Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/to-fthinoporo-ton-poiiton/3/ ]
https://www.youtube.com/watch?v=-gL0ar0PC8M
Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι - Μανώλης Μητσιάς( Fog)
Μουσική: Δήμος Μούτσης Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς
Fog
Say it with a ukulele |
«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»γρινιάζει κάποιος φωνογράφος·πες μου τί να της πω, Χριστέ μου,τώρα συνήθισα μονάχος. 5Με φυσαρμόνικες που σφίγγουνφτωχοί μη βρέξει και μη στάξειόλο και κράζουν τους αγγέλουςκι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι. Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους10μα χάμω χνότισαν ομίχλεςδόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναντις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες. Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια— Έτσι ζεις; — Ναι! Τί θες να κάνω·15τόσοι και τόσοι είναι οι πνιμένοικάτω στης θάλασσας τον πάτο. Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλιαπου κάπου ξέχασαν το χρώματα κάρα μοιάζουν με καράβια20που βούλιαξαν και μείναν μόνα… «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;Αγάπη, πού ’ναι η εκκλησιά σουβαρέθηκα πια στα μετόχια. 25Α! να ’ταν η ζωή μας ίσιαπώς θα την παίρναμε κατόπιμ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθηπρέπει να στρίψεις σε μια κόχη. Και ποιά είν’ η κόχη; Ποιός την ξέρει;30Τα φώτα φέγγουνε τα φώταάχνα! δε μας μιλούν οι πάχνεςκι έχουμε την ψυχή στα δόντια. Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;Η μέρα φόρεσε τη νύχτα35όλα ειναι νύχτα, όλα ειναι νύχτακάτι θα βρούμε ζήτα ζήτα… «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»Βλέπω τα κόκκινά της νύχιαμπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν40και τη θυμάμαι με το βήχα. Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924 |
https://www.youtube.com/watch?v=HlB4K2ueC24
Έρωτας στα Χιόνια ΣΑΠΦΩ ΝΟΤΑΡΑ
Ο έρωτας στα χιόνια
Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Ο έρωτας στα χιόνια δημοσιεύτηκε την Πρωτοχρονιά του 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάσση Γαβριηλίδη. Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, έργο ωριμότητας του μεγάλου Σκιαθίτη συγγραφέα. Σύμφωνα με μαρτυρία του Γρηγορίου Ξενοπούλου, ο Παπαδιαμάντης έγραψε το έργο αυτό για να αποδείξει σε αυτούς που τον κατέκριναν για τον καλογερισμό του, ότι δεν γράφει μόνο θρησκευτικά διηγήματα.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology/292
© SanSimera.gr
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος
Ο έρωτας στα χιόνια
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑΚαρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα. Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα: − Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας. Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας». Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν. Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος. Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ. Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του: Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως: Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, ⁂Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες: Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει, Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ' ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον. Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε. Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον. ⁂Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν. Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας. − Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια. Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη. ⁂Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν: − Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ' ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε: − Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ. Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του: Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, ⁂Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον. − Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας. Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ! Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε. Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον. Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος. Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε: − Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια… Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας. Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά. − Ποιὸς εἶναι; Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι; Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. − Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή. Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε! Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις: «Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…» Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος. − Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι. Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου. Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα. «Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!» Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος. Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον. Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. (1896) |
Α. Παπαδιαμάντης, «Ο έρωτας στα χιόνια», Απάντα ΙΙΙ, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1989, σσ. 105−110
Νάσος Βαγενᾶς - Ἔρωτας στὴν ὁμίχλη
Ἄρθρο στὸ Βῆμα
Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2005 - Ἀρ. Φύλλου 14649
Σελ. Β47, Κωδικὸς ἄρθρου: B14649B471
|
Ὁ Σεφέρης στὸ |
Τὰ λογοτεχνικὰ κείμενα
μὲ θέμα καταστάσεις καὶ αἰσθήματα τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν
Χριστουγέννων εἶναι τόσα, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀποτελοῦν λογοτεχνικὸ
εἶδος. Ἕνα εἶδος ἰδιαίτερο, καθοριζόμενο ἀπὸ χαρακτηριστικὰ ὄχι μορφικὰ ἀλλὰ
θεματικά. Ποιήματα, διηγήματα, νουβέλες, ἀκόμη καὶ μυθιστορήματα, μὲ φόντο τῆς
ἱστορίας τους τὶς ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων ὑπάρχουν πλῆθος σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες
τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου καὶ ἀνασύρονται κάθε χρόνο τὶς μέρες τῶν Χριστουγέννων
μὲ κάποια δόση νοσταλγίας γιὰ νὰ θυμίσουν πῶς αἰσθάνονταν τὶς ἡμέρες αὐτὲς οἱ
ἄνθρωποι τῶν παλαιότερων ἐποχῶν. Ὄχι ὅτι σήμερα δὲν γράφονται τέτοια κείμενα.
