https://www.youtube.com/watch?v=UDvLyWKddMI
Τάκης Σινόπουλος - Φίλιππος
ΔΕΣ: http://elpenor.gr/index.php
:Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος - Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης
Τάκης Σινόπουλος
(1917-1981)
Μά
τί θά πεῖ κεκυρωμένος;
ΤΑΚΗΣ
ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Περίπου βιογραφία»
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γέννηση τοῦ Τάκη
Σινόπουλου στίς 30 Μαρτίου
(17 μέ τό
παλαιό ἡμερολόγιο) στό
χωριό τῆς Ἠλείας Ἀγουλινίτσα, πέντε χιλιόμετρα
ἀπό τήν πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ, τόν Πύργο. Πρωτότοκος γιός τοῦ καθηγητῆ τῆς
Φιλολογίας Γιώργη Σινόπουλου πού καταγόταν ἀπό τό χωριό Μούντριζα τῆς Ὀλυμπίας
καί τῆς Ρούσας-Βενέτας Σινοπούλου τό γένος Ἀργυροπούλου, ἀπό τό χωριό Βυζίκι τῆς
Γορτυνίας. Τό βαφτιστικό του Τάκης τό πῆρε ἀπό τόν πρός μητρός πάππο του πού
λεγόταν Πάικος.
1920
Μέ τήν μητέρα του, 1919 |
Ἡ οἰκογένεια τοῦ Γιώργη
Σινόπουλου ἐγκαθίσταται στόν Πύργο, κοντά στά Χαλικιάτικα, τήν συνοικία τῶν
σιδεράδων καί χαλκωματάδων. Τόν Νοέμβριο γεννιέται ὁ Νούλης (=Ἀθανάσιος)
Σινόπουλος ἀδελφός τοῦ ποιητῆ.
1922
Γράφεται στό
δημοτικό σχολεῖο στά Χαλικιάτικα τοῦ Πύργου ὅπου φοιτᾶ ὣς τό 1926.
1923
Στίς 18 Ἰουλίου
γεννιούνται τά δίδυμα ἀδέλφια του, Μαρία καί Παῦλος.
1927
Ἐγγράφεται στό
Ελληνικό Σχολεῖο όπου φοιτά ὣς τό 1929.
1930
Ἐγγράφεται
στό Α’ Γυμνάσιο Πύργου, σχολεῖο μικτό. Στά γυμνασιακά του χρόνια πρώτη ἐνασχόληση
μέ τό διάβασμα καί τό γράψιμο μέ τή βοήθεια τῆς βιβλιοθήκης τοῦ πατέρα του. Ἀντιγράφει
στίχους καί προσπαθεῖ νά γράψει κι ό ἲδιος.
1934
Πρῶτες
του δημοσιεύσεις ἑνός ποιήματος καί ἑνός διηγήματος σέ καλοκαιρινό φύλλο τῆς ἐφημερίδας
Νέα Ἡμερα τοῦ Πύργου μέ τό ψευδώνυμο Ἀργυρός Ρουμπάνης. Τό Φθινόπωρο
φεύγει γιά τήν Ἀθήνα προκειμένου νά σπουδάσει Ἰατρική. Ἡ νέα του ζωή στήν Ἀθήνα
χαρακτηρίζεται ἔντονα ἀπό αἰσθήματα ἐπαρχιωτισμού καί ἀπομόνωσης.
2
1935
Πρώτη
του χρονιά στό Πανεπιστήμιο. Μέ εὐαισθησία παρακολουθεῖ τά δρώμενα στήν ἀρκετά
ταραγμένη πολιτική καί καλλιτεχνική σκηνή τῆς ἐποχῆς, τό ἲδιο καί στούς ἀνήσυχους
φοιτητικούς κύκλους.
1936
Σέ φιλολογική συγκέντρωση τοῦ
συλλόγου «Γράμματα καί Τέχνες» στόν Πύργο ἀντικρούει τούς ἐπικριτές τῆς
ρομαντικῆς λογοτεχνίας καί ἐπικρίνει μέ τή σειρά του τήν ρεαλιστική.
Στήν Ἀθήνα, 1936
1937
Γράφει
τά πρῶτα του ποιήματα πού δέν τόν ἱκανοποιοῦν καί τά καταστρέφει. Τόν Μάρτιο
στέλνει ἕνα διήγημα καί τρία κριτικά σημειώματα (δύο γιά ἐκθέσεις ζωγραφικῆς
καί ἕνα γιά κινηματογραφική ταινία) στήν σημαντική λογοτεχνική ἐπιθεώρηση τῆς ἐποχῆς
Νεοελληνικά Γράμματα. Τό διήγημα ἀπορρίπτεται, οἱ κριτικές δημοσιεύονται.
Τόν Ὀκτώβριο δημοσιεύεται στή Νέα Ἑστία καί ἡ πρώτη του ποιητική
μετάφραση, «Ὁ σεβασμός τοῦ Πρίγκηπα» τοῦ Henry
de Montherlant.
1938
Τόν
Ἰανουάριο καί τόν Μάρτιο δημοσιεύονται καί ἂλλες μεταφράσεις του ποιημάτων τοῦ Montherlant σέ φύλλα τῆς ἐφημερίδας Ἐλευθερία
τῆς Λάρισας.
1939
Γράφει
γιά πρώτη φορά στόν Γιῶργο Σεφέρη μέ ἀφορμή τόν διάλογο τοῦ τελευταίου μέ τόν
Κωνσταντίνο Τσάτσο.
1941
|
Στίς 10 Ἰανουαρίου στρατεύεται ὡς
βοηθός γιατροῦ (λοχίας υγειονομικοῦ). Τόν Μάρτιο μετατίθεται στό 6° Στρατιωτικό
Νοσοκομεῖο Λουτρακίου, τέλος Ἀπριλίου ἐπιστρέφει στήν Ἀθήνα, ἐνῶ τό Φθινόπωρο
λόγω τῆς Κατοχῆς καί τῆς πείνας, καί ἀφοῦ ἔχει ἐγκαταλείψει τίς διπλωματικές
του ἐξετάσεις, ἀναγκάζεται νά γυρίσει στόν Πύργο. Ἐκεῖ συνδέεται μέ τόν νεώτερό
του ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο καί ἡγεῖται μιᾶς ὁμάδας παιδιῶν πού ἀνεβάζουν
θεατρικά ἒργα τῶν Johnson καί Piradello καθώς καί ἓνα δικό τους. Μέ πρότυπο τήν
Ἒρημη Χώρα τοῦ Eliot γράφει ἓνα
μεγάλο συνθετικό ποίημα μέ τίτλο «Ἐπέτειος» πού δέν σώζεται.
Στό Λουτράκι, 1941 Λοχίας Ὑγειονομικοῦ |
1942
Τό Καλοκαίρι συλλαμβάνεται ἁπό τίς ἰταλικές ἀρχές κατοχῆς καί
φυλακίζεται ὡς ἀντιστασιακός. Ἀφοῦ μείνει σαράντα μέρες φυλακισμένος, περνᾶ ἀπό
στρατοδικεῖο στήν Τρίπολη καί ἀθωώνεται.
3
1943
Τήν Ἂνοιξη πεθαίνει ὁ αδελφός του
Νούλης σε ἡλικία εἲκοσι τριῶν ἐτῶν. Τόν Μάρτιο ἐκδίδεται ἀπό τόν καλλιτεχνικό
καί φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» Πύργου, ἱδρυτικό καί δρῶν μέλος τοῦ ὁποίου εἶναι
καί ὁ Τάκης Σινόπουλος, τό περιοδικό Ὀδυσσέας, στοῦ ὁποίου τά δύο πρῶτα
τεύχη δημοσιεύεται ἡ μικρή μελέτη του «Σκέψεις γιά τό ἔργο τοῦ Σεφέρη».
Συνεργάζεται ἐπίσης μέ ποιήματα καί μεταφράσεις ἀπό τό ἔργο τῶν Marcel Proust, Raul Valery, L. P. Jaloux μέ τά περιοδικά Πειραϊκά
Γράμματα καί Καλλιτεχνικά Νέα. Τόν Ὀκτώβριο ξαναέρχεται στήν Ἀθήνα καί ἀρχίζει
τίς προετοιμασίες γιά τίς διπλωματικές του ἐξετάσεις. Κατοικεῖ σέ δωμάτιο μιᾶς
αὐλῆς στην ὁδό Ἰβήρων 14, κοντά στήν πλατεία Ἀμερικῆς.
1944
Τόν Μάρτιο παίρνει τό πτυχίο τῆς Ἰατρικῆς.
Δημοσιεύει ποιήματά του καί μεταφράσεις τοῦ O.V. de L. Milosz στά περιοδικά Καλλιτεχνικά
Νέα, Ὀδυσσέας, Ξεκίνημα τῆς Θεσσαλονίκης
καί Φιλολογικά Χρονικά, ἐνῶ τόν Χειμώνα γνωρίζεται μέ τόν Γιῶργο Γεραλῆ.
Ἀρχίζει νά δουλεύει τά ποιήματα πού θά ἀποτελέσουν τό ὑλικό τῆς πρώτης του
συλλογῆς Μεταίχμιο (1951). Ἰδιαίτερα σημαντική γιά τήν ὃλη ποιητική
του, πού διατρέχεται ἀπό τήν συνύφανση τῶν θεματικῶν τοῦ ἀνακαλήματος τῶν
νεκρῶν καί τοῦ ἐπιζῶντος, θά εἶναι ἡ δημοσίευση τόν Ὀκτώβριο
στά Φιλολογικά Χρονικά τοῦ ποιήματος του «Ἐλπήνωρ», πού θά ἀποτελέσει
καί τό πρῶτο του ποίημα τῆς πρώτης του συλλογῆς.
Μέ τόν Φῶτο Πασχαλινό (Θοδωράκης Ζώρας) |
Για τό ποίημα αὐτό ἔχουμε μιά ἐνδιαφέρουσα
καταγραφή τοῦ 1965 ἀπό
τόν ἴδιο τόν Τάκη Σινόπουλο: Θά
μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς ἀφηγηθῶ τή μικρή ἱστορία τοῦ δικοῦ μου Ἐλπήνορα. Ἓνα μεσημέρι,
καλοκαίρι 1944, μέ φοβερό ἣλιο καί ζέστη, περνώντας μέσα ἀπό τό πεδίο τοῦ Ἂρεως,
κάθησα ἐξαντλημένος ἀπό τή πείνα καί τήν κούραση τῆς κατοχῆς σ’ ἓνα παγκάκι.
Πρέπει νά μέ εἶχε ζαλίσει πολύ ὁ ἣλιος κι ἡ ἐξάντληση. Ξαφνικά στον ἂσπρο
μικρό δρόμο, μές στό φῶς, πέρασε μπροστά μου ἡ φιγούρα ἑνός φίλου μου ποιητῆ
πού τόν σκότωσαν οἱ Γερμανοί ἒπειτα ἀπό φριχτά βασανιστήρια στήν Πάτρα τό 1942.
Ἦταν ὁ Φώτης Πασχαλινός [= Θοδωράκης Ζώρας]. Γυρίζοντας στό σπίτι μου ἒγραψα τόν «Ἐλπήνορα». Ἀλλα ἐκεῖνο πού γιά
μένα εἶχε σημασία εἶναι πώς τό ὅραμα αὐτό σφράγισε ἀποφασιστικά ἓνα μεγάλο μέρος, τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ποίησής
μου.
1945
Στίς 10 Ἰανουαρίου κατατάσσεται
στόν στρατό ὡς λοχίας τού Ὑγειονομικοῦ. Δημοσιεύει ποιήματά του καί μεταφράσεις
τοῦ Paul Valery
στά
περιοδικά Φιλολογικά Χρονικά καί Λογοτεχνία. Γνωρίζεται μέ τόν
Νίκο Καχτίτση καί τόν Σωκράτη Καψάσκη. Τόν Αὒγουστο φεύγει γιά τήν Λάρισα μέ
τό 526° Τάγμα τῆς 9ης Μεραρχίας. Ἐκεῖ θά παραμείνει ἐπί ἓνα χρόνο ὅπου
καί θά προαχθεῖ σέ ἔφεδρο ἀνθυπίατρο.
