Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, Ο ΒΙΟΣ -ΤΟ ΕΡΓΟ

 

https://www.youtube.com/watch?v=XQcxeaRl0_4

Νάσος Βαγενάς: H γενιά του '30 και ο Σεφέρης


https://www.youtube.com/watch?v=V92VPDYHg5Q

Έλληνες του Πνεύματος και της Τέχνης: Γιώργος Σεφέρης

http://www.ekebi.gr/Fakeloi/seferis/stixona.htm

Α. Ταξίδι στο μύθο και την ιστορία

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Δ΄ Αργοναύτες


ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ
Με τον τρόπο του Γ. Σ


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α'
Ο βασιλιάς της Ασίνης


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β'
Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους
Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα
Τελευταίος Σταθμός


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ'
Ελένη
Οι Γάτες τ' Αϊ- Νικόλα





http://www.ekebi.gr/Fakeloi/seferis/stixonb.htm

Β. Ταξίδι αυτογνωσίας και μύησης στον κόσμο

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Α' Τον άγγελo ...


ΓΥΜΝΟΠΑΙΔΙΑ
Σαντορίνη


ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ
Πάνω σ' έναν ξένο στίχο
Ο κ. Στράτης Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο : 3. Εφηβος
Σχέδια για ένα καλοκαίρι.  Επιφάνια, 1937


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α'
Ο Γυρισμός του ξενιτεμένου


«ΚΙΧΛΗ»
Το Ναυάγιο της "Κίχλης"


ΤΡΙΑ ΚΡΥΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Θερινό Ηλιοστάσι: Η΄

https://www.alfavita.gr/koinonia/96745_oi-politikes-anafores-toy-giorgoy-seferi

Σαν σήμερα έφυγε ο Γιώργος Σεφέρης

Οι πολιτικές αναφορές και τα σχόλια του Γιώργου Σεφέρη μέσα από το έργο του κατά την περίοδο 28/10/1940 – 22/10/1944

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος

Η ζωή του Γ.Σεφέρη

Εργογραφία

Εισαγωγή

Το ιστορικό πλαίσιο πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου

Οι πολιτικές αναφορές και τα σχόλια του Γιώργου Σεφέρη μέσα από το έργο του ανά έτος

1941

1942

1943

1944

Επίλογος

Χρονολόγιο

Παράρτημα: Οι ελληνικές κυβερνήσεις του εξωτερικού κατά τη διάρκεια της κατοχής

Πηγές

Βιβλιογραφία

Πρόλογος

Ο Γιώργος Σεφέρης (1900-1971), που πριν από περισσότερα από 100 χρόνια γεννήθηκε στη Σμύρνη, είναι παγκόσμια γνωστός ως ένας μεγάλος ποιητής, βραβευμένος, μάλιστα, με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963. Η προσωπικότητα όμως του Γ.Σεφέρη χτίστηκε και από άλλα δύο βασικά χαρακτηριστικά του: ήταν αστός και επαγγελματίας διπλωμάτης.

Μελετώντας κανείς τη διαδρομή του διαπιστώνει πολύ εύκολα ότι έζησε μία άνετη ζωή, χωρίς στερήσεις. Μάλιστα είχε την τύχη κάθε φορά, την κατάλληλη στιγμή, να βρίσκεται μακριά από τον τόπο της καταστροφής. Ο Γ. Σεφέρης γεννήθηκε στη Σμύρνη μα η καταστροφή της το 1922 τον βρίσκει στο Παρίσι. Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941, υπηρετούσε ως υπάλληλος στην Αθήνα στις υπηρεσίες λογοκρισίας του Τύπου. Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα (Απριλίους 1941) τον βρίσκει στην Κρήτη και όταν στις 20 του Μαΐου 1941 πέφτουν οι πρώτοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη και η μεγαλόνησος καταλαμβάνεται, ο Γ. Σεφέρης βρίσκεται ήδη μακριά, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Επιστρέφει στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 1944 δέκα μέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών.

Στην εργασία μας επιχειρούμε να παρουσιάσουμε όλες τις πολιτικές αναφορές και τα σχόλια που κάνει ο Γ. Σεφέρης από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου μέχρι την επιστροφή του στην Αθήνα. Το χρονικό πλαίσιο, δηλαδή, ξεκινάει από την 28η Οκτωβρίου 1940 και λήγει την 22α Οκτωβρίου 1944 οπότε και επιστρέφει στην Αθήνα. Οι πηγές πάνω στις οποίες βασίστηκε η έρευνά μας για τις πολιτικές αναφορές και τα σχόλια του Γ. Σεφέρη είναι τα έργα που έγραψε τη συγκεκριμένη περίοδο, δηλαδή, το «Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄1935-1944» που εκδόθηκε μετά το θάνατό του το 1979, οι «Μέρες Δ΄ 1 Ιανουαρίου 1941-31 Δεκεμβρίου 1944» που εκδόθηκε το 2007, το «Χειρόγραφο Σεπ. ΄41» που εκδόθηκε το 1972, το «Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄» που εκδόθηκε το 1971 και το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β» που εκδόθηκε το 1944.

Επικουρικά χρησιμοποιήσαμε, ανάμεσα σε άλλα βιβλία, τη βιογραφία του Γ.Σεφέρη γραμμένη από τον Ρόντρικ Μπήτον, «Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον Άγγελο» για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την εποχή.

Η ζωή του Γ.Σεφέρη

Ο Γιώργος Σεφεριάδης ή Σεφέρης[1], όπως είναι γνωστός, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900. Γονείς του ήταν ο Στέλιος Σεφεριάδης καθηγητής στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ποιητής και η Δέσπω Τενεκίδου.

Είχε δύο αδέλφια τον Άγγελο και την Ιωάννα Τσάτσου και το 1914 όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Το 1918 πήγε στο Παρίσι όπου σπούδασε Νομικά μέχρι το 1924 ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση. Το 1927 διορίζεται στο διπλωματικό σώμα ακόλουθος του υπουργείου Εξωτερικών. Από τότε, μέχρι το 1961, που παραιτήθηκε, υπηρέτησε σε διάφορες πρεσβείες, όπως στην Κορυτσά, στο Κάιρο, στην Άγκυρα, στη Βηρυττό, στο Γενικό Προξενείο του Λονδίνου. Στην πορεία της καριέρας του αναλαμβάνει προϊστάμενος στη διεύθυνση Εξωτερικών Τύπου, στο υφυπουργείο Τύπου και Πληροφοριών, όπως και τη διεύθυνση του Πολιτικού Γραφείου του αντιβασιλέα Δαμασκηνού, ενώ το 1956-57 τη δεύτερη πολιτική διεύθυνση του υπουργείου των εξωτερικών. Το 1957 διορίστηκε πρέσβης στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1961.

Ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του πανεπιστημίου του Καίμπριτζ, του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και του πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το 1967 επίτιμος εταίρος του Ινστιτούτου Ανωτάτων Σπουδών του Πρίνστον. Το 1962 τιμήθηκε με το βραβείο ‘Ουίλλιαμ Φόουλ’» και το 1963 με το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας. Πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του θύμισε κάτι από εκείνη του Παλαμά του 1943. οι συνθήκες ήταν αρκετά συγγενείς.

Εργογραφία

Το Μάιο του 1931 κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή τη «Στροφή», ακολουθεί η «Στέρνα» το 1932.

Το 1935 δημοσιεύεται το «Μυθιστόρημα» συλλογή που αποτελείται από 24 ποιήματα.

Το 1936 κυκλοφορεί η συλλογή «Γυμνοπαιδία».

Τα ανένταχτα ποιήματα από το 1928 μέχρι το 1937 περιλαμβάνονται στο «Τετράδιο γυμνασμάτων» που εκδίδεται το 1940.

Το 1940 παρουσιάζει τη συλλογή «Ημερολόγιο καταστρώματος Α», το «Ημερολόγιο του καταστρώματος Β΄» το 1944, ακολουθεί το ποίημα «Κίχλη» το 1947, το 1955 εκδίδεται το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄» μία συλλογή που είναι γνωστή και ως τα «κυπριακά» ποιήματα[2], τα «Τρία κρυφά ποιήματα» το 1966 και το «Επί ασπαλάθων» που είναι το κύκνειο άσμα του Γ. Σεφέρη.

Από δοκίμια έγραψε τα παρακάτω:

Το 1939 "Διάλογος πάνω στην ποίηση"

Το 1944 "Δοκιμές" (α΄έκδοση 1944, β΄έκδοση 1962, γ΄ έκδοση 1974)

Το 1946 "Ερωτόκριτος"

Το 1975 «Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης»

Το 1992 «Δοκιμές Γ’»

Από ταξιδιωτικά έγραψε το παρακάτω:

Το 1953 τις "Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας"

Από μεταφράσεις έκανε τις παρακάτω:

Το 1936 την "Η έρημη χώρα" του Τ.Σ. ΄Ελιοτ (οριστική έκδοση 1973)

Το 1963 το «Φονικό στην εκκλησιά» του Τ.Σ. ΄Ελιοτ 

Το 1965 τις "Αντιγραφές" (W.B.Yeats, Andre Gide, Paul Valery, Marianne Moore κ.ά.)

Το 1965 το "Ασμα Ασμάτων" (β΄ έκδοση 1967)

Το 1966 την "Η Αποκάλυψη του Ιωάννη"

Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα εξής έργα:

Τα ημερολόγια :

Το 1972 το "Χειρόγραφο Σεπτ. '41"

Το 1973 οι "Μέρες του 1945-51"

Το 1975 οι "Μέρες Α'" (16-2-1925 ως 17-8-1931)

Το 1975 οι "Μέρες Β'" (24-8-1931 ως 12-2-1934)

Το 1977 οι "Μέρες Γ'" (16-4-1934 ως 14-12-1940)

Το 1977 οι «Μέρες Δ» (1-1-1941 ως 31-12-1944)

Το 1977 οι «Μέρες Ε» (1-1-1945 έως 19-4-1951)

Το 1986 οι «Μέρες Στ» (20/4/1951 έως 4/8/1956)

Το 1990 οι «Μέρες Ζ» (1/10/1956-27/12/1961)

Το 2001 οι «Μέρες Η»

Το 1973 το «Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄» 25/11/1935 έως 13/10/1944

Το 1985 το «Πολιτικό Ημερολόγιο Β΄» 1945-1947, 1949, 1952

-----  το «Πολιτικό Ημερολόγιο Γ΄» είναι υπό έκδοση

Δημοσιεύθηκε η αλληλογραφία του Γ.Σεφέρη που είχε με διάφορα πρόσωπα και είναι η παρακάτω:

Το 1975, Γ.Θεοτοκάς-Γ.Σεφέρης, Αλληλογραφία 1930-1966

Το 1988, Αδ.Διαμαντής-Γ.Σεφέρης, Αλληλογραφία 1953-1970

Το 1989, Γ.Σεφέρης-Α.Καραντώνης, Αλληλογραφία 1931-1960

Το 1989, Σεφέρης Γιώργος-Σεφέρη Μάρω, Αλληλογραφία, 1936-1940, Α΄ τόμος

Το 199,0 Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου 1948-1968

Το 2002, Σεφέρης Γιώργος-Αποστολίδης Γιώργος, Αλληλογραφία 1931-1945

Το 2005, Σεφέρης Γιώργος-Σεφέρη Μάρω, Αλληλογραφία, 1944-1959, Β΄ τόμος

Ενώ το 2000 εκδόθηκαν οι «Μεταγραφές» που είναι μετάφραση από Παλατινή Ανθολογία, Όμηρο, Στησίχορος, Ανακρέων, Αισχύλος, Λουκιανό, Ηράκλειτο, Πλάτωνα κ.ά.

και

Το 1967, "Οι ώρες της κυρίας Ερσης" (α΄ έκδοση 1973, δοκίμιο για το ομώνυμο έργο του Ν.Γ.Πεντζίκη με το ψευδώνυμο Ιγνάτης Τρελός)

Το 1974, "Εξι νύχτες στην Ακρόπολη" (μυθιστόρημα, γράφτηκε 1925-1927)

Εισαγωγή

Στο έργο του Γ. Σεφέρη αποτυπώνεται ανάγλυφα και χωρίς αμφιβολία η εκπληκτική ικανότητα που έχει στη γραφή. Είναι βαθειά λυρικός, αισθαντικός, η χρήση των λέξεων, ο συνδυασμός τους, η φαντασία και το πλάσιμο των εννοιών είναι εξαιρετικές, αξεπέραστες και μοναδικές. Έμειναν μάλιστα κληρονομιά ως ένα μοναδικό ποιητικό αποτύπωμα.

Στα περισσότερα ποιήματά του και σε πλήθος σημείων στα πεζά του κείμενα ο Γ. Σεφέρης ασκεί κριτική για τα πολιτικά γεγονότα της εποχής. Γεγονότα τα οποία ζει από κοντά λόγω της διπλωματικής του ιδιότητας. Στα ποιήματα λόγω και της χρήσης της γλώσσας η κριτική γίνεται συγκαλυμμένη, με μεταφορές, συμβολισμούς κ.λπ.

Στα πεζά του κείμενα απουσιάζει η «μαγειρική» του λόγου, ο ποιητής είναι πιο ανοικτός στην προφορική γλώσσα και εκφράζει πιο άμεσα την άποψή του.

Το πρώτο που καταλαβαίνει ο αναγνώστης των έργων του είναι ότι ο Γ. Σεφέρης επιδίδεται συστηματικά στην κριτική των προσώπων και όχι στην πολιτική τους σκέψη και πράξη όπως θα φανεί παρακάτω αναλύοντας το έργο του.

Η σοδειά των χαρακτηρισμών και των φράσεων που χρησιμοποιεί ο Γ. Σεφέρης για να εκφράσει τη γνώμη του για πολιτικά πρόσωπα είναι κάτι παραπάνω από πλούσια. Ας δούμε ορισμένες πλευρές της αντίληψής του για πρόσωπα και καταστάσεις όπως αποτυπώνονται στα γραπτά του.

Οι πολιτικοί για το Γ. Σεφέρη είναι «οι ελεεινοί»[3]  που ζουν «παπαρδελίζοντας»[4] ενώ η πολιτική είναι  ένα «κούφιο ζωντανό»[5]. Ο ίδιος λέει ότι είναι «περιστοιχισμένος  από διάφορους παράγοντες και μύγες της ‘πολιτικής αποστολής΄. Είναι κιόλας για καρπάζωμα»[6] (εννοεί το Μιχαλόπουλο, υφυπουργό Τύπου και Πληροφοριών). Τα επίθετά του είναι καυστικά και τα χρησιμοποιεί σαν παρατηρητής, ξένος από όλα, ξένος από τη «θλιβερή πολιτική»[7] όπως την ονομάζει. Συχνά κάνει σχόλια επί προσωπικού επιπέδου, χωρίς κριτική στην πολιτική θέση γενικά αλλά όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την προσωπικότητα του καθενός. Για παράδειγμα «ο Σοφούλης που τον πρωτοείδα στην Πρεσβεία, βγαίνοντας από την ορκωμοσία μου μοιάζει ένας αστός της επαρχίας, με τα νερά του κάμποσο χαμένα» και λίγο πιο κάτω μιλάει για τους «δύο ελεεινούς ναυάρχους που στον απληροφόρητο κοσμάκη παρουσιάζονται σαν άνθρωποι πυγμής»[8]«ανθρώπινες χαλκομανίες που λέγονται άρχοντές μας» (εννοεί τον Τσουδερό)[9], «ένα κουβάρι από σκουλήκια»[10], «πολιτικατζήδικα τερτίπια, μικρά και τριμμένα»[11] όταν αναφέρεται σε πράξεις υπουργών.  Για το Σοφούλη (όταν ήταν υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντιλήψεως) λέει ότι είχε «φάτσα υπερτροφικού σαμιαμιδιού»[12].

Δεν χαρίζεται σε κανέναν όταν αναφέρεται για ένα βράδυ που πήγε στο ΄Σέπαρντ΄[13] ότι ήταν εκεί «και οι διάφορες τσούλες της πολιτικής»[14], ότι «είναι όλοι για κλάματα»[15] και η «σημερινή κουζίνα»[16] είναι η πολιτική του Παπανδρέου. «Η μερμηγκοφωλία της ΄Μπρετάνιας΄[17] εξακολουθεί να παραπατά χωρίς απόφαση»[18] και «σε πιάνει η βρώμα από το λαιμό»[19], με την «κοινωνία των ικετών»[20] και τους «ηλίθιους [που]κρατούν τα πόστα»[21].

Για το βασιλιά Γεώργιο λέει ότι είναι «άνθρωπος με νοημοσύνη ασφαλώς, αλλά χωρίς ρίζες στον τόπο, χωρίς πνοή, χωρίς ακτινοβολία, έρημος, αδιάφορος, απομονωμένος από το χαρακτήρα του και τις ατυχίες της ζωής του, έκαμε τίμιες εκλογές, και, μόλις σκόνταψε στις πρώτες δυσκολίες, βολεύτηκε και κόλλησε στην πιο εύκολη λύση: τη δικτατορία»[22].

Για τον Ι.Μεταξά λέει ότι «ο Μεταξάς ήταν ο μόνος αγνός, ο μόνος πιστός»[23] (εννοεί για το βασιλιά) και «το μόνο λαϊκό στήριγμα του Μεταξά ήταν η κούραση του κόσμου. Δεν είχε λαό μαζί του, ούτε τώρα, ούτε παλαιότερα»[24], «ο Μεταξάς, ως άτομο, ήταν, νομίζω, ο πιο δυνατός από τους γνωστούς πολιτικούς που είχαν απομείνει. Αυταρχικός, εγωκεντρικός, φανατικός, εμπαθής, βέβαια. Αλλά είχε και το περισσότερο μυαλό και το περισσότερο σθένος»[25].

Ο Γ. Σεφέρης συχνά μέσα από τα γραπτά του αναφέρεται στη δουλειά του. Από αυτά φαίνεται να πιστεύει ότι ο σκοπός της εργασίας του είναι να προσφέρει υπηρεσίες όσο καλύτερα μπορεί, χωρίς να επηρεάζεται[26]. Πολλές φορές δίνει την εντύπωση μέσα από το ημερολόγιό του ότι πηγαίνει από λέσχη σε λέσχη, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο.

Στο ημερολόγιό του αναφέρει «ακούω πως με κατηγορούν προσωπικώς ότι κάνω βασιλική πολιτική. Ξέρετε, αλλά θα ήθελα να το επαναλάβω ότι το Γραφείο δεν κάνει πολιτική»[27] (μιλάει στο Βούλγαρη, υπουργό Αεροπορίας). Πως γίνεται ένας άνθρωπος να εκτελεί ψυχρά εντολές χωρίς να συμμετέχει ή να επηρεάζεται; Και πως εκτελεί τόσο άψογα εντολές από ανθρώπους που τους θεωρεί τόσο ανάξιους;

Σημειώνει επίσης ότι «δεν κάνω πολιτική ως υπάλληλος αλλά είμαι –οι πεποιθήσεις μου είναι- φιλελεύθερες και δημοκρατικές»[28].  Μιλάει για την υπηρεσία τύπου σαν να είναι κάτι ξεχωριστό και ξεκομμένο από την ελληνική κυβέρνηση.

Το ιστορικό πλαίσιο πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου

Ας ρίξουμε μια ματιά στον ιστορικό χάρτη πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ελλάδα. Ποιο ήταν το ιστορικό πλαίσιο λίγο πριν την επίθεση των Ιταλών στα ελληνικά σύνορα; Το κέντρο του κόσμου ήταν η Ευρώπη ή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχε εμπλακεί στον πόλεμο σχεδόν το σύνολο των χωρών της γης;

Στις 1 Σεπτεμβρίου 1939 έχουμε την επίθεση της φασιστικής Γερμανίας εναντίον της Πολωνίας γεγονός που σηματοδοτεί την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τα μέσα του Σεπτεμβρίου μέχρι και τα μέσα του Οκτωβρίου του 1939 η Ιαπωνία επιτίθεται στην Κίνα ενώ η ιαπωνική κυβέρνηση κηρύσσει ότι δεν θα αναμιχθεί στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Κατά τη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων εναντίον της Κίνας στην άλλη πλευρά της γης η ηγεσία της ΕΣΣΔ υπογράφει συμφωνία καθορισμού των συνόρων με τη Γερμανία (28-9-1939). Απ΄ ό,τι φαίνεται σχεδόν το σύνολο του πλανήτη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επηρεάζεται και δέχεται αποτελέσματα των συγκρούσεων. Έτσι δέκα μέρες περίπου μετά την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία ο Καναδάς κηρύσσει τον πόλεμο στη Γερμανία. Μέσα στο Σεπτέμβριο του 1939 κηρύσσουν τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας η Αγγλία (3/9/1939), η Γαλλία (3/9/1939), η Αυστραλία (3/9/1939), η Νέα Ζηλανδία (3/9/1939), οι Ινδίες (3/9/1939) και η Νοτιοαφρικανική Ένωση (6/9/1939). Τον ίδιο αυτό μήνα η κυβέρνηση των ΗΠΑ αλλά και το Αφγανιστάν δηλώνουν την ουδετερότητά τους στον πόλεμο[29].

Το Μάρτιο του 1940 (12-3-1940) η ΕΣΣΔ υπογράφει συνθήκη ειρήνης με τη Φινλανδία και ένα μήνα μετά τα γερμανικά στρατεύματα εισβάλουν στη Νορμανδία και στη Δανία (3-12-1940)[30].

Το Μάιο του 1940 έχουμε εισβολή της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής στο Βέλγιο και την Ολλανδία, παραίτηση της αγγλικής συντηρητικής κυβέρνησης του Ν.Τσάμπερλαιν και σχηματισμό πολεμικής κυβέρνησης συνασπισμού με επικεφαλής τον Ου.Τσώρτσιλ[31]. Στα μέσα του Ιουνίου 1940 οι Γερμανοί μπαίνουν στο Παρίσι (13-8-1940) και δύο μήνες μετά αρχίζουν τις μαζικές επιδρομές εναντίον της Αγγλίας (13-8-1940). Στις 12 Οκτωβρίου 1940 τα γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρουμανία[32].

Η έναρξη του πολέμου, 28 Οκτωβρίου 1940,  στην Ελλάδα με την επίθεση των Ιταλών εναντίον της βρίσκει το Γιώργο Σεφέρη υπάλληλο στις υπηρεσίες λογοκρισίας του Τύπου[33]. Τον Οκτώβριο του 1940 ο Γιώργος Σεφέρης κάνει ένα σχόλιο για τη δουλειά του στο καθεστώς του Μεταξά μία μέρα πριν την επίσημη έναρξη του πολέμου «κάνω ό,τι μπορώ για να εφαρμόζω την πολιτική της κυβέρνησης στον τομέα μου…»[34].

Λίγες μέρες μετά την 28η Οκτωβρίου του 1940 το ΚΚΕ καλεί με προκηρύξεις του το λαό σε αγώνα εναντίον των Ιταλών φασιστών και δημοσιεύεται επιστολή του Νίκου Ζαχαριάδη προς τον ελληνικό λαό[35] και στην άλλη άκρη του ατλαντικού ο Φ.Ντ.Ρούζβελτ εκλέγεται για τρίτη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ (5-11-1940)[36].

Οι πολιτικές αναφορές και τα σχόλια του Γιώργου Σεφέρη μέσα από το έργο του ανά έτος

1941

Ιανουάριος 1941

Στις 17 Ιανουαρίου 1941 υπογράφεται το σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας ενώ στις 29, πεθαίνει ο Ιωάννης Μεταξάς[37].

Ο Γιώργος Σεφέρης μιλάει στα γραπτά του για όλους τους πολιτικούς που βρίσκονται στο υπουργείο εξωτερικών. Συγκεκριμένα λέει ότι είναι «μωροφιλόδοξοι, βλάκες, άνθρωποι που ήταν κίτρινοι από το φόβο τους όταν πήγαινε να ξεσπάσει η καταιγίδα, κάνουν τον παλικαρά, και κορδώνουνται, και θέλουν να βρίσκουνται ολοένα στο προσκήνιο, τώρα που άλλοι πολεμούν και τους προστατεύουν»[38]. Η επικριτική ματιά του δεν αφήνει αχαρακτήριστο ούτε τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή που τον στολίζει με τα επίθετα «στεγνός και πελιδνός»[39]. Λίγες μέρες μετά αναφέρει για το Θεολόγο Νικολούδη (υπουργός Τύπου και Τουρισμού στην κυβέρνηση του Μεταξά) ότι είναι Simplicissimus[40] (δηλαδή αφελέστατος). Για το θάνατο του Μεταξά κάνει την αναφορά «πέθανε ο Μεταξάς… και μας άφησε την κοπριά του»[41].

Φεβρουάριος 1941

Στις 11 Φεβρουαρίου του 1941 τα γερμανικά στρατεύματα φτάνουν στη Βόρεια Αφρική[42]. Λίγες μέρες μετά ο Γιώργος Σεφέρης σχολιάζει για την πρόβλεψη που θα έπρεπε να κάνουν οι πολιτικοί και για τα μέτρα που ίσως θα έπρεπε να πάρουν σχετικά με τη Βουλγαρία και την Τουρκία. Αλλά για τον Γιώργο Σεφέρη «με τις ιδιοσυγκρασίες τους, τις ψοφοδεείς, πως μπορούν να διευθύνουν την πολιτική του λαού που πολεμά»[43]; Και λίγες αράδες πιο κάτω για τους ίδιους πολιτικούς που είναι αυτοί που συνεργάζονταν με το Μεταξά ότι «δουλεύουν με τις συνήθειες των πεθαμένων στιγμών ενός πεθαμένου»[44].

Ο Γ.Σεφέρης γράφει ένα ποίημα στις «Μέρες Δ» χωρίς να του έχει βάλει έναν τίτλο και το γράφει για τους Έλληνες, την Ελλάδα, την αλληλεγγύη, τον αγώνα του ελληνικού λαού και δηλώνει τη συμπαράστασή του και τη θέλησή του να είναι ένα σώμα με όλους τους αγωνιστές του μετώπου[45].

Το ποίημα:

Αυτό το δέντρο με τα κλαδιά που σπάζουν και που ματώνουν

εσείς κι εγώ: είμαστε όλοι μαζί αυτό το δέντρο

κι ο άνεμος φυσά κουρελιάζοντας ένα χρώμα ρόδινης κατανιάς.

ό,τι μου πείτε το λέω κι ό,τι γυρέψετε το γυρεύω

με το μαρτύριο της σάρκας και τα παγωμένα δάχτυλα στη σκέψη

και φτερουγίσματα πουλιών που δε γνωρίσαμε ποτέ

παίζοντας παίζοντας παίζοντας μέσα στο αίμα.

και ο θάνατος –πόσο παράξενο- που χρόνια κάθουνταν σ΄ ένα σκαμνί κοντά μου

έγινε στάχτη, έγινε καταχνιά, και καταργήθηκε.

Αηδία που δυναμώνει με τα «μετόπισθεν»

Και λίγες μέρες μετά στο «Μέρες Δ΄», στις 26 Φεβρουαρίου 1941, γράφει:

«Από χρυσάφι, κεχριμπάρι, φίλντισι

Και με χρυσάφι πλουμισμένες τούτες οι ασπίδες

Τις πήραμε με τις φτωχιές τις ασπιδούλες μας»[46].

Εξυμνεί τα κατορθώματα του ελληνικού λαού ο οποίος αβοήθητος κατάφερε ό,τι κατάφερε[47]. Ο Γιώργος Σεφέρης όταν μιλάει για τις θυσίες του ελληνικού λαού, τους αγώνες του, μόνο ύμνους μπορεί να γράψει. Αυτά όλα, όμως, μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο, αφηρημένης έννοιας του λαού και όχι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όπως η ένοπλη αντίσταση του λαού.

Μάρτιος 1941

Στα τέλη του Μαρτίου του 1941 η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση προσχωρεί στο Τριμερές Σύμφωνο που είχαν συνάψει η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία (27/9/40) δηλ. στον Άξονα. Η αμοιβή της θα ήταν η έξοδος στο Αιγαίο μέσα από τη Θεσσαλονίκη (σύμφωνα με δήλωση του Χίτλερ που έγινε στις 4/5/41). Η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση και ο αντιβασιλιάς Παύλος ανατράπηκαν δύο μέρες αργότερα (27/3/41) από την αγανακτισμένη αντίδραση του γιουγκοσλαβικού λαού. Την ίδια περίοδο στην Βόρεια Αφρική (30-3 μέχρι 15-4-1941) λαμβάνει χώρα η επίθεση του γερμανικού "αφρικανικού σώματος" και των ιταλικών στρατευμάτων.

Για το γεγονός της προσχώρησης της Γιουγκοσλαβίας στο Τριμερές Σύμφωνο ο Γ.Σεφέρης σχολιάζει αρνητικά λέγοντας «ο Μαυρουδής και ο Κύρου χτυπούν τα δόντια και σωπαίνουν, εκτός όταν πρόκειται να σπείρουν τον πανικό.  Ο Μαυρουδής έχει διαλυθεί, ο Κύρου ποθεί και πιστεύει στη γερμανική επικράτηση. Ο Κορυζής ανύπαρχτος»[48].

Αυτή την εποχή ο Γ. Σεφέρης βρίσκεται ακόμη στην Αθήνα και στο ημερολόγιό του παραθέτει χαρακτηρισμούς πολιτικών όπως «πρόσωπα πεθαμενατζήδων, ωχρά και κίτρινα. Νευρικές φυσιογνωμίες χαρτοπαίχτη προς την αυγή, όταν έχει ρίξει την τελευταία του δεκάρα στο τραπέζι»[49].

Για την κατάσταση που επικρατεί στο μέτωπο γράφει στις 7 Μαρτίου «στη ΄Μπρετάνια΄ η ίδια ατμόσφαιρα πανικού, όπως όλες αυτές τις μέρες, όπως πάντα σε κρίσιμες στιγμές. Αντίθετα το ηθικό του μετώπου και του λαού καταπληκτικό» και συνεχίζει να εξάρει το ήθος του ελληνικού λαού και κλείνει τη μέρα του με την ευχή «ας αφήσουμε τους νεκροθάφτες»[50].

Απρίλιος 1941

Ο Απρίλιος του 1941 είναι ένας μήνας γεμάτος γεγονότα τα οποία θα καθορίσουν την πορεία της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια. Ο Γ. Σεφέρης όπως και οι υπόλοιποι πολιτικοί και διπλωμάτες των υπουργείων, αλλά και οι Άγγλοι σύμμαχοι, είναι υπ΄ ατμόν, έτοιμοι να φύγουν και μέχρι το τέλος του Απριλίου θα έχουν αδειάσει την Αθήνα.

Στις 6 Απριλίου σημειώνεται η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα[51]. Δέκα ημέρες μετά, στις 16 Απριλίου, έχουμε την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Η εγκατάλειψη της χώρας από την κυβέρνησή της, μετά την εισβολή των Γερμανών, δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Σχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αυτοεξορίστηκαν. Σύμφωνα με τον Πρ. Παπαστράτη «από την έναρξη του πολέμου, με τη γερμανική επίθεση στην Πολωνία το Σεπτέμβριο του 1939 μέχρι και την κατάληψη της Κρήτης το Μάιο του 1941 έχουν συγκροτηθεί μια σειρά από κυβερνήσεις εξορίας οι οποίες εγκαθίστανται τελικά στο Λονδίνο»[52]. Οι Άγγλοι είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν την αποχώρησή του στρατού τους, πριν την επίθεση των Γερμανών στην Ελλάδα, από το Μάρτιο του 1941[53]. Στις 18 ανακοινώνεται η αυτοκτονία του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή[54] και ο Κώστας Κοτζιάς γίνεται πρωθυπουργός για λίγες ώρες. Σύμφωνα με τον Γιώργη Αθανασιάδη «κατά τη βραχύτατη πρωθυπουργία του Κοτζιά είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου μπροστά στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, που εκεί ήταν το Γενικό Στρατηγείο και ζητούσαν όπλα για να συνεχίσουν τον αγώνα»[55].

Στις 21 Απριλίου υπογράφεται η συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού και στις 23 ο βασιλιάς και ο Εμμ. Τσουδερός φεύγουν για την Κρήτη, ήδη από τις 17 και 18 του Απριλίου είχαν φύγει οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες. «Ο βασιλιάς Γεώργιος με τον Τσουδερό και το Βρετανό πρεσβευτή Πάλαιρετ αναχωρούν με βρετανικό υδροπλάνο για την Κρήτη τα χαράματα της 23ης Απριλίου»[56] ενώ τις τελευταίες ημέρες του μήνα τα αγγλικά στρατεύματα εκκενώνουν την Ελλάδα (24-29/4/1941).

Αυτό το μήνα οι Άγγλοι κουβεντιάζουν με τους Τούρκους για τα νησιά του Αιγαίου και με ποιο τρόπο θα τα γλύτωναν από τους Γερμανούς[57]. Ενώ ο Ιανουάριος κλείνει με την ορκομωσία της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου στις 30 Απριλίου[58].

Ο Γ. Σεφέρης σχολιάζει το γρήγορο σχηματισμό της εξόριστης κυβέρνησης όπου «η κυβέρνηση σχηματίζεται στο άψε-σβήσε» και την αγωνία των Άγγλων για το σχηματισμό της. Στάζει ειρωνεία για το υπουργικό συμβούλιο αφού «τα υπουργεία περισσεύουν. Τα δίνουν όσα-όσα»[59]. Την ημέρα που εγκρίνεται η εκκένωση από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Γ.Σεφέρης ενημερώνει τον υπουργό του, το Θ. Νικολούδη, πως σκοπεύει να φύγει μαζί με την κυβέρνηση[60]. Αυτός μετά βίας θα τον πάρει μαζί του και έτσι ο Γ.Σεφέρης και η Μάρω, η γυναίκα του, θα δυσκολευτούν μέχρι να φύγουν[61]. Ο Ρ.Μπήτον δικαιολογεί την πίεση που άσκησε ο Γ.Σεφέρης για να φύγει από την κατεχόμενη Ελλάδα λέγοντας ότι κινδύνευε από τους Γερμανούς και ότι «στο ημερολόγιό του ο Γιώργος γράφει πως πλησίασε ακόμη και τον Ντέιβιντ Γουάλας, το Βρετανό ακόλουθο τύπου, ο οποίος βρέθηκε και εκείνος τελικά στο ίδιο πλοίο»[62]. Ο Γ. Σεφέρης έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να φύγει.

Την ώρα που μπαίνουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα ο Γ. Σεφέρης περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί στο υπουργείο. «Σε τέτοιες ώρες ούτε μια γενναία χειρονομία εδώ. Ο Νικολούδης γυρίζει από το Στρατηγείο σα να γυρίζει από ξόδι»[63] και μερικές μέρες μετά στις 16 Απριλίου γράφει: «Στην κυβέρνηση νεύρα. Κανένας ψύχραιμος άνθρωπος. Δεν ξέρουν καλά-καλά γιατί φεύγουν και τι θα κάνουν εκεί που θα πάνε. Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, καμιά προετοιμασία. Ο αγέρας της Κρήτης είναι γι΄αυτούς βραχνάς. Ο υπουργός λογαριάζει πως θα κουβαλήσει τις δεκαπέντε τόσες κασέλες του, υπηρέτριες και τα ρέστα. Για την Υπηρεσία δε φροντίζει κανείς»[64]. Ο Γ. Σεφέρης αναφέρει στο ημερολόγιό του το λόγο για τον οποίο ζήτησε να φύγει μαζί με την κυβέρνηση που τόσο απεχθάνεται. «Συλλογίστηκα πολύ αν θα ΄φευγα μαζί τους. Ο συγχρωτισμός μ΄ αυτούς τους ανθρώπους μου φέρνει σηψαιμία. Έπειτα παραδέχτηκα πως αν μείνω οι Γερμανοί θα με αχρηστέψουν από την πρώτη μέρα. Ο πόλεμος δεν πρόκειται να τελειώσει με τη μάχη στα ελληνικά χώματα. Αναρωτήθηκα που θα ήμουν πιο χρήσιμος και πιο συνεπής και τ΄ αποφάσισα»[65]. Σε αυτό το σημείο της απόφασης του Γ. Σεφέρη, να ακολουθήσει την ελληνική κυβέρνηση στο εξωτερικό, αναφέρεται και ο Ρ. Μπήτον ο οποίος λέει ότι αν έμενε ο Γ. Σεφέρης κινδύνευε. «Στην παραζάλη που ακολουθεί, ο Γιώργος είναι τώρα αναγκασμένος να επιμείνει πως το όνομά του βρίσκεται στη “μαύρη λίστα” των Γερμανών. Δεν ήταν βεβαίως δυνατόν να γνώριζε τότε το παραμικρό για το υπόμνημα που είχε σταλεί από τις Sicherheitsdienst, τις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας, στο Γερμανό υπουργό Εξωτερικών κατά την περίοδο της ελληνικής ουδετερότητας. Η ύπαρξη ωστόσο, του υπομνήματος αποδεικνύει πως οι προειδοποιήσεις που είχε λάβει από διαφόρους ενδιαμέσους την εποχή εκείνη ήταν δικαιολογημένες»[66].

Πουθενά στα κείμενα του Γ.Σεφέρη, δεν φαίνεται ούτε ο παραμικρός προβληματισμός για να μείνει στη χώρα του. Είναι προφανές ότι η καταγωγή του, η μόρφωσή του αλλά και η θέση του, που του έδινε τη δυνατότητα να φύγει, ήταν ανασταλτικοί παράγοντες, για να σκεφτεί αυτό που σκέφτηκαν χιλιάδες άλλοι που πήραν μέρος στην αντίσταση. Στην πορεία του Γ. Σεφέρη κατά τη διάρκεια της εξορίας του θα φανεί μέσα από τα γραπτά του το είδος της αντίστασης και της βοήθειας που προσέφερε. Βέβαια, είναι απορίας άξιον, πόσο μπορεί κανείς να βοηθήσει μία εθνική υπόθεση που τη διευθύνουν άχρηστοι, κατ΄ αυτόν, άνθρωποι! Ο ίδιος πίστευε πάντως ότι συνεχίζει τον αγώνα αν φύγει[67].

Στα τέλη Απριλίου βρίσκεται στην Κρήτη και επισημαίνει ότι «κάνει εντύπωση η έλλειψη κάθε πολεμικής προετοιμασίας εδώ. Η κυβέρνηση δεν έκαμε τίποτε. Ήταν το φυσικό της. Αλλά οι Άγγλοι[68].

Ο Εμμ. Τσουδερός στη νέα του κυβέρνηση δέχτηκε ως υπουργούς ανθρώπους της κυβέρνησης του Ι.Μεταξά, όπως τον  Κ. Μανιαδάκη, τον Κ.Κοτζιά, το Θ. Νικολούδη, το Δ. Δημητράτο. Με την πράξη του αυτή όχι μόνο δεν καταδίκαζε το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου αλλά το συνέχιζε[69]. Ο Γ. Σεφέρης αναφέρει σχετικά «οι παλιοί στυλοβάτες του καθεστώτος που είχαν εξαφανιστεί, ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια»[70].  Επίσης, ο Γ.Αθανασιάδης αναφέρει ότι ο Κ.Μανιαδάκης και οι άντρες του στην Αίγυπτο προκαλούσαν πολλούς τραμπουκισμούς[71].

Ο Γ.Αθασιάδης περιγράφοντας τη φυγή της βασιλικής οικογένειας και της ελληνικής κυβέρνησης από την Αθήνα σχολιάζει ότι «η κυβέρνηση και ο βασιλιάς δεν πίστευαν σε πραγματική συνέχιση του πολέμου»[72].

Μάιος 1941

Το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου του 1941 λαμβάνει χώρα η μάχη της Κρήτης. Στις 20 αρχίζει η ρίψη Γερμανών αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη[73] και την ίδια μέρα ο Γ. Σεφέρης φτάνει μαζί με τη Μάρω στην Αλεξάνδρεια. Το ίδιο, φυσικά, και η κυβέρνηση και ο βασιλιάς που έφυγαν μόλις άρχισε η μάχη της Κρήτης και στις 23 Μαΐου έφτασαν στην Αλεξάνδρεια. Στο τέλος του Μαΐου, στις 31, όταν ο Γ. Σεφέρης βρισκόταν ασφαλής μαζί με την κυβέρνηση και το βασιλιά στην Αλεξάνδρεια, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας ξεσκίζουν τη φασιστική σημαία από την Ακρόπολη, δίνουν το σύνθημα της έναρξης της αντίστασης και γεμίζουν περηφάνια τον αθηναϊκό λαό[74].

Για την κυβέρνηση Τσολάκογλου ο Γ. Σεφέρης λέει ότι «πρώτα δεν έπρεπε να είναι αυτοί, οι αρχηγοί του στρατού της Αλβανίας, οι προδότες: υπήρχαν άλλοι. Και δεύτερο: πως θα πολεμήσουμε εμείς όταν σκεφτόμαστε έτσι[75]. Και συνεχίζει λέγοντας «τέτοια νιάτα, και να κρατούν το τιμόνι οι πιο ανάπηροι, οι πιο άψυχοι άνθρωποι που έβγαλε ποτέ ο τόπος. Τι κατάρα»[76]. Οι ίδιοι οι πολιτικοί έδωσαν τη μεγαλόνησο, «αλλά δεν ήθελαν να κρατήσουν την Κρήτη, δεν ήθελαν τα νησιά, δεν ήθελαν τίποτε. Τ΄ άκουσμα μονάχα του Γερμανού τους νέκρωνε τα νεύρα και οι περισσότεροι που ήρθαν μαζί μας δε γυρεύουν τίποτε άλλο παρά να πετύχουν μιαν ήσυχη γωνιά στο εξωτερικό για να περάσουν τις μέρες του πολέμου»[77]. Αυτό το τελευταίο σχόλιο του Γ. Σεφέρη φαίνεται, και είναι φυσικά, ειρωνικό και σαρκαστικό για μια μερίδα ανθρώπων που κινούνταν, σίγουρα, με αυτά τα ελατήρια. Διαβάζοντας, όμως, κανείς το έργο του, αυτήν την περίοδο, δεν μπορεί παρά να μειδιάσει σε τούτο το σχόλιο, γιατί και ο ίδιος δίνει αυτή ακριβώς την εντύπωση. Του ανθρώπου, δηλαδή, που κατάφερε και ξέφυγε από τα χειρότερα.

Ο Γ.Σεφέρης πίστευε ότι ο λαός και η ελληνική κυβέρνηση είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. «Είναι παράξενο και υπέρογκο να το συλλογίζεται κανείς: ο λαός έκανε μόνος του αυτό που έκανε-μόνος του. Οι έξι μήνες του πολέμου ήταν δύο πράγματα ολότελα ξεχωριστά. Από το ένα μέρος ένα άνθισμα, μια ανώνυμη ανάσταση, και από το άλλο μέρος, ο καρκίνος της ‘Μπρετάνιας’ με τους σκοτεινούς διαδρόμους και τις απελπιστικές χειρονομίες. Από το τελευταίο δεν έχουμε ακόμη καθαριστεί και δε θα καθαριστούμε παρά όταν τελειώσει ο πόλεμος, όταν νικήσουμε»[78].

Ακολουθεί σχόλιο για τη φυγή της κυβέρνησης από την Κρήτη «μα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ήρθε η κυβέρνηση εδώ, αφού δεν είχε σκοπό να μείνει. Τώρα είναι ελεεινό να βλέπει ο κόσμος αυτή την ατμόσφαιρα φυγής»[79].

Στην Κρήτη, σύμφωνα με το Γ. Αθανασιάδη, σχηματίστηκε Λαϊκή Επιτροπή η οποία συναντήθηκε με τον Τσουδερό και με υπόμνημά της ζητούσε «να ακυρωθούν τα διατάγματα της 4ης Αυγούστου.

-Να γίνει ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Να αντικατασταθούν αμέσως οι μεταξικοί υπουργοί.

- Να γίνει ανασύσταση της Βουλής του 1936 που διαλύθηκε από το Μεταξά»[80].

Αυτό το γεγονός ο Γ.Σεφέρης δεν το αναφέρει, δεν αναφέρει ούτε την αντίδραση του Τσουδερού που ζήτησε τη διάλυση της Επιτροπής.

Ο Κ.Μανιαδάκης είχε σταλεί από την κυβέρνηση πιο νωρίς στην Αίγυπτο και μαζί με αστυνομικούς που είχε μαζί του από την Ελλάδα έφτιαχνε καταλόγους με όσους αντιμεταξικούς Έλληνες υπήρχαν στην Αίγυπτο[81]. Η κριτική του Γ.Σεφέρη, όπως άρχισε να φαίνεται, αλλά όπως σίγουρα θα γίνει κατανοητό στις επόμενες σελίδες, είναι προσωπική, βασίζεται σε επίθετα και δεν αναφέρει ή κρίνει πράξεις όπως π.χ. την αποστολή του Μανιαδάκη στην Αίγυπτο.

Στην Αλεξάνδρεια ο Γ. Σεφέρης γράφει το πρώτο του ποίημα, αυτής της περιόδου που εξετάζουμε, το «Μέρες του Ιουνίου ΄41». Το οποίο το τελειώνει στην Πρετόρια. Σ΄ αυτό το ποίημα δίνει εικόνες της μάχης της Κρήτης την οποία παρακολουθεί στα καθημερινά δελτία ειδήσεων που φτάνουν στο ξενοδοχείο “Windsor”.

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ ΄41[82]

Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια

κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του

κι εμείς πηγαίνοντας κατά την Πόρτα του Ήλιου

μες στο σκοτάδι της καρδιάς-τρεις φίλοι.

Ποιος θέλει τώρα να λουστεί στα νερά του Πρωτέα;

Τη μεταμόρφωση τη γυρέψαμε στα νιάτα μας

με πόθους που έπαιζαν σαν τα μεγάλα ψάρια

σε πέλαγα που φύραναν ξαφνικά.

Πιστεύαμε στην παντοδυναμία του κορμιού.

Και τώρα βγήκε το νέο φεγγάρι αγκαλιασμένο

με το παλιό. Με τ΄ όμορφο νησί ματώνοντας

λαβωμένο. Το ήρεμο νησί, το δυνατό νησί, το αθώο.

Και τα κορμιά σαν τσακισμένα κλαδιά

και σαν ξεριζωμένες ρίζες.

Η δίψα μας

ένιππος φύλακας μαρμαρωμένος

στη σκοτεινή πόρτα του Ήλιου

δεν ξέρει να ζητήσει τίποτε: φυλάγεται

ξενιτεμένη εδώ τριγύρω

κοντά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάντρου.

Κρήτη-Αλεξάνδρεια-Νότιος Αφρική, Μαΐους-Σεπτ. ΄41

Ιούνιος 1941

Τον Ιούνιο οι Γερμανοί κατέχουν στρατιωτικά όλη την Ελλάδα. Στην Κρήτη αρχίζουν τα αντίποινα για την ηρωική αντίσταση των κατοίκων με αποτέλεσμα στις 3 Ιουνίου να καταστρέψουν το χωριό Κάνδανο, όπου εκτελούν 300 κατοίκους[83]. Στις 22 αρχίζει η επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης[84]. Αυτές τις μέρες της επίθεσης της Γερμανίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης ο Γ. Σεφέρης, και συγκεκριμένα στις 27 Ιουνίου, αναχωρεί από το Σουέζ με προορισμό τη Νότιο Αφρική[85]. Στο ίδιο πλοίο ταξιδεύει η βασιλική οικογένεια και ο Εμμ. Τσουδερός. «Η κυβέρνηση Τσουδερού, αμέσως μετά την άφιξή της στην Αλεξάνδρεια, αναγγέλλει τη μετάβασή της στο Λονδίνο»[86] όπου από την Πρετόρια, στα τέλη του Ιουλίου,  αναχωρεί με προορισμό το Λονδίνο. Αρκετές μέρες πριν είχε αναχωρήσει η βασιλική οικογένεια. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, στις 28, τα χιτλερικά στρατεύματα κυριεύουν το Μινσκ[87].

Ο Γ. Σεφέρης  σχεδόν όλο τον Ιούνιο βρίσκεται στο Κάιρο. Ο ίδιος αναφέρει ότι τον διόρισαν Γενικό Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου[88].

Η κρίση του για τη βασιλική οικογένεια στάζει ειρωνεία[89]. Συγκεκριμένα αναφέρει για τις μέρες που ταξίδευε στο πλοίο μαζί τους ότι «είναι και όλο το πριγκιπολόι που περνοδιαβαίνει ακατάπαυτα μπροστά σου. Διάφοροι ρωτιούνται αν πρέπει κάθε φορά να υποκλίνονται»[90]. «Πλάι μας μαζεύτηκε σιγά-σιγά η βασιλική οικογένεια, πρίγκιψ Γεώργιος και πρ. Μαρία στην αρχή, ο Παύλος κι έπειτα ο Βασιλιάς. Μιλούν μεταξύ τους αγγλικά, γαλλικά και λίγα ελληνικά, κάποτε. Θα είμαστε, υποθέτω, γι αυτούς, οι ιθαγενείς»[91]. Καμία εκτίμηση δεν φαίνεται να τρέφει για τη βασιλική οικογένεια. Για το ταξίδι της οικογένειας στο Λονδίνο σχολιάζει: «μεθαύριο θα πάνε στο Λονδίνο ο Βασιλιάς και οι τραπεζίτες. Θα φροντίσουν να είναι “προ παντός μετριόφρονες” και θα συνεχίσουν την πολιτική των υψηλών συγγενειών ή της κατεργαριάς. Ας πάνε στο καλό μία ώρα αρχύτερα»[92]. Όπως αναφέρει και ο Πρ.Παπαστράτης «η βασιλική οικογένεια και η κυβέρνηση αποφασίζουν να ταξιδέψουν κάνοντας το γύρο της Αφρικής, δηλώνοντας ότι δεν βιάζονται και ότι ήθελαν να έχουν τις οικογένειές τους μαζί. Τελικά ο βασιλιάς και η κυβέρνηση Τσουδερού φτάνουν στην Αγγλία στις 23/9/1941 τρεις μήνες περίπου από τότε που αποχώρησαν από το Κάιρο»[93].

Ο Γ. Αθανασιάδης αναφέρει το λόγο για τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να φύγει από την Αίγυπτο. Λέει, λοιπόν, ότι «η αιγυπτιακή κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τότε τον Σίρι πασά, δεν ενέκρινε την εγκατάσταση της ελληνικής κυβέρνησης στην Αίγυπτο (τέλη Ιουνίου του 1941). Έτσι ο Τσουδερός και η βασιλική οικογένεια, κατά τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου, επιβιβάστηκαν  στο υπερωκεάνιο ΄Νέο Άμστερνταμ΄ και έφυγαν από το Σουέζ για τη Νότια Αφρική. Εγκαταστάθηκαν προσωρινά στο Γιοχάνεσμπουργκ και κατόπιν στο Λονδίνο. Μόνο το Μάρτιο του 1943 συγκατατέθηκε η αιγυπτιακή κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Ναχάς πασά, να μείνει η ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο»[94].

Αρχές Ιουνίου 1941 ανασχηματίζεται η κυβέρνηση Τσουδερού και απομακρύνονται στελέχη της μεταξικής κυβέρνησης όπως ο Θ.Νικολούδης και ο Κ.Μανιαδάκης.

Ιούλιος 1941

Τον Ιούλιο συγκροτείται η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ η οποία καλεί στη συγκρότηση εθνικού απελευθερωτικού μετώπου[95]. Αυτό το μήνα στα γραπτά του κείμενα ο Γ. Σεφέρης φαίνεται να εκτιμά ελάχιστα τον Εμμ. Τσουδερό. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι είναι «χαμένος στο οφίκιό του, σα να του φόρεσαν ξαφνικά ένα φράκο υπέρογκα μεγάλο, ανήξερος από τους μανταρινισμούς της διπλωματίας… καμία περιέργεια, έστω και για το γούστο, να γνωρίσει τι ανθρώπους έχει μαζί του»[96]. Πιο κάτω σχολιάζει ότι «αν είχε κανείς την όρεξη να πει δυνατά και σταράτα τη σκέψη του, θα την είχα την όρεξη αν ήμασταν στην Ελλάδα. Αλλά σε τέτοιες ώρες…»[97]. Και φυσικά μετά από αυτό το σχόλιο του Γ. Σεφέρη αναρωτιέται εύλογα κανείς όταν ήταν στην Ελλάδα και δούλευε στην κυβέρνηση Μεταξά, δεν χρειάστηκε τότε να πει δυνατά και σταράτα τη γνώμη του;

Συνεχίζει ένα υβρεολόγιο για τον Εμμ.Τσουδερό για τον οποίο λέει ότι είναι «στεγνός, ψυχρός, άψυχος». Και λίγες σειρές πιο κάτω αναφέρει ότι «είναι μικρός άνθρωπος, χωρίς αέρα, χωρίς καμία πλατιά χειρονομία. Τώρα νομίζει πως έχει κερδίσει την εύνοια του Βασιλιά και πως θα μείνει πρωθυπουργός επί ζωής. Τσακίζεται για την κορόνα. Ο μωρός. Προτιμώ που δεν πάω μαζί του. Όπου και να ταξιδέψουν, θα κουβαλούν πάντα μαζί τους το ίδιο δηλητήριο της αυλοδουλείας και της μικροπολιτικής»[98]. Ο Τσουδερός ήταν αυτός που έστειλε το Γιώργο Σεφέρη στη Νότια Αφρική. Όταν πρόκειται να γράψει για τον Τσουδερό, λοιπόν, δεν σταματάει η πένα του σε απλά επίθετα. Χαρακτηριστικά αναφέρει «χτες βράδυ έφυγε ο Τσουδερός, οι υπουργοί του και η ακολουθία του. Ας πάνε στο καλό και μακάρι να μην ξαναβρεθούμε όσο που να λευτερωθεί ο τόπος. Διπρόσωπος, μικροπολιτκός πέρα για πέρα. Ένας φάντης, όπως θα έλεγε ο λαός…. Τρομαλέος, νευρικός και δολοπλόκος» ο οποίος χρησιμοποιεί «μέσα μικρά και ανάξια και ελεεινά… κουζίνα και φόβος των Άγγλων που τον πήραν μυρωδιά και τον κάνουν ό,τι θέλουν»[99].

Για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ευρώπη έγραψε ότι «και η Ευρώπη έγινε ένα μαντρί από λύκους που ασελγούσαν και πρόβατα πανικόβλητα. Η μόνη εξαίρεση ο ελληνικός λαός: ο λαός μόνος του, αμόλευτος, και τόσο ξεχωριστός από τους άρχοντές του, όποιοι κι αν ήταν στην κυβέρνηση ή στα σπίτια τους»[100].

Ακολουθεί μία σκληρή και απαξιωτική πρόταση, «άνθρωποι που αν δεν είχανε γίνει υπουργοί, απροσδόκητα, θα περνούσαν το υπόλοιπο της ζωής τους σ΄ ένα ελληνικό χωριουδάκι κουβεντιάζοντας με τον αστυνόμο, περιμένοντας την προχτεσινή εφημερίδα της Αθήνας»[101].

Αύγουστος / Σεπτέμβριος 1941

Όσο ο Γ. Σεφέρης βρίσκεται στη Νότιο Αφρική, τον Αύγουστο του 1941, οι Γερμανοί εκτελούν στην Κρήτη πάνω από 2.000 πατριώτες[102] ενώ στα τέλη του Σεπτεμβρίου, στις 27/28, ιδρύεται το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) από μικρές αριστερές πολιτικές δυνάμεις[103]. Στα τέλη του Σεπτεμβρίου, 28 και 29, εξεγείρονται 2.000 κάτοικοι του νομού Δράμας εναντίον της κατοχής των Βουλγάρων. Η εξέγερση αυτή πνίγηκε στο αίμα[104]. Από τις 29 Σεπτεμβρίου μέχρι και τις 1 Οκτωβρίου γίνεται στη Μόσχα η συνδιάσκεψη μεταξύ ΕΣΣΔ, ΗΠΑ και Αγγλίας για το ζήτημα των αμοιβαίων στρατιωτικών προμηθειών[105]. Στις 30 αρχίζει η μάχη της Μόσχας ενώ μέρες πριν, στις 8/9/1941, αρχίζει ο αποκλεισμός του Λένινγκραντ[106].

Ο Γ. Σεφέρης εξακολουθεί να βρίσκεται στην Πρετόρια όπου γράφει το δεύτερο ποίημα σε αυτή την πόλη το «Υστερόγραφο». Θα είναι το δεύτερο ποίημα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄».

Όπως σημειώνει και ο Ρ. Μπήτον «πρόκειται για μια πικρόχολη καρικατούρα του Τσουδερού και του περίγυρού του»[107]. Το ποίημα είναι γραμμένο σε μορφή προσευχής και με επωδό τη φράση «Κύριε, όχι μ΄ αυτούς». Αναφέρεται σε όλους αυτούς που ταξίδευαν μαζί του με το πλοίο από το Σουέζ στο Ντουρμπάν. Παρακαλεί το θεό όχι με αυτούς, αυτούς που η φωνή τους δεν βγαίνει από το στόμα, είναι αδύναμη και στέκεται κολλημένη στα κίτρινα δόντια τους. Αυτοί που έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ[108]

Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα

και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια.

Κύριε, όχι μ΄ αυτούς. Γνώρισα

τη φωνή των παιδιών την αυγή

πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας

χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν

τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα.

Κύριε, όχι μ΄ αυτούς, η φωνή τους

δε βγαίνει καν από το στόμα τους.

Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια.

Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας

μ΄  ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα,

Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε

ό,τι μπορούμε να είμαστε

γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα

που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές,

όχι άλλες,  τούτες τις πλαγιές κοντά μας.

Πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν΄ ανασάνουμε

με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί

που βρίσκει τα΄ ακρογιάλι ταξιδεύοντας

στα χάσματα της μνήμης-

Κύριε όχι μ΄ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.

11 Σεπτεμβρίου ΄41

Οκτώβριος 1941

Τον Οκτώβριο του 1941 όλη η χώρα υπομένει την τριπλή κατοχή, ο λιμός στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις έχει αρχίσει. Οι εκτελέσεις από τους Γερμανούς είναι καθημερινό φαινόμενο. Οι Γερμανοί στις 17 Οκτωβρίου εκτελούν 222 άντρες της Νιγρίτας, τους έβαλαν να σκάψουν ομαδικό τάφο και ύστερα τους εκτέλεσαν μπροστά στα μάτια των δικών τους[109]. Στις 28, στην πρώτη επέτειο από την έναρξη του πολέμου, πραγματοποιείται η πρώτη μαζική εκδήλωση στην Αθήνα για την επέτειο της επίθεσης του Μουσολίνι κατά της Ελλάδας. Την επομένη της εκδήλωσης, στις 29, οι ανάπηροι, οδηγούμενοι από τις αδελφές νοσοκόμες πάνω στα αναπηρικά καροτσάκια, απωθούν τους Ιταλούς στρατιώτες και καταθέτουν στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη[110]. Στην Αθήνα το κατοχικό καθεστώς απολύει τον πανεπιστημιακό Κωνσταντίνο Τσάτσο, γαμπρό του Γιώργου Σεφέρη[111]. Τον ίδιο μήνα  συγκροτείται στην Αίγυπτο η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ) υπό την καθοδήγηση στελεχών του ΚΚΕ[112].

Ο Γ. Σεφέρης όσο βρίσκεται στην Πρετόρια γράφει το «Χειρόγραφο Σεπ. 41» το οποίο το ξεκινάει το Σεπτέμβριο του 1941 και το συνεχίζει μέχρι το Δεκέμβριο.

Σύμφωνα με τον Ρ. Μπήτον  το «Χειρόγραφο Σεπ.΄41» «αφορά κυρίως στην πολιτική ζωή της Ελλάδας και την προσωπική σχέση του Γιώργου μ΄ αυτήν. Περισσότερο από το μισό το αποτελεί μια οξυδερκέστατη ανάλυση των αντιφάσεων και των σποραδικών παραλογισμών των τελικών σταδίων του καθεστώτος Μεταξά, τα οποία γνωρίζει από προσωπική πείρα»[113].

O Γ. Σεφέρης όσο ήταν γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στην Πρετόρια, της Νότιας Αφρικής, έγραψε το ποίημα «Kerk str.oost, Pretoria, Transvaal». Σε αυτό αναφέρει για τον Τσουδερό ότι είναι ένας «τσαλαπατημένος πρωθυπουργός στο ζωολογικό κήπο του Καΐρου».

KERK STR.OOST, PRETORIA, TRANSVAAL[114]

Οι τζακαράντες παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας

ρίχναν γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι.

αδιάφορα όλα τ΄ άλλα, κι αυτό

το Βενουσμπεργκ της γραφειοκρατίας με τους διπλούς

τους πύργους και τα διπλά του επίχρυσα ρολόγια

ναρκωμένο βαθιά σαν ιπποπόταμος μες στο γαλάζιο.

Και τρέχαν τ΄ αυτοκίνητα δείχνοντας

γυαλιστερές πλάτες όπως τα δελφίνια.

Στο τέλος του δρόμου μας περίμενε

δρασκελώντας αργόσχολα μες στο κλουβί του

ο ασημένιος φασιανός της Κίνας

ο Ευπλόκαμος Νυχθήμερος, όπως τον λένε.

Και να σκεφτείς πως ξεκινήσαμε αποχαιρετώντας

με την καρδιά γεμάτη σκάγια

τον Ονοκρόταλο τον Πελεκάνο – αυτόν

που είχε ένα ύφος τσαλαπατημένου πρωθυπουργού

στο ζωολογικό κήπο του Καΐρου.

(οι τελευταίοι στίχοι είναι αναφορά για όλη την εξόριστη κυβέρνηση που έδρευε στο Κάιρο)

Οχτώβρης ΄41

Νοέμβριος 1941

        To Νοέμβριο του 1941 το τουρκικό φορτηγό "Κουρτουλούς", ναυλωμένο από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, κάνει πέντε ταξίδια από την Κωνσταντινούπολη στον Πειραιά μεταφέροντας συνολικά κάπου 6.736 τόνους τρόφιμα, κυρίως φασόλια, ρεβύδια, κρεμμύδια. Στο έκτο ταξίδι βουλιάζει με όλο το φορτίο του[115]. Τον ίδιο μήνα ο Άρης Βελουχιώτης στέλνεται στη Ρούμελη για να μελετήσει τις δυνατότητες οργάνωσης και ανάπτυξης του ανταρτοπολέμου[116]. Στις 11 Νοεμβρίου ιδρύεται ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ)[117]. Στην Αθήνα, στις 17 Νοεμβρίου, ύστερα από απόφαση της Πανσπουδαστικής συγκέντρωσης που έγινε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με πρωτοβουλία των φοιτητών του Πολυτεχνείου, κηρύχθηκε παμφοιτητική απεργία. Στην απεργία πήραν μέρος πάνω από 4.000 φοιτητές του Πολυτεχνείου, του Πανεπιστημίου και του Παντείου[118].

Δεκέμβριος 1941

Στον τελευταίο μήνα του 1941, στις 7 Δεκεμβρίου, γίνεται η επίθεση του ιαπωνικού στόλου στο Περλ Χάρμπορ. Έτσι αρχίζει ο πόλεμος στον Ειρηνικό ωκεανό[119]. Στις 16 και 17 Δεκεμβρίου του 1941 έχουμε αγγλοσοβιετικές συνομιλίες στη Μόσχα ("αποστολή Ήντεν")[120].

1942

Φεβρουάριος 1942

Στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1942 ο βασιλιάς Γεώργιος και ο Εμμ. Τσουδερός δημοσιεύουν ερμηνευτική πράξη για την κατάργηση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου[121]. Ο Γ.Σεφέρης αυτή την ακύρωση, με συντακτική πράξη, του διατάγματος της 4ης Αυγούστου που ανέστειλε τις ελευθερίες του ελληνικού λαού δεν την αναφέρει πουθενά. Αυτό το μήνα φτάνουν από την Ελλάδα στην Αίγυπτο οι προγραμματικές θέσεις του ΕΑΜ[122]. Επίσης από τους πρώτους μήνες του 1942 παρατηρείται έντονη πολιτικοποίηση των ενόπλων δυνάμεων.

Μάρτιος 1942

Το Μάρτιο του 1942 και με την ευκαιρία της εθνικής επετείου, στις 25,  πραγματοποιείται μαχητική διαδήλωση του αθηναϊκού λαού. Οι Ιταλοί καραμπινιέροι τους επιτίθενται[123].  Αυτές τις μέρες ο βασιλιάς Γεώργιος και ο Εμμ. Τσουδερός έρχονται από το Λονδίνο στη Μέση Ανατολή και πηγαίνουν στην Παλαιστίνη για να γιορτάσουν με το στρατό την 25η Μαρτίου[124]. Ο Γ. Σεφέρης στις «Μέρες Δ΄» αναφέρει για τον Τσολάκογλου ότι «ο κόσμος περιμένει τη νίκη και ανέχεται τον Τσολάκογλου, βλέποντας πως κάνει ό,τι μπορεί για ν΄ αλαφρύνει τη μιζέρια του λαού. Ο Τσολάκογλου κλείνει και δεν κλείνει τα μάτια για τις διάφορες κινήσεις φοιτητών, αποδράσεις αξιωματικών κλπ»[125].

Στις ελάχιστες αναφορές του Γιώργου Σεφέρη για το Μεταξά όχι μόνο δεν κάνει αρνητική κριτική για τον ίδιο και τις πράξεις του αλλά ο τρόπος που τον παρουσιάζει είναι επιεικής και διπλωματικός. Παραθέτει μία ομιλία του Μεταξά που δεν δείχνει έναν δικτάτορα αλλά έναν πατριώτη, ίσως και δημοκράτη. Αναφέρει: «Κύριοι με κατηγόρησαν για δύο πράγματα: πρώτα πως είμαι γερμανόφιλος και δεύτερο πως δεν έχω φαντασία και συναίσθημα όπως ο Βενιζέλος. Είναι αλήθεια πως ανατράφηκα στη Γερμανία και πως είχα πολλούς δεσμούς με αυτή τη χώρα. Αλλά όπως μισεί κανείς ένα φίλο που δεν στάθηκε στο ύψος της φιλίας του περισσότερο από έναν αδιάφορο άνθρωπο, έτσι μισώ τώρα τους Γερμανούς. Όσο για το άλλο, είμαι βέβαια Κεφαλλονίτης και το έχω φυσικό να τα βάζω κάτω τα πράγματα και να τα ζυγιάζω. Αλλά είναι στιγμές που αφού τα ζυγιάσει κανείς και τα μετρήσει όλα, πρέπει να αφήσει την καρδιά του να υπαγορεύσει την τελειωτική απόφαση. Και η καρδιά μου μου λέγει πως δεν μπορώ να προδώσω μία ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων. Όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου μπορεί να παραιτηθεί»[126]. Και μερικές γραμμές πιο κάτω τον παρουσιάζει ως πατριώτη[127]. Σε μία αναφορά του για το καθεστώς της 4ης Αυγούστου λέει για «την ανόητη προσπάθεια της 4ης Αυγούστου για να σβήσει και να θάψει και να παραμορφώσει όχι μόνο την πρόσφατη ιστορία αλλά και την αρχαία»[128].

Απρίλιος 1942

Στις 18 Απριλίου του 1942 ο Παν. Κανελλόπουλος φτάνει στο Κάιρο μέσω Σμύρνης, Χαλεπιού και Βηρυττού, μια βδομάδα νωρίτερα από το Γ. Σεφέρη[129]. Στην κατεχόμενη Ελλάδα από τις 12 μέχρι τις 21 Απριλίου κηρύσσεται πανελλαδική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων στην οποία παίρνουν μέρος 50.000 απεργοί. Πρόκειται για τον πρώτο μεγάλο απεργιακό αγώνα της κατοχής[130]. Στις 25 ο Γιώργος Σεφέρης, μαζί με τη Μάρω, επιστρέφει στο Κάιρο από τη Νότιο Αφρική.

Ο Ρ. Μπήτον αναφέρει ότι ο Γ. Σεφέρης έγινε φίλος με τον Π.Κανελλόπουλο και παρέμεινε φίλος του για όλη του τη ζωή, όπως φίλος τους ήταν και ο Σ.Μ. Γουντχάουζ[131]. Με το νέο ανασχηματισμό της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης ο Π.Κανελλόπουλος παίρνει τα τρία πολεμικά υπουργεία και γίνεται αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Οι υπόλοιποι της κυβέρνησης όπως ο Εμμ.Τσουδερός, οι υπουργοί Κ.Βαρβαρέσος, Στ.Δημητρακάκης, Ανδρέας Μιχαλόπουλος, Γ.Μαντζαβίνος και ο Α.Αγνίδης μένουν στο Λονδίνο. Στην κυβέρνηση υπάρχει και υπουργός Παιδείας, ο Σέκερης, που μένει στην Αμερική[132].

Ο Γ. Σεφέρης αναφέρει ένα σχόλιο για τον Τσολάκογλου όπου λέει ότι «κάνει την πολιτική των Γερμανών και επειδή φοβάται μήπως του πάρουν την κυβέρνηση άλλοι που είναι με το μέρος των Ιταλών, προσπαθεί να κολακέψει τους Ναζί, γι΄ αυτό δεν μπορεί να κάνει την πολιτική που πρέπει: υποκύπτει πάντα, και όταν ακόμη θα μπορούσε να αντισταθεί»[133].

Μάιος 1942

Το Μάιο του 1942 η Γ΄ Κομμουνιστική Διεθνής στηρίζει το αντάρτικο πολέμου, ως βοηθητικό των συμμαχικών στρατευμάτων[134]. Στην Ελλάδα έχουμε «οργάνωση από το ΕΑΜ διαδήλωσης στην Αθήνα για την Εργατική Πρωτομαγιά»[135], ενώ στις 14, έχουμε σύσκεψη στελεχών στη Λαμία με εισηγήτη τον Άρη Βελουχιώτη. Συγκροτείται η πρώτη αντάρτικη ομάδα στη Ρούμελη και λίγες μέρες αργότερα στις 23, τα ξημερώματα, στον Σπερχειό, συγκροτείται η πρώτη ομάδα του ΕΛΑΣ[136]. Στην Αφρική έχουμε τη γερμανοϊταλική επίθεση στη Δυτική Έρημο, την εκστρατεία του Ρόμελ κατά της Αιγύπτου, όπου επικεφαλής των συμμάχων ήταν ο Μοντγκόμερι[137]. Στις 26 Μαΐου υπογράφεται στο Λονδίνο σοβιετοαγγλικό σύμφωνο συμμαχίας στον πόλεμο εναντίον της χιτλερικής Γερμανίας και των συνενόχων της στην Ευρώπη, καθώς και συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας ύστερα από τον πόλεμο[138]. Το 1942 η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ) στέλνει δύο υπομνήματα στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, ένα το Μάιο και το άλλο το Σεπτέμβριο με αίτημα την εκδημοκρατισμό[139].

Ιούνιος 1942

Τον Ιούνιο του 1942 το Μεξικό κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον του "Άξονα"[140]. Στις 16 Ιουνίου έχουμε κινητοποίηση μισθωτών Αθήνας και Πειραιά. 20.000 υπάλληλοι, εργάτες και φοιτητές θα διαδηλώσουν στην οδό Μητροπόλεως, στο κέντρο της Αθήνας και θα συγκρουστούν με την αστυνομία και τους καραμπινιέρους[141]. Τον ίδιο μήνα ο Μολότοφ (υπουργός εξωτερικών της ΕΣΣΔ) υποβάλει το αίτημα, σε ΗΠΑ και Αγγλία, ν΄ ανοίξουν δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη για ν΄ αντέξει το σοβιετικό[142]. Ο δε Εμμ. Τσουδερός ταξιδεύει στη Αμερική και συζητά το επισιτιστικό πρόβλημα της Ελλάδας με το Φ.Ντ. Ρούσβελτ[143].

Για την πολιτική κατάσταση που επικρατεί ο Γ. Σεφέρης σχολιάζει σχετικά ότι «το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι από τις κουταμάρες των Εγγλέζων στρατηγών εξαρτάται αν θα καταστραφεί ο μισός ή ολόκληρος ο πληθυσμός του τόπου μου»[144].

Στις 20 Ιουνίου 1942, στο Κάιρο, γράφει το ποίημα «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»[145].

Η άφιξη του Κανελλόπουλου στο Κάιρο παρουσιάζεται θετικά από τον ποιητή ως «το σπουδαιότερο γεγονός που μας συνέβηκε από τον καιρό της Κρήτης. Η υποδοχή που του έγινε από τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μ.Α. ήταν καταπληκτική, και ιδιαίτερα θερμή από τους Άγγλους»[146]. Αυτή την εποχή στο Κάιρο επικρατεί μία «ατμόσφαιρα στουμπωμένη με μηχανορραφίες: κόλπα των Άγγλων, κόλπα των Ελλήνων πολιτικατζήδων, ακαταστασίες στο στρατό…»[147].

Ο Ρόμελ νίκησε τους Βρετανούς και έφτασε με το στρατό του έξω από την Αλεξάνδρεια, έτσι τον Ιούνιο του 1942 «οι περισσότεροι Έλληνες αξιωματούχοι και πολιτικοί που βρίσκονται στο Κάιρο θα διασχίσουν σε μία μαζική, σπασμωδική έξοδο τη Διώρυγα του Σουέζ υπό συνεχείς αεροπορικές επιδρομές, για να πάνε στα Ιεροσόλυμα, εκεί θα περάσουν ο Γιώργος και η Μάρω τον επόμενο μήνα»[148]. Στο τέλος του μήνα η λεγόμενη «Αναδίπλωσις» τερματίζεται και επιστρέφει στο Κάιρο.

Αύγουστος 1942

Η Βραζιλία κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και της Ιταλίας[149].

Σεπτέμβριος 1942

Στην Αθήνα και τον Πειραιά, από τις 7 μέχρι τις 14 πραγματοποιείται μαζική απεργία. Το σύνολο των απεργών ανέρχεται σε 60.000, στη διαδήλωση κατεβαίνουν 20.000 απεργοί[150]. Στις 20 Σεπτεμβρίου μέλη της ΠΕΑΝ ανατινάζουν τα γραφεία της φασιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ[151], δύο μέρες μετά, στις 22, ο Γ.Σεφέρης διορίζεται Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής.

Αυτή την περίοδο σχολιάζει ότι «λείπουν οι χρήσιμοι άνθρωποι. Οι βλαβεροί είναι πολλοί: οι μεταπράτες, οι λαγουμιτζήδες, οι εγωμανείς, οι σχοινοβάτες, οι προπέτασμα-της-φλυαρίας, οι σακάτηδες, οι αφήστε-με-ήσυχο, οι παράσιτοι, τόσοι άλλοι»[152].

Οκτώβριος 1942

Στις 23 Οκτωβρίου αρχίζει η αγγλική επίθεση στο Αλαμέιν. Η νίκη της 8ης Στρατιάς μετά την επίθεση του Μοντγκόμερι (στρατηγού τότε) στο Αλαμέιν κατέληξε στη διάλυση των γερμανοϊταλικών δυνάμεων που διοικούσε ο στρατάρχης Ρόμελ και την αιχμαλώτιση ολόκληρων εχθρικών μεραρχιών. «Η ελληνική ταξιαρχία μπήκε στη μάχη δύο ώρες πριν αρχίσει η γενική επίθεση»[153]. Πέντε μέρες μετά στην Αθήνα δεκάδες χιλιάδες Αθηναίοι γιορτάζουν με διαδηλώσεις την επέτειο του όχι[154]. Την επόμενη μέρα, στις 29, δίνεται η μάχη στο Κρίκελο του Καρπενησίου, ο ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Άρη εξοντώνει ιταλική διμοιρία[155].

Βρισκόμαστε πάντα στο Κάιρο και σύμφωνα με το Γ. Σεφέρη η Φρειδερίκη διαπιστώνει ότι «η προπαγάνδα μας είναι αφημένη στην τύχη και πως μιλούμε με τόνο υπερβολικά κλαψιάρικο για την πείνα, ενώ οι Γιουγκοσλάβοι έχουνε χαλάσει τον κόσμο με τον Μιχαήλοβιτς. Είναι έξυπνη γυναίκα και έχει δίκιο»[156] θα σχολιάσει ο ίδιος. Την ίδια μέρα ο Γιώργος Σεφέρης γράφει στο ημερολόγιό του για την εκπομπή του διαδόχου στο ραδιόφωνο. Κάνει μία απλή αναφορά χωρίς κάποια κρίση. Γεγονός σπάνιο γι αυτόν, αν σκεφτούμε ότι σχολιάζει όσους αναφέρει.

Αλλά για τους Έλληνες πολιτικούς έχει να πει ότι «το Λονδίνο σαμποτάρει, οι άνθρωποί τους στην Αλεξάνδρεια σαμποτάρουν»[157].

Νοέμβριος 1942

Στις 8 Νοεμβρίου 1942 αρχίζει η επιχείρηση για την επανάκτηση των γαλλικών αποικιών της Β. Αφρικής (Μαρόκο, Τυνησία, Αλγερία) με 110.000 στρατιώτες στους οποίους συμμετείχαν και επτά αμερικάνικες μεραρχίες[158]. Στις 13 Νοεμβρίου τα αγγλικά στρατεύματα μπαίνουν στο Τομπρούκ (Λιβύη)[159] ενώ στις 25 έχουμε την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου[160]. Δύο μέρες μετά, στις 27, οι Γάλλοι ναύτες βυθίζουν το στόλο τους στην Τουλόν[161]. Τον ίδιο μήνα στην Ελλάδα ιδρύεται η ΕΚΚΑ[162].

Ο Γ. Σεφέρης δεν αργεί να ασκήσει κριτική και στον Π. Καννελόπουλο, για τον οποίο λέει ότι είναι «τρομερά νερουλός. Φράσεις, φράσεις χρώμα καταχνιάς. Κι αυτή η αμετροέπεια όταν έλεγε το θαυμασμό του και τα ευχαριστώ του για την Αγγλία»[163]. Φανερά απογοητευμένος από όλους τους πολιτικούς σημειώνει ότι «πρέπει νομίζω να το πάρω απόφαση, μια για πάντα: σοβαρότητα και πολιτική είναι δυο πράγματα τέλεια ξεχωρισμένα»[164] και ότι «το Λονδίνο (η εκεί κυβέρνηση) όταν στέλνει κανένα τηλεγράφημα, σου κάνει την εντύπωση ενός βαθιά κοιμισμένου που κάνει μιαν απροσδιόριστη χειρονομία, κι έπειτα πάλι αποχαυνώνεται, ακίνητος»[165].

Δεκέμβριος 1942

Στις 17 Δεκεμβρίου, στον Πειραιά, 7.000 εργάτες διαφόρων κλάδων κατεβαίνουν σε απεργία και διαδηλώνουν με αίτημα τη χορήγηση τροφίμων[166]. Στις 18 έχουμε τη μάχη του Μικρού Χωριού όπου τμήμα του ΕΛΑΣ χτυπά την εμπροσθοφυλακή ιταλικού συντάγματος και το νικά. Αυτή είναι η πρώτη μάχη σε ανοιχτό χώρο της αντίστασης[167]. Στις 22, στην Αθήνα, έχουμε συγκρούσεις έξω από το υπουργείο Εργασίας το οποίο "καταλήφθηκε". Ο πρώτος νεκρός φοιτητής είναι ο Μήτσος Κωνσταντινίδης και αργότερα ο φοιτητής της Ιατρικής Γεώργιος Φίλης (Βασίλης), στη διαδήλωση παίρνουν μέρος 40.000 άνθρωποι[168]. Τον ίδιο μήνα παραιτείται ο Τσολάκογλου και τον διαδέχεται ο γιατρός Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος[169].

Στις 16 Δεκεμβρίου 1942 ο Γ. Σεφέρης γράφει στο ημερολόγιό του για τους Άγγλους ότι γι αυτούς «δεν λογαριάζουμε περισσότερο από τους τρόφιμους ενός στρατοπέδου προσφύγων, και τους δικούς μας ταγούς τους κυβερνά πάντα ο φόβος μην προκαλέσουν δυσμένειες…»[170].  Λίγες γραμμές πιο κάτω αναφέρει ότι ο Π. Κανελλόπουλος ήταν «γενναίος και διορατικός πολιτικός» και στην επόμενη παράγραφο εύχεται «η τακτική του Κανελλόπουλου (θα) μπορούσε να μην ήταν τόσο επιπόλαια οχλαγωγική»[171] πρόκειται για τις αντιφάσεις στις κρίσεις του σχετικά με τον Κανελλόπουλο, γεγονός που δεν συμβαίνει με κανέναν άλλον, ίσως σε μικρότερη έκταση με τον Γ. Καρτάλη, όπως θα δούμε παρακάτω. Δείχνει, δηλαδή, μία αστάθεια στην κρίση του σε διάστημα λίγων σειρών.

Συνεχίζοντας την κριτική του για τον Εμμ. Τσουδερό γράφει: «λέει ο Τσουδερός, να έχει κανείς μεγάλο στομάχι για να χωνεύει τις ανεξήγητες και θλιβερές ενέργειες των μεγάλων συμμάχων μας. Κανείς δεν θα μπορούσε να γράψει καλύτερο επίγραμμα της κακομοιριάς μας»[172].

Καυστικός όπως πάντα δίνει ρεσιτάλ περιγραφής για την πολιτική κατάσταση όταν λέει ότι «η πολιτική είναι όπως το πορνείο, πρέπει να κάνουμε τη δουλειά μας με τις περιστάσεις της στιγμής»[173].

Χωρίς να χρησιμοποιεί έντονους χαρακτηρισμούς όπως στους υπόλοιπους πολιτικούς, ωστόσο, λέει για τον Κανελλόπουλο ότι «ένα από τα ελαττώματα του Κανελλόπουλου (τα πολιτικά) είναι ίσως πως δημιουργεί γύρω του μιαν ατμόσφαιρα αγοράς, όχι μιαν ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης. Τα λέει όλα σε όλους»[174].

Πιο κάτω σχολιάζει τα αντίποινα των Γερμανών αλλά και τη δική του απραξία «τουφέκισαν τρακόσους στην περιοχή του Γοργοποτάμου, γιατί βοήθησαν τους αντάρτες που τίναξαν το γεφύρι. Η ΥΠ. δεν έχει καμία πληροφορία… κάθε φορά που γίνεται κάτι τέτοιο με τσακίζει ο θυμός για την καταναγκαστική φυτοζωΐα όπου μας έχουν καταντήσει. Με όλα αυτά τα τέλματα που δημιουργεί η βλακεία και η μικροψυχία, είμαι σαν άρρωστος από τη δουλειά μου»[175].

1943

Ιανουάριος 1943

Από τις 14 μέχρι τις 24 Ιανουαρίου διεξάγεται η Συνδιάσκεψη της Καζαμπλάνκας, στην οποία παίρνουν μέρος ο Φ.Ντ. Ρούσβελτ και ο Ου. Τσόρτσιλ και στην οποία αποφασίζεται η απόβαση στη Σικελία με τον κωδικό "Βραχνή Φωνή"[176]. Τις ίδιες μέρες, στις 18, τα σοβιετικά στρατεύματα διασπούν τον αποκλεισμό του Λένινγκραντ[177] και στις 23 τα αγγλικά στρατεύματα μπαίνουν στην Τρίπολη της Λιβύης[178]. Τον ίδιο μήνα στην Αίγυπτο, στο Κάιρο, ιδρύεται ο Ελληνικός Απελευθερωτικός Σύνδεσμος (ΕΑΣ) ο οποίος συνεργάζεται με την ΑΣΟ[179].  Στο τέλος του Ιανουαρίου o Τσώρτσιλ συναντά στα Άδανα τον πρωθυπουργό και τον υπουργό της Τουρκίας Ινονού και Σαράτσογλου αντίστοιχα. Κατά τους Times (2/2/43) συζητήθηκαν και ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα και τα ελληνικά νησιά χωρίς να έχει την παραμικρή γνώση η ελληνική κυβέρνηση[180].

Για τη Σύσκεψη των Αδάνων ο Γ. Σεφέρης λέει: «αναρωτιέται κανείς ποιος εμπνέει περισσότερο σεβασμό: ο Τσολάκογλου στους Γερμανούς ή η Ελεύθερη Ελληνική Βασιλική Κυβέρνηση στους Άγγλους»[181].

Κάθε αναφορά του στους πολιτικούς είναι τσουχτερή, ουσιαστικά αποκαλεί ψεύτη τον Εμμ. Τσουδερό και κάνει τη διαπίστωση ότι ο Α.Μιχαλόπουλος «έχει ένα αλλιώτικο είδος χαζομάρας»[182].

Αυτή τη χρονιά, το 1943, γράφει  «Το άλλοθι ή ελεύθεροι Έλληνες, ΄43» στο οποίο καυτηριάζει τη μη συμμετοχή στα προβλήματα του Γεωργίου Β΄ ή του Εμμ. Τσουδερού-αδιευκρίνιστο ποιον από τους δύο εννοεί.

ΤΟ ΑΛΛΟΘΙ Ή ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΄43[183]

Στα νερά του Τάμεση

στα νερά του Νείλου

ένιβε τα χέρια του

κι έλεγε: δεν είμ΄ εγώ

κι έλεγε: δεν είμ΄ εγώ

Φεβρουάριος 1943

Στις 10 Φεβρουαρίου αρχίζει η απεργία πείνας τριών εβδομάδων του Γκάντι σε ένδειξη διαμαρτυρίας εναντίον της πολιτικής των αγγλικών αποικιακών αρχών στις Ινδίες[184]. Στις 27 πεθαίνει ο εθνικός ποιητής Κωστής Παλαμάς. Η κηδεία του γίνεται στις 28 και μετατρέπεται σε μεγάλη πατριωτική εκδήλωση[185].

Την ίδια εποχή ο Γ. Σεφέρης μαθαίνει το διωγμό που υπέστη ο Ι.Κακριδής και σχολιάζει: «για τη δίκη των τόνων που έκαναν στον Κακριδή ο Εξαρχόπουλος και άλλοι γλωσσαμύντορες. Δεν είναι τσιμπούρια, είναι μύγες του αποπάτου αυτά τα όντα. Για σκέψου»[186].

Μάρτιος 1943

Το Μάρτιο του 1943 εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ανταρσίας στις ελληνικές Ταξιαρχίες που είχαν βάσεις στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη[187]. Στις 5 Μαρτίου πραγματοποιείται δπεριτριγυρισμένος περιτριγυρισμένος περιτριγυρισμένοςιαδήλωση διαμαρτυρίας 200 χιλιάδων Αθηναίων εναντίον της επιβολής καταναγκαστικής εργασίας από τους Γερμανούς κατακτητές. Στις συγκρούσεις έχουμε 18 νεκρούς και 135 τραυματίες[188]. Λίγες μέρες μετά τα γεγονότα της Αθήνας ο Γ. Σεφέρης δίνει διάλεξη για τον Κωστή Παλαμά, ενώ στις 21 αρχίζει η αγγλοαμερικανική επίθεση στην Τυνησία[189]. Στην εθνική επέτειο, στις 25 Μαρτίου, 300.000 λαού διαδήλωσαν στους δρόμους της Αθήνας. Ο απολογισμός της διαδήλωσης είναι 32 νεκροί και 180 τραυματίες[190]. Η ιστορία είναι γεμάτη με συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με Γερμανούς και Ιταλούς όπως είναι και γεμάτη με τα φριχτά αντίποινα  των κατακτητών.

Όσο ο Εμμ. Τσουδερός πρωταγωνιστεί στην πολιτική σκηνή δεν φεύγει από την καυστική πέννα του Γ. Σεφέρη. Λέει σχετικά: «ξυπνώντας σήμερα το πρωί, ένα μότο για τον Τσουδερό: ΄διάλυε για να κυβερνάς΄. Το όπλο του είναι η αποσύνθεση. Κάθε του πράξη μυρίζει πτωμαϊνη»[191].

Στο «Πολιτικό Ημερολόγιο Α» αυτό το μήνα αναφέρει και το εξής: «είχα μέσα στο φάκελό μου μυστικές εφημερίδες του Ζέρβα που έβριζαν ελεεινά το Βασιλέα. Τον έλεγαν «ηλίθιο» και τον μνημόνευαν ως ‘Γ.Γλυξβούργο’»[192].

Για τον Κανελλόπουλο λέει ότι «δεν μετρά τα πράγματα με το ανάστημα του ανθρώπου, όπως στις αρχαίες πολιτείες και στο Μακρυγιάννη»[193].

Το κίνημα στο στρατό ο Γ. Σεφέρης το αναφέρει ως «επανάσταση», ότι κύριο αίτημά τους είναι «κάτω οι φασίστες», ότι τους κέντριζαν οι ταξίαρχοι για ιδιοτελείς σκοπούς και ότι από όλη αυτή την κατάσταση βλάφτηκε πολιτικά ο Κανελλόπουλος[194].

Για τον Εμμ. Τσουδερό «βιολογικά μου κάνει την εντύπωση –ακριβώς- ενός υπέρογκου χαμωλέοντα με μαύρο καπέλο»[195].

Με πηγή τον Γ. Αθανασιάδη μαθαίνουμε ότι ο Γληνός στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» για την ομάδα που είναι γύρω από τον Κ.Τσάτσο και Π.Κανελλόπουλο αναφέρεται ως η ομάδα των «αρχειοφιλοσόφων» οι οποίοι χρησιμοποιώντας μία «προοδευτική» φρασεολογία στην ουσία τρέφουν φασιστικές αντιλήψεις και τους ονόμαζε ως «ανθυποφιλόσοφους του φασισμού»[196].

Απρίλιος 1943

Στις 7 Απριλίου ο Ι.Ράλλης αντικαθιστά τον Κων. Λογοθετόπουλο στην κατοχική κυβέρνηση[197] και στις 20 Απριλίου του 1943 ιδρύεται το Σύνταγμα 5/42 στην Παρνασσίδα[198].

Μάιος 1943

Το Μάιο του 1943 συγκροτείται το Γενικό Στρατηγείο του  ΕΛΑΣ με τον Στέφανο Σαράφη, τον Άρη Βελουχιώτη και τον Βασίλη Σαμαρινιώτη[199]. Στην Ουάσιγκτον από τις 11 μέχρι τις 19 έχουμε συνομιλίες των Τσώρτσιλ και Φ.Ντ.Ρούσβελτ[200]. Στις 12-13 Μαΐου πραγματοποιείται η συνθηκολόγηση της γερμανικής ομάδας στρατιών "Άφρικα" στην Τυνησία[201] και στις 19 ο Γ. Σεφέρης δίνει τη διάλεξή του για το Μακρυγιάννη στο Κάιρο, λυπάται που είχε λίγο κόσμο, γύρω στους 500, σε αντίθεση με αυτή που έδωσε στην Αλεξάνδρεια, στον κινηματογράφο «Ριάλτο», στις 16 Μαΐου που είχε γύρω στους 1.400 ανθρώπους[202].

Iούνιος του 1943

Στις 25 Ιουνίου του 1943, στην Αθήνα 400.000 περίπου λαού κατεβαίνουν σε διαδήλωση διαμαρτυρίας για τους εκτελεσθέντες στο Κούρνοβο. Απολογισμός 40 νεκροί, 250 τραυματίες[203]. Μία μέρα πριν, στις  24 Ιουνίου 1943, ο Γ.Σεφέρης γράφει το ποίημα «Μέρες τ΄ Απριλίου ΄43» στο οποίο παρουσιάζει το γενικότερο κλίμα των μηχανορραφιών που επικρατούσαν στην εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου. Κάνει αναφορά στα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν την εξέγερση του ελληνικού στρατού στη Μέση Ανατολή και την πολιτική πτώση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.  Εκείνη την εποχή ο Γ.Σεφέρης ήταν προϊστάμενος της Κεντρικής Υπηρεσίας Τύπου.

ΜΕΡΕΣ Τ΄ ΑΠΡΙΛΗ ΄43[204]

Τρουμπέτες, τραμ, βορβορυγμοί, τρίξιμο φρένων

χλωροφορμίζουν το μυαλό του όπως μετράς

όσο βαστάς κι έπειτα χάνεσαι

στη νάρκη και στο έλεος του χειρούργου.

Στους δρόμους περπατά με προσοχή, να μη γλιστρήσει

στις πεπονόφλουδες που ρίχνουν αδιαφόρετοι αραπάδες

ή πρόσφυγες πολιτικάντηδες και το σινάφι,

παραμονεύοντας: θα τηνε πατήσει;-δε θα την πατήσει;

Όπως μαδάς μια μαργαρίτα,

προχωρεί

κουνώντας μιαν υπέρογκη αρμαθιά ανωφέλευτων κλειδιών,

το στεγνό γαλάζιο μνημονεύει

ρεκλάμες ξεβαμμένες της Ελληνικής Ακτοπλοΐας,

παράθυρα μανταλωμένα πάνω σε πρόσωπα ακριβά,

ή λίγο καθαρό νερό στη ρίζα ενός πλατάνου.

Προχωρεί πηγαίνοντας στη δουλειά του καθώς

χίλια λιμάρικα σκυλιά του κουρελιάζουν τα μπατζάκια

και τον γυμνώνουν.

Προχωρεί, παραπατώντας, δαχτυλοδειχτούμενος,

κι ένας πηχτός αγέρας φέρνει γύρα

σκουπίδια, καβαλίνα, μπόχα και καταλαλιά

Κάιρο, Σάρια Εμάντ ελ Ντιν, 24 Ιουνίου ΄43

Ιούλιος 1943

Στις 9 Ιουλίου 1943 γίνεται απόβαση αγγλικών και αμερικανικών δυνάμεων στη Σικελία[205]. Στις 22 Ιουλίου 500.000 Αθηναίοι κατεβαίνουν σε μαχητική απεργία και διαδήλωση στην Αθήνα ενάντια στην επέκταση της βουλγαρικής φασιστικής κατοχής και στην υπόλοιπη Μακεδονία. Ο απολογισμός της διαδήλωσης είναι 53 νεκροί, 80 τραυματίες και 500 συλληφθέντες[206]. Στη γειτονική Ιταλία, στις 24-25, έχουμε γκρέμισμα της φασιστικής κυβέρνησης, σύλληψη του Μουσολίνι και σχηματισμός της κυβέρνησης Π.Μπαντόλιο. Στα τέλη του Ιουλίου, στις 25, αρχίζουν οι μαζικές επιδρομές της αγγλοαμερικανικής αεροπορίας εναντίον του Αμβούργου[207].

Η μόνη αναφορά που κάνει ο Γ.Σεφέρης για την πτώση και σύλληψη του Μουσολίνι και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας είναι η παρακάτω: «σήμερα ξυπνώντας η εφημερίδα: MUSSOLINI A DEMISSIONNE με υπέρογκα κεφαλαία»[208].

Αύγουστος 1943

Στις 9 Αυγούστου, πραγματοποιείται η άφιξη των Ελλήνων ανταρτών στο Κάιρο. Από το ΕΑΜ ήρθαν οι Α. Τζίμας, Π. Ρούσος, Ηλ. Τσιριμώκος, Κ. Δεσποτόπουλος, από τον ΕΔΕΣ ο Κ.Πυρομάγλου, από την ΕΚΚΑ ο Γ. Καρτάλης, και ο Γ.Εξηντάρης[209] ως εκπρόσωπος των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων του Κέντρου, οι οποίοι διατύπωσαν και το αίτημά του δημοψηφίσματος[210]. Στις 14 Αυγούστου του 1943 τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθερώνουν το Κουρσκ[211]. Στις  17 Αυγούστου τα αγγλοαμερικανικά στρατεύματα ολοκληρώνουν την κατάληψη της Σικελίας ενώ αρχίζει στις 17 και ολοκληρώνεται στις 25 η αγγλοαμερικανική διάσκεψη στο Κεμπέκ[212]. Στις 19 η κυβέρνηση του Εμμ. Τσουδερού συμφωνεί με τη δήλωση που έχουν υπογράψει στο Κάιρο οι αντιπρόσωποι της αντίστασης, ο Π. Κανελλόπουλος και ο Γ. Εξηντάρης ως εκπρόσωπος των αστικών κομμάτων στην Ελλάδα περί μη επιστροφής του βασιλιά χωρίς δημοψήφισμα. Από τις 22 μέχρι τις 24 Αυγούστου, στην Αθήνα και τον Πειραιά, οι τροχιοδρομικοί κατεβαίνουν σε γενική απεργία. Κανένα τραμ δεν κινείται. Αίτημα; Να μη σταλούν εργάτες στη Γερμανία[213].

Ο Γ. Σεφέρης αναφέρει για την άφιξη των έξι ανταρτών από την Ελλάδα ότι οι Άγγλοι ούτε που τους ειδοποίησαν «οι Άγγλοι το ονομάζουν, αυτόν τον ερχομό, ΄συμπτωματικό γεγονός΄»[214].

Τον Αύγουστο του 1943, ο Γ.Σεφέρης γράφει το ποίημά του «Θεατρίνοι Μ.Α.» στο οποίο μιλάει για την κατάσταση που επικρατούσε στο Κάιρο, τη στημένη παράσταση. Και όπως λέει ο Ρ. Μπήτον «η Ελλάδα και τα ελληνικά ζητήματα έχουν πλέον υποχωρήσει στα παρασκήνια, δεν είναι παρά ένα σκηνικό που εύκολα μπορεί να αποκαθηλωθεί και να συσκευαστεί»[215].

ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ Μ.Α.[216]

Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε

όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε

στήνουμε θέατρα και σκηνικά,

όμως η μοίρα μας πάντα νικά.

Και τα σαρώνει και μας σαρώνει

και τους θεατρίνους και το θεατρώνη

υποβολέα και μουσικούς

στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.

Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,

ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,

μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές

κι επιφωνήματα και χαραυγές.

Ριγμένα ανάκατα μαζί μ΄ εμάς

(πες μου που πάμε; Πες μου που πας;)

πάνω από το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα

σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέρβρα.

Γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα

(πότε μας γέννησαν; Πότε μας θάψαν;)

και τεντωμένα σαν τις χορδές

μιας λύρας που ολοένα βοίζει. Δες

και την καρδιά μας, ένα σφουγγάρι,

στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι

πίνοντας το αίμα και τη χολή

και του τετράρχη και του ληστή.

Μέση Ανατολή, Παρασκευή 6 Αυγούστου 1943

Η άφιξη των ανταρτών στο Κάιρο γίνεται έμπνευση για να γράψει τον Αύγουστο του 1943 το ποίημά του «Ανάμεσα στα κόκαλα εδώ». Τα βουνά που επικαλείται είναι οι αντάρτες και «η νεκρή και ξεραμένη από κόκαλα γη υποδηλώνει τόσο την αιγυπτιακή έρημο όσο και το μουχλιασμένο θανάσιμα στάσιμο κόσμο της εξόριστης κυβέρνησης»[217].

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΚΟΚΑΛΑ ΕΔΩ[218]

Ανάμεσα στα κόκαλα

μια μουσική:

περνάει την άμμο,

περνάει τη θάλασσα.

Ανάμεσα στα κόκαλα

ήχος φλογέρας

ήχος τυμπάνου απόμακρος

κι ένα ψιλό κουδούνισμα,

περνάει τους κάμπους τους στεγνούς

περνάει τη θάλασσα με τα δελφίνια.

Ψηλά βουνά, δε μας ακούτε!

Βοήθεια! Βοήθεια!

Ψηλά βουνά θα λιώσουμε, νεκροί με τους νεκρούς!

Κάιρο, Αύγουστος 1943

Ο Γ.Σεφέρης γράφει ένα σαρκαστικό ποίημα το «Αντάρτες στη Μ.Α.». Αναφέρει τον Πέτρο Ρούσο ως Ρούκο, τον Ανδρέα Τζήμα ως Ντύμα, τον Πυρομάγλου ως Πύρο, τον Κώστα Δεσποτόπουλο ως Δεσπότη και τον Ηλία Τσιριμώκο ως Τζίρο. Παρουσιάζει την ελληνική ηγεσία του Καΐρου χωρίς καμία συμμετοχή στο γεγονός, ως άσχετη και ανίκανη.

ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΣΤΗ Μ.Α.[219]

(αφήγηση για τα παιδιά)

Ήσυχοι ήμασταν, ας πούμε,

εδώ που λαχε να ζούμε

μες στη ζέστη την ογρή

μες στη Μέση Ανατολή.

Φούσκωνε και το ποτάμι,

φούσκωναν και τα μυαλά

κι ήμασταν σαν το καλάμι

Στην παχιά ακροποταμιά.

όταν ήρθανε οι αντάρτες

με πιστόλες και με χάρτες

να ταράξουν τη ζωή μας.

Ήρθε ο Ρούκος ήρθε ο Ντύμας,

ο Καρτάλης με τον Πύρο,

κι ο Δεσπότης με τον Τζίρο,

και τους βάλαν στ΄ αψηλά

με χαφιέδες και δροσιά

να θυμούνται τα βουνά.

«Τι γυρεύουν; Τι γυρεύουν;»

Φώναζαν στις παροικίες.

«Τι γυρεύουν; Τι γυρεύουν;»

φώναζαν στις νταχαμπίες.

«Ποιος τους έφερε δω-πέρα

Να μας πάρουν τον αέρα;»

«Μην τους φέραν οι Συμμάχοι;»

«Αλλ΄ αυτοί μας αγαπούν

και δε θέλουν την αμάχη

στους λαούς που πολεμούν

για να ζήσει η ανθρωπότη

Έξω απ΄ της σκλαβιάς τα σκότη».

«Μην τους φέραν οι Αραπάδες

Για να πάρουνε μπαξίσι;»

«Αδερφέ μου, οι Ελληνάδες

που γλεντούν σε κάθε κρίση,

αυτοί πάλι βρήκαν κάτι

να μας κόψουν το ραχάτι».

Κίτρινος και σιωπηλός

όταν τον ρωτήσουν κάτι,

μ΄ένα νεκρωμένο μάτι

τους κοιτάει και τους ρωτά:

«Που τα βρήκατε όλα αυτά;

τι ΄ναι αυτός ο λουκουμάς;

άρτζι μπούρτζι και λουλάς,

πράσινα άλογα και θειάφι,

δεν τ΄ αφήνετε στο ράφι

με μια τρύπια κατσαρόλα,

μ΄ ένα πράσο, με μια φόλα

μολονότι ορθόν θα ήτονα

να ρωτήστε και το γείτονα,

να ρωτήστε το χασάπη,

να ρωτήστε τον αράπη

που πουλάει ζεστά σουδάνια

καλοχώνευτα και σπάνια».

Οι αντάρτες σαν τον είδαν

πήγε να τους φύγει η βίδα.

Μέρα-νύχτα συζητούσαν,

μέρα-νύχτα πολεμούσαν

για να βρούνε κάποια λύση

στης Ανατολής την κρίση

που ήταν πια μασκαραλίκι.

Μα οι Εγγλέζοι που τους θρέφαν

χωρίς να πλερώνουν νοίκι,

έπαψαν να παίζουν πρέφα

και σα να μοιραζαν κόλλυβα

τους εμάζεψαν αθόρυβα

και τους στείλανε ξανά

στα ψηλά τους τα βουνά.

«Τα Περιστέρια» 5.9-24.10.1943

«Το απόγευμα στο «Eden House» όπως το βάπτισα, στο 8ο πάτωμα, όπου κατοίκησαν τους αντάρτες»[220] και λίγο πιο κάτω λέει για τον Καρτάλη «τρομερά αδύνατος και πίνει το καταπέτασμα»[221].

Ο Γ. Σεφέρης δείχνει μια εμμονή να ονομάζει «εμφύλιο πόλεμο» τις πολιτικές διαφορές ή τις συγκρούσεις των ανταρτών. Το ίδιο κάνει και τώρα όταν λέει «Στο ΄Shepheard’s’  χτες και άλλοι. Μεγάλη βαρυθυμία: δεν μπορούν να σηκωθούν ψηλότερα. Άλλοι με τις προσωπίδες του ιδιαίτερου αγώνα τους, του δράματος που παίζεται σήμερα, άλλοι, χειρότεροι, σαρακωμένοι από παλιές ιδιοτέλειες, που έχουνε γίνει τώρα πια ανυπόστατες. Έκδηλα σημάδια πραγματικού εμφύλιου σπαραγμού, κάτω από το γενικό πόλεμο που μοιάζει να αλλοιώνεται τούτες τις μέρες και να παίρνει καινούρια χαραχτηριστικά»[222].

Σεπτέμβριος 1943

Το Σεπτέμβριο του 1943 αγγλικά στρατεύματα κάνουν απόβαση σε Καστελόριζο, Σάμο, Κω, Λέρο[223]. Ανάλογη επιχείρηση στην Ικαρία απέτυχε. Στις 26 Οκτωβρίου  οι Σοφούλης και Μπουρδάρας πηγαίνουν στη Σάμο ενώ στις 22 Νοεμβρίου αποχωρούν με πολλές απώλειες μετά από συνδυασμένες γερμανικές επιθέσεις από αέρα και θάλασσα[224]. Στις 8 ανακοινώνεται η συνθηκολόγηση της Ιταλίας[225]. Στην Αθήνα στις 24 και στις 27 δυνάμεις της Ειδικής Ασφάλειας επιτέθηκαν σε φοιτητές στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αποτέλεσμα; Δύο νεκροί και δέκα τραυματίες[226].

Οκτώβριος 1943

Στις αρχές του Οκτωβρίου του 1943 τα τάγματα ασφαλείας οπλίζονται από τους Γερμανούς και μπαίνουν κάτω από τις διαταγές του γερμανού Στρόοπ. Όλη αυτή την περίοδο οι Γερμανοί εκτελούν και θα εκτελούν, μέχρι να φύγουν, πατριώτες στο σκοπευτήριο της Καισαριανής[227]. Από τις 10 Σεπτεμβρίου μέχρι και το Φεβρουάριο του 1944 έχουμε συγκρούσεις μεταξύ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ[228]. Στις 13 Οκτωβρίου η Ιταλία (κυβέρνηση Μπαντόλιο) κηρύσσει τον πόλεμο στη Γερμανία[229]. Στη Μόσχα από τις 19 μέχρι και τις 30 λαμβάνει χώρα η διάσκεψη των υπουργών εξωτερικών της ΕΣΣΔ, ΗΠΑ και Αγγλίας[230]. Στην Ελλάδα έχουμε μαζικές διαδηλώσεις για την επέτειο του ΟΧΙ[231].

Ο Γ. Σεφέρης αναφέρει ότι γίνεται εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Δεν λέει κάτι συγκεκριμένο ποιοι με ποιους αλλά αυτός ο εμφύλιος κρατά από το Σεπτέμβριο. «Εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα-εδώ τέλειο χάος»[232].

Ασκεί κριτική για τα όπλα που δίνουν οι Άγγλοι στο ΕΑΜ στη Σάμο, «οι Άγγλοι αρνιούνται να δεχτούν την πρόταση της κυβέρνησης να στείλει αξιωματικό και να κάνει ταχτική στρατολογία και δίνουν όπλα στους αντάρτες, όλους ΕΑΜίτες  που από 500 στις μέρες της κατοχής έγιναν τώρα καθώς λένε, 2.000. Και οι ασυναρτησίες πληρώνουνται ακριβά, όπως πληρώνουμε τώρα την ασυνάρτητη οργάνωση του ανταρτοπόλεμου στην Ελλάδα. Ρωτιέται κανείς γιατί δεν τους τα χτυπάει στα μούτρα Βασιλιάς και Κυβέρνηση, αφού μας έχουν καταντήσει στο τελευταίο σκαλί του εξευτελισμού»[233]. Ύστερα από όσα έχει πει για την κυβέρνηση και τη σχέση της με τους Άγγλους η ερώτησή του είναι αφελής ή τυπική;

Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι για την αποτυχία των συνομιλιών των ανταρτών υπεύθυνα είναι τα κόμματα της Αθήνας ότι «μπήκαμε σε έναν εμφύλιο πόλεμο» και ότι η «΄ελεύθερη΄ ελληνική κυβέρνηση κάνει τον κουτό, νίβει τα χέρια της, χάνεται σε μικροκαυγάδες και είναι ευχαριστημένη κατά πάσα πιθανότητα που την αγνοούν γιατί της αρέσει να φυλάγεται από τις κακοτοπιές»[234].

Νοέμβριος 1943

Στις 6 Νοεμβρίου του 1943 οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού απελευθερώνουν το Κίεβο[235]. Στις 10 Νοεμβρίου, σύμφωνα με το Γιώργη Αθανασιάδη, «οργανώθηκε σύσκεψη από τον ίδιο τον Άγγλο λοχαγό (εννοεί τον Ντόναλντ Στοτ) με συμμετοχή του αξιωματικού της Γκεστάπο. Σ΄ αυτή πήραν μέρος αντιπρόσωποι των νεοϊδρυμένων ταγμάτων ασφαλείας, της χωροφυλακής, της αστυνομίας πόλεων, του ΕΔΕΣ Αθήνας (Παπαγεωργίου-Παπαθανασόπουλος), που πέρασε ανοιχτά στη συνεργασία του κατακτητή, της Χ, της ΡΑΝ, της Εθνικής Δράσης. Κατά τον Χρ. Ζαλοκώστα (το χρονικό της σκλαβιάς, σελ.240-241) η σύσκεψη έγινε στις 10/11/1943 στο σπίτι του πεθερού του Σιφναίου»[236]. Από τις 22 μέχρι τις 26 Νοεμβρίου γίνεται διάσκεψη στο Κάιρο με τους Ου. Τσόρτσιλ, Φ.Ντ.Ρούσβελτ και Τσαγκ Καισέκ. Δύο μέρες αργότερα γίνεται η διάσκεψη των αρχηγών των κυβερνήσεων ΕΣΣΔ, ΗΠΑ και Αγγλίας στην Τεχεράνη[237]. Στο τέλος του μήνα, στις 30, τα Τάγματα Ασφαλείας κάνουν επιδρομές στα νοσοκομεία που νοσηλεύονται ανάπηροι πολέμου, συλλαμβάνουν 1.700 και τους κλείνουν στις φυλακές Χατζηκώστα[238].

Ο Γ. Σεφέρης αναφέρεται στην εξολόθρευση της υπαίθρου στην Ελλάδα από τους Γερμανούς, στην τραγωδία της Κω, στις εμπρηστικές βόμβες στην Κέρκυρα, στην καταστροφή της Λέρου και σχολιάζει τη νοοτροπία των Άγγλων γράφοντας «όταν κάποιος παρατήρησε ότι οι πληθυσμοί θα πρέπει να υποφέρουν πάρα πολύ στα μέρη αυτών των μετώπων ο αξιωματικός που έκανε τις δηλώσεις αποκρίθηκε με ύφος πολύ προστατευτικό: ΄My dear young man, there; Sο a war going on and somebody has to suffer.”  Ποιος; Οι διάφοροι natives φυσικά. Ποτέ δεν ένιωσα την κατάσταση και τις αντιδράσεις του εξανδραποδισμένου όσο τούτες τις μέρες, όχι τόσο σαν άτομο αλλά σαν έθνος, η Ελλάδα, το εξανδραποδισμένο Έθνος»[239].

Δεκέμβριος 1943

        Από τις 4 μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου του 1943 πραγματοποιείται συνάντηση Ου. Τσόρτσιλ και Φ.Ντ.Ρούσβελτ με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ινονού στο Κάιρο[240]. Λίγες μέρες μετά στην Ελλάδα, από τις 9 μέχρι τις 13 του ίδιου μήνα, σημειώνεται το αποτρόπαιο έγκλημα των Γερμανών, το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, με 1.100 νεκρούς[241]. Στις 12 ο  Σ. Μ. Γουντχάουζ διαδέχεται τον ταξίαρχο Μάιερς ως διοικητής της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην κατεχόμενη Ελλάδα[242].

1944      

Ιανουάριος 1944

        Το 1944 ξεκινάει με σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Γερμανών[243].

Στις 26 Ιανουαρίου του 1944 κηρύσσεται απεργία των δημοσίων και τραπεζιτικών υπαλλήλων[244] και στις 27 τελειώνει ο αποκλεισμός του Λένινγκραντ.[245]

Για τις άσχημες ειδήσεις που φτάνουν από την κατεχόμενη Ελλάδα ο Γ. Σεφέρης σχολιάζει ως εξής: «φρικτές καταστροφές στην Ελλάδα: Καλάβρυτα, Αγία Λαύρα, Μέγα Σπήλαιο. Χωριά θερισμένα. Γερμανοί τουφεκίζουν άνδρες από 12 και επάνω. Τις γυναίκες και τα παιδιά σ΄ ένα σχολείο όπου βάζουν φωτιά. Γιατί Εαμίτες εξετέλεσαν 82 Γερμανούς αιχμαλώτους»[246]. Η τελευταία πρόταση στην παράγραφο αυτή, η κατακλείδα, οδηγεί στην αιτία για το αποτέλεσμα των γερμανικών σφαγών; Διατυπώνει μία περίεργη κρίση, λογικό βέβαια αφού είναι τόσο μακριά από την κατεχόμενη Ελλάδα και δεν γνωρίζει τις συνθήκες ούτε και τους όρους της αντίστασης.

Μερικές σελίδες πιο πέρα, για το ίδιο γεγονός, λέει: «πληροφορούμαι άλλες λεπτομέρειες αιτίων καταστροφής Καλαβρύτων: όχι γιατί το ΕΑΜ σκότωσε Γερμανούς αιχμαλώτους, όπως το διατυμπάνιζε ο Balfour. Υπάρχει κάτι άλλο πριν από αυτό. Οι Γερμανοί σκότωναν ακατάπαυτα ομήρους. Οι αντάρτες τους ειδοποίησαν ότι αν εξακολουθήσουν, θα αναγκαστούν για αντίποινα να εκτελέσουν αιχμαλώτους. Και το έκαναν. Έπειτα οι Γερμανοί χάλασαν τα Καλάβρυτα. Ποιος λέει την αλήθεια; Ζούμε διαρκώς μέσα στο ψέμα»[247]. Αυτή η παράγραφος δεν διορθώνει την προηγούμενη κρίση του για τη σφαγή των Καλαβρύτων. Ουσιαστικά αντιμετωπίζει με το ίδιο μέτρο και τους Γερμανούς και το ΕΑΜ.

Για τα Τάγματα Ασφαλείας όμως έχει άποψη για τα οποία «δεν πρέπει να ξεχνούμε πως είναι πατριώται αξιωματικοί σ΄ αυτά (Διάμεσης, Δερτιλής)»[248].

Μέσα στο 1944 εκδίδει στην Αλεξάνδρεια το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄».

Φεβρουάριος 1944

Από τις 15 μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου υπογράφεται συμφωνία μεταξύ των οργανώσεων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ γνωστή ως «Συμφωνία της Πλάκας» για την κατάπαυση των ένοπλων συγκρούσεων[249].

Μάρτιος 1944

Στις 4 Μαρτίου 1944 στην Αθήνα πραγματοποιείται απεργία των σιδηροδρομικών υπαλλήλων, με 18.000 απεργούς, σημειώνονται συγκρούσεις με τους ταγματασφαλίτες οι οποίες τελειώνουν με 300 συλλήψεις[250]. Από τις 6 μέχρι τις 9 Μαρτίου γίνεται η μάχη της Κοκκινιάς, αποτέλεσμα της οποίας ήταν 1.500 άνθρωποι να σταλθούν στα στρατόπεδα θανάτου στη Γερμανία[251]. Στις 11  Μαρτίου σχηματίζεται η ΠΕΕΑ[252]. Ενώ στο τέλος του Μαρτίου, στις 31, τα στρατιωτικά σώματα της Μέσης Ανατολής συντονισμένα με την απόφαση της ΠΕΕΑ, υποβάλλουν υπόμνημα στον Εμμ.Τσουδερό υπογραμμένο από τους περισσότερους στρατιώτες και αξιωματικούς με το οποίο ζητείται παραίτηση της κυβέρνησής του και άμεση συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας[253]. Επίσης στο τέλος του μήνα εκδίδεται στο Κάιρο το δοκίμιο του Γ.Σεφέρη «Δοκιμές».

Για τους αντάρτες και την κυβέρνηση Καΐρου γράφει «θα τριβούν συλλογίζονταν το Λονδίνο και οι εδώ για τους άλλους. Οι άνθρωποι με τη νοοτροπία της λίμας. Και δως του και τριβόμαστε όλοι μαζί. Παράξενο τούτο-κανείς δεν το καταλαβαίνει. Ξέχασαν το μύθο της γάτας που έγλειφε αυτό το σιδερικό. Τρίβουνται κι εκείνοι που δεν φταίνε, οι μόνοι που νιώθουν το πετσί τους ματωμένο»[254].

Και κλείνει το μήνα με την απαισιόδοξη πρόβλεψη «μελαγχολία: ιδέα τρίτου καλοκαιριού ανάμεσα σε τούτη την καβαλίνα, αλόγων και πολιτικατζήδων»[255].

Απρίλιος 1944

Στις 4 Απριλίου 1944 παραιτήθηκε ο Σοφοκλής Βενιζέλος από υπουργός Ναυτικών[256]. Μεταξύ 5 και 8 του ίδιου μήνα έχουμε τριήμερες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ σε Καισαριανή, Ζωγράφου, Κουπόνια, Ν.Ελβετία και Γούβα με γερμανοτσολιάδες. Στις 6 Απριλίου τα Τάγματα Ασφαλείας εκτελούν 50 κομμουνιστές[257]. Ο βασιλιάς Γεώργιος φτάνει στο Κάιρο στις 11[258] και τρεις μέρες αργότερα, στις 14, αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Σοφοκλής Βενιζέλος[259]. Στις 17 Απριλίου ο ΕΛΑΣ διαλύει την ΕΚΚΑ με θύμα τον ίδιο τον Ψαρρό[260]. Στις 18 γίνεται ανασχηματισμός της ΠΕΕΑ με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Σβώλο[261] ενώ στην Αίγυπτο τέσσερις μέρες μετά έχουμε κατάληψη 3 πλοίων και ο Σοφοκλής Βενιζέλος καλεί αντιπροσώπους της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ στη Μ. Ανατολή[262]. Στις 25 Απριλίου δίνεται εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο Γεώργιο Παπανδρέου ο οποίος αναλαμβάνει στις 27. Μία μέρα μετά, στις 28, ο Γ.Παπανδρέου διώχνει το Γ. Σεφέρη από τη Διεύθυνση Τύπου[263] ακριβώς την ίδια μέρα που στην Αθήνα πέφτει το «κάστρο» του Υμηττού[264]. Μέσα στον Απρίλιο οι Ρώσοι πήραν την Οδησσό και οι Άγγλοι χτύπησαν τις ελληνικές δυνάμεις που στασίασαν στην Αίγυπτο και τις διέλυσαν. Πρόκειται για την πρώτη φάση ανοιχτής ένοπλης επέμβασης των Άγγλων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας[265].

Ο Γ.Σεφέρης γράφει ότι «για την ώρα το μόνο που τραβάει εμπρός είναι το χάος μας που φουσκώνει, φουσκώνει με καταπληκτική ταχύτητα, χωρίς κανένας από τους παράγοντες αυτής της τρικυμίας να προσπαθεί να το σταματήσει. Το αντίθετο, ο καθένας ξεβουλώνει ένα φλασκί κακών ανέμων. Τα δύο άκρα συνεργάζονται θαυμάσια κι είμαστε κάτι σαν τους Γιρονδίνους, όπως έλεγε ενας φίλος. Καταδικασμένοι στον αποκεφαλισμό και από τους δυο φανατισμούς, αλλά δεν ξέρω αν βλέπει που πηγαίνει ο Βενιζέλος. Εμένα μου φαίνεται πως το παιχνίδι το κατευθύνει κιόλας η άκρα δεξιά»[266] .

Μιλάει για τη στάση στο Ναυτικό, αναφέρει ονόματα, σχετικούς διαλόγους χωρίς ιδιαίτερες κρίσεις[267]. Η εντύπωση που του δίνεται είναι ότι οι Άγγλοι έχουν πάρει την κατάσταση στα χέρια τους[268].

«Οι κομμουνιστές από το ένα μέρος με τα συστηματικά τους λαγούμια που μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν όλες μας τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες. Ο Γεώργιος από το άλλο, απόμακρος θεατής και αποτελεσματικός συνεργός αυτής της τραγωδίας. Τριγύρω ένα σωρό ιδιοτελείς, ηλίθιοι ή υστερικοί-ασυνείδητοι. Και το θλιβερότατο υπόλοιπο: τα αθώα παλικάρια που σκοτώνουνται από τον εχθρό ή από τ΄ αδέρφια τους και που θα τα πάρουν από τη λαμαρίνα για να τα παν στο συρματόπλεγμα»[269].

Και πάλι τα δύο άκρα και στη μέση ο λαός.

Παρακάτω κάνει ένα σχόλιο για τη δράση των ταγμάτων ασφαλείας, «μαθαίνω πως τα Τάγματα Ασφαλείας έχουν το δικαίωμα να εκτελούν στην Ελλάδα οποιονδήποτε νομίζουν ΕΑΜίτη, χωρίς διαδικασία, χωρίς ευθύνη, επί τόπου. Ποιος οργάνωσε τα Τάγματα Ασφαλείας; Guarda e passa (κοίτα και προσπέρνα)»[270].

Για τις ευθύνες των Άγγλων γράφει στο ημερολόγιό του την ημέρα που έφτασε ο Γεώργιος στο Κάιρο, «ποιος οργάνωσε τους αντάρτες, ποιος έφερε την αντιπροσωπεία των ανταρτών για να τους φερθεί τόσο αισχρά έπειτα, ποιος τα θαλάσσωσε με το ζήτημα του βασιλιά; Κατάφεραν σε τέτοιες δύσκολες ώρες να δημιουργήσουν ανάμεσα στους Έλληνες μιαν τέτοιαν αντιπάθεια που ούτε ο μεγαλύτερος εχθρός τους δεν θα την ευχότανε»[271].

Για τη συνεχιζόμενη στάση του στρατού λέει «είναι δράμα να σκέπτεται κανείς αυτή την τραγωδία που δημιούργησαν πέντε δέκα παλιόπαιδα, που δεν θα ήταν άξια να πουλούν μήτε στραγάλια στο Ζάπειο και που βρέθηκαν εδώ να διακυβερνούν τις τύχες της Ελλάδος μόνο και μόνο επειδή ψέλλιζαν πέντε ελληνικά και ανήκαν σε μία μεγάλη δύναμη. Κι έπειτα από αυτά τα καμώματα, αυτών των γελοίων σαλτιμπάγκων, έπειτα από τόσα αίματα και καταστροφές προδώσαμε την πολεμική προσπάθεια. Αυτά χωρίς να μιλώ για τα δικά μας λάθη. Τώρα λογαριάζουν να διαλύσουν την Ταξιαρχία με επίθεση βαριών αρμάτων μάχης»[272].

Στις 14 Απριλίου που ορκίζεται η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου μιλάει για «μία κατάσταση άθλιου σάλου. Ο Τσουδερός σαν καταστηματάρχης που βιάζεται να κάμει την τελευταία ταχτοποίηση για να κλείσει το μαγαζί του»[273].

Ο Γ.Σεφέρης αναφέρει στο ημερολόγιό του ότι στις 23 Απριλίου 1944 με την επίθεση των Άγγλων έληξε το κίνημα του στρατού με πολλούς νεκρούς και τραυματίες[274].

Για το θάνατο του Ψαρρού αναφέρει ότι «τον σκότωσαν σε ενέδρα. Τον κάλεσαν για διαπραγματεύσεις και τον ξεμπέρδεψαν»[275].

Οι μέχρι τώρα κρίσεις του δείχνουν ότι κανένας πολιτικός δεν είναι αρκετά ικανός γι αυτόν. Η αρνητική κριτική του δεν ολοκληρώνεται με μία θετική αντιπροσφορά.

Για τον Παπανδρέου λέει: «τώρα θα δούμε τι θα πράξει ο Παπανδρέου που μοιάζει να έχει κιόλας τριβεί μέσα στο ελάχιστο διάστημα που είναι εδώ. Τον κοροϊδεύουν ανοιχτά στους διαδρόμους»[276].

Στέκεται ιδιαίτερα κριτικός για τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στους νεκρούς του κινήματος του στρατού. Πιο συγκεκριμένα λέει «στο σημερινό ‘Φως’ περιγραφή της κηδείας των νεκρών της περασμένης Κυριακής. Αντιγράφω: «Έξ από τα φέρετρα ήσαν καλυμμένα με σημαίες του ένδοξου Βασιλικού Ναυτικού (…) άνθη και στεφάνια κατετέθησαν πολλά, μονάχα γι αυτά. Τα τρία άλλα φέρετρα γυμνά, ολόγυμνα, χωρίς καν ένα λουλούδι παρουσιάζουν καταφάνερα την αδυσώπητη τιμωρία…» κτλ. Πόμπεμα νεκρών. Χειρότερο: λάθος. Αν τουλάχιστον είχαν διαβάσει Αισχύλο: «μνησιπήμων πόνος» (ο πόνος που φέρνει την ανάμνηση του πόνου) – βλάκες»[277].

Γράφει ότι στους δημοσιογραφικούς κύκλους τον Παπανδρέου τον αναφέρουν ως «straw-man» (αχυράνθρωπος)[278]. Στη συνέχεια ενώ μιλάει για την Πολιτική Επιτροπή χωρίς σχόλιο, δείχνει τη λύπη του για το θάνατο του Ψαρρού. Σαν να λέει έμμεσα ότι αυτοί φταίνε που πέθανε ο Ψαρρός. Άλλωστε η συμπάθειά του προς την ΕΚΚΑ θα φανεί και με την εκτίμηση που θα δείξει στο πρόσωπο του Γ. Καρτάλη που θα είναι και ο μοναδικός στο ημερολόγιό του που θα τον κοσμήσει με φιλικά και κολακευτικά επίθετα εκτός μιας ελάχιστης περίπτωσης όπως θα δούμε παρακάτω. «Μαθαίνω πως Σβώλος, Ασκούτσης, Άγγελος Αγγελόπουλος ενώθηκαν με την Πολιτική Επιτροπή-πρόεδρος Σβώλος. Με βαθιά θλίψη και αγανάκτηση συλλογίζομαι το φόνο του Ψαρρού»[279].

Ο Γ. Σεφέρης αναφέρει ότι ο Γ.Παπανδρέου «δεν έχει ιδέα πως λειτουργεί η υπηρεσία» και λίγες σειρές πιο κάτω παραθέτει ένα διάλογο του Παπανδρέου με το Γ.Σεφέρη που ουσιαστικά τον παρουσιάζει ως άσχετο και επιπόλαιο[280] και συνεχίζει γράφοντας ότι  «ο Παπανδρέου πάντα μονολιθική κυβέρνηση, βραχώδικα απομονωμένη», «ο Τσουδερός σήμερα είναι πια ο Παπανδρέου»[281].

Ο Ρ. Μπήτον γράφει για την οξεία κριτική που ασκεί ο Γ. Σεφέρης προς τον Γ.Παπανδρέου. «Ο λόγος της αντιπάθειας του Γιώργου ήταν προσωπικός και επαγγελματικός: είναι γεγονός ότι μία από τις πρώτες ενέργειες του Παπανδρέου αφού ανέλαβε την πρωθυπουργία ήταν η απόλυσή του»[282].

Μάιος 1944

Από τις 14 μέχρι τις 27 Μαΐου του 1944 συγκαλείται το Συμβούλιο στις Κορυσχάδες της Ευρυτανίας που επικυρώνει την εξουσία της ΠΕΕΑ ως αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης με έδρα την Ελλάδα[283]. Από τις 17 μέχρι τις 20 Μαΐου πραγματοποιείται το Συνέδριο του Λιβάνου και σχηματίζεται η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Η διάσκεψη στο Λίβανο στην οποία συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ΚΚΕ, της ΠΕΕΑ και του ΕΛΑΣ κατέληξε σε συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό το Γ.Παπανδρέου. Η οποία διάσκεψη οργανώνεται και ελέγχεται με κάθε λεπτομέρεια από τον Λήπερ[284]. Στις 24 ορκίζεται στο Κάιρο η νέα κυβέρνηση εκτός από τους υπουργούς του ΕΑΜ.

Ο Γ.Σεφέρης αναφέρει ότι στο υπουργείο δεν λένε τίποτα γι αυτόν γιατί τον νομίζουν πολύ αριστερό[285]. Έχουν χαθεί οι σημασίες των λέξεων.

Για την κατάσταση που επικρατεί λέει ότι «δεν μπορεί να γίνει τίποτε αν δεν πάρουμε ένα δυνατό καθαρτικό αλήθειας. Το ψέμα από όλες τις μεριές είναι ένας τρομαχτικός βραχνάς επάνω μας και μας γαγγραινιάζει»[286].

«Σήμερα πρωί έφυγε Παπανδρέου και Βενιζέλος. Προμηνύεται μεγάλος πόλεμος στη Μπουρμάνα του strong man και όλων των άλλων χωρίς εξαίρεση. Μόνο ο Μεταξάς έφερε τέτοια ένωση όλων των πολιτικών εναντίον του. Σημείο των καιρών»[287], εδώ κάνει σύγκριση Μεταξά και Παπανδρέου.

Τι λέει για την πολιτική του παλατιού για τους αντάρτες «το σύστημα είναι εξόγκωση με πατριδοκαπηλικό τρόπο των Βουλγαρικών διεκδικήσεων και μείωση προσβλητική του ρόλου των ανταρτών που τόσα στοίχισαν στον τόπο. Συμπέρασμα: Ο Βασιλιάς μόνος θα μας σώσει από τους αντάρτες που θέλουν να μας πουλήσουν στους Βουλγάρους»[288].

Για το γυρισμό των αντιπροσώπων από τη Βηρυτό λέει χαρακτηριστικά «κατά τις πέντε κατέβηκαν δύο αεροπλάνα σα μεγάλες μύγες που έχεζαν πάνω στην κίτρινη άμμο Έλληνες πολιτικούς»[289] δήλωση που δείχνει την περιφρόνησή του προς τα πρόσωπά τους.

Τόσο σπάνια δείχνει να χαίρεται για άνθρωπο και να λέει καλά λόγια που κάνει εντύπωση η εκτίμηση που δείχνει προς το πρόσωπο του Γιώργου Καρτάλη.

Για τη στάση του ΕΑΜ λέει ότι «οι Εαμίτες και οι αριστεροί βρέθηκαν μπροστά στα ενωμένα πυρά όλων των άλλων και αναγκάστηκαν να βάλουν νερό στο κρασί τους (εννοώ οι εδώ αντιπρόσωποι). Καταδίκασαν και αυτοί το κίνημα και συμφώνησαν στις κυρώσεις που θα επιβληθούν στους εδώ στασιαστές. Αλλά στην Ελλάδα ο στρατός του ΕΑΜ δεν διαλύεται για την ώρα, για να μη μειωθεί η αντίσταση. Αυτό το θέλει και το αγγλικό στρατηγείο. Το μίσος μένει ακέραιο και από τις δύο μεριές»[290].

«Από το τέλος Απριλίου (28) παραιτημένος από τη Διεύθυνση Τύπου. Όλο το μήνα βουτημένος ως τα μπούνια στην ελληνική κρίση της Μέσης Ανατολής, που ξεπέρασε όλες τις άλλες, σάρωσε τον Τσουδερό, σάρωσε τον Σ. Βενιζέλο, έφερε σαν τον φάντε μπαστούνι τον Παπανδρέου, πρόεδρο και κυβέρνηση και σκόρπισε στους τέσσερις ανέμους το μοναδικό σώμα της πατρίδας που μας απόμενε εδώ στην προσφυγιά,, το στρατό και το ναυτικό μας. Τώρα έχει αρχίσει η «συνδιάσκεψη της Μπουρμάνας». Ο Θεός να βάλει το χέρι του»[291].

Περιγράφει όσα του είπαν για το πώς πέθανε ο Ψαρρός. Χωρίς καμία κρίση αλλά η περιγραφή είναι από μόνη της κρίση. Όλοι και όλα μπαίνουν και χωρούν σε ένα τσουβάλι για το Γ. Σεφέρη. Κάνει μία ανατριχιαστική περιγραφή του θανάτου του Ψαρρού και των συντρόφων του παρά την ισοπεδωτική λογική του ότι όλοι είναι ίδιοι, η περιγραφή των βασανιστηρίων και των σαδισμών είναι έντονη και από μόνη της δείχνει ότι δεν είναι όλοι ίδιοι. «Τον Ψαρρό τον έγδαραν για να μαρτυρήσει που έχει κρυμμένες τις λίρες. Τους ανθρώπους που έπιασαν μαζί του τους ξέκαμαν σιγά σιγά βιδώνοντάς τους βίδες στους κροτάφους. Διηγούνται και άλλα περιστατικά αυτού του περιβολιού των βασανιστηρίων: ρίξιμο ανθρώπων σε ξεροπήγαδα κι έπειτα ασβέστη και νερό. Αργοί ακρωτηριασμοί. Τη μια μέρα με διακοπές. Σταμάτημα ως την άλλη μέρα. Και συνέχεια με τον ίδιο ρυθμό, όσο να θάψουν τον μισοπεθαμένο, που ανασαίνει ακόμη. Σκηνές όπου ι άβγαλτοι υποχρεώνουνται να δώσουν κι αυτοί μια μαχαιριά στο νεκρό για να μοιραστούν την ευθύνη του αίματος. Ξεκοιλιάσματα και τύλιγμα των άντερων στα κεφάλια των θυμάτων… αυτά λένε οι μισοί που υπέγραψαν το «εθνικό συμβόλαιο» του κ. Παπανδρέου, εναντίον των άλλων μισών που υπέγραψαν επίσης το «εθνικό συμβόλαιο» του κ. Παπανδρέου. Οι μισοί, καθώς λένε οι άλλοι μισοί, τα έκαναν αυτά. Και μπροστά σε τούτη τη φρίκη που βεβαιώνουν πως είναι ολόγυμνη η αλήθεια, παζαρρεύουν, ραδιουργούν, λογαριάζουν θέσεις και υπουργεία. Και όλα μπερδεύουνται, και όλα θολώνουν και χάνουνται σ΄ ένα βραχνά. Στο μεταξύ τα μικρά παιδιά, οι έφηβοι στην Ελλάδα γυρίζουν τη νύχτα με τα πιστόλια και χτυπιουνται. Είμαι βουτηγμένος σήμερα, βιολογικά, ως τα ρουθούνια μέσα σ΄ αυτό το φονικό»[292]. Γιατί δεν αναφέρει και την άλλη πλευρά πως πέθανε ο Ψαρρός; Δεν ρώτησε; Δεν τους πιστεύει; Και όσο για τα παιδιά που κάνουν αντίσταση… δεν ήξερε τι γινόταν στην Ελλάδα. Αγνοούσε το μέγεθος της αντίστασης; Αγνοούσε ότι οι έφηβοι πήραν μέρος στην αντίσταση;

Στις 6 Μαΐου 1944 ο Γ. Σεφέρης γράφει το ποίημα «Χορικό από τον ΄Μαθιό Πασκάλη Δεσμώτη΄»[293] στο οποίο παρουσιάζει το ιστορικό φόντο από την καταστολή του κινήματος στις Ένοπλες Δυνάμεις και τις συνακόλουθες κυβερνητικές κρίσεις.

Ιούνιος 1944

Στις 4 Ιουνίου του 1944 τα συμμαχικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρώμη και δύο μέρες μετά έχουμε τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία. Ανοίγει το δεύτερο μέτωπο[294]. Στις 8 Ιουνίου ο Γ.Καρτάλης γίνεται υπουργός Τύπου και Πληροφοριών, ετοιμάζεται να ταξιδέψει στην Αγγλία μαζί με το Γ.Σεφέρη ο οποίος θα έχει την «ιδιότητα του διπλωματικού συμβούλου αλλά και του προσωπικού φίλου»[295]. Όλο τον Ιούνιο έχουμε επιδρομές σε Κοκκινιά, Καισαριανή, Γούβα, Παγκράτι, Αμπελόκηπους, Καλλιθέα και αλλού[296].

Ο Γ. Σεφέρης υποθέτει ότι ο Παπανδρέου είχε συμφωνήσει με τους Άγγλους να χτυπηθούν οι αντάρτες «Παπανδρέου στον Ant. Ζητώντας να κηρυχτούν βουνά (οι αντάρτες) υπεύθυνα για τη διακοπή, να σταματήσει κάθε εφοδιασμός και να εφαρμοστεί ο όρος που συμφωνήθηκε πριν αναλάβει την Κυβέρνηση (φαντάζομαι  να χτυπηθεί το βουνό)»[297].

Ιούλιος 1944

Στις 14 Ιουλίου του 1944 ο Γιώργος Σεφέρης φεύγει μαζί με το Γ. Καρτάλη για την Αγγλία[298]. Στις 27 στην έδρα του ΕΛΑΣ φτάνει σοβιετική στρατιωτική αποστολή ως κλιμάκιο της Σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής της Γιουγκοσλαβίας[299].

Ο Γ.Σεφέρης γράφει ότι «ο Παπανδρέου, φορώντας τις παρωπίδες του Καΐρου, δεν καταλαβαίνει τίποτε, ακούει ό,τι του πει ο Leeper, σα να ήταν η Αγία Γραφή, ρητορεύει και κάνει μαλαγανιές βλαχοδημάρχου»[300].

«Ρητορεύει σα μεθυσμένος»[301] συνεχίζει να γράφει για τον Παπανδρέου «είναι φρίκη να σκέπτεται κανείς με πόση επιπολαιότητα κρίνουνται τα πιο σπουδαία εθνικά μας ζητήματα»[302], «η ανικανότητα και η μυωπία των ανθρώπων που μας κυβερνούν έχει μια διαλυτική δύναμη που δεν θα το πίστευα πως είναι τόσο μεγάλη»[303].

Ο Γ. Σεφέρης όλο τον Ιούλιο είναι στην Αγγλία και λέει για τον Καρτάλη ότι «ο Γιώργος πάλι στο κορίτσι του. Ένας άνθρωπος με εξαιρετικές ικανότητες που σκορπιέται, σπαταλιέται, θρυμματίζεται. Θα του είναι δύσκολο, φαντάζομαι, να κρατήσει κοντά του σοβαρούς ανθρώπους. Μηδενιστής που τον κρατούν ορθό η γενναιοψυχία και η εξυπνάδα»[304] επίσης λέει για τον Καρτάλη ότι είναι «έξυπνος, ικανός βέβαια αλλά χωρίς δύναμη δουλειάς και συχνά μηδενιστής»[305] και ότι «έχει μια ακατάπαυστη ανάγκη τοξικών» [306].

Αύγουστος 1944

Στις 2 με 3 Αυγούστου του 1944 στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ αποφασίζεται η συμμετοχή εκπροσώπων του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ στην «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας». Στις 9 γίνεται η μάχη της Καλαμάτας με τα τάγματα ασφαλείας ενώ στις 12 αναχωρεί ο Γ. Σεφέρης μαζί με το Γ.Καρτάλη για το Κάιρο. Τρεις μέρες μετά γίνεται απόβαση συμμαχικών στρατευμάτων στη νότια Γαλλία[307] ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου συναντάται στη Ρώμη με τον Τσώρτσιλ[308]. Στις 21 Αυγούστου τα συμμαχικά στρατεύματα φτάνουν στον ποταμό Σικουάνα και τον περνούν ενώ στις 26 οι ΗΠΑ και η Αγγλία αναγνωρίζουν ντε φάκτο την κυβέρνηση του ντε Γκωλ[309].

Ο Γ. Σεφέρης για την πολιτική κατάσταση της εξόριστης κυβέρνησης χρησιμοποιεί φράσεις όπως «είναι στην αφάνταστα μικρή, μυωπική, ραγιάδικη πολιτική μας»[310], «στο μεταξύ στο Κάιρο πολιτική βλαχοδημάρχων»[311].

Για τον Παπανδρέου αναφέρει «αν δεν είμαι ο άρχοντας στο προσκήνιο, θα είμαι ο άρχοντας στο παρασκήνιο»[312] (υποτίθεται ότι αυτά είναι λόγια του Παπανδρέου). Ο Παπανδρέου λέει είναι «φιλοκόλακας»[313].

Για το Δραγούμη είπε «ρωτιέται κανείς τι δουλειά έχει αυτός ο ευπρεπής άνθρωπος και –τίποτε- άλλο στο Υπουργείο Εξωτερικών»[314]. Αυτή είναι και η μόνη ευγενική φράση προς το Δραγούμη γιατί τέσσερις μέρες μετά γράφει στο ημερολόγιό του «φρικτή ανεπάρκεια του Δραγούμη και ρητορική τσαπατσουλιά του Υπουργού Εξωτερικών (εννοεί τον Παπανδρέου) που δεν εννοεί να κατατοπιστεί σε τίποτε, τραβάει υπογραφές στο βρόντο που θαλασσώνουν τα πάντα… η αλήθεια είναι πως βρίσκεται σε μία κατάσταση μέθης ή υπνοβασίας, κυρίως ύστερα από τον κοσμοξακουσμένο παραλληλισμό που του έκανε ο Τσώρτσιλ με το Βενιζέλο. Ο Θεός να βάλει το χέρι του»[315]

Για το κλίμα που επικρατεί για την αναχώρηση της κυβέρνησης στη Νάπολη «τέλεια χαύνωση, παρακμή, αηδία, κατάπτωση, εξευτελισμός, θεομπαιχτισμός του πολιτικού μας κόσμου»[316], «φριχτά αηδιασμένος, φριχτή ατμόσφαιρα ναίδων Υπουργείου»[317].

«Το παρανοϊκό ταξίδι στην Ιταλία (αυτό το ανεξήγητο δώρο του Churchill) έχει διαλύσει τα πάντα, μυαλά και δουλειές, μια λένε έτσι, και μια αλλιώς, είναι ένας χαώδης κυματισμός φρενοβλάβειας… αφήνω τον ανεκδιήγητο Δραγούμη-παραπάνω είναι τα σύννεφα της ρητορείας του Παπανδρέου. Και παραπάνω ο Δίας με το πούρο που κάνει δώρα ή απειλεί με αστραπόβροντα. Κι αυτά όταν περνάει το έθνος τις πιο κρίσιμες στιγμές του. έχει όρεξη να ολολύζεις από το κακό σου. Σε σταματά μόνο η απέραντη τριγύρω σου ερημιά… θα περάσουμε άθλιες μέρες με αυτό το μπουλούκι»[318].

Σεπτέμβριος 1944

Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 ορκίστηκαν οι υπουργοί του ΕΑΜ, η Π.Ε.Ε.Α διαλύεται και συμμετέχει στην  Κυβέρνηση (Εθνικής  Ενότητας) Γεωργίου  Παπανδρέου οπότε στις 3 σχηματίστηκε η νέα κυβέρνηση[319]. Πέντε μέρες μετά, στις 8, η νέα κυβέρνηση μεταφέρεται στην Ιταλία[320]. Από τις 11 μέχρι τις 15 πραγματοποιείται η δεύτερη διάσκεψη των Ου. Τσόρτσιλ και Φ.Ντ.Ρούσβελτ στο Κεμπέκ[321]. Ο Γιώργος Σεφέρης φτάνει, στις 16, στην Cava dei Tirreni[322]. Από τις 17 μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου έχουμε την ανεπιτυχή επίθεση των συμμάχων στο Άρνεμ[323] και στις 26 υπογράφεται η συμφωνία «στην Καζέρτα της Ιταλίας, όπου εξασφαλίστηκε ότι ο ΕΛΑΣ θα εκτελούσε τις βρετανικές εντολές κατά την απελευθέρωση»[324].

«Το ταξίδι στην Ιταλία είναι μόνο για να ικανοποιηθεί φιλοδοξία ελέφα (εννοεί τον Παπανδρέου)»[325], «ρωτιέται κανείς τι χρειάζουνται στην Κυβέρνηση όλα αυτά τα όντα»[326]. “Ο Δραγούμης έχει αναμφισβήτητα πολλά παθολογικά συμπλέγματα μέσα του»[327].

Για την Καζέρτα κάνει μία μικρή αναφορά χωρίς σχόλια και χωρίς λεπτομέρειες «χτες Καζέρτα χωρίστηκαν οι ζώνες δράσης των ανταρτών»[328] και πιο κάτω μιλάει πάλι για το Δραγούμη ο οποίος «ολοένα περισσότερο (είναι) ένα φλασκί γεμάτο υποκίτρινη χολή»[329].

Οκτώβριος 1944

Στις 8 Οκτωβρίου του 1944 γίνεται η μάχη του Βουρλιά στη Λακωνία.  Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί εγκαταλείπουν την Αθήνα[330] ενώ στις 14 ο Άρης πηγαίνει πίσω στη Ρούμελη μετά από 5 1/2 μήνες στο Μοριά[331]. Στις 23 του μήνα οι κυβερνήσεις των ΕΣΣΔ, ΗΠΑ και Αγγλίας αναγνωρίζουν την προσωρινή κυβέρνηση της Γαλλίας[332]. Στις 18 η νέα κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας αποβιβάζεται από το θωρηκτό «Αβέρωφ» στην Αθήνα[333] στην οποία ήδη ήταν στρατιωτικός διοικητής ο στρατηγός Σκόμπι[334] και στις 22 ο Γ.Σεφέρης με τη Μάρω βρίσκονται στην Αθήνα[335].

Στο δρόμο -τον Οκτώβριο 1944- προς την Cava dei Tirreni, στο πλοίο που πήρε ο Γ.Σεφέρης μαζί με τους υπόλοιπους από το Κάιρο, αρχίζει να γράφει το ποίημα «Τελευταίος σταθμός» και το ολοκληρώνει στην Cava dei Tirreni.  Εκτός από την αναδρομική εικόνα του πολέμου που τελειώνει, το ποίημα εκφράζει με επιφυλακτικό τρόπο το διορατικό φόβο του για τον επικείμενο εμφύλιο. Σε αυτό το ποίημα χρησιμοποιεί τη, μάλλον αγαπημένη του φράση, «μνησιπήμων πόνος»[336] που σημαίνει «ο πόνος που φέρνει την ανάμνηση του πόνου» και την είχε χρησιμοποιήσει για την αντιμετώπιση που έτυχαν οι νεκροί του κινήματος του στρατού[337]. Σε αυτό κάνει αναφορά για την πληρωμή που ήρθε η ώρα να γίνει. Μας μεταφέρει μία αναδρομική εικόνα του πολέμου που τελειώνει αλλά επίσης εκφράζει, επιφυλακτικά, το φόβο του για τον εμφύλιο πόλεμο που φαίνεται ότι είναι προ των πυλών. Κλείνει το ποίημα με αναφορά στο λαό και την πολύτιμη προσφορά του στον αγώνα της πατρίδας.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ[338]

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ΄αρέσαν.

Τ΄ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις

όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας

και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,

πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.

Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω

λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη

νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγιάς, αργά στη χάση

ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε

σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων

βαριά μια νάρκη.

Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα

όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει

σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια

στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος

ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται

νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι.

Σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο

πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη

μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι

ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν

τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος

ν΄ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς

δύσκολα, σε ώρες όπου δεν βαστάς, σε φίλο

που ξέφυγε κρυφά και φέρνει

μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,

και βιάζεσαι ν΄ ανοίξεις την καρδιά σου

μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.

Ερχόμαστε απ΄ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία.

το κρατίδιο

της Κομμαγηνής που ΄σβησε σαν το μικρό λυχνάρι

πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,

και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια

Κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες

Χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.

Ερχόμαστε από την άμμο της έρημος απ΄ τις θάλασσες του Πρωτέα,

Ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,

Καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.

Το βροχερό φθινόπωρο σ΄ αυτή τη γούβα

Κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας

ή αυτό που θα ΄λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα

ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,

ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους.

Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο.

Χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος

μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας

και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,

στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.

Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,

άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν.

Σαν έρθει ο θέρος

προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ΄ άλλο χωράφι.

Σαν έρθει ο θέρος

άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό

άλλοι μπερδεύουνται μες στ΄ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.

Άλλα τα ξόρκια τ΄ αγαθά τις ρητορείες,

σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;

Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;

Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;

Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμαλώτου τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

Δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

Ίσως και να ΄θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων

ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,

να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων

ν΄ακούει τα τουμπελέκια κάτω από το δέντρο του μπαμπού,

καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις πρσωπίδες.

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σα το πεύκο, και τον βλέπεις

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,

νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,

ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση

κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν.

Ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

λεύγες και λεύγες.

Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ΄ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει

στάζει τη μέρα, στάσει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: Ο Μιχάλης

που έφυγε με ανοιχτές πληγές από το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,

ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. «Στα σκοτεινά

πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»

οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ΄ αρέσουν

Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου 1944

Όσο διαρκεί η παραμονή τους στο Cava dei Tirreni ο Γ.Σεφέρης σχολιάζει στα γραπτά του την κατάσταση. Λέει, λοιπόν, ότι βλέπει «στο μπουλούκι σημάδια πλήξης, δεν ξέρουν τι να τις κάνουν τις ώρες τους. Η Ελλάδα μοιάζει σαν ένα νησί της Ουτοπίας, όπου μπορεί να ξεμπαρκάρουμε μέσα από τον ύπνο τούτης της σημερινής νύχτας, όπου όλα είναι πιθανά»[339].

«Κάνεις να μισανοίξεις ένα παράθυρο να μπει λίγος καθαρός αέρας και γεμίζεις βρωμόμυγες, τις άπειρες βρωμόμυγες τούτου του συρφετού των πολιτικατζήδων»[340].

«Δεν χρειαζόταν πολύ μυαλό για να προβλέψει κανείς τούτα που παθαίνουμε, αλλά ο μεσσιανισμός του Παπανδρέου τα κάλυψε όλα» και ενώ σχολιάζει ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει στην ουσία είναι τι θα πάρει ο καθένας του από τη NAAFI, όταν τους είδε το απόγευμα στις 1 Οκτωβρίου να φοράνε τα ίδια ρούχα που πήραν από τη NAAFI έγραψε ότι έμοιαζαν με «οικοτρόφους ενός ορφανοτροφείου που φόρεσαν καινούρια χειμωνιάτικα»[341], «η μοίρα μου, εμένα που δεν είμαι πολιτικός –να προσπαθώ να βοηθήσω ανθρώπους της γενιάς μου που βουλιάζουν. Κι αυτοί είναι οι καλύτεροι (πιθανόν να εννοεί τον Καρτάλη). Οι άλλοι ας μη μιλάμε: στραγαλατζήδες»[342], «Δραγούμης, ο ασπρομάλλης αυτός παίδαρος»[343], «την αποφάσισε αυτή τη μετοικεσία ο νάρκισσος καπετάνιος μας, όπως ο κόρακας άφησε να πέσει το τυρί μέσα στο στόμα της αλεπούς»[344], «συμπεραίνω πως το χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι ότι κυβερνιόμαστε από ανθρώπους που είτε δεν θέλουν, είτε δεν έχουν τη δύναμη να ιδούν. Χρεοκοπημένους»[345], «Δραγούμης –φριχτή ανεπάρκεια αυτού του ανθρώπου. Στην κουβέντα του αψυχολόγητος, αδέξιος, μωρός. Με παγώνει μόλις πλησιάζει»[346].

Την όλη κατάσταση που επικρατεί στο χωριό Cava dei Tirreni ο Γ.Σεφέρης την περιγράφει γλαφυρά και καυστικά στο ποίημά του «Το απομεσήμερο ενός φαύλου» που έγραψε στις 7 Οκτωβρίου 1944. Σε αυτό ειρωνεύεται τη στάση που κρατάει ο Γεώργιος Παπανδρέου, το ρόλο που έπαιξε η ΝAAFI[347] στις  συνειδήσεις των Ελλήνων αξιωματούχων. Η NAAFI (Navy, Army and Air Force Institute) ήταν καντίνες και πρατήρια για τις Ένοπλες Δυνάμεις και κατά προέκταση βασικές πηγές της μαύρης αγοράς στα κατεχόμενα εδάφη ή στις απελευθερωμένες περιοχές. Κοροϊδεύει και σαρκάζει τους πολιτικούς, λυπάται για την πατρίδα του που έχει αυτούς τους πολιτικούς που το μόνο που έχουν στο νου τους είναι το προσωπικό κέρδος.

ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΛΟΥ[348]

Τράβα αγωγιάτη, καρότσα τράβα,

τράβα να φτάσουμε γοργά στην Κάβα!

Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή,

να ΄ρθούμε πρώτει εμείς!-οι στερνοί.

Τα στερνοπαίδια και τ’  αποσπόρια

και τ΄ αποβράσματα και τ΄ αποφόρια

μιας μάχης που ήτανε γι  άλλα κορμιά

για μάτια αλλιώτικα κι άλλη καρδιά.

Πολιτικάντηδες, καραβανάδες,

ψιλικαντζήδες, κολλυβιστάδες,

μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά-

τράβα αγωγιάτη! Βάρα αμαξά!

Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου

μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου,

μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή,

κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή:

το ματσαράγκα, το φαταούλα

με μπογαλάκια και με μπαούλα

τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά

λες και την άδειασαν όλη μεμιά

σ΄ αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόγους

όπου μας κλεισανε σαν υποτρόφους

ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή

που στο βραχνά του παραμιλή.

Δες το σελέμη, δες και το φάντη

πως θυμιατίζουνε τον ιεροφάντη

που ρητορεύεται λειτουργικά

μπρος στα πιστά του μηρυκαστικά.

Μαυραγορίτες από τα Νάφια

της προσφυγιάς μας άθλια σινάφια,

γύφτοι ξετσίπωτοι κι αρπαχτικοί,

λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί

Στα χώματά σου τα λαβωμένα

γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα

και δεν μπορούνε χωρίς εσέ-

οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ

Cava dei Tirreni, 7.10.1944

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η επιστροφή του Γ. Σεφέρη στην Αθήνα φέρνει τον ποιητή σε μία συνάντηση με την πόλη του που πια δεν είναι η ίδια μετά τα τριάμισι σκληρά χρόνια της κατοχής. Σε όλο του το έργο, και κυρίως στο «Πολιτικό Ημερολόγιο» αλλά και τις «Μέρες Δ΄», δεν φαίνεται πουθενά, έστω και όχι ευθέως, ένας προσωπικός απολογισμός, για τη φυγή του από τη χώρα, για την αντίσταση που επιθυμούσε να κάνει και τις υπηρεσίες που θα προσέφερε.

Οι Γερμανοί μέχρι και το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου του 1944 έχουν εγκαταλείψει την Ελλάδα.

Στις 5 Δεκεμβρίου 1944 έχουμε τη στρατιωτική επέμβαση των Άγγλων με αποτέλεσμα τα Δεκεμβριανά.

Τον επόμενο χρόνο ένα μήνα, σχεδόν, από τη λήξη των Δεκεμβριανών, στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφεται η συμφωνία της Βάρκιζας, τέσσερις μήνες μετά δημοσιεύεται στο Ριζοσπάστη η αποκήρυξη του Άρη και τέσσερις μέρες αργότερα πεθαίνει. Ο Γ.Σεφέρης συνεχίζει να γράφει ποιήματα και πεζά κείμενα. Το 1963 βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και το Σεπτέμβριο του 1971 πεθαίνει.

Στο σύνολο του έργου του που εξετάσαμε, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ο Γ.Σεφέρης ασκεί κριτική στους ανθρώπους του συστήματος αποφεύγοντας οποιαδήποτε κριτική στο σύστημα που τους διατηρεί, στην ουσία, δηλαδή, το αφήνει στο απυρόβλητο. Ρίχνει μία διεισδυτική ματιά στα πρόσωπα, σε μικρότητες πολιτικών και σε άλλα θέματα που έχουν σχέση από τον πρωθυπουργό μέχρι  και τον πιο μικρό αξιωματούχο αποφεύγει όμως τα βέλη της κριτικής του να τα ρίξει στο σύστημα το οποίο τους έχει γεννήσει και είναι κομμένοι και ραμμένοι για να το υπηρετούν. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι το κάνει επίτηδες, πιθανόν πολιτικά να μην μπορεί να δώσει άλλη εξήγηση για τα όσα συμβαίνουν την ελληνική πολιτική σκηνή.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1900: Γέννηση του Γεωργίου Σεφεριάδη ή Σεφέρη

1918: Ο Γ.Σεφέρης πηγαίνει στο Παρίσι να σπουδάσει Νομικά

1927: Διορίζεται στο διπλωματικό σώμα ακόλουθος του υπουργείου Εξωτερικών

1931: Κυκλοφορεί την πρώτη ποιητική συλλογή του Γ.Σεφέρη η «Στροφή»

1932: Κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή ακολουθεί του Γ.Σεφέρη η «Στέρνα»

1935: Δημοσιεύεται το «Μυθιστόρημα», συλλογή που αποτελείται από 24 ποιήματα

1936: Δημοσιεύεται "Η έρημη χώρα" του Τ.Σ. ΄Ελιοτ (οριστική έκδοση 1973), μετάφραση του Γ. Σεφέρη

1936: Κυκλοφορεί η συλλογή «Γυμνοπαιδία»

1939: Δημοσιεύεται ο "Διάλογος πάνω στην ποίηση", δοκίμιο

1939 1 Σεπτεμβρίου: επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Πολωνίας γεγονός που σηματοδοτεί την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

1940: Τα ανένταχτα ποιήματα του Γ.Σεφέρη -από το 1928 μέχρι το 1937- περιλαμβάνονται στο «Τετράδιο Γυμνασμάτων»

1940: παρουσιάζει τη συλλογή «Ημερολόγιο καταστρώματος Α»

1940 28 Οκτωβρίου: Αρχίζει ο ελληνοιταλικός πόλεμος

1941 29 Ιανουαρίου: Πεθαίνει ο Ι.Μεταξάς

1941 6 Απριλίου: Σημειώνεται η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα

1941 18 Απριλίου: Αυτοκτονεί ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής

1941 21 Απριλίου: Υπογράφεται η συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού

1941 23 Απριλίου: Ο βασιλιάς Γεώργιος και ο Εμμ. Τσουδερός φεύγουν για την Κρήτη

1941 30 Απριλίου: Ορκίζεται η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου

1941 20 Μαΐου: Αρχίζει η ρίψη Γερμανών αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη και ο Γ.Σεφέρης φτάνει στην Αλεξάνδρεια

1941 22 Ιουνίου: Αρχίζει η επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης

1941 27 Ιουνίου: Ο Γ.Σεφέρης αναχωρεί από το Σουέζ με προορισμό τη Νότιο Αφρική

1941 23 Σεπτεμβρίου: Ο βασιλιάς Γεώργιος και η κυβέρνηση Τσουδερού φτάνουν στην Αγγλία

1941 27/28 Σεπτεμβρίου: Ιδρύεται το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ)

1941 11 Νοεμβρίου: Ιδρύεται ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ)

1942 18 Απριλίου: Ο Παν. Κανελλόπουλος φτάνει στο Κάιρο

1942 25 Απριλίου: Ο Γ.Σεφέρης επιστρέφει στο Κάιρο από τη Νότιο Αφρική

1942 20 Ιουνίου: στο Κάιρο, γράφει το ποίημα «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»

1942 22 Σεπτεμβρίου: Ο Γ.Σεφέρης διορίζεται Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής

1942 Νοέμβριος: Ιδρύεται στην Ελλάδα η ΕΚΚΑ

1943 Ιανουάριος: Ιδρύεται στο Κάιρο ο Ελληνικός Απελευθερωτικός Σύνδεσμος (ΕΑΣ)

1943 Μάιος: Συγκροτείται το Γενικό Στρατηγείο του  ΕΛΑΣ με τον Στέφανο Σαράφη, τον Άρη Βελουχιώτη και τον Βασίλη Σαμαρινιώτη

1943 16 Μαΐου: Διάλεξη του Γ.Σεφέρη στην Αλεξάνδρεια με θέμα τον Μακρυγιάννη

1943 19 Μαΐου: Διάλεξη του Γ.Σεφέρη στο Κάιρο με θέμα τον Μακρυγιάννη

1943 24 Ιουνίου: Ο Γ.Σεφέρης γράφει το ποίημα «Μέρες τ΄ Απριλίου ΄43»

1943 9 Αυγούστου: Άφιξη των Ελλήνων ανταρτών στο Κάιρο

1943 6 Αυγούστου, Ο Γ.Σεφέρης γράφει το ποίημά του «Θεατρίνοι Μ.Α

1943 Αύγουστος: Η άφιξη των ανταρτών στο Κάιρο γίνεται έμπνευση για να γράψει το ποίημά του «Ανάμεσα στα κόκαλα εδώ».

1943: Ο Γ.Σεφέρης γράφει ένα σαρκαστικό ποίημα το «Αντάρτες στη Μ.Α

1944: εκδίδεται στην Αλεξάνδρεια το «Ημερολόγιο του καταστρώματος Β΄»

1944: "Δοκιμές" (α΄έκδοση 1944, β΄έκδοση 1962, γ΄ έκδοση 1974) , δοκίμιο

1944 11 Μαρτίου: σχηματίζεται η ΠΕΕΑ

1944 23 Απριλίου: Η επίθεση των Άγγλων λήγει το κίνημα του στρατού με πολλούς νεκρούς και τραυματίες

1944 28 Απριλίου: Ο Γεώργιος Παπανδρέου απολύει από τη Διεύθυνση Τύπου τον Γ.Σεφέρη

1944 6 Μαΐου: Ο Γ. Σεφέρης γράφει το ποίημα «Χορικό από τον ΄Μαθιό Πασκάλη Δεσμώτη΄»

1944 17-20 Μαΐου: Πραγματοποιείται το Συνέδριο του Λιβάνου και σχηματίζεται η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας

1944 14 Ιουλίου: Ο Γιώργος Σεφέρης φεύγει μαζί με το Γ. Καρτάλη (υπουργός Τύπου και Πληροφοριών) για την Αγγλία με την «ιδιότητα του διπλωματικού συμβούλου αλλά και του προσωπικού φίλου»

1944 12 Αυγούστου: αναχωρεί ο Γ. Σεφέρης μαζί με το Γ.Καρτάλη για το Κάιρο

1944 8 Σεπτεμβρίου: Η νέα κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας μεταφέρεται στην Ιταλία

1944 16 Σεπτεμβρίου: Ο Γ.Σεφέρης φτάνει στην Ιταλία, στο χωριό Cava dei Tirreni

1944 26 Σεπτεμβρίου: Υπογράφεται η συμφωνία της Καζέρτας

1944 Οκτώβριος: Ο Γ.Σεφέρης στο δρόμο προς την Ιταλία γράφει το ποίημα «Τελευταίος σταθμός» και το ολοκληρώνει στην Cava dei Tirreni

1944 7 Οκτωβρίου: Ο Γ.Σεφέρης γράφει το ποίημα «Το απομεσήμερο ενός φαύλου»

1944 18 Οκτωβρίου: Η νέα κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας αποβιβάζεται από το θωρηκτό «Αβέρωφ» στην Αθήνα

1944 22 Οκτωβρίου: Ο Γ.Σεφέρης με τη Μάρω επιστρέφουν στην Αθήνα

1947: Ο Γ.Σεφέρης γράφει το ποίημα «Κίχλη»

1946: Ο Γ.Σεφέρης γράφει τον "Ερωτόκριτο" , δοκίμιο

1953: Ο Γ.Σεφέρης γράφει τις "Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας", ταξιδιωτικό

1955: Εκδίδεται το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄»

1957: Διορίζεται πρέσβης στο Λονδίνο

1963: Ο Γ.Σεφέρης βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας

1963: το «Φονικό στην εκκλησιά» του Τ.Σ. ΄Ελιοτ, μετάφραση

1965: "Αντιγραφές" (W.B.Yeats, Andre Gide, Paul Valery, Marianne Moore κ.ά.) , μετάφραση

1966: τα «Τρία κρυφά ποιήματα» και το ποίημα «Επί ασπαλάθων»

1966: "Η Αποκάλυψη του Ιωάννη", μετάφραση

1967: "Οι ώρες της κυρίας Ερσης" (α΄ έκδοση 1973, δοκίμιο για το ομώνυμο έργο του Ν.Γ.Πεντζίκη με το ψευδώνυμο Ιγνάτης Τρελός)

1975: «Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης» , δοκίμιο

1992: «Δοκιμές Γ’» , δοκίμιο

1965: "Ασμα Ασμάτων" (β΄ έκδοση 1967)

1971 20 Σεπτεμβρίου: Ο Γ.Σεφέρης πεθαίνει.

Μετά το θάνατο του Γ.Σεφέρη εκδόθηκαν τα εξής έργα του:

Τα ημερολόγια :

Το 1972 το "Χειρόγραφο Σεπτ. '41"

Το 1973 οι "Μέρες του 1945-51"

Το 1975 οι "Μέρες Α'" (16-2-1925 ως 17-8-1931)

Το 1975 οι "Μέρες Β'" (24-8-1931 ως 12-2-1934)

Το 1977 οι "Μέρες Γ'" (16-4-1934 ως 14-12-1940)

Το 1977 οι «Μέρες Δ» (1-1-1941 ως 31-12-1944)

Το 1977 οι «Μέρες Ε» (1-1-1945 έως 19-4-1951)

Το 1986 οι «Μέρες Στ» (20/4/1951 έως 4/8/1956)

Το 1990 οι «Μέρες Ζ» (1/10/1956-27/12/1961)

Το 2001 οι «Μέρες Η»

Το 1973 το «Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄» 25/11/1935 έως 13/10/1944

1974, "Εξι νύχτες στην Ακρόπολη" (μυθιστόρημα, γράφτηκε 1925-1927)

Το 1985 το «Πολιτικό Ημερολόγιο Β΄» 1945-1947, 1949, 1952

-----  το «Πολιτικό Ημερολόγιο Γ΄» είναι υπό έκδοση

Δημοσιεύθηκε η αλληλογραφία του Γ.Σεφέρη που είχε με διάφορα πρόσωπα και είναι η παρακάτω:

Το 1975, Γ.Θεοτοκάς-Γ.Σεφέρης, Αλληλογραφία 1930-1966

Το 1988, Αδ.Διαμαντής-Γ.Σεφέρης, Αλληλογραφία 1953-1970

Το 1989, Γ.Σεφέρης-Α.Καραντώνης, Αλληλογραφία 1931-1960

Το 1989, Σεφέρης Γιώργος-Σεφέρη Μάρω, Αλληλογραφία, 1936-1940, Α΄ τόμος

Το 199,0 Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου 1948-1968

Το 2002, Σεφέρης Γιώργος-Αποστολίδης Γιώργος, Αλληλογραφία 1931-1945

Το 2005, Σεφέρης Γιώργος-Σεφέρη Μάρω, Αλληλογραφία, 1944-1959, Β΄ τόμος

Ενώ το 2000 εκδόθηκαν οι «Μεταγραφές» που είναι μετάφραση από Παλατινή Ανθολογία, Όμηρο, Στησίχορος, Ανακρέων, Αισχύλος, Λουκιανό, Ηράκλειτο, Πλάτωνα κ.ά.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ

(Κατά τη διάρκεια της Εχθρικής Κατοχής

της Ελλάδος από 2 - 6- 1941 έως 18-10-1944)

ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ

Από 2.6.1941 έως 14.4.1944

(επί του θωρηκτού «Αβέρωφ» εν λιμένι Αλεξανδρείας 2-6-41 - 29-6-41, έκδοσις Εφημερίδος  Κυβερνήσεως)

2 Ιουνίου 1941: Παραίτησις:

ΚΥΡΙΑΚΟΥ  ΜΑΝΙΑΔΑΚΗ

Υπουργού Εσωτερικών και Δημοσίας Ασφαλείας

Θ. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗ

Υπουργού Εθνικής Προνοίας και Αντι-λήψεως και Υφυπουργού Τύπου και Του-ρισμού

Ε. ΤΖΑΝΑΚΑΚΗ

Υπουργού Στρατιωτικών

Ε. ΣΕΚΕΡΗ

Υπουργού Παιδείας

Γ. ΚΟΡΤΖΑ

Υπουργού Συγκοινωνίας

ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Υπουργού Γενικού Διοικητού Νήσων Αιγαίου

 

 

Ονομασία εκτάκτων απεσταλμένων και πληρεξουσίων Υπουργών των:

Θ. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗ

Κ. ΜΑΝΙΑΔΑΚΗ

Ε. ΣΕΚΕΡΗ

Γ. ΚΟΡΤΖΑ

Π. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Εν JOHANNESBOYRG (Νοτίου Αφρικής) 20-7-1941 έως 5-9-1941

(Εκδοσις Εφημερίδος Κυβερνήσεως  12/15 Αυγούστου 1941)

12/15 Αυγούστου 1941: Παραίτησις:

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ

(Προέδρου Υπουργικού Συμβουλίου) από Υπουργού Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας

15 Αυγούστου 1941: Διορισμός:

ΚΥΡΙΑΚΟΥ  ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΥ

(Διοικητού Τραπέζης  Ελλάδος), ως Υπουργού Οικονομικών και προσωρινώς Υπουργού Εθνικής Οικονομίας

Εν Λονδίνο από 24-9-1941 έως 31-12-1941 και από 1-1-42 έως 15-4-43

(Έκδοσις Εφημερίδος Κυβερνήσεως)

24 Σεπτεμβρίου 1941: Διορισμός:

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΙΧΑΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Υφυπουργού Τύπου

Χ. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ

Μονίμου  Υφυπουργού Εξωτερικών

4 Φεβρουαρίου 1942: Διορισμός:

Ε. ΣΕΚΕΡΗ

Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων

19/26 Φεβρουαρίου 1942: Διορισμός:

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΥ

(Υπουργού Οικονομικών)   ως Αναπληρωτού Υπουργού Δικαιοσύνης

9/10 Μαρτίου 1942: Διορισμός:

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΥ

Αναπληρωτού του Υπουργού  Εργασίας και

Αναπληρωτού Υφυπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας

2 Μαϊου 1942: Παραίτησις:

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ

Αντιπροέδρου Κυβερνήσεως και Υπουργού Ναυτικών

ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ

Υπουργού Δικαιοσύνης ως προσωρινού Υπουργού Στρατιωτικών

Π. ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ

Υπουργού Αεροπορίας

2 Μαϊου 1942: Διορισμός:

Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ

Υπουργού Αντιπροέδρου Υπουργικού Συμβουλίου

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ

(Προέδρου Υπουργικού Συμβουλίου) ως Υπουργού Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας με τον τίτλον του Υπουργού Εθνικής Αμύνης

Π. ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ

Υφυπουργού Αεροπορίας και προσωρινώς Υφυπουργού Στρατιωτικών

Ε. ΚΑΒΒΑΔΙΑ

Υφυπουργού Ναυτικών

17/20 Μαϊου 1942: Παραίτησις:

Χ. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ

Μονίμου Υφυπουργού Εξωτερικών

17/20 Μαϊου 1942:Διορισμός:

Α. ΑΓΝΙΔΟΥ

Μονίμου Υφυπουργού Εξωτερικών

24/28 Μαϊου 1942: Παραίτησις:

Π. ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ

Προσωρινού Υφυπουργού Στρατιωτικών

28 Μαϊου/ 1 Ιουνίου 1942: Παραίτησις:

Ε. ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ

(Προέδρου Υπουργικού Συμβουλίου), Υπουργού  Εθνικής Αμύνης

28 Μαϊου/ 1 Ιουνίου 1942: Διορισμός:

Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ

(Αντιπροέδρου Υπουργικού Συμβουλίου) ως Υπουργού  Εθνικής Αμύνης

7/21 Νοεμβρίου 1942: Διορισμός:

Α. ΑΓΝΙΔΟΥ

Εκτάκτου Απεσταλμένου και Πληρεξουσίου Υπουργού Α΄τάξεως εν  Λονδίνω ως Μονίμου Υφυπουργού Εξωτερικών

19/21 Νοεμβρίου 1942: Διορισμός:

Ε. ΤΣΕΛΛΟΥ

Υφυπουργού Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως

30/31 Δεκεμβρίου 1942: Διορισμός:

Ε. ΤΣΕΛΛΟΥ

(Υφυπουργού Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως) ως Αναπληρωτού Υφυπουργού Στρατιωτικών

9 Μαρτίου 1943: Παραίτησις:

Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ

Αντιπροέδρου Κυβερνήσεως και Υπουργού  Εθνικής Αμύνης

Ε. ΤΣΕΛΛΟΥ

Υφυπουργού Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως

9 Μαρτίου 1943: Διορισμός:

Ε. ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ

(Προέδρου Υπουργικού Συμβουλίου) προσωρινώς  ως Υπουργού  Εθνικής Αμύνης

11/12 Μαρτίου 1943: Παραίτησις:

Α. ΑΓΝΙΔΟΥ

Μονίμου Υφυπουργού Εξωτερικών

23/25 Μαρτίου 1943: Παραίτησις:

Ε. ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ

(Προέδρου Υπουργικού Συμβουλίου) προσωρινώς   Υπουργού  Εθνικής Αμύνης

Ε. ΚΑΒΒΑΔΙΑ

Υφυπουργού Ναυτικών

Π. ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ

Υφυπουργού Αεροπορίας

Ε..Γ..ΣΕΚΕΡΗ

Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων

24/25 Μαρτίου 1943: Διορισμός:

Γ. ΡΟΥΣΟΥ

Αντιπροέδρου Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργού Ναυτικών

ΒΥΡ. ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Υπουργού Στρατιωτικών

ΕΜΜ. ΣΟΦΟΥΛΗ

Υπουργού Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως

Εν Καϊρω από 5-5-1943 έως 14-10-1943

(Έκδοσις Εφημερίδος Κυβερνήσεως)

7 Μαϊου 1943: Παραίτησις

ΒΥΡΩΝΟΣ ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Προσωρινού Υπουργού Αεροπορίας

Γ. ΡΟΥΣΟΥ

(Αντιπροέδρου Κυβερνήσεως) ως Υπουργού Ναυτικών

7 Μαϊου 1943: Διορισμός:

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

Υπουργού  Ναυτικών και Αεροπορίας

12/20 Μαϊου 1943: Διορισμός:

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΝΤΖΑΒΙΝΟΥ

Αναπληρωτού Υπουργού   Οικονομικών

20 Μαϊου 1943: Παραίτησις:

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

Υπουργού  Αεροπορίας

20 Μαϊου 1943: Διορισμός:

Π. ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Υπουργού  Αεροπορίας

25 Μαϊου 1943: Παραίτησις:

Α. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

Υφυπουργού Τύπου και Πληροφοριών

4 Ιουνίου 1943: Διορισμός

Π. ΒΟΥΛΓΑΡΗ

(Υπουργού  Αεροπορίας), ως Αναπληρωτού Υπουργού Στρατιωτικών

17/19 Ιουνίου 1943: Παραίτησις:

Κ. ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΥ

Υπουργού Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας

17/19 Ιουνίου 1943: Διορισμός:

ΕΜΜ. ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ

(Προέδρου Υπουργικου Συμβουλίου),     Υπουργού Οικονομικών

Γ. ΜΑΝΤΖΑΒΙΝΟΥ

Υφυπουργού   Οικονομικών

Κ. ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΥ

Εκτάκτου απεσταλμένου και Πληρεξουσίου Υπουργού Α΄τάξεως

19 Ιανουαρίου 1944:Παραίτησις:[1]

Γ. ΡΟΥΣΟΥ

Αντιπροέδρου Κυβερνήσεως

14 Απριλίου: 1944:Παραίτησις:

ΕΜΜ. ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ

Προέδρου Υπουργικου Συμβουλίου, Υπουργού Εξωτερικών, Οικονομικών, Εσω-τερικών, Παιδείας, Γεωργίας και Εθνικής Οικονομίας..

ΣΤ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ

Υπουργού Δικαιοσύνης και Εργασίας

ΒΥΡ. ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Υπουργού  Στρατιωτικών

Σ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

Υπουργού  Ναυτικών

Π. ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Υπουργού  Αεροπορίας

ΕΜΜ. ΣΟΦΟΥΛΗ

Υπουργού  Προνοίας και Κρατικής Αντιλή-ψεως

Σ. ΘΕΟΦΑΝΙΔΗ

Υφυπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας

Γ. ΜΑΝΤΖΑΒΙΝΟΥ

Υφυπουργού Οικονομικών

ΑΝΑΘΕΣΕΙΣ

2 Ιουνίου 1941: Ανάθεσις εις:

Σ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗΝ

(Υπουργόν Δικαιοσύνης) προσωρινώς καθηκόντων Υπουργού Στρατιωτικών

4 Φεβρουαρίου 1942 Απαλλαγή του:

Α. ΔΗΜΗΤΡΑΤΟΥ

Υφυπουργού Εργασίας και Συνεταιρισμών και Υπουργού Γεωργίας

4 Φεβρουαρίου 1942 Ανάθεσις εις:

ΕΜΜ. ΤΣΟΥΔΕΡΟΝ

(Πρόεδρον Υπουργικου Συμβουλίου) προσωρινώς καθηκόντων Υπουργού Γεωργίας, Εργασίας,  Συνεταιρισμών και Εσωτερικών

25 Απριλίου / 1 Μαΐου  1942 Ανάκλησις από:

Κ. ΜΑΝΙΑΔΑΚΗΝ

Τίτλου εκτάκτου Απεσταλμένου και Πληρεξουσίου Υπουργού

31 Οκτωβρίου 1942: Ανάθεσις εις:

Σ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗΝ

(Υπουργόν Δικαιοσύνης) προσωρινώς καθηκόντων  Υπουργού Εργασίας.

30/31 Οκτωβρίου 1942: Ανάθεσις εις:

Π. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΝ

(Υφυπουργόν Αεροπορίας) Προσωρινώς καθηκόντων  Υφυπουργού  Στρατιωτικών

9 Μαρτίου 1943: Ανάθεσις εις:

Π. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΝ

(Υφυπουργόν Αεροπορίας) προσωρινώς καθηκόντων  Υφυπουργού  Στρατιωτικών

24/25 Μαρτίου 1943:Ανάθεσις εις:

ΒΥΡ. ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΗΝ

(Υπουργόν Στρατιωτικών) προσωρινώς καθηκόντων Υπουργού Αεροπορίας

7/9 Απριλίου 1943: Ανάθεσις εις:

ΕΜΜ. ΤΣΟΥΔΕΡΟΝ

(Πρόεδρον Υπουργικου Συμβουλίου) καθηκόντων  Υπουργού Στρατιωτικών και Αεροπορίας.

25 Μαϊου 1943: 'Ασκησις υπό:

Γ. ΡΟΥΣΟΥ

(Αντιπροέδρου Κυβερνήσεως), προσωρινώς καθηκόντων Υφυπουργού Τύπου και Πληροφοριών

25/27 Ιουνίου 1943: Ανάθεσις  εις:

ΕΜΜ. ΤΣΟΥΔΕΡΟΝ

(Πρόεδρον Υπουργικου Συμβουλίου), προσωρινώς  καθηκόντων    Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Παιδείας

2/28 Ιουλίου 1943: Αναπλήρωσις υπό:

Π. ΒΟΥΛΓΑΡΗ

(Υπουργού  Αεροπορίας), του  Υπουργού Στρατιωτικών

ΣΤ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ

(Υπουργού Δικαιοσύνης), του Υπουργού Προνοίας και Αντιλήψεως

4 Σεπτεμβρίου 1943: Αναπλήρωσις υπό:

ΣΤ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ

(Υπουργού Δικαιοσύνης), του Υπουργού Στρατιωτικών

20 Οκτωβρίου 1943: Αναπλήρωσις υπό:

ΣΤ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ

(Υπουργού Δικαιοσύνης), του Υπουργού Προνοίας

 


[1]Στις  10  Μαρτίου  1944  το Ε.Α.Μ. ίδρυσε την «Πολιτική  Επιτροπή  Εθνικής  Απελευθέρωσης»  (Π.Ε.Ε.Α.), ένα  είδος  Κυβέρνησης  της  Ελεύθερης Ελλάδας. Με Πρόεδρο έως της 18  Απριλίου  1944 τον  Ευριπίδη  Μπακιρτζή και μέλη (Γραμματείς) τους:

Ηλία  Τσιριμώκο  Γραμματέα  Δικαιοσύνης, Γεώργιο  Σάντο Γραμματέα  Εσωτερικών, Εμμανουήλ Μάντακα Γραμματέα Στρατιωτικών,  Νικόλαο  Ασκούτση  Γραμματέα Συγκοινωνίας,  Κων/νο  Γαβριηλίδη  Γραμματέα  Γεωργίας,  Σταμάτη  Χατζημπέη  Γραμματέα  Εθνικής  Οικονομίας,  ʼγγελο  Αγγελόπουλο  Γραμματέα  Οικονομικών,  Πέτρο  Κόκκαλη  Γραμματέα  Υγιεινής.

  Από 18-4-1944 Πρόεδρος αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος  Σβώλος,  Καθηγητής  Πανεπιστημίου και ο Ευριπίδης  Μπακιρτζής παραμένει Αντιπρόεδρος και  Γραμματέας  Επισιτισμού

Στις  2  Σεπτεμβρίου 1944 η Π.Ε.Ε.Α. διαλύεται και συμμετέχει στην  Κυβέρνηση (Εθνικής  Ενότητας) Γεωργίου  Παπανδρέου.

ΠΗΓΗ: Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης

http://www.ggk.gr/goverments.php?ord=num&gov=49

ΠΗΓΕΣ

Μέρες Δ΄,1 Ιανουαρίου 1941-31 Δεκεμβρίου 1944, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2007

Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1976

Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1985

Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄, 1935-1944, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1992

Χειρόγραφο Σεπ.΄41, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1980

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αθανασιάδης Γιώργης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας (Μέση Ανατολή 1941-1944), εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1994.

Αλβανός Ραϋμόνδος, Οι κατοχικές κυβερνήσεις, στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Η εμπόλεμη Ελλάδα 1940-1949, τόμος 8ος, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σελ. 63-74.

Αργυρίου Α., Ποίηση και πολιτική: ο επώδυνος διχασμός, στο Νέες Εποχές, εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 27/2/2000, σελ. Β07.

Δημηρούλης Δημήτρης, Σεφέρης Γιώργος, στο Πάπυρος Larousse Britannica, τόμος 46, εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 2007, σελ. 389-396.

Ημερολόγια καταστρώματος, Γιώργος Σεφέρης, ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου.

Κανελλόπουλος Παναγιώτης, Ημερολόγιο κατοχής 31 Μαρτίου 1942-4 Ιανουαρίου 1945, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2003

Λαγδάς Πάνος, Άρης Βελουχιώτης, τόμος 1 και 2, εκδόσεις Κυψέλη, Αθήνα 1964-1965.

Λάζου Βασιλική, Εδαφικός κατακερματισμός, στο Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, Η εμπόλεμη Ελλάδα 1940-1949, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σελ. 33-48.

Λυμπεράτος Π.Μιχάλης, Οι οργανώσεις της αντίστασης, στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1940-1945, Κατοχή – Αντίσταση, τόμος Γ2, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σελ. 9-68.

Μαργαρίτης Γιώργος, Από το Λίβανο έως τη Βάρκιζα, στο Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 13, εκδόσεις Δομή, σελ. 512-555.

Μαργαρίτης Γιώργος, Ο πόλεμος 1940-1941, στο Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, Η εμπόλεμη Ελλάδα 1940-1949, τόμος 8ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σελ.9-32.

Μαργαρίτης Γιώργος, Η Ελλάδα στον πόλεμο, στο Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 13, εκδόσεις Δομή, Αθήνα, σελ. 26-95.

Μαργαρίτης Γιώργος, Η εθνική αντίσταση, στο Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 13, σελ. 280-386.

Μπήτον Ρόντρικ, Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον άγγελο, εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2003.

Παγκόσμια Ιστορία, Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, τόμος Χ, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1965.

Παπαστράτης Προκόπης, Ο Γεώργιος Καρτάλης και η δύσκολη δημοκρατία. Σαράντα χρόνια από το θάνατό του, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1998, σελ. 55-84.

Παπαστράτης Προκόπης, Οι κυβερνήσεις εξορίας: Ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο, στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. 1940-1945 Κατοχή-Αντίσταση, τόμος Γ1, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007,  σελ. 197-259

Ραϋμόνδος Αλβανός, Οι κατοχικές κυβερνήσεις. Οι διαχειριστές μιας ανέφικτης νομιμότητας, στο Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, Η εμπόλεμη Ελλάδα 1940-1949, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2003, σελ. 63-76.

Ριζάς Σωτήρης, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944, από τα έγγραφα αμερικανικών υπηρεσιών, εκδόσεις Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2004.

Σακελλαρόπουλος Τάσος, Το σώμα των Ελλήνων αξιωματικών στον πόλεμο και την πολιτική, στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Β Παγκόσμιος Πόλεμος, 1940-1945 Κατοχή-Αντίσταση, τόμος Γ1, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σελ. 285-367.

Σβορώνος Νίκος Γ., Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθηνα 1972.

Σπηλιωτοπούλου Μ., Παπαστράτης Π. Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944, Από τα έγγραφα του βρετανικού υπουργείο των εξωτερικών foreign office 371, τόμος Α΄ και Β΄, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2004

Τσάτσου Ιωάννα, Φύλλα κατοχής, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1976

Φραδέλλος Κώστας, Κατοχικές κυβερνήσεις και έθνος, στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940-1945. Κατοχή-Αντίσταση, τόμος Γ2, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σελ. 153-179

Χατζηπατέρας Κ.Ν., Φαφαλιού-Δραγώνα Μ., Μαρτυρίες 41-44. Η Αθήνα της κατοχής, τόμος Α, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2002.

Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ, τόμος πρώτος 1918-1945, έκδοση της Κ.Ε. του ΚΚΕ, Αθήνα 1986.

Ψυρούκη Νίκου, Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1985.

Πάντειο Πανεπιστήμιο

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών

«Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία» κατεύθυνση Ιστορία

Εργασία εξαμήνου στο μάθημα

«Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα:

Ζητήματα ιστορίας και ιστοριογραφίας»

Υπεύθυνος καθηγητής: Προκόπης Παπαστράτης

 

 


[1] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον άγγελο, Ωκεανίδα, Αθήνα 2003, σ. 25 κ.ε.

[2] Δ.Δημηρούλης, Σεφέρης Γιώργος, στο Πάπυρος Larousse Britannica, Αθήνα 2007, τ. 46, σ. 394.

[3] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄1935-1944, Ίκαρος, Αθήνα 1992, σ.41/11-3-1941.

[4] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.74/17-12-1942.

[5] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.53/20-9-1942.

[6] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.86/28-12-1942.

[7] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.107/21-3-1943.

[8] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.110/24-3-1943.

[9] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.117/13-4-1943.

[10] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.131/28-12-1943.

[11] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.143/27-1-1944.

[12] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.156 /22-2-1944.

[13] Shepheard hotel στο Κάιρο της Αιγύπτου.

[14] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.178/6-4-1944.

[15] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.191/11-4-1944.

[16] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.236/9-7-1944.

[17] Hotel Bretagne στην Αθήνα.

[18] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄, 1/1/1941-31/12/1944, Ίκαρος, Αθήνα 2007, σ.34/2-3-1941.

[19] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.83/14-5-1941.

[20] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.116/7-7-1941.

[21] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄, …, ό.π., σ.232/22-7-1942.

[22] Γ.Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπ. ΄41, Ικαρος, Αθήνα 1980, σ. 26-27.

[23] Γ.Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπ. ΄41…, ό.π., σ.28.

[24] Γ.Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπ. ΄41…, ό.π., σ.29.

[25] Γ.Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπ. ΄41…, ό.π., σ.33.

[26] Γ.Σεφέρη, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.112/3-4-1943.

[27] Γ.Σεφέρη, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.145/31-1-1944.

[28] Γ.Σεφέρη, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.210-211/ 27-4-1944.

[29] Χρονολογικός πίνακας, στο Παγκόσμια Ιστορία, Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, τ. Χ, Μέλισσα, Αθήνα1965, σ. 869-870.

[30] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ. 872.

[31] Ν.Ψυρούκης, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Επικαιρότητα, Αθήνα 1985, σ. 99.

[32] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.873-874.

[33] Β. Αγγελής, Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα... μαθήματα εθνικής αγωγής και νεολαιίστικη προπαγάνδα στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006, σ. 47.

[34] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο…, ό.π., σ.18/27-10-1940.

[35] Γ.Μαργαρίτης, Η Ελλάδα στον πόλεμο, στο Ιστορία των Ελλήνων, τ. 13, Δομή, Αθήνα, σ. 46.

[36] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ. 876.

[37] Γ.Μαργαρίτης , Ο πόλεμος 1940-1941, στο Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, Η εμπόλεμη Ελλάδα 1940-1949, τ.8, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 11.

[38] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄, 1/1/1941-31/12/1944, Ίκαρος, Αθήνα 2007, σελ.14/26-1-1941.

[39] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.19/29-1-1941 και Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.17/29-1-1941.

[40] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.20/4-2-1941.

[41] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.20/9-2-1941.

[42] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ. 877.

[43] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.21/18-2-1941.

[44] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.21/18-2-1941.

[45] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.23/11-2-1941.

[46] Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.30/26-2-1941.

[47] Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.33/1-3-1941.

[48] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.24/25-3-1941.

[49] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.35/5-3-1941.

[50] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.36-37/7-3-1941.

[51] Κ.Φραδέλλος, Κατοχικές κυβερνήσεις και έθνος, στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940-1945. Κατοχή – Αντίσταση, τ. Γ2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 159.

[52] Π.Παπαστράτης, Οι κυβερνήσεις εξορίας: Ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο, στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1940-1945, Κατοχή – Αντίσταση, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, τ. Γ1, σ.197-198.

[53] Π.Παπαστράτης, Οι κυβερνήσεις εξορίας…, ό.π., σ. 203 και Μ.Σπηλιωτοπούλου, Π.Παπαστράτης, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944, από τα έγγραφα του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2002, τόμος Α, σ.173/6-4-1941 (500), στις 6 Απριλίου 1941 «η ακριβής δύναμη των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα… είναι: 2 μεραρχίες πεζικού, 1 ταξιαρχία, 4 συντάγματα πυροβολικού, 16 βαρέα και 72 ελαφρά αντιεροπορικά όπλα».

[54] Τ. Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, Τολίδη, Αθήνα 1980, σ. 41.

[55] Γ.Αθανασιάδη, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1994, σ. 65.

[56] Π.Παπαστράτης, Οι κυβερνήσεις εξορίας…, ό.π., σ.205.

[57] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.72.

[58] Κ.Φραδέλλος, Κατοχικές κυβερνήσεις και έθνος…, ό.π., σ. 159.

[59] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.26/20-4-1941.

[60] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης…, ό.π., σ.295.

[61] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης…, ό.π., σ.296.

[62] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης…, ό.π., σ.297.

[63] Γ. Σεφέρη,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.52/8-4-1941.

[64] Γ. Σεφέρη,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.54-55/16-4-1941.

[65] Γ. Σεφέρη,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.55/16-4-1941.

[66] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης…, ό.π., σ.296-297.

[67] Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.61/21-4-1941, και 121/13-7-1941.

[68] Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.66/25-4-1941.

[69] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.65-66.

[70] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.26/20-4-1941.

[71] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.73.

[72] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.67.

[73] Γ.Μαργαρίτης, Ο πόλεμος 1940-1941…, ό.π., σ. 27.

[74] Τ.Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας…, ό.π., σ.60.

[75] Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.74/5-5-1941.

[76] Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.74/6-5-1941.

[77] Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.75/6-5-1941.

[78] Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.75/6-5-1941.

[79] Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.79/11-5-1941.

[80] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.68.

[81] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.69.

[82] Γ.Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄, στο Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1985, σ. 191.

[83] Τ.Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας…, ό.π., σ.48.

[84] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ. 879.

[85] Μ.Σπηλιωτοπούλου, Π.Παπαστράτης, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944…, ό.π., τόμος Α΄, σ. 216/ 27-6-1941 (650) «Ο Γεώργιος Β και η κυβέρνηση Τσουδερού αναχωρούν από το Κάιρο για τη Νότια Αφρική».

[86] Π.Παπαστράτης, Οι κυβερνήσεις εξορίας…, ό.π., σ.206-207

[87] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ. 880.

[88] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ. 26/28-4-1941.

[89] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ. 27/ 22-6-1941.

[90] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ. 27/28-6-1941.

[91] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ. 27/30-6-1941.

[92] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ. 28/9-7-1941.

[93] Πρ.Παπαστράτης, Οι κυβερνήσεις εξορίας…, ό.π., σ.207.

[94] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.75.

[95] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ, τόμος πρώτος 1918-1945, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σ. 139.

[96] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.28/13-6-1941.

[97] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.28/13-7-1941.

[98] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.29/19-7-1941.

[99] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.29-30/27-7-1941.

[100] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ…, ό.π., σ.114/4-7-1941.

[101] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ…, ό.π., σ.119/9-7-1941.

[102] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.142-143.

[103] M.Π.Λυμπεράτος, Οι οργανώσεις της αντίστασης, στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1940-1945, Κατοχή-Αντίσταση, τ. Γ2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 9

[104] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ. 146.

[105] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ. 882.

[106] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ. 882.

[107] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης…, ό.π., σ.312.

[108] Γ.Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄…, ό.π., σ. 192

[109] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.147.

[110] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.148.

[111] Ι.Τσάτσου, Φύλλα κατοχής, Εστία, Αθήνα 1976, σ.20.

[112] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.87-88.

[113] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης…, ό.π., σ.314.

[114] Γ.Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄…, ό.π., σ.195.

[115] «Έναρξη μεταφοράς τροφίμων στην Ελλάδα από το πλοίο «Kurtulus» το οποίο διατέθηκε για αυτό ακριβώς το σκοπό από την τουρκική κυβέρνηση. Έως τις 5 Ιανουαρίου 1942 το πλοίο, το οποίο λίγο αργότερα βυθίστηκε, πραγματοποίησε μεταφορά 6736 τόνων τροφίμων στην Ελλάδα», Σ.Ριζάς, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944, από τα έγγραφα αμερικανικών υπηρεσιών, εκδόσεις Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2004, σ. 30/15-10-1941 (77),   Κ.Ν.Χατζηπατέρας, Μ.Φαφαλιού-Δραγώνα, Μαρτυρίες 41-44. Η Αθήνα της κατοχής, τ., Κέδρος, Αθήνα 2002, σ. 210.

[116] Π.Λαγδάς, Άρης Βελουχιώτης, τ. 2ος, Κυψέλη, Αθήνα 1965, σ.23-27.

[117] Μ.Π.Λυμπεράτος, Οι οργανώσεις της αντίστασης…, ό.π., σ. 35.

[118] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.149.

[119] Ν.Ψυρούκης, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος…, ό.π., σ.111 και Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ. 883.

[120] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.884.

[121] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.109.

[122] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.92.

[123] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.151.

[124] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.110.

[125] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.200/20-3-1942.

[126] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.32-33/4-11-1941.

[127] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.33/4-11-1941.

[128] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.42/14-3-1942.

[129]  Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.286 και Τ.Σακελλαρόπουλος, Το σώμα των Ελλήνων αξιωματικών στον πόλεμο και την πολιτική, στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1940-1945, Κατοχή-Αντίσταση, τ.Γ1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ.318. «Με πρόσκληση των Βρετανών και της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, λόγω της αντιδικτατορικής θέσης του και της αντιστασιακής δραστηριότητάς του, κλήθηκε στο Κάιρο. Ανέλαβε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Αμύνης για τις μυστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα», Ριζάς Σ., Χρονολόγιο γεγονότων 19401944…, ό.π., σ.37/2-4-1942 (106).

[130] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.152 βλέπε και Κ.Φραδέλλος, Κατοχικές κυβερνήσεις και έθνος…, ό.π., σ. 172.

