Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Ι.Πάνω σε μια χειμωνιάτικη ακτίνα : Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα ,Γιώργος Σεφέρης









 Ι.Πάνω σε μια χειμωνιάτικη ακτίνα : Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα (επιλογή-) Δ

Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.
Ε’
Ποιος βουρκωμένος ποταμός μας πήρε;
Μείναμε στο βυθό.
Τρέχει το ρέμα πάνω απ’ το κεφάλι μας
λυγίζει τ’ άναρθρα καλάμια·
οι φωνές
κάτω απ’ την καστανιά γίναν χαλίκια
και τα πετάνε τα παιδιά.
ΣΤ’
Μικρή πνοή κι άλλη πνοή, σπιλιάδα
καθώς αφήνεις το βιβλίο
και σκίζεις άχρηστα χαρτιά των περασμένων
ή σκύβεις να κοιτάξεις στο λιβάδι
αγέρωχους κενταύρους που καλπάζουν
ή άγουρες αμαζόνες ιδρωμένες
σ’ όλα τ’ αυλάκια του κορμιού
που έχουν αγώνα το άλμα και την πάλη.
Αναστάσιμες σπιλιάδες μιαν αυγή
που νόμισες πως βγήκε ο ήλιος
(...)
ΤΡΙΑ ΚΡΥΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
• ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΑΚΤΙΝΑ
• ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ
• ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ
Πρόκειται για το τελευταίο μεγάλο έργο του Γιώργου Σεφέρη, με το οποίο ολοκληρώνεται ο ποιητικός του κύκλος.
Ο ποιητής προσπαθεί να αποκαλύψει τον θάνατο και την ζωή, τον έρωτα και το πάθος που είναι άμεσα συνδεόμενα μαζί της και τα μόνα μέσα για να αγγίξει τον κρυφό πυρήνα της.
Η αποκάλυψη απορρέει κατόπιν αγωνιώδους προσπάθειας, έρευνας και αυτοπαρατήρησης, μέσα στις αλλαγές του κοσμικού γίγνεσθαι που αντικατοπτρίζεται πάνω στον άνθρωπο.
Εξάλλου, η εισήγησή του στο άγνωστο πραγματοποιείται σε χώρο απόκρυφο και σκοτεινό. Πρόκειται για ένα άδυτο όπου μόνο κάποιος μάντης ή προφήτης μπορεί να εισέλθει.
Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί πως ο αρχαίος φιλόσοφος, Ηράκλειτος, την μαντική και προφητική ικανότητα την απέδιδε σε ξεχωριστό άνθρωπο.
«Ο μάντης, ο προφήτης, ο ποιητής».
Η αλλαγή στο κοσμικό γίγνεσθαι, έχει αντίκτυπο στην ποιητική μεταμόρφωση.
Τα δύο πρώτα μέρη της ποιητικής συλλογής
αποτελούνται από επτά ποιήματα το καθένα και το τρίτο από δεκατέσσερα, πρόκειται για την πιο αυστηρή και άκρα λιτή σύνθεση που επιχείρησε ο Σεφέρης.
Διασώζεται με αυτόν τον τρόπο ένας ιερός αριθμός, όπως αναφέρει ο Νάσος Βαγενάς αποτελεί σύμβολο της τάξης έπειτα από το χάος και της δημιουργίας του κόσμου.
Άλλοι μελετητές αναφέρουν πως επηρεάστηκε από τα Τέσσαρα κουαρτέτα του Έλιοτ, ώστε τα Τρία Κρυφά Ποιήματα να θεωρούνται σεφερικά κουαρτέτα.
Ο Σεφέρης επιθυμούσε η προσωπική ποιητική του εμπειρία να αναχθεί στο λογοτεχνικό μύθο κι έτσι το 1932 ερχόμενος σε επαφή με τον Έλιοτ, από το Μυθιστόρημα και μετέπειτα, δημιούργησε στην ποίησή του ένα δίχτυ παραπομπών σε καίριους σταθμούς του προηγούμενου ποιητικού λόγου με αντικειμενική συστοιχία.
Το προαναφερθέν δίχτυ, γίνεται αντιληπτό στα Τρία Κρυφά Ποιήματα και αυτό πιστοποιείται από την φωνή του Ηράκλειτου, η οποία μόλις διακρίνεται μέσα στην ποιητική της υποδοχή στο Ζ΄ ποίημα του πρώτου μέρους.
Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα μοιάζουν με μια τριλογία, όπου το δράμα παίζεται σε ανθρώπινο επίπεδο.
Ο τίτλος του πρώτου μέρους
ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΑΚΤΙΝΑ
• Α΄
• Β΄
• Γ΄
• Δ΄
• Ε΄
• ΣΤ΄
• Ζ΄
Ο τίτλος του πρώτου μέρους, υπαγορεύει την αγριεμένη εποχή του χειμώνα, ο οποίος προβάλλεται στην επερχόμενη εποχή της άνοιξης.
Αρχή του ποιήματος, αποτελεί το ρήμα καίγουνται, που υποδηλώνει τη φωτιά και ολοκληρώνεται με τη λέξη «χιόνι»
.
Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, άλλες μορφές φωτιάς είναι η γη, ο αέρας και το νερό. Έτσι, το νερό υποκαθίσταται από το χιόνι.
Τα άσπρα φύκια χαρακτηρίζονται ως ένα είδος που όταν φλέγεται, δίνει πολύ υψηλές θερμοκρασίες.
Με αυτό το σκεπτικό, οι αναδυόμενες γραίες διέσχισαν τη φωτιά και άλλαξαν μορφή (μαρμαρωμένες φλόγες).
Η αντίθεση αυτή ενυπάρχει στο κοσμικό σύμπαν και διασώζεται στη μορφή των γραιών.
Ε΄
Ποιος βουρκωμένος ποταμός μάς πήρε; Μείναμε στο βυθό. Τρέχει το ρέμα πάνω απ' το κεφάλι μας λυγίζει τ' άναρθρα καλάμια· οι φωνές κάτω απ' την καστανιά γίναν χαλίκια και τα πετάνε τα παιδιά.
Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος
Ο βουρκωμένος ποταμός μοιάζει σαν τον διπλό δρόμο του Ηράκλειτου, με μια οδό από πάνω και μια οδό από κάτω που πάντα οδηγούν στο ίδιο τέλος.
Η ζωή με τους σκληρούς και ισχυρούς νόμους που όμοια με τον ποταμό, παρασέρνει τον άνθρωπο σα να ήταν άναρθρο καλάμι, υποδηλώνοντας την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο τέλος που επέρχεται.
Επίσης, οδηγούμαστε μακριά από το ποτάμι, καθώς οι φωνές έγιναν χαλίκια που τα πετάνε τα παιδιά.
Οι φωνές
ανήκουν στη ζωντανή όψη της ανθρώπινης υπόστασης, που όταν επέλθει ο θάνατος μεταμορφώνονται σε ανόργανη ύλη (χαλίκια) και αναπαύονται κάτω από το χώμα της καστανιάς, ώστε να διαιωνιστεί η ύλη και η ζωή.
Τα παιδιά με τα χαλίκια,
μπορούμε να ισχυριστούμε πως είναι η αιωνιότητα του Ηράκλειτου, που παίζει με τα χαλίκια, δηλαδή τους ανθρώπους. Κάθε χαλίκι αντιστοιχεί και σε έναν πεθαμένο πρόγονο, όπως και μια χούφτα χώμα ή σκόνη που λέει ο Έλιοτ:
Ξάφνου σε μια δεσμίδα ηλιόφωτος Ακόμη όταν κινείται η σκόνη
Ξυπνάει το γέλιο το κρυμμένο των παιδιών στη φυλλωσιά. 5
Σκόνη και χαλίκια, γέλιο και παιχνίδι συνθέτουν την ίδια εικόνα και αποσυμβολοποιούν την ίδια έννοια.
Μικρή πνοή κι άλλη πνοή, σπιλιάδα καθώς αφήνεις το βιβλίο και σκίζεις άχρηστα χαρτιά των περασμένων ή σκύβεις να κοιτάξεις στο λιβάδι
αγέρωχους κενταύρους που καλπάζουν ή άγουρες αμαζόνες ιδρωμένες σ' όλα τ' αυλάκια του κορμιού που έχουν αγώνα το άλμα και την πάλη.
Αναστάσιμες σπιλιάδες μιαν αυγή που νόμισες πως βγήκε ο ήλιος.
Τα βιβλία
παρομοιάζονται με πνοές και πνεύμα, που όμως το τελευταίο φεύγει μαζί τους, όταν αυτά τοποθετούνται στο ράφι.