4
1946
Ἒναρξη τοῦ Ἐμφυλίου. Τό Καλοκαίρι
δημοσιεύει το ποίημά του «Θαλασσινό τοπίο» στά Φιλολογικά Χρονικά.
1947
Βρίσκεται με τό τάγμα του στό
χωριό Ἁγιόφυλος, ἔξω ἀπό την Καλαμπάκα, ὅπου θά παραμείνει ἓως τόν Ὀκτώβριο τοῦ
1947. Ἀπό ἐκεῖ συνεργάζεται μέ τό περιοδικό Κοχλίας τῆς Θεσσαλονίκης
στό ὁποῖο δημοσιεύει τόν Αὒγουστο τό ποίημα «Νεκρόδειπνος γιά τόν Ἐλπήνορα». Τρία
ποιήματα του δημοσιεύονται ἐπίσης στό περιοδικό Γράμματα. Ἀλληλογραφεῖ
μέ τόν Γιάννη Ἀγγέλου, τόν Μάρκο Αὐγέρη, τόν Νικηφόρο Βρεττάκο, τόν Γιῶργο
Γεραλῆ, τόν Ἂρη Δικταῖο, τόν Νίκο Καχτίτση, τόν Σωκράτη Καψάσκη, τόν Παῦλο
Μεραναῖο, τόν Γιώργη Παυλόπουλο κ.ἂ. Τόν Ὀκτώβριο ἐπιστρέφει στην Ἀθήνα ὅπου θά
παραμείνει ὣς τόν Δεκέμβριο τοῦ 1948. Ὑπηρετεῖ ὡς γιατρός στή Σχολή Eὐελπίδων.
1948
Τό Καλοκαίρι συχνάζει στον Κῆπο
τοῦ Μουσείου καί τόν Χειμώνα στό «Ρωσσικόν» τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου. Γνωρίζεται
μέ τόν Ἀλέξανδρο Ἀργυρίου. Πυκνή λογοτεχνική παρουσία στά περιοδικά τῆς ἐποχῆς:
στην Τέχνη τῆς Πόλης, στό Ποιητική
Τέχνη καί Ὁ Αἰώνας μας τῶν
Ἀθηνῶν δημοσιεύει πολλά ποιήματά του καί μεταφράσεις του ἀπό τό έργο τῶν H. de Montherlant,
L. Hughes, G. Apollinaire, V. Larbaud, A.R. du Reneville,
L. P. Fargue, Tr. Tzara, P. Emmanuel, Alain (hmile Chartier), W.C.
Williams, J. Superville, M. David, G. Mailhard, G. Craig, J. Maritain.
1949
Τόν Ἰανουάριο ἀναχωρεῖ άπό τήν Ἀθήνα γιά
νά συναντήσει τήν 10η Μεραρχία στό Βίτσι, πεδίο σκληρῶν ἐκκαθαριστικῶν
ἐπιχειρήσεων, ἀπ’ ὅπου θά ἀπολυθεί τόν Μάιο ἀφοῦ θά ἒχει συμπληρώσει πέντε
χρόνια θητείας. Περνώντας ἀπό τήν Θεσσαλονίκη γνωρίζεται στον Κοχλία μέ
τόν Γ. Κιτσόπουλο καί τόν Ν.Γ. Πεντζίκη. Δημοσιεύει ποιήματά του, μεταφράσεις ἀπό
τους P. Elyard, J. Superville, P. Emmanuel, H. de Montherland, καθώς καί μιά βιβλιοκρισία του γιά
ποιητική συλλογή τοῦ Ἂρη Δικταίου στά περιοδικά Ποιητική Τέχνη, Ὁ Αἰώνας
μας, Μακεδόνικα Γράμματα. Γνωρίζει τόν Σικελιανό τόν ὁποίο ἐπισκέπτεται στό σπίτι του μέ τόν Νικηφόρο Βρεττάκο. Τήν ἴδια
μέρα γνωρίζει ἐκεῖ καί τόν Kimon Friar. Τόν Νοέμβριο διορίζεται στό Ι.Κ.Α. τῆς Νέας Ἰωνίας
ὅπου ἐργάζεται καί ὡς ἐξωτερικός ἰατρός παθολόγος κάτω ἀπό σκληρές ἐπαγγελματικές
συνθῆκες, ἐνῶ ἐξακολουθεῖ νά διαμένει στό σπιτάκι τῆς πλατείας Ἀμερικῆς.
1950
Ποιήματα του καί μεταφράσεις τῶν P. Emmanuel και P.J. Jouve δημοσιεύει στά περιοδικά Ὁ Αἰώνας μας, Νέα Ἑστία
καί Σκαραβαῖος. Γνωρίζεται μέ τήν Ἑλένη Βακαλό. Τό Φθινόπωρο
μετατίθεται στά ἰατρεῖα τοῦ Ι.Κ.Α. στον Περισσό.
5
1951
Μετακομίζει
ἀπό τήν πλατεία Ἀμερικῆς στόν Περισσό, στήν ὁδό Κολοκοτρώνη. Κάνει
|
στενή παρέα μέ τόν Παυλόπουλο, τόν
Καχτίτση, τόν Καψάσκη στούς ὁποίους ἀσκεῖ ἰδιαίτερη πνευματική ἐπιρροή, καθώς
καί μέ τόν Ἀργυρίου, τόν Δικταῖο, τόν Κοββατζή. Γνωρίζεται μέ τόν Μανόλη Ἀναγνωστάκη.
Ποιήματά του δημοσιεύονται στά περιοδικά Συμπόσιο τῆς Πάτρας καί Μορφές
τῆς Θεσσαλονίκης (στό δεύτερο τό ποίημα «Ὁ Ἐλπήνωρ παρά θῖν’ ἁλός»). Τέλη
τοῦ 1951 κυκλοφορεῖ σέ ἰδιωτική ἔκδοση τό πρῶτο του ποιητικό βιβλίο, τό Μεταίχμιο,
μέ ποιήματα τῆς περιόδου 1944-1950, ἀφιερωμένο στόν ἀδελφό του Παῦλο.
1953
Μεταίχμιο, 1951 |
Κατοικεῖ
στήν ὁδό Ἁγίας Ἀναστασίας 7, στόν Περισσό. Τόν Μάρτιο δημοσιεύει τό πορτραῖτο
«Γιῶργος Γεραλῆς» στήν ἐφημερίδα Ἀπογευματινή, ἐνῶ τόν Ἀπρίλιο, στήν
ἲδια ἐφημερίδα, μετάφραση ποιήματος τοῦ Milosz.
Γνωρίζεται μέ τόν Ἀλέξανδρο Κοτζιᾶ. Ἐκδίδεται ἡ ποιητική του συλλογή Ἂσματα
Ι-ΙΧ, ἐποχή πού διάβαζε πολύ τόν Dante
καί τόν Ezra Pound.
1954
Γνωρίζεται
μέ τόν Γιῶργο Θεοτοκᾶ, τόν Ἀντρέα Καραντώνη, τόν Γιῶργο
Κατσίμπαλη. Ἀναλαμβάνει ὡς τακτικός συνεργάτης τήν κριτική τῆς ποίησης στό περιοδικό Σημερινά
Γράμματα, στό ὁποῖο παρουσιάζει κριτικές γιά βιβλία τῶν Ἑ. Βακαλό, Λ. Θεοδωρακόπουλου, Γ. Ἰωάννου, Φ. Ἀνθέμη,
Ν. Καρούζου, Ἀ. Παππᾶ καί Σ. Σκιαδᾶ. Ποιητική του δουλειά δημοσιεύει στό τεῦχος τοῦ Χειμώνα
1954-55 τῆς Ἀγγλοελληνικής Ἐπιθεώρηση.
1955
Γνωρίζεται μέ τόν Γ.Π. Σαββίδη. Κριτική
στά Σημερινά Γράμματα γιά βιβλία τών Ν.Α. Ἀσλάνογλου, Κ. Ταχτσῆ, Κ. Στούρνα, Γ. Μελισσηνοῦ, Ζ. Δαράκη, Α.
Σακαλῆ, Σ. Καλοῦ, Μ. Κασιμάτη, Λ. Αὐλωνίτου, Ὀρχάν Βελῆ, Ἀνδρονικόπουλου, Ζ.
Καρέλλη, Θ. Παπαθανάση, Ζ. Σκάρου, Μ. Μαυρομάτη, Φ. Τζιόβα καί Σ. Βαβούρη.
Δημοσίευση ποιημάτων του στά περιοδικά Σημερινά Γράμματα, Νέα Πορεία καί
Ἐπιθεώρηση Τέχνης (στό τεῦχος Δεκεμβρίου τῆς τελευταίας τό ποίημα «Ὁ ἐπιζῶν»,
ένα ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά τῆς ποιητικῆς του).
1956
Ἐκδίδεται τό
τρίτο ποιητικό βιβλίο του, Ἡ Γνωριμία μέ τόν Μάξ, μέ χρονολογία συνθέσεως Φεβρουάριος-Ἀπρίλιος 1956 καί ἀφιερωμένο στον Μίλτο Σαχτούρη, τό ὁποῖο γνωρίζει πολύ θετική ὑποδοχή
ἀπό τήν κριτική. Δημοσιεύει
ποιήματά του καθώς καί μεταφράσεις του τῶν A. Camus (ἀπόσπασμα
ἀπό τόν Ἐπαναστατημένο ἄνθρωπο) καί G. Schřhadř στα περιοδικά Πρῶτο Σκαλί, Καινούργια Ἐποχή, Νέα Πορεία (στήν τελευταία,
τεῦχος Μαρτίου, τους ποιητικούς
στοχασμούς του «Ἡ ποίηση τῆς ποίησης»).
6
1957 |
|
Ἐκδίδονται οἱ συλλογές
Ἑλένη καί Μεταίχμιο Β' (ἡ
δεύτερη με ποιήματα τῆς περιόδου
1949-1955). Συνεχίζει τίς δημοσιεύσεις μεταφράσεων ἀπό τό ἒργο τῶν A.
Camus καί G. Schřhadř καθώς τοῦ J.
Tardieu, καθώς και του J.
Tardieu, καθώς καί δικῶν του ποιημάτων, στά περιοδικά Νέα Πορεία καί Καινούργια Ἐποχή. Τό Καλοκαίρι ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη ὃπου θά παραμείνει ἐπί ἓνα μήνα. Ἑκεῖ θά συναντήσει παλαιούς γνωστούς καί
θά κάνει νέες γνωριμίες: Ἀλαβέρας,
Ἀναγνωστάκης, Λούλα καί Νόρα Ἀναγνωστάκη, Βαρβιτσιώτης, Θασίτης,
Κύρου, Πεντζίκης, Στογιαννίδης, Χριστιανόπουλος.
1958
Στόν Ἀλφειό, 1957 |
Συνεργάζεται
μέ τά περιοδικά
Νέα Πορεία καί Ἐννέα Ὁδοί τῆς
Καβάλας με ποιήματά του καί μεταφράσεις τῶν Yves
Bonnefoy, Jean
Tardieu καί P.J. Jouve. Τόν Ἰούλιο
δίνει συνέντευξη στόν Ρένο Ἀποστολίδη στην εφημερίδα Ἐλευθερία μέ θέμα τήν κακοδαιμονία
τοῦ νεοελληνικοῦ βίου.
1959
Ἐκδίδεται
ἡ ποιητική του
συλλογή Ἡ Νύχτα καί ἡ Ἀντίστιξη. Ἀρχίζει νά
συνεργάζεται ὡς κριτικός μέ τό περιοδικό Κριτική ὃπου δημοσιεύει
βιβλιοκρισίες γιά βιβλία τοῦ Ἀλκ. Γιαννόπουλου, τοῦ Δ. Παπαδίτσα καί τοῦ Έ.Χ.
