Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1921. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και την ποίηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1952. Ακολούθησαν άλλες επτά συλλογές που ενσωματώθηκαν στη συγκεντρωτική έκδοση με τον τίτλο Ποίηση (1952-1963). Η ποίησή του εκφράζει σε πλατιές συνθέσεις καταστάσεις της εποχής μετά την Αντίσταση και την Απελευθέρωση με προβληματισμούς από την καθημερινή ζωή. Άλλα έργα του: Οι τελευταίοι (1966), Νυχτερινός επισκέπτης (1972), Σκοτεινή πράξη (1974), Ο διάβολος με το κηροπήγιο (1975), Βιολί για μονόχειρα (1976), Ανακάλυψη (1977) κ.ά.
Έχει τιμηθεί με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1980.
Τάσος Λειβαδίτης
Καντάτα
[απόσπασμα]
Η Καντατα Ειναι ενα Συνθετικο ποίημα με θεατρική, θα λέγαμε, σύνθεση. Ο ίδιος ο ποιητής δίνει στην αρχή το σκηνικό και τα πρόσωπα. Σκηνικό: Συνοικιακός δρόμος σύγχρονης πόλης. Αρχίζει να βραδιάζει. Πρόσωπα: Ποιητής. Ο άνθρωπος με το κασκέτο. Διάφοροι περαστικοί. Χορός από γυναίκες και άνδρες (οι γυναίκες μαζεμένες σε μια εξώπορτα· οι άντρες αριστερά, πλάι στη σκαλωσιά μιας οικοδομής). Στο απόσπασμά μας μιλάει ο άνθρωπος με το κασκέτο. Είναι η δεύτερη φορά που παίρνει το λόγο. Την πρώτη φορά αφηγήθηκε τη σύλληψη ενός φτωχού ανθρώπου — «επιγραφοποιός το επάγγελμα». «Συχνά» λέει ο ποιητής, «του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό».
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ
16. | Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα. | ||
17. | Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο. | ||
18. | Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα; | ||
19. | Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει, | ||
20. | έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του. | ||
21. | Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός. | ||
22. | Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί. | ||
23. | Και ξημέρωσε. Και βράδιασε. | ||
24. | Ημέρες σαράντα. | ||
25. | Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του. | ||
26. | Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της. | ||
27. | Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας. | ||
28. | Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ' άρχιζε ξανά. | ||
29. | Εις τους αιώνας των αιώνων. |
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Να παρακολουθήσετε τα διαδραματιζόμενα μέσα στο απόσπασμα με τη βοήθεια των λέξεων «νύχτα», «κελί», «τον ρώτησε», «τον χτύπησε», «τον έσωσε».
- Γιατί ο ποιητής χαρακτηρίζει τους βασανιστές του φυλακισμένου με τη φράση «είχαν χάσει το πρόσωπό τους»;
- Ποιος είναι ο ρόλος της αράχνης μέσα στο απόσπασμά μας; Τι εννοεί ο ποιητής λέγοντας ότι «τον έσωσε μια αράχνη»;
- Να επισημάνετε τα στοιχεία του βιβλικού ύφους και να δείξετε τη σημασία τους για το ποίημα.
Τάσος Λειβαδίτης
Καντάτα
(αποσπάσματα)
[...]
άντρες
α΄ ημιχόριο
Καθώς, λοιπόν, ξεφύγαμε από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη, και βγήκαμε στ’ ανοιχτά
γνωρίσαμε άλλους πιο τρομερούς κινδύνους: των συντρόφων τη ξαφνική λιγοψυχιά,
του κουπολάτη την τυφλή υπακοή, ή την κρυφή φιλοδοξία του άλλου,
την εύκολη αναγνώριση, τον έπαινο του ταπεινού και την αδιαφορία του μεγάλου,
τη ζήλεια, την αμφιβολία, τη χίμαιρα, την πανουργία που χαμογελά και την υστεροβουλία που δίνει,
κι απ’ όλα πιο χειρότερο, όταν όχι η ελπίδα πια, μα κι αυτός ο ίδιος ο πόνος σου σ’ αφήνει.
β΄ ημιχόριο
Α, οι ηλίθιοι, που πήγαμε και χαθήκαμε στην ξενιτιά, κάτω απ’ τα τείχη της Ιερουσαλήμ, ή στην παλιά πολυτραγουδημένη Τροία
χωρίς κανένας Όμηρος να πει κάτι για μας. Μα νά, που όπως ύστερ’ από καιρό μπαίνει κανείς στο σπίτι που του λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και μπαίνουμε
στην Ιστορία.
[...]
ποιητής
Τίποτα. Κανείς. Η πόλη κουλουριασμένη σαν ένα μυστηριακό ζώο
με το σκοτεινό του τρίχωμα διάστιχτο απ’ τα φανάρια των δρόμων.
Ένα ζευγάρι βγαίνει αγκαλιασμένο από κάποιο κέντρο,
τα φώτα των αυτοκινήτων τούς δίνουν μια στιγμή
το σπασμένο, ωχρό προσωπείο της Ηλέκτρας και του Ορέστη, λίγο πριν απ’ την αναπότρεπτη πράξη,
ενώ, πελώριες κι αόρατες, σαν Ερινύες, τους παραμονεύουν στο βάθος του δρόμου
η κούραση, η μοιχεία — κι η συνήθεια.
Ποιός είναι, λοιπόν, αυτός που μένει στο ίδιο σπίτι με σένα,
που τρώει στο ίδιο τραπέζι με σένα, που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με σένα; Δεν τον γνώρισες ποτέ.
Κι αυτός εκεί, το πρόσωπο τυλιγμένο με σκοτάδι, που ορθώνεται αντιμέτωπος
σ’ ό,τι πας να λησμονήσεις — ποιός είναι; Κανείς.
Μόνο τα χέρια του τυφλού Οιδίποδα ανοιγμένα να του δείχνουνε το δρόμο, σ’ αγγίζουν καμιά φορά
μες στο συνωστισμό. Στο γειτονικό κακόφημο ξενοδοχείο «Βυζάντιον» μπαινοβγαίνουν οι μαστρωποί κι οι αρσενοκοίτες,
στην πόρτα ο μονόφθαλμος θυρωρός, κατευθείαν απόγονος των Παλαιολόγων, γεμάτος σπυριά, αλκοολικά όνειρα και βαριές κληρονομιές —
με συγχωρείτε, αυτός ο δρόμος πού βγάζει; Όχι, όχι αυτόν, ούτ’ εκείνον,
μη, μη... έτσι να στρίψεις τη γωνιά
γκρεμίζεσαι στο χάος...
[...]
Τάσος Λειβαδίτης. [1960] 1978. Καντάτα. 4η έκδ. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Τάσος Λειβαδίτης. 2015. Ποίηση 1 (1950–1966). Αθήνα: Μετρονόμος.