[131] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης…, ό.π., σ.323.

[132] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.112.

[133] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.44/1-4-1942.

[134] Ο.Ζ. Φόστερ, Ιστορία των τριών διεθνών, Γνώσεις, Αθήνα 1955, σελ. 553.

[135] Ριζάς Σ., Χρονολόγιο γεγονότων 19401944…, ό.π., σ.38/5-1942 (111).

[136] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.153.

[137] Ν.Ψυρούκης,  Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος…, ό.π., σ.112.

[138] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ. 886.

[139] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.113.

[140] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.887.

[141] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.153.

[142] Ν.Ψυρούκης, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος…, ό.π., σ. 113.

[143] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.146. Μ.Σπηλιωτοπούλουκ, Π. Παπαστράτης, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944…, ό.π., τόμος Α, σελ. 286/10-6-1942 (890) «Άφιξη του Γεωργίου Β΄ και του Τσουδερού στις ΗΠΑ για επίσημη επίσκεψη».

[144] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.215/26-6-1942.

[145] Γ.Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄…, ό.π., σ.200-202.

[146] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.46/8-7-1942.

[147] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.47/8-7-1942.

[148] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης…, ό.π., σ.324-325.

[149] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.888.

[150] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.155 βλέπε και Κ.Φραδέλλος, Κατοχικές κυβερνήσεις και έθνος…, ό.π., σ.172.

[151] Μ.Π.Λυμπεράτος, Οι οργανώσεις της αντίστασης…, ό.π., σ.50.

[152] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄, …, ό.π., σ.250/20-9-1942.

[153] Γ.Αθανασιάδη, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.115.

[154] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.156.

[155] Μ.Π.Λυμπεράτος, Οι οργανώσεις της αντίστασης…, ό.π., σ. 9 βλέπε και Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.157.

[156] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.59/29-10-1942.

[157] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.56/21-10-1942.

[158] Ν.Ψυρούκης, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος…, ό.π., σ.112.

[159] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.889.

[160] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.157.

[161] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.263/28-11-1942 και Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.889.

[162] Μ.Π.Λυμπεράτος, Οι οργανώσεις της αντίστασης…, ό.π., σ. 43.

[163] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.64/17-11-1942.

[164] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.259/18-11-1942.

[165] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.66/28-11-1942.

[166] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.158.

[167] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.158.

[168] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.158.

[169] Ρ.Αλβανός, Οι κατοχικές κυβερνήσεις. Οι διαχειριστές μιας ανέφικτης νομιμότητας, στο Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 68.

[170] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.70/16-12-1942.

[171] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.70-71/16-12-1942.

[172] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.76/19-12-1942.

[173] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.81/23-12-1942.

[174] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.83 25-12-1942.

[175] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.269 13-12-1942.

[176] Ν.Ψυρούκης, Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος…, ό.π., σ.115.

[177] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ. 889.

[178] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.889.

[179] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.117.

[180] Π. Κανελλόπουλος, Ημερολόγιο κατοχής 31 Μαρτίου 1942-4 Ιανουαρίου 1945, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2003, σ.334

[181] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.94/3-2-1943.

[182] Γ.Σεφέρη, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.92-93/14-12-1943.

[183] Γ.Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄…, ό.π., σ.78.

[184] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.889.

[185]  Τ.Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας…, ό.π., σ.227.

[186]  Γ. Σεφέρη,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.283/21-2-1943.

[187] Γ.Αθανασιάδη, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.163 κ.ε.

[188] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.164. «Γενική απεργία στην Αθήνα κατά της πολιτικής επιστράτευσης που είχε στόχο τη μεταφορά εργατών στη Γερμανία», Ριζάς Σ., Χρονολόγιο γεγονότων 19401944…, ό.π., σ.53/6-3-1943 (171).

[189] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.890.

[190] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.165.

[191] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.118/4-4-1943.

[192] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.105/20-3-1943.

[193] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.102/17-3-1943.

[194] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.99-100/14-3-1943.

[195] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.100/16-3-1943.

[196] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.129.

[197] Τ. Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας…, ό.π., σ.324.

[198] Π.Παπαστράτης, Ο Γεώργιος Καρτάλης και η δύσκολη δημοκρατία. Σαράντα χρόνια από το θάνατό του, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1998, σ.59.

[199] Π. Λαγδάς, Άρης Βελουχιώτης…, ό.π., σ.340 κ.ε..

[200] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ. 891.

[201] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.891.

[202] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.120/19-5-1943.

[203] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.169.

[204] Γ.Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄…, ό.π., σ.208.

[205] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης…, ό.π., σ.338,

[206] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ..172, «Γενική απεργία στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την προοπτική επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής στη Μακεδονία», Ριζάς Σ., Χρονολόγιο γεγονότων 19401944…, ό.π., σ.67-68/24-7-1943 (245).

[207] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.891.

[208] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.300/26-7-1943.

[209] Μ.Σπηλιωτοπούλου, Π.Παπαστράτης, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944…, ό.π., τόμος Α, σελ. 406/5-8-1943 (1390).

[210] Μ.Π.Λυμπεράτος, Οι οργανώσεις της αντίστασης…, ό.π., σ.41. «Άφιξη στο Κάιρο έξι αντιπροσώπων οργανώσεων αντίστασης από την Ελλάδα και απαίτησή τους να μην επιστρέψει ο βασιλιάς στη χώρα χωρίς να προηγηθεί δημοψήφισμα», Ριζάς Σ., Χρονολόγιο γεγονότων 19401944…, ό.π., σ.69/20-8-1943 (251).

[211] Ν.Ψυρούκης, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος…, ό.π., σ.116.

[212] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.892.

[213] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.175, Ριζάς Σ., Χρονολόγιο γεγονότων 19401944…, ό.π., σ.69/31-8-1943 (253).

[214] Γ.Σεφέρη, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.123/20-8-1943.

[215] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης…, ό.π., σ.339.

[216] Γ.Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄…, ό.π., σ.209-210.

[217] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης…, ό.π., σ.343.

[218] Γ.Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄…, ό.π., σ. 211.

[219]  Γ.Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄…, ό.π., σ.79-81.

[220] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.303/22-8-1943.

[221] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.303/22-8-1943.

[222] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.306-307/29-8-1943.

[223] Μ.Σπηλιωτοπούλου, Π.Παπαστράτης, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944…, ό.π., τόμος Α, σ.434/10-9-1943 (1501), 440/16-9-1943 (1524), 442/20-9-1943 (1534).

[224] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.292.

[225] Τ. Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, …, ό.π., σ.357.

[226] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.180

[227] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.181-182.

[228] Π. Λαγδάς, Άρης Βελουχιώτης…, ό.π., σ.385-392.

[229] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.892.

[230] Ν. Ψυρούκης, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος…, ό.π., σ.117.

[231] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.183.

[232] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.310/24-10-1943.

[233] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.124-125/24-10-1943.

[234] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.126/24-10-1943.

[235] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.893.

[236] Γ.Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας…, ό.π., σ.222-223.

[237]  Ν.Ψυρούκης, Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος…, ό.π., σ.117 και Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.893.

[238] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.184.

[239] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.313/14-11-1943.

[240] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.893.

[241] Τ.Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας…, ό.π., σ.388.

[242] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.184-185.

[243] Μ. Σπηλιωτοπούλου, Π. Παπαστράτης, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944…, ό.π., τ. Β΄, σ. 5 κ.ε.

[244] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.188.

[245] Ν.Ψυρούκης, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος…, ό.π., σ.119.

[246] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.135/3-1-1944.

[247] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.153/12-2-1944.

[248] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.153/12-2-1944. Για τον πατριώτη Δερτιλή, όπως τον αποκαλεί ο Γ.Σεφέρης, έγγραφο του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών αναφέρει: «Η Υπηρεσία ΑΠΟΛΛΩΝ τηλεγραφεί ότι ο Ράλλης στέλνει στην Πελοπόννησο 1.000 άνδρες εναντίον του ΕΑΜ υπό τον αντιστράτηγο Β. Δερτιλή [Γενικό Διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας]. Φημολογείται ότι ο Δερτιλής, αφού περάσει στη Στερεά και εκκαθαρίσει την περιοχή από τις δυνάμεις του ΕΑΜ, θα προσχωρήσει στο Ζέρβα, για να πολεμήσει εναντίον των Γερμανών, με στόχο να βρεθεί στο πλευρό των Συμμάχων.», Μ. Σπηλιωτοπούλου, Π. Παπαστράτης, Χρονολόγιο Γεγονότων 1940-1944…, ό.π., τ.Β΄, σ. 11-12/6-1-1944 (2095).

[249] Μ.Π.Λυμπεράτος, Οι οργανώσεις της αντίστασης…, ό.π., σ.42.

[250] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.190 βλέπε έγγραφο από το βρετανικό υπουργείο των εξωτερικών που αναφέρει ότι «τα Τάγματα Ασφαλείας πραγματοποιούν μαζικές συλλήψεις κατοίκων στην Κοκκινιά. Επί τόπου εκτελούν μεγάλο αριθμό, καθώς και 50 ομήρους από το Χαϊδάρι. Μονάδες του ΕΛΑΣ επιτίθενται εναντίον τους» στο Μ. Σπηλιωτοπούλου, Π. Παπαστράτης, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944,… ό.π., τ. Β΄,  σ.123/6-3-1944 (2556).

[251] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.192.

[252] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.192-193, Ριζάς Σ., Χρονολόγιο γεγονότων 19401944…, ό.π., σ.90/15-3-1944 (349).

[253] Τ.Σακελλαρόπουλος, Το σώμα των Ελλήνων αξιωματικών στον πόλεμο και την πολιτική…, ό.π., σ.342, Έγγραφο του βρετανικού υπουργείου εξωτερικών αναφέρει ότι “επιτροπή εννέα αξιωματικών του Στρατού και της Αεροπορίας επιδίδει υπόμνημα στον Τσουδερό, και αργότερα στο Βενιζέλο, με το οποίο καλεί την Κυβέρνηση να συμβάλει στην ενότητα των εθνικών δυνάμεων και στο σχηματισμό κυβέρνησης με βάση την ΠΕΕΑ. Διατυπώνεται η απειλή ότι θα υπάρξει αντίδραση, εάν η Κυβέρνηση δεν πράξει αναλόγως» Μ. Σπηλιωτοπούλου, Π. Παπαστράτης, Χρονολόγιο Γεγονότων 1940-1944, … ό.π., τ. Β΄,  σ.159/31-3-1944 (2701), επίσης «η κυβέρνηση αποφασίζει την άμεση σύλληψη των ταραχοποιών του Στρατού και της Αεροπορίας, που της επέδωσαν υπόμνημα υπέρ της ΠΕΕΑ. Η σύλληψή τους πραγματοποιείται, αλλά ακολούθως οι συλληφθέντες αφήνονται ελεύθεροι, λόγω λιποταξίας των φυλάκων τους»,  Μ. Σπηλιωτοπούλου, Π. Παπαστράτης Π,  Χρονολόγιο Γεγονότων 1940-1944, … ό.π., τ. Β΄,  σ.159/31-3-1944 (2702).

[254] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.163/24-3-1944.

[255] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.329/23-3-1944.

[256] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.170/5-4-1944.

[257] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.193/11-4-1944.

[258] Μ. Σπηλιωτοπούλου, Π. Παπαστράτης, Χρονολόγιο Γεγονότων 1940-1944, … ό.π., τ.Β΄, σ.196/11-4-1944 (2861).

[259] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.199/13-4-1944.

[260] Μ.Π.Λυμπεράτος, Οι οργανώσεις της αντίστασης…, ό.π., σ.45. «100 άνδρες του 5/42 συντάγματος της ΕΚΚΑ υπό τον συνταγματάρχη Ψαρρό, το οποίο διαλύθηκε από τον ΕΛΑΣ, προσχώρησαν στα Τάγματα Ασφαλείας», Ριζάς Σ., Χρονολόγιο γεγονότων 19401944…, ό.π., σ.95/7-4-1944 (367).

[261] Γ.Μαργαρίτης, Η εθνική αντίσταση…, ό.π., σ.360.

[262] Σ. Ριζάς, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944…, ό.π., σ.95/6-4-1944 (366).

[263] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.212/28-4-1944.

[264] Κάστρο του Υμηττού. Σύμβολο λευτεριάς, εφ. Ριζοσπάστης 29/4/1998, σ.3.

[265] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.197. Σύμφωνα με τα έγγραφα του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών η ελληνική κυβέρνηση είχε πρόθεση να επέμβει στρατιωτικά στις ελληνικές δυνάμεις που στασίασαν αλλά προτίμησαν να το κάνουν οι Άγγλοι, «Ο Βενιζέλος και ο Καραπαναγιώτης δηλώνουν στον Leeper ότι οι ταραχές, που εκδηλώνονται σε ορισμένες μονάδες του Στρατού και στο Κάιρο, οφείλονται αποκλειστικά στους κομμουνιστές. Τονίζουν ότι οι ίδιοι ήταν απολύτως διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν βία για την αποκατάσταση της τάξης, επειδή όμως βρίσκονται σε ξένη χώρα, ζήτησαν από τις βρετανικές στρατιωτικές αρχές να το πράξουν», Μ. Σπηλιωτοπούλου, Π.Παπαστράτης, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944…, ό.π., τα, Β΄, σ. 171/4-4-1944 (2752).

[266] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.174/5-4-1944.

[267] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.179-181/7-4-1944.

[268] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.182/8-4-1944.

[269] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.186/9-4-1944.

[270] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.187/9-4-1944.

[271] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.191-192/11-4-1944.

[272] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.196/13-4-1944.

[273] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.200/14-4-1944.

[274] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.204/23-4-1944.

[275] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.206/25-4-1944.

[276] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.208/25-4-1944.

[277] Γ.Σεφέρη, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.208/25-4-1944.

[278] Γ.Σεφέρη, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.211/27-4-1944.

[279] Γ.Σεφέρη, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.211/27-4-1944.

[280] Γ.Σεφέρη, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.213/28-4-1944.

[281] Γ.Σεφέρη, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.216/30-4-1944.

[282] Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης…, ό.π., σ.357.

[283] Γ.Μαργαρίτης, Η εθνική αντίσταση…, ό.π., σ.361-363.

[284] Πρ.Παπαστράτης, Οι κυβερνήσεις εξορίας…, ό.π., σ.235.

[285] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.224/5-5-1944.

[286] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.224/5-5-1944.

[287] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.230/9-5-1944.

[288] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.230-231/10-5-1944.

[289] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.233/23-5-1944, «Χτες ήρθαν οι Έλληνες αντιπρόσωποι από τη Βηρυτό. Πήγα στο αεροδρόμιο. Μεγάλη ζέστη σ΄ αυτή την έρημο μ΄ ένα σωρό πολύχρωμα σχήματα αεροπλάνων ακουμπισμένα εκεί σαν παιχνιδάκια. Κατά τις 5 κατέβηκαν δυο αεροπλάνα σα μεγάλες μύγες που έχεζαν πάνω στην άμμο Έλληνες πολιτικούς».

[290] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.233/23-5-1944.

[291] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.330-331/10-5-1944.

[292] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.333/28-5-1944.

[293] Γ.Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄, …, ό.π., σ.82-83

[294] Ν.Ψυρούκης, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, …, ό.π., σ.120.

[295] Π.Παπαστράτης, Ο Γιώργος Καρτάλης και η δύσκολη δημοκρατία…, ό.π., σ.71-72.

[296] Χρονικό αγώνων και θυσιών του ΚΚΕ…, ό.π., σ.208-209.

[297] Γ.Σεφέρη, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.234/ 4-6-1944.

[298]  Για το ταξίδι του Καρτάλη και του Σεφέρη στην Αγγλία και τις αντιδράσεις που προκάλεσε αυτό το ταξίδι βλέπε Π. Παπαστράτη, Ο Γεώργιος Καρτάλης και η δύσκολη δημοκρατία…, ό.π., σ.72-73.

[299] Π.Παπαστράτης, Ο Γιώργος Καρτάλης και η δύσκολη δημοκρατία…, ό.π., σ.71-72.

[300] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.238/19–7-1944.

[301] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.236-237/12-7-1944.

[302] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.238/19-7-1944.

[303] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.239/26-7-1944.

[304] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ…, ό.π., σ.339/19-7-1944.

[305] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.244/5-8-1944.

[306] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ…, ό.π., σ.343/26-7-1944.

[307] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.896.

[308] Γ.Μαργαρίτης, Από το Λίβανο έως τη Βάρκιζα, στο Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 13, Δομή, σ. 517.

[309] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.896-897.

[310] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.242/2-8-1944.

[311] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.243/2-8-1944.

[312] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.245/7-8-1944.

[313] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.245/7-8-1944.

[314] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.247/14-8-1944.

[315] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.249/7-18-1944.

[316] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.257/27-8-1944.

[317] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.258/28-8-1944.

[318] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.258/30-8-1944.

[319] Π.Παπαστράτης, Οι κυβερνήσεις εξορίας…, ό.π., σ.243. Έγγραφο του βρετανικού υπουργείου εξωτερικών αναφέρει ότι «ορκίζονται ενώπιον του Διαδόχου Παύλου, που εκτελεί χρέη Αντιβασιλέα, οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ: Σβώλος ως Υπουργός Οικονομικών, Ασκούτσης ως Υπουργός Μεταφορών, Τσιριμώκος ως Υπουργός Οικονομίας, Ζέβγος ως Υπουργός Γεωργίας, Πορφυρογένης ως Υπουργός Εργασίας και Αγγελόπουλος ως Υφυπουργός Οικονομικών», Μ. Σπηλιωτοπούλου, Π. Παπαστράτης, Χρονολόγιο Γεγονότων 1940-1944…, ό.π., τ. Β΄, σ.506/2-6-1944 (4049).

[320] Π.Παπαστράτης, Οι κυβερνήσεις εξορίας…, ό.π., σ.245.

[321] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.897.

[322] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ…, ό.π., σ.356-357/16-9-1944.

[323] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ.897.

[324] Μ.Π.Λυμπεράτος, Οι οργανώσεις της αντίστασης…, ό.π., σ. 33.

[325] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.260/8-9-1944.

[326] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.260/10-9-1944.

[327] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.263/21-9-1944.

[328] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.268/27-9-1944.

[329] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.265/25-9-1944.

[330] Β.Λάζου, Εδαφικός κατακερματισμός, στο Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ.45. Έγγραφο του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών αναφέρει ότι «οι Γερμανοί υπουστέλλουν τη σημαία τους από την Ακρόπολη στις 9.45 το πρωί της 12ης Οκτωβρίου, ενώ την ίδια στιγμή καταθέτουν στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη…», Μ. Σπηλιωτοπούλου, Π. Παπαστράτης,  Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944…, ό.π., σ.686/12-10-1944 (4771).

[331] Π.Λαγδάς, Άρης Βελουχιώτης…, ό.π., σ. 453.

[332] Χρονολογικός πίνακας…, ό.π., σ. 898.

[333] Π.Παπαστράτης, Οι κυβερνήσεις εξορίας…, ό.π., σ.250.

[334] Ν.Γ.Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1972, σ. 142.

[335] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ…, ό.π., σ.370/22-10/1944.

[336] Αυτή τη φράση την αναφέρει στο Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄, όπου είναι φράση παρμένη από την τραγωδία του Αισχύλου, Αγαμέμνων (στ.180) και σημαίνει «ο πόνος που φέρνει την ανάμνηση του πόνου», και με αυτή σχολιάζει το «πόμπεμα των νεκρών» από το κίνημα του στρατού, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄, σελ. 208, επίσης χρησιμοποιεί τη φράση και στο Μέρες Δ΄…, ό.π., σ. 130.

[337] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.130/22-9-1941.

[338] Γ.Σεφέρης, Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄…, ό.π., σ.212-215.

[339] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.359/20-9-1944.

[340] Γ. Σεφέρης,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.362/29-9-1944.

[341] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.269/1-10-1944, «Σήμερα ήρθε ένα αυτοκίνητο και μοίρασε στους στρατιωτικούς (και κάποιους υπουργούς) αδιάβροχα, παπούτσια, εσώρουχα. Τ΄ απόγευμα έμοιαζαν όλοι σαν οικότροφοι ορφανοτροφείου που φόρεσαν καινούρια χειμωνιάτικα» Γ. Σεφέρη,  Μέρες Δ΄…, ό.π., σ.362/1-10-1944.

[342] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.269 1-10-1944.

[343] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.270 4-10-1944.

[344] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.270 4-10-1944.

[345] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.271 4-10-1944.

[346] Γ.Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄…, ό.π., σ.271/4-10-1944.

[347] Βλέπε σχετικά The Encyclopaedia of Plymouth History, ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.plymouthdata.info/NAAFI.htm

[348] Γ.Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄…, ό.π., σ.84-85



https://www.miet.gr/collections/seferis-photographic-archive/

Φωτογραφικό Αρχείο Γιώργου Σεφέρη



Γιώργος  Σεφέρης

 

 Συμπληρώνονται τριάντα χρόνια φέτος από το θάνατο του Γιώργου Σεφέρη, αυτού του κορυφαίου έλληνα ποιητή που με το έργο του και το βραβείο Νόμπελ που κέρδισε, τίμησε και δόξασε την Ελλάδα και τον σύγχρονο πολιτισμό της.

Ο Γιώργος Σεφέρης, υπήρξε μια από τις πιο λαμπρές προσωπικότητες της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Ο Νομπελίστας ποιητής που κατάφερε με τους στίχους του όχι μόνο να αγγίξει τις ψυχές των Ελλήνων αλλά και να κάνει γνωστή την ελληνική ποίηση σε όλο τον κόσμο. Δικαίως δε, θεωρείται ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της γενιάς των ποιητών του '30 - Καβάφης, Σικελιανός, Βάρναλης, και εκείνης των νεώτερων - Ρίτσος, Ελύτης.

 Και ο Σεφέρης, όπως και ο Καβάφης, αγαπήθηκαν από τις νεότερες γενιές γιατί κατόρθωσαν με την ποίησή τους να γεμίσουν αυτό το μεγάλο κενό της εθνικής συνείδησης στην αναγκαστική προσγείωσή της από τη μεγάλη ιδέα στη σκληρή πραγματικότητα.

“Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπο της κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά...”, έγραφε ο ποιητής στο έργο του “Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄”.

 Ο Γιώργος Σεφέρης, μαζί με τον Οδυσσέα Eλύτη, θεωρούνται οι δυο παγκόσμιοι έλληνες ποιητές. Όχι μόνο επειδή υπήρξαν οι δύο μοναδικοί μέχρι τώρα έλληνες νομπελίστες, αλλά και γιατί η γλώσσα τους έκανε πιο πλούσιο έναν ολόκληρο λαό. Τα "Ημερολόγια" του Σεφέρη, αποτελούν το πιο ψύχραιμο προσωπικό κοίταγμα μιας ολόκληρης εποχής, με δηκτικότητα, ποίηση και κοινωνική ματιά που θα έπρεπε να ζηλεύουν οι επαγγελματίες πολιτικοί.

Μόλις είχε κλείσει τα μάτια του ο μεγάλος ποιητής Κ. Καβάφης, όταν ένας άλλος ποιητής μας, ο Γιώργος Σεφέρης, συνέχισε το μεγάλο μοιρολόγι της φυλής για τις χαμένες πατρίδες και την “Ελλάδα που σε πληγώνει παντού”:

 

 

<<Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας. >>

(Μυθιστόρημα: Αργοναύτες)

 

Ήταν και οι δυο απ' τις χαμένες πατρίδες της διασποράς. Η Ελλάδα μάζευε τα παιδιά της στη φωλιά της - όσα της είχαν απομείνει.

 

Η απλότητα είναι κατάκτηση, όχι επιλογή. Και όπως χαρακτηριστικά έλεγε Ο Γ. Σεφέρης: “Θα 'θελα να μιλήσω πιο απλά, να μου δοθεί αυτή η χάρη”.

     

 Η ζωή του Γ. Σεφέρη 

 

Ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό όνομα του Γεωργίου Σεφεριάδη), γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη, στη μικρασιατική, ελληνική μεγαλούπολη. Πρωτότοκος γιός του διεθνολόγου Στυλιανού Σεφεριάδη και της Δέσπως Σεφεριάδη (το γένος Τενεκίδη), προέρχονταν από λόγια οιικογένεια.

Η οικογένεια Σεφεριάδη, είχε φύγει το 1914 για την Αθήνα, όπου ο ποιητής τελείωσε το γυμνάσιο και εξακολούθησε τις νομικές του σπουδές στο Παρίσι (1918-24).

Τα γόνιμα χρόνια, από τα 18 ως τα 25 του, τα ζει σε άμεση επαφή με τα πνευματικά και ποιητικά ρεύματα που αλλάζουν την υφή της λογοτεχνίας στα χρόνια αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Εκεί τον φτάνει και ο αντίκτυπος της Μικρασιατικής καταστροφής (και της καταστροφής της Σμύρνης, της γενέθλιας πόλης του), και η μνήμη αυτή θα μείνει έμμονα ριζωμένη μέσα του.

Μετά την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών του σπουδών, θα ακολουθήσει το διπλωματικό στάδιο και θα εργαστεί σαν Ακόλουθος της Ελληνικής Κυβέρνησης, Πρόξενος, Πρέσβης, Σύμβουλος πρεσβειών, Διευθυντής Τύπου, κ.λ.π.

Το1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ Πανεπιστημίων του εξωτερικού. Το 1969 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό η "διακήρυξή " του εναντίον της δικτατορίας, που αποτέλεσε τότε ένα ηχηρό ράπισμα κατά της χούντας των Συνταγματαρχών.

Ο Σεφέρης δεν είναι εύκολος ποιητής αλλά δεν είναι σκοτεινός. Η γλώσσα που μιλά είναι δύσκολη , στη γλώσσα όμως αυτή η φωνή του είναι καθαρή και απερίφραστη. Εχεις την εντύπωση πως πέτυχε την καίρια έκφραση, που δεν μπορεί να ειπωθεί αλλιώς. Αυτό είναι το πιο αξιοαγάπητο στην ποίησή του, η απλότητα που φτάνει στη θερμότητα μιας εξομολόγησης.

Η ποίηση του Σεφέρη δεν είναι χαρούμενη. Είναι απαισιόδοξη και μελαγχολική. ΄Εχει τη θλίψη του ανθρώπου που συλλογίζεται πολύ πάνω στα ανθρώπινα, κι ακόμα του Ελληνα με το κατακάθι της πίκρας από τη σκλαβιά και τις εθνικές περιπέτειες. Ωστόσο η διάθεση αυτή δεν οδηγεί στην άρνηση ή στην καταστροφή.

Από την άλλη πλευρά του σκοταδιού είναι το φως, μαύρο και αγγελικό, "από το μέρος του ήλιου" στο κάστρο της Ασίνης θα ανεβεί στο τέλος "ασπιδοφόρος ο ήλιος πολεμώντας". Κάτω από την άρνηση υπάρχει μια πίστη που προστατεύει από την απελπισία, και μια στιβαρή αίσθηση των πραγμάτων που προφυλάσσει από τη διάλυση και το μηδενισμό.

 Πέθανε το Σεπτέμβριο του 1971.

 

   

 Τα βιβλία του Γ. Σεφέρη που εκδόθηκαν 

 

 

Ποιητικές Συλλογές

 

1932 "Στροφή" ( Αρνηση)

1932 "Η Στέρνα"

1935 "Το μυθιστόρημα"

1940 " Τετράδιο Γυμνασμάτων" ( Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές )

1940 "Ημερολόγιο καταστρώματος Α' "

1944 "Ημερολόγιο καταστρώματος Β' "

1947 "Κίχλη"

1955 " ...Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν"

1966 "Τρία κρυφά Ποιήματα"

1939 "Διάλογος πάνω στην ποίηση"

1944 "Δοκιμές"

1946 "Ερωτόκριτος"

 

 

Ταξιδιωτικά

 

1953 "Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας"

 

 

Μεταφράσεις

 

1936 Τ.Σ.'Ελιοτ

1940 "Η έρημη χώρα" του Τ.Σ. ΄Ελιοτ

1965 "Αντιγραφές" (Yeats, Gide, Valery, κ,ά)

1965 "Ασμα Ασμάτων"

1966"Η Αποκάλυψη του Ιωάννη"

 

Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα εξής έργα:

 

1973 "Οι ώρες της κυρίας Ερσης" (δοκίμιο για το ομώνυνυμο έργο του Ν.Γ.Πεντζίκη με το ψευδώνυμο Ιγνάτης Τρελός)

1973 "Εξι νύχτες στην Ακρόπολη" (μυθιστόρημα)

1975 "Αλληλογραφία" (Γ.Θεοτοκάς-Γ.Σεφέρης 1930-1966)

και τα ημερολόγια:

 

1972 "Χειρόγραφο Σεπτ. '41"

1973 "Μέρες του 1945-51"

1975 "Μέρες Α'" (16-2-1925 ως 17-8-1931)

1975 "Μέρες Β'" (24-8-1931 ως 12-2-1934)

1977 "Μέρες Γ'" (16-4-1934 ως 14-12-1940)

 

      

 Η δήλωση του Σεφέρη κατά της δικτατορίας 

 

 

Ο Γιώργος Σεφέρης στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας είχε επιλέξει τη σιωπή και την άρνηση να δημοσιεύσει δουλειά του στην Ελλάδα. Στις 28 Μαρτίου του 1969, δύο χρόνια πριν το θάνατο του, αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη φορά δημόσια και να καταγγείλει τη Δικτατορία. Η δήλωση του στο BBC έκανε τεράστια αίσθηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έδωσε δύναμη και ελπίδα στο αντιδικτατορικό κίνημα.

 

  Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.

Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:

Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. 

Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι' αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. `Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.

Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.

 

      

 Φθορά και λόγος στο έργο του Σεφέρη 

 

 

  “Φθορά” και “λόγος” είναι οι δύο πόλοι ανάμεσα στους οποίους κινείται ο Σεφέρης ήδη με το πρώτο του έργο, Στροφή, στα 1931. Με τον ποιητικό “λόγο” αποπειράθηκε να αντισταθεί στη “φθορά” στην οποία βρίσκεται εκτεθειμένος o άνθρωπος του εικοστού αιώνα, υποχρεωμένος να ζει σε έναν κόσμο "διαλυμένο και ναρκωμένο, όπου οι αισθήσεις εξατμίζονται και χάνουν την πραγματικότητά τους, μέσα στο χάος των εντυπώσεων", όπως εγκαίρως τον χαρακτήρισε ο ίδιος o ποιητής. 

Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες η “φθορά” πέρασε με δύο διαφορετικούς τρόπους στην ποίηση του Σεφέρη. Σύμφωνα με τον ένα, ο Σεφέρης πάει να αποτυπώσει τα δεδομένα της καθημερινότητας στην ασύνδετη και ασυνάρτητη διαδοχή τους, με μία διάθεση αμήχανης απογραφής συναισθημάτων και πραγμάτων. 

Η “φθορά” εκφράζεται στην άνεπανόρθωτη αμεσότητα της. Σύμφωνα με τον άλλο τρόπο - και είναι αυτός που επικράτησε στον ωριμότερο Σεφέρη -,επιδιώκει μία επεξεργασία των βιωμάτων σ' ένα υψηλότερο και απαιτητικότερο επίπεδο έκφρασης, όπου η καθημερινότητα και η φθορά δεν αναφέρονται με τον αποσπασματικό χαρακτήρα των πρώτων αντιδράσεων, αλλά χωνεύονται και ανασχηματίζονται σε μια σύνθεση υψηλού ύφους. Η “φθορά” έχει μετουσιωθεί σε ποιητικό “λόγο”. 

  

Από το βιβλίο του ΜΑRIO VITTI

 

"Φθορά και λόγος"

 

    

 Γ. Σεφέρη: Το ύφος μιας μέρας 

 

We plainly saw that not α soul lived in that fated vessel!

EDGAR ALLAN ΡΟΕ

 

  Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε ξένο τόπο

ο αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής πού φτερούγισε κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου

ή φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση και με τόσο κόπο

ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου.

 

Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά παράθυρα φερετροποιεία...

Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός πού διανυκτερεύει;

Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία

ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει αστρονομίζεται γυρεύει.

 

Στενοχωριέται: α χτυπήσουν την πόρτα ποιος θ' ανοίξει; Αν ανοίξει βιβλίο ποιον θα κοιτάξει;

Αν ανοίξει την ψυχή του ποιος θα κοιτάξει; Αλυσίδα.

Που 'ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δύο και τον αποσβολώνει;

Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος μπροστά σ' έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.

Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι ή πλήξη απλώνει.

 

Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι ακολουθάει το στοχασμό του πού άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι.

Πως μεγάλωσαν τα νύχια του καπετάνιου... κι ο ναύκληρος αξούριστος πού 'χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα...

Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ' άρμενα καμαρώνουν κι ή μέρα πάει να γλυκάνει.

Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η γοργόνα, κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη γάμπια καβάλα 

 

 

 Γ. Σεφέρη: Ερωτικός λόγος 

 

  Που πήγε η μέρα η δίκοπη πού είχε τα πάντα αλλάξει;

Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μάς πλωτός;

Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει

για την ψυχή πού νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός ;

 

Στην πέτρα τής υπομονής προσμένουμε το θάμα

που ανοίγει τα επουράνια κι ειν' όλα βολετά

προσμένουμε τον άγγελο σάν το πανάρχαιο δράμα

την ώρα πού του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

 

τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου καί τής μοίρας,

μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός

ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας

τρικύμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

 

     

 Γ. Σεφέρης: Άρνηση 

 

 

  Στο περιγιάλι το κρυφό

κι άσπρο σαν περιστέρι

διψάσαμε το μεσημέρι

μα το νερό γλυφό.

 

Πάνω στην άμμο την ξανθή

γράψαμε τ' όνομά της

ωραία που φύσηξεν ο μπάτης

και σβήστηκε η γραφή.

 

Με τι καρδιά, με τι πνοή,

τι πόθους και τι πάθος

πήραμε τη ζωή μας· λάθος !

κι αλλάξαμε ζωή.

  

      

 Γ. Σεφέρη: Το ναυάγιο της "Κίχλης" 

 

  "Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπο μου

τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες

σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Παρ' το, σου το χαρίζω

δες, είναι ξύλο λεμονιάς..."

 

Άκουσα τη φωνή

καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω

ένα καράβι πού το βούλιαξαν εδώ και χρόνια

το 'λεγαν "Κίχλη" ένα μικρό ναυάγιο τα κατάρτια,

σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια

 

ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του

στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού

σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.

 

Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους

ακολουθήσαν ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι

που έβγαιναν από του ήλιου τ' άλλο μέρος, το σκοτεινό

θα 'λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα

ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.

 

Κι ήρθε ή φωνή του γέρου, αύτή την ένιωσα

πέφτοντας στην καρδιά της μέρας

ήσυχη, σαν ακίνητη :

 

"Κι α, με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ το

το δίκιο σας θα 'ναι το δίκιο μου που να πηγαίνω

γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.

 

Το θάνατο τον προτιμώ

- ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει".

 

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον ήλιο.

Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον άνθρωπο.

      

 Γ. Σεφέρη: Το Φως 

  Καθώς περνούν τα χρόνια

πληθαίνουν οι κριτές πού σε καταδικάζουν

καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες

φωνές, βλέπεις τον ήλιο μ' άλλα μάτια

ξέρεις πώς εκείνοι πού έμειναν, σε γελούσαν,

το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός

πού τελειώνει στη γύμνια.

 

"Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,

άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου

πού έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου

τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι

ο δωρικός χιτώνας

πού αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,

είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.

 

Κι αυτούς πού αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια

και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο

κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν' αρμενίζει στο αίμα

ν' αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι

και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια

τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.

 

Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ' τα μπαστούνια

πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,

σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως

μ' ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,

καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες

πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια

ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά

προς τα χαλίκια του βυθού οι άσπρες λήκυθοι.

 

Αγγελικό και μαύρο, φως,

γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,

δακρυσμένο γέλιο, σε βλέπει ο γέροντας ικέτης

πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες

καθρεφτισμένο στο αίμα του πού γέννησε τον 'Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.

 

Αγγελική και μαύρη, μέρα ή γλυφή γέψη της γυναίκας πού φαρμακώνει το φυλακισμένο

βγαίνει απ' το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.


 

Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...

δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη

στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου,

σκοτεινή κοπέλα η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε, ο

ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει,

κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες

τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυόμενης

όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ' αγαπήσει,

στο φως και είσαι σ' ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα, ανοιχτάτρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από που

να κοιτάξεις πρώτα,

 

γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα τον πουλιών

θ' αδειάσει ή θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια

      

 Γ. Σεφέρη: Αστυάναξ 

  Τώρα πού θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί

που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,

μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα

και τ' άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν' αγγίξουν

την πράσινη επιφάνεια του νερού

στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.

 

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας

τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας

και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα

ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη

για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

 

Τώρα πού θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής

χαράζει, τώρα πού κανείς δεν ξέρει

ποιόν θα σκοτώσει και πως θα τελειώσει,

πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως

κάτω απ' τα φύλλα εκείνου του πλατάνου

και μάθε του να μελετά τα δέντρα. 

 

Γ. Σεφέρη: Άνοιξη μ.Χ. 

 

  Πάλι με την άνοιξη

φόρεσε χρώματα ανοιχτά

και με περπάτημα αλαφρύ

πάλι με την άνοιξη

πάλι το καλοκαίρι

χαμογελούσε.

 

Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς

στήθος γυμνό ως τις φλέβες

πέρα απ' τη νύχτα τη στεγνή

πέρα απ' τους άσπρους γέροντες

πού συζητούσαν σιγανά

τι θα 'τανε καλύτερο

να παραδώσουν τα κλειδιά

ή να τραβήξουν το σκοινί

να κρεμαστούνε στη θηλιά

ν' αφήσουν άδεια σώματα

κει πού οι ψυχές δεν άντεχαν

εκεί πού ο νους δεν πρόφταινε

και λύγιζαν τα γόνατα.

 

Με τους καινούργιους ροδαμούς

οι γέροντες αστόχησαν

κι όλα τα παραδώσανε

αγγόνια και δισέγγονα

και τα χωράφια τα βαθιά

και τα βουνά τα πράσινα

και την αγάπη και το βιός

τη σπλάχνιση και τη σκεπή

και ποταμούς και θάλασσα

και φύγαν σαν αγάλματα

κι άφησαν πίσω τους σιγή

που δεν την έκοψε σπαθί

πού δεν την πήρε καλπασμός

μήτε η φωνή των άγουρων

κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά

κι ήρθε η μεγάλη στέρηση

μαζί μ' αυτή την άνοιξη

και κάθισε κι απλώθηκε

ωσάν την πάχνη της αυγής

και πιάστη απ' τ' αψηλά κλαδιά

μέσ' απ' τα δέντρα γλίστρησε

και την ψυχή μας τύλιξε.

 

Μα εκείνη χαμογέλασε

φορώντας χρώματα ανοιχτά

σαν ανθισμένη αμυγδαλιά

μέσα σε φλόγες κίτρινες

και περπατούσε ανάλαφρα

ανοίγοντας παράθυρα

στον ουρανό πού χαίρονταν

χωρίς εμάς τους άμοιρους.

Κι είδα το στήθος της γυμνό

τη μέση και το γόνατο

πώς βγαίνει από την παιδωμή

να πάει στα επουράνια

ο μάρτυρας ανέγγιχτος

ανέγγιχτος και καθαρός,

έξω απ' τα ψιθυρίσματα

του λαού τ' αξεδιάλυτα

στον τσίρκο τον απέραντο

έξω απ' το μαύρο μορφασμό

τον ιδρωμένο τράχηλο

του δήμιου π' αγανάχτησε

χτυπώντας ανωφέλευτα.

 

Έγινε λίμνη η μοναξιά

έγινε λίμνη η στέρηση

ανέγγιχτη κι αχάραχτη.

 

16 Μαρτ. '39

  

      

 Γ. Σεφέρη: Φωτιές του Αϊ-Γιάννη 

 

 

  Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν' αλλάξει

δεν μπορεί να γίνει τίποτε.

Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ' αστέρια κι ας ανάβουν οι φωτιές.

 

 

Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα βλέπεις

βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη

τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά το κορμί σου,

μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο

της μοναξιάς και της σιωπής

κι ας ανάβουν οι φωτιές.

 

Την ώρα που τέλειωσε ή μέρα και δεν άρχισε ή άλλη

την ώρα που κόπηκε ο καιρός

εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε το κορμί σου

πρέπει να τον εύρεις

πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο

κάποιος άλλος, όταν θα 'χεις πεθάνει.

 

Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν μπροστά στις φλόγες μέσα στή ζεστή νύχτα

(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)

και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν

(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια, τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια

ανταύγεια).

 

 

Μα εσύ πού γνώρισες τη χάρη τις πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο

το βράδυ που έπεσε ή γαλήνη

άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς και της σιωπής

μέσα στο κορμί σου

τη νύχτα εκείνη του Αι-Γιάννη

όταν έσβησαν όλες οι φωτιές

και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ' αστέρια.

 

Λονδίνο, Ιούλιος 1932


  

 Φωτογραφικο υλικο




https://www.facebook.com/GiorgosSeferisGeorgeSeferis


https://cliomusetours.com/el/tours/george-seferis-poetry-painting-photography-el/#tour-details

Γιώργος Σεφέρης: Ποίηση – Ζωγραφική – Φωτογραφία

giorgos seferis banner


Περιγραφή

Παρουσιάζονται χειρόγραφα, προσωπικά αντικείμενα, έργα και αντικείμενα που ο ίδιος ζωγράφισε, το Νόμπελ που του απονεμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία το 1963, πρωτότυπα έργα κορυφαίων Ελλήνων καλλιτεχνών, που εμπνεύστηκαν ή εμπνέονται από την ποίηση του Σεφέρη, αντιπροσωπευτικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που έβγαλε ο ίδιος, κ.ά.


Προεπισκόπιση

Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη

Το Ίδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη έχει στο κέντρο των ενδιαφερόντων του τις εικαστικές τέχνες και τη μουσική στην Ελλάδα και παγκοσμίως, με κύριο άξονα την εμφάνιση και εξέλιξη του μοντέρνου στον 20ό και 21ο αιώνα.


 

 

Γιώργος Σεφέρης. Βίος και παρωδία – Γιώργος Παναγιωτίδης

Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί το βιβλίο, Γιώργος Σεφέρης. Βίος 

και παρωδία του Γιώργου Παναγιωτίδη

Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί το βιβλίο, Γιώργος Σεφέρης.  Βίος και παρωδία  του Γιώργου Παναγιωτίδη. 



Από τη μία πλευρά η παρωδία, υπονομευτική, περιπαιχτική, παιγνιώδης, σατιρική, κριτική, δημιουργική μίμηση και άσκηση γραφής που διευρύνει τον ορίζοντα γνώσης και κατανόησης τόσο του παρωδού όσο και του αναγνώστη-δέκτη της για το κείμενο-στόχο.
Από την άλλη πλευρά ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, σοβαρός, σκοτεινός και μελαγχολικός, που διερωτάται για το νόημα της ζωής, σημαδεμένος με έναν ξεριζωμό, ζώντας “αντιποιητικά” ως διπλωμάτης τη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τις ταραχώδεις και δυσάρεστες εποχές της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα, τις δύο δικτατορίες, του Μεταξά και των συνταγματαρχών, τον εμφύλιο πόλεμο και την “προδοσία” της Κύπρου.
Ο ίδιος ο Σεφέρης λειτούργησε κόντρα στη σοβαρότητα του ποιητικού του έργου και στη νομπελική, παγκόσμια αποδοχή του. Ασκήθηκε στην παρωδία, στο limerick και στο pastiche, αγγίζοντας τα όρια της τεχνικής του, καθώς πίστευε πως ο ποιητής πρέπει ν’ ασκείται στη γραφή ποικιλότροπα, όπως ακριβώς “ο πιανίστας βαρά καθημερινά τα πλήκτρα του πιάνου του”.
Η πρόκληση της παρώδησης ενός ποιητή όπως ο Σεφέρης εμπεριέχει τόσο την “οδύσσεια” της κατανόησης της ποίησής του, των κωδίκων της και της ιδιοσυστασίας της, όσο και την “οδύσσεια” της κατάκτησης του οπλοστασίου της τέχνης της παρωδίας.

Μικρό δοκίμιο για το Σεφέρη από έναν Σουηδό.

Ο Sture Linnér παρουσιάζοντας το Σεφέρη ως «ποιητή της πέτρας» γράφει:

«Το 1961 συνέβη κάτι αξιοπρόσεκτο στην Ελλάδα: περίπου είκοσι από τις πιο μεγάλες προσωπικότητες των γραμμάτων της χώρας εξέδωσαν ένα επετειακό λογοτεχνικό τόμο 500 μεγάλων σελίδων για να τιμήσουν – ποιον; τι; Ναι, τη μνήμη των τριάντα χρόνων από τη δημοσίευση μιας μικρής 42-σέλιδης ποιητικής συλλογής του Γιώργου Σεφέρη. Λεγόταν Στροφή και πολύ ορθά είχε θεωρηθεί από την αρχή σαν κάτι νέο και αποφασιστικής σημασίας στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Με τις μετέπειτα ποιητικές συλλογές του, o Σεφέρης καθιερώθηκε στο ελληνικό λογοτεχνικό στερέωμα, αλλά όχι μόνο αυτό: ακόμα και οι πολύ απαιτητικοί Άγγλοι και Γάλλοι, όπως επίσης, τελευταία και οι Γερμανοί κριτικοί τον βλέπουν σήμερα (1962) σαν ένα από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ποιητές. Στα σουηδικά, έχουν μεταφραστεί μερικά ποιήματά του από τον Hjalmar Gullberg – εδώ, πραγματικά μπορεί κανείς να μιλήσει για ταύτιση με την πραγματική έννοια της λέξης: ταύτιση μεταξύ δύο ιδιοφυών.

Το πιο αποκαλυπτικό, ίσως, από τα ποιήματα του Σεφέρη είναι “Ο βασιλιάς της Ασίνης”. Είναι εμπνευσμένο από μια και μοναδική λέξη της Ιλιάδας – “ριγμένη εδώ σαν την εντάφια προσωπίδα” λέει ο ποιητής – μια λέξη που ταυτίζει τον βασιλιά της Ασίνης με έναν από τους ήρωες του τρωικού πολέμου. Το κάστρο του ήταν χτισμένο πάνω σ’ ένα βράχο κοντά στο Ναύπλιο. Στις ανασκαφές που έγιναν με την επίβλεψη του αρχαιολόγου Axel W. Persson από την Ουψάλα ανακαλύφτηκε ανάμεσα στ’ άλλα κι ένα μικρό πήλινο αγαλματίδιο, στο οποίο δόθηκε το όνομα Ο λόρδος της Ασίνης. Ο Axel Persson το έδειξε μια μέρα στο φίλο του το Σεφέρη και τον προσκάλεσε να επισκεφτεί το φρούριο. Καθώς ο ποιητής περιφέρεται πάνω στο βράχο, η ξεχασμένη λέξη του Ομήρου και τα αρχαιολογικά ευρήματα γίνονται σύμβολα για ένα χαμένο κόσμο. Πίσω από τα σύμβολα υπάρχει μόνο η ελλειπτική εικόνα του παρελθόντος, η κενότητα από κάθε εμπειρία που τώρα έχει γίνει μόνο μια μνήμη, η κενότητα στην αίσθηση που ο χρόνος απολιθώνει μέσα στον ίδιο τον ποιητή:

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται

υπάρχουν άραγε

ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες

υπάρχουν άραγε

εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς

υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής

εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας

αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου

ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος

η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής

εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας

σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας

ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο

εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.

Ο ποιητής ένα κενό.

Το ποίημα αυτό υποδηλώνει το τρόπο του Σεφέρη να εκφράζει την ποιητική του ψυχή μέσα από το χειροπιαστό και μυθικό παρελθόν του ελληνικού τοπίου:

Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα

με σπασμένη φτερούγα

σκήνωμα ζωής,

κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει

με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού

κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο

κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου

με τα αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Η βαθιά σύνδεση με τον Όμηρο είναι φανερή. Μια φορά ρώτησα το Σεφέρη ποιος από τους αρχαίους συγγραφείς είναι ο πιο σημαντικός γι’ αυτόν. Απάντησε ότι ήταν ο Αισχύλος και μου διηγήθηκε πως όταν διέφυγε από τους κατακτητές το 1941, το μοναδικό βιβλίο από τους κλασικούς συγγραφείς που πήρε μαζί στο δισάκι του ήταν μια έκδοση του Αισχύλου. Εγώ απόρησα: “ Κι ο Όμηρος;” Τα μάτια του έλαμψαν στο μεγάλο βαρύ πρόσωπό του: “Ναι, είναι αυτονόητο, αλλά αυτόν δε χρειάζεται να τον διαβάσω περισσότερο, τον έχω μέσα μου”.

Από το ένα στο άλλο ποίημα μπορεί κανείς να διακρίνει μία κεντρική μορφή, η οποία αποτυπώνεται καλύτερα ως θαλασσοπόρος. Το πνεύμα του Οδυσσέα, ο “πατέρας” του ποιητή. Ο θαλασσοπόρος διηγείται για τον ποιητή

το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανί του καραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή σου να γίνεται τιμόνι”, μιλάει για
“την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν-έναν”, και για το
“πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν.” Τα τρία αυτά θέματα από το μύθο του Οδυσσέα βρίσκονται στον κορμό της ποίησης του Σεφέρη και αυτό ερμηνεύεται κατά ένα μέρος από την οδύσσεια της προσωπικής του ζωής.

Γεννημένος το 1900 στη Σμύρνη, μία από τις εφτά πόλεις που λέγεται ότι γεννήθηκε ο Όμηρος, αναγκάστηκε ήδη από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο να καταφύγει στην Αθήνα. Το 1922 διώχτηκαν οι Έλληνες από τις ακτές της μικράς Ασίας, και το σπίτι της οικογένειάς του καταστράφηκε από τη φωτιά που ερήμωσε ολόκληρη τη Σμύρνη. Άστεγος θα παράμενε ακόμα και μέχρι τα 62 του χρόνια, όταν άφησε τη θέση του πρέσβυ στο Λονδίνο για να αναζητήσει το καταφύγιό του στην Αθήνα και να βρει περισσότερο χρόνο για την ποίησή του. Πριν από αυτά και μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, είχε σπουδάσει στο Παρίσι, όπου εμπνεύστηκε από τη διδακτική ποίηση του Valéry για τις διανοητικές δυσκολίες μπροστά στις εκφραστικές ανάγκες της ζωής. Πολύ γρήγορα έκανε άλλη μια ανακάλυψη στο Λονδίνο: Το ποίημα “Μαρίνα” του Eliot. Μαρίνα, ήταν το όνομα της κόρης του Περικλή στον Shakespeare, και τον έφερε πίσω στο Αιγαίο πέλαγο, στα κόκκινα ιστιοφόρα των ασημένιων θαλασσόδρομων. Το 1936, μεταφράζει το δεύτερο ποίημα του Eliot στα ελληνικά και στη συνέχεια επανέρχεται σε αυτόν κάθε φορά με μεταφράσεις και αναλύσεις. Ήδη το 1935, εξέδωσε τη συλλογή Μυθιστόρημα. Περιέχει πολύ Eliot, αλλά κι έναν καθαρό προσωπικό τόνο. Η ιστορία και ο μύθος ζουν στον Σεφέρη, νιώθει βαριά την απαίτηση για πραγμάτωση και συνέχεια. Ο σύγχρονος Έλληνας βρίσκεται εκεί, απογυμνωμένος κληρονόμος.

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια

και μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ΄ ακουμπήσω,

έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο

έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει.

Με ένα είδους θλίψης, καταπραϋντική αλλά ανήσυχα κραδάζουσα ταπεινότητα, ο ποιητής αγαπά το μάρμαρο αυτό, και αγωνίζεται με αυτές τις πέτρες. Σε στροφές που σε προικισμένες στιγμές μπορεί να φτάσει την μεγαλοσύνη του Αισχύλου, περιγράφει το πώς περιτριγυρίζει στις Μυκήνες και αναζητά “να σηκώσει τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών”, λερωμένα στο αίμα. Αναζητά τον εαυτό του, μακριά από τα ερείπια, μακριά από τα αγάλματα με το “μειδίαμα μιας άγνωστης γαλήνης”, στην “άλλη ζωή”.

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αφήνει το Σεφέρη πάλι άστεγο – καταφεύγει στην Αίγυπτο. Στο δρόμο του ζει τον βομβαρδισμό της Κρήτης. Τη μια νύχτα μετά την άλλη κάθεται αναδιπλωμένος στην αμμουδιά και αναζητά παρηγοριά στον Ερωτόκριτο που αναβλύζει από τη μνήμη του. Το ρομαντικό αυτό ηρωικό ποίημα από την Κρήτη του 17ου αιώνα ήταν κατά την τουρκική κατοχή, και πολύ αργότερα, μια πηγή έμπνευσης για τα μεγάλα και τα μικρά ανάμεσα στους Έλληνες. Από την εποχή των παιδικών του χρόνων στη Σμύρνη ήταν καλά εξοικειωμένος με αυτό: είχε ακούσει το υπηρετικό προσωπικό να τραγουδά μεγάλα κομμάτια απ΄ αυτό και τους μικροπωλητές του δρόμου να το προσφέρουν σε ευτελείς λαϊκές εκδόσεις με άκομψη ξυλοχαρακτική. Αντίσταση στη βαρβαρότητα και την ύβρι, ήταν ένα βασικό θέμα στο ποίημα, και εκθείαζε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που αμύνεται στην ξένη καταπίεση. Το ποίημα θα συνέχιζε να ηχεί μέσα του στα χρόνια της μακρόχρονης εξορίας του. Μετά το τέλος του πολέμου το αφιερώνει μία ανάλυση, την καλύτερη απ’ αυτές που έγιναν σε όλες τις γλώσσες. Έτσι βλέπουμε το Σεφέρη προσαρτημένο σε μια άλλη παράδοση από εκείνη της αρχαιότητας, μια παράδοση που τον φέρνει μπροστά μέσω της προσφυγιάς στο χρόνο και το χώρο.

Στην Αλεξάνδρεια, ο Σεφέρης βρίσκεται ταυτόχρονα ξεριζωμένος και στο σπίτι του. Νοσταλγεί τις πέτρες. Αλλά εδώ αισθάνεται όπως και στη μικρασιατική ακτή, σε χιλιάδων χρόνων ελληνικό περιβάλλον. Πίσω από την εμπορική πρόσοψη της Αλεξάνδρειας, βλέπει τη μεγάλη ελληνιστική Αλεξάνδρεια, την πρωτεύουσα των Πτολεμαίων, κέντρο ενός εκπληκτικά πλούσιου και πολυποίκιλου κόσμου που περιλαμβάνει πόλεις όπως η Ιερουσαλήμ, η Αντιόχεια και η Έφεσος, βασίλεια όπως της Συρίας και τη χώρα των Μήδων και την ίδια τη Μακεδονία, το κέντρο της κατακτητικής εκστρατείας.

Ο Καβάφης, ο τελευταίος Αλεξανδρινός, για μεγάλο διάστημα της ζωής του, είχε εμπνευστεί από το αλεξανδρινό περιβάλλον ποιήματα μιας νέας τεχνοτροπίας και περιεκτικότητας που στην νέα Ελλάδα δεν είχαν βιώσει, ύστερα από τον Σολωμό και τον Κάλβο της εποχής του απελευθερωτικού αγώνα. Ο Καβάφης πέθανε το 1933, αλλά ο Σεφέρης φέρει στη συνέχεια τα καλύτερα από τον τρόπο της ματιάς του και τις εμπειρίες της ζωής του, ενώ συγχρόνως τα ενσωματώνει στο δική του εξελικτική πορεία, τα αφομοιώνει σε κάτι αυτόνομο προσωπικό. Το 1946 τον αφιερώνει μια διεξοδική μελέτη και στα Δοκίμια του 1962 συμπεριλαμβάνει μία νέα, διεισδυτική ανάλυση του συγγραφικού του έργου.

Το 1942 ο Σεφέρης κατέφυγε στον Ιερό τόπο. Στο δεύτερο μέρος του λεγόμενου Ημερολόγιο Καταστρώματος περιγράφει τη συνάντησή του με συμπατριώτες της προσφυγιάς:

Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία,

Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς.

Κάποτε βλέπεις το μεσημέρι

στην άσφαλτο του δρόμου να γλιστρά

ένα κοπάδι μαύρα φύλλα σκορπισμένα-

Περνούνε διαβατάρικα πουλιά κάτω απ’ τον ήλιο

μα δε σηκώνεις κεφάλι.

Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία!

Όπως ο Οδυσσέας στο ταξίδι του έφτασε στο βασίλειο των νεκρών, έτσι και το alter ego του ποιητή, ο Στρατής Θαλασσινός, στη Νεκρή θάλασσα:

Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή θάλασσα

πολλές οργιές κάτω από την επιφάνεια του Αιγαίου.

Έλα μαζί μου να σου δείξω το τοπίο:

Στη Νεκρή θάλασσα

οχτρούς και φίλους

παιδιά, γυναίκα

και συγγενείς

αεί να τους βρεις.

Είναι στα Γόμορρα

κάτω στον πάτο

πολύ ευτυχείς

που δεν προσμένουν

καμιά γραφή.

“Δεν προσμένουν καμιά γραφή”.

Για πολλά χρόνια ο αγγελιοφόρος επανέρχεται σταθερά στην ποίησή του, έρχεται μόνιμα με ανησυχία και ελπίδα εν όψει ενός μηνύματος. Τώρα, όμως, η καταστροφή ολοκληρώθηκε και συνεπώς η προσμονή πήρε τέλος. Το φθινόπωρο του 1944, ο ποιητής επιστρέφει με ένα συμμαχικό πολεμικό μεταγωγικό καράβι ξανά στην Ελλάδα.

Τέσσερα χρόνια μετά ξαναβρίσκεται στην Μέση Ανατολή σε διπλωματική αποστολή και αργότερα στο Λονδίνο. Η δημιουργία συνεχίζεται ακατάπαυστα. Οι νέες ποιητικές συλλογές είναι μιας αυθεντικότητας διαφορετικής των προηγούμενων. Το 1947 εκδίδει την Κίχλη. Πρόκειται για το όνομα ενός καραβιού που βυθίζεται στα ανοιχτά της αττικής ακτής. Το θέμα, όμως, εξελίσσεται σε ένα πανέμορφο αυτοδιαλογισμό για την ανθρώπινη ζωή και τις συνθήκες της.

Το φως και η σκιά εναλλάσσονται με περιπαιχτική σβελτοσύνη, εικονικά απλές λέξεις παίρνουν νέα περιγράμματα, νέα λάμψη. Οι συλλογισμοί λαμπυρίζουν, θαμποφέγγουν και ξαναλάμπουν, και όλοι μαζί σχηματίζουν μια προέκταση πλεξούδας με προοπτική. Κάτω από την πίεση των γεγονότων στην Κύπρο, ωριμάζει το 1955 ο τρίτος τόμος του Ημερολογίου Καταστρώματος. Περιέχει μερικά από τα πιο εμπνευσμένα ποιήματά του. Το 1962, ο Σεφέρης δημοσίευσε μία συλλογή δοκιμίων, τα οποία έγιναν δεκτά ως τα πιο αξιόλογα που είχαν επιτευχθεί ποτέ στη σύγχρονη Ελλάδα.

Ο χρόνος από τα μέσα της δεκαετίας του τριάντα μέχρι και την αρχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου αποτέλεσε μία ασυνήθιστη πλούσια περίοδο για την ελληνική λογοτεχνία. Η άνθησή της συνεχίστηκε σε εκπληκτικό βαθμό και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όταν οι Έλληνες, τελευταίοι ανάμεσα στους λαούς της ευρωπαϊκής ηπείρου, έπρεπε να υψώσουν τα όπλα και να υποστούν τα ταπεινωτικά και καταστροφικά χρόνια της κατοχής, η λογοτεχνική ζωή συνέχισε με φρεσκάδα και δύναμη. Θυμάμαι απ’ αυτόν τον καιρό, πώς καινούρια ποιήματα και πεζογραφικά κομμάτια κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφα από χέρι σε χέρι και έδιναν θάρρος και έμπνευση. Όταν ο Παλαμάς πέθανε μια ανοιξιάτικη ημέρα του 1943 μαζεύτηκε όλη η Αθήνα γύρω από τον τάφο του, και τα κατοχικά σώματα που αστραπιαία διατάχτηκαν να επιβάλλουν την τάξη εκεί δεν μπορούσαν να εμποδίσουν το αυθόρμητο ξέσπασμα του πλήθους στο τραγούδι της ελευθερίας. Τότε ζούσε ακόμα ο Σικελιανός που μαζί με το Σεφέρη αποτελούσε σύμβολο ακεραιότητας στο ελληνικό πολιτιστικό τοπίο.

Έτσι ήρθε στο μεταξύ η ειρήνη που για τους Έλληνες κατέληξε σε έναν πολύχρονο εμφύλιο πόλεμο. Στο γενικό διχασμό και τον απογοητευτικό αποπροσανατολισμό, η λογοτεχνική δημιουργία δεν βρήκε ερεθίσματα. Η νέα γενιά αισθανόταν παραμελημένη, προδομένη από τον περιβάλλοντα κόσμο και χωρίς στηρίγματα μέσα στη δική της κοινωνία. Ο Ελύτης εξέδωσε αρκετά έργα κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής αλλά μετά σιώπησε κι επανήλθε δεκατρία χρόνια μετά, το 1958. Κατά τον ίδιο τρόπο παρέλυσαν και άλλοι. Μετά το θάνατο του Σικελιανού το 1951, η φωνή του Σεφέρη ήταν η μοναδική που διαπέρασε την αποθάρρυνση και την απομόνωση.

Τη φωνή αυτή, την άκουσαν όλοι, πολύ περισσότερο οι νέοι. Είχαν κουραστεί με τη ρητορική της αρχαιότητας, η οποία συχνά δεν συνοδεύεται με γνήσια προσωπική συμμετοχή, είχαν κουραστεί με όλες τις πατριωτικές διακηρύξεις τη στιγμή που η χώρα κατέρρεε με τον εμφύλιο πόλεμο. Ήθελαν να βγουν από την απομόνωση του κόσμου που τους κρατούσε σε ένα περιφερειακό διάκενο. Συγχρόνως, δεν εμπιστεύονταν όλους εκείνους που παρά τις φιλελληνικές τους διακηρύξεις στέκονταν παθητικοί, την ώρα που η χώρα συνθλίβονταν από τον πόλεμο και την κατοχή – όταν αυτοί δεν συνεργούσαν πραγματικά στην καταστροφή.

Το μήνυμα του Σεφέρη διαπερνά τα εμπόδια και η φωνή του ακούγεται. Η κληρονομιά από τη αρχαιότητα σε αυτόν είναι κάτι περισσότερο από διακοσμητικό υλικό του λόγου και λόγιες ψευδαισθήσεις. Πρόκειται για κάποιον που και στη σκέψη και στο στιλ αφέθηκε πραγματικά να διαποτιστεί από τους μεγάλους κλασικούς, κι ο οποίος στάθηκε κοντά στη ροή της πηγής της μετέπειτα αιώνιας ελληνικής ποίησης και του ελληνικού πολιτισμού, και ιδιαίτερα μάλιστα του λαϊκού. Επιπλέον, κανένας άλλος δεν ήταν τόσο ευαίσθητος αποδέκτης στην ποίηση των μεγάλων χωρών του πολιτισμού.

Με όλον τον εκλεπτυσμένο πολιτισμό και όλους τους βαθιούς τόνους της, η ποίησή του δεν είναι απόλαυση μόνο για λιγοστούς μυημένους. Κανένας στη χώρα του δεν έχει περιγράψει με τόση ενσυναίσθηση και τρυφερή κατανόηση τον απλό άνθρωπο, ο οποίος κατά ένα μεγάλο μέρος ζει την καθημερινότητα αρκετά χλιαρά, χωρίς απογειώσεις και εντάσεις, του οποίου η συνείδηση για τις ανώτερες αξίες και μεγαλύτερη ευθύνη έχει αφυπνιστεί, αλλά παρόλα αυτά δεν θέλει ή δεν αντέχει κάτι άλλο από το να τρώει το λωτό του και να αφήνει τις δελεαστικές μικροσυνήθειες της καθημερινότητας να συνδέουν νωθρά τη μια μέρα με την άλλη. Σε όλη τη λεπτότητα και το μεγαλείο τους, τα ποιήματα του Σεφέρη είναι προσγειωμένα και θερμά αισθησιακά.

Η εκφραστική του μορφή είναι ελεύθερη από κάθε συμβατικό και απατηλό στολίδι. Κάθε σκέψη αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, κάθε τονισμός είναι γνήσιος. “Έχουμε φορτώσει το τραγούδι μας με τόση μουσική κι όπου να ‘ναι βουλιάζει, έχουμε στολίσει την τέχνη μας μέχρι που ο χρυσός κατάπιε το πρόσωπό της” είπε μια φορά. Ο δικός του τόνος είναι καταπραϋντικός αλλά η θάλασσα που σφραγίζει έντονα την ποίησή του τη φέρνει πιο πέρα, να πάλλεται ανάμεσα στις πέτρες και τα βουνά. Στον ποιητικό και τον πεζό λόγο, ο Σεφέρης κράτησε ζωντανό κάτι από το πιο αληθινό και το πιο ωραίο στην υπερχιλιετή ελληνική πολιτιστική παράδοση. (Το κείμενο αυτό του Sture Linnér συμπεριλαμβάνεται στον τόμο I väntar på barbarerna och andra tolkningar av Kavafis / Hjalmar Gullberg – Sture Linnér. P.A. Norstedt &Söners Förlag: 1965. Μετάφραση από τη Σουηδική στην Ελληνική γλώσσα: Ο.Π.) Πηγή: gr-se.com

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΤΟΧΑΣΤΗ ΠΟΥ ΛΑΤΡΕΥΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

https://www.spartorama.gr/articles/54725/

«Αγαπημένε Γιώργο, πήραμε τη ζωή μας λάθος...», από τον Ερρίκο Μηλιάρη


«Αγαπημένε Γιώργο, πήραμε τη ζωή μας λάθος...», από τον Ερρίκο Μηλιάρη
Ένιωθα σαν να μου κρύβει κάτι που με καλεί να ανακαλύψω. Σκέφτηκα πως τούτη η ποίηση είναι πρόκληση. Θέτει τον αναγνώστη σε ρόλο, ενεργό και δραστήριο και όχι σε μια παθητική θέση γαλήνιας ανάγνωσης.

Σαν σήμερα, στις 10 Δεκεμβρίου  του 1963, ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό επώνυμο Σεφεριά

δης) βραβεύεται με Νόμπελ Λογοτεχνίας. 

Θέλησα, λοιπόν, να γράψω ένα άρθρο για αυτό το γεγονός, σε μια Ελλάδα που μια ζωή ξεχνάει αυτά για τα οποία θα έπρεπε να είναι περήφανη και είναι πάντα περήφανη για αυτά που θα έ

πρεπε να ντρέπεται. 

Τι να πρωτογράψω όμως; Στην προσπάθεια συγγραφής του άρθρου, το προφανές ήταν μια 

μελέτη της βιογραφίας αυτού του ανθρώπου, όπως και έκανα, για να καταγραφεί η ιστορική μνή

μη. Τολμάς όμως να γράψεις για έναν ποιητή σαν τον Σεφέρη, ένα άρθρο «εγκυκλοπαιδικών γνώσεων»; 

Στον αντίποδα υπήρχε η προσπάθεια ανάλυσης των ποιημάτων και του έργου του. Τρομακτικό

 και μόνο στη σκέψη. Αυτό κι αν είναι κάτι που δεν τολμάς. 

Μοιραία φαινόταν σαν ο ίδιος να με καλεί, ως έναν άνθρωπο – αναγνώστη και αυτοαποκαλούμενο «καλλιτέ

χνη», στην προσωπική μου εμπλοκή με την ψυχή του. 

Θυμήθηκα τα ποιήματά του που τόσο παράξενη εντύπωση μου είχαν κάνει όταν τα διάβασα 

πρώτη φορά. Ένιωθα σαν να μου κρύβει κάτι που με καλεί να ανακαλύψω. Σκέφτηκα πως τού

τη η ποίηση είναι πρόκληση. Θέτει τον αναγνώστη σε ρόλο, ενεργό και δραστήριο και όχι σε μια παθητική θέ

ση γαλήνιας ανάγνωσης. 

Έτσι, ξεφυλλίζοντας ξανά τώρα τα ποιήματά του, σαν να άκουσα τη φωνή του να μου λέει για

 αυτό το άρθρο «Μίλα για εμένα ανθρώπινα. Δε γίνεται αλλιώς.» 

Κι αυτό θα επιχειρήσω να κάνω. Να αγγίξω ως άνθρωπος, τον συγκινητικό αυτόν Άνθρωπο,

 Γιώργο Σεφέρη. Όσο μπορώ… 

Θα παραλείψω, λοιπόν, τις σπουδές της νομικής, τις θεσμικές του θέσεις, τη Σμύρνη και τον

 καημό, τα τόσα χρόνια της «εξορίας» μακριά από την πατρίδα που τόσο αγαπούσε, τη μάνα

 του, τον αυταρχικό αλλά και οραματιστή, βενιζελικό πατέρα του και την απογοήτευση του αδύ

νατου της Μεγάλης Ιδέας, την οργή του για τη δικτατορία και την ανοιχτή θέση του εναντίον της, ακόμα και τις πληροφορίες για τους έρωτες που τον στιγμάτισαν και τον επηρέασαν. Λιτά ίσως αναφερθώ σε κάποια από

 αυτά, μόνο όπου φαίνονται χρήσιμα στην προσπάθεια αποκάλυψης 

της ψυχής του. Πηγές και γραπτά δικά του που θα χρησιμοποιήσω, θα είναι μόνο τα ποιήματά 

του και χωρία από γράμματα που έστελνε στην αδερφή του Ιωάννα Τσάτσου, όπως εκείνη τα κατέθεσε στο φανταστικό της βιβλίο «Ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης». Θα αφήσω να μας 

μιλήσει ο ίδιος μέσα από αυτά τα ποιήματα και τα γραπτά, σχολιάζοντας όσο μπορώ λιγότερα. 

Να αναστηθεί η φωνή του, φόρος τιμής, με αφορμή τη σημερινή μέρα. 

 

Ο Γιώργος Σεφέρης τιμήθηκε σαν σήμερα το 1963 από τη Σουηδική Ακαδημία με το Νόμπελ Λογοτεχνίας

  

Στα δεκαεφτά του, λοιπόν, όταν ο Γιώργος ήταν ερωτευμένος με μια φίλη της αδερφής του, τη Μέλπω, η 

παρέα του και η αδερφή του αποφάσισαν να τον πείσουν να της εξομολογηθεί τον

 έρωτά του. Εκείνος ντρεπόταν και είπε «Μα δεν είναι καλύτερα να της γράψω ένα ερωτικό ποί

ημα και να της το διαβάσω;» Σαν το έκανε, εκείνη απάντησε «Τι ωραίο» και σώπασε. Κάπως 

έτσι ίσως ξεκίνησαν όλα. Από κάτι τόσο απλό και αγνό. Από ένα τέτοιο χτύπημα. Το πρώτο, α

θώο μαχαίρωμα. 

Κι έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται η μοίρα ενός ίσως από τους πιο μοναχικούς ποιητές που πέρασαν

 από αυτόν τον τόπο. Η απογοήτευση για τον κόσμο αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό, πνιγη

ρή. 

«Μέτρια, κι όλα μέτρια και παντού. Κι οι αγάπες μου κι οι πόθοι μου, κι ότι η καρδιά μου ανειώ

νει κ’ η φαντασία της ψυχής, και το είδωλο του νου και ο έρωτας της ομορφιάς και του παντο

τεινού, με σφίγγουν όλα μέτρια, το μέτριο με παγώνει», έγραφε στην αδερφή του. 

Ο Σεφέρης αφιερώνει πολύ χρόνο στη μελέτη της νομικής, με στόχο να πάρει το πτυχίο του ό

πως τον πίεζε και ο πατέρας του να κάνει, μακριά απ’ την οικογένειά του και κυρίως από την πραγματικά πολυαγαπημένη του αδερφή. Εκεί όμως αρχίζει να βυθίζεται και στο σκοτάδι. Τη

 νομική τη σιχαίνεται, η μοναξιά τον βουλιάζει, τα απανωτά χτυπήματα από έναν έρωτα με μια γυναίκα που 

τον παίδεψε βαθύτατα, τη Suzon, τον τσακίζουν. Για την ποίηση, που τόσο θέλει 

να της αφιερωθεί, δεν υπάρχει χρόνος ή έμπνευση, ενώ παράλληλα η υποτίμηση του εαυτού

 του από τον ίδιο είναι αξιοσημείωτη (κάπως έτσι όμως δεν είναι τελικά όλοι οι μεγάλοι καλλιτέ

χνες;) 

Ο ίδιος γράφει 

«Από το πρωί ως το βράδυ, τίποτ’ άλλο δε συλλογάμαι εξόν από την τέχνη. Όλα τ’ άλλα για μέ

να είναι πάρεργα, κι όμως αποτέλεσμα τίποτα, τίποτα, τίποτα, μα να ‘ξερες τι ωραία που θα

 ‘γραφα αν ήμουν ποιητής… δε φαντάζεσαι σε τι σημείο όλα μισά, ως και στα ελαττώματά μου· 

δεν έχω ένα τέλειο ελάττωμα ούτε μια τέλεια αρετή. Τι συμβολική ημερομηνία της γέννησής μου (29 του Φλε

βάρη) η παραπάνω μέρα ενός μπασταρδεμένου μήνα…» 

Τι να πει κανείς; «Αν ήμουν ποητής…» γράφει ο μετέπειτα νομπελίστας Σεφέρης. Πόση ειρω

νεία. Πόση βαθιά όμως σοφία. Πάντοτε τελικά ο σοφός θεωρεί τον εαυτό του άχρηστο. Μόνο 

έτσι φαίνεται πως επιτυγχάνεται η επαφή με τη βαθιά σοφία, όποια κι αν είναι αυτή. Αναλογίζο

μαι σήμερα, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που τόσο αγάπησε και ο ίδιος και που έγραφε 

«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» στην αρχή του ποιήματος 

«Με τον τρόπο του Γ.Σ.», πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορία μας και η πορεία μας, και η συλ

λογική αλλά και η ατομική του καθενός, αν όλοι υποτιμούσαμε και λίγο τον εαυτό μας και αφιερωνόμασταν 

ταπεινά και απόλυτα στον αγώνα και όχι στο αποτέλεσμα ή σε ένα υποκριτικό

 φαίνεσθαι. Σαν τον Σεφέρη που κλείνει το ίδιο ποίημα, γράφοντας «Το καράβι που ταξιδεύει το 

λένε ΑΓΩΝΙΑ  937.» 

Ο Γιώργος Σεφέρης γνώριζε καλά την παθογένεια. 


«Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο, 

άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν· 

σαν έρθει ο θέρος 

προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·»


γράφει στο ποίημα «Τελευταίος σταθμός». 

Μα ασυνείδητα, με τον τρόπο που ήταν διαμορφωμένη η ίδια του η ψυχή, ήθελε ο αναγνώστης να βρει τον καθρέφτη, κρυμμένο πάντα μες στο ποίημα. Πάντοτε μέσω της παραβολής. Γιατί όπως χαρακτηριστικά και ο

 ίδιος έγραφε πάλι στον τελευταίο σταθμό 


«Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές 

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη 

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή 

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·» 


Το τίμημα τούτης της μοίρας όμως, της μοναξιάς του και της αφιέρωσής του στην ποίηση περ

νώντας μέσα από μύρια εμπόδια, πικρό. Ο Σεφέρης δεινοπαθεί μέσα σε έναν κόσμο τόσο ακατάλληλο για

 εκείνον. Αγκομαχάει να βρει τρόπο να εκφραστεί, θεωρώντας μάλιστα πως δεν

 έχει το «ταλέντο», βιώνοντας τη λύπη, βαθιά, για τη ζωή που θα ‘θελε να ζήσει και δε δύναται. Γράφει στην αδερφή του κάτι που κάθε φορά που το διαβάζω συγκλονίζομαι. 

«Πρέπει να ξέρεις, πως όσο κι αν είναι κανείς νέος, όσο κι αν είναι δυνατός κουράζεται από την

 απογοήτευση… Σ’ ένα από  τα περασμένα σου γράμματα θυμάμαι μου έγραφες “αν διαβάσει 

κανείς το γράμμα σου, θα δυσκολευτεί να πιστέψει πως σε λίγο θα είσαι είκοσι χρόνων, πως εί

σαι όμορφος και πως βρίσκεσαι στο Παρίσι.” Αυτή σου η φράση μ’ έκανε να συλλογιστώ…

 Βρε αλήθεια, έχει δίκιο αυτό το κορίτσι να μου μιλάει έτσι, γιατί να μη χαίρομαι κι εγώ τα νιάτα

 μου. Τώρα βλέπω πως μου είναι αδύνατο να χαρώ. Τι να σου κάνω αδερφούλα μου, είμαι υπερβολικά κουρασμένος από το χαρακτήρα μου πρώτα πρώτα, γιατί ομολογώ πως πάντα 

γύρεψα υπερβολικά πολλά… Εκείνο που θα ήθελα θα ήταν λιγάκι αγάπη χωρίς νάζια και διπλωματίες, λιγάκι γλυκύτη, λιγάκι καλωσύνη, μα όλ’ αυτά σ’ αυτό τον κόσμο είναι τόσο πολλά, τόσο πολλά, που ποτές δε θα μπορέσω να επιτύχω…» 



  

Για έναν κόσμο, μέχρι σήμερα, που δεν έχει το απολύτως βασικό… Λίγη αγάπη χωρίς νάζια και διπλωματίες. 

Ο Σεφέρης δίνει την αίσθηση ανθρώπου που είχε μια υψηλή και κρίσιμη, για τη ζωή και τη διαμόρφωσή της, 

αρετή. Άκουγε! Κι όμως η τόσο απλή αυτή λέξη με παράλληλα το τόσο βαθύ νόημα και τη βαθιά ουσία. Ήταν

 ένας άνθρωπος που ακούει, με τα αυτιά του αλλά και με τα «ψυχικά» του αυτιά. Το είδος του ανθρώπου που

 λαμβάνει το ερέθισμα, του αφήνεται, ευάλωτος, δέχεται να τον μετατοπίσει, και άρα αναζητά, ερευνά, αφήνει 

τον εαυτό του και τη ζωή του να πλέουν σε κινούμενη άμμο. Ψάχνει να βρει το κάτι, και εμπιστεύεται τον άν

θρωπο (παρόλη του την απογοήτευση). Αγαπά! Πόσο σπάνια αρετή. Ακούει, άρα αγαπά! Ο ίδιος αντιλαμβα

νόταν την α

ξία αυτής της αρετής… 

«Όλα είναι τραγικά στη ζωή, φτάνει να’ χει κανείς μάτια κι αυτιά. Άλλως τε αυτοί είναι άνθρωποι, που μπο

ρούν να δουν και ν’ ακούσουν, οι άλλοι ή κατεργάρηδες ή λαίμαργοι. Η κατεργαριά δεν είναι εξυπνάδα, ούτε

 η λαιμαργία πόθος» έγραφε στην αδερφή του. 

Η τραγική ειρωνεία είναι πως ο Σεφέρης αναζητούσε τα βασικά στοιχεία, τα πρωταρχικά, της 

ζωής. Και για αυτά μιλούσε. Δε μας καλούσε να αγγίξουμε κάτι που δεν έχουμε φτάσει. Αντιθέ

τως, θρηνούσε τη χαμένη αθωότητα και την φυσική ομορφιά της ζωής που θάψαμε μέσα στην κυνική και αστικότατη ζωή που πλάσαμε «για το καλό μας». 

Σαν το ποίημα «Ερωτικός λόγος» που κλείνει με τους στίχους

 

«Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας, 

μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός 

ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας 

τρικύμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.»

 

Ή όπως επίσης γράφει, τραγικά, για τη ζωή του και τον κόσμο

 

«Το ζεστό νερό μου θυμίζει κάθε πρωί 

πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου.»

 

Η μόνη αληθινή ελπίδα, η μόνη, είναι αυτή που αποτυπώνεται στους τόσο ωραίους στίχους του από το «Αστυάναξ» …

 

«Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής 

χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει 

ποιον θα σκοτώσει και πως θα τελειώσει, 

πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως 

κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου 

και μάθε του να μελετά τα δέντρα.»

 

Ο Σεφέρης είχε την ευλογία για εμάς και την κατάρα για εκείνον, να είναι, όπως έλεγε και η αδερ

φή του, από τη φύση του πρόσωπο τραγικό. Αυτό ήταν το μεγαλείο του κι η δύναμη του αλλά και το βάσανό 

του. Η υψηλή και αριστουργηματική ικανότητά του να αγγίζει καίρια την τραγική διάστα

ση των γινόμενων. 

Ο ίδιος αποτύπωσε σε γράμμα του, με τρομακτικά καθαρό τρόπο, βαθύ, ανθρώπου με υψηλό

τατη συναισθηματική νοημοσύνη, το βάσανο του εαυτού του και τον χαρακτήρα του… 

«Αυτή η νοσταλγία του κάτι που δεν είναι πατρίδα ή εκείνης της κάποιας που δεν είναι ερωμένη. Μ’ αν μπο

ρούσα ν’ ανοίξω την καρδιά μου, νομίζω πως θαύρισκε κανείς γραμμένα από τη μια με

ριά τον αναπόφευκτο χωρισμό, από την άλλη την αδύνατη αγάπη, και μεσ’ στη μέση την άφτα

στη ωραιότητα.» 

Αυτή την άφταστη ωραιότητα αναζητούσε σε όλη τη του ζωή, με τον καημό της έφυγε, και για 

αυτήν έγραφε και μας μιλούσε. Μια άφταστη ωραιότητα που τόσο τραγικά όμως, κάπου, κάπως

, την είχαμε και την χάσαμε. 

Μας άφησε συμβουλή, πολύτιμο διαμάντι, από το «Θερινό ηλιοστάσι»…

 

 «Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε τούτη η ανάσα.»

 

Φαίνεται πως τη σπαταλάμε ακόμα. Ίσως και περισσότερο τώρα από όσο τότε. 

Και πόσο παρηγορητικά θα ήταν τουλάχιστον τα πράγματα – ή και καλύτερα – αν είχαμε στη ζω

ή μας τον Σεφέρη. Αν είχαμε την ποίηση γενικότερα, πόσο μάλλον αυτού του ανθρώπου που εί

ναι απολύτως «ο ποιητής της Ελλάδας», όχι με καμιά δόση εθνικοπατριωτισμού, αλλά με την

έννοια της ιστορίας και της κουλτούρας, έστω του συλλογικού ασυνείδητου. Πως θα ήταν τα πράγματα αν 

ήταν όμως συλλογική συνείδηση… 



  

Ας μελετήσουμε Σεφέρη. Μας είναι απαραίτητος. Γιατί όπως έγραφε και ο ίδιος στο ποίημα «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους»:

 

«Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί· 

πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα 

γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς 

για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.»

 

Ας τον ρωτήσουμε… 

Μήπως και προχωρήσουμε… 

Κλείνοντας, θα παραφράσω έναν στίχο του, στέλνοντας του κι εγώ ένα «σημείωμα» από τη χώ

ρα αυτή, του 2020. 

Θυμάμαι την ιστορία του Σεφέρη με τον Μίκη Θεοδωράκη και την παρεξήγηση στη μελοποίηση του ποιήμα

τος «Άρνηση». 

Ο Σεφέρης έγραφε εκεί

 

«Με τι καρδιά, με τι πνοή, 

τι πόθους και τι πάθος 

πήραμε τη ζωή μας· λάθος! 

κι αλλάξαμε ζωή.»

 

Σε έναν περίπατο λοιπόν των δυο τους, ο Σεφέρης επέκρινε τον Θεοδωράκη για τη μελοποίηση αυτή, γιατί 

με τον τρόπο που μελοποιήθηκε το «πήραμε τη ζωή μας λάθος» ενώθηκε, αναιρώ

ντας έτσι την άνω τελεία, και παράλληλα αποκόπηκε απ’ τους προηγούμενους στίχους, αλλάζο

ντας έτσι τελείως το νόημά τους. 

Ο Θεοδωράκης τότε του απάντησε «Τι σε νοιάζει; Το τραγουδάει όλη η Ελλάδα.» 

Επειδή λοιπόν, θα ήταν λίγο πιο παρήγορα τα πράγματα και στον σύγχρονο ζόφο της ζωής μας

 αν διαβάζαμε ή τραγουδούσαμε ποίηση, επιλέγω και εγώ αυτή την «παρανομία» για να μεταφέ

ρω στον Γιώργο Σεφέρη… 


«Αγαπημένε Γιώργο, 

πήραμε τη ζωή μας λάθος.»

 

Θα αλλάξουμε ζωή; 


Ερρίκος Μηλιάρης
Ηθοποιός
Διοικητικό Μέλος του
Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ)
lep.gr

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η τελευταία

 μέρα» του Γιώργου Σεφέρη

“…Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται· πώς πεθαίνει ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο,
που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή…”


 

Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης) γεννήθηκε στις 13 του Μάρτη 1900, στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Το 1914 η οικογένειά του μετακομίζει στην Αθήνα όπου ο Σεφέρης τελειώνει το Γυμνάσιο το 1917. Κατόπιν θα μεταβεί στο Παρίσι όπου και θα σπουδάσει Νομικά ως το 1924. Ήδη όμως από το 1918 θα εκδηλωθεί η αγάπη του για την ποίηση και θα αρχίσει να γράφει στίχους. Στα χρόνια των σπουδών του, όντας στο εξωτερικό, έχει την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής.

Στο Παρίσι θα τον βρει και η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα τον επηρεάσει βαθύτατα και θα παραμείνει χαραγμένη στη μνήμη του. Από το 1926 μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτείται, θα εργαστεί ως διπλωμάτης στο Υπουργείο Εξωτερικών και σε Πρεσβείες. Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η κηδεία του Γιώργου Σεφέρη (έφυγε από τη ζωή στις 20 του Σεπτέμβρη 1971) μετατράπηκε σε μια μεγάλη αντιδικτατορική διαδήλωση.

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η τελευταία μέρα» του Γιώργου Σεφέρη

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ

Ήταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε
φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς: «Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος»
είπε κάποιος.
Κάτι λιγνά κυπαρίσσια καρφωμένα στην πλαγιά κι η θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιο πέρα.
Οι στρατιώτες παρουσίαζαν όπλα σαν άρχισε να ψιχαλίζει.
«Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος» η μόνη απόφαση που ακούστηκε.
Κι όμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε πια,
μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι τον ύπνο
μήτε η ανάμνηση πως ήμασταν κάποτες άντρες,
τίποτε πια την άλλη αυγή.

«Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη» έλεγε η φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά «την άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή θάλασσα.
Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πώς θα πεθάνουμε;»

Ένα νεκρώσιμο εμβατήριο τριγύριζε μες στην ψιλή βροχή.
Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το συλλογίστηκε.
Κι όσοι το σκέφτηκαν  ήταν σαν ανάμνηση από παλιά χρονικά
της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν – Σαλαμίνι – ναυμαχίας.
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται· πώς πεθαίνει ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο,
που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα,
κανείς δεν αποφάσιζε.
Την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε· όλα παραδομένα·
μήτε τα χέρια μας·
στα λατομεία.
Η φίλη μου τραγουδούσε περπατώντας στο πλευρό μου
ένα τραγούδι σακατεμένο:
«Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες…»
Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας αφήσαν ορφανούς.
Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως.»

                                              Αθήνα, Φεβ. ‘39

Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄ στο Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1977, 11η έκδοση

 ΔΕΣ:ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: Ο Ηράκλειτος και ο Πλάτωνας στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη

https://ikee.lib.auth.gr/record/299354/files/GRI-2018-22389.pdf


BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ OΔΗΓΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ...

file:///C:/Users/dwrap/Desktop/PoemsSeferis_IMS2004%20(4).pdf

«Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία» -Η ερωτική επιστολή του Γεώργιου Σεφέ
ρη στη Μαρώ | 0 bovary.gr
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

«Όλο μου

 το

 σώ

μα πονεί 


από επιθυμία» -


Η ερωτική 


επι

στολή του

 

Γεώργιου 


Σεφέρη 


στη 


Μαρώ


Βουρλά, Σμύρνη, 13 Μαρτίου 1900. Έρχεται στη ζωή ο Γεώργιος Σεφεριάδης (κατά άλλους γεννιέται στις 29 φεβρουαρίου).  

Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1906 στη Σμύρνη και τις ολοκλήρωσε το 1918 στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1914. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοί

τησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Πα

ρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του.


Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1926, διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών, αρχίζοντας έτσι μια λα

μπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυφώθηκε το 1957,

 με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία. Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.

Στις 10 Απριλίου του 1941, μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, είχε νυμφευτεί στην Πλάκα

 τη Μαρώ Ζάννου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. Με την

 ποιητική συλλογή «Στροφή» το 1931, ο Σεφέρης θα εγκαινιάσει 

μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση. Ο Μοντερνισμός

 του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας

 μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδο


σης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα». Το 

πλούσιο

 ποιητικό και συγγραφικό του έργο θα αναγνωριστεί με το Νό

μπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963.

Οι επιστολές που αντάλλαζε το ζευγάρι ήταν αμέτρητες. Μέχρι 

τις 22 Ιουλίου 1971 όταν ο Σεφέρης εισήχθη στον Ευαγγελισμό 

με 

συμπτώματα έλκους. Πέθανε την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου της ίδι

ας

 χρονιάς. Δύο μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, η 

ο

ποία εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας. 

Μετά το θάνατό του, η Μαρώ δώρησε τη βιβλιοθήκη του στη Βι

κε

λαία Δημοτική Βιβλιοθήκη στο Ηράκλειο Κρήτης, το αρχείο του 

στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αθήνας και τις φωτογραφίες του 

στο

 Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. Εξέδωσε τα ανέκδοτα


 ποιήματά του και την αλληλογραφία τους. Έμενε στην οδό Ά

γρας 

στο Παγκράτι και άνοιγε το σπίτι της σε εκπαιδευτικούς. Οι

 κό

ρες της είχαν κληρονομήσει τον Γιώργο Σεφέρη. Απεβίωσε σε ηλι

κί

α 71 ετών στην Αθήνα.

 

Με πληροφορίες από 

Wikipedia, Sansimera, Kathimerini, Vimagazino

H Mαρώ Σεφέρη
H Mαρώ Σεφέρη

Ο καθηγητής Νέας Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας στο 

King's College του Λονδίνου Ρόντρικ Μπίτον, εξετάζει στην βιο

γραφία του μεγάλου ποιητή, τόσο το ρόλο του σε καίριες διπλωμα

τικές θέσεις κατά τη διάρκεια και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πό

λεμο, τη θητεία του ως πρέσβη στο Λονδίνο, ενώ αναλύει και

 το λογοτεχνικό του έργο. Μέσα σε αυτή τη βιογραφία υπάρχει και 

η επιστολή του Σεφέρη στην Μαρώ, όπως την είχε ονομάσει ο ίδιος

. Τη σύζυγό του. 

[Αθήνα] Κυριακή πρωί. [29 Σεπτεμβρίου 1940] 

«Μόλις τώρα πήρα το πρωινό μου και διάβασα το γράμμα σου. Ανά

σανα που ξέρω πως έρχεσαι την Παρασκευή.

Δεν ξέρεις πώς σε περιμένω. Γιατί αυτές τις τελευταίες μέρες σ' έχω

 φριχτά επιθυμήσει.

Τί τα θέλεις, σε στερήθηκα όλο το καλοκαίρι και γιατί ήσουν μακρι

ά και γιατί ίσως, μ' όλες αυτές τις ανόητες ιστορίες, κι όταν ήσουν 

ακόμα κοντά μου, δεν σε είχα όπως θα το ήθελα. - Όλο μου το σώ

μα πονεί από επιθυμία.

Σκέπτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου και όλα χάνουνται, όπου και να βρίσκομαι, ό,τι και να κάνω.

Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν υπνοβάτη ή 

σαν έναν τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα

 μάτια κλειστά.

Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο πα

ρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα». 

Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς. 

ΓΙΩΡΓΟΣ 

[ΥΓ.] Γράψε μου δυο λόγια μόλις λάβεις το γράμμα. Και μην ξεχνάς

 να γράφεις σωστά τη διεύθυνσή μου.

Με τη Μαρώ Σεφέρη στο σπίτι της οδού Άγρας
Με τη Μαρώ Σεφέρη στο σπίτι της οδού Άγρας


Γράφει ο Αγησίλαος Κ.
 Αλιγιζάκης //

 










 



 



 


 

Νάσος Βαγενάς «Ο Ποιητής και ο Χορευτής. Μια εξέταση της 

ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη», εκδόσεις Κέδρος, 101979.

 

Αν και έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια από την πρώτη έκδοση το πόνημα του

 Νάσου 

Βαγενά, στη δεκάτη πλέον επανέκδοσή του, διατηρεί την πρωταρχική του αξία και

 φρε

σκάδα αποτελώντας ένα κλασικό βοήθημα στη μελέτη, ερμηνεία και κατανόηση

 της Ποιη

τικής του Σεφέρη. Η προσέγγιση γίνεται με τέσσερα μεγάλα κεφάλαια, στα οποία

 παρου

σιάζεται  η Ποιητική του θεωρία μέσα από το συγγραφικό και ποιητικό του έργο.

Ο συγγραφέας στο πρώτο κεφάλαιο οριοθετεί την νεοελληνική ποιητική θεωρία 

με την 

Ποιητική του Κωστή Παλαμά, η οποία αφορά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου

 και

 φτάνει μέχρι την πρωτότυπη και ρηξικέλευθη Ποιητική του Σεφέρη που πρωτοεμ

φανίζε

ται στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Η Ποιητική του Παλαμά εκκινεί με την ποίηση

 του 

Διονύσιου Σολωμού «Πρέπει πρώτα με δύναμιν να συλλάβει ο νους κι έπειτα η 

καρδιά 

θερμά να αισθανθεί ότι ο νους εσυνέλαβεν» και καταλήγει στον Βάρναλη. Σύμφω

να με 

αυτή, στην ποιητική δημιουργία ο λόγος υπερισχύει των αισθήσεων και είναι προ

φανές 

ότι επηρεάζεται από τους Γερμανούς Ιδεαλιστές και την θεωρία περί αισθητικής

 του Κα

ντ, η οποία υποστηρίζει την αυτονομία της Τέχνης και την αυθυπαρξία του αισθητι

κού 

φαινομένου με δική του νομοτέλεια.

Ο Σεφέρης είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής που διαφοροποιείται από αυτή τη θε

ωρία 

μετά το 1932, καθώς θεωρεί ότι η λογική έχει υποδεέστερο ρόλο, ενώ πρωτεύοντα 

έχει

 η ευαισθησία (η σύζευξη συναισθηματικών και διανοητικών στοιχείων). Η δική 

του Ποιη

τική δανείζεται από τον Πωλ Βαλερύ τις παρομοιώσεις της πρόζας με τη βάδιση 

και της 

ποίησης με το χορό και υποστηρίζει ότι «στην πρόζα κάθε βήμα καταναλίσκεται 

μόλις τε

λειώσει» και έχει συγκεκριμένο σκοπό, όπως η βάδιση. «Στην ποίηση το προηγού

μενο

 βήμα δε χάνεται ποτέ μέσα στο επόμενο, απεναντίας μένει καρφωμένο στη μνήμη

 ως 

το τέλος και ακέραιο μέσα στο σύνολο του ποιήματος». Η ποίηση είναι «ένας δρα

στικότε

ρος τρόπος για τη μετάδοση του συναισθήματος». Επίσης, μια άλλη σημαντική 

διαφορά 

είναι ότι «η μονάδα στην ποίηση είναι η λέξη, ενώ στην πρόζα είναι η φράση».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα Νιζίνσκι, στο οποίο ο Σεφέρης χρησιμοποι

εί την

 πρωτοποριακή χορογραφία του διάσημου Ρώσου χορευτή μπαλέτου των αρχών 

του 20ο

υ αιώνα Νιζίνσκι πάνω στην καινούργια ασύμμετρη αρμονία της μουσικής η Ιερο

τελεστία 

της Άνοιξης του Στραβίνσκι. Όπως είναι γνωστό, ο Νιζίνσκι ξανάδωσε στην χορευ

τική κί

νηση την απλή χειρονομία χρησιμοποιώντας δυο παραμέτρους, την λιτότητα και 

την ακρί

βεια, τις ίδιες ακριβώς αρετές που προτιμά ο νομπελίστας ποιητής για να εκφρα

στεί. Επ

ίσης, αντικαθιστά την κίνηση με την διάνοια και τη χειρονομία με το συναίσθημα.

Εδώ ο Βαγενάς θέτει το μείζων ερώτημα, τι είναι ποίηση; Ο ορισμός της ποίησης

 για τον

 Σεφέρη είναι η φράση του Richards «η ποίηση είναι η υπέρτατη μορφή της συγκι

νησια

κής χρήσης της γλώσσας». Η ποιητική δημιουργία είναι η έκφραση της ευαισθησί

ας του

 ποιητή με τη χρήση της γλώσσας και του στίχου («ποιητικό ρήμα» κατά τον Σεφέ

ρη). Η 

αρμονική ισορροπία αυτών των δυο στοιχείων φαίνεται στην ποίηση του Κορνά

ρου και 

του Μπωντλέρ.

