Κική Δημουλά «Άνω τελεία», εκδ. Ίκαρος, σελ. 48
Η “άνω τελεία” της Κικής Δημουλά (της Δέσποινας Παπαστάθη)
Δέσποινα Παπαστάθη (*)
«Όσο οι λέξεις θα με αφήνουν ακόμα να μιλώ…» Κικής Δημουλά, Άνω τελεία, Ίκαρος, Αθήνα 2016
«Ναι, το έχω ξαναπεί// κι όσο οι λέξεις θα με αφήνουν/ ακόμα να μιλώ, θα το υπενθυμίζω/ φωναχτά ότι οι λέξεις φταίνε/ αν όχι για όλα/ πάντως για τ’ αξεπέραστα», γράφει η Κική Δημουλά στο ποίημα με τίτλο «Άνω τελεία» από την ομώνυμη συλλογή –που κυκλοφόρησε λίγο καιρό πριν αποχαιρετίσουμε το 2016 από τις εκδόσεις Ίκαρος– αναγνωρίζοντας την αξία των λέξεων στη γραφή ενός ποιήματος. Οι λέξεις αυτόνομες, δυναμικές, ατίθασες συλλαμβάνουν και σε αυτήν τη συλλογή μόνιμες αλλά και φευγαλέες ψυχικές στιγμές, δίνοντας μορφή στην υπαρξιακή αγωνία που διακρίνει το υποκείμενο του έργου της στο σύνολο της ποιητικής της παραγωγής.
Η Κική Δημουλά με μισό και πλέον αιώνα διαρκούς παρουσίας στα ελληνικά γράμματα συνιστά μια ιδιαίτερη φωνή εξαιτίας του έντονα ενεργοποιημένου στοχασμού και της ειρωνικής ματιάς πάνω στο εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ήδη, από πολύ νωρίς, ο Άρης Δικταίος δεν διστάζει να τη χαρακτηρίσει το «σημαντικώτατο κέρδος της νεοελληνικής ποιήσεως», επισημαίνοντας πως πρόκειται για ένα γνήσιο ταλέντο που διακρίνεται για την «αποφυγή του τετριμμένου, του εύκολου ή του μελοδραματικού λόγου».[1]
Από την πρώτη της κιόλας ποιητική συλλογή με τίτλο Έρεβος (1956) «ο θρίαμβος και η αποθέωση του κενού»[2] που προκαλείται από την απώλεια, η αίσθηση πως «ο χρόνος εξαντλείται»,[3] πως «η αυλαία δε θα αργήσει να πέσει»,[4] κατέχουν περίοπτη θέση στο έργο της. Η ίδια κάνοντας απολογισμό των θεμάτων που την έχουν απασχολήσει καταλήγει στο ότι δεν στόχευσε ποτέ σε υψηλούς οραματισμούς και ιδέες,[5] αλλά παρέμεινε πιστή στη «χαμηλοτάβανη εσωτερική πατριδογνωσία» της.[6] Η καθημερινότητα με τα μικρά ασήμαντα πράγματα, το σώμα που πονά, υποφέρει, βασανίζεται, ερωτεύεται, στερείται και τελικά αποσυντίθεται, ο χρόνος, η μνήμη και το αντίπαλο δέος η λήθη, η αγωνία των γηρατειών, η θλίψη που μετατρέπεται σε μελαγχολία, ο προβληματισμός για τη σωτηριολογική διάσταση του χριστιανικού μύθου, η φωτογραφία ως μητρώο της θνητότητας είναι κάποια από τα θεματικά μοτίβα που εντοπίζουμε στο έργο της Κικής Δημουλά και που δημιουργικά επανέρχονται στην πρόσφατη συλλογή της.