Ὅμως γράφονται καὶ δημοσιεύονται ὅλο καὶ λιγότερα, προφανῶς ἐπειδὴ τὸ
θρησκευτικὸ αἴσθημα, ποὺ τὰ ἐμπνέει, εἶναι στὶς μέρες μας λιγότερο ἔντονο. «Τὸ
εἶδος», παρατηρεῖ ἡ M. Θεοδοσοπούλου, «εἶναι πλέον μουσειακό».
Τὸ θρησκευτικὸ ὑπόβαθρο
τοῦ θέματός τους μὲ τὰ αἰσθήματα ἐλπίδας ποὺ ὑποβάλλει κάνει ὥστε, συνήθως, ἡ
ἔκβαση αὐτῶν τῶν λογοτεχνημάτων νὰ εἶναι αἰσιόδοξη. Λίγα εἶναι ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα
τὸ παραμυθητικὸ στοιχεῖο δὲν ὑπάρχει. Ἡ δραματικὴ (ἢ καὶ τραγική) διάσταση ποὺ
τοὺς παρέχει αὐτὴ ἡ ἔλλειψη δίνει στὰ κείμενα αὐτὰ ἕνα στοιχεῖο πραγματισμοῦ,
ποὺ ἐνισχύει, γιὰ ὅσους δὲν εἶναι θρησκευόμενοι, τὸ λογοτεχνικό τους βάθος.
Ἕνα τέτοιο κείμενο εἶναι
τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη «Ὁ ἔρωτας στὰ χιόνια» (1896), ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα
διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ ἀσφαλῶς τὸ ὡραιότερο ἀπὸ τὰ χριστουγεννιάτικα
διηγήματά του. Ἀναλύσεις τοῦ διηγήματος αὐτοῦ ἔχουν γραφεῖ ἀρκετὲς καὶ
εὔστοχες, καὶ θὰ ἦταν περιττὸ νὰ προσέθετα ἐδῶ ἄλλη μία. Γι᾿ αὐτὸ θὰ ἐπιχειρήσω
κάτι διαφορετικό: νὰ τὸ διαβάσω παράλληλα μὲ ἕνα ἄλλο χριστουγεννιάτικο
λογοτέχνημα, μὲ τὸ «Fog» τοῦ Σεφέρη, ποίημα τὸ ὁποῖο, ὅπως θὰ προσπαθήσω νὰ
δείξω, συνδέεται μὲ τὸ «Ὁ ἔρωτας στὰ χιόνια» μὲ δεσμοὺς ὄχι μόνο
συναισθηματικοὺς ἀλλὰ καὶ διακειμενικούς.