Σημαντική για την ποιητική δημιουργία είναι και η σεφέρια ανθρώπινη ψυχολογι

κή συ

γκρότηση του ανθρώπου, η οποία «ανακαλύπτει» την παρουσία μιας επιφανεια

κής προ

σωπικότητας και μια εν τω βάθει, καθώς και τον δυισμό της ανθρώπινης ψυχής

 που έχει 

ένα ατομικό και ένα συλλογικό υποσυνείδητο. Η Τέχνη πηγάζει από την εν τω βά

θει προ

σωπικότητα, ενώ η γλώσσα της ποίησης επιτρέπει την «συνάντηση» της ατομι

κής με τη 

συλλογική ψυχή. Αυτό εξηγεί και την αγάπη του Σεφέρη για τη δημοτική ποίηση, 

τον Μα

κρυγιάννη, δηλαδή τους τρόπους και τους ανθρώπους που εκφράζουν το συλλογι

κό υπο

συνείδητο.

 

 Νάσος Βαγενάς

Αξιοσημείωτη είναι και η ερμηνεία της ποιητικής εμπειρίας με βάση τον αριστοτέ

λειο ορι

σμό της τραγωδίας: «Μίμησις πράξεως[…]δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την 

των τοιού

των παθημάτων κάθαρσιν», ο οποίος  σύμφωνα με τον Σεφέρη περιλαμβάνει ολό

κληρη 

την ποίηση. Το «έλεος» είναι η προσκόλληση στην προηγούμενη της ποιητικής 

μας ε

μπε

ιρίας ψυχικής κατάστασης και ο «φόβος» η έλξη που μας τραβά έξω από αυτήν, 

«ο σκο

τεινός δρόμος». Η «κάθαρση» είναι η ισορροπία αυτών των δυνάμεων, η οποία 

οδηγεί

 στην κορύφωση της ποιητικής εμπειρίας.

Προχωρώντας την Ποιητική του ο Σεφέρης -με βάση την θεωρία της τέχνης του Βα

λερύ- 


πιστεύει ότι όταν ολοκληρωθεί ένα έργο τέχνης αποκτά τη δική του οντότητα και

 ανεξα

ρ

τησία σε σχέση με τον δημιουργό του, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει μια αμοιβαία 

σχέση

 με τον δέκτη (αναγνώστη). Επίσης, ο χρόνος ανάγνωσης του ποιήματος σε σχέ

ση με 

τον χρόνο διατήρησης και αναπαραγωγής στη μνήμη του αναγνώστη δεν είναι

 ταυτόχρο

νος, καθώς ο δεύτερος είναι απεριόριστος.

Στα επόμενα δυο κεφάλαια του βιβλίου ο Βαγενάς εξετάζει τις επιρροές των Βαλε

ρύ, 

Έλιοτ, Σικελιανού και Καβάφη στην ποίηση του Σεφέρη. Με τρόπο μεθοδικό πα

ρουσιάζει

 την αρχική προσκόλληση και στη συνέχεια απομάκρυνση από τον γαλλικό συμ

βολισμό 

του Βαλερύ, καθώς και την αφομοίωση και πλήρη γονιμοποίηση του αγγλοσαξω

νικού μο

ντερνισμού του Έλιοτ. Με τον τρόπο αυτό, ο Έλληνας ποιητής περνά από τη μου

σικότητ

α, την αφαιρετικότητα και τον ιμπρεσιονισμό του συμβολισμού του 19ου αιώνα 

στην «μυ

θική μέθοδο» και τη διακειμενικότητα του μοντερνισμού, ο οποίος εκφράζει την

 καθημερι

νή αγχωτική ζωή της μεγαλούπολης του 20ου αιώνα.

Εδώ ο συγγραφέας τονίζει και την ενασχόληση του Σεφέρη με την ελληνική γλώσ

σα, η 

οποία φαίνεται στην ανθολογία δοκιμίων «Δοκιμές» και ειδικότερα στον αγώνα 

του για 

την κατάκτηση της γλώσσας, όπως έκαναν και οι τρείς κορυφαίοι Έλληνες ποιη

τές που

 δεν ήξεραν καλά ελληνικά, δηλαδή ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Καβάφης.

Ο Βαγενάς εμβαθύνει και στο θέμα της ελληνικότητας του Σεφέρη, ο οποίος υπο

στηρίζει 

ότι η λογοτεχνική κληρονομιά του Έλληνα ποιητή είναι τρισδιάστατη με στοιχεία

 από την 

ευρωπαϊκή, την αρχαιοελληνική  και την ελληνική δημοτική (αυτή ξεκινά από τα 

ευαγγέλι

α) παράδοση. Την έννοια της ελληνικότητας συνδέει και με τον Σικελιανό, ο οποί

ος με 

την ποίησή του αναγεννά την ελληνική παράδοση.  Όσον αφορά τον Καβάφη ο

 Σεφέρης

 εντοπίζει ομοιότητες με τον ‘Έλιοτ, ενώ ο Βαγενάς βρίσκει κοινά σημεία στην ποί

ηση 

του Σεφέρη και του Καβάφη («Βασιλιάς Της Ασίνης» και το «Ωραίο φθινοπωρινό 

πρωί»)

.

Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο  εξετάζεται η σχέση του ποιήματος «Κίχλη» 

με

 την ελ

ληνική και την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση, καθώς εδώ συνυπάρχουν ο Ό

μηρος, 

ο Ησίοδος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Πλάτων, ο Δάντης, ο Μπωντλέρ, ο Λα

φόργκ, ο 

Έλιοτ, ο Πάουντ, ο Κορνάρος, ο Κάλβος, ο Σικελιανός και ο Καβάφης,

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι η Ποιητική του Σεφέρη είναι ακόμα μια κορυφαία συνε

ισφο

ρά του νομπελίστα ποιητή στην νεοελληνική λογοτεχνία, η οποία σε συνάρτηση

 με τη 

συμβολή του στην διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας σφραγίζουν

 ανεξίτηλ

α την μελλοντική ελληνική λογοτεχνική δημιουργία.


https://dromenonblog.files.wordpress.com/2016/06/ceb1cf81cf87ceb9cebaceae

-analysh

.pdf

Οκτώβριος 19 2015 21:55:59 Ιστορία και Ποίηση: Η συνάντησή τους στο ποιητικό 

έργο του Γ. Σεφέρη[1]. Σε όλες τις εποχές η γνώση του παρελθόντος ήταν κάτι επι

θυμητό μόνο εφόσον εξυπηρετούσε το μέλλον και το παρόν, κι όχι την εξασθένιση 

του παρόντος ή την εκρίζωση ενός ζωτικού και δυναμικού μέλλοντος. - Φρειδερίκος Νίτσε, Ιστορία και Ζωή, εκδ. Γνώση , σελ. 41. Η Ιστορία, αυτό το ποτάμι του χρόνου που κυλά, προκαλεί τη συνείδηση του ποιητή και την ευαισθησία του. Η συνείδηση της Ιστορίας τόσο σε επίπεδο προσωπικό – υπαρξιακό όσο και σε συλλογικό – εθνικό είναι μια επώδυνη διαδικασία. Ωστόσο χωρίς αυτήν την οδύνη του ποιητή που μετρά τις πληγές της Ιστορίας στο σώμα το δικό του και του λαού του, δεν μπορεί να γεννηθεί το γνήσιο ποιητικό έργο. Αυτή η διαπίστωση ακούγεται κάπως παράδοξη στις μέρες μας, ίσως μάλιστα προκλητικά ανεπίκαιρη, αφού ο πόνος ταυτίζεται με το απόλυτο κακό και ως εκ τούτου τίποτε καλό δεν μπορεί να περιμένει κανείς απ’ αυτόν. Όμως η μελέτη της ιστορίας του πολιτισμού αποδεικνύει πως τα καλύτερα έργα, αυτά που τα ονομάζουμε σήμερα αθάνατα, βλάστησαν στο έδαφος του ανθρώπινου πόνου. Και η ποίηση λοιπόν του Γιώργου Σεφέρη δεν φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα. Αντίθετα, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια, στο έργο του Γιώργου Σεφέρη η Ποίηση λειτουργεί ως άλλοθι της Ιστορίας, αφού η λυτρωτική παρουσία της Ποίησης δικαιώνεται χάρη στο αβάσταχτο για τη συνείδηση του ποιητή βάρος της Ιστορίας. Είναι γεγονός πως ενώ όλοι οι σύγχρονοι ζουν εντός της Ιστορίας, λίγοι έχουν αίσθηση της Ιστορίας. Λίγοι συνειδητοποιούν την έννοια της ιστορικότητας. Λίγοι αναρωτιούνται τι είναι η Ιστορία και ποιο το νόημά της. Αν φυσικά έχει αυτή κάποιο νόημα για τον άνθρωπο. Ο Σεφέρης ανήκει σ’ αυτούς τους λίγους. Αυτό φυσικά δεν είναι τυχαίο. Αρκεί έστω και μια συνοπτική αναφορά στο βιογραφικό του, για να αποκαλυφθούν τα επιφανειακά αλλά και αρκετά από τα υπόγεια ρεύματα που αρδεύουν την ιστορική του συνείδηση. Γεννήθηκε στη Σμύρνη στα 1900 και πέθανε στην Αθήνα στα 1971 . Στην εποχή και στον τόπο που έζησε δεν ήταν εύκολο να μείνει αλώβητος από την Ιστορία. Μικρασιατική Καταστροφή (1922), Δικτατορία Μεταξά (1936-1941), Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939 - 1944), Δεκεμβριανά (1944), Εμφύλιος (1944-1949), Κυπριακός Αγώνας (1955-1959), Δικτατορία Συνταγματαρχών (1967 -1973) συνθέτουν το δράμα απέναντι στο οποίο ήταν αδύνατον να κλείσει τα μάτια του ο ποιητής. Την ευαισθησία του απέναντι στην Ιστορία την οξύνουν και μια σειρά αντινομίες που τον βασανίζουν σ’ όλη του τη ζωή. Νεαρός ακόμη θέλει να αφοσιωθεί στην ποίηση, αναγκάζεται όμως από τον πατέρα του να σπουδάσει νομικά στη Γαλλία και να ακολουθήσει καριέρα διπλωμάτη. Η μακρόχρονη υπηρεσία του στο διπλωματικό σώμα (1926 – 1962) όχι μόνον τον αποσπά από την ποίηση και τον αναγκάζει να ζει στην ξενιτιά, αλλά τον εγκλωβίζει και σ’ ένα χώρο όπου η Ιστορία αποκαλύπτει τη σκοτεινή πλευρά της: την ανθρώπινη ιδιοτέλεια , την ανεπάρκεια των πολιτικών, την αδικία των ισχυρών σε βάρος των αδυνάτων. Το παιχνίδι που παίζει η Ιστορία με τους ανθρώπους το γνωρίζει πολύ καλά, σαν πρόσφυγας που είναι κι ο ίδιος. Ξέρει τι σημαίνει να είναι κάποιος ξένος και ικέτης, αφού αυτές οι λέξεις δεν έχουν γι’ αυτόν αρχαιολογική αξία, αλλά παραπέμπουν σε προσωπικά βιώματα. Ο ανθρωπισμός του Γ. Σεφέρη δεν μπορεί να δεχτεί πως η Ιστορία είναι ένα απέραντο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας χωρίς μορφή και σημασία. Και μόνον η σκέψη της απουσίας νοήματος στην Ιστορία τον οδηγεί στην απόγνωση. Στο «Βασιλιά της Ασίνης», (1938 – 1940), ο ποιητής μας οδηγεί στο χείλος της αβύσσου και μας δείχνει το κενό: Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα (στ. 20). Ο τρόμος του κενού που τίποτε δεν μπορεί να το γεμίσει, μας κάνει να νιώσουμε τον ίλιγγο από την απουσία νοήματος στην Ιστορία. Ο ποιητής δεν μπορεί να ζήσει σε έναν κόσμο άνευ νοήματος. Γι’ αυτό με την ποιητική του ευαισθησία αγγίζει τα λιγοστά ίχνη που άφησαν στο πέρασμα του χρόνου αυτοί που έφυγαν και προσπαθεί με την ποίησή του να ανασυνθέσει το νόημα της Ιστορίας, έτσι ώστε παρελθόν, παρόν και μέλλον να συγκροτήσουν μια ενότητα με σημασία για τον άνθρωπο. Θα συμφωνούσε λοιπόν με τον Έλιοτ πως η ιστορική αίσθηση «συνεπάγεται την αντίληψη όχι μόνο του παρωχημένου, του παρελθόντος, αλλά και της παρουσίας του» και εξαναγκάζει τον άνθρωπο να γράφει όχι μόνο με τη δική του γενιά μέσα στα κόκαλά του, αλλά με το συναίσθημα ότι ολόκληρη η λογοτεχνία της Ευρώπης, αρχίζοντας από τον Όμηρο….., αποτελεί μια ταυτόχρονη τάξη…». Δεν είναι μια νωχελική εγκατάλειψη σε χλιαρές παλιές συνήθειες, αλλά είναι «αυτό που δίνει στο συγγραφέα την οξύτερη συνείδηση της θέσης του μέσα στο χρόνο, του συγχρονισμού του». Η ιστορική συνείδηση παρέχει ακόμη στο σημερινό συγγραφέα μια μέθοδο για να διατυπώσει «ορισμένα μόνιμα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης», και, συνάμα, «να δώσει μορφή και σημασία στο απέραντο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι ο σύγχρονος κόσμος»[2]. Το ερώτημα τι είναι η Ιστορία και ποιο το νόημά της διαπερνά όλο το έργο του Γ. Σεφέρη, διατυπώνεται ωστόσο με εξαιρετική σαφήνεια στο ποίημά του «΄Ενας γέροντας στην ακροποταμιά», γραμμένο στο Κάιρο στα 1942. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως το ποίημα αυτό γράφεται στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής της Ευρώπης, και μάλιστα όταν δεν φαινόταν στον ορίζοντα καμιά ελπίδα για απελευθέρωση. Και αυτήν ακριβώς τη στιγμή της έσχατης απόγνωσης νιώθει ο ποιητής την ανάγκη να εγκαταλείψει την καταθλιπτική λόγω των δυσμενέστατων πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων επιφάνεια της Ιστορίας και να καταδυθεί σε μεγαλύτερο βάθος. Εκεί όπου η Ιστορία παύει να είναι θόρυβος, γεγονότα χωρίς νόημα και σκέτος παραλογισμός που οδηγεί στην απελπισία. Καθώς ο ποιητής – παρατηρητής αποσύρεται σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, αποστασιοποιείται από την τρέχουσα επικαιρότητα και σχετικοποιεί τη σημασία των γεγονότων του παρόντος. Έτσι αυτά δεν μεγεθύνονται πια από το φόβο, τον πόνο και τις καθημερινές επιθυμίες των ανθρώπων, αλλά αποκτούν τις πραγματικές τους διαστάσεις μέσα στο ποτάμι του χρόνου. Οι εξελίξεις στην επιφάνεια της Ιστορίας αποτελούν βέβαια για τον Σεφέρη την αφορμή της ποιητικής του δημιουργίας. Όμως ο ποιητής δεν είναι ούτε δημοσιογράφος, για να εγκλωβίζεται στην επικαιρότητα και να σαγηνεύεται απ’ αυτήν, ούτε υπηρετεί φυσικά την επιστημονική ιστοριογραφία για να ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνον για τη διατύπωση σχέσεων μεταξύ των φαινομένων. Τον ενδιαφέρει η «μεγάλη Ιστορία» πέρα από τις εντυπώσεις της στιγμής ή τα γεγονότα που αντιστοιχούν στον περιορισμένο ορίζοντα της ζωής ενός ανθρώπου. Το ποίημα αρχίζει με ένα ερώτημα: Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε. Και λίγο πιο κάτω άλλο ένα ερώτημα: Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε. Την απάντηση στα ερωτήματα αυτά που αφορούν στο νόημα της Ιστορίας τη δίνει με μια εικόνα η οποία υποδεικνύει και τον τρόπο ανάγνωσης της Ιστορίας από τον ποιητή: Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,/ όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας / και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό. / μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο,/ το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι . / αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πως καθώς / το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική /και ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα. / που δεν είναι ποτές το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι, /κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο, /ο ίδιος προσανατολισμός. /… /Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε/ γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι/ αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα/ και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουν /και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών./ Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων/ κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια –πέρα χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,/ χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα . όταν κοιτάζουν ίσια – πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα, όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι, / πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλάζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει . / αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς , το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας,/ στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει, / πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήταν σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο / αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς. Θα έπρεπε να περιμένουμε το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για να κάνει την εμφάνισή του το κλασικό πια έργο του Φερνάν Μπρωντέλ «Μεσόγειος» και να μας δείξει ένας ιστορικός πλέον πως Ιστορία δεν είναι μόνον οι ταχύτατες και θορυβώδεις αλλά σύντομης διάρκειας εξελίξεις στην επιφάνεια (ο ατομικός χρόνος), αλλά και οι αργές διεργασίες που συντελούνται κάτω από την επιφάνεια της Ιστορίας και αφορούν στη ζωή των κοινωνιών και των πολιτισμών (ο κοινωνικός χρόνος), μέχρι να φτάσουμε στον ακίνητο σχεδόν χρόνο, στο μεγάλο βάθος της Ιστορίας, που αφορά στη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον (ο γεωγραφικός χρόνος)[3]. Ο ιστορικός Μπρωντέλ, αυτή η ηγετική φυσιογνωμία των Annales, έδειξε με το μνημειώδες ιστορικό του έργο αυτό που ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης συμπύκνωσε στο παραπάνω ποίημα: πως το νόημα της Ιστορίας του ανθρώπου δεν εξαντλείται στα συναρπαστικά, επικίνδυνα και γι’ αυτό εντυπωσιακά γεγονότα της επιφάνειας, αλλά στις αργές εξελίξεις στο βάθος της Ιστορίας. Και ο ποιητής και ο ιστορικός νιώθουν την ανάγκη να καταδυθούν στη γαλήνη του βάθους της Ιστορίας, όταν η επιφάνειά της τους οδηγεί στην απελπισία. Στους αντίποδες του Χέγκελ, ο Γιώργος Σεφέρης δεν διακρίνει εντός της Ιστορίας την εκδίπλωση της ιδέας της προόδου[4]. Δεν θεωρεί πως η Ιστορία του ανθρώπου αποτελεί μια συνεχή άνοδο σε ανώτερες και πληρέστερες μορφές ζωής. Δεν πιστεύει πως αιώνες μόχθου και ανθρώπινης οδύνης οδηγούν στο τέλος στην ανθρώπινη ευδαιμονία και σ’ έναν επίγειο παράδεισο. Γι’ αυτό δεν συμμερίζεται ούτε την εσχατολογική αισιοδοξία των μαρξιστών για το μέλλον ούτε φυσικά θα συμμεριζόταν, αν ζούσε σήμερα, την άποψη του Φουκουγιάμα για το τέλος της Ιστορίας. Για τον Σεφέρη η απάντηση στο ερώτημα για τον τελικό σκοπό της ανθρώπινης Ιστορίας θα ήταν η εικόνα που δίνει στους στίχους του ποιήματός του «Ωραίο φθινοπωρινό πρωί», γραμμένο στην Κορυτσά στα 1937: «…να που μ’ αρέσει / κι αυτό το βουβάλι του μακεδονίτικου κάμπου τόσο υπομονετικό / τόσο αβίαστο , σα να το ξέρει πως δε φτάνει κανείς πουθενά…». Η ανάγνωση της Ιστορίας από τον Σεφέρη είναι τραγική. Γι’ αυτόν στην Ιστορία επαναλαμβάνεται συνέχεια το «πανάρχαιο δράμα», όπως το ονομάζει στο «Μυθιστόρημα Α΄»: «Τον άγγελο / τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια/ κοιτάζοντας πολύ κοντά / τα πεύκα το γιαλό και τ’ άστρα. / Σμίγοντας την κόψη τ’ αλετριού ή του καραβιού την καρένα./ ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα / για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα. », (Μυθιστόρημα 1933 –1934). Ο Σεφέρης βλέπει το στίβο της Ιστορίας σαν τον αγωνιστικό χώρο των αρματοδρομιών, σαν έναν κύκλο που διαγράφουν χωρίς διακοπή οι αρματοδρόμοι κι από τον οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν: «Στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη , στη σφενδόνη, / πόσοι γύροι , πόσοι αιμάτινοι κύλοι , πόσες μαύρες /σειρές. οι άνθρωποι που με κοιτάζουν,/ που με κοιτάζαν όταν πάνω στο άρμα / σήκωσα το χέρι λαμπρός, κι αλάλαξαν./ Οι αφροί των αλόγων με χτυπούν , τ’ άλογα πότε θ’ αποστάσουν; / Τρίζει ο άξονας , πυρώνει ο άξονας , πότε ο άξονας θ’ ανάψει; / …και νιώθω τα γόνατα να λυγίζουν πάνω στον άξονα / πάνω στις ρόδες πάνω στον άγριο στίβο, / τα γόνατα λυγίζουν εύκολα σαν το θέλουν οι θεοί, / κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, …» (Μυθιστόρημα ΙΣΤ΄). Και στις «Μυκήνες» πάλι συναντούμε την τραγικότητα της Ιστορίας ως ένα κύκλο αίματος: «… αλλά εγώ / που ακολούθησα τόσες φορές / το δρόμο απ’ το φονιά στο σκοτωμένο / από το σκοτωμένο στην πληρωμή / κι από την πληρωμή στον άλλο φόνο,/ ψηλαφώντας την ανεξάντλητη πορφύρα/ το βράδυ εκείνο του γυρισμού/ που αρχίσαν να σφυρίζουν οι Σεμνές/ στο λιγοστό χορτάρι- / είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές / πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά / τη μοίρα μας». (Μυκήνες, 1935). Το πανάρχαιο δράμα επαναλαμβάνεται μέσα στην Ιστορία. Αλλάζουν μόνον τα σκηνικά και τα ονόματα των προσώπων. Ο διωγμένος από την πατρίδα του, ο πρόσφυγας που έζησε τη φρίκη ενός πολέμου και είδε το ναυάγιο των αγνών οραμάτων και των υψηλών ιδανικών, μπορεί να έχει στον ελληνικό μύθο το όνομα του Τεύκρου ή στη σύγχρονη εποχή του Γιώργου Σεφέρη ή οποιουδήποτε άλλου πρόσφυγα, εξόριστου ή ικέτη όπου γης. Ο Πρίαμος και η Εκάβη είναι τα ονόματα που χρησιμοποιεί ο ελληνικός μύθος για τον πατέρα και τη μάνα που είδαν τη ευτυχισμένη τους ζωή να γίνεται συντρίμμια και τα παιδιά τους να σφάζονται στους κάθε λογής πολέμους, δίκαιους και άδικους. Πού σταματάει το παραμύθι και πού αρχίζει η αλήθεια; Δυσδιάκριτα τα όρια , όπως μας λέει και ο ποιητής φορώντας το προσωπείο του Τεύκρου στο ποίημά του «Ελένη»: «Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη / που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα, / άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι, / αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,/ αν είναι αλήθεια πως οι ανθρώποι δε θα ξαναπιάσουν / τον παλιό δόλο των θεών. αν είναι αλήθεια / πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,/ ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη / ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο / είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια, / δεν το ’χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει / μαντατοφόρους πού έρχουνται να πούνε / πως τόσος πόνος τόση ζωή / πήγαν στην άβυσσο / για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη». (Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄, Ελένη) Βλέπουμε λοιπόν πως για τον Γιώργο Σεφέρη η ανάγνωση της Ιστορίας δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα. Το ερμηνευτικό σχήμα το αντλεί από την αρχαία ελληνική παράδοση. Θουκυδίδης, Αισχύλος, Ηρόδοτος, Σοφοκλής, Ευριπίδης είναι οι δάσκαλοί του. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει μέσα στην αλλαγή. Κράτη και πολιτισμοί έρχονται και παρέρχονται, όπως «…το κρατίδιο/ της Κομμαγηνής που ’σβησε σαν το μικρό λυχνάρι / πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας / και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια / κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες / χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια». (Τελευταίος Σταθμός). Ωστόσο, το φως και το σκοτάδι παλεύουν μέσα στον άνθρωπο. Ιδιαίτερα μάλιστα σε περιόδους κρίσης αποκαλύπτεται σε όλο της το χρωματικό φάσμα η ανθρώπινη φύση με όλο το αγγελικό και μαύρο φως της. Η «ανθρωπεία φύσις» στον Θουκυδίδη δρα εντός της Ιστορίας έχοντας ως κίνητρα την τιμή, την ωφέλεια και το δέος. Ο πόλεμος γίνεται δάσκαλος της βίας και οδηγεί τον άνθρωπο στην αποχαλίνωση των παθών (πλεονεξία, φιλοδοξία, φθόνος, μίσος) και σε ακρότητες άγνωστες σε περίοδο ειρήνης. Αυτό διδάσκει ο Θουκυδίδης στην παθολογία του πολέμου (Θουκ. Ιστορία, ΙΙΙ, 82-84). Και η ανθρωπολογία του Σεφέρη καταλήγει στην ίδια διαπίστωση. Στο ποίημά του ο «Τελευταίος Σταθμός», γραμμένο τον Οκτώβρη του 1944, λίγο πριν αρχίσουν τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος, περιγράφει την ανθρώπινη φύση ως εξής: «Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους. / ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο. / χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος / μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας / και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα, / στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους. / Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο, / άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν . / σαν έρθει ο θέρος / προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι . / σαν έρθει ο θέρος άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό / άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους , άλλοι ρητορεύουν. / Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες, / σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις; ». Και όμως μέσα σ’ αυτό το ζοφερό περιβάλλον της ιδιοτέλειας και των ανθρώπινων παθών ξεχωρίζουν και οι μοναχικές, ανώνυμες συνήθως, ηρωικές μορφές, όπως τους αναγνωρίζει ο Σεφέρης στο πρόσωπο του Μιχάλη. Μόνο τους αναγνωρίζει όμως, δεν τους περιγράφει, γιατί πώς να περιγράψεις τον ήρωα όταν εσύ βρίσκεσαι στην αντίπερα όχθη εκείνων που δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος της θυσίας; «Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες : ο Μιχάλης/ που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο / ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη / που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία, / ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. «Στα σκοτεινά / πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…» / Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.» (Τελευταίος Σταθμός) Ο άνθρωπος βέβαια είναι δημιουργός της ιστορίας του, ωστόσο η ανθρώπινη φύση του είναι δοσμένη και θέτει εκείνους τους περιορισμούς που δεν μπορεί να τους υπερβεί παρά τον ηρωικό του αγώνα και τις στιγμιαίες μερικές φορές εκλάμψεις μεγαλείου. Να πώς βλέπει ο ποιητής τον άνθρωπο εντός της Ιστορίας: «Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπη / έπειτα έρχεται το αίμα / κι η δίψα για το αίμα/ που την κεντρίζει το σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι. «» (Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους, 1942). Η βιολογική φύση του ανθρώπου, τα πάθη και τα ένστικτά του, αποτελούν για τον Γ. Σεφέρη το δίχτυ μέσα στο οποίο παγιδεύεται ο άνθρωπος από τους θεούς. Στο επιγραμματικό του ποίημα «Ευριπίδης Αθηναίος», περιγράφοντας ο Σεφέρης με εξαιρετική λιτότητα την προσωπικότητα και το έργο του μεγάλου τραγικού ποιητή, που θα μπορούσε να ήταν και το δικό του, παρατηρεί: «Είδε τις φλέβες των ανθρώπων / σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια. / προσπάθησε να το τρυπήσει». Το μεγαλείο της τραγωδίας του ανθρώπου βρίσκεται λοιπόν στην ηρωική, αλλά και απέλπιδα προσπάθειά του, να τρυπήσει αυτό το δίχτυ που τον παγιδεύει στο ασφυκτικό κέλυφος της πεπερασμένης βιολογικής ύπαρξης και της φθοράς. Αυτή άλλωστε είναι για τον Γ. Σεφέρη και η αποστολή της ποίησης, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια. Ο Σεφέρης όχι μόνον αρνείται την ιδέα της απεριόριστης προόδου του ανθρώπου εντός της Ιστορίας , αλλά φαίνεται να οπισθοχωρεί αρκετές φορές στο αντίθετο σχήμα του ησιόδειου μύθου της φθίνουσας διαδοχής των γενών, η οποία καταλήγει τέλος στη σιδερένια εποχή όπου κυριαρχεί η ανομία, ο μόχθος και η δυστυχία του ανθρώπου (Ησίοδος , «Έργα και Ημέραι,» στ. 109-201). Για τον Σεφέρη η ζωή παλαιότερα, στις παραδοσιακές κοινότητες, ήταν πλήρης νοήματος, κοινού για όλα τα μέλη που μετείχαν στον ενιαίο πολιτισμό της κοινωνίας. Στην μοντέρνα όμως τεχνολογικά αναπτυγμένη εποχή, στην οποία ζει και ο ποιητής, η ενότητα νοήματος έχει πλέον καταρρεύσει . Η κοινή πίστη έχει χαθεί και οι άνθρωποι έχουν ο καθένας διαφορετικούς προσωπικούς μύθους[5]. Ο μοντέρνος άνθρωπος είναι ακρωτηριασμένος, όπως τα αγάλματα στα μουσεία, και όχι ολοκληρωμένος με νου, καρδιά και αισθήσεις σε αρμονία μεταξύ τους. Ο τεχνοκρατικός πολιτισμός έχει στεγνώσει τον άνθρωπο καταδικάζοντάς τον να ζει στη μοναξιά του χωρίς να γεύεται τη χαρά της επικοινωνίας. «Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων…» (Σαλαμίνα της Κύπρος, 1953) μας λέει ο ποιητής θυμίζοντάς μας τα λόγια του Ηράκλειτου : «Για τους ξυπνητούς ένας και κοινός ο κόσμος είναι, καθένας όμως από τους κοιμισμένους στρέφεται σε ιδιαίτερο.» (Τοῖς ἐγρηγορόσιν ἓνα καὶ κοινόν κόσμον εἶναι, τῶν δὲ κοιμωμένων ἓκαστον εἰς ἴδιον ἀποστρέφεσθαι. ) Το παρελθόν για τον Σεφέρη παραπέμπει σε έναν χαμένο παράδεισο, σε μια ολοκληρωμένη ζωή που χάθηκε . «Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά. /Άλλοτε μάς ήταν εύκολο ν’ αντλήσουμε είδωλα και στολίδια / για να χαρούν οι φίλοι που μας έμεναν ακόμη πιστοί./ Έσπασαν τα σκοινιά. μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα / μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία: / τα δάχτυλα στο φιλιατρό , καθώς έλεγε ο ποιητής.». (Μυθιστόρημα Β΄ ). Και πάλι στο Μυθιστόρημα ΙΖ΄ ο ποιητής αναπολεί την πλήρη νοήματος ζωή του παρελθόντος που αντιστοιχεί στην παιδική ηλικία του ανθρώπου: «Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας / τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας / και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα / ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη / για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους». Αλλού πάλι διαπιστώνει τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου και την ανεπάρκεια της τεχνοκρατικής λογικής να δώσει λύση σε ουσιώδη για την ύπαρξη ζητήματα : «Σου γράφουμε ο καθένας τα ίδια πράγματα / και σωπαίνει ο καθένας μπρος στον άλλον / κοιτάζοντας , ο καθένας , τον ίδιο κόσμο χωριστά / το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά / κι εσένα. / Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ’ την καρδιά μας; / Χτες βράδυ μια νεροποντή και σήμερα / βαραίνει πάλι ο σκεπασμένος ουρανός. Οι στοχασμοί μας / σαν τις πευκοβελόνες της χτεσινής νεροποντής / στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι / θέλουν να χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει.» (Μυθιστόρημα Ζ΄). «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» (Μνήμη Α΄), μας λέει ο ποιητής. Αυτό ισχύει είτε πρόκειται για την προσωπική μνήμη των ευχάριστων βιωμάτων της παιδικής ηλικίας είτε πρόκειται για την ιστορική μνήμη του ποιητή που καλύπτει το διάστημα της τρισχιλιετούς παρουσίας του ελληνικού πολιτισμού. Ύστερα από τρεις χιλιάδες χρόνια ακμής του ελληνικού πολιτισμού, αυτό υποδηλώνει ο χορός των τριών χιλιάδων αγγέλων στο ποίημά του Hampstead (1931), ήρθε η ώρα της παρακμής, της συρρίκνωσης, της δύσης του: «Πάνω στο πράσινο χορτάρι / είχαν χορέψει όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες αγγέλοι/ γυμνοί σαν ατσάλι, / πέφτει το βράδυ χλωμό . / οι τρεις χιλιάδες αγγέλοι / μαζέψαν τα φτερά τους και γενήκαν /ένα σκυλί / ξεχασμένο / που γαβγίζει / μοναχό / και γυρεύει τον αφέντη του / ή τη δευτέρα παρουσία / ή ένα κόκαλο». Και στο ποίημά του «Σαντορίνη» (Γυμνοπαιδία, 1936) πάλι η ίδια εικόνα της φθοράς του παλαιού μεγαλείου: Βωμοί γκρεμισμένοι / κι οι φίλοι ξεχασμένοι /φύλλα φοινικιάς στη λάσπη. Για τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη η μνήμη δεν περιορίζεται στην προσωπική μνήμη, που εξαντλείται στα στενά όρια μιας ανθρώπινης ζωής, αλλά εκτείνεται στο βάθος του χρόνου, περικλείοντας την ιστορική μνήμη του λαού του. Οργανικοί δεσμοί, όπως είναι η γλώσσα, ο τόπος και η παράδοση, συνδέουν τον ποιητή με το λαό του και την ιστορία του. Δεν μπορεί να υπάρξει γνήσια ποιητική δημιουργία χωρίς την ενεργοποίηση της φυλετικής μνήμης, του ιδιαίτερου δηλαδή εθνικού πολιτισμού. Αυτή η φυλετική μνήμη αποτελεί το σπίτι του ποιητή, ένα χώρο οικείο και μεστό νοήματος. Κι όπως κάθε σπίτι έχει την ιστορία του και υφίσταται τη φθορά του χρόνου, έτσι συμβαίνει και με το σπίτι του ποιητή, τον «Ελληνισμό» του. Σε ένα από τα καλύτερα ποιήματα του Σεφέρη, την «Κίχλη» , γραμμένο στον Πόρο τον Οκτώβριο του 1946, αμέσως μετά τον πόλεμο, ακούμε από τον ποιητή μια ιστορία του πολιτισμού σε στίχους: «…/ δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια / ξέρω πως έχουν τη φυλή τους , τίποτε άλλο./ Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά / που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου, / κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες/ γυαλιστερές πάνω στη μέρα. / όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν, / ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν / μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν / μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν / ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε /ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.» Ο ποιητής ταυτίζεται με το λαό του και παρακολουθεί τα πάθη του μέσα στην Ιστορία: «Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα /που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες. /Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς/ κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά /κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο /και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας». (Μυθιστόρημα Δ΄, Αργοναύτες). Αίσθηση της Ιστορίας σημαίνει για τον Σεφέρη πως το παρελθόν και το μέλλον συνυπάρχουν στο εκάστοτε παρόν, γι’ αυτό και η συνείδηση της Ιστορίας και συνακόλουθα η ενεργοποίηση από τη μεριά του ποιητή της συλλογικής ιστορικής μνήμης αποτελούν μια επώδυνη διαδικασία. Εξομολογείται λοιπόν στις «Μυκήνες» την οδύνη του αυτή με τους εξής στίχους: «Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες. / τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα /τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα / τούτες τις πέτρες , τη μοίρα μου. /Πληγωμένος από το δικό μου χώμα / τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο /καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς, / τούτες τις πέτρες». Διεισδυτικός παρατηρητής του πολιτισμού ο Σεφέρης, διαθέτει τόσο αναπτυγμένο το ιστορικό του αισθητήριο, ώστε να εντοπίζει τις διαφορές εκεί όπου οι άλλοι βλέπουν μια απατηλή ομοιομορφία. Τα αρχιτεκτονικά ίχνη των ναών που άφησε στην Κύπρο η δυτική χριστιανοσύνη κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας (Υπέρογκες αρχιτεκτονικές τις χαρακτηρίζει) θεωρούνται από τον ποιητή ξένο και άψυχο σκηνικό στο ζωντανό σώμα του νησιού. Η διαφορά δυτικής και λαϊκής ορθόδοξης χριστιανοσύνης δεν εντοπίζεται μόνον στην αρχιτεκτονική, αλλά προχωρεί βαθύτερα. Ήμασταν συνηθισμένοι να το στοχαζόμαστε αλλιώς το «Ιησούς Χριστός Νικά», εξομολογείται ο ποιητής στο ποίημά του «Νεόφυτος ο έγκλειστος μιλά», γραμμένο στα 1953, και συνεχίζει λίγο πιο κάτω τη σύγκριση της φράγκικης παρουσίας και της ελληνορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης ως εξής: «Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού / και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, /που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης, /εκείνου του πέλαγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης». Απέναντι στην υπερφίαλη συμπεριφορά και την αρπακτικότητα των Φράγκων σταυροφόρων, που αρέσκεται στα υπερμεγέθη οικοδομήματα και στα μελοδράματα, αντιπαρατίθεται ο κόσμος του μέτρου και της σεμνότητας του ορθόδοξου κυπριακού ελληνισμού. Φυσικά με το ποίημα αυτό βρίσκεται στο στόχαστρο του ποιητή η ανομία των Άγγλων κατακτητών της Κύπρου στη δεκαετία του ’50 , των «επιγόνων» δηλαδή των Φράγκων σταυροφόρων του Μεσαίωνα. Άλλωστε είπαμε πως η ιστορική αίσθηση του ποιητή Γ. Σεφέρη αναγνωρίζει στο εκάστοτε παρόν τη ζωντανή παρουσία του παρελθόντος. Το ελληνικό τοπίο με χαρακτηριστικά του γνωρίσματα τον ήλιο και τη θάλασσα αποτελεί για τον Σεφέρη εκείνη τη σταθερά που διαμορφώνει το ελληνικό ήθος και την ελληνική αντίληψη του κόσμου μέσα στην Ιστορία[6]. Ο ήλιος και η θάλασσα της Ελλάδας, θεμελιώδη συστατικά του ομηρικού κόσμου, στοιχεία όχι μόνο της φύσης αλλά και σύμβολα ηθικής τάξεως, είναι τόσο οικεία στους γηγενείς Έλληνες όσο αλλότρια είναι στους ξένους και εφήμερους κατακτητές. Στο ποίημα «Στα περίχωρα της Κερύνειας» (1953) δύο κοσμικές αγγλίδες κυρίες (οικοδέσποινα η μία, επισκέπτρια η άλλη) συζητούν πίνοντας το τζιν τους κάτω από τον ήλιο της Κύπρου. Μέσα στην αδιάφορη κατά τα άλλα συζήτησή τους αναδεικνύονται εκείνες οι σταθερές του ελληνικού τοπίου (ήλιος και θάλασσα) που αποκαλύπτουν, σύμφωνα με την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη, την ενότητα και τον αμετάβλητο πυρήνα του ελληνικού πολιτισμού μέσα στην Ιστορία. Στη θέα του ήλιου και της θάλασσας της Κύπρου η αγγλίδα οικοδέσποινα περιγράφει στην επισκέπτρια φίλη της την πολιτισμική διαφορά των δύο κόσμων, του ομηρικού (του ελληνικού) και του μη ομηρικού (της Δυτικής Ευρώπης) με τα εξής λόγια: « - Α! τούτη η θέα που όλο ρωτά κι όλο ρωτά . Προσέχετε κάποτε τον καθρέφτη / πώς κάνει εντάφιο το πρόσωπό μας; Και τον ήλιο τον κλέφτη / πώς παίρνει τα φτιασίδια μας κάθε πρωί; Θα προτιμούσα /τη ζεστασιά του ήλιου χωρίς τον ήλιο . θ’ αποζητούσα / μια θάλασσα που δεν απογυμνώνει. ένα μαβί χωρίς φωνή, /χωρίς αυτή την ανάγωγη ανάκριση την καθημερινή. /Θα με ξεκούραζε το σιωπηλό χάδι της ομίχλης στα κρόσσια του ονείρου ./ αυτός ο κόσμος δεν είναι δικός μας , είναι του Ομήρου, / η καλύτερη φράση που άκουσα γι’ αυτόν τον τόπο». Βλέπουμε λοιπόν πως ο ήλιος και η θάλασσα, σε όλο το εννοιολογικό τους βάθος και πλάτος, αποτελούν για τον Σεφέρη θεμελιώδη συστατικά της φυλετικής μνήμης του Ελληνισμού. Βέβαια η φυλετική μνήμη, αυτό που εμείς θα λέγαμε ιστορική συνείδηση, δεν είναι κάτι εκ των προτέρων δοσμένο που προσφέρεται έτοιμο στον ποιητή. Αντίθετα, για την ενεργοποίηση αυτής της μνήμης απαιτείται η επίπονη επανάκτησή της. Για να αποκτήσουν τα θραύσματα του παρελθόντος νόημα, παίρνοντας το καθένα τη θέση του στο σώμα του ελληνικού πολιτισμού, πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος για να στηθούν ξανά οι κομμένες γέφυρες που συνδέουν το παρόν με το παρελθόν. Δεν είναι φυσικά εύκολη η διαδικασία. Ούτε είναι δυνατόν να μπουν πάλι όλες οι ψηφίδες στη θέση τους, έτσι ώστε να αποκατασταθεί πλήρως το μωσαϊκό της ιστορίας του ελληνισμού. Τη δυσκολία του εγχειρήματος αυτού την ομολογεί και ο ίδιος ο ποιητής στο Μυθιστόρημα ΚΒ΄: «γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας / στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες , τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια/ ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως το δικό μας σπίτι / προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις. / θα μπορέσουμε;». Εκεί όμως που σταματάει η ιστορική επιστήμη, αρχίζει το έργο της ποίησης. Αποστολή του ποιητή είναι να αποκαταστήσει την ενότητα στο ακρωτηριασμένο από το χρόνο σώμα του ελληνικού πολιτισμού. Να ξαναβρεί το μίτο της Αριάδνης που θα τον οδηγήσει στη διαχρονική αλήθεια αυτού του πολιτισμού, για να αποκτήσει πάλι η ζωή νόημα και παρηγοριά η πληγωμένη ψυχή του ποιητή, έστω κι αν αυτό πρόκειται να κρατήσει κάποιες στιγμές μόνο. Για να επανασυνδεθεί ο ποιητής με τη μακραίωνη ελληνική παράδοση χρειάζεται βοήθεια. Και για τη βοήθεια αυτή δεν αρκούν μόνον οι ζωντανοί. Πρέπει να αφουγκραστεί και τη φωνή των προγόνων: του δίκαιου Σωκράτη, του βασανισμένου Οδυσσέα, του αγωνιστή Μακρυγιάννη και πολλών άλλων. «Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν.» (Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο, 1931), μας λέει ο ποιητής για να μας στρέψει την προσοχή στο ανεξάντλητο κεφάλαιο της παράδοσης. Ο Σεφέρης πιστεύει πως τα λόγια των ανθρώπων που έφυγαν από κοντά μας διασώζουν τη μορφή αυτών των προσώπων. Ακούγοντας λοιπόν κάποιος ξανά αυτά τα λόγια επανασυνδέεται μαζί τους και αποκαθιστά έτσι την ενότητα των προγόνων με τους συγχρόνους. Άλλωστε οι λέξεις δεν είναι αυθαίρετη κατασκευή αυτιστικών υποκειμένων, αλλά το απόσταγμα της επικοινωνίας ζωντανών προσώπων. Σ’ αυτό το ζήτημα είναι εξαιρετικά σαφής ο ποιητής: «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας ./ Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη / ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα. / Όπως τα πεύκα/ κρατούνε τη μορφή του αγέρα / ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί / το ίδιο τα λόγια/ φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου / κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.» (Τρία κρυφά ποιήματα, Επί σκηνής ΣΤ΄). Τι τον διδάσκουν λοιπόν οι πρόγονοι με τους οποίους διαλέγεται; Τον διδάσκουν να πιστεύει στο θαύμα. Ο ηρωισμός του ελληνικού λαού στα 1940 και η αποκάλυψη του κυπριακού ελληνισμού στη δεκαετία του 1950 αποτελούν δύο τέτοια θαύματα που έζησε και ομολογεί ο ίδιος ο Σεφέρης. Οι πρόγονοι τον διδάσκουν ακόμη να πιστεύει στη δύναμη της αγάπης, αυτή άλλωστε είναι εκείνη που δικαιώνει τα πράγματα και την ίδια τη ζωή (Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε , τραγούδησε … / δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη» (Κίχλη Γ΄). Τον διδάσκουν να πιστεύει στην τιμωρία της αδικίας και στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης . Κι εδώ βρίσκεται πια το αισιόδοξο μήνυμα του ποιητή. Το κακό συντρίβεται, η ύβρις τιμωρείται, υπάρχει ελπίδα για τον άνθρωπο στο μέλλον: «ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;» , ρωτάει ο ποιητής στα 1941 και συνεχίζει ο ίδιος : «Άφησε μη ρωτάς. τρία κόκκινα άλογα στ’ αλώνι / γυρίζουν πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα κι έχουν τα μάτια δεμένα, / άφησε μη ρωτάς, περίμενε . Το αίμα, το αίμα / ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Άι-Γιώργη τον καβαλάρη για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το δράκοντα.» (Η μορφή της μοίρας, 1η Οχτώβρη 1941). Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1953, στα χρόνια του αγώνα των Κυπρίων κατά των Άγγλων, στιγματίζοντας τη βαρβαρότητα των αγγλικών κατοχικών δυνάμεων γράφει ο ποιητής στο ποίημά του «Σαλαμίνα της Κύπρος»: «Η γης δεν έχει κρικέλια / για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν /μήτε μπορούν , όσο κι αν είναι διψασμένοι/ να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι./ Και τούτα τα κορμιά / πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν , /έχουν ψυχές. / Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν, /δε θα μπορέσουν . μόνο θα τις ξεκάνουν /αν ξεγίνουνται οι ψυχές. / Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ /δε χρειάζεται μακρύ καιρό/ για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι, /δε χρειάζεται μακρύ καιρό /το κακό για να σηκώσει το κεφάλι, /κι ο άρρωστος νους που αδειάζει /δε χρειάζεται μακρύ καιρό /για να γεμίσει με την τρέλα, νήσός τις έστι…». Η ύβρις τιμωρείται, η δικαιοσύνη αποκαθίσταται , σύμφωνα με την αισχύλεια τάξη πραγμάτων , την οποία αποδέχεται ανεπιφύλακτα ο Σεφέρης. Γι’ αυτό ακούμε στο τέλος του ποιήματος τα προφητικά λόγια: «…όμως ο μαντατοφόρος τρέχει / κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρει / σ’αυτούς που γυρεύαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.» Και στο τέλος του ποιήματός του «Μνήμη Α΄» ο Σεφέρης, αφού σκιαγραφήσει τη ζοφερότητα του παρόντος, γίνεται στο τέλος αναστάσιμος και προφητεύει το μέλλον ως εξής: «Θα γίνει ανάσταση μιαν αυγή, /πώς λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει το όρθρου η μαρμαρυγή, /θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη . είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει». Η ανωμαλία (π.χ η δικτατορία, η ανομία) και ο συμβιβασμός με την αδικία κάνουν βέβαια την εμφάνισή τους μέσα στην Ιστορία, ωστόσο πρόκειται για προσωρινές καταστάσεις. Η αισχύλεια ηθική της ποίησης του Γ. Σεφέρη απορρίπτει κάθε συμβιβασμό με το κακό και την αδικία. Ποτέ δεν θα μπορούσε να δεχτεί ο ποιητής αυτή τη λογική του συμβιβασμού των καιροσκόπων και ανάξιων συμβούλων του βασιλιά στο ποίημα «Ο δαίμων της πορνείας»: «Ο φρόνιμος τη μοίρα του δεν τηνε ξαγριεύει./ Όχι . δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε / πού είναι το δίκιο. Το δικό μας χρέος / είναι να βρούμε το μικρότερο κακό». Ο ποιητής πιστεύει ακράδαντα πως στο τέλος η ύβρις τιμωρείται, η δικαιοσύνη αποκαθίσταται, το κακό νικιέται. Περιγράφοντας ο Σεφέρης τη θανάσιμη πάλη των φιδιών με τις γάτες στο ποίημά του «Οι γάτες του Αϊ-Νικόλα», γραμμένο στα χρόνια της δικτατορίας (1969), ουσιαστικά περιγράφει τον αγώνα ενάντια στο κακό. «Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες / ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος / χαθήκανε . δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι. / …. Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες / παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα / το αίμα το φαρμακερό των ερπετών. / Αιώνες φαρμάκι . γενιές φαρμάκι». Οι ηρωικές γάτες του Αϊ –Νικόλα εξοντώνουν τα φαρμακερά φίδια που ρήμαξαν το νησί και στο τέλος χάνονται κι αυτές. Δεν υπάρχει happy end στον τραγικό κόσμο του Σεφέρη. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι πως το κακό νικήθηκε, η αδικία τιμωρήθηκε. Η Ιστορία δίνει στον ποιητή εκείνο το σκοτάδι που είναι απαραίτητο προκείμενου να μπορέσει ο άνθρωπος να γευτεί τη λύτρωση της ποίησης. Η Ιστορία ως φθορά, πόνος, πόλεμος, αδικία απαιτεί την κάθαρση. Και την κάθαρση την προσφέρει η ποίηση, αποκαλύπτοντας με την ακατάλυτη δύναμη της ομορφιάς εκείνη τη αστραπιαία λάμψη της αλήθειας και της δικαιοσύνης, που οδηγεί τον άνθρωπο να αποδεχτεί την ύπαρξή του εντός της Ιστορίας και να πει αυτό που λέει ο ίδιος ο ποιητής στο τελευταίο από τα Κρυφά του Ποιήματα κάνοντας τον απολογισμό της ζωής του: «ό,τι πέρασε πέρασε σωστά». Έτσι ο άνθρωπος, αξιοποιώντας με την ποίηση την εμπειρία των αισθήσεων, αίρεται σε υψηλότερες σφαίρες, όπου γεύεται έστω και για λίγες στιγμές την αιωνιότητα που του αρνείται η Ιστορία. Ο Σεφέρης με το ποιητικό του έργο επαληθεύει την αξιωματική διαπίστωση του Νίτσε πως ο άνθρωπος βιώνει την ευτυχία της ύπαρξής του μόνον όταν βρίσκεται σε κατάσταση εκστατικής μέθης ή όταν ονειρεύεται[7]. Η σχέση αυτή πραγματικότητας – ονείρου, Ιστορίας – Ποίησης αποκαλύπτεται με εξαιρετική ενάργεια στο ποίημα του Σεφέρη «Έγκωμη». Ο ποιητής επισκέπτεται έναν χώρο αρχαιολογικών ανασκαφών μιας προϊστορικής πόλης στην Έγκωμη της Κύπρου. Είναι δειλινό και οι εργάτες, άντρες και γυναίκες, ακόμη δουλεύουν φέρνοντας στο φως τα λείψανα του παρελθόντος, ό,τι απέμεινε απ’ αυτή τη μεγάλη πολιτεία των μυκηναϊκών χρόνων. Και ενώ κυριαρχεί η εικόνα της φθοράς και του θανάτου στη θέα αυτών των ερειπίων του ανθρώπινου πολιτισμού, εκείνη ακριβώς τη στιγμή συντελείται το θαύμα για τον ποιητή. Μέσα από τα ερείπια, μέσα από τη φθορά αναδύεται η Ομορφιά . Δεν γνωρίζουμε αν ένα άγαλμα ή μια κοπέλα ήταν η αφορμή για να συγκινήσει τον ποιητή και να τον οδηγήσει στο όνειρο. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία για την ποίηση. Σημασία έχει πως στη θέα της Ομορφιάς όλα παγώνουν. Ο χρόνος σταματά. Η φθορά καταργείται, καθώς όλα λούζονται σ’ αυτό το υπερκόσμιο φως του κάλλους της αναδυομένης. Αυτό το σταμάτημα του χρόνου, το σταμάτημα του πόνου, αυτή η κατάργηση της Ιστορίας, αυτή η ανέκφραστη ευδαιμονία συντελούνται χάρη σ’ αυτήν την «επιφάνεια» της Ομορφιάς, και διαρκούν τόσο όσο και η «ανάληψη», η άνοδος της στον ουρανό. Έπειτα, το όνειρο διαλύεται, ο χρόνος και η Ιστορία επιστρέφουν και όλα γίνονται ξανά όπως ήταν πριν. Αξίζει πιστεύω να αντιγράψω ολόκληρο το ποίημα, για να κλείσω το δοκίμιο αυτό με τη φωνή του ποιητή: «Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός . από μακριά φαινόνταν / το γύρισμα χεριών που σκάβαν. / Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες , κάπου –κάπου / μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη . το δείλι./ Στο λιγοστό χορτάρι και στ’ αγκάθια τριγυρίζαν /ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες . θα ’χε βρέξει / πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα. / Κι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν, / γυναίκες κι άντρες με τ’ αξίνια σε χαντάκια. / Ήταν μια πολιτεία παλιά . τειχιά δρόμοι και σπίτια/ ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων, / η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτι / του αρχαιολόγου του ναρκοδότη ή του χειρούργου. / Φαντάσματα και υφάσματα , χλιδή και χείλια, χωνεμένα / και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά / αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος. / Κι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν / τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσαν / μ’ ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα / σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας. / Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα / κοίταζα τα πετούμενα πουλιά , κι ήταν μαρμαρωμένα / κοίταζα τον αιθέρα τ’ ουρανού, κι ήτανε θαμπωμένος /κοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει / κι ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν’ ανηφορίζει. / Τα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά , τα φρύδια / είχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας , τα ρουθούνια /καμαρωτά πάνω απ’ τα χείλια , και το σώμα / έβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο /με τ’ άγουρα βυζιά της οδηγήτρας, / χορός ακίνητος. / Κι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω: / κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν αγγίζαν / γυναίκες γνέθανε, τ’ αδράχτια δε γυρίζαν / αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν / πάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένα / κι ο ζευγάς έμενε μ’ ανάερη τη βουκέντρα. / Και ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν’ ανεβαίνει. / είχανε μαζευτεί πολλοί , μερμήγκια, και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν. / Τώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρι / και πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτρα/ που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος. / Τα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένια /και χάθηκαν. μια ανάληψη. Ο κόσμος / ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας / με τον καιρό και με το χώμα. Αρώματα από σκίνο /πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης /κόρφοι μέσα στα φύλλα , χείλια υγρά. / κι όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου /στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη / στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθια /όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,/ όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν. » Ιστορία και Ποίηση, Χρόνος και Αιωνιότητα αποτελούν λοιπόν για τον Σεφέρη αδιάσπαστη ενότητα. Δεν μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος το ένα χωρίς να έχει δοκιμάσει το άλλο. Όσο κι αν η Ιστορία αναγκάζει τον άνθρωπο να συλλογίζεται τη φθορά και το αβάσταχτο βάρος του χρόνου που περνά, άλλο τόσο η Ποίηση του δίνει τη δυνατότητα να γευτεί την αιωνιότητα έστω και για μια στιγμή. Και όπως μας λέει ο ποιητής: «όταν λέμε αιωνιότητα, δεν έχουμε στο νου μας κάτι που μετριέται με τα χρόνια, αλλά κάνουμε κάτι σαν την Πυθία που, όταν την έπαιρνε η έκσταση, έβλεπε όλο το χώρο και όλο το χρόνο, περασμένο και μελλούμενο, σαν ένα πράγμα. Ή, για να θυμηθώ το φίλο E. M. Forster, πρέπει να λέμε τα πράγματα αιώνια, για να μπορούμε ν’ αγωνιζόμαστε ως την τελευταία στιγμή μας και να χαιρόμαστε τη ζωή. »[8]


https://www.fractalart.gr/o-poiitis-kai-o-xoreytis/

Η Ποιητική του Σεφέρη


Tο Σπίτι ως Πατρίδα στον Λόγο του Σεφέρη
http://www.herkulmillas.com/hm-makaleleri/arthra-omilies/323-to-spiti-os-patrida-ston-logo-tou-seferi.htmlPDFPrintE-mail

Από Ηρακλή Μήλλα (1999-2002). Ανέκδοτο

Tο Σπίτι ως Πατρίδα στον Λόγο του Σεφέρη

     Περιδιαβάζοντας το έργο του Σεφέρη και ειδικά τις ‘Μέρες’, παρατήρησα ότι το ‘πατρικό σπίτι’, δηλαδή το σπίτι των παιδικών χρόνων του ποιητή στην Σκάλα κοντά στην Σμύρνη,  του θυμίζει την ‘πατρίδα’ και ότι αυτή η ανάμνηση τον συγκινεί αφάνταστα. Ενώ η ‘Ελλάδα’, ο ελλαδικός χώρος και ο ελληνισμός, με τον οποίο επίσης ταυτίζεται και ο οποίος εκλαμβάνεται μέσα σε ένα διαχρονικό και ιστορικό πλαίσιο, παρουσιάζεται δίχως να φέρει τους εξίσου φορτισμένους και συναισθηματικούς χαρακτηρισμούς.  Η διαφορά μεταξύ του σπιτιού και του ιστορικού χώρου, δηλαδή από την μία του καθαρά προσωπικού χώρου και από την άλλη του κοινωνικού,  του συγκεκριμένου και του ιστορικού, δηλαδή του βιωμένου και του φαντασιακού (του νοερού), όπως αυτό προβάλει μέσα από τον λόγο του ποιητή, έγκειται στην συγκινησιακή σχέση των δύο. Το σπίτι τον μαγνητίζει, τον μαγεύει, τον ακολουθεί, τον πνίγη με τις μνήμες. Ενώ ο εθνικός χώρος τον συγκινεί μεν αλλά του παρέχει και της ευχέρεια να μπορεί να κρίνει, να αναλύει, με άλλα λόγια να αποστασιοποιείται. Ο ελλαδικός χώρος κάποτε τον πληγώνει, του θυμίζει καημούς του γένους, την ύπαρξη άλλων ανθρώπων, που του φορτώνουν υποχρεώσεις, καθήκοντα, κάποτε τον κουράζουν, τον εκνευρίζουν. Την πατρίδα ως σπίτι την δέχεται ως έχει, ενώ την πατρίδα της πατριδογνωσίας  την αντιμετωπίζει μέσα από μια διαμάχη και σύγκρουση, με κριτική διάθεση και μπορεί μέσα από μια αντιπαράθεση, πάντα βέβαια με αγάπη, με έννοια και με φροντίδα.

     Θέλησα να αντιπαραβάλω την έννοια της ‘πατρίδας’ με αυτές τις δύο συνιστώσες: με το ‘σπίτι’ και την ‘χώρα’. Θα προσπαθήσω εδώ να βγάλω μερικά συμπεράσματα που άπτονται των πολύ κοινών ανθρωπίνων καταστάσεων αλλά  που έχουν και μια ιδεολογική/πολιτική  διάσταση, αντικείμενο της πολιτικής επιστήμης.

*

     Η πατρίδα υπάρχει αν και κάποτε μένει μακριά. Το σπίτι όμως του λείπει και το όραμα του πάντα τον ακολουθεί. Σε  τέτοιο βαθμό που θα είναι δυνατή μια νέα ανάγνωση του ποιητή με γνώμονα αυτή και μόνο τη μνήμη. Στην Κίχλη με τις πρώτες κιόλας λέξεις ο ιδιωτικός αυτός χώρος προβάλει σαν κάτι το ζωντανό, σαν μια φυλή, σαν ένα μωρό, με ανθρώπινα καμώματα: κεντά, χαμογελά, πεισματώνει.

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν

.........

δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια

ξέρω πώς έχουν τη φυλή τους, τίποτα άλλο.

Καινούρια στην αρχή, σαν τα μωρά

που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου

κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες

γυαλιστερές πάνω στη μέρα.

Όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζούν

ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν

μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν

μ’ άλλους που θα γύριζαν αν μπορούσαν

ή που χάθηκαν, τώρα που έγινε

ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

     Σημειώνω το ‘θα γύριζαν αν μπορούσαν’. Είναι νομίζω μια εξομολόγηση. Στο δοκίμιο του ‘Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη’ γράφει ότι ο Οδυσσέας ‘έχει στο νου του άλλα πράγματα: το δικό του σπίτι. Θα ήθελες να ονομάσουμε αυτό το δικό του σπίτι, το φως;’ Το σπίτι είναι το φως για τον ξενιτεμένο Οδυσσέα, και όχι μόνο:  ‘συλλογίζεται αυτό το αλλόκοτο πράγμα που ο κόσμος ονομάζει σπίτι. Καταλήγει να το βλέπει σα ζωντανό άνθρωπο, ή σα φάσμα ανθρώπου’ (Δοκιμές Β’, σ. 34).

     Ξέρουμε ότι η εγγραφή της ‘Κίχλης’ τελείωσε στις 31 Οκτωβρίου του 1946 (Μέρες Ε’, σ. 76). Μας εξηγεί το λόγο που αναφέρει την Σμύρνη σ’ αυτό το ποίημα: ‘γιατί’ γράφει,  ‘έζησα εκεί παιδί’ (Δοκιμές Β’, σ. 36). Καταλαβαίνουμε ότι κάποιοι ξενιτεμένοι θέλουν να γυρίσουν εκεί αλλά δεν μπορούν και περιφέρονται στο απέραντο ξενοδοχείο. Παλαιότερα, το 1938, θα γράψει για ‘Τον Γυρισμό του Ξενιτεμένου’ και για την ‘Piazza San Nikolo’ (Ημερολόγια Καταστρώματος, Α’).

Γυρεύω τον παλιό μου κήπο

..........

κι όμως σαν ήμουνα παιδί

έπαιζα πάνω στο χορτάρι

κάτω από μεγάλους ίσκιους

κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές

ώρα πολλή λαχανιασμένος.

......

Γυρεύω το παλιό μου σπίτι

με τ’ αψηλά τα παράθυρα

σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό

γυρεύω την αρχαία κολόνα

που κοίταζε ο θαλασσινός

και

Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα από παλιές κορνίζες

ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας στα σκαλοπάτια

το χέρι που φτιάνει τα σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα

τα χείλια που σβήνουν τη φλόγα του κεριού.

*

     Όλες αυτές οι παραστάσεις επαναλαμβάνονται στον πεζό λόγο του ποιητή. Η αντιπαραβολή του ποιητικού και του πεζού λόγου αναβιβάζει και τους δύο σε ένα επίπεδο καθαρότερης κατανόησης του κόσμου του Σεφέρη. Ποίημα και πεζός λόγος αλληλοσυμπληρώνονται. Ξέρουμε π,χ., ότι ο ποιητής επισκέπτεται το πατρικό του σπίτι  το 1950. Διαβάζουμε στις Μέρες, Ε’  για αυτό το σπίτι:

     ‘Από την άλλη όχθη του δρόμου, το μπροστινό κομμάτι του περιβολιού της γιαγιάς έχει γίνει δημόσιος κήπος... Πέρα από το περιβόλι, ξαφνιάστηκα που το μαγκανοπήγαδο βγάζει ακόμη νερό, το γύριζε ένας μικροσκοπικός γάιδαρος. Ζει και η μουριά που το ίσκιαζε, αλλά παρακάτω χάος: ούτε αμπέλια, ούτε λιόδενδρα, ούτε ροδιές, ούτε συκιές: ένας χέρσος τόπος. Από το άλλο μέρος, δεξιά, η πιο μεγάλη απουσία, ο γέρο-πλάτανος μας άφησε χρόνους, εκείνο το τεράστιο δέντρο που χαλνούσε τον κόσμο τ’ απογεύματα με το σπουργίτια του. Η εκκλησιά μας, ο Άη Νικόλας, έχει γίνει σχολείο. (Βλέπω την μάνα μου, με το ασημένιο εικόνισμα της Παναγιάς στην αγκαλιά της πηγαίνοντας εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο). Κάτι μένει από τ’ αντικρινά της σπίτια, όπου κατοικούσε ο Στέφανος ο Σιμιώνης, ο βαρκάρης μας’ (σ. 201).

     Αυτά επαναλαμβάνονται στα ποιήματα του: το περιβόλι, το μαγκανοπήγαδο, η μουριά, ο ίσκιος, το αμπέλι, οι συκιές,  ο πλάτανος, το σπουργίτια που χαλνούν τον κόσμο, ο Αη Νικόλας, η μάνα, ο βαρκάρης ή ο ψαράς. Στις ‘Λεπτομέρειες Στην Κύπρο’ (Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’) διαβάζουμε:

Ήταν ωραία όλα, μια περιδιάβαση.

Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο – τ’αλακάτιν,

κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς

μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό,

γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;

Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή

βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου

γιατί την είπες φωνή πατρίδας;

     Είναι ρητορική η ερώτηση. Το σπίτι είναι πατρίδα για τον ποιητή. Και το ‘σπίτι’ των ποιημάτων δεν είναι άλλο από το σπίτι του στην Σκάλα των Βουρλών, όπου έζησε παιδί.

Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τους εδώ, αυτές τις κολόνες,

κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά

σε βούρλα και σε καλάμια νησιά

που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει

ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά

στην θάλασσα....

      Το Χειρόγραφο Σεπ. ’41 (αλλά ξανά δουλεμένο το 1954, σ. 71) ξεκινά με την πατρίδα του την Σκάλα: ‘Ήμουν δεκατεσσάρω χρονώ, τον Αύγουστο του 1914 όταν έφυγα από τη Σμύρνη. Είχα πολύ ζωντανά μέσα μου το συναίσθημα του τι θα πει σκλαβιά. Τα δύο τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει στην εξοχή, στην Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια’ (σ. 7).

     Το σπίτι λοιπόν είναι ο μόνος τόπος που μπορεί να ονομάσει πατρίδα... Όντως ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τέσσερις φορές την λέξη ‘πατρίδα’ στα ποιήματα του και σε όλες τις περιπτώσεις κάνει λόγο για το σπίτι του ή για κάτι που πλέον δεν έχει.

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες ...

μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας

(Μυθιστόρημα, Η’)

δεν ήξερα που να κοιτάξω μήτε κι εγώ, χωρίς πατρίδα

(Μυθιστόρημα, ΙΣΤ’)

Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο...

Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή...

γιατί την είπες φωνή πατρίδας;

(Λεπτομέρειες στην Κύπρο)

στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,

άραξα μονάχος μ’ αυτό το παραμύθι

(Ελένη)

     Υπάρχει δηλαδή το σπίτι ως πατρίδα όπου ‘βλάστησαν τα παιδικά (του) χρόνια’ Η λέξη ‘βλάστησαν’ μας παραπέμπει σε ένα άλλο χωρίο γραμμένο όταν ο ποιητής αντικρίζει το πατρικό του σπίτι το 1950. Το αίσθημα ότι η σχέση με αυτήν την ‘πατρίδα’ είναι σχεδόν βιολογική, σχέση με κάποιο φυσικό κόσμο:

      ‘Είναι ο τόπος σου, είναι ακόμη κάτι πιο βιολογικό, πιο πρωτόγονο, η έλξη  της γης σου – κάτι σαν το μαγνήτη της φωτιάς στην παγωνιά, σαν την πείνα και σαν το ίμερο. Δεν το’ χα νιώσει άλλη φορά, τούτο το συναίσθημα, έτσι...Όλα με τραβούν προς τα πίσω. Καθώς ακουμπώ την πένα, αυτή τη στιγμή, ταυτίζομαι με το παιδί των δώδεκα χρονώ που άνοιξε πρώτη φορά ένα τετράδιο για να γράψει  το ημερολόγιο του... Μια τόσο υπερβολική κατάσταση μπορεί να τη βαστάξει κανείς χωρίς να τρελαθεί για λίγες μέρες, όχι περισσότερο. (Μέρες, Ε’, σ. 213, 17/10/1950).

*

     Οι πολλές αναφορές στις Μέρες σ’ αυτό το σπίτι, στην πατρίδα, στα παιδικά χρόνια, στην Σμύρνη και στην Σκάλα ξαφνιάζουν. Από το 1925 μέχρι το 1950, όποτε ο Σεφέρης επισκέπτεται τα πάτρια χώματα, αναφέρει το σπίτι της Σμύρνης και της Σκάλας είκοσι τουλάχιστον φορές. Δεν υπάρχει άλλο θέμα που επαναλαμβάνεται σε τέτοια συχνότητα στο λόγο του. Σαν να θέλει ο ποιητής να αποδείξει έμπρακτα ότι το σπίτια όντως ‘πεισματώνουν’. Πιο συχνά το σπίτι εισέρχεται σαν όνειρο, σαν μια οπτασία που ξυπνά τον ποιητή να γράψει στο ημερολόγιο, και άλλοτε πάλη μια ασήμαντη αφορμή φέρνει στην μνήμη αυτό το επίμονο και επίπονο παρελθόν. Αναφέρω μερικά δείγματα γραφής.

     -‘Όνειρο σήμερα την αυγή. Ήμουν στην Σκάλα μπροστά στο σπίτι μας, στο μουράγιο... Έβλεπα το βαποράκι (με τις ρόδες) που έκανε πίσω για να γυρίσει κατά το νησί τ’ Άι-Γιάννη... Είχα μιαν απροσδιόριστη ανησυχία, όπως όταν γυρεύεις κάτι που σου λείπει. Θυμάμαι καλά τα χρώματα, το σκεπασμένο ουρανό, τον αφρό που έκαναν οι ρόδες του χτυπώντας το κύμα... Καθώς το βαποράκι έκανε μπρος, ένα αίσθημα αγωνίας με ξύπνησε’. (Μέρες Α’, σ. 13, 27/8/1925).

     -‘...ότι απόμεινε από μένα, βρίσκεται στην άλλη ακρογιαλιά... Γιατί τώρα να θυμούμαι εκείνη τη γειτόνισσα μας στη Σμύρνη;...(σ. 31, Επίμετρο 1925).  **

     -‘Όνειρο την περασμένη νύχτα. Περίμενα τον ερχομό της σ’ έναν απροσδιόριστο τόπο, που έμοιαζε κάπως με την βαπορόσκαλα της Σμύρνης...’ (σ.78, 11/10/1926).

     -‘Όνειρο την περασμένη νύχτα: ... Έβγαινα από μια τζαμόπορτα που ανοίγει σε μια πλατιά μαρμαρένια σκάλα, τη σκάλα της γιαγιάς μου στη Σμύρνη’ (σ. 82, 27/10/1926).

     -Στην Έδεσα ένα φυσικό φαινόμενο του θυμίζει την πατρίδα: ‘Σφύριζε ο αγέρας όπως στη Σκάλα’  (Μέρες Γ’, σ. 40, 15-16 / 11/1936). Στην Κορυτσά μια γυναίκα του θυμίζει τους Άθλιους, ‘ένα από τα πρώτα φιλμ, όταν ήμουν παιδί στην Σμύρνη’ (σ. 92, 27/11/1937). Το ίδιο παιχνίδι της μνήμης και στην Αθήνα: ‘Τ’ απόγευμα, γυρίζοντας σπίτι, καθαρίζουν βαρέλια από την πλαϊνή ταβέρνα. Ανάμνηση πολύ παλιά από τη Σκάλα: ξένα καΐκια αραγμένα στο μόλο καθώς βράδιαζε’ (σ. 243, 19/9/1940).

- Και απροσδόκητα, χωρίς φανερό λόγο, ένα παράπονο: ‘Αν μπορούσα να ξαναδώ τα δένδρα που πρωτοκοίταξα στη ζωή μου, όλα θα είχαν αλλάξει. Ο κόσμος ολόκληρος. Το αίσθημα του ανεπανόρθωτου το αναγνωρίζω, όταν νιώσω, ολωσδιόλου απροσδόκητα, το φωτισμό των παιδικών μου χρόνων που μου σφίγγει την καρδιά’ (σ. 37, 8/11/1936).

     -Αυτά τα παλιά χρόνια πεισμώνουν: ‘Τώρα τελευταία, στις πιο απροσδόκητες στιγμές συναντιέμαι κάποτε με αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων. Ίσως να είναι η ατμόσφαιρα του πολέμου που με φέρνει τόσο εύκολα στα χρόνια ’14-’18. Ίσως μια στροφή.’ (Μέρες Δ’, σ. 16, 28/1/1941).

    -‘Αυτές οι ξαφνικές αναμνήσεις: λ.χ. σήμερα. Ένα ταξίδι οικογενειακό στου Δεσπότη στα Σώκια. Θα πρέπει να ήμουν πάρα πολύ μικρό παιδί.’ Και θυμάται αλυσοδεμένους ανθρώπους σε ένα σταθμό  του τρένου να κάνουν το νερό τους σε μια σκοτεινή γωνιά. (σ.19, 4/2/1941).

     -‘Χτες το πρωί μνήμη της  Σκάλας κατά το φθινόπωρο: Σφύριγμα του βοριά που δυνάμωνε μέσα από τις χαραμίδες των παραθύρων, μέσα από τα σκοινιά των καϊκιών – χαρακτηριστικό σφύριγμα. Πρώτα ζεστά φορέματα. Η θάλασσα ολοένα άσπρη από τα κύματα. Συνέχεια να καταλαβαίνεις την δύναμη του καιρού από το χρώμα της θάλασσας., κοιτάζοντας από τζάμια της κρεβατοκάμαρας με το πλατύ μπρούντζινο κρεβάτι. Χρώμα του λαβομάνου, δεξιά κατά το παράθυρο: λαδομπογιά άσπρη και κίτρινη με λουρίδες κυματιστές. Καΐκια γυρίζοντας με τις μούδες πιασμένες ή με το φλόκο, ή ολότελα ξυλάρμενα. Οι ψαροπούλες με το μικρό πανί της φουρτούνας: το κότερο. Οι ψαροπούλες δεν ήταν όλα τα ψαράδικα. Ήταν καΐκια που συνόδευαν τις τράτες και κουβαλούσαν το ψάρι για πούλημα. Όλες από τον Τσεσμέ. Ένας θαλασσινός λέγοντας στην μητέρα μου, καθώς έδενε τον χαλκά: ‘Κυρία, ταξιδεύουμε, κι ο χάρος είναι στο πλευρό μας’ (σ. 21-22, 9/2/1941).

     -‘Η Αλεξάνδρεια  μου θύμισε πολύ παλιά πράγματα των παιδικών μου χρόνων. Άπειρες εικόνες της Σμύρνης’ (σ. 101, 16/6/1941).

     -Πάλι ένα όνειρο. ‘Ήμουν στην Σκάλα ή μάλλον έβλεπα την Σκάλα... Η θέση μου πρέπει να ήταν κάπου εκεί ανάμεσα στο ‘σπιτάκι’ και την ‘βαπορόσκαλα’... Όλα τα πράγματα : χαλκάδες στο μουράγιο, ξύλα, καμάρες, καΐκια, παράθυρα, ήταν πιστά, όπως λέμε πιστό σαν το σκυλί. Και είχα το φλογερό συναίσθημα πως όλα αυτά ήταν  δικά μου, σχεδόν φτιαγμένα από το χέρι μου, ή πως ήμουν ένα μικρό παιδί και ήταν τα παιχνίδια του...’ (σ. 268, 6/12/1942).

     -Και την Πρωτοχρονιά΄;  ‘Θυμήθηκα παλιές Πρωτοχρονιές στην Σμύρνη.’ (σ. 273, πρωτοχρονιά 1943).

- Στην Αλεξάνδρεια τα κύματα και ο αέρας σφυρίζει, ‘όπως στη Σκάλα’ (σ. 308, 10/10/1943.

     -Και ένα ποίημα που δεν κυκλοφόρησε παρά μόνο στις Μέρες (σ. 135, 26/9/1941):

……….

Τα σπίτια, λίγο να σκύψουν ακόμη, θα πέσουν

όχι πως είναι τόσο χαλασμένα, μόνο

που είναι θεμελιωμένα σε ψυχές παιδιών

και παρακάτω ο σκουριασμένος χαλκάς του μόλου

και παρακάτω ακόμη ο λαβύρινθος

ζωγραφιστός ωσάν τ’ αυλάκια του λογισμού σου, -

Έρημο το λιμάνι – ακόμη λίγο

και θα περιμένεις χρυσόψαρα και σιντριβάνια

μουριές κι ευκάλυπτους: αγκαλιασμένα δένδρα

φωνές και γέλια των παιδιών σε τόσο λίγο τόπο.

…………

και παρακάτω (σ. 136)

ένα απόγευμα του Οχτώβρη εγώ ο Σεφέρης

από την σκλαβωμένη μου πατρίδα λαβωμένος

τριγυρνώντας στεγνός σε ξένα μέρη

... .

 

    -Και πάλι το όνειρο: ‘Ήμουν σ’ ένα δωμάτιο με δύο παράθυρα που έβλεπαν κατά τη θάλασσα... Πίσω από το πρώτο αυτό δωμάτιο, ένα άλλο, μ’ ένα τραπέζι στρογγυλό, και στο βάθος ένας μπουφές. Όλα αυτά γνώριμα. Ίσως από το σπίτι της Σκάλας. Κάθομαι στο τραπέζι και ανοίγω ένα βιβλίο... ίσως ένα ... οικογενειακό λεύκωμα’ (Μέρες Ε’, σ. 22, 11/12/1945).

     - Βίαια η σκέψη ‘Το φύσημα του αέρα με φέρνει βίαια στην Σκάλα (χτες και σήμερα πρωί): το νησί του Άι-Γιάννη, η σπηλιά και η συκιά (βλέπω καθαρά το σχήμα της), με τα δεμένα στο κάθε κλωναράκι αναθηματικά κουρέλια. Άρρωστος σχεδόν από ευαισθησία.’ (σ. 71, 25/10/1946).

*

 

     ‘Οι πατρίδες δεν μπορούν να είναι αφηρημένες, είναι ενσαρκωμένες. Τις ενσαρκώνουν οι καλύτεροι, έτσι μετέχουν.’ (Μέρες Δ’, σ. 206, 6/4/1942). Αυτά σκέπτεται και τελικά επισκέπτεται την συγκεκριμένη πατρίδα του. Η γραφή είναι τραγική. Καθώς πλησιάζει το σπίτι του τον κυριαρχεί ο τρόμος της μεγάλης συνάντησης: ‘Θεέ  μου τι πάω να κάνω;’ (Μέρες Ε’, σ.196, 1/7/1950). Βλέπει τα Βουρλά και τελικά την Σκάλα (σ.197-199):

           ‘Είμαι δεμένος ολόκληρος με το πρόσωπο της Σκάλας. Αυτό βαραίνει περισσότερο, είμαι ο προσηλωμένος συνεργός σε μια μαγική τελετή που δεν καταλαβαίνω. Ξέρω πως θα συμβεί μια κρίση και δεν μπορώ να υπολογίσω τις συνέπειές της, πως την ετοίμασα εγώ αστόχαστα, πως έκανα ίσως κάτι σαν πρόκληση στους νεκρούς, ένα βιασμό της φύσης των πραγμάτων, μιαν αδιάντροπή πράξη...

     ‘Μια στιγμή, μου φάνηκε παράξενο πως ο πρωινός βοριάς φυσούσε από το ίδιο σημείο... Έπειτα, λίγα πράγματα που δεν αναγνωρίζω, έπειτα, το σπιτάκι μας.

     ‘Τα τζάμια του κάτω παραθύρου σπασμένα, η σιδερένια πόρτα φριχτά σκουριασμένη... Έχω ακόμη στο κλειδί της στην Αθήνα... Τα παραθυρόφυλλα στο επάνω πάτωμα σάπια... Προσπάθησα να κοιτάξω το εσωτερικό του σπιτιού, ξεχώρισα το τζαμωτό χώρισμα της τραπεζαρίας, δεν έφεγγε αρκετά παρακάτω.’

     Και το περιβάλλον (σ. 200):  ‘Αναγνώρισα και δύο τρεις από τις κοντές κολόνες όπου έδεναν τα καΐκια  κι ένα παλιό σκουριασμένο κανόνι για την ίδια χρήση, τότε το έλεγαν από την ναυμαχία του Τσεσμέ. Εκεί στην άκρη, πλάι στο φανάρι, γύρισα απότομα τη ράχη στα σπίτια που με κοίταζαν σαν άρρωστα ζώα. Έτσι, που θα ‘λεγες πως μόνο από μένα κρατιούνταν η λίγη ζωή που τους έμενε ακόμη. Κοίταξα τα νησιά μου: η θάλασσα τρομερά ζωντανή κι ο αγέρας που γύρευε να τη συναρμολογήσει με το νεκρό πρόσωπο μιας νέας κοπέλας – καημένη Σκάλα...

     ‘Πάντα το αίσθημα ότι πως όλα έχουν φοβερά στενέψει... Στο δικό μας σπίτι μένουν τα πίσω χτίσματα, κι εδώ όλα κλειστά, δεν μπόρεσα να βρω τ’ αρχικά μου που είχα χαράξει με το μυστρί σ’ ένα τοίχο όταν ήμουν δέκα χρονώ.’

*

     Αυτό ήταν το ύψιστο σημείο, το αποκορύφωμα μιας συνάντησης. Μετά αποκλιμακώνεται σταδιακά το αίσθημα, το σπίτι δεν εμφανίζεται στα όνειρα του τόσο συχνά, δεν το ψάχνει πια όπως άλλοτε, κάπως ηρεμεί.

     Το πρώτο στάδια της αποκλιμάκωσης παρατηρείται στην επίσκεψη του στην Σμύρνη, όπου πάει μετά ακριβώς από την Σκάλα. Ο σημαδιακός χώρος είναι ο παιδικός, ο πολύ οικείος: ) ‘Σα βγήκα (από τα Βουρλά) είχα νιώσει πώς έγινε στήλη άλατος η γυναίκα του Λωτ, όταν κοίταξε πίσω’  (Μέρες Ε’, σ. 203, 2/7/1950). Τα άλλα μέρη δεν προκαλούν την ίδια ένταση: ‘Η Σμύρνη έχει χάσει τον ίσκιο της, όπως τα φαντάσματα…Προσπάθησα ν’ αναγνωρίσω το σπίτι του θείου μου, δεν το πέτυχα… Η μνήμη δούλευε με απόλυτη ακρίβεια: δε θα ΄λεγα πως είχα λείψει από τούτα τα μέρη περισσότερο από χρόνο’ (Μέρες Ε’, σ. 197-199, 2/7/1950).

     Θα πρέπει να ήταν συνταρακτική και καθοριστική αυτή η επίσκεψη στην ‘πατρίδα’. Δεν παρατηρούνται οι επίμονες παρουσίες της Σκάλας στα όνειρα του, ούτε γράφει πλέον για γεγονότα που του θυμίζουν το ‘σπίτι’. Ήδη δεν ονειρεύται όπως παλιά: ‘ονειρεύομαι πολύ σπάνια τώρα’ (Μέρες Ζ, 24 Ιουλίου 1959, σ. 120). Μόνο δύο αναφορές, η μία αρκετά νοσταλγική, η δεύτερη μάλλον ως πολιτική κριτική.

- Στο Cambridge ‘... οι σημαίες των κολλεγίων επίπλωναν με πολύ κέφι το γαλάζιο, όπως την Καθαρή Δευτέρα οι χαρταετοί στη Σμύρνη’ (Μέρες Στ., σ 228/7/1950).

- ‘Οι Άγγλοι στην Κύπρο του θυμίζουν τον καιρό των παιδικών χρόνων υπό Τούρκων’ σ. 111, 1/12/1953). 

     Αλλάζει τελείως επίσης ο λόγος του όταν ζει σε έναν εγκαταλελειμμένο από Έλληνες (όχι από τον ίδιο!) χώρο: μιλά πλέον σαν ιστορικός. ‘Σ’ αυτά τα μέρη δεν μπορείς να μη συλλογίζεσαι  ολοένα την παλιά Ρωμιοσύνη. Τέσσερις ή πέντε αρχαιολογίες στη Μικρασία: προκλασική, κλασική, ελληνιστική, βυζαντινή και νεοελληνική. Τούτη την τελευταία την αρπάζεις τη στιγμή που βυθίζεται στο χώμα. Μπορείς να διακρίνεις ακόμή τούς λώρους που τη δένουν με τον άνω κόσμο και κόβουνται  ο ένας μετά τον άλλο. Ελληνική γλώσσα, εκκλησίες, σπίτια, παραδομένες χειρονομίες. Έπειτα από δυο γενεές όλα αυτά θα έχουν σβήσει. Και τώρα, για πόσους υπάρχουν ακόμη;’ (Μέρες Ε’, σ. 204, 3/7/1950). Αλλά και εδώ παρατηρούμε ότι την ‘ύπαρξη’ του χώρου, αλλά και του εθνικού χώρου, της ‘πατρίδας’ αν θέλετε, την συσχετίζει άμεσα με ύπαρξη των ατόμων που βίωσαν τον χώρο και έχουν αναμνήσεις. ‘Για πόσους υπάρχει ακόμα;’ Τελικά αυτά τα μέρη έχουν έννοια γι αυτούς που τα βιώνει ως ‘συγκεκριμένα’.

     Στην δεύτερη επίσκεψη του στη Σμύρνη πέφτουν και άλλο οι τόνοι.  ‘Ξαναπήγα (στην Σμύρνη) εκεί που ξέρω πως είναι θεωρητικά το σπίτι μας. Έπειτα τριγυρνούσα ώρες στους δρόμους. (Μέρες Ε’, σ. 211, 16/10/1950). ‘Καλύτερα έτσι. Αυτός ο σταθμός στη Σμύρνη είναι το κλείσιμο ενός κύκλου που άρχισε τα τελευταία χρόνια της παιδικής μου ηλικίας.  Από δω και πέρα, δεν υπάρχει ούτε ξεκίνημα ούτε φτάσιμο. Υπάρχει ο κόσμος εδώ ή εκεί, όπως είναι ο κόσμος, και δε φτάνει κανείς πουθενά.’ (σ. 213, 17/10/1950). Η Σμύρνη δεν έχει την πρώτη της έλξη. Η σημασία ελαττώνεται εάν δεν υπάρχουν προσωπικές αναμνήσεις, εάν δηλαδή ‘οι πατρίδες είναι αφηρημένες: ‘Ροβολήσαμε κάτω από το στενά σοκάκια. Δε θυμούμαι τίποτε από αυτά τα μέρη. Ξαφνίζομαι που δεν μ’ενδιαφέρουν... Έπειτα μου έδειξαν τον τόπο του σπιτιού της γιαγιάς μου, του Βερχανέ: ένα πάρκο έχει καλύψει τα πάντα, σαν την θάλασσα. Δε θα έχω το κουράγιο να ξαναπάω στη Σκάλα. Τέτοια ταξίδια δεν τα κάνει κανείς δύο φορές.’ (σ. 217-218).

     Ποτέ όμως δεν εξαφανίζεται η σχέση με τα πατρικά και ιδιωτικά βιώματα. ‘Αλλά και πάλι και ολοένα αυτό το ένστικτο της γης, αφάνταστο πως τεντώνεται μέσα μου – αυτή η βοή του αίματος ή του χυμού, πρέπει στην αρχή να ήμασταν δέντρα... Αυτή η αίσθηση μιας γυμνής φθινοπωρινής ανάστασης. Τα μάτια μου, νομίζω, γέμισαν, δε χωρούν άλλο.’ (Μέρες Ε’, σ.  225-226, 28/10/1950).

*

     Θα πρέπει να συγκρίνουμε την θέση και την στάση του ποιητή απέναντι των άλλων ‘ιστορικών ελληνικών πατρίδων’ για να γίνει καλύτερα κατανοητή η φόρτιση που προκαλεί ‘ο μόνος τόπος που  μπορεί  να ονομάσει πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης’. Η Καισαρεία, η πατρίδα του Σεφέρη Αιγιναμπέογλου, του προπάππου του ποιητή, δεν ενδιαφέρει σχεδόν καθόλου (Μέρες Β’, σ. 62). Ούτε καν την επισκέπτεται όταν ήταν στην Τουρκία και μάλιστα όταν είχε φτάσει μέχρι την Καππαδοκία. Στην περιοχή του Προκοπίου επισκέπτεται μόνο τα μοναστήρια μάλλον σαν ένας οποιοσδήποτε τουρίστας με ενδιαφέροντα για το θέμα. Στις ‘Τρεις Μέρες στα Πετροκομμένα Μοναστήρια της Καππαδοκίας’ (Δοκίμες Β’, σσ. 57-93) συναντάμε ένα οξυδερκή παρατηρητή των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών και ένα ισορροπημένο ερμηνευτή της εποχής των μοναχών. Δεν περνά η λέξη πατρίδα αλλά τουναντίον τονίζεται πόσο η ιστορία αυτής περιοχής της ‘Ορθοδοξίας’ και της ‘ντόπιας ανατολίτικής τέχνης’ επηρέασαν τον σύγχρονο κόσμο, τον ελληνικό και τον Δυτικό. ‘Αλλιώς το λογάριαζα αυτό το ταξίδι’.

     Την Κωνσταντινούπολη επισκέπτεται αρκετές φορές. Στις Μέρες βρίσκουμε σκόρπιες μερικές σημειώσεις, κάποτε ούτε αυτές. ‘Η Χώρα του Αχωρίτου’ (Μέρες Γ’, Απρίλης 1938, σ. 97), ή ‘Αυτή η φύση με κουράζει με τον αισθηματισμό της, με τα επίσημα και τα κουρελιασμένα φορέματα που φορεί... Ξανά η Πόλη. Αγία-Σοφία. Πάντα το συναίσθημα της αλαφριάς προστασίας αυτής της αρχιτεκτονικής. Σε σκεπάζει χωρίς να σε βαραίνει’ ( 24 Φεβρουαρίου 1939, σ. 110) ή ‘Τείχη, ρωγμές, ορθοί φρουροί του κανενός, ή ριγμένα χάμω σαν τα πεταμένα ζάρια’ (Μέρες Ε’, 30 Σεπτέμβρη 1949, σ. 146, ή ‘Η Σμύρνη έχει χάσει τον ίσκιο της. Η Πόλη τον κρατάει ακόμη. Το αποθυμά κανείς αυτό στην ξέσκεπη Ανατολή. Το ξενοδοχείο εδώ (Pera Palace) είναι ό,τι πρέπει να είναι για την Πόλη: απομεινάρια ετοιμόρροπα παλιάς πολυτέλειας’ (Μέρες Ε’, 26 Αυγούστου 1950, σ. 207). Την Πόλη θα την βρούμε μάλλον στα ποιήματα και όχι στις Μέρες.

--------------------------------------------

Ταξίδεψα ένα χρόνο με τον Καπετάν Δυσσέα…

Σα βγήκε ο χρόνος είδα ένα πρωί μιναρέδες

Ο ναύκληρος μου είπε:

‘Είναι η ΑγίαΣοφία, θα σε πάω το βράδυ στις γιναίκες’.

     Μετά θα κάνει λόγο για ‘τις γυναίκες που φορούν μονάχα κάλτες’. Τίποτε άλλο (Ο κ. Στρατής Θαλλασινός Περιγράφει Έναν Άνθρωπο, σ. 118).

     Μόνο θα πρέπει να μνημονεύσουμε μια πολύ παλιά επίσκεψη στην Πόλη, όταν  στις 8 Μαρτίου του 1928, πάει με αεροπλάνο ως ταχυδρόμος του Υπουργείου, και γράφει μόνο μία δευτερεύουσα φράση: ‘Η παιδική μου ζωή που ανάβρυσε  τόσο ξαφνικά στην Πόλη’ (Μέρες Α’, σ. 106). Δεν είναι βέβαια ή Πόλη που τον συνταράσσει αλλά αυτό που η πόλη του θύμισε.

     Σχεδόν τίποτα δεν τον ωθεί για να περιλάβει στις σημειώσεις του, στις Μέρες, κάποιες συναισθηματικές στιγμές από την Προύσα (28 Απρίλη 1949), από την Κόνια, από την Άγκυρα όπου έζησε τρία σχεδόν χρόνια, και όπου έγραφε και αντέγραφε παλιές του εργασίες, ή από άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας που επισκέφτηκε. Το συνταρακτικότερο γεγονός στην Άγκυρα θα πρέπει να είναι ο θάνατος του γάτου του, του Ραμαζάν (Μέρες Ε’, 14 Οκτώβτη 1949, σ. 147). Τα συναισθήματα που έχουν σχέση με κάποιο χώρο και ‘πατρίδα’  πηγάζουν μόνο από κάποιο ‘μαγγανοπήγαδο’ και από την  ‘φωνή πατρίδας’ που βγάζει ή  από κάποιο ‘σπίτι που ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας’, από το βιωμένο, το συγκεκριμένο που διατηρεί η μνήμη, η άκρως προσωπική.

*

     Ας φύγουμε τώρα από τον κόσμο του ποιητικού λόγου και ας πάμε στην ανάλυση της πολιτικής επιστήμης. Όχι για να αλλάξουμε ζωή - θα ήταν λάθος - αλλά για να την εμπλουτίσουμε. Ένας είναι ο κόσμος μας και αν ακόμη έχει πολλά γνωστικά πεδία αυτά αποτελούν μια ενότητα, δεν λειτουργούν ανεξάρτητα. Το περιοριζόμαστε σε ένα από αυτά περιορίζει όχι μόνο τους πνευματικούς μας ορίζοντες αλλά και χαρά της ζωής.

     Σύμφωνα λιπών με της σύγχρονη αντίληψη της πολιτικής επιστήμης ο όρος ‘πατρίδα’ ιστορικά εμφανίστηκε και εδραιώθηκε μαζί με το έθνος-κράτος και της αστική κοινωνία. Ο όρος σχετίζεται άμεσα με τον εθνικισμό και παρατηρείται μόνο κατά τους τελευταίους αιώνες. Η έννοια της πατρίδας (patrie, homeland) δεν απαντάται πριν η εθνική ταυτότητα κυριαρχήσει μεταξύ ορισμένων λαών. Ή πατρίδα απλός σηματοδοτούσε το άμεσο περιβάλλον μας. Όπως εννοούμε κάποιο χωριό ή μια πόλη (και όχι την ‘πατρίδα’) όταν ρωτούμε ‘από πού είσαι;’[1] 

     Πιο σημαντικό είναι ότι και η έννοια του έθνους (nation) φυσικά είναι νέα. Όταν παρακολουθήσουμε την πορεία της στα Αγγλικά – και αυτό έχει σημασία επειδή η εθνική συνείδηση ανατήχτηκε πολύ νωρίς μεταξύ των άγγλων – βλέπουμε το εξής: στην εποχή των Ρωμαίων στα λατινικά η λέξη ‘natio’ σήμαινε ‘μια ομάδα ανθρώπων’. Στα ελληνικά η λέξη ‘έθνος΄ εκείνη την εποχή είχε μια παρόμοια έννοια. Μετά τον 13. αιώνα, ειδικά στην Γαλλία η λέξη ‘nation’ είχε την έννοια ‘η άποψη των αρχόντων’. Για πρώτη φορά τον 16. αιώνα στην Αγγλία η λέξη σημαίνει ‘λαός’. Nation/έθνος με την έννοια του ‘κυρίαρχου λαού με ιδιαιτερότητες’ εμφανίζεται πολύ μεταγενέστερα/.[2]

     Εάν χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Μπ. Άντερσον, το έθνος είναι ‘μια φαντασιακή κοινωνία’.[3] Εννοεί ότι το αίσθημα και η πίστη που εξασφαλίζει την συνοχή της σύγχρονης κοινότητας βασίζεται σε μερικές παραδοχές: άνθρωποι που στην πράξη δεν έρχονται σε επαφή ο ένας με τον άλλο αποδέχονται ότι έχουν ένα κοινό ιστορικό παρελθόν και πολιτισμό, κοινή μοίρα, γλώσσα και θρησκεία. Δεν είναι απαραίτητο αυτό να αληθεύει. Οι σχετικοί μύθοι και η ‘ιστορία’ ‘διδάσκεται’ και διαδίδεται με το κεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα του έθνους-κράτους. Δηλαδή αυτό το πιστεύω διαδίδεται και εδραιώνεται. Αυτή η πίστη μετατρέπεται σε μια ταυτότητα – στην εθνική.