Ο χρόνος είναι ο μόνιμος αντίπαλος του υποκειμένου της ποιητικής αφήγησης και η εγκόσμια σύλληψη αυτού καθιστά τη σχέση μαζί του ανταγωνιστική. Το παρελθόν απέχει ελάχιστα από το παρόν με αποτέλεσμα το περιεχόμενο της έννοιας χρόνος να περιορίζεται σε δύο και μόνο επιρρήματα: «Άλλοτε και Τότε./ Και τα δύο χρόνος/ μια αλήθεια σαν ψέμα».[7] Από τα δύο επιλέγει το Τότε γιατί είναι πιο κοντά στα τωρινά «σαν δύο βήματα μόνο ν’ απέχει/ το έχω από το έχασα».[8] Ωστόσο, το πέρασμα από τον Ενεστώτα στον Αόριστο δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι της γραμματικής αλλά μεταφορικά της ίδιας της ζωής και της διάρκειάς της. Κέρδος του χρόνου είναι η πείρα, που όμως «είναι μια γριά ζηλότυπη, ανέραστη».[9] Η ποιήτρια συμβουλεύει τη Νεότητα να την αποφεύγει, μιας και η απόκτησή της σημαίνει την απώλεια της νιότης και την επέλαση των θλιβερών γηρατειών. Ο χρόνος που αδυσώπητα κυλά και πίσω δεν γυρνά αποδίδεται μέσα από τη μεταφορική εικόνα του τρένου που αναχωρεί πάντα υπερπλήρες, αλλά επιστρέφει με τις θέσεις σχεδόν άδειες.[10] Πρόσωπα, τοπία, αισθήματα διαμελίζονται από τη μεγάλη ταχύτητα με την οποία το τρένο/ο χρόνος/η ζωή προσπερνούν όλους τους σημαντικούς σταθμούς της πορείας τους.
Η υπαρξιακή αγωνία που διακρίνει το υποκείμενο της ποιητικής αφήγησης στο έργο της Κικής Δημουλά βρίσκει θαυμαστή έκφραση μέσα από τον διάλογο της ποιήτριας με την υπερβατική μορφή του Χριστού ή του Θεού. Στο έργο της η θρησκεία απεκδύεται από κάθε μεταφυσική χροιά, με κύριο χαρακτηριστικό την απόρριψη της παραμυθίας που μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο η πίστη στην Αιώνια Βασιλεία των Ουρανών και στη μεταθανάτια πραγματικότητα που ευαγγελίζεται η χριστιανική παράδοση, ως αντίδοτο της θλίψης που προκαλεί η συνειδητοποίηση του εφήμερου της ανθρώπινης φύσης. Η ειρωνική απόχρωση της ποιητικής φωνής δημιουργεί την εντύπωση πως αν και «τηρείται το τυπικό της θρησκευόμενης επίκλησης, (…) με ένα ανεπαίσθητο τρυκ μετατρέπεται σε ένα είδος ιερής κοροϊδίας των ένθεων υποσχέσεων»,[11] ενώ στη συνομιλία με τον Θεό υιοθετούνται οικείοι ακόμα και ανευλαβείς τόνοι,[12] για να δηλωθεί με έμφαση η απόγνωση που προκαλείται «από την θεϊκή ορφάνια της φύσης και του ανθρώπου».[13] Κορύφωση της αμφισβήτησης για τη σωτηριολογική διάσταση του χριστιανικού μύθου συνιστά η ειρωνική θέαση των Παθών του Θεανθρώπου, καθώς επισκιάζονται από τα Πάθη του Ανθρώπου, όπως διαβάζουμε στο ποίημα με τίτλο «Ούτως ή άλλως»: «Εσύ, Χριστέ μου, μην τρομάζεις/ δεν πονάς/ άλλη μια σκηνοθέτης επέτειος είναι/ σαδιστικά ντοκιμαντέρ πάλι σε σταυρώνουν/ μόνον η ανάμνηση δέρνεται θρηνεί», ενώ το αίμα στο λευκό σεντόνι που τυλίγει το «άψυχο σώμα» του Κυρίου δεν είναι παρά παπαρούνες που «κεντάνε τις πληγές σου/ αγρός ανοιξιάτικος να μοιάζουν». Το β΄ ενικό πρόσωπο μεταφέρει τον Θεάνθρωπο στο επίπεδο του Ανθρώπου, ενώ το ακάνθινο στεφάνι δεν είναι θεϊκό μονάχα προνόμιο, αφού «όλοι μας το φέρουμε». Η αντίθεση στους δύο καταληκτικούς στίχους του ποιήματος –«εσύ επειδή είσαι υιός του Θεού/ εμείς επειδή δεν είμαστε»– ενισχύει την ειρωνική ματιά της ποιήτριας, η οποία στέκεται με σκεπτικισμό απέναντι στον παραδεδομένο κόσμο και τις αξίες του θέτοντας νέες, ικανές να εκφράσουν το υπαρξιακό αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται ο άνθρωπος από την υλική πραγματικότητα του θανάτου.