Γονατᾶ. Δημοσιεύει ποιήματά του καθώς καί μεταφράσεις τῶν G. Schřhadř, Rafael Alberti καί Marcel
Břalu στά περιοδικά Νέα Πορεία, Διαγώνιος, Κύτταρο, Ἐνδοχώρα. Τήν Ἂνοιξη
δημοσιεύονται καί οἱ πρῶτες μεταφράσεις ποιημάτων τοῦ Σινόπουλου σέ ἂλλη
γλώσσα (στό περιοδικό Poesia Nuova σέ ἰταλική
μετάφραση καἰ εισαγωγή τοῦ Mario Vitti). Τόν Μάρτιο μέ ἐπιστολή του στην εφημερίδα Τά
Νέα διαμαρτύρεται γιά τήν απόφαση τῆς Ὁμάδας τών Δώδεκα νά μήν ἀπονείμουν
τό βραβεῖo ποίησης γιά τό 1958.
Ἀγκάθια (σινική) Ἒργο τοῦ Τ. Σινόπουλου
1960
Δημοσιεύει
ποιήματα του καί μεταφράσεις τού Marcel Břalu στά περιοδικά Διαγώνιος
καί Ἐνδοχώρα καθώς καί κριτικές του γιά βιβλία τῶν Μ. Μερακλῆ, Ντ.
Χριστιανόπουλου, Ν.Α. Ἀσλάνογλου, Κλ. Κύρου στό περιοδικό Κριτική. Τόν Ἰούλιο
μετέχει σέ ραδιοφωνική συζήτηση μέ τούς Ν. Γκάτσο, Ἀ. Καραντώνη καί Γ. Κότσιρα
μέ θέμα «Ἡ νέα Ποίηση». Τόν Μάρτιο ἀρχίζει νά ζωγραφίζει καί τόν μήνα Νοέμβριο,
κατά τήν ἐνθύμηση τοῦ ἰδίου, «ὁ ζωγράφος Τάκης Σινόπουλος, γεννηθείς τόν
Μάρτιο, οὒτε ἑφταμηνίτικος, κάνει τήν πρώτη του ἒκθεση στήν μικρή αἴθουσα τοῦ “Ζυγοῦ”».
Μεταφρασμένη ποίησή του στά γερμανικά δημοσιεύεται στό περιοδικό Manuscripte καί στά ἀγγλικά
στό περιοδικό Poems from the Floating World.
7
1961
Ἐκδίδεται ἡ ποιητική του συλλογή Τό Ἂσμα
τῆς Ἰωάννας καί τοῦ Κωνσταντίνοῦ. Δημοσιεύει
μεταφράσεις του ποιημάτων του Renř Char στό περιοδικό Ἰωλκός καθώς καί κριτικές
του γιά βιβλία τῶν Θ. Τζούλη, Θ. Εὐστρατιάδη, Κρ. Ἀθανασούλη, Γ.Ξ. Στογιαννίδη,
Ν. Καρούζου στό περιοδικό Κριτική. Τόν Ἀπρίλιο δίνει διάλεξη στήν αἲθουσα
τῆς Μακεδόνικῆς Καλλιτεχνικῆς Ἑταιρείας «Τέχνη» στή Θεσσαλονίκη γιά τήν
ζωγραφική τοῦ Γ. Βακαλό, ἐνῶ τόν Ἰούλιο δημοσιεύεται πρόλογός του στό πρόγραμμα
τῆς ἒκθεσης τοῦ Ἀ. Φασιανού στον Ζυγό. Τόν Ὀκτώβριο γνωρίζεται μέ τόν Γιῶργο
Χειμώνᾶ.
1962
Μοιράζεται, μέ τόν Ν. Καροῦζο, τό
δεύτερο Κρατικό Βραβεῖο Ποίησης γιά τό Ἂσμα τῆς Ἰωάννας καί τοῦ
Κωνσταντίνου (τό πρῶτο δόθηκε στον Γ. Θέμελη), ἒναν ἐπιμερισμό πού
τόν θεώρησε, διαχωρίζοντας τό προσωπικό, ὡς εμπαιγμό ἀπό τόν ἲδιο τόν θεσμό τοῦ
βραβείου. Τυπώνεται ὡς ἀνάτυπο ἀπό τόν τόμο Γιά τόν Σεφέρη τό μελέτημα
του «Στροφή 1931-1961: Συλλογισμοί πάνω στην ποιητική ἀρετή». Τόν Ἀπρίλιο
πεθαίνει ὁ πατέρας του Γιώργης Σινόπουλος σέ ἡλικία ἑβδομῆντα δύο ἐτῶν. Τό
Καλοκαίρι συναντᾶ γιά πρώτη φορά τόν Σεφέρη σέ συναυλία στό Ἡρώδειο καί
γνωρίζει τον Patrick Leigh
Fermor. Δημοσιεύει στην Ἐπιθεώρηση
Τέχνης τήν πρώτη μορφή τοῦ ποιήματος του «Σοφία καί ἂλλα», πού ἀργότερα θά
ἀποτελέσει τό πρῶτο ποίημα τοῦ Νεκρόδειπνου, καθώς καί ἂλλα ποιήματα του
στό περιοδικό Ἐνδοχώρα. Μεταφρασμένη ποίηση του στά γερμανικά δημοσιεύεται
στό περιοδικό Neue Wege
καί
στά ἀγγλικά στό περιοδικό Odyssey Review.
1963
Συνδέεται μέ τήν Ἂννα Γεραλῆ γιά
τήν οποία γράφει μιά σειρά ποιημάτων μέ τίτλο «Ποιήματα γιά τήν Ἂννα». Τό Φθινόπωρο ἀρχίζει κριτική ποίησης ὡς τακτικός συνεργάτης στό περιοδικό
Ἐποχές πού διηύθυνε ὁ Ἂγγελος Τερζάκης. Ἐκεῖ δημοσιεύει κριτικές γιά βιβλία τῶν Ἑ. Βακαλό, Γ.
Δάλλα, Τ. Πατρικίου, Γ. Σκουρογιάννη. Δημοσιεύει ἐπίσης ποιήματά του στό περιοδικό Ἐνδοχώρα καθώς καί
κριτική γιά τό βιβλίο Γιάννης Σπυρόπουλος τοῦ Χ. Χρήστου στό περιοδικό Ζυγός. Τόν Δεκέμβριο
δημοσιεύεται συνέντευξή του στήν εφημερίδα Μεσημβρινή. Μεταφρασμένη
ποίησή του στά γερμανικά δημοσιεύεται στό περιοδικό Neue Wege.
1964
Ἐκδίδεται τό βιβλίο του Ἡ ποίηση τῆς
ποίησης μέ ποιητικούς στοχασμούς γιά τήν ποίηση καί τόν ποιητή γραμμένους
στήν περίοδο 1956-1964 καί ἀφιερωμένο στήν Ἂννα [Γεραλῆ]. Ἀποφασίζει νά ἐγκαταλείψει
τή ζωγραφική καί νά ἀσχοληθεῖ ἀποκλειστικά μέ τήν ποίηση. Δημοσιεύει ποιήματά
του στό περιοδικό Ἐνδοχώρα. Ἀπό τό περιοδικό Ἐποχές κρίνει τά
βιβλία τῶν Μ. Μέσκου, Μ. Ἀραβαντινού, Ἐ.Χ. Γονατᾶ, Γ. Ρίτσου, Θ. Δ. Φραγκόπουλου,
Δ. Παπαδίτσα, Ν.Γ. Πεντζίκη, Κ. Δημουλᾶ, Ν. Καρούζου, Δ. Δούκαρη. Τόν Ἰανουάριο
δέχεται ἐπίθεση τοῦ Τάσου Βουρνᾶ άπό τήν Ἐπιθεώρηση Τέχνης μέ τό ἂρθρο
του «Ἡ ποίηση τῆς ἦττας» καί τρεῖς μῆνες ἀργότερα ἀπό τόν Νίκο Παππᾶ στό
8
περιοδικό Ἒρευνα. Τόν Μάιο ταξιδεύει στήν Ἰταλία
καί τήν Γαλλία παρέα μέ τόν Ἀλέξανδρο Ἀργυρίου καί τούς Γιῶργο καί Λένα
Σαββίδη. Γνωρίζεται με τόν Laurence Durell. Στίς 30
Δεκεμβρίου πραγματοποιεῖ ἐπίσκεψη στό σπίτι του στον Περισσό τό ζεῦγος Σεφέρη. Μεταφρασμένη
ποίησή του στά γερμανικά δημοσιεύεται στον κατάλογο τῆς ἒκθεσης Keffalonitis Katalog καί στά ἀγγλικά
στά περιοδικά Occident καί Poetry.
1965
Τόν Ἰανουάριο διαβάζει ποιήματά του στήν Ἑλληνοαμερικανική Ἓνωση.
Μετέχει σέ συζήτηση γιά τόν ζωγράφο Κ. Τσόκλη στό Χίλτον καί σέ συζήτηση «Περί
τοῦ ἀντικειμένου» στήν γκαλερί
Μέρλιν. Τόν Μάρτιο παρουσιάζει τόν ποιητή Θ.Δ. Φραγκόπουλο στό Συμπόσιο τῆς Πλάκας. Μετέχει στήν 8η
Πανελλήνια Ἒκθεση Ζωγραφικῆς ἀπό τήν ὁποία τό
Ὑπουργεῖο Παιδείας ἀγοράζει τό ἒργο του «Πέτρες». Συμμετέχει ὡς πρόεδρος στήν προκριματική ἐπιτροπή τοῦ
Κινηματογραφικοῦ Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης. Γράφει στίς Ἐποχές κριτικές γιά τά βιβλία τῶν Ἀ. Πανσέληνου, Μ. Σαχτούρη, Χ. Κουλούρη, Τ. Γιαννόπουλου, Ν.
Καραχάλιου, Δ. Χριστοδούλου, Γ.Ξ. Στογιαννίδη, Λ. Στεφάνου. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στό περιοδικό The London Magazine.
1966
Τό Καλοκαίρι ταξιδεύει στήν Ἰταλία
μέ τόν παιδικό του φίλο Νίκο Σταύρου. Ἐκεῖ συμμετέχει στό «Φεστιβάλ τῶν δύο
κόσμων» στό Σπολέτο, ὃπου μεταξύ τῶν ἂλλων ξένων λογοτεχνῶν γνωρίζεται καί μέ
τόν E. Pound καί τόν G.C. Menotti. Τόν Ὀκτώβριο συνδέεται μέ τήν Μαρία
Ντότα, ἀπό τό Αἴγιο, φοιτήτρια τότε τῆς Ἀγγλικῆς Φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο
τῆς Ἀθήνας, τήν ὁποία παντρεύτηκε ἀργότερα. Γνωρίζει τόν Δ. Μαρωνίτη. Ἀπό τις Ἐποχές
συνεχίζει τίς κριτικές του γιά βιβλία τῶν Δ. Ζευγώλη-Γλέζου, Θ. Κωσταβάρα, Ἂ.
Δημουλᾶ, Χ. Τρύφωνα, Π. Πιερίου, Δ. Ἰατρόπουλου, Ν. Νικόπουλου, Γ. Γεραλῆ, Θ.
Φωτιάδη, Δ. Δούκαρη, Σ. Χαβιαρᾶ, Τ. Νικηφόρου. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά
δημοσιεύεται στό περιοδικό New Measure.
1967
Δημοσιεύει τίς τελευταῖες
κριτικές του στίς Ἐποχές γιά βιβλία τῶν Λ. Κούσουλα
καί Σ. Γεράνη. Τό περιοδικό, μετά τήν ἐπιβολή τοῦ δικτατορικοῦ καθεστῶτος τῶν
Συνταγματαρχῶν στίς 21 Ἀπριλίου, ἀναστέλλει ἐπ’ ἀόριστον τήν ἔκδοση του. Ὁ
Σινόπουλος διακόπτει τήν ἐπί ἓνα χρόνο τακτική ἐκπομπή του γιά τήν ποίηση στό
ραδιόφωνο. Τόν Μάιο ὑποβάλλει μήνυση κατά τοῦ Ρένου Ἀποστολίδη γιά συκοφαντική
δυσφήμηση, τήν ὁποία ἀποσύρει ὓστερα ἀπό τήν ἀναγνώριση ἐκ μέρους τοῦ
μηνυομένου τοῦ σφάλματος του. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἰταλικά δημοσιεύεται
στό περιοδικό Prospetti.
