Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

Τάκης Σινόπουλος: ο βίος ,το έργο του

 



ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΦΩΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ



Οι Δ.Ν. Μαρωνίτης και Δ. Μαυρικίου διαβάζουν Τάκη Σινόπουλο

https://www.youtube.com/watch?v=pyf_st1G1OM

Ποιητικές Αναγνώσεις ΙΤΣ Ιωάννα Ανδριά (09)


Τάκης Σινόπουλος, «Ο καιόμενος» | Από την έρευνα στη διδασκαλία

Τίτλος εισήγησης: Τάκης Σινόπουλος, «Ο καιόμενος»: οι όροι και τα όρια του ποιητικού μοντερνισμού.


ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Τάκης Σινόπουλος (1917-1981) διαβάζει ποιήματά του και μιλάει για την ποίησή του.


ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΦΩΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ



Τάκης Σινόπουλος - Εκείνος ο Φίλιππος... - Official Audio Release


4 ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ



ΚαταραμενΑκόρντα - Γράμμα

Artist: Καταραμενακονρντα Title: Γράμμα (ποίηση Τάκη Σινόπουλου) Album: + τεχνία - (συλλογή)

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ: ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ,28-11-2016

5ο ΓΕ.Λ. ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ Πρόγραμμα Φιλαναγνωσίας: Αφιέρωμα στη Νεοελληνική Ποίηση Υπεύθυνη προγράμματος: Κατωπόδη Ακριβή Ο ποιητής Ξάνθος Μαϊντάς παρουσιάζει και ανθολογεί τον ποιητή Τάκη Σινόπουλο.

Καιρός λοιπόν να σκάψουμε καινούργια χαρακώματα ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ 1

Σκηνοθεσία: Τζαννέτος Κομηνέας Ποίηση:Τάκης Σινόπουλος


Τάκης Σινόπουλος - Ελπήνωρ - Official Audio Release


Τάκης Σινόπουλος - Νεκρόδειπνος - Offici


al Audio Release










Ημέρα της Ποίησης ΙΤΣ Ξάνθος Μαϊντάς (01)





https://www.youtube.com/watch?v=iaSOF2YdNf0

Ημέρα της Ποίησης ΙΤΣ Τασούλα Καραγεωργίου (04)


ΟΙ ΠΑΡΑΛOΓΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ-ΣΑΒΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ






Συμπληρώνονται φέτος 40 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Τάκη Σινόπουλου (25/4/1981), κριτικού και μελετητή του έργου του Σεφέρη. Στο ποιητικό του έργο εκφράζονται με δραματικό τρόπο οι τραυματικές εμπειρίες του Εμφυλίου, στον οποίο έλαβε μέρος ως στρατιωτικός γιατρός. Ορόσημο στην νεοελληνική ποίηση αποτέλεσε το έργο του “Νεκρόδειπνος” (1972). Η ποίηση του Σινόπουλου δεν έχει στάσεις και σταθμούς, είναι μια ποίηση εν προόδω, “μια Νέκυια εν προόδω”, όπως έγραψε ο καθηγητής Γ. Π. Σαββίδης.

Το 1995 το σπίτι του δωρήθηκε στον δήμο Νέας Ιωνίας με σκοπό την στέγαση του Ιδρύματος «Τάκης Σινόπουλος», το οποίο υφίσταται έως και σήμερα. Προτομή του ποιητή υπάρχει στην πλατεία, έξω από το σπίτι του, στην οδό Τάκη Σινόπουλου στον Περισσό.

Με αφορμή την επέτειο θανάτου του, δείτε από το Αρχείο της ΕΡΤ την εκπομπή:

ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

(video)

Σειρά ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά με θέμα τη ζωή και το έργο σημαντικών Ελλήνων λογοτεχνών και την προσφορά τους στην πνευματική ζωή του τόπου. Το συγκεκριμένο επεισόδιο παραγωγής του 2013, είναι αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, κριτικό και μεταφραστή Τάκη Σινόπουλο (γεν. 1917 – θαν. 1981).

Αρχικά παρατίθενται πληροφορίες για τη γενέτειρά του Αγουλινίτσα Ηλείας, σημ. Επιτάλιο, τον γειτονικό Πύργο όπου μεγάλωσε όταν εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1920, τα σχολικά του χρόνια και τις σπουδές του. Η επίδραση του τοπίου της ιδιαίτερης πατρίδας του στην ποίησή του τον ακολούθησε στα μετέπειτα χρόνια. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1934, όταν στην τοπική εφημερίδα του Πύργου Νέα Ημέρα δημοσίευσε, με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης, το ποίημα «Προδοσία» και το διήγημα «Η εκδίκηση ενός ταπεινού». Τέλη του 1934 εγκαταλείπει το επαρχιακό περιβάλλον του Πύργου και πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Στη Νέα Ιωνία όπου εγκαθίσταται ο Τάκης Σινόπουλος εντάσσεται στους κόλπους του τοπικού πολιτιστικού φορέα “Ιωνικός Σύνδεσμος” για τον οποίο μιλάει στην εκπομπή η πρόεδρος Καλλιόπη Στεριάδου-Παγκάκη.

Ανιχνεύονται, επίσης, οι παράγοντες που διαμόρφωσαν το λογοτεχνικό του προφίλ στη δεκαετία ’40-’50, οι ιστορικές εμπειρίες του Πολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου τα βιώματα των οποίων συμπυκνώθηκαν στην ποίησή του, όπως διαφαίνεται στην πρώτη του ποιητική συλλογή «Μεταίχμιο» που εκδίδει το 1951. Ταυτόχρονα εξετάζονται, η σχέση του με τον Γιώργο Σεφέρη και οι εμφανείς επιρροές των Έζρα Πάουντ και Τ.Σ. Έλιοτ στο έργο του, καθώς και η επαφή του με τους Γάλλους μετασυμβολιστές ποιητές.

Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί την ποιητική παραγωγή του Σινόπουλου μέχρι πριν το θάνατό του, καθώς και το αισθητικό πλαίσιο της ποίησής του. Με φόντο το μύθο και την ποιητική ενσάρκωση του ομηρικού Ελπήνορα που αποτελεί “ζωτικό πυρήνα του έργου του” σύμφωνα με τον ποιητή, ο Σινόπουλος επιλέγει ως κύριο άξονα τη στάση απέναντι στη ζωή και στο θάνατο μέσα από μια βαθιά ανθρωποκεντρική αντίληψη για να εκφράσει τον κατακερματισμένο μεταπολεμικό κόσμο. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στα έργα του «Η γνωριμία με τον Μαξ» (1956) και «Νεκρόδειπνος» (1972). Για τον Τάκη Σινόπουλο και το έργο του μιλούν οι ποιητές Χρήστος Ρουμελιωτάκης, Τάσος Γαλάτης και Γιάννης Κοντός, ο πανεπιστημιακός-δοκιμιογράφος Γιάννης Παπαθεοδώρου και ο εκδότης-ποιητής Δημήτρης Αγγελής.

Η εκπομπή διανθίζεται με πλούσιο αρχειακό οπτικοακουστικό υλικό: κινηματογραφικά πλάνα αρχείου, ηχητικά ντοκουμέντα με τη φωνή του Τάκη Σινόπουλου, στιγμιότυπα από την εκπομπή της ΕΡΤ του Γ.Εμιρζά «Επιλογές από τον κόσμο του βιβλίου» (1979), πλάνα από το σπίτι-ιατρείο του Τ. Σινόπουλου και προσωπικές φωτογραφίες.

Σκηνοθεσία:  Τάσος Ψαρράς

Το πρωτότυπο φιλμ 16mm συντηρήθηκε, ψηφιοποιήθηκε και αποκαταστάθηκε στα εργαστήρια του Αρχείου της ΕΡΤ με τον νέο εξοπλισμό και τις υποδομές που πλέον διαθέτει (film scanner, color correction).

Δείτε περισσότερα στο http://archive.ert.gr

Για τη ζωή και το έργο του ποιητή δείτε στον δικτυακό τόπο του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος


Τάκης Σινόπουλος (1917-1981) Τάκης Σινόπουλος [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας] Αναγνώσεις ποιημάτων του Τάκη Σινόπουλου [πηγή: Ίδρυμα «Τάκης Σινόπουλος» – Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης] Τα λόγια της πόλης. Πύργος – Τάκης Σινόπουλος (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

εικόνα

Γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα του Πύργου της Ηλείας. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πήρε μέρος στov ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41 και έζησε τις εμπειρίες του εμφυλίου πολέμου 1946-49 ως στρατεύσιμος. 

Από το 1949 ως το θάνατό του ασκούσε το επάγγελμα του γιατρού στην Αθήνα. 

Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση και την κριτική. 

Από την πρώτη του κιόλας συλλογή Μεταίχμιο (1951), φάνηκε η επίδραση του Έλιοτ, του Πάουντ και του Σεφέρη στην ποίησή του.

 Στις κατοπινές συλλογές του, ανανεώνοντας τον ποιητικό λόγο του, κατορθώνει να εκφράσει με προσωπικό τρόπο τις εμπειρίες από την κατοχική και μετακατοχική περίοδο, καθώς και την υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου. 


Έργα του: 

Μεταίχμιο (1951), Άσματα (1953), Η γνωριμία με τον Μαξ (1956), Μεταίχμιο Β' (1957), Ελένη (1957), Η νύχτα και η αντίστιξη (1959), Πέτρες (1972), Νεκρόδειπνος (1972), Χρονικό (1975) κ.ά. (Συγκεντρωτική έκδοση: Συλλογή I, 1976, και Συλλογή II, 1980).

Έργο του Τάκη Σινόπουλου




Έργο του
Τάκη Σινόπουλου

  • Στον Αλφειό, το 1957.

  • Στον Αλφειό, το 1957.

  • Ο Τάκης Σινόπουλος με τον Στρατή Τσίρκα στο Λονδίνο, όπου το 1975 συμμετείχαν στις εκδηλώσεις του Ελληνικού Μήνα.

  • Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Νυχτολογίου (1978).

  • Ο Τάκης Σινόπουλος στο γραφείο του (αρχές του 1981, φωτογραφία Γιάννη Σταθάτου).

  • Πίνακας του Τ. Σινόπουλου (1962) [από την έκδοση Το γκρίζο φως και οχτώ πίνακες, Κέδρος, 1982].

  • Πίνακας του Τ. Σινόπουλου (1961) [από την έκδοση Το γκρίζο φως και οχτώ πίνακες, Κέδρος, 1982].




    Εισαγωγικά

    Ποιητής, γιατρός, μεταφραστής, κριτικός και ζωγράφος ο Τάκης Σινόπουλος συγκαταλέγεται 

    ανάμεσα στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης.[1] 

    Το έργο του είναι βαθύτατα συνυφασμένο με τις ιστορικές περιπέτειες της μεταπολεμικής και 

    μετεμφυλιακής Ελλάδας, ενώ η παρουσία του στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων συνδέεται 

    άμεσα με τις ευρύτερες αναζητήσεις και την προσπάθεια συγκρότησης της ποιητικής εκείνης γενιάς 

    που εμφανίστηκε και έδωσε το κύριο έργο της στην περίοδο της Κατοχής και των πρώτων μεταπολε

    μικών χρόνων.

    Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε το 1917 στην Αγουλινίτσα, ένα χωριό της Ηλείας, αλλά ουσια

    στικά μεγάλωσε στον γειτονικό Πύργο, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1920.

     Τέλη του 1934 εγκαταλείπει το επαρχιακό περιβάλλον του Πύργου και πηγαίνει στην Αθήνα 

    για να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

     Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και η Κατοχή καθυστερούν τις σπουδές του, τις οποίες καταφέρνει

     να ολοκληρώσει το 1944.

     Έχει ήδη υπηρετήσει ως βοηθός γιατρού τον Γενάρη του 1941, ενώ λίγο αργότερα συλλαμβάνεται 

    και φυλακίζεται ως αντιστασιακός από τον ιταλικό στρατό στον Πύργο. 

    Μετά την αποφοίτησή του υπηρετεί και πάλι στον στρατό ως λοχίας υγειονομικού και από τη θέση 

    του έφεδρου ανθυπίατρου, στην οποία θα προαχθεί, θα συμμετάσχει στον Εμφύλιο στις γραμμές 

    του Εθνικού Στρατού βιώνοντας από κοντά τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου.

     Μετά τη λήξη του Εμφυλίου και την αποστράτευσή του εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα, 

    όπου εργάζεται ως γιατρός.

     Το 1972 παντρεύεται τη Μαρία Ντότα, πτυχιούχο αγγλικής φιλολογίας.

    Πεθαίνει στον Πύργο, ανήμερα του Πάσχα, στις 26 Απριλίου του 1981.

    Η φωτογραφία στη φοιτητική του ταυτότητα το 1939 [πηγή: περ. Η λέξη, τχ. 9 (Νοέμ. 1981) 724].

    Το ποιητικό έργο του Σινόπουλου αριθμεί δεκαπέντε αυτοτελείς συλλογές (και δύο συγκε

    ντρωτικές) από το 1951 έως το 1999, από τις οποίες οι δύο εκδόθηκαν μετά τον θάνατό 

    του. 

    Πρόκειται για τη συλλογή Το γκρίζο φως του 1982 (με ποιήματα που είχαν δημοσιευθεί δύο

     χρόνια νωρίτερα στο περιοδικό Εποπτεία)και για τη συλλογή Ποιήματα για την Άννα του 1999, 

    μια σειρά ερωτικών ποιημάτων που γράφτηκαν το καλοκαίρι του 1963 και είναι αφιερωμένα

     στην Άννα Γεραλή. 

    Παράλληλα, ο Σινόπουλος ασχολήθηκε με τη μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων, 

    αλλά και δοκιμίων από τα γαλλικά και τα αγγλικά, δραστηριότητα που ξεκίνησε ήδη 

    από τη δεκαετία του 1930, ενώ κατά περιόδους κράτησε τη στήλη της βιβλιοκριτικής της ποί

    ησης σε σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του (Σημερινά ΓράμματαΚριτικήΕποχές

    Η Συνέχεια). 

    Τέλος, από τη δεκαετία του 1960 και ύστερα από παρότρυνση της ποιήτριας και τε

    χνοκριτικού Ελένης Βακαλό, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική εκθέτοντας με επιτυχία τα έργα του

     στη Γκαλερί «Ζυγός» τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο 1960.

    Άτιτλο εικαστικό έργο του Τ. Σινόπουλου (1960) 

    [πηγή: Αλέξανδρος Αργυρίου (επιμ.), Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία. Γραμματολογία, τ. 5. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη 1990, σ. 156].

    Εικαστικό έργο του Τ. Σινόπουλου: «Πέτρες» (1970) [πηγή: Μιχάλης Πιερής, Ο χώρος και τα χρόνια του Τάκη Σινόπουλου, 1917-1981. Σχεδίασμα βιο-εργογραφίας, Αθήνα, Ερμής 1988, σ. 100].

    Τα χρόνια της ποιητικής προετοιμασίας και η έκδοση του 

    Μεταίχμιου

    Ο Τάκης Σινόπουλος εμφανίστηκε στα γράμματα το καλοκαίρι του 1934, όταν στην τοπι

    κή εφημερί

    δα του Πύργου Νέα Ημέρα δημοσίευσε, με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης, ένα ποίημα 

    («Προδοσία») κι ένα διήγημα («Η εκδίκηση ενός ταπεινού»). Ενημερωμένος αναγνώστης, ήδη από

     τότε, της σύγχρονης λογοτεχνικής του παραγωγής, που την παρακολουθούσε κυρίως μέσα α

    πό τα περιοδικά της εποχής του, έρχεται νωρίς σε επαφή με τη νεωτερική ποίηση και τα ρεύματα

     του εικονισμού και του γαλλικού μετασυμβολισμού. Από το 1937, άλλωστε, αρχίζει να δημοσι

    εύει στα περιοδικά μεταφράσεις γαλλικής κυρίως ποίησης, ενώ δεν λείπουν και οι αποδόσεις

     στην ελληνική γλώσσα θεωρητικών κειμένων και δοκιμίων που αφορούν τη γλώσσα, τον στίχο

     και γενικότερα την ποίηση.

    Το 1951, σε ηλικία 34 ετών, ο Σινόπουλος εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, 

    το Μεταίχμιο, που περιλαμβάνει ποιήματα που δημοσιεύθηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά

     από το 1944 μέχρι το 1949. Μόνο ένα, το τελευταίο της συλλογής με τον τίτλο «Άδης», αποτελεί 

    προϊόν συνεργασίας του ποιητή με τον στενό φίλο και ομότεχνό του Γιώργη Παυλόπουλο, ένα

     είδος πειραματικής ποιητικής άσκησης που θα επαναληφθεί και στην αμέσως επόμενη συλλογή

     του, τα Άσματα Ι-ΧΙ (1953), καθώς και στη μεταγενέστερη Η νύχτα και η αντίστιξη (1959).

    Το Μεταίχμιο είναι απόρροια της εμπειρίας του Σινόπουλου από την Κατοχή και τον Εμφύλιο 

    και, κατά ένα τρόπο, συμπυκνώνει τα εφιαλτικά του βιώματα. Με εμφανείς τις επιρροές από τον

     Γιώργο Σεφέρη, αλλά κυρίως τον Έζρα Πάουντ και τον Τ.Σ. Έλιοτ, τους οποίους ο νεαρός Σινό

    πουλος γνώρισε από σεφερικές μεταφράσεις ποιημάτων τους στο λογοτεχνικό περιοδικό 

    Τα Νέα Γράμματα τη δεκαετία του '30 (Καρατζόγλου 1988: 12), είναι διάχυτο σ' όλη τη συλλογή το

     κλίμα θανάτου και οι εικόνες φρίκης και καταστροφής. Ήδη από τους εναρκτήριους στίχους του

     πρώτου ποιήματος της συλλογής με τον τίτλο «Ελπήνωρ» αποκαλύπτεται η διάθεση και η ευρύτε

    ρη σκηνοθεσία όλων των ποιημάτων του Μεταίχμιου:

    Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια

    το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το φως

    τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω

    και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα

    μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.

    Μέσα σε αυτό το σκηνικό, του θανάτου και της φθοράς, όπου κυριαρχούν τα σκούρα χρώ

    ματα, η σιωπή και η ακινησία, ξεδιπλώνονται τα εφιαλτικά οράματα του ποιητή, καθώς ανακα

    λούνται παλιοί έρωτες και χαμένοι σύντροφοι. Προλογίζοντας μάλιστα την πρώτη δημοσίευ

    ση του ποιήματος «Ιωάννα» στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Κοχλίας τον Φεβρουάριο του 1947,

     ο Σινόπουλος εξηγεί με σαφήνεια τις πηγές της έμπνευσής του και προαναγγέλλει τους θεματικούς

     άξονες γύρω από τους οποίους θα κινούνται τα ποιήματα του Μεταίχμιου, αλλά και όλη η μετέ

    πειτα παραγωγή του, στο βαθμό που οι άξονες αυτοί θα αποτελέσουν σταθερούς τόπους της ποιητι

    κής του:

    […] Ό,τι έγραψα ήρθε κυρίως τις ώρες που ένοιωθα το σώμα μου ξένο 

    από μένα. Η «θεληματική» μνήμη δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε τούτη τη δημιουργία.

     Πρόσωπα μισό πραγματικά μισό φανταστικά, απαντημένα σε λίγο ή σε πολύ φως πέρασαν 

    μέσα μου ξαφνικά, καθώς συργιάνιζα στο πάρκο, καθώς μελετούσα ή καθώς κύτταζα

     αφηρημένα το βλακώδες μούτρο κάποιου νοσοκόμου μ' άσπρη μπλούζα σε μια γωνιά.

    Άλλα ξεπήδησαν από μια οδυνηρή φράση τυχαία ειπωμένη, από ένα τυχαίο

     ήχο που δεν ήθελε να βυθιστεί, από ένα κύτταγμα πολύ προσωπικό. 

    Τότε μέσα μου ένας Δαίμονας αγωνιζότανκαι με πίεζε με δύναμη κοφτερή.

     Έπρεπε να υποταχτώ. Ό,τι δημιουργήθηκε χρωστιέται στη συνεργασία του δαίμονα.

     Αποδίδω στον Καίσαρα ό,τι του ανήκει. 

    Δεν ξεύρω αν αυτό είναι ποίηση. Δεν ξεύρω ακόμα τι είναι ποίηση. 

    Οι ορισμοί και οι άνθρωποι που ορίζουν μου είναι ξένοι.

    Καιρό προσπάθησα να οικειωθώ με τις διαδοχικές εκείνες καταστάσεις που

     θα μπορούσα να τις ονομάσω: Κλίμακα Θανάτου. Γιατί αρνούμαι τον θάνατο 

    σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. Έρχεται πριν τον καταλάβουμε και τελειώνει 

    ―τελειώνει;― πολύ αργότερα απ' ό,τι υποθέτουμε. Σε τούτο το Μεταίχμιο 

    συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια τον Φίλιππο   την Ιωάννα» […]

    (Κοχλίας, τχ. 14: 18).

    Παγιδευμένος αλλά ταυτόχρονα κινούμενος προνομιακά στο όριο μεταξύ ζωής και θανάτου, ο 

    ποιητής δεξιώνεται και συναντά τους νεκρούς του που εισβάλλουν στο ποιητικό προσκήνι

    ο, απρόσκλητα τις περισσότερες φορές, στοιχειώνοντας την πολύπαθη μνήμη του. 


    Σε αυτό το πλαίσιο αποκτά ιδιαίτερη σημασία η παρουσία στην ποίηση του Σινόπουλου

    του συμβόλου του Ελπήνορα που απαντάται ρητά σε δύο ποιήματα αυτής της πρώτης συλλογής 

    («Ελπήνωρ», «Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα») και που θα εμφανιστεί και στην αμέσως 

    επόμενη συλλογή του, τα Άσματα του 1953, ακόμη και με τη μορφή αναγραμματισμού (Πάρνελ).


     Ο μυθικός Ελπήνωρ, χαμένος σύντροφος του Οδυσσέα και πρώτο πρόσωπο που συναντά ο ομηρικός ήρωας 

    στην κατάβασή του στον Άδη (τη γνωστή «νέκυια»), ζητά δακρυσμένος από τον επιφανή 

    σύντροφό του να μην τον ξεχάσει και να φροντίσει για την ταφή του, όταν επανέλθει στον

     κόσμο των ζωντανών. 

    Αιώνες αργότερα από τον Όμηρο, αλλά και αρκετά χρόνια μετά τον Έζρα Πάουντ,

      που πρώτος ανέστησε τον ομηρικό ήρωα στη σύγχρονη παγκόσμια λογοτεχνία με το πρώ

    το του «Canto», που δημοσιεύθηκε το 1917 και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιώργο

     Σεφέρη το 1939 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, ο Τάκης Σινόπουλος, νωρίτερα από κάθε άλλον

     Νεοέλληνα ποιητή, επιλέγει τη χρησιμοποίηση του ίδιου μυθικού προσώπου για τις ανάγκες της 

    δικής του «νέκυιας» (Σαββίδης 1990: 31):

    […]

    Και ξάφνου καθώς ένα φως ελάχιστο μες σε βαθιά

    σκοτεινή γαλαρία ζυγώνει αυξαίνοντας ολοένα

    έτσι μεγάλωσε στον ταραγμένο νου μου η εικόνα του

    κι ορθώθηκε ολοζώντανος στα μάτια μου ο Ελπήνωρ.

    Το βλέμμα του με κοίταγε γλυκό κι ασάλευτο.

    Τα χείλη του κινήθηκαν κι ύστερα πάλε σφάλιξαν

    και θάρρεψα πως άκουσα να φτάνει ώς την ακοή μου

    η υπόκωφη μουρμουριστή φωνή του: Φίλε

    καιρό με ξέχασες. Μήτε ένα δείπνο για νεκρό

    μήτε μνημόσυνο δεν έταξες για τον Ελπήνορα.

    Πικρός ο θάνατός μου ακόμα συνεχίζεται

    και με παιδεύει ακόμα πιο πικρός και μαύρος

    όσο περνάει ο χρόνος. Λύτρωσέ με φίλε.

    […] («Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα»)

    Στον Σινόπουλο όμως ο Ελπήνορας δεν είναι ένα απλό μυθικό πρόσωπο. Αντίθετα, η πα

    ρουσία του γίνεται αισθητή και αποκτά βαθύτερο νόημα κυρίως μέσα από τον συσχετισμό της με

     τα άλλα πρόσωπα που απαντώνται στο σινοπουλικό έργο, με τα οποία συνυπάρχει και 

    συνδιαλέγεται. 

    Στην πραγματικότητα ο Ελπήνορας δεν είναι παρά μια αφορμή, ένα σημείο εκκίνη

    σης, ένα πρόσωπο-τόπος στο οποίο διασταυρώνονται και διαθλώνται όλα τα άλλα πρόσωπα 

    που συναντώνται στα ποιήματα του Σινόπουλου: ο Λουκάς, ο Ισαάκ, ο Μάρκελλος, ο Αλέξαντρος,

     ο Μπίλιας, αλλά και ο Ιάκωβος, ο Φίλιππος κ.ο.κ. 


    Σε τελική ανάλυση, στην ποίηση του Σινόπουλου ο χαμένος στις απέραντες παράγραφους 

    της ιστορίας Ελπήνορας γίνεται ένα σύμβολο κάτω από το οποίο συγκεντρώνονται

      όλοι οι νεκροί φίλοι και τα θύματα του πολέμου, οι αφανείς ήρωες της Ιστορίας, στους οποίους

     ο ποιητής δίνει βήμα φωτίζοντας τα σκοτεινά πρόσωπά τους.

    Θα μου επιτρέψετε να σας αφηγηθώ τη μικρή ιστορία του δικού μου Ελπήνορα. Ένα

     μεσημέρι, καλοκαίρι του 1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας από το Πεδίο του

     Άρεως,κάθισα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της Κατοχής σ' ένα παγκάκι.

     Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος καιη εξάντληση. Ξαφνικά στον άσπρο μικρό

     δρόμο, μες στο φως,πέρασε μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή, που τον

     σκότωσαν οι Γερμανοί έπειτα από φρικτά βασανιστήριαστην Πάτρατο 1942.

     Ήταν ο Φώτης Πασχαλινός. Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα τον «Ελπήνορα». 

    Αλλά εκείνο που για μένα είχε σημασία είναι πως το όραμα αυτό σφράγισε 

    αποφασιστικά ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο της ποίησής μου.

     (Πιερής 1988)

    Οι επόμενες συλλογές: Άσματα Ι-ΧΙΜεταίχμιο Β΄, Ελένη

    Στο ίδιο κλίμα της φθοράς και του θανάτου θα κινηθεί και η δεύτερη ποιητική συλλογή του Σινό

    πουλου, τα Άσματα Ι-ΧΙ (1953), ο τίτλος της οποίας παραπέμπει ευθέως στα Cantos του Έζρα Πά

    ουντ.


    Και σ' αυτήν τη συλλογή επανέρχονται τα γνωστά από το Μεταίχμιο θέματα και μοτίβα, ενώ 

    πλάι στον Ελπήνορα κάνουν την εμφάνισή τους και άλλα μυθικά πρόσωπα, όπως ο Πάρις και η

     Ελένη. Τα Άσματα, ωστόσο, ξεχωρίζουν για τον τρόπο γραφής τους, ο οποίος γίνεται πιο ελλειπτι

    κός και ασαφής και γι' αυτό περισσότερο σκοτεινός και δυσνόητος, απόρροια του ομολογημέ

    νου από τον ίδιο τον ποιητή «αδιεξόδου» και της «τρομερής κρίσης έκφρασης» που δοκίμασε.[2]

     Σε όλη τη συλλογή κυριαρχεί η θραυσματική συμπαράθεση εικόνων, εμφανώς επη

    ρεασμένη από την κινηματογραφική τεχνική του μοντάζ, που συντείνει ακόμη περισσότερο στη

     χαλαρή νοηματική αλληλουχία, ενώ δεν απουσιάζει η μουσική υποβλητικότητα και ο λυρι

    σμός στους στίχους. 

    Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για μια συλλογή δύσκολη και στριφνή, που

     προϋποθέτει από τον αναγνώστη να είναι κάτοχος γερής γραμματολογικής παιδείας, αλλά και

     εξοικειωμένος με τη νεωτερική ποίηση, προκειμένου να μπορέσει να την προσπελάσει νοηματικά.


    Εξώφυλλο της συλλογής Μεταίχμιο Β΄ (1957).

    Γραμμένα την ίδια περίοδο, από το 1949 μέχρι το 1954, είναι και τα ποιήματα 

    που απαρτίζουν τη συλλογή Μεταίχμιο Β΄, που εκδίδεται το 1957 ταυτόχρονα με τη συλλογή Ελέ

    νη.

    Από τον τίτλο της ήδη αντιλαμβανόμαστε πως με τα ποιήματα αυτά βρισκόμαστε και πάλι

     στην ίδια θεματική περιοχή με εκείνη του πρώτου Μεταίχμιου

    Και σ' αυτή τη συλλογή θα συναντήσουμε μέσα στο ίδιο κλίμα φθοράς και σήψης τα 

    λογής-λογής πρόσωπα που συνθέτουν το ποιητικό σύμπαν του Σινόπουλου (τη Μαρία, τον Φίλιππο,

     τον Ιάκωβο), ενώ δεν απουσιάζουν εντελώς οι μυθολογικές αναφορές (π.χ. στο ποίημα

     «Ο Οδυσσέας στο ποτάμι»). 