Στη συλλογή με τίτλο Άνω τελεία ο λόγος της ποιήτριας διακρίνεται από νηφάλια στοχαστικότητα γύρω από το θέμα του θανάτου και του χρόνου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το υποκείμενο της αφήγησης έχει αποδεχθεί αμαχητί το «κουραστικό ταξίδι» του πεπρωμένου για το οποίο παραδέχεται πως «πας ή έρχεσαι δεν ξέρεις».[14] Άλλωστε, η Κική Δημουλά σε συνέντευξή της δήλωσε πως επέλεξε την «άνω τελεία» και όχι την «τελεία» –όπως εκείνη «την κόκκινη τελεία/ που κλείνει μαύρη φράση./ Κι από τελεία πιο απόλυτη. Δεν θα την ανοίξει/ καμιά αρχή καινούργιας.»[15]– γιατί «θα ήταν σαν να κατέθετα μια ληξιαρχική πράξη. Μελόδραμα δηλαδή. Το πιθανότερο όμως είναι ότι με μαγνήτιζε η λέξη: Άνω. Με τραβούσε κατά πάνω σαν για να με απομακρύνει από το αρπακτικό: Κάτω».[16] Και όταν οι λέξεις «διαμιάς θα φύγουν όλες (…) με πρώτη/ πρώτη πρώτη απ’ όλες τη λέξη Υπάρχω», ακόμα και τότε εμφατικά η ποιήτρια ομολογεί πως «με άρθρωση επίμονη παθιασμένη/ θα εξακολουθήσω όταν/ να την ξαναμιλώ έστω συλλαβιστά// κι ας μη μου έχει μείνει τότε/ καμία συλλαβή της.»[17]
(*) Η Δέσποινα Παπαστάθη είναι Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας, Μεταδιδακτορική ερευνήτρια στοΤμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Άρης Δικταίος, «Εγεννήθη ημίν ποιήτρια…(Η Κική Δημουλά)», στον τόμο: Αναζητητές προσώπου, Εκδοτικός Οίκος Γ. Φέξη, Αθήναι 1963, σ. 109.
[2] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Κική Δημουλά: Το χρονικό μιας ποιητικής διαδρομής», Διαβάζω, τχ. 435, Δεκέμβριος 2002, σ. 119.
[3] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Ο ανορθόγραφος κόσμος. Κικής Δημουλά, «Χαίρε ποτέ», Αθήνα, Στιγμή 1988», Εντευκτήριο, τχ. 6, Απρίλιος 1989, σ. 119.
[4] Στο ίδιο, σ. 119.
[5] Κική Δημουλά, Ο φιλοπαίγμων μύθος, Ίκαρος, Αθήνα 20042, σ. 16-17.
[6] Κική Δημουλά, «Διδακτική ύλη», Χλόη θερμοκηπίου, Ίκαρος, Αθήνα 20062, σ. 7.
[7] Κική Δημουλά, «Σχολαστικότητες», Άνω τελεία, Ίκαρος, Αθήνα 2016, σ. 14.
[8] Στο ίδιο, σ. 14.
[9] Κική Δημουλά, «Εξακριβωμένα», στο ίδιο, σ. 22.
[10] Κική Δημουλά, «Στο τρένο», στο ίδιο, σ. 9.