1968
Τόν
Μάρτιο δημοσιεύεται σημείωμά του γιά τόν Γιῶργο Βακαλό στό πρόγραμμα ἔκθεσης
ζωγραφικῆς τοῦ τελευταίου στή Λευκωσία. Τόν Ἰούνιο ταξιδεύει μέ τήν Μαρία Ντότα
καί τόν Νίκο Σταύρου στό Παρίσι καί στό Λονδίνο. Μεταφρασμένη ποίησή του στά
γερμανικά δημοσιεύεται στό περιοδικό Hellenika.
9
1969
Τόν Ἰανουάριο διαβάζει ποιήματά του στό Ἰνστιτοῦτο
Γκαῖτε. Τόν Ἰούλιο μετακομίζει καί ἐγκαθίσταται ὁριστικά, ἓως τόν θάνατό του,
στό σπίτι τής οδού Ναζλῆ 22, σήμερα Τάκη Σινόπουλου καί χῶρος ὅπου στεγάζεται τό Ἳδρυμα
Τάκη Σινόπουλου, στόν Περισσό. Τόν Δεκέμβριο μετέχει σέ συζήτηση στό Ἰστιτούτο Γκαῖτε μέ θέμα «Ρόλος καί μορφές τῆς νέας ποίησης». Συμμετέχουν ἀκόμη ὁ Hans Bender,
ὁ Θ.Δ. Φραγκόπουλος καί ὁ Ἀ. Αργυρίου. Γνωρίζεται με τόν Ἀντρέα Μυλωνᾶ
καί τόν Βασίλη Στεριάδη. Ποίησή του στά ἀγγλικά
δημοσιεύεται στό περιοδικό Chicago Review καί στό βιβλίο Poems and Translations τοῦ Θανάση Μασκαλέρη, καθώς καί στά
γαλλικά στό περιοδικό M.P.T.
1970
Κυκλοφορεῖ τό ποίημα Νεκρόδειπνος, ἰδιωτική ἔκδοση ἐκτος ἐμπορίου σέ ἐκατό
ἀντίτυπα, προσφορά τοῦ φίλου του Ἀ. Μυλωνᾶ.
Διαβάζει στό Βρεττανικό Συμβούλιο ποιήματά του καί ποιήματα τῶν Θ. Ἐξαρχόπουλου καί Γ. Παυλόπουλου. Τόν Ἰούνιο δημοσιεύεται στην ἐφημερίδα
Τό Βῆμα ἀνυπόγραφο ἂρθρο του μέ τίτλο «Πέθανε ὁ Νίκος Καχτίτσης». Δημοσιεύει στό
περιοδικό Νεοελληνικός Λόγος (μέ τό ψευδώνυμο Χρ. Κοσμᾶς) βιβλιοκρισίες γιά τίς συλλογές τῶν πρωτοεμφανιζόμενων ποιητῶν Λεφτέρη Πουλιού καί Βασίλη
Στεριάδη καθώς καί νεκρολογίες γιά τους Κ. Ἐμμανουήλ, Ν. Καχτίτση καί, μέ τό ψευδώνυμο Ἰάσων Σγουρός, γιά τους A. Adamov καί P. Celan. Συνεργάζεται
μέ τήν συντακτική ἐπιτροπή τοῦ τόμου Δεκαοχτώ Κείμενα, μέ ἀντιστασιακό περιεχόμενο, πού ἐκδίδεται τόν Ἰούλιο. Συμμετέχει ὡς
ἱδρυτικό μέλος στην ἵδρυση τῆς Ε.Μ.Ε.Π. (=Ἑταιρεία
Μελέτης Ελληνικῶν Προβλημάτων).
Γνωρίζεται μέ τόν Γ. Σταθᾶτο
καί τόν Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο. Μεταφρασμένη ποίηση του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στό περιοδικό Mundus Atrium.
1971
|
Μετέχει στήν συντακτική ἐπιτροπή πού ἐκδίδει
τούς τόμους μέ ἀντιστασιακό περιεχόμενο Νέα Κείμενα I καί II. Τόν Ἰούνιο ταξιδεύει στό Παρίσι μαζί μέ τήν Μαρία
Ντότα καί τόν ζωγράφο Δανιήλ. Τόν Νοέμβριο συμμετέχει μέ τούς Ἀ. Ἀργυρίου, Γ.
Κακριδῆ καί Κ. Κουλουφᾶκο σέ δημόσια συζήτηση γιά τό γλωσσικό πρόβλημα πού ὀργανώνεται
ἀπό τήν Ε.Μ.Ε.Π. στό θέατρο «Ἄλφα». Στην ἵδια συζήτηση ἔρχεται σέ ἔντονη ἀντιπαράθεση
μέ τόν Ε. Παπανοῦτσο ὁ ὁποῖος ἐπέκρινε μέ δριμύτητα τήν ἄποψη τοῦ Σινόπουλου ὃτι
ἡ ποίηση «θα μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ ὡς μιά γλώσσα ἔξω ἀπό τή γλώσσα». Τόν ἴδιο
μήνα συμμετέχει ἐπίσης μέ τούς Μ. Ἀναγνωστάκη, Γ. Δάλλα, Ρ. Ροῦφο, Θ.Δ.
Φραγκόπουλο στήν «Βραδιά Σεφέρη» πού διοργανώνεται ἀπό τήν Ε.Μ.Ε.Π. πάλι, στον
ἴδιο χῶρο. Γνωρίζεται μέ τόν Γιάννη Κοντό. Μεταφρασμένη ποίησή του στά γαλλικά
δημοσιεύεται στά περιοδικά La Fiera Litteraria καί Lettres Nouvelles καί στά ἀγγλικά στό περιοδικό Oasis.
1972
Ό γάμος μέ τήν Μαρία. Κουμπάρος
ὁ Γ. Σαββίδης |
Ἐκδίδονται οἱ συλλογές Πέτρες καί Νεκρόδειπνος, ἡ
10
τελευταία ἀφιερωμένη στή Μαρία [Ντότα]. Δημοσιεύεται στόν τόμο Βραδιά
Σεφέρη ἡ μελέτη του «Τό “κλειστό” καί τό “ἀνοιχτό” ποίημα στόν Σεφέρη». Τέλη Μαΐου διαλύεται μέ δικαστική ἀπόφαση ἡ Ε.Μ.Ε.Π. Στίς 31 Ἰουλίου
παντρεύεται μέ τή Μαρία Nτότα. Κουμπάρος ὁ
Γ. Π. Σαββίδης. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στά περιοδικά The Charioteer καί Arion’ s Dolphin.
1973
Ἀναλαμβάνει
σύμβουλος γραμμάτων στήν ἔκδοση
Χρονικό τοῦ καλλιτεχνικοῦ- πνευματικοῦ κέντρου «Ὤρα».
Συμμετέχει ὡς ἀφανές μέλος στή συντακτική ἐπιτροπή τοῦ ἀντιστασιακοῦ περιοδικοῦ Ἡ Συνέχεια στό ὁποῖο ἐκτος ἀπό σειρά
ποιημάτων του δημοσιεύει βιβλιοκρισίες γιά συλλογές τῶν Γ. Κοντοῦ, Ρ.
Ἀλαβέρα καί Β. Δαλακούρα.
Προλογίζει τά ποιήματα τῆς
συλλογῆς Ποίηση 2 τοῦ Λ. Πουλιού. Μεταφρασμένη ποίησή του
στά γαλλικά δημοσιεύεται στό περιοδικό L’ Autre Grrce, στά γερμανικά στό περιοδικό Spectrum καί στά ἀγγλικά στό περιοδικό Literary Review.
1974
Τόν Ἀπρίλιο μετέχει σέ συζήτηση στό Γαλλικό Ἰνστιτούτο με θέμα «Ἡ
πόλη καί τό ἀντικείμενο». Τό
Πάσχα ἡ Ἀσφάλεια τοῦ ἀφαιρεῖ τό διαβατήριο (μαζί μέ ἐκεῖνο τοῦ Ἀ. Ἀργυρίου) ὅταν ἐπιχειρεῖ νά ταξιδέψει μέ παρέα φίλων στην
Κύπρο. Τό Καλοκαίρι ταξιδεύει στήν Πάρο μέ τή Μαρία ὅπου καί τόν βρίσκουν τά δραματικά γεγονότα τοῦ πραξικοπήματος κατά τοῦ Μακαρίου, τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς στήν Κύπρο, τῆς
ἐπιστράτευσης καί τῆς πτώσης τῆς Χούντας. Συμμετέχει ὡς
ἱδρυτικό μέλος στήν ἵδρυση τῆς «Πανελλαδικῆς Ἐπιτροπῆς
Δημοκρατικοῦ Ἀγῶνος». Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στά περιοδικά Western Humanities,
California Quarterly, Oasis καί The Charioteer.
1975
|
|
Ἐκδίδεται
ἡ ποιητική του σύνθεση Χρονικό. Τόν Ἀπρίλιο συμμετέχει στό φεστιβάλ ποίησης
τοῦ Cambridge μέ ἀνάγνωση ποιημάτων του. Δίνει ἐπίσης
διάλεξη στούς ἕλληνες φοιτητές τοῦ ἐκεῖ Πανεπιστημίου μέ θέμα «Ἡ πρώτη
μεταπολεμική γενιά στην Ἑλλάδα». Τήν Ἄνοιξη δημοσιεύει στό περιοδικό Κώδικας
τῆς Θεσσαλονίκης τό κείμενό του «Ἀπόψεις γιά τόν ποιητή καί τήν ποίηση».
Τόν Ἰούνιο πεθαίνει ἡ μητέρα του Ρούσσα-Βενέτα Σινόπουλου σέ ἡλικία ὀγδόντα ἑφτά
ἐτῶν. Τόν ἴδιο μήνα δίνει συνέντευξη στόν Θ. Νιάρχο στήν ἐφημερίδα Θεσσαλία
τοῦ Βόλου μέ θέμα «Ἡ ἐποχή μας κι ἐμεῖς». Τόν Νοέμβριο παίρνει μέρος στόν ἑλληνικό
μήνα τοῦ Λονδίνου. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στό The Times Literary Supplement
ἐνῶ
ἀπό τίς ἐκδόσεις Oasis Books κυκλοφορεῖ σε αὐτοτελή
ἔκδοση ὁ Νεκρόδειπνος μεταφρασμένος στά ἀγγλικά ἀπό τόν Γιάννη Σταθᾶτο.
11
1976
Ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἑρμῆς ἐκδίδεται ὁ συγκεντρωτικός τόμος Συλλογή Ι: 1951-1964, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνει τίς ποιητικές
συλλογές Μεταίχμιο (1951), Ἄσματα Ι-ΧΙ (1953), Ἡ
γνωριμία μέ τόν Μάξ (1956), Μεταίχμιο Β’ (1957), Ἑλένη (1957), Ἡ Νύχτα καί ἡ Ἀντ- στίξη (1959),)
Τό Ἄσμα τῆς Ἰωάννας
καί τοῦ Κωνσταντίνου (1961) καί Ἡ ποίηση τῆς ποίησης (1964).
Δημοσιεύει ἄρθρα του στίς ἐφημερίδες Τό Βῆμα και Ἡ Καθημερινή, καθώς καί
σημείωμα «Περί Μαγιακόφσκυ» στό
περιοδικό Τετράδιο. Δημοσιεύει ποιήματά του στό περιοδικό Τό Τραμ. Τόν
Ἀπρίλιο παρουσιάζεται σέ ἐκδήλωση
στό Βρεττανικό Συμβούλιο τό ἔργο
τοῦ Γιώργου Σισιλιάνου «Ἕξι τραγούδια γιά μία φωνή καί
πιάνο», μεταξύ τῶν ὁποίων καί μουσική γιά δύο ποιήματα
τοῦ Σινόπουλου. Τό Καλοκαίρι
ταξιδεύει στήν Κύπρο με τή Μαρία, τόν Ἀ. Ἀργυρίου καί τήν γυναίκα του Ἄντεια Χατζιδάκι. Στό νησί συναντᾶ τήν Πίτσα Γαλάζη καί τόν Κυριᾶκο Χαραλαμπίδη στόν ὁποῖο δίνει συνέντευξη πού μεταδίδεται ἀπό
τό Ρ.Ι.Κ. Μεταφρασμένη ποίηση του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στά περιοδικά Coffee house καί Oasis.