    Παρόλ' αυτά,διακρίνουμε την προσπάθεια του ποιητή να συμφιλιωθεί με τα εφιαλτικά στοιχεία 

    του παρελθόντος του και να σταθεί περισσότερο στην εποχή του μιλώντας για πιο σύγχρονες και

     οικείες εμπειρίες: 

    Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές / άλλοι είναι μέσα στη φωτιά

    κι άλλοι χειροκροτούνε. // 


    Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο, καταλήγει στο εναρκτήριο ποίημα 

    της συλλογής «Ο καιόμενος» 

    (εκθέτοντας τον προβληματισμό του για τον ρόλο της ποίησης

     και του ποιητή στη σύγχρονη εποχή, έναν προβληματισμό που θα εντάξει οργανικότερα 

    στη μετέπειτα ποίησή του μέσα από ωριμότερες και ουσιαστικότερες διατυπώσεις.


    Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και το δεύτερο βιβλίο της χρονιάς, η Ελένη, μια σειρά σύντομων

     ερωτικών ποιημάτων. 

    Αφιερωμένα στο σύμβολο της αιώνιας γυναίκας, τα ποιήματα της συλλογής

     αυτής διακρίνονται για τον λυρισμό τους, τη συναισθηματική τους ένταση, αλλά και τις πολλές ρη

    τορικές τους στιγμές (πυκνή χρήση αναφωνήσεων, προσφωνήσεων, επικλήσεων, ερωτήσεων, αλ

    λά και επιθέτων). 


    Η χρησιμοποίηση όμως ενός μυθικού συμβόλου τόσο συχνού στη νεότερη ποίηση αποτελεί

    ταυτόχρονα και μια αφορμή για να στοχαστεί ο ποιητής πάνω στη σχέση της τέχνης του με το υλικό 

    της, με τελικό νικητή στο τέλος αυτής της αναμέτρησης την ίδια την ποίηση:

    […]

    Η Ελένη εντούτοις δεν υπάρχει πια

    μες στην εγκόσμια λύπη.

    Υπάρχουν μόνο τα ποιήματα

    μια συλλογή από σπαραγμούς

    ένα θλιμμένο ουράνιο ρόδο.

    Η γνωριμία με τον ΜαξΗ νύχτα και η αντίστιξη

    Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου

    Αρκετά διαφοροποιημένη είναι η ποιητική συλλογή Η γνωριμία με τον Μαξ του 1956


    Αφιερωμένη στην πρώτη της έκδοση στον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη (αφιέρωση που παραλείφθηκε

     κατά τη συμπερίληψη της συλλογής στη συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι, το 1976) και γραμμένη, 

    κατά δήλωση του ίδιου του Σινόπουλου, μέσα σε διάστημα 2-3 μηνών (Χατζιδάκι 1977: 13), 


    Η γνωριμία με τον Μαξ είναι ένα βιβλίο διαφορετικό τόσο στο θέμα όσο και στο ύφος του,

     ένα μεγάλο συνθετικό ποίημα που χαρακτηρίζεται από την αισιοδοξία για το μέλλον

     και την κατάφαση στη ζωή. Εδώ τα σκούρα χρώματα του θανάτου και των καμένων τοπίων

     υποχωρούν αισθητά παραχωρώντας τη θέση τους στο πράσινο των δέντρων, των λουλουδιών 

    και της ελπίδας.

    Ο Μαξ είπε

    είμαι έξω από τη σφαγή των αμνών

    και των λύκων

    πολλές φορές περπάτησα

    πάνω στο τεντωμένο σκοινί

    και κάτω ήτανε χιόνι

    αν έπεφτα το χιόνι θα γινόταν κόκκινο

    δε συμπαθώ το κόκκινο

    μήτε το μαύρο.

    Κάθε φορά που συλλογίστηκα πάνω στα χρώματα

    πήγαινα με το πράσινο.

    Έτσι μιλούσε ο Μαξ και γινόταν δροσερός σαν εσωτερικό καρπού. Μες στη φωνή του Μαξ 

    υπήρχε ένα μικρό φαναράκι που πιτσίλιζε τα λόγια του με σταλαματιές ησυχίας.

    Γιατί ο Μαξ πίστευε στο πράσινο

    πίστευε στην οργιαστική βλάστηση

    του μέλλοντος.

    Μια από τις θετικότερες μορφές στην ποίηση του Σινόπουλου, ο Μαξ γίνεται φορέας ενός αισι

    όδοξου μηνύματος, αρχιτέκτονας ενός μέλλοντος διαφορετικού, όπου θα κυριαρχεί η αγάπη και

     η αρμονία που θα απορρέει από τα μικρά, καθημερινά και φυσικά πράγματα αυτού του κόσμου.

    Η συλλογή Η νύχτα και η αντίστιξη, το έκτο κατά σειρά ποιητικό βιβλίο του Σινόπουλου,

     εκδίδεται το 1959. 

    Χωρισμένη ουσιαστικά σε δύο μεγάλα μέρη, κατοπτρικά αντίθετα μεταξύ 

    τους, όπως υποδηλώνει άλλωστε και ο τίτλος της, η συλλογή αυτή αποτελεί σταθμό στην εξε

    λικτική πορεία της σινοπουλικής ποίησης.

     Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε με τη Γνωριμία μτον Μαξ, ο ποιητής εγκαταλείπει οριστικά 

    σχεδόν τις όποιες ρητές μυθολογικές αναφορές ενυπήρχαν στο προηγούμενο έργο του 

    και κάνει ένα άνοιγμα, καθολικότερο και περισσότερο συνειδητό, στη σύγχρονή του εποχή.


     Στα ποιήματα της Νύχτας και της αντίστιξης, τα περισσότερα σύντομα και ολιγόστιχα

     (ειδικά στο δεύτερο μέρος), προβάλλειξεκάθαρα ο σύγχρονος αστικός χωροχρόνος, όπου

     δεσπόζουν τα πρόσωπα και τα πράγματα της καθημερινότητας.


     Κεντρική θέση κατέχει «Ο Επιζών», το εκτενέστερο ποίημα της συλλογής και ένα από 

    τα πιο σημαντικά στο έργο του Σινόπουλου, καθώς σε αυτό εισάγεται, για πρώτη φορά

     ίσως τόσο ευκρινώς και χωρίς την ανάγκη καταφυγής σε μυθολογικές αναφορές και προσωπεία,

     ένα θέμα που θα αναδειχθεί στην πορεία σε μείζον χαρακτηριστικό του έργου του.

     Γιατί στον «Επιζώντα» η ποιητική φωνή μαρτυρεί την εποχή της μεταφέροντας με τον θρήνο 

    της το επώδυνο μήνυμα του πόνου καιτου θανάτου:

    […]

    Τώρα προσμένοντας να ζωντανέψουνε μες στον καιρό τα πρόσωπά μου

    επιμένοντας τα πρόσωπά μου ν' αποκριθούν σε τούτο το κάλεσμα

    το κάλεσμα ν' ακούσουνε να σηκωθούνε απ' τη σιωπή

    προσμένοντας να ιδώ τα πρόσωπά μου να γυρίζουνε

    φοβέρα κι απειλή αψηφώντας να γυρίζουνε

    […]

    προσμένοντάς τους να 'ρθουνε και να παραμερίσουνε το θρήνο μου

    θρηνώ κι υπάρχω μάρτυρας

    […]

    εγώ μονάχος ο επιζών

    ο μάρτυρας εγώ

    τη νύχτα τούτη μαρτυρώ

    που κατεβαίνει.

    Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου (1961) είναι μια εκτενής όσο και φιλόδοξη ποι

    ητική σύνθεση, ένα οικογενειακό δράμα τοποθετημένο σε ένα απροσδιόριστο επαρχιακό περι

    βάλλον. Δομημένη σε θεατρική μορφή όπου συνυπάρχουν δραματικοί μονόλογοι και διαλογικά

     μέρη, λυρικά άσματα αλλά και αφηγηματικές περιγραφές, η συλλογή αφηγείται την ερωτική ιστο

    ρία δύο ανθρώπων, της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου. 


    Φυσιογνωμίες αντιθετικές, με ρόλους αντεστραμμένους και σχεδόν αντισυμβατικούς με βάση τα 

    κοινωνικάδεδομένα της εποχής, η Ιωάννα, αυτή

     / με τα φωνήεντα στ' όνομα με την αοριστία στα βλέμματα (από το ποίημα 

    «Άσμα ασμάτων»), 

    προβάλλεται ως αμείλικτη, απρόσιτη και σκοτεινή, μονίμως ανικανοποίητη και

     αιώνια αινιγματική, ενώ ο Κωνσταντίνος, βαθιά ερωτευμένος, παρουσιάζεται ως μια ευαίσθη

    τη προσωπικότητα, γεμάτη συναίσθημα και λυρισμό. 

    Τα χαρακτηριστικά αυτών των δύο προσώπων αναδεικνύονται αριστουργηματικά στα δύο συναφή αλλά εξ' ολοκλήρουαντιθετικά ποιήματα, «Οι παραλογισμοί της Ιωάννας» και «Οι παραλογισμοί του Κωνστα

    ντίνου»,όπου ο ένας παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια του άλλου.


     Και αν για την Ιωάννα ο Κωνσταντίνος είναι διαυγής και ξεκάθαρος τόσο που της επιτρέπει 

    να αποφανθεί με σιγουριά στο τέλος του ποιήματόςης «Αυτός είναι ο Κωνσταντίνος», 

    στον δικό του δραματικό μονόλογο ο Κωνσταντίνος τονίζει την αβεβαιότητα και τη σύγχυσή του

     ως προς το πρόσωπο της αγαπημένης του,ένα πρόσωπο εξαιρετικά ασυμπαγές και ρευστό:

    […]

    Η Ιωάννα είναι ένα σύνορο που συνεχώς μετατοπίζεται.

    Είναι το χνούδι που παίρνει ο αέρας.

    Ένα φτερό μέσα στο χρόνο. Ένα φτερό

    πάνω στην έρημη άνοιξη.

    Η Ιωάννα είναι ποτάμι.

    Ένα ποτάμι.

     

    Δεν ξέρω συγκεκριμένως να σας πω τί είναι η Ιωάννα.

    Είναι φανερό πως σε τούτη την οικογενειακή τραγωδία, στην οποία συμμετέχουν σε ρόλο ση

    μαίνοντα κομπάρσου και άλλα πρόσωπα (η μάνα, οι γείτονες), εκείνο που τελικά κυριαρχεί είναι η

     απογοήτευση και η δυστυχία. 

    Ακόμη και στον έρωτα ο άνθρωπος παρουσιάζεται παγιδευμένος στον εαυτό του, ουσιαστικά 

    μόνος κι ευάλωτος, ανίκανος να επικοινωνήσειμε τον σύντροφό του

     (Φράιερ 1978: 38-46).

    Η ποίηση της ποίησης. Αναζητήσεις στη δεκαετία του 1960

    Η μέχρι τώρα συνοπτική παρουσίαση των συλλογών του Σινόπουλου έχει αναδείξει ορισμένα α

    πό τα βασικά θέματα που διατρέχουν σχεδόν όλη την ποιητική του παραγωγή.

    Πρόκειται ουσιαστικά για ένα έργο που πηγάζει αναμφισβήτητα από τις ιστορικές εμπειρίες 

    των δεκαετιώντου '40και του '50 και στο οποίο είναι εμφανής η διαρκής αναμέτρηση 

    του ποιητή με τη γλώσσα και τον στίχο. 


    Με βαθιά γνώση της λογοτεχνικής παράδοσης αλλά και της νεότερης λογοτεχνίας,

     με επιρροές από τη μετασυμβολιστική και τη νεωτερική ποίηση, η ποιητική κατάθεση του Σινόπου

    λου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '60 δεν φείδεται λυρικών εξάρσεων και ρητορείας ούτε στε

    ρείται υποβλητικών εικόνων, οραμάτων και μουσικών σχημάτων που καθιστούν αναπόφευκτη πολ

    λές φορές την τάση για καλλιλογικούς εκφραστικούς τρόπους και πολύπλοκες διατυπώσεις.


    Σε ένα αυτο το σχόλιο γραμμένο την περίοδο της επεξεργασίας του Άσματος της Ιωάννας και του

     Κωνσταντίνου, μέσα της δεκαετίας του '50, ο ίδιος ο Σινόπουλος, σε μια από τις πολλές του στιγμές 

    αυτοσυνειδησίας και αυτοκριτικής, φαίνεται να το υπογραμμίζει:

    Μου λέει ο άλλος:

    Υπάρχει σ' εσένα μια επικίνδυνη ροπή να φορτώνεις τη γραφή σου. Οι προτάσεις γίνονται 


    αναλυτικές, επεξηγητικές, συντακτικά και νοηματικά πλήρεις. Είναι η αδυναμία σου, και 

    συχνά κυριαρχείσαι ―παρασύρεσαι― σ' αυτή την άχρηστη ρητορική. 

    Ν' αφαιρείς, λοιπόν [[,νασβήνω]].

     Λιγότερα, όσο γίνεται λιγότερα λόγια («Παρατηρήσεις και σχόλια πάνω στο ποίημα 

    Το Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου μετά την έκδοση του βιβλίου,

     1 Δεκεμβρίου 1962», 

    Εντευκτήριο 5 (Δεκ. 1988):

     6-7).

    Δεν είναι συνεπώς τυχαίο, που ήδη από αυτή την περίοδο, μέσα του '50, αρχίζει 

    να διαφαίνεται μια διαφοροποίηση στη γραφή του Σινόπουλου, η οποία ως ένα βαθμό θα επηρεά

    σει και τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής θα πραγματευθεί κάποια από τα θέματά του. Συνοπτικά 

    θα λέγαμε πως από τη Γνωριμία με τον Μαξ κι έπειτα, πλάι στη λυρικότητα και τη δραματική έ

    νταση, αρχίζουμε να διακρίνουμε ένα ύφος που γίνεται ολοένα και πιο αφηγηματικό, αλλά και 

    μια γλώσσα, λιτή και απέριττη, που τείνει προς την πεζολογία προσπαθώντας να απαλλαγεί

     από τον φόρτο της ρητορείας. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, πως σε αυτή την περίοδο ο Σινόπου

    λος πειραματίζεται με τη στιχουργική μορφή των ποιημάτων του, καθώς χρησιμοποιεί εκτενώς 

    τόσο στη Γνωριμία με τον Μαξ όσο και στο άλλο συνθετικό του έργο, Το άσμα της Ιωάννας και του

     Κωνσταντίνου, τον στίχο-παράγραφο (verset). Επίσης, ήδη από το Μεταίχμιο Β΄ και πολύ περισ

    σότερο με τη Νύχτα και την αντίστιξη, αρχίζουν να εγκαταλείπονται σταδιακά οι μυθολογι

    κές αναφορές και τα σύμβολα και να ξεπροβάλλουν εναργέστερα πρόσωπα και πράγματα 

    της καθημερινότητας ενταγμένα σε ένα οικείο, σύγχρονο αστικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα, 

    όλο και πιο συχνά, εντάσσεται στο έργο του ο προβληματισμός για την ίδια την ποίηση και τη λει

    τουργία της μέσα από μια σειρά αυτοαναφορικών σχολίων (λ.χ. στα ποιήματα «Ο καιόμενος», 

    «Τρία δέντρα κάτω από το φως», «Εσύ και το ποίημα», αλλά και κάποια ποιήματα από την Ελένη).


    Οπωσδήποτε ενισχυμένος και από την ευρύτερη ενημέρωση του Σινόπουλου πάνω στα θέμα

    τα της θεωρίας της λογοτεχνίας, που ο ποιητής τα παρακολουθούσε με προσοχή, ο προ

    βληματισμός αυτός αποκαλύπτεται με εμφατικό τρόπο στη συλλογή Η ποίηση της ποίησης του 

    1964. Πρόκειται για ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο που αποτελείται από μια σειρά σύντομων, πεζόμορφω

    ν στην πλειονότητά τους, στοχασμών πάνω στον ρόλο του ποιητή και στη λειτουργία της ποί

    ησης. Με αυτούς ο Σινόπουλος άλλοτε εκφράζει προσωπικές αγωνίες και αδιέξοδα,

    Μονάχος με τη μοναξιά μου και τις λέξεις μου αγωνίζομαι να συναρμολογηθώ νά 'βρω ένα πρόσω

    πο που να ταιριάζει με το πρόσωπό μου. Δεν ονειρεύομαι όταν λέω πως μ' έκοψαν στα δυο τα σύν

    νεφα και τα φαντάσματα.

    άλλοτε διατυπώνει γενικότερες σκέψεις για τα όρια της γλώσσας και της ποίησης,

    Όταν ενύχτωνε τα ποιήματά του μου θυμίζανε δωμάτια φωτισμένα με κεριά όπου οι λέξεις κυκλοφο

    ρούσανε σα γέρικες αφηρημένες υπηρέτριες.

    κι άλλες φορές πάλι κρατά σημειώσεις για μελλοντικά του γραπτά ρίχνοντας φως στο ποιητικό του

     εργαστήρι, τεχνική που θα τη χρησιμοποιήσει, εκτενέστερα και πολύ πιο οργανικά ενταγμένη, 

    στις «Σημειώσεις» του μεταγενέστερου Χρονικού (1975),

    Να βάλω εδώ το δέντρο και τη θέα τ' ουρανού. Πιο κάτω τον αέρα το πουλί τα χαμηλά σπίτια της 

    πολιτείας. Στο μεταξύ να μην παραμελήσω κάτι από τη μνήμη τη φωτιά τον κίντυνο. Τέλος να βάλω

     μια κραυγή σαν να γκρεμίζουν κάποιον απ' το πέμπτο πάτωμα. Για να σταθεί το ποίημα ανάμε

    σα σε τόσα θεάματα τόσες εικόνες.

    «…καταγραφή ξερή τα λυρικά να λείπουνε»: ΠέτρεςΝεκρόδειπνος

    Το χρονικό

    Με την Ποίηση της ποίησης φαίνεται να ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της παραγωγής του Τάκη 

    Σινόπουλου και κατά ένα τρόπο να εγκαινιάζεται η επόμενη. Ίσως μάλιστα εκεί να οφείλεται και

     η εκδοτική επιλογή του ίδιου του ποιητή να συμπεριλάβει τις συλλογές του από το Μεταίχμιο

     μέχρι την Ποίηση της ποίησης στη συγκεντρωτική έκδοση που κυκλοφόρησε το 1976 υπό τον γενικό

     και ίσως τολμηρό, στο μέτρο που αποφεύγεται (επιμελώς;) ο όρος «ποίηση», τίτλο Συλλογή Ι.

    Πάντως, στα μέσα της δεκαετίας του '60 συντελείται και η πρώτη γραφή των ποιημά

    των εκείνων που θα αποτελέσουν το υλικό των συλλογών Πέτρες και Νεκρόδειπνος, η έκδοση των

     οποίων είχε αρχικά προγραμματιστεί για το 1967. Η επιβολή όμως της δικτατορίας τον Απρίλιο

     της ίδιας χρονιάς και η συνεπαγόμενη επιλογή των πνευματικών ανθρώπων να «σιωπήσουν»,

     τουλάχιστον εκδοτικά, ως ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στο καθεστώς ματαίωσαν το τύπωμα 

    των βιβλίων, τα οποία θα εκδοθούν ταυτόχρονα το 1972, έπειτα ωστόσο από την άρση της προλη

    πτικής λογοκρισίας.

    Οι Πέτρες περιλαμβάνουν μια σειρά σύντομων και ολιγόστιχων ποιημάτων (22 στον αριθμό)

    , στους τίτλους των οποίων χρησιμοποιούνται κατά το πλείστον απλές ονοματικές φράσεις, δί

    χως άρθρο μερικές φορές («Το παράθυρο», «Το ταξίδι», «Ερώτημα» κ.ά.). Με τη συλλογή αυτή 

    δίνεται έμφαση στην ποιητική του καθημερινού, οικείου χώρου και στα ίδια τα πράγματα που τον

     αποτελούν. Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής, μια λέξη που επανέρχεται συχνά στην ποίηση του

     Σινόπουλου, είναι ενδεικτικός: στα ποιήματα των Πετρών γίνεται φανερή η προσπάθεια να απο

    φορτιστούν οι λέξεις από το ποιητικό τους βάρος και να αποσυνδεθούν από τα ποικί

    λα σχήματα λόγου ξαναβρίσκοντας την αρχική τους σημασία, γυμνές, όμως συμπαγείς και σταθε

    ρές, όπως ακριβώς τα στέρεα φυσικά αντικείμενα.

    Οι λέξεις

    Σκυθρωπή περηφάνια που είχαν

    εκείνες οι λέξεις,

    κρατώντας με πείσμα στον ήχο

    ένα κόσμο άδειων σχημάτων.

    Εσύ έλεγες ονομάζομαι ουρανός.

    Εγώ έλεγα τίποτα.

    Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της συλλογής Νεκρόδειπνος (1972).

    Με την έκδοσή του το 1972 ο Νεκρόδειπνος αναγνωρίστηκε ως το σημαντικότερο έργο του Τά

    κη Σινόπουλου, ενώ, λίγα χρόνια αργότερα, χαρακτηρίστηκε ως «ένα από τα 5-10 μείζονα ποιή

    ματα της νεότερης λογοτεχνίας μας» (Σαββίδης 1990: 43). Στους στίχους-παραγράφους του 

    συμπυκνώνονται και ταυτόχρονα αναδεικνύονται, στην πιο προωθημένη εκδοχή τους, όλα τα βα

    σικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Σινόπουλου. Όπως συμβαίνει και στα ποιήματα του Με

    ταίχμιου (όπου μας παραπέμπει αναπόφευκτα ο τίτλος αυτής της νέας συλλογής ― πρβλ. το ποί

    ημα «Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα»), αλλά και στο σύνολο της σινοπουλικής ποίησης, όπως

     την έχουμε δει να εξελίσσεται στη διάρκεια του χρόνου, και ο Νεκρόδειπνος έχει τις ρίζες του στα

     βιώματα του ποιητή και στην προσωπική του αναμέτρηση με τις ιστορικές και κοινωνικές συνθή

    κες που επικράτησαν στην Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου.

    Στις σελίδες του παρελαύνει για μια ακόμη φορά μια πληθώρα προσώπων, παλιοί έρωτες, 

    νεκροί φίλοι, χαμένοι σύντροφοι. Η Σοφία, η Μάγδα, η Ελένη, ο Πόρπορας, ο Κονταξής είναι 

    μερικά μόνο από τα δεκάδες ονόματα που μνημονεύονται στη συλλογή. Αν όμως σε προγενέ

    στερα και θεματικά ομοειδή ποιήματα του Σινόπουλου τα πρόσωπα προβάλλουν απρόσκλητα

     εν μέσω εφιαλτικών οραμάτων και δυσάρεστων ονειρικών καταστάσεων, στα ποιήματα του Νε

    κρόδειπνου και πολύ περισσότερο στο ομότιτλο και κεντρικό ποίημά του, η μνήμη του ποιητή φαί

    νεται να λειτουργεί ηθελημένα και κάπως πιο συνειδητά χρησιμοποιώντας ως αφορμή και αφετη

    ρία της την ίδια την ποιητική γραφή. Σε αντίθεση με την ομηρική νέκυια, όπου ο Οδυσσέας 

    κατεβαίνει στον Άδη γυρεύοντας τη χρησμοδότηση του Τειρεσία, στη σινοπουλική νέκυια ο ποιη

    τής καλεί ο ίδιος τους νεκρούς του, τους αφανείς ήρωες των δικών του πολέμων, χαρίζοντάς τους

     φωνή και υπόσταση μέσα από τη μνημόνευση των ονομάτων τους σε μια προσπάθεια ύστατης 

    δικαίωσής τους, όπως προκύπτει και από τους καταληκτικούς στίχους του ποιήματος: Πώς μες 

    στην έρημη εκκλησιά, μ' άνθη πολλά / στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός.

    Εκείνο, ωστόσο, που καθιστά ιδιαίτερη τη γραφή του Νεκρόδειπνου είναι η προωθημένη

     αφηγηματική του τεχνική, στοιχείο που έχει ιδιαίτερα προσεχθεί από την κριτική. Κινούμενος σε

     πολλαπλά χρονικά επίπεδα, με απανωτές προβολές σε παρελθόν, παρόν και μέλλον (Βαγε

    νάς 1994), ο ποιητής στον Νεκρόδειπνο, αν και αρχικά επωμίζεται τον ρόλο του ήρωα-πρωταγωνι

    στή του μύθου που αφηγείται («Σοφία και άλλα», «Μάγδα»), παρουσιάζεται στην πορεία

     ως ήρωας-ποιητής, πρωτοπρόσωπος δημιουργός του ποιητικού του σύμπαντος («Νεκρό

    δειπνος»), για να «μεταμορφωθεί» στα τρία τελευταία ποιήματα της σύνθεσης («Το τρένο», 

    «Περίπου βιογραφία», «Πιθανές προσθήκες στο ποίημα Περίπου βιογραφία») σε τριτο

    πρόσωπο αφηγητή, «χρονικογράφο» της εποχής του (Πιερής 1988) και ταυτόχρονα αποστασιοποι

    ημένο παρατηρητή όχι μόνο της ποίησής του, αλλά και της ζωής του, όπως άλλωστε προκύπτει 

    από τα δύο τελευταία και συγκοινωνούντα θεματικά ποιήματα.












    Αυτόγραφο του ποιήματος «Μάγδα» (από τον Νεκρόδειπνο, 1972) [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου].

    Ο Τάκης Σινόπουλος διαβάζει παλαιότερη εκδοχή του ποιήματος «Μάγδα» [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

    Η διαρκής όσο και γόνιμη συνδιαλλαγή του Σινόπουλου με την Ιστορία, ένα από τα κεντρικά

     χαρακτηριστικά του έργου του, θα συνεχιστεί πολύ πιο αποφασιστικά στο επόμενο βιβλίο του

     με τον σημαίνοντα τίτλο Το χρονικό (1975). Στα ποιήματα αυτής της εμφανώς πολιτικής, με την ευ

    ρύτερη σημασία του όρου, συλλογής επιχειρείται μια πολυεπίπεδη αναμέτρηση του ποιητή με 

    το πρωτογενές υλικό του, το οποίο πηγάζει από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που ε

    πικράτησαν από την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου μέχρι και τη δικτατορία του 1967, με 

    την οποία θα λέγαμε πως κορυφώνεται το δράμα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Σε σχετικό αυτο

    σχόλιό του ο Τάκης Σινόπουλος υπογραμμίζει:

    Μπορώ να πω πως όλο Το Χρονικό έχει σα βάση την Ελληνική ιστορική πραγματικότητα των τελευ

    ταίων 30-35 χρόνων. Κι ό,τι περνάει μέσα στο ποίημα σαν απόηχος των ιστορικών γεγονότων, 

    είναι καθαρές προσωπικές εμπειρίες, πράγματα δηλ. που έζησα από κοντά: Πόλεμος, Κατοχή, Κίνημα

     Δεκέμβρη 1944, Ανταρτοπόλεμος, μεσοδιάστημα '50-'67, Δικτατορία. Η τελευταία χρονική περίοδος, 

    1967-74, ήταν αποφασιστική για τη γραφή του ποιήματος. Όλη η πολιτική-στρατιωτική κόλαση περνά

    ει μέσα στο ποίημα, με τους σκοτωμούς, τα βασανιστήρια, τις δίκες, τους φυλακισμούς, τις

     εξορίες, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης αξίας. «Σημειώσεις για το 'Χρονικό'», Η Λέξη (Νοέμβρης 1981:

     680).

    Εκτενές σύνθεμα, «κείμενο με δομή ποιητική», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο ποιητής (Σινόπο

    υλος 1981: 680), Το χρονικό ξεχωρίζει για την ιδιαίτερη γραφή του και τον τρόπο με τον οποίο πα

    ρουσιάζεται το υλικό του. Ο αναστοχασμός πάνω στην ποίηση και τα συστατικά της και η ταυτό

    χρονη ανάδειξη της διαδικασίας παραγωγής ενός ποιήματος μπορεί να έχουν ήδη απασχολή

    σει τον Σινόπουλο στο παρελθόν (λ.χ. στη συλλογή Η ποίηση της ποίησης ή στον Νεκρόδειπνο),

     η συνύπαρξη, ωστόσο, της ποίησης με την ίδια τη γραφή της ως κεντρική και δεσπόζουσα ιδέα 

    που ενώνει και συνέχει τις ενότητες και τα ποιήματα μιας συλλογής, φανερώνεται πολύ

     πιο αποφασιστικά και ξεκάθαρα στο Χρονικό. Στις σελίδες του ο αναγνώστης, πέρα από τα ίδια

     τα ποιήματα ως τελικό αποτέλεσμα («Νύχτες», «Ακόμη μια νύχτα», «Δοκίμιο '73-'74»), έχει τη δυνα

    τότητα να εισέλθει στο εργαστήρι του ποιητή παρακολουθώντας όλη τη διαδικασία δημιουργίας 

    του συνθέματος, από την αρχική αφόρμηση, την αφετηρία από την οποία εκκινά η γραφή (στα πο

    ιήματα της ενότητας «Αφορμή»), μέχρι και τις απανωτές γραφές και τις ποικίλες σημειώσεις του

     ποιητή, με τις οποίες αποκαλύπτει τις προθέσεις του, επεξεργάζεται το υλικό του και προχω

    ρεί μέρα και νύχτα γράφοντας και σβήνοντας στην τελική γραφή (στις «Σημειώσεις»):

    Συλλογίζομαι να τοποθετήσω μια σειρά πέτρες και κυπαρίσσια σε κείνη την ανηφοριά που θα περάσει 

    ο Φίλιππος. Ο ήλιος πέφτοντας αριστερά το φως θα κόβεται σε κάθε βήμα απ' τους κορμούς. Στο ανέ

    βασμα κοντά στο σπίτι η φωταψία θα γίνει ένα περίπου πυροτέχνημα φανταστική γιορτή […] («Σημειώ

    σεις, IV»).