     Το σημαντικό συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι οι πιστοί την εθνικής ιδεολογίας δεν συνειδητοποιούν την ιστορική και συγκυριακή και κατά συνέπεια την εφήμερη διάσταση της εθνικής ταυτότητας. Όσοι συνδέονται με την εθνική ιδεολογία πιστεύουν ότι το έθνος είναι αιώνιο, πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Μάλιστα ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι με το να κρίνουν το έθνος αθάνατο και με το να ταυτίζονται με αυτό προσπαθούν να εξασφαλίσουν την δική του αιωνιότητα και αθανασία. Π.χ., ο Seaton-Watson υποστηρίζει ότι ο εθνικισμός είναι μια θρησκεία που αντικατάστησε την παραδοσιακή θρησκεία και την αποκαλεί ‘εθνολατρεία’.[4]

     Με ξάφνιασε και με έβαλε σε σκέψεις ο Σεφέρης ο οποίος προδίδει μια τέτοια ευαισθησία στο θέμα του ‘σπιτιού’ του, ο οποίος ανέφερε ως ‘πατρίδα’ αυτό το σπίτι και ότι σχεδόν καθόλου δεν μεταχειρίστηκε την λέξη ‘πατρίδα’ με την εποχιακή της έννοια. Δεν θα μπορούσε να είναι ενήμερος για τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο της πολιτικής επιστήμης. Οι σύγχρονες ερμηνείες κυκλοφόρησαν και εδραιώθηκαν στην δεκαετία του 1970 και 1980. Χώρια που ο ίδιος ανήκε πολιτικά σε μια συντηρητική παράταξη. Την εποχή που υπήρξε κρατικός λειτουργός και πρέσβης, στο περιβάλλον του αφθονούσαν οι ενθουσιασμένοι με της ‘φαντασιακές’ και ‘αφηρημένες’ έννοιες της πατρίδας. Πώς μπόρεσε και έφτιαξε την φράση όπως ‘οι πατρίδες δεν μπορούν να είναι αφηρημένες, είναι ενσαρκωμένες’ (6/4/1942). Πώς ένοιωσε να συνδέεται με ένα χώρο, μια έννοια και μια εικόνα  που τα ορίζει το σπίτι και όχι η ‘πατρίδα΄ όπως τότε οριζόταν από ευρύτερη κοινωνία;

     Πιθανώς ο ποιητής να ήξερε τις απαντήσεις. Δεν θα απαντούσε αν τον ρωτούσαμε. Μπορεί ποτέ να μη προβληματίστηκε με τέτοια θέματα. Έγραψε αυτά που αισθάνθηκε. Και το μεγαλείο του έγκειται ακριβώς σε αυτό. Ο Σεφέρης μπόρεσε και συνδέθηκε με το πραγματικό του περιβάλλον, το προσέγγισε, όπως και έζησε τον κόσμο των συναισθημάτων του. Ξεχώρισε το μόνιμο από το ‘φαντασιακό’, το ιδεολογικό και το εφήμερο. Επέλεξε να γράψει για καταστάσεις που χαρακτηρίζουν την πιο διαχρονική ‘φύση’ του ανθρώπου και όχι τις συγκυριακές τάσεις .  

     Ενδεχομένως σε αυτήν του την ιδιότητα έγκειται και η αντοχή του στο χρόνο. Η κορόνες για την πατρίδα, εθνικές ιδέας όπως η Μεγάλη Ιδέα, εφήμερες ιδεολογίες και ρεύματα της μόδας δεν κυρίευσαν τον ποιητή. Με αυτήν την έννοια φαίνεται πιο σύγχρονος από τους δήθεν προοδευτικούς. Ο Σεφέρης μάλλον παρουσίασε πολλές  από τις πραγματικές, διαχρονικές, ‘κλασικές’ θα μπορούσαμε πτυχές της ανθώπινης κατάστασης. Το ‘σπίτι’ θα πρέπει να αποτελεί ένα από τα πιο καθοριστικά στοιχεία του ανθρώπου. Οι άνθρωποί θα πρέπει να είναι μάλλον σαν τις γάτες, να συνδέονται με την γειτονιά και το ‘σπίτι’. Και όταν βρήσκονται μακριά τους να πονούν.

     Αυτόν τον πόνο μας τον μεταφέρει πού ‘ωραία’ ο ποιητής. Με άλλα λόγια με επιτυχία εξέφρασε τον εσωτερικό του κόσμο και εμείς μπορέσαμε να τον παρακολουθήσουμε. Με αυτήν την έννοια η πολιτική επιστήμη και η ποίηση συναντιόνται και αλληλοσυμπληρώνονται. Αυτοί που μπορούν να κοιτάξουν με εντιμότητα και χωρίς παρωπίδες μπορούν και να υπερβούν τους μύθους των ιδεολογιών και εκφράσουν την πραγματική μας κατάσταση. Εμείς οι άνθρωποι πέρα από τις πολλές μας άλλες ιδιότητες συνδεόμαστε πολύ και με το πατρικό μας σπίτι. Όταν αποκοπούμε από αυτό πονάμε πολύ, πέρα από τις έννοιες πατρίδας και του έθνους, της κυριαρχίας, του έθνους-κράτους.          

Βιβλιογραφία

Σεφέρης, Γιώργος. Ποιήματα,  Αθήνα, Ίκαρος, 1985

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Α’, 16/2/1925-17/8/1931,  Αθήνα, Ίκαρος, 1975

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Β’, 24/8/1931-12/2/1934,  Αθήνα, Ίκαρος, 1975

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Γ’, 16/4/1934-14/12/1940,  Αθήνα, Ίκαρος, 1977

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Δ’, 1/1/1941-31/12/1944,  Αθήνα, Ίκαρος, 1993

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Ε’, 1/1/1945-19/4/1951,  Αθήνα, Ίκαρος, 1977

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Στ’, 20/4/1951-4/8/1956,  Αθήνα, Ίκαρος, 1986

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Ζ’, 1/10/1956-27/12/1960,  Αθήνα, Ίκαρος, 1996

Σεφέρης, Γιώργος. Χειρόγραφο Σεπ. ‘41,  Αθήνα, Ίκαρος, 1980

Σεφέρης, Γιώργος. Πολιτικό Ημερολόγια Α’, 25/11/1935-13/10/1944, Αθήνα, Ίκαρος, 1979.

Σεφέρης, Γιώργος. Πολιτικό Ημερολόγια Β’, 1945-1947, 1949, 1952, Αθήνα, Ίκαρος, 85.

----. Δοκιμές, Πρώτος Τόμος (1936-1947), Αθήνα, Ίκαρος, 1981.

----. Δοκιμές,  Δεύτερος Τόμος (1948-1971), Αθήνα, Ίκαρος, 1981.

**

 


[1] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε τις εργασίες των κάτωθι ερευνητών που πλέον θεωρούνται κλασσικές στο είδος τους: Seton-Watson, E. Gellner, B. Anderson, E.J. Hobsbawm, A. Smith, J. Breuilly, j.G. Kellas, L. Greenfeld.

[2] Βλ. Liah Greenfeld, NationlismFive Roads to Modernity, Harvard un. Press, Λονδίνο, 1991.

[3] Βλ. Imagined Communities, Verso, London, 1983.

[4] Βλ. Nations and StatesWestview PressColorado, 1977, σ. 465. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε μέχρι ένα βαθμό και γιατί ορισμένοι πεθαίνουν οικειοθελώς για την πατρίδα. Αυτός ο θάνατος κατά μια άποψη εξασφαλίζει μια αιωνιότητα.      

 

http://www.herkulmillas.com/hm-makaleleri/arthra-omilies/323-to-spiti-os-patrida-ston-logo-tou-seferi.html

https://tvxs.gr/news/blogarontas/giorgos-seferis-i-simantiki-paroysia-toy-nompelista-poiiti-ston-oropo-binteo


«Σα να άραξα σήμερα στο λιμάνι που άφησα, εδώ και τέσσερα χρόνια, τη Μεγάλη Παρασκευή, σ' ένα παραθαλάσσιο εκκλησάκι στον Ωρωπό», γράφει ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης.

Ήταν Πάσχα, στις 6 Μάη του 1945, όταν ο Γιώργος Σεφέρης θα βρεθεί για δεύτερη φορά στην πόλη του Ωρωπού, όπως γράφει στις σελίδες 15 και 16, στη σειρά των αυτοβιογραφικών ημερολογίων του "Μέρες E΄, 1 Γενάρη 1945 - 19 Απρίλη 1951", που κυκλοφορεί από τον "Ίκαρο", έκδοση 1996, σε 243 σελίδες και σε επιμέλεια Ε.Χ. Κάσδαγλη. Στο πρωτότυπο δακτυλογραφημένο "Καφέ" τετράδιο του ποιητή, ο τόμος είχε τίτλο "Γιώργος Σεφέρης, Μέρες του 1945-1951".

Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ο Γ. Σεφέρης θα βρεθεί για πρώτη φορά στον Ωρωπό, λίγες μέρες πριν τις 22 Απρίλη του 1941, όταν είχε κάνει αποτυχημένη απόπειρα διαφυγής από το λιμάνι της Σκάλας Ωρωπού, για να μεταβεί στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή στη συνέχεια. Το πλοίο όμως με το οποίο επρόκειτο να αναχωρήσει, είχε δεχθεί επίθεση από γερμανικά αεροπλάνα. Τελικά αναχώρησε από τον Πειραιά στις 22 Απρίλη, με το πλοίο Έλση, σύμφωνα με τη βιογραφία "Γιώργος Σεφέρης: Περιμένοντας τον Άγγελο", του Ρόντρικ Μπήτον, σελίδες 749, έκδοση 2003, από την "Ωκεανίδα".
 
Η τρίτη "παρουσία" του Γ. Σεφέρη στον Ωρωπό, είναι μέσα από τους στίχους του ποιητικού του έργου "Raven" που γράφτηκαν το χειμώνα του 1937, στη συλλογή "Τετράδιο Γυμνασμάτων 1928-1937", με υπότιτλο Σχέδια για ένα καλοκαίρι, έκδοση Μάρτης 1940, από τον "Ίκαρο", σε 356 αντίτυπα, που ενέπνευσαν αργότερα το Μίκη Θεοδωράκη, στις 15 Γενάρη του 1970, κρατούμενο τότε στις πρώην φυλακές Ωρωπού.
 
Raven 1969 ημερολόγιο εξορίας Ωρωπού
 
"Και πάλι καταλήγω στον Σεφέρη", σημειώνει ο Μίκης Θεοδωράκης. "Στις 15 Γενάρη του 1970 τελειώνω το Raven. Με τον Πέτρο, τον αχώριστο σύντροφο, οργανώνουμε την "πρώτη εκτέλεση" μέσα στην έρημη κουζίνα. Απάνω στο τραπέζι με τη λαμαρίνα, ένα μπουκάλι μπύρα. Θα την απολαύσουμε μετά τη μουσική".
 
Ποίηση Γιώργου Σεφέρη, σύνθεση 1970, Ωρωπός, έργο αφιερωμένο στο συνθέτη Γιάννη Χρήστου, η ηχογράφηση έγινε στην Αγία Πετρούπολη με την ορχήστρα της Αγίας Πετρούπολης, με σολίστ την Αλέκα Γκριζοπούλου και με τη διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη, 1995.
Σημ: Ακολουθεί το απόσπασμα από το βιβλίο "Γιώργος Σεφέρης Μέρες E΄, 1 Γενάρη 1945 - 19 Απρίλη 1951", "Ίκαρος" 1996, σελίδες 15 και 16.
 
"Λαμπρή, 6 Μάη 1945
 
Στην πλαϊνή ταβέρνα τραγουδούν, μαζί με άλλα τραγούδια, το Χριστός Ανέστη. Όλος ο κόσμος διψασμένος για τούτη την Ανάσταση.
Σα να άραξα σήμερα στο λιμάνι που άφησα, εδώ και τέσσερα χρόνια, τη Μεγάλη Παρασκευή, σ' ένα παραθαλάσσιο εκκλησάκι στον Ωρωπό. Ένα ξαλάφρωμα, και κάπως - αρκετά ίσως - χαμένος· όπως ο ναύτης που γυρίζει στο σπίτι του. Χρησιμοποιώ τώρα τις νύχτες· ως τις 3 - 3 1/2 το πρωί. Ο μόνος τρόπος να πραγματοποιήσω την "αποστράτευσή" μου.
Έχω ξαναπιάσει Καβάφη, ολωσδιόλου μηχανικά, για να πάρω από κάπου μιαν αρχή. Όλα τούτα δύσκολα· τα περασμένα εφτά χρόνια με βαραίνουν, και θα με βαραίνουν για πολύ ακόμη".
 
Φωτό: Aρχείο ΕΛΙΑ. Περισσότερες πληροφορίες για το έργο Ραβέν, στην ηλεκτρονική διεύθυνση 1.  www.mikistheodorakis.gr/el/music/ergography/popularoratorios/?nid=4601 και από κονσέρτο της Αλεξάνδρα Γκράβας 2.

http://www.yiorgospanayiotidis.com/2014/09/blog-post.html



 

Γιώργος Σεφέρης Βίος και παρωδία

δοκίμιο
εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014

Η παρωδία στην ποίηση του Σεφέρη. Ο Γιώργος Παναγιωτίδης φωτίζει μια σχετικά αφανή διάσταση του έργου του νομπελίστα ποιητή.  (Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, εφ. το Βήμα, βιβλία και ιδέες)

Από τη μία πλευρά η παρωδία, υπονομευτική, περιπαιχτική, παιγνιώδης, σατιρική, κριτική, δημιουργική μίμηση και άσκηση γραφής που διευρύνει τον ορίζοντα γνώσης και κατανόησης τόσο του παρωδού όσο και του αναγνώστη-δέκτη της για το κείμενο-στόχο. Από την άλλη πλευρά ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, σοβαρός, σκοτεινός και μελαγχολικός, που διερωτάται για το νόημα της ζωής, σημαδεμένος με έναν ξεριζωμό, ζώντας «αντιποιητικά» ως διπλωμάτης τη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τις ταραχώδεις και δυσάρεστες εποχές της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα, τις δύο δικτατορίες, του Μεταξά και των συνταγματαρχών, τον εμφύλιο πόλεμο και την «προδοσία» της Κύπρου. Ο ίδιος ο Σεφέρης λειτούργησε κόντρα στη σοβαρότητα του ποιητικού του έργου και στη νομπελική, παγκόσμια αποδοχή του. Ασκήθηκε στην παρωδία στο limerick και στο pastiche, αγγίζοντας τα όρια της τεχνικής του, καθώς πίστευε πως ο ποιητής πρέπει ν’ ασκείται στη γραφή ποικιλότροπα, όπως ακριβώς «ο πιανίστας βαρά καθημερινά τα πλήκτρα του πιάνου του». Η πρόκληση της παρώδησης ενός ποιητή όπως ο Σεφέρης εμπεριέχει τόσο την «οδύσσεια» της κατανόησης της ποίησής του, των κωδίκων της και της ιδιοσυστασίας της, όσο και την «οδύσσεια» της κατάκτησης του οπλοστασίου της τέχνης της παρωδίας.

Το κουφάρι της «Κίχλης»
“Το ναυάγιο της «Κίχλης»” είναι το τρίτο μέρος της Κίχλης. Σκηνικό του ποιήματος είναι ο Πόρος, ο τόπος δηλαδή που κυοφορήθηκε η ποιητική σύνθεση. Τα πρόσωπα που ακούγονται ή αναφέρονται στο κείμενο ανήκουν όλα στον κόσμο των νεκρών. Ο Σεφέρης – νέος Οδυσσέας ακούει φωνές νεκρών όπως αν κατέβαινε στον Άδη, ένα είδος Νέκυιας. Η Κίχλη είναι το μαύρο καράβι που θα μας πάει στον Άδη, γράφει ο ίδιος ο ποιητής στο κείμενό του Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη, μετά από την παρότρυνση του Γιώργου Κατσίμπαλη ως βοήθεια προς τον αναγνώστη ώστε να προσπελάσει τις δυσκολίες της πρόσληψής του. Η μισοναυαγισμένη Κίχλη λειτουργεί ως ένα ενδιάμεσο μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και του κόσμου των νεκρών. Στο ποίημα γίνεται εκτενής αναφορά στο Σωκράτη και στα τελευταία λόγια της πλατωνικής Απολογίας. Το κυρίαρχο νόημα του ποιήματος μοιάζει να είναι η περιπέτεια της ζωής που περνά από το φως στο σκοτάδι και από το σκοτάδι στο φως. Η σεφερική σκοτεινότητα της Κίχλης είχε ως αποτέλεσμα έναν μεγάλο όγκο ερμηνευτικών κειμένων έως σήμερα. Ίσως τελικά η σεφερική ποίηση είναι και η αιτία της κοινής ερώτησης που επικράτησε ανεκδοτολογικά, «τι θέλει να πει ο ποιητής;». Ο Σεφέρης φύλαξε βέβαια έναν αντίλογο σ’ αυτήν την τακτική γράφοντας: Κάθε εξήγηση ποιήματος είναι, μου φαίνεται, εξωφρενική. Το ξέρει αυτό όποιος έχει μια μικρή ιδέα του πώς δουλεύει ο καλλιτέχνης. […] Κατά γενικό κανόνα, στην Ελλάδα ακούμε λιγότερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς από έναν ασκημένο ακροατή ποιημάτων. Σ’ αυτό, νομίζω, πρέπει ν’ αποδοθούν, πριν απ’ όλα, τα πολύ χοντρά παραστρατήματα που βλέπουμε κάθε τόσο στις ποιητικές κρίσεις. [Γιώργος Σεφέρης, Γ. Π. Σαββίδης (φιλολογική επιμέλεια), Δοκιμές, τόμ. Β, 1948-1971, Αθήνα (Ίκαρος) 1974, 53-54.]
    Η κριτική παρωδία του σεφερικού ποιήματος “Το ναυάγιο της «Κίχλης»” που ακολουθεί έχει σκοπό να θίξει τις δεκάδες ερμηνευτικές προσπάθειες του ποιήματος λαμβάνοντας υπόψη της και την ίδια τη σεφερική άποψη για την κριτική και την ερμηνεία των ποιημάτων. Στόχος της παρωδίας σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι το ποίημα που παρωδεί αλλά οι προσπάθειες εξήγησής του. Η παρωδία έρχεται να υπερασπίσει με κάποιον τρόπο τον ποιητή ο οποίος θα προτιμούσε απλά έναν ασκημένο αναγνώστη από έναν εμβριθή κριτικό. Ο τίτλος της, “Το ναυάγιο της «Κίχλης»”, παραπέμπει σε παραστρατημένες κριτικές, σε κριτικούς που, ως άλλα όρνια, κάθονται πάνω από το «μισοκατανοημένο» ποίημα και προβληματίζονται σε αντιστοιχία με το Σεφέρη που αντίκρισε το «μισοναυαγισμένο» καράβι. Για να βεβαιωθεί η πρόθεση της παρωδίας, προτάσσεται ως μότο ο πρώτος στίχος του ποιήματος «Θ΄» από την ενότητα «Θερινό Ηλιοστάσι» της συλλογής Τρία κρυφά ποιήματα. Η Νέκυια στην περίπτωση της παρωδίας λειτουργεί σ’ ένα παράλληλο επίπεδο, καθώς ο νεκρός στον οποίο μας οδηγεί το «κουφάρι» του ποιήματος είναι ο ποιητής, ο νεκρός Σεφέρης στη θέση του Ελπήνορα της σεφερικής Κίχλης.

Γιώργος Σεφέρης

Το ναυάγιο της «Κίχλης»

«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Παρ’ το, σου το χαρίζω.
δες, είναι ξύλο λεμονιάς...»
                                   Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια.
το ᾿λεγαν «Κίχλη» ένα μικρό ναυάγιο- τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους
ακολούθησαν. ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό.
θα ’λεγες γύρευαν να πιούν αίμα μία στάλα.
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιω το φαρμάκι, ευχαριστώ.
το δίκιο σας θα ναι το δίκιο μου που να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ.
ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».
Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον
άνθρωπο.




Γιώργος Παναγιωτίδης

Το κουφάρι της «Κίχλης»

«Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλεπαν κι αυτοί γελούσαν»
«Το ποίημα αυτό που σκότιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που η ανάγνωση πύρωνε τις σκέψεις
σε ξένα χέρια θέλει αναλυθεί. Παρ’ το, σου το χαρίζω-
δες, είναι ποίημα σεφερικό...»
                                         Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη βιβλιοθήκη να ξεχωρίσω
ένα βιβλίο που το έβαλαν εδώ και χρόνια.
το ᾿λεγαν «Κίχλη» ένα μικρό λείψανο. οι σελίδες,
πολυκαιρισμένες, σιωπούσαν ανέγγιχτες στη σειρά, σαν παγίδες
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σχήμα του
ταφόπλακα χάρτινη κάποιου μεγάλου ποιητή νεκρού
χαμένη στο ράφι. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους
ακολούθησαν.  ψίθυροι φτενοί και μακρυσμένοι
που βγαίναν από του επίπλου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό.
θα ’λεγες γύρευαν να πουν το ποίημα, τη «Στροφή».
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του Σεφέρη, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά του δωματίου
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α δε με διαβάσετε να πιω το φαρμάκι, ευχαριστώ.
το άδικό σας θα ’ναι το δίκιο μου πού να γράφω απ’ την αρχή
γυρίζοντας σε αιθέριους τόπους, ένα στρογγυλό σύννεφο.
Τη σιωπή την προτιμώ.
ποιος έγραψε καλύτερα ο θεός το ξέρει».
Χώρες της ποίησης και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε την ποίηση.
Χώρες του Σεφέρη και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε το Σεφέρη.


http://www.gavrielidesbooks.gr/showtitle.aspx?vid=1789


https://www.maxmag.gr/politismos/prosopa/giorgos-seferis-synesthimata-

pou-miloun/

Γιώργος Σεφέρης: Συναισθήματα που

 «μιλούν»

Σεφέρης

Κάποιες φορές τυχαίνει να διαβάσουμε κάποιο ποίημα και να αισθανθούμε ένα εσωτερικό άγγιγμα, κάποιο συναίσθημα σε μεγαλύτερη έκταση. Άλλωστε το μαρτυρά και η ίδια η λέξη. Το συναίσθημα, έχοντας ως πρώτο συνθετικό το συν-, μαρτυρά, δηλώνει κάτι συλλογικό. Και το ποίημα, ως το ποιηθέν του ποιητή, ποιείται ως ένα ζωντανό δημιούργημα που απευθύνεται στους αναγνώστες του. Ας το αφουγκραστούν λοιπόν. Πράγματι, οι ποιητές δεν κρατούν τον εσωτερικό τους κόσμο μόνο για τον εαυτό τους, αλλά τον εξωτερικεύουν με ιδιαίτερη μαεστρία, μέσω της ποίησής τους.

Έτσι συμβαίνει και με κάθε συγγραφέα και καλλιτέχνη. Οι δημιουργοί αυτοί, εξωτερικεύονται, εκφράζονται μέσω των δημιουργημάτων τους. Τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα είναι σημαντικοί δίαυλοι επικοινωνίας. Η ποίηση ενέχει συναισθήματα, κόσμους διαχρονικούς από την εσωτερικότητα του ποιητή, οι οποίοι καθίστανται να γίνονται και δικοί μας κόσμοι. Είναι λοιπόν, ένας δίαυλος επικοινωνίας του ποιητή και του αναγνώστη του, αλλά κυρίως μεταξύ των αναγνωστών κάθε γενιάς. Ο επικοινωνιακός δίαυλος, η ποίηση ενδυναμώνεται με συναισθήματα, εικόνες, αέναες στιγμές, χρονικότητες και αχρονικότητες, ρυθμό και με κάθε πτυχή του εσωτερικού ανθρώπινου κόσμου. Σκεπτόμενη την ως άνω δύναμη της ποίησης, μου ήρθαν στο νου ποιητές που μελέτησα, ο καθένας ξεχωριστός, μοναδικός στην τέχνη του, όπως και ο δίκαια βραβευμένος Σεφέρης. Αξίζει ένα αφιέρωμα.

Ο Γιώργος Σεφέρης, o σπουδαίος έλληνας ποιητής, νομπελίστας και διπλωμάτης, γεννήθηκε στα Βουρλά της Σμύρνης στις 13 Μαρτίου (29 Φεβρουαρίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο) του 1900. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης.

Το 1906 άρχισε η μαθητική του εκπαίδευση στο Λύκειο Χ. Αρώνη, ενώ το 1914 ξεκίνησε να γράφει τους πρώτους του στίχους. Όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος, η οικογένεια του μετανάστευσε στην Ελλάδα και ο ποιητής ενεγράφη στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών, από το οποίο είχε αποφοιτήσει το Μάιο του 1917. Στη συνέχεια εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον Ιούλιο του 1918 μετακόμισε με την οικογένειά του στο Παρίσι, για να σπουδάσει εκεί. Εκείνη την περίοδο ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία (μεταφράσεις, αναγνώσεις γάλλων κλασικών και συγγραφή ποιημάτων), ενώ το 1921 έλαβε το πτυχίο Νομικής. Το 1924 ταξίδεψε στο Λονδίνο για να τελειοποιήσει τα αγγλικά του, το 1925 επέστρεψε στην Αθήνα και το 1927 διορίστηκε στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών, ως ακόλουθος πρεσβείας.


Το 1928 δημοσίευσε στη Νέα Εστία με την επωνυμία Γ. Σεφεριάδης, το έργο «Μια βραδιά με τον Κύριο Τεστ», μετάφραση του έργου του Βαλερί. Το Μάιο του 1931 εκδίδεται η «Στροφή», με το ψευδώνυμο Γ. Σεφέρης, ενώ τον ίδιο χρόνο διορίζεται υποπρόξενος και αργότερα διευθύνων του ελληνικού Γενικού Προξενείου του Λονδίνου, όπου παρέμεινε έως το 1934. Συνέχισε τη συγγραφή το ίδιο διάστημα, αφού δημοσίευσε το «Μια νύχτα στην ακρογιαλιά» το Μάιο του 1932 και τον Οκτώβριο τη «Στέρνα».
Το 1934 ο Σεφέρης επέστρεψε στην Αθήνα και το 1935 άρχισε η συνεργασία του με τις εκδόσεις Νέα Γράμματα, επανεκδίδοντας το έργο του «Στέρνα». Η επαγγελματική και συγγραφική του πορεία συνεχίστηκε, αφού το 1936 διορίστηκε πρόξενος στη Κορυτσά και το 1937 μετετέθη στην Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στα Νέα Γράμματα επιστολή του περί δημοτικής Γλώσσας.

Το 1941 ο Γιώργος Σεφέρης νυμφεύτηκε τη Μαρία Ζάννου, ενώ τον ίδιο μήνα το ζεύγος ακολουθεί την ελληνική κυβέρνηση στα Χανιά. Εκεί ο Σεφέρης εργάστηκε ως γραμματέας του Νικολούδη, ενώ επόπτευε την έκδοση του πρώτου Φύλλου της Κυβερνήσεως. Μετά την αποχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης, το Μάιο του ίδιου χρόνου μεταφέρεται στην Αλεξάνδρεια ενώ τον Αύγουστο συνοδεύει την Πριγκίπισσα Διαδόχου Φρειδερίκη και τα παιδιά της Σοφία και Κωνσταντίνο στο Γιοχάνεσμπουργκ και από εκεί στην Πραιτορία, υπηρετώντας εκεί την Ελληνική Πρεσβεία μέχρι και το 1942. Ακολούθησε μετάβαση στην Αλεξάνδρεια, στην Ιερουσαλήμ, καταλήγοντας στο Κάιρο ως Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής. Παράλληλα δίνει διαλέξεις για τον Παλαμά και τον Μακρυγιάννη, ενώ το Μάρτιο του 1944 εκδίδει στο Κάιρο τις «Δοκιμές» του, ενώ την ίδια περίοδο διορίστηκε Διευθυντής Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών, ενώ απομακρύνθηκε από τη θέση μετά τον Απρίλιο του 1944, με την ανάληψη πρωθυπουργίας από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Τον Ιούνιο του 1944 με την υπουργοποίηση Καρτάλη, τοποθετήθηκε γραμματέας «ανατολικών θεμάτων». Συνέχισε το επαγγελματικό του έργο ως συνοδός της Ελληνικής Κυβέρνησης, ταξιδεύοντας στην Ιταλία και στο Λονδίνο, ενώ το 1947 βραβεύτηκε με το Βραβείο Παλαμά για την ποίησή του. Ακολούθησαν σταθμοί στην επαγγελματική του καριέρα στην Άγκυρα, στη Βυρητό, στην Αθήνα, στο Λονδίνο, ενώ παράλληλα συνέχιζε να δημιουργεί, αφού το 1950 εκδίδει τα ποιητικά του «Άπαντα» στον Ίκαρο. Το φθινόπωρο του 1960, συνάντησε στο Λονδίνο το Μίκη Θεωδωράκη, με αποτέλεσμα την πρώτη δημόσια εκτέλεση των τεσσάρων μελοποιημένων ποιημάτων του με τίτλο «Επιφάνεια», ενώ τον Ιούνιο αναγορεύτηκε σε επίτημο διδάκτορα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ.

H διεθνής αναγνώριση της ποίησης του Σεφέρη έγινε με το βραβείο Νόμπελ το 1963, στη Στοκχόλμη. Ο Σεφέρης ήταν ο πρώτος Έλληνας που έλαβε βραβείο Νόμπελ και ένας από τους δύο έλληνες ποιητές που τιμήθηκαν με Νόμπελ. Ο δεύτερος Έλληνας ποιητής ήταν ο Ελύτης. Μετά το Νόμπελ, η αναγνώριση συνεχίζεται, αφού το 1964 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πρίνστον του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Πολυγραφότατος ποιητής, δραστήριος άνθρωπος του πνεύματος και διπλωμάτης, τάχθηκε κατά της χούντας. «Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος. Με αφορμή την ιστορική δήλωσή κατά της χούντας στις 28 Μαρτίου του 1969, σημείωσε τα εξής: «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου». Λίγους μήνες αργότερα, ο ποιητής λύει τη σιωπή του, δημοσιεύοντας το βιβλίο «Δεκαοκτώ κείμενα», όπου εμπεριέχεται μεταξύ άλλων το ποίημα «Οι γάτες του Αϊ Νικόλα», πολιτική αλληγορία για τη χούντα.

Το έργο που άφησε ο Σεφέρης αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη, αφού η θεματική του έχει όχι μόνο ιστορική χροιά αλλά και διαχρονική ισχύ. Έγραψε μυθιστορήματα, δοκίμια, μεταφράσεις και μοντέρνα ποιήματα, με ιδιαίτερο, δυνατό, πλούσιο νοημάτων και εικόνων, ρεαλιστικό και ενίοτε υπέρρεαλιστικό, αλλά κυρίως μοναδικό ύφος. Από μοναδικότητα μπορεί να χαρακτηριστεί το ύφος των ποιητών – λογοτεχνών, αν και οι ίδιοι εντάσσονται από τους μελετητές και ιστορικούς της λογοτεχνίας σε λογοτεχνικά ρεύματα.

Τα έργα του μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:
1) Ποιητικές συλλογές : Στροφή, Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο, Η Στέρνα, Σχεδία στο περιθώριο, Μυθιστόρημα, Γυμνοπαιδία, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄, Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄, Τελευταίος Σταθμός, Κίχλη, Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄, Τρία κρυφά ποιήματα, Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄, Επί Ασπαλάθων.
2) Μυθιστορήματα: Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, Βαρνάβας Καλοστέφανος
3) Δοκίμια: Δοκιμές (τυπ. Γιούλη), Δοκιμές, Εκλογή από Δοκιμές, Δοκιμές (εκδ. Ίκαρος)
4) Μεταφράσεις: Θ.Σ. Έλιοτ: Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα, Θ.Σ. Έλιοτ: Φονικό στην Εκκλησία, Αντιγραφές, Άσμα Ασμάτων, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη
5) Μικρά δοκίμια του έρωτα: Τα ερωτικά γράμματα του ποιητή προς την αγαπημένη του Μάρω, αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία. Κυκλοφορούν σε δύο τόμους.
Α) Στον Α΄ τόμο τον πρώτο τόμο περιλαμβάνονται τα γράμματα που αντηλλάγησαν κατά την περίοδο της πρώτης γνωριμίας του Γιώργου Σεφέρη με την Μαρώ Λόντου, και της προγαμιαίας σχέσης τους. Από το σύνολο των 175 επιστολών, τα 135 είναι γραμμένα από τον Γιώργο Σεφέρη και τα 40 από την Μαρώ. Ο επιμελητής της έκδοσης Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης συνεργάστηκε στενά με την Μαρώ Σεφέρη και οι επιστολές συχνά σχολιάζονται και από την ίδια. Το βιβλίο περιλαμβάνει ακόμη πρόλογο του επιμελητή, καθώς και ευρετήρια προσώπων και τοπωνυμίων.
Β) Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει 217 αλληλογραφικά τεκμήρια (επιστολές, τηλεγραφήματα, κάρτες, σημειώματα, ημερολογιακές καταγραφές με τη μορφή επιστολής) και είναι η πρώτη αμφίπλευρη συζυγική επιστολογραφία νεοέλληνα λογοτέχνη. Την χρονική περίοδο 1944-1959 ο Σεφέρης υπηρετεί στο Λονδίνο, στην Άγκυρα, στη Βηρυτό και είναι μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στα Ηνωμένα Έθνη για το Κυπριακό. Οι πολιτικές ζυμώσεις της εποχής και το αιχμηρό πρόβλημα της Κύπρου, καθώς και οικογενειακές χαρές και προβλήματα είναι τα κύρια θέματα της αλληλογραφίας του ζευγαριού. Η αλληλογραφία συμπληρώνεται από πρόλογο της επιμελήτριας Μαρίας Στασινόπούλου, πίνακα των επιστολών και συντομογραφιών και ευρετήριο προσώπων.

Σεφέρης

Η αλληλογραφία του ποιητή με την αγαπημένη του Μάρω είναι έμπλεη συναισθημάτων, τέτοιων που αναζωπυρώνονται από την απόσταση των Γιώργου και της Μάρως. Τα σώματά τους βρίσκονται μακρυά, αλλά οι ψυχές τους τόσο κοντά. Εκεί αποτυπώνεται με ενάργεια ο έρωτας, η αγάπη, η θλίψη, η χαρά, η προσμονή, οι ελπίδες, τόσα συναισθήματα που αναζωπυρώνονται με ιδιαίτερη δυναμική που αγγίζει την ψυχή του αναγνώστη. Ο αναγνώστης δύναται να εκφραστεί μέσω των επιστολών αυτών, αφού τα συναισθήματα που εκφράζονται, είναι όμοια με τα δικά του και ενέχουν όχι απλώς διαχρονικότητα αλλά αιωνιότητα.
Αξίζει να παραθέσω κάποια επιλεγμένα αποσπάσματα:

«…Σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…»

«Σε συλλογίζομαι. Σήμερα το πρωί ξυπνώντας ήσουν εκεί. Θα σε ξαναβρώ πάλι σε κάποια γωνιά του σπιτιού μου να ξεμυτίζεις. Κι όλα αυτά είναι ο,τι είναι. Κάποτε βαριά….»

«Αν μπορώ να σου δώσω μια μικρή χαρά, πρέπει να σου τη δώσω αμέσως. Μακάρι κάθε μέρα να μπορούσα. Κάθε μέρα ως την τελευταία στιγμή. Μ’ έκανες να σκεφτώ ένα πράγμα που σκεπτόμουν πολύ λίγο άλλοτε, την ευτυχία.»

«Και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ’ αρέσουν.»

«Όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι ή το πουλί, αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις το μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις λοιπόν, χρυσή μου;»

«Η αγάπη μου ξεπέρασε πια τα λόγια και έχω την εντύπωση πως, αν ήμουν αλλιώτικος θα μ’ αγαπούσες λιγότερο.»

«Μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ.»

«Τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ΄εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου.»

Ο Σεφέρης άφησε την τελευταία του πνοή στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971, ενώ δύο ημέρες μετά, στις 22 Σεπτεμβρίου κηδεύτηκε. Στην κηδεία του παρευρέθηκε πλήθος κόσμου, κυρίως άνθρωποι νεαρής ηλικίας και φοιτητές στην πλειονότητά τους. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταμάτησε την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (τότε απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη- σε στίχους Σεφέρη από το ποίημα του «Στο περιγιάλι το κρυφό». Η νεκρική πομπή θα έγινε ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Εκείνο το ανθρώπινο ποτάμι, εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες.

Το έργο του Σεφέρη είναι σπουδαίο, χρήσιμο στα ελληνικά γράμματα, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα καλλιτεχνικό, με διαχρονική ισχύ μιλάει στην ψυχή του αναγνώστη. Οι τίτλοι των έργων του και ιδιαίτερα των ποιημάτων του είναι ευφάνταστοι, ενώ το περιεχόμενο των ποιημάτων παρουσιάζει συναισθήματα, στολισμένα με εικόνες που μπορούν να αποτυπωθούν και σε ζωγραφικό πίνακα. Τα ποιήματά του ταξιδεύουν τον αναγνώστη σε κόσμους ανεξερεύνητους και τον καλούν να τους εξερευνήσει, ενώ ταυτόχρονα υμνούν πλήθος συναισθημάτων (αγωνία, θλίψη, χαρά, προσμονή, έρωτα, αγάπη, νοσταλγία…) με γνησιότητα και ειλικρίνεια. Εικόνες και συναισθήματα εμπλέκονται με μοναδικό τρόπο στη μοντέρνα ποίηση του Σεφέρη, η οποία μας ταξιδεύει ως κοινωνούς της, σε ξεχωριστούς κόσμους, σε κόσμους του ποιητή και σε δικούς μας που ίσως, δεν έχουμε ακόμη ανακαλύψει.

Επιλέγω να παραθέσω ένα από τα ποιήματά του, από την ποιητική του συλλογή «Μυθιστόρημα».

ΙΒ΄
Μποτίλια στο πέλαγο

Τρείς βράχοι λίγα καμένα πεύκα
κι ένα ρημοκκλήσι
και παραπάνω το ίδιο τοπίο
αντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης,
σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη.
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει
κλιμακωτά ως τον ορίζοντα
ως τον ουρανό που βασιλεύει

Εδώ αράξαμε με το καράβι
να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε
είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.


Θάνατος και φθορά στο έργο του Γ. Σεφέρη ("Βασιλιάς της Ασίνης" και "Κίχλη") και στα "Τέσσερα Κουαρτέτα" του T.S.Eliot
Paper Thumbnail
Author Photo Zoi Georgiadou


Γεωργιάδου Ζωή

Υποψήφια Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας

Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

zoegeorgiadou@yahoo.gr

 

Θάνατος και φθορά στο έργο του Γ. Σεφέρη (Ο Βασιλιάς της Ασίνης και Κίχλη) και στα Τέσσερα Κουαρτέτα του T. S. Eliot[1]

 

 

Προλογικό σημείωμα

 

Θέμα της παρούσας εργασίας αποτελεί η έννοια της φθοράς, της απουσίας, του κενού και του θανάτου, σωματικού και πνευματικού, στο έργο του Γιώργου Σεφέρη. Δεδομένου ότι το θέμα αυτό εκτείνεται σε ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο, θεώρησα σκόπιμο να περιορίσω την εξέτασή του στη δεκαπενταετία 1931-1946, περίοδο σημαντική τόσο για τη ζωή όσο και για την ποιητική παραγωγή του Σεφέρη. Τα έργα που μελετώνται είναι το ποίημα Ο βασιλιάς της Ασίνης από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ (1940) και η ποιητική συλλογή Κίχλη (1946). Παράλληλα, αντλούνται στοιχεία από τις Μέρες (τόμοι  Β, Γ, Δ και Ε) και γίνεται παραλληλισμός με την ποιητική συλλογή του T. S. Eliot Four Quartets (Τέσσερα Κουαρτέτα, 1945).         

Θεώρησα απαραίτητο να ερευνήσω αρχικά τις σκέψεις του Γ. Σεφέρη στο θέμα αυτό, αξιοποιώντας το διαθέσιμο ποιητικό και αυτοβιογραφικό υλικό και στη συνέχεια να μελετήσω τον τρόπο που προσεγγίζει ο T. S. Eliot το θέμα του θανάτου και της φθοράς, κάνοντας παράλληλα συγκρίσεις με το έργο του Έλληνα ποιητή και προσπαθώντας να αναδείξω τη μεταξύ τους σχέση.

1.1.      Ο Βασιλιάς της Ασίνης (1940): η σύνθεση του ποιήματος

Ο Βασιλιάς της Ασίνης είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ και γράφτηκε ανάμεσα στο 1938 και το 1940. Ο Σεφέρης τον Αύγουστο του 1938 σε ολιγοήμερη εκδρομή με τη Μαρώ στο Τολό και την Ασίνη επισκέφτηκε το αρχαίο κάστρο της πόλης. Αμέσως μετά άρχισε τη σύνθεση του ποιήματος, το οποίο όμως ολοκλήρωσε τον Ιανουάριο του 1940. Είναι ενδιαφέρουσες οι περιστάσεις της συγγραφής: ο Σεφέρης δούλευε το θέμα από πολύ νωρίτερα, αλλά το είχε εγκαταλείψει∙ δύο σελίδες που περίσσευαν κενές στη στοιχειοθεσία της συλλογής τον ερέθισαν να ολοκληρώσει το ποίημα σε μία νύχτα, αγνοώντας τις παλιές του σημειώσεις.

Μία μόνο λέξη της Ιλιάδας έδωσε αφορμή στο Σεφέρη να συνθέσει το ποίημα αυτό. Μπροστά στην ερειπωμένη ακρόπολη της προϊστορικής Ασίνης ο ποιητής συλλογίζεται την τύχη κάποιου από τους βασιλιάδες της –δεν ξέρουμε ποιου γιατί δε σώζονται ιστορικές μαρτυρίες για τους βασιλιάδες της Ασίνης∙ ο ανώνυμος αυτός βασιλιάς, ενώ ίσως έζησε μια γεμάτη ζωή, βούλιαξε, πεθαίνοντας, στο σκοτεινό βυθό του χρόνου και δε μένει πια τίποτε που να θυμίζει την ύπαρξή του, όπως από την πόλη της Ασίνης δε μένουν παρά οι πέτρες των ερειπίων και τ’ όνομά της.[2]

 

1.2. Το αίσθημα της απουσίας και του κενού

 

Το ποίημα σχετίζεται με μια αόριστη μνεία της Ασίνης στον «κατάλογο νεών», στον κατάλογο δηλαδή κατά πόλεις των πλοίων που πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, στο Β560 της Ιλιάδας: «Ερμιόνην Ασίνην τε βαθύν κατά κόλπον εχούσας» (μετάφραση: την Ερμιόνη και την Ασίνη που βρίσκονται σε βαθύ λιμάνι).

Ο βασιλιάς της δεν αναφέρεται πουθενά. Ο Σεφέρης συγκινείται από αυτήν ακριβώς   την   απουσία   του   βασιλιά,  τον  οποίο   αναζητά   μάταια.  Η   απουσία   του επεκτείνεται ως κενό και απλώνεται και στον ποιητή. Καθώς ο ποιητής περιφέρεται πάνω στο  βράχο της ακρόπολης, η  ξεχασμένη  λέξη  του  Ομήρου  και  τα  αρχαιολογικά  ευρήματα γίνονται σύμβολα για ένα χαμένο κόσμο. Παραθέτω τους στίχους 12-18:

«Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα

κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυό χρόνια τώρα

άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο

μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη

ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.  

Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως

σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα».[3]  

Ο αφηγητής στέκεται στα ερείπια του αρχαίου κάστρου και αναλογίζεται το πρόσωπο του βασιλιά, που έσβησε, όπως και το βασίλειό του, χωρίς ν’ αφήσει καμιά μνήμη, πέρα από το όνομα που σώθηκε στον Όμηρο. Ο προβληματισμός του ποιητή εστιάζεται στην αναζήτηση της υπόστασης του κενού και στην αμφίβολη δυνατότητα του λόγου να διασώσει ίχνη της ζωντανής παρουσίας όχι μόνο προσώπων που έχουν χαθεί στο βάθος του χρόνου, αλλά ίσως και πρόσφατων αγαπημένων νεκρών. Η αφήγηση ζωντανεύει με την επινόηση της εντάφιας χρυσής προσωπίδας (στ. 16), που λειτουργεί σαν μεσολάβηση ανάμεσα στον ποιητή και το χαμένο βασιλιά. Με τη βοήθεια της αφής και της μνήμης ο αφηγητής προσπαθεί να «ζωντανέψει» το νεκρό βασιλιά, το μόνο που βρίσκει όμως είναι το κενό και ο κούφιος ήχος της χρυσής προσωπίδας. Μολαταύτα, αισθάνεται ότι το βασιλιά τον κουβαλά βαθιά μέσα του, ότι μπορεί δηλαδή το όνομά του να χάθηκε στο χρόνο, όμως η παρουσία του είναι παντού μαζί του. Παραθέτω τους στίχους 20-22:

«Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα

παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:

 «Ασίνην τε... Ασίνην τε...».[4]

Έτσι, η μοίρα του βασιλιά της Ασίνης ταυτίζεται με τη μοίρα του ποιητή και ο Σεφέρης αναζητώντας το βασιλιά στην ουσία αναζητά τον εαυτό του: «Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’την προσωπίδα... Ο ποιητής ένα κενό».

Όπως παρατηρεί ο Mario Vitti, με το Βασιλιά της Ασίνης έχουμε ένα ποίημα όπου ο ποιητής δε δημιουργεί μια κατάσταση που ν’ ανταποκρίνεται ακριβώς στην νεκυιομαντεία (τυπικά δεν ζητά καμιά βοήθεια από το βασιλιά, ούτε και τον θεωρεί «γέρο» ή «δάσκαλο»). Στο Βασιλιά της Ασίνης παίρνει ιδιαίτερες διαστάσεις η σημασία του τοπίου ως συνδετικό στοιχείο ανάμεσα σε ένα πρόσωπο που δεν υπάρχει πια και στο πρόσωπο που θέλει να το ανακαλέσει. Ο Σεφέρης χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις –κυρίως την αφή– προχωρά σε μια ανίχνευση που πάει να καταργήσει το χρόνο και να βάλει τον ποιητή σε επαφή με τις πιο μακρινές μνήμες.[5]

Το ποίημα ουσιαστικά είναι ένα ελεγείο για το χαμένο χρόνο, την ασημαντοσύνη της ανθρώπινης ύπαρξης και τη ματαιότητα της δόξας. Ο Σεφέρης λέει για το βασιλιά της Ασίνης πως ενώ ήταν σίγουρα ένας παντοδύναμος άντρας της εποχής του και έπαιρνε αποφάσεις που επηρέαζαν τις ζωές των άλλων, έχει πια χαθεί, έχει εξαφανιστεί και αναφέρεται μόνο φευγαλέα στην Ιλιάδα. Αυτά τα συναισθήματα απουσίας και ματαιοδοξίας που βιώνει ο Σεφέρης όλη την προηγούμενη δεκαετία (1930-1940), εκφράζει μέσα από το συγκεκριμένο ποίημα. Το κενό αυτό, όμως, είναι δημιουργικό και ανανεωτικό, καθώς η συνειδητοποίησή του από τον ποιητή, του δίνει ακριβώς τη δυνατότητα να είναι ποιητής.

 

1.3.      Τα βιώματα του Σεφέρη

 

 

Η δεκαετία 1930-1940 είναι καθοριστική για το Γ. Σεφέρη. Τον Αύγουστο του 1931 θα εγκατασταθεί στο Λονδίνο, όπου θα παραμείνει ως το 1934. Η περίοδος αυτή θα

είναι δύσκολη, καθώς ο ποιητής θα βιώσει την απόλυτη μοναξιά, τη θλίψη, τον πόνο, την απουσία, το κενό. Θα νιώσει μέσα του τη φθορά, τον πνευματικό θάνατο. Παραθέτω από τις Μέρες Β΄ (13 Οκτώβρη 1931): «Να σου πω τη μοναξιά μου, να σου πω τόσα και τόσα που με ζαλίζουν κάθε μέρα, και το ανυπόφορο σκύψιμο ενός κορμιού προς το χάος που δε δίνει τίποτε; Πόσες φορές συλλογίστηκα το θάνατο εδώ πέρα. [...] Έχω την εντύπωση πως σκαλίζω μια πέτρα με σουγιά. Και τίποτα, τίποτα που να κόψει μια στιγμή αυτό το βάσανο. Τι θα κάνουμε αν μας πιάσει πανικός;».[6] Κι ένα μήνα περίπου αργότερα, στις 29 Νοέμβρη 1931, γράφει: «Κοιτάζω  τη  ζωή  μου  σαν  ένα  χάος.  [...]  Τι  θα  πουν  όλα  αυτά: χειρονομίες, πονοκέφαλοι, υπηρεσίες, υπερπέραν, κτλ. που δένουνται άκρες μέσες μέσα στο άτομο αυτό που σου γράφει τώρα στις 11 το βράδυ σε μια μεγάλη πολιτεία. Χτίζουν τα παλάτια τους, τα σπίτια τους, φυτεύουν τα περιβόλια τους ̇  από κάτω το έδαφος είναι κούφιο, και τ’ ακούει κανείς».[7]

            Ένα χρόνο περίπου αργότερα, στις 29 Γενάρη 1933, παραμένοντας ακόμη στο Λονδίνο, γεγονός που τον έχει φθείρει πνευματικά και συναισθηματικά, γράφει στις Μέρες Β΄: «Δεν είχα τύχη στους ανθρώπους που αγάπησα, κι όμως ήταν αληθινά εξαιρετικοί, αλλά ήμουν υποχρεωμένος να τους αφήνω μακριά, είτε ολοκληρωτικά είτε ως ένα κάποιο σημείο. [...] Δεν πρόκειται να αγαπήσω ή να μην αγαπήσω τη μοναξιά μου, να συμφιλιωθώ ή όχι με τον τόπο όπου ζω. Και τη μοναξιά μου την αγαπώ και τον τόπο τον βρίσκω χαριτωμένο. Εκείνο όμως που με βασανίζει αφάνταστα είναι ότι έχω φτάσει στο απροχώρητο. Το δικό μου το απροχώρητο το καταλαβαίνω αμέσως: απολιθώνομαι, δε μπορώ να εκφραστώ με σκέψη ή με πράξη. [...] Με αυτά που σου γράφω με πιάνει αηδία για τον εαυτό μου. Αν εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση, θα προσπαθήσω να φύγω όπως όπως. Δεν υπάρχει λόγος να φτάσω στην ανισορροπία. Θα μου πεις, η Αθήνα θα είναι καλύτερη; Αν δεν είναι καλύτερη, θα φύγω και από την Αθήνα. Έχω φτάσει σε μια πολύ επικίνδυνη στροφή. [...] Το βέβαιο μένει ότι η κατάσταση αυτή μου παρουσιάζεται με την όψη ενός απόλυτα ερημωμένου κόσμου. [...] Βέβαια, αν ο σκεπτόμενος εαυτός μου άκουε τον εαυτό  που  γράφει  τώρα,  θα  τού ’λεγε:  Φίλε  μου, τίποτε  δε φαίνεται από  τα πριν∙ βλέπεις  και  προχωρείς  πάνω  στη  δουλειά.  Το  ξέρω, αλλά  έχω  σταματήσει σα να έχει τελειώσει η ζωή μου».[8]

            Πολύ αργότερα, το 1948, στις Δοκιμές Β΄ ο Σεφέρης περιγράφοντας την περίοδο παραμονής του στο Λονδίνο, θα γράψει:  «Ξαφνιζόμουνα δοκιμάζοντας  τη στιφή  γεύση του θανάτου μέσα στην ομίχλη∙ την ένταση της κυκλοφορίας του φόβου μέσα στις αρτηρίες της μεγάλης πολιτείας. Ο θάνατος σ’ εμάς είναι μια ξαφνική λαβωματιά, εδώ είναι ένα αργό δηλητήριο, συλλογιζόμουνα».[9] Στη συνέχεια, το 1936 ο Σεφέρης θα μεταβεί στην Κορυτσά, όπου θα παραμείνει ως υποπρόξενος ως την επόμενη χρονιά.

Ένα μήνα πριν την αναχώρησή του για την Κορυτσά (Οκτώβρης 1936) θα γράψει στην Αθήνα το παρακάτω ποίημα, ενδεικτικό της ψυχικής του κατάστασης:

 «[ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

Τα κάρβουνα μες στην ομίχλη

ήτανε ρόδα ριζωμένα στην καρδιά σου

κι η στάχτη σκέπαζε το πρόσωπό σου

κάθε πρωί.

Μαδώντας ίσκιους από κυπαρίσσια

έφυγες τ’ άλλο καλοκαίρι.]»[10]

Ο Σεφέρης, λοιπόν, βίωσε έντονα συναισθήματα κενού, απουσίας και φθοράς στη διάρκεια της δεκαετίας 1930-1940, γεγονός που αποτυπώνεται έντονα στο υλικό των ημερολογίων του. Η παραμονή του στο Λονδίνο είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ο ποιητής δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με τον κόσμο γύρω του, αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό του. Η επικοινωνία, όμως, με το παρελθόν είναι γι’ αυτόν απίστευτα ζωτική και παρηγορητική και είναι ίσως η μόνη διέξοδος από αυτή την ψυχοφθόρο κατάσταση. Η ανάγκη και η προσπάθειά του αυτή εκφράζεται στο Βασιλιά της Ασίνης.

 

 

 

 

 

 

2.1. Κίχλη (1946): η σύνθεση του ποιήματος

 

 

Η Κίχλη (1946) είναι η κατάληξη μιας μακρόχρονης εμπειρίας, ενός μακρόχρονου προβληματισμού που έχει φτάσει στη στιγμή του απολογισμού του και ταυτόχρονα, η προαναγγελία ενός σημαντικού μέρους από το μετέπειτα έργο του Σεφέρη. Οι ρίζες της ξεκινούν από το Μυθιστόρημα και από το Βασιλιά της Ασίνης και τα κλαδιά της περνούν από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ και φτάνουν ως τα Τρία κρυφά ποιήματα.[11]

Ο ίδιος ο Σεφέρης γράφει για τη σύνθεση του ποιήματος στις Δοκιμές Β΄: «Καταπιάστηκα να συναρμολογήσω εμπειρίες που είχα δοκιμάσει, και κάποτε σημειώσει, από τον Οχτώβρη του ’44, που γύρισα στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή και την Ιταλία. Το βίωμα, καθώς λένε, της Κίχλης, δηλαδή, αρχίζει εκεί που τελειώνει το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄, με τον Τελευταίο Σταθμό.[12]

Η απόπειρα του ποιήματος για το Θεόφιλο θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα ενδιάμεσο βήμα∙ τους στίχους με το αίμα και τα παιδιά του Οιδίποδα θα τους συναντήσουμε, με την ίδια συναισθηματική διάθεση, και στην Κίχλη. Παραθέτω μια στροφή του ποιήματος (για το Θεόφιλο) από τις Μέρες Ε΄ (Σάββατο, Δεκέμβρης 1945):

«Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη.

Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος από τον άλλο.

Τον ένα χρόνο η Πάργα, τον άλλο οι Συρακούσες

κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία

γεμάτα ανθρώπους σακατεμένους, χωρίς πνοή

και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο

και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα  

και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά».[13]

            «Το περιβάλλον του Πόρου, οι πρώτες μου εκείνες διακοπές ύστερα από οχτώ χρόνια», όπως σημειώνει ο ίδιος στις Δοκιμές Β΄, «μου έδωσαν διάφορα συναισθήματα... Εξ άλλου, η «Γαλήνη», το βικτοριανό εκείνο σπίτι, κόκκινο Πομπηίας, μου έδωσε για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, το αίσθημα του στερεού σπιτιού, όχι της προσωρινής κατασκήνωσης».[14] Η παραμονή του, λοιπόν, στον Πόρο του γεννά αισθήματα ασφάλειας και τον ωθεί να εκφράσει όλα όσα κρύβει μέσα του.

Στις 2 Οκτωβρίου σε μια βόλτα με τη βάρκα λίγο έξω από την ακτή ο ποιητής θα δει την «Κίχλη», το βουλιαγμένο καραβάκι που έκανε κάποτε τα θελήματα του Ναυτικού Προγυμναστηρίου του Πόρου. Το τελικό στάδιο της σύνθεσης του ποιήματος αρχίζει στις 22 και τελειώνει στις 31 Οκτωβρίου.

            Ο Σεφέρης γράφει για την παραμονή του στον Πόρο και τη συγγραφή του ποιήματος στις Μέρες Ε΄: «Ίσως να είναι και ο Πόρος. Εδώ το καθετί μοιάζει να μην περνά, να στοιχειώνει κάπως. Φαντάζομαι δεν μπορεί να κρατήσει κανείς για πολύ καιρό αυτή την κατάσταση. Είναι το νησί της Καλυψώς∙ πρέπει να πάρεις την απόφαση να το αφήσεις κάποτε για την Ιθάκη, την πέτρινη».[15] Και συμπληρώνει: «Το ποίημα που γράφω από την προπερασμένη Τρίτη, με απότομες αναλαμπές και πτώσεις, σαν το τζάκι μας που καίει χλωρά ξύλα, με κουράζει κάποτε».[16]

Ωστόσο, και το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτώβρη είναι εξίσου σημαντικό, γιατί είναι φανερό πως τότε ο Σεφέρης αποφασίζει να δώσει στην Κίχλη την τελική μορφή της με τη χρησιμοποίηση του ομηρικού μύθου. Η προετοιμασία της Κίχλης γίνεται από τις 7 Οκτωβρίου με το ποίημα Νότες για ένα ποίημα, όπου ο Σεφέρης κάνει λόγο για αγάλματα, άσπρες ληκύθους, προσωπίδες, όμως οι ιδέες αυτές είναι ακόμη ρευστές. Θα παγιωθούν σε λίγο στην Κίχλη.

 

 

 

 

 

 

 

 

2.2.      Η επιγραφή

 

 

            Η «Κίχλη» παρουσιάζεται με μια επιγραφή:

«Δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπης εφήμερον σπέρμα,

τι με βιάζεσθε λέγειν, ά υμιν άρειον μή γνωναι». (Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟ ΜΙΔΑ)

Μετάφραση: «Μοίρας βαριάς και ριζικού ασήκωτου φύτρα εφήμερη, γιατί με βιάζετε να πω όσα καλύτερο θα ήταν να μη ξέρετε;» (Μαρωνίτης, 1975).

Τα λόγια αυτά, που είχαν κάνει εντύπωση στο Σεφέρη ήδη το 1929,[17] είναι παρμένα από τον Πλούταρχο. Είναι μια φράση βαρύθυμη και σκοτεινού τόνου, που μας προϊδεάζει για όσα θα ακολουθήσουν στο Α΄ μέρος του ποιήματος.

 

2.3.      Α΄ μέρος: «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα»

 

 

Στο Α΄ μέρος του ποιήματος ο Σεφέρης βιώνει έντονα συναισθήματα στέρησης, εγκατάλειψης και κενού, η συνειδητοποίηση των οποίων θα τον οδηγήσει σταδιακά στην προσέγγιση του φωτός στο Γ΄ μέρος. «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» δεν εμφανίζεται εδώ παρά σαν υπότιτλος. Το σπίτι δεν υπάρχει. Το οραματιζόμενο σπίτι θα γίνει χειροπιαστή πραγματικότητα, κατανικώντας όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία στέρησης, στο Γ΄ μέρος, «Το φως», στο τέλος του έργου, σαν χώρος ευδαιμονίας («ευτοπίας») όπου έρχεται σαν φανταστικό, συγκινησιακό επακόλουθο του φωτός. Τα σπίτια για τα οποία γίνεται λόγος στην αρχή του Α΄ μέρους αναφέρονται σε σχέση με τους πολέμους. Άλλωστε, από τα παιδικά του χρόνια ο Σεφέρης γνώρισε χαλασμούς και ξενιτεμούς σε συνδυασμό με τους πολέμους.[18]

                Κυριαρχεί στο Α΄ μέρος μια κατάσταση εγκατάλειψης και απομόνωσης ενός ανθρώπου  που δεν  του  έχει  μείνει  τίποτε  άλλο  δικό  του, που έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια και έχει βουλιάξει στην απάθεια και την αδιαφορία του. Η  «βραδινή  αράχνη»,  που  καραδοκεί   ανενόχλητη   ενώ    εκείνος   την   κοιτάζει,  δείχνει   έλλειψη  βούλησης, καθολική εγκατάλειψη  των δυνάμεων,  ανικανότητα  να  αντισταθεί  στην  κατάθλιψη. Ο  Σεφέρης δηλώνει ότι κάτω από τη σκάλα βρίσκονται οι «νεκροί». Το «κοιμήθηκαν» είναι φυσικά το κοινό ευφημιστικό ομόλογο του «πέθαναν». Πρόκειται για τους «μέτριους» συντρόφους, για όσους «λιγόστεψαν τόσο παράξενα στη ζωή μας» (Ο Βασιλιάς της Ασίνης, στ. 46).[19] Το Α΄ μέρος, λοιπόν, περιγράφει την κατάσταση εγκατάλειψης και κενού στην οποία έχει περιπέσει ο ποιητής και κατ’ επέκταση, ο σύγχρονος άνθρωπος.

 

2.4.      Β΄ μέρος: «Ο ηδονικός Ελπήνωρ»

 

 

Η πορεία προς την φθορά και το θάνατο συνεχίζεται στο Β΄ μέρος του ποιήματος, όπου κυρίαρχο μοτίβο αποτελούν τα αγάλματα (στ. 12-14, 20-21, 26-30, 54-56). Το άγαλμα γενικά είναι ένα «αντικείμενο» πολυσήμαντο στην ποίηση του Σεφέρη και παίζει σημαντικό ρόλο και στο Β΄ μέρος του ποιήματος. Παρά το ασυμβίβαστο με την «αγαλμάτινη ακαμψία», τα αγάλματα εδώ λυγίζουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αντίθετα από την εμφάνισή τους, αυτά είναι ακέραια, ενώ ο άνθρωπος λέει στον εαυτό του «εσύ ’σαι το ρημάδι» (στ. 48). Κυριαρχεί, λοιπόν, εδώ η αντίθεση άφθαρτο άγαλμα-φθαρτό κορμί.[20]

Με το τραγούδι του ραδιοφώνου φτάνουμε σε μια πολύ χαμηλή βαθμίδα, εκεί που η φθορά του απόλυτου και του αυθεντικού έχει πια μαζικά συντελεστεί. Στη συνέχεια, ακούγονται τα λόγια του δελτίου ειδήσεων, που φαίνονται φοβερά ανεπαρκή μπρος στο τραγικό μεγαλείο των γεγονότων, που είναι καταστροφής και θανάτου. Η σύνθετη λέξη «ψυχαμοιβός» (παραλλαγή του «χρυσαμοιβός» του Ευρυπίδη), με την οποία επιλέγει να κλείσει το Β΄ μέρος ο Σεφέρης, στηρίζεται κι αυτή σε μια έννοια φθοράς: ο πόλεμος «αλλάζει τις ψυχές», με την έννοια ότι τις αλλοιώνει.[21] Ο ποιητής εδώ περιγράφει με απίστευτα παραστατικό τρόπο το έσχατο σημείο πτώσης και φθοράς του σύγχρονου ανθρώπου.  Στη  συνέχεια,  όμως,  θα  ξεκινήσει  η  πορεία  προς   το   καθολικό   και   το

διαχρονικό, προς το απόλυτο, έξω από τη φθορά της καθημερινής αναγκαιότητας, την οποία σταδιακά θα διαγράψει ο Σεφέρης και θα μας οδηγήσει στο Γ΄ μέρος.

 

2.5.      Γ΄ μέρος: «Το ναυάγιο της Κίχλης»

 

 

Στο Γ΄ μέρος του ποιήματος ο ποιητής βρίσκεται στον Πόρο. Κάτω από την ακίνητη επιφάνεια της θάλασσας ξεχωρίζει το καράβι που κείτεται πλαγιασμένο στο βυθό. Το «μικρό ναυάγιο» είναι ένα αντικείμενο νεκρό που συνειρμικά τον οδηγεί στους πεθαμένους. Καθώς βρίσκεται απορροφημένος από το θέαμα, του έρχονται στο νου φωνές ανθρώπων αγαπημένων και οικείων, ανθρώπων που θυμάται με τρυφερότητα, που ξέχασε και τώρα ξαφνιάζεται που του έρχονται στο νου. Παραθέτω τους στίχους 12-16 (Γ΄, Το ναυάγιο της Κίχλης):

«Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους

ακολουθήσαν∙ ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι

που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό∙

θά ’λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα∙

ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω».[22]

Στο Γ΄ της Κίχλης ο ποιητής θέλοντας να ξεφύγει από την κατάσταση φθοράς και κενού στην οποία είχε περιπέσει και να προχωρήσει, ζητά βοήθεια από τους νεκρούς. Προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί η επικοινωνία με τους νεκρούς είναι το κατάλληλο τοπίο κι έτσι στο ποίημα δημιουργούνται οι ευνοϊκές συνθήκες, ώστε ο ποιητής να πραγματοποιήσει τη νεκυιομαντεία του. Υπάρχει το κατάλληλο τοπίο, ο κόλπος του Πόρου με τη γαλήνια θάλασσα, που κάτω από την επιφάνειά της αφήνει να μισοφαίνεται το μεσολαβητικό ναυάγιο∙ υπάρχει και ο παράγοντας «πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω».[23]

Ο  Σεφέρης  από  νέος  διαπίστωνε  με πίκρα  την απουσία  ανθρώπων  πιο  ώριμων

απ’ αυτόν, από τους οποίους θα μπορούσε να βρει συμπαράσταση πατρική και οδηγίες για να προχωρήσει στο έργο του. Ήταν μια στέρηση που τον πονούσε. Δεν ήταν καθόλου υπερήφανος, όταν διαπίστωνε ότι ήταν «αυτοδίδακτος». Μην μπορώντας να βρει βοήθεια από τους ζωντανούς την αναζητούσε από τους γέρους που είχανε λείψει από τη ζωή. Το 1931, στο ποίημα Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο, διαπίστωνε: «Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν» (στ. 22).

Ο Σεφέρης διαπιστώνει ότι η επικοινωνία με τους πεθαμένους, ανεξάρτητα αν το επιδιώκουμε για να αντλήσουμε δύναμη από αυτούς ή αν μας σπρώχνει ένα συναίσθημα συμπόνοιας (όπως στο Βασιλιά της Ασίνης), συντελείται με τη μεσολάβηση του τοπίου. Το ατομικό υπαρξιακό πρόβλημα, που συνδυάζεται με το συναίσθημα της δίκαιης πράξης, μόνο στο «Φως» αλλάζει διαστάσεις και από ατομικό μετατρέπεται σε γενικότερο, που αφορά την ανθρωπότητα.[24]

«Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια

πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,

σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως

μ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,

καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες

πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια∙

ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά

προς τα χαλίκια του βυθού

οι άσπρες λήκυθοι».[25] (Γ΄, 47-55)

Τα παιδιά που καταποντίζονται στη θάλασσα (η οποία εδώ ταυτίζεται με το θάνατο), αποτελεί συνειρμό που οδηγεί στα κατ’ εξοχήν αλληλοσπαρασσόμενα αδέρφια, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη και στον πατέρα τους, τον «γέροντα ικέτη» (στ. 59). Τα δύο  παιδιά  του  Οιδίποδα  είναι  ανοιχτή  αναφορά  στο  αδελφοκτόνο  μίσος  και   κατά

προέκταση στον εμφύλιο πόλεμο.

Σταθερή συνιστώσα παραμένει πάντοτε η προοπτική που ανοίγει ο κόσμος της θάλασσας, η οποία συμβολίζει το μόνιμο πεδίο αναζήτησης μιας υπερβατικής πραγματικότητας.[26] Η θάλασσα, λοιπόν, είναι αυτή που θα δείξει στο Σεφέρη το δρόμο προς το Απόλυτο, ακριβώς όπως και στην ποίηση του T. S. Eliot η θάλασσα συμβολίζει τον απόλυτο χρόνο (The Dry Salvages, σ. 28).

Με την πορεία του Σεφέρη προς το φως και τη στιγμή της αποκάλυψης φαίνεται να συνδέεται και το «ξύλο», που το φάντασμα του Ελπήνορα –στην αρχή του τρίτου μέρους– προσφέρει στον Οδυσσέα:

«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου

τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες

σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω∙

δες, είναι ξύλο λεμονιάς...».[27]

Αυτό το κλωνάρι, που το συναντάμε σε τόσα σκοτεινά σημεία των μύθων και που, σύμφωνα με τ’ αρχαία έθιμα ταφής, προσφερόταν στους νεκρούς για να φιλάει το σώμα τους ή να συνοδεύει την ελευθερωμένη ψυχή τους, συμβολίζει την ενότητα της ζωής και τη δύναμη της αυτοανανέωσης μέσα από την πίστη, χάρη στην οποία ο μυθικός ήρωας διασχίζει το σκοτάδι του θανάτου για να ξαναβρεί το δρόμο για τη ζωή.[28]

Το τελευταίο κομμάτι του Γ΄ μέρους, η έξοδος της Κίχλης, παρουσιάζεται μ’ έναν τόνο εντελώς διαφορετικό από εκείνον του υπόλοιπου ποιήματος. Τη βαριά μελαγχολική ατμόσφαιρα διαδέχεται ξαφνικά ένα λυρικό ξέσπασμα. Παραθέτω τους στίχους 75-81:

«Και είσαι

σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά

τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα,

γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά

και το τιτίβισμα των πουλιών

θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου από το φως της μέρας
πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια».[29]

Σπίτι και φως συμβολίζουν εδώ τη μοναδική στιγμή, όταν η ψυχή του ανθρώπου, λυτρωμένη από κάθε τυφλωτικό διχασμό, θ’ αντικρίσει το νόημά της και το νόημα των πραγμάτων.[30] Ο άνθρωπος, λοιπόν, αφού διαγράψει αυτή τη λυτρωτική πορεία, θα οδηγηθεί στη θέαση του φωτός που υπάρχει βαθιά μέσα του, θα προσεγγίσει δηλαδή την απόλυτη αλήθεια. 

            Μετά από όλες τις φωνές και μετά από τα τζιτζίκια που ακούονται στο τέλος, έρχεται απότομα η απόλυτη σιωπή, που είναι συνδυασμένη με το άδειασμα του φωτός από τα μάτια και με τη θέα της θάλασσας που θ’ αδειάσει.

 

 

2.6.      Η σύνδεση των τριών μερών του ποιήματος

 

 

 

Η Κίχλη έχει γραφεί με το σχέδιο μιας μουσικής αναλογίας κι αυτό φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται τα θέματά της. Το Α΄ μέρος, το εισαγωγικό, είναι μια ανάπτυξη των διαθέσεων της μνήμης∙ αναμνήσεις του σπιτιού, αναμνήσεις του πεθαμένου συντρόφου (του Ελπήνορα), αναμνήσεις της ηδονής (Κίρκη).  Στο Β΄ μέρος η ανάμνηση έχει ζωντανέψει από τα δύο πρόσωπα που είχαν παρουσιαστεί στους τελευταίους στίχους του Α΄, σε μια ανάπτυξη του θέματος της ηδονής, σε σχέση με τα θέματα  του  χρόνου,  της  τυραννίας  της  μνήμης  και  της  φθοράς.[31] Όπως  το  Α΄ μέρος τελειώνει μ’ «εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα», έτσι και το Β΄ κλείνει με τον αντίλαλο του τρόμου και της καταστροφής (τραγούδι του «Ραδιοφώνου»). Το Γ΄ μέρος συνδέεται με το Β΄ με την επανεμφάνιση, στους πρώτους του στίχους, του Ελπήνορα.[32]

Στα δύο πρώτα μέρη του ποιήματος υπάρχουν μερικές όψεις της πραγματικότητας της ζωής, ίσως βασικές για το συγγραφέα∙ υπάρχει μια σιγανή πορεία προς τη νέκυια: μνήμη, νοσταλγία, ερωτισμός, φθορά, πόλεμος, καταστροφή∙ το υλικό που ζούμε. Στην αρχή τα σπίτια παίζουν με τον ήλιο σαν τα μωρά, σαν την ουρά της σουσουράδας∙ έπειτα, πολλοί φωτισμοί κλειστού χώρου, κλειστών ανθρώπων. Τ’ ανοιχτά παράθυρα και το φοβερό χείμαρρο του φωτός, θα τα βρούμε στους τελευταίους στίχους του ποιήματος. Ωστόσο, οι κλειστοί αυτοί φωτισμοί έχουν αντιθέσεις και αντιστοιχίες που παραπέμπουν στο Γ΄ μέρος.[33]

Για το Σεφέρη το κενό που νιώθει ο άνθρωπος είναι οδηγητικό. Ο ίδιος τονίζει πως «το χαμήλωμα, η κάθοδος αυτή, γίνεται», στο Γ΄ μέρος του ποιήματος, «προοδευτικό δυνάμωμα και ανάδυση. Ορμηνεμένος από την Κίρκη, ο Οδυσσέας πάει να ρωτήσει τους νεκρούς για να βρει το δρόμο του γυρισμού. Κάποτε αυτά τα παλιά κείμενα κρύβουν ατόφια γνώση. Για κοίταξε: η Κίρκη, οι αισθήσεις του κορμιού, η ηδονή, μας στέλνει στον άλλο κόσμο, στους νεκρούς, για να μας δείξουν το νόστο».[34] Το ποίημα, λοιπόν, φαίνεται να διαγράφει μια εξελικτική πορεία, που ξεκινά από την κάθοδο και την πτώση και οδηγεί προοδευτικά στην Αλήθεια και την Απόλυτη γνώση.

Σχετικά με τις φωνές που ακούει ο Σεφέρης στο Γ΄ της Κίχλης, του Σωκράτη αλλά και του άλλου προσώπου που του μιλά με τρυφερότητα στην αρχή και που δε μας λέει σε ποιον ανήκει (πιθανότατα όμως είναι η φωνή του Ελπήνορα), μπορούμε να διαπιστώσουμε  ότι  από  συγκινησιακή  άποψη  είναι  φωνές  έντονες  παρά  τη συντομία

τους,  έκφραση  αυθεντικών  συναισθημάτων  και  σκέψεων.  Είναι  το  αντίθετο  από  τις

φλύαρες και φτηνές φωνές που ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να υποστεί στο Β΄ μέρος. Οι φωνές του Β΄ είναι οι φωνές από τις οποίες θέλει να ελευθερωθεί, οι φωνές των «μέτριων» ανθρώπων, φωνές της φθοράς. Οι φωνές του Γ΄ είναι οι φωνές της αυθεντικής ζωής, αυτές από τις οποίες ζητεί βοήθεια.[35]

 

2.7.      Τα κύρια πρόσωπα του ποιήματος

         

2.7.1. Η Κίρκη

 

Η Κίρκη στο ποίημα δεν είναι θεά ούτε μάγισσα, είναι ένα σύμβολο ηδονής, συμβολίζει τον υλικό κόσμο. Ενώ ο Οδυσσέας αρχικά απολάμβανε τις ανέσεις που αυτή του προσέφερε, τώρα αντιδρά, αφού συνειδητοποιεί πως η ηδονή που αυτή του προσφέρει είναι η άλλη όψη της φθοράς. Η Κίρκη

«... ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει

εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα» (Α΄ μέρος, στ. 38-39),

χωρίς να βλέπει τους νεκρούς του. Σταδιακά οι ανέσεις αυτού του σπιτιού αρχίζουν να τον βαραίνουν. Το Α΄ μέρος τελειώνει με μια μνήμη των απογυμνωμένων, των πικραμένων, των πεισματωμένων σπιτιών.

 

2.7.2. Ο Οδυσσέας και ο Ελπήνωρ

 

            Ο σωματικός θάνατος του Ελπήνορα ήταν η κατάληξη του πνευματικού του θανάτου. Ο τρόπος που σκοτώθηκε («αθέσφατος οίνος», λ 61) μας δείχνει πως ο Ελπήνωρ δεν ήξερε να κυβερνήσει τις σαρκικές ορμές του. Εμφανίζεται είτε σαν ατομικός   είτε    σαν   ομαδικός   χαρακτήρας.  Αναφορές   σ’  αυτόν  υπάρχουν   και   σε

προηγούμενες συλλογές: οι «ανίδεοι και χορτάτοι» που φάγανε τα γελάδια του Ήλιου είναι Ελπήνορες (Στροφή), το ίδιο και οι «Αργοναύτες», υποταγμένοι και σιωπηλοί (Μυθιστόρημα). Ο Ελπήνωρ, λοιπόν, είναι ο καθημερινός άνθρωπος, που έχει παρασυρθεί από τις υλικές απολαύσεις και τις σαρκικές ηδονές και οδηγείται σταθερά στον πνευματικό θάνατο, που αναπόφευκτα θα του φέρει και το σωματικό. Ο ίδιος ο Σεφέρης γράφει γι’ αυτόν: «Κάποτε έχω συμπόνοια για δαύτον, όπως έλεγα, όμως πιο συχνά έχω μεγάλη αντιδικία για τα μαλακά πράγματα που αντιπροσωπεύει και που νιώθουμε γύρω μας σαν τα στεκάμενα νερά».[36]

Αντιθέτως, ο Οδυσσέας μέσα από το δρόμο της υπέρτατης δικαιοσύνης  μπορεί τελικά να ατενίσει το δρόμο της επιστροφής, το δρόμο προς το φως. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει μία αποδέσμευση από τον κόσμο του αισθητού γίγνεσθαι και της απατηλής γνώσης των φαινομένων.[37] Ο Οδυσσέας, λοιπόν, αποτελεί την πρόταση του ποιητή, το πρότυπο για το σύγχρονο άνθρωπο, που πρέπει να βρει μέσα του τη δύναμη να αποδεσμευτεί από τις υλικές απολαύσεις και να διαγράψει την πορεία προς το φως.

Ο Ελπήνωρ και ο Οδυσσέας συμβολίζουν τις δύο αντίμαχες όψεις της ψυχής του ανθρώπου. Ο νόστος της μιας είναι για το χοιροστάσιο της Κίρκης∙ ο νόστος της άλλης είναι για το σπίτι, για το φως. Ο Σεφέρης δε συμφωνεί με το δυϊσμό που υποστηρίζει πως ο υλικός και ο πνευματικός κόσμος είναι δύο κόσμοι χωριστοί ο ένας από τον άλλο, αλλά πιστεύει πως το σώμα και η ψυχή αποτελούν μια ενιαία και αδιάσπαστη πραγματικότητα.

Η ευδαιμονία, η ολοκλήρωση του ανθρώπου, εξαρτάται από τη δύναμη της θέλησής του, από το πόσο είναι ικανός να εξισορροπήσει τις αντίρροπες δυνάμεις μέσα του σε μια δημιουργική αρμονία.[38]

Όπως γράφει και ο ίδιος ο Σεφέρης, «η κακή θέληση κυβερνάει τον Ελπήνορα και τον ρίχνει στο σκοτάδι. Η καλή θέληση οδηγεί τον Οδυσσέα στο φως. Από τη σωστή λειτουργία  της   θέλησης  εξαρτάται   η  ευτυχία   του   ατόμου   και  κατ’ επέκταση,  της

ανθρωπότητας». Στο δικό μας χέρι είναι λοιπόν αν θα επιλέξουμε να είμαστε Οδυσσέας ή Ελπήνωρ.[39]

«Ο ηδονικός Ελπήνωρ» και «Το Ραδιόφωνο» είναι δύο επεισόδια καθημερινότητας και φθοράς συναισθημάτων, για τα οποία ο ποιητής δεν ευθύνεται, αφού τα παραθέτει, τάχα, σαν ακούσιος μάρτυρας. Το έργο ξεκινά με μνήμες και εφιαλτικά βιώματα δικής του φθοράς (Α΄) και καταδύεται στο «βάθος» της πνιγερής ευτέλειας και της φθοράς των άλλων με δύο αναβαθμούς προς τα κάτω («Το Ραδιόφωνο» προχωρεί ακόμη πιο κάτω από τον «Ηδονικό Ελπήνορα»), ώστε να ανέβει ύστερα στο «ύψος» της αυτοσυνείδησης και στο «φως» που νικά τη φθορά.[40] Είναι φανερό πως ο Σεφέρης στο ποιήμά του ακολουθεί μια πορεία πτώσης, ευτέλειας, καθημερινότητας και φθοράς (Α΄ και Β΄ μέρος), αποτυπώνοντας τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου και καταλήγει στο Γ΄ μέρος στην πρότασή του, προκειμένου να βγούμε από αυτό το «βούρκο» και να αναδυθούμε στον κόσμο της Αλήθειας και της Γνώσης.

 

2.7.3.   Ο Σωκράτης

 

Στο Βασιλιά της Ασίνης ο Σεφέρης είχε μνημονεύσει «εκείνους που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας» (στ. 46). Αλλά η φωνή που έχει περισσότερη σημασία για τον ποιητή είναι η φωνή του Σωκράτη, του δίκαιου, που τον εγκαρδιώνει με το παράδειγμά του. Χαρακτηριστικοί  είναι οι στίχοι 23-24 (Γ΄, Το ναυάγιο της Κίχλης), οι οποίοι αποτελούν και το τέλος της Απολογίας:

«Το θάνατο τον προτιμώ∙

ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».[41]

Κύριο πρόσωπο της νεκυιομαντείας στην Κίχλη είναι ο Σωκράτης. Από όλη τη διδαχή του Σωκράτη, ο Σεφέρης, την κρίσιμη τούτη στιγμή, συγκρατεί τα λόγια της απολογίας: «Ο Σωκράτης δεν έχει τίποτε άλλο να πει παρά τα λόγια που απολογήθηκε στους κριτές του. Δείχνει το νόστο, μνημονεύοντας τον ίδιο του το θάνατο, το θάνατο του ανθρώπου που προτιμά ν’ αδικηθεί παρά ν’ αδικήσει».[42]

            Η παράθεση στο ποίημα φράσεων από την Απολογία, όπου ο Σωκράτης δηλώνει πως η τελειοποίηση της ψυχής είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό από κάθε εφήμερο αγαθό, δίνει στο νόημα της δικαιοσύνης του Σεφέρη ένα δυνατό πλατωνικό χρώμα. Στη νέκυια του Σεφέρη ο ομηρικός Τειρεσίας έχει αντικατασταθεί από το Σωκράτη. Στη θέση του μάντη μιλάει τώρα ο σοφός, ο άνθρωπος που έφτασε στον υψηλότερο βαθμό αυτογνωσίας και που πλήρωσε με θάνατο την εμμονή του στον ορθό τρόπο ζωής.[43] Ο Σωκράτης, λοιπόν, προβάλλεται στο έργο του Σεφέρη ως το απόλυτο πρότυπο ζωής, που με τη στάση του μας ανοίγει το δρόμο για την προσέγγιση της Αλήθειας.

 

 

2.8.      Το μήνυμα της Κίχλης

 

Η Κίχλη μας δείχνει, καλύτερα από κάθε άλλο ποίημα του Σεφέρη, την πίστη του στην προσωπική ευθύνη. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει και την ανάγκη, τους περιορισμούς που η μοίρα επιβάλλει.[44]

Η Κίχλη δεν είναι το ποίημα του εμφυλίου πολέμου, όπως φάνηκε ότι θα μπορούσε να είναι στην αρχή. Η βαθμιαία μετάβαση από την περιγραφή σύγχρονων επεισοδίων σε μια συμβολική έκφραση δείχνει πως ο Σεφέρης ενδιαφέρεται κυρίως για το πνευματικό νόημα  των  γεγονότων.  Η  Κίχλη  περιέχει  πολλή  από  την  εμπειρία  των  χρόνων   της

συγγραφής της, όμως πάει πέρα από αυτήν. Αυτό δε σημαίνει ότι το ποίημα αποκόβεται από την άμεση πραγματικότητα. Ο Σεφέρης μυθοποιεί το παρόν, όμως ταυτόχρονα το κρατάει ζωντανό μπροστά μας, αποκαλύπτοντας μέσα από αυτή τη μυθοποίηση τα σημαντικότερα στοιχεία του, εκείνα που αποτελούν κοινή κληρονομιά της ανθρώπινης μοίρας.[45]

Ο Σεφέρης εκφράζει το φόβο του για το μέλλον του ανθρώπου και το δικό του, καθώς τα περασμένα τού προκαλούν συχνά φρίκη, κάνει όμως στον Πόρο έναν απολογισμό. Το συναίσθημα λύτρωσης που δοκιμάζει τελειώνοντας την Κίχλη δεν είναι μονάχα του ευσυνείδητου τεχνίτη που εκτέλεσε καλά τη δουλειά του∙ είναι και του ανθρώπου που μπόρεσε να βρει μια διέξοδο έντιμη, για να απαλλαγεί από ένα πλήθος εμπειρίες συμπυκνωμένες σε μια τέλεια εκφραστική οικονομία.[46]

Το τελικό μήνυμα της Κίχλης αποτυπώνεται στα τελευταία λόγια της Αντίκλειας στον Οδυσσέα (λ 222-224):

«Η ψυχή σαν τ’ όνειρο φτερουγίζει και φεύγει∙

αλλά στρέψε γλήγορα τον πόθο σου στο φως,

κι όλα τούτα μην τα ξεχνάς...».

«Κάτι τέτοιο μου είπε κι εμένα το βουλιαγμένο καραβάκι που έκανε στους καλούς καιρούς τα θελήματα του Προγυμναστηρίου του Πόρου», γράφει ο ίδιος ο Σεφέρης στις Δοκιμές Β΄.[47]  Όταν αναχωρεί από τον Πόρο μετά τη λήξη της άδειάς του και έχει την αίσθηση ότι πηγαίνει  προς  το  άγνωστο  (έχει μέσα  του  μια  δυσάρεστη  αίσθηση  «επαγγελματικής διαθεσιμότητας»), ο Σεφέρης αποκομίζει και ορισμένες “ιδέες” για το φως. Γράφει στις Μέρες Ε΄ (2 Δεκέμβρη 1946): «Κάτι από αυτό εκφράζει Ο Βασιλιάς της Ασίνης, κάτι και η Κίχλη. Αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το εκφράσω ποτέ μου αυτό το βασικό, καθώς αισθάνομαι, αυτό το θεμέλιο της ζωής. Ξέρω πως με το φως πρέπει να ζήσω. Παρακάτω δεν ξέρω∙ δεν ξέρω  αν  θα  τα καταφέρω. Το μόνο που κατάλαβα εδώ είναι ότι κανένα πρόβλημα δε λύεται με το σημειωτό∙ πρέπει να τραβήξεις εμπρός ή να σπάσεις».[48]

Η Κίχλη τελικά αποτελεί έναν αυτοδιαλογισμό για την ανθρώπινη ζωή και τις συνθήκες της και δείχνει πως ο Σεφέρης, όντας σε μια πιο ώριμη ηλικία, κάνει την αυτοκριτική του, βλέπει μέσα του το Φως και αναζητά διεξόδους για να το προσεγγίσει.

 

 

 

 

 

 

 

Thomas Stearns Eliot

 

3.1.      Δυο λόγια για τον ποιητή

 

Ο T. S. Eliot γεννήθηκε στο St Louis του Missouri στις 26 Σεπτεμβρίου του 1888 και άφησε την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο στις 4 Ιανουαρίου του 1965. Μετά τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ, της Οξφόρδης και του Παρισιού εργάστηκε στο Λονδίνο, όπου ίδρυσε και το δικό του φιλοσοφικό και φιλολογικό περιοδικό με τίτλο Criterion. Τον ίδιο καιρό (1922) δημοσίευσε το ποίημα The Waste Land (Η έρημη χώρα), που θεωρήθηκε το σημαντικότερο ποίημα του καιρού του και άσκησε μεγάλη επίδραση στη σύγχρονη ποίηση. Τα κριτικά του δοκίμια εδραίωσαν τη θέση του ανάμεσα στους μεγαλύτερους Άγγλους συγγραφείς της εποχής του. Το σημαντικότερο έργο του είναι η συλλογή του Four Quartets (Τέσσερα Κουαρτέτα), που δημοσιεύτηκε το 1945. Όταν το Νοέμβριο του 1948, σε ηλικία 60 ετών, του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ, είχε ήδη ολοκληρώσει το δημιουργικό του έργο.[49]

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Σεφέρης στις Δοκιμές Α΄, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου «στην Αγγλία ήταν ίσως οι συνθήκες πιο πρόσφορες για να διατυπωθεί η μεταπολεμική απόγνωση με τρόπο αμεσότερα ανθρώπινο. Ο θάνατος δεν είναι πια για τον Έλιοτ ένα προσωπικό συναίσθημα σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι όλα τα θνησιμαία που τον περιστοιχίζουν... Τη στιγμή που η αποσύνθεση απλωνότανε τριγύρω του, (ο Έλιοτ) το ένιωσε και το φώναξε».[50]

Η επίδραση που άσκησε στη σκέψη του Σεφέρη η ποίηση του Eliot εκφράζεται από τον Έλληνα ποιητή στις Δοκιμές Β΄: «Με την ποίηση του Έλιοτ έζησα συχνά ανάμεσα στα 1932 και στα τελευταία τούτα χρόνια (το δοκίμιο γράφεται το 1948) και, μαζί με τα πολλά που του χρωστώ, δεν  είναι η μικρότερη οφειλή μου τα μονοπάτια που μου έδειξε για να γνωρίσω καλύτερα την αγγλική λογοτεχνία και την αγγλική γλώσσα: δώρο σπουδαίο για έναν αυτοδίδακτο σαν εμένα σ’ αυτά τα πράγματα».[51]

3.2.      Η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα

 

3.2.1. Βασικές ιδέες

 

Το σημαντικότερο έργο του Eliot είναι η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα, ένα μήνυμα εσωτερικής εμπειρίας από την Υπερβατική Γνώση για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και τη σχέση της με την αιωνιότητα. Ο Eliot με τη συλλογή αυτή παροτρύνει τον απλό άνθρωπο της εποχής του –αλλά και κάθε εποχής– να αποδεσμευτεί από την καθημερινή πραγματικότητα και να διαγράψει μέσα του την προσωπική του πορεία για να προσεγγίσει την Απόλυτη Γνώση.  Η Απόλυτη Γνώση, όμως, δε μπορεί να γραφεί ούτε να διδαχθεί∙ μπορεί να έχει κάποιος μόνο την άμεση εμπειρία της. Τα Τέσσερα Κουαρτέτα, λοιπόν, είναι μια εξελικτική πορεία προς την Υπέρβαση, που κορυφώνεται στην ένωση με το Απόλυτο.

Η έξοδος από την Έρημη Χώρα (=οδυνηρή πραγματικότητα), που είναι ο τελευταίος σταθμός της οδυνηρής πορείας εξέλιξης για την υπέρβαση κάθε διανοητικής προκατάληψης, πραγματοποιείται με τα Τέσσερα Κουαρτέτα, που είναι η άφιξη σε μια υπέρτατη λυτρωτική εμπειρία. Στην Έρημη Χώρα ο Έλιοτ περιγράφει μια χώρα όπου τα πάντα έχουν φτάσει σ’ ένα τέλος, όπου απέραντη πλήξη έχει γεμίσει όλες τις πηγές της ζωής και κυριαρχεί παντού ξηρασία. Η Έρημη Χώρα είναι μια έκφραση αηδίας για το τεράστιο λάθος της ζωής του ανθρώπου και του σύγχρονου κόσμου. Κι εκεί ακριβώς ο ποιητής παίρνει τη μεγάλη απόφαση: να βρει έναν άλλο κόσμο ή να πεθάνει. Και επιλέγει το πρώτο.

Τα Τέσσερα Κουαρτέτα, αν και είναι σύνθεση διαφορετικών ποιημάτων, εμφανίζονται τελικά σαν ενιαίο ποίημα τεσσάρων ενοτήτων και χαρακτηρίζονται από μια

συνολική κυκλική κίνηση. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι: “In my beginning is my end” («Στην αρχή μου είναι το τέλος μου») και “In my end is my beginning” («Στο τέλος μου είναι η αρχή μου»), οι οποίοι περιέχουν την ιδέα των αλλεπάλληλων κύκλων ζωής και θανάτου. Η άσκηση του ανθρώπου για την κατάκτηση του Απόλυτου γίνεται βάσει τεσσάρων τεχνικών, που ταυτίζονται με τα τέσσερα στοιχεία: τον αέρα, τη γη, το νερό και τη φωτιά.

3.2.2. Ενότητα πρώτη: “Burnt Norton”

 

Ο τίτλος προέρχεται από ένα μοναχικό και εγκαταλελειμμένο αρχοντικό του 14ου αιώνα. Φαίνεται να συμβολίζει την εγκατάλειψη και απάρνηση της πραγματικής εσωτερικής ζωής για την άγονη χώρα της καθημερινότητας, που εξαντλείται στην παροδικότητα.

Το πρώτο ποίημα των Τεσσάρων Κουαρτέτων αναφέρεται στο στοιχείο του αέρα (ζωή στο ύπαιθρο, αέρας που φυσάει) και ξεκινάει με εικόνες αθωότητας, που θυμίζουν την πρωταρχική κατάσταση του ανθρώπου στην αληθινή του φύση, που προσεγγίζει το Απόλυτο, την αιωνιότητα.[52] Ο ποιητής, δηλαδή, μας παρουσιάζει πώς ήταν ο άνθρωπος πριν την πτώση. Στη συνέχεια, εκθέτει μια εικόνα της σημερινής κατάστασης του ανθρώπου. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι:

«Ούτε πληρότητα ούτε κενότητα. Μόνο αναλαμπή

Πάνω στα στραγγισμένα πρόσωπα που ο χρόνος εξουσίασε

Αποσπασμένα απ’ την παραφροσύνη με αφαίρεση

Γεμάτα από φαντασιώσεις κι άδεια από έννοια

Διογκωμένη απάθεια χωρίς συγκέντρωση...» (III, 102-106)

Με την αφαίρεση της αυτοσυγκέντρωσης, λοιπόν, ο ποιητής αποσπάται από την παραφροσύνη της καθημερινής σύγχυσης, εκεί που οι άνθρωποι είναι γεμάτοι φαντασία κι όμως κενοί από αληθινή έννοια, με μια διογκωμένη απάθεια.

Η συνειδητοποίηση αυτής της θλιβερής κατάστασης, την οποία βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, γίνεται αρκετά νωρίς και από το Γ. Σεφέρη στις Μέρες Β΄ (12 Σεπτέμβρη 1931): «Αισθάνομαι τη ζωή μου τρομερά άχρηστη. Πώς θα δικαιολογήσουμε την ύπαρξή μας στη δευτέρα παρουσία; Θυμάσαι; Το κακό είναι που για μας η δευτέρα παρουσία γίνεται κάθε τόσο».[53]

Ο Eliot, αποδεχόμενος την υπάρχουσα κατάσταση, αναρωτιέται:      

«Ο χρόνος κι η καμπάνα έθαψαν τη μέρα,

Το μαύρο σύννεφο παίρνει μακριά τον ήλιο.

Θα γυρίσει σε μας το ηλιοτρόπιο, θα γυρίσει

Σε μας η κληματίδα, θα στρέψει κάτω τους ελικοειδείς βλαστούς

Θ’ αρπαχτεί σ’ εμάς, σφιχτά;   

Παγωνιά

Δάχτυλα του σμίλακα θα τυλιχτούνε

Γύρω μας;...» (IV, 130-137)

Ο χρόνος που περνάει και το σήμαντρο, σύμβολο του επερχόμενου θανάτου, ματαιώνουν τη δυνατότητα να κατορθώσει ο άνθρωπος την υπέρβαση της υλικής ύπαρξης, ενώ το μαύρο σύννεφο, η άγνοια του ανθρώπου, συσκοτίζει το φως της πραγματικής υπερβατικής Γνώσης. Η παγωνιά είναι αρνητικό σύμβολο της κατάστασης του κόσμου. Ο ποιητής αναρωτιέται αν τα δάχτυλα του σμίλακα θα τον τυλίξουν σφιχτά. Ο σμίλακας φαίνεται να είναι σύμβολο θανάτου, γιατί φυτεύεται κοντά σε τάφους, αλλά και  αναγέννησης, αφού είναι αειθαλής. Έτσι, ο  ποιητής  ελπίζει  να ενωθεί με  αυτό το  σύμβολο της αιωνιότητας, να έχει δηλαδή την ικανότητα να ξαναγεννιέται κι ας είναι ενωμένος με το θάνατο, όπως ο σμίλακας που φυτρώνει ανάμεσα στους τάφους.[54]

Διακρίνουμε στον Eliot  μέσα  σ’ αυτή  την  απορία  μια  αίσθηση  ελπίδας,  εφόσον βαθιά μέσα του ονειρεύεται να γυρίσει προς το μέρος του το ηλιοτρόπιο. Αντιθέτως, ο Σεφέρης  στις   αρχές   της   δεκαετίας  1930-1940   αντιμετωπίζει  την   κατάσταση με περισσότερη απαισιοδοξία, εφόσον αισθάνεται ότι όλη αυτή η κατάσταση κενού και φθοράς υπάρχει μόνο για να τον βασανίζει, χωρίς να τον οδηγεί πουθενά. Δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμη ότι το κενό αυτό είναι κενό ανανέωσης και δημιουργίας. Παραθέτω ενδεικτικά από τις Μέρες Β΄ (20 Σεπτέμβρη 1931): «Μπορώ να ξεχωρίσω ορισμένες στιγμές ανυποψίαστης μοναξιάς, έναν ανεξήγητο, χαμένο παράδεισο που άφηκε τα σημάδια του πάνω μας, μόνο για να μας παιδεύουν, χωρίς να μας οδηγούν πουθενά».[55]

 

3.2.3. Ενότητα δεύτερη: “East Coker

 

Το δεύτερο ποίημα της συλλογής είναι το East Coker. Ο τίτλος του προέρχεται από ένα μικρό χωριό στο Somerset, στο ενοριακό παρεκκλήσι του οποίου βρίσκεται τώρα θαμμένη η τέφρα του T. S. Eliot. Χαρακτηριστικοί είναι οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος:

«Στην αρχή μου είναι το τέλος μου. Σε διαδοχή

Σπίτια υψώνονται και πέφτουν, καταρρέουν, επεκτείνονται,

Εξαφανίζονται, καταστρέφονται, αναστηλώνονται ή στη θέση τους

Είναι ένας ανοιχτός αγρός, ή εργοστάσιο, ή παρακαμπτήριος». (I, 1-4)

Το ποίημα αρχίζει με την αναφορά στο στοιχείο της γης (σπίτια, δρόμοι, εργοστάσια). Ο Eliot αναφέρεται στην εξωτερική φθορά για να μας υποβάλλει την ιδέα  της αλλαγής των πάντων και να καταλήξει και στο μετασχηματισμό του ανθρώπου, που προχωρεί στην τελική του ένωση με το Απόλυτο.