Εισαγωγή στο ποιητικό έργο του Τάσου Λειβαδίτη
Ο Τάσος Λειβαδίτης ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η ποίησή του είναι πολιτικά ενταγμένη, με σαφή ανθρωπιστικά σήματα. Έχοντας διατελέσει εξόριστος για τις πολιτικές του ιδέες, θητεύει στην «ποίηση του στρατοπέδου», της οποίας αποτελεί έναν από τους αντιπροσωπευτικότερους εκπροσώπους. Κατά τον Αργυρίου, «ξεκινάει, ως ποιητής, έχοντας την αίσθηση ότι μετέχει σ’ ένα συλλογικό σώμα και το αντιπροσωπεύει. Ως κορυφαίος ενός χορού, εκφράζει τα αισθήματα και τα οράματα του συλλογικού σώματος στο οποίο, οικεία βουλήσει, εντάχθηκε».1
Η ποίησή του βρίσκεται συγκεντρωμένη σε τρεις τόμους 1200 περίπου σελίδων και μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους:2
Πρώτη περίοδος (1946-1956). Σ’ αυτήν ανήκουν οι συλλογές Μάχη στην άκρη της νύχτας, Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου κ. ά. Στην πρώτη περίοδο είναι έντονος ο βιωματικός χαρακτήρας της ποίησής του. Έχουμε μια «ποίηση του στρατοπέδου», μια ωμή, σχεδόν νατουραλιστική περιγραφή των δοκιμασιών της εξορίας, αλλά συγχρόνως στο έργο προβάλλεται η αισιοδοξία και η πίστη στη μελλοντική δικαίωση των αγωνιστών. Μεγάλο τμήμα της πρώτης περιόδου ανήκει στο μικτό είδος επικής και λυρικής ποίησης: Ηρωικές πράξεις και συμπεριφορές συνιστούν το επικό στοιχείο, ενώ το λυρικό αναδεικνύεται μέσα από τη συναισθηματική φόρτιση των ανθρώπινων χαρακτήρων. Από την άποψη του φρονήματος εντάσσεται στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, με κυρίαρχα μοτίβα τον αγώνα, τη μάχη, τη συντροφικότητα, τα ανθρωπιστικά ιδανικά.
Δεύτερη περίοδος (1957-1966). Έργα αυτής της περιόδου είναι Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια, Καντάτα, Οι τελευταίοι κ. ά. Παρατηρείται μια μεταβολή στο ποιητικό όραμά του για τον κόσμο. Αρχίζουν τώρα να τον απασχολούν προβλήματα που σχετίζονται με το θέμα της ήττας της αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο και εμφανίζονται οι πρώτοι υπαρξιακοί προβληματισμοί. Παράλληλα με τα μοτίβα της πρώτης περιόδου, που δεν παύουν να υπάρχουν, προστίθενται και συναισθήματα φθοράς, πτώσης, αμφιβολίας, πικρίας, απογοήτευσης . Επίσης διαφοροποιείται κάπως και η στιχουργική, δηλ. ο σύντομος, άμεσος, μονοσήμαντος στίχος της πρώτης περιόδου, γίνεται τώρα εκτενέστερος και πιο πολυσήμαντος.
Τρίτη περίοδος (1972-1987). Συλλογές της τρίτης περιόδου είναι: Νυχτερινός επισκέπτης, Βιολί για μονόχειρα, Ο τυφλός με το λύχνο, Βιολέτες για μια εποχή κ. ά. Η μορφή τείνει προς τον πεζό λόγο. Καθιερώνει τώρα το ολιγόστιχο ποίημα απέναντι στις πολύστροφες και πολύστιχες συνθέσεις του παρελθόντος. Η ποίησή του δεν παύει να είναι κοινωνική, το επικό όμως στοιχείο περιορίζεται και εξαντλείται στην αφηγηματική και πεζόμορφη ανάπτυξη του ποιητικού λόγου, ενώ το λυρικό δίνεται με το ελεγειακό, όχι ως θρηνητικό φρόνημα, αλλά ως τραγική σύλληψη των ψυχικών γεγονότων.
Γενικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Λειβαδίτη:
-υιοθέτηση νέων, ευλύγιστων ρυθμών
-εισαγωγή του τόνου της καθημερινής κουβέντας
-συνδυασμός του ελεύθερου στίχου με στοιχεία από την τεχνική του υπερρεαλισμού
-μεταφορά της κινηματογραφικής τεχνικής
-τάση να τονίζει με νατουραλιστική ωμότητα κάποιες λεπτομέρειες
-επαναληπτικότητα (επανάληψη λέξης, φράσης, στίχου ή λεκτικού τρόπου, στοιχείο που εμπεδώνει την αίσθηση της διάρκειας και ειδικά τον ατέλειωτο χρόνο της φυλακής)
-χρήση αποσιωπητικών (αφήνοντας έτσι τον αναγνώστη να κάνει τις προεκτάσεις του)
-αναπάντητα ερωτήματα (μέσα από το οποία διαχέονται αισθήματα ανασφάλειας, αγωνίας, καταλυτικού φόβου)
-αναλυτική πορεία (δηλ. ένας στίχος αναπτύσσεται σε αλλεπάλληλους άλλους στίχους, ή αντίθετα, από την ανάλυση στη σύνθεση).
-από το τρίτο πρόσωπο της αφήγησης περνάει στο πρώτο, ταυτιζόμενος έτσι με τον αγωνιστή-λαό.
-συχνή χρήση αντιθέσεων
-κατά κόρον χρήση παρομοιώσεων
-συσσώρευση επιθέτων
Η θρησκευτικότητα στην ποίηση του Λειβαδίτη
Ένα ιδιάζον γνώρισμα της ποίησης του Λειβαδίτη είναι η αναζήτηση του Θεού. «Ένας άρρωστος για Θεό» τιτλοφορεί ένα σχετικό κείμενό του ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, που γράφει ανάμεσα σ’ άλλα: « Όποιος θελήσει να διαβάσει την αποτυπωμένη στις σελίδες του Λειβαδίτη μαρτυρία ψυχής, θα διαπιστώσει πως ο ποιητής αυτός μιμήθηκε ασυνειδήτως πιθανόν τον βίο πολλών αγίων, οι οποίοι ξεκίνησαν από αλαζόνες διδάσκαλοι, διδάχοι, σαλπιγκτές, μπροστάρηδες και σε μια κρίσιμη καμπή του δρόμου άλλαξαν προσανατολισμό και πορεύτηκαν με μόνη πυξίδα την αγωνία τους κι όχι τον αγώνα».3
Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Μπουφέα4 «ο ποιητής στα πρώτα του φανερώματα δεν αναζητεί το Θεό, άλλοτε η ύπαρξή του είναι δεδομένη, άλλοτε την αμφισβητεί. Στη θέση του υψώνει μια νέα αξία, τον άνθρωπο και τη δύναμή του (...). Θα ‘λεγε κανείς ότι τα επαναστατικά του πρότυπα τον υποχρεώνουν να αρνηθεί το Θεό, ενώ απ’ την άλλη το ένστικτό του μένει γαντζωμένο επάνω του».
Στη δεύτερη περίοδο παρατηρείται μια έντονη διαφοροποίηση. «Διαμορφώνεται μια ολόκληρη θεο-θεωρία καθώς τη θέση της απογοήτευσης από το ανεκπλήρωτο ιδανικό της επανάστασης υποκαθιστά η αναζήτηση της ύπαρξης του Θεού». Διαισθητικά και όχι νοησιαρχικά προσπαθεί να προσεγγίσει το Θεό. Ως αρετές προβάλλονται η ταπεινοφροσύνη, η μετριοφροσύνη και μια ιδιότυπη, μυστικιστική σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα στο Θεό και στους περιθωριοποιημένους της κοινωνίας. (Οι περιθωριοποιημένοι, άλλωστε, της κοινωνίας, ζητιάνοι, τυφλοί, υπηρέτριες, πόρνες, μέθυσοι πρωταγωνιστούν συχνά στο έργο του Λειβαδίτη. Εξαγνιζόμενοι μέσα στο ποιητικό του φως, θεωρούνται «εντιμότεροι αρνητές του συστήματος από τους επαγγελματίες αμφισβητίες»).5
Ακόμα εντονότερη είναι η κατάφαση του ποιητή στο θείο στην τρίτη φάση του έργου του, καθώς και μια στροφή στις μεταφυσικές αναζητήσεις και αντιλήψεις. Πιστεύει στη μεταθανάτια ζωή και προσδοκά την ανάσταση των νεκρών. Το κύκνειο άσμα του, Ο τυφλός με το λύχνο, θα ’λεγε κανείς πως γράφτηκε από εκκλησιαστικό υμνογράφο. Ειδικά η ενότητα «Συνομιλίες» είναι ολόκληρη μια προσευχή που κάθε ποίημά της αρχίζει με το «Κύριε...», ενώ πλήθος άλλοι τίτλοι («Ευαγγελισμός», «Η άρνηση του Πέτρου κ.ά», παραπέμπουν κατευθείαν στο Χριστιανισμό.