     

    […] Υπάρχει ένα ακατέργαστο υλικό. Σκέψη περίσκεψη λοιπόν μια τέχνη που να σκέφτεσαι πάνω στην

     τέχνη σου. Ό,τι πετάξεις όφελος. Κι ό,τι κρατάς καταγραφή ξερή τα λυρικά να λείπουνε […]. («Σημειώ

    σεις, V»)

    Θα 'λεγε κανείς πως στο Χρονικό ο Σινόπουλος συνεχίζει από εκεί που

     σταμάτησε με τον Νεκρόδειπνο πηγαίνοντας τη γραφή του ακόμη παραπέρα. Οι μορφι

    κές του αναζητήσεις (συνδυασμός μικρότερων ή κι εκτενέστερων στίχων και καθαρά πεζό

    μορφων ποιημάτων, περιορισμός της στίξης στο ελάχιστο) και η κατάκτηση ενός νέου εκφραστι

    κού τρόπου, όπου οι λέξεις, η ελάχιστη αυτή μονάδα ποίησης, καρφώνονται γυμνές και αδέκα

    στες στο σώμα των ποιημάτων, επιτυγχάνονται με μαεστρία στα ποιήματα της συλλογής: Να 

    πελεκήσω πέτρες, θα σημειώσει προτρεπτικά στον εαυτό του και μάλιστα εις διπλούν ο ποιη

    τής-«γραμματικός» στις «Σημειώσεις, VI» (Αναγνωστάκη 1995). Την ίδια στιγμή ο ποιητικός λόγος,

     άλλοτε ρυθμικός και επεξηγηματικός κι άλλοτε ασθμαίνων κι ελλειπτικός, ισορροπεί

     με την αφήγηση ενσωματώνοντας μέσω και της αξιοποίησης τεχνικών του πεζού λόγου την 

    πολυφωνία και την πολυπρισματικότητα.

    Υπ' αυτή την έννοια δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι με Το χρονικό ο Σινόπουλος κατευ

    θύνει, και πάλι πιο αποφασιστικά, την τέχνη του σε νέα μονοπάτια πειραματισμού ως προς τα

     γραμματολογικά είδη και τα όριά τους. Η ένταξη της γραφής του ποιήματος μέσα στο ποίημα,

     η πεζολογία και οι αφηγηματικές τεχνικές, αλλά και η ενσωμάτωση μη λογοτεχνικού υλι

    κού σε λογοτεχνικά συμφραζόμενα (όπως λ.χ. στο «Δοκίμιο '73-'74» που αναφέρεται στα γεγονό

    τα του Πολυτεχνείου και στο οποίο μπορούμε να διαβάσουμε από έγγραφα και αποκόμματα

     εφημερίδων μέχρι πραγματικές καταθέσεις) κάνουν την ποίηση του Σινόπουλου να θέτει εν αμ

    φιβόλω τα όριά της κατακτώντας νέους εκφραστικούς και ειδολογικούς δρόμους.

    Η τελευταία κατάθεση: ΧάρτηςΝυχτολόγιο

    Ο πειραματισμός αυτός που στοχεύει στον συγκερασμό ή και την υπέρβαση των ειδών επιχειρείται

     εκ νέου με τις δύο επόμενες συλλογές, τον Χάρτη (1977) και το Νυχτολόγιο (1978), με τις

     οποίες ουσιαστικά ολοκληρώνεται το ποιητικό του έργο.

    O χάρτης είναι μια σειρά σύντομων ποιημάτων σε πεζό που γράφτηκαν από το 1964 μέχρι 

    και το 1977. Σε πολλά από αυτά διακρίνεται και πάλι ο πολιτικός προβληματισμός του ποιητή και

     η τοποθέτησή του απέναντι στα προβλήματα της εποχής του, ενώ για άλλη μια φορά

     δεν απουσιάζει η αναστοχαστική του διάθεση πάνω στη γλώσσα και τα όριά της, ακόμη και ως αυ

    τοκριτική:

    Χρόνια πολλά ήτανε στον πόλεμο, σε κάθε πόλεμο. Κι έτυχε τότε και κοιμήθηκε σε κάτι σπίτια που ήταν

     ακατοίκητα και που του αφήκανε μια μυρουδιά καμένου ξύλου στο κορμί, μια μυρουδιά ―πώς

     να το πω― καμένου θανάτου.

     

    Μα τί θα πει καμένος θάνατος, δε σε καταλαβαίνω. Σταμάτα πια τη μεταφυσική. Βαρέθηκα.

    Το ξεπέρασμα της «μεταφυσικής», το οποίο, αν λάβουμε υπόψη και τις γενικότερες

     κατευθύνσεις που ακολούθησε η ποίηση του Σινόπουλου σ' αυτήν την όψιμη και ωριμότερη

     φάση της, ισοδυναμεί προφανώς, μεταξύ άλλων, και με την αποδόμηση του ίδιου του ποιητικού

     του λόγου, βρίσκει, θα λέγαμε, τη σαφέστερη έκφρασή του με το Νυχτολόγιο του 1978.

    Αυτόγραφο από το Νυχτολόγιο του 1978 [πηγή: Μιχάλης Πιερής, Ο χώρος και τα χρόνια του Τάκη Σινόπουλου, 1917-1981. Σχεδίασμα βιο-εργογραφίας, Αθήνα, Ερμής, 1988, σ. 36].

    Έχοντας τη μορφή ενός προσωπικού ημερολογίου, το Νυχτολόγιο αποτελείται από ένα πλούσιο

     κι ετερόκλιτο υλικό που περιλαμβάνει αναδιηγήσεις ονείρων, κριτικές, σημειώσεις, αφορισμούς

    , αποκόμματα από εφημερίδες, περιγραφή γεγονότων (συναντήσεις με πρόσωπα, εκδρομές, ταξί

    δια) κ.ά. Μεταξύ των καταγραφών που ξεχωρίζουν σημειώνουμε την επίσκεψη του ζεύγους 

    Σεφέρη στο σπίτι του ποιητή και τη σαφώς υπονοημένη πικρία του από το γεγονός ότι ο Σεφέ

    ρης απορρίπτει τον πίνακα που του πρόσφερε ο Σινόπουλος, την εικόνα του Σεφέρη στο νοσοκο

    μείο λίγο πριν τον θάνατό του, τις μελαγχολικές αναφορές στον φίλο του λογοτέχνη Νίκο Καχτίτση,

     τη συνάντησή του με τον Άγγελο Τερζάκη, διευθυντή του περιοδικού Εποχές στο οποίο ο Σινό

    πουλος εργάστηκε ως κριτικός ποίησης, τη διάλεξη του Γάλλου ψυχαναλυτή και θεωρητικού

     της γλώσσας στο υποσυνείδητο Ζακ Λακάν και τη συνεπαγόμενη αγανάκτηση της Μαντώς Αραβα

    ντινού στο άκουσμα των θεωριών του, μνήμες από τον πόλεμο, απόψεις και θέσεις για τη γλώσσα,

     την ποίηση και τον υπερρεαλισμό, κριτικά σημειώματα για έργα τρίτων (Κλωντ Σιμόν, Γιώρ

    γου Χειμωνά, Γιάννη Ρίτσου, Στρατή Τσίρκα). Ένα από αυτά, το σημείωμα για το πρώτο μέρος

     των Ακυβέρνητων Πολιτειών του Τσίρκα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, όχι μόνο για 

    τις εύστοχες κριτικές παρατηρήσεις του, αλλά, κυρίως, γιατί φωτίζει και αναδεικνύει τις υπό

    γειες διαδρομές που φαίνεται να ακολούθησε η ποιητική του γραφή στο πέρασμα των χρόνων:

    Στο μυθιστόρημα του Τσίρκα «η Λέσχη» υπάρχει ένα μικρό κεφάλαιο ―το 3ο― που με καθήλωσε

     με τον τρόπο του. Μικρές σύντομες φράσεις που σταματάνε και λαχανιάζουν. Ξαφνικά πηδήμα

    τα από την περιγραφή στον εσωτερικό μονόλογο. Από το τρίτο στο δεύτερο πρόσωπο κι αντίστροφα.

     Επικρατεί το «εσύ». Άλλες φράσεις κόβονται συνεχώς στη μέση, το υπόλοιπο το συμπληρώνει ο 

    αναγνώστης. Γενικά αυτό που λέμε ελλειπτική γραφή, πράγματα μισοειπωμένα. Κι αυτά που κρύβο

    νται ― ένας κόσμος ολάκερος. Προσώπων, καταστάσεων, συναισθημάτων, παρορμήσεων, ενστίκτων

     Μεγάλη η τέχνη να μη μπουκώνεις τον αναγνώστη, να μη λες πολλά, να κρύβεις. Πίσω από τις αράδες

    , τις σελίδες, μακριά, αδιόρατα, το βαθουλωμένο πρόσωπο, με τα γυαλιά, του Τζόυς. Λοιπόν το κεφάλαι

    ο αυτό μου δείχνει ένα σωρό ιδέες κι ερεθίσματα για τη γραφή στην ποίηση. Ο Τσίρκας έχει ένα 

    υπόστρωμα κάποτε λυρικό, κάποτε επικό. Και μια όραση που θα την έλεγα «κινηματογραφική». Το κα

    ταλαβαίνεις από τη σύνθεση των πλάνων και τις «γωνίες» λήψεως. Σαν συγγραφέας ξέρει να βλέπει και

     να ακούει, προπαντός από τα πλάγια, δηλαδή την εσωτερική ομιλία προς το «εγώ» που ακούγεται

     σαν «εσύ». Ας αφήσω πια που υπάρχει ένα πρόσωπο που ονομάζεται Άλφα. Μεταφέρομαι στο σπίτι

     της Άλφα. Είναι μια πανσιόν, ένα περίπου μπορντέλο. Είναι αργά, πολύ αργά, προχωρημένη η νύχτα.

     Και πώς να πάω να την ξυπνήσω και να της πω τον εφιάλτη που με κατέχει. Με ποιές διαδοχικές μετα

    μορφώσεις, αυτή γίνεται, στο τέλος του εφιάλτη, ένα άσχημο, κακότροπο, μαδημένο πουλί. («Νυχτολό

    γιο, 4»)

    Κείμενο υβριδικό και ειδολογικά ασαφές, σε σημείο που δεν μπορείς να είσαι βέβαιος 

    αν διαβάζεις ποίηση, μυθιστόρημα, κριτική, ημερολόγιο ή απλές προσωπικές σημειώσεις (Χατζη

    βασιλείου 2005: 311), το Νυχτολόγιο κερδίζει τελικά τον αναγνώστη με τη γραφή του και την 

    ποικιλία του υλικού του μέσω των οποίων φανερώνεται, δαιδαλώδης, πολυσύνθετος αλλά ιδιαί

    τερα γοητευτικός, ο κόσμος του Τάκη Σινόπουλου. Συνειδητός γνώστης της ποίησης και της

     γλώσσας με τις οποίες αναμετρήθηκε ακατάπαυστα για πάνω από σαράντα χρόνια, ο ποιη

    τής του Μεταίχμιου, του Νεκρόδειπνου και των υπολοίπων συλλογών αποδεικνύεται, και σε 

    τούτη την τελική και ώριμη κατάθεσή του, άξιος τεχνίτης του λόγου και εργάτης επίμονος, που 

    δεν έπαψε ποτέ να αναζητά νέους εκφραστικούς τρόπους και να εξελίσσεται γόνιμα και δημιουργι

    κά.

    Προσωπογραφία του Τάκη Σινόπουλου από τον Ν.Γ. Πεντζίκη [πηγή: Αλέξανδρος Αργυρίου (επιμ.), Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία. Γραμματολογία, τ. 5. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη 1990, σ. 157].

    Κική Δημοπούλου
    © 2014, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



    [1] Βασική πηγή για την κατάρτιση του χρονολογίου: Μιχάλη Πιερής, Ο χώρος και τα χρόνια του Τάκη Σινόπουλου 1917-1981, σχεδία

    σμα βιο-εργογραφίας, Ερμής, Αθήνα 1988 και Κ. Δημοπούλου - Ό. Γρηγοριάδου. Βιβλιογραφία Τάκη Σινόπουλου. 1934-2004,

     University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2009.

    [2] Βλ. τα αντίστοιχα σημειώματα του ποιητή, «Σημειώσεις για τα Άσματα (Ι-ΧΙ.) 12+13 Απριλίου 1953», φιλολογική επιμέλεια

     Γ. Π. Σαββίδη , Περίπλους 16 (1988): 201-208. & «Σημειώσεις για Το Χρονικό», φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, Η Λέξη 9

     (1981): 671-683.

    Ο Τάκης Σινόπουλος (17 Μαρτίου 1917 – 25 Απριλίου 1981) γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα Ηλείας, πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της Ρούσας – Βενέτας το γένος Αργυροπούλου και βαφτίστηκε Πάικος. Το 1920 η οικογένεια Σινόπουλου εγκαταστάθηκε στον Πύργο Ηλείας. Εκεί γεννήθηκαν ο αδερφός του ποιητή Νούλης (Αθανάσιος) και οι δίδυμοι Παύλος και Μαρία. Στον Πύργο ο Σινόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια και το 1934 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, κριτικά σημειώματα και μεταφράσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας. Το 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας υγειονομικού.

    Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις, συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει μεταφράσεις και ποιήματα, φυλακίστηκε από τους ιταλούς ως αντιστασιακός (1942) και πήρε το πτυχίο του από την Ιατρική Σχολή (1944). Στον Εμφύλιο πήρε μέρος ως γιατρός του πεζικού και παρέμεινε για δυο χρόνια (1946-1947) με το τάγμα του σ’ ένα χωριό έξω από την Καλαμπάκα. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1948 και από το 1949 άσκησε για πολλά χρόνια το ιατρικό επάγγελμα. Πέθανε στο Πύργο Ηλείας.Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1934 με τη δημοσίευση του ποιήματος “Προδοσία” και του διηγήματος “Η εκδίκηση ενός ταπεινού” στην εφημερίδα του Πύργου “Νέα Ημέρα” με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης, ενώ η πρώτη του ποιητική συλλογή είχε τίτλο “Μεταίχμιο” και εκδόθηκε το 1951.

    Ο Τάκης Σινόπουλος με τον Στρατή Τσίρκα στο Λονδίνο, όπου το 1975 συμμετείχαν στις εκδηλώσεις του Ελληνικού Μήνα.

    Η ποιητική πορεία του Τάκη Σινόπουλου χωρίζεται από τη λογοτεχνική κριτική σε δύο φάσεις. Στην πρώτη (1940-1965) κυριαρχούν το περιγραφικό και λυρικό στοιχείο και η στοχαστική γραφή, καθώς επίσης οι επιρροές από τους Έλιοτ, Σεφέρη και Έζρα Πάουντ, στα πλαίσια της προσπάθειας για μια οριοθέτηση του ποιητικού σύμπαντος σ’ έναν αντιποιητικό και απογοητευτικό κόσμο. Η δεύτερη (γύρω στα 1965 και ως το τέλος της ποιητικής του παραγωγής) κινείται στα ίδια θεματολογικά πλαίσια της φθοράς και του θανάτου, παρουσιάζει όμως μια μεταστροφή στη χρήση του γλωσσικού υλικού προς έναν αντιποιητικό, επιθετικό και συχνά ειρωνικό λόγο. Από το 1963 ως το 1967 συνεργάστηκε με το περιοδικό “Εποχές”, όπου δημοσίευσε κείμενα βιβλιοκρισίας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου πήρε μέρος στις αντιδικτατορικές εκδόσεις “18 Κείμενα” και Κείμενα 1 και 2, ενώ υπήρξε συνιδρυτής της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων και συνεργάτης του περιοδικού “Συνέχεια”.

    1. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Αργυρίου Αλεξ., «Τάκης Σινόπουλος», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.134-137. Αθήνα, Σοκόλης, 1982 και Ζήρας Αλεξ., «Σινόπουλος Τάκης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988.

    Ενδεικτική Βιβλιογραφία

    • Αντωνίου Τάκης, «Τάκης Σινόπουλος· Ένας πεθαμένος που σηκώνει το φέρετρό του», Εκείθεν της αφής, σ.33-41. Αθήνα, Δωδώνη, 1994.
    • Αργυρίου Αλεξ., «Τάκης Σινόπουλος», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.135-137. Αθήνα, Σοκόλης, 1982.
    • Βαρίκας Βάσος, «Η αγωνία της φθοράς. Τάκη Σινόπουλου: Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου (ποιήματα)» και «Στοχασμοί για την ποίηση. Τάκη Σινόπουλου: Η ποίηση της ποίησης», Συγγραφείς και κείμεναΑ΄ (1961-1965), σ.78-80 και 271-274. Αθήνα, Ερμής, 1975 (πρώτες δημοσιεύσεις στην εφημερίδα Το Βήμα, 2/4/1962 και 15/6/1965).
    • Βρεττάκος Νικηφόρος, «Τάκη Σινόπουλου: Μεταίχμιο Β΄, Ελένη», Επιθεώρηση ΤέχνηςΗ΄, ετ.Δ΄, 8/1958, αρ.44, σ.147-149.
    • Γαραντούδης Ευριπίδης, «Ο κριτικός Τάκης Σινόπουλος και η υπερρεαλιστική ποίηση», Πόρφυρας79 (Κέρκυρα), 10-12/1996, σ.7-21.
    • Γαραντούδης Ευριπίδης (εισαγωγή – ανθολόγηση κειμένων – επιμέλεια), Για τον Σινόπουλο· Κριτικά κείμενα. Λευκωσία, Αιγαίον, 1999.
    • Γρηγοριάδου Όλγα, «Εργογραφία Τάκη Σινόπουλου (1951-1995)• Αυτοτελείς εκδόσεις», Μολυβδοκονδυλοπελεκητής6, περ.Γ΄, 1998-1999, σ.221-261.
    • Ζήρας Αλεξ., «Σινόπουλος Τάκης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988.
    • Θέμελης Γιώργος, «Τάκης Σινόπουλος», Η νεώτερη ποίησή μας, σ.199-210. Αθήνα, Φέξης, 1963.
    • Καραντώνης Ανδρέας, Η ποίησή μας μετά τον Σεφέρη, σ.324-334. Αθήνα, Δωδώνη, 1976.
    • Καρατζόγλου Γιάννης, «Μια συνομιλία με τον Τάκη Σινόπουλο», Εντευκτήριο5, 12/1988, σ.8-22.
    • Καρβέλης Τάκης, κριτική για το ΣυλλογήΙ, Διαβάζω5-6, 11/1976-2/1977, σ.96-98.
    • Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Τάκης Σινόπουλος», Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας κριτικός οδηγός, σ.214-215. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
    • Μαλάνος Τίμος, «Διαβάζοντας ένα ποίημα του Σινόπουλου», Δειγματολόγιο·Κριτικά διάφορα, σ.217-221. Αθήνα, Φέξης, 1962.
    • Μενδράκος Τάκης, «Τάκης Σινόπουλος: ένας εραστής της ποιητικής αρτιότητας», Επίκαιρα, 25/5/1981 (τώρα και στον τόμο Μικρές δοκιμές· Κριτικά σημειώματα & άρθρα, σ.91-93. Αθήνα, Σοκόλης, 1990).
    • Παπαδοπούλου Μ., Κριτική για το Χρονικό, Τα Νέα, 7/2/1976.
    • Πιερής Μιχάλης, Ο χώρος και τα χρόνια του Τάκη Σινόπουλου 1917-1981 · σχεδίασμα βιο-εργογραφίας. Αθήνα, Ερμής, 1988.
    • Πιερής Μιχάλης, Ο ποιητής – χρονικογράφος. Αθήνα, Ερμής, 1990.
    • Πολυκάρπου Πολύκαρπος (επιμέλεια), Μνήμη Τάκη Σινόπουλου · Τρεις διαλέξεις και μια συνέντευξη. Νέα Ιωνία, Δημοτική Βιβλιοθήκη Νέας Ιωνίας, 1983.
    • Σαββίδης Γ.Π., Μεταμορφώσεις του Ελπήνορα · (από τον Πάουντ στο Σινόπουλο). Αθήνα, Ερμής, 1981 (και β΄, αναθεωρημένη, έκδοση, Αθήνα, Νεφέλη, 1990).
    • Σαββίδης Γ.Π., «Σημείωμα για τα ανέκδοτα κείμενα του Τάκη Σινόπουλου», Η λέξη9, 11/1981, σ.684-685.
    • Σταματίου Κ., Κριτική για τα Ο χάρτης, Νυχτολόγιο, Τοπίο θανάτου, Τα Νέα, 27/1/1979.
    • Στεφανοπούλου Μ., Τάκης Σινόπουλος· Η ποίηση και η ουσιαστική μοναξιά. Αθήνα, Πορεία, 1992.
    • Τάκης Σινόπουλος· Ένοικος τώρα του παντοτεινού κεκυρωμένος· Αφιέρωμα. Αθήνα, Αλφειός, 1996.
    • Τσακνιάς Σπύρος, «Συμπληρωματική κατάθεση» (κριτική για το Νυχτολόγιο), Διαβάζω19, 4/1979, σ.71-73.
    • Φράιερ Κίμων, Τοπίο θανάτου · Εισαγωγή στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου · μετάφραση Νάσου Βαγενά – Θ.Στραβέλη. 1978.
    Αφιερώματα περιοδικών – Συνεντεύξεις
    • Σήμα17, 5-7-/1977.
    • Εποπτεία51, 11/1980.
    • Χνάρι2, Χειμώνας – Άνοιξη 1975, αρ.3-4.
    • «Σε γ΄ πρόσωπο · Η Ελένη Βακαλό για τη ζωγραφική του Τάκη Σινόπουλου», Η λέξη9, 11/1981, σ.721-722.
    • «Σε β΄ πρόσωπο · Ανέκδοτη ραδιοφωνική συνομιλία του Τάκη Σινόπουλου με την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, που μεταδόθηκε στις 17/10/1974», Η λέξη9, 11/1981, σ.723-730.
    • «Αυτό που μας λείπει είναι το μεγάλο αμάρτημα…», Διαβάζω46, 9-10/1981, σ.30-40.

     Εργογραφία
    (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

     

    Ι.Ποίηση
    • Μεταίχμιο. Αθήνα, 1951.
    • Άσματα (I-XI). Αθήνα, 1953.
    • Η γνωριμία με τον Μαξ. Αθήνα, Οι φίλοι της λογοτεχνίας, 1956.
    • Ελένη. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
    • Μεταίχμιο Β΄ (1949-1955). Αθήνα, Δίφρος, 1957.
    • Η νύχτα και η αντίστιξη. Αθήνα, 1959.
    • Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου. Αθήνα, 1961.
    • Η ποίηση της ποίησης. Αθήνα, 1964.
    • Νεκρόδειπνος. Αθήνα, 1970.
    • Πέτρες. Αθήνα, 1972.
    • Νεκρόδειπνος και άλλα συναφή ποιήματα. Αθήνα, Ερμής, 1972.
    • Το χρονικό. Αθήνα, Κέδρος, 1975.
    • Ο χάρτης. Αθήνα, Κέδρος, 1977.
    ΙΙ.Πεζά
    • Νυχτολόγιο. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
    ΙΙΙ.Μελέτες
    • Τέσσερα μελετήματα για τον Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, 1984.
    ΙV.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
    • Συλλογή 1, 1951-1964. Αθήνα, Ερμής, 1976.
    • Συλλογή 2, 1965-1980. Αθήνα, Ερμής, 1980.
    • Το γκρίζο φως · Και οχτώ πίνακες · Δ.Ν.Μαρωνίτης · Πρώτη ανάγνωση. Αθήνα, Κέδρος, 1982.
    • Παρατηρήσεις και σχόλια πάνω στο ποίημα Το Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου μετά την έκδοση του βιβλίου 1 Δεκεμβρίου 1962. Μεταγραφή και φιλολογική επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης. Αθήνα, 1987. 1. Βλ. και Γρηγοριάδου Όλγα, « Τάκη Σινόπουλου (1951-1995)• Αυτοτελείς εκδόσεις», Μολυβδοκονδυλοπελεκητής6, περ.Γ΄, 1998-1999, σ.221-261.

    Πηγές


    ▲▲▲ Σινόπουλος Τάκης

     

     

    […] σε κανέναν άλλον ποιητή η εμπειρία της δεκαετίας 40-49 δεν άφησε ένα τόσο βα

    θύ και ανεξάλειπτο τραύμα όσο στον Τάκη Σινόπουλο. Γεννημένος το 1917, ήταν είκοσι

    δύο χρονών όταν ξέσπασε ο πόλεμος και τον βρήκε τελειόφοιτο της ιατρικής στο Πανε

    πιστήμιο Αθηνών. Στρατεύτηκε και υπηρέτησε ως γιατρός κατά το διάστημα του Αλβανι

    κού πολέμου, στο 6ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λουτρακίου κι αργότερα, στον εμφύ

    λιο, σα γιατρός τάγματος σε διάφορες μαχόμενες μονάδες της γραμμής των πρόσω. 

    Από το πρώτο του βιβλίο (Μεταίχμιο, 1951) […] δεν έχει πάψει να κατατρύχεται από 

    μια φρίκη που έχει κυριέψει αναπότρεπτα ολάκερη την ύπαρξή του.

    Είναι σημαντικό το γεγονός ότι το πρώτο ποίημα του πρώτου βιβλίου του «Ελπήνωρ», πε

    ριέχει ένα μεγάλο ποσοστό από τις λέξεις, τις εικόνες και τα θέματα, που θα τον απασχο

    λήσουν σε όλη τη μετέπειτα ποίησή του. Η πρώτη του κιόλας φράση («Τοπίο θανά

    του»), προσδιορίζει τη σκηνή και υπαινίσσεται τον τίτλο του ποιήματος, που τον επηρέ

    ασε περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο: της «Έρημης Χώρας» του Έλιοτ.

    […]

    Ευδιάκριτες είναι οι επιδράσεις, στο πρώτο αυτό βιβλίο, άλλων ποιητών και,

     ταυτόχρονα, η μεταμορφωτική διάθεση με την οποία τις χρησιμοποιεί ο ποιητής. 

    Υπάρχουν ήχοι από τον Σεφέρη, τον Έλιοτ και τον Πάουντ (μολονότι ο Σινόπουλος δεν 

    διαβάζει αγγλικά), τον Ε.Α. Πόου, τον Σικελιανό, ίσως και τον Παπατσώνη. […]

     Κίμων Φράιερ, Τοπίο θανάτου. Εισα

    γωγή στην ποίηση του 

    Τάκη Σινόπουλου, μτφ. 

    Νάσος Βαγενάς – Θωμάς 

    Στραβέλης, Κέ

    δρος, Αθήνα 1978, 11-13.

     

     

    Ο Σινόπουλος λοιπόν, […], ήταν για μας ένας, ας πούμε, πιο μεγάλος σύγχρονος.

     Μπορούσε και να μας συνδέει με τα ξένα ρεύματα και με τους μεσοπολεμικούς πατέρες

     μας, και έτσι να μας περιβάλλει όλους: γέφυρα μεταβατική και περιμετρική μαζί στην κί

    νηση των τάσεων και των αισθητικών μορφών, από την ευρωπαϊκή προς την ελληνική

     πραγματικότητα και από την προπολεμική προς τη μεταπολεμική γενιά, όπου 

    δικαιωματικά ως μεταιχμιακός εντάχθηκε.

    […]

    Ο «μεταπολεμικός» Σινόπουλος, λοιπόν, αποχαιρετώντας πίσω απ’ τον Σεφέρη τα

     ελιοτικά και τα παουντικά ενάλια τοπία, έρχεται, απεναντίας, απ’ τη Μέσα Ελλάδα

    Στην ελυτική χώρα του Αιγαίου αντιπαραθέτει μια ενδοχώρα από βουνά και ποταμούς:

     ο Ερύμανθος, ο Λάδωνας, ο Αλφειός και καταποτήρας όλων τους ο ποταμός του 

    κάτω κόσμου. Στη σεφερική, μικρασιατική και απώτερη Ελλάδα, τη μεσοανατολική

    και της μεγάλης Μεσογείου, αντιπαραθέτει μια ανθρωπογεωγραφία με κλειστά τοπία 

    της γενιάς μας: ύστερα από τις κλεισώρειες του εμφυλίου και τους τοίχους της φαντα

    στικής ζωής του, κατεβαίνει προς τους δρόμους και τις συνοικίες του συνεχιζόμενου με

    ταπολεμικού μας δράματος.