[11] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Ο ανορθόγραφος κόσμος. Κικής Δημουλά, «Χαίρε ποτέ», ο.π., σ. 120.
[12] Χ. Δάλκος, «Ο μεταιχμιακός χαρακτήρας της ποίησης της Κικής Δημουλά», Αντί, τχ. 867, Απρίλιος 2008, σ. 53.
[13] Πέννυ Αποστολίδη, «Το ανεξήγητο: αίνιγμα, γνώση και φως στην ποίηση της Κικής Δημουλά και της Emily Dickinson», Γράμματα και τέχνες, τχ. 83, Φεβρουάριος – Μάιος 1998, σ. 14.
[14] Κική Δημουλά, «άτιτλο», Άνω τελεία, ο.π., σ. 33.
[15] Κική Δημουλά, «Σημειολογία», Χαίρε ποτέ, στον τόμο: Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 20097, σ. 366.
[16] Μανώλης Πιμπλής, «Κική Δημουλά: Το πρώτο νόμπελ το δικαιούται ο Χρόνος», εφημ. Τα Νέα, Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016.
[17] Κική Δημουλά, «Άνω τελεία», Άνω τελεία, ο.π., σ. 44.
Η τοξίνη των λέξεων και το ύψιστο μάθημα Θανάτου
https://www.fractalart.gr/anw-teleia/
«Μακρύ κουραστικό ταξίδι
το πεπρωμένο
μα το χειρότερο
πας ή έρχεσαι δεν ξέρεις».
Το συνηθίζει και με τα ελάχιστα κτίζει τα μέγιστα: με ένα «Δεν αστοχεί» ορίζει το αναπόφευκτο, με το χιλιοπαιγμένο «Πρέπει» την πάσα πίστη, «Στο τρένο» θα συναντήσει το επέκεινα, με μια απλή «Διερεύνηση» όσα δεν έχει ζήσει, «Ιδιοσκεύασμα» απλώς θα πει την τέφρα της, ως «Πρόβλημα» και μόνο θα χαρακτηρίσει το Ζωή ερήμην, «Μικρές βελτιώσεις» το εξ αδιαιρέτου και την μοναξιά της ύπαρξης, σε ένα «Ομοιοπαθείς» και «Ούτως ή άλλως» θα κλείσει όλο το καθ’ ομοίωση κι από τις λέξεις εκείνο το «Ίσως» θα επιλέξει να υμνήσει.
Κι όμως, ποτέ της δεν έφτασε πιο κοντά στο ανεξερεύνητο. Ποτέ ως τώρα δεν πλησίασε τόσο πολύ το άδηλο και το άρρητο, γράφοντας έτσι ταπεινά «Άνω τελεία».
Όσο κι αν το συνηθίζει [Επί τα ίχνη, Ερήμην, Το λίγο του Κόσμου, Ενός λεπτού μαζί, Χλόη Θερμοκηπίου, Εκτός σχεδίου, Πέρασα, Δημόσιος καιρός], στη λεπτομέρεια να αναζητεί το παν και στο ανεπαίσθητο, γράφοντας ποίηση αφαιρεί και πάει.
«Ο φιλοπαίγμων μύθος» της ζει και αναπνέει με τα ελάχιστα.
Κι όμως, στην Ποίησή της όλα: ζωή, μνήμη, λήθη, νοσταλγία, απουσία, χρόνος, ελπίδα, απελπισία, θάνατος, έχουν και ζωή και το πάνω χέρι. Από αφηρημένα γίνονται Υποκείμενο, και αντικείμενό τους εμείς οι παντοδύναμοι που μια ζωή ισχυριζόμαστε ακριβώς το άλλο.
Σαν αεράκι περνούν στους στίχους της οι πιο βαριές διαπιστώσεις της, έτσι που να μη καλοξέρεις το αμετάκλητο της ζώσας ποίησης, να μη νοιώθεις τόσο μέσα στη Λέξη και στη Στιγμή εγκλωβισμένος.