Καντάτα (Ιταλικά cantata από το canto=τραγουδώ) στη μουσική ονομάζεται μια φωνητική σύνθεση συμφωνικού χαρακτήρα, με περιεχόμενο συνήθως θρησκευτικό. Περιλαμβάνει ορχηστρικά μέρη, χορωδιακά, άριες (μονωδίες) και ρετσιτατίβα (τραγουδιστή απαγγελία που προσεγγίζει την κοινή απαγγελία).
Ο ποιητής ονομάζοντας το πολύστιχο, επικολυρικής υφής ποίημά του Καντάτα (αρχικός τίτλος Καντάτα για τρία δισεκατομμύρια φωνές) καθιστά εμφανή την αντιστοιχία του ποιητικού με το μουσικό έργο, χωρίς να αποκλείεται και κάποια υπολανθάνουσα συσχέτιση θρησκευτικής υφής.
Στα μουσικά μέρη της καντάτας αντιστοιχούν τα εξής ποιητικά:
Εισαγωγή = ο ποιητής
Άριες = τα δρώντα πρόσωπα που είναι εννέα («αυτός με την Παλόμα», «εκείνος ο σοφός», «ο άλλος με τα πυρετικά μάτια», «αυτός που βγήκε από το καπηλιό», «ο πιο τρομερός απ’ όλους», «ο γέρος», «ο αγνωστικιστής», «εκείνος με τη μνήμη», «ένας που μας έμοιαζε πολύ»).
Ρετσιτατίβα = τα λόγια του ποιητή καθώς και όσα λέει ο «άνθρωπος με το κασκέτο».
Χορωδιακά = οι δύο χοροί, των ανδρών και των γυναικών.
Βλέπουμε λοιπόν ότι στην Καντάτα κινούνται πλήθος πρόσωπα, καθώς και δύο χοροί. Μοιάζει δηλαδή με ένα θεατρικό έργο, ένα δράμα, που τοποθετείται σ’ ένα «συνοικιακό δρόμο σύγχρονης πόλης»,6 με τη διαφορά ότι δεν υπάρχει ενιαία δράση, εκτός από την ιστορία του Ήρωα, την οποία αφηγείται ο «Άνθρωπος με το κασκέτο». Τα υπόλοιπα πρόσωπα μιλούν, αλλά δεν συνομιλούν. Καθένα εκφράζει τις δικές του σκέψεις, τους δικούς του προβληματισμούς, την αγωνία, τις ενοχές, την αναζήτηση διεξόδου από τα βάσανα και τα αδιέξοδα της ζωής. Πολλά τμήματα του έργου θα μπορούσαν να αποτελέσουν αυτοτελή, ανεξάρτητα ποιήματα.
Σε αντίθεση με αυτά τα πρόσωπα, ενότητα παρουσιάζει η ιστορία την οποία αφηγείται «ο άνθρωπος με το κασκέτο» και αφορά έναν ανώνυμο Ήρωα, που καθίσταται έτσι πρωταγωνιστική μορφή του έργου. Η ιστορία είναι με συντομία η εξής:
Ήταν ένας άνθρωπος φτωχός, «επιγραφοποιός το επάγγελμα», που συγκέντρωνε γύρω του τους απλούς ανθρώπους και τους μιλούσε για ένα καλύτερο αύριο. Όμως «οι άντρες με τις καπαρτίνες και τις χαμηλωμένες ρεπούπλικες» πήραν διαταγή να τον συλλάβουν. Οδηγείται στη φυλακή, βασανίζεται σκληρά για να αποκαλύψει τον τόπο όπου έχει κρύψει τα όπλα, αλλά αυτός δεν μιλάει. Το μαρτύριο κρατάει σαράντα μέρες. Έρχονται μάλιστα στιγμές που ο κρατούμενος φοβάται ότι θα χάσει το λογικό του. Στις δύσκολες αυτές στιγμές τον σώζει μια αράχνη με την υπομονή και την επιμονή της να ξαναφτιάχνει τον ιστό που της χαλούσαν κάθε μέρα οι βασανιστές. Στη συνέχεια ο Ήρωας ανακαλύπτει ότι στο διπλανό κελί βασανίζεται ένας άλλος άνθρωπος και, χτυπώντας τον τοίχο, επικοινωνεί μαζί του. Τέλος τον οδηγούν στο δικαστήριο, καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται μαζί με δυο άλλους συντρόφους του. Όμως η θυσία του δεν πήγε χαμένη. Τη θέση του ανώνυμου Ήρωα παίρνει ένας άλλος, «μαρμαράς το επάγγελμα», που πάλι έρχονται «οι άντρες με τις χαμηλωμένες ρεπούπλικες» να τον συλλάβουν. Τα πάντα ξαναρχίζουν. Ο αγώνας συνεχίζεται.
Ο άνθρωπος με το κασκέτο
(απόσπασμα από την Καντάτα, στ.16-29)7
«Ο άνθρωπος με το κασκέτο» είναι ένα από τα βασικά πρόσωπα της Καντάτας, που αφηγείται την ιστορία ενός ανώνυμου Ήρωα. Ήδη η δική του ονομασία («ο άνθρωπος με το κασκέτο») παραπέμπει σε άτομο της εργατικής τάξης, μια και το κασκέτο είναι είδος καπέλου που συνηθίζουν να φορούν οι εργάτες. Είναι η δεύτερη φορά που παίρνει το λόγο μέσα στο έργο. Την πρώτη φορά που μίλησε εξιστόρησε τη δράση του φτωχού επιγραφοποιού και τη σύλληψή του. Τώρα μεταφερόμαστε στη φυλακή όπου οδηγήθηκε ο επιγραφοποιός.
στ. 16 Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που
‘χε χάσει το πρόσωπό οτυ, κι ακούμπησε το φανάρι που
κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
στ. 17 Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο
Με σαφήνεια δηλώνεται αμέσως ο χώρος και ο χρόνος. Χώρος είναι η φυλακή (κελί) και χρόνος η νύχτα, συνήθης χρόνος ανακρίσεως κρατουμένων. Η νύχτα καλύπτει με πέπλο μυστικότητας τα εγκλήματα, αλλά και οι αντιστάσεις είναι μειωμένες και ο φόβος πολλαπλασιάζεται στο σκοτάδι. Ταυτόχρονα όμως τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος έχουν μιαν αοριστία. Θα μπορούσε η σκηνή αυτή να διαδραματίζεται σ’ οποιαδήποτε εποχή και σ’ οποιοδήποτε μέρος της γης. Τη διαχρονικότητα και παγκοσμιότητα εξυπηρετεί επίσης και η ανωνυμία των προσώπων. Πουθενά σ’ όλη την Καντάτα δεν αναφέρονται ονόματα, παρά μόνο επαγγελματικές ιδιότητες ή άλλοι προσδιορισμοί (επιγραφοποιός, μαρμαράς, ο άνθρωπος με το κασκέτο κλπ.).
Στο κελί μπαίνει κάποιος που «ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα», πράγμα που σημαίνει ότι το κελί πρέπει να ήταν σκοτεινό, όπως επιβεβαιώνεται και με τον επόμενο στίχο (17), «Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο», δίνοντας έτσι κάτι το υπερφυσικό και παραμορφωτικό στη μορφή που μπήκε στο κελί.
Αυτός που μπήκε ήταν «ένας άνθρωπος που ‘χε χάσει το πρόσωπό του». Στο στίχο 21 αναφέρεται ότι στο κελί «μπήκε άλλος άνθρωπος που ‘χε χάσει το πρόσωπό του», στο δε επόμενο στίχο 22 αναφέρεται «Κι οι άνθρωποι που ‘χαν χάσει το πρόσωπό τους ήταν πολλοί».