* Πεζογράφος ποιητής
Ἡ «συνομιλία» τοῦ «Fog»
μὲ ἕνα διήγημα δὲν θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐκπλήττει, ἀφοῦ ὁ «Ἔρωτας στὰ χιόνια»
ἀνήκει σὲ ἐκεῖνα τὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη, τὰ ὁποῖα ἔχουν προσδώσει στὸν
πεζογράφο τὸ εὔσημο τοῦ ποιητῆ. «Ὁ Παπαδιαμάντης «μουσικὴν ἐποίει» μὲ τὰ τεχνικὰ
καλούπια τοῦ διηγήματος», γράφει ὁ Νιρβάνας· τὴν «ποιητικὴ νοημοσύνη τοῦ
Παπαδιαμάντη» ἀναλύει ὁ Ἐλύτης. Ὡς ποιητὴ διαβάζει καὶ ὁ Σεφέρης «τὸν πιὸ
μεγάλο πεζογράφο τῆς νέας Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας», ὅπως τὸν χαρακτηρίζει, ὅταν
τὸν συναριθμεῖ μὲ τὸν Κάλβο καὶ τὸν Παλαμᾶ (Δοκιμές, Γ´). Ὁ θαυμασμὸς τοῦ
Σεφέρη γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη εἶναι στὰ κείμενά του ἐμφανής. Ἀλλὰ καὶ
ἐπαληθεύεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν κατασκευὴ ἀρκετῶν στίχων του μὲ παπαδιαμαντικὰ
ὑλικὰ (πρβλ., λ.χ., τὴν εἰκόνα τῆς νεαρῆς γυναίκας τῆς «Ἐγκωμης» μὲ ἐκείνη τῆς
Μοσχούλας στὸ «Ὄνειρο στὸ κύμα»), ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ σχέση τοῦ «Fog» μὲ τὸ «Ὁ
ἔρωτας στὰ χιόνια».
Θὰ μποροῦσε νὰ
ὑποστηρίξει κανεὶς ὅτι τὸ «Fog» θὰ ἦταν ποίημα διαφορετικὸ ἤ, ἀκόμη, ὅτι δὲν θὰ
εἶχε γραφεῖ, ἂν ὁ Σεφέρης δὲν εἶχε αἰσθανθεῖ τὴν ἀνάγκη νὰ διασταυρώσει τὸ
ὀδυνηρὸ συναίσθημά του τῆς ἐρωτικῆς μοναξιᾶς μέσα στὴ χαρμόσυνη ἀτμόσφαιρα τῶν
Χριστουγέννων - μὲ ὅσους στοχασμοὺς αὐτὸ ὑποβάλλει γιὰ τὸ νόημα τῆς ἀνθρώπινης
μοίρας - μὲ τὸ ἀνάλογο συναίσθημα τοῦ διηγήματος τοῦ Παπαδιαμάντη. Πρόκειται
γιὰ ἕνα συναίσθημα τοῦ ἀνεκπλήρωτου: τῆς ἀδυναμίας πρόσβασης, ἐξαιτίας τοῦ
ἀνέφικτου μιᾶς ἐρωτικῆς πλήρωσης, σὲ ἕναν ποθούμενο ἁρμονικὸ κόσμο.
Καὶ στὰ δυὸ κείμενα ἕνας
ἄντρας ἀποζητᾶ μάταια, τὶς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων, τὸν ἔρωτα μιᾶς γυναίκας,
περιφερόμενος, ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν στίχων ἑνὸς τραγουδιοῦ, σὲ ἕνα λευκὸ τοπίο
(στὸν Παπαδιαμάντη χιονισμένο, στὸν Σεφέρη μέσα στὴν ὁμίχλη), τὸ ὁποῖο στὰ
μάτια του, ἐξαιτίας τῶν αἰσθημάτων ποὺ τὸν βασανίζουν, ἀποκτᾶ μία διάσταση
ὀνειρική. Ἡ γυναίκα, τὴν ὁποία ὁ παγωμένος ἀπὸ τὸ κρύο ἄντρας δὲν τολμᾶ
(Παπαδιαμάντης) ἢ δὲν ἀποφασίζει (Σεφέρης) νὰ πλησιάσει, βρίσκεται ἀδιάφορη
μέσα στὴ θαλπωρὴ τοῦ ζεστοῦ σπιτιοῦ της, τὸ ὁποῖο στὴν ψυχὴ τοῦ ἄντρα φαντάζει
σὰν μία ἐπίγεια - ὅμως ἀπρόσιτη (Παπαδιαμάντης) ἢ ματαιωμένη (Σεφέρης) - ἐκδοχὴ
τῆς Ἐδέμ. Ὁ ἥρωας τοῦ Παπαδιαμάντη τελικὰ πεθαίνει ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ
σπιτιοῦ τῆς γυναίκας σκεπαζόμενος ἀπὸ τὸ χιόνι ποὺ πέφτει ἀδιάκοπα, ἐνῶ τοῦ
Σεφέρη βυθίζεται στὴ μοναξιά του καὶ στὴν ὀδυνηρὴ μνήμη τοῦ ματαιωμένου του
ἔρωτα.