    Και έτσι κατορθώνει αυτός ο ποιητής της ύπαρξης να ευθυγραμμιστεί και να συμπλεύσει

     και με τα άλλα ρεύματα. Μάλιστα αυτός ο δηλωμένος αντι-υπερρεαλιστής έφτασε να χρη

    σιμοποιεί συχνά μια γλώσσα αντισυμβατική που τείνει να εξαρθρώνει την κρατούσα λογι

    κή της γλώσσας […]

     

     Γιάννης Δάλλας, «Ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος κρίκος μεταβατικός

    δυο εποχών». Πλάγιος 

    λόγος. Δοκίμια κριτικής

     εφαρμογής, Εκδόσεις

     Καστανιώτη, Αθήνα

     1989, 178-179, 194-195.

     

     

    Ο Σινόπουλος με την Ποίηση της ποίησης, που εγκαινιάζει τη νέα φάση του έργου του —

     1960-1980, θέτει σε κρίση την ποιητική του πράξη. Νιώθει βαθιά την ανάγκη να απελευ

    θερώσει το λόγο του, γιατί μόνον έτσι θα καταφέρνει να εκφράσει μια νέα σκληρή εποχή 

    που έρχεται. Το «πνευματικό» στοιχείο βάρυνε τη συνείδηση της γλώσσας του. Χρειάζεται

     τώρα ένα λόγο επιθετικό (από λέξεις «μαινάδες»), αποσπασματικό και ελλειπτικό

     (ποιήματα που «ακούγονται καλύτερα μέσα από χάσματα και αποσβέσεις»)· τέλος

     χρειάζεται μια γλώσσα αιρετική […]. Ίσως μάλιστα στην πιο ακραία της μορφή.

    Το ωρίμασμα αυτής της αναζήτησης είπαμε ότι είναι το Χρονικό. Τα έργα 

    που ακολουθούν — Χάρτης και Νυχτολόγιο, συνεχίζουν την ίδια πορεία. Πριν 

    να φτάσει όμως στο Χρονικό, ο ποιητής πέρασε από τη δοκιμασία του Νεκρόδειπνου,

     έργο γραμμένο ανάμεσα στα 1962 και 1967 και δημοσιευμένο το 1972. Η δικτατορία

     […] είχε εμποδίσει την έκδοση που επεδίωξε να πραγματοποιήσει ο ποιητής το 

    1967. Το ποίημα «Νεκρόδειπνος», ένα μέρος της συλλογής με τον ομώνυμο τίτλο, κυκλο

    φόρησε μόνο του το 1970, σε ιδιωτική έκδοση ενός μικρού φυλλαδίου, από φίλους του

     ποιητή.

     Μαρία Στεφανοπού

    λου, Τάκης Σινόπουλος. 

    Η ποίηση και η ουσιαστι

    κή μοναξιά, Εκδόσεις 

    Πορεία, Αθήνα 1992, 151.

     

     

    Στον «Νεκρόδειπνο», και ακόμη περισσότερο στο «Χρονικό», ο Σινόπουλος έχει απογυ

    μνώσει την ποίησή του ως το κόκαλο, για να επιτύχει, ανάμεσα σε άλλα, κάτι από την α

    μεσότητα και τον πραγματισμό της πρόζας. Και τα δύο βιβλία είναι γραμμένα σε μα

    κρύ, πεζογραφικό στίχο, ανάλογο μ’ εκείνον με τον οποίο είχε αρχίσει να πειραματίζε

    ται σε ορισμένα μέρη του «Άσματος της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου». […]

     Κίμων Φράιερ

    Τοπίο θανά

    του. Εισα

    γωγή στην ποίηση του 

    Τάκη Σινόπουλου, μτφ. 

    Νάσος Βαγενάς – Θωμάς 

    Στραβέλης, Κέδρος

    , Αθήνα 1978, 69-70.

     

     

    Είναι, πιστεύω, η μοντέρνα κινηματογραφική του ανάπτυξη που δίνει στο ποίημα την

     ιδιότυπη κίνηση και τον ασυνήθιστο ρυθμό του, ο οποίος αποτελεί το κύριο στοιχείο της

     ταυτότητάς του. Βέβαια ο Νεκρόδειπνος δεν είναι το πρώτο ελληνικό ποίημα 

    όπου βρίσκουμε κινηματογραφικά στοιχεία. Αρκεί να σκεφτούμε τις προδρομικές χρονι

    κές

     παλινδρομήσεις του Κρητικού, κάποιες εικόνες του Ελύτη ή την «Κίχλη» του Σεφέρη

    Ωστόσο είναι το πρώτο ελληνικό ποίημα όπου η κινηματογραφική τεχνική χρησιμοποιεί

    ται σε έκταση και με έντονα κινηματογραφικά αποτελέσματα.

     Νάσος Βα

    γενάς, «Σχό

    λια στον Νε

    κρόδειπνο του Τάκη Σινό

    πουλου». Η ειρωνική 

    γλώσσα. Κριτικές μελέτες

     για τη νεοε

    λληνική γραμματεία,

     Στιγμή, Αθήνα 1994, 

    142.

     

     

    Μολονότι νεότερος από τον Σεφέρη και τον Ρίτσο, ο Τάκης Σινόπουλος είναι ο 

    πρώτος από τους Νεοέλληνες ποιητές που ανάστησε ρητά τον μύθο του Ελπήνο

    ρα  — εν μέρει κεντρισμένος από την μετάφραση Σεφέρη-Πάουντ. Η προτεραιότητα 

    αυτή δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία, αν ολόκληρο σχεδόν το ποιητικό έργο του Σινόπου

    λου δεν ήταν μια συνεχής «μελέτη θανάτου» ενός «επιζώντος», μια Νέκυια «εν προ

    όδω», με ζωτικό πυρήνα τον Ελπήνορα ή μάλλον αυτό που συντομογραφικά μπορούμε

     να ονομάσουμε «εμπειρία του Ελπήνορα».

    Οπωσδήποτε, γεγονός είναι ότι τον Οκτώβριο 1944 (δηλαδή περισσότερο από ένα

     χρόνο πριν γίνει προσιτό στο Ελληνικό κοινό το ποίημα όπου ο Σεφέρης επικαλεί

    ται το όνομα του Ελπήνορα) ο Σινόπουλος δημοσίεψε το ποίημα «Ελπήνωρ» που εγκαινιά

    ζει επίσημα την ποιητική του πορεία. Και έκτοτε το φάσμα του Ελπήνορα, πρωτεϊκά,

     στοιχειώνει και συνέχει τις κυριότερες ποιητικές συνθέσεις του ώς Το Χρονικό.

     Γ.Π.

     Σαβ

    βίδης, Μεταμορ

    φώσεις του Ελπήνορα


     (Από τον Πάουντ στον

     Σινόπουλο), Εκδόσεις 

    Νεφέλη, Αθήνα 1990, 31.

     

     

     

    Μορφές και πρόσωπα για τα οποία η ιστορία δεν είχε αφιερώσει ούτε «λίγες γραμμές

    » (για να θυμηθούμε τον «Καισαρίωνα») ούτε σημειώσει καν έστω το «όνομά» τους (για 

    να θυμηθούμε τον «Βασιλιά της Ασίνης»). Αλλά που χάρη σ’ ένα ποίημα-μνημόσυνο, όπως 

    ο Νεκρόδειπνος, οι άσημοι ή και οι ανώνυμοι αυτοί νεκροί αποκτούν και όνομα και θέ

    ση στη σύγχρονη συλλογική μνήμη που είναι η «μνήμη των αφανών». Μας γίνονται γνώ

    ριμοι και οικείοι: […].

    Μπορούμε, δηλαδή, να υποστηρίξουμε ότι, ύστερα από ένα πρώτο στάδιο διαλεκτικής

     σχέσης με την ποιητική παράδοση που εγκαινίασε και σε τούτο τον τομέα ο Καβάφης —

    ανατρέποντας μια βασική της σύμβαση, τη σύμβαση της συμβολικής χρήσης των γνω

    στών ονομάτων της ιστορίας (από τα φωτισμένα, δηλαδή, πρόσωπα της ιστορίας σε μια 

    προσήλωση στα μισοφωτισμένα)—, περάσαμε, κυρίως με τον Νεκρόδειπνο του Σινόπου

    λου, σε μια νέα φάση που τη χαρακτηρίζει η συνειδητή ποιητική προσπάθεια για ανά

    δειξη άσημων ή άγνωστων, επώνυμων είτε και ανώνυμων μορφών από το απόλυτο σκοτά

    δι της ιστορίας.

    Ή, για να το τοποθετήσουμε, καταλήγοντας, σε μιαν άλλη βάση: από την μυθική και την

     ηρωική σύλληψη του ιστορικού γίγνεσθαι, είχαμε περάσει με πρωτοπόρο τον Καβάφη

    , και ακολούθως τον Σεφέρη, αλλά προπάντων τον Ρίτσο σε μια φάση αντιηρωικής

     προσέγγισης της ιστορίας. Για να φτάσουμε με τον Σινόπουλο στην πλήρη εξανθρώπι

    σή της, αλλά, και στην ριζικότερη υπονόμευσή της, αφού με την ώριμη ποιητική του,

     μας έδειξε ότι η σεμνότερη επιχείρηση για την εκ των ένδον σύνταξη του χρονι

    κού μιας εποχής, βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματική της έκφραση απ’ ό,τι η εκ των υ

    στέρων, (ή εκ των άνω), αφαιρετική, δηλαδή εκβιαστική ιστοριοποίησή της.

     Μιχάλης Πιερής, Ο ποιητής-χρονικογράφος. Μεταμορφώσεις του αφηγητή στον Νεκρόδειπνο του Τάκη 

    Σινόπουλου

    Ερμής, Αθήνα 1988, 62-64.

     

     

    Μη σε πιάνουν μονομανίες για ένα μοτίβο — π.χ. η Ποίηση με κεφαλαίο Π στην ποίηση του

     Σινόπουλου ή η κλιμάκωση των μεγεθών από τις μεγεθύνσεις ως το βαθμό μηδέν 

    του μεγέθους: τα σκουπίδια. Για όνομα του Θεού, πάψε να ψάχνεις σ’ όλα τα βιβλία πού

     υπάρχει η λέξη σκουπίδι! Αφού τα βρήκες, πες ότι υπάρχουν σχεδόν παντού σ’ όλα τα

     τελευταία βιβλία (αλλά και στον Μαξ και το Μεταίχμιο Β΄), κι ότι είναι να χάνεις το νο

    υ σου πώς είναι δυνατόν να έγιναν για τον Σινόπουλο σκουπίδια: η μνήμη, η Ιστορία,

     τα οράματα, οι αισθήσεις, ο χρόνος, ο τόπος, οι θάλασσες, ο ίδιος ο ποιητής, αλλά

     και πώς ξέφυγε η Ποίηση από το σκουπιδότοπο! Κι αν πρόσεξες, ο σκουπιδότοπος έγινε

     τόσο απέραντος που όχι μόνο ανέτρεψε το βαθμό μηδέν του μεγέθους, αλλά έγινε κι 

    αυτός ένα μεγάλο μέγεθος! Πρόσεχε κι εσύ τα μεγάλα θέματα: έχουν παγίδες.

    […]

    Άσε κάθε θεματογραφία και καταπιάσου με την τεχνική. Έφαγε τη ζωή του ο άνθρωπος 

    παλεύοντας με τις κακοτοπιές και τις δυνατότητες της γλώσσας. Είναι παλιά καραβά

    να και σπουδαίος τεχνίτης. Σαν τους παλιούς μαστόρους που χάνονται μέρα με τη μέρα.

     Νόρα Αναγνωστάκη, «Μελετώντας Τάκη Σινόπουλο». Διαδρομή. Δοκίμια

     κριτικής (1960-1995

    ), Εκδόσεις Νεφέλη,

     Αθήνα

     1995, 235-236, 238.

     

     

    Όποτε διαβάζω Σινόπουλο με βασανίζει μια έμμονη ιδέα: ότι το έργο του ανήκει, με έ

    να ορισμένο τρόπο, στην πεζογραφία και, επιπλέον, ότι ο ίδιος επωμίστηκε, ειδικά 

    με τις τελευταίες συλλογές του (από τον Νεκρόδειπνο ως το στερνό Νυχτολόγιο), έ

    ναν ιδιότυπο ρόλο μυθιστοριογράφου, που ως κάποιο σημείο θα πρέπει να του ήταν συνε

    ιδητός. Βεβαίως, η ιδέα μου δεν μοιάζει και τόσο πρωτότυπη. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά

     στην αδιάκοπη παρουσία του αφηγηματικού στοιχείου στο σύνολο της ποίησης του Σινό

    πουλου, η κριτική υπήρξε ανέκαθεν σαφής: η αφήγηση αποτέλεσε αναντικατάστατο ερ

    γαλείο δουλειάς του δημιουργού και προσδιόρισε τόσο την τεχνική, όσο και το ύφος

     του. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν μας πηγαίνει πολύ μακριά. Υπαινίσσεται κάτι για 

    τις μορφολογικές αναζητήσεις του ποιητή γενικά, αλλά αφήνει ασχολίαστη την πορεί

    α του προς ένα στάδιο σύνθεσης, που στη δική μου τουλάχιστον αντίληψη ξεφεύγει α

    πό τις συμβατικές διακρίσεις, θέτοντας ερωτήματα ουσίας και ως προς τη σχέση του 

    ποιητικού λόγου με τα άλλα είδη της λογοτεχνίας και, πολύ περισσότερο, ως προς τη δυ

    νατότητά του όχι μόνο να τα ενσωματώνει χωρίς κραδασμούς, αλλά και να τα χρη

    σιμοποιεί για να ενισχύσει τη σημασιοδοτική του λειτουργία.

    […]

    Και το Νυχτολόγιο (1978) […]; Τι είναι το Νυχτολόγιο;

    Αυτοβιογραφικά στοιχεία, κριτικά σημειώματα, στιγμιότυπα από την επαγγελματική ζωή

    , ημερολογιακές εγγραφές, ανεκδοτολογικά της λογοτεχνικής συντεχνίας, προσω

    πικές κρίσεις ή μαρτυρίες τρίτων για τις ποιητικές συλλογές που προηγήθηκαν,

     περιγραφή της γενέτειρας, απόψεις για την ποιητική γλώσσα, καταγραφές ονείρων. […]


     Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Τάκης Σινόπουλος: Το ποιητικό χρονικό

     ενός ανολοκλήρωτου 

    μυθιστορήματος», περ.

     

    Η λέξη, τχ. 185 (Ιούλ.-Σεπτ.

     2005) 306-307 & 311.


     

    Δείτε επίσης και:


    Μεταπολεμική ποίηση



    https://www.poeticanet.gr/takis-sinopoylos-poiisi-mythistorima-a-105.html?category_id=37

    ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

    ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ: Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

                                                                                         
    Γιατί είμαι ένας ποιητής αφηγημακός;
                                                                                         
    Πόσο μυθιστόρημα έχω διαβάσει;
     
                                                                                                                       Νυχτολόγιο,

     

    ζω Σινόπουλο με βασανίζει μια έμμονη ιδέα:
     ότι το έργο του ανήκει, με έναν ορισμέ
    νο τρόπο, στην πεζογραφία και, επιπλέον, ότι ο ίδιος επωμίστηκε, ειδικά με τις τελευταί

    ες συλλογές του (από τον Νεκρόδειπνο ώς το στερνό Νυχτολόγιο), έναν ιδιότυπο 
    ρόλο μυθιστοριογρά
    φου, που ώς κάποιο σημείο θα πρέπει να του ήταν συνειδητός.
     Βεβαίως, η ιδέα μου δεν μοιάζει
     και τόσο πρωτότυπη. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αδιάκοπη παρουσία του αφηγηματικού στοι
    χείου στο σύνολο της ποίησης του Σινόπουλου, η κριτική υπήρξε ανέκαθεν σαφής: η αφήγηση
     αποτέλεσε αναντικατάστατο εργαλείο δουλειάς του και προσδιόρισε τόσο την τεχνική, όσο και 
    το ύφος του. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν μας πηγαίνει πολύ μακριά. Υπαινίσσεται κάτι για 
    τις μορφολογικές αναζητήσεις του ποιητή γενικά, αλλά αφήνει ασχολίαστη την πορεία του προς
     ένα είδος σύνθεσης το οποίο στη δική μου τουλάχιστον αντίληψη ξεφεύγει από τις συμβατικές
     διακρίσεις, θέτοντας ερωτήματα ουσίας τόσο ως προς τη σχέση του ποιητικού λόγου με τα άλλα
     είδη της λογοτεχνίας όσο και, πολύ περισσότερο, ως προς τη δυνατότητά του όχι μόνο να τα ε
    νσωματώνει χωρίς κραδασμούς, αλλά και να τα χρησιμοποιεί για να ενισχύσει τη σημασιοδοτι
    κήτου λειτουργία.
      Πριν, όμως, τεκμηριώσω την ιδέα μου με λεπτομέρειες και παραδείγματα, θέλω να σημειώσω 
    υπό τύπον διαγράμματος τη διαδρομή που νομίζω ότι ακολουθεί ο Σινόπουλος για να φτάσει
    στον σκοπό του. Πιστεύω, λοιπόν, ότι ξεκινώντας από τα αφηγηματικά-δραματικά ποιήματα, του
     είναι σχετικά εύκολο να περάσει στην ποιητική πρόζα και από εκεί να μεταπηδήσει σε μια φόρ
    μα η οποία από πολλές πλευρές θυμίζει το μοντέρνο μυθιστόρημα του 20ου αι. Θεωρώντας, μάλ
    ιστα, κανείς αναδρομικά το έργο του μπορεί να ισχυριστεί ότι από κάποια άποψη βρισκόμαστε 
    μπροστά σε μια μεταφορά μυθιστορίας: ένα αφήγημα εν προόδω, που δεν παύει ούτε μία στιγμή
     να φωτίζει το ποιητικό σώμα από το οποίο προέρχεται και στο οποίο, ούτως ή άλλως, καταλή
    γει.
      Θα καθυστερήσω λίγο ακόμη στις εισαγωγικές παρατηρήσεις. Μου φαίνεται αναγκαίο, τώρα 
    που δεν έχουμε μπει ακόμη σε βάθος στο θέμα μας, να αναφερθώ στις εξωτερικές ενδείξεις, με 
    άλλα λόγια σε κάποιες μαρτυρίες, που επιβεβαιώνουν, αν μη τι άλλο, τη συστηματική συνανα
    στροφή του Σινόπουλου με κείμενα της ελληνικής και ξένης πεζογραφίας. Και δεν μιλώ για τις 
    πιθανές αναγνώσεις του (1)` έχω κατά νου πιο χειροπιαστά πράγματα. Κατ’ αρχήν, τις μεταφρά
    σεις του: Προυστ - αποσπάσματα από τη Ζήλεια, το 1945, στο περιοδικό Οδυσσέας, και Καμύ - 
    Ο Προμηθέας στην κόλαση, στο περιοδικό Νέα Πορεία, το 1957 (2). Ύστερα είναι οι δεδηλωμένες
     αναφορές του: ο Stepen Dedalus και ο Leopold Bloom από τον Οδυσσέα του Τζόις στα Άσματα
    Ι-ΧΙ του 1953, το μυθιστόρημα της Τζούνα Μπάρνς Η νύχτα-δάσος στο Άσμα της Ιωάννας και του
     Κωνσταντίνου, το 1961. Αρκετά χρόνια αργότερα ο Σινόπουλος συμπληρώνει ότι προσπάθησε 
    να γράψει εσωτερικό μονόλογο επηρεασμένος από τον Τζόις, διευκρινίζοντας πως τα ποιητικά 
    του πρόσωπα είναι αντικειμενικά σαν τα πρόσωπα που φτιάχνει ένας συγγραφέας ενός θεατρι
    κού έργου ή ενός μυθιστορήματος (3). Παράλληλα, το 1976, στις «Σημειώσεις για το Χρονικό», ο 
    Σινόπουλος μνημονεύει τους Κιβδηλοποιούς του Αντρέ Ζιντ. Επιπροσθέτως, ας μην ξεχνάμε τα 
    εν είδει κριτικής αποσπάσματα του Νυχτολογίου (1978) για την Εκδρομή του Γιώργου Χειμωνά, 
    τη Λέσχη του Στρατή Τσίρκα και τον Δρόμο της Φλάνδρας του Κλωντ Σιμόν. Τέλος, αν πρέπει να
     αναζητήσουμε λιγότερο φανερά τεκμήρια, αρκούν, πιστεύω, τα σολωμικά ίχνη της Γυναίκας
     της Ζάκυθος στον Νεκρόδειπνο του 1972.
      Με αυτές τις προειδοποιήσεις είναι πια, φαντάζομαι, καιρός να προχωρήσουμε στα προς από
    δειξιν. Αν η διαφορά μεταξύ δραματικού και αφηγηματικού ποιήματος συνίσταται στη θέση που
     κατέχει εν σχέσει προς τη δράση ο αφηγητής, τότε ο Σινόπουλος από την πρώτη κιόλας συλλο
    γή του εφαρμόζει έναν συνδυασμό που του επιτρέπει να φλερτάρει με την πρόζα χωρίς να αφή
    νει στην τύχη της την ποίηση. Δεν λέω ότι το δραματικό αντιστοιχεί στην ποίηση και το αφηγημα
    τικό στην πρόζα. Κάτι τέτοιο θα ήταν μεγάλη και μάλλον πρόχειρη γενίκευση. Εννοώ ότι ενώ στο 
    δραματικό ποίημα ο αφηγητής παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα γεγονότα -εμπλέκεται σε όσα 
    τα γεγονότα συνεπιφέρουν- στο αφηγηματικό τηρεί τις αποστάσεις του ως τρίτος, ανεξάρτητος
     ας πούμε, παρατηρητής. Η θέση του είτε εδώ, είτε εκεί έχει, προφανώς, συνέπειες. Όταν είναι ε
    νεργός, επιδιώκει την άμεση συγκίνηση του αναγνώστη. Όταν εκδηλώνεται παθητικά, σκοπεύει 
    στην έμμεση και βραδείας καύσεως προσαγωγή του δέκτη στα γενόμενα. Παραθέτω αμέσως δύο
     αποσπάσματα από τον «Νεκρόδειπνο για τον Ελπήνορα» για να δείξω ότι δεν θεωρητικολογώ
     ή, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν θεωρητικολογώ ασύστολα. Tο πρώτο:

    Δε βάσταξα έστριψα κι αντίκρισα κάποιον Λουκά

    νεκρό σαράντα χρόνια τώρα με μια τρομερή

    φάουσα στο πρόσωπο. Πιο πίσω τον Ισαάκ
    χτικιάρη που τον πήρε ένα πικρό βόλι στην Αλβανία
    δίπλα το Μαρκέλλο πιο πέρα τον Αλέξαντρο
    που τον εγκρέμισα τη νύχτα σε μια στέρνα σκοτεινή.
    Κι όλοι τούτοι με κοίταγαν βουβοί κι ασάλευτοι
    με τα πρησμένα μάτια τους καθώς συνάζονταν
    και πλήθαιναν τριγύρα μες στην αίθουσα.
    Τότε ανατρίχιασα βαθειά μα ωστόσο μπόρεσα
    κι εφώναξα με δυνατή φωνή: Σκυλιά
    δαίμονες φύγετε κι αδειάστε τη γωνιά. Για σας
    δεν έχω τίποτα. Και λέγοντας μπήκα στην κάμαρα
    του ύπνου με την κρυφή ελπίδα πως θα γλύτωνα.
     
     Το δεύτερο:
    Τα χείλη του κινήθηκαν κι ύστερα πάλαι σφάλιξαν
    και θάρρεψα πως άκουσα να φτάνει ως την ακοή μου
    η υπόκωφη μουρμουριστή φωνή του: Φίλε
    καιρό με ξέχασες. Μήτε ένα δείπνο για νεκρό
    μήτε μνημόσυνο δεν έταξες για τον Ελπήνορα.
    Πικρός ο θάνατός μου ακόμα συνεχίζεται
    και με παιδεύει ακόμα πιο πικρός και μαύρος
    όσο περνάει ο χρόνος. Λύτρωσέ με φίλε.
     
      Στο πρώτο απόσπασμα ο αφηγητής κάνει ένα προσκλητήριο νεκρών που τον αφορά άμεσα. Οι 
    μνήμες του πολέμου στοιχειώνουν και οι σκιές των χαμένων βαραίνουν αφόρητα στη συνείδησή 
    του, δημιουργώντας μια κατάσταση με καθαρά δραματικό χαρακτήρα. Στο δεύτερο, εντούτοις, από
    σπασμα η φωνή του αφηγητή υποχωρεί προς όφελος μιας άλλης παρουσίας, του Ελπήνορα, 
    που αναλαμβάνει να εξιστορήσει το δικό του δράμα, θέτοντας προσωρινά στο περιθώριο τον 
    πρωταγωνιστή του ποιήματος. Τώρα, κυριαρχεί το αφηγηματικό στοιχείο, με την έννοια ενός πα
    ρέμβλητου λόγου (4), ο οποίος περιγράφει την ίδια κατάσταση (το καθεστώς ενοχής του ποιητή-
    αφηγητή) από μιαν ανεξάρτητη, υποτίθεται, σκοπιά. Με τον συσχετισμό δραματικού-αφηγηματι
    κού ο Σινόπουλος προσδίδει αντικειμενικές διαστάσεις σε ένα σαφώς υποκειμενικό βίωμα (την
     ανάκληση των ξεχασμένων προσώπων), προτρέποντας τον αναγνώστη να σκεφτεί μέσα από 
    την ατομική του περίπτωση.
      Αυτά στον «Νεκρόδειπνο για τον Ελπήνορα» από το Μεταίχμιο (1951). Πριν προχωρήσω, σημει
    ώνω μερικά από τα ονόματα που παρουσιάζει στην ίδια συλλογή ο δημιουργός: Ελπήνωρ, Ιωάν
    να, Ελένη, Ιάκωβος, Φίλιππος, Λεονώρα, Λουκάς, Ισαάκ, Μαρκέλλος, Αλέξανδρος, Μπίλιας. Ορι
    σμ

    ένα τα διαβάσαμε κιόλας στα αποσπάσματα που προηγήθηκαν, ενώ για τον Ελπήνορα και τον
     ρόλο του -έναν από τους πολλούς- μιλήσαμε ήδη. Τα υπογραμμίζω, ωστόσο, γιατί πιο κάτω θα 
    μας ξαναχρειαστούν από μιαν άλλη, υποθέτω πιο περίπλοκη, άποψη. Αφού υπενθυμίσω ότι στα 
    Άσματα Ι-ΧΙ ο Ελπήνωρ του Ομήρου ταυτίζεται με τον Stephen Dedalus του Τζόις –και εδώ ας βγά
    λει ο καθένας ελεύθερα τα συμπεράσματά του- θα περάσω κατευθείαν στη Γνωριμία με τον Μαξ 
    (1956).
     Στην πρώτη συνθετική δουλειά του, ο Σινόπουλος οργανώνει την αφήγηση επί τη βάσει μιας αιτι
    ακής τάξης -μιας ακολουθίας γεγονότων- αφήνοντας ένα μέρος των συμπερασμάτων στην κρίση,
     και στην απόφαση, του δέκτη. Ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτό είναι έργο της πρόζας και μάλιστα
     από τα πιο χαρακτηριστικά (8). Απομένει να δούμε κατά πόσο ισχύει πραγματικά, κι αν ναι, πώς
     και γιατί ενσωματώνεται στην γενικότερη μέθοδο του ποιητή, που τώρα αρχίζει να αποκτά ευκρι
    νέστερο σχήμα.
     Το ποιητικό αυτό αφήγημα χωρίζεται νοητά σε τρία μέρη που διαδέχονται ομαλά το ένα το άλλο.
     Στο πρώτο μέρος ο αφηγητής γνωρίζει τον Μαξ και ακούει προσεκτικά τα λόγια του. Παρεμβαίνει
     σπανίως και μόνον για να περιγράψει τις χειρονομίες του συνομιλητή του ή τον χώρο στον 
    οποίο κινείται. 
    Έτσι, του δίνει την ευκαιρία να εκθέσει τις ιδέες και τη στάση του απέναντι στον κόσμο. Ο Μαξ 
    γοητεύεται από τον ανώφελο χρόνο -ανήκει στη νύχτα-, είναι μοναχικός και φτωχότερος κι από 
    τη φούχτα του καλόγερου, αρνείται την εξουσία -είμαι έξω από τη σφαγή των αμνών και των λύ
    κων-, διακινδυνεύει ανά πάσα στιγμή τη ζωή του -πολλές φορές περπάτησα πάνω σε τεντωμένο
     σκοινί- και έχει όραμα - πιστεύει στην οργιαστική βλάστηση του μέλλοντος. Ο Μαξ εκπροσωπεί 
    έναν καλλιτεχνικό και υπαρξιακό ιδανισμό που μπορεί να θέλγει, πλην δεν πείθει, στο ελάχιστο, 
    τον αφηγητή. Το δεύτερο μέρος ξεκινάει όταν ο τελευταίος ομολογεί ταπεινά την αδυναμία του:
    Μαξ του είπα μείνε με τα όνειρά σου
    εμένα άσε με να φύγω
    να πάω με τα δικά μου τα όνειρα
    τα σκυλίσια μου όνειρα σ’ ένα τενεκέ
    σκουπιδιών
     
      Ποιητής ο Μαξ, σκύλος ο αφηγητής, θα συνεχίσουν τις ασύμπτωτες πορείες τους μετά από αυ
    τή 
    την αλληλοαναγνώριση ώσπου να εξαντληθεί ο διάλογός τους (κυρίως ο μονόλογος του Μαξ, 
    που ερμηνεύει εύστοχα τις διακριτικές σιωπές του αφηγητή). Και να που, αίφνης, στο τρίτο μέ
    ρος
     η «αλληλοαναγνώριση» αποδεικνύεται πλαστή. Χωρίς να αλλάξουν τα ονόματα και οι ιδιότητες,
     αντιμετατίθενται οι αρμοδιότητες. Ο αφηγητής γράφει και ο Μαξ επιστρέφει στον δρόμο - ας μη
     παραβλέψουμε, μιλώντας πραγματολογικά, ότι το όνομά του συνηθίζεται πολύ σε σκύλους (10) 
    :
    Τελείωσα τούτο το γραφτό κι ο Μαξ με φίλησε. Τώρα
    μπορώ να φύγω είπε. Γεια σου σκύλε. Γύρνα στο σπίτι
    σου υπάρχουν ακόμα όνειρα που σε περιμένουν. Εγώ
    ήμουν δακρυσμένος κι ο Μαξ στη γωνιά του δρόμου
    γινόταν ένα με το ξερό φως.
     
