Ηπαρούσα κριτική επιχειρεί να αναδείξει μία λιγότερο σχολιασμένη πτυχή της ποίησης της Δημουλά, αυτή της μουσικότητας. Τα περισσότερα σχόλια επί των κειμένων της εστιάζουν στις ιδέες που πραγματεύεται η ποίησή της (μνήμη, λήθη, νοσταλγία, χρόνος, θάνατος, έρωτας) και επεξεργάζονται λιγότερο το πώς επιδιώκει η ποιήτρια να υποβάλλει ένα μουσικό αποτέλεσμα με εργαλεία τα όσα της προσφέρει ο λόγος. Αυτό θα επιχειρηθεί εδώ με βάση την τελευταία της ποιητική συλλογή Άνω Τελεία.

Η Δημουλά, όσο ωριμάζει η ποιητική της πένα, τόσο πιο πεζολογική γίνεται με εμφανή μια πρόθεση εσωτερικού διαλόγου και μια διάχυτη προφορικότητα. Η Δημουλά, με άλλα λόγια, φαίνεται σαν να συνειδητοποιεί ότι τη μεγαλύτερη μουσικότητα την δίνει η γλώσσα η ίδια όπως μιλιέται, και αυτή προσπαθεί να καταθέσει όσο πιο αλώβητη γίνεται (π.χ. «Ν’ αγκαλιάσω θέλω./ Όχι, δεν εννοώ αυτό που υπαινίσσεται/το θέλω.»). Όπως και στον προφορικό λόγο, χρησιμοποιεί πολύ το συνδετικό και, χωρίς όμως να γίνεται αντιληπτό ως επανάληψη. Δηλαδή, ενώ σε άλλους ποιητές βλέπουμε το και να χρησιμοποιείται ως πάγιος (εύκολος) τρόπος ροής του λόγου και ρυθμικής επανάληψης, η Δημουλά το χρησιμοποιεί πολύ φυσικά όπως το χρησιμοποιούμε όλοι όταν μιλάμε σε κάποιον -σκεφτόμαστε άραγε ποτέ ότι ο συνομιλητής μας χρησιμοποιεί πολύ το και; Παρόμοια λιτά και αβίαστα συναντάται συχνά η υποτακτική αντί της οριστικής, καθιστώντας τη σύνδεση πιο εύκολη, χωρίς πάταγο (π.χ. «Θα ήθελα/κάπως αλλιώς ν’ αγαπιούνται τα πράγματα/…/χώρισμα να μην υπάρχει»).

Advertisement

 Μέσα σε αυτό το εγχείρημα να αποτυπωθούν οι λέξεις όπως είναι, ο ρυθμός δίνεται από την εναλλαγή προσώπων, τα οποία χρησιμοποιεί η Δημουλά όλα χωρίς φόβο. Τα πρόσωπα εναλλάσσονται συχνά φέροντας μαζί και διαφορετικούς τόνους (π.χ. «Όσο μπορείς, Νεότητα, απόφευγε/την πείρα./…../Εκ πείρας σας μιλώ.»). Η ποιήτρια ωστόσο δεν χρησιμοποιεί τον ίδιο τόνο κάθε φορά που χρησιμοποιεί το ίδιο πρόσωπο (για παράδειγμα, συμβουλευτικό τόνο όταν χρησιμοποιεί β’ ενικό, όπως στο προηγούμενο παράδειγμα), αλλά μπορεί να αποστρέφεται στο β’ ενικό με στόχο να ακουστεί ένας τόνος φιλοσοφικός-ειρωνικός, κάτι που συνήθως οι ποιητές καταγράφουν σε γ’ ενικό (π.χ. «Γυρνάς ζωή κι όπου βρεθείς/καυχιέσαι..» και «Εσύ, Χριστέ μου, μην τρομάζεις/ δεν πονάς…»).

 Ακόμη και ποιητικά μέσα σχετικά ‘παραδοσιακά’ χρησιμοποιούνται υπό τη σκέπη της προφορικότητας. Έτσι στον στίχο «μα δεν ξεθάρρεψα,/ τα ξέρω εγώ τα κόλπα ξέρω/ότι..» έχουμε απανωτές ομόηχες εκκινήσεις (ξε-) και επανάληψη του ξέρω, με τρόπο ωστόσο όχι διαφορετικό από αυτόν που θα αναμέναμε να ακούσουμε σε μια συνομιλία. Επίσης, επιστρατεύει κάτι που ακούγεται σαν φαινομενική ομοιοκαταληξία, χωρίς στην ουσία όμως να τελειώνουν δύο στίχοι ομοίως. Αντίθετα, η ποιήτρια εκκινεί έναν στίχο και λήγει τον ακριβώς επόμενο με την ίδια λέξη σαν σε σχήμα κύκλου, όπως στο ακόλουθο παράδειγμα: «Πρέπει να είναι πιστή η αγάπη;/Κι αν δεν είναι εμείς τι πρέπει;». Παρομοίως, στο επόμενο παράδειγμα η ίδια λέξη αγκαλιάζει περισσότερους στίχους και καταλήγει σηματοδοτώντας διαφορετικά τα αντιτιθέμενα περικείμενα (άδειες-γεμάτες θέσεις): «Όλες οι θέσεις στην επιστροφή/ άδειες σχεδόν -σαν πόσα επιστρέφουν-/υπερπλήρης πάντα η αναχώρηση- φεύγουν πολλά, περίπου όλα». Είναι, λοιπόν, σαν η Δημουλά να διαλέγει από όσα λέγονται συχνά προφορικά αυτά που ακούγονται ωραία, χωρίς όμως να γίνεται αισθητό ότι έχει υπάρξει επεξεργασία μέχρι να κατορθωθεί το αποτέλεσμα αυτό.