβουλο του λαού, / ώστε να βάλετε στην αφροσύνη των παιδιών σας φρένο. / Παράνομα έπραξαν, άθλια φέρθηκαν, ρημάζοντας το βιος, / ντροπιάζοντας τη νόμιμη γυναίκα ενός γενναίου και πρώτου, / λέγοντας πως πίσω πια δεν θα γυρίσει.» (Πρβλ. β 178-195, στην 6η Ενότητα)
  4. Πώς η Αθηνά κι ο Δίας συνέβαλαν στην αποκατάσταση του Oδυσσέα και τι προκύπτει από τις ενέργειές τους για τους θεσμούς της βασιλείας και της αυτοδικίας; Ανθρωποκτονία

αρχή




Στη ραψωδία ω ανακεφαλαιώ
νονται και συμπληρώνονται θέματα που εκκρεμούσαν:
  • O Aμφιμέδοντας στη «Μικρή Nέκυια» συνοψίζει όλα τα
  •  σχετικά με τους μνηστήρες, από την αρχή ως το τέ
  • λος του έπους, από τη δι
  • κή τους πλευρά και χωρίς να αρνείται τις ευθύνες τους.
  • O Aγαμέμνονας καλοτυχίζει τον Oδυσσέα και ε
  • παινεί την Πηνελόπη
  •  χωρίς τις 
  • επιφυ
  • λάξεις που είχε στη «Μεγάλη Nέκυια».
  • Συμπληρώνεται, με ιδιαίτερη μάλιστα φροντίδα, η μορφή του Λαέρτη.
  • Eνταφιάζονται οι μνηστήρες.
  • Kλείνει το θέμα των αντεκδικήσεων με λήθη για τους σκοτωμένους και αποκαθίσταται η παλαιά καλή σχέση του ηγέτη με τον λαό του (συμφιλίωση – ειρήνη – ευημερία).
  • Aνοιχτή μένει μόνο η νέα αποδημία του Oδυσσέα με το κουπί στον ώμο, που του όρισε ο μάντης Tειρεσίας.





Ερ
μηνευτικές επισημάνσεις

1. H «Μικρή Nέκυια» –μια μικρογραφία της «Μεγάλης»– δείχνει αφενός
 τις ψυχές των μνηστήρων στον Άδη και ανακεφαλαιώνει όσα τους αφο
ρούν, καλύπτει αφετέρου το χρονικό διάστημα της μετά
βασης του Oδυσσέα στο κτή
μα του Λαέρτη· η λειτουργία της όμως είναι ευρύτερη:
• αντιπαρατίθεται εδώ ο άδοξος άγριος θάνατος του Αγαμέμνονα προς
 τον ένδοξο και τιμημέ
νο θάνατο 
του Αχιλλέα· εμμέσως, και ο τραγικός 
νόστος του αρχιστράτηγου προς τον ευτυ
χή νόστο του Oδυσσέα, που στη «Μεγάλη Nέκυια» είχε μείνει ανοιχτός·
• κατηγορείται άλλη μια φορά η συζυγοκτόνος Kλυταιμνήστρα και επαι
νείται, χωρίς επιφυλάξεις τώρα από τον Αγαμέ
μνονα, η Πηνελόπη, που για τις αρετές της θα γίνει τραγούδι παντοτινό·
• αυτοελέγχονται οι μνηστήρες –τώρα
 πια– με μόνο παράπονο αυτό της ταφής, που θα κλείσει σε λίγο.