Η ζωή τελικά βρίσκεται εκεί έξω στο λιβάδι. Οι κένταυροι και οι αμαζόνες, πιθανόν να είναι τα παιδιά του Ηράκλειτου, που παίζουν στον αγώνα της πάλης και του άλματος, δηλαδή διαιωνίζουν τη ζωή.
Αναφορικά, με του δύο τελευταίους στίχους,
ο Κώστας Αξελός γράφει:
«Οι πόλεμοι που κάνουν μεταξύ τους οι άνθρωποι είναι κι αυτοί ένα παιχνίδι και μέσα στην καρδιά του Τρωικού πολέμου παίζονται παιχνίδια. Και στις γιορτές της Ολυμπίας, επίσης ανταμώνουν ο οίστρος και το ιερό.
Η τραγωδία είναι ένα μεγάλο παιχνίδι.
Αυτή η στενή συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στο παιχνίδι, στον αγώνα και στο ιερό, θεμελιώνεται τώρα από τον Ηράκλειτο πάνω στην ίδια δομή του Σύμπαντος, εκεί όπου εκδηλώνεται ο Θείος Λόγος. Εντός του Θεού, ο συμπαντικός πόλεμος γίνεται συμπαντική σοφία και το παιχνίδι του χρόνου, ειμαρμένη του κόσμου».
Αυτή ίσως είναι η σοφία που αποκομίζει ο ποιητής.
Ζ΄
Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα όχι με των στιγμών το στάλαγμα αλλά μια λάμψη, μονομιάς· όπως ο πόθος που έσμιξε τον άλλο πόθο κι απόμειναν καθηλωμένοι ή όπως ρυθμός της μουσικής που μένει εκεί στο κέντρο σαν άγαλμα αμετάθετος. Δεν είναι πέρασμα τούτη η ανάσα οιακισμός κεραυνού.
Ο Σεφέρης, αναζητά την αναγεννητική δύναμη της φωτιάς, όπως την εννοεί ο 23 χωρέσει τον πόθο του σμίγοντας με άλλον πόθο, τότε πως η ψυχή που δεν έχει τέλος θα διψάσει για φως. Η φλόγα που μπορεί να γιατρέψει τη ψυχή του ποιητή είναι η μεταφυσική ουράνια φλόγα, όπως την εννοούσε ο Ηράκλειτος ζῇι πύρ τὸν ἀέρος θάνατον καί ἀήρ ζῇι τον πυρός θάνατον, ὓδωρ ζῇι τόν γῆς θάνατον, γῆ τὸν ὕδατος.
(Κώστας Αξελός, Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία του, Εξάντας, 1974, σ. 141. 53 Ανθούλα Δανιήλ, )
Τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1988,
ό.π., σ. 30. )
Ο ποιητής, ορμώμενος από την Ηρακλείτεια φράση:
Τα δέ πάντα οιακίζει
κεραυνός, μετατρέπει τον κεραυνό σε χειμωνιάτικη αχτίνα.
Μια μορφή φωτιάς, παράφορη έκφραση της, είναι κι ο κεραυνός, που αποτελεί τη σοφία του Σύμπαντος με τον οιακισμό του, τη λάμψη της μονομιάς που κυβερνάει τον κόσμο και εξασφαλίζει τη συνοχή και τη συνέχεια του, όπως λέει ο Ηράκλειτος.
Ο κεραυνός δηλαδή,
κατευθυνόμενος από μια αιώνια φωτιά, κόβει στη μέση τη ζωή και τον θάνατο.
Έτσι, η χειμωνιάτικη αχτίνα καθίσταται για τον Σεφέρη, ένα προμήνυμα θανάτου που περιμένει.
Η ψυχή δεν εξαλείφεται
απλά μεταβαίνει από το μεταβλητό στο αμετάβλητο υφιστάμενη μεταβολές. Η φιλοσοφική διάσταση μεταξύ είναι και δεν είναι, δεν γίνεται αποδεκτή από τον Σεφέρη.
Ότι δέχεται είναι μια κατάφαση του είναι, που όμως το διαχωρίζει σε ποιοτικές κλίμακες, κι αυτές με τη σειρά τους διαπερνούν το χρονικό και άχρονο σημείο του κόσμου.
Αυτές τις κλίμακες είναι που ελέγχει και διευθύνει ο κεραυνός.
(πηγη: ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: Ο Ηράκλειτος και ο
Πλάτωνας στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη Αγγελική Ζαχαρούδη)