Αντίστοιχες σκέψεις που αναφέρονται στο πέρασμα του χρόνου και στο στοιχείο της εξωτερικής φθοράς των πραγμάτων, εκφράζει και ο Σεφέρης στις Μέρες Γ΄ (18 Σεπτέμβρη 1935): «Σκέψη  του  παροδικού  που  σε παραλύει. Σπίτια,  θάνατοι,  χωρισμοί.  Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς: καιρός να σπείρεις, καιρός να θερίσεις, καιρός της θλίψης, καιρός της χαράς, καιρός της αγάπης, καιρός της μοναξιάς. Αν το σκεφτείς έτσι, θα μπορέσεις και στη χαμηλότερη στιγμή να στηριχτείς, γιατί κι αυτή θα ανήκει σ’ έναν από τους καιρούς της ζωής σου».[56]

Αναφερόμενος στον υλικό πολιτισμό και στην απόλυτη κυριαρχία του στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, ο Eliot επισημαίνει τον πνευματικό θάνατο στον οποίο οδηγούμαστε καθημερινά:

«Η γη ολόκληρη είναι το νοσοκομείο μας

Προίκα δοσμένη απ’ τον καταστραμμένο εκατομμυριούχο,

Όπου, αν ευημερήσουμε, θα πεθάνουμε

Από την απόλυτη πατρική φροντίδα,

Που δε θα μας αφήσει, αλλά μας εμποδίζει παντού».   (IV, 154-163)

Ο «καταστραμμένος εκατομμυριούχος» ίσως συμβολίζει τον πολιτισμό, που αν τον δεχτούμε σ’ όλες τις υπερβολές του, θα πρέπει να πεθάνουμε πνευματικά, γιατί αυτός με τον υλιστικό προσανατολισμό του εμποδίζει την πνευματική μας εξέλιξη.

Ο Σεφέρης στο σημείο αυτό συμφωνεί με τον Έλιοτ και στις Δοκιμές Α΄ αναφέρει ότι ο σύγχρονος κόσμος «είναι ένας κόσμος διαλυμένος, άρρωστος και ναρκωμένος, όπου οι αισθήσεις εξατμίζουνται και χάνουν την πραγματικότητά τους, μέσα στο χάος των εντυπώσεων».[57]

Όμως, με τον καταληκτικό στίχο του ποιήματος «... Στο τέλος μου είναι η αρχή μου» (V, 211), ο Έλιοτ μάς υπενθυμίζει ότι ύστερα από το τέλος της ύπαρξής μας, σ’ αυτό το σώμα, θα υπάρξει μια νέα αρχή, που υποβάλλει την έννοια της μετενσάρκωσης.

 

 

3.2.4. Ενότητα τρίτη: “The dry salvages”

 

Ο τίτλος του τρίτου ποιήματος, σύμφωνα με σημείωση του ίδιου του Eliot, προέρχεται από μια ομάδα βράχων μ’ ένα φάρο στ’ ανοιχτά της Μασαχουσέτης. Ο φάρος ίσως συμβολίζει το φως της υπερβατικής Γνώσης που σώζει αυτούς που ταξιδεύουν από τον κίνδυνο του ναυαγίου της ζωής τους. Το ποίημα αναφέρεται στο  στοιχείο του νερού. Ο ποταμός είναι εδώ η ζωή του ανθρώπου, οι δυσκολίες και οι κίνδυνοί της, ενώ η θάλασσα συμβολίζει τον απόλυτο χρόνο.[58] Αναρωτιέται, λοιπόν, ο ποιητής:

«Υπάρχει πουθενά το τέλος του βουβού θρήνου,

Στα φθινοπωρινά λουλούδια που μαραίνονται σιωπηλά

Ρίχνοντας τα πέταλά τους και παραμένοντας ακίνητα∙

Υπάρχει πουθενά ένα τέλος στο παρασυρόμενο ναυάγιο,

Τη δέηση του κόκαλου στην παραλία, την αδέητη

Προσευχή του ευαγγελισμού του ολέθρου»; (II, 51-56)

Η παρομοίωση των φθινοπωρινών λουλουδιών που ρίχνουν τα πέταλά τους και μένουν ακίνητα φαίνεται να συμβολίζει τα γηρατειά και το θάνατο του ανθρώπου, ενώ το παρασυρόμενο ναυάγιο είναι η αποτυχία του να βρει τον πραγματικό σκοπό και προορισμό του και να τον εκπληρώσει. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις καλυτέρευσης του μέλλοντός του όσο είναι εδώ, σ’ αυτή την παρούσα ζωή.

 

 

3.2.5. Ενότητα τέταρτη: “Little Gidding

 

 

Τον τίτλο του ποιήματος τον έχει εμπνευσθεί ο Έλιοτ από το χωριό του Huntingtonshire, Little Gidding, τη θρησκευτική κοινότητα του Nicholas Ferrar, που υπήρξε πραγματικά το 17ο αιώνα μια όαση εξύψωσης του ανθρώπου. Ο ποιητής κάνει αυτή τη μικρή ιδανική πολιτεία, μέσα στο χάος και τη σύγχυση της εξωτερικής ζωής της

εποχής της, σύμβολο της υπέρτατης Γνώσης. Το ποίημα αυτό είναι το πιο σημαντικό από τα τέσσερα και συμβολίζει, με την άνοιξη μέσα στο καταχείμωνο, την υπέρτατη Γνώση που οδηγεί στο Απόλυτο. Το ποίημα αναφέρεται στο στοιχείο της φωτιάς. Παραθέτω ενδεικτικά τους στίχους:

«Αν σκεφτώ ένα βασιλιά στο πέσιμο της νύχτας,

Τρεις, και περισσότερους, ανθρώπους πάνω στο ικρίωμα

Και μερικούς που πέθαναν λησμονημένοι

Σ’ άλλους τόπους, εδώ και σ’ άλλες χώρες,

Κι έναν που πέθανε τυφλός κι ήρεμος,

Γιατί θα έπρεπε να τιμούμε

Τους νεκρούς αυτούς ανθρώπους περισσότερο απ’ αυτούς που τώρα δα                                                                                                                                               πεθαίνουν»; (III, 177-183)

Ο ποιητής αναφέρεται σε διάφορα ιστορικά πρόσωπα, τα οποία, χωρίς να τα ονομάζει, τα χαρακτηρίζει, ανάγοντάς τα έτσι σε τύπους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια κατάσταση ταπείνωσης, που έχει αφαιρέσει την προηγούμενη αίγλη τους και τους έχει αφήσει στην πραγματική τους ανθρώπινη κατάσταση, για να διατυπωθεί στο τέλος το ερώτημα: γιατί θα έπρεπε να τιμούμε αυτούς τους νεκρούς του παρελθόντος περισσότερο απ’ αυτούς που πεθαίνουν τώρα; Όλοι οι άνθρωποι αποδέχονται το καθεστώς του θανάτου και τώρα ανήκουν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, σ’ αυτό.[59] Και συνεχίζει:

«Κάθε φράση και κάθε πρόταση είναι ένα τέλος και μια αρχή,

Κάθε ποίημα ένα επιτύμβιο. Και οποιαδήποτε πράξη

Είναι ένα βήμα στη λαιμητόμο, στη φωτιά, κάτω στο λαρύγγι της θάλασσας

Ή σε μια δυσανάγνωστη πέτρα: κι από κει αρχίζουμε.

Πεθαίνουμε μ’ εκείνους που πεθαίνουν:

Δες, φεύγουν, και πηγαίνουμε μαζί τους.

Γεννιόμαστε με τους νεκρούς:

Κοίτα, επιστρέφουν, και μας φέρνουνε μαζί τους». (V, 226-233)

Κάθε πράξη του ανθρώπου είναι ένα βήμα στη λαιμητόμο, στη φωτιά, στο λαρύγγι της θάλασσας ή σε μια δυσανάγνωστη πέτρα, όλα σύμβολα του θανάτου, που ο ποιητής δεν τον βλέπει εδώ σα τέλος, αλλά σαν αρχή, γιατί αυτό που φαίνεται σα τέλος είναι για τον ποιητή η αρχή ενός νέου κύκλου. Στους στίχους αυτούς ο ποιητής βλέπει το θάνατο και  τη  γέννηση  σαν  έναν  αέναο  κύκλο. Οι  νεκροί  φεύγουν και ξαναγυρίζουν κι εμείς

τους ακολουθούμε μέσα στις ανακυκλώσεις της ιστορίας. Εδώ με τους κύκλους του θανάτου και της γέννησης ο ποιητής αναφέρεται πάλι στη μετενσάρκωση, που σα διαδικασία αλλεπάλληλων κύκλων εξέλιξης δίνει γι’ αυτόν νόημα στην ανθρώπινη περιπέτεια.[60]

 

 

 

 

 

 

3.3.      Σχέση Κίχλης-Τεσσάρων Κουαρτέτων

 

 

Το βιβλίο που βοήθησε το Σεφέρη να δώσει μορφή στην Κίχλη είναι τα Τέσσερα Κουαρτέτα, που ο ποιητής τα ξαναδιάβασε στις 12 Οκτωβρίου (1946). Ο ίδιος γράφει στις Μέρες Ε΄: «Διάβασα, αρχίζοντας τη μέρα μου, τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ [...] –μου φάνηκε πως τα διάβαζα πρώτη φορά∙ πρώτη φορά είχα την εντύπωση αυτού του παλμού (όπως στο 15ο του Beethoven, ακριβέστερα όπως στην «Canzona di Ringraziamento»). Και τούτο ακόμη∙ το θέμα τους είναι ο Χρόνος, όπως ο χρόνος είναι, κατά βάθος, το θέμα της μουσικής».[61]

Τα Τέσσερα Κουαρτέτα γοητεύουν τόσο το Σεφέρη που δε θα ήταν άστοχο να λέγαμε πως η σχέση τους με την Κίχλη είναι ανάλογη μ’ εκείνη του Μυθιστορήματος με την Έρημη Χώρα. Μερικά από τα χαρακτηριστικά τους ενισχύουν στο Σεφέρη ομόλογες τάσεις και τον κάνουν να χρησιμοποιήσει ορισμένα στοιχεία τους. Παραθέτω ενδεικτικά δύο χωρία. Στο East Coker (V, 192-198) ο Eliot γράφει:

«... Καθώς μεγαλώνουμε

Ο κόσμος γίνεται πιο παράξενος, το σχέδιο πιο πολύπλοκο

Από νεκρούς και ζωντανούς. Όχι η έντονη στιγμή

Απομονωμένη, χωρίς πριν και μετά,

Αλλά μια ολόκληρη ζωή που καίει κάθε στιγμή

Κι όχι η ζωή ενός ανθρώπου μόνο

Αλλά από παλιές πέτρες που δε μπορούν ν’ αποκρυπτογραφηθούν».

Και συμπληρώνει ο Σεφέρης στην Κίχλη (Γ΄, 27-30):

«... Καθώς περνούν τα χρόνια

πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν∙

καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,

βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια».

Η επίδραση του Έλιοτ στο Σεφέρη είναι αναμφισβήτητη. Ο κόσμος του Σεφέρη όμως είναι πολύ διαφορετικός από τον κόσμο του Έλιοτ. Επίσης, υπάρχει και μια σημαντική διαφορά στις ιδέες που εκφράζουν τα δύο ποιήματα. Ενώ τα Τέσσερα Κουαρτέτα τελειώνουν με τη διαπίστωση ότι η ψυχή για να ενωθεί με το θείο πρέπει ν’ αποδυθεί την αγάπη της για τα πράγματα του υλικού κόσμου, η Κίχλη επιμένει πως μόνο μέσα από την αγάπη για να πράγματα είναι δυνατή μια παρόμοια ένωση. Στη θεολογική κοσμοθεωρία του Έλιοτ ο Σεφέρης αντιπαραθέτει μια εγκόσμια, σχεδόν απτή, μεταφυσική.

Η αναζήτηση του Σεφέρη, λοιπόν, για την «άλλη ζωή» ακολουθεί διαφορετικό δρόμο από εκείνον του Έλιοτ. Όταν ο Έλιοτ, μετά την Έρημη Χώρα, έστρεψε την προσοχή του στην ανακάλυψη ενός «υψηλότερου κόσμου», η στροφή αυτή δεν είχε σαν αποτέλεσμα ένα αντίκρισμα του κόσμου, μια προσπάθεια πιο στενής επαφής με τον κόσμο. Αντίθετα, κατέληξε σε μια μεγαλύτερη απομάκρυνση, σε μια μεγαλύτερη πνευματική απόσπαση από τον κόσμο. Ο Σεφέρης, όμως, φαίνεται ν’ ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο. Στηρίζοντας τις εικόνες του ολοένα και περισσότερο στη ζωή, στο φυσικό Ελληνικό κόσμο, φαίνεται ότι ψάχνει να ξαναβρεί τις πηγές εκείνες της ζωής που

ο σύγχρονος άνθρωπος κινδυνεύει τόσο πολύ να χάσει.[62]

Ο Σεφέρης παρακινεί τον αναγνώστη να προσπαθήσει να χαρεί την ποίηση του Έλιοτ, τον προτρέπει «να προσπαθήσει να παρακολουθήσει την επίμονη και σίγουρη  άνοδο  του  ποιητή  στην  αναζήτησή  του  της ζωής  ανάμεσα  στα  τόσα  θνησιμαία  που

τον περιστοιχίζουν».[63]

Ο Σεφέρης πιστεύει πως η τέλεια λύτρωση του ανθρώπου μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την εμπειρία των αισθήσεων. Ενώ για τον Έλιοτ ανθρώπινη τελείωση σημαίνει την ανάπτυξη μιας χριστιανικής συνείδησης και την ένωση μ’ ένα υπερβατικό εξωτερικό  κέντρο,  ο  Σεφέρης  με  την  Κίχλη  εννοεί  πως  η  αντίθεση  ανάμεσα  στο χριστιανικό και το μη χριστιανικό τρόπο ζωής είναι λιγότερο σημαντική από την αντίθεση ανάμεσα στην άρνηση της ζωής και την αποδοχή της. Η στάση του συμφωνεί περισσότερο με τη στάση των αρχαίων, για τους οποίους η διάσταση ανάμεσα στις φυσικές και τις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου ήταν ασήμαντη, γιατί και οι δύο ήταν άμεσα συνδεδεμένες με το ρυθμό της φύσης.[64]

Μολαταύτα ο Σεφέρης συμφωνεί με τον Έλιοτ πως η εποχή μας είναι συναισθηματικά κομματιασμένη και χαοτική και πως η αγάπη και η λύτρωση βρίσκονται σήμερα σ’ ένα αδιέξοδο.  Το «χαμένο κέντρο» στην περίπτωση του Σεφέρη δε βρίσκεται στην αόρατη πηγή μιας υπερβατικής πραγματικότητας, αλλά μέσα στην ίδια τη ψυχή του ανθρώπου που καθορίζει τη συμπεριφορά του σώματος την ίδια στιγμή που καθορίζεται απ’ αυτό. Για το Σεφέρη η λύση στο πρόβλημα της ύπαρξης είναι μια υπόθεση προσωπική και η «άλλη ζωή» υπάρχει και μπορεί να βρεθεί πάνω σε αυτή εδώ τη γη.[65]

Καταλήγουμε, λοιπόν, στην παρατήρηση του Philip Sherrard ότι «ίσως και να μην υπάρχουν καθόλου διαφορές, αλλά η αναζήτηση του Eliot προς τα πάνω και του Σεφέρη προς τα κάτω, προς τις πηγές, ν’ ακολουθούν τους δύο δρόμους που είχε στο νου του ο Ηράκλειτος όταν έλεγε: «οδός άνω κάτω μία και ωυτή».[66]

 

 

Επιλογικό σημείωμα

 

Μέσα στην ποίηση του Σεφέρη το όρια ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο δεν είναι πάντοτε διακριτά. Κάποτε δεν ξέρεις αν τα πρόσωπα που μιλούν είναι νεκροί ή ζωντανοί που έχουν εισέλθει, υπνοβάτες, στο βασίλειο των σκιών.[67] Αυτό όμως δεν έχει τελικά μεγάλη σημασία.

Όλη η ποίηση του Σεφέρη, από τα πρώτα γνωστά κείμενά της, είναι ένας αγώνας κατά της φθοράς. Ο ποιητής άλλοτε είχε μισοδεί μια αόρατη γραμμή, που χωρίζει την περιοχή της φθοράς από την άλλη ζωή, την άφθαρτη∙ τώρα η άλλη ζωή, εκείνη που βρίσκεται από την άλλη μεριά της φθοράς, μοιάζει να ταυτίζεται με το «φως». Και ο Σεφέρης, σαν όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών, έζησε με τη βασανιστική απορία για το τι αξίζει η ύπαρξη ενός ανθρώπου. Έζησε το δράμα της φθοράς με τη βεβαιότητα ότι κάπου αλλού πρέπει να υπάρχει το άφθαρτο.[68]

Κλείνω την παρούσα εργασία παραθέτοντας τα λόγια του ίδιου του Γ. Σεφέρη από τις Δοκιμές Α΄: «Η εποχή της αμφιβολίας, της ανησυχίας και της απομόνωσης, φαίνεται να έχει αφήσει πια τη θέση της στην εποχή της ανάγκης. Τι θα βγάλει το πνεύμα από τους θρησκευτικούς αγώνες που προετοιμάζει ο «καιρός των ορθοδοξιών» όπου μπαίνουμε∙ «άδηλον παντί πλήν ει τω θεώ».[69]

Το βασικό μήνυμα που μας μεταδίδει ο Σεφέρης είναι πως ο άνθρωπος που χάνει την ελπίδα του είναι ήδη νεκρός. Πρέπει, λοιπόν, να ζούμε με την ελπίδα, επειδή αυτή μπορεί και μας κρατά στη ζωή. Αν χάσουμε κι αυτή, μας περιμένει ένας πρόωρος ψυχικός θάνατος, ώσπου να ακολουθήσει και ο σωματικός μας θάνατος κάποια χρόνια πιθανόν αργότερα.

Επομένως, κάθε άνθρωπος πρέπει να αναλάβει προσωπικά την ευθύνη για τις επιλογές του και  να είναι έτοιμος  να υποστεί τις συνέπειες αυτών  των επιλογών. Πρέπει

όλοι μας να δώσουμε τον προσωπικό μας αγώνα για να επιτύχουμε την ψυχική μας ισορροπία που θα μας βγάλει από το τέλμα στο οποίο έχουμε περιπέσει –και ίσως βολευτεί–  και να μας οδηγήσει στη Γνώση και την Αλήθεια. Αυτό είναι το διαχρονικό μήνυμα που μεταδίδει τόσο ο Γ. Σεφέρης όσο και ο T. S. Eliot.

Πόσο εύκολο είναι όμως να βρει ο σύγχρονος άνθρωπος την πηγή της απόλυτης γνώσης και της αλήθειας μέσα στην ψυχή του, να βρει το «χαμένο του κέντρο» και να λυτρωθεί από τα πάθη του; Πόσο έτοιμοι είμαστε να απαρνηθούμε τις υλικές απολαύσεις και να αγωνιστούμε για την απόκτηση ανώτερων αγαθών;  Ή όπως αναρωτιέται ο ίδιος ο ποιητής: «θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά»;

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

Αθανασίου Έφη, Θ. Σ. Έλιοτ, Τέσσερα Κουαρτέτα, Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, Ίκαρος, Αθήνα 2002

Βαγενάς Νάσος, Ο ποιητής και ο χορευτής· μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, Η γενεαλογία της «Κίχλης», Κέδρος, Αθήνα 1979

Νικολάου Α. Νίκος, Μυθολογία  Γ. Σεφέρη: Από τον Οδυσσέα στον Τεύκρο, Δαίδαλος, Αθήνα 1992

Νικολαρεΐζης Δημήτρης, «Η παρουσία του Ομήρου στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη», Νέα Εστία 42, 1947

Σεφέρης Γιώργος, Μέρες Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1975

______, Μέρες Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1975

______, Μέρες Γ΄, Ίκαρος, Αθήνα 1977

______, Μέρες Ε΄, Ίκαρος, Αθήνα 1977

______, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 31998 (1962)

______, «Εισαγωγή στον Θ. Σ. Έλιοτ», Δοκιμές (πρώτος τόμος 1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 62003 (1981)

______, «Γράμμα σ’ έναν ξένο φίλο», Δοκιμές (δεύτερος τόμος 1948-1971), Ίκαρος, Αθήνα 62003 (1981)

______, «Μια σκηνοθεσία για την ‘Κίχλη’», Δοκιμές (δεύτερος τόμος 1948-1971), Αθήνα 62003 (1981)

Sherrard Philip, «Η ποίηση του T. S. Eliot και του Γ. Σεφέρη: μια αντίθεση», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 5, 1951

Vitti Mario, Φθορά και λόγος· εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Εστία, Αθήνα 1978

______, «Επιφάνεια» και «νεκυιομαντεία» στην ποίηση του Σεφέρη, κύκλος Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1980

 



[1]     Για βιβλιογραφική παραπομπή: Γεωργιάδου Ζωή, Θάνατος και φθορά στο έργο του Γ. Σεφέρη ("Βασιλιάς της Ασίνης" και "Κίχλη") και στα "Τέσσερα Κουαρτέτα" του T. S. Eliot, μεταπτυχιακή εργασία, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνή 2012.

[2]     Νικολαρεΐζης 1947.

[3]     Σεφέρης 31998, 185.

[4]     Σεφέρης 31998, 185-186.

[5]     Vitti 1980.

[6]     Σεφέρης 1975 (Μέρες Β’), 17-18.

[7]     Σεφέρης 1975 (Μέρες Β’), 23.

[8]     Σεφέρης 1975 (Μέρες Β’), 99-100.

[9]     Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 9.

[10]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Γ΄), 34.

[11]   Βαγενάς 1979.

[12]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 31.

[13]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 24.

[14]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 34.

[15]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 75.

[16]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 24

[17]   Σεφέρης 1975 (Μέρες Α΄), 110.

[18]   Vitti 1978, 189-190.

[19]   Vitti 1978, 193-194.

[20]   Vitti 1978, 203.

[21]   Vitti 1978, 206-208.

[22]   Σεφέρης 31998, 226.

[23]   Vitti 1980.

[24]   Vitti 1978, 219.

[25]   Σεφέρης 31998, 228.

[26]   Νικολάου 1992, 96.

[27]   Σεφέρης 31998, 226.

[28]   Βαγενάς 1979.

[29]   Σεφέρης 31998, 229.

[30]   Βαγενάς 1979.

[31]   Βαγενάς 1979.

[32]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 47.

[33]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 48-49.

[34]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 49.

[35]   Vitti 1980.

[36]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 36-37.

[37]   Νικολάου 1992, 89.

[38]   Βαγενάς 1979.

[39]   Βαγενάς 1979.

[40]   Vitti 1978, 184.

[41]   Σεφέρης 31998, 227.

[42]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 53.

[43]   Βαγενάς 1979.

[44]   Βαγενάς 1979.

[45]   Βαγενάς 1979.

[46]   Vitti 1978, 181-182.

[47]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 56.

[48]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 83.

 

[49]   Αθανασίου 2002, 13-14.

[50]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Α΄), 30.

[51]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 9.

[52]   Αθανασίου 2002, 116.

[53]   Σεφέρης 1975 (Μέρες Β΄), 14.

[54]   Αθανασίου 2002, 128.

[55]   Σεφέρης 1975 (Μέρες Β΄), 14.

[56]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Γ΄), 29.

[57]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Α΄), 34-35.

[58]   Αθανασίου 2002, 149.

[59]   Αθανασίου 2002, 186-187.

[60]   Αθανασίου 2002, 191.

[61]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 59.

[62]   Sherrard 1951.

[63]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 21.

[64]   Βαγενάς 1979.

[65]   Βαγενάς 1979.

[66]   Sherrard 1951.

[67]   Νικολαρεΐζης 1947.

[68]   Vitti 1978, 234.

ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ: ΣΕΦΕΡΗΣ, ΜΠΕΡΕΝΓΚΑΡΤΕΝ, ΒΑΓΕΝΑΣ, ΛΑΓΙΟΣ

Πασχάλης Νικολάου (ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ)

13/11/2011

 

…έτσι το φως, που είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με τη επίτευξη μιας ολοένα πιο μεγάλης ορατότητας, μιας τελικής διαφάνειας μέσα στο ποίημα που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα απ΄την ύλη και μέσα από την ψυχή.

Οδυσσέας Ελύτης, «Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό»

 

[ Κείμενο προς ανάγνωση, χωρίς (υπο)σημειώσεις ή βιβλιογραφικές αναφορές. ]

 

 

Για τις Μεταφορές του Φωτός: Σεφέρης, Berengarten, Βαγενάς, Λάγιος.
Paper Thumbnail
Author Photo Paschalis Nikolaou

Οποιαδήποτε εξέταση των επιδράσεων του έργου του Σεφέρη στην αγγλόφωνη ποίηση – όσο σύντομη, όσο περιπτωσιολογική και να είναι – οφείλει να εκκινήσει με αναφορά στην καθοριστική σχέση του Έλληνα ποιητή με τον μοντερνισμό. Πλείστοι μελετητές έχουν αναγνωρίσει την σημασία της γνωριμίας του Σεφέρη κυρίως με την αγγλοσαξονική εκδοχή του κινήματος, και ιδιαίτερα, με το έργο του Τ. Σ. Έλιοτ· πρωτίστως μέσω του οποίου, οικειοποιούμενος ξένα υλικά και τεχνοτροπίες, μεταφράζοντας εμβληματικά έργα όπως την Έρημη Χώρα – αλλά και μέσω άγραφων ή άδηλων μεταφράσεων όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις – συντελείται μια ‘αλλαγή υποδείγματος’. Σχηματίζεται έτσι μια περιφερειακή, ελληνική εκδοχή του κινήματος, η οποία (παρά τις όποιες παραμορφώσεις των μοντερνιστικών επιταγών), μετέτρεψε καθοριστικά την εγχώρια λογοτεχνική πραγματικότητα· επιταχύνοντας, ανάμεσα σε άλλα, και την επιβολή του ελεύθερου στίχου στην Ελλάδα. Η σημασία της σχέσης Έλιοτ-Σεφέρη, οι συνέργειες μεταφραστικής πράξης και ποιητικής έκφρασης, οι αντιστοιχίες και συνδιαμόρφωση ιδιοσυγκρασιών και παραδόσεων, συμπυκνώνονται στις ακόλουθες διαπιστώσεις που κλείνουν μια συζήτηση του ‘Σεφέρη ως Μεταφραστή’ από τον Νάσο Βαγενά:

Πολλοί πιστεύουν πως η ποίηση του δεν θα ήταν ακριβώς αυτή που έχουμε σήμερα, αν ο Σεφέρης δεν τύχαινε να διαβάσει τον Έλιοτ. Θα ήταν ίσως ακριβέστερο να λέγαμε πως η ποίησή του δεν θα ήταν η ίδια, αν ο Σεφέρης δεν είχε μεταφράσει τον Έλιοτ. Γιατί αισθάνεται κανείς πως ήταν μέσα από τη διαδικασία της μετάφρασης που ο Σεφέρης ανακάλυψε το βάθος της συγγένειάς του με τον Άγγλο ποιητή. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους είναι λανθασμένη η άποψη ότι το Μυθιστόρημα, που γράφτηκε πριν από τη μετάφραση, είναι το ελληνικό αντίστοιχο της Έρημης Χώρας. Το ελληνικό αντίστοιχο της Έρημης Χώρας, παρά τον διαφορετικό τόνο των τελευταίων του στίχων, είναι η «Κίχλη», με την οποία ο Σεφέρης φτάνει στην πλήρη του ωριμότητα. Εκεί οι ρυθμοί του Έλιοτ, που είναι και ρυθμοί του Σεφέρη, θ’ ακουστούν πιο καθαρά  απ’ ό,τι στη μετάφραση της Έρημης Χώρας. Γιατί στην  «Κίχλη» ο Σεφέρης μιλάει με τη δική του φωνή – μιλάει με όλη του την προσωπικότητα – και δεν κατέχεται από μεταφραστικά διλλήματα.

Ακολουθώντας περισσότερο ‘λόγους εσωτερικούς’, όπως κατανοούνται και εδώ, στη σημερινή ανακοίνωση επιχειρώ την επισκόπηση μιας τετραμερούς συνάντησης που, πέρα από το Σεφέρη, περιλαμβάνει τον Νάσο Βαγενά, ως επίσης ποιητή και μεταφραστή, ιδιότητες που χαρακτηρίζουν και τον Ηλία Λάγιο, αλλά βέβαια και τον Ρίτσαρντ  Μπέρενγκαρτεν, συγγραφέα ενός πρωτότυπου ποιητικού βιβλίου με τίτλο Black Light: Poems in Memory of George Seferis. Πως μπορεί να εξελιχθεί ένας τέτοιος διάλογος και ποια τα ποιητικά αποτελέσματα του; Ποιες οι προϋποθέσεις, οι συνθήκες και τα στάδιά του; Πως μεταφέρεται το σεφερικό, μαύρο φως ανάμεσα στα πιο πάνω ονόματα;

Είναι τέτοιο το θέμα μας, που οφείλουμε να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Άλλωστε η σχέση του Βαγενά, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του 70, με τον Σεφέρη ξεκινάει νωρίτερα και από την συνολική του ματιά στην ποίηση και την ποιητική του νομπελίστα, τον Ποιητή και τον Χορευτή, που εκδόθηκε το 1979. Ήδη από τα πρώτα ποιήματα του Βαγενά – δημοσιευμένα ως Πεδίον Άρεως, το 1974 – η επίδραση του Σεφέρη είναι αισθητή, και ίσως ακόμα πιο πολύ στην συλλογή Βιογραφία (1978) η οποία προλογίζεται από το ποίημα «Η Αίθουσα». Εδώ ο ποιητής ‘μετασχηματίζει’ ένα αγγλικό ποίημα του Douglas Dunn, για να καταλήξουμε σε εμφάνιση του ίδιου του Σεφέρη στους δύο τελευταίους στίχους, όπου διαβάζουμε «Προσπαθώ να φωνάξω. Ένας παχύς διπλωμάτης / με τριχωτό χέρι μου κλείνει το στόμα»· ο σχολιασμός, μέσω μιας τέτοιας εικόνας, της πολύπλοκης σχέσης ανάμεσα στον φθασμένο, και τον νέο ποιητή είναι πιστεύω, εμφανής. Ένας διαρκής διάλογος τόσο ανάμεσα σε λογοτέχνες ως ‘ενεργούς’ αναγνώστες, όσο και εσωτερικά, ανάμεσα στις ποιητικές, κριτικές και μεταφραστικές ‘περιοχές’ ή ‘ιδιότητες’ της ταυτότητάς τους, όπως εδώ εκφράζεται από ένα τέτοιο ποίημα, με τέτοια προέλευση και με τέτοιους στίχους, δεν είναι βέβαια, χαρακτηριστικό μόνο του Βαγενά. Διατρέχει από άκρη σε άκρη το λογοτεχνικό σύστημα, εξηγεί πολλά φαινόμενα εντός του και συχνά καθορίζει ζητήματα πρόσληψης. Η συμμετοχή, θα λέγαμε, ενός λογοτέχνη, δεν είναι δηλαδή τόσο θέμα επιλογής, πιο πολύ θέμα επίγνωσης από τη πλευρά του, και έντασης. Στην περίπτωση του Βαγενά – όπως νωρίτερα, του Σεφέρη – συναντούμε έναν ποιητή-κριτικό που κατανοεί όσο λίγοι την φύση μιας τέτοιας ‘συντεχνίας’ που συχνά μετέρχεται τρόπους και μορφές της μετάφρασης: ήδη στο βιβλίο του Βαγενά για τον Σεφέρη διαβάζουμε για την τεράστια σημασία μιας εμπειρίας στο λυκόφως ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες, γλώσσες και ταυτότητες, ως γεννήτρια ποιητικής στο έργο π.χ. του Σολωμού και του Κάλβου. Διαφορετικοί ρυθμοί, ποιητικές μορφές και παραδόσεις, όπως συμβιώνουν μέσα σε μια λογοτεχνική συνείδηση, μας δίνουν τα «σπασμένα ελληνικά» του Κάλβου, μας δίνουν και τις Ωδές του. Ακόμη, στοιχεία της, πρόσφατης – τότε – θεωρίας του Χάρολντ Μπλούμ για το «άγχος της επίδρασης» βρίσκουν εφαρμογή στις εξεταζόμενες σχέσεις του Σεφέρη με τους Έλιοτ, Βαλερί, Λαφόργκ, και επιτρέπουν στο Βαγενά να υποστηρίξει αργότερα πως η επίδραση ανάμεσα σε δύο ποιητές διαφορετικής γλώσσας προϋποθέτει γραπτές ή άγραφές μεταφράσεις· και άρα, όπως θα γράψει αργότερα «μια σοβαρή θεωρία της επίδρασης δεν μπορεί να διατυπωθεί, αν δεν στηρίζεται σε μια σοβαρή θεωρία της μετάφρασης». Ήδη λοιπόν, οι όροι ‘μετάφραση’ και ‘επίδραση’ έρχονται ακόμη πιο κοντά όταν ομότεχνοι ενεργοποιούν εκλεκτικές συγγένειες, όταν λογοτεχνίες ορίζουν κατευθύνσεις στο μεταξύ τους διάλογο: μέσω μεταφράσεων, δοκιμών, μεταγραφών, αντιγραφών, ακόμα και ‘τρίτων γραφών’.

Η συγγραφή της διδακτορική διατριβής που δημοσιεύθηκε ως Ο Ποιητής και ο Χορευτής έγινε στο Καίμπριτζ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 70· κατά την παραμονή του εκεί, ο Βαγενάς γνωρίζει και έναν Άγγλο ποιητή, εβραϊκής καταγωγής, ο οποίος είχε νωρίτερα επισκεφτεί και μείνει χρόνια στην Ελλάδα, και είναι ήδη βαθύτατα επηρεασμένος από το έργο σύγχρονων Ελλήνων ποιητών – πάνω απ’όλα, εκείνο του Σεφέρη. Έχει αξία να θυμηθούμε πως κατά κανόνα για τον ξένο ποιητή η πρώτη επαφή συχνότερα συντελείται μέσω της ανάγνωσης μεταφράσεων – αν και όπως προαναφέραμε, οι δύο δραστηριότητες, ανάγνωση και μετάφραση, μπορεί να συγχρονίζονται. Στην περίπτωσή μας, έχουμε βέβαια ήδη από το 1967 την αρχική εκδοχή των Complete Poems στα Αγγλικά, από τους Κήλυ και Σέρραρντ· από εδώ ξεκινάει και ο Μπέρενγκαρτεν την ανάγνωση του Σεφέρη. Αλλά στην περίπτωσή μας, ο ‘ξένος ποιητής’ (γνωστός τότε ακόμη ως Ρίτσαρντ Μπερνς), έχει ζήσει στην Ελλάδα, έχει γνωριστεί με τη γλώσσα της, έχει δημοσιεύσει – ένα από τα πρώτα του ποιήματα, μάλιστα – το The Easter Rising 1967, ως αντίδραση στον ερχομό της δικτατορίας (η οποία τον βρίσκει στην Ελλάδα). Ακριβώς διότι έχει ‘αναγνώσει’ ελληνική ποίηση και ποιητές, είναι ακόλουθο ακριβώς τέτοιων ‘άγραφων, εσωτερικών’ μεταφράσεων, το ποιητικό έργο αυτό, δημοσιευμένο μάλιστα με το ψευδώνυμο ‘Agnostos Nomolos’, διαβάζεται το ίδιο σε αρκετά σημεία ως μετάφραση από τα ελληνικά – πράγμα που άλλωστε ήταν μέσα στις προθέσεις του. Ο ‘ξένος ποιητής’ ήδη λοιπόν κατοικεί κι αυτός σε ένα λογοτεχνικό και γλωσσικό μεσοδιάστημα (με ικανότητα στην χρήση ελληνικών που εξελίσσεται σε τέτοιο βαθμό ώστε, μαζί με τον Πήτερ Μάνσφιλντ, μεταφράζουν στα αγγλικά Το Λάθος του Αντώνη Σαμαράκη το 1969).  Έτσι και στην σειρά ποιημάτων για τον Σεφέρη, γραμμένη στο Καίμπριτζ στις αρχές της δεκαετίας του 80, πρόθεση δεν είναι μόνο η διατήρηση, όπως έχει κατά καιρούς αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής, αυτού του ελληνικού φωτός ως εικόνας, διαμορφωτή τοπίου, ιδέας και βιώματος αλλά και να έρθει επίσης σε ποιητικό διάλογο με εκείνες τις υπάρχουσες ‘παρηχήσεις’ του φωτός, με τα ποιητικά κείμενα που προσπάθησαν να το μεταφράσουν, να το βάλουν σε λέξεις. Συναντούμε λοιπόν μια συγκατοίκηση πρωτοπρόσωπης εμπειρίας, μέσα σε μια ελληνική πραγματικότητα ήδη εν μέρει δια-κειμενική και λογοτεχνική, αλλά όχι λιγότερο άμεση και αληθινή. Τα ποιήματα εις μνήμην Σεφέρη αλλά και από μνήμης, ‘προλογίζονται’ από την πολύ γνωστή ημερολογιακή εγγραφή για τις 17 Ιουνίου του 1946 (αλλά και χωρίο του Σ. Μ. Μπάουρα από την «Ελληνική Εμπειρία»)· φέρουν επιγραφές κυρίως από εκείνο το τελευταίο μέρος της «Κιχλης» («Αγγελικό και μαύρο, φως…»), ποίημα που γράφτηκε τον επόμενο Οκτώβριο. Τα σημεία δηλαδή όπου συναντούμε καθαρότερα το θέμα και την χρήση του «σκοταδιού μέσα στο φως», αυτήν την αίσθηση πως  «πίσω από το γκρίζο και το χρυσό υφάδι του αττικού καλοκαιριού υπάρχει ένα τρομαχτικό μαύρο· πως όλοι μας είμαστε παιχνίδια αυτού το μαύρου».

Πως συνεχίζει αυτό το φως, πως ‘μετα-ποιείται’ ο Σεφέρης σε μια ξένη γλώσσα, αντανακλάσεις της οποίας ήδη είχαν ‘χρωματίσει’ την δική του ποιητική έκφραση; Είχα παλαιότερα γράψει πιο διεξοδικά για την διάθλαση και σύνθεση θέματος και φωνών, την ανίχνευση της συνέχειάς τους επίσης, μέσα από 12 ποιήματα που ως μορφές τουλάχιστον, διαφέρουν αρκετά: από την παραδοσιακή βιλανέλα και χρήση αυστηρών μετρικών σχημάτων έως και ποιήματα πεζόμορφα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με διαρκείς αναγνωρίσεις, επαναλήψεις αυτού του φωτός, μέσα σε μια «ελληνική εμπειρία» η οποία συναντά εκείνη του Μπέρενγκαρτεν, στην Αθήνα, στο Πήλιο και αλλού.  Ποιήματα με τίτλους όπως ‘Neolithic’, ‘Song for Petro, ‘Volta’, ‘Cicadas’, εμποτίζονται με μεταγραφές, με αποδόσεις ιδιωματισμών, οικειοποιούνται και μετασχηματίζουν γλωσσικούς και ποιητικούς ρυθμούς: αναδιατάσσουν και επεκτείνουν την σκέψη που κατανοούν μέσα στην προηγούμενη ποίηση, ενώνουν τον Σεφέρη με νέες ματιές, νέα εμπειρία, σε ένα νέο, συμφωνικό σύνολο. Για τους λόγους αυτούς, μπορούμε να μιλάμε για την ίσως πιο διαρκή και εστιασμένη, διακειμενικά σύνθετη και κριτικά διαμορφωμένη λογοτεχνική χρήση του έργου του Σεφέρη στην αγγλόφωνη ποίηση – από τις επιγραφές και τα ενταγμένα χωρία και στίχους, που εν τέλει υποδηλώνουν τις ανταποκρίσεις ακριβώς του βιώματος με τη συγγραφική, τη δημιουργική πράξη (μια πράξη που οφείλει ταυτόχρονα να υπερβεί την αυτοβιογραφία), φτάνοντας μέχρι τις σημειώσεις τέλους, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε για το ρόλο που έπαιξε στη σύνθεση του Μαύρου φωτός η ανάγνωση του τέταρτου κεφαλαίου του Ποιητή και Χορευτή. Σημειώνεται πως εκεί γίνεται αναφορά στην σχέση ανάμεσα στην «Κιχλη» και τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ, και στην αγάπη του Σεφέρη για το Πήλιο («which I share», τονίζει ο Μπέρενγκαρτεν).  Απώτερος σκοπός – όπως σε όλα τα σπουδαία ποιήματα – δεν είναι η μίμηση, αλλά η σύνθεση. Είτε συλλογιστούμε εδώ την αρχική σύλληψη, είτε τις ύστερες μετουσιώσεις, το φως δεν μπορεί να παραμένει μόνο εκείνο του Σεφέρη: η όποια ερμηνεία και επανεγγραφή του, όποια λογοτεχνική ‘παράφραση’ και εξήγηση – όσο πιστή και αν προτίθεται να είναι – δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει το σύνολο της εμπειρίας του συγγραφέα ως ‘αναγνώστη’ της τέχνης των άλλων. Όταν πρόσφατο άρθρο σχετίζει το Black Light με το παράλληλο ενδιαφέρον του ποιητή στον Ντύλαν Τόμας, τον Γιούνγκ, τη ζωγράφο Σερι Ριτσαρντς και τους πίνακές της που απεικονίζουν έναν «μαύρο ήλιο», αντιλαμβανόμαστε πως πηγή του φωτός, της γραφής επίσης, μπορεί να είναι κυρίως μία, αλλά δύσκολα, μόνο μια. Γίνεται αλλιώς; 

Θα ήθελα να δούμε επιγραμματικά τώρα, τι έρχεται πριν και τι ακολουθεί το  Μαύρο φως: το χρονολόγιο ενός διαλόγου με κοινό σημείο αναφοράς τον Σεφέρη. Το 1978, λίγο μετά την έκδοση της Βιογραφίας, ο Μπέρενγκαρτεν μεταφράζει το βιβλίο του Βαγενά στα αγγλικά. Ένας τουλάχιστον στίχος από την μετάφραση αυτή καταλήγει μέσα στο ποίημά «Salt» που περιλαμβάνεται στο Black Light. Ο Βαγενάς κατόπιν συμπεριλαμβάνει την μετάφραση ενός αλλού από τα ποιήματα, με τίτλο «Μόνο το Ελάχιστο Θαύμα» στην συλλογή του Η Πτώση του Ιπτάμενου, η οποία εκδίδεται παράλληλα με τα δοκίμια του Ποίηση και Μετάφραση, το 1989. Έχει αξία να αναφέρουμε τον ‘υβριδικό χαρακτήρα’ του συγκεκριμένου βιβλίου, καθώς φέρνει σε διάλογο πρωτότυπα ποιήματα και μεταφράσεις μοντερνιστών – κυρίως – λογοτεχνών. Από πολλούς έχει θεωρηθεί πως λειτουργεί και ως κριτική στις παλαιότερες, ομόλογες συλλογές των Σεφέρη και Ελύτη, μια κίνηση ‘διόρθωσης’ της μεταφοράς του μοντερνισμού στο ελληνικό λογοτεχνικό πλαίσιο. Το 2001 εκδίδεται Ο Μάνατζερ, το θεωρούμενο magnum opus του Μπέρενγκαρτεν στο οποίο θα έρθουμε σε λίγο. Το 2005, έχουμε την μετάφραση του Μαύρου φωτός στο σύνολό του από τους Βαγενά και Λάγιο, με την προσθήκη μάλιστα στο τέλος, ενός πεζού με τον τίτλο «Ένας γέρος στο λιμάνι», όπου ο Μπέρενγκαρτεν φαντάζεται μια συνάντηση του με το Σεφέρη. Το 2010, επιλεγμένα ποιήματα του Βαγενά εκδίδονται στα αγγλικά, σε επιμέλεια του Μπέρενγκαρτεν και δική μου. Ένα χρόνο νωρίτερα, η μετάφραση του ποιήματος «Volta», από τον Λάγιο δίνει το έναυσμα στον Μπέρενγκαρτεν να αναπτύξει, με τη βοήθεια μεταφραστών από όλο τον κόσμο, μια πειραματική παρουσίαση σε ειδικό τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού International Literary Quarterly, που μέχρι σήμερα έχει φτάσει πάνω από τις 90 γλώσσες/μεταφράσεις. Μεταφερόμαστε έτσι προς ένα πλέον ‘παγκοσμιοποιημένο’ μαύρο φως, διαφορετικό και κοινό ταυτόχρονα. Και σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα.

Παρόλο που ένα τέτοιο διάγραμμα συγκοινωνιών ανάμεσα σε εργοβιογραφίες μας βοηθά ως προς την αντίληψη της γενική εικόνας, μας κρατάει σε απόσταση από διεργασίες εσωτερικές. Ίσως είναι ώρα να ακούσουμε τους ίδιους τους ποιητές καθώς βρίσκονται ανάμεσα σε ποιήματα και μεταφράσεις, διαθέσεις και προθέσεις. Ξεκινάμε από τον Μπέρενγκαρτεν, που είναι πραγματικά αποκαλυπτικός στις παρακάτω εγγραφές από συνέντευξη του στην Joanne Limburg (μτφ. δική μου): 

Όταν μεταφράζω κάτι που πραγματικά με ενθουσιάζει, μπαίνω πολύ βαθιά μέσα στην ουσία της πράξης αυτής. Και δουλεύει το πράγμα εντός σου για πολύ αφότου έχεις περάσει το στάδιο με τα πιο τεχνικά ζητήματα που αφορούν στην επιλογής αυτής ή της άλλης λέξης, φράσης ή έκφρασης […] Αργά ένα βράδυ είχα  ολοκληρώσει τη δακτυλογράφηση όλης της μετάφρασης [της Βιογραφίας], και ξαφνικά αρχίζω να πια να σημειώνω στα χαρτιά μου, να γράφω (και όχι πια να μεταφράζω) κάτι που έμοιαζε με επιπλέον ‘ενότητες’ […] της Βιογραφίας. Έρχονταν γρήγορα αυτά τα κομμάτια, χωρίς προσπάθεια καθόλου. […][Μετά] ξαφνικά […] κατάλαβα με κάποια έκπληξη πως δεν ανήκουν στη Βιογραφία, πως ήταν η απαρχή κάτι καινούργιου […] Αυτές ήταν οι πρώτες αναγγελίες του Μάνατζερ. Χωρίς τον Νάσο Βαγενά, το  ποίημα αυτό δεν θα είχε καν ποτέ ξεκινήσει να γράφεται […] Η επίδρασή του ήταν άμεση και καταλυτική […]

Δεν απέχουμε πολύ από τη σκιά του Σεφέρη. Συνεχίζει ο Μπέρενγκαρτεν, αναφερόμενος στην διαμόρφωση του στίχου και στα δύο ποιήματα:

Η Βιογραφία μου έδωσε το αμεσότερο μοντέλο για την «ποιητική παράγραφο» [verse-paragraph]. Πιστεύω πως στον Μάνατζερ της έδωσα μεγαλύτερο εύρος και ευελιξία […]  Νόμιζα πως [ο Βαγενάς] την είχε εφεύρει, αλλά μου είπε πως την προσάρμοσε από τον Σεφέρη και τους δεκαπεντασύλλαβους της ελληνικής ποίησης. […] Ήταν μια πραγματική ανακάλυψη για εμένα […] Καιρό ενδιαφερόμουν να αναπτύξω έναν στίχο εκτενέστερο, στα αγγλικά […] [σ]το Μαύρο φως […] πιο συνειδητά μιμήθηκα τους μεγάλους στίχους του Σεφέρη.

Σας διαβάζω, σε μετάφραση δική μου, την προτελευταία ενότητα (99) του Μάνατζερ, ως ενδεικτική των αποτελεσμάτων, ιδίως καθώς καταλήγει σε μια σύζευξη του Σεφέρη, και του Βαγενά της Βιογραφίας. Δεν χρειάζεται πιστεύω, να σχολιάσω τις τελευταίες λέξεις· όλοι αναγνωρίζουμε την προέλευσή τους:

Προσπαθώ καιρό πολύ να πιάσω γραμμή· αλλά ήταν κατειλημμένη. Και ξέρεις πως δεν μπορώ να βγάλω κουβέντα σε αυτόματο τηλεφωνητή – χάνω απλά 

 

Τα λόγια μου. Πρέπει να υπάρχει κάποιος στ’ αλήθεια στην άλλη άκρη της γραμμής. Όχι, δεν μου κάνει ο οποιοσδήποτε, καθόλου. Σε σένα ήταν που ήθελα να μιλήσω

 

Και έτσι συνέχισα να προσπαθώ ως τώρα. Πρέπει να προσπαθεί κανείς. Όχι, δε σου μιλώ για περασμένα. Σου μιλώ για την αγάπη.

 

Ερχόμενοι πλέον στη δίγλωσση έκδοση του Μαύρου φωτός, κάποια σχόλια περικειμενικά μας βοηθούν να αντιληφθούμε τον βαθμό στον οποίο η ίδια η φύση του πρωτότυπου μοιάζει να καθοδηγεί και τη μετάφραση του. Λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Λάγιου, ο Βαγενάς ιστορεί την σχέση του με τον έτερο ποιητή-μεταφραστή του μαύρου φωτός των Σεφέρη/Μπέρενγκαρτεν. Ξεχωρίζω τα εξής, από κείμενο στη Νέα Εστία με τίτλο «Το Μαύρο Φως των Ποιητών»:

Ταύτιση, αναγνώριση, που ακολουθούνται από επιθυμία για μετάφραση:

Ο Λάγιος μου είπε ότι το βιβλίο του άρεσε πολύ γιατί έβλεπε σ’ αυτό τη δική του αίσθηση για το «ενήλιο σκότος» (όπως μετέγραφε το «αγγελικό και μαύρο, φως») [….] [Για τον Λάγιο] το The Manager […] θα πρέπει να ήταν ανάπτυξη, με όρους ρεαλιστικούς, της εμπειρίας του Μαύρου φωτός […] Λέγαμε ότι όπως ο Σεφέρης μπόρεσε να νιώσει τόσο καλά το ελληνικό φως επειδή έζησε πολύν καιρό έξω από την Ελλάδα, έτσι και ο [Μπερενγκαρτεν] μπόρεσε να αισθανθεί τόσο καλά τους στίχους του Σεφέρη επειδή έζησε αρκετόν καιρό στην Ελλάδα, τόσον καιρό ώστε να είναι σε θέση να διακρίνει μέσα στην «αγγελική» λάμψη του ουρανού της το «τρομαχτικό μαύρο» […] [Π]αρότι του είχα πει ότι είχα αρχίσει να το μεταφράζω εγώ […] ο Λάγιος επέμενε ότι έπρεπε να το μεταφράσει αυτός, γιατί η μετάφραση αυτή θα τον επανέφερε στο πραγματικό ποιητικό εαυτό του […]

Αφού κανείς δεν μπορεί να πείσει τον άλλο να παραιτηθεί από την επιθυμία του αυτή, αποφασίζουν τελικά να μεταφράσει ο Λάγιος επτά και ο Βαγενάς έξι ποιήματα «ο καθένας με το δικό του τρόπο», παρότι αυτό φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την προϋπόθεση εκφραστικής ενότητας ενός ποιητικού βιβλίου. Διαφαίνεται όμως μια λογική σε αυτή τη μεταφραστική πρωτοβουλία – και αυτό γιατί:

…ήδη το πρωτότυπο βιβλίο που θα μεταφράζαμε ήταν το αποτέλεσμα μιας ανάλογης πρωτοβουλίας. Τα ποιήματα […] δεν ήταν μόνο ποιήματα του Ρίτσαρντ [Μπέρενγκαρτεν] [….] ήταν και μια «μετάφραση» εκείνων των ποιημάτων και στίχων που εξέφραζαν εναργέστερα την αίσθηση του Σεφέρη από το ελληνικό φως […] «...[Έ]χοντας και οι δυο μας ανατραφεί ποιητικά με τη σεφερική αίσθηση του ελληνικού φωτός, νιώθαμε μια βαθιά συγγένεια με το μαύρο φως αυτού του βιβλίου αποφασίσαμε να προσθέσουμε και τις δικές μας φωνές σε αυτή τη συνομιλία. Το Μαύρο φως στην ελληνική μετάφραση του είναι μια σύνθεση που συγχωνεύει και διαθλά όχι δύο φωνές αλλά τέσσερεις: «ένα παιχνίδι κατόπτρων»… που τον πειραματικό του χαρακτήρα ελπίζουμε ότι τον νομιμοποιεί η σχέση μας – του Λάγιου και η δική μου – με τη ποίηση του Σεφέρη.

Και εδώ, ο ποιητής είναι αναγνώστης, είναι κριτικός, είναι μεταφραστής, είναι ποιητής. Οι εξηγήσεις για αυτήν την «μοιρασμένη μετάφραση» [από τα αποτελέσματά της, η «Βόλτα» του Λάγιου, μαζί με το πρωτότυπο, βρίσκεται στις σελίδες που σας μοιράστηκαν] αναγνωρίζουν κοινές καταγωγές, και η δίγλωσση έκδοση καθρεφτίζει ανάλογα, διαλόγους ιδιαίτερα σύνθετους και παραγωγικούς.

Ίσως λοιπόν δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός πως πρόσφατο κείμενό του Βαγενά δημοσιευμένο στο αφιέρωμα του «Δέντρου» για τα 40 χρόνια από το θάνατο του Σεφέρη επιστρέφει στις καίριες σχέσεις μεταξύ ανάγνωσης, μετάφρασης και επίδρασης, υπογραμμίζοντας την σημασία τους όσον αφορά στη παραγωγή λογοτεχνίας – και την μελέτη της. Περιγράφει ο Βαγενάς εδώ τον συγγραφέα ως έναν αναγνώστη ‘ιδιοτελή’, καθώς εκείνο που «καθοδηγεί και διακρίνει την αναγνωστική προσοχή του είναι περισσότερο η επιθυμία του να ανακαλύψει στα έργα των ομοτέχνων του στοιχεία που θα τον βοηθήσουν να συνθέσει το δικό του έργο». Ακολουθώντας προσεκτικά τους «αναγνωστικούς χρόνους» του συγγραφέα και επαναλαμβάνοντας πως η αναγνωστική του εμπειρία θεωρείται από τον ίδιο μια εμπειρία αληθινή, ίσως και παραπάνω μάλιστα από τις υπόλοιπες (μπορούμε να παραβάλλουμε εδώ μια θέση από το Ποίηση και Μετάφραση: «[σ]τη μετάφραση της ποίησης το πρωτότυπο είναι το βίωμα και η διαδικασία της μετάφρασης η συγγραφική πράξη») καταλήγει ο Βαγενάς σε κάποια παραδείγματα συγγραφικής ανάγνωσης από τον Σεφέρη. Ανάμεσά στα οποία ξεχωρίζουμε την περίπτωση των πρώτων στίχων του «Hampstead», ποίημα που σημαδεύει τη μετάβασή του από τη συμβολιστική στη μοντερνιστική τεχνοτροπία. Υποστηρίζει ο Βαγενάς πως η νεωτερική τόλμη των παρομοιώσεων εκεί (το βράδυ που πέφτει σαν ένα πουλί με σπασμένη φτερούγα που δεν μπόρεσε να βαστάξει τον αέρα)  οφείλεται στην ανάγνωση εκείνων που συναντώνται στο «Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ», στο Poems 1909-1925 του Έλιοτ, που ο Σεφέρης φαίνεται πως διαβάζει το αμέσως προηγούμενο διάστημα. Για τον Βαγενά, η θέση αυτή βεβαιώνεται και από το κριτικό κείμενο της «Εισαγωγή στον Θ. Σ. Έλιοτ»: εκεί επισημαίνει ο Σεφέρης τις ομοιότητες  σε μεταφορές στίχων όπως το «I have measured my life with coffee spoons» με στίχους του Καρυωτάκη. Θα ξανασυναντήσουμε όμως αυτά τα παραδείγματα σε πολύ λίγο.

Μένει να διερευνηθούν αρκετά ακόμη στιγμιότυπα των πιο πάνω σχέσεων, επιτρέψτε μου όμως, κλείνοντας, να μιλήσω –αναπόφευκτα– πιο προσωπικά, στα πλαίσια μιας αναφοράς και σε άλλα σημεία επαφής. Γνώρισα τον Ρίτσαρντ Μπέρενγκαρτεν περίπου 25 χρόνια αφότου ο Βαγενάς έφυγε από το Καίμπριτζ. Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 2004, όταν, κατά την διάρκεια των διδακτορικών μου σπουδών στο Νόριτς, βρέθηκα σε μια εκδήλωση στο Λονδίνο για το London Magazine, όπου μόλις είχε δημοσιευθεί η μετάφρασή μου στα αγγλικά του «Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό» του Οδ. Ελύτη. Λίγο καιρό μετά την πρώτη μας συνάντηση εκεί, και μετά από μερικά email, επισκέφθηκα τον Μπέρενγκαρτεν στο Καίμπριτζ με σκοπό να συζητήσουμε τη μετάφραση κάποιων ποιημάτων του στα ελληνικά. Άρχισε να μιλάει τα χρόνια του στην Ελλάδα, την αγάπη του για το Σεφέρη, και κάποια στιγμή με ρώτησε, if I knew Nasos Vayenas. Ακριβώς επτά χρόνια αργότερα, το Γενάρη του 2011, πάλι στο Λονδίνο, παρουσιάσαμε την έκδοση των Selected Poems του Νάσου Βαγενά.

Στο τέλος αυτών των Selected Poems, υπάρχει η μετάφραση του ποιήματος «Ο Γιώργος Σεφέρης ανάμεσα στα αγάλματα». Δεν είναι μονάχα η διαισθητική ποιητική απεικόνιση ενός Σεφέρη για τον οποίο Βαγενάς ως κριτικός έχει γράψει τόσα πολλά, που έχει ιδιαίτερη σημασία – και ιδίως από τη στιγμή που ο προσεκτικός αναγνώστης βλέπει μέσα στο ποίημα τον Σεφέρη να ‘διαβάζει’  Έλιοτ, αποδεικνύοντας ακόμη μια φορά, τον κεντρικό ρόλο της επίδρασης ως κινητήριας δύναμης της λογοτεχνίας. Αλλά επίσης και η αντίδραση του Μπερενγκαρτεν, αφού πρωτοδιάβασε το ποίημα αυτό, καθώς προετοιμάζαμε την αγγλική έκδοση. Στην προσωπική επικοινωνία που είχαμε εκείνο τον διάστημα, γράφει: «Μην ασχοληθείς καθόλου με το ποίημα για τον Σεφέρη. Η μετάφραση αυτή είναι δική μου, οφείλω να την κάνω μόνος μου, για λόγους που πιστεύω κατανοείς καλά».

Σήμερα προσπάθησα να μιλήσω για την ψυχολογία πίσω από τέτοιες οικειοποιήσεις, για τις φωνές που θέλουν να ενωθούν, τον Σεφέρη όπως τον αφηγούνται μεταφράσεις και τον μεταφράζουν πρωτότυπα ποιήματα.  Αν το George Seferis Amongst the Statuesαποτελεί την μετάφραση μιας ‘μετάφρασης’, τότε ίσως καλύτερα να διαβαστεί στα αγγλικά του Μπέρενγκαρτεν, σε μια γλώσσα που επίσης έζησε και ο Σεφέρης. Ως ένας επίλογος με τις τελευταίες λέξεις ξένες, σε στίχους, για την ατέρμονη προσπάθειά μας να «δούμε μέσα από την ψυχή»:

 

You measured out your life with coffee spoons 

looking out over sluggish city rivers

from behind your consulate’s grey window

as evening fell upon the green

like a bird with broken wing.

 

You spoke about cool and shady agapanthi

but were awoken by the hum of time

among dark meadows where naked men

trembling in thick mist upon their knees

fumbled among asphodels.

 

In your time, nothingness was hidden

by nothing. The blackness leaked light.

But our nights are pockmarked with holes

that waft the stench of rubbish.

Cold ash

 

falls unseen from the ceiling.

It collects on the furniture. Doors creak

unlatched, while warm, well-fed and

sleek-haired on their balconies

 

the Euplocami Nychtemeri

discover that you are a Conservative

by confusing history with the meaning of history.

(They sweat in vain to twist your every line 

as if to bend Odysseus’s bow.)

 

Now you while away your death beneath a palm tree

breathing the black serenity of the dead.

surveying those who are arriving 

rowing with broken oars.

(μτφ. Ρ. Μπέρενγκαρτεν)

 

 

n  --- ----    

Πιστεύω το θέμα μας είναι τέτοιο, που δεν θα μπορούσαμε να μη καταλήξουμε, και εμείς, σε μια τέτοια συνάντηση φωνών, και αναγνώριση. Είναι παντού το ποίημα.

 

 

Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας


Γεωργιάδου Ζωή

Υποψήφια Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας

Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

zoegeorgiadou@yahoo.gr

 

 

Θάνατος και φθορά στο έργο του Γ. Σεφέρη (Ο Βασιλιάς της Ασίνης και Κίχλη) και στα Τέσσερα Κουαρτέτα του T. S. Eliot[1]

 

 

Προλογικό σημείωμα

 

Θέμα της παρούσας εργασίας αποτελεί η έννοια της φθοράς, της απουσίας, του κενού και του θανάτου, σωματικού και πνευματικού, στο έργο του Γιώργου Σεφέρη. Δεδομένου ότι το θέμα αυτό εκτείνεται σε ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο, θεώρησα σκόπιμο να περιορίσω την εξέτασή του στη δεκαπενταετία 1931-1946, περίοδο σημαντική τόσο για τη ζωή όσο και για την ποιητική παραγωγή του Σεφέρη. Τα έργα που μελετώνται είναι το ποίημα Ο βασιλιάς της Ασίνης από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ (1940) και η ποιητική συλλογή Κίχλη (1946). Παράλληλα, αντλούνται στοιχεία από τις Μέρες (τόμοι  Β, Γ, Δ και Ε) και γίνεται παραλληλισμός με την ποιητική συλλογή του T. S. Eliot Four Quartets (Τέσσερα Κουαρτέτα, 1945).         

Θεώρησα απαραίτητο να ερευνήσω αρχικά τις σκέψεις του Γ. Σεφέρη στο θέμα αυτό, αξιοποιώντας το διαθέσιμο ποιητικό και αυτοβιογραφικό υλικό και στη συνέχεια να μελετήσω τον τρόπο που προσεγγίζει ο T. S. Eliot το θέμα του θανάτου και της φθοράς, κάνοντας παράλληλα συγκρίσεις με το έργο του Έλληνα ποιητή και προσπαθώντας να αναδείξω τη μεταξύ τους σχέση.

1.1.      Ο Βασιλιάς της Ασίνης (1940): η σύνθεση του ποιήματος

Ο Βασιλιάς της Ασίνης είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ και γράφτηκε ανάμεσα στο 1938 και το 1940. Ο Σεφέρης τον Αύγουστο του 1938 σε ολιγοήμερη εκδρομή με τη Μαρώ στο Τολό και την Ασίνη επισκέφτηκε το αρχαίο κάστρο της πόλης. Αμέσως μετά άρχισε τη σύνθεση του ποιήματος, το οποίο όμως ολοκλήρωσε τον Ιανουάριο του 1940. Είναι ενδιαφέρουσες οι περιστάσεις της συγγραφής: ο Σεφέρης δούλευε το θέμα από πολύ νωρίτερα, αλλά το είχε εγκαταλείψει∙ δύο σελίδες που περίσσευαν κενές στη στοιχειοθεσία της συλλογής τον ερέθισαν να ολοκληρώσει το ποίημα σε μία νύχτα, αγνοώντας τις παλιές του σημειώσεις.

Μία μόνο λέξη της Ιλιάδας έδωσε αφορμή στο Σεφέρη να συνθέσει το ποίημα αυτό. Μπροστά στην ερειπωμένη ακρόπολη της προϊστορικής Ασίνης ο ποιητής συλλογίζεται την τύχη κάποιου από τους βασιλιάδες της –δεν ξέρουμε ποιου γιατί δε σώζονται ιστορικές μαρτυρίες για τους βασιλιάδες της Ασίνης∙ ο ανώνυμος αυτός βασιλιάς, ενώ ίσως έζησε μια γεμάτη ζωή, βούλιαξε, πεθαίνοντας, στο σκοτεινό βυθό του χρόνου και δε μένει πια τίποτε που να θυμίζει την ύπαρξή του, όπως από την πόλη της Ασίνης δε μένουν παρά οι πέτρες των ερειπίων και τ’ όνομά της.[2]

 

1.2. Το αίσθημα της απουσίας και του κενού

 

Το ποίημα σχετίζεται με μια αόριστη μνεία της Ασίνης στον «κατάλογο νεών», στον κατάλογο δηλαδή κατά πόλεις των πλοίων που πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, στο Β560 της Ιλιάδας: «Ερμιόνην Ασίνην τε βαθύν κατά κόλπον εχούσας» (μετάφραση: την Ερμιόνη και την Ασίνη που βρίσκονται σε βαθύ λιμάνι).

Ο βασιλιάς της δεν αναφέρεται πουθενά. Ο Σεφέρης συγκινείται από αυτήν ακριβώς   την   απουσία   του   βασιλιά,  τον  οποίο   αναζητά   μάταια.  Η   απουσία   του επεκτείνεται ως κενό και απλώνεται και στον ποιητή. Καθώς ο ποιητής περιφέρεται πάνω στο  βράχο της ακρόπολης, η  ξεχασμένη  λέξη  του  Ομήρου  και  τα  αρχαιολογικά  ευρήματα γίνονται σύμβολα για ένα χαμένο κόσμο. Παραθέτω τους στίχους 12-18:

«Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα

κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυό χρόνια τώρα

άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο

μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη

ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.  

Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως

σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα».[3]  

Ο αφηγητής στέκεται στα ερείπια του αρχαίου κάστρου και αναλογίζεται το πρόσωπο του βασιλιά, που έσβησε, όπως και το βασίλειό του, χωρίς ν’ αφήσει καμιά μνήμη, πέρα από το όνομα που σώθηκε στον Όμηρο. Ο προβληματισμός του ποιητή εστιάζεται στην αναζήτηση της υπόστασης του κενού και στην αμφίβολη δυνατότητα του λόγου να διασώσει ίχνη της ζωντανής παρουσίας όχι μόνο προσώπων που έχουν χαθεί στο βάθος του χρόνου, αλλά ίσως και πρόσφατων αγαπημένων νεκρών. Η αφήγηση ζωντανεύει με την επινόηση της εντάφιας χρυσής προσωπίδας (στ. 16), που λειτουργεί σαν μεσολάβηση ανάμεσα στον ποιητή και το χαμένο βασιλιά. Με τη βοήθεια της αφής και της μνήμης ο αφηγητής προσπαθεί να «ζωντανέψει» το νεκρό βασιλιά, το μόνο που βρίσκει όμως είναι το κενό και ο κούφιος ήχος της χρυσής προσωπίδας. Μολαταύτα, αισθάνεται ότι το βασιλιά τον κουβαλά βαθιά μέσα του, ότι μπορεί δηλαδή το όνομά του να χάθηκε στο χρόνο, όμως η παρουσία του είναι παντού μαζί του. Παραθέτω τους στίχους 20-22:

«Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα

παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:

 «Ασίνην τε... Ασίνην τε...».[4]

Έτσι, η μοίρα του βασιλιά της Ασίνης ταυτίζεται με τη μοίρα του ποιητή και ο Σεφέρης αναζητώντας το βασιλιά στην ουσία αναζητά τον εαυτό του: «Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’την προσωπίδα... Ο ποιητής ένα κενό».

Όπως παρατηρεί ο Mario Vitti, με το Βασιλιά της Ασίνης έχουμε ένα ποίημα όπου ο ποιητής δε δημιουργεί μια κατάσταση που ν’ ανταποκρίνεται ακριβώς στην νεκυιομαντεία (τυπικά δεν ζητά καμιά βοήθεια από το βασιλιά, ούτε και τον θεωρεί «γέρο» ή «δάσκαλο»). Στο Βασιλιά της Ασίνης παίρνει ιδιαίτερες διαστάσεις η σημασία του τοπίου ως συνδετικό στοιχείο ανάμεσα σε ένα πρόσωπο που δεν υπάρχει πια και στο πρόσωπο που θέλει να το ανακαλέσει. Ο Σεφέρης χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις –κυρίως την αφή– προχωρά σε μια ανίχνευση που πάει να καταργήσει το χρόνο και να βάλει τον ποιητή σε επαφή με τις πιο μακρινές μνήμες.[5]

Το ποίημα ουσιαστικά είναι ένα ελεγείο για το χαμένο χρόνο, την ασημαντοσύνη της ανθρώπινης ύπαρξης και τη ματαιότητα της δόξας. Ο Σεφέρης λέει για το βασιλιά της Ασίνης πως ενώ ήταν σίγουρα ένας παντοδύναμος άντρας της εποχής του και έπαιρνε αποφάσεις που επηρέαζαν τις ζωές των άλλων, έχει πια χαθεί, έχει εξαφανιστεί και αναφέρεται μόνο φευγαλέα στην Ιλιάδα. Αυτά τα συναισθήματα απουσίας και ματαιοδοξίας που βιώνει ο Σεφέρης όλη την προηγούμενη δεκαετία (1930-1940), εκφράζει μέσα από το συγκεκριμένο ποίημα. Το κενό αυτό, όμως, είναι δημιουργικό και ανανεωτικό, καθώς η συνειδητοποίησή του από τον ποιητή, του δίνει ακριβώς τη δυνατότητα να είναι ποιητής.

 

1.3.      Τα βιώματα του Σεφέρη

 

 

Η δεκαετία 1930-1940 είναι καθοριστική για το Γ. Σεφέρη. Τον Αύγουστο του 1931 θα εγκατασταθεί στο Λονδίνο, όπου θα παραμείνει ως το 1934. Η περίοδος αυτή θα

είναι δύσκολη, καθώς ο ποιητής θα βιώσει την απόλυτη μοναξιά, τη θλίψη, τον πόνο, την απουσία, το κενό. Θα νιώσει μέσα του τη φθορά, τον πνευματικό θάνατο. Παραθέτω από τις Μέρες Β΄ (13 Οκτώβρη 1931): «Να σου πω τη μοναξιά μου, να σου πω τόσα και τόσα που με ζαλίζουν κάθε μέρα, και το ανυπόφορο σκύψιμο ενός κορμιού προς το χάος που δε δίνει τίποτε; Πόσες φορές συλλογίστηκα το θάνατο εδώ πέρα. [...] Έχω την εντύπωση πως σκαλίζω μια πέτρα με σουγιά. Και τίποτα, τίποτα που να κόψει μια στιγμή αυτό το βάσανο. Τι θα κάνουμε αν μας πιάσει πανικός;».[6] Κι ένα μήνα περίπου αργότερα, στις 29 Νοέμβρη 1931, γράφει: «Κοιτάζω  τη  ζωή  μου  σαν  ένα  χάος.  [...]  Τι  θα  πουν  όλα  αυτά: χειρονομίες, πονοκέφαλοι, υπηρεσίες, υπερπέραν, κτλ. που δένουνται άκρες μέσες μέσα στο άτομο αυτό που σου γράφει τώρα στις 11 το βράδυ σε μια μεγάλη πολιτεία. Χτίζουν τα παλάτια τους, τα σπίτια τους, φυτεύουν τα περιβόλια τους ̇  από κάτω το έδαφος είναι κούφιο, και τ’ ακούει κανείς».[7]

            Ένα χρόνο περίπου αργότερα, στις 29 Γενάρη 1933, παραμένοντας ακόμη στο Λονδίνο, γεγονός που τον έχει φθείρει πνευματικά και συναισθηματικά, γράφει στις Μέρες Β΄: «Δεν είχα τύχη στους ανθρώπους που αγάπησα, κι όμως ήταν αληθινά εξαιρετικοί, αλλά ήμουν υποχρεωμένος να τους αφήνω μακριά, είτε ολοκληρωτικά είτε ως ένα κάποιο σημείο. [...] Δεν πρόκειται να αγαπήσω ή να μην αγαπήσω τη μοναξιά μου, να συμφιλιωθώ ή όχι με τον τόπο όπου ζω. Και τη μοναξιά μου την αγαπώ και τον τόπο τον βρίσκω χαριτωμένο. Εκείνο όμως που με βασανίζει αφάνταστα είναι ότι έχω φτάσει στο απροχώρητο. Το δικό μου το απροχώρητο το καταλαβαίνω αμέσως: απολιθώνομαι, δε μπορώ να εκφραστώ με σκέψη ή με πράξη. [...] Με αυτά που σου γράφω με πιάνει αηδία για τον εαυτό μου. Αν εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση, θα προσπαθήσω να φύγω όπως όπως. Δεν υπάρχει λόγος να φτάσω στην ανισορροπία. Θα μου πεις, η Αθήνα θα είναι καλύτερη; Αν δεν είναι καλύτερη, θα φύγω και από την Αθήνα. Έχω φτάσει σε μια πολύ επικίνδυνη στροφή. [...] Το βέβαιο μένει ότι η κατάσταση αυτή μου παρουσιάζεται με την όψη ενός απόλυτα ερημωμένου κόσμου. [...] Βέβαια, αν ο σκεπτόμενος εαυτός μου άκουε τον εαυτό  που  γράφει  τώρα,  θα  τού ’λεγε:  Φίλε  μου, τίποτε  δε φαίνεται από  τα πριν∙ βλέπεις  και  προχωρείς  πάνω  στη  δουλειά.  Το  ξέρω, αλλά  έχω  σταματήσει σα να έχει τελειώσει η ζωή μου».[8]

            Πολύ αργότερα, το 1948, στις Δοκιμές Β΄ ο Σεφέρης περιγράφοντας την περίοδο παραμονής του στο Λονδίνο, θα γράψει:  «Ξαφνιζόμουνα δοκιμάζοντας  τη στιφή  γεύση του θανάτου μέσα στην ομίχλη∙ την ένταση της κυκλοφορίας του φόβου μέσα στις αρτηρίες της μεγάλης πολιτείας. Ο θάνατος σ’ εμάς είναι μια ξαφνική λαβωματιά, εδώ είναι ένα αργό δηλητήριο, συλλογιζόμουνα».[9] Στη συνέχεια, το 1936 ο Σεφέρης θα μεταβεί στην Κορυτσά, όπου θα παραμείνει ως υποπρόξενος ως την επόμενη χρονιά.

Ένα μήνα πριν την αναχώρησή του για την Κορυτσά (Οκτώβρης 1936) θα γράψει στην Αθήνα το παρακάτω ποίημα, ενδεικτικό της ψυχικής του κατάστασης:

 «[ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

Τα κάρβουνα μες στην ομίχλη

ήτανε ρόδα ριζωμένα στην καρδιά σου

κι η στάχτη σκέπαζε το πρόσωπό σου

κάθε πρωί.

Μαδώντας ίσκιους από κυπαρίσσια

έφυγες τ’ άλλο καλοκαίρι.]»[10]

Ο Σεφέρης, λοιπόν, βίωσε έντονα συναισθήματα κενού, απουσίας και φθοράς στη διάρκεια της δεκαετίας 1930-1940, γεγονός που αποτυπώνεται έντονα στο υλικό των ημερολογίων του. Η παραμονή του στο Λονδίνο είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ο ποιητής δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με τον κόσμο γύρω του, αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό του. Η επικοινωνία, όμως, με το παρελθόν είναι γι’ αυτόν απίστευτα ζωτική και παρηγορητική και είναι ίσως η μόνη διέξοδος από αυτή την ψυχοφθόρο κατάσταση. Η ανάγκη και η προσπάθειά του αυτή εκφράζεται στο Βασιλιά της Ασίνης.

 

 

 

 

 

 

2.1. Κίχλη (1946): η σύνθεση του ποιήματος

 

 

Η Κίχλη (1946) είναι η κατάληξη μιας μακρόχρονης εμπειρίας, ενός μακρόχρονου προβληματισμού που έχει φτάσει στη στιγμή του απολογισμού του και ταυτόχρονα, η προαναγγελία ενός σημαντικού μέρους από το μετέπειτα έργο του Σεφέρη. Οι ρίζες της ξεκινούν από το Μυθιστόρημα και από το Βασιλιά της Ασίνης και τα κλαδιά της περνούν από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ και φτάνουν ως τα Τρία κρυφά ποιήματα.[11]

Ο ίδιος ο Σεφέρης γράφει για τη σύνθεση του ποιήματος στις Δοκιμές Β΄: «Καταπιάστηκα να συναρμολογήσω εμπειρίες που είχα δοκιμάσει, και κάποτε σημειώσει, από τον Οχτώβρη του ’44, που γύρισα στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή και την Ιταλία. Το βίωμα, καθώς λένε, της Κίχλης, δηλαδή, αρχίζει εκεί που τελειώνει το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄, με τον Τελευταίο Σταθμό.[12]

Η απόπειρα του ποιήματος για το Θεόφιλο θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα ενδιάμεσο βήμα∙ τους στίχους με το αίμα και τα παιδιά του Οιδίποδα θα τους συναντήσουμε, με την ίδια συναισθηματική διάθεση, και στην Κίχλη. Παραθέτω μια στροφή του ποιήματος (για το Θεόφιλο) από τις Μέρες Ε΄ (Σάββατο, Δεκέμβρης 1945):

«Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη.

Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος από τον άλλο.

Τον ένα χρόνο η Πάργα, τον άλλο οι Συρακούσες

κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία

γεμάτα ανθρώπους σακατεμένους, χωρίς πνοή

και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο

και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα  

και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά».[13]

            «Το περιβάλλον του Πόρου, οι πρώτες μου εκείνες διακοπές ύστερα από οχτώ χρόνια», όπως σημειώνει ο ίδιος στις Δοκιμές Β΄, «μου έδωσαν διάφορα συναισθήματα... Εξ άλλου, η «Γαλήνη», το βικτοριανό εκείνο σπίτι, κόκκινο Πομπηίας, μου έδωσε για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, το αίσθημα του στερεού σπιτιού, όχι της προσωρινής κατασκήνωσης».[14] Η παραμονή του, λοιπόν, στον Πόρο του γεννά αισθήματα ασφάλειας και τον ωθεί να εκφράσει όλα όσα κρύβει μέσα του.

Στις 2 Οκτωβρίου σε μια βόλτα με τη βάρκα λίγο έξω από την ακτή ο ποιητής θα δει την «Κίχλη», το βουλιαγμένο καραβάκι που έκανε κάποτε τα θελήματα του Ναυτικού Προγυμναστηρίου του Πόρου. Το τελικό στάδιο της σύνθεσης του ποιήματος αρχίζει στις 22 και τελειώνει στις 31 Οκτωβρίου.

            Ο Σεφέρης γράφει για την παραμονή του στον Πόρο και τη συγγραφή του ποιήματος στις Μέρες Ε΄: «Ίσως να είναι και ο Πόρος. Εδώ το καθετί μοιάζει να μην περνά, να στοιχειώνει κάπως. Φαντάζομαι δεν μπορεί να κρατήσει κανείς για πολύ καιρό αυτή την κατάσταση. Είναι το νησί της Καλυψώς∙ πρέπει να πάρεις την απόφαση να το αφήσεις κάποτε για την Ιθάκη, την πέτρινη».[15] Και συμπληρώνει: «Το ποίημα που γράφω από την προπερασμένη Τρίτη, με απότομες αναλαμπές και πτώσεις, σαν το τζάκι μας που καίει χλωρά ξύλα, με κουράζει κάποτε».[16]

Ωστόσο, και το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτώβρη είναι εξίσου σημαντικό, γιατί είναι φανερό πως τότε ο Σεφέρης αποφασίζει να δώσει στην Κίχλη την τελική μορφή της με τη χρησιμοποίηση του ομηρικού μύθου. Η προετοιμασία της Κίχλης γίνεται από τις 7 Οκτωβρίου με το ποίημα Νότες για ένα ποίημα, όπου ο Σεφέρης κάνει λόγο για αγάλματα, άσπρες ληκύθους, προσωπίδες, όμως οι ιδέες αυτές είναι ακόμη ρευστές. Θα παγιωθούν σε λίγο στην Κίχλη.

 

 

 

 

 

 

 

 

2.2.      Η επιγραφή

 

 

            Η «Κίχλη» παρουσιάζεται με μια επιγραφή:

«Δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπης εφήμερον σπέρμα,

τι με βιάζεσθε λέγειν, ά υμιν άρειον μή γνωναι». (Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟ ΜΙΔΑ)

Μετάφραση: «Μοίρας βαριάς και ριζικού ασήκωτου φύτρα εφήμερη, γιατί με βιάζετε να πω όσα καλύτερο θα ήταν να μη ξέρετε;» (Μαρωνίτης, 1975).

Τα λόγια αυτά, που είχαν κάνει εντύπωση στο Σεφέρη ήδη το 1929,[17] είναι παρμένα από τον Πλούταρχο. Είναι μια φράση βαρύθυμη και σκοτεινού τόνου, που μας προϊδεάζει για όσα θα ακολουθήσουν στο Α΄ μέρος του ποιήματος.

 

2.3.      Α΄ μέρος: «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα»

 

 

Στο Α΄ μέρος του ποιήματος ο Σεφέρης βιώνει έντονα συναισθήματα στέρησης, εγκατάλειψης και κενού, η συνειδητοποίηση των οποίων θα τον οδηγήσει σταδιακά στην προσέγγιση του φωτός στο Γ΄ μέρος. «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» δεν εμφανίζεται εδώ παρά σαν υπότιτλος. Το σπίτι δεν υπάρχει. Το οραματιζόμενο σπίτι θα γίνει χειροπιαστή πραγματικότητα, κατανικώντας όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία στέρησης, στο Γ΄ μέρος, «Το φως», στο τέλος του έργου, σαν χώρος ευδαιμονίας («ευτοπίας») όπου έρχεται σαν φανταστικό, συγκινησιακό επακόλουθο του φωτός. Τα σπίτια για τα οποία γίνεται λόγος στην αρχή του Α΄ μέρους αναφέρονται σε σχέση με τους πολέμους. Άλλωστε, από τα παιδικά του χρόνια ο Σεφέρης γνώρισε χαλασμούς και ξενιτεμούς σε συνδυασμό με τους πολέμους.[18]

                Κυριαρχεί στο Α΄ μέρος μια κατάσταση εγκατάλειψης και απομόνωσης ενός ανθρώπου  που δεν  του  έχει  μείνει  τίποτε  άλλο  δικό  του, που έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια και έχει βουλιάξει στην απάθεια και την αδιαφορία του. Η  «βραδινή  αράχνη»,  που  καραδοκεί   ανενόχλητη   ενώ    εκείνος   την   κοιτάζει,  δείχνει   έλλειψη  βούλησης, καθολική εγκατάλειψη  των δυνάμεων,  ανικανότητα  να  αντισταθεί  στην  κατάθλιψη. Ο  Σεφέρης δηλώνει ότι κάτω από τη σκάλα βρίσκονται οι «νεκροί». Το «κοιμήθηκαν» είναι φυσικά το κοινό ευφημιστικό ομόλογο του «πέθαναν». Πρόκειται για τους «μέτριους» συντρόφους, για όσους «λιγόστεψαν τόσο παράξενα στη ζωή μας» (Ο Βασιλιάς της Ασίνης, στ. 46).[19] Το Α΄ μέρος, λοιπόν, περιγράφει την κατάσταση εγκατάλειψης και κενού στην οποία έχει περιπέσει ο ποιητής και κατ’ επέκταση, ο σύγχρονος άνθρωπος.

 

2.4.      Β΄ μέρος: «Ο ηδονικός Ελπήνωρ»

 

 

Η πορεία προς την φθορά και το θάνατο συνεχίζεται στο Β΄ μέρος του ποιήματος, όπου κυρίαρχο μοτίβο αποτελούν τα αγάλματα (στ. 12-14, 20-21, 26-30, 54-56). Το άγαλμα γενικά είναι ένα «αντικείμενο» πολυσήμαντο στην ποίηση του Σεφέρη και παίζει σημαντικό ρόλο και στο Β΄ μέρος του ποιήματος. Παρά το ασυμβίβαστο με την «αγαλμάτινη ακαμψία», τα αγάλματα εδώ λυγίζουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αντίθετα από την εμφάνισή τους, αυτά είναι ακέραια, ενώ ο άνθρωπος λέει στον εαυτό του «εσύ ’σαι το ρημάδι» (στ. 48). Κυριαρχεί, λοιπόν, εδώ η αντίθεση άφθαρτο άγαλμα-φθαρτό κορμί.[20]

Με το τραγούδι του ραδιοφώνου φτάνουμε σε μια πολύ χαμηλή βαθμίδα, εκεί που η φθορά του απόλυτου και του αυθεντικού έχει πια μαζικά συντελεστεί. Στη συνέχεια, ακούγονται τα λόγια του δελτίου ειδήσεων, που φαίνονται φοβερά ανεπαρκή μπρος στο τραγικό μεγαλείο των γεγονότων, που είναι καταστροφής και θανάτου. Η σύνθετη λέξη «ψυχαμοιβός» (παραλλαγή του «χρυσαμοιβός» του Ευρυπίδη), με την οποία επιλέγει να κλείσει το Β΄ μέρος ο Σεφέρης, στηρίζεται κι αυτή σε μια έννοια φθοράς: ο πόλεμος «αλλάζει τις ψυχές», με την έννοια ότι τις αλλοιώνει.[21] Ο ποιητής εδώ περιγράφει με απίστευτα παραστατικό τρόπο το έσχατο σημείο πτώσης και φθοράς του σύγχρονου ανθρώπου.  Στη  συνέχεια,  όμως,  θα  ξεκινήσει  η  πορεία  προς   το   καθολικό   και   το

διαχρονικό, προς το απόλυτο, έξω από τη φθορά της καθημερινής αναγκαιότητας, την οποία σταδιακά θα διαγράψει ο Σεφέρης και θα μας οδηγήσει στο Γ΄ μέρος.

 

2.5.      Γ΄ μέρος: «Το ναυάγιο της Κίχλης»

 

 

Στο Γ΄ μέρος του ποιήματος ο ποιητής βρίσκεται στον Πόρο. Κάτω από την ακίνητη επιφάνεια της θάλασσας ξεχωρίζει το καράβι που κείτεται πλαγιασμένο στο βυθό. Το «μικρό ναυάγιο» είναι ένα αντικείμενο νεκρό που συνειρμικά τον οδηγεί στους πεθαμένους. Καθώς βρίσκεται απορροφημένος από το θέαμα, του έρχονται στο νου φωνές ανθρώπων αγαπημένων και οικείων, ανθρώπων που θυμάται με τρυφερότητα, που ξέχασε και τώρα ξαφνιάζεται που του έρχονται στο νου. Παραθέτω τους στίχους 12-16 (Γ΄, Το ναυάγιο της Κίχλης):

«Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους

ακολουθήσαν∙ ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι

που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό∙

θά ’λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα∙

ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω».[22]

Στο Γ΄ της Κίχλης ο ποιητής θέλοντας να ξεφύγει από την κατάσταση φθοράς και κενού στην οποία είχε περιπέσει και να προχωρήσει, ζητά βοήθεια από τους νεκρούς. Προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί η επικοινωνία με τους νεκρούς είναι το κατάλληλο τοπίο κι έτσι στο ποίημα δημιουργούνται οι ευνοϊκές συνθήκες, ώστε ο ποιητής να πραγματοποιήσει τη νεκυιομαντεία του. Υπάρχει το κατάλληλο τοπίο, ο κόλπος του Πόρου με τη γαλήνια θάλασσα, που κάτω από την επιφάνειά της αφήνει να μισοφαίνεται το μεσολαβητικό ναυάγιο∙ υπάρχει και ο παράγοντας «πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω».[23]

Ο  Σεφέρης  από  νέος  διαπίστωνε  με πίκρα  την απουσία  ανθρώπων  πιο  ώριμων

απ’ αυτόν, από τους οποίους θα μπορούσε να βρει συμπαράσταση πατρική και οδηγίες για να προχωρήσει στο έργο του. Ήταν μια στέρηση που τον πονούσε. Δεν ήταν καθόλου υπερήφανος, όταν διαπίστωνε ότι ήταν «αυτοδίδακτος». Μην μπορώντας να βρει βοήθεια από τους ζωντανούς την αναζητούσε από τους γέρους που είχανε λείψει από τη ζωή. Το 1931, στο ποίημα Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο, διαπίστωνε: «Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν» (στ. 22).

Ο Σεφέρης διαπιστώνει ότι η επικοινωνία με τους πεθαμένους, ανεξάρτητα αν το επιδιώκουμε για να αντλήσουμε δύναμη από αυτούς ή αν μας σπρώχνει ένα συναίσθημα συμπόνοιας (όπως στο Βασιλιά της Ασίνης), συντελείται με τη μεσολάβηση του τοπίου. Το ατομικό υπαρξιακό πρόβλημα, που συνδυάζεται με το συναίσθημα της δίκαιης πράξης, μόνο στο «Φως» αλλάζει διαστάσεις και από ατομικό μετατρέπεται σε γενικότερο, που αφορά την ανθρωπότητα.[24]

«Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια

πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,

σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως

μ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,

καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες

πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια∙

ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά

προς τα χαλίκια του βυθού

οι άσπρες λήκυθοι».[25] (Γ΄, 47-55)

Τα παιδιά που καταποντίζονται στη θάλασσα (η οποία εδώ ταυτίζεται με το θάνατο), αποτελεί συνειρμό που οδηγεί στα κατ’ εξοχήν αλληλοσπαρασσόμενα αδέρφια, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη και στον πατέρα τους, τον «γέροντα ικέτη» (στ. 59). Τα δύο  παιδιά  του  Οιδίποδα  είναι  ανοιχτή  αναφορά  στο  αδελφοκτόνο  μίσος  και   κατά

προέκταση στον εμφύλιο πόλεμο.

Σταθερή συνιστώσα παραμένει πάντοτε η προοπτική που ανοίγει ο κόσμος της θάλασσας, η οποία συμβολίζει το μόνιμο πεδίο αναζήτησης μιας υπερβατικής πραγματικότητας.[26] Η θάλασσα, λοιπόν, είναι αυτή που θα δείξει στο Σεφέρη το δρόμο προς το Απόλυτο, ακριβώς όπως και στην ποίηση του T. S. Eliot η θάλασσα συμβολίζει τον απόλυτο χρόνο (The Dry Salvages, σ. 28).

Με την πορεία του Σεφέρη προς το φως και τη στιγμή της αποκάλυψης φαίνεται να συνδέεται και το «ξύλο», που το φάντασμα του Ελπήνορα –στην αρχή του τρίτου μέρους– προσφέρει στον Οδυσσέα:

«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου

τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες

σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω∙

δες, είναι ξύλο λεμονιάς...».[27]

Αυτό το κλωνάρι, που το συναντάμε σε τόσα σκοτεινά σημεία των μύθων και που, σύμφωνα με τ’ αρχαία έθιμα ταφής, προσφερόταν στους νεκρούς για να φιλάει το σώμα τους ή να συνοδεύει την ελευθερωμένη ψυχή τους, συμβολίζει την ενότητα της ζωής και τη δύναμη της αυτοανανέωσης μέσα από την πίστη, χάρη στην οποία ο μυθικός ήρωας διασχίζει το σκοτάδι του θανάτου για να ξαναβρεί το δρόμο για τη ζωή.[28]

Το τελευταίο κομμάτι του Γ΄ μέρους, η έξοδος της Κίχλης, παρουσιάζεται μ’ έναν τόνο εντελώς διαφορετικό από εκείνον του υπόλοιπου ποιήματος. Τη βαριά μελαγχολική ατμόσφαιρα διαδέχεται ξαφνικά ένα λυρικό ξέσπασμα. Παραθέτω τους στίχους 75-81:

«Και είσαι

σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά

τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα,

γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά

και το τιτίβισμα των πουλιών

θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου από το φως της μέρας
πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια».[29]

Σπίτι και φως συμβολίζουν εδώ τη μοναδική στιγμή, όταν η ψυχή του ανθρώπου, λυτρωμένη από κάθε τυφλωτικό διχασμό, θ’ αντικρίσει το νόημά της και το νόημα των πραγμάτων.[30] Ο άνθρωπος, λοιπόν, αφού διαγράψει αυτή τη λυτρωτική πορεία, θα οδηγηθεί στη θέαση του φωτός που υπάρχει βαθιά μέσα του, θα προσεγγίσει δηλαδή την απόλυτη αλήθεια. 

            Μετά από όλες τις φωνές και μετά από τα τζιτζίκια που ακούονται στο τέλος, έρχεται απότομα η απόλυτη σιωπή, που είναι συνδυασμένη με το άδειασμα του φωτός από τα μάτια και με τη θέα της θάλασσας που θ’ αδειάσει.

 

 

2.6.      Η σύνδεση των τριών μερών του ποιήματος

 

 

 

Η Κίχλη έχει γραφεί με το σχέδιο μιας μουσικής αναλογίας κι αυτό φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται τα θέματά της. Το Α΄ μέρος, το εισαγωγικό, είναι μια ανάπτυξη των διαθέσεων της μνήμης∙ αναμνήσεις του σπιτιού, αναμνήσεις του πεθαμένου συντρόφου (του Ελπήνορα), αναμνήσεις της ηδονής (Κίρκη).  Στο Β΄ μέρος η ανάμνηση έχει ζωντανέψει από τα δύο πρόσωπα που είχαν παρουσιαστεί στους τελευταίους στίχους του Α΄, σε μια ανάπτυξη του θέματος της ηδονής, σε σχέση με τα θέματα  του  χρόνου,  της  τυραννίας  της  μνήμης  και  της  φθοράς.[31] Όπως  το  Α΄ μέρος τελειώνει μ’ «εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα», έτσι και το Β΄ κλείνει με τον αντίλαλο του τρόμου και της καταστροφής (τραγούδι του «Ραδιοφώνου»). Το Γ΄ μέρος συνδέεται με το Β΄ με την επανεμφάνιση, στους πρώτους του στίχους, του Ελπήνορα.[32]

Στα δύο πρώτα μέρη του ποιήματος υπάρχουν μερικές όψεις της πραγματικότητας της ζωής, ίσως βασικές για το συγγραφέα∙ υπάρχει μια σιγανή πορεία προς τη νέκυια: μνήμη, νοσταλγία, ερωτισμός, φθορά, πόλεμος, καταστροφή∙ το υλικό που ζούμε. Στην αρχή τα σπίτια παίζουν με τον ήλιο σαν τα μωρά, σαν την ουρά της σουσουράδας∙ έπειτα, πολλοί φωτισμοί κλειστού χώρου, κλειστών ανθρώπων. Τ’ ανοιχτά παράθυρα και το φοβερό χείμαρρο του φωτός, θα τα βρούμε στους τελευταίους στίχους του ποιήματος. Ωστόσο, οι κλειστοί αυτοί φωτισμοί έχουν αντιθέσεις και αντιστοιχίες που παραπέμπουν στο Γ΄ μέρος.[33]

Για το Σεφέρη το κενό που νιώθει ο άνθρωπος είναι οδηγητικό. Ο ίδιος τονίζει πως «το χαμήλωμα, η κάθοδος αυτή, γίνεται», στο Γ΄ μέρος του ποιήματος, «προοδευτικό δυνάμωμα και ανάδυση. Ορμηνεμένος από την Κίρκη, ο Οδυσσέας πάει να ρωτήσει τους νεκρούς για να βρει το δρόμο του γυρισμού. Κάποτε αυτά τα παλιά κείμενα κρύβουν ατόφια γνώση. Για κοίταξε: η Κίρκη, οι αισθήσεις του κορμιού, η ηδονή, μας στέλνει στον άλλο κόσμο, στους νεκρούς, για να μας δείξουν το νόστο».[34] Το ποίημα, λοιπόν, φαίνεται να διαγράφει μια εξελικτική πορεία, που ξεκινά από την κάθοδο και την πτώση και οδηγεί προοδευτικά στην Αλήθεια και την Απόλυτη γνώση.

Σχετικά με τις φωνές που ακούει ο Σεφέρης στο Γ΄ της Κίχλης, του Σωκράτη αλλά και του άλλου προσώπου που του μιλά με τρυφερότητα στην αρχή και που δε μας λέει σε ποιον ανήκει (πιθανότατα όμως είναι η φωνή του Ελπήνορα), μπορούμε να διαπιστώσουμε  ότι  από  συγκινησιακή  άποψη  είναι  φωνές  έντονες  παρά  τη συντομία

τους,  έκφραση  αυθεντικών  συναισθημάτων  και  σκέψεων.  Είναι  το  αντίθετο  από  τις

φλύαρες και φτηνές φωνές που ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να υποστεί στο Β΄ μέρος. Οι φωνές του Β΄ είναι οι φωνές από τις οποίες θέλει να ελευθερωθεί, οι φωνές των «μέτριων» ανθρώπων, φωνές της φθοράς. Οι φωνές του Γ΄ είναι οι φωνές της αυθεντικής ζωής, αυτές από τις οποίες ζητεί βοήθεια.[35]

 

2.7.      Τα κύρια πρόσωπα του ποιήματος

         

2.7.1. Η Κίρκη

 

Η Κίρκη στο ποίημα δεν είναι θεά ούτε μάγισσα, είναι ένα σύμβολο ηδονής, συμβολίζει τον υλικό κόσμο. Ενώ ο Οδυσσέας αρχικά απολάμβανε τις ανέσεις που αυτή του προσέφερε, τώρα αντιδρά, αφού συνειδητοποιεί πως η ηδονή που αυτή του προσφέρει είναι η άλλη όψη της φθοράς. Η Κίρκη

«... ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει

εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα» (Α΄ μέρος, στ. 38-39),

χωρίς να βλέπει τους νεκρούς του. Σταδιακά οι ανέσεις αυτού του σπιτιού αρχίζουν να τον βαραίνουν. Το Α΄ μέρος τελειώνει με μια μνήμη των απογυμνωμένων, των πικραμένων, των πεισματωμένων σπιτιών.