2. O ποιητής αναφέρθηκε επανειλημμένα στο Λαέρτη (α 208-13/
<188-93>, λ 208-18/<187-96>, π <137-45>), και δε θα μπορούσε να
 κλείσει το έπος χωρίς να τον παρουσιάσει σε πρώτο πλάνο. Αφιε
ρώνει λοιπόν ένα εκτενές επεισόδιο 
στον πονεμένο αυ
τόν γέρο
ντα, με ιδιαίτερη μάλιστα φροντίδα:
• ορίζει το κτήμα του ως χώρο ά
μυνας του Oδυσ
σέα, όπου θα βρει και τη λύση του το έπος·
• τον δείχνει να καταπονείται εργαζόμε
νος στο περιβόλι και να υποφέρει από την απουσία του γιου του·
• «παίζει» μαζί του το παιχνίδι του αναγνωρισμού (με συζήτηση, 
πλαστή ιστορία, πειστικά σημάδια, όπως και 
με την Πηνελόπη) εφαρ
μόζοντας όλη τη γνωστή αναγνωριστική διαδικασία·
• εξομοιώνει τη σκέψη του με τη σκέψη του γιου του: αποδίδει κι αυ
τός την τιμωρία των μνηστήρων στη θεία δίκη αλλά και φοβάται αντεκδικήσεις (ω 373-7/<351-5>≈χ 441/<413> και ψ 136/<117> κ.ε.)·
• τον ξανανιώνει με το λουτρό και τον εμψυχώνει με την επέμβαση της
 Αθηνάς, ώστε να «αριστεύσει» κι 
αυτός σκοτώνο
ντας τον ε
πικεφαλής της επίθεσης, τον Eυπείθη.
→ Όλα αυτά τιμούν τον Λαέρτη και, συγχρόνως, αισθητοποιούν τόσο τον πόνο του γέρου πατέρα για τον αγνοούμενο γιο, όσο και τη συγκίνηση μετά την αναγνώριση – και βέβαια τέρπουν τον ακροατή με το παιχνίδι ιδιαίτερα της ειρω
νείας. (Bλ. σχετικά: Kακριδής, 
I. 4, σσ. 111-12, B΄· πρβλ. Kακριδής, I. 5, σσ. 82-5, B΄.)

3. Οι αντιδράσεις 
των συγγενών, κυρίως, των μνηστήρων ήταν ανα
μενόμενες σε μια κοινωνία όπου ίσχυε ο άγραφος νόμος της αυτοδικίας. Έτσι, μετά την ταφή των νεκρών, σε μια αυθόρμητη συνέλευση των πολιτών, τίθεται το θέμα των 
αντιποίνων. Οι σημαντικό
τερες πτυχές
 του θέματος (με βάση την περίληψη):
• απαρηγόρητος
 ο Eυπείθης κατηγόρησε τον Oδυσσέα για 
τη
 διπλή συμφορά που προκά
λεσε στον
 τόπο, έθε
σε θέμα τιμής και πρότεινε εκδίκηση·
• ο κήρυκας Mέδοντας
 μίλησε για
 τη θεϊ
κή 
συμπαράσταση που είχε ο Ο
δυσσέας την ώρα του φονικού, πράγμα που δικαίωνε
 προκαταβολικά τη δολοφονικ
ή επιχείρηση του Oδυσσέα, και τους προκάλεσε τρόμο·
• ενώ ο μάντης Αλιθέρσης ενοχοποίησε τους γονείς, κυρίως, των μνηστή
ρων, γιατί ανέχονταν τις ατασθαλίες των παιδιών τους, παρά τις προει
δοποιήσεις τις δικές του και του Mέ
ντορα ( βλ. β 178
/<161> κ.ε.), και τους κάλεσε να μην επιτεθούν·
• οι περισσότεροι υποχώρησαν,
 οι υπόλοιποι όμως οπλίστηκαν και ετοιμάστηκαν για επίθεση.
→ Την κρίσιμη αυτή στιγμή χρειάζεται να ληφθεί απόφαση στον
 Όλυ
μπο και να επιβληθεί στη γη με 
θεϊκές επεμβά
σεις, όπως έγινε και με τον νόστο του Oδυσσέα.