Δυο ερμηνείες έχουν δοθεί στο χαρακτηρισμό αυτό των βασανιστών. Η πρώτη είναι η κυριολεκτική. Οι βασανιστές δηλαδή, όπως συνήθως και οι προδότες, φορούν μάσκες, κρύβουν το πρόσωπό τους, για να μην αναγνωρίζονται από τα θύματά τους. Στη μεταφορική σημασία η έκφραση σημαίνει «άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, ανώνυμοι, εκτελεστικά όργανα ενός τυραννικού καθεστώτος. Σημαίνει ακόμα «ανθρώπους που είχαν χάσει την ανθρώπινη υπόστασή τους, την ανθρώπινη ταυτότητα, κάθε ανθρώπινη ιδιότητα κι είχαν αποκτηνωθεί εκπίπτοντας σε τυφλά όργανα βίας, δεν είχαν πρόσωπο-προσωπικότητα, είχαν σβήσει κάθε ανθρώπινο από προσώπου τους».8
Με την έννοια αυτή συναντάμε πολλούς στίχους τόσο στον Λειβαδίτη όσο και σε άλλους ποιητές. Ο Τάκης Σινόπουλος γράφει στο ποίημα «Φίλιππος» (Μεταίχμιο Β΄):
...Πού είναι το πρόσωπό σας
το αληθινό σας πρόσωπο;
Κι ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει στο Άξιον Εστί:
«...Τότε, από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να ‘ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν...», ενώ λίγο πιο κάτω η φράση «έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί» («Ανάγνωσμα τέταρτο», Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες) επιβεβαιώνει τη διπλή ερμηνεία του στίχου, κυριολεκτική και μεταφορική.
στ. 18 Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
στ. 19 Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει,
στ. 20 έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
Αρχίζει η ανάκριση. Ο βασανιστής ρωτάει τον κρατούμενο πού έχει κρυμμένα τα όπλα. Εκείνος δεν απαντά. Βάζει μόνο το χέρι στην καρδιά του. Ο ποιητής δεν ερμηνεύει την κίνηση. Μας αφήνει εμάς ν’ αποφασίσουμε αν η κίνηση αυτή οφειλόταν σε σύμπτωση, αν τυχαία εκείνη τη στιγμή ο κρατούμενος έφερε το χέρι στην καρδιά ή αν αυτή ήταν η απάντησή του. Αν είναι το δεύτερο, που είναι και το πιο πιθανό, τότε η κίνηση αυτή σημαίνει: «Όπλο μου είναι η καρδιά μου, απ’εδώ αντλώ την πίστη και τη δύναμή μου για να υλοποιήσω το όραμά μου για ένα καλύτερο αύριο». Ο βασανιστής αναζητεί όπλα στον εξωτερικό κόσμο. Ο Ήρωας σιωπηλά εκφράζει την άποψη πως ο αγώνας του δεν γίνεται με συμβατικά όπλα αλλά με ιδέες. [Η σιωπηλή στάση του ήρωα που κρύβει μια περιφρόνηση τόσο για το βασανιστή, όσο και για τον κίνδυνο που διατρέχει, βρίσκει και πάλι το αντίστοιχό της στη στάση του Λευτέρη, του πρωταγωνιστή στο «Οικόπεδο με τις τσουκνίδες» από το Άξιον Εστί].
στ. 21 Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που ‘χε
χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
στ. 22 Κι οι άνθρωποι που ‘χαν χάσει το πρόσωπό τους ήταν πολλοί.
στ. 23 Και ξημέρωσε . Και βράδιασε.
στ. 24 Ημέρες σαράντα.
Στους στίχους αυτούς έχουμε τα βασανιστήρια και τη διάρκειά τους. Ξέρουμε ότι σε ανάλογες περιπτώσεις τα βασανιστήρια δεν περιορίζονταν στο «χτύπησαν» που αναφέρει ο Λειβαδίτης. Όμως αυτή η απλή αναφορά επιτρέπει στη φαντασία να αναπλάσει όλη τη φρικτή κλίμακα βασανιστηρίων που πρέπει να υπέμεινε ο κρατούμενος. Το ίδιο και ο χρόνος που προσδιορίζεται μόνο από το «ξημέρωσε και βράδιασε». Σαράντα μέρες που διακρίνονται μόνο από το μέρα-νύχτα και τα διαρκή βασανιστήρια καθίσταται ένα τρομακτικά μεγάλο χρονικό διάστημα.9
Ο αριθμός σαράντα θεωρείται ιερός (όπως και το τρία ή το επτά). Έτσι έχουμε τη σαρανταήμερη νηστεία, τις σαράντα μέρες μετά τις οποίες η λεχώνα πάει στην εκκλησία, το μνημόσυνο στις σαράντα μέρες κλπ. Ακόμα στα παραμύθια οι 40 δράκοι κ.ο.κ.
Η ψυχολογική βίωση και αντίληψη του χρόνου είναι κάτι που συναντάμε και σε άλλα ανάλογα έργα ή εμπειρίες. Π.χ. ο Ελύτης λέει στο Άξιον Εστί :
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγες ώρες. (Ανάγνωσμα Γ΄, Η μεγάλη έξοδος).
Ως προς το ύφος προφανής είναι η σύνδεση με την Παλαιά Διαθήκη στη Γένεση: «Και εγένετο εσπέρας και εγένετο πρωία, ημέρα πρώτη» κλπ., σύνδεση η οποία προχωρεί συνειρμικά και πέραν της τεχνικής του ύφους. Καθώς οι ημέρες της Γενέσεως ταυτίζονται και με τα μεγάλα χρονικά διαστήματα της δημιουργίας του κόσμου και των γεωλογικών εξελίξεων, έτσι και ο φυλακισμένος την κάθε μέρα την ένιωθε σαν αιώνα.
στ. 25 Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
στ. 26 Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε
ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
στ. 27 Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
στ. 28 Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι.
Και τ’ άρχιζε ξανά.
στ. 29 Εις τους αιώνας των αιώνων.
Ο εγκλεισμός, τα βασανιστήρια, η απομόνωση, η απώλεια της αίσθησης του χρόνου συντελούν ώστε ο κρατούμενος να κινδυνεύει να χάσει τα λογικά του, να οδηγηθεί στην παραφροσύνη. Τον σώζει μια μικρή αράχνη στη γωνιά του κελιού του, που με απέραντη υπομονή κι επιμονή ξαναρχίζει κάθε μέρα απ’ την αρχή να φτιάχνει τον ιστό που κάθε μέρα της χαλούσαν με τις μπότες τους οι βασανιστές.
Στους στίχους αυτούς θα λέγαμε ότι κορυφώνεται η κεντρική ιδέα του κειμένου. Το εύρημα της αράχνης που σώζει τον κρατούμενο από την τρέλα έχει διπλή σημασία. Όπως και «οι άνθρωποι που ‘χαν χάσει το πρόσωπό τους», έτσι κι εδώ μπορούμε να δούμε μια κυριολεκτική και μια αλληγορική σημασία. Πολύ συχνά αναφέρονται παραδείγματα φυλακισμένων που μόνη καταφυγή στη μοναξιά τους υπήρξε ένα ζώο, ένα έντομο κλπ. που βρήκαν στο κελί τους, ακόμα και ζωύφια, ποντίκια ή κατσαρίδες. Όμως ασφαλώς μεγαλύτερη βαρύτητα έχει η αλληγορική σημασία. Η αράχνη με την απέραντη επιμονή δίνει ένα παράδειγμα, υψώνεται σε σύμβολο του αγωνιζόμενου ανθρώπου που δεν παραιτείται από τον αγώνα για μια καλύτερη ζωή, όσο κι αν οι δυνάμεις του κακού καταστρέφουν συνεχώς το έργο του. Ξαναρχίζει και πάλι απ’ την αρχή χωρίς να χάνει την πίστη και την ελπίδα του.