Κι όμως, γνωρίζει όσο άλλος κανείς την Τοξίνη των Λέξεων. Πώς ένα «Πρέπει» ή «Ίσως», «Εντέλει» ή «Πρόβλημα» γκρεμίζει την παντοδυναμία του Συμπεράσματος.
Επαναστατημένη όσο δεν παίρνει και αυτοαμβισβητούμενη σ’ αυτό τον ποιητικό της κύκλο, για την ώρα τελευταίο:
«Εκ πείρας σας μιλώ.
Τις προσφορές της πείρας μη δεχτείτε.
Δόλιες είναι αποβλέπουν
στην κερδοφόρα ανταλλαγή:
ξερόχορτα σας δίνει και τον
ολάνθιστο αγρό σας αφαιρεί».
«Εκ πείρας σας μιλώ,
Σοφή δεν είναι η πείρα
απλώς έχασε τη δύναμη να σφάλλει»
θα μας πει «Εξακριβωμένα».
Γνωρίζοντας την αιωνιότητα της στιγμής και του εφήμερου, το σύμπαν που εμπεριέχεται στην πάσα λεπτομέρεια, η Κική Δημουλά ανιχνεύει το Αίνιγμα μέσα από τις αναμνήσεις, την καθημερινότητα, την παρατήρηση και τον στοχασμό πάνω στο ελάχιστο, ακόμα κι όσα έδυσαν δίχως να ανατείλουν, το εν δυνάμει, δηλαδή, ή το μισοτελειωμένο. Η εκδοχή που δεν τολμήσαμε ή φοβηθήκαμε, η πράξη ή φράση που ειπώθηκε αργά ή πιο νωρίς και έπεσε στο ανέφικτο.
Διότι η «Άνω τελεία» στην ποιητική της Δημουλά είναι η δική της δαντική «Θεία Κωμωδία», με Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισο. Χωρίς μεγαλοστομίες και με ταπεινά υλικά, δίχως κινήσεις μεγαλόπρεπες αλλά ανασαίνοντας. Έτσι δεν συνεχίζεται η ζωή; Μια καθημερινή Ποίηση που ανασαίνει στο εξακριβωμένο Χάος.
Το αποτέλεσμα, 27 ποιήματα που ανασαίνουν ανοιχτά στο ενδεχόμενο. Ποτέ δεν ξέρεις στη ζωή αν πας ή αν έρχεσαι.
Γι’ αυτό και τη ζωή «Ασυγχώρητη» τη λέει:
«Γυρνάς ζωή κι όπου βρεθείς
καυχιέσαι
ότι δίχως εσένα στιγμή δε ζούμε.
Αλήθεια είναι
μα δεν ομολογείς
πώς από φόβο γαντζωθήκαμε οδυνηρά
επάνω σου
αποσιωπάς ότι μας έχεις προπωλήσει
σε κείνο τον βρομιάρη σωματέμπορα
το χάρο
πώς έχεις πάρει μάλιστα καπάρο
αμέσως μόλις γεννηθήκαμε
το δε υπόλοιπό μας
δέχτηκες με δόσεις χρόνου ανεπαίσθητες
να σου το εξοφλεί».
Εντέλει με «Άνω τελεία» καλωσορίζει η Δημουλά το ύψιστο μάθημα Θανάτου.
Κική Δημουλά «Δεν αστοχεί»
Η Κική Δημουλά αποτελεί μία από της σημαντικότερες ποιήτριες της μεταπολεμικής περιόδου. Με ύφος αναγνωρίσιμο και μία ποιητική εσωτερικών αγωνιών και υπαρξιακών αναζητήσεων, μετακινεί την προσοχή από το ασήμαντο στο κυρίαρχο μέσα σε ένα συναισθηματικό πλέγμα ανατροπής.
Στην τελευταία της ποιητική συλλογή, «άνω τελεία» (Ίκαρος, 2016), η ποιήτρια θέτει τον ατομικό πόνο μέσα από μία ποιητική πένθους ξανά στο προσκήνιο. Ένα από τα πλέον διακριτά χαρακτηριστικά της ποιητικής της Δημουλά είναι η εστίαση της ποιήτριας στα "ασήμαντα" αντικείμενα και γεγονότα, από τα οποία αφορμάται και τα μετασχηματίζει σε σύμβολα της ζωής και της μοίρας.