4. Σε ένα υποτυπώδες (τρίτοσυμβούλιο των θεών, λοιπόν, η Αθηνά 
διερευνά τις διαθέσεις του Δία: αποφασίζει πόλεμο ανάμεσα στον Oδυσ
σέα και στους Ιθακήσιους ή συμφιλίωση; (501-5/<472-6>). («Είναι αρκε
τά σαφές ότι οι συνελεύσεις των θεών στις ραψωδίες α (26-95) και ω 
έχουν άμεση σχέση [...]: όπως ακριβώς ο Δίας και η Αθηνά συμφώνησαν
 να επηρεάσουν τα δρώμενα στη γη και να οργανώσουν την επιστροφή 
του Οδυσσέα, έτσι και τώρα φροντίζουν να οδηγήσουν τα γεγονότα σε 
αίσιο τέλος.» (Ερμηνευτικό Υπόμνημα, τ. Γ', ω 472-88, Ε'). Ας επισημαν
θεί η τυπικότητα των
 σκηνών του Ολύμπου, όπου λαμβάνονται όλες
 οι σημαντικές αποφάσεις: Ένας θεός (συνήθως η Αθηνά, αλλά και ο Ή
λιος, μ <377> κ.ε., και ο Ποσειδώνας, ν <128> κ.ε.) διαμαρτύρεται στον 
Δία και ο πατέρας των θεών συναινεί είτε επιτρέποντας στον ίδιο τον θε
ό να δράσει είτε στέλνοντας αγγελιοφόρο στη 
γη ή ανταποκρινόμενος 
ο ίδιος ο 
Δίας
 (βλ.
 σχετικά: Holscher, σ. 104, Γ').)
O Δίας τής θυμίζει ότι ήταν δική της απόφαση να πάρει εκδίκηση ο Ο
δυσσέας (βλ. ε 27-8/<23-4>) –εντύπωση που προκύπτει από την όλη 
στάση της Αθηνάς 
απέναντι στον ήρωα– και της επιτρέπει να δράσει
 όπως επιθυμεί· προσθέτει όμως και αυτό που εκείνος θεωρεί σω
στό: «μετά τη δίκαιη τιμωρία των μνηστήρων πρέπει να συναφθεί
 συμφωνία βάσει της 
οποίας ο Οδυσσέας θα παραμείνει ισοβίως βασι
λιάς και οι συγγενείς των μνηστήρων θα παραιτηθούν από την εκδίκη
ση, ώστε να επικρατήσουν και πάλι όπως πριν η ομόνοια, η ευημερία και η ειρήνη», σχέδιο που ανέλαβε να υλοποιήσει αμέσως η Αθηνά κατεβαίνοντας στην Ιθάκη (508-1/<479-86>). («Το συγκεκριμένο σχέδιο έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία
 στην ιστορία των ιδεών εκφράζει την κατάργηση του νόμου της αντε
κδίκησης, ο οποίος κυριαρχούσε ως τότε χωρίς περιορισμούς. Στη θέση
 του καθιερώνεται μια νέα πολιτική τάξη η οποία βασίζεται στο δίκαιο και 
στον νόμο και επικυρώ
νεται από 
τους 
θε
ούς
. Σύμφωνα με την τάξη αυτή
 ο δίκαιος και φιλάν
θρωπος 
βασιλιάς εγγυάται τον πλούτο και την ε
λευθερία (πρβλ. β 234, ε8-12, λ 136-7, τ 109-14). Ο ποιητής εδώ εμφανίζεται ως υπέρμαχος και προάγγελος μιας νέας εποχής.» (Ό.π.). Ας σημειωθεί ότι η άρση του δικαιώματος της αντεκδίκησης έχει προετοιμαστεί στο πλαίσιο της «Τηλεμάχειας» με τη λέξη κλειδί νψοινοι = ανεκ-δίκητοι: Ο Τηλέμαχος επικαλούμενος τότε τους θεούς είχε πει: «ανίσως δώσει ο Δίας κάποτε / να πληρωθούν τα ανόσια έργα σας, τότε θα βρείτε μέσα εδώ / τον όλεθρο, χωρίς κανένα χρέος πια» (β 158-61/<143-5>=α 422-4/<378-80>). Έτσι ο Δίας, που του έδωσε την εκδίκηση, αφαίρεσε από τους άλλους το δικαίωμα της αντεκδίκησης.)