1977 (60 ἐτῶν)
|
Στό σπίτι του, Ναζλῆ 22, 1977 |
Ἐκδίδεται ἡ ποιητική συλλογή Χάρτης, μέ ποιήματα τῆς περιόδου 1964-1977. Τόν Ἀπρίλιο ἡ Μορφωτική Ἕνωση
Λεχαινῶν «Ἀνδρέας Καρκαβίτσας» διοργανώνει ἐκδήλωση γιά τήν ποίησή του, στήν ὁποία διαβάζει ποιήματά του ὁ ἴδιος, ὕστερα ἀπό εἰσήγηση τοῦ Ἀ. Ἀργυρίου, ἐνῶ ὁ ποιητής Χρῆστος
Ντάντος παρουσιάζει μελοποιημένα ἀποσπάσματα
ἀπό τό Χρονικό. Ἀπόκριση στήν ἔρευνα «Λόγος γιά τήν ποίηση» στήν ἐφημερίδα Aὐγή. Τόν Μάιο κυκλοφορεῖ τό πρῶτο «ἀφιέρωμα στόν
Τάκη Σινόπουλο» ἀπό τό
περιοδικό τέχνης Σῆμα, στό
ὁποῖο μεταξύ τῶν ἄλλων περιλαμβάνεται καί συνομιλία
τοῦ ποιητῆ μέ τή Νατάσα Χατζιδάκι. Τόν
Νοέμβριο δημοσιεύεται τό 3° μέρος τοῦ
Νυχτολογίου του στό περιοδικό Ἐποπτεία.
Ὁ Σινόπουλος διδάσκεται
γιά πρώτη φορά σέ ἑλληνικό
Πανεπιστήμιο (Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης), στό μάθημα τοῦ Δ.Ν. Μαρωνίτη τό ἀφιερωμένο στήν μεταπολεμική ποίηση,
κατά τήν ἀκαδημαϊκή χρονιά
1977-78. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά
δημοσιεύεται στά περιοδικά The New York Times και Descent.
1978
Ἐκδίδεται
ἡ ποιητική συλλογή Νυχτολόγιο ἀφιερωμένη στή Μαρία. Τόν Ἰούλιο ἐκδίδεται
τό βιβλίο Τοπίο Θανάτου τοῦ Kimon Friar γιά τόν Σινόπουλο. Τόν Αὔγουστο συνέντευξη στή
Μαρία Θερμοῦ γιά τήν ἐφημερίδα Ἡ Καθημερινή μέ τίτλο «Ἐπίκληση
γιά μιάν ἀληθινή ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία». Τόν Σεπτέμβριο γνωρίζεται στην Ἀθήνα
μέ τόν ἄγγλο γιατρό καί ποιητή C.G. Helman. Τόν Ὀκτώβριο
συμμετέχει στόν ἑλληνικό μήνα τῆς Σουηδίας. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά
δημοσιεύεται στά περιοδικά Tangent και Ἐποπτεί.
1979
Συνεντεύξεις
μέ τόν Β. Σταύρακα στήν εφημερίδα Αὐγή, μέ τήν Σ. Ἀλεξανδροπούλου στήν Κυριακάτικη
Ἐλευθεροτυπία, ραδιοφωνική συνέντευξη στόν Κ. Χαραλαμπίδη γιά
τό Ρ.Ι.Κ., ἀπόκριση στήν ἔρευνα «Νόμπελ καί Ἐλύτης» στίς ἐφημερίδες Αὐγή,
Ἐλευθεροτυπία καί Ἡ Καθημερινή καί σε ἔρευνα τοῦ Δ. Καλοκύρη
γιά τό περιοδικό Les Nouvelles Litteraires. Τό Καλοκαίρι ταξιδεύει στην Κύπρο
με την Μαρία, προσκεκλημένος ἀπό τόν Δῆμο Λευκωσίας, ὅπου διαβάζει ποιήματά
του σέ ἐκδήλωση τοῦ Λαϊκοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Δήμου. Γνωρίζεται μέ τόν Λεύκιο
Ζαφειρίου. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στό περιοδικό Kudos. Ἐκδίδεται ἐπίσης σέ δίγλωσση ἔκδοση
ἀπό τό Ohio State
University Press
τό βιβλίο Landscape of
Death τοῦ Kimon
Friar μέ εἰσαγωγή, ἐπίμετρο, σημειώσεις καί μετάφραση ἐκλογῆς
ποιημάτων ἀπό τό ἕως τότε ἔργο τοῦ Σινόπουλου.
1980
Ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἑρμῆς ἐκδίδεται ὁ
συγκεντρωτικός τόμος Συλλογή II:
1965-1980, ὁ
ὁποῖος περιλαμβάνει τίς ποιητικές συλλογές Δρομοδεῖχτες (1960-1980), Πέτρες
(1972), Νεκρόδειπνος (1972), Τό Χρονικό (1975), Ὁ Χάρτης (1977),
Νυχτολόγιο (1978). Τόν Ιούλιο δημοσιεύονται ὀχτώ ποιήματά του μέ τόν
τίτλο «Τό γκρίζο φῶς», μαζί μέ κριτικό σχόλιο τοῦ Δ.Ν. Μαρωνίτη, στό περιοδικό
Ὁ Πολίτης. Συνέντευξη τόν Αὒγουστο στόν Γ. Σαββίδη στήν ἐφημερίδα Ἡ Αὐγή
μέ τίτλο «Ἐμπορευματοποίησαν τό ποιητικό βιβλίο». Τόν Σεπτέμβριο συμμετέχει
σέ ἐκδήλωση τού 4ου Φεστιβάλ «Αὐγῆς-Θουρίου» μέ θέμα τήν νεώτερη
ποίηση. Παίρνουν μέρος ἐκτός τῶν ἄλλων, οἱ Μ. Ἀναγνωστάκης, Ἑ. Ἀποστολοπούλου, Ἀ.
Ἀγγελάκης, Ρ. Γαλανάκη, Χ.Λ. Καράογλου, Χ. Λιοντάκης, Σ. Τσακνιᾶς, Ἀ. Φωστιέρης
καί Γ. Χρονάς. Οἱ ἑπιφυλάξεις πού διατυπώνει ὁ Σινόπουλος γιά τήν πορεία ἀρκετῶν
νέων ποιητῶν ἀνεβάζει τό θερμόμετρο τῆς συζήτησης μέ ἀποτέλεσμα, πρίν ἀκόμη
τελειώσει τήν παρέμβασή του, μιά ὁμάδα ποιητῶν τῆς νεώτερης γενιᾶς νά ἀποχωρήσει
ἐπιδεικτικά ἀπό τή συζήτηση. Ἀπό τίς σελίδες τοῦ περιοδικοῦ Θούριος συζητᾶ
μέ τόν Ἀ. Ἀργυρίου γιά τήν ποίηση τήν κριτική καί τό ἀναγνωστικό κοινό. Τόν
Νοέμβριο κυκλοφορεῖ τό σημαντικό ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ Ἐποπτεία στόν
Τάκη Σινόπουλο. Τόν Δεκέμβριο σέ συνέντευξή του στό περιοδικό Διαβάζω (θά
δημοσιευθεῖ μετά τόν θάνατό του) αναφέρεται στήν γενιά τοῦ ’70, ξεχωρίζοντας ὡς
ἀξιόλογες νέες φωνές, κατά κύριο λόγο τόν Μ. Γκανᾶ, καί ἀκόμη τούς Ν. Βαγενᾶ,
Γ. Κοντό, Π. Κυπαρίσση, Γ. Πατίλη, Λ. Πούλιο καί Β. Στεριάδη. Κυκλοφορεῖ στό
Λονδίνο ἀπό τίς εκδόσεις Oasis σέ ἀγγλική μετάφραση
τοῦ Γιάννη Σταθάτου τό βιβλίο Stones (Πέτρες).
1981
Ἐκδίδονται τά βιβλία Takis Sinopoulos,
Selected Poems ἀπό τίς ἐκδόσεις
WirePress-OxusPress,
San Francisco-London, σέ μετάφραση Γιάννη Σταθάτου καί Γ. Π. Σαββίδη, Μεταμορφώσεις
τοῦ Ἐλπήνορα (Ἀπό τόν Πάουντ στόν Σινόπουλο) ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἑρμής.
Στίς 26 Ἀπριλίου, ἀνήμερα τοῦ Πάσχα, πεθαίνει ξαφνικά, σέ ἡλικία ἑξήντα
τεσσάρων ἑτῶν, ἀπό συγκοπή στόν Πύργο ὅπου βρισκόταν γιά τίς γιορτές μαζί μέ
τή γυναίκα του Μαρία, τά ἀδέλφια του Παῦλο καί Μαρία, τό ζεῦγος Νιόβη καί Η.Χ.
Παπαδημητρακόπουλο, τόν Γιώργη Παυλόπουλο κ. ἄ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ: Ἡ παραπάνω «Συνοπτική ἑργοβιογραφία»
αναπαράγει πιστά, ἀλλά σέ συντομευμένη μορφή, τόσο τή δομή ὅσο καί τό
πληροφοριακό ὑλικό τς πολύτιμης ἐργασίας τοῦ Μιχάλη Πιερή Ὁ χῶρος
καί τά χρόνια τοῦ Τάκη Σινόπουλου. 1917-1981, Σχεδίασμα βιο-εργογραφίας,
Ἑρμης, Ἀθήνα 1988.
Α.
ΕΡΓΑ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ. ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
(ΠΡΩΤΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ)
1.
Μεταίχμιο, [Ἰδιωτική ἔκδοση], Ἀθήνα 1951.
2.
Ἂσματα I-XI, [Ἰδιωτική ἔκδοση],
Ἀθήνα 1953.
3.
Ἡ γνωριμία μέ τόν Μάξ, Οἱ φίλοι τῆς λογοτεχνίας, Ἀθήνα 1956.
4.
Ἑλένη, Δίφρος, Ἀθήνα 1957.
5.
Μεταίχμιο Β’, Δίφρος, Ἀθήνα 1957.
6.
Ἡ νύχτα καί ἡ Ἀντίστιξη, [Ἰδιωτική ἔκδοση],
Ἀθήνα 1959.
7.
Τό ἄσμα τῆς Ἰωάννας καί τοῦ Κωνσταντίνου, [Ιδιωτική
έκδοση], Ἀθήνα 1961.
8.
«Στροφή» 1931-1961. Συλλογισμοί πάνω στην ποιητική ἀρετή,
Ἀνάτυπο
ἀπό τόν τό-
μο
Γιά τόν Σεφέρη, Ἀθήνα 1962.
9. Ἡ ποίηση τῆς ποίησης, [Ἰδιωτική ἔκδοση],
Ἀθήνα 1964.
10.
Νεκρόδειπνος, [Ἰδιωτική ἔκδοση, ἐκτος ἐμπορίου],
Ἀθήνα 1970.
11.
Πέτρες, Κέδρος, Ἀθήνα 1972.
12.
Νεκρόδειπνος, «Ἑρμῆς», Ἀθήνα 1972.
13.
Τό Χρονικό, Κέδρος, Ἀθήνα 1975.
14.
Συλλογή I. [Συγκεντρωτική ἔκδοση τῶν ποιημάτων τῆς
περιόδου] 1951-1964, «Ἑρ-
μης»,
Ἀθήνα 1976.
15.
Ὁ Χάρτης, Κέδρος, Ἀθήνα 1977.
16.
Νυχτολόγιο, Κέδρος, Ἀθήνα 1978.
17.
Συλλογή II.