      Συνοψίζω. Ο αφηγητής γνωρίζει τον Μαξ, η γνωριμία τους προκαλεί την αντίδρασή του και εκεί
    νη με τη σειρά της αποκαλύπτει δύο διαφορετικούς χαρακτήρες -έναν ηττοπαθή παρατηρητή και
     έναν ένθερμο ονειροπόλο. Η πρόζα -αιτιακή τάξη, σύγκρουση τύπων ή χαρακτήρων- χρησιμεύ
    ει στον Σινόπουλο για να χειριστεί με περισσότερη άνεση και μεγαλύτερη εμβέλεια το θέμα του 
    ποιητικού εγώ, που απασχολεί το αφήγημα στο σύνολό του. Ο Μαξ είναι καθρέφτης του αφηγη
    τή και τανάπαλιν. Ό,τι δεν μπορεί να γίνει εκ των πραγμάτων ο ποιητής, αναλαμβάνει να το υπε
    ρασπιστεί ο Μαξ και ό,τι, πάλι, διασώζεται ως πικρή αλλά ρεαλιστική δυνατότητα στην ποιητική 
    συνείδηση, υποχρεώνεται να το υπομείνει ο αφηγητής. Το σπάσιμο του ποιητικού εγώ σε δύο, 
    διαμέσου μιας φόρμας που δανείζεται τα μέσα της από την πεζογραφία, εξυπηρετεί τη σκηνοθε
    σία -τη μεταμφίεση- των ιδεών και την πειστική, μέσω μιας υποτυπώδους δράσης, κοινολόγησή
     τους. Από το σημείο αυτό, πάντως, και πέρα η πρόζα, με την αντιμετάθεση των ιδιοτήτων Μαξ 
    και αφηγητή που είδαμε προηγουμένως, θα συμμορφωθεί με το ποιητικό αίτημα. Ο Σινόπουλος
     διηγείται μια ιστορία, βάζει τα πρόσωπά της να λύσουν τις διαφορές τους και στο τέλος μας τρα
    βάει το χαλί κάτω από τα πόδια - ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμού ήταν, μας λέει, μια άσκηση αμφι
    σημίας για κάτι πάνω στο οποίο ούτε ο δημιουργός δεν έχει καλά-καλά αποφασίσει. Ποιητής
     μπορεί να είναι αυτό ή εκείνο -Ίκαρος ή Πλούτων- τα λόγια του, όμως, οφείλει να τα προσέχει 
    -να τα λέει μόνο όταν χρειάζεται και με τον τρόπο που επιβάλλουν κάθε φορά οι περιστάσεις: όπ
    ως ο Μαξ και ο αφηγητής.
      Ανακατεύοντας τα χαρτιά, καταγράφω μερικά ακόμη πρόσωπα, που επαναλαμβάνονται ή εμφα
    νίζονται για πρώτη φορά στο Μεταίχμιο Β (1957), στην Ελένη (επίσης 1957) και στη Νύχτα και
     την Αντίστιξη (1959): Μαρία, Φίλιππος, Ιάκωβος, και, φυσικά, Ελένη -από τον τίτλο ήδη της ενδι
    άμεσης συλλογής. Δεν θα παραμείνω άλλο, επιμένω, πάντως, ότι θα μας φανούν χρήσιμα.
      Προχωρούμε εκ νέου με ονόματα: Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου (1961). Η μορφή
     της ποιητικής πρόζας, όπως την είδαμε στη Γνωριμία με τον Μαξ, εμπλουτίζεται με κάποια στοι
    χεία που κατά τη γνώμη μου προετοιμάζουν τη μετάβαση του Σινόπουλου στο επόμενο και τελι
    κό στάδιο. Το έργο διαρθρώνεται σε δύο επίπεδα: τους θεατρικούς διαλόγους και τους ποιητι
    κούς μονολόγους. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, ο ποιητής οργανώνει αλλεπάλληλες 
    εκδοχές πάνω στο ίδιο θέμα. Με τα όσα έχουμε προλάβει να συζητήσουμε, ο σκοπός του γίνεται
     εύκολα κατανοητός: επιδιώκει, για άλλη μια φορά, τώρα πιο συστηματικά, τη δημιουργία ενός
     αντικειμενικού πλαισίου δράσης στο εσωτερικό του οποίου κινούνται περισσότερο αυθύπαρκτα
     πρόσωπα και λιγότερο άζωα, χωρίς πνοή κα υπόσταση, προσωπεία. Δεν μπορούσα, παρατη
    ρεί ο Σινόπουλος σε ωριμότερη περίοδο, να είμαι εγώ ο αφηγητής, ο ποιητής και ταυτόχρονα ο
     συμμετέχων στη δράση του ποιήματος, σε όλα τα επίπεδα. Έπρεπε οι άλλοι να λειτουργούν κα
    τά κάποιο τρόπο σαν πρόσωπα ανεξάρτητα (11).
      Αλλά τι ακριβώς συμβαίνει στο Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου; Τι είναι αυτό που τρο
    φοδοτεί τη ζωή των πρωταγωνιστών; Ένας έρωτας και το ιερό προϊόν του - ένα παιδί. Η Ιωάννα 
    ερωτεύεται τον Κωνσταντίνο ιδανικά· το ίδιο κάνει κι εκείνος μαζί της. Ζουν ευτυχισμένοι και η Ιω
    άννα γεννάει. Το παιδί, ωστόσο, πεθαίνει και οι παλιοί εραστές μοιάζουν τώρα με φαντάσματα 
    που σέρνουν άσκοπα τις άυλες σάρκες τους μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο. Με ανελαστικά κριτήρια
    , ένα τόσο περιορισμένο story δεν συνιστά πλοκή (12). Ωστόσο, αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά 

    τη μέθοδο του Σινόπουλου το συμπέρασμα δείχνει διαφορετικό. Δεν είναι μόνο οι δύο μεγάλοι 
    μονόλογοι που προηγούνται του κυρίως σώματος της συλλογής, μιλώντας για όσα θα ακολουθή
    σουν με πρωθύστερο τρόπο (όπως σε πολλά παραδείγματα του ρεαλιστικού και του μοντέρνου
     μυθιστορήματος), αλλά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα (ο Γείτονας, η Μάνα), που σχολιάζουν και
     προωθούν τη δράση. Είναι, επιπλέον, το ίδιο το γεγονός του θανάτου του παιδιού, που στέκει
     ως τομή ανάμεσα στους δύο χρόνους του ποιήματος: την εποχή της αθωότητας (όταν η Ιωάννα
     ερωτεύεται τον Κωνσταντίνο επειδή συμπάσχει με τον ονειρικό του κόσμο) και την εποχή της
     ενοχής (όταν ως μάνα θεωρεί τον ίδιο κόσμο υπαίτιο για τον χαμό της σπλάχνου της). Είχε, λοι
    πόν, δίκιο ο Αλέξανδρος Κοτζιάς όταν έγραφε ότι το Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου
     διαθέτει τα στοιχεία ενός μυθιστορήματος (13): μύθο εν εξελίξει, πρόσωπα με διακεκριμένους 
    χαρακτήρες και ροή τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο. Ο δημιουργός δεν ξεπερνάει την ποιη
    τική πρόζα, αγγίζει, ωστόσο, τα όριά της. Δίνει στους μονολόγους μορφή στίχου, αλλά συνοδεύ
    ει τους διαλόγους με σκηνικές οδηγίες· οι πρωταγωνιστές του μιλούν ποιητικά, αλλά η συμπλο
    κή των ομιλιών τους παραπέμπει στη διαδοχή των μυθιστορηματικών κεφαλαίων· όσοι λαμβάνο
    υν μέρος στη δράση δεν αντιπροσωπεύουν αφηρημένους γενικούς τύπους -ανδρείκελα που δι
    εκπεραιώνουν παθητικά τον λόγο του ποιητή- αλλά αποτελούν, αντίθετα, εξατομικευμένες περι
    πτώσεις στο πλαίσιο μιας ευρύτερης σύνθεσης· τέλος, οι θέσεις του Κωνσταντίνου και της Ιωάν
    νας δεν μένουν σταθερές - τροποποιούνται ανάλογα με την εξέλιξη των γεγονότων και τις απαιτή
    σεις του αφηγηματικού συνόλου. Βρισκόμαστε κιόλας αρκετά πιο μπροστά από τη Γνωριμία με
     τον Μαξ και, οπωσδήποτε, έχουμε αφήσει αρκετά πίσω τον Νεκρόδειπνο για τον Ελπήνορα.
      Και όχι μόνον. Κατά περιοχές, ο Σινόπουλος παραιτείται από τις ενδιάμεσες λύσεις και γράφει,
     αν μπορώ να το πω έτσι, διηγήματα. Παραθέτω ατόφιο «Το σπασμένο κόκαλο», επιφυλάσσο
    ντας κάποια σχόλια για μετά το πέρας της ανάγνωσης:
    Εκείνο που ελπίζω να εννοήσετε από μένα δεν είναι η εξιστόρηση του γεγονότος. Με νοιάζει πιο
     πολύ η ουσία η ιδιαίτερη που κρύβεται στο γεγονός ανάμεσα όπως το αλάτι στο νερό της θάλασ
    σας ή μέσα στις οικοδομές το φως. Την ώρα εκείνη φυσικά φως δεν υπήρχε. Περπατούσαμε. Κι
     η μάνα ήταν σχεδόν τυφλή. Πάντα παραπονιόταν πως δεν έβλεπε τη νύχτα. Της χρησίμευαν έ
    τσι πολύ συχνά τα μάτια μου συχνά κρατιόταν πάνω μου για νάχει σιγουριά στο βάδισμα. Όμως 
    το βράδυ εκείνο που γυρίζαμε κρατιόταν πάρα πολύ περισσότερο ίσως απ’ την άφωνη σύμβαση
     των σωμάτων μας. Με κούραζε. Τότε την έσπρωξα. Όμως την έσπρωξα; Ίσως χαλάρωσα κάπως
     απότομα το χέρι μου απ’ το σφίξιμο. Ίσως το χέρι της εγύρεψε να στηριχτεί πιο στέρεα κάπου 
    αλλού. Ίσως την άφησα χωρίς κανένα στήριγμα. Δεν ξέρω αν έφταιξε μονάχα αυτό. Ίσως απαίτη
    ση της νύχτας ήταν να ξεφύγω από τα χνώτα της που ερχόντανε πάνω στα μούτρα μου. Ήμουν
     γεμάτη από συμπάθεια για τη μάνα το τονίζω αυτό.
      Μα το κορμί της είχε την ιδιαίτερη οσμή των παλιών γυναικών με τ’ ακίνητα κύτταρα που βασα
    νίζονται από αόριστες παθήσεις. Ίσως αυτά που ανιστορώ νάναι γεννήματα ενός μυαλού που
     βρίσκεται σε ταραχή και να μην αληθεύει τίποτα. Μονάχα να την έσπρωξα. Όπως ξυπνάς ένα
     πρωί και σ’ ενοχλεί η γαλήνη γύρω σου κάνεις μια κίνηση θέλω να ειπώ και δε φαντάζεσαι πως
     κάποιος πέφτει από το τρίτο πάτωμα. Ύστερα ακούγεται η κραυγή.
     Το ξέρω δεν την έσπρωξα. Τουλάχιστον δεν έβαλα τη δύναμή μου αντίμαχη με τη δική της δύνα
    μη. Ίσως το χέρι μου κουράστηκε. Όμως δεν άφησα πάρα πολύ το σώμα της να φύγει από το
     στήριγμα. Μπορεί και νάτανε δική της θέληση να κρατηθεί πιο λίγο απ’ ό,τι εγώ λογάριασα. Μα
     κοίταξε. Ο λάκκος πρόσμενε. Κι η πέτρα κάτω κοφτερή. Δεν πρόσεξα. Νόμιζα εξαφορμής η νύχτα
     πως συνεχιζόταν το χορτάρι. Κι έτσι συνέβηκε το γεγονός. Το πέσιμο ήταν σιγανό. Σχεδόν δεν
     ήταν πέσιμο. Όμως τα κόκαλα από τη φύση τους είναι ξερά. Κι η πέτρα εχτρεύεται το κόκαλο 
    που μέσα στη ζεστή φωλιά του σώματος ξέχασε την καταγωγή του. Ίσως εκείνη τη στιγμή σκε
    φτόμουν άλλα. Ίσως ήταν μια νόμιμη άμυνα μπροστά σε τούτη την οσμή τόσο φριχτή καμιά φο
    ρά του ανθρώπινου ίδρωτα. Μα τη φωνή την άκουσα. Κι απόρησα. Δεν ήξερα πόσο είναι το κορ
    μί μας ψεύτικο σαν θα γεράσει. Πόνεσα. Κι αυτό είναι σίγουρο. Η κραυγή της μάνας μ’ έσφαξε. 
    Και μόνο όταν την άδραξα γοργά να τη σηκώσω τότε το είδα πως το κόκαλο τσακίστηκε στα δύο.
     Στο σπίτι ο Κωνσταντίνος είπε μόνο μάνα τρέχοντας. Μα σίγουρα κατάλαβε λιγότερα απ’ τη μά
    να του.
      Αυτή είχε πια γευτεί τη γοητεία από το σκοτεινό πέρασμα.
       Δεν μου διαφεύγει ο συμβολικός τόνος ο οποίος ακούγεται ευκρινώς σε πολλά σημεία του κει
    μένου. Απομονωμένο από τα συμφραζόμενα της συλλογής, «Το σπασμένο κόκαλο» μπορεί να 
    θεωρηθεί είτε  σπουδή θανάτου -μέσω ενός «αντικειμενικού» πάντα στον Σινόπουλο γεγονότος-
     είτε προβολή μιας μνήμης ένοχης για συμβάντα των οποίων η αξία και το βάρος μάλλον αμφιρ
    ρέπουν στην ποιητική συνείδηση. Μέσα, όμως, στα συμφραζόμενα του Άσματος το ίδιο κομμάτι
     παίζει έναν εντελώς διαφορετικό και πολύ κρίσιμο ρόλο. Η Ιωάννα, διότι περί αυτής πρόκειται,
     μοιάζει να παίρνει αθέλητα την εκδίκησή της για τον θάνατο του παιδιού - είναι το κορυφαίο ση
    μείο της καμπύλης που διαγράφει η δράση. Έχει προηγηθεί η σύγκρουσή της με τον Κωνσταντί
    νο («Η δοκιμασία της νύχτας») γύρω από τη μαρτυρική τους συμβίωση και τα οδυνηρά της παρε
    πόμενα. Θα ακολουθήσουν ο θρήνος και η απόλυτη μοναξιά του άντρα της - το χαμένο και πανά
    κριβα πληρωμένο στοίχημα του ποιητή («Χορός γειτόνων», «Η καρατόμηση», «Η φωνή του
     Κωνσταντίνου»).
      Θέλω, τώρα, να δούμε από πιο κοντά την οργάνωση του κειμένου. Γραμμένο σε πρώτο πρόσω
    πο και με ασθματικό τονισμό (τα σημεία στίξεως τηρούνται ελλιπώς), φέρνει στον νου τις θεωρί
    ες για την υποκειμενική γωνία λήψεως του αφηγηματικού γεγονότος. Αντί για την πιραντελλική 
    μέθοδο της εισαγωγής πολλών υποκειμένων-ερμηνευτών, ο Σινόπουλος εστιάζει τη δράση στη 
    βήμα προς βήμα μνημονική ανασύνθεση της αφηγήτριας. Τι κερδίζει με αυτό; Μα είναι, μου φαί
    νεται, σαφές. Αν διάλεγε τον στίχο, θα του ήταν αδύνατον να αναπαραστήσει τη σύγχυση κινή
    τρων της Ιωάννας και επομένως τη δραματική αντίφαση που διαπερνά την ύπαρξή της - αγάπη
     και μίσος προς τον Κωνσταντίνο που αφιέρωσε το πλέον υποσχόμενο μέρος της ζωής του στα 
    όνειρα και στους νεκρούς της ιστορίας. Ο στίχος μπορεί να αποδώσει το υποκειμενικό δράμα 
    σε χρόνο παροντικό ή παρελθοντικό, αλλά δεν μπορεί να αναχθεί στις ψυχολογικές διαβαθμί
    σεις της πράξης-πηγής η οποία το προκάλεσε. Αν, πάλι, ο δημιουργός προτιμούσε το σκηνικό 
    ποίημα με τη σκιαγράφηση προσώπων που θα εξηγούσαν, το καθένα για δικό του λογαριασμό, 
    την παρόρμηση της Ιωάννας, θα αδυνάτιζε επικίνδυνα τον χαρακτήρα της, σπάζοντας την ισορ
    ροπία των σχέσεων που τόσο προσεκτικά φιλοτέχνησε στο σύνολο της συλλογής. Δεν έχω πα
    ρά να επαναλάβω κάτι που είπα σχεδόν από την αρχή. Όποτε ο Σινόπουλος προσπαθεί να εντε
    ίνει την επικοινωνία με τον αποδέκτη των ιδεών του, δανείζεται τα μέσα και τους τρόπους της 
    πεζογραφίας - κάθε φορά με μεγαλύτερο ζήλο και πιο προωθημένα αποτελέσματα.
      Κάθε φορά με μεγαλύτερο ζήλο: Νομίζω ότι με τον Νεκρόδειπνο (1972) ο ποιητής επιδεικνύει 
    έναντι της πρόζας κάτι περισσότερο από ζήλο. Αν δεν αλλάζει γένος, αλλάζει, χωρίς καμμιάν 
    αμφιβολία, είδος. Θα ξεκινήσω, πριν πω ο,τιδήποτε, με ένα εύγλωττο δείγμα από το «Σοφία και
     άλλα»:
     
    Ήρθε η Ελένη, σούρτα φέρτα, νευρίαζα, κοντά κανιά, ανυπόφορη, φίνο κουστούμι εθάμαξε -κι ο 
    ράφτης μου ξυνίστηκε, δεν είχα να του δώκω κι ο πατέρας μου στο μπάγκο αμίλητος,
    ψάλτης στον Αγιαντρέα, κυρ-Δημητρό, καλά τη βόλεψες, μα τι δουλειά είναι αυτή, καλοκαιριάτικα
     κερί-λιβάνι κι άσε πια το ράσο να συγκαίγεσαι
    με τέτοια ζέστη. Κι ήμουν
    εκεί στον ξεροπόταμο, πεσμένος μπρούμυτα, διαβολεμένος άνεμος απ’ τη λοξή χαράδρα, απά
    νου κάθετα βουνά,
    τα πολυβόλα θέριζαν, αντίλαλοι, χιλιάδες πέτρες σκάζοντας σ’ εκατομμύρια πέτρες, ήλιος ασά
    λευτος ψηλά, γεννώντας ήλιους, κι ούδε
    χορτάρι, ουδέ νερό, δίψα μονάχα, μύγες τύραννοι, καταραμένη η φάρα τους, και ξέχασα ασιχτίρ
    , να κάνω τηλεφώνημα στη Λίτσα Κυριακή
    για Πόρο λέγαμε, θάτανε Λίτσα και Μαρίκα, ο Αντώνης από τη Λάρισα -καθώς της άγγιζα το χέρι
     στον καρπό, σκιρτούσε φεύγοντας καράβι και νερό,
    πιο πέρα ο άμμος, έκαιγε, και το κορμί στον άμμο, ένα μεγάλο φως, πιο πάνω χρώματα αν γυρί
    σεις, γέφυρες, ίσια γραμμή
    στο μάτι, η Λίτσα ανάσκελα, έψιλον χρυσό, το νύχι κόκκινο
    το δάχτυλο σαλεύοντας, το πόδι αργά, τεμπέλικα, παίζοντας στο νερό,
    φύκια, σχιστόλιθοι, όστρακα,
    μεγάλη θάλασσα σπιθίζοντας, διαμάντια και
    μεγάλο μαύρο φως.
     
      Απέσπασα με κάποια υστεροβουλία το μικρό αυτό τμήμα. Υστεροβουλία διότι δεν είναι ούτε 
    τόσο φανερά ούτε τόσο συμπυκνωμένα σε όλο τον Νεκρόδειπνο τα χαρακτηριστικά που με εξαι
    ρετική σαφήνεια προβάλλουν εδώ. Κατ’ αρχήν, ο χρόνος αναφοράς του αφηγητή: πρόσφατο, 
    πριν λίγα λεπτά, παρελθόν -Ήρθε η Ελένη- που ύστερα από μια στιγμιαία αναδρομή στα νεανι
    κά χρόνια -κι ο ράφτης μου ξυνίστηκε- μεταπίπτει με παραληρηματικό τρόπο (καθαρή κατασκευή
     εσωτερικού μονολόγου) στην προσωπική, βιωμένη μνήμη της ιστορίας -τα πολυβόλα θέριζαν
    Σε απόσταση αναπνοής αναδύεται ως ευχή ανεκπλήρωτος το κοντινό, παντελώς τετριμμένο 
    μέλλον -για Πόρο λέγαμε. Κατόπιν, η γλώσσα: καθημερινή, βγαλμένη απ’ ευθείας -σχεδόν φωτο
    γραφικά- από τη σύγχρονη, άμεσα αναγνωρίσιμη εμπειρία. Στη συνέχεια, οι εικόνες: του τρέχο
    ντος περίγυρου, ενός πολύ οικείου κοινωνικού ήθους. Εν κατακλείδι, το σύμβολο, αντλημένο α
    πό τον Σεφέρη: μεγάλο μαύρο φως.
      Ο χρόνος, η γλώσσα, οι εικόνες και το μεγάλο μαύρο φως -τα ξανασημειώνω βιαστικά- μας με
    ταφέρουν στο καινούργιο ποιητικό έδαφος του Σινόπουλου, προδίδοντας ως αδιάψευστοι δείκτε
    ς τη ριζική μεταστροφή του στο πεδίο της έκφρασης. Το απροσδιόριστο χρονικό πλαίσιο των 
    προηγούμενων συλλογών μετατρέπεται εδώ σε συγκεκριμένο -βιωμένο- ιστορικό και κοινωνικό
     χρόνο. Η παλιά αφηρημένη γλώσσα του αφηγητή γίνεται τώρα λόγος απτός, λόγος που ανήκει
     σε ομιλητές οι οποίοι κυκλοφορούν δίπλα μας, ανάμεσά μας. Οι εικόνες δεν μας παραπέμπουν
     πλέον σε νεφελώδεις τόπους, ούτε σε αφαιρετικά σχήματα - μιλούν για το σήμερα, αποδίδοντας
     γυμνή, σχεδόν ακατέργαστη την πραγματικότητα. Τέλος, το μεγάλο μαύρο φως είναι το μοναδι
    κό σύμβολο που έχει πια στη διάθεσή του ο δημιουργός - και ο μόνος, ίσως, τρόπος για να πε
    ράσει στον προσφιλή διάλογό του με τους νεκρούς.
      Μπορώ, πιστεύω, να το πω χωρίς ιδιαίτερες επιφυλάξεις: ο Σινόπουλος δημιουργεί με τον Νε
    κρόδειπνο έναν ιδιόρρυθμο μυθιστορηματικό κόσμο που θα μείνει από πεποίθηση ανολοκλήρω
    τος ώς το τέλος του δημιουργικού του βίου. Ο ίδιος στον νέο του ρόλο θα συνδυάσει προσφυώς
     την παράδοση με τον μοντερνισμό: ρεαλιστική αναπαράσταση (για να αποδώσει το ύφος της 
    εποχής), ακατάστατη μνημονική αναδρομή του υποκειμένου (για να μας υποβάλει στο κλίμα της
     ιστορίας) και διακριτικές φωτοσκιάσεις (για να κερδίσει από την ποίηση ό,τι πολυτιμότερο έχει
     ακόμη να του δώσει: τη διαφυγή προς το αμφίσημο και την υπέρβαση).
      Στη σκηνή ανεβαίνουν δεκάδες πρόσωπα. Κοντά στους παλιούς γνώριμους θα σταθούν και άλ
    λα, εξ ίσου βασανιστικά φαντάσματα. Ο κατάλογος δεν θα τελειώσει ποτέ: ο Πόρπορας, ο Κοντα
    ξής, -καταγράφω στην τύχη- ο Μάρκος, ο Γεράσιμος, ο Τσάκωνας, ο Σαρρής, ο Φαρμάκης, ο Το
    ρτέγας, ο Τζαννής, ο Παπαρίζος, ο Ελεμίνογλου θα στοιχειώσουν στο πλάι των πρώτων, αλλά 
    και των κατοπινών συντρόφων (από τα χρόνια του Μεταίχμιου ώς τον τωρινό Νεκρόδειπνο). 
    Πρόσωπα βουβά, φασματικά, περνούν από τη μία συλλογή στην άλλη, αυξάνουν σταδιακά και 
    εντέλει συγκροτούν μιαν ολόκληρη στρατειά πεθαμένων, που σιγά-σιγά αφήνουν τον ποιητή και
     έρχονται προς τη μεριά του αναγνώστη. Τους έχουμε μάθει, πολλούς τους ξέρουμε καλά· περιμέ
    νουμε την εμφάνισή τους, θέλουμε να δούμε πώς θα τοποθετηθούν αυτή τη φορά απέναντι στον 
    αφηγητή και μέσα στη δράση: όπως περιμένουμε στο μυθιστόρημα την επέμβαση κάποιου ήρω
    α τον οποίο ο συγγραφέας έχει προσώρας αποσύρει στο περιθώριο. Δεν μου έλειψαν οι ευκαιρί
    ες όσο προχωρούσα στα βιβλία του Σινόπουλου να σημειώσω πόσο σημαντική θέση κατέχουν
     στο έργο του τα ονόματα, ιδίως από την άποψη που μας ενδιαφέρει: των σχέσεών του με τη 
    συνθετική προοπτική της πεζογραφίας. Τώρα μπορούμε να το καταλάβουμε. Οι νεκροί του δεν
     εκπροσωπούν μόνο και γενικά τις άκαρπες θυσίες της ιστορίας· πολύ περισσότερο, ενσαρκώ
    νουν τα πρόσωπα ενός κόσμου που στέκεται σπαραχτικά ζωντανός -παρά το σκιώδες περί
    γραμμά του- στη συνείδηση του παρατηρητή ο οποίος τον προσλαμβάνει.
      Ο Νεκρόδειπνος ολοκληρώνεται με ένα ακόμη νεότευκτο, σε σχέση με όσα έχουμε ώς τώρα 
    διαπιστώσει, δεδομένο. Στα δύο τελευταία κείμενα της συλλογής αλλάζει, για πρώτη φορά τόσο 
    αποφασιστικά, ο χαρακτήρας του αφηγητή. Μέχρι και πριν από λίγο τον ακούγαμε να μιλάει 
    «από μέσα»: μετείχε στην ιστορία που μας έλεγε, αποτελούσε αναπόσπαστο μέλος της. Ήταν,
     για να το πω με θεωρητικούς όρους, ομοδιηγητικός. Είδαμε στο Μεταίχμιο ότι η μετάβαση από 
    το δραματικό -την υποκειμενική συμμετοχή- στο αφηγηματικό -την αντικειμενική θέση- γινόταν
     με έναν παρέμβλητο ευθύ λόγο, που κατ’ ουσίαν προέβαλλε την ενοχή του πρωταγωνιστή: ο 
    Ελπήνωρ αναχώνευε τη φωνή του ποιητή. Είδαμε επίσης ότι το ίδιο πρόβλημα στη Γνωριμία με
     το Μαξ λυνόταν δι’ ενός αντικατοπτρισμού: ο Μαξ υποδυόταν τον ρόλο του αφηγητή και τανάπα
    λιν. Στο Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου θυμόμαστε ότι τη λύση έδωσαν οι θεατρικοί 
    διάλογοι και μονόλογοι. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η εμπλο
    κή του ομιλητή στα γενόμενα λειτουργούσαν ως απαράγραπτη και περίπου απαραβίαστη σύμ
    βαση. Στο κλείσιμο του Νεκρόδειπνου ο Σινόπουλος προκρίνει τον ετεροδιηγητικό (14) αφηγητή.
     Αναφέρεται στην ιστορία του ψυχρά, δεν συμβάλλει -τουλάχιστον φανερά- στην πορεία της. 
    Λέει απλώς κάτι που άκουσε ή που ξέρει καλά. Διαλέγω δύο σύντομα αποσπάσματα.
    Από «Το τραίνο»:
    Δεν τα κατάφερνε να κοιμηθεί, ζέστη του κερατά, καιγότανε το μεσημέρι, η κάμαρα μια κόλαση, 
    πλάγιασε πάλι, απέναντι η Φανή,
    το μάτι της Φανής ασάλευτο, στο κάντρο χρόνια δεκαεφτά
    που πέθανε, κι όξω από την κάμαρα ο σταθμός, σακατεμένες
    μηχανές βουλιάζοντας στο σίδερο.
     