* Ὁ Ἀλέξανδρος
Παπαδιαμάντης στὴ Δεξαμενή τὸ 1906 (φωτογραφία τοῦ Παύλου Νιρβάνα)
Παράλληλες δομές
Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι
αὐτὲς οἱ ὁμοιότητες τῶν δυὸ κειμένων εἶναι ἀναμενόμενες, ἀφοῦ τὸ θέμα τους
ἀποτελεῖ κοινὸ τόπο, ὁ ὁποῖος ὑποβάλλει ἀνάλογες περιγραφικὲς συντεταγμένες.
Ἄλλωστε ἡ ἔκβαση τῶν δυὸ κειμένων εἶναι διαφορετική, ἀφοῦ καθορίζεται ἀπὸ τὴν
ἀνόμοια τοποθέτηση τῶν συγγραφέων τους ἀπέναντι στὴν ἀπώτερη ἀναζήτηση ποὺ αὐτὰ
ἐκφράζουν: ὁ Παπαδιαμάντης, ποὺ δὲν ἔχει, ὅπως ἔχει ὁ Σεφέρης («κάτι θὰ βροῦμε
ζήτα-ζήτα»), τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν ἐπίτευξη μιᾶς κάποιας ἐπίγειας λύτρωσης καὶ
ἐπαφίεται μόνο στὴν ἔσχατη κρίση, βλέπει στὸν θάνατο μέσα στὸ χιόνι τὸ σύμβολο
μιᾶς καθαρτήριας διαδικασίας, ἡ ὁποία θὰ ὁδηγήσει τὸν «γυμνὸν καὶ
τετραχηλισμένον» ἥρωά του ἐξαγνισμένο «ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν».
Ὡστόσο ἄλλες ὁμοιότητες, στὸ σχῆμα καὶ στὶς λεπτομέρειες τῶν δυὸ ἀφηγήσεων καὶ
ἔξω ἀπὸ τὴν ἐμβέλεια τοῦ κοινοῦ τόπου, δείχνουν ὅτι καὶ οἱ βασικὲς ὁμοιότητές
τους ποὺ περιέγραψα δὲν θὰ πρέπει νὰ εἶναι συμπτωματικές.
Παρότι τὰ δυὸ κείμενα
εἶναι ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς μορφῆς διαφορετικά, ἡ δομὴ τοὺς παρουσιάζει σημαντικὲς
ἀναλογίες: στὴν «τριαδικὴ κατανομή» τῶν μερῶν τοῦ «Ὁ ἔρωτας στὰ χιόνια» (Γ.
Κεχαγιόγλου) ἀντιστοιχεῖ ἡ τριμερὴς ἀνάπτυξη τῶν στροφῶν τοῦ «Fog», ἡ ὁποία στὸ
ποίημα σημαίνεται μὲ τὴν ἐπωδικὴ ἐπανάληψη τοῦ στίχου ἑνὸς ἐλαφροῦ ἐρωτικοῦ
τραγουδιοῦ στὴν ἀρχὴ τοῦ κάθε μέρους («Πές της το μ᾿ ἕνα γιουκαλίλι...»).