[Συγκεντρωτική
ἔκδοση τῶν ποιημάτων τῆς περιόδου] 1965-1980,
«Ἑρ-
μης»,
Ἀθήνα 1980.
18.
Τό γκρίζο φῶς, Κέδρος, Ἀθήνα 1982.
19.
Τέσσερα μελετήματα γιά τόν Σεφέρη, Κέδρος, Ἀθήνα
1984.
20. Χρονικό ἀναγνώσεων.
Βιβλιοκρισίες γιά τή μεταπολεμική ποίηση, Φιλολογική ἐπι-μέλεια: Εὐριπίδης
Γαραντούδης καί Δώρα Μέντη, Ἐκδόσεις Σοκόλη, Ἀθήνα 1999.
21. Ποιήματα γιά τήν Ἄννα, «Ἑρμης», Ἀθήνα
1999.
Β. ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΚΗ
ΣΙΝΟΠΟΥΛΟ
I. ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ
1.
περ.
Χνάρι, ἀρ. 3-4, Χειμώνας-Ἄνοιξη 1975.
2.
περ.
Σῆμα, ἀρ. 17, Μάιος-Ἰούνιος 1977.
3.
περ.
Ἐποπτεία, ἀρ. 51, Νοέμβριος 1980.
4.
περ. Βυζίκι, ἀρ. 223, Ἀπρίλης-Μάης 1981.
4.
περ. Ἀντί, ἀρ. 205, 14
Μαΐου 1982.
5.
περ. Νέο
Ἐπίπεδο, ἀρ.
11-12, Νοέμβριος 1991 - Φεβρουάριος 1992.
6.
περ. Ἀλφειός, ἀρ. 2, Καλοκαίρι 1994.
II.
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
1. Κίμων Φράιερ, Τοπίο θανάτου. Εἰσαγωγή στήν
ποίηση τοῦ Τάκη Σινόπουλου, Μετάφραση: Νάσος Βαγενᾶς - Θωμᾶς Στραβέλης,
Κέδρος, Ἀθήνα 1978.
2. Γ. Π. Σαββίδης, Μεταμορφώσεις τοῦ Ἐλπήνορα
(Ἁπό τόν Πάουντ στον Σινόπουλο), Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1981.
3. Μνήμη Τάκη Σινόπουλου, Τρεῖς διαλέξεις
καί μιά συνέντευξη, Ἐπιμέλεια: Πολύκαρπος Πολυκάρπου, Ἐξώφυλλο: Νίκος Γαζέπης,
Δημοτική Βιβλιοθήκη Νέας Ἰωνίας, Νέα Ιωνία, Γενάρης 1983.
4. Μιχάλης Πιερής, Ὁ χῶρος καί τά χρόνια τοῦ
Τάκη Σινόπουλου. 1917-1981, Σχεδία-
σμα
διο-εργογραφίας, Ἑρμής,
Ἀθήνα 1988.
5. Μιχάλης Πιερής, Ὁ ποιητής-χρονικογράφος. Μεταμορφώσεις τοῦ
ἀφηγητῆ στον Νε-
κρόδειπνο τοῦ
Τάκη Σινόπουλου, Ἐρμής, Ἀθήνα
1988.
6. Δημήτρης
Πλατανίτης, Τρία δοκίμια γιά τόν Τάκη Σινόπουλο, Σμίλη, Ἀθήνα 1989.
7. Μαρία
Στεφανοπούλου, Τάκης Σινόπουλος. Ἡ ποίηση καί ἡ οὐσιαστική μοναξιά, «Πο-
ρεία», Ἀθήνα 1992.
8. Τάκης Σινόπουλος. Ἔνοικος τώρα τοῦ παντοτεινοῦ, κεκυρωμένος Ἀφιέρωμα.
Ἐπιμέλεια: Ἠλίας Γκρής, Ἔκδοση περιοδικοῦ
Ἀλφειός.
Μέ τήν ὐποστήριξη τῆς Νομαρχιακῆς Αὐτοδιοίκησης
Ἠλείας, Πύργος 1996.
Στό γραφείο τοῦ σπιτιού του, Ναζλῆ 22, στόν Περισσό, 1981 |
9. Γιά τόν Σινόπουλο, Εἰσαγωγή, ἀνθολόγηση
κειμένων: Εὐριπίδης Γαραντούδης, Ἐκδόσεις Αγαῖον, Λευκωσία 2000.
Γέννηση τοῦ Τάκη
Σινόπουλου στίς 30 Μαρτίου
(17 μέ τό
παλαιό ἡμερολόγιο) στό
χωριό τῆς Ἠλείας Ἀγουλινίτσα, πέντε χιλιόμετρα
ἀπό τήν πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ, τόν Πύργο. Πρωτότοκος γιός τοῦ καθηγητῆ τῆς
Φιλολογίας Γιώργη Σινόπουλου πού καταγόταν ἀπό τό χωριό Μούντριζα τῆς Ὀλυμπίας
καί τῆς Ρούσας-Βενέτας Σινοπούλου τό γένος Ἀργυροπούλου, ἀπό τό χωριό Βυζίκι τῆς
Γορτυνίας. Τό βαφτιστικό του Τάκης τό πῆρε ἀπό τόν πρός μητρός πάππο του πού
λεγόταν Πάικος.
1920
Μέ τήν μητέρα του, 1919 |
Ἡ οἰκογένεια τοῦ Γιώργη
Σινόπουλου ἐγκαθίσταται στόν Πύργο, κοντά στά Χαλικιάτικα, τήν συνοικία τῶν
σιδεράδων καί χαλκωματάδων. Τόν Νοέμβριο γεννιέται ὁ Νούλης (=Ἀθανάσιος)
Σινόπουλος ἀδελφός τοῦ ποιητῆ.
1922
Γράφεται στό
δημοτικό σχολεῖο στά Χαλικιάτικα τοῦ Πύργου ὅπου φοιτᾶ ὣς τό 1926.
1923
Στίς 18 Ἰουλίου
γεννιούνται τά δίδυμα ἀδέλφια του, Μαρία καί Παῦλος.
1927
Ἐγγράφεται στό
Ελληνικό Σχολεῖο όπου φοιτά ὣς τό 1929.
1930
Ἐγγράφεται
στό Α’ Γυμνάσιο Πύργου, σχολεῖο μικτό. Στά γυμνασιακά του χρόνια πρώτη ἐνασχόληση
μέ τό διάβασμα καί τό γράψιμο μέ τή βοήθεια τῆς βιβλιοθήκης τοῦ πατέρα του. Ἀντιγράφει
στίχους καί προσπαθεῖ νά γράψει κι ό ἲδιος.
1934
Πρῶτες
του δημοσιεύσεις ἑνός ποιήματος καί ἑνός διηγήματος σέ καλοκαιρινό φύλλο τῆς ἐφημερίδας
Νέα Ἡμερα τοῦ Πύργου μέ τό ψευδώνυμο Ἀργυρός Ρουμπάνης. Τό Φθινόπωρο
φεύγει γιά τήν Ἀθήνα προκειμένου νά σπουδάσει Ἰατρική. Ἡ νέα του ζωή στήν Ἀθήνα
χαρακτηρίζεται ἔντονα ἀπό αἰσθήματα ἐπαρχιωτισμού καί ἀπομόνωσης.
2
1935
Πρώτη
του χρονιά στό Πανεπιστήμιο. Μέ εὐαισθησία παρακολουθεῖ τά δρώμενα στήν ἀρκετά
ταραγμένη πολιτική καί καλλιτεχνική σκηνή τῆς ἐποχῆς, τό ἲδιο καί στούς ἀνήσυχους
φοιτητικούς κύκλους.
1936
Σέ φιλολογική συγκέντρωση τοῦ
συλλόγου «Γράμματα καί Τέχνες» στόν Πύργο ἀντικρούει τούς ἐπικριτές τῆς
ρομαντικῆς λογοτεχνίας καί ἐπικρίνει μέ τή σειρά του τήν ρεαλιστική.
Στήν Ἀθήνα, 1936
1937
Γράφει
τά πρῶτα του ποιήματα πού δέν τόν ἱκανοποιοῦν καί τά καταστρέφει. Τόν Μάρτιο
στέλνει ἕνα διήγημα καί τρία κριτικά σημειώματα (δύο γιά ἐκθέσεις ζωγραφικῆς
καί ἕνα γιά κινηματογραφική ταινία) στήν σημαντική λογοτεχνική ἐπιθεώρηση τῆς ἐποχῆς
Νεοελληνικά Γράμματα. Τό διήγημα ἀπορρίπτεται, οἱ κριτικές δημοσιεύονται.
Τόν Ὀκτώβριο δημοσιεύεται στή Νέα Ἑστία καί ἡ πρώτη του ποιητική
μετάφραση, «Ὁ σεβασμός τοῦ Πρίγκηπα» τοῦ Henry
de Montherlant.
1938
Τόν
Ἰανουάριο καί τόν Μάρτιο δημοσιεύονται καί ἂλλες μεταφράσεις του ποιημάτων τοῦ Montherlant σέ φύλλα τῆς ἐφημερίδας Ἐλευθερία
τῆς Λάρισας.
1939
Γράφει
γιά πρώτη φορά στόν Γιῶργο Σεφέρη μέ ἀφορμή τόν διάλογο τοῦ τελευταίου μέ τόν
Κωνσταντίνο Τσάτσο.
1941
|
Στίς 10 Ἰανουαρίου στρατεύεται ὡς
βοηθός γιατροῦ (λοχίας υγειονομικοῦ). Τόν Μάρτιο μετατίθεται στό 6° Στρατιωτικό
Νοσοκομεῖο Λουτρακίου, τέλος Ἀπριλίου ἐπιστρέφει στήν Ἀθήνα, ἐνῶ τό Φθινόπωρο
λόγω τῆς Κατοχῆς καί τῆς πείνας, καί ἀφοῦ ἔχει ἐγκαταλείψει τίς διπλωματικές
του ἐξετάσεις, ἀναγκάζεται νά γυρίσει στόν Πύργο. Ἐκεῖ συνδέεται μέ τόν νεώτερό
του ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο καί ἡγεῖται μιᾶς ὁμάδας παιδιῶν πού ἀνεβάζουν
θεατρικά ἒργα τῶν Johnson καί Piradello καθώς καί ἓνα δικό τους. Μέ πρότυπο τήν
Ἒρημη Χώρα τοῦ Eliot γράφει ἓνα
μεγάλο συνθετικό ποίημα μέ τίτλο «Ἐπέτειος» πού δέν σώζεται.
Στό Λουτράκι, 1941 Λοχίας Ὑγειονομικοῦ |
1942
Τό Καλοκαίρι συλλαμβάνεται ἁπό τίς ἰταλικές ἀρχές κατοχῆς καί
φυλακίζεται ὡς ἀντιστασιακός. Ἀφοῦ μείνει σαράντα μέρες φυλακισμένος, περνᾶ ἀπό
στρατοδικεῖο στήν Τρίπολη καί ἀθωώνεται.
3
1943
Τήν Ἂνοιξη πεθαίνει ὁ αδελφός του
Νούλης σε ἡλικία εἲκοσι τριῶν ἐτῶν. Τόν Μάρτιο ἐκδίδεται ἀπό τόν καλλιτεχνικό
καί φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» Πύργου, ἱδρυτικό καί δρῶν μέλος τοῦ ὁποίου εἶναι
καί ὁ Τάκης Σινόπουλος, τό περιοδικό Ὀδυσσέας, στοῦ ὁποίου τά δύο πρῶτα
τεύχη δημοσιεύεται ἡ μικρή μελέτη του «Σκέψεις γιά τό ἔργο τοῦ Σεφέρη».
Συνεργάζεται ἐπίσης μέ ποιήματα καί μεταφράσεις ἀπό τό ἔργο τῶν Marcel Proust, Raul Valery, L. P. Jaloux μέ τά περιοδικά Πειραϊκά
Γράμματα καί Καλλιτεχνικά Νέα. Τόν Ὀκτώβριο ξαναέρχεται στήν Ἀθήνα καί ἀρχίζει
τίς προετοιμασίες γιά τίς διπλωματικές του ἐξετάσεις. Κατοικεῖ σέ δωμάτιο μιᾶς
αὐλῆς στην ὁδό Ἰβήρων 14, κοντά στήν πλατεία Ἀμερικῆς.