    Από το «Περίπου βιογραφία»:
    Κι όπως κοιμότανε τη νύχτα, ματωμένα βουνά και πέτρες
    που πέφτανε απάνω του, γύρω γύρω μισοί, μισοφώτιστοι
    οι φίλοι του
     
    και οι άλλοι με φάτσες που μόλις θυμόταν, με περίεργα
    μάτια συναγμένοι τον κοίταζαν.
                                                                                       
      Να, λοιπόν, που ο Σινόπουλος μοιάζει με τον παντογνώστη μυθιστοριογράφο που αναποδογυ
    ρίζει προς τα έξω την ψυχή του ήρωά του: προκαταλαμβάνει τα όνειρα, εκθέτει τις επιθυμίες και
     αναπτύσσει με άνεση τους βαθύτερους φόβους του ως εάν ήτο πανταχού παρών και τα πάντα 
    πληρών. Προσοχή, όμως. Την ώρα που ο δημιουργός ετοιμάζεται να κάνει το πιο μεγάλο άλμα,
     υποχωρεί. Και όχι, προφανώς, από ολιγωρία. Ο συγκεκαλυμμένος εσωτερικός μονόλογος του 
    πρώτου αποσπάσματος και οι ονειρικοί φίλοι του δεύτερου παραπέμπουν στο ποιητικό υποκεί
    μενο που ήδη γνωρίζουμε. Το χαλί έχει φύγει και πάλι κάτω από τα πόδια μας. Βρισκόμαστε 
    μπροστά σε ένα μυθιστορηματικό προείκασμα, που δεν θα γίνει ποτέ μυθιστόρημα. Η Νόρα 
    Αναγνωστάκη μιλάει επί του προκειμένου για μεταγλώσσα (15) και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης για μια 
    μυθιστορία που απορροφά κηλίδες ποίησης (16). Εγώ λέω ότι ο Σινόπουλος έφτασε στον Ρου
    βίκωνα και αντί να τον διαβεί, τον διαπλέει. Δουλειά του δεν είναι να αθροίζει τεχνικές ή να μετα
    μορφώνεται εκφραστικά χάριν ασκήσεων ύφους. Εκείνο που τον νοιάζει πάνω απ’ όλα, το έχει 
    πετύχει: να μεταδώσει με κάθε διαθέσιμο μέσο (εννοώ κάθε διαθέσιμο μέσο εξαντλητικά δοκιμα
    σμένο στο εργαστήριό του) τον εφιάλτη που καταδίωξε την ποίηση και την ύπαρξή του.
      Μυθιστορηματικό προείκασμα και εργαστήριο: έχω την εντύπωση πως τα δυο τους συνδέο
    νται με ένα πολύ παράδοξο τρόπο στο Χρονικό (1975). Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο διακρίνω ένα υ
    λικό που χωρίς μεγάλο κίνδυνο θα μπορούσαμε να αναγάγουμε σε δύο αντίστοιχες τάξεις: σε 
    κείμενα που μοιάζουν να τείνουν ακόμη προς τη μυθιστορηματική σύνθεση και σε κομμάτια που
     φαίνεται να ξέμειναν, να περίσσεψαν στο εργαστήριο του συγγραφέα. Κι όλα αυτά ανάκατα, 
    ατάκτως ερριμένα, σε μιαν επιφάνεια με ανοιχτούς πόρους, που «αναπνέει» προς πάσα κατεύ
    θυνση. Παίρνω αφορμή από ένα παράδειγμα που συγγενεύει τα μάλα με τις προσπάθειες του 
    δημιουργού στον Νεκρόδειπνο: Το αποσπώ από το «Χρονολογία του ποιήματος» και έχει ως 
    εξής:
    Το χέρι του κρεμότανε τα δάχτυλα ξερά στα σύρματα.
    Πώς κρέμουνται τα ρούχα στο συνοικισμό τα μπαλωμένα
    εσώρουχα. Στο μεταξύ βρεθήκαν κι άλλοι σκοτωμένοι
    στα χαμόδεντρα. Στον παρακάτου δρόμο ο Γιάννης
    είπε δέκα σκοτωμένοι στη σειρά κι ο Γιάννης
    κατεβαίνοντας από το σπίτι του μας είπε ογδόντα
    σκοτωμένοι στη σειρά μην απελπίζεστε μας είπε ο
    Γιάννης θα φροντίσει ο Δήμαρχος.
     
      Εδώ ανιχνεύονται όλα τα στοιχεία που εντοπίσαμε στον Νεκρόδειπνο (εσωτερικός μονόλογος
    , ρεαλιστική αναπαράσταση, κεντρικός -αν και αφανής- ήρωας, βοηθητικά πρόσωπα) συν το μο
    τίβο της ειρωνικής επανάληψης. Μέσα σε μια σύντομη σχετικά πρόταση, το όνομα του Γιάννη 
    επανέρχεται τρεις φορές και των «σκοτωμένων» δύο. Ο αφηγητής μιλάει εις ήχον πλάγιον για 
    το γεγονός του μαζικού θανάτου. Αντί να εκφράσει τα αισθήματά του για το δράμα, παίρνει από
    σταση και μεταθέτει στον δευτεραγωνιστή το βάρος της ανακοίνωσης, επαναλαμβάνοντας παρα
    λλαγμένη επί τα χείρω την αρχική του πληροφορία. Η τριπλή επανεκφορά του Γιάννη αποδίδει 

    έμμεσα την ψυχική ένταση του πρωταγωνιστή και το ασήκωτο βάρος της μνήμης του. Η μαγιά 
    ή, κάτι περισσότερο, το καλούπι για το μυθιστόρημα είναι έτοιμα. Αυτά, εντούτοις, μόνο στην αρ
    χή, στα κείμενα που μας εισάγουν στο Χρονικό. Στις «Σημειώσεις» που έπονται, το παιγνίδι της 
    σύνθεσης μοιάζει να έχει χαθεί διαπαντός. Ο Σινόπουλος προτιμά να επιδείξει τα σκόρπια υλικά 
    που διασώθηκαν -τις ιδέες που έριχνε στο χαρτί, τα σχέδια που κατέστρωνε και ύστερα, για να
     το πούμε σεφερικά, «χαλνούσε», το ημερολόγιο που ενημέρωνε όσο συνέχιζε να γράφει. Ιδού:
     
    Να θυμηθώ κάτι να θυμηθώ -τόχω ξεχάσει- για την
    Κατερίνα και το Φίλιππο.
     
    Να γράψω και να καταγράψω εκείνο που είδα στην
    κηδεία του γέροντα πούμοιαζε τόσο με φανταστική
    παρέλαση φανταστική γιορτή κι όλοι μαζί μετά
    κραυγάζαμε αλαλάζαμε-ταρατατάμ.
     
    Και:
     
    Μου βγήκανε κάτι πεντεξεφτά σελίδες για το Χρονικό.
    Φτηνές ακόμα δεν πειράζει καλή αρχή.
     
    Στο μεταξύ αρρωσταίνω με τραβάνε στο νοσοκομείο -ένα
    της συφοράς. Έρχεται η Ντούτσα μια αγκαλιά λουλούδια
    ολάκερη. Έχεις πεθάνει ή θα πεθάνεις; με ρωτά.
     
      Σκόρπια υλικά, λοιπόν, ίνες τραβηγμένες από έναν ιστό που δεν θα δούμε ποτέ, γιατί Ό,τι πετά
    ξεις όφελος. Κι ό,τι κρατάς καταγραφή ξερή τα λυρικά να λείπουνε. Αυτή είναι η μέθοδος -κατα
    γραφή ξερή-  που θα εφαρμόσει χωρίς αποκλίσεις από εδώ και στο εξής ο Σινόπουλος. Κύρια 
    στοιχεία της, το ασύνδετο και το ασυνεχές, η ετερογένεια τόσο της πρώτης ύλης όσο και των 
    εκφραστικών μέσων. Ας το δούμε κάπως πιο συστηματικά. Από την άποψη της πρώτης ύλης:
     ιστορικές μνήμες, όψεις της καθημερινής ζωής, νότες κοινωνικής κριτικής, θεωρία ποιήσεως,
     σπουδές θανάτου, ερωτικές εικόνες, φιλολογικές αναφορές. Από την άποψη των εκφραστικών
     μέσων και ειδών: σελίδες ημερολογίου και συγγραφικές σημειώσεις (προλάβαμε κάποια πρά
    γματα πιο πάνω), παραβολές δίκην μελλοντολογικού αφηγήματος, ξεστρατισμένοι στίχοι, υ
    περλεξιστικά γυμνάσματα, διοικητική ή τεχνική ορολογία, ημιτελή σενάρια, θεατρικοί λόγοι και
     αντίλογοι, γλώσσα του ρεπορτάζ, ύφος δοκιμίου. Αν στα προηγούμενα βιβλία του ο δημιουργός
     αξιοποιεί τις ανακαλύψεις των μοντερνιστών μυθιστοριογράφων των αρχών του αιώνα (ροή 
    της συνείδησης, πολλαπλές αφηγηματικές γωνίες, συνειρμική γραφή), στο Χρονικό ερωτοτρο
    πεί με τις αναζητήσεις της ευρωπαϊκής πεζογραφίας κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ‘50 και
     του ‘60. Παίζει, δηλαδή, με τα είδη της λογοτεχνίας, ανακατεύει τα χαρακτηριστικά τους και 
    εκπονεί στην πραγματικότητα ένα ενιαίο κείμενο (17), που βασίζεται στις αλλεπάλληλες προ
    σχώσεις και στους συνδυασμούς των παραγεμισμάτων του. Διαλέγω, χωρίς κόπο, τρία πολύ 
    ενδεικτικά κομμάτια, που θα αφήσω επίτηδες -για να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά- ασχο
    λίαστα.
    Φωνή (επαναλαμβάνοντας ασταμάτητα). Καλείται. Καλείται. Καλούμεθα. Διάδρομοι και πόρτα 
    αριστερά. Στροφή
    παρακαλώ πολύ προσέχετε. Εντάξει ευχαριστώ προσέχετε.
    Τέσσερα-τέσσερα-εικοσιτρία-ογδόντα τέσσερα.
    Φωνή (που επαναλαμβάνεται πιο σταθερή). Δομή νομή
    κατανομή. Τα δάχτυλα τα χέρια σας προφίλ ανφάς το
    πρόσωπό σας. Η πραγματική σας ταυτότητα. Η κατοικία
    ο αριθμός προσώπων. Συμμορφωθείτε κι αποφύγετε
    τους παραλογισμούς. Ποιος είστε;
     
    («Δοκίμιο ‘73-‘74», VIII)
     
    Άλλο:
    Εγώ δεν ξέρω τίποτα δεν είμαι τίποτα είπε ο
    Νικήτας. Πάντοτε κοιμόμουν σε κείνη την τρύπα
    που είδατε γεμάτη με τρακόσα χρόνια.
     
    Θα δώσω ό,τι γυρεύετε θα μαρτυρήσω. Για τον κατήφορο
    και τους αμμόλοφους. Φοβάμαι και θα μαρτυρήσω
    και μη με.
     
    («Νύχτες», ΙΙΙ)
     
    Και το τρίτο:
    Σφηνωμένος εκεί που οι πόρτες κλειστές.
    Χτυπημένος ανάσκελα μπρούμυτα.
    Ένα δίχτυ του χρόνου.
    Ένα δίχτυ του κάποτε-ανασαίνω-ελπίδα-
    σας γράφω.
    Όταν έλεγες με τα νύχια μου σκάβω το χώμα στην
    κόλαση
    και τα λόγια σου πηδούσαν απ’ το αίμα.
    Άλλο πράγμα το γέλιο-γελούσες
    άλλο πράγμα η φωνή-μην ουρλιάζεις
    μη γυρίζεις το κεφάλι σου πίσω
    στάσου ακίνητος μη.
     
    («Ακόμη μια νύχτα», VI)
     
      Ο Χάρτης (1977) αποτελεί κάτι σαν ανάπαυλα σε αυτή την πορεία του Σινόπουλου προς τη δια

    σπορά. Μιλώντας κυρίως για την ιδιότητα του ποιητή και αμφισβητώντας την αξία της, διατηρεί 
    πιο πολύ τη μορφή των σημειώσεων που λέγαμε παραπάνω χωρίς να παρουσιάζει τον πολυ
    συλλεκτικό χαρακτήρα του Χρονικού. Μας αποκαλύπτει, ωστόσο, με τον τρόπο του, ότι ο δημι
    ουργός έχει πλήρη επίγνωση της κατεύθυνσης που χαράσσει με τη δουλειά του:
    Σε τούτο το έργο, αν καλοκοιτάξεις, υπάρχει αυτή
    η υπόγεια συνέχεια, κρυφή αλυσίδα, κάτι αφανέρωτες
    ανταποκρίσεις, δίχτυ πολύπλοκο ή αθόρυβος μηχα-
    νισμός. Στο πάνω πάτωμα κινούνται ρυθμικά τα ε-
    πιπολής στοιχεία, λέξεις, δεσίματα και αναφορές,
    στιβάδες, στρώματα της γλώσσας. Στο κάτω πάτωμα
    χωνεύει ο μύθος. Μην προσπαθήσεις να τον βγάλεις
    από τη φωλιά του, δεν εξαγοράζεται. Είναι ένα ζώο
    ογκώδες και κακό, δε θέλει φως, δαγκώνει τη σιωπή
    του.
     
      Υποπτεύομαι ότι ο ποιητής έχει κατά νου όχι μόνο όσα ξεκίνησαν με το Χρονικό, αλλά και τα 


    πρόσωπα που εγκαταστάθηκαν σαν μυθιστορηματικοί ήρωες -είδαμε πώς- στο έργο του: μια 
    Νέκυια, όπως το θέλει ο Γ. Π. Σαββίδης (18), ή ένα αφήγημα, όπως το λέγαμε στην αρχή-αρχή, εν
     προόδω, το οποίο στην κυριολεξία θρυμματίζεται στην ύστατη φάση του, το Νυχτολόγιο (1978).
     Να πώς ανοίγει το τελευταίο βιβλίο του ο Σινόπουλος:
    Συνεχίζοντας έτσι,
    Συνεχίζοντας μέσα στα χρόνια. Παλεύοντας να ξε-
    καθαρίσω τι αξίζει τούτο ή εκείνο, που το μισό-
    γραψα στα ενδιάμεσα της καθημερινής δουλειάς, σε
    στιγμές βαρεμάρας ή κούρασης. Ή τούτο το άλλο που
    καρφώθηκε σε κάτι αμφίβολες περιοχές της μνήμης.
    Πρόχειρα χαρτιά χωρίς καμιά χρονολογία. Τα σκίζω
    ή όχι;
     
     
      Συνεχίζοντας με πρόχειρα χαρτιά χωρίς καμιά χρονολογία τη διασπορά των υλικών του εργα
    στηρίου στους πέντε ορίζοντες: αυτοβιογραφικά στοιχεία, κριτικά σημειώματα, στιγμιότυπα από 
    την επαγγελματική ζωή, ημερολογιακές εγγραφές, ανεκδοτολογικά της λογοτεχνικής συντεχνίας,
     προσωπικές κρίσεις ή μαρτυρίες τρίτων για τις ποιητικές συλλογές που προηγήθηκαν, περιγρα
    φές της γενέτειρας, απόψεις για την ποιητική γλώσσα, καταγραφές ονείρων. Ο Σινόπουλος εγκα
    ταλείπει κάθε πρόφαση. Η μυθιστορηματικού τύπου αποδόμηση που ξεχωρίσαμε στο Χρονικό 
    μετασχηματίζεται εδώ σε τέλεια αποσάθρωση (19). Αποσάθρωση, που επιτείνεται από τη μέθο
    δο σύνδεσης των στοιχείων του αφηγηματικού υλικού. Στο Χρονικό υπήρχαν κάποιοι δείκτες, 
    ορισμένα πλαίσια εντός των οποίων λειτουργούσαν οι πολλαπλά διαφοροποιημένες αναφορές 
    του αφηγητή. Αν μη τι άλλο, οι τίτλοι των επιμέρους ενοτήτων προσδιόριζαν το είδος και τον χα
    ρακτήρα τους, αποδελτίωναν, αν μπορώ να το πω έτσι, και, ταυτόχρονα, τοποθετούσαν σε δια
    κριτές μορφολογικές κατηγορίες την ύλη της θεματογραφίας. Στο Νυχτολόγιο κάθε δεσμός έχει 
    σπάσει, οι κανόνες -ακόμη και οι πιο στοιχειώδεις- έχουν καταργηθεί, αφετηρίες από τις οποίες 
    να εκκινεί ή στις οποίες να καταλήγει το αφηγηματικό νήμα δεν υπάρχουν. Όλα αυτά, βέβαια, 
    δεν είναι τυχαία. Αποτελούν μέρος ενός σχεδίου συγγραφικού αυτοχειριασμού, που οδηγεί την 
    περιπέτεια της αντιθετικής συμβίωσης με την πρόζα στα όριά της. Η πορεία είναι, κατά κάποιο 
    τρόπο, φυσική: Νεκρόδειπνος, το παιγνίδι με τον παραδοσιακό ρεαλισμό και τα  μοντερνιστικά
     ευρήματα· Χρονικό, άσκηση στη συναίρεση των αφηγηματικών ειδών· Νυχτολόγιο, ανατίναξη 
    του εργαστηρίου -οργάνων και πρώτης ύλης- στον αέρα. Σε ό,τι έχει να κάνει με το ψυχολογικό
     εφαλτήριο της ίδιας πορείας, ο Σινόπουλος δεν κρύβει τις προθέσεις του:
    Η θλίψη, ο σπαραγμός του τεχνίτη μπροστά στα παλιότερα
    έργα του, για τα οποία περηφανευόταν κάποτε. Εκείνα που
    τον ονόμασαν ποιητή. Τώρα τα βλέπει φορτωμένα, ωραίες ει-
    κόνες, κραυγαλέοι στίχοι, άσκοπα παραγεμίσματα, λίγο πολύ
    αδέξιες κατασκευές. Και ποίηση αληθινή· -ελάχιστα πράγμα-
    τα, σακούλια του φτωχού, του διακονιάρη.
    Αυτά τα ποιήματα θα ήθελα να τα ξαναγράψω τώρα, μου λέει,
    αν είναι δυνατόν σήμερα κιόλας, από την αρχή. Πώς θα μπο-
    ρέσω όμως να ξαναβρώ εκείνο το μεθύσι, τα αβυσσαλέα ορά-
    ματα, το κολασμένο πάθος εκείνων των παλιών ημερών; Όλα
    αυτά τα ποιήματα, με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις, πρέπει να
    τα πετάξω, λέει πιο αποφασιστικά.
    Εμείς οι άλλοι έχουμε διαφορετική γνώμη του λέω. Εσείς
    οι άλλοι, δεν υπάρχετε, μου αποκρίνεται.
     
      Δεν είναι αρνητική ωραιοπάθεια ή έντεχνα προβεβλημένη μετριοφροσύνη. Δεν είναι καν κρίση
     γραφής. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην τέχνη συσχετίζεται με μιαν ευρύτερη υπαρξιακή κρίση, 
    που έχει φτάσει, από εκατό δρόμους, όπως θα τόλεγε ο Καρυωτάκης, στα σύνορα της σιωπής. 
    Λίγο πιο πάνω, ο δημιουργός θα σημειώσει, σε τρίτο πρόσωπο, τα ακόλουθα πολύ διαφωτιστι
    κά:
    Νύχτα στους δρόμους του Περισσού. Ένας μεσόκοπος γιατρός
    περπατάει αργά στους δρόμους της συνοικίας του. Τώρα βρί-
    σκεται πίσω από τις ξεχασμένες οικοδομές έρημων παλιών
    εργοστασίων. Συλλογίζεται για λίγο τον άρρωστο που έστει-
    λε στο νοσοκομείο. Ένας αντιπαθητικός, ανάποδος, όλο εξη-
    γήσεις γύρευε, φοβόταν θα πεθάνει, δεν ήθελε να ξεκολλήσει
    από το σπίτι του. Τώρα ο γιατρός περπατάει συλλογισμένος,
    ανήσυχος, βασανισμένος, αξεδίψαστος, ανικανοποίητος, βαρύς
    ανάμεσα στη σκέψη και την κούραση. Ξέρει τι θέλει, μα δεν
    ξέρει τι θέλει, τι γυρεύει σ’ αυτόν τον κόσμο, τι είναι ε-
    κείνο που τον τυραννάει, εκείνο που αναδεύει μέσα του ακα-
    τάπαυστα, τον πονάει, τον καταματώνει. Τα όνειρά του έχουν
    ένα πλήθος σκιές, οι επιθυμίες του είναι γεμάτες αγκάθια.
    Ένα φεγγάρι πλατύ στον ουρανό, φεγγαρόφωτο της άνοιξης,
    ασημώνει στέγες σπιτιών, δρομάκια, δρόμους, λιγοστά δέντρα.
    Η σελήνη, το ψυχρόν της αργύριον, ο Κάλβος και τα λοιπά.
    Αργότερα, τσακισμένος γυρίζει στο σπίτι του. Τρώει, πέφτει
    να κοιμηθεί, το γεμάτο φεγγάρι του φέρνει αϋπνίες. Ο για-
    τρός ωστόσο κοιμάται, το τηλέφωνο κοιμάται, τα φώτα σβηστά
    όλος ο κόσμος τριγύρω κοιμάται.
     
      Ένας τέτοιος ορίζοντας δεν επιτρέπει την ποίηση και, προφανώς, αποθαρρύνει τους συνδυα
    σμούς, τις μεταμορφώσεις και τις επινοήσεις των προηγούμενων βιβλίων. Νοητές -και κατανοη
    τές- είναι μόνον οι σημειώσεις επί του περιθωρίου, τα βιαστικά σκιαγραφήματα που συγκρατούν
     κάτι από το ρευστό, ανοικονόμητο υλικό μιας όλο και σκοτεινότερης συνείδησης. Σημειώσεις
     που δεν ανήκουν πουθενά, σκιαγραφήματα που δεν ολοκληρώνουν τίποτε. Το Νυχτολόγιο θα 
    κλείσει όπως άνοιξε - χωρίς να τελειώσει:
    Συνεχίζοντας λοιπόν,
                         
      Στους «Δρομοδείχτες», που δημοσιεύονται για πρώτη φορά το 1980 στη Συλλογή ΙΙ (20), χωρίς
    να τυπωθούν ποτέ ξεχωριστά, ο Σινόπουλος καταθέτει για ύστερη φορά το δείγμα μιας σφριγη
    λής και ανυπόκριτης πλέον πρόζας:
     
    Το φταίξιμο είναι δικό μου που την έμπλεξα σε κείνη την -
    πώς να την πω;- μαλακισμένη οργάνωση τάθελε κι αυτή, τότε
    της γυάλιζε κατά πολύ κι εκείνος ο, της είπα εντάξει, ό-
    μως μια μέρα δίσεχτη τους πιάσανε, έλα ξέραστα παιδάκι
    μου να πας σπιτάκι σου, τους έβριζε άσκημα, νύχτες πολλές
    τη σακατέψανε- όμορφο κορμί, άλλο πράγμα η γλύκα της
    το καστανομελάχροινο, σταρένιο καστανό κορμί και το μαλλί
    και το βελούδινο το μάτι, το σφιχτό βυζί και τα λαγόνια
    της όμορφα να βουλιάξεις, άσε πια το στόμα αιματοστάλαχτη
    τομή της ομορφιάς, που λένε κι οι ποιητές. Το μόνο της κακό
    καμιά φορά δεν έρχεται, κομματική δουλειά σου προφασίζεται,
    προχτές της έλεγα παράτατα, κοίτα να βρεις ένα καλό παι-
    δί, να
    χαίρεσαι το σπίτι σου, να τραγουδάς, να τεμπελιάζεις, τσι-
    γαράκι, να, όλα αυτά, συννέφιαζε με χτύπαγε έφευγε, κορμί
    σπαθί ένα κυπαρίσσι και δροσάτη μυρωδάτη και καλή.
     