Ύφος-τεχνική
Ο τρόπος με τον οποίο μιλά «ο άνθρωπος με το κασκέτο» τόσο σε όλη την Καντάτα όσο και στο απόσπασμα που ερμηνεύουμε ακολουθεί την τεχνική και το ύφος των λαϊκών αφηγήσεων και που επίσης συναντάμε στον Μακρυγιάννη, στη Γυναίκα της Ζάκυνθος του Σολωμού και στα «Αναγνώσματα» από το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη.
Πιο συγκεκριμένα:
Υπάρχει αρίθμηση στίχων ή μικροενοτήτων, όπως στη Γυναίκα της Ζάκυνθος.
Και στα δύο κείμενα πλείστοι στίχοι αρχίζουν με το «και».
Η παρατακτική σύνδεση των προτάσεων, κοινή σε όλες τις λαϊκές αφηγήσεις, μεταβάλλει σχεδόν κάθε πρόταση σε κύρια, τονίζοντας έτσι περισσότερο το περιεχόμενο και την αυτοδυναμία της.
Στοιχεία του βιβλικού ύφους είναι επίσης ο υποβλητικός τόνος του ποιήματος, η συχνή επανάληψη λέξεων ή φράσεων και κυρίως η συνειδητή επιλογή του εκφραστικού τρόπου σε πολλά σημεία, π.χ. «Και ξημέρωσε. Και βράδιασε», που, όπως ελέχθη πιο πάνω, παραπέμπουν άμεσα στη Γένεση.
Το όλο κλίμα της ανάκρισης, τα χτυπήματα, η σιωπηλή αντίδραση του κρατουμένου, παραπέμπουν στο Θείο δράμα και στο πρόσωπο του Χριστού, που ο Λειβαδίτης συχνά ταυτίζει με τους ανώνυμους, τους επαναστάτες και τους φτωχούς.10
Με το όλο ύφος και την τεχνική που ακολουθεί ο ποιητής επιδιώκει:
α) Την εγκυρότητα και την αυθεντία που αποκτά το περιεχόμενο, σαν να πρόκειται για μια εξ αποκαλύψεως θρησκεία.
β) Την προσέγγιση του λαού, μιμούμενος το ύφος της λαϊκής αφήγησης.
γ) Παραπέμπει στην έννοια Ευαγγέλιο, που εδώ είναι το ευαγγέλιο των κοινωνικών αγώνων. Δεν αναφέρεται στη μεταφυσική δικαίωση, αλλά στη δικαίωση των αγωνιστών αυτής της ζωής για ένα καλύτερο κόσμο.
Αλέξ. Αργυρίου, «Ο επικός, λυρικός και ελεγειακός χαρακτήρας του ποιητικού έργου του Τάσου Λειβαδίτη», περ. Διαβάζω, τευχ. 228, σελ. 43.
Ο Τάσος Λειβαδίτης εκτός από ποίηση εξέδωσε και μια συλλογή διηγημάτων, Το εκκρεμές (1966). Έγραψε επίσης μαζί με τον Κ. Κοτζιά το σενάριο για την ταινία «Συνοικία το όνειρο», άρθρα σε περιοδικά, για βιοποριστικούς λόγους μεταφράσεις-διασκευές κλασικών έργων και πάνω από 300 κριτικές στην εφημερίδα «Αυγή» για ποιητικά κυρίως βιβλία. Έγραψε ακόμα στίχους σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, όπως το «Μάνα μου και Παναγιά» και «Δραπετσώνα».
Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Ένας άρρωστος για Θεό», περ. Η Λέξη, τευχ. 130, Νοέμβ.-Δεκέμβ. ’95, σ.737.
Αλεξάνδρα Μπουφέα, «Η αναζήτηση του Θεού στο έργο του Τάσου Λειβαδίτη», περ. Διαβάζω,ό.π. σ.67.
Γιάννης Κουβαράς, «Το περιθώριο στο ποιητικό έργο του Τάσου Λειβαδίτη», περ. Διαβάζω, ό.π. σ.79.
Πολύ ευκρινέστερα φαίνεται η ταύτιση του ανώνυμου ήρωα με το Χριστό στην ενότητα των στίχων 58-64:
58. Κι οι δικαστές, μόλις εκείνος μπήκε, σκύψαν και
κάτι μίλησαν μεταξύ τους.
59. Και τον ρώτησαν: Είσαστε πολλοί;
60. Κι αυτός, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση,
ή ίσως για ν΄απαντήσει, έδειξε έξω απ’ το παράθυρο,
61. το πλήθος.
62. Κι οι δικαστές φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων
μαρτύρων;
63. Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κά-
ποτε, πριν πολλά χρόνια, ξαναειπωθεί.
64. Και τους πήρε φόβος μεγάλος.
Ιλίνσκαγια Σόνια, Η μοίρα μιας γενιάς, Κέδρος4, Αθήνα 1999, σσ.140-143
Κουβαράς Γιάννης, «Τάσου Λειβαδίτη: Ο Άνθρωπος με το κασκέτο», περ. Νεοελληνική Παιδεία, τευχ. 16, Αθήνα, Χειμώνας 1989, σσ. 47-56.
Μπενάτσης Απόστολος, Η ποιητική μυθολογία του Τάσου Λειβαδίτη, Επικαιρότητα, Αθήνα 1991, σσ.207-227
Περιοδικό Διαβάζω, (Αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη), αρ. 228, 13.12.1989
Περιοδικό Η Λέξη (αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη), τευχ. 130, Νοέμβ.-Δεκέμβ. ’95.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ: ΚΑΚΟΥΛΑΚΗΣ ΧΑΡΗΣ, ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ, "ΚΑΝΤΑΤΑ" / KAKOULAKIS, "CANTATA"
"Ο άνθρωπος με το κασκέτο"
16. Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που ΄χε χάσει το πρόσωπό του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
18. Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19. Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν΄ απαντήσει,
20. έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21. Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που ΄χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22. Κι οι άνθρωποι που ΄χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.
23. Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24. Ημέρες σαράντα.
25. Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26. Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27. Και κάθε μέρα της τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28. Κι εκείνη τον ξανάρχιζαν κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι.
και τ΄ άρχιζε ξανά.
29. Εις τους αιώνας των αιώνων.
---------------------------------------------------
Μείζον Πρόγραμμα Επιμόρφωσης
Μικροδιδασκαλίες
2-3 Δεκεμβρίου 2011
Όνομα: Κακουλάκης Χαρίλαος....
Ι. Θέμα Μικροδιδασκαλίας:
με βιωματική εμπλοκή και προεκτάσεις
---------------------------------------------------
ΙΙ. Στόχοι Μικροδιδασκαλίας
(α) γνώσεων:
(β) δεξιοτήτων και στάσεων
Το ποίημα αποτελεί ισχυρό κίνητρο για μαθητές εσπερινού λυκείου, ώστε να διαχειρίζονται δύσκολες καταστάσεις, και να μην πτοούνται από την πίεση οποιουδήποτε στρεσογόνου γεγονότος (απειλή ,βλάβη ,απώλεια ή αλλαγή), αλλά να το αντιμετωπίζουν ή με την επιμονή της αράχνης ή με την ευελιξία του νου τους.