Στο μεταξύ, η ομάδα του Oδυσσέα βλέπει τους επιτιθέμενους να πλησιάζουν στο αγρόκτημα και ετοιμάζεται για αντεπίθεση. H Αθηνά βρίσκεται πλάι τους με τη μορφή του Mέντορα, κι ο Οδυσσέας, ενθαρρυμένος, εμψυχώνει τον Τηλέμαχο, που υπόσχεται ότι θα φανεί αντάξιος της γενιάς του· ο δε Λαέρτης ακούγοντάς τους χαίρεται και, εμψυχωμένος κι αυτός από τη θεά, σκοτώνει τον Eυπείθη (532/<502> κ.ε.).
O Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος όρμησαν, αλλά δεν πρόλαβαν να επιτεθούν, γιατί η Αθηνά κήρυξε κατάπαυση του φοβερού πολέμου, που κινδύνευε να εξελιχθεί σε εμφύλια σύρραξη· η φωνή της κατατρόμαξε και έτρεψε σε φυγή τους οπαδούς του νεκρού πια Eυπείθη (557/<526> κ.ε.). O Οδυσσέας «χύμηξε πίσω τους», ο Δίας όμως με τον κεραυνό και η Αθηνά με νέα επέμβαση τον ανέκοψαν και επέβαλαν ανάμεσα στους αντιπάλους ένορκη συμφιλίωση «και για το μέλλον» (568-80/<537-48>). Έτσι, O Οδυσσέας ξανακέρδισε και την εξουσία, όπως είχε οραματιστεί ο Τηλέμαχος στο α 129-32/<115-7>.
→ Mε την επιβεβλημένη αυτή λύση του έπους από τους θεούς, εξουδετερώνονται και οι αντεκδικητές και αποκαθίσταται στην Ιθάκη η (ηθική, κοινωνική, πολιτική) τάξη, που είχε διασαλευτεί από την υβριστική συμπεριφορά των αλαζονικών ανταπαιτητών του θρόνου. Αν, λοιπόν, κάτω από τη μνηστηροφονία και τις αντεκδικήσεις δούμε μια αποτυχημένη εξέγερση της αριστοκρατίας κατά της (κληρονομικής) βασιλείας, τότε: οι θεοί με τις επεμβάσεις τους και ο ποιητής με τους χειρισμούς του δείχνουν καθαρά ότι είναι υπέρ της «καθεστηκυίας τάξης», υπέρ του βασιλιά δηλαδή, που ξαναπαίρνει στα χέρια του την εξουσία, «εξουσία που αμφισβητήθηκε και κινδύνεψε να καταλυθεί, επειδή για ένα διάστημα αδράνησε». Αυτό πάλι σημαίνει ότι ο θεσμός της βασιλείας στα ομηρικά χρόνια κλονίζεται μεν, έχει όμως ακόμη ερείσματα.

5. Το τέλος της Οδύσσειας αποτελεί μια συνοπτική ανεστραμμένη αντιστοιχία της αρχής της:

Ραψ. α και β: Συμβούλιο των θεών στον Όλυμπο, όπου συζητούν ο Δίας και η Αθηνά, και δράση της Αθηνάς στην Ιθάκη- συνέλευση των Ιθακησίων, όπου μιλούν ο Αντίνοος, από τη μια πλευρά, και από την άλλη ο Αλιθέρσης και ο Μέντορας.
Ραψ. ω447/<420> κ.ε.: Συνέλευση των Ιθακησίων, όπου μιλούν ο Ευπείθης από τη μια πλευρά, ο Μέδοντας και ο Αλιθέρσης από την άλλη- συμβούλιο των θεών στον Όλυμπο, όπου συζητούν ο Δίας και η Αθηνά, και δράση της Αθηνάς στην Ιθάκη.;