Ο ποιητικός χώρος της Δημουλά είναι περιστοιχισμένος από το ποιητικό υποκείμενο πλάι σε άψυχα αντικείμενα και αφηρημένες έννοιες, τις οποίες προσωποποιεί (βουλιμία, τα φυσικά χαρίσματα, στο τρένο, εξακριβωμένα, ύμνος στη λέξη ίσως, ομοιοπαθείς, εντέλει) επιτρέποντάς τις να κινούνται, να αισθάνονται, να πάσχουν και γενικώς να συμπεριφέρονται ως δρώντα πρόσωπα μέσα από την απόδοση μιας εξανθρωπισμένης υπόστασης. Δίνει στην αφηρημένη έννοια μέσα από ένα ευρηματικό λογοπαιγνιώδες ύφος (άνω τελεία, σχολαστικότητες, δεν αστοχεί) μία νέα συμβολική διάσταση υπηρετώντας το σκοπό του ποιήματος (το πολυτονικό, παραστρατήματα).
Εικονοποιεί με στιχουργική ευρηματικότητα το χρόνο της μνήμης με νεολογισμούς. Αντιπαραθέτοντας το συναίσθημα στη λογική συνομιλεί με τη φθορά, τη ματαιότητα, το κενό, δίνοντας ζωή στο άψυχο (δώρο πανάκριβης σημασίας, παραστρατήματα, το πολυτονικό), χωρίς να παραβλέπει μέσα σε εύληπτα αλληγορικά σχήματα τον κοινωνικό περίγυρο (ούτως ή άλλως, βουλιμία).
Η έκφραση της δομείται στον καθημερινό προφορικό λόγο φροντίζοντας τον στιχουργικό ρυθμό και κλιμακώνοντας τη συναισθηματική ένταση στις συνθέσεις. Αξίζει να υπογραμμίσουμε την έντονη χρήση των σημείων στίξης και κυρίως της τέλειας. Τελείες απαντώνται συχνά και στη μέση στίχων (εξακριβωμένα, εφτάψυχη, δεν αστοχεί) οι οποίες σπάνε το στίχο ηχητικά δίνοντας έμφαση στις επιλεγμένες λέξεις.
Ας μη λησμονούμε ότι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ποιητικής της είναι η αυστηρή οργάνωση του ποιήματος, το οποίο δεν περιορίζεται σε μια στατική και αντικειμενική απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου, αλλά προσπαθεί να τον αναπλάσει με δημιουργική φαντασία.
Ο ρυθμός θεμελιώνεται σε αυτόνομα λεκτικά σύνολα ανά στίχο, ενώ συχνά συμπλέκεται με τον επόμενο χάρη στη θραύση συνόλων αφήνοντας το σύνδεσμο (το γνήσιο, ομοιοπαθείς) είτε το άρθρο (εξακριβωμένα) στον προηγούμενο στίχο ή θρυμματίζοντας τη λογική συνέχεια σε άλλο στροφικό πλέγμα υπέρ του συναισθήματος. Άλλοτε μονολεκτικοί στίχοι -μετέωροι- λειτουργούν συνδετικά μέσα στην ελευθερόστιχη στροφή, δίνοντας αυξημένο συναισθηματικό βάρος στο στιχουργικό σπάραγμα (ασυγχώρητη, άνω τελεία, βουλιμία, εντέλει, ούτως ή άλλως, ασυμμετρία).
Οφείλουμε όμως να τονίσουμε τη σκηνική προσέγγιση που αποκτά η ποιητική της Δημουλά, καθώς πρόκειται για ποίηση που αξιοποιεί την ηχητική παράδοση της τέχνης. Η θεατρικότητα αυτή δομείται στην αξιοποίηση των ερωτήσεων που προσδίδουν αμεσότητα και παραστατικότητα (ιδιοσκεύασμα, πρέπει, σχολαστικότητες, εφτάψυχη).