διαχρονικό μήνυμα επιβίωσης
- δύναμη της θέλησης
- επιμονή
- προσαρμογή
Ο μαθητής καλείται να καταθέσει την προσωπική του συναισθηματική και γνωστική αντίδραση —συναισθηματική εμπλοκή ---δραματοποίηση ---
Εν κατακλείδι, να ενσωματώσουν τη σχολική γνώση
---------------------------------------------------
ΙΙΙ. Σχέδιο Μικροδιδασκαλίας
1) Εισαγωγική δραστηριότητα μικροδιδασκαλίας
3. Κλείσιμο μικροδιδασκαλίας
---------------------------------------------------
----------------------------------------------------
Επιμέλεια και οργάνωση υλικού: Φιλοθέη Κολίτση
Επιμορφώτρια Β΄
Μείζον Πρόγραμμα Επιμόρφωσης
Τάσος Λειβαδίτης
Καντάτα [απόσπασμα]
Διαγώνισμα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου
16. | Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα. |
17. | Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο. |
18. | Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα; |
19. | Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει, |
20. | έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του. |
21. | Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός. |
22. | Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί. |
23. | Και ξημέρωσε. Και βράδιασε. |
24. | Ημέρες σαράντα. |
25. | Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του. |
26. | Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της. |
27. | Και κάθε μέρα της τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας. |
28. | Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ' άρχιζε ξανά. |
29. | Εις τους αιώνας των αιώνων. |
9-Τάσος Λειβαδίτης :Αφιέρωμα 30 χρόνια, ο καθηγητής Χρίστος Αλεξίου θυμάται και διηγείται...
-Το βράδι έπεσε αθόρυβα κι ανέκκλητα
σαν τη σκιά του αιώνιου χωρισμού πάνω από έναν μεγάλον έρωτα.
Ανάβουν τα φώτα, οι απίθανες ρεκλάμες στους κινηματογράφους,
οι βιτρίνες με τους απαγορευμένους παραδείσους ,
μεταξωτά, μισόγυμνα φορέματα με πόδια και κεφάλι
παριστάνοντας απεγνωσμένα τις γυναίκες, λαχεία, νοσταλγίες,
τα μπαρ με τα ξένα ονόματα, κι οι τράπεζες που κλείνουν,
τα σκοτεινά χρηματοκιβώτια σα μεγάλα υδρωπικά φέρετρα
κι οι υπάλληλοι που πηγαινόρχονται πάνω στις άσπρες
και μαύρες πλάκες, σαν τα θλιβερά πιόνια
σ’ ένα πελώριο φανταστικό σκάκι – αόρατα χέρια
παίζουν ένα παιχνίδι τρομερό.
William E. Rochfort: Tickets for TwoΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ , ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
Ανδρέας Εμπειρίκος - Τα μυστικά του σινεμά Τα μυστικά του σινεμά Είναι σαν της ποιήσεως τη μαγεία Είναι σαν ποταμός που ρέει Εικών εικών και άλλες εικόνες Κ αίφνης –διακοπή Cut! Cut! Coupez! (Παρών και ο clackman κάθε τόσο) Κ έπειτα πάλι ο ποταμός Κ έπειτα πάλι εικόνες Και ουδέποτε χάνεται ο ειρμός Όχι στο νόημα μα στη μαγεία Όσο και αν ρέουν τα καρέ Βωβού ή ομιλούντος Σαν ποταμός που ρέει Ή σαν κορδέλα που εκτυλίσσεται Φθάνει να ρέει η κάθε εικόνα Με άκραν συνέπειαν στον εαυτόν της Φθάνει να ζει πλήρη ζωή η καθε μια Τα μυστικά του σινεμά Δεν είναι στο νόημα μα στην αλήθεια που έχουν Τα ορατά οράματα κινούμενα μπροστά μας Παράλογα ή λογικά Τα μυστικά του σινεμά Είναι και αυτά εικόνες.
Λουκάς Κούσουλας - Θερινός κινηματογράφος Μας πήραν στο λαιμό τους ένα-δυο ονόματα ηθοποιών.η όλη υπόθεση απεδείχθη για κλάματα. Μείναμε ωστόσο. Πού να πηγαίνεις περασμένη πια η ώρα, χάνοντας ίσως από πάνω και τη δροσιά, και τα εισιτήρια καλοπληρωμένα... Αφρίσει-ξαφρίσει που λέει κι ο λαός. Το πήραμε εξάλλου ελαφρά. Ωραίο καλοκαιρινό βράδυ με τον κόσμο να σμαριάζει χαρούμενος στα μπαλκόνια και τα ουράνια πάνω μας ανοιχτά. Ξεχώριζαν κάτι αστέρια. Από το ένα στο άλλο, χωρίς να το καταλάβουμε καλά-καλά, ανεπαισθήτως λοιπόν σχηματίσαμε, θαμπή στην ανταύγεια με μια νέα ομορφιά, τη Μεγάλη Άρκτο ολόκληρη. Όχι, δεν ήταν μια χαμένη βραδιά η περιπλάνησή μας στο απρόοπτο καλοκαιρινό σινεμά.
Τάσος Λειβαδίτης - Καντάτα -Το βράδι έπεσε αθόρυβα κι ανέκκλητα σαν τη σκιά του αιώνιου χωρισμού πάνω από έναν μεγάλον έρωτα. Ανάβουν τα φώτα, οι απίθανες ρεκλάμες στους κινηματογράφους, οι βιτρίνες με τους απαγορευμένους παραδείσους , μεταξωτά, μισόγυμνα φορέματα με πόδια και κεφάλι παριστάνοντας απεγνωσμένα τις γυναίκες, λαχεία, νοσταλγίες, τα μπαρ με τα ξένα ονόματα, κι οι τράπεζες που κλείνουν, τα σκοτεινά χρηματοκιβώτια σα μεγάλα υδρωπικά φέρετρα κι οι υπάλληλοι που πηγαινόρχονται πάνω στις άσπρες και μαύρες πλάκες, σαν τα θλιβερά πιόνια σ’ ένα πελώριο φανταστικό σκάκι – αόρατα χέρια παίζουν ένα παιχνίδι τρομερό.
Μαγιακόφσκι - Ποίημα για τον κινηματογράφο Για σας ο κινηματογράφος είναι ένα θέαμα. Για μένα είναι σχεδόν μία αντίληψη του κόσμου. Ο κινηματογράφος είναι φορέας της κίνησης. Ο κινηματογράφος ανανεώνει τις λογοτεχνίες. Ο κινηματογράφος είναι τόλμη. Ο κινηματογράφος είναι αθλητής. Ο κινηματογράφος διαδίδει ιδέες. ---Μαγιακόφσκι 1922---
Μίλτος Σαχτούρης - Το Πρωί και το Βράδυ Το πρωί βλέπεις το θάνατο να κοιτάζει απ’ το παράθυρο τον κήπο το σκληρό πουλί και την ήσυχη γάτα πάνω στο κλαδί έξω στο δρόμο περνάει τ’ αυτοκίνητο-φάντασμα ο υποθετικός σωφέρ ο άνθρωπος με τη σκούπα τα χρυσά δόντια γελάει και το βράδυ στον κινηματογράφο βλέπεις ό,τι δεν είδες το πρωί το χαρούμενο κηπουρό το αληθινό αυτοκίνητο τα φιλιά με το αληθινό ζευγάρι ότι δεν αγαπάει το θάνατο ο κινηματογράφος.
Τάκης Σινόπουλος - ΜΕΓΙΣΤΗ ΘΥΡΑ Τότε μες στη βροχή σηκώθηκε ο μονόφθαλμος. Το μούτρο του άσπρο σαν την κιμωλία ολάσπρο καθώς ο βασιλιάς Ψαμμίτιχος στο φέρετρό του. Κι εφώναξε. Παράξενο άκουσα την άσπρη του φωνή κι αναθυμήθηκα την καμαριέρα στον κινηματογράφο μιας απαράγραπτης ρουτίνας. Έλεγε λοιπόν: βαδίστε ανοίχτε διάπλατα τούτες τις θύρες πιάστε τη σκόνη που σας έφαγε τα δάχτυλα διαβάστε τις γραφές ονόματα σβησμένα. Κι ακούσαμε από πάνω μας φτερούγες που δεν τις βλέπαμε όμως τις νιώθαμε σε σύναξη πυκνή σωμάτων ή ίσκιων κι ακούσαμε το μέγα ψίθυρο ως να ’ρχονταν χιλιάδες αυτοκίνητα κι ο βασιλιάς Ψαμμίτιχος άσπρος μες τον καπνό των λόφων.