      Το απόσπασμα προέρχεται από το «Ελεγείο» και η χρονολογική ένδειξη που φέρει είναι 
    1976-1980. Αν δεν είχε μεσολαβήσει το Νυχτολόγιο (πάντως, στη Συλλογή ΙΙ ο Σινόπουλος τοπο
    θετεί τους «Δρομοδείχτες» πριν και από τις «Πέτρες»), θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι βρι
    σκόμαστε κάπου ανάμεσα στον Νεκρόδειπνο και στο Χρονικό: εσωτερικός μονόλογος, ρεαλιστι
    κή αναπαράσταση, παραληρηματική σύνταξη και, επιπροσθέτως, το νεοεισαγόμενο σχήμα της
     υπερβολής - στην περιγραφή των σωματικών χαρακτηριστικών, στις αξιολογικές κρίσεις, στον
     παραινετικό τόνο του αφηγητή.
       Με αυτή την εξπρεσιονιστική απόδοση των μνημονικών αποθεμάτων από την πλευρά του 
    δημιουργού και με τη δική μου υπόμνηση ότι επεισοδιακού τύπου παρεμβολές όπως οι «Δρομο
    δείχτες» δεν θα πρέπει να μας αποσπάσουν, σε ό,τι αφορά στη συνολική πορεία και κατάληξη, 
    από τα γενικώς ισχύοντα στον Νεκρόδειπνο, στο Χρονικό και στο Νυχτολόγιο, φτάσαμε στο τέρ
    μα της διαδρομής. Δεν ξέρω με πόσα ακριβώς κέρδη και ποιες απώλειες, θεωρώ, όμως, σκόπι
    μο, πρώτον να αναφερθώ εν συντομία στους σταθμούς μας, δοκιμάζοντας να συμμαζέψω αυτά
     που ενδεχομένως αποκομίσαμε και δεύτερον να προσπαθήσω να δώσω μια εξήγηση για όσα 
    είδαμε να συμβαίνουν.
      Έχω, λοιπόν, την ιδέα ότι εκείνη η υπόγεια συνέχεια, για την οποία παρακολουθήσαμε τον 
    Σινόπουλο να μιλάει στον Χάρτη, περιγράφει πολύ καλά την τριαντάχρονη θητεία του στην ποίη
    ση και, ταυτόχρονα, εικονογραφεί παραστατικά την αδιάκοπη προσπάθειά του να μπολιάσει το
     ποιητικό έργο με στοιχεία, πρόσφορα και κατάλληλα αφομοιωμένα, όπως διαπιστώσαμε ιδίοις
     όμμασι, της πρόζας. Στην αρχή, η επιθυμία του να προσδώσει αντικειμενική υπόσταση στο 
    προσωπικό βίωμα που τρέφει τον ποιητικό λόγο, τον οδηγεί στον συνδυασμό αφηγηματικού
    -δραματικού ποιήματος, ο οποίος δίνει μια ζωτική διέξοδο -μια καθολική σημασία- στην ατομική
     μνήμη της ιστορίας. Οι νεκροί του πολέμου δεν είναι μια μάταιη προσκόλληση στις σκιώδεις 
    μορφές ενός κλειστού, υποκειμενικού κόσμου, αλλά το αληθινό τίμημα που πλήρωσαν ως φόρο
     αίματος πραγματικοί άνθρωποι σε ένα εξ ίσου πραγματικό θέατρο θυσίας - εδώ εντάσσεται το
     Μεταίχμιο. Σιγά-σιγά ο δημιουργός αντιλαμβάνεται ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο: πρόσωπα
     τα οποία κατά το δυνατόν να ξεφεύγουν από την παντοδυναμία του ποιητή που τα επινοεί. Ο
     Μαξ είναι ένα πρώτο βήμα - στο επίπεδο μιας αντανάκλασης του ποιητικού εγώ. Η Ιωάννα και 
    ο Κωνσταντίνος είναι η λύση ολοκληρωμένη. Είτε πρόκειται για τις ποιητικές ιδέες, είτε πρόκει
    ται για τα φαντάσματα της ιστορίας, οι πρωταγωνιστές, οι ήρωες του Σινόπουλου θα πουν τον 
    δικό τους λόγο, θα ζήσουν το δικό τους βαθύ και αναντικατάστατο δράμα. Στο μεταξύ, βαθμιαία,
     στο Μεταίχμιο, στα Άσματα Ι-XI, στο Μεταίχμιο Β, στην Ελένη και στο Η Νύχτα και η Αντίστιξη 
    σχηματίζεται ο στρατός των νεκρών, άλλοτε περισσότερο συμβολικός, άλλοτε περισσότερο 
    ρεαλιστικός, που θα κάνει πανηγυρικά την εμφάνισή του στη δίκην μυθιστορηματικού πλαισίου
     σκηνή του Νεκρόδειπνου. Ο Σινόπουλος θα αντλήσει από το ρεαλιστικό μυθιστόρημα τη μέθο
    δο της πιστής αναπαράστασης και από τη μοντερνιστική πεζογραφία τον εσωτερικό μονόλογο 
    και τη ροή της συνείδησης. Ο σκοπός του τώρα είναι πιο περίπλοκος. Τον ενδιαφέρει ακόμη η
     αντικειμενική διάσταση, αλλά ξέρει καλά ότι η απόδοσή της, εννοώ η αποτελεσματική, η πειστ
    ική της απόδοση, είναι εφικτή μόνο μέσα από τη νευρόσπαστη γλώσσα του υποκειμένου. Γλώσ
    σα που γίνεται παρανοϊκή στο αφηγηματικό παλίμψηστο του Χρονικού και αφασική στα τρίμμα
    τα γραφής του Νυχτολόγιου. Και στις τρεις τελευταίες περιπτώσεις η ποίηση δεν απουσιάζει· 
    αν στον Νεκρόδειπνο αποτρέπει τον Σινόπουλο από την ανοιχτή προσχώρηση στην πρόζα,
     στο Χρονικό και πιο πολύ στο Νυχτολόγιο ακούγεται σαν μακρυνή υπόκρουση, σαν ένα είδος 
    μινιμαλιστικής μουσικής συνοδείας, που τονίζει λίγο πιο έντονα κάθε φορά τα ίδια πάντα σημε
    ία στο λιμπρέτο της αφήγησης.
      Οι θεωρητικοί θα μας έλεγαν ότι ο μυθιστοριογράφος παριστάνει λιγότερο μια περίπτωση και 
    περισσότερο έναν κόσμο· ότι ο κόσμος του μυθιστοριογράφου περιλαμβάνει πλοκή, πρόσωπα, 
    περιβάλλον και κοσμοθεωρία· και, επιπλέον, ότι ο μυθιστοριογράφος δουλεύει χοντρικά με δύο
     κυρίως τρόπους: είτε μεγεθύνει τον ρόλο του αφηγητή, υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη πως 
    αυτό που διαβάζει είναι λογοτεχνία, είτε γράφει αντικειμενικά, πείθοντας τον αναγνώστη ότι πα
    ρακολουθεί μια πραγματικότητα (21). Εμείς είδαμε ότι ο Σινόπουλος έχει και πλοκή, και πρόσω
    πα, και περιβάλλον, και κοσμοθεωρία· είδαμε επίσης ότι δουλεύει και με τους δύο τρόπους. 
    Πλοκή στο Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου, πρόσωπα στο σύνολο του έργου του (με 
    φασματικά έστω χαρακτηριστικά), περιβάλλον με τις έμμονες αναφορές του στον πόλεμο και τη
     σύγχρονη ελληνική κοινωνία· ας μην ξεχνάμε ακόμη ότι μιλάει πάντα στον αναγνώστη του γι’ 
    αυτό που διαβάζει (θυμίζω μόνο τι κάνει στο Χρονικό και στο Νυχτολόγιο), ενώ παράλληλα συ
    χνά τον παρασύρει σε μια ψευδαίσθηση πραγματικού κόσμου με την τριτοπρόσωπη αφήγηση.
     Γιατί, όμως, ο ποιητής υποδύεται αυτόν τον επιλεκτικό -απ’ όλα κάτι παίρνει- ρόλο του μυθιστο
    ριογράφου; Για να υποδείξει την αλλοτρίωση των πρωταγωνιστών του από την εξωτερική πραγ
    ματικότητα; Για να προσελκύσει την προσοχή του δέκτη αποκλειστικά στη λογοτεχνία; Για να 
    καταστήσει τον συγγραφέα βασικό συντελεστή της δράσης ή, μήπως, για να απεικονίσει τη ζωή
     σαν ανάπτυξη ή επέκταση του πνεύματος; (22) Θα έλεγα και γι’ αυτούς και για άλλους τόσους 
    λόγους (με ανάλογα ερωτήματα μπορούμε να γεμίσουμε ατέλειωτους καταλόγους), αν δεν είχα
     κάτι πιο συγκεκριμένο στο μυαλό μου, κάτι που το έχω ήδη υπαινιχθεί αρκετές φορές. Είμαι 
    πεπεισμένος ότι ο Σινόπουλος ανέλαβε τον ιδιόρρυθμο ρόλο του για να εκμεταλλευτεί ποιητικά 
    τις παροχές του αμιγούς αφηγηματικού λόγου. Για να μπορέσει να μεταδώσει άνετα την ιστορία
     που είχε να διηγηθεί, σκηνοθετώντας και οργανώνοντας καταλλήλως το υλικό της, για να πιστο
    ποιήσει το ηθικό της βάρος και για να διευκολύνει με τα συνεχή παρέμβλητα σχόλιά του την ιδεο
    λογική-σημασιοδοτική της λειτουργία (ο ποιητής καταγγέλλει τον κόσμο στον οποίο υποχρεώθη
    κε να ζήσει) και, πάνω απ’ όλα, για να επικοινωνήσει σε μια πολλαπλά διαβαθμισμένη κλίμακα 
    με τον αποδέκτη των ιδεών και της γλώσσας του.
      Αλλά η σχέση του Σινόπουλου με την πρόζα και το μυθιστόρημα έχει και έναν μεταφορικό, 
    όπως το είπα στην αρχή, χαρακτήρα. Σύμφωνα με κάποιον ορισμό, η μεταφορά λειτουργεί με τη
     μεταβίβαση των σχετιζόμενων ιδεών και συνεπαγωγών του δευτερεύοντος συστήματος στο 
    πρωτεύον (23). Οι ιδέες και συνεπαγωγές αυτές τονίζουν ή αποκρύπτουν γνωρίσματα του πρω
    τεύοντος. Το πρωτεύον φωτίζεται από διαφορετικές γωνίες, «βλέπεται» μέσα από το πλαίσιο 
    του δευτερεύοντος. Έτσι, η αρχική κυριολεκτική περιγραφή αλλάζει νόημα. Η ορολογία μοιάζει
     υπέρ το δέον τεχνική, μπορούμε, όμως, να τη ζωντανέψουμε. Αν το πρωτεύον είναι η ποίηση 
    -αφετηρία και κατάληξη του Σινόπουλου- και το δευτερεύον η πεζογραφία -μια πολύτιμη επικου
    ρική πηγή-, τότε τα γνωρίσματα της πεζογραφίας (πρόζας εν γένει ή μυθιστορήματος ειδικά) άλ
    λοτε τονίζουν τα γνωρίσματα της ποίησης (το υποκειμενικό, το βιωματικό, την υπεκφυγή, την
     αμφισημία) και άλλοτε τα αποκρύπτουν (με το αντικειμενικό, το επινοητικό, το συγκεκριμένο). 
    Έτσι η ποίηση χάνει το κυριολεκτικό αρχικό της νόημα και γίνεται μια μεταφορά μυθιστορίας,
     
    ένα «μεταβιβασμένο» μυθιστόρημα.
      Ας μην πάμε, ωστόσο, πιο μακριά. Ας μην τραβήξουμε έναν δρόμο που θα μας έβγαζε από τα 
    νερά του Σινόπουλου. Ας μη λησμονήσουμε, με άλλα λόγια, ότι στο έργο του λειτουργεί πάντα, 
    αδιάλειπτα, αυτό που ο Mukarorovsky αποκαλεί ποιητικό προσδιορισμό (24), υπενθυμίζοντάς 
    μας την ικανότητα του δημιουργού να εξασθενίζει τη σχέση του με τον πραγματικό κόσμο και, 
    την ίδια ώρα, να σχετίζει το έργο του με ολόκληρο το σύμπαν, ένα σύμπαν που αντανακλάται 
    ατόφιο τόσο στην εμπειρία όσο και στη συνείδησή του.

    Βαγγέλης Χατζηβασιλείου 
     
    1.    Η Μαρία Σ. Ρώτα κάνει μια υπόθεση για τη σχέση του Σινόπουλου με τον Πόε. Βλ. Μαρία Σ.
     Ρώτα «Τάκη Σινόπουλου ‘Ιωάννα’. Αναζητήσεις του ποιητή στα τέλη της δεκαετίας του ‘40», 
    περιοδικό Μολυβδο-κονδυλο-πελεκητής, τεύχος 1. «Νεφέλη», 1989.
    2.   Για εργογραφία και βιβλιογραφία του Σινόπουλου, βλ. Αχιλλέας Κυριακίδης «Σχεδίασμα 
    βιβλιογραφίας για τον Τάκη Σινόπουλο», περιοδικό Εποπτεία, τεύχος 51, Νοέμβριος 1980, 
    καθώς και Μιχάλης Πιερής Ο χώρος και τα χρόνια του Τάκη Σινόπουλου 1917-1981. Σχεδίασμα
     βιο-εργογραφίας. «Ερμής», 1988.
    3.   Βλ. τις επισημάνσεις του στον τόμο Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση. Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη, 1978.
    4.   Robert Scholes Στοιχεία της ποίησης. Μετάφραση: Αριστέα Παρίση. Κωνσταντινίδης, 1986
    .
    7.   Ο Κλέων Παράσχος μιλούσε για «αφηγηματικό» και «διαλογικό» τρόπο. Κλέων Παράσχος,
     κριτική για το Μεταίχμιο, εφημερίδα  Η Καθημερινή, 26 Φεβρουαρίου 1952. Και Πιερής όπ.π.
    8.   Βλ. Τσβετάν Τοντόροφ Ποιητική. Μετάφραση: Αγγέλα Καστρινάκη. «Γνώση», 1989.
    9.   Για «εσωτερική συνοχή» κάνει λόγο ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Βλ. την κριτική του για τη Γνω
    ριμία με τον Μαξ, περιοδικό Καινούρια εποχή,  Καλοκαίρι 1956, όπ.π.
    10. Για το θέμα αυτό βλ. τι μαρτυρεί η Μαντώ Αραβαντινού στο κείμενό της  «Η γνωριμία με τον 
    Μαξ (Τι διηγείται το ποίημα ή η αλλοίωση του υποκειμένου και το Εγώ του Μαξ)», περιοδικό Εποπτεία, όπ.π.
    11. Βλ. Πιερής όπ.π.
    12. Βλ. Γιάννης Σταθάτος «Ο ποταμός της μνήμης. Μια σύντομη εισαγωγή στην ποίηση του Τάκη
     Σινόπουλου», περιοδικό Εποπτεία, όπ.π.
    13. Κ. Παναγιώτου (=Α. Κοτζιάς), κριτική για το Άσμα της Ιωάννα και του Κωνσταντίνου, εφημερί
    δα Η Μεσημβρινή, 23 Φεβρουαρίου 1962.
    14. Για το πώς χρησιμοποιεί ο Ζαν Ζενέτ τους όρους «ομοδιηγητικός» και «ετεροδιηγητικός»,
     βλ. Γ.Φαρίνου-Μαλαματάρη Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη 1887-1910. «Κέδρος»,
    1987.
    15. Νόρα Αναγνωστάκη «Μελετώντας Σινόπουλο», περιοδικό Εποπτεία, όπ.π. Τώρα και στο
     βιβλίο της Πνευματικές ασκήσεις. «Στιγμή» 1988.
    16. Βλ. την κριτική του Δ. Ν. Μαρωνίτη για τον Νεκρόδειπνο, περιοδικό Η Συνέχεια, 1973, τεύ
    χος 2.
    17. Παρατηρεί ο ίδιος: Ο τρόπος της γραφής του ποιήματος δεν είναι άσχετος με θεωρητικές 
    τοποθετήσεις ή πραγματοποιήσεις που γίνανε τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, κυρίως στη
     Γαλλία, όπου δε μιλάνε πια για λογοτεχνικά είδη, π.χ. μυθιστόρημα, δοκίμιο, ποίηση, αλλά για
     κείμενο (texte)». Τ. Σινόπουλος «Σημειώσεις για το Χρονικό’», περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 9, Νοέμ
    βριος 1981.
    18. Γ. Π. Σαββίδης «Μεταμορφώσεις του Ελπήνορα στη νέα ελληνική ποίηση. Από τον Έζρα 
    Πάουντ στον Τ. Σινόπουλο», περιοδικό Εποπτεία, όπ.π. Τώρα και στο ομότιτλο βιβλίο του, 
    «Ερμής», 1981.
    19. Βλ. και κριτική του Σπύρου Τσακνιά για το Νυχτολόγιο, περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 19, Απρί
    λιος 1979, τεύχος 19.
    20.Τ. Σινόπουλος Συλλογή ΙΙ (1965-1980). «Ερμής», 1980.
    21. Βλ. Rene Wellek - Austin Warren Θεωρία Λογοτεχνίας. Μετάφραση: Σταύρος - Γεώργιος Δελη
    γιώργης. «Δίφρος», β´ έκδοση, αχρονολόγητη.
    22.Βλ. John Halberin «Σύγχρονες τάσεις στην ευρωπαϊκή θεωρία του μυθιστορήματος», στον
     τόμο Δοκίμια για τη λογοτεχνία και την κριτική, σε επιλογή και μετάφραση Σπύρου Τσακνιά. Κα
    στανιώτης, 1984.
    23.Βλ. Mary Hesse «Η εξηγητική λειτουργία της μεταφοράς», μετάφραση: Γιώργος Μαυρογιάν
    νης,  περιοδικό Δευκαλίων, τεύχος 30, 1980.
    24.J. M. Mukarovsky «Ο ποιητικός προσδιορισμός και η αισθητική λειτουργία της γλώσσας»,  
    μετάφραση: Π. Χριστοδουλίδης, περιοδικό Δευκαλίων, τεύχος 25/26, 1979.


    Ημ/νία δημοσίευσης: 18 Ιουλίου 2007



    Τ
    άκης Σινόπουλος (1917-1981). 

    Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε στην Αγουλι

    νίτσα Ηλείας, πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της

     Ρούσας - Βενέτας το γένος Αργυροπούλου και βαφτίστηκε Πάικος. Το 1920 η

     οικογένεια Σινόπουλου εγκαταστάθηκε στον Πύργο Ηλείας. Εκεί γεννήθηκαν ο αδερφός του ποιητή Νούλης (Αθανάσιος) και οι δίδυμοι Παύλος και Μαρία. Στον Πύργο ο Σινόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια και το 1934 έφυγε

     για την Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του

     δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, κριτικά σημειώματα και μεταφράσεις σε λογοτε

    χνικά περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας. Το 1941 επιστρατεύτηκε ως

     λοχίας υγειονομικού. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος 

    σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις, συνέχισε να γράφει και να δημο

    σιεύει μεταφράσεις και ποιήματα, φυλακίστηκε από τους ιταλούς ως αντιστα

    σιακός (1942) και πήρε το πτυχίο του από την Ιατρική Σχολή (1944). Στον Εμ

    φύλιο πήρε μέρος ως γιατρός του πεζικού και παρέμεινε για δυο χρόνια 

    (1946-1947) με το τάγμα του σ’ ένα χωριό έξω από την Καλαμπάκα. Στην Aθή

    να επέστρεψε το 1948 και από το 1949 άσκησε για πολλά χρόνια το ιατρικό

    επάγγελμα. Πέθανε στο Πύργο Ηλείας.Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο 

    της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1934 με τη δημοσίευση του ποιήμα

    τος "Προδοσία" και του διηγήματος "Η εκδίκηση ενός ταπεινού" στην εφημε

    ρίδα του Πύργου "Νέα Ημέρα" με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης, ενώ

     η πρώτη του ποιητική συλλογή είχε τίτλο "Μεταίχμιο" και εκδόθηκε το 1951.

     Η ποιητική πορεία του Τάκη Σινόπουλου χωρίζεται από τη λογοτεχνική κριτι

    κή σε δύο φάσεις. Στην πρώτη (1940-1965) κυριαρχούν το περιγραφικό και 

    λυρικό στοιχείο και η στοχαστική γραφή, καθώς επίσης οι επιρροές από τους

     Έλιοτ, Σεφέρη και Έζρα Πάουντ, στα πλαίσια της προσπάθειας για μια οριο

    θέτηση του ποιητικού σύμπαντος σ’ έναν αντιποιητικό και απογοητευτικό κό

    σμο. Η δεύτερη (γύρω στα 1965 και ως το τέλος της ποιητικής του παραγω

    γής) κινείται στα ίδια θεματολογικά πλαίσια της φθοράς και του θανάτου, πα

    ρουσιάζει όμως μια μεταστροφή στη χρήση του γλωσσικού υλικού προς ένα

    ν αντιποιητικό, επιθετικό και συχνά ειρωνικό λόγο. Από το 1963 ως το 1967 

    συνεργάστηκε με το περιοδικό "Εποχές", όπου δημοσίευσε κείμενα βιβλιο

    κρισίας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου πήρε μέρος 

    στις αντιδικτατορικές εκδόσεις "18 Κείμενα" και "Κείμενα" 1 και 2, ενώ υπήρ

    ξε συνιδρυτής της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων και συνεργά

    της του περιοδικού "Συνέχεια". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία βλ. Α

    λέξανδρος Αργυρίου, "Τάκης Σινόπουλος", στο "Η ελληνική ποίηση· η πρώ

    τη μεταπολεμική γενιά", Αθήνα: Σοκόλης, 1982, σ.134-157, Αλέξης Ζήρας, 

    "Σινόπουλος Τάκης", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 9α, Αθήνα: Εκδο

    τική Αθηνών, 1988, και Μιχάλης Γ. Μερακλής, "Σινόπουλος, Τάκης", στο "Λε

    ξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα: Πατάκης, 2007, σ. 2017-2018.


    (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.Β
    Ι.).

    Τίτλοι:
    Συγγραφέας
    Μετάφραση







    http://elpenor.gr/index.php/2013-11-22-13-17-34/2013-11-22-13-18-55


     
    https://docplΤάκης Σινόπουλος: Φίλιππος (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ ) 2. ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ 2.1. Στοιχεία που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό περιβάλλον και λοιπά γραµ- µατολογικά στοιχεία: 1. Ποιες περιπέτειες της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας διαφαίνονται µέσα από το ποίηµα; 2. Ποιος είναι ο Φίλιππος στον οποίο αναφέρεται το ποίηµα 1 ; 3. Ποιες µνήµες (αναµνήσεις) του ποιητή καταγράφονται στο κείµενο αυτό 2 ; 2.2. οµή του κειµένου, επαλήθευση ή διάψευση µιας κρίσης µε βάση το κείµενο, εκφραστικά µέσα και τρόποι του κειµένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηµατικές λειτουργίες, επιλογές του δηµιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης): 1. Σε τι αποβλέπει η επανάληψη της φράσης: ε θα ξανάρθει ο Φίλιππος ; 2. α) Ποιος είναι ο χώρος της αφήγησης; β) Ποιος είναι ο χρόνος της αφήγησης; 3. Με ποια εκφραστικά µέσα αποδίδεται η αίσθηση της ακινησίας και της ανθρώπινης απουσίας στο ποίηµα; 4. Ποιο ρόλο έχουν τα επίθετα και τα ασύνδετα σχήµατα στο ποίηµα; 1 Από προσωπική εξοµολόγηση του ποιητή και από άλλες µαρτυρίες γνωρίζουµε ότι ο Φίλιππος ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο, πιθανώς ο λογοτέχνης και φίλος του Σινόπουλου Φώτος Πασχαλινός ή ο Θεόδωρος Ζώρας τον οποίο εκτέλεσαν οι Γερµανοί στην Πάτρα. Τέλος, κατά µία άλλη εκδοχή, στο Φίλιππο υπολανθάνει ο φοιτητής Γιώργος Γουρνάς. Σχετικά βλ. επίσης στο Λέφας Γ., Ανάλυση δύο ποιηµάτων α) Τάκη Σινόπουλου: Ο Φίλιππος, β) Άγγελου Σικελιανού: είπνος, π. Λόγος και Πράξη, τόµος έβδοµος, τχ. 30, Φθινόπωρο 1986, σσ και στο ρακόπουλος. Κορνελάκης Γ. Ρώµας Χ. Γ., Κείµενα Λογοτεχνίας Γ Λυκείου, Ερµηνευτική Προσέγγιση (επιλογή), εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1991, σσ Λειτουργικό στοιχείο στην ποιήση του Σινόπουλου είναι η µνήµη, µια µνήµη πικρή κι οδυνηρή που ο ποιητής δεν µπορεί να αγνοήσει γιατί αποτελεί τη µεταφυσική ατµόσφαιρα όπου ζει και αναπνέει. Σχετικά βλ. και Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σ. 69, εισαγωγικό σηµείωµα και παρακάτω υποσ

    2 5. α) Ποιος είναι ο αφηγητής στο ποίηµα; Πώς επιδρά στην ψυχική του διάθεση η απουσία του Φίλιππου; (Αναφερθείτε σε συγκεκριµένους στίχους). β) Ποια στοιχεία προσδίδουν στο ποίηµα χαρακτήρα µονολόγου; 6. α) Ποιες εικόνες αποδίδουν, κατά τη γνώµη σας, παραστατικότερα την ατµόσφαιρα που κυριαρχεί στο ποίηµα; β) Τι εκφράζουν οι χρωµατικές επιλογές του ποιητή; 7. Ποιες είναι και σε τι αποβλέπουν οι αντιθέσεις του ποιήµατος; 8. Ποιο ρόλο έχει το γκαρσόνι, η κυρία Πανδώρα και ο άντρας της στην εξέλιξη της ποιητικής αφήγησης; 9. O Σινόπουλος είναι από τους πρώτους εκπροσώπους της πρώτης µεταπολεµικής ποιητικής γενιάς που απέρριψαν τη λυρική εκδοχή της ποιητικής συγκίνησης και αξιοποίησε δηµιουργικά την πεζολογική διατύπωση 3. Ποια σηµεία του ποιήµατος επαληθεύουν, κατά τη γνώµη σας, την παραπάνω κρίση; 10. Ο κόσµος της ποίησης του Σινόπουλου είναι κόσµος σπαραγµένος, ρηµαγ- µένος, γεµάτος φωτιές και κραυγές. Να σχολιάσετε την άποψη αυτή µε βάση το εξεταζόµενο ποίηµα Σχολιασµός ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου: 1. Ποιο είναι το θέµα του ποιήµατος; 2. ε θα ξανάρθει ο Φίλιππος : Ποια εντύπωση σας προκαλεί αυτή η φράση; 3. Ποια, ήταν, κατά τη γνώµη σας, τα λάφυρα και οι σειρήνες που υποσχέθηκαν στο Φίλιππο; Πώς τα δέχτηκε εκείνος; 4. Ποιος ήταν ο χαρακτήρας και το ήθος του Φίλιππου; Ποιοι στίχοι τον σκιαγραφούν καλύτερα; 5. Τι σηµαίνει, κατά τη γνώµη σας, η άνοδος του Φίλιππου στα λαµπερά βουνά; Πιστεύετε ότι υποκρύπτει κάποιο συµβολισµό; 6. α) Τι οραµατίζονταν ο Φίλιππος; Πώς αντιλαµβάνεστε το όνειρό του; β) Ποιους πιστεύετε ότι αιτιάται και για ποιο λόγο; 7. Ύστερα τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα ένα µακρύ ποτάµι το αίµα : Ποιες ιστορικές αναφορές εµπεριέχουν οι παραπάνω στίχοι; 3 Vitti, Μ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1987, σ

    3 8. Σε ποιο εναγώνιο ερώτηµα προσπαθεί να δώσει απάντηση ο Φίλιππος; Να το σχολιάσετε. 9. Πώς αντιλαµβάνεστε τη µεταφορά του επίκεντρου της ποιητικής αφήγησης από τη Λάρισα στη Μακεδονία και από τον Φίλιππο στη κυρία Πανδώρα; 10. Πώς θα χαρακτηρίζατε την κυρία Πανδώρα; Ποια είναι τα θέµατα που την απασχολούν 4 ; 2.4. Σχολιασµός αδίδακτου λογοτεχνικού κειµένου: Γ. Σεφέρης: Τελευταίος Σταθµός 5 Να µιλήσω για ήρωες να µιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης που έφυγε µ ανοιχτές πληγές απ το νοσοκοµείο ίσως µιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη που έσερνε το ποδάρι του µες στη συσκοτισµένη πολιτεία, ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο µας Στα σκοτεινά πηγαίνουµε, στα σκοτεινά προχωρούµε Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά. Λίγες οι νύχτες µε φεγγάρι που µ αρέσουν. (απόσπασµα) Πώς παρουσιάζονται οι ήρωες στον Τελευταίο Σταθµό του Γ. Σεφέρη και πώς στο Φίλιππο; 4 Με την κυρία Πανδώρα κωδικοποιείται µια άλλη όψη της ελληνικής κοινωνίας και µια άλλη όψη της ζωής. Είναι πρόσωπο που βρίσκεται σε αντίθεση µε τους οραµατισµούς και τα ιδανικά του Φίλιππου, Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σ Σεφέρης Γ., Ποιήµατα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1979, σσ

    4 Γ. Σεφέρης: Τυφλός 6 Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του εκέµβρη. Κι ο ένας εκέµβρης χειρότερος απ τον άλλον. Τον ένα χρόνο η Πάργα τον άλλο οι Συρακούσες κόκαλα των προγόνων ξεχωσµένα, λατοµεία γεµάτα ανθρώπους εξαντληµένους, σακάτηδες, χωρίς πνοή και το αίµα αγορασµένο και το αίµα πουληµένο και το αίµα µοιρασµένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά. Αδειανοί δρόµοι, βλογιοκοµµένα πρόσωπα σπιτιών εικονολάτρες και εικονοµάχοι σφάζουνταν όλη νύχτα. Παραθυρόφυλλα µανταλωµένα.. Στην κάµαρα το λίγο φως χώνουνταν στις γωνιές σαν το τυφλό περιστέρι. Κι αυτός ψηλαφώντας βάδιζε στο βαθύ λιβάδι κι έβλεπε σκοτάδι πίσω από το φως. (απόσπασµα) Ποια κοινά θέµατα υπάρχουν ανάµεσα στο Φίλιππο του Ν. Σινόπουλου και στον Τυφλό του Γ. Σεφέρη; 6 Σεφέρης Γ., Η ελληνική ποίηση, Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέµου, εκδ. Σοκόλης, σ

    5 3. ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ 1. Ποια είναι η πορεία της ποιητικής αφήγησης (αφετηρία, κλιµάκωση, κορύφωση, τέλος); Πώς συνδέονται µ αυτήν τα πρόσωπα του ποιήµατος; 2. Κυρίαρχο ρόλο σε πολλά ποιήµατα του Σινόπουλου έχουν τα πρόσωπα που άλλοτε είναι απλοί ήρωες της καθηµερινότητας και άλλοτε λειτουργούν συµβολικά. Αφού διαβάσετε µερικά τέτοια ποιήµατα του Τ. Σινόπουλου 7, να µελετήσετε τα γενικά χαρακτηριστικά της συµπεριφοράς αυτών των προσώπων. Ποια ατµόσφαιρα δηµιουργεί η παρουσία τους στην ποίησή του; 3. Πώς προβάλλεται το θέµα του πολέµου στο εξεταζόµενο ποίηµα και πώς συνδέεται ο Φίλιππος µ αυτό; 4. Πιστεύετε ότι το συγκεκριµένο ποίηµα, αποσκοπεί στην αφήγηση µιας προσωπικής εµπειρίας; Να δικαιολογήσετε την άποψή σας. 7 Βλ. π.χ. τα ποιήµατα Ελένη ΙΙ, Εκείνος ο Φίλιππος, Άσµα ΧΙ, Μαρία, Η εκδοχή της Ιωάννας, Η φωνή κι ο χρόνος, Μια νύχτα του Κωνσταντίνου, Νεκρόδειπνος στο Η ελληνική ποίηση, Η πρώτη µεταπολεµική γενιά, εκδ. Σοκόλης, σσ. 138, 139, 140, 141, 145, 146, 147 αντίστοιχα. Ιδιαίτερα µε το ποιητικό του έργο Νεκρόδειπνος ο Σινόπουλος παραιτείται από τα προσωπεία και ανακαλεί στη µνήµη, σε µια δεύτερη παρουσία, λείψανα βιωµάτων οδυνηρών, πρόσωπα που πέρασαν από τη ζωή του όταν ήταν νέος. Η ωριµότητα επιτρέπει µια καινούρια γι αυτόν συγκίνηση, βαθιά ελεγειακή, µε µια πύκνωση του λόγου ενός µοντέρνου λυρισµού Vitti M., ό.π. σ

    6 4. ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Κριτήριο για ωριαία γραπτή δοκιµασία (45 λεπτά περίπου) ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:... ΤΑΞΗ...ΤΜΗΜΑ... ΜΑΘΗΜΑ: Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Τάκης Σινόπουλος: Φίλιππος ΗΜΕΡ/ΝΙΑ:... ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: 1. Η δραµατική ένταση και η βιωµατική µεταφορά της ανθρώπινης µοίρας είναι στοιχεία που κυριαρχούν στην ποίηση του Σινόπουλου 8. Μπορείτε να εντοπίσετε τα γνωρίσµατα αυτά στο εξεταζόµενο ποίηµα; 2. Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήµατος; Ποια ατµόσφαιρα δηµιουργούν; 3. Γιατί δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος ; 4. Πώς συνδέεται η κυρία Πανδώρα µε το Φίλιππο; 8 Κοκκινάκη Ν., Τάκης Σινόπουλος, ο ποιητής της κοινωνικής αγωνίας, εφηµ. Καθηµερινή. 121

    ayer.Ο Τάκης Σινόπουλος, ανέφερε ο κ. Φωτόπουλος, σαν ποιητής, γιατρός, μεταφραστής, κριτικός λογοτεχνίας και ζωγράφος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης, έτσι δεν μπορούσε το κορυφαίο πνευματικό ίδρυμα της πόλης του Πύργου, η Βιβλιοθήκη, να μην εκπληρώσει το χρέος που έχει στον εκλεκτό δημιουργό.