Η Δημουλά στιχουργεί στο άνυδρο έδαφος της απουσίας του αγαπημένου προσώπου και της συναισθηματικής ματαίωσης πάνω στο έδαφος. Τούτη η στέρηση της απώλειας και της απουσίας αναπληρώνεται ποιητικά με την επικοινωνία με ένα δευτεροενικό υποκείμενο, που λείπει (σε ετοιμότητα, το πολυτονικό, σχολαστικότητες, δώρο πανάκριβης σημασίας). Έτσι, όμως μέσα από την ανάδειξη του πόνου της μοναξιάς και τη συναισθηματική φόρτιση, η ποιήτρια επιτυγχάνει την τραγική κάθαρση και λύτρωση.
Το αυτοαναφορικό υποκείμενο, γνώριμο κι αυτό στο ύφος της Δημουλά, που ταυτίζεται με το ποιητικό εγώ μέσα στο αλληγορικό στιχουργικό σύμπαν της δημιουργού, ενισχύει τη σκηνική διάσταση της ποιητικής της. Η πρωτοενική αγωνία θυμίζει συχνά τραγικούς μονολόγους ηρώων που ήδη γνωρίζουν την αλήθεια την οποία νωρίτερα αγνοούσαν σε αντίθεση με το κοινό. Ο συναισθηματικός φόρτος βαρύνει ακόμα περισσότερο με τη συχνή χρήση κλητικών προσφωνήσεων οι οποίες δημιουργούν ασυνείδητα την αίσθηση ότι στην ποιητική σκηνή υπάρχει ακόμη ένας βουβός υποκριτής (εντέλει, ύμνος στη λέξη ίσως, παραστρατήματα, ομοιοπαθείς, εξακριβωμένα, εφτάψυχη).
Κυριαρχεί το συναίσθημα της απογοήτευσης και του χωρισμού. Η μοναξιά ως απόρροια του χωρισμού (στο τρένο, συμπέρασμα, δώρο πανάκριβης σημασίας) είναι αισθητή σε κάθε ποίημα. Η μνήμη/λήθη (το άλλοθι της λήθης, διερεύνηση) και η μοναξιά (στο τρένο, άνω τελεία) και ο πόνος για το μέλλον και τον φόβο για τον μεγάλο τελικό χωρισμό (ιδιοσκεύασμα, ασυγχώρητη) απλώνονται σε όλη τη συλλογή ως υπαρξιακή αγωνία και συναισθηματική απόρροια της προχωρημένης ηλικίας. Άλλωστε είναι η ηλικία όπου η Στιγμή έχει σημασία (τα φυσικά χαρίσματα), και το Άλλοτε μαλώνει με το Τότε (σχολαστικότητες), ενώ το άκουσμα των συλλυπητηρίων αξίζει συγχαρητήρια (ασυμμετρία).
Ωστόσο, μικρές αχτίδες αισιοδοξίας αφήνουν μία απαλή φωτεινότητα στη γωνία του σκοτεινού ποιητικού κάδρου (ασυμμετρία, πρόβλημα, σε ετοιμότητα, ιδιοσκεύασμα, ασυγχώρητη) με μία συμβολική υφή (ύμνος στη λέξη ίσως). Το πάθος της για ζωή παραμένει ανυποχώρητο. Το ποιητικό υποκείμενο, που ταυτίζεται με την ποιήτρια, επιμένει να επιδιώκει την απόλαυση των μικρών χαρών της ζωής, τονίζοντας τις διαψεύσεις και γδέρνοντας τις επουλωμένες πληγές. Η λαχτάρα για ζωή ή η απόλαυση της εναπομείνασας προσδίδει τη δική της -ήπια- οπτιμιστική διάσταση (στο τρένο, σε ετοιμότητα, εφτάψυχη, εξακριβωμένα, ασυγχώρητη, άνω τελεία).