 

2.7.2. Ο Οδυσσέας και ο Ελπήνωρ

 

            Ο σωματικός θάνατος του Ελπήνορα ήταν η κατάληξη του πνευματικού του θανάτου. Ο τρόπος που σκοτώθηκε («αθέσφατος οίνος», λ 61) μας δείχνει πως ο Ελπήνωρ δεν ήξερε να κυβερνήσει τις σαρκικές ορμές του. Εμφανίζεται είτε σαν ατομικός   είτε    σαν   ομαδικός   χαρακτήρας.  Αναφορές   σ’  αυτόν  υπάρχουν   και   σε

προηγούμενες συλλογές: οι «ανίδεοι και χορτάτοι» που φάγανε τα γελάδια του Ήλιου είναι Ελπήνορες (Στροφή), το ίδιο και οι «Αργοναύτες», υποταγμένοι και σιωπηλοί (Μυθιστόρημα). Ο Ελπήνωρ, λοιπόν, είναι ο καθημερινός άνθρωπος, που έχει παρασυρθεί από τις υλικές απολαύσεις και τις σαρκικές ηδονές και οδηγείται σταθερά στον πνευματικό θάνατο, που αναπόφευκτα θα του φέρει και το σωματικό. Ο ίδιος ο Σεφέρης γράφει γι’ αυτόν: «Κάποτε έχω συμπόνοια για δαύτον, όπως έλεγα, όμως πιο συχνά έχω μεγάλη αντιδικία για τα μαλακά πράγματα που αντιπροσωπεύει και που νιώθουμε γύρω μας σαν τα στεκάμενα νερά».[36]

Αντιθέτως, ο Οδυσσέας μέσα από το δρόμο της υπέρτατης δικαιοσύνης  μπορεί τελικά να ατενίσει το δρόμο της επιστροφής, το δρόμο προς το φως. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει μία αποδέσμευση από τον κόσμο του αισθητού γίγνεσθαι και της απατηλής γνώσης των φαινομένων.[37] Ο Οδυσσέας, λοιπόν, αποτελεί την πρόταση του ποιητή, το πρότυπο για το σύγχρονο άνθρωπο, που πρέπει να βρει μέσα του τη δύναμη να αποδεσμευτεί από τις υλικές απολαύσεις και να διαγράψει την πορεία προς το φως.

Ο Ελπήνωρ και ο Οδυσσέας συμβολίζουν τις δύο αντίμαχες όψεις της ψυχής του ανθρώπου. Ο νόστος της μιας είναι για το χοιροστάσιο της Κίρκης∙ ο νόστος της άλλης είναι για το σπίτι, για το φως. Ο Σεφέρης δε συμφωνεί με το δυϊσμό που υποστηρίζει πως ο υλικός και ο πνευματικός κόσμος είναι δύο κόσμοι χωριστοί ο ένας από τον άλλο, αλλά πιστεύει πως το σώμα και η ψυχή αποτελούν μια ενιαία και αδιάσπαστη πραγματικότητα.

Η ευδαιμονία, η ολοκλήρωση του ανθρώπου, εξαρτάται από τη δύναμη της θέλησής του, από το πόσο είναι ικανός να εξισορροπήσει τις αντίρροπες δυνάμεις μέσα του σε μια δημιουργική αρμονία.[38]

Όπως γράφει και ο ίδιος ο Σεφέρης, «η κακή θέληση κυβερνάει τον Ελπήνορα και τον ρίχνει στο σκοτάδι. Η καλή θέληση οδηγεί τον Οδυσσέα στο φως. Από τη σωστή λειτουργία  της   θέλησης  εξαρτάται   η  ευτυχία   του   ατόμου   και  κατ’ επέκταση,  της

ανθρωπότητας». Στο δικό μας χέρι είναι λοιπόν αν θα επιλέξουμε να είμαστε Οδυσσέας ή Ελπήνωρ.[39]

«Ο ηδονικός Ελπήνωρ» και «Το Ραδιόφωνο» είναι δύο επεισόδια καθημερινότητας και φθοράς συναισθημάτων, για τα οποία ο ποιητής δεν ευθύνεται, αφού τα παραθέτει, τάχα, σαν ακούσιος μάρτυρας. Το έργο ξεκινά με μνήμες και εφιαλτικά βιώματα δικής του φθοράς (Α΄) και καταδύεται στο «βάθος» της πνιγερής ευτέλειας και της φθοράς των άλλων με δύο αναβαθμούς προς τα κάτω («Το Ραδιόφωνο» προχωρεί ακόμη πιο κάτω από τον «Ηδονικό Ελπήνορα»), ώστε να ανέβει ύστερα στο «ύψος» της αυτοσυνείδησης και στο «φως» που νικά τη φθορά.[40] Είναι φανερό πως ο Σεφέρης στο ποιήμά του ακολουθεί μια πορεία πτώσης, ευτέλειας, καθημερινότητας και φθοράς (Α΄ και Β΄ μέρος), αποτυπώνοντας τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου και καταλήγει στο Γ΄ μέρος στην πρότασή του, προκειμένου να βγούμε από αυτό το «βούρκο» και να αναδυθούμε στον κόσμο της Αλήθειας και της Γνώσης.

 

2.7.3.   Ο Σωκράτης

 

Στο Βασιλιά της Ασίνης ο Σεφέρης είχε μνημονεύσει «εκείνους που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας» (στ. 46). Αλλά η φωνή που έχει περισσότερη σημασία για τον ποιητή είναι η φωνή του Σωκράτη, του δίκαιου, που τον εγκαρδιώνει με το παράδειγμά του. Χαρακτηριστικοί  είναι οι στίχοι 23-24 (Γ΄, Το ναυάγιο της Κίχλης), οι οποίοι αποτελούν και το τέλος της Απολογίας:

«Το θάνατο τον προτιμώ∙

ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».[41]

Κύριο πρόσωπο της νεκυιομαντείας στην Κίχλη είναι ο Σωκράτης. Από όλη τη διδαχή του Σωκράτη, ο Σεφέρης, την κρίσιμη τούτη στιγμή, συγκρατεί τα λόγια της απολογίας: «Ο Σωκράτης δεν έχει τίποτε άλλο να πει παρά τα λόγια που απολογήθηκε στους κριτές του. Δείχνει το νόστο, μνημονεύοντας τον ίδιο του το θάνατο, το θάνατο του ανθρώπου που προτιμά ν’ αδικηθεί παρά ν’ αδικήσει».[42]

            Η παράθεση στο ποίημα φράσεων από την Απολογία, όπου ο Σωκράτης δηλώνει πως η τελειοποίηση της ψυχής είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό από κάθε εφήμερο αγαθό, δίνει στο νόημα της δικαιοσύνης του Σεφέρη ένα δυνατό πλατωνικό χρώμα. Στη νέκυια του Σεφέρη ο ομηρικός Τειρεσίας έχει αντικατασταθεί από το Σωκράτη. Στη θέση του μάντη μιλάει τώρα ο σοφός, ο άνθρωπος που έφτασε στον υψηλότερο βαθμό αυτογνωσίας και που πλήρωσε με θάνατο την εμμονή του στον ορθό τρόπο ζωής.[43] Ο Σωκράτης, λοιπόν, προβάλλεται στο έργο του Σεφέρη ως το απόλυτο πρότυπο ζωής, που με τη στάση του μας ανοίγει το δρόμο για την προσέγγιση της Αλήθειας.

 

 

2.8.      Το μήνυμα της Κίχλης

 

Η Κίχλη μας δείχνει, καλύτερα από κάθε άλλο ποίημα του Σεφέρη, την πίστη του στην προσωπική ευθύνη. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει και την ανάγκη, τους περιορισμούς που η μοίρα επιβάλλει.[44]

Η Κίχλη δεν είναι το ποίημα του εμφυλίου πολέμου, όπως φάνηκε ότι θα μπορούσε να είναι στην αρχή. Η βαθμιαία μετάβαση από την περιγραφή σύγχρονων επεισοδίων σε μια συμβολική έκφραση δείχνει πως ο Σεφέρης ενδιαφέρεται κυρίως για το πνευματικό νόημα  των  γεγονότων.  Η  Κίχλη  περιέχει  πολλή  από  την  εμπειρία  των  χρόνων   της

συγγραφής της, όμως πάει πέρα από αυτήν. Αυτό δε σημαίνει ότι το ποίημα αποκόβεται από την άμεση πραγματικότητα. Ο Σεφέρης μυθοποιεί το παρόν, όμως ταυτόχρονα το κρατάει ζωντανό μπροστά μας, αποκαλύπτοντας μέσα από αυτή τη μυθοποίηση τα σημαντικότερα στοιχεία του, εκείνα που αποτελούν κοινή κληρονομιά της ανθρώπινης μοίρας.[45]

Ο Σεφέρης εκφράζει το φόβο του για το μέλλον του ανθρώπου και το δικό του, καθώς τα περασμένα τού προκαλούν συχνά φρίκη, κάνει όμως στον Πόρο έναν απολογισμό. Το συναίσθημα λύτρωσης που δοκιμάζει τελειώνοντας την Κίχλη δεν είναι μονάχα του ευσυνείδητου τεχνίτη που εκτέλεσε καλά τη δουλειά του∙ είναι και του ανθρώπου που μπόρεσε να βρει μια διέξοδο έντιμη, για να απαλλαγεί από ένα πλήθος εμπειρίες συμπυκνωμένες σε μια τέλεια εκφραστική οικονομία.[46]

Το τελικό μήνυμα της Κίχλης αποτυπώνεται στα τελευταία λόγια της Αντίκλειας στον Οδυσσέα (λ 222-224):

«Η ψυχή σαν τ’ όνειρο φτερουγίζει και φεύγει∙

αλλά στρέψε γλήγορα τον πόθο σου στο φως,

κι όλα τούτα μην τα ξεχνάς...».

«Κάτι τέτοιο μου είπε κι εμένα το βουλιαγμένο καραβάκι που έκανε στους καλούς καιρούς τα θελήματα του Προγυμναστηρίου του Πόρου», γράφει ο ίδιος ο Σεφέρης στις Δοκιμές Β΄.[47]  Όταν αναχωρεί από τον Πόρο μετά τη λήξη της άδειάς του και έχει την αίσθηση ότι πηγαίνει  προς  το  άγνωστο  (έχει μέσα  του  μια  δυσάρεστη  αίσθηση  «επαγγελματικής διαθεσιμότητας»), ο Σεφέρης αποκομίζει και ορισμένες “ιδέες” για το φως. Γράφει στις Μέρες Ε΄ (2 Δεκέμβρη 1946): «Κάτι από αυτό εκφράζει Ο Βασιλιάς της Ασίνης, κάτι και η Κίχλη. Αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το εκφράσω ποτέ μου αυτό το βασικό, καθώς αισθάνομαι, αυτό το θεμέλιο της ζωής. Ξέρω πως με το φως πρέπει να ζήσω. Παρακάτω δεν ξέρω∙ δεν ξέρω  αν  θα  τα καταφέρω. Το μόνο που κατάλαβα εδώ είναι ότι κανένα πρόβλημα δε λύεται με το σημειωτό∙ πρέπει να τραβήξεις εμπρός ή να σπάσεις».[48]

Η Κίχλη τελικά αποτελεί έναν αυτοδιαλογισμό για την ανθρώπινη ζωή και τις συνθήκες της και δείχνει πως ο Σεφέρης, όντας σε μια πιο ώριμη ηλικία, κάνει την αυτοκριτική του, βλέπει μέσα του το Φως και αναζητά διεξόδους για να το προσεγγίσει.

 

 

 

 

 

 

 

Thomas Stearns Eliot

 

3.1.      Δυο λόγια για τον ποιητή

 

Ο T. S. Eliot γεννήθηκε στο St Louis του Missouri στις 26 Σεπτεμβρίου του 1888 και άφησε την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο στις 4 Ιανουαρίου του 1965. Μετά τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ, της Οξφόρδης και του Παρισιού εργάστηκε στο Λονδίνο, όπου ίδρυσε και το δικό του φιλοσοφικό και φιλολογικό περιοδικό με τίτλο Criterion. Τον ίδιο καιρό (1922) δημοσίευσε το ποίημα The Waste Land (Η έρημη χώρα), που θεωρήθηκε το σημαντικότερο ποίημα του καιρού του και άσκησε μεγάλη επίδραση στη σύγχρονη ποίηση. Τα κριτικά του δοκίμια εδραίωσαν τη θέση του ανάμεσα στους μεγαλύτερους Άγγλους συγγραφείς της εποχής του. Το σημαντικότερο έργο του είναι η συλλογή του Four Quartets (Τέσσερα Κουαρτέτα), που δημοσιεύτηκε το 1945. Όταν το Νοέμβριο του 1948, σε ηλικία 60 ετών, του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ, είχε ήδη ολοκληρώσει το δημιουργικό του έργο.[49]

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Σεφέρης στις Δοκιμές Α΄, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου «στην Αγγλία ήταν ίσως οι συνθήκες πιο πρόσφορες για να διατυπωθεί η μεταπολεμική απόγνωση με τρόπο αμεσότερα ανθρώπινο. Ο θάνατος δεν είναι πια για τον Έλιοτ ένα προσωπικό συναίσθημα σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι όλα τα θνησιμαία που τον περιστοιχίζουν... Τη στιγμή που η αποσύνθεση απλωνότανε τριγύρω του, (ο Έλιοτ) το ένιωσε και το φώναξε».[50]

Η επίδραση που άσκησε στη σκέψη του Σεφέρη η ποίηση του Eliot εκφράζεται από τον Έλληνα ποιητή στις Δοκιμές Β΄: «Με την ποίηση του Έλιοτ έζησα συχνά ανάμεσα στα 1932 και στα τελευταία τούτα χρόνια (το δοκίμιο γράφεται το 1948) και, μαζί με τα πολλά που του χρωστώ, δεν  είναι η μικρότερη οφειλή μου τα μονοπάτια που μου έδειξε για να γνωρίσω καλύτερα την αγγλική λογοτεχνία και την αγγλική γλώσσα: δώρο σπουδαίο για έναν αυτοδίδακτο σαν εμένα σ’ αυτά τα πράγματα».[51]

3.2.      Η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα

 

3.2.1. Βασικές ιδέες

 

Το σημαντικότερο έργο του Eliot είναι η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα, ένα μήνυμα εσωτερικής εμπειρίας από την Υπερβατική Γνώση για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και τη σχέση της με την αιωνιότητα. Ο Eliot με τη συλλογή αυτή παροτρύνει τον απλό άνθρωπο της εποχής του –αλλά και κάθε εποχής– να αποδεσμευτεί από την καθημερινή πραγματικότητα και να διαγράψει μέσα του την προσωπική του πορεία για να προσεγγίσει την Απόλυτη Γνώση.  Η Απόλυτη Γνώση, όμως, δε μπορεί να γραφεί ούτε να διδαχθεί∙ μπορεί να έχει κάποιος μόνο την άμεση εμπειρία της. Τα Τέσσερα Κουαρτέτα, λοιπόν, είναι μια εξελικτική πορεία προς την Υπέρβαση, που κορυφώνεται στην ένωση με το Απόλυτο.

Η έξοδος από την Έρημη Χώρα (=οδυνηρή πραγματικότητα), που είναι ο τελευταίος σταθμός της οδυνηρής πορείας εξέλιξης για την υπέρβαση κάθε διανοητικής προκατάληψης, πραγματοποιείται με τα Τέσσερα Κουαρτέτα, που είναι η άφιξη σε μια υπέρτατη λυτρωτική εμπειρία. Στην Έρημη Χώρα ο Έλιοτ περιγράφει μια χώρα όπου τα πάντα έχουν φτάσει σ’ ένα τέλος, όπου απέραντη πλήξη έχει γεμίσει όλες τις πηγές της ζωής και κυριαρχεί παντού ξηρασία. Η Έρημη Χώρα είναι μια έκφραση αηδίας για το τεράστιο λάθος της ζωής του ανθρώπου και του σύγχρονου κόσμου. Κι εκεί ακριβώς ο ποιητής παίρνει τη μεγάλη απόφαση: να βρει έναν άλλο κόσμο ή να πεθάνει. Και επιλέγει το πρώτο.

Τα Τέσσερα Κουαρτέτα, αν και είναι σύνθεση διαφορετικών ποιημάτων, εμφανίζονται τελικά σαν ενιαίο ποίημα τεσσάρων ενοτήτων και χαρακτηρίζονται από μια

συνολική κυκλική κίνηση. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι: “In my beginning is my end” («Στην αρχή μου είναι το τέλος μου») και “In my end is my beginning” («Στο τέλος μου είναι η αρχή μου»), οι οποίοι περιέχουν την ιδέα των αλλεπάλληλων κύκλων ζωής και θανάτου. Η άσκηση του ανθρώπου για την κατάκτηση του Απόλυτου γίνεται βάσει τεσσάρων τεχνικών, που ταυτίζονται με τα τέσσερα στοιχεία: τον αέρα, τη γη, το νερό και τη φωτιά.

3.2.2. Ενότητα πρώτη: “Burnt Norton”

 

Ο τίτλος προέρχεται από ένα μοναχικό και εγκαταλελειμμένο αρχοντικό του 14ου αιώνα. Φαίνεται να συμβολίζει την εγκατάλειψη και απάρνηση της πραγματικής εσωτερικής ζωής για την άγονη χώρα της καθημερινότητας, που εξαντλείται στην παροδικότητα.

Το πρώτο ποίημα των Τεσσάρων Κουαρτέτων αναφέρεται στο στοιχείο του αέρα (ζωή στο ύπαιθρο, αέρας που φυσάει) και ξεκινάει με εικόνες αθωότητας, που θυμίζουν την πρωταρχική κατάσταση του ανθρώπου στην αληθινή του φύση, που προσεγγίζει το Απόλυτο, την αιωνιότητα.[52] Ο ποιητής, δηλαδή, μας παρουσιάζει πώς ήταν ο άνθρωπος πριν την πτώση. Στη συνέχεια, εκθέτει μια εικόνα της σημερινής κατάστασης του ανθρώπου. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι:

«Ούτε πληρότητα ούτε κενότητα. Μόνο αναλαμπή

Πάνω στα στραγγισμένα πρόσωπα που ο χρόνος εξουσίασε

Αποσπασμένα απ’ την παραφροσύνη με αφαίρεση

Γεμάτα από φαντασιώσεις κι άδεια από έννοια

Διογκωμένη απάθεια χωρίς συγκέντρωση...» (III, 102-106)

Με την αφαίρεση της αυτοσυγκέντρωσης, λοιπόν, ο ποιητής αποσπάται από την παραφροσύνη της καθημερινής σύγχυσης, εκεί που οι άνθρωποι είναι γεμάτοι φαντασία κι όμως κενοί από αληθινή έννοια, με μια διογκωμένη απάθεια.

Η συνειδητοποίηση αυτής της θλιβερής κατάστασης, την οποία βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, γίνεται αρκετά νωρίς και από το Γ. Σεφέρη στις Μέρες Β΄ (12 Σεπτέμβρη 1931): «Αισθάνομαι τη ζωή μου τρομερά άχρηστη. Πώς θα δικαιολογήσουμε την ύπαρξή μας στη δευτέρα παρουσία; Θυμάσαι; Το κακό είναι που για μας η δευτέρα παρουσία γίνεται κάθε τόσο».[53]

Ο Eliot, αποδεχόμενος την υπάρχουσα κατάσταση, αναρωτιέται:      

«Ο χρόνος κι η καμπάνα έθαψαν τη μέρα,

Το μαύρο σύννεφο παίρνει μακριά τον ήλιο.

Θα γυρίσει σε μας το ηλιοτρόπιο, θα γυρίσει

Σε μας η κληματίδα, θα στρέψει κάτω τους ελικοειδείς βλαστούς

Θ’ αρπαχτεί σ’ εμάς, σφιχτά;   

Παγωνιά

Δάχτυλα του σμίλακα θα τυλιχτούνε

Γύρω μας;...» (IV, 130-137)

Ο χρόνος που περνάει και το σήμαντρο, σύμβολο του επερχόμενου θανάτου, ματαιώνουν τη δυνατότητα να κατορθώσει ο άνθρωπος την υπέρβαση της υλικής ύπαρξης, ενώ το μαύρο σύννεφο, η άγνοια του ανθρώπου, συσκοτίζει το φως της πραγματικής υπερβατικής Γνώσης. Η παγωνιά είναι αρνητικό σύμβολο της κατάστασης του κόσμου. Ο ποιητής αναρωτιέται αν τα δάχτυλα του σμίλακα θα τον τυλίξουν σφιχτά. Ο σμίλακας φαίνεται να είναι σύμβολο θανάτου, γιατί φυτεύεται κοντά σε τάφους, αλλά και  αναγέννησης, αφού είναι αειθαλής. Έτσι, ο  ποιητής  ελπίζει  να ενωθεί με  αυτό το  σύμβολο της αιωνιότητας, να έχει δηλαδή την ικανότητα να ξαναγεννιέται κι ας είναι ενωμένος με το θάνατο, όπως ο σμίλακας που φυτρώνει ανάμεσα στους τάφους.[54]

Διακρίνουμε στον Eliot  μέσα  σ’ αυτή  την  απορία  μια  αίσθηση  ελπίδας,  εφόσον βαθιά μέσα του ονειρεύεται να γυρίσει προς το μέρος του το ηλιοτρόπιο. Αντιθέτως, ο Σεφέρης  στις   αρχές   της   δεκαετίας  1930-1940   αντιμετωπίζει  την   κατάσταση με περισσότερη απαισιοδοξία, εφόσον αισθάνεται ότι όλη αυτή η κατάσταση κενού και φθοράς υπάρχει μόνο για να τον βασανίζει, χωρίς να τον οδηγεί πουθενά. Δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμη ότι το κενό αυτό είναι κενό ανανέωσης και δημιουργίας. Παραθέτω ενδεικτικά από τις Μέρες Β΄ (20 Σεπτέμβρη 1931): «Μπορώ να ξεχωρίσω ορισμένες στιγμές ανυποψίαστης μοναξιάς, έναν ανεξήγητο, χαμένο παράδεισο που άφηκε τα σημάδια του πάνω μας, μόνο για να μας παιδεύουν, χωρίς να μας οδηγούν πουθενά».[55]

 

3.2.3. Ενότητα δεύτερη: “East Coker

 

Το δεύτερο ποίημα της συλλογής είναι το East Coker. Ο τίτλος του προέρχεται από ένα μικρό χωριό στο Somerset, στο ενοριακό παρεκκλήσι του οποίου βρίσκεται τώρα θαμμένη η τέφρα του T. S. Eliot. Χαρακτηριστικοί είναι οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος:

«Στην αρχή μου είναι το τέλος μου. Σε διαδοχή

Σπίτια υψώνονται και πέφτουν, καταρρέουν, επεκτείνονται,

Εξαφανίζονται, καταστρέφονται, αναστηλώνονται ή στη θέση τους

Είναι ένας ανοιχτός αγρός, ή εργοστάσιο, ή παρακαμπτήριος». (I, 1-4)

Το ποίημα αρχίζει με την αναφορά στο στοιχείο της γης (σπίτια, δρόμοι, εργοστάσια). Ο Eliot αναφέρεται στην εξωτερική φθορά για να μας υποβάλλει την ιδέα  της αλλαγής των πάντων και να καταλήξει και στο μετασχηματισμό του ανθρώπου, που προχωρεί στην τελική του ένωση με το Απόλυτο.

Αντίστοιχες σκέψεις που αναφέρονται στο πέρασμα του χρόνου και στο στοιχείο της εξωτερικής φθοράς των πραγμάτων, εκφράζει και ο Σεφέρης στις Μέρες Γ΄ (18 Σεπτέμβρη 1935): «Σκέψη  του  παροδικού  που  σε παραλύει. Σπίτια,  θάνατοι,  χωρισμοί.  Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς: καιρός να σπείρεις, καιρός να θερίσεις, καιρός της θλίψης, καιρός της χαράς, καιρός της αγάπης, καιρός της μοναξιάς. Αν το σκεφτείς έτσι, θα μπορέσεις και στη χαμηλότερη στιγμή να στηριχτείς, γιατί κι αυτή θα ανήκει σ’ έναν από τους καιρούς της ζωής σου».[56]

Αναφερόμενος στον υλικό πολιτισμό και στην απόλυτη κυριαρχία του στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, ο Eliot επισημαίνει τον πνευματικό θάνατο στον οποίο οδηγούμαστε καθημερινά:

«Η γη ολόκληρη είναι το νοσοκομείο μας

Προίκα δοσμένη απ’ τον καταστραμμένο εκατομμυριούχο,

Όπου, αν ευημερήσουμε, θα πεθάνουμε

Από την απόλυτη πατρική φροντίδα,

Που δε θα μας αφήσει, αλλά μας εμποδίζει παντού».   (IV, 154-163)

Ο «καταστραμμένος εκατομμυριούχος» ίσως συμβολίζει τον πολιτισμό, που αν τον δεχτούμε σ’ όλες τις υπερβολές του, θα πρέπει να πεθάνουμε πνευματικά, γιατί αυτός με τον υλιστικό προσανατολισμό του εμποδίζει την πνευματική μας εξέλιξη.

Ο Σεφέρης στο σημείο αυτό συμφωνεί με τον Έλιοτ και στις Δοκιμές Α΄ αναφέρει ότι ο σύγχρονος κόσμος «είναι ένας κόσμος διαλυμένος, άρρωστος και ναρκωμένος, όπου οι αισθήσεις εξατμίζουνται και χάνουν την πραγματικότητά τους, μέσα στο χάος των εντυπώσεων».[57]

Όμως, με τον καταληκτικό στίχο του ποιήματος «... Στο τέλος μου είναι η αρχή μου» (V, 211), ο Έλιοτ μάς υπενθυμίζει ότι ύστερα από το τέλος της ύπαρξής μας, σ’ αυτό το σώμα, θα υπάρξει μια νέα αρχή, που υποβάλλει την έννοια της μετενσάρκωσης.

 

 

3.2.4. Ενότητα τρίτη: “The dry salvages”

 

Ο τίτλος του τρίτου ποιήματος, σύμφωνα με σημείωση του ίδιου του Eliot, προέρχεται από μια ομάδα βράχων μ’ ένα φάρο στ’ ανοιχτά της Μασαχουσέτης. Ο φάρος ίσως συμβολίζει το φως της υπερβατικής Γνώσης που σώζει αυτούς που ταξιδεύουν από τον κίνδυνο του ναυαγίου της ζωής τους. Το ποίημα αναφέρεται στο  στοιχείο του νερού. Ο ποταμός είναι εδώ η ζωή του ανθρώπου, οι δυσκολίες και οι κίνδυνοί της, ενώ η θάλασσα συμβολίζει τον απόλυτο χρόνο.[58] Αναρωτιέται, λοιπόν, ο ποιητής:

«Υπάρχει πουθενά το τέλος του βουβού θρήνου,

Στα φθινοπωρινά λουλούδια που μαραίνονται σιωπηλά

Ρίχνοντας τα πέταλά τους και παραμένοντας ακίνητα∙

Υπάρχει πουθενά ένα τέλος στο παρασυρόμενο ναυάγιο,

Τη δέηση του κόκαλου στην παραλία, την αδέητη

Προσευχή του ευαγγελισμού του ολέθρου»; (II, 51-56)

Η παρομοίωση των φθινοπωρινών λουλουδιών που ρίχνουν τα πέταλά τους και μένουν ακίνητα φαίνεται να συμβολίζει τα γηρατειά και το θάνατο του ανθρώπου, ενώ το παρασυρόμενο ναυάγιο είναι η αποτυχία του να βρει τον πραγματικό σκοπό και προορισμό του και να τον εκπληρώσει. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις καλυτέρευσης του μέλλοντός του όσο είναι εδώ, σ’ αυτή την παρούσα ζωή.

 

 

3.2.5. Ενότητα τέταρτη: “Little Gidding

 

 

Τον τίτλο του ποιήματος τον έχει εμπνευσθεί ο Έλιοτ από το χωριό του Huntingtonshire, Little Gidding, τη θρησκευτική κοινότητα του Nicholas Ferrar, που υπήρξε πραγματικά το 17ο αιώνα μια όαση εξύψωσης του ανθρώπου. Ο ποιητής κάνει αυτή τη μικρή ιδανική πολιτεία, μέσα στο χάος και τη σύγχυση της εξωτερικής ζωής της

εποχής της, σύμβολο της υπέρτατης Γνώσης. Το ποίημα αυτό είναι το πιο σημαντικό από τα τέσσερα και συμβολίζει, με την άνοιξη μέσα στο καταχείμωνο, την υπέρτατη Γνώση που οδηγεί στο Απόλυτο. Το ποίημα αναφέρεται στο στοιχείο της φωτιάς. Παραθέτω ενδεικτικά τους στίχους:

«Αν σκεφτώ ένα βασιλιά στο πέσιμο της νύχτας,

Τρεις, και περισσότερους, ανθρώπους πάνω στο ικρίωμα

Και μερικούς που πέθαναν λησμονημένοι

Σ’ άλλους τόπους, εδώ και σ’ άλλες χώρες,

Κι έναν που πέθανε τυφλός κι ήρεμος,

Γιατί θα έπρεπε να τιμούμε

Τους νεκρούς αυτούς ανθρώπους περισσότερο απ’ αυτούς που τώρα δα                                                                                                                                               πεθαίνουν»; (III, 177-183)

Ο ποιητής αναφέρεται σε διάφορα ιστορικά πρόσωπα, τα οποία, χωρίς να τα ονομάζει, τα χαρακτηρίζει, ανάγοντάς τα έτσι σε τύπους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια κατάσταση ταπείνωσης, που έχει αφαιρέσει την προηγούμενη αίγλη τους και τους έχει αφήσει στην πραγματική τους ανθρώπινη κατάσταση, για να διατυπωθεί στο τέλος το ερώτημα: γιατί θα έπρεπε να τιμούμε αυτούς τους νεκρούς του παρελθόντος περισσότερο απ’ αυτούς που πεθαίνουν τώρα; Όλοι οι άνθρωποι αποδέχονται το καθεστώς του θανάτου και τώρα ανήκουν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, σ’ αυτό.[59] Και συνεχίζει:

«Κάθε φράση και κάθε πρόταση είναι ένα τέλος και μια αρχή,

Κάθε ποίημα ένα επιτύμβιο. Και οποιαδήποτε πράξη

Είναι ένα βήμα στη λαιμητόμο, στη φωτιά, κάτω στο λαρύγγι της θάλασσας

Ή σε μια δυσανάγνωστη πέτρα: κι από κει αρχίζουμε.

Πεθαίνουμε μ’ εκείνους που πεθαίνουν:

Δες, φεύγουν, και πηγαίνουμε μαζί τους.

Γεννιόμαστε με τους νεκρούς:

Κοίτα, επιστρέφουν, και μας φέρνουνε μαζί τους». (V, 226-233)

Κάθε πράξη του ανθρώπου είναι ένα βήμα στη λαιμητόμο, στη φωτιά, στο λαρύγγι της θάλασσας ή σε μια δυσανάγνωστη πέτρα, όλα σύμβολα του θανάτου, που ο ποιητής δεν τον βλέπει εδώ σα τέλος, αλλά σαν αρχή, γιατί αυτό που φαίνεται σα τέλος είναι για τον ποιητή η αρχή ενός νέου κύκλου. Στους στίχους αυτούς ο ποιητής βλέπει το θάνατο και  τη  γέννηση  σαν  έναν  αέναο  κύκλο. Οι  νεκροί  φεύγουν και ξαναγυρίζουν κι εμείς

τους ακολουθούμε μέσα στις ανακυκλώσεις της ιστορίας. Εδώ με τους κύκλους του θανάτου και της γέννησης ο ποιητής αναφέρεται πάλι στη μετενσάρκωση, που σα διαδικασία αλλεπάλληλων κύκλων εξέλιξης δίνει γι’ αυτόν νόημα στην ανθρώπινη περιπέτεια.[60]

 

 

 

 

 

 

3.3.      Σχέση Κίχλης-Τεσσάρων Κουαρτέτων

 

 

Το βιβλίο που βοήθησε το Σεφέρη να δώσει μορφή στην Κίχλη είναι τα Τέσσερα Κουαρτέτα, που ο ποιητής τα ξαναδιάβασε στις 12 Οκτωβρίου (1946). Ο ίδιος γράφει στις Μέρες Ε΄: «Διάβασα, αρχίζοντας τη μέρα μου, τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ [...] –μου φάνηκε πως τα διάβαζα πρώτη φορά∙ πρώτη φορά είχα την εντύπωση αυτού του παλμού (όπως στο 15ο του Beethoven, ακριβέστερα όπως στην «Canzona di Ringraziamento»). Και τούτο ακόμη∙ το θέμα τους είναι ο Χρόνος, όπως ο χρόνος είναι, κατά βάθος, το θέμα της μουσικής».[61]

Τα Τέσσερα Κουαρτέτα γοητεύουν τόσο το Σεφέρη που δε θα ήταν άστοχο να λέγαμε πως η σχέση τους με την Κίχλη είναι ανάλογη μ’ εκείνη του Μυθιστορήματος με την Έρημη Χώρα. Μερικά από τα χαρακτηριστικά τους ενισχύουν στο Σεφέρη ομόλογες τάσεις και τον κάνουν να χρησιμοποιήσει ορισμένα στοιχεία τους. Παραθέτω ενδεικτικά δύο χωρία. Στο East Coker (V, 192-198) ο Eliot γράφει:

«... Καθώς μεγαλώνουμε

Ο κόσμος γίνεται πιο παράξενος, το σχέδιο πιο πολύπλοκο

Από νεκρούς και ζωντανούς. Όχι η έντονη στιγμή

Απομονωμένη, χωρίς πριν και μετά,

Αλλά μια ολόκληρη ζωή που καίει κάθε στιγμή

Κι όχι η ζωή ενός ανθρώπου μόνο

Αλλά από παλιές πέτρες που δε μπορούν ν’ αποκρυπτογραφηθούν».

Και συμπληρώνει ο Σεφέρης στην Κίχλη (Γ΄, 27-30):

«... Καθώς περνούν τα χρόνια

πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν∙

καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,

βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια».

Η επίδραση του Έλιοτ στο Σεφέρη είναι αναμφισβήτητη. Ο κόσμος του Σεφέρη όμως είναι πολύ διαφορετικός από τον κόσμο του Έλιοτ. Επίσης, υπάρχει και μια σημαντική διαφορά στις ιδέες που εκφράζουν τα δύο ποιήματα. Ενώ τα Τέσσερα Κουαρτέτα τελειώνουν με τη διαπίστωση ότι η ψυχή για να ενωθεί με το θείο πρέπει ν’ αποδυθεί την αγάπη της για τα πράγματα του υλικού κόσμου, η Κίχλη επιμένει πως μόνο μέσα από την αγάπη για να πράγματα είναι δυνατή μια παρόμοια ένωση. Στη θεολογική κοσμοθεωρία του Έλιοτ ο Σεφέρης αντιπαραθέτει μια εγκόσμια, σχεδόν απτή, μεταφυσική.

Η αναζήτηση του Σεφέρη, λοιπόν, για την «άλλη ζωή» ακολουθεί διαφορετικό δρόμο από εκείνον του Έλιοτ. Όταν ο Έλιοτ, μετά την Έρημη Χώρα, έστρεψε την προσοχή του στην ανακάλυψη ενός «υψηλότερου κόσμου», η στροφή αυτή δεν είχε σαν αποτέλεσμα ένα αντίκρισμα του κόσμου, μια προσπάθεια πιο στενής επαφής με τον κόσμο. Αντίθετα, κατέληξε σε μια μεγαλύτερη απομάκρυνση, σε μια μεγαλύτερη πνευματική απόσπαση από τον κόσμο. Ο Σεφέρης, όμως, φαίνεται ν’ ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο. Στηρίζοντας τις εικόνες του ολοένα και περισσότερο στη ζωή, στο φυσικό Ελληνικό κόσμο, φαίνεται ότι ψάχνει να ξαναβρεί τις πηγές εκείνες της ζωής που

ο σύγχρονος άνθρωπος κινδυνεύει τόσο πολύ να χάσει.[62]

Ο Σεφέρης παρακινεί τον αναγνώστη να προσπαθήσει να χαρεί την ποίηση του Έλιοτ, τον προτρέπει «να προσπαθήσει να παρακολουθήσει την επίμονη και σίγουρη  άνοδο  του  ποιητή  στην  αναζήτησή  του  της ζωής  ανάμεσα  στα  τόσα  θνησιμαία  που

τον περιστοιχίζουν».[63]

Ο Σεφέρης πιστεύει πως η τέλεια λύτρωση του ανθρώπου μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την εμπειρία των αισθήσεων. Ενώ για τον Έλιοτ ανθρώπινη τελείωση σημαίνει την ανάπτυξη μιας χριστιανικής συνείδησης και την ένωση μ’ ένα υπερβατικό εξωτερικό  κέντρο,  ο  Σεφέρης  με  την  Κίχλη  εννοεί  πως  η  αντίθεση  ανάμεσα  στο χριστιανικό και το μη χριστιανικό τρόπο ζωής είναι λιγότερο σημαντική από την αντίθεση ανάμεσα στην άρνηση της ζωής και την αποδοχή της. Η στάση του συμφωνεί περισσότερο με τη στάση των αρχαίων, για τους οποίους η διάσταση ανάμεσα στις φυσικές και τις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου ήταν ασήμαντη, γιατί και οι δύο ήταν άμεσα συνδεδεμένες με το ρυθμό της φύσης.[64]

Μολαταύτα ο Σεφέρης συμφωνεί με τον Έλιοτ πως η εποχή μας είναι συναισθηματικά κομματιασμένη και χαοτική και πως η αγάπη και η λύτρωση βρίσκονται σήμερα σ’ ένα αδιέξοδο.  Το «χαμένο κέντρο» στην περίπτωση του Σεφέρη δε βρίσκεται στην αόρατη πηγή μιας υπερβατικής πραγματικότητας, αλλά μέσα στην ίδια τη ψυχή του ανθρώπου που καθορίζει τη συμπεριφορά του σώματος την ίδια στιγμή που καθορίζεται απ’ αυτό. Για το Σεφέρη η λύση στο πρόβλημα της ύπαρξης είναι μια υπόθεση προσωπική και η «άλλη ζωή» υπάρχει και μπορεί να βρεθεί πάνω σε αυτή εδώ τη γη.[65]

Καταλήγουμε, λοιπόν, στην παρατήρηση του Philip Sherrard ότι «ίσως και να μην υπάρχουν καθόλου διαφορές, αλλά η αναζήτηση του Eliot προς τα πάνω και του Σεφέρη προς τα κάτω, προς τις πηγές, ν’ ακολουθούν τους δύο δρόμους που είχε στο νου του ο Ηράκλειτος όταν έλεγε: «οδός άνω κάτω μία και ωυτή».[66]

 

 

Επιλογικό σημείωμα

 

Μέσα στην ποίηση του Σεφέρη το όρια ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο δεν είναι πάντοτε διακριτά. Κάποτε δεν ξέρεις αν τα πρόσωπα που μιλούν είναι νεκροί ή ζωντανοί που έχουν εισέλθει, υπνοβάτες, στο βασίλειο των σκιών.[67] Αυτό όμως δεν έχει τελικά μεγάλη σημασία.

Όλη η ποίηση του Σεφέρη, από τα πρώτα γνωστά κείμενά της, είναι ένας αγώνας κατά της φθοράς. Ο ποιητής άλλοτε είχε μισοδεί μια αόρατη γραμμή, που χωρίζει την περιοχή της φθοράς από την άλλη ζωή, την άφθαρτη∙ τώρα η άλλη ζωή, εκείνη που βρίσκεται από την άλλη μεριά της φθοράς, μοιάζει να ταυτίζεται με το «φως». Και ο Σεφέρης, σαν όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών, έζησε με τη βασανιστική απορία για το τι αξίζει η ύπαρξη ενός ανθρώπου. Έζησε το δράμα της φθοράς με τη βεβαιότητα ότι κάπου αλλού πρέπει να υπάρχει το άφθαρτο.[68]

Κλείνω την παρούσα εργασία παραθέτοντας τα λόγια του ίδιου του Γ. Σεφέρη από τις Δοκιμές Α΄: «Η εποχή της αμφιβολίας, της ανησυχίας και της απομόνωσης, φαίνεται να έχει αφήσει πια τη θέση της στην εποχή της ανάγκης. Τι θα βγάλει το πνεύμα από τους θρησκευτικούς αγώνες που προετοιμάζει ο «καιρός των ορθοδοξιών» όπου μπαίνουμε∙ «άδηλον παντί πλήν ει τω θεώ».[69]

Το βασικό μήνυμα που μας μεταδίδει ο Σεφέρης είναι πως ο άνθρωπος που χάνει την ελπίδα του είναι ήδη νεκρός. Πρέπει, λοιπόν, να ζούμε με την ελπίδα, επειδή αυτή μπορεί και μας κρατά στη ζωή. Αν χάσουμε κι αυτή, μας περιμένει ένας πρόωρος ψυχικός θάνατος, ώσπου να ακολουθήσει και ο σωματικός μας θάνατος κάποια χρόνια πιθανόν αργότερα.

Επομένως, κάθε άνθρωπος πρέπει να αναλάβει προσωπικά την ευθύνη για τις επιλογές του και  να είναι έτοιμος  να υποστεί τις συνέπειες αυτών  των επιλογών. Πρέπει

όλοι μας να δώσουμε τον προσωπικό μας αγώνα για να επιτύχουμε την ψυχική μας ισορροπία που θα μας βγάλει από το τέλμα στο οποίο έχουμε περιπέσει –και ίσως βολευτεί–  και να μας οδηγήσει στη Γνώση και την Αλήθεια. Αυτό είναι το διαχρονικό μήνυμα που μεταδίδει τόσο ο Γ. Σεφέρης όσο και ο T. S. Eliot.

Πόσο εύκολο είναι όμως να βρει ο σύγχρονος άνθρωπος την πηγή της απόλυτης γνώσης και της αλήθειας μέσα στην ψυχή του, να βρει το «χαμένο του κέντρο» και να λυτρωθεί από τα πάθη του; Πόσο έτοιμοι είμαστε να απαρνηθούμε τις υλικές απολαύσεις και να αγωνιστούμε για την απόκτηση ανώτερων αγαθών;  Ή όπως αναρωτιέται ο ίδιος ο ποιητής: «θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά»;

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

Αθανασίου Έφη, Θ. Σ. Έλιοτ, Τέσσερα Κουαρτέτα, Ένα μήνυμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, Ίκαρος, Αθήνα 2002

Βαγενάς Νάσος, Ο ποιητής και ο χορευτής· μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, Η γενεαλογία της «Κίχλης», Κέδρος, Αθήνα 1979

Νικολάου Α. Νίκος, Μυθολογία  Γ. Σεφέρη: Από τον Οδυσσέα στον Τεύκρο, Δαίδαλος, Αθήνα 1992

Νικολαρεΐζης Δημήτρης, «Η παρουσία του Ομήρου στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη», Νέα Εστία 42, 1947

Σεφέρης Γιώργος, Μέρες Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1975

______, Μέρες Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1975

______, Μέρες Γ΄, Ίκαρος, Αθήνα 1977

______, Μέρες Ε΄, Ίκαρος, Αθήνα 1977

______, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 31998 (1962)

______, «Εισαγωγή στον Θ. Σ. Έλιοτ», Δοκιμές (πρώτος τόμος 1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 62003 (1981)

______, «Γράμμα σ’ έναν ξένο φίλο», Δοκιμές (δεύτερος τόμος 1948-1971), Ίκαρος, Αθήνα 62003 (1981)

______, «Μια σκηνοθεσία για την ‘Κίχλη’», Δοκιμές (δεύτερος τόμος 1948-1971), Αθήνα 62003 (1981)

Sherrard Philip, «Η ποίηση του T. S. Eliot και του Γ. Σεφέρη: μια αντίθεση», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 5, 1951

Vitti Mario, Φθορά και λόγος· εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Εστία, Αθήνα 1978

______, «Επιφάνεια» και «νεκυιομαντεία» στην ποίηση του Σεφέρη, κύκλος Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1980

 



[1]     Για βιβλιογραφική παραπομπή: Γεωργιάδου Ζωή, Θάνατος και φθορά στο έργο του Γ. Σεφέρη ("Βασιλιάς της Ασίνης" και "Κίχλη") και στα "Τέσσερα Κουαρτέτα" του T. S. Eliot, μεταπτυχιακή εργασία, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνή 2012.

[2]     Νικολαρεΐζης 1947.

[3]     Σεφέρης 31998, 185.

[4]     Σεφέρης 31998, 185-186.

[5]     Vitti 1980.

[6]     Σεφέρης 1975 (Μέρες Β’), 17-18.

[7]     Σεφέρης 1975 (Μέρες Β’), 23.

[8]     Σεφέρης 1975 (Μέρες Β’), 99-100.

[9]     Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 9.

[10]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Γ΄), 34.

[11]   Βαγενάς 1979.

[12]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 31.

[13]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 24.

[14]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 34.

[15]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 75.

[16]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 24

[17]   Σεφέρης 1975 (Μέρες Α΄), 110.

[18]   Vitti 1978, 189-190.

[19]   Vitti 1978, 193-194.

[20]   Vitti 1978, 203.

[21]   Vitti 1978, 206-208.

[22]   Σεφέρης 31998, 226.

[23]   Vitti 1980.

[24]   Vitti 1978, 219.

[25]   Σεφέρης 31998, 228.

[26]   Νικολάου 1992, 96.

[27]   Σεφέρης 31998, 226.

[28]   Βαγενάς 1979.

[29]   Σεφέρης 31998, 229.

[30]   Βαγενάς 1979.

[31]   Βαγενάς 1979.

[32]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 47.

[33]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 48-49.

[34]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 49.

[35]   Vitti 1980.

[36]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 36-37.

[37]   Νικολάου 1992, 89.

[38]   Βαγενάς 1979.

[39]   Βαγενάς 1979.

[40]   Vitti 1978, 184.

[41]   Σεφέρης 31998, 227.

[42]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 53.

[43]   Βαγενάς 1979.

[44]   Βαγενάς 1979.

[45]   Βαγενάς 1979.

[46]   Vitti 1978, 181-182.

[47]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 56.

[48]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 83.

 

[49]   Αθανασίου 2002, 13-14.

[50]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Α΄), 30.

[51]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 9.

[52]   Αθανασίου 2002, 116.

[53]   Σεφέρης 1975 (Μέρες Β΄), 14.

[54]   Αθανασίου 2002, 128.

[55]   Σεφέρης 1975 (Μέρες Β΄), 14.

[56]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Γ΄), 29.

[57]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Α΄), 34-35.

[58]   Αθανασίου 2002, 149.

[59]   Αθανασίου 2002, 186-187.

[60]   Αθανασίου 2002, 191.

[61]   Σεφέρης 1977 (Μέρες Ε΄), 59.

[62]   Sherrard 1951.

[63]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Β΄), 21.

[64]   Βαγενάς 1979.

[65]   Βαγενάς 1979.

[66]   Sherrard 1951.

[67]   Νικολαρεΐζης 1947.

[68]   Vitti 1978, 234.

[69]   Σεφέρης 32003 (Δοκιμές Α΄), 46..

http://www.phil.uoa.gr/fileadmin/phil.uoa.gr/uploads/Tomeas_MNEF/Publications/Aggelatos_pub/Angelatos_articles/Symm.-arithm.13__1997_.pdf

ΑΓΑΘΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ, Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΚΑΙ Η ΓΑΛΗΝΗ ΤΩΝ ΚΥΚΝΩΝ



 *

Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη   [ 6 / 9 ]

Σε συνέχεια της μικρής παράδοσης των χριστουγεννιάτικων αφιερωμάτων του δικτυακού Νέου Πλανόδιου, οι τελευταίες αναρτήσεις της χρονιάς τιμούν τον Γιώργο Σεφέρη, από του οποίου τον θάνατο συμπληρώθηκε εφέτος ήμισυ αιώνος (1971-2021). Από τις 23 Δεκεμβρίου ώς την Πρωτοχρονιά γράφουν διαδοχικά οι Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Γιώργος Κεντρωτής, Κώστας Χατζηαντωνίου, Χρήστος Δ. Αντωνίου, Ανθούλα Δανιήλ, Αγάθη Γεωργιάδου, Καλλιόπη Αβραάμ, Γεωργία Τριανταφυλλίδου και Κώστας Κουτσουρέλης. Τα περισσότερα από τα κείμενα του αφιερώματος ανακοινώθηκαν στην Κύπρο, κατά το πρόσφατο Ε΄ Σεφερικό Συμπόσιο της φιλόξενης Αγίας Νάπας (5-7.11.21), προσφιλούς τόπου του ποιητή.

«Οι κύκνοι με το λευκό, άσπιλο χρώμα τους, στην ποίηση του Σεφέρη έχουν αρνητικά συμφραζόμενα. Η συνειρμική διασύνδεσή τους με το κύκνειο άσμα, ο κυρτός λαιμός τους που μοιάζει με το δρεπάνι του χάρου, η φυσική τους στάση, το λευκό τους χρώμα που σε κάποιες κουλτούρες είναι χρώμα πένθους, αποτυπώνουν τη βαρυθυμία, ίσως και την οργή, του ποιητή στις παρυφές της έκρηξης του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, αφού, ως διπλωμάτης, προέβλεπε πως ο πόλεμος δεν θα αργούσε να γενικευτεί. Και καθώς η ανθρωπότητα σιωπούσε βυθισμένη στη ‘γαλήνη του ύπνου, οι κύκνοι με την παγερή κι αγέρωχη ομορφιά τους μεταμορφώθηκαν με την τέχνη του σε σύμβολα θανάτου». (Α.Γ.)

*

Advertisements
REPORT THIS ADΑΠΟΡΡΗΤΟ

*

ΑΓΑΘΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

Ο Σεφέρης και η γαλήνη των κύκνων

Πουλιά κάθε είδους φιλοξενούνται στους στίχους του Σεφέρη: τσίχλες, παγόνια, γλάροι, δακρυσμένα πουλιά, πουλιά με σπασμένη φτερούγα, άσπρα, μαύρα και κόκκινα περιστέρια, τυφλά περιστέρια, κοράκια και κύκνοι, με ποικίλες σημασιολογικές υποδηλώσεις και συμβολισμούς. Στην ανακοίνωση αυτή θα μας απασχολήσουν οι κύκνοι, στους οποίους αναφέρεται ο ποιητής σε συνάρτηση συνήθως με μια δηλωμένη ή υπονοούμενη «γαλήνη». Ο κύκνος είναι ένα ευρύτατα διαδεδομένο σύμβολο στην παγκόσμια λογοτεχνία, που εκπροσωπεί κυρίως την εσωτερική ομορφιά, την πνευματικότητα, την ποιητικότητα, το φως και την αγνότητα.

Και δεν είναι παράξενο που τα πτηνά αυτά ελκύουν την προσοχή του Σεφέρη με την εξέχουσα ομορφιά τους λόγω –συνήθως– του κατάλευκου χρώματός τους (αν και υπάρχουν και μαύροι κύκνοι), του κυρτού λαιμού τους, της αγέρωχης στάσης τους, του δυναμικού πετάγματός τους και του τελευταίου μελωδικού τραγουδιού τους, του «κύκνειου άσματος»[1].

Οι κύκνοι αναφέρονται σε έξι ποιήματα του Σεφέρη. Δύο αναφορές είναι στον αστερισμό του Κύκνου[2], ενώ οι λοιπές βρίσκονται σε δύο ενότητες του Μυθιστορήματος, Α΄ και Ζ΄ (1935), στο Τετράδιο Γυμνασμάτων, 1928-1937 (1940) στα ποιήματα «Ο κ. Στράτης ο Θαλασσινός – 5. Άντρας» και Επιφάνια, 1937», στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄ (1940) στο ποίημα «Η απόφαση της λησμονιάς» και στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄ (1955) στην «Ελένη», στη μεταφορική έκφραση «για το πούπουλο ενός κύκνου», που μπορεί να υποδεικνύει «το άδειο πουκάμισο», τα κούφια ιδανικά, «τα κίβδηλα και ασήμαντα»[3], λόγω της ελαφρότητας του πούπουλου, ή και να παραπέμπει στη λεπτή ομορφιά της Ελένης. Στην υπόλοιπη ποίηση του Σεφέρη δεν εντόπισα κάποια αναφορά.

Στο Μυθιστόρημα, Α΄ οι κύκνοι με τα «άσπιλα φτερά» «πληγώναν» τον ποιητή και τους «συνταξιδιώτες» του (στ. 12: «Ὅταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατὰ τὸ βοριά, ξένοι / βυθισμένοι μέσα σὲ καταχνιὲς ἀπὸ τ᾿ ἄσπιλα φτερὰ / τῶν κύκνων ποὺ μᾶς πληγώναν».). Το επίθετο «άσπιλος», που σημαίνει άμεμπτος, αψεγάδιαστος κι αγνός, απαντάται μόνο δύο φορές στη σεφερική ποίηση[4]. Και στις δύο περιπτώσεις χαρακτηρίζει τους κύκνους. Για ποιο γνώρισμά τους χαρακτηρίζονται άσπιλοι; Και γιατί, παρά την άψογη ομορφιά τους τα φτερά τους πλήγωναν τον ποιητή και τους συνταξιδιώτες του;

Στην πρώτη στροφή ο αφηγητής και οι συνοδοιπόροι του βρίσκονται σε τοπίο ελληνικό, μεσογειακό, βυθισμένοι για τρία χρόνια[5] σε ενδότερες εναγώνιες αναζητήσεις. Ο «άγγελος» που περίμεναν μάλλον δεν ήρθε[6] και άρχισε η περιπλάνηση[7] με την επιστροφή «στα σπίτια τους» κι έπειτα σε ξένες χώρες, στον ομιχλώδη βορρά και στην ανατολή, όπου τους τρέλαινε o δυνατός αγέρας[8]. Οι κύκνοι με τα αψεγάδιαστα φτερά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους ανήμπορους ταξιδευτές που έχουν ρημαγμένα, τσακισμένα φτερά και τη γεύση της σκουριάς και της αρμύρας στο στόμα. Όπως είναι γνωστό, ο Σεφέρης τέσσερα χρόνια πριν από τη μικρασιατική καταστροφή και δύο μετά βρισκόταν με την οικογένειά του στο Παρίσι και αμέσως μετά για ένα χρόνο στο Λονδίνο (1924-1925), όπου το κλίμα τον «αποξενώνει», συναίσθημα που μετατίθεται στην ψυχρή και περήφανη ομορφιά των κύκνων. Αν το βιωματικό υλικό έχει κάποια σημασία, ο ποιητής δεν φαίνεται να συμπαθούσε τους κύκνους, γιατί τους έβλεπε ως περήφανα και «περισπούδαστα» πτηνά. Στις Μέρες Β΄ [9], όταν βρισκόταν στο Λονδίνο το 1933, μετά από ένα περίπατο στην παγωμένη λίμνη Serpent στο Hyde Park («Φιδωτή» την ονομάζει), ειρωνεύεται τους κύκνους χαρακτηρίζοντάς τους ως «εγγράμματους λογοτέχνες»: «[…] Τους σιχάθηκα πια ολότελα (τους κύκνους). Πρέπει να τους δεις στρογγυλοκαθισμένους πάνω στην επιφάνεια του πάγου, μ’ όλη τους τη σκάφη ξέσκεπη, ακίνητοι και περήφανοι, και ηλίθιοι σαν wedding cake, ή σαν απολιθωμένα «αυγά στον καναπέ». Μόνο το μονογυάλι τους έλειπε, για να μοιάζουν κοσμικό Αθηναίο διανοούμενο. Κι ένα ύφος καταφατικό, βέβαιο για το σύμπαν, σαν να σου έλεγαν: ‘‘Εμείς, κύριε, που μας βλέπεις να σωπαίνουμε, χμ! αναπτύσσουμε την προσωπικότητά μας. Είμαστε σίγουροι, μα απολύτως σίγουροι, πως θα τραγουδήσουμε προτού παραδώσουμε το άφταστο πνεύμα μας!’’ Α, να χαθούν!».

Στην ενότητα Ζ΄ του Μυθιστορήματος (Νοτιάς) τα φτερά του κύκνου συνδέονται με τη «γαλήνη» που αισθάνεται το ποιητικό υποκείμενο, όταν το «άστρο της αυγής» (η Αφροδίτη) οδεύει προς τη δύση και οι μνήμες από το παρελθόν το κατακλύζουν. Οι ώρες τους ήταν τότε «πιο γλυκιές από το λάδι στην πληγή» και «πιο γαλήνιες από τα φτερά του κύκνου» (στ. 12). Η αναφορά στα γαλήνια φτερά τους αποπνέει το συναίσθημα μιας ήρεμης θλίψης και μιας ακίνητης, μαρμαρωμένης στον χρόνο, νοσταλγίας. Γενικά, στο Μυθιστόρημα η γαλήνη συνυφαίνεται με μια ανήσυχη σιωπή και μια αδράνεια που εγκυμονεί την καταιγίδα ή και τον θάνατο[10].

Στο Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937), που δημοσιεύτηκε το 1940, στην αφήγηση του Στράτη Θαλασσινού ως «άντρα», η περιπλάνηση συνεχίζεται σε νέα τοπία, σε «λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες και κύκνους αθάνατους, γιατί έχασαν τη φωνή της». Η αίσθηση είναι δυσοίωνη. Οι κύκνοι δεν τραγουδούν πια, είναι νεκροί και έχουν περάσει στην αθανασία. Η εικόνα του σκηνικού στην αφήγηση του άντρα με τον πλανόδιο θεατρίνο που το βούκινο τού «ρήμαξε τα χείλια» καθώς σαλπίζει το γκρέμισμα των τειχών της Ιεριχούς, είναι εφιαλτική.

Το ίδιο πικρό προαίσθημα απηχεί και το ποίημα «Επιφάνια, 1937» στην ίδια συλλογή στην ενότητα «Σχέδια για ένα καλοκαίρι» σ’ ένα ασέληνο τοπίο με «αραποσυκιές» και ασφοδίλια, φυτό που συμβολίζει το πένθος, στο οποίο κυριαρχούν τα κυπαρίσσια, τα κίτρινα δέντρα, η πλαγιασμένη βροχή, οι σιωπηλές πλαγιές, η παγωμένη λίμνη, η σκυφτή γυναίκα, οι μελανιασμένες λαγκαδιές, ο χιονισμένος κάμπος, τα βουβά ερμοκλήσια, ο άνθρωπος που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής, ο άδειος κήπος, τα κλειστά πηγάδια και ο νεκρός κύκνος μέσα στα κάτασπρα φτερά του στην ακίνητη δεξαμενή. Το τοπίο θυμίζει τον Βόλο, τον οποίο είχε επισκεφτεί σε δύο ταξίδια του ο ποιητής από την Κορυτσά, όπου υπηρετούσε ως πρόξενος. Δύσκολη εποχή, δικτατορία Μεταξά. Ο ποιητής αναζητεί τον χαμένο χρόνο, τη χαμένη ευτυχία, τα παιδικά χρόνια που έφυγαν, εκείνους που χάθηκαν, τον ανέφικτο έρωτα. Ο νεκρός κύκνος αντανακλά την απαισιοδοξία που τον διακατέχει.

Η ίδια κατάσταση απελπιστικής ακινησίας και εναγώνιας αναμονής, εκφράζεται και στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄, στο οποίο περιλαμβάνονται ποιήματα που γράφτηκαν από το 1937 ως το 1940, λίγο πριν από τον μεγάλο πόλεμο ή αμέσως με την έναρξή του. Ανήσυχος ο ποιητής, σε ένα αυτοαναφορικό ποίημά του με τίτλο «Η απόφαση της λησμονιάς», που πιθανότατα γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1939[11] με πρωταγωνιστές τους κύκνους, εκφράζει τον φόβο μήπως τελικά η «απόφαση της λησμονιάς» για όσα έζησε η πατρίδα του και τα κατέγραψε σε στίχους (σε «ψηφιά»), δεν αρκεί:

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ

Ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;…
Γ. Σ.

Στάσου διαβάτη μπροστὰ στὴν ἥσυχη λίμνη.
ἡ σγουρὴ θάλασσα καὶ τὰ βασανισμένα καράβια
οἱ δρόμοι ποὺ τυλίγαν βουνὰ καὶ γεννοῦσαν ἄστρα
ὅλα τελειώνουν ἐδῶ στὴν πλατιὰ ἐπιφάνεια.

Τώρα μπορεῖς νὰ κοιτάξεις μὲ γαλήνη τοὺς κύκνους
δές τους, εἶναι κατάσπροι σὰν τὸν ὕπνο τῆς νύχτας
χωρὶς νὰ ’γγίξουν πουθενὰ γλιστροῦν σ᾿ ἕνα λιγνὸ λεπίδι
ποὺ τοὺς ὑψώνει ἐλάχιστα πάνω ἀπὸ τὰ νερά.

Σοῦ μοιάζουν ξένε, τὰ ἥσυχα φτερὰ καὶ τὰ καταλαβαίνεις
ἐνῶ σὲ κοιτάζουν μαρμαρωμένα τὰ μάτια τῶν λιονταριῶν
καὶ τὸ φύλλο τοῦ δέντρου μένει ἄγραφο στὰ ἐπουράνια
καὶ τὸ κοντύλι τρύπησε τὸν τοῖχο τῆς φυλακῆς.

Κι ὅμως δὲν ἦταν ἄλλα τὰ πουλιὰ ποὺ σφάξαν τὶς χωριατοποῦλες
τὸ αἷμα κοκκίνιζε τὸ γάλα πάνω στὶς πλάκες τοῦ δρόμου
καὶ τ᾿ ἄλογά τους ἀθόρυβα σὰν τὸ λιωμένο μολύβι
ρίχναν ἀδιάβαστα σχήματα μέσα στὶς γοῦρνες.

Κι ἔσφιγγε ἡ νύχτα ὁλοένα τὸν κυρτὸ λαιμό τους
ποὺ δὲν τραγουδοῦσε γιατὶ δὲν ἦταν τρόπος νὰ πεθάνει
ἀλλὰ χτυποῦσε θερίζοντας τὰ κόκαλα τῶν ἀνθρώπων
τυφλά. Καὶ δρόσιζαν τὰ φτερά τους τὴ φρίκη.

 
Κι αὐτὰ ποὺ γίνονταν εἶχαν τὴν ἴδια γαλήνη μὲ τοῦτα ποὺ βλέπεις
εἶχαν τὴν ἴδια γαλήνη γιατὶ δὲν περίσσευε ψυχὴ νὰ συλλογιστοῦμε
ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴ δύναμη νὰ χαράξουμε λίγα σημάδια στὶς πέτρες
ποὺ ἄγγιξαν τώρα πιὰ τὸ βυθὸ κάτω ἀπ᾿ τὴ μνήμη.

 
Μαζί τους κι ἐμεῖς μακριὰ πολὺ μακριά, στάσου διαβάτη
μπροστὰ στὴν ἥσυχη λίμνη μὲ τοὺς ἄσπιλους κύκνους
ποὺ ταξιδεύουν σὰν ἄσπρα κουρέλια μέσα στὸ νοῦ σου
καὶ σὲ ξυπνᾶνε σὲ πράγματα ποὺ ἔζησες καὶ ποὺ δὲ θυμᾶσαι.

Μήτε θυμᾶσαι διαβάζοντας τὰ ψηφιά μας πάνω στὶς πέτρες.
ὡστόσο μένεις ἐκστατικὸς μαζὶ μὲ τ᾿ ἀρνιά σου
ποὺ μεγαλώνουν τὸ σῶμα σου μὲ τὸ μαλλί τους
τώρα ποὺ νιώθεις στὶς φλέβες σου μιὰ βοὴ θυσίας.

Το ποίημα έχει ως προμετωπίδα ένα στίχο του ίδιου του ποιητή από την ενότητα Ζ΄ του Μυθιστορήματος, όπου, έχοντας μπροστά του μια «βουνοσειρά» να τον κρύβει, δεν θυμάται πια τα αποδεκατισμένα πάνω στον κάβο χωριά. Και καταλήγει «ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς; / Ποιος θα δεχτεί την προσφορά μας, στο τέλος αυτό του φθινοπώρου». Αν διαβάζω σωστά τους στίχους, ο ποιητής αναρωτιέται ποιος θα μετρήσει / θα υπολογίσει πόσο βαραίνει η απόφαση να λησμονήσει «την πληγή»[12] και ποιος θα δεχτεί την «προσφορά» του, ίσως την ποιητική, ενόψει της νέας περιπέτειας που διαφαίνεται στον ορίζοντα[13].

Το σκηνικό στο ποίημα ανακαλεί στη σκέψη μας την ήσυχη λίμνη στο ποίημα του Alphonse de Lamartine (1790-1869) «Η λίμνη», μπροστά στην οποία ένας διαβάτης θρηνεί για τον θάνατο της αγαπημένης του. Στο ποίημα του Σεφέρη το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται σ’ ένα ξένο διαβάτη (που μπορεί και να είναι και δικό του προσωπείο) και τον παρακινεί να σταθεί μπροστά στην γαλήνια λίμνη και ήρεμα να κοιτάξει τους κάτασπρους κύκνους που γλιστρούν ανάλαφρα πάνω από την επιφάνειά της, χωρίς να την αγγίζουν («χωρὶς νὰ ’γγίξουν πουθενὰ γλιστροῦν σ᾿ ἕνα λιγνὸ λεπίδι [14]/ ποὺ τοὺς ὑψώνει ἐλάχιστα πάνω ἀπὸ τὰ νερά»). Το θέμα της λίμνης, ιδίως όταν είναι ήσυχη ή παγωμένη, αποτελεί και σε άλλα ποιήματα του Σεφέρη ένα σκηνικό θανάτου[15]. Αυτό το μαύρο κι απόκοσμο τοπίο έρχεται σε αντίθεση με το λευκό χρώμα των κύκνων, που παρομοιάζεται όμως με τον «ύπνο της νύχτας», άρα είναι μαύρο, αφού εμφανώς δεν αναφέρεται εδώ στα όνειρα αλλά στους εφιάλτες [16]. Όπως και σ’ αυτό το ποίημα και σε άλλα του Σεφέρη, το άσπρο χρώμα δεν συνδέεται με την ευφρόσυνη διάθεση, αλλά είναι συνυφασμένο με τη σιωπή και με τα δύο δίδυμα αδέλφια, της μυθολογίας τον ύπνο[17] και τον θάνατο, όπως φαίνεται στο ποίημα «Les anges sont blancs»[18], που προηγείται στη συλλογή και κινείται σε παρόμοιο κλίμα:

Κι όμως τα πάντα ήταν λευκά γιατί ο μεγάλος ύπνος
είναι λευκός κι ο μεγάλος θάνατος
ήσυχος γαλήνιος ξεχωριστός μέσα σε μια απέραντη σιγή
.

Όπως επισημαίνει ο Χρ. Αντωνίου, το ποίημα σχετίζεται με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ευρώπη λίγο πριν από τον μεγάλο πόλεμο. «… μια κρίσιμη περίοδο που βρέθηκαν αντιμέτωπα δυο στρατόπεδα: από τη μια τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ιταλίας και της Γερμανίας που επαγγέλλονταν μιαν απάνθρωπη «Νέα Τάξη» […] κι από την άλλη οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης, Αγγλία, Γαλλία και Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής […]. Τα επίθετα «λευκός» και «γαλήνιος» επιτείνουν το εφιαλτικό και επιθανάτιο κλίμα του αποσπάσματος». Και συνεχίζει: «Μήπως οι λευκοί άγγελοι είναι οι άριοι ναζιστές που δημιούργησαν στην Ευρώπη μιαν εφιαλτική κατάσταση, την οποία οι υπόλοιπες δημοκρατικές χώρες έπρεπε, αφήνοντας την «υπνοβασία» τους, να αντιμετωπίσουν;» [19].

Προεκτείνοντας τους προβληματισμούς του Αντωνίου και στο ποίημα «Η απόφαση της λησμονιάς», αναρωτιέμαι μήπως τελικά οι κάτασπροι κύκνοι που υπερίπτανται σαν «λιγνὸ λεπίδι» στην «πλατιά επιφάνεια» της ήσυχης λίμνης είναι οι άριοι κύκνοι[20], αυτά «τα ηγεμονικά πουλιά, τ’ αγγελικά και μαύρα που μας κατέσφαξαν με το σχεδόν αόρατο λεπίδι τους», κατά την έκφραση της Νόρας Αναγνωστάκη[21]; Ή μήπως είναι οι «άσπροι γέροντες» από το ποίημα Άνοιξη μΧ «που συζητούσαν σιγανά / τί θα ’τανε καλύτερο να παραδώσουν τα κλειδιά / ή να τραβήξουν το σκοινί / να κρεμαστούνε στη θηλιά / ν’ αφήσουν άδεια σώματα», τους οποίους ο Αργυρίου ερμηνεύει ως τους ηγέτες της Τσεχοσλοβακίας που αποφάσισαν την υποταγή της χώρας τους στους Ναζί[22]. Η εικόνα των κύκνων, πάντως, σε συνδυασμό με τα «μαρμαρωμένα μάτια των λιονταριών» που κοιτάζουν τον «ξένο» (ίσως των τριών «μεγάλων δυνάμεων», Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ηνωμένων Πολιτειών, των αντίπαλων του Άξονα), δημιουργούν στον αναγνώστη ένα παγερό συναίσθημα, που επιτείνεται στην επόμενη στροφή με τους στίχους: «Κι ὅμως δὲν ἦταν ἄλλα τὰ πουλιὰ που σφάξαν τις χωριατοπούλες / τὸ αἷμα κοκκίνιζε τὸ γάλα πάνω στὶς πλάκες τοῦ δρόμου».

*

*

Ως προς τους στίχους αυτούς ο Αργυρίου[23] παραπέμπει στις Μέρες Γ΄[24], όταν κάποιος κ. Γ τηλεφώνησε στο γραφείο του Σεφέρη και του επισήμανε το «τυπογραφικό λάθος» που υπήρχε στον στίχο 12, αφού «θα έπρεπε», κατά την άποψή του να γράφει «που σφάξαν οι χωριατοπούλες» και ο Σεφέρης απάντησε: «Όχι. Ο στίχος έχει τυπωθεί σωστά […] Οι κύκνοι, που τους μεταχειρίστηκα πάντα σαν όντα πολύ σκληρά, εκδικούνται».

Τι συμβολίζουν, λοιπόν, οι κύκνοι που θερίζουν τις χωριατοπούλες; Με δεδομένο ότι ο Σεφέρης λειτουργεί συχνά με εικόνες και με τις εντυπώσεις που αυτές δημιουργούν, ίσως ο διαγώνιος σχηματισμός τύπου V των κύκνων που μεταναστεύουν συνειρμικά του θυμίζουν τα γερμανικά βομβαρδιστικά που την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 σκόρπισαν τον θάνατο στον άμαχο πληθυσμό της Πολωνίας από αέρος και ξηράς, γεγονός που υπαινίσσεται και στο ποίημα «Les anges sont blancs»: «καθώς η όψη της Πολωνίας άλλαζε σχήμα σα μελανιά / που την πίνει το στουπόχαρτο».

Πιο πιθανό όμως ο ποιητής να έχει στον νου και τον βομβαρδισμό της βασκικής πόλης Γκουέρνικα[25] (ή Γκερνίκα στην ισπανική προφορά της) τον Απρίλιο του 1937, την εποχή του ισπανικού εμφύλιου επί δικτατορίας του Φράνκο, που μέσα σε λίγη ώρα 20 γερμανικά Λουτβάφε (Luftwaffe) και 3 ιταλικά σκότωσαν πάνω από 1.500 ανθρώπους και ισοπέδωσαν την πόλη, λίγο πριν από την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Σ’ αυτή την ερμηνεία συνεισφέρουν και οι στίχοι «και τ᾿ άλογά τους αθόρυβα / σαν το λιωμένο μολύβι / ρίχναν αδιάβαστα σχήματα μέσα στις γούρνες», που ανακαλούν στη σκέψη μας την αθόρυβη ρίψη βομβών που δολοφόνησαν τον άμαχο πληθυσμό, έτσι όπως αποτύπωσε τη σφαγή τους αμέσως μετά ο Πάμπλο Πικάσο στον διάσημο πίνακά του «Γκερνίκα» που έστειλε τον Ιούλιο του 1937 στο Ισπανικό Περίπτερο στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων. Στον πίνακα είναι σπαρακτικό το σκηνικό του θανάτου με τα διαμελισμένα ζώα (άλογα και ταύρους) καθώς και τους νεκρούς, όπως το παιδί που κρατά στα χέρια της η πρώτη μορφή από αριστερά, μια γυναίκα που κραυγάζει οδυνηρά με το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό.

Αυτή την απάνθρωπη εικόνα πολέμου και βάρβαρης αιματοχυσίας δείχνει και η εφιαλτική εικόνα των κύκνων που με τον κυρτό λαιμό τους δεν τραγουδάνε το κύκνειο άσμα τους αλλά χτυπούν «θερίζοντας τα κόκαλα των ανθρώπων τυφλά» και δροσίζουν «τα φτερά τους τη φρίκη»[26]. Κι όλα αυτά γίνονταν ήσυχα και αθόρυβα, γαλήνια («Τώρα μπορεῖς νὰ κοιτάξεις μὲ γαλήνη τοὺς κύκνους»). Η «γαλήνη» απαντάται συχνά στην ποίηση του Σεφέρη συνυφασμένη, κατά την Φιλοκύπρου, με μια κατάσταση «ανησυχίας, αγωνίας ή αέναης αλλά καταδικασμένης αναζήτησης» [27]. Ίσως η γαλήνη των κύκνων να αναφέρεται στις υπερδυνάμεις που –σαν μαρμαρωμένες– παρακολουθούν «αυγό του φιδιού», τον ναζισμό, να εκκολάπτεται χωρίς δεν αντιδρούν.

Η δυσοίωνη αυτή κατάσταση στην Ευρώπη ανακινεί στο μυαλό του ποιητή τραγικές μνήμες του παρελθόντος. Οι άσπιλοι κύκνοι «που ταξιδεύουν σαν άσπρα κουρέλια μέσα στον νου του» τον ξυπνούν «σε πράγματα που έζησε και αποτύπωσε ποιητικά και που δε θυμάται πια («Μήτε θυμάσαι διαβάζοντας τα ψηφιά μας πάνω στις πέτρες»). Ωστόσο, έχει μόνο το «κοντύλι» του και τη δύναμη να χαράξει «λίγα σημάδια στις πέτρες που άγγιξαν τώρα πια το βυθό κάτω απ’ τη μνήμη», γι’ αυτό και μένει «εκστατικός» καθώς «τ’ αρνιά του μεγαλώνουν το σώμα του με το μαλλί τους», αν και ψυχανεμίζεται τη νέα εκατόμβη και νιώθει στις «φλέβες του μια βοή θυσίας». Δεν μπορεί, όμως, να αντιδράσει «και το φύλλο του δέντρου μένει άγραφο στα επουράνια».

Ανακεφαλαιώνοντας, οι κύκνοι με το λευκό, άσπιλο χρώμα τους, στην ποίηση του Σεφέρη έχουν αρνητικά συμφραζόμενα. Η συνειρμική διασύνδεσή τους με το «κύκνειο άσμα», ο κυρτός λαιμός τους που μοιάζει με το δρεπάνι του χάρου, η φυσική τους στάση, το λευκό τους χρώμα που σε κάποιες κουλτούρες είναι χρώμα πένθους, αποτυπώνουν τη βαρυθυμία, ίσως και την οργή, του ποιητή στις παρυφές της έκρηξης του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, αφού, ως διπλωμάτης[28], προέβλεπε πως ο πόλεμος δεν θα αργούσε να γενικευτεί. Και καθώς η ανθρωπότητα σιωπούσε βυθισμένη στη «γαλήνη» του ύπνου, οι κύκνοι με την παγερή κι αγέρωχη ομορφιά τους μεταμορφώθηκαν με την τέχνη του σε σύμβολα θανάτου.

ΑΓΑΘΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

*

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Τον Σεφέρη μαγνητίζουν, άλλωστε, και πολλά άλλα ωραία και ξεχωριστά στοιχεία της φύσης: η θάλασσα, τα κοχύλια, τα κοράλλια, τα ρόδα, τα κρίνα, τα πλατάνια, οι πικροδάφνες, τα πεύκα, τ’ αστέρια, το φεγγάρι, οι πυγολαμπίδες, αλλά και τα καράβια, τα κουπιά, τα βράχια, οι πέτρες, τα βότσαλα, τα νερά, τα ποτάμια, τα πηγάδια, οι στέρνες, τ’ αγάλματα, τα μάρμαρα, καθώς και τα υπερφυσικά στοιχεία, οι άγγελοι, οι γοργόνες κ.ά.
[2] Είναι αστερισμός «αμφιφανής», δηλαδή ορατός μόνο σε ορισμένες ώρες της ημέρας.
[3] Βλ. σχετικά Γεωργής, Γ. (1991), σελ. 88-111: 109.
[4] Εντοπίζεται όμως στον Σικελιανό, Ελύτη, Ρίτσο, Σινόπουλο κ.ά. Η μοναδική χρήση του ως επιθετικού προσδιορισμού των «κύκνων» που εντόπισα είναι στην «Αμοργό» του Γκάτσου, που γράφεται όμως λίγο μετά από το ποίημα του Σεφέρη, το 1940: «Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι/ Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες».
[5] Ίσως είναι συμβολικός ο αριθμός ή κατά τον Αργυρίου (1986), σελ. 134, υποσημείωση, ίσως δηλώνει τον χρόνο κυοφορίας του ποιήματος.
[6] Βλ. Αργυρίου (1984), σελ. 36-38 και Αργυρίου (1986), σελ. 133-136.
[7] Όλο το Μυθιστόρημα (1934-1935), άλλωστε, είναι μια ατελεύτητη περιπλάνηση. Στις 24 ενότητές του ο ποιητής με ποικίλα προσωπεία της ελληνικής μυθολογίας και της παράδοσης περιγράφει το «πανάρχαιο δράμα», μιαν «Οδύσσεια» ίσως προσωπική, φυλετική, πανανθρώπινη.
[8] Είναι ενδεικτική η σημασία αυτής της εικόνας του αέρα της ανατολής το ότι η λέξη «αγέρας» έχει 27 χρήσεις στο έργο του ποιητή. Βλ.http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/search.html?lq=word:1048&cnd_id=1
[9] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Β΄, σελ. 97.
[10] Βλ. Μυθιστόρημα, ΙΒ΄ «Μποτίλια στο πέλαγο», ΙΕ΄, ΚΔ΄, «Παντούμ», «Δ. Φωτιές του Αϊ – Γιάννη», «Αλληλεγγύη», «Η απόφαση της λησμονιάς», «Ο βασιλιάς της Ασίνης», «Γ΄ -Το ναυάγιο της ‘‘Κίχλης’’». «Θερινό ηλιοστάσι, ΙΑ΄», «Καλλιγραφήματα», «‘‘Νότες’’ για ένα ποίημα».
[11] Βλ. σχετικά Αργυρίου (1991), σελ. 283.
[12] Ο Ξ. Α. Κοκόλης στη Συζήτηση με βάση την εισήγηση του Αργυρίου (1991), σελ 293, θεωρεί ότι η «λησμονιά» στο ποίημα έχει παθητική σημασία και τη συνδέει με το επιτύμβιο: «Η απόφαση είναι κάποιος να λησμονηθεί κι έτσι οι κύκνοι καταφέρνουν να είναι άσπιλοι, διότι λησμονήθηκαν πολλά πράγματα».
[13] Και σε άλλα ποιήματά του ο Σεφέρης, την ώρα του ύπνου ή της απόγνωσης, αναζητεί κάποια μικρή έστω διέξοδο προς το φως της ποίησης, όπως στο Δ΄ ποίημα από την ενότητα του Θερινού Ηλιοστασίου «Πάνω σε μια χειμωνιάτικη ακτίνα».
[14] Το «λεπίδι» συναντάται συχνά στην ποίηση του Σεφέρη με αρνητικούς συνειρμούς, συνυφασμένο με τη γαλήνη ή τη σιωπή που πληγώνει: βλ. Στροφή «Σχόλια», στ. 24, Τετράδιο Γυμνασμάτων, 1928-1937 «Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη», στ. 16, και «Παντούμ», στ. 22 και 25, και Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β, «Έξι ρίμες για δώδεκα μαχαίρια», ε΄, στ. 1.
[15] Βλ. Αναγνωστάκη (2009), σελ. 198 και Παναγιώτου, Μποτίλια στο πέλαγο, σελ. 113.
[16] Το λευκό και το μαύρο χρώμα, άλλωστε, δεσπόζουν στη χρωματική παλέτα του Σεφέρη, (το άσπρο/λευκό/κάτασπρο το συναντάμε ως χρώμα 51 φορές και το μαύρο επίσης 51 φορές).
[17] Ο ύπνος σε συνάρτηση με τον θάνατο είναι ένα θέμα που διατρέχει την ποίηση του Σεφέρη. Βλ. σχετικά Βαγενάς (19905), σελ. 250 και Φιλοκύπρου, ό.π., σελ. 329.
[18] Το λευκό χρώμα απευθύνεται και στους ναζιστές στο ποίημα «Υστερόγραφο», Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄ (1941): «Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα/
και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια.».
[19] Αντωνίου, http://www.periou.gr.
[20] O Σεφέρης δεν συμπαθούσε τους κύκνους, σε αντίθεση με τις πάπιες και τις χήνες, όπως φαίνεται στις Μέρες Β΄σελ., 97-98, πιθανόν λόγω της «αλαζονικής» φυσικής τους στάσης και της ψυχρής εντύπωσης που δίνουν τα λευκά φτερά τους. Κατά τον Αργυρίου (1984), σελ.45 και (1986), σελ. 135, η «πόζα» τους καθώς και η φιλολογική και μυθολογική εκμετάλλευσή τους (βλ. «κύκνειο άσμα») διαμόρφωσαν στον Σεφέρη «μια προσωπική αίσθηση των κύκνων». Την ίδια ίσως διάθεση είχε και για τα παγόνια, όπως φαίνεται στην αναφορά τους στη Στροφή («Ρουκέτα»: «Δεν μπορώ να ζω / όλο με παγόνια / μήτε να ταξιδεύω μερόνυχτα / μέσα στα μάτια της γοργόνας» (στ. 25-28) και στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α, «Ο βασιλιάς της Ασίνης»: «Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω γύρω το κάστρο /αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα / πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού / μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα» (στ. 1-4).
[21] Αναγνωστάκη, ό.π., σελ. 198 και Αργυρίου (1991), σελ. 290.
[22] Αργυρίου (1991), σελ. 285.
[23] Αργυρίου (1984), σελ. 46 και Αργυρίου (1986), σελ. 137.
[24] Μέρες Γ΄5 Μάρτη 1940, σελ. 180.
[25] Βλ. Αργυρίου (1991), σελ. 290, Δημητρίου (2021), σελ. 142-144, Vitti (1994), σελ. 132 και Μπήτον (2003), σελ. 155.
[26] Πρβλ το ποίημα του Οδ. Ελύτη «Ο ύπνος των γενναίων», Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό (1960): (Το ’να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτεί απ’ το μέλλον, τ’ άλλο απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι, // Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας).
[27] Η λέξη γαλήνη απαντάται 19 φορές στην ποίηση του Σεφέρη, συνήθως συνυφασμένη με τον θάνατο. Όπως γράφει η Φιλοκύπρου (2004), σελ. 327 σε σχέση με τη «γαλήνη» στο Μυθιστόρημα: «Η λέξη κατακλείδα του Μυθιστορήματος –‘‘γαλήνη’’– προανακρούεται τρεις φορές σε ισάριθμες ενότητες. Στη ΙΒ΄ ‘‘Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη / και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη’’ (57), στην Κ΄ , δεμένη πάνω στο βράχο η Ανδρομέδα βλέπει ‘‘τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων’’ (67). Και τις δύο φορές η γαλήνη είναι ορατή, ανήκει όμως αλλού, στη θάλασσα και τους νεκρούς, και οι προσδιορισμοί της δηλώνουν πως είναι δυσπρόσιτοι στους ανθρώπους (‘‘απέραντη’’) ή εγκατοικεί σε ένα απωθητικό σκοτάδι (‘‘μαύρη’’)».
[28] Ο Σεφέρης είναι αυτό το διάστημα Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου και Πληροφοριών ήδη από τις αρχές του 1938 (βλ. σχετικά Αργυρίου 1991, σελ. 287).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Αναγνωστάκη, Ν. (20095). «Ο Σεφέρης της μνήμης και της λησμονιάς στο ‘‘Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α’’». Εισαγωγή στην ποίηση του Σεφέρη. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Δ. Δασκαλόπουλος, Δ., Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 189-201.
Αντωνίου, Χ. Δ. (2017). «Πληροφορίες και σχόλια για το ποίημα του Σεφέρη ‘‘Les anges sont blancs’’», http://www.periou.gr.
Αργυρίου Αλ. (1984), «Γιώργος Σεφέρης. Ποιητική τέχνη και ιστορία». Δεύτερη ομιλία, Κύκλος Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας. Αθήνα, σελ. 30-46.
Αργυρίου, Αλ. (1986). Δεκαεπτά κείμενα για τον Γ. Σεφέρη, Αθήνα: Καστανιώτης.
Αργυρίου, Αλ. (1991). «‘‘Η απόφαση της λησμονιάς’’. Ένα ‘‘κρυφό’’ ποίημα από το Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄». Πρακτικά Συμποσίου Σεφέρη (Αγία Νάπα, 14-16 Απριλίου 1988), Λευκωσία, σελ. 283-292.
Βαγενάς, Ν. (19905). Ο ποιητής κι ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη. Αθήνα: Κέδρος.
Beaton, R. (2003). Περιμένοντας τον άγγελο. Βιογραφία. Αθήνα: Ωκεανίδα.
Vitti, M. (1994). Φθορά και λόγος. Εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Αθήνα: Εστία.
Γεωργής, Γ. (1991), Ο Σεφέρης περί των κατά την χώραν Κύπρον σκαιών, Αθήνα: Σμίλη.
Δημητρίου, Δ. (2021). «Με την Ισπανία στην καρδιά: Γιώργος Σεφέρης-Federico Garcia Lorca”, Και βλέπεις το φως του ήλιουΠρακτικά Γ’ Συμποσίου στην Αγία Νάπα», επιμ. Γ. Γεωργής-Φώτης Κίκιλλος, Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου και Δήμος Αγίας Νάπας, σελ. 131-156.
Μαρωνίτης, Δ. Ν. (2008). Γιώργος Σεφέρης: Μελετήματα. Αθήνα: Πατάκης.
Μπήτον, Ρ. (2003). Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον άγγελο, μτφρ. Μ. Προβατά, Αθήνα: Ωκεανίδα.
Παναγιώτου, Γ.Δ. (2015). Μποτίλια στο πέλαγο. Κείμενα για την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Αθήνα: Κίχλη, σελ. 113.
Σεφέρης, Γ. (2014). Ποιήματα. Νέα έκδοση. Αθήνα: Άννα Λιόντου και Ίκαρος.
Σεφέρης, Γ. (2007). Μέρες Β΄24 Αυγούστου 1931 – 12 Φεβρουάριου 1934, Αθήνα: Ίκαρος.
Σεφέρης, Γ. (2011). Μέρες Γ΄16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940, Αθήνα: Ίκαρος.
Σεφέρης, Γ. Πολιτικό Ημερολόγια Α΄, (1979). 25/11/1935 – 13/10/1944, Αθήνα: Ίκαρος.
Σεφέρης, Γ. Δοκιμές, Α΄ (1981), (1936-1947), Αθήνα: Ίκαρος.
Σεφέρης, Γ. Δοκιμές, Β΄ (1948-1971), (1981). Αθήνα: Ίκαρος.
Φιλοκύπρου, Ε. «Μυθιστόρημα, ΙΕ΄: μια ανάγνωση», στο: Πιερής, Μ. επιμ. (2004). Γιώργος Σεφέρης. Το ζύγιασμα της καλοσύνης. Αθήνα: Εκδόσεις Μεσόγειος, σελ. 327-342.
ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ
http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=1&text_id=1657 (ανακτήθηκε 30/10/2021)

*

*

.

Αρχείο Γιώργου Σεφέρη - ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Ι.Β: ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Σημείωση: Το περιεχόμενο της αγκύλης δίπλα στον αριθμό του υποφακέλου αναφέρεται στην ταξινομική αρίθμηση της “Νέας Παραλαβής” και στην παλιά ταξινομική αρίθμηση Φραγκόπουλου που δε χρησιμοποιούνται πια. Η διατήρηση μέσα σε αγκύλες του παλαιού ταξινομικού αριθμού της πρώτης και της δεύτερης παραλαβής κρίθηκε σκόπιμη τόσο για ιστορικούς λόγους, όσο και για την εξυπηρέτηση των μελετητών που έχουν χρησιμοποιήσει τα παλαιότερα συστήματα καταγραφής.


ΦΑΚ. 5

υποφ. 1   [Ι.Β 1]
Πρωτόλεια
7 λυτά αυτόγραφα φύλλα του 1923: αφηγηματική ύλη για ένα πεζογράφημα με τον προσωρινό τίτλο «Ιστορία ενός φτερουγίσματος». Διαγραμμένος ο πρώτος τίτλος «΄Αλγης Βάγιας». Επίσης, στο τελευταίο φύλλο διαγραμμένος τίτλος ποιήματος «Νυχτιάτικο για κάποια γέλοια».

υποφ. 2 [Ι.Β 2 - VIII 61]
Δοκιμές.  Α΄ έκδοση (Κάιρο, 1944)
α)  Γαλλικό κείμενο αναγγελίας εκδόσεως για τον Τύπο εις διπλούν (δακτυλόγραφο).
β)  Αγγλικό κείμενο, ομοίως. (με ιδιόχειρες προσθήκες Γ.Σ.).
γ)  Δακτυλόγραφη κριτική, ανυπόγραφη, γαλλική, εις διπλούν.
δ)  Αλληλογραφία για την έκδοση.
- Επιστολή Τ. Μαλάνου σε Κο Παντελίδη, αχρονολόγητη.
- Δελτίο πωλήσεων «Δοκιμές».
- 4 επιστολές Τίμου Μαλάνου στον  Γ.Σ., Απρίλιος 1944.
- Αλληλογραφία με τυπογραφείο Α. Γιούλη: 1 απόδειξη και 1 τιμολόγιο, 3 επιστολές  Α. Γιούλη προς  Γ.Σ., 2 επιστολές (δακτυλόγραφες) του Γ.Σ. προς  Α. Γιούλη, 1 επιστολή Α. Γιούλη προς Γ.Σ. (2 φύλλα), 1 επιστολή (δακτυλόγραφη) Γ.Σ. προς Α. Γιούλη, εις διπλούν, 1 τιμολόγιο και 5 αποδείξεις, 4 επιστολές Α. Γιούλη, 1 τιμολόγιο Société Orientale de Publicité για αξία εξωφύλλου, 1 απόδειξη της ίδιας εταιρίας για την αξία χαρτιού, 1 τιμολόγιο της ίδιας εταιρίας για την αξία χαρτιού εις διπλούν με απόδειξη παραλαβής και δείγμα.

ε)  Χειρόγραφα.
«Ομιλία για το θάνατο του Παλαμά»
- Το κείμενο με διορθώσεις και προσθήκες του ποιητή (δακτυλόγραφο, 16 φύλλα).
- Δακτυλόγραφο με ένθετες ιδιόγραφες σελίδες. Η προγενέστερη γραφή της ίδιας ομιλίας (30 φύλλα).
- Αλληλογραφία (3 φύλλα).

«΄Ενας ΄Ελληνας. Ο Μακρυγιάννης»
- Το κείμενο της ομιλίας (δακτυλόγραφο, με διορθώσεις ιδιόγραφες του ποιητή, 31 φύλλα, σε δύο αντίγραφα.  Στο τέλος του β΄ αντίγραφου τρία φύλλα μικρού σχήματος με σημειώματα του Γ.Σ. ιδιόγραφα).
- «Λόγια Σταράτα», Έλλην. Πολιτική Επιθεώρησις, Κάιρο 15 Ιουνίου 1943, σελ. 4-18. Με πρωτοσέλιδο σχόλιο για ομιλία του Γ.Σ. και ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας.
- Προσκλητήριο στην Ομιλία 16.5.43 (2 αντίγραφα), 3 τηλεγραφήματα Ν. Γιαμώδη, προέδρου του Σωματείου «Σύλλογος Ελλήνων Αποφοίτων» που διοργάνωσε την ομιλία. Γράμμα αχρονολόγητο του Τίμου Μαλάνου, επίσημο έγγραφο «Σύλλογος  Ελλήνων Αποφοίτων» 15.4.43.
Αυτοσχέδιο τετράδιο (49 φύλλα και 3 λυτά) που περιέχει:
- Το κείμενο για την «Ελληνική Γλώσσα» (δακτυλόγραφο με ιδιόγραφες σημειώσεις, χειρόγραφες υποσημειώσεις).
- Το κείμενο για τις «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο» (χειρόγραφο και δακτυλόγραφο με ιδιόγραφες σημειώσεις, μαζί και ανάτυπο).
- Το κείμενο για «Πάνω σε μια φράση του Πιραντέλλο» (χειρόγραφο και δακτυλόγραφο με ιδιόγραφες σημειώσεις, μαζί και ανάτυπο).
- Απόκομμα άρθρου του Edmond Jaloux από το Temps 11.12.36 για μιά φράση του Βαλερύ.

ζ)  Έντυπα
- «Πάνω σε μια φράση του Πιραντέλλο». Σπάραγμα από περιοδικό Νέα Γράμματα, Ιαν. 1937. Σελ. 71 -74.
- «Ελληνική Γλώσσα.». Σπάραγμα από περιοδικό Νέα Γράμματα,  Μάρτιος 1937, σελ. 224-233 (2 ανάτυπα).
- «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο». Σπάραγμα από περιοδικό Νέα Γράμματα, Φεβρ. 1937 σελ. 143–149 (2 ανάτυπα).
- «Ο θαλασσινός φίλος μας». Σπάραγμα από περιοδικό Νέα Γράμματα, Δεκ. 36, σελ. 936-937.
- Ο τυπωμένος πρόλογος για την «Λύρα» του Ανδρέα Κάλβου (Εκδόσεις Νεοαλεξανδρινών) σελ.11-54, με διορθώσεις ιδιόχειρες του Γ.Σ.

υποφ. 3 [Ι.Β 2 - VIII 61]
Δοκιμές.  Β΄ έκδοση - ΦΕΞΗΣ,  Αθήνα 1962.
Αυτοσχέδιο ντοσιέ που περιέχει:
- Αλληλογραφία με Γ. Φέξη (5 γράμματα Γ.Σ. και 1 τηλεγρ., 5 γράμματα Γ. Φέξη και 1 τηλεγρ., ιδιωτικό συμφωνητικό).
- Αλληλογραφία με Ε. Κάσδαγλη (3 επιστολές Γ.Σ. και 1 τηλεγράφημα, 2 επιστολές Ε. Κάσδαγλη).
- Αλληλογραφία με Γ. Σαββίδη (1 τρισέλιδο γράμμα με οδηγίες, κατάλογος περιεχομένων Δοκιμών Β΄ ιδιόγραφος Γ.Σ.).
- Ιδιόγραφη δισέλιδη υποσημείωση Γ.Σ. για τη μνεία που κάνει ο Καβάφης για τον Έλιοτ.
- Ιδιόγραφη δισέλιδη υποσημείωση για τη γραφή ξενικών λέξεων, με υπόδειξη «χρησιμοποίησις ειδικών στοιχείων», σε χωριστό φύλλο.
- Απόκομμα από εφημ. Βήμα 14.10.61 άρθρο Γ. Θεοτοκά, «Οι Νέοι και η Γλώσσα» με υπογραμμίσεις Γ. Σεφέρη.
- Αλληλογραφία για Δοκιμές Β΄ (με Ν. Κάσδαγλη, Γιάννη Μπεράτη, Λίνο Πολίτη, Στρατή Τσίρκα, Γ. Σπυριδάκη, Άγγελο Βλάχο).

υποφ. 4 [Ι.Β 3 - VIII 76]
Δοκιμές. Γ΄ έκδοση.
1. Χειρόγραφα (Όλα ιδιόγραφα)
- «Πρόλογος της γ΄ έκδοσης.» (2 φύλλα).
- «Σημείωση 2, Κάλβος ’60» (Η προσευχή που διαβάστηκε πάνω στον τάφο του Κάλβου, 1 φύλλο). Να συσχετιστεί με Χ 45 [[= ΦΑΚ. 87, υποφ. 5]].
- «Διορθώσεις» (Σημείωμα Γ.Σ. για διορθώσεις της γ΄ έκδοσης, 1 φύλλο).
- Παρατηρήσεις για διόρθωση και για διάρθρωση του τόμου.
- Σημείωμα Γ.Σ. για επιμελητή (1 φύλλο)
- «Χρονολογικό»-«Υποδείξεις Σαββίδη» (με γραφικό χαρακτήρα Σαββίδη και επισημειώματα Γ.Σ., 4 φύλλα).
- Μικρό σημείωμα με υπολογισμούς για αράδες (1 φύλλο).
- Δοκίμιο σελίδας με ιδιόχειρες σημειώσεις Γ.Σ. (1 φύλλο).
- «Παραπομπές» (Παρατηρήσεις Γ.Σ. για επιμελητή, 1 φύλλο).
- Κατάλογοι περιεχομένων (Πίνακες των περιεχομένων, ιδιόγραφοι): Δοκιμές, α΄ τόμος (1 φύλλο), Δοκιμές, β΄ τόμος (1 φύλλο), Δοκιμές, α΄ τόμος 1936–1946 (1 φύλλο), Δοκιμές, β΄ τόμος 1947-1967 (1 φύλλο).
- Σημειώματα για Υποσημειώσεις (1 φύλλο).
Δοκιμές, γ΄ έκδ., τόμος α΄, 1936- 1946 (1 φύλλο).
Δοκιμές, γ΄ έκδ., τόμος β,΄ 1947- 1967 (1 φύλλο).
- Υποσημειώσεις (5 φύλλα).