    Το έργο του βαθύτατα συνυφασμένο με τις ιστορικές περιπέτειες της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας τοποθετείται στο χώρο των ευρύτερων αναζητήσεων και την προσπάθεια συγκρότησης της ποιητικής εκείνης γενιάς που εμφανίστηκε και έδωσε το κύριο έργο της στην περίοδο της Κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

    Στη συνέχεια προβλήθηκε οπτικό υλικό με φωτογραφίες του ποιητή με τους γονείς και τα αδέρφια του, φίλους και συνεργάτες τραβηγμένες στον Πύργο, την Αγουλινίτσα, την Ολυμπία, τον Καϊάφα, τον Αλφειό, στιγμιότυπα με μεγάλες πνευματικές μορφές όπως ο αγαπημένος φίλος του Σινόπουλου που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στην Κατοχή Φώτος Πασχαλινός, ο Στρατής Τσίρκας, ο Γιώργης Παυλόπουλος κ.α.

    Κεντρικός ομιλητής της εκδήλωσης ο Ηλίας Γκρης δημοσιογράφος, ποιητής και λογοτέχνης πήρε το λόγο στη συνέχεια “συστήνοντας” τον ποιητή και άνθρωπο Τάκη Σινόπουλο, αφού χρησιμοποίησε με γλαφυρό τρόπο στοιχεία για την  εξωτερική όσο και την  εσωτερική βιογράφησή του.

    Γέννηση στην Αγουλινίτσα, η ζωή στον Πύργο, παιδικά και εφηβικά χρόνια, σπουδές στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, πόλεμος, Κατοχή,και από τη θέση του έφεδρου ανθυπίατρου θα συμμετάσχει στον Εμφύλιο στις γραμμές του Εθνικού Στρατού βιώνοντας από κοντά τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου.

    Ο Σινόπουλος δε διαβάζεται εύκολα” είπε ο κ. Γκρης.

    Για τον ποιητή η δικτατορία Μεταξά,ο Πόλεμος,  Κατοχή , ο Εμφύλιος, το πραξικόπημα και η εισβολή στην Κύπρο το ΄73, ήταν το ζοφερό σκηνικό μιας διαιωνιζόμενης τραγωδίας κι  ενός ανατροφοδοτούμενου πόνου που έδωσε στην ποιητική δραματουργία δεκατρείς ποιητικές συλλογές κι ένα αποσπασματικό αφήγημα υπο μορφήν ποιητικής αυτοβιογραφίας (Νυχτολόγιο).

    Κορυφαία έργα του ο ”Νεκρόδειπνος” και το “Χρονικό”, λέξεις κλειδιά για την κατανόησή τους – δάκρυα, μοναχός, ζωντανεύοντας- είναι μια ποίηση κουβεντιαστή που μοιάζει με τα μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια της παράδοσής μας.

    Ο κ. Γκρης απαγγέλοντας  από μνήμης τον “Νεκρόδειπνο” δακρύζει και κάθεται συγκινημένος δίνοντας τον ποιητικό λόγο τους δυο ηθοποιούς που διάβασαν αρκετά από τα ποιήματα του Σινόπουλου.

    Σύμφωνα με  τον ομιλητή ο Σινόπουλος έγραψε μια σπαρακτική, ποιητική μαρτυρία της Ιστορίας παραδεχόμενος ότι, δεν πρόκειται ποτέ ν΄απαλλαγεί από το έμμονο πάθος της ζωής του, ότι δηλαδή, οι νεκροί παραμένουν πάντα ζωντανοί μέσα του κι αρνούνται να λησμονηθούν.

    Η εμμονή του με τη νεκρολογία και η  προσφυγή στους νεκρούς δείχνει μια βαθειά ψυχική του ανάγκη και είναι μια απελπισμένη φωνή για βοήθεια.

    Αυτό που τον σώζει, λέει ο κ. Γκρης, είναι  οι γνώσεις ψυχιατρικής που έχει λόγω επαγγέλματος και κατορθώνει να φτάσει ως τα 64 χρόνια του.

    Συνεχίζοντας ο ομιλητής περιγράφει τον Σινόπουλο ως ένα μαιτρ ποιητή, μια πρωτοποριακή μορφή της γενιάς του ΄50 ο οποίος πειραματιζόταν συνεχώς με την τέχνη του και σαφώς υπερείχε σε αντίθεση με άλλους περισσότερο προβεβλημένους ποιητές.

    Σε σχόλιο που είχε δεχτεί παλαιότερα ο Ηλίας Γκρης για την ενασχόλησή του με το έργο του Σινόπουλου” αφού ήταν δεξιός”, περιγράφει ένα περιστατικό αποκαλυπτικό για το χαρακτήρα του δια βίου ενεργού ανθρώπου αλλά όχι στρατευμένου: ήταν ο μόνος έλληνας ποιητής που ηγήθηκε της κινητοποίησης για το πολιτειακό θέμα και πρόεδρος του τότε συλλόγου ποιητών ήταν ο Μάριος Πλωρίτης.

    Ο Τάκης Σινόπουλος που τράφηκε με ποιητές όπως ο Όμηρος, ο Δάντης, ο Σολωμός, ο Έλιοτ, ο Σεφέρης , άντλησε από την ποιητική παράδοση τα στοιχεία εκείνα που συνέθεσαν τη σινοπουλική μυθολογία του, είπε ο Γκρης, την μυθοποιητική εντοπιότητα που συναντά την συλλογική τοπική μνήμη (ονόματα πόλεων και χωριών, δρόμοι, γειτονιές, εκκλησιές, ποτάμια και  δάση της Ηλείας).

    Παρέμεινε ως το τέλος της σύντομης ζωής του ένας υπερήφανος, αξιοπρεπής, απλός και καλοσυνάτος άνθρωπος, τόνισε ο Γκρης, που δεν αγαπούσε τα χρήματα.

     

    Ήταν ένας φτωχός γιατρός των φτωχών.

     Δεν ήταν λίγες οι φορές που όχι μόνο δεν δεχόταν χρήματα από τους φτωχούς ασθενείς του, στην προσφυγογειτονιά του Περισσού που κατοικούσε, αλλά αντιθέτως τους έδινε χρήματα για να αγοράσουν τα φάρμακά τους.


    Ο Ηλίας Γκρης και ο Αθανάσιος Φωτόπουλος

     

    Την Μεγάλη Τρίτη του 1981, περιέγραψε ο Ηλίας Γκρης, μίλησε στο τηλέφωνο με τον Τάκη Σινόπουλο προκειμένου να συναντηθούν για να του δώσει το βιβλίο που είχε γράψει και να του πει τη γνώμη του.

    Ο Σινόπουλος απάντησε πως θα κατέβει για το Πάσχα στον Πύργο και πολύ ευχαρίστως να συναντηθούν την επόμενη εβδομάδα για να μιλήσουν.

    Τον αναπάντεχο  θάνατο του ποιητή από ανακοπή, ανήμερα το Πάσχα στον Πύργο , πληροφορήθηκε με έκπληξη ο Γκρης από τις εφημερίδες όπως ανέφερε.

    Ο Ηλίας Γκρης 15 χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, επιμελήθηκε την έκδοση του Αφιερώματος  “ ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ένοικος τώρα του παντοτεινού, κεκυρωμένος” από το περιοδικό Αλφειός.

     Στο Αφιέρωμα  περιλαμβάνονται εργασίες είκοσι τεσσάρων ποιητών και κριτικών της λογοτεχνίας που σκιαγραφούν τον άνθρωπο και ποιητή Τάκη Σινόπουλο, και τα κείμενα πλαισιώνονται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό και ανθολόγιο ποιημάτων.

    Ο εκδότης του περιοδικού Αλφειός κ. Χρήστος Κωνσταντόπουλος διέθεσε  ευγενικά για όλους τους παρευρισκόμενους της εκδήλωσης ,τεύχη από αυτό το Αφιέρωμα.

    Η  ζεστή παρουσίαση στη Βιβλιοθήκη του Πύργου για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, ολοκληρώθηκε αφού ακούστηκαν μελοποιημένα δυο από τα ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου.

     Το  πρώτο από τον Μίκη Θεοδωράκη το οποίο ερμήνευσε η Μαρία Φαραντούρη, και το δεύτερο από τον Ηλείο μουσικοσυνθέτη και μαθηματικό από το Βασιλάκι Παναγιώτη Κωνσταντακόπουλο, το οποίο ερμήνευσε ο ίδιος.

     

    Πηγή: https://www.ilia24.gr/index.php/pyrgos-politismos/7562-%C2%ABtakhs-sinopoylos-akeraios-anthrwpos,-gnhsios-poihths,-alhthinos-poliths%C2%BB-fwto

    Στον τόμο αυτό ανθολογούνται τα σημαντικότερα, κατά την κρίση του ανθολόγου, κείμενα της βιβλιογρ... more 


    Τάκης Σινόπουλος: Ένας κατεξοχήν τραγικός ποιητής

     /  /  / Τάκης Σινόπουλος: Ένας κατεξοχήν τραγικός ποιητής

    Εξαιρετική  εκδήλωση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Πύργου αφιερωμένη στον Ηλείο ποιητή με ομιλητή τον Ηλία Γκρη

    Μια σπάνια πνευματική βραδιά θέλοντας να τιμήσει για τα 100 χρόνια από την γέννησή του ένα διαλεχτό παιδί της, τον μεγάλο Ηλείο ποιητή Τάκη Σινόπουλο (1917-1981), διοργάνωσε το Σάββατο η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Πύργου στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα εκδηλώσεών της, στο πλαίσιο των πνευματικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων της.

    Κεντρικός ομιλητής ήταν ο διακεκριμένος συμπατριώτης μας, ποιητής Ηλίας Γκρής, ενώ τα μέλη της Θεατρικής Ομάδας Πύργου, ο Γιάννης Μανώλης και η Νάνσυ Τζανετοπούλου απήγγειλαν ποιήματα του Σινόπουλου.

    Ο πρόεδρος της Βιβλιοθήκης Αθανάσιος Φωτόπουλος προλογίζοντας την εκδήλωση τόνισε μεταξύ άλλων ότι ο Πύργος παρουσίασε αξιοσημείωτη πνευματική κίνηση κυρίως στον Μεσοπόλεμο και τότε τέθηκαν οι βάσεις για την ανάδειξη -στην Κατοχή και μετέπειτα- μορφών που λάμπρυναν την πόλη τους και κατέκτησαν επάξια σημαντική θέση στα Νεοελληνικά Γράμματα, όπως ο Παύλος Μάτεσις, ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος,  ο Γιώργης Παυλόπουλος, ο Τάκης Δόξας και βεβαίως ο Τάκης Σινόπουλος).  Ανέφερε ακόμα ότι η  Δημόσια Βιβλιοθήκη Πύργου έχει κι έναν πρόσθετο λόγο για να προβεί σε αυτή την έκδήλωση, καθώς ο Τάκης Σινόπουλος έγραψε: «Έρχομαι συνέχεια από τον Πύργο», επομένως η γενέτειρά του και πόλη της ψυχής του, πρέπει να πληρώσει το πνευματικό χρέος που έχει στο εκλεκτό παιδί του;

    Τέλος αναφέρθηκε και ορισμένα βιογραφικά στοιχεία για τον Σινόπουλο, ενώ προβλήθηκε ένα βίντεο με φωτογραφίες από καθημερινές στιγμές του Ηλείου ποιητή εδώ στον τόπο του,  στις όχθες του Αλφειού, στον Καϊάφα, στην Αγουλινίτσα κλπ καθώς και με άλλους μεγάλους ποιητές από τις πνευματικές συναντήσεις που είχαν όπως ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Στρατής Τσίρκας, ο Γιώργης Παυλόπουλος κ.α.

    Ο  Ηλίας Γκρης έκανε μια εμπεριστατωμένη λογοτεχνική παρουσίαση του έργου του Τάκη Σινόπουλου τονίζοντας ότι  ήταν κατεξοχήν τραγικός ποιητής και η  ανάδειξη του τραγικού «στιγματίζει» όλη την ποίησή του, με κορυφαίο έργο του το «Νεκρόδειπνο». Το μέγιστο έργο του!

    «Αυτός ο ποιητής ζώντας σε επίφοβους καιρούς μιας παρατεταμένης τραγωδίας, χρόνους πυρπολημένους από σεισμικές κρούσεις, δικτατορία Μεταξά, πολέμους, κατοχή, Εμφύλιος, πραξικόπημα και εισβολή στην Κύπρο το ΄73, λογικό ήταν να ενσαρκώσει μια τραγική μοίρα μιλώντας με ρεαλιστική εξαθλίωση για όλο το εύρος των παθών της χώρας. Το τραγικό στοιχείο που διαποτίζει όλο το έργο του, ήταν ακριβώς αυτό που τον κρατούσε άγρυπνο πολίτη της εποχής του.»

    Μάλιστα απαντώντας σε ένα σχόλιο που κάποιος του έκανε κάποτε λέγοντας ότι « μα τι νομίζεις, ο Τάκης ήταν δεξιός», ο Ηλίας Γκρης τόνισε ότι «ήταν δια βίου ενεργός, μα όχι στρατευμένος. Πώς μπορούσε άλλωστε;  Ο άνθρωπος που βίωσε στα ανθηρά του χρόνια την στράτευση και την επιστράτευση πως θα  μπορούσε να ενστερνιστεί την στράτευση στην τέχνη του; Τις διαδοχικές συμφορές του τόπου από το τερατούργημα του Μεταξά μέχρι τον εμφύλιο και το πραξικόπημα της Κύπρου, τις βίωσε με τον ανάκουστο σπαραγμό εκείνου που μπαρουτοκαπνίστηκε. Εκείνου που στα χέρια του άφησαν την τελευταία τους εχθροί και φίλοι και κάποιοι σκοτωμένοι δίχως σώματα, μαχόμενα παιδιά της ίδιας μήτρας».

    Ποιητής, γιατρός, μεταφραστής, κριτικός και ζωγράφος ο Τάκης Σινόπουλος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης. Το έργο του είναι βαθύτατα συνυφασμένο με τις ιστορικές περιπέτειες της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, ενώ η παρουσία του στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων συνδέεται άμεσα με τις ευρύτερες αναζητήσεις και την προσπάθεια συγκρότησης της ποιητικής εκείνης γενιάς που εμφανίστηκε και έδωσε το κύριο έργο της στην περίοδο της Κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων…

    ΠΗΓΗ:  https://proini.news/%CF%84%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CF%83%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B5%CE%BE%CE%BF%CF%87%CE%AE%CE%BD-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3/

    Ευχαριστούμε πολύ την εφημερίδα ΠΡΩΪΝΗ και τη δημοσιογράφο κ. Ελένη Παπαδοπούλου

    https://www.vivliothiki-pirgou.gr/takis-sinopoylos-akeraios-anthropos-gnisios-poiitis-alithinos-politis/

    Τάκης Σινόπουλος: Ακέραιος άνθρωπος, γνήσιος ποιητής, αληθινός πολίτης

     /  /  / Τάκης Σινόπουλος: Ακέραιος άνθρωπος, γνήσιος ποιητής, αληθινός πολίτης
    «Τάκης Σινόπουλος: Ακέραιος άνθρωπος, γνήσιος ποιητής, αληθινός πολίτης»-Φωτό

     

    Με τα λόγια αυτά περιέγραψε ο Ηλίας Γκρης τον Ηλείο ποιητή  Τάκη Σινόπουλο στην εκδήλωση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Πύργου για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του.

     

    Εκδήλωση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Πύργου με ομιλητή τον Ηλία Γκρη

     

     

    Γράφει η Πουλχερία Γεωργιοπούλου

     

     

    Η εν λόγω εκδήλωση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Πύργου έγινε στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της για την ανάδειξη της Ιστορίας, της Λογοτεχνίας, Τέχνης και Πολιτισμού της Ηλείας.

    Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Ηλείος δημοσιογράφος, ποιητής και συγγραφέας κ. Ηλίας Γκρης και τα μέλη της Θεατρικής Ομάδας Πύργου Γιάννης Μανώλης και Νάνσυ Τζανετοπούλου απήγγειλαν ποιήματα του Σινόπουλου.

    Με συγκινητική προσήλωση παρακολούθησε το κοινό που γέμισε την αίθουσα εκδηλώσεων, την βραδιά τιμής και μνήμης από την γενέτειρα πόλη προς ένα ξεχωριστό πνευματικό δημιουργό.

    Η παρουσίαση ξεκίνησε με τη φωνή του Τάκη Σινόπουλου να απαγγέλει το ποίημα ” Ο καιόμενος”. Ένα ποίημα που γράφτηκε στη μνήμη του φοιτητή Κωνσταντίνου Γεωργάκη που αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα διαμαρτυρόμενος για την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας στην Ελλάδα.

    Ο πρόεδρος της Βιβλιοθήκης κ. Αθανάσιος Φωτόπουλος, ομότιμος Καθηγητής στην έδρα Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πατρών περιέγραψε, προλογίζοντας την εκδήλωση, την αξιοσημείωτη πνευματική κίνηση που παρουσίασε ο Πύργος  στον Μεσοπόλεμο καθώς τότε τέθηκαν οι βάσεις για την ανάδειξη -την εποχή της Κατοχής και μετέπειτα- μορφών που λάμπρυναν την πόλη τους και κατέκτησαν σημαντική θέση στα Νεοελληνικά Γράμματα.

    Τέτοιοι δημιουργοί υπήρξαν ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, ο Παύλος Μάτεσις,  ο Τάκης Δόξας, ο Γιώργης Παυλόπουλος και βεβαίως ο Τάκης Σινόπουλος ο οποίος γράφει τα πρώτα του ποιήματα ήδη από το 1936.

    Στη διάρκεια της Κατοχής συμμετέχει στην ύλη του περιοδικού “Οδυσσέας”, που εκδίδεται στον Πύργο με μελέτες, μεταφράσεις και ποιήματα.

    Το καλοκαίρι του ΄42 τον συνέλαβαν οι ιταλικές αρχές κατοχής ύστερα από καταγγελία και τον φυλάκισαν στην Τρίπολη με την κατηγορία ότι άνηκε σε αντιστασιακή ομάδα, εκεί βασανίστηκε.

    Πέρασε από Στρατοδικείο, δεν αποδείχτηκε  τίποτε και τον αθώωσαν.

    Ο Τάκης Σινόπουλος, ανέφερε ο κ. Φωτόπουλος, σαν ποιητής, γιατρός, μεταφραστής, κριτικός λογοτεχνίας και ζωγράφος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης, έτσι δεν μπορούσε το κορυφαίο πνευματικό ίδρυμα της πόλης του Πύργου, η Βιβλιοθήκη, να μην εκπληρώσει το χρέος που έχει στον εκλεκτό δημιουργό.

    Το έργο του βαθύτατα συνυφασμένο με τις ιστορικές περιπέτειες της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας τοποθετείται στο χώρο των ευρύτερων αναζητήσεων και την προσπάθεια συγκρότησης της ποιητικής εκείνης γενιάς που εμφανίστηκε και έδωσε το κύριο έργο της στην περίοδο της Κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

    Στη συνέχεια προβλήθηκε οπτικό υλικό με φωτογραφίες του ποιητή με τους γονείς και τα αδέρφια του, φίλους και συνεργάτες τραβηγμένες στον Πύργο, την Αγουλινίτσα, την Ολυμπία, τον Καϊάφα, τον Αλφειό, στιγμιότυπα με μεγάλες πνευματικές μορφές όπως ο αγαπημένος φίλος του Σινόπουλου που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στην Κατοχή Φώτος Πασχαλινός, ο Στρατής Τσίρκας, ο Γιώργης Παυλόπουλος κ.α.

    Κεντρικός ομιλητής της εκδήλωσης ο Ηλίας Γκρης δημοσιογράφος, ποιητής και λογοτέχνης πήρε το λόγο στη συνέχεια “συστήνοντας” τον ποιητή και άνθρωπο Τάκη Σινόπουλο, αφού χρησιμοποίησε με γλαφυρό τρόπο στοιχεία για την  εξωτερική όσο και την  εσωτερική βιογράφησή του.

    Γέννηση στην Αγουλινίτσα, η ζωή στον Πύργο, παιδικά και εφηβικά χρόνια, σπουδές στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, πόλεμος, Κατοχή,και από τη θέση του έφεδρου ανθυπίατρου θα συμμετάσχει στον Εμφύλιο στις γραμμές του Εθνικού Στρατού βιώνοντας από κοντά τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου.

    Ο Σινόπουλος δε διαβάζεται εύκολα” είπε ο κ. Γκρης.

    Για τον ποιητή η δικτατορία Μεταξά,ο Πόλεμος,  Κατοχή , ο Εμφύλιος, το πραξικόπημα και η εισβολή στην Κύπρο το ΄73, ήταν το ζοφερό σκηνικό μιας διαιωνιζόμενης τραγωδίας κι  ενός ανατροφοδοτούμενου πόνου που έδωσε στην ποιητική δραματουργία δεκατρείς ποιητικές συλλογές κι ένα αποσπασματικό αφήγημα υπο μορφήν ποιητικής αυτοβιογραφίας (Νυχτολόγιο).

    Κορυφαία έργα του ο ”Νεκρόδειπνος” και το “Χρονικό”, λέξεις κλειδιά για την κατανόησή τους – δάκρυα, μοναχός, ζωντανεύοντας- είναι μια ποίηση κουβεντιαστή που μοιάζει με τα μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια της παράδοσής μας.

    Ο κ. Γκρης απαγγέλοντας  από μνήμης τον “Νεκρόδειπνο” δακρύζει και κάθεται συγκινημένος δίνοντας τον ποιητικό λόγο τους δυο ηθοποιούς που διάβασαν αρκετά από τα ποιήματα του Σινόπουλου.

    Σύμφωνα με  τον ομιλητή ο Σινόπουλος έγραψε μια σπαρακτική, ποιητική μαρτυρία της Ιστορίας παραδεχόμενος ότι, δεν πρόκειται ποτέ ν΄απαλλαγεί από το έμμονο πάθος της ζωής του, ότι δηλαδή, οι νεκροί παραμένουν πάντα ζωντανοί μέσα του κι αρνούνται να λησμονηθούν.

    Η εμμονή του με τη νεκρολογία και η  προσφυγή στους νεκρούς δείχνει μια βαθειά ψυχική του ανάγκη και είναι μια απελπισμένη φωνή για βοήθεια.

    Αυτό που τον σώζει, λέει ο κ. Γκρης, είναι  οι γνώσεις ψυχιατρικής που έχει λόγω επαγγέλματος και κατορθώνει να φτάσει ως τα 64 χρόνια του.

    Συνεχίζοντας ο ομιλητής περιγράφει τον Σινόπουλο ως ένα μαιτρ ποιητή, μια πρωτοποριακή μορφή της γενιάς του ΄50 ο οποίος πειραματιζόταν συνεχώς με την τέχνη του και σαφώς υπερείχε σε αντίθεση με άλλους περισσότερο προβεβλημένους ποιητές.

    Σε σχόλιο που είχε δεχτεί παλαιότερα ο Ηλίας Γκρης για την ενασχόλησή του με το έργο του Σινόπουλου” αφού ήταν δεξιός”, περιγράφει ένα περιστατικό αποκαλυπτικό για το χαρακτήρα του δια βίου ενεργού ανθρώπου αλλά όχι στρατευμένου: ήταν ο μόνος έλληνας ποιητής που ηγήθηκε της κινητοποίησης για το πολιτειακό θέμα και πρόεδρος του τότε συλλόγου ποιητών ήταν ο Μάριος Πλωρίτης.

    Ο Τάκης Σινόπουλος που τράφηκε με ποιητές όπως ο Όμηρος, ο Δάντης, ο Σολωμός, ο Έλιοτ, ο Σεφέρης , άντλησε από την ποιητική παράδοση τα στοιχεία εκείνα που συνέθεσαν τη σινοπουλική μυθολογία του, είπε ο Γκρης, την μυθοποιητική εντοπιότητα που συναντά την συλλογική τοπική μνήμη (ονόματα πόλεων και χωριών, δρόμοι, γειτονιές, εκκλησιές, ποτάμια και  δάση της Ηλείας).

    Παρέμεινε ως το τέλος της σύντομης ζωής του ένας υπερήφανος, αξιοπρεπής, απλός και καλοσυνάτος άνθρωπος, τόνισε ο Γκρης, που δεν αγαπούσε τα χρήματα.

     

    Ήταν ένας φτωχός γιατρός των φτωχών.

     Δεν ήταν λίγες οι φορές που όχι μόνο δεν δεχόταν χρήματα από τους φτωχούς ασθενείς του, στην προσφυγογειτονιά του Περισσού που κατοικούσε, αλλά αντιθέτως τους έδινε χρήματα για να αγοράσουν τα φάρμακά τους.


    Ο Ηλίας Γκρης και ο Αθανάσιος Φωτόπουλος

     

    Την Μεγάλη Τρίτη του 1981, περιέγραψε ο Ηλίας Γκρης, μίλησε στο τηλέφωνο με τον Τάκη Σινόπουλο προκειμένου να συναντηθούν για να του δώσει το βιβλίο που είχε γράψει και να του πει τη γνώμη του.

    Ο Σινόπουλος απάντησε πως θα κατέβει για το Πάσχα στον Πύργο και πολύ ευχαρίστως να συναντηθούν την επόμενη εβδομάδα για να μιλήσουν.

    Τον αναπάντεχο  θάνατο του ποιητή από ανακοπή, ανήμερα το Πάσχα στον Πύργο , πληροφορήθηκε με έκπληξη ο Γκρης από τις εφημερίδες όπως ανέφερε.

    Ο Ηλίας Γκρης 15 χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, επιμελήθηκε την έκδοση του Αφιερώματος  “ ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ένοικος τώρα του παντοτεινού, κεκυρωμένος” από το περιοδικό Αλφειός.

     Στο Αφιέρωμα  περιλαμβάνονται εργασίες είκοσι τεσσάρων ποιητών και κριτικών της λογοτεχνίας που σκιαγραφούν τον άνθρωπο και ποιητή Τάκη Σινόπουλο, και τα κείμενα πλαισιώνονται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό και ανθολόγιο ποιημάτων.

    Ο εκδότης του περιοδικού Αλφειός κ. Χρήστος Κωνσταντόπουλος διέθεσε  ευγενικά για όλους τους παρευρισκόμενους της εκδήλωσης ,τεύχη από αυτό το Αφιέρωμα.

    Η  ζεστή παρουσίαση στη Βιβλιοθήκη του Πύργου για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, ολοκληρώθηκε αφού ακούστηκαν μελοποιημένα δυο από τα ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου.

     Το  πρώτο από τον Μίκη Θεοδωράκη το οποίο ερμήνευσε η Μαρία Φαραντούρη, και το δεύτερο από τον Ηλείο μουσικοσυνθέτη και μαθηματικό από το Βασιλάκι Παναγιώτη Κωνσταντακόπουλο, το οποίο ερμήνευσε ο ίδιος.

     

    Πηγή: https://www.ilia24.gr/index.php/pyrgos-politismos/7562-%C2%ABtakhs-sinopoylos-akeraios-anthrwpos,-gnhsios-poihths,-alhthinos-poliths%C2%BB-fwto



    https://www.politeianet.gr/books/9789600403046-sinopoulos-takis-kedros-o-chartis-16186

    Ο ΧΑΡΤΗΣ

    Ο ΧΑΡΤΗΣ

       
    ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ
    Κωδ. Πολιτείας: 2300-0298

    Εξαντλημένο στον εκδότη, δεν υπάρχει δυνατότητα παραγγελίας.



    Παρουσίαση

    ΑΥΡΙΟ πρωί, που θα βρεθούμε σ' αυτό το δύσκολο
    πέρασμα, θα σε κοιτάξω, θα σε μετρήσω, θα σε ζυγιάσω.
    Αύριο πρωί σκουπίδι μου θα πας με τ'
    άλλα σκουπίδια.

    ΔΕ ΘΑ πονέσετε
    σημάδια δε θα μείνουν
    θα προσπαθήσω όσο μπορώ
    αν θα καούν τα χέρια μου
    θάχω τα μάτια.

    ΕΚΕΙΝΟ το ποίημα πού μούσκευε η ούρα του
    στην όχτη του ποτάμιου, το περιφρόνησες.
    Όμως αυτό έδινε κάθε τόσο αναρίθμητους αντίλαλους,
    προεκτάσεις παράξενες, αντιφέγγιζε το καθαρό
    άπειρο του ποταμιού μέσα στο καθαρό άπειρο
    του νερού και της κίνησης.

    ΕΝΑΣ ΑΕΡΑΣ άξαφνα τινάζει, αναστατώνει
    τα χαρτιά.
    Είναι μιά σκούπα πού φυσάει.
    (Από την έκδοση)

    Περιεχόμενα

    Α' 1964-1966
    Β' 1973-1974
    Γ' 1974-1975
    Δ' 1975-1976
    Ε' 1976-1977