Από αυτό, άλλωστε, το πάθος της έντονης βίωσης κα πηγάζουν και πολλά στοιχεία της προσωπικής γραφής της Κικής Δημουλά, όπως ο γοργός, αιχμηρός στίχος, ο ειρωνικός τόνος, της ομιλούμενης καθημερινής γλώσσας ή και νεολογισμών, η γλωσσοκεντρική προσέγγιση με τη λογοπαιγνιώδη διάθεση μέσα από παράθεση αντίθετων ή ομόηχων λέξεων, η ηθελημένη αμέλεια στη σύνταξη και η αναταραχή του συνταγματικού άξονα
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ ΚΑΙ
ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟ
ΠΟΥΛΟΣ
http://iep.edu.gr/images/IEP/Modules/Sj_K2_
Extra_Slider/
Fakeloi_
Ylikou/Logotechnia_G-Lykeiou_Fakelos-
Ekpaidey
tikoy.pdf
Γιώργης Παυλόπουλος, https://blogs.sch.gr/abalafouti/2021/02/14/kiki-dimoyla-kai-giorgis-paylopoylos/ Το τέλειο έγκλημα Αποφάσισε τότε –μη ρωτήσεις ποτέ το γιατί–αποφάσισε τότε να σκοτώσει το ποίημα. Πήρε κάθε προφύλαξη έκρυψε το μαχαίρι και παραμόνευε. Το ποίημα βεβαίως δεν ήταν ανύποπτο. Ήξερε τις προθέσεις του ποιητή από καιρό αλλά μήτε το απόφευγε μήτε τον προκαλούσε και κάπου κάπου έκλαιγε κρυφά. Ώσπου έγινε το τέλειο έγκλημα. Μαχαιρωμένο το ποίημα μέσα στην καρδιά του ποιητή έμεινε άγνωστο για πάντα [Παυλόπουλος 2017: 208] |
Κική Δημουλά , Δεν αστοχεί Ένα Αλτ, υπόκωφο, άκουσα να με σημαδεύει. Ουδέν πρόβλημα. Έτσι κι αλλιώς μες στην ακινησία προ πολλού με είχε η αίσθησή μου μεταφέρει Ωστόσο νιώθοντας ωσάν ακόμα ν΄αναδεύεται το μέσα μου κατάτι υπάκουσα στο άκουσμα του Αλτ περιμένοντας να εκπυρσοκροτήσει η φοβέρα. Τίποτα, σιγή απόλυτη μα δεν ξεθάρρεψα, τα ξέρω εγώ τα κόλπα ξέρω ότι με σιγαστήρα σε καθαρίζει το ανεξήγητο κι άντε να το συλλάβεις. [Δημουλά 2016: 7] ΘΕΜΑΤΑ 1.Ποιο είναι το θέμα του πρώτου ποιήματος και ποιο του δεύτερου; Πώς συνομιλούν τα δύο ποιήματα μεταξύ τους; 2.Να σχολιάσετε τα ρηματικά πρόσωπα των δύο ποιημάτων. 3.Ποια χαρακτηριστικά του Υπερρεαλισμού εντοπίζετε στα ποιήματα; 4.Τι σημαίνει για σας: α: Η καταστροφή του δημιουργήματος από τον δημιουργό του; Ποια τα αίτια αυτής της πράξης; Σε τι αποσκοπεί ένας δημιουργός όταν καταστρέφει το ίδιο του το δημιούργημα; β. Το ανεξήγητο και απρόσμενο στη ζωή μας; Μπορούμε να προβλέψουμε τα γεγονότα της ζωής μας; Μπορεί η διαίσθηση ή το ένστικτό μας να μας οδηγήσει σε κάποια “υποψία” για το τι μπορεί να μας συμβεί; |

5 λεπ.
ΠΟΙΗΣΗ~ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ~ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ~ 1ο ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΚαι μες στην Τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι από τη δούλεψή της.
- Βιβλία
Η Δώρα Διαμαντή διαβάζει Κική Δημουλά. Τρία ποιήματα: ΔΕΝ ΑΣΤΟΧΕΙ • ΠΡΕΠΕΙ • ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