Ἀνάλογα ἐπωδικὴ εἶναι ἡ ἐπανάληψη τῶν δημοτικότροπων ἐρωτικῶν δίστιχων ποὺ
τραγουδάει ὁ ἥρωας τοῦ διηγήματος («Σοκάκι μου μακρύ-στενό...», «Γειτόνισσα,
γειτόνισσα...») - καὶ στὰ δυὸ κείμενα οἱ στίχοι τῶν τραγουδιῶν ἀπευθυνόμενοι
πρὸς τὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου τῶν πρωταγωνιστῶν τους συνοψίζουν τὸ αἴσθημά
τους: ὁ ἥρωας τοῦ Σεφέρη «τῆς τὸ λέει» μὲ ἕνα γιουκαλίλι· ὁ ἥρωας τοῦ
Παπαδιαμάντη μὲ ἕνα τραγούδι.
Ὄχι τυχαία ἐπίσης
φαίνονται ὁρισμένα κοινὰ χαρακτηριστικὰ στὴν περιγραφὴ τῆς γυναίκας: «πολυλογοὺ
καὶ ψεύτρα» ἐμφανίζεται στὸ διήγημα, φλύαρη καὶ ἀναξιόπιστη («Λόγια γιὰ λόγια,
κι ἄλλα λόγια») τὴ βλέπουμε στὸ «Fog». Καὶ στὰ δυὸ κείμενα ἡ φιλαρέσκεια τῆς
γυναίκας δηλώνεται μὲ τὸν γυαλιστερὸ καλλωπισμό της (Παπαδιαμάντης: «τὸ
γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της»· Σεφέρης: «Βλέπω τὰ κόκκινά της
νύχια / μπρὸς στὴ φωτιὰ πῶς θὰ γυαλίζουν»). Ἀλλὰ καὶ κάποια ἀπὸ τὰ
χαρακτηριστικὰ τοῦ ἄντρα, στὶς δυὸ περιπτώσεις, εἶναι κοινά: μὲ πολυκύμαντες
τὶς τροπὲς τοῦ βίου τους, ἔρημοι τώρα (Παπ.: «Κανέναν δὲν εἶχε εἰς τὸν κόσμον,
ἦτον ἔρημος»· Σέφ.: «Τώρα συνήθισα μονάχος»), ἀναλογίζονται τοὺς «πρὸ τῆς
δυστυχίας χρόνους» (Παπ.) ἢ ὁραματίζονται (ἂν δὲν τὴν εἶχαν ζήσει) τὴν ἐποχὴ
τῆς εὐτυχίας («Ἀγάπη ποῦ ῾ναι ἡ ἐκκλησιά σου; / βαρέθηκα πιὰ στὰ μετόχια» -
Σεφ.), χωρὶς νὰ βρίσκουν παρηγοριὰ (Παπ.: «Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν»·
Σεφ.: «Τάχα παρηγοριὰ θὰ βροῦμε;»).
* Εὔγλωττες εἰκόνες
Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν - καὶ
πάλι - σκεφτοῦμε ὅτι οἱ ἀντιστοιχίες τοῦ ποιήματος καὶ τοῦ διηγήματος ποὺ
περιέγραψα ὡς τώρα εἶναι τυχαῖες, ὑπάρχει ἡ ὁμοιότητα δυὸ ἀκόμη, κεντρικῶν,
εἰκόνων τους· ἡ κοινὴ παρουσία τῶν ὁποίων καὶ ὁ οὐσιώδης ρόλος τους στὴν ἐναργέστερη
ἔκφραση τοῦ αἰσθήματος τῶν δυὸ κειμένων καθιστοῦν, πιστεύω, τὴ συνομιλία τοῦ
«Fog» μὲ τὸ «Ὁ ἔρωτας στὰ χιόνια» ἀδιαμφισβήτητη, φωτίζοντας καλύτερα καὶ τὶς
ὑπόλοιπες ὁμοιότητές τους.