1944
Τόν Μάρτιο παίρνει τό πτυχίο τῆς Ἰατρικῆς.
Δημοσιεύει ποιήματά του καί μεταφράσεις τοῦ O.V. de L. Milosz στά περιοδικά Καλλιτεχνικά
Νέα, Ὀδυσσέας, Ξεκίνημα τῆς Θεσσαλονίκης
καί Φιλολογικά Χρονικά, ἐνῶ τόν Χειμώνα γνωρίζεται μέ τόν Γιῶργο Γεραλῆ.
Ἀρχίζει νά δουλεύει τά ποιήματα πού θά ἀποτελέσουν τό ὑλικό τῆς πρώτης του
συλλογῆς Μεταίχμιο (1951). Ἰδιαίτερα σημαντική γιά τήν ὃλη ποιητική
του, πού διατρέχεται ἀπό τήν συνύφανση τῶν θεματικῶν τοῦ ἀνακαλήματος τῶν
νεκρῶν καί τοῦ ἐπιζῶντος, θά εἶναι ἡ δημοσίευση τόν Ὀκτώβριο
στά Φιλολογικά Χρονικά τοῦ ποιήματος του «Ἐλπήνωρ», πού θά ἀποτελέσει
καί τό πρῶτο του ποίημα τῆς πρώτης του συλλογῆς.
Μέ τόν Φῶτο Πασχαλινό (Θοδωράκης Ζώρας) |
Για τό ποίημα αὐτό ἔχουμε μιά ἐνδιαφέρουσα
καταγραφή τοῦ 1965 ἀπό
τόν ἴδιο τόν Τάκη Σινόπουλο: Θά
μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς ἀφηγηθῶ τή μικρή ἱστορία τοῦ δικοῦ μου Ἐλπήνορα. Ἓνα μεσημέρι,
καλοκαίρι 1944, μέ φοβερό ἣλιο καί ζέστη, περνώντας μέσα ἀπό τό πεδίο τοῦ Ἂρεως,
κάθησα ἐξαντλημένος ἀπό τή πείνα καί τήν κούραση τῆς κατοχῆς σ’ ἓνα παγκάκι.
Πρέπει νά μέ εἶχε ζαλίσει πολύ ὁ ἣλιος κι ἡ ἐξάντληση. Ξαφνικά στον ἂσπρο
μικρό δρόμο, μές στό φῶς, πέρασε μπροστά μου ἡ φιγούρα ἑνός φίλου μου ποιητῆ
πού τόν σκότωσαν οἱ Γερμανοί ἒπειτα ἀπό φριχτά βασανιστήρια στήν Πάτρα τό 1942.
Ἦταν ὁ Φώτης Πασχαλινός [= Θοδωράκης Ζώρας]. Γυρίζοντας στό σπίτι μου ἒγραψα τόν «Ἐλπήνορα». Ἀλλα ἐκεῖνο πού γιά
μένα εἶχε σημασία εἶναι πώς τό ὅραμα αὐτό σφράγισε ἀποφασιστικά ἓνα μεγάλο μέρος, τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ποίησής
μου.
1945
Στίς 10 Ἰανουαρίου κατατάσσεται
στόν στρατό ὡς λοχίας τού Ὑγειονομικοῦ. Δημοσιεύει ποιήματά του καί μεταφράσεις
τοῦ Paul Valery
στά
περιοδικά Φιλολογικά Χρονικά καί Λογοτεχνία. Γνωρίζεται μέ τόν
Νίκο Καχτίτση καί τόν Σωκράτη Καψάσκη. Τόν Αὒγουστο φεύγει γιά τήν Λάρισα μέ
τό 526° Τάγμα τῆς 9ης Μεραρχίας. Ἐκεῖ θά παραμείνει ἐπί ἓνα χρόνο ὅπου
καί θά προαχθεῖ σέ ἔφεδρο ἀνθυπίατρο.
4
1946
Ἒναρξη τοῦ Ἐμφυλίου. Τό Καλοκαίρι
δημοσιεύει το ποίημά του «Θαλασσινό τοπίο» στά Φιλολογικά Χρονικά.
1947
Βρίσκεται με τό τάγμα του στό
χωριό Ἁγιόφυλος, ἔξω ἀπό την Καλαμπάκα, ὅπου θά παραμείνει ἓως τόν Ὀκτώβριο τοῦ
1947. Ἀπό ἐκεῖ συνεργάζεται μέ τό περιοδικό Κοχλίας τῆς Θεσσαλονίκης
στό ὁποῖο δημοσιεύει τόν Αὒγουστο τό ποίημα «Νεκρόδειπνος γιά τόν Ἐλπήνορα». Τρία
ποιήματα του δημοσιεύονται ἐπίσης στό περιοδικό Γράμματα. Ἀλληλογραφεῖ
μέ τόν Γιάννη Ἀγγέλου, τόν Μάρκο Αὐγέρη, τόν Νικηφόρο Βρεττάκο, τόν Γιῶργο
Γεραλῆ, τόν Ἂρη Δικταῖο, τόν Νίκο Καχτίτση, τόν Σωκράτη Καψάσκη, τόν Παῦλο
Μεραναῖο, τόν Γιώργη Παυλόπουλο κ.ἂ. Τόν Ὀκτώβριο ἐπιστρέφει στην Ἀθήνα ὅπου θά
παραμείνει ὣς τόν Δεκέμβριο τοῦ 1948. Ὑπηρετεῖ ὡς γιατρός στή Σχολή Eὐελπίδων.
1948
Τό Καλοκαίρι συχνάζει στον Κῆπο
τοῦ Μουσείου καί τόν Χειμώνα στό «Ρωσσικόν» τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου. Γνωρίζεται
μέ τόν Ἀλέξανδρο Ἀργυρίου. Πυκνή λογοτεχνική παρουσία στά περιοδικά τῆς ἐποχῆς:
στην Τέχνη τῆς Πόλης, στό Ποιητική
Τέχνη καί Ὁ Αἰώνας μας τῶν
Ἀθηνῶν δημοσιεύει πολλά ποιήματά του καί μεταφράσεις του ἀπό τό έργο τῶν H. de Montherlant,
L. Hughes, G. Apollinaire, V. Larbaud, A.R. du Reneville,
L. P. Fargue, Tr. Tzara, P. Emmanuel, Alain (hmile Chartier), W.C.
Williams, J. Superville, M. David, G. Mailhard, G. Craig, J. Maritain.
1949
Τόν Ἰανουάριο ἀναχωρεῖ άπό τήν Ἀθήνα γιά
νά συναντήσει τήν 10η Μεραρχία στό Βίτσι, πεδίο σκληρῶν ἐκκαθαριστικῶν
ἐπιχειρήσεων, ἀπ’ ὅπου θά ἀπολυθεί τόν Μάιο ἀφοῦ θά ἒχει συμπληρώσει πέντε
χρόνια θητείας. Περνώντας ἀπό τήν Θεσσαλονίκη γνωρίζεται στον Κοχλία μέ
τόν Γ. Κιτσόπουλο καί τόν Ν.Γ. Πεντζίκη. Δημοσιεύει ποιήματά του, μεταφράσεις ἀπό
τους P. Elyard, J. Superville, P. Emmanuel, H. de Montherland, καθώς καί μιά βιβλιοκρισία του γιά
ποιητική συλλογή τοῦ Ἂρη Δικταίου στά περιοδικά Ποιητική Τέχνη, Ὁ Αἰώνας
μας, Μακεδόνικα Γράμματα. Γνωρίζει τόν Σικελιανό τόν ὁποίο ἐπισκέπτεται στό σπίτι του μέ τόν Νικηφόρο Βρεττάκο. Τήν ἴδια
μέρα γνωρίζει ἐκεῖ καί τόν Kimon Friar. Τόν Νοέμβριο διορίζεται στό Ι.Κ.Α. τῆς Νέας Ἰωνίας
ὅπου ἐργάζεται καί ὡς ἐξωτερικός ἰατρός παθολόγος κάτω ἀπό σκληρές ἐπαγγελματικές
συνθῆκες, ἐνῶ ἐξακολουθεῖ νά διαμένει στό σπιτάκι τῆς πλατείας Ἀμερικῆς.
1950
Ποιήματα του καί μεταφράσεις τῶν P. Emmanuel και P.J. Jouve δημοσιεύει στά περιοδικά Ὁ Αἰώνας μας, Νέα Ἑστία
καί Σκαραβαῖος. Γνωρίζεται μέ τήν Ἑλένη Βακαλό. Τό Φθινόπωρο
μετατίθεται στά ἰατρεῖα τοῦ Ι.Κ.Α. στον Περισσό.
5
1951
Μετακομίζει
ἀπό τήν πλατεία Ἀμερικῆς στόν Περισσό, στήν ὁδό Κολοκοτρώνη. Κάνει
|
στενή παρέα μέ τόν Παυλόπουλο, τόν
Καχτίτση, τόν Καψάσκη στούς ὁποίους ἀσκεῖ ἰδιαίτερη πνευματική ἐπιρροή, καθώς
καί μέ τόν Ἀργυρίου, τόν Δικταῖο, τόν Κοββατζή. Γνωρίζεται μέ τόν Μανόλη Ἀναγνωστάκη.
Ποιήματά του δημοσιεύονται στά περιοδικά Συμπόσιο τῆς Πάτρας καί Μορφές
τῆς Θεσσαλονίκης (στό δεύτερο τό ποίημα «Ὁ Ἐλπήνωρ παρά θῖν’ ἁλός»). Τέλη
τοῦ 1951 κυκλοφορεῖ σέ ἰδιωτική ἔκδοση τό πρῶτο του ποιητικό βιβλίο, τό Μεταίχμιο,
μέ ποιήματα τῆς περιόδου 1944-1950, ἀφιερωμένο στόν ἀδελφό του Παῦλο.
1953
Μεταίχμιο, 1951 |
Κατοικεῖ
στήν ὁδό Ἁγίας Ἀναστασίας 7, στόν Περισσό. Τόν Μάρτιο δημοσιεύει τό πορτραῖτο
«Γιῶργος Γεραλῆς» στήν ἐφημερίδα Ἀπογευματινή, ἐνῶ τόν Ἀπρίλιο, στήν
ἲδια ἐφημερίδα, μετάφραση ποιήματος τοῦ Milosz.
Γνωρίζεται μέ τόν Ἀλέξανδρο Κοτζιᾶ. Ἐκδίδεται ἡ ποιητική του συλλογή Ἂσματα
Ι-ΙΧ, ἐποχή πού διάβαζε πολύ τόν Dante
καί τόν Ezra Pound.
1954
Γνωρίζεται
μέ τόν Γιῶργο Θεοτοκᾶ, τόν Ἀντρέα Καραντώνη, τόν Γιῶργο
Κατσίμπαλη. Ἀναλαμβάνει ὡς τακτικός συνεργάτης τήν κριτική τῆς ποίησης στό περιοδικό Σημερινά
Γράμματα, στό ὁποῖο παρουσιάζει κριτικές γιά βιβλία τῶν Ἑ. Βακαλό, Λ. Θεοδωρακόπουλου, Γ. Ἰωάννου, Φ. Ἀνθέμη,
Ν. Καρούζου, Ἀ. Παππᾶ καί Σ. Σκιαδᾶ. Ποιητική του δουλειά δημοσιεύει στό τεῦχος τοῦ Χειμώνα
1954-55 τῆς Ἀγγλοελληνικής Ἐπιθεώρηση.
1955
Γνωρίζεται μέ τόν Γ.Π. Σαββίδη. Κριτική
στά Σημερινά Γράμματα γιά βιβλία τών Ν.Α. Ἀσλάνογλου, Κ. Ταχτσῆ, Κ. Στούρνα, Γ. Μελισσηνοῦ, Ζ. Δαράκη, Α.