Τάκης Σινόπουλος - ΜΑΡΙΑ ‘Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος. Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία. ‘Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα, παράφορη, γυρίζοντας με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ’ όλα τα κέντρα, σ’ όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας. Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα. Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς. Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ. Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. Και ξάφνου μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε κι όρμησε πάνς του. Μα εκείνος είταν βουβός, πολύ βουβός, ένας χαμένος ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν. Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους. Cinematographer's Dream Painting by Gregg Chadwick Τίτος Πατρίκιος - Όπως οι ήρωες των Γουέστερν Τον μάγευαν οι ήρωες των γουέστερν. Ύστερα από περιπέτειες που είχε περάσει Κι αυτός δεν ήθελε να τον αγγίζουν Να τον αγαπούν, να τον θαυμάζουν, Δεν ήθελε να είναι αντικείμενο Ούτε των εντονότερων αισθήσεων, Των πιο υψηλών συναισθημάτων. Απαιτούσε ολομόναχος ν’ αποφασίζει Πότε και ποιον προσωρινά θ’ αγγίξει Θ’ αγαπήσει, θα θαυμάσει, Απαιτούσε αυτός να δίνει τέλος Σ’ ό,τι από μόνος του είχε αρχίσει. Την ώρα που έφευγε Κάτι αλλιώτικο προσπάθησε να πει Όμως τα λόγια μείναν μέσα του Κανένας τίποτα δεν άκουσε Κανένας τίποτα δεν μπόρεσε να καταλάβει.
Τίτος Πατρίκιος - Στον κινηματογράφο Ευγενικά ακουμπάμε δίπλα-δίπλα γελάμε ή συγκινιόμαστε ο διώκτης κι ο κυνηγημένος ο βασανισμένος κι ο βασανιστής ο εραστής και ο σύζυγος. Για δυο ώρες μοναχά μες στο σκοτάδι ήρεμοι, άγνωστοι και φιλικοί.
Γ. Σεφέρης - Τρίτη ( Απόσπασμα ) Την άνοιξη του '23 στο λουτρό της πέθανε η Λίβια Ρίμινι, τ' αστέρι· τη βρήκανε μέσα στ' αρώματα νεκρή και το νερό δεν είχε ακόμη κρυώσει Ωστόσο χτες στον κινηματογράφο με κοίταζε με τ' άχρηστά της μάτια।
Ντίνος Χριστιανόπουλος «καλύτερα να πάμε σινεμά» μου είπε «βαριέμαι στο δωμάτό σου» παράξενα παιδιά: προτιμούνε να καυλώνουν εξ αποστάσεως παρά εξ επαφής Πίνακας - Φραγκίσκος Δουκάκης Σοφία Γουργουλιάνη "Τα θερινά δεν έχουν ιστορία" Τα θερινά σινεμά δεν έχουν ιστορία. Κανείς δεν ξέρει πότε πρωτοεμφανιστήκανε στον κόσμο. Ούτε ποιος είναι ο πρώτος άνθρωπος που είδε ποτέ ταινία σε θερινό σινεμά. Φήμες λένε, πως η πρώτη ταινία που παίχτηκε ήταν η Βιριδιάνα. Φήμες λένε πως ,ακόμα τότε, δεν υπήρχανε κυλικεία με μπύρες και ποπ-κορν. Με αποτέλεσμα οι νηφάλιοι και νηστικοί θεατές να μην καταλάβουν τους συμβολισμούς του Μπουνιουέλ και να φύγουν απογοητευμένοι. Φήμες, επίσης, λένε πως η επόμενη ταινία που παίχτηκε, με συνοδεία ποπ-κορν και μπύρας, ήταν η Περιφρόνηση. Τα υπέροχα χρώματα του Γκοντάρ και τα γαλάζια νερά της Σικελίας μαγέψανε τους θεατές. Με αποτέλεσμα να διαφανεί για πρώτη φορά η δυναμική του νεόκοπου «θερινού σινεμά». Τις φήμες αυτές τις διαδίδει ο μπαμπάς μου. Έρχεται κάθε βράδυ στο κρεβάτι μου πριν κοιμηθώ και μου λέει για εκείνη τη φορά που είδε το Αλφαβίλ με τον αδερφό του στο Ζέφυρο στα Πετράλωνα. Φύσαγε ένα ελαφρύ αεράκι και το κυλικείο κέρναγε ουίσκι. Ο μπαμπάς μου δεν έχει αδερφό. Μου λέει και για εκείνη τη φορά που πήγε με ένα κορίτσι να δούνε το BeforeSunrise στο Σινέ Παρί. Φύγανε και οι δύο κλαίγοντας. Και η Ακρόπολη στο βάθος φαινότανε θολή από τα δάκρυα. Ο μπαμπάς μου δεν είχε γνωρίσει κανένα κορίτσι πριν από τη μαμά μου. Κι εγώ το 1995, όταν πρωτοβγήκε το Before Sunrise, ήμουνα ήδη έξι ετών. Αν υπήρχαν θερινά σινεμά όλο το χρόνο, θα ήμουνα ευτυχισμένη. Θα μπορούσα να είμαι, πάλι, έξι χρονών, ο μπαμπάς να μου ψιθυρίζει στο αυτί τα βράδια ιστορίες για το Κουρδιστό Πορτοκάλι ή για το Pretty Woman. Να μου μαθαίνει την Αρλέτα και να τραγουδάμε παρέα Batida de Coco. Εγώ να του λέω πως θα ‘ θελα να γκρεμίσουμε τους τοίχους για να κοιμόμαστε όλοι μαζί κι εκείνος να απαντάει ότι αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες. Αν υπήρχαν θερινά σινεμά όλο το χρόνο, θα ήμουνα ευτυχισμένη. Θα μπορούσαμε να βλέπουμε ταινίες κάθε βράδυ με ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα. Να κλαίω κάθε βράδυ με τον έρωτα που δε τελειώνει ποτέ στην Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού. Να μου αγγίζεις τη ρώγα γιατί μ’ αγαπάς. Να μου κάνεις έρωτα την ώρα που κλείνουν τα μάτια μου γιατί νύσταξα και το πρωί δουλεύω και γιατί με νανουρίζει το καλοκαιρινό αεράκι. Και ο έρωτας σου να μοιάζει κάθε φορά διαφορετικός και υπέροχος, ακριβώς όπως οι ταινίες του Χέρτζογκ. Αν υπήρχαν θερινά σινεμά όλο το χρόνο, θα ήμουνα ευτυχισμένη. Θα μπορούσα να σε τραβάω στο Ζέφυρο. Κι εσύ να έρχεσαι γιατί υποσχέθηκα να σε κεράσω ποτό μετά. Και μπροστά μας να κάθεται η Ζιλί Ντελπί ή η Ζιλιέτ Μπινός. Κι εγώ να χαίρομαι γιατί έτσι ίσως δε θα βαρεθείς στο Αγκίρε. Ίσως όταν τελειώσει να σε ρωτήσω αν σ’ άρεσε. Και ίσως να σ’ άρεσε στ’ αλήθεια. Να συζητήσουμε λίγο για το βλέμμα του Κλάους Κίνσκι και για την τρέλα του πολέμου. Μετά να μου πεις πόσο όμορφη είναι από κοντά η Ζιλιέτ Μπινός και να καθίσουμε σε εκείνο το γωνιακό μπαράκι με τις κρεμασμένες καρέκλες για διακόσμηση και τα ψηφιδωτά στο μπαρ. Να πάει η ώρα δύο και να φύγουμε επειδή άρχισα να κρυώνω και ξέχασα να πάρω τη