Ἡ πρώτη εἰκόνα εἶναι τὸ
περιεχόμενο τῆς «ὀνειρικότητας», τὴν ὁποία, ὅπως εἴπαμε, βιώνουν οἱ δυὸ ἥρωες·
ἡ αἴσθηση ἑνὸς βυθοῦ, ὅπου βρίσκονται ναυαγισμένοι: «Εἰς τὸ πνεῦμα του τὸ
ὑποβρύχιον τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις. [...] Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν
εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν᾿
ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλλα, τὰ ὡρολόγια,
[...] τὰ ναυάγια...» (Παπ.) - «Τόσοι καὶ τόσοι εἶναι οἱ πνιγμένοι / κάτω στῆς
θάλασσας τὸν πάτο. // Τὰ δέντρα μοιάζουν μὲ κοράλλια / ποὺ κάπου ξέχασαν τὸ
χρῶμα / τὰ κάρα μοιάζουν μὲ καράβια / ποὺ βούλιαξαν καὶ μείναν μόνα...» (Σεφ.).
Ἡ δεύτερη εἰκόνα εἶναι
ἐκείνη ἑνὸς μαραζωμένου (Σεφ.) / μαρασμένου (Παπ.) καὶ ἄσφαιρου ἐρωτιδέα
(ἐρωτιδέων), ποὺ προσπαθεῖ, μέσα στὸ λευκὸ τοπίο, νὰ χτυπήσει, σὰν νὰ ἦταν
πουλιά, τὶς καρδιὲς / ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων: «Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!.. νὰ εἶχε
βρόχια... [...] Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γέρο-Φερετζέλη [...] νὰ στήνη
βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια διὰ νὰ συλλάβη τὶς ἀθῶες καρδιὲς ὡς μισοπαγωμένα
κοσσύφια. [...] Τὰ κοσσυφάκια [...] καὶ αἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα
τῆς θηλιᾶς του» - «Fog»: «εἶναι οἱ ἀγγέλοι τους μαράζι. // Κι οἱ ἀγγέλοι
ἀνοῖξαν τὰ φτερά τους / μὰ χάμω χνότισαν ὁμίχλες / δόξα σοι ὁ θεός, ἀλλιῶς θὰ
πιάναν / τὶς φτωχιές μας ψυχὲς σὰν τσίχλες».
«Ὁ ἔρωτας στὴν ὁμίχλη»
θὰ ἦταν ἕνας τίτλος ἀκριβέστερος γιὰ τὸ «Fog». Ὄχι μόνο γιατί θὰ ἐξέφραζε
καλύτερα τὸ αἴσθημα τῶν στίχων του, ἀλλὰ καὶ γιατί μὲ τὴ διασύνδεσή του μὲ τὸν
τίτλο τοῦ διηγήματος τοῦ Παπαδιαμάντη θὰ ὑποδήλωνε - μέσῳ καὶ τοῦ
χρονοτοπωνυμίου ποὺ συνοδεύει τὸ ποίημα («Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924») - ὅτι
περιέχει ἕνα ἀκόμα βίωμα: τὸν καημὸ ἑνὸς ξενιτεμένου νέου ποιητῆ, ποὺ ἀπὸ τὶς
πρῶτες του κιόλας συνθέσεις προσπαθεῖ νὰ συνδεθεῖ μὲ τὶς πιὸ ζωτικὲς ρίζες τῆς
λογοτεχνικῆς παράδοσης τῆς γλώσσας του· ρίζες πού, βέβαια, δὲν σημαίνει ὅτι δὲν
μποροῦν νὰ τρέφονται καὶ ἀπὸ ξένες λογοτεχνικὲς πηγές. Διότι πιστεύω ὅτι ὁ
Σεφέρης θὰ εἶχε ἀντιληφθεῖ ὅτι τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη, μὲ τὸν θάνατο τοῦ
ἥρωά του - παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων - πάνω στὸ χιόνι ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν ὀνείρων
του, συνομιλεῖ δημιουργικὰ μὲ τὸν ἀνάλογο θάνατο - παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς -
τῆς ἡρωίδας τοῦ ὀνειρικοῦ διηγήματος «Τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα» τοῦ Χὰνς
Κρίστιαν Ἀντερσεν.
Ὁ κ. Νάσος Βαγενᾶς εἶναι καθηγητὴς τῆς
Θεωρίας καὶ Κριτικῆς τῆς Λογοτεχνίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.