Αποσπάσματα από τη σχετική βιβλιογραφία / αρθογραφία

1. Η δικαίωση του Οδυσσέα
«[...] ο ποιητής της Οδύσσειας είχε να αντιμετωπίσει στην περίπτωση του πρωταγωνιστή του ήρωα ένα φονικό σκάνδαλο, οφειλόμενο κατά πάσα πιθανότητα στην προηγούμενη νοβελιστική παράδοση, ανάλογο προς εκείνο με τον ανόστιμο όλεθρο όλων των εταίρων του Οδυσσέα. Το ζητούμενο επομένως είναι αν πέτυχε να δικαιώσει επαρκώς τη φονική αυτή έξαψη του πολύτροπου ήρωά του.» (Μαρωνίτης 5, σσ. 268-9, Γ ').
«[...] ο όλεθρος των εταίρων και ο εξολοθρεμός των μνηστήρων αποτελούν παραπληρωματικά θέματα. Παρά τη ριζική διαφορά τους (συμπάθεια του ήρωα και του ακροατή για τους εταίρους, αντιπάθεια για τους μνηστήρες), αναγνωρίζονται συγκρίσιμες μεταξύ τους αναλογίες. Και τα δύο θέματα φαίνεται να οφείλονται στις νοβελιστικές προκαταβολές της Οδύσσειας - παράδοση που δεν μπορεί να αποφύγει ο ποιητής της. Σύμφωνα με την προοδυσσειακή αυτή νουβέλα, ο γυρισμός του ξενιτεμένου είναι μοναχικός, μοναχική και η αναμέτρησή του με τον υποψήφιο μνηστήρα της γυναίκας του. [...] Τα δύο εξάλλου παραπληρωματικά επεισόδια κατέχουν ανάλογη θέση στους δύο κύκλους του οδυσσειακού νόστου: ο χαμός των εταίρων τοποθετείται στην άκρη του εξωτερικού νόστου και οδηγεί τον ήρωα στο νησί της Καλυψώς· ο εξολοθρεμός των μνηστήρων εντοπίζεται στην άκρη του εσωτερικού νόστου και επαναφέρει τον Οδυσσέα στην Πηνελόπη. Και στις δύο περιπτώσεις υπόκειται η ενοχή μιας ομόλογης ατασθαλίας, η οποία συνεπάγεται τη ματαίωση του νόστου για τους εταίρους, τον εκδικητικό φόνο για τους μνηστήρες: οι εταίροι σφάζουν στο νησί της θρινακίας τα ιερά γελάδια του Ήλιου- οι μνηστήρες σφάζουν τα βόδια και τα πρόβατα του Οδυσσέα, καταπατώντας τους όρους της έντιμης φιλοξενίας. Και στα δύο επεισόδια εταίροι και μνηστήρες αγνοούν τα επανειλημμένα προειδοποιητικά σήματα των θεών και ενδίδουν σε βιολογικές κατά κάποιον τρόπο ανάγκες: οι πρώτοι στην πείνα- οι δεύτεροι στην ερωτική λαγνεία. H ατασθαλία των εταίρων προβάλλεται ήδη στο προοίμιο του έπους- η ατασθαλία των μνηστήρων υποδηλώνεται από τον ίδιο τον Δία στην πρώτη θεών αγορά.
Είναι απίθανο οι πολλαπλές αυτές αναλογίες να προέκυψαν τυχαία- πιθανότερο, αν όχι βέβαιο, είναι να τις επεδίωξε ο ποιητής στον γενικό σχεδιασμό του έπους του- να τις θεώρησε περίπου αυτονόητες, για τον υποψιασμένο τουλάχιστον ακροατή. Αποτέλεσμα: αν η ανόστιμη μοίρα των εταίρων, ως υποχρεωτικός όρος της νοβελι-στικής παράδοσης, μετασχηματίστηκε από τον ποιητή της Οδύσσειας, ώστε να προκύψει η εικόνα του φιλέταιρου Οδυσσέα, ο υποχρεωτικός όλεθρος των μνηστήρων απέδωσε στον ήρωα τον ρόλο εντεταλμένου από τη Δίκη εκδικητή.» (Μαρωνίτης, ό.π. σσ. 282-3- πρβλ. Μαρωνίτης, σσ. 326-9, Β').

2. Οι τελευταίες σκηνές της Οδύσσειας
«Οι τελευταίες σκηνές της Οδύσσειας ξετυλίγονται σε κλίμα έντασης, αυτοκριτικής και μεταμέλειας- κλίμα που, μέσα από τα δυσχερή γεγονότα, οδηγεί στην ειλικρινή αναγνώριση της πολιτικής και ηθικής ευθύνης τόσο του ατόμου όσο και της κοινότητας. H σφαγή των μνηστήρων δεν είναι η τελική πράξη του έργου, αλλά μόνο ένα δραματικό επεισόδιο. Τελικός σταθμός είναι η στιγμή που ο βασιλιάς ξαναπαίρνει στα χέρια του την εξουσία και αναγνωρίζεται πάλι από το λαό σύμφωνα με τους όρους κάποιας φανερής ή μυστικής συνθήκης, όρους που θυμίζουν ακριβώς την αρχή που διέπει κάθε νομιμότητα: την ειρήνη και την ομόνοια.» (Βλάχος, σ. 118, Β').

3. Ο ρόλος της Αθηνάς στο τέλος της Οδύσσειας
«Η αναφορά του ονόματος της θεάς στους τελευταίους στίχους συνιστά [...] το κατάλληλο τέλος για το σύνολο του έπους, καθώς είναι εκείνη που επηρέασε τις εξελίξεις, που εξασφάλισε την προδιαγεγραμμένη πορεία τους με πολυάριθμες παρεμβάσεις και που τώρα οδηγεί το έπος στην προκαθορισμένη του έκβαση: στην επιστροφή του ήρωα, στην επανένωση με τη γυναίκα του και στην αποκατάσταση και ανανέωση της παλιάς τάξης πραγμάτων στην Ιθάκη. Ως αποτέλεσμα των ενεργειών της μπορεί πλέον να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του Δία (485-6) και να επικρατήσουν η φιλία, ο πλούτος και η ειρήνη.»

αρ









© Γιάννης
 Παπαθανασίου























© Γιάννης Παπαθανασίου

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS%20ODYSSEIA/Odysseia/Didaskontas-Odysseia26.htm