ζακέτα μου. Τα θερινά σινεμά δεν έχουν ιστορία. Κανείς δεν ξέρει πότε πρωτοεμφανιστήκανε στον κόσμο. Ούτε ποιος είναι ο πρώτος άνθρωπος που είδε ποτέ ταινία σε θερινό σινεμά. Σοφία Γουργουλιάνη ΜΟΥΣΙΚΗ Στίχοι: Λουκιανός Κηλαηδόνης Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια ώρα με την ώρα βιαστικά νιάτα που περνούν που δεν θα ξαναρθούν κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι μες τα θερινά τα σινεμά νύχτες που περνούν που δεν θα ξαναρθούν μ' αγιόκλημα και γιασεμιά Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια κάποιος μας τα κλέβει μυστικά χρόνια που περνούν που δεν θα ξαναρθούν κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι μες τα θερινά τα σινεμά νύχτες που περνούν που δεν θα ξαναρθούν μ' αγιόκλημα και γιασεμιά Στίχοι:Ξενοφώντας Φιλέρης Μουσική:Κώστας Χατζής Σ' ένα σινεμά απ' τα θερινά Σαν μαργαριτάρι πάνω απ' το πανί Σ' ένα σινεμά απ' τα θερινά Σκάει το φεγγάρι μέσα στη σκηνή. Πέφτουνε οι τίτλοι κι αρχίζει η ταινία Πρώτο πλάνο κι αρχίζει το κακό Πρώτο πλάνο που θυμίζει τη Βοσνία Πρώτο πλάνο και το πρώτο φονικό Κι από φονικό σ' άλλο φονικό Βγαίνει το φεγγάρι Απ' το σκηνικό Κι από φονικό σ' άλλο φονικό Μέσα στο σκοτάδι χάθηκα κι εγώ. Σ' ένα σινεμά απ' τα θερινά Εκεί που πάνε μόνο οι ρομαντικοί Σ' ένα σινεμά απ' τα θερινά Μπήκαν στην οθόνη όλοι οι μανιακοί. Μπαίνει ο ράμπο Κι αρχίζει να σκοτώνει Μπαίνει ο ράμπο Και ματώνει η σκηνή Κι όσο πάει κοκκινίζει η οθόνη Και το αίμα στάζει έξω απ' το πανί Κι από φονικό σ' άλλο φονικό Φεύγει το φεγγάρι Απ' το σκηνικό Κι από φονικό σ' άλλο φονικό Μέσα στο σκοτάδι χάθηκα κι εγώ. Και ποτέ ξανά και ποτέ ξανά Να μην δω ποτέ μου τέτοιο σινεμά Μάρτυς μου ο Θεός Μάρτυς μου ο Θεός φεύγω Απ' το σκοτάδι και γυρνώ στο φως. Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Στίχοι: Άρης Δαβαράκης Σαν παλιό σινεμά και σαν τη Χαλιμά που μιλάει με τα παιδιά σου κρύβω την αλήθεια κι αφήνω από τα στήθια μου να βγουν παραμύθια για κείνους π' αγαπούν Για στιγμές μυστικές για λάμψεις μαγικές γι' αγκαλιές ερωτικές για νύχτες φωτεινές Σ' αγκαλιάζω στο σκοτάδι σε τυλίγω μ' ένα χάδι τώρα είμαι γυμνός μοιάζω σαν Θεός φωτεινός δυνατός, μπορείς να μ' αγαπήσεις μπορείς να μου φωτίσεις μια στιγμή το κορμί μου είναι μόνο η αφορμή Για στιγμές μυστικές για λάμψεις μαγικές γι' αγκαλιές ερωτικές για νύχτες φωτεινές ΤΑΙΝΙΑ - Σινεμά ο Παράδεισος Το Σινεμά ο Παράδεισος (πρωτότυπος τίτλος: Nuovo Cinema Paradiso) είναι ιταλική ταινία του 1988 σε σκηνοθεσία και σενάριο του Τζουζέπε Τορνατόρε. Ρώμη, δεκαετία του 80. Ο διάσημος σκηνοθέτης Σαλβατόρε Ντι Βίτα γυρίζει σπίτι του, όπου η ερωμένη του του λέει ότι τηλεφώνησε η μητέρα του για να ενημερώσει πως πέθανε ο Αλφρέντο. Επίσης, ο Σαλβατόρε δεν έχει πάει στο χωριό του, το Τζιανκάλντο στη Σικελία, εδώ και 30 χρόνια. Τότε αρχίζει μια ιστορική αναδρομή, που ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του Σαλβατόρε. Στο σινεμά της γειτονιάς του, το Cinema Paradiso, ο Σαλβατόρε (Τότο) πηγαίνει συχνά και γίνεται φίλος με τον άντρα που προβάλλει τις ταινίες, τον Αλφρέντο. Στο σινεμά πηγαίνει πολύς κόσμος και ο παπάς ζητά από τον Αλφρέντο να κόβει τις σκηνές με τα φιλιά, καθώς τις θεωρεί ανήθικες. Μία μέρα, δημιουργείται επιπλοκή και η αίθουσα που βρίσκεται ο Αλφρέντο παίρνει φωτιά. Τότε ο μικρός Τότο τρέχει και σέρνει τον Αλφρέντο έξω, σώζοντας τη ζωή του. Μετά από μια δεκαετία, ο Σαλβατόρε είναι μαθητής λυκείου και δουλεύει στο Cinema Paradiso, προβάλλοντας ταινίας. Μια μέρα τον επισκέπτεται ο Αλφρέντο και αποκαλύπτεται πως είναι τυφλός, κάτι που του συνέβη τη νύχτα που κάηκε το σινεμά. Ο Σαλβατόρε είναι ερωτευμένος με την Έλενα, την κόρη ενός τραπεζίτη. Μετά από πολλή προσπάθεια κάνουν σχέση, όμως χωρίζουν λόγω της άρνησης του πατέρα της. Ο Σαλβατόρε απογοητευμένος, πηγαίνει στον στρατό και στέλνει συνεχώς γράμματα στην Έλενα, χωρίς ανταπόκριση. Όταν γυρίζει στο χωριό του, ο Αλφρέντο τον παρακινεί να φύγει για πάντα από εκεί και να μην ξαναγυρίσει πίσω, ούτως ώστε να εκπληρώσει τα όνειρά του. Πίσω στο σήμερα, ο Σαλβατόρε γυρίζει στο χωριό του για την κηδεία του Αλφρέντο. Έχει αλλάξει πολύ η όψη της περιοχής και το Cinema Paradiso είναι ένα ερείπιο. Ο ιδιοκτήτης τον πληροφορεί πως έχει κλείσει εδώ και 6 χρόνια και πως σε λίγες μέρες θα το γκρεμίσει ο δήμος για να το κάνει πάρκινγκ. Η χήρα του Αλφρέντο του λέει πως του έχει αφήσει κάτι. Ο Σαλβατόρε το παίρνει στο σπίτι του και βλέπει πως είναι μια σειρά από φιλμς. Έπειτα, βλέπει ένα βίντεο που είχε τραβήξει παλιά, στο οποίο προβάλλεται η Έλενα, και η μητέρα του του λέει πως όσες φορές τον έχει πάρει τηλέφωνο, έχουν βγει απαντήσει πολλές γυναίκες, όμως καμία δεν ακούγεται σαν να τον αγαπάει. Επίσης, του λέει πως δεν του κρατά κακία που δεν πήγε να την δει 30 χρόνια. Γυρνώντας στη Ρώμη, ο Σαλβατόρε προβάλλει τα φιλμς που του άφησε ο Αλφρέντο, τα οποία περιέχουν όλες τις σκηνές με τα φιλιά που του είχε πει ο παπάς να κόψει. Ο Σαλβατόρε αισθάνεται αγαλλίαση και ξεσπά σε κλάματα. πηγές https://www.vakxikon.gr http://kokkinoprwi.blogspot.gr/ http://annagelopoulou.blogspot.gr http://poihshkaipoihtes.blogspot.gr https://el.wikipedia.org/ http://newstarcinemapoetry.blogspot.gr https://nickredfern.wordpress.com/ https://ejournals.epublishing.ekt.gr/ |