2. Δακτυλόγραφα.
- «Σημειώσεις για μιά ομιλία σε παιδιά» (13 φύλλα και 1 χειρόγραφο φύλλο με επεξηγηματική υποσημείωση για την ομιλία, οι σελ. 11 και 12 μισές).
- «Πρόλογος της  α΄ έκδοσης» (1 φύλλο).
- «Πρόλογος της β΄ έκδοσης» (2 φύλλα, εις τριπλούν).
- «Ξεστρατίσματα απο τούς Ομηρικούς ΄Υμνους» (25 φύλλα, με διορθώσεις και σημειώσεις του Γ.Σ. ιδιόγραφες).
- «Ακόμα λίγα για τον Αλεξανδρινό» (αρχίζει από το «΄Αϋλος», 7 φύλλα με διορθώσεις και προσθήκες ιδιόγραφες του Γ.Σ.).
- «Πρόλογος της γ΄ έκδοσης» (με υπομνηστικές προσθήκες ιδιόγραφες του Γ.Σ. για μεταγενέστερη επεξεργασία του, 1 φύλλο).
- Περικοπή από τον Μακρυγιάννη, με ιδιόγραφες προσθήκες Γ.Σ. χωρίων από τον Μακρυγιάννη (2 φύλλα).
- Απόσπασμα από ένα γράμμα για τον Εύνοστο (3 φύλλα, τα δύο με το κείμενο του «Γράμματος» και το τρίτο με την επεξηγηματική σημείωση, εις διπλούν).

υποφ. 5 [Ι.Β 3 - VIII 76]
Δοκιμές. Γ΄ έκδοση
΄Εντυπα
Σημ.  Ο φάκελλος αυτός αφορά την προεργασία του ποιητή για την Γ΄ έκδοση των Δοκιμών. Τα δημοσιευμένα κείμενα των προηγουμένων εκδόσεων, καθώς και όσα κείμενα είχαν δημοσιευθή χωριστά από τότε, χρησιμοποιήθηκαν από τον Γ.Σ. σαν υλικό για το τυπογραφείο. Οι αλλαγές που ο ίδιος επέφερε, είναι σημειωμένες σχολαστικά στο κείμενο.
- «Στα 700 Χρόνια του Δάντη» (Ανάτυπο από Εποχές, 43,  με καρφιτσωμένη ιδιόγραφη υποσημείωση του Γ.Σ.).
- «Παραλλαγές πάνω στο βιβλίο» (σπάραγμα από Εποχές, 20, Δεκ. 1964).
- «Γράμμα για την Κίχλη» (Απόκομμα από την Αγγλο-ελληνική Επιθεώρηση, Ιούλιος-Αύγουστος 1950, 3 φύλλα. Μαζί σπάραγμα από β΄ έκδοση Δοκιμών σελ. 365-368 με ιδιόγραφες σημειώσεις του ποιητή, 2 φύλλα).
- «Η Γλώσσα στην ποίησή μας» (τυπογραφικό δοκίμιο, εις διπλούν, ομιλίας Γ.Σ. στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σελ.19- 33, η σελίδα 33, για β΄ φορά, με προσθήκη μιάς ολόκληρης ιδιόγραφης υποσημείωσης του Γ.Σ.
- «Ένας ΄Ελληνας στην Αγγλία του 1545» (απόκομμα από Αγγλο-ελληνική  Επιθεώρηση, Μάϊος - Ιούνιος 1952, 2 φύλλα). Ιδιόχειρες υποσημειώσεις του Γ.Σ. σε χωριστά φύλλα (2 φύλλα).
- «Μόργκαν Φόστερ - Ματιά από το Λοξό Πύργο» (απόκομμα από εφημ. Βήμα 14.6.70, 2 τεμάχια).
- «Η αποκάλυψη του Ιωάννη» (σπάραγμα από τό βιβλίο του Γ.Σ. – μόνο ο πρόλογος, 19 φύλλα).
- «Γλώσσες στον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό» (ανάτυπο από τα Κυπριακά Χρονικά, Λευκωσία 1970, με διορθώσεις, του Γ.Σ. ιδιόγραφες, 15 φύλλα).
- Το τέλος της Δοκιμής για τον «Έλιοτ» (σπάραγμα, σελ. 49-55 από το βιβλίο Θ. Σ. ΄Ελιοτ).
- «Δελφοί» (ανάτυπο Ταχυδρόμου, ακρωτηριασμένο κατά τις σελίδες των τίτλων, σελ. 9-22).
- «Τρείς Μέρες στα Μοναστήρια της Καππαδοκίας» (η έκδοση του Γαλλικού Ινστιτούτου, 1953 σπαραγμένη και ετοιμασμένη για τυπογραφείο με ιδιόγραφες προσθήκες του  Γ.Σ.).
- «Ένα παράδειγμα» (Νεκρολογία  Αχ. Τζάρτζανου, απόκομμα Νέας Εστίας, 1.9.46, 1 φύλλο).
- «Για τον Κωνσταντίνο Κατσίμπαλη» (απόκομμα από τα Νέα Γράμματα, Απρίλιος 1937, 2 φύλλα).
- «Θ. Σ. Έ[λιοτ] Σελίδες από ένα Ημερολόγιο» (ανάτυπο από Εποχές-22).
- Ι. Α. Σαρεγιάννη, «Σχόλια στόν Καβάφη» - Πρόλογος Γιώργου Σέφερη - Εισαγωγή και φροντίδα Ζήσιμου Λορεντζάτου. (ο πρόλογος, φύλλα 2, σπάραγμα σελίδων 17/18, 53/54, 55/56, 109/110 όπου αναφέρεται ο Γ.Σ. από τον Ζ. Λορεντζάτο ή τόν Σαρεγιάννη, φύλλα 4).
- «Θεόφιλος» (σπάραγμα της β΄έκδοσης, σελ. 53-58).

υποφ. 6 [Ι.Β 4 - VIII 76]
Δοκιμές. Γ΄ έκδοση (συνέχεια)
Δοκιμές  β΄ έκδοση (Φέξης). Σπαραγμένο αντίτυπο, με αλλαγμένη σειρά σελίδων (αντίτυπο τυπογραφείου) [[προετοιμασία για τη Γ΄ έκδοση]].

ΦΑΚ. 6

υποφ. 1 [Ι.Β 5 - VIII 59]
«Διάλογος πάνω στην Ποίηση» (1938-1939).
- Ιδιόγραφο φύλλο με παραλήπτες.
- «Διάλογος πάνω στην Ποίηση» σελ. 617-634 και «Το Τέλος ενός Διαλόγου», σελ. 292-293 (σπάραγμα από τα Νέα Γράμματα (Αύγ.-Σεπτ. 1938).
- Ιδιόγραφο φύλλο (τελικό) επιστολής Κ. Τσάτσου που δεν περιλήφθηκε στην δημοσιευμένη απάντηση ίσως λόγω του τόνου της συγγενικής οικειότητας που έχει.
- Απόκομμα εφημερίδας με φωτογραφία πίνακος του Γκίκα.
- 9 ιδιόγραφα φύλλα σημειωματαρίου μικρού σχήματος του Γ.Σ. με το πρόχειρο της απαντήσεως στον Τσάτσο.
- «Το τέλος ενός Διαλόγου» (χειρόγραφο, τελική μορφή, φύλλα 6). [[μαζί και 8 φύλλα με σημειώσεις]].
- Περισσευούμενα σπαράγματα από τα Νέα Γράμματα των δημοσιευμένων κειμένων του Σεφέρη, με ιδιόγραφη σημείωση του Γ.Σ. «Κείμενο για διόρθωση» και διορθώσεις, σελ. 617-634, 77-117.
- «Τα Προπύλαια» (Σπαράγματα από τα Προπύλαια με κείμενα του Κ. Τσάτσου, τεύχος 2 (Απρίλιος 1938), τεύχη 3-4 (Μάιος-Ιούνιος 1938), τεύχη 8-10 (Οκτ.-Δεκ. 1938), τεύχη 11-12 (Ιαν-Φεβρ 1939), με πολλές υπογραμμίσεις, σημειώσεις και παρατηρήσεις στα περιθώρια του Γ.Σ., ιδιόγραφες.
- Κ. Τσάτσου, «Απολογισμός ενός Διαλόγου» (ανάτυπο από τα Προπύλαια Αθήναι, 1939).
- «Διάλογος πάνω στην ποίηση», πρώτη γραφή-σημειώσεις (ιδιόγραφο, 26 φύλλα).
- Προσχέδια-χειρόγραφα (ο φάκελλος φέρει ένδειξη «Χρησιμοποιημένα», 67 φύλλα διαφόρων μεγεθών και ποιοτήτων.

υποφ. 2 [Ι.Β 6 - VIII 64]
«Διάλογος πάνω στην Ποίηση»
- «Διάλογος πάνω στην Ποίηση» (χειρόγραφο, καθαρογραμμένο, με προσθήκες ανάμεσα στις σελ. 10 και 11 προσθήκη ιδιόγραφη σελίδας 10 Β΄και μικρής σελίδας ημίφυλλης, 43 φύλλα).
- «Δεύτερος Διάλογος ή Μονόλογος πάνω στην Ποίηση». Χειρόγραφο, 82 φύλλα καθαρογραμμένο, με προσθήκες. Η σελίδα 6 έχει ένα επικόλλημα διπλό σε έκταση και που περιέχει την εκτεταμένη υποσημείωση στο σχετικό χωρίο, οι σελίδες 7, 8, 9 έχουν επικολήμματα για τις υποσημειώσεις, ομοίως οι σελ. 11, 12, 17, 20, 30, 33, 36, 42, 44, 45, 49, 57, 61, 65, 66, 67, 74, 76. Η σελ. 15 είναι κομμένη μισή και συνεχίζεται σε χωριστή σελίδα 15α που γυρίζει και στην πίσω όψη της. Η σελίδα 18 έχει επικόλλημα μιάν ολόκληρη σελίδα που περιέχει την υποσημείωση της. Το ίδιο και οι σελίδες 50 και 77.

υποφ. 3 [Ι.Β 7 - VIII 68]
«Σημειώσεις για τον Μακρυγιάννη»
Σημ. ΄Οπως έλεγε συχνά στην γυναίκα του Μαρώ, ο Γ.Σ. ήθελε να γράψει εκτενέστερα για τον Μακρυγιάννη, γιατί θεωρούσε τη διάλεξή του πρόχειρη.
α) Διάφορες γραφές της Διάλεξης για τον Μακρυγιάννη.
- «Ένας έλληνας-ο Μακρυγιάννης» (χειρόγραφο, 14 φύλλα, λείπουν τα φύλλα. 2, 14).
- «Ο βίος του Μακρυγιάννη» (χειρόγραφο, 7 φύλλα).
- Τρία σπαράγματα από μπλόκ, με αρίθμηση α, β, γ, με συνεχές κείμενο, χωρίς αρχή και ατελείωτο.
- «Ο περίφημος Ναπολέων…» (Β. 294). Αντιγραφή κειμένου Μακρυγιάννη, ιδιόγραφο Γ.Σ., 1 φύλλο.
- «Έμειναν οι αγωνισταί διακοναραίοι...» (Β. 68.) Αντιγραφή κειμένου Μακρυγιάννη, ιδιόγραφο Γ.Σ., 1 φύλλο.
- Ξεχωριστή σελίδα 8 (λείπουν οι άλλες) άλλης γραφής της ιδίας διάλεξης, χειρόγραφο, 1 φύλλο.
- «΄Ολοι οι Αθηναίοι με ζήτησαν…» (χειρόγραφο Γ.Σ. αποσπάσματος απομνημονευμάτων Μακρυγιάννη, 1 φύλλο).
- «Μιά βραδυά τρώγαμε ψωμί στο Κάστρο...», ομοίως, 1 φύλλο.
- Σημειώσεις ιδιόγραφες Γ.Σ. για λεκτική και ορθογραφική απλούστευση κειμένου Μακρυγιάννη, 1 φύλλο.

β) «Μακρυγιάννης. Κείμενο και σημειώσεις δικές μου» (Γ.Σ.)
- «Χειρόγραφό του. Ρωτήματα στον Βλαχογιάννη» (7 φύλλα με σημειώσεις ιδιόγραφες Γ.Σ.).
- «Αναφορές και Παραπομπές» (2 φύλλα με σημειώσεις ιδιόγραφες Γ.Σ., απόκομμα άρθρου Ηλία Βενέζη για τον Μακρυγιάννη στα Νεοελληνικά Γράμματα, 14.5.38, με υπογραμμίσεις του Γ.Σ.
- «Χρονολογικός Πίνακας - Οικογενειακά του», («Χρονολογικός πίνακας», «Οικογένεια και καταγωγή του», ένα σημείωμα για την επιγραφή του σπιτιού του Μακρυγιάννη, αρχή αντιγραφής της επιγραφής – 14 φύλλα).
- Ημερολογιακές σημειώσεις για τον Μακρυγιάννη (πρόχειρο ένος ευρύτερου σημειώματος, με έντονο αυτοεξομολογητικό χαρακτήρα και αναφορές σε γεγονότα και πρόσωπα σύγχρονα του Γ.Σ., χειρόγραφο, 20 φύλλα): Σάββατο, 20/1/40 (1 φύλλο), Κυριακή, 21/1/40 (10 φύλλα), Πέμπτη, 25/1/40 (6 φύλλα), Κυριακή, 11/8/40 (3 φύλλα).
- Σκόρπιες σημειώσεις για τον Μακρυγιάννη 1939-40 (χειρόγραφο, 9 φύλλα).
- «Αφού είναι εποχή ισολογισμών…» (1 φύλλο).
- «Ο ελληνισμός, ή καλύτερα αυτό που η Δύση ονομάζει ελληνισμός…» (3 φύλλα).
- «Έπειτα πέσαμε στα στολίδια…» (2 φύλλα).
- Διαφορές και περικοπές για τον Μακρυγιάννη (3 φύλλα).
- [[Δακτυλόγραφα αποσπάσματα από Τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη (το ένα: 4 φύλλα + μικρό μέρος 5ου φύλλου, το άλλο: 15 φύλλα, το 14ο μισό).]]

υποφ. 4 [Ι.Β 7 - VIII 83]
«Στοιχεία για τον Θεόφιλο»
α) Χειρόγραφο Γ.Σ.
«Γνωριμία με το ζωγράφο» (3 φύλλα).

β) Αποκόμματα.
- Άρθρο του Tériade για τον Θεόφιλο, Harper’s Bazaar, Jan. 1951 (3 φύλλα).
Ελευθερία (εφημ. Αθηνών) 31.8.65. Περιγραφή εγκαινίων Μουσείου Θεοφίλου στη Λέσβο.

γ)΄Εντυπα
- Πρόγραμμα εορτών Θεοφίλου στην Λέσβο (1965).
- Οδηγός Μουσείου Θεοφίλου στην Λέσβο (ελληνικός, 2 αντίτυπα, και γαλλικός).
- Πρόγραμμα εκθέσεως Τοιχογραφιών και Πινάκων Θεοφίλου στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, 1970 (εγκαινιασθείσα υπό του πρεσβευτού κ. Χένρυ Τάσκα).

ΦΑΚ. 7

υποφ. 1   [Ι.Β 8]
Δοκιμές, Α΄
- «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο»: δακτυλόγραφο αντίγραφο της δοκιμής (6+[1] φύλλα).
- Σχέδιο για Δοκιμές. 3 αυτόγραφα φύλλα με σημειώσεις για τα περιεχόμενα των Δοκιμών.
- 1 αυτόγραφο φύλλο από το «Νιζίνσκι» και 4 τυπωμένα φύλλα ως δείγμα για το τυπογραφείο.
- «Για τον Κωνσταντίνο Κατσίμπαλη». Πρώτη δημοσίευση: Νέα Γράμματα, Απρίλης 1937 (2 λυτά έντυπα φύλλα). Μαζί απόκομμα εφημερίδας (νεκρολογία του Σπύρου Μελά για τον Κατσίμπαλη), 4 δακτυλόγραφα φύλλα, 8 χειρόγραφα φύλλα.
- «Διάλογος πάνω στην ποίηση»: δακτυλόγραφο αντίγραφο της δοκιμής (63+12 φύλλα).
- «Διάλεξη στο Γυμνάσιο Αλεξανδρείας, καλοκαίρι 1941 (Αντωνίου-Ελύτης)», περιλήφθηκε στις Δοκιμές με τίτλο «Σημειώσεις για μια ομιλία σε παιδιά» (Α, 166), 13 αριθμημένα φύλλα δακτυλόγραφα (και δύο μισά λυτά).
- Δύο αυτόγραφα σημειωματάρια του Γ.Σ. (9 και 28 φύλλα) για τον Μακρυγιάννη.
- «H Τέχνη και η Εποχή», Νέα Εστία, 1.8.1945, σελ. 635-636.
- «Θεόφιλος». Απόκομμα άρθρου του Ζ. Παπαντωνίου για τον Θεόφιλο (Βήμα, 1.1.1940) και απάντηση (2 δακτυλόγραφα φύλλα) του Γ. Σεφέρη με ένδειξη «Δεν δημοσιεύτηκε».
- 1 αυτόγραφο φύλλο με ένδειξη «Κασέλα Θεόφιλου, στου Αντρέα Εμπειρίκου».
- 20 αυτόγραφα φύλλα με το κείμενο της δοκιμής.
- 5 αυτόγραφα φύλλα με σημειώσεις σχετικά με τον Θεόφιλο.
- Δακτυλόγραφος κατάλογος της έκθεσης που διοργάνωσε το Βρετανικό Ινστιτούτο τον Μάιο του 1947 και 5 προσκλήσεις για την εκδήλωση όπου μίλησε ο Γιώργος Σεφέρης. 1 πρόσκληση σε παράσταση του Καραγκιόζη από τον  Σωτήρη Σπαθάρη με την ευκαιρία της έκθεσης.
Δοκιμές. Τυπογραφικά της δεύτερης έκδοσης (Φέξης, 1962) μέχρι τη σελίδα 208.

υποφ. 2   [Ι.Β 9]
Δοκιμές, Α΄
- Τετράδιο με την αυτόγραφη επιγραφή «Καβάφης. Πρετόρια 1941» (94 φύλλα). Περιέχει αντίγραφα ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη διά χειρός Γ.Σ., καθώς και πίνακες τίτλων (κατά χρονολογική σειρά), θεμάτων, κυρίων ονομάτων και χρονολογιών (για τα  ιστορικά ποιήματα).
- «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ· παράλληλοι». Πράσινο δίφυλλο με την επιγραφή Καβάφης-Έλιοτ πρόχειρο. Κ+Ε: παράλληλοι». Περιέχει 36 (9+8+19) αυτόγραφα φύλλα με υλικό για τη συγγραφή της δοκιμής.
- Αυτόγραφο προγενέστερης μορφής (52 [= 61] φύλλα). Επίσης, 7 αυτόγραφα φύλλα αριθμημένα 45-51, κι αυτά από προγενέστερη μορφή.
- Αυτόγραφο τελικής μορφής (63 φύλλα). Στο γαλάζιο εξώφυλλο η χρονολογική ένδειξη «Τρ. 15.10.46».
- Κατάλογος των διαλέξεων του Δεκεμβρίου 1946 στο Bρετανικό Iνστιτούτο Αθηνών (17 Δεκεμβρίου 1946 η διάλεξη του Σεφέρη «Καβάφης-Έλιοτ, παράλληλοι»).
- Κάρτα του Τίμου Μαλάνου σχετική με το θέμα της διάλεξης.
- «Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό» (7 δακτυλόγραφα φύλλα).
- 35 αριθμημένα συσταχωμένα χειρόγραφα φύλλα για Καβάφη.
- 20 συσταχωμένα χειρόγραφα φύλλα για Καβάφη. Ένθετο άγραφο δίφυλλο με την επιγραφή «Ημερολόγιο ενός ποιήματος».
- «Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό». 100 λυτά χειρόγραφα φύλλα με ένδειξη «Καβάφης Τελεσίδικο επίμετρο. Δοκιμές». Τελική μορφή της δοκιμής.

υποφ. 3   [Ι.Β 17 - VIII 132/11]
Δοκιμές, Α΄
- «Ερωτόκριτος»
- «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», αρ. φ. 4 (Ιούνιος 1945), αρ. φ. 5 (Ιούλιος 1945), όπου δημοσιεύεται ο «Ερωτόκριτος» του Γ. Σ.
- «Ερωτόκριτος - Πρώτη Γραφή» (χειρόγραφο, η διάλεξη, σταχωμένο, 57 φύλλα).
- «Πίνακες Ερωτόκριτου» (χειρόγραφο σημείωμα, σταχωμένο, 7 φύλλα).
- «Ερωτόκριτος - Σημειώσεις από ανάγνωση κειμένου» (χειρόγραφο, 18 φύλλα).
- «Άλλη Αρχή» (Παραλλαγή της Εισαγωγής, χειρόγραφο, 3 φύλλα).
- «Υπόθεση» (Η υπόθεση του έπους Ερωτόκριτος, χειρόγραφο, 3 φύλλα).
- Σημειώσεις για την προετοιμασία της μελέτης (15 φύλλα διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, 6 σπαραγμένα, όλα ιδιόγραφα).
- «[Να] Ιδώ και τοποθετήσω» Σημειώσεις για χρήση του Γ.Σ. στη σύλληψη και συγγραφή της μελέτης για τον Ερωτόκριτο (όλα ιδιόγραφα, 19 φύλλα).
- Διάφορα:
Χωρίο του Montaigne: «Un suffisant lecteur…».
Αρχή (άλλη από τις προηγούμενες) της Εισαγωγής φύλλα σύν 14.
Αποκόμματα τριών κριτικών του 1929 για την παράσταση του Ερωτόκριτου από την Μαρίκα Κοτοπούλη.
Η διάλεξη του Γ.Σ. «Ερωτόκριτος» στον Παρνασσό, 26/2/1946: α) Πρόσκληση – εισιτήριο, β) ΄Εγγραφο του Γ. Κουράκου, δ/τού Καλλιτεχνικού Γραφείου Αθηνών, 27/11/45 σχετικά με την οργάνωση διάλεξης και συνημμένη σειρά προγραμματισμού διαλέξεων.

ΦΑΚ. 8
υποφ. 1 [Ι.Β 11 - VIII 58] 
Δοκιμές, Β΄
«Στα 700 χρόνια του Δάντη». Ομιλία στο Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης. 2.5.66, πρώτη δημοσίευση Εποχές, Νοέμβριος 1966.
α)  Αλληλογραφία, και άλλα σχετικά με Δάντη.
- Γράμματα Γ.Σ. και F. Pontani (2+2) 1966.
- Σημείωση τρίτου για τον Δημήτριο Κυδώνη (2 φύλλα).
- Σημείωση  τρίτου για τον Goethe και Δάντη (10 φύλλα).
- Γράμμα  Ιταλού Πρέσβη Μάριο Κόντι, Αθ. 1/8/66.
- Γράμμα Ιταλικού Ινστιτούτου Αθηνών: 14/3/66.
- Αλληλογραφία με Πανεπιστήμιο Θ/νίκης και απαντήσεις ιδιόγραφες Γ.Σ. (καρμπόν και σχέδια), 4 φύλλα (Φεβρουάριος 1966).
- Αλληλογραφία του British Council Αθηνών σχετικά με την διοργάνωση διάλεξης Γ.Σ. για τον Δάντη (3 γράμματα του Βρεττανικού Συμβουλίου 1966 και μία πρόσκληση).
- Αποκόμματα (5 τεμάχια).
- Πρόσκληση σε γεύμα του Μορφωτικού Ακολούθου της Ιταλικής Πρεσβείας 18.10.66 στο Γ.Σ. και την Μ.Σ.
- Γράμμα του Πρέσβη Μάριο Κόντι 27.6.66 και ιδιόγραφο σχέδιο απαντήσεως Γ.Σ. 7.7.66
β)  Μεταφράσεις στίχων του Δάντη από τρίτους.
Σημείωμα χειρόγραφο Γ. Σαββίδη και ιδιόγραφες σημειώσεις Γ.Σ. Φύλλα 4. Επίσης μία δακτυλόγραφη σελίδα με παρατηρήσεις από τον H.F. Tozer.
γ)  Σημειώσεις
- Πρόχειρες ιδιόγραφες σημειώσεις για την ομιλία (20 φύλλα).
- Πρώτη γραφή και σημειώσεις για ομιλία, ιδιογραφα (4 φύλλα).
- Σημειώσεις για την ομιλία, με αρκετά κομμάτια συντεταγμένου κειμένου, ιδιόγραφα (14 φύλλα).
- Φύλλο σημειώσεως από χέρι Γ. Σαββίδη με χωρίον του Huis Clos του Sartre για την Κόλαση (1 φύλλο).
- Χειρόγραφο τρίτου (ίσως Ζ.Λορεντζάτου) με σημείωση για τον Μωϋσή (1 φύλλο).
- Φύλλο ιδιόγραφο Γ.Σ. με απόσπασμα της ομιλίας (1 φύλλο).
δ)  Χειρόγραφο (Πρώτη γραφή. Σελίδες 1-25).
ε)  Χειρόγραφο (Τελική μορφή. Σελίδες 1-33 σύν 2 ένθετες, ανάμεσα σε σελίδες 15 και 16).
στ) Δακτυλόγραφο (Τελική μορφή. Σελίδες 30, με προσθήκες στο τέλος, ιδιογράφων σημειώσεων 5 φύλλων και σταχωμένων προσθεμάτων, προφανώς για την έκδοση προοριζόμενα).
ζ)  Τυπωμένο κείμενο στις Εποχές, Νοεμβρίου 1966 με σημείωσεις ιδιόγραφες του ποιητή για τα σημεία που δεν τα είπε στην ομιλία, διορθώσεις λαθών κ.λ.π.
υποφ. 2 [Ι.Β 12 - VIII 62]
Δοκιμές,  Β΄
«Igor Stravinsky. Για μια έκδοση της Μουσικής Ποιητικής».
Σημειώσεις για τη σύνθεση του κειμένου (χειρόγραφο, 35 φύλλα, διαφόρων μεγεθών και  ποιοτήτων).

Το χειρόγραφο και οι μεταφράσεις του:
- Ιδιόγραφο κείμενο, πρώτη γραφή (φύλλα 10).
- Δακτυλόγραφο κείμενο. Πρώτη γραφή (φύλλα 5, 2 αντίτυπα) με ιδιόγραφες διορθώσεις του ποιητή.
- Σημείωμα του Γ.Σ. ιδιόγραφο, «For the translator».
- Σκόρπιο φύλλο με δύο γραφές του τίτλου.
- Ιδιόγραφο απόσπασμα μετάφρασης του Frank Walton.
- Δακτυλόγραφο της μετάφρασης του Frank Walton (σελίδες 4).
- Δακτυλόγραφο της μετάφρασης του Athan Anagnostopoulos (σελίδες 8).

Αλληλογραφία:
- Με Mark Carroll, Διευθυντή του Harvard University Press, Cambridge, Mass (1969), 6 [[= 5+1]] γράμματα του Mark Carroll, 4 γράμματα του Γ.Σ.
- Με τον Igor Stravinsky. (Σχέδιο και αντίγραφο γράμματος Γ.Σ. 20/9/69, φωτοαντίγραφο γράμματος Igor Stravinsky, 28/10/69).

Αποκόμματα για τον Στραβίνσκυ με υπογραμμίσεις και σημειώσεις του Γ.Σ. (18 τεμάχια, άλλα μικρά και άλλα  πολυσέλιδα, ελληνικών και ξένων εφημερίδων. Ανάμεσα τους το απόκομμα εφημ. Βήμα 1/3/70 με το ελληνικό κείμενο του Γ.Σ. για το Στραβίνσκυ).

υποφ. 3 [Ι.Β 13 - VIII 65]
Δοκιμές, Β΄
«Γλώσσες στον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό»
α) Χειρόγραφα.
- Ιδιόγραφες σημειώσεις Γ.Σ. για περισυλλογή  υλικού προς συγγραφή του κειμένου (τεμάχια 4 διαφόρων μεγεθών και ποιοτήτων, 1969-1970).
- Χειρόγραφο του κειμένου (πρώτη μορφή, 23 φύλλα / δεύτερη μορφή, 36 φύλλα).

β) Δακτυλόγραφα.
- Πρώτη μορφή (18 φύλλα, ανάμεσα στις σελ. 3-4 ένθετο πρόσθεμα σε χωριστό φύλλο. Επίσης ανάμεσα στις σελ. 10-11, ομοίως, με ιδιόγραφες διορθώσεις του Γ.Σ.).
- Δεύτερη μορφή, οριστική (16 φύλλα, με ιδιόγραφες διορθώσεις και προσθήκες του Γ.Σ).

υποφ. 4 [Ι.Β 13 - VIII 65] 
Δοκιμές, Β΄
«Γλώσσες στον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό» (συνέχεια).
α) Βιβλία.
Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος εικοστός, Αθήναι, 1954. Περιέχει, μεταξύ άλλων, άρθρο του Φαίδωνος Κουκουλέ (αρ. 4) «Η Νεοελληνική Ερμηνεία των Ονείρων και η Ονειροκριτική Παράδοσις» υπογραμμισμένο από Γ.Σ.
- Ανάτυπο του προλόγου στον Αρτεμίδωρο, μεταφρασμένο στα Ιταλικά από την Lucia Marcheselli στις εκδόσεις L’Elefante, Roma, 1970 τίτλος: Giorgio Seferis, ‘Chiose ad Artemidoro Daldiano’.

β) Αποκόμματα.
Ταχυδρόμος, άρθρο για ψυχανάλυση 12.12.69 (2 φύλλα).
Βήμα 6/9/70 (Απόκομμα με το ελληνικό κείμενο των «Γλωσσών» σε δύο, αντίτυπα, το ένα μονογραφημένο από τον ποιητή).

γ) Αλληλογραφία με τον εκδότη Enzo Crea.
- Επιστολές Crea: 31/10/69, 24/11/69, 26/11/69, 31/12/69, 8/1/70. Τηλεγράφημα Enzo Crea 14/2/70.
- Επιστολές Γ.Σ.: 9/10/69, 11/11/69, 26/11/69, 2/12/69, 1/1/70, 11/2/70.

δ) Αλληλογραφία με άλλους.
- Γράμμα Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, 3/2/70.
- Σημείωμα Αλέξανδρου Γ. Ξύδη, αχρονολόγητο, για τον κατάλογο βιβλίων του Γκρέκο.
- Επισκεπτήριο του Prof. T. Sane - Söderberg, Uppsala, συναποστέλλοντας ένα βιβλίο, μη κατονομαζόμενο, στον Γ.Σ. μέσω του Frank Walton (15.12.69).

ε) Δακτυλόγραφα τρίτων
- Τα περιεχόμενα του βιβλίου του Claes Blum, Studies in the Dream-Book of Artemidorus, Uppsala 1936 (1 φύλλο).
- Τα περιεχόμενα των 4 βιβλίων του Αρτεμίδωρου της Εφέσου (στα γαλλικά, 8 φύλλα).
- Τα περιεχόμενα των πέντε βιβλίων του Αρτεμίδωρου της Εφέσου (στα ιταλικά, 6 φύλλα).
υποφ. 5 [Ι.Β 14 - VIII 63]
Δοκιμές, Β΄
«Πάντα πλήρη θεών»
Σημειώσεις και γραφή του δοκιμίου (η πριν από την οριστική γραφή, σχεδόν τελική, όλα ιδιόγραφα).
α) Οι σημειώσεις:
- Σημειώσεις και ιδέες για το υλικό (3 φύλλα μικρού σχήματος).
- Σχεδιασμένη αρχή κειμένου (5 φύλλα).
- Διαγραμμένο σχέδιο γραφής (4 φύλλα).
- Σημειώσεις και παραπομπές (2 φύλλα).
- Σχεδιασμοί, φράσεις και παράγραφοι (4 φύλλα).
- Αποσπάσματα κειμένου που πλησιάζουν την οριστική μορφή (4 φύλλα).
- Σχεδόν οριστική γραφή μέρους του κειμένου (6 φύλλα).
- Σκέψεις, φράσεις, παραπομπές (3 φύλλα).

β) Η οριστική σχεδόν γραφή (χειρόγραφο, 10 φύλλα +1 εμπρόσθιο με παραπομπές και προσθήκες).

ΦΑΚ. 9

υποφ. 1   [Ι.Β 15]
Δοκιμές, Β΄
- «Γράμμα στον Κατσίμπαλη για την Κίχλη» [= «Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη»] Άγκυρα 27 Δεκ. 49». Δύο δακτυλόγραφα αντίγραφα (20+20 φύλλα). Το ένα με αυτόγραφες σημειώσεις του Γ.Σ. και συνημμένο δακτυλόγραφο γράμμα προς τον Ανδρέα Καραντώνη (Άγκυρα, Παραμονή Χριστούγεννα ’49).
- «Γράμμα στον Κατσίμπαλη για την Κίχλη» [= «Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη»] Άγκυρα, Δεκ. 1949». 90 [= 9+49+32] αυτόγραφα συσταχωμένα φύλλα με: α) σχέδιο επιστολής στον Κατσίμπαλη, 11.12.49, β) προγενέστερη μορφή και σημειώσεις, γ) τελική μορφή.
- «Ραδιοφωνική ομιλία για Σικελιανό. Λονδίνο 7.7.1951» [= «΄Αγγελος Σικελιανός»] 27 αυτόγραφα φύλλα με την τελική μορφή και δύο προγενέστερες επεξεργασίες της δοκιμής. Μαζί και απόκομμα από την εφημερίδα Τα Νέα, (9.7.51), όπου δημοσιεύεται η ομιλία του Γ.Σ.
- «Νίκανδρος Νούκιος» Β.Β.C.: 29.4.52. Λεπτά 15,25 [= «Ένας Έλληνας στην Αγγλία του 1545»] (30 αυτόγραφα φύλλα και 5 δακτυλόγραφα, συσταχωμένα με το κείμενο της ομιλίας). Υλικό για τη δοκιμή και τελικές μορφές της δοκιμής και του κειμένου της ραδιοφωνικής ομιλίας.
- «Ομιλία στη Στοκχόλμη». Δακτυλόγραφο του ελληνικού κειμένου και 8 λυτά αυτόγραφα φύλλα του γαλλικού κειμένου.

υποφ. 2   [Ι.Β 16]
Δοκιμές, Β΄
- «Θ. Σ. Ε. Σελίδες από ένα Ημερολόγιο», Εποχές, τεύχος 22, Φεβρουάριος 1965, 3-11. 54 αριθμημένα αυτόγραφα φύλλα με την τελική μορφή της δοκιμής.
- «Ξεστρατίσματα από τους Ομηρικούς Ύμνους»: 38 αριθμημένα χειρόγραφα φύλλα με ένδειξη «Ομ. Ύμνοι (πρωτόγραφο)». Ανάμεσα στα φύλλα 35-36 ένθετο αυτόγραφο αταύτιστου ποιήματος (ίσως μεταφραστική δοκιμή) με ένδειξη 8.1.42.
- «Στα 700 χρόνια του Δάντη». 2 ανάτυπα από τις Εποχές 43, Νοέμβριος 1966. Το ένα με ένδειξη «Διορθωμένο (βασικό)». Συνημμένο αυτόγραφο φύλλο με το κείμενο της σημείωσης 2 (σ. 253).
- «Η συνομιλία μου με τον Φαβρίκιο». 9 φύλλα δακτυλόγραφα, με ένδειξη «Εδόθη Σκαλιώρα από Σαβδ. [= Σαββίδη] 29.11.66».
- Προλόγισμα στη Μουσική ποιητική του Στραβίνσκι. Απόκομμα εις διπλούν (Βήμα, 1.3.1970).
- «‘Γλώσσες’ στον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό». Φωτοτυπία της τελικής μορφής (16 δακτυλόγραφα φύλλα).
- «‘Γλώσσες’ στον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό», Κυπριακά Χρονικά 63-64 (θερινή περίοδος 1970) 163-173.
- «Πάντα πλήρη θεών». 4 δακτυλόγραφα αντίγραφα του άρθρου με σημειώσεις. Επίσης, διαφήμιση για την οποία υπάρχει αναφορά στο κείμενο της δοκιμής (σ. 239) και ένα απόκομμα (Βήμα, 9.5.71) για τον Έλγιν.

υποφ. 3 [Ι.Β 10 - VIII 60, VIII 30]
Δοκιμές,  Β΄
1. «Ομηρικοί Ύμνοι» (1970)
α) «Ξεστρατίσματα από τους Ομηρικούς Ύμνους» (δακτυλόγραφο κείμενο πρώτης γραφής, με σημειώσεις, διορθώσεις και συμπληρώσεις ιδιόγραφες του Γ.Σ., χρονολογημένο 3.12.65. Παρασκευή, 29 φύλλα διαφόρων  ποιοτήτων).
- Δακτυλόγραφο κείμενο, δεύτερη γραφή , με σημειώσεις, διορθώσεις και συμπληρώσεις ιδιόγραφες του Γ.Σ., χρονολογημένο επίσης 3.12.65, 23 φύλλα).
- Εικονογραφημένη καρτ-ποστάλ άγραφη με κορμό Δηλίου Απόλλωνος, με ιδιόγραφη σημείωση «Σεπτ. 1965».
- Εικονογραφημένη καρτ-ποστάλ του Enzo Crea 3/11/65.
- Ιδιόγραφο Γ.Σ. «Σημειώσεις», φύλλα 5.
- Γράμμα Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, 3/5/67 Θεσσαλονίκη, με παρατηρήσεις πάνω στα χειρόγραφα που του είχε στείλει ο ποιητής. Συνημμένα στο γράμμα, περικοπή από τον Severyns για τον Όμηρο, χειρόγραφο του Τσοπανάκη.
- Σκόρπιες σημειώσεις του Γ.Σ., ιδιόγραφες για την εργασία του πάνω στους Ομηρικούς ΄Υμνους. 14 φύλλα, διαφόρων μεγεθών και ποιοτήτων.
β)  Δοκίμια ιταλικής μετάφρασης κειμένου, για τις εκδόσεις L’ELEFANTE, σελ.1-30.
γ)  Αλληλογραφία με Enzo Crea
- επιστολές Crea: 3/7/65, 14/8/65 (2 φύλλα), 30/10/65, 12/1/66, 17/2/66, 16/6/66, 10/11/66, 12/12/66, 16/2/66 [[=16/2/67]], 12/1/67, 5/6/67, 20/7/67.
- επιστολές Γ.Σ. (καρμπόν , ή όχι  ιδιόγραφες): 1/8/65 (3 φύλλα), 13/12/66 (1 φύλλο), 2/7/67 (1 φύλλο).

2. «Γράμμα για τον ΄Ελιοτ.» (1948)
Δακτυλόγραφο οριστικό κείμενο, με ιδιόγραφα προσθέματα του Γ.Σ. κυρίως ξενόγλωσσων ονομάτων και στίχων του ΄Ελιοτ (13 φύλλα, αριθμημένα 12, η σελίδα 4 συνεχίζεται σε 4α, και οι δύο μισές. Προφανώς διορθώθηκε η 4 από τη μέση και κάτω).

υποφ. 4 [Ι.Β 18 - VIII 150/29]
Δοκιμές, Β΄
«Καππαδοκία – 1950»
α) Αποκόμματα εφημερίδος Βήμα 5/8/51 και 28/9/66 για τις εκκλησιές της Καππαδοκίας. Άρθρα γραμμένα από τρίτους.

β) «Τρείς Μέρες στα Μοναστήρια της Καππαδοκίας» ΄Αγκυρα, Φθινόπωρο 1950 (χειρόγραφο, δεμένο σε αυτοσχέδιο ντοσιέ, 50 φύλλα). Στο ίδιο ντοσιέ περιλαμβάνονται:
- «Προσθήκες στη μελέτη για τις μονολιθικές εκκλησίες» (χειρόγραφο, 2 φύλλα).
- «Φωτογραφίες μου απ’ την Καππαδοκία, Ιουλ. 1950», κατάλογος φωτογραφιών (χειρόγραφο, 1 φύλλο).
- «Εκκλησιά των Σπαθιών - Κιλισσέ Κιλιτσλέρ» – σχέδιο κάτοψης με σημειώσεις ιδιόγραφες Γ.Σ. (2 φύλλα).
- «Εκκλησιά των Σπαθιών» - Κείμενο επεξηγηματικό της φωτογραφίας  Νο. 24 (1 φύλλο).
- 7 φύλλα με θέση για φωτογραφίες ή σχέδια Γ.Σ. από τις εκκλησιές της Καππαδοκίας.
- Κείμενα επεξηγηματικά των φωτογραφιών (χειρόγραφο, 2 φύλλα).
- 27 φύλλα με σχέδια και επεξηγηματικά κείμενα, χ/φα, του Γ.Σ.
- 6 φύλλα μικρού σχήματος με σημειώσεις ιδιόγραφες του Γ.Σ.
- «Φωτογραφίες μου» – (χειρόγραφο του Γ.Σ. με επεξηγήσεις του καταλόγου των φωτογραφιών του, 2 φύλλα).
- Ρητά για Φωτογραφίες (χειρόγραφο, 4 φύλλα).
- «Σημειώσεις από Jerphanian για μονολιθικές εκκλησίες» (Κείμενο γαλλικό, αντιγραμμένο ιδιόχειρα απο τον Γ.Σ. και σχόλια του ελληνικά, 10 φύλλα).
- «L’ art de Cappadoce et l’ Occident.» (Κείμενο γαλλικό, αντιγραμμένο δια χειρός Μαρώς Σεφέρη, γραμμένα και από τις δύο όψεις, 15 φύλλα).
- Χάρτης της Περιοχής, αντίγραφο χειρός, με σημειώσεις ονομάτων κ.λ.π. (ιδιόγραφο του Γ.Σ.).
- ΄Αλλοι δύο χάρτες, ομοίως.
- Τυπωμένος χάρτης της ευρύτερης περιοχής - απόκομμα χάρτη Τουρκίας.
- 4 φύλλα μικρού σχήματος, γραμμένα από την Κα Μαρώ Σέφερη και διορθωμένα ή συμπληρωμένα από τον Γ.Σ. (κατάλογος φωτογραφιών, χρονολογίες αυτοκρατόρων Βυζαντίου).

γ) «Επίμετρο» Καππαδοκίας (4 φύλλα διαφόρων μεγεθών και ποιοτήτων με ιδιόγραφες σημειώσεις του Γ.Σ.).

δ) «Σημειώσεις» - Β΄ (Σημειωματάριο, αυτοσχέδια σταχωμένο, του Γ.Σ. με 41 φύλλα ιδιόγραφα).

ε)  «Δειπνοσοφιστές - Λονδίνο 1952.»
- Χειρόγραφο ομιλίας Γ.Σ. στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο των Δειπνοσοφιστών του Λονδίνου (χειρόγραφο, 25 φύλλα).
- ΄Εγγραφο προσκλήσεως στο δείπνο του συλλόγου των Δειπνοσοφιστών με αγγελία ομιλίας του Γ.Σ. (7/3/52, η ομιλία για τις 18/3/52).

υποφ. 5 [Ι.Β 18 – VIII 150/29]
Δοκιμές, Β΄
α) «Η Γλώσσα στην ποίησή μας.»
- Δακτυλόγραφο ομιλίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 1964 (15 φύλλα συν 4 μικρά φύλλα με χειρόγραφες σημειώσεις για ανάγνωση στη Φοιτητική Εστία Θ/νίκης ποιημάτων του
- Δακτυλόγραφο υποσημειώσεων ομιλίας (2 φύλλα).
- Χειρόγραφο σημειώσεων μικρού σχήματος (42 φύλλα).
- Το «Τελειωτικό χειρόγραφο.» (Ιδιόγραφο - 39 φύλλα).
- «Φεβ. - 64: Η γλώσσα στην ποίησή μας» (πρωτόγραφο χειρόγραφο αριθμημένο, αλλά όχι ορθά, 40 φύλλα, (ένα άγραφο) πλέον ένα μικρό φύλλο).

β) «Δελφοί».
- Οι σημειώσεις: 38 χειρόγραφα φύλλα μικρού σχήματος (αριθμημένο, αλλά σφαλερά. Ιδιόγραφο, σταχωμένο πρόχειρα).
- Το χειρόγραφο: 37 φύλλλα ιδιόγραφα, διαφόρων ποιοτήτων αλλά του ιδίου σχήματος, σταχωμένα σε πρόχειρο τετράδιο.


ΦΑΚ. 10

υποφ. 1   [Ι.Β 19]
Δοκιμές, Γ΄
- Αυτόγραφος κατάλογος πεζών κειμένων του Γ.Σ., πιθανόν για τη σχεδιαζόμενη τρίτη έκδοση των Δοκιμών (1 φύλλο).
- Προγενέστερη μορφή της δοκιμής «Pour les voyageurs du Sea Adventure» (Semaine Égyptienne, 1942). Το αυτόγραφο αποτελείται από 35 λυτά φύλλα. Στα φύλλα 1-2 σημειώσεις στα ελληνικά σχετικές με τη δοκιμή και στα φύλλα 3-4 σχέδιο επιστολής στα γαλλικά προς τον εκδότη του περιοδικού La Semaine Égyptienne Σταύρο Σταυρινό.
- «Pour les voyageurs du Sea-Adventure». (18 αριθμημένα αυτόγραφα φύλλα και άλλα 7 με σχεδιάσματα, 1942).
- «Η ποίηση στον κινηματογράφο»: αυτόγραφο της ομιλίας (8 φύλλα) και δακτυλόγραφο αντίγραφο με σημειώσεις (5 φύλλα).
- «Η Ιθάκη του Καβάφη». 10 χειρόγραφα φύλλα και 5 δακτυλόγραφα φύλλα, διορθωμένα από τον Γ.Σ.
- «Ελληνική περιοχή 1930-1946»: 5 αυτόγραφα φύλλα με το κείμενο του άρθρου που δημοσιεύτηκε στο Βήμα (12.10.47). Μαζί και ακέφαλο δακτυλόγραφο αντίγραφο καθώς και συνοδευτική επιστολή προς τον Η. Βενέζη (7.10.47).
- [Μια απάντηση]: δακτυλόγραφο αντίγραφο (3 φύλλα) και αυτόγραφο σχέδιο (5 φύλλα) της ανοιχτής επιστολής, που δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία (15.8.47), σχετικά με τις κατηγορίες του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Επίσης, συνοδευτική επιστολή προς τον Πέτρο Χάρη (2.8.47). [Τελευταία απάντηση]: δακτυλόγραφο αντίγραφο (1 φύλλο). Ακόμη, κολοβό σχέδιο επιστολής προς τον Π. Χάρη, χωρίς χρονολογική ένδειξη.
- «Quelques points de la tradition grecque moderne». Αυτόγραφο της ομιλίας (34 [= α+β+32] φύλλα) και δύο αντίγραφα (δακτυλόγραφο και έντυπο). Το δακτυλόγραφο διορθωμένο από τον Γ.Π. Σαββίδη. Μαζί και συνημμένο σημείωμά του.
- «‘Γιατί είναι ασήμαντη η σημερινή Ελλάδα,’ ρωτάει ο Ingmar Bergman.» 8 αυτόγραφα φύλλα με το τελικό κείμενο της απάντησης του Γ.Σ. και σχέδια της επιστολής του προς την κ. Raadstroem, τηλεγράφημα με την ερώτηση προς τον Σεφέρη, 7 δακτυλόγραφα φύλλα με την ερώτηση και δημοσιευμένες οι απαντήσεις δίχως ένδειξη (Ο Ταχυδρόμος, 3.4.1965, σελ. 22-23).
- Πρόλογος Μητρόπουλου, 25.3.1966 (5 φύλλα και 1 επιστολή προς την Καίτη Κατσογιάννη).
- Για τον Δημήτρη Μητρόπουλο. 2 φύλλα δακτυλόγραφα.
- «Γνώμες γύρω απ’ τη γλώσσα μας» [= «Μια πρόταση για τη νεοελληνική γλώσσα»] 2 δακτυλόγραφα φύλλα και 1 απόκομμα από το περιοδικό Νεοελληνικά γράμματα, 13. 2. 1937.
- 5 αυτόγραφα φύλλα με τη νεκρολογία του Σεφέρη για τον F. G. Macaskie. Μαζί και δύο αποκόμματα από την εφημερίδα The Times (1.5.52) με το δημοσιευμένο κείμενο.
- «Η ωραία Ελένη»: το κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περ. Ο Ταχυδρόμος (12.2.1966) σε χειρόγραφη (4 φύλλα) και δακτυλόγραφη (2 φύλλα) μορφή. Μαζί και σχετικές σημειώσεις (3 φύλλα), καθώς και η αναγγελία της έρευνας του περιοδικού με τίτλο «Το λόγιον ψεύδος».

υποφ. 2   [Ι.Β 20]
Δοκιμές, Γ΄
‘Deux aspects du Commerce spirituel de la Grèce.’
- 49 (47+2) χειρόγραφα λυτά φύλλα με το κείμενο της διάλεξης του Σεφέρη στο Κάιρο, δακτυλόγραφο του κειμένου με συνημμένα 2 αυτόγραφα φύλλα. Επίσης, 9 φύλλα με σημειώσεις. Μαζί και αλληλογραφία σχετική με τη διάλεξη και τη δημοσίευση της στο La Revue du Caire.
- 1 αντίτυπο του περιοδικού La Revue du Caire, 68 (juillet 1944) 231-255.
- Φάκελος με ένδειξη της Μ.Σ. «‘Deux aspects du Commerce spirituel de la Grèce.’ Éditions de La Revue de Caire, 1944. Διορθωμένο από τον Γ. Σεφέρη». Περιέχει 7 ανάτυπα με σημειώσεις του Γ.Σ. ή/και της Μ.Σ.

υποφ. 3   [Ι.Β 21]
«Χειρόγραφο Σεπ. ’41»
- 28 αριθμημένα δακτυλόγραφα φύλλα με το κείμενο. Μαζί και 3 λυτά δακτυλόγραφα φύλλα. Ανακοινώσεις του κ. Σεφεριάδη προς τους ανταποκριτάς του Ξένου Τύπου (1941).
- Γκρίζο τετράδιο. Εκτός από το κυρίως κείμενο, περιλαμβάνει παράρτημα με περικοπές από βιβλία, χρονολογικό πίνακα γεγονότων τριμήνου Ιαν.-Απρ. 1941, δακτυλόγραφα αντίγραφα κυβερνητικών ανακοινώσεων, κ.ά. (42 αριθμημένα φύλλα και 18 δίχως αρίθμηση).

υποφ. 4 [Ι.Β 22, περιλαμβάνει και τον VIII 89]
«Οι ώρες της Κυρίας Έρσης»
1. Χειροποίητο τετράδιο με ιδιόγραφο τίτλο: «Ιγνάτης Τρελός, Οι ώρες της ‘Κας Έρσης’ 24.1.66 - 7.1.67.» Περιέχει:
- Σκίτσο σινικής ιδιόχειρο του Γ.Σ. με προσωπογραφία του κ. RUIT HORA.
- Σημείωμα ιδιόχειρο του  Γ. Σαββίδη για την εικονογράφηση της «΄Ερσης».
- Ιδιόγραφο σχέδιο προλόγου του Γ.Σ.
- Ιδιόγραφο σημείωμα για Λάθη τυπώματος «΄Ερσης».
- Ιδιόγραφο σημείωμα για υποσημειώσεις «΄Ερσης».
- Ιδιόγραφο σημείωμα για διορθώματα «΄Ερσης».
- Χειρόγραφο:
α) Μετά την πρώτη σελίδα τίτλου, τα εξής:
- σημείωμα του Γ.Σ. στον Ζήσιμο Λορεντζάτο πάνω σε σημείωμα του Λορεντζάτου στον Γ.Σ.
- 2 φύλλα μικρού σημειωματαρίου με σημειώσεις ιδιόγραφες Γ.Σ.
- 5 φύλλα μεγαλύτερου σημειωματαρίου, επίσης με σημειώσεις Γ.Σ.
- 1 φύλλο μικρού σημειωματαρίου με σημειώσεις Γ.Σ.
- 1 φύλλο του τετραδίου με ιδιόγαφες σημειώσεις του Γ.Σ.
- Γράμμα του «Ιγνάτη Τρελλού» στην Διεύθυνση του Ταχυδρόμου (Λένα Σαββίδη). Ιδιόγραφο Γ.Σ.
- Γράμμα του Γ.Σ. 20/12/66 στην Λένα Σαββίδη.
β) Το κείμενο, από σελίδα 1-47 σε ομοιόμορφο, καντριγιέ χαρτί, ανάμεσα στις σελίδες  20/21 - ένα πρόσθετο μικρό φύλλο, ανάμεσα στις σελίδες 26/27 μία ακόμη σελίδα, αριθμημένη επίσης 27.  Ανάμεσα στις σελίδες 38/39 - μία κάρτα (με ιδιόγραφη σημείωση του Σεφέρη: Τα Μάτια του Θεού - Εκκλησία Αίγινας) και την απεικόνηση τοιχογραφίας με τη Γέννηση του Χριστού.
γ) Το κείμενο, από σελίδα 48 - 63 σε ομοιόμορφο αρίγωτο μπλέ χαρτί.

2. «Οι ώρες της Κυρίας Έρσης», Ο Ταχυδρόμος 679 (15 Απριλίου 1967) 41-48.


ΦΑΚ. 11

υποφ. 1 [ΙΒ. 23 - VIII 86]
Έξι νύχτες στην Ακρόπολη
Χειροποίητος, δεμένος τόμος με ιδιόγραφο τίτλο «Ακρόπολη. Α΄ - Β΄ - Γ΄». Τελειώνει στη σελίδα 119. Στο τέταρτο φύλλο: Ταχυδρομικό Δελτάριο με εικόνα αγάλματος Μινωϊκής θεάς. Στο τρίτο φύλλο: «Εισιτήριο Ακροπόλεως» για νυχτερινή επίσκεψη.

υποφ. 2 [ΙΒ. 24 - VIII 86]
Έξι νύχτες στην Ακρόπολη
Χειροποίητος, δεμένος τόμος με ιδιόγραφο τίτλο «Ακρόπολη  Δ΄ - Ε΄ - ΣΤ΄». Αρχινάει από σελ. 120 και τελειώνει σελ. 220. Στο τέλος του τόμου:
- φύλλο κοντραπλακέ με μονόγραμμα Γ.Σ. (Γιώργος).
- έγχρωμο σχέδιο γυναίκας (ακουαρέλλα) με υπότιτλο: ΔΟΜΝΑ.
- Κάρτα Ακρόπολης, σταλμένη από Meihajlo και Zdenka Jaworski στον Σεφέρη στη Βηρυττό 14/2/55.
- Σχέδιο με μολύβι δύο γυναικείων μορφών.
- Σχέδιο με καφέ πινελιές.
- Κάρτα με το Μιλήσιο Άγαλμα καθιστής θεάς και με επίτιτλο: «Η Λάλω στο περιβόλι. (Τέλος Ε΄.)».
- Κάρτα με το Ταυρικό Ανάγλυφο από τη Ζωφόρο του Παρθενώνος, και επίτιτλο «΄Εκφραση τρυφερότητας ανάγλυφη πάνω σε ένα όρθιο στέρνο (133 Δ΄)». Οι επίτιτλοι ιδιόγραφοι του Γ.Σ.
- Μία σελίδα σκόρπια, με ένδειξη 2/26, διαγραμμένη (αυτόγραφο). ΄Ισως πρόκειται για σελίδα Ημερολογίου. Πάντως στο κάτω μέρος της σελίδας, με μολύβι, υπάρχει η αυτόγραφη σημείωση: «γίνει ξανά παραβολή. Ίσως προσθήκες στήν ‘Α’[κρόπολη]. Μένει τούτο στο φάκελλο ‘Α’ pro memoria».

υποφ. 3   [Ι.Β 25α]
Έξι νύχτες στην Ακρόπολη
Σημ. Το υλικό είχε δοθεί στην Κ. Κρίκου-Davis από τη Μαρώ Σεφέρη και παραδόθηκε στο Αρχείο στις 21/7/2017.
Πράσινος φάκελος με την ένδειξη: «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη. Σημειώσεις για ένα ‘ρομάντσο’. 1927-1930». Περιλαμβάνει: 
- Αυτόγραφες προγενέστερες επεξεργασίες και εκδοχές κεφαλαίων του μυθιστορήματος με την ένδειξη: «Ακρόπολη. Νύχτες» (42 φύλλα). Με μολύβι σχόλια της Μ.Σ.
- Αυτόγραφες σημειώσεις και σχεδιάσματα με την ένδειξη: «Σημειώσεις» (25 φύλλα). Με μολύβι σχόλια της Μ.Σ.
- Υλικό για τη συγγραφή του μυθιστορήματος με την ένδειξη: «Στοιχεία» (7 αυτόγραφα και δακτυλόγραφα φύλλα). Μαζί κι ένα απόκομμα εφημερίδας.

υποφ. 4   [Ι.Β 25β]
Έξι νύχτες στην Ακρόπολη
Τρία τετράδια με σκίτσα του Γ.Σ. στο εξώφυλλο. Περιλαμβάνουν δακτυλόγραφο αντίγραφο του μυθιστορήματος με αυτόγραφες διορθώσεις και προσθήκες του ποιητή.

υποφ. 5   [Ι.Β 25γ]
Έξι νύχτες στην Ακρόπολη
Τρία τετράδια με σκίτσα του Γ.Σ. στο εξώφυλλο. Περιλαμβάνουν αντίγραφο του δακτυλόγραφου που τοποθετήθηκε στον υποφ. 4. Κι αυτό με αυτόγραφες διορθώσεις και προσθήκες.


ΦΑΚ. 12

υποφ. 1 [I.B 26 - VIII 134/13]
Μέρες, Α΄, 16/2/1925-17/8/1931
Το δακτυλόγραφο του ημερολογίου – «αντίτυπο προσωπικό». Με πρωτοσέλιδη σημείωση: «Ταχτοποιημένο και αντιγραμμένο πρώτα στην Άγκυρα και έπειτα δακτυλογραμμένο 1967- Γιώργος Σεφέρης». Αρίθμηση σελίδων 1-105. Από τη σελίδα 9 πηδάει στη σελίδα 19. Ένα πρόγραμμα συναυλίας 21/4/1931 ανάμεσα στις σελίδες 103 και 104 (Andrés Segovia). Ένα χειρόγραφο του Henri Seyrig επικολλημένο στη σελίδα 83 με το χωρίον του Σειληνού, που ο Γ.Σ. χρησιμοποίησε για μόττο στην «Κίχλη» - μετά από 17 χρόνια.

υποφ. 2 [I.B 27 - VIII 159/7]
Ημερολόγιο [[= Μέρες, Β΄]] 1931-34
Αυτοσχέδιο τετράδιο χειρόγραφο ημερολογίου Γ.Σ. 24.8.31 - 12.2.34.

υποφ. 3 [I.B 28 - VIII 159/7]
Ημερολόγιο [[= Μέρες, Β΄]] 1931-34
- Μαβίς φάκελλος με αντίγραφα γραμμάτων Γ.Σ. προς την Λου[κία Φωτοπούλου], 24.8.31 - 1.12.32 (χειρόγραφα Μαρώς Σεφέρη).
- Σφραγισμένος απόρρητος φάκελλος με τα ιδιόγραφα γράμματα του Γ.Σ. στην Λου. Προσοχή: Να μην ανοιγή πριν από το 1980. [[Περιγραφή του 2005: 54 επιστολές του Γ.Σ. προς τη Λουκία Φωτοπούλου (24.8.31-26.6.33) χωρισμένες σε τρεις ομάδες, ανά έτος. Οι χρονολογικές ενδείξεις στο εξωτερικό δίφυλλο της κάθε ομάδας δεν αντιστοιχούν πάντα στις ημερομηνίες των επιστολών.]]

υποφ. 4 [I.B 29 - VIII 159/7]
Ημερολόγιο [[= Μέρες, Β΄]] 1931-34
- Δακτυλόγραφο του όλου ημερολογίου.
- Χειρόγραφο αντίγραφο ημερολογίου από Μαρώ Σεφέρη 4.1.1933-9.2.1934.


ΦΑΚ. 13

υποφ. 1   [I.B 30]
Μέρες, Γ΄ (16 Απρ.1934-14 Δεκ.1940)
- Πράσινο τετράδιο. Περιλαμβάνει αυτόγραφες εγγραφές της περιόδου Απρ. 1935-Δεκ. 1937 (74 φύλλα).
- Πράσινο τετράδιο. Περιλαμβάνει αυτόγραφη μεταγενέστερη επεξεργασία των εγγραφών Απρ. 1934-Δεκ. 1937 ([1] + 76 φύλλα).
- Δακτυλόγραφο εγγραφών της περιόδου Απρ. 1935-έως Δεκ. 1937 ([1+] 42 φύλλα) με χειρόγραφες προσθήκες και σημειώσεις της Μ.Σ. εις διπλούν. Στο δεύτερο αντίγραφο ([4+] 42 φύλλα) η ένδειξη της Μ.Σ.: «Το ημερολόγι[ο] 27 Απρ. 1935-Μάης 1936, Αύγουστος 1936, Δεκέμβρης 12-1937 σε 3 δαχτυλοχτυπημένα (Intime)?», και συνημμένα δύο φύλλα με σκίτσα του Γ.Σ. και ημερομηνία 12.2.37 και 13.2.37.
- Σημειωματάριο με εγγραφές της περιόδου Αυγ. 1935-18 Ιουνίου 1938 (23 φύλλα). Στην πρώτη σελίδα η ένδειξη «Συμπλήρωμα».

υποφ. 2   [I.B 31]
Μέρες, Γ΄ (16 Απρ.1934-14 Δεκ. 1940)
- Λυτά δίφυλλα με αυτόγραφες εγγραφές της περιόδου Φεβ. 1938-Δεκ. 1939 (112 φύλλα).
- Πράσινο τετράδιο. Περιλαμβάνει αυτόγραφη μεταγενέστερη επεξεργασία των εγγραφών της περιόδου Ιαν. 1938-Δεκ. 1939 (56 φύλλα).

υποφ. 3   [I.B 32]
Μέρες, Γ΄ (16 Απρ. 1934-14 Δεκ. 1940)
- Δερματόδετο σημειωματάριο. Περιλαμβάνει αυτόγραφες εγγραφές της περιόδου Ιαν. 1940-Σεπτ. 1940 (150 φύλλα).
- Γκρίζο τετράδιο. Περιλαμβάνει αυτόγραφη μεταγενέστερη επεξεργασία των εγγραφών της περιόδου Ιαν. 1940-Δεκ. 1940 (95 φύλλα). Για τις εγγραφές του 1940, βλ. και ΦΑΚ. 14, υποφ. 1.
- Δακτυλόγραφο με την αυτόγραφη ένδειξη «Ημερολόγιο. Πόρος. 24 Απρ. 40-Μάης 40». (7 φύλλα).


ΦΑΚ. 14

υποφ. 1   [I.B 33]
Μέρες, Δ΄ (1 Ιαν. 1941-31 Δεκ. 1944)
Πανόδετο αυτόγραφο. Περιλαμβάνει ημερολογιακές εγγραφές της περιόδου Σεπτεμβρίου 1940-Μαρτίου 1942 (154 φύλλα).

υποφ. 2   [I.B 34]
Μέρες, Δ΄ (1 Ιαν. 1941-31 Δεκ. 1944)
Γκρίζο τετράδιο. Περιλαμβάνει αυτόγραφη μεταγενέστερη επεξεργασία των εγγραφών του 1941 (126 φύλλα).

υποφ. 3   [I.B 35]
Μέρες, Δ΄ (1 Ιαν. 1941-31 Δεκ. 1944)
- Δακτυλόγραφο αντίγραφο των εγγραφών του 1941 (91 φύλλα). Επίσης, αντίγραφα (χειρόγραφα Μ.Σ. και δακτυλόγραφα) 8 επιστολών του 1941 προς τους Τ. Μαλάνο (2), Α. Ξύδη (2), Ν. Παναγιωτόπουλο, L. Durrell, R. Liddell και H. Miller (χειρόγραφο Μ.Σ.).
- Δακτυλόγραφο αντίγραφο των εγγραφών 6 Απρ.-16 Μαΐου με αυτόγραφες διορθώσεις (20 φύλλα).

υποφ. 4     [I.B 36]
Μέρες, Δ΄ (1 Ιαν. 1941-31 Δεκ. 1944)
Μπλε τετράδιο. Περιλαμβάνει αυτόγραφες εγγραφές του 1942 (87 φύλλα).

υποφ. 5     [I.B 37]
Μέρες, Δ΄ (1 Ιαν. 1941-31 Δεκ. 1944)
Δακτυλόγραφο αντίγραφο των εγγραφών του 1942 (62+2 φύλλα).
υποφ. 6     [I.B 38]
Μέρες, Δ΄ (1 Ιαν. 1941-31 Δεκ. 1944)
- Κόκκινο τετράδιο. Περιλαμβάνει αυτόγραφες εγγραφές των ετών 1943 και 1944 (44 και 52 φύλλα). Ένθετα τρία λυτά φύλλα μικρού σχήματος με χρονολογική ένδειξη 10.1.1943.
- Δακτυλόγραφο με τις εγγραφές της ίδιας περιόδου (38 και 51 φύλλα). Επίσης, 5 δακτυλόγραφα φύλλα με αυτόγραφη ένδειξη του Γ.Σ. «Ημερολόγιο 19-22 Οκτ. 1944. Γιώργος Σεφέρης».
- Legendum για Μέρες, Δ΄.


ΦΑΚ. 15

υποφ. 1   [I.B 39 - VIII 9+10+12]
Μέρες του 1945-6, 1947 [[= Μέρες, Ε΄]]
Χειρόγραφα τετράδια:
- Ημερολόγιο 1945-1946.
- Ημερολόγιο 1947.
- Μέρες 31/10/45-31/12/46.

υποφ. 2   [I.B 40 - VIII 8]
Μέρες του 1945-51 [[= Μέρες, Ε΄]]
Δακτυλόγραφο έτοιμο για τυπογραφείο (Ιαν. 67).

υποφ. 3   [I.B 41 - VIII 11+13]
Μέρες του 1948-51 [[= Μέρες, Ε΄]]
Χειρόγραφα τετράδια:
- Ημερολόγιο 1948-19/4/51.
- Μέρες 4/1/48-19/4/51.

υποφ. 4   [I.B 42]
Μέρες, E΄ 1945-1951, βλ. και Πολιτικό Ημερολόγιο, Β΄ (Φακ. 18, υποφ. 2, «Καλαντάρι του 1947»)
- Καφέ τετράδιο, δακτυλόγραφο, με ένδειξη «Γιώργος Σεφέρης, Μέρες του 1945-1951». (162 [145+17] φύλλα. Από αυτά τα 5 είναι έντυπα, πρώτη δημοσίευση αποσπάσματος στις Εποχές). Επίσης, ένθετα 8 λυτά φύλλα, δακτυλόγραφα, με ημερολογιακές εγγραφές της ίδιας περιόδου.
- φάκελος με ένδειξη «Ημερολογιακά». Περιέχει 5 συσταχωμένα φύλλα (4 μικρού σχήματος και ένα μεγάλου) με αυτόγραφες σημειώσεις για την έκδοση των ημερολογίων. 1 φύλλο δακτυλόγραφο σχεδίασμα της Σημείωσης που προτάχθηκε στις Μέρες,Ε΄. 1 φύλλο χειρόγραφο με ένδειξη «Πίνακας ημερολογίων στην πέτσινη βαλίτσα». 1 φύλλο χειρόγραφο με ένδειξη «Pontani».
- Δακτυλόγραφο αντίγραφο με αυτόγραφες προσθήκες και διορθώσεις (20 φύλλα). Περιλαμβάνει τις ημερολογιακές εγγραφές 12 Μάη-2 Δεκ. 1946. Στο εξώφυλλο η ένδειξη «Ημερολόγιο ενός ποιήματος. 1946. Γιώργος Σεφέρης». Ένθετα 2 αντίτυπα της δημοσιευμένης μορφής «Από το ημερολόγιο του 46» με αυτόγραφες διορθώσεις (Κυπριακά Γράμματα 238, Απρ. 1955).
- «Από το ημερολόγιο του 46». Δακτυλόγραφο αντίγραφο με την ένδειξη «Αυτό είναι διορθωμένο, στα Κυπριακά Γράμματα πολλά λάθη» (20 φύλλα).

υποφ. 5   [I.B 43]
Μέρες, ΣΤ΄1951-1956
3 σημειωματάρια (note-books) με αυτόγραφες ημερολογιακές εγγραφές.
- Ημερολόγιο 20 Απριλίου 1951-26 Δεκεμβρίου 1952 (84 φύλλα).
- Ημερολόγιο 1 Ιανουαρίου 1953-15 Αυγούστου 1954 (83 φύλλα και εκτενή επίμετρα).
- Ημερολόγιο 15 Σεπτεμβρίου 1954 - 4 Αυγούστου 1956 (139 φύλλα).


ΦΑΚ. 16

υποφ. 1     [I.B 44]
Μέρες, Z΄ 1956-1960
Tρία σημειωματάρια (note-books) με αυτόγραφες ημερολογιακές εγγραφές:
- Πράσινο σημειωματάριο (43 φύλλα). Στο εξώφυλλο η αυτόγραφη ένδειξη «Αθήνα 8.56-6.57 Σεφέρης Note-Βook». Περιλαμβάνει τις εγγραφές 1.10.1956 - 9.6.1957.
- Καφέ σημειωματάριο (126 φύλλα). Στο εξώφυλλο η αυτόγραφη ένδειξη «Λονδίνο ΙΙΙ (Note-Book) 1957-1959». Περιλαμβάνει τις εγγραφές 1.10.1957 - 26.12.1959.
- Φαιό σημειωματάριο (175 φύλλα). Στο εξώφυλλο η αυτόγραφη ένδειξη «Note-Βook 1960 Το υπηρεσιακό Λονδίνο Τελειώνει 21 Νοε. 60 από εκεί και πέρα: ένα». Περιλαμβάνει τις εγγραφές 12.2 - 27.12.1960.                 

«Στο κοιμητήριο του Κάλβου», Ο Ταχυδρόμος, 3.9.1960, 11. (Περιλαμβάνεται στις  Μέρες, Ζ΄ με μικρές διαφορές).

υποφ. 2   [I.B 45]
Μέρες, Z΄ 1956-1960
Diary 1960. Ημερολόγιο γραφείου μέσα σε δερμάτινο μαύρο ντοσιέ (51 φύλλα). Περιλαμβάνει σύντομες αυτόγραφες εγγραφές υπηρεσιακού κυρίως περιεχομένου.

υποφ. 3     [I.B 46]
Μέρες, Η΄
Σημ. Το υλικό των υποφ. 3-5 έχει δοθεί για δημοσίευση στην Κ. Κρίκου-Davis από τη Μαρώ Σεφέρη. Επεστράφη 2/7/2019.
- Δύο μαύρα έντυπα αγγλικά ημερολόγια του 1961 και του 1962 αντιστοίχως. Το ημερολόγιο του 1961 περιλαμβάνει αυτόγραφες συνοπτικές εγγραφές και αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών. Το ημερολόγιο του 1962 περιλαμβάνει αποκόμματα εφημερίδων. Ένθετα σελίδες και απόκομμα από The Times (8.5.62, 12.5.62) και Le Monde (23.5.62).

υποφ. 4   [I.B 47]
Μέρες, Η΄ και Θ΄
Σημ. Το υλικό των υποφ. 3-5 έχει δοθεί για δημοσίευση στην Κ. Κρίκου-Davis από τη Μαρώ Σεφέρη. Επεστράφη 2/7/2019.
- Φαιό σημειωματάριο (146 φύλλα). Στο εξώφυλλο η ένδειξη «Note-Book 1961-1962 ως 28.8.62». Περιλαμβάνει αυτόγραφες ημερολογιακές εγγραφές της περιόδου 28.1.61-28.8.62.- Μαύρο σημειωματάριο (198 φύλλα). Στο φύλλο [1] η ένδειξη «Ημερολόγιο. Αθήνα 28.8.62-Τέλος 66». Περιλαμβάνει αυτόγραφες ημερολογιακές εγγραφές από 28.8.62 ώς 17.8.66 και και δύο εγγραφές του 1967 (6.2.67 και 9.2.67).

υποφ. 4α
Μέρες, Η΄
- Φάκελος «Ζήσιμος Λορεντζάτος»: α) 46 φύλλα με πολλές διαγραφές, περιέχουν σημειώσεις και σχέδιο επιστολής (10.10.62), β) 17 γκρίζα φύλλα συρραμμένα με δύο σχέδια επιστολών (31.3.62 και 7.2.62) και γ) 6 πράσινα φύλλα συρραμμένα με σχέδιο επιστολής (28.11.62) και σημειώσεις. Μαζί και σχετικό σημείωμα της ΜΣ. Βλ. Μέρες, Η΄, Επίμετρο, σελ. 311-325.

υποφ. 5   [I.B 48]
Μέρες, Θ΄
Σημ. Το υλικό των υποφ. 3-5 έχει δοθεί για δημοσίευση στην Κ. Κρίκου-Davis από τη Μαρώ Σεφέρη. Επεστράφη 2/7/2019.
- Μαύρο σημειωματάριο (108 φύλλα). Στο φύλλο [1] η ένδειξη «Ημερολόγιο 1967.1968». Περιλαμβάνει αυτόγραφες ημερολογιακές εγγραφές της περιόδου 22.2.67-29.12.68.
- Βυσσινί δερμάτινο σημειωματάριο (62 φύλλα). Αυτόγραφες ημερολογιακές εγγραφές και αποκόμματα εφημερίδων της περιόδου Αυγ. 68-11.5.71.


ΦΑΚ. 17

υποφ. 1   [I.B 49]
Πολιτικό ημερολόγιο, τόμος Α΄
- 4 χειρόγραφα φύλλα και 1 δακτυλόγραφο, αποδείξεις παραλαβής και επιστροφής πολιτικών σημειώσεων του Γ. Σ. από τον Αλ. Ξύδη. Μαζί και 3 χειρόγραφα φύλλα της Μ.Σ. με σχετικές σημειώσεις, και 6 δακτυλόγραφα φύλλα σχετικά με την παραίτηση του Σεφέρη από τη θέση του προϊσταμένου της Διευθύνσεως Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών (Κάιρο, 1944).
- 54 συσταχωμένα αυτόγραφα φύλλα με ένδειξη «Υπηρεσιακό ημερολόγιο 20.3.44-10.4.44. Αντιγραφή του Croxley II— γίνει παραβολή».
- 95 συσταχωμένα και αριθμημένα αυτόγραφα φύλλα με ένδειξη «Υπηρεσιακό ημερολόγιο 8.7.42-24.10.43». Ένθετα 3 λυτά φύλλα, αυτόγραφα της Μ.Σ., με ένδειξη «London Parliamentary Debates House of Commons».

υποφ. 2   [I.B 50]
Πολιτικό ημερολόγιο, τόμος Α΄
- 195 αριθμημένες αυτόγραφες σελίδες με ένδειξη «Ημερολόγιο ΙΒ (Συμπλήρωμα 5 Γενάρη 1938-4 Νοεμβρίου 1941) (για να παρεμβληθούν στα τετράδια Θ, Ι, ΙΑ)».
- 244 αριθμημένες αυτόγραφες σελίδες με ένδειξη «Ημερολόγιο ΙΓ (Μαρτίου 1942-18 Νοεμβρίου 1942) σελ. 244». Μαζί χειρόγραφο σημείωμα της Μ.Σ. εν είδει φακέλου με ένδειξη «Στο τυπωμένο σελ. 40. Προσοχή ό,τι δεν είναι στο Πολιτικό ημ. είναι στις Μέρες, Δ΄».
- 252 αριθμημένες αυτόγραφες σελίδες με ένδειξη «ΙΔ 19 Νοε 42-16 Απ. 43». Μαζί χειρόγραφο σημείωμα της Μ.Σ. εν είδει φακέλου με ένδειξη «Αρχίζει στις Μέρες Δ΄ 19.11.42. Τέλος 16.4.43. Ό,τι δεν είναι στο Πολιτικό είναι στις Μέρες Δ΄. Ανάμιχτο.»

υποφ. 3   [I.B 51]
Πολιτικό ημερολόγιο, τόμος Α΄
- 3 σημειωματάρια με 66, 70 και 118, αντίστοιχα, αριθμημένα αυτόγραφα φύλλα με ένδειξη: «ΙΕ Υπηρεσιακές σημειώσεις (Ι 28.12.43-17.3.44 [=27.12.43-20.3.44], ΙΙ 22.3.44-10.4.44, ΙΙΙ 11.4.44-24.5.44)». Μαζί και 1 δελτίο με αυτόγραφες συντομογραφίες και σημειώσεις (του Π. Ζάννα).
- Τετράδιο με 81 αριθμημένα αυτόγραφα φύλλα με ένδειξη «ΙΕ 17.4.43-27.5.44».
- Σημειωματάριο μικρού σχήματος, με 102 συσταχωμένα αυτόγραφα φύλλα με ένδειξη «ΙΣΤ 4 Ιουνίου ’44-23 Οκ. ’44» (95 φύλλα). Μαζί και 2 αυτόγραφα σημειώματα της Μ.Σ.


ΦΑΚ. 18
Σημ. Το υλικό των Φακ. 18, 19 και 20 είχε στην κατοχή του ο Α. Ξύδης και το παρέδωσε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη το 2002.

υποφ. 1
Πολιτικό Ημερολόγιο, τόμ. Α΄ [βλ. και ΦΑΚ. 87, υποφ. 6 και υποφ. 7]
- Καφέ σημειωματάριο (Reporters Note Book, Woolworths (Pty) Ltd, South Africa) με την αυτόγραφη ένδειξη «Διευθύνσεις». Πρόκειται για διευθύνσεις και αριθμούς τηλεφώνων της περιόδου κατά την οποία ο Γ.Σ. υπηρετούσε με την εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση (1941-1944).
- Καφέ σημειωματάριο (Reporters Note Book, Woolworths (Pty) Ltd, South Africa) με την αυτόγραφη ένδειξη «30 φύλλα». Στο οπισθόφυλλο, από όπου και αρχίζει, οι ενδείξεις «Ημερολόγιον πολιτικών γεγονότων 7.7.41-17.11.41», «Γ.Στ. Σεφεριάδης», «Επίμετρο: 7 Απριλ. 39-10 Ιουνίου 41», «Ι». 30 αριθμημένα φύλλα. Το επίμετρο, στα αγγλικά, προηγείται του κυρίως χρονολογικού πίνακα και ως επί το πλείστον είναι γραμμένο από τη Μαρώ Σεφέρη.
- Καφέ σημειωματάριο (Reporters Note Book, Woolworths (Pty) Ltd, South Africa) με την αυτόγραφη ένδειξη «30 φύλλα». Στο οπισθόφυλλο, από όπου και αρχίζει, οι ενδείξεις «Γ. Στ. Σεφεριάδης», «Πολιτικό ημερολόγιο 17 Νοεμβρίου 1941-31 Δεκεμβρίου 41», «Επίμετρο: Σύντομο ημερολόγιο Μάη 1919-7 Απριλ. 39», «ΙΙ». Πρόκειται για συνέχεια του προηγούμενου, 29 αυτόγραφα φύλλα με αρίθμηση 31-59. Αντίθετα από τον κυρίως χρονολογικό πίνακα, το επίμετρο (7 φύλλα) αρχίζει από την κανονική πρώτη σελίδα του σημειωματαρίου.
- Καφέ σημειωματάριο (Reporters Note Book, Woolworths (Pty) Ltd, South Africa) με 13 γραμμένα φύλλα. Στο εξώφυλλο μονογραφή του Γ.Σ. και οι ενδείξεις «Υπηρεσιακό memento», «α. 23 Οκτωβ. 42-28 Μαρτίου 43 και Οκτ. 43», «30 φ». Περιέχει αποκόμματα εφημερίδας, παραθέματα, χρονολογικούς πίνακες και ημερολογιακές σημειώσεις.

υποφ. 2
Πολιτικό Ημερολόγιο, τόμ. Β΄ [βλ. και ΦΑΚ. 87, υποφ. 6 και υποφ. 7]
- Γκρίζο σημειωματάριο μάρκας Croxley Spirax με 60 [= 55+5] αριθμημένα αυτόγραφα φύλλα και την ένδειξη «ΙV 31.10.45-1.10.46».
- Τυπωμένο «Καλαντάρι του 1947» με σύντομες εγγραφές όχι μόνο πολιτικού περιεχομένου και 18 ένθετα συρραμμένα φύλλα με εκτενέστερες εγγραφές. Από αυτές τις τελευταίες όσες περιέχονται στα οκτώ πρώτα φύλλα έχουν καταχωρηθεί στο Πολιτικό Ημερολόγιο ενώ οι υπόλοιπες στις Μέρες, Ε΄ (βλ. 25.10.47-29.11.47).

 

ΦΑΚ. 19
Σημ. Το υλικό των Φακ. 18, 19 και 20 είχε στην κατοχή του ο Α. Ξύδης και το παρέδωσε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη το 2002.

υποφ. 1
Πολιτικό Ημερολόγιο, τόμ. Γ΄ [βλ. και ΦΑΚ. 87, υποφ. 6 και υποφ. 7]
- Ανοιχτό καφέ σημειωματάριο με 167 [156+11] αριθμημένα αυτόγραφα φύλλα. Στο εξώφυλλο η ένδειξη «Αθήνα: 4.8.56-15.6.57» (Υπηρεσιακό)» και στην πρώτη σελίδα «Αθήνα, 56-57. Σα. 4.8.56-Σα. 15.6.57 (Υπηρεσιακό) 156 φύλλα». Εκεί και η διόρθωση με μολύβι από τον Γ.Σ. «!Δε. 6.8.56!», που και όντως είναι η ημερομηνία της πρώτης εγγραφής. Τα φύλλα αρ. 58-61, 154, 158-160, 162, 163-166 είναι μικρότερου σχήματος, χωρίς αρίθμηση από τον Γ.Σ.

υποφ. 2
Πολιτικό Ημερολόγιο, τόμ. Γ΄ [βλ. και ΦΑΚ. 87, υποφ. 6 και υποφ. 7]
- Ανοιχτό καφέ σημειωματάριο με 195 [158+37] αριθμημένα αυτόγραφα φύλλα. Στο εξώφυλλο η ένδειξη «Λονδίνο Γ΄, Ι, 16 Ιουν. ’57-τέλος Μάη ’58. Υπηρεσιακό.» Πρόκειται για το πρώτο από τα τρία σημειωματάρια που αναφέρονται στην τρίτη παραμονή του Γ.Σ. στο Λονδίνο.

υποφ. 3
Πολιτικό Ημερολόγιο, τόμ. Γ΄ [βλ. και ΦΑΚ. 87, υποφ. 6 και υποφ. 7]
- Φαιό σημειωματάριο με 230 [197+33] αριθμημένα αυτόγραφα φύλλα. Στο εξώφυλλο η ένδειξη «Λονδίνο, Γ΄, ΙΙ. Ιούνιος 1958-13 Δεκ. 1958 (Υπηρεσιακό)». Στην πρώτη σελίδα η ίδια ένδειξη με την πρόσθετη πληροφορία «197 φύλλα». Η ημερομηνία της τελευταίας εγγραφής δεν είναι, όπως σημειώνεται εδώ, 13 Δεκ. αλλά 31 Δεκ. 1958.
- 8 [=7+1] αριθμημένα αυτόγραφα φύλλα. Πρόχειρο υπηρεσιακού σημειώματος με την ένδειξη «το επέδωσα το πρωί της 20/12 [=19/12/58] εις τον κ. Αβέρωφ προ της αναχωρήσεως μου. Γραμμένο σε χαρτί του ξενοδοχ. Bristol», βλ. και Φακ. 87, υποφ. 6.

υποφ. 4
Πολιτικό Ημερολόγιο, τόμ. Γ΄ [βλ. και ΦΑΚ. 87, υποφ. 6 και υποφ. 7]
- Φαιό σημειωματάριο με 223 αυτόγραφα φύλλα. Στο εξώφυλλο η ένδειξη «Λονδίνο Γ΄, ΙΙΙ, 16 Γεν. ’59-21 Νοε. ’60 (Υπηρεσιακό)».

υποφ. 5
Ώχρα φάκελος με αυτόγραφες ενδείξεις «Υπηρεσία Σ», «Αποκόμματα 1956-», «Διορ. Λονδίνο-», «Αποκόμματα 1957-». Πρόκειται για αποκόμματα από τον ελληνικό και τον διεθνή τύπο που καλύπτουν την περίοδο 31/8/55-18/11/60. Τα περισσότερα είναι πολιτικού περιεχομένου ή αφορούν τις δραστηριότητες του Γ.Σ. Μαζί και σημείωμα της Μαρώς Σεφέρη «Από δω πήρα The Sunday Times 12 Μαΐου 1957 για Βρετ. Ιnσ. [= Βρετανικό Συμβούλιο]». Το απόκομμα αυτό δε βρέθηκε στο φάκελο. (βλ. Φακ. 83, υποφ. 2, σελ. 140).


ΦΑΚ. 20
Σημ. Το υλικό των Φακ. 18, 19 και 20 είχε στην κατοχή του ο Α. Ξύδης και το παρέδωσε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη το 2002.

υποφ. 1
Πολιτικό Ημερολόγιο, τόμ. Α΄, Β΄ και Γ΄ [βλ. και ΦΑΚ. 87, υποφ. 6 και υποφ. 7]
Μαύρο σημειωματάριο που επιγράφεται από τον Σεφέρη «Ω» και αναφέρεται από τον Α. Ξύδη ως «ΒlW». Περιλαμβάνει:
- Εγγραφές της περιόδου 25.11.35-4.11.41.
- Την εγγραφή 29.1.42.
- Τις εγγραφές 13.1.45-30.10.45 με αυτόγραφη ένδειξη «Υπηρεσιακό ημερολόγιο. Αθήνα, 13 Γεν. ’45-29[= 30].10.45.»
- Συμπληρώματα στις εγγραφές της περιόδου 31.10.45-1.10.46. Οι αυτόγραφες ενδείξεις «Ω στο IV» και «IV: 31.10.45-1.10.46» παραπέμπουν στο γκρίζο σημειωματάριο μάρκας Croxley Spirax που καλύπτει την ίδια περίοδο.
- Τις εγγραφές 20.6.47, 14.7.47, 30.10.47, 22.7.49, 19.2.52, 24.2.52 και 5.5.52 με την αυτόγραφη ένδειξη «Υπηρεσιακό και Ω. Από 1947-1952».
- Ένθετο φάκελο με 16 συρραμμένα φύλλα και την ένδειξη «§ Υποσημ. Ω». Αναφέρονται στο Κυπριακό κατά την περίοδο 1954-57• πρόκειται για συμπληρώματα σε εγγραφές (1956-1957) και άλλες σχετικές σημειώσεις.
- Legendum για την περίοδο 1938-1945.

υποφ. 2
Πολιτικό Ημερολόγιο, τόμ. Α΄, Β΄ και Γ΄
Ένα μπλε και ένα καφέ τετράδιο με το κείμενο του «Σημειωματαρίου Ω» αντιγραμμένο από τη Μαρώ Σεφέρη.


ΦΑΚ. 21

[I.B 52]
«Ο Καβάφης του Σεφέρη»
Δημοσιευμένο και αδημοσίευτο υλικό αναφερόμενο στον Καβάφη και στο έργο του. Σε πορτοκαλί χαρτόνι χειρόγραφη ένδειξη της Μ.Σ. «Ο Καβάφης του Γ. Σεφέρη. Φωτοαντίγραφα της Μαρώς Σεφέρη. Τα χφ ανήκουν στον Γ. Σαββίδη. Του τα έδωκε ο Γ. Σεφέρης». Η ένδειξη φέρει διαγραμμένη τη χρονολογία 1 Μαΐου 1975. Μέρος του παραπάνω υλικού δημοσιεύτηκε στον τόμο Ο Καβάφης του Σεφέρη, Α΄, (επιμ. Γ. Π. Σαββίδη), Αθήνα 1984. Ο φάκελος περιλαμβάνει:
- φωτοτυπία της αφιέρωσης του Γ.Σ. στον Γ.Π. Σαββίδη με σχετική σημείωση της Μαρώς Σεφέρη.
- φωτοτυπίες έξι (ή επτά;) σημειωματαρίων με συνεχόμενη αλλά όχι πάντα συνεπή αρίθμηση από τη Μ.Σ. (347 φύλλα). Περιέχουν σχόλια στα Καβαφικά ποίηματα, ιστορικές και άλλες σημειώσεις και αντιγραμμένες περικοπές από αρχαίους και νεώτερους συγγραφείς.
- φωτοτυπίες «Τετραδίου Β΄» με συνεχή αρίθμηση Β1-Β89 [+1 = 90 φύλλα]. Περιέχει προγενέστερη γραφή του «Ο πηγαιμός για την Ιθάκη» από τη δοκιμή «Ακόμα λίγα για τον Αλεξανδρινό».
- φωτοτυπίες «Τετραδίου Ε΄» με συνεχή αρίθμηση Ε1-Ε138. Περιλαμβάνει βιογραφικούς, χρονολογικούς και θεματικούς πίνακες καθώς και ποικίλες σημειώσεις. Επίσης, άλλη προγενέστερη γραφή του «Ο πηγαιμός για την Ιθάκη», και τον «Πρόλογο σ’ένα ατελείωτο βιβλίο» μέρος του οποίου δημοσίευσε ο Σαββίδης – βλ. Γ.Π. Σαββίδης, Εφήμερον Σπέρμα, Αθήνα 1978, 255-6. Βλ. και ΦΑΚ. 31.
- φωτοτυπίες λυτών φύλλων με σχόλια στα Καβαφικά ποιήματα «Στα 200 π.Χ.» και «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες». (8 φύλλα).

ΦΑΚ. 22

υποφ. 1 [Ι.Β 53 - VIII 23α]
Jean Moréas
Διάλεξη του Γ.Σ., Παρίσι, 18 Μαρτίου 1921.
- 82 χειρόγραφες σελίδες διάλεξης. [[Επίσης 3 φύλλα: σελίδα τίτλου με αφιέρωση από πίσω, βιβλιογραφία και παραπομπές]].
- 5 χειρόγραφες σελίδες προλογισμού διάλεξης.
- Αποκόμματα Μεγάλη Ελλάς (Παρίσι) 7/20 Μαρτίου 1921 και 13/28 Μαρτίου 1921.
υποφ. 2   [Ι.Β 54]
Βαρνάβας Καλοστέφανος
Πράσινο ντοσιέ με 125 φύλλα. Περιλαμβάνει αυτόγραφη την πρώτη μορφή του μυθιστορήματος. Από τα 5 μέρη μόνον το πρώτο είναι ολοκληρωμένο. Επίσης σχεδιάσματα και σημειώσεις, ιστορικές, φιλολογικές κ.ά. για την Κύπρο, υλικό για ενδεχόμενη χρήση στη συγγραφή του μυθιστορήματος. Ακόμη τρία ένθετα αποκόμματα, 2 της εφημερίδας Ελευθερία της Λευκωσίας (12.8 και 13.8.1955) και 1 της εφημερίδας Times of Cyprus (12.9.1958).

υποφ. 3   [Ι.Β 56]
Το βυσσινί τετράδιο
Τετράδιο με 55 φύλλα (λευκά τα 8-44 και 53-55). Περιέχει ορθογραφικές και γραμματικές σημειώσεις, καθώς και σημειώσεις περί ανεμολογίου.

Ένα γράμμα του Γιώργου Σεφέρη

Ένα τεκμήριο φιλίας του Γιώργου Σεφέρη με τον Ευάγγελο Λουίζο μέσα από ένα γράμμα με κρίσιμες λογοτεχνικές προεκτάσεις

 

Ηφιλία και αλληλογραφία του Γιώργου Σεφέρη με τον -γνώριμό του από την Κύπρο- Ευάγγελο Λουίζο κρατάει χρόνια. Ο Λουίζος ήταν ένας λόγιος αριστοκράτης, που ανήκε (κυρίως ως χρηματοδότης) στον κύκλο του περιοδικού Νέα Γράμματα (Σεφέρης, Κατσίμπαλης, Αντωνίου κ.λπ). Φιλοξένησε το ζεύγος Σεφέρη και στα τέσσερα ταξίδια του στην Κύπρο, όπως φιλοξένησε και τον Οδυσσέα Ελύτη, ενώ ήταν στενός φίλος και του Καββαδία. Η μεγάλη περιουσία του ευνοούσε  τα ταξίδια του, την διαρκή ενασχόλησή του με τα γράμματα και την τέχνη (ως συλλέκτης) αλλά και την ικανοποίηση της εκκεντρικότητάς του (λόγου χάρη στη Μέση Ανατολή είχε κατοικίδιο ένα λιονταράκι που το έβγαζε βόλτα) μέχρι που χρεοκόπησε έπειτα από την Εισβολή στην Κύπρο. Ήταν τέτοια η αγάπη που έτρεφε στον Σεφέρη, που όταν ήταν άρρωστος κάποτε, ο Λουίζος (ή Μάστρος κατά την προσφώνηση του ίδιου του Σεφέρη στα γράμματά τους) ταξίδεψε στο Λονδίνο μόνο και μόνο για να τον δει.

Εδώ σας παρουσιάζουμε ένα γράμμα που του στέλνει ο Σεφέρης τον Δεκέμβρη του 57, το οποίο, αν και αποτελεί ένα ελάχιστο στιγμιότυπο από την μεταξύ τους σχέση, παρουσιάζει όμως ένα επιπλέον ενδιαφέρον ως προς την λογοτεχνική ιστορία του σπουδαίου μας ποιητή.

 

Ο Γ. Σεφέρης με τον Ευάγγελο Λουίζο στον αγ. Ιλαρίωνα της Κύπρου (Νοέμβρης 1953)

 

 

Σεφέρης προς Λουίζο

 

51, Upper Brook St., w.1
4 Δεκ. 57.

Μάστρε _ έλαβα γράμμα σου 20/11 και έλαβα προχτές και ένα κασονάκι grapefruits (ευχαριστώ). Έξω κάνει ένα fog τρικούβερτο κι αυτό μου θυμίζει τα λεγόμενα περί σεφεριστών που θα ψάχνουν γκαζοτενεκέδες (κατά τα λεγόμενά σου που με συγκινούν – νομίζω ωστόσο πως οι άνθρωποι αυτοί θα ‘χουν άλλα να κάνουν παρά τέτοιες έρευνες) για να βρουν τα κατάλοιπά μου: Το fog λοιπόν μου ‘φερε στη μνήμη κάτι στίχους του γκαζοτενεκέ που έφτιαξα κατά το ’32 βγαίνοντας από το Tube του Hampstead – είναι άλλωστε και μεταφρασμένοι:

Πράσινη πέτρα στις χρυσές καρφίτσες που
είχαν για θήκη
τη μαύρη κόμη που έλυσες μ’ αγάπη μια βραδειά˙
Να με θυμάσαι πάρε τις˙ σαν πέφτει καταχνιά
να τις γυαλίζεις, σε παρακαλώ, με το μανίκι.

Είχα σκάσει στα γέλοια τότε, καθώς τους έφτιαχνα βγαίνοντας από το tube του Hampstead, όπου άλλωστε εγεννήθη και ο Στράτης θαλασσινός, με το συμπάθειο. Τούτα για να σου πω ότι από τη σοβαρή τους πλευρά τα συλλογίζομαι πολύ όλα αυτά που χαριέντως μου γράφεις, όχι για τίποτε άλλο, αλλά γιατί φοβούμαι πως αν δεν κάνω κάποτε ό,τι πρέπει να κάνω σε τούτη τη γη, θα πάω για καλά στην κόλαση, πράγμα που σοβαρά μ’ ενοχλεί.

Ελπίζω μ’ όλα ταύτα πως ο Θεός είναι μεγάλος, και χαίρομαι που θα τα πούμε κάποτε δια ζώσης.

Περί τις 12 του μηνός φεύγω για Παρίσι (συνδιάσκεψη ΝΑΤΟ) και κατόπιν, αν θέλει ο Θεός, θα συνεχίσω προς Αθήνα, όπου θα περάσω τις γιορτές και θα επιστρέψω με τη συμβία εδώ. Ώστε καλά έκανες που ανέβαλες το ταξίδι˙ θα νάμουν απαρηγόρητος αν ερχόσουν εμού απόντος. Άλλωστε έχω κατά νου να σου ανταποδώσω την επίσκεψη – ας πούμε λοιπόν ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχήν τον ερχόμενο, που σου εύχομαι να είναι γεμάτος ευτυχία._

Γεια χαρά
Γιώργος

 

Το γράμμα αντλήθηκε από το διδακτορικό της Δέσποινας Ι. Δούκα «Συμβολή στη μελέτη της νεοελληνικής επιστολογραφίας: ο επιστολογράφος Σεφέρης: η αλληλογραφία του με τον Ευάγγελο Λουίζο» (2011). Διαβάζεται ελεύθερα εδώ

https://1-2.gr/2019/09/18/seferis/ 

Ο Σεφέρης και ο Ελληνικός Μοντερνισμός

Κράτησα τη ζωή μου - Συνέδριο για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη

31 βίντεο347 προβολέςΤελευταία ενημέρωση στις 11 Δεκ 2021
Με πολύ μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε το Σαββατοκύριακο 17-18 Απριλίου 2021 το διαδικτυακό μας συνέδριο με τίτλο «Κράτησα τη ζωή μου, 50 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη».


2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

https://www.ims.forth.gr › download › PoemsSeferis...