Σακαλῆ, Σ. Καλοῦ, Μ. Κασιμάτη, Λ. Αὐλωνίτου, Ὀρχάν Βελῆ, Ἀνδρονικόπουλου, Ζ.
Καρέλλη, Θ. Παπαθανάση, Ζ. Σκάρου, Μ. Μαυρομάτη, Φ. Τζιόβα καί Σ. Βαβούρη.
Δημοσίευση ποιημάτων του στά περιοδικά Σημερινά Γράμματα, Νέα Πορεία καί
Ἐπιθεώρηση Τέχνης (στό τεῦχος Δεκεμβρίου τῆς τελευταίας τό ποίημα «Ὁ ἐπιζῶν»,
ένα ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά τῆς ποιητικῆς του).
1956
Ἐκδίδεται τό
τρίτο ποιητικό βιβλίο του, Ἡ Γνωριμία μέ τόν Μάξ, μέ χρονολογία συνθέσεως Φεβρουάριος-Ἀπρίλιος 1956 καί ἀφιερωμένο στον Μίλτο Σαχτούρη, τό ὁποῖο γνωρίζει πολύ θετική ὑποδοχή
ἀπό τήν κριτική. Δημοσιεύει
ποιήματά του καθώς καί μεταφράσεις του τῶν A. Camus (ἀπόσπασμα
ἀπό τόν Ἐπαναστατημένο ἄνθρωπο) καί G. Schřhadř στα περιοδικά Πρῶτο Σκαλί, Καινούργια Ἐποχή, Νέα Πορεία (στήν τελευταία,
τεῦχος Μαρτίου, τους ποιητικούς
στοχασμούς του «Ἡ ποίηση τῆς ποίησης»).
6
1957 |
|
Ἐκδίδονται οἱ συλλογές
Ἑλένη καί Μεταίχμιο Β' (ἡ
δεύτερη με ποιήματα τῆς περιόδου
1949-1955). Συνεχίζει τίς δημοσιεύσεις μεταφράσεων ἀπό τό ἒργο τῶν A.
Camus καί G. Schřhadř καθώς τοῦ J.
Tardieu, καθώς και του J.
Tardieu, καθώς καί δικῶν του ποιημάτων, στά περιοδικά Νέα Πορεία καί Καινούργια Ἐποχή. Τό Καλοκαίρι ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη ὃπου θά παραμείνει ἐπί ἓνα μήνα. Ἑκεῖ θά συναντήσει παλαιούς γνωστούς καί
θά κάνει νέες γνωριμίες: Ἀλαβέρας,
Ἀναγνωστάκης, Λούλα καί Νόρα Ἀναγνωστάκη, Βαρβιτσιώτης, Θασίτης,
Κύρου, Πεντζίκης, Στογιαννίδης, Χριστιανόπουλος.
1958
Στόν Ἀλφειό, 1957 |
Συνεργάζεται
μέ τά περιοδικά
Νέα Πορεία καί Ἐννέα Ὁδοί τῆς
Καβάλας με ποιήματά του καί μεταφράσεις τῶν Yves
Bonnefoy, Jean
Tardieu καί P.J. Jouve. Τόν Ἰούλιο
δίνει συνέντευξη στόν Ρένο Ἀποστολίδη στην εφημερίδα Ἐλευθερία μέ θέμα τήν κακοδαιμονία
τοῦ νεοελληνικοῦ βίου.
1959
Ἐκδίδεται
ἡ ποιητική του
συλλογή Ἡ Νύχτα καί ἡ Ἀντίστιξη. Ἀρχίζει νά
συνεργάζεται ὡς κριτικός μέ τό περιοδικό Κριτική ὃπου δημοσιεύει
βιβλιοκρισίες γιά βιβλία τοῦ Ἀλκ. Γιαννόπουλου, τοῦ Δ. Παπαδίτσα καί τοῦ Έ.Χ.
Γονατᾶ. Δημοσιεύει ποιήματά του καθώς καί μεταφράσεις τῶν G. Schřhadř, Rafael Alberti καί Marcel
Břalu στά περιοδικά Νέα Πορεία, Διαγώνιος, Κύτταρο, Ἐνδοχώρα. Τήν Ἂνοιξη
δημοσιεύονται καί οἱ πρῶτες μεταφράσεις ποιημάτων τοῦ Σινόπουλου σέ ἂλλη
γλώσσα (στό περιοδικό Poesia Nuova σέ ἰταλική
μετάφραση καἰ εισαγωγή τοῦ Mario Vitti). Τόν Μάρτιο μέ ἐπιστολή του στην εφημερίδα Τά
Νέα διαμαρτύρεται γιά τήν απόφαση τῆς Ὁμάδας τών Δώδεκα νά μήν ἀπονείμουν
τό βραβεῖo ποίησης γιά τό 1958.
Ἀγκάθια (σινική) Ἒργο τοῦ Τ. Σινόπουλου
1960
Δημοσιεύει
ποιήματα του καί μεταφράσεις τού Marcel Břalu στά περιοδικά Διαγώνιος
καί Ἐνδοχώρα καθώς καί κριτικές του γιά βιβλία τῶν Μ. Μερακλῆ, Ντ.
Χριστιανόπουλου, Ν.Α. Ἀσλάνογλου, Κλ. Κύρου στό περιοδικό Κριτική. Τόν Ἰούλιο
μετέχει σέ ραδιοφωνική συζήτηση μέ τούς Ν. Γκάτσο, Ἀ. Καραντώνη καί Γ. Κότσιρα
μέ θέμα «Ἡ νέα Ποίηση». Τόν Μάρτιο ἀρχίζει νά ζωγραφίζει καί τόν μήνα Νοέμβριο,
κατά τήν ἐνθύμηση τοῦ ἰδίου, «ὁ ζωγράφος Τάκης Σινόπουλος, γεννηθείς τόν
Μάρτιο, οὒτε ἑφταμηνίτικος, κάνει τήν πρώτη του ἒκθεση στήν μικρή αἴθουσα τοῦ “Ζυγοῦ”».
Μεταφρασμένη ποίησή του στά γερμανικά δημοσιεύεται στό περιοδικό Manuscripte καί στά ἀγγλικά
στό περιοδικό Poems from the Floating World.
7
1961
Ἐκδίδεται ἡ ποιητική του συλλογή Τό Ἂσμα
τῆς Ἰωάννας καί τοῦ Κωνσταντίνοῦ. Δημοσιεύει
μεταφράσεις του ποιημάτων του Renř Char στό περιοδικό Ἰωλκός καθώς καί κριτικές
του γιά βιβλία τῶν Θ. Τζούλη, Θ. Εὐστρατιάδη, Κρ. Ἀθανασούλη, Γ.Ξ. Στογιαννίδη,
Ν. Καρούζου στό περιοδικό Κριτική. Τόν Ἀπρίλιο δίνει διάλεξη στήν αἲθουσα
τῆς Μακεδόνικῆς Καλλιτεχνικῆς Ἑταιρείας «Τέχνη» στή Θεσσαλονίκη γιά τήν
ζωγραφική τοῦ Γ. Βακαλό, ἐνῶ τόν Ἰούλιο δημοσιεύεται πρόλογός του στό πρόγραμμα
τῆς ἒκθεσης τοῦ Ἀ. Φασιανού στον Ζυγό. Τόν Ὀκτώβριο γνωρίζεται μέ τόν Γιῶργο
Χειμώνᾶ.
1962
Μοιράζεται, μέ τόν Ν. Καροῦζο, τό
δεύτερο Κρατικό Βραβεῖο Ποίησης γιά τό Ἂσμα τῆς Ἰωάννας καί τοῦ
Κωνσταντίνου (τό πρῶτο δόθηκε στον Γ. Θέμελη), ἒναν ἐπιμερισμό πού
τόν θεώρησε, διαχωρίζοντας τό προσωπικό, ὡς εμπαιγμό ἀπό τόν ἲδιο τόν θεσμό τοῦ
βραβείου. Τυπώνεται ὡς ἀνάτυπο ἀπό τόν τόμο Γιά τόν Σεφέρη τό μελέτημα
του «Στροφή 1931-1961: Συλλογισμοί πάνω στην ποιητική ἀρετή». Τόν Ἀπρίλιο
πεθαίνει ὁ πατέρας του Γιώργης Σινόπουλος σέ ἡλικία ἑβδομῆντα δύο ἐτῶν. Τό
Καλοκαίρι συναντᾶ γιά πρώτη φορά τόν Σεφέρη σέ συναυλία στό Ἡρώδειο καί
γνωρίζει τον Patrick Leigh
Fermor. Δημοσιεύει στην Ἐπιθεώρηση
Τέχνης τήν πρώτη μορφή τοῦ ποιήματος του «Σοφία καί ἂλλα», πού ἀργότερα θά
ἀποτελέσει τό πρῶτο ποίημα τοῦ Νεκρόδειπνου, καθώς καί ἂλλα ποιήματα του
στό περιοδικό Ἐνδοχώρα. Μεταφρασμένη ποίηση του στά γερμανικά δημοσιεύεται
στό περιοδικό Neue Wege
καί
στά ἀγγλικά στό περιοδικό Odyssey Review.
1963
Συνδέεται μέ τήν Ἂννα Γεραλῆ γιά
τήν οποία γράφει μιά σειρά ποιημάτων μέ τίτλο «Ποιήματα γιά τήν Ἂννα». Τό Φθινόπωρο ἀρχίζει κριτική ποίησης ὡς τακτικός συνεργάτης στό περιοδικό
Ἐποχές πού διηύθυνε ὁ Ἂγγελος Τερζάκης. Ἐκεῖ δημοσιεύει κριτικές γιά βιβλία τῶν Ἑ. Βακαλό, Γ.
Δάλλα, Τ. Πατρικίου, Γ. Σκουρογιάννη. Δημοσιεύει ἐπίσης ποιήματά του στό περιοδικό Ἐνδοχώρα καθώς καί
κριτική γιά τό βιβλίο Γιάννης Σπυρόπουλος τοῦ Χ. Χρήστου στό περιοδικό Ζυγός. Τόν Δεκέμβριο
δημοσιεύεται συνέντευξή του στήν εφημερίδα Μεσημβρινή. Μεταφρασμένη
ποίησή του στά γερμανικά δημοσιεύεται στό περιοδικό Neue Wege.
1964
Ἐκδίδεται τό βιβλίο του Ἡ ποίηση τῆς
ποίησης μέ ποιητικούς στοχασμούς γιά τήν ποίηση καί τόν ποιητή γραμμένους
στήν περίοδο 1956-1964 καί ἀφιερωμένο στήν Ἂννα [Γεραλῆ]. Ἀποφασίζει νά ἐγκαταλείψει
τή ζωγραφική καί νά ἀσχοληθεῖ ἀποκλειστικά μέ τήν ποίηση. Δημοσιεύει ποιήματά
του στό περιοδικό Ἐνδοχώρα. Ἀπό τό περιοδικό Ἐποχές κρίνει τά
βιβλία τῶν Μ. Μέσκου, Μ. Ἀραβαντινού, Ἐ.Χ. Γονατᾶ, Γ. Ρίτσου, Θ. Δ. Φραγκόπουλου,
Δ. Παπαδίτσα, Ν.Γ. Πεντζίκη, Κ. Δημουλᾶ, Ν. Καρούζου, Δ. Δούκαρη. Τόν Ἰανουάριο
δέχεται ἐπίθεση τοῦ Τάσου Βουρνᾶ άπό τήν Ἐπιθεώρηση Τέχνης μέ τό ἂρθρο
του «Ἡ ποίηση τῆς ἦττας» καί τρεῖς μῆνες ἀργότερα ἀπό τόν Νίκο Παππᾶ στό
8
περιοδικό Ἒρευνα. Τόν Μάιο ταξιδεύει στήν Ἰταλία
καί τήν Γαλλία παρέα μέ τόν Ἀλέξανδρο Ἀργυρίου καί τούς Γιῶργο καί Λένα
Σαββίδη. Γνωρίζεται με τόν Laurence Durell. Στίς 30
Δεκεμβρίου πραγματοποιεῖ ἐπίσκεψη στό σπίτι του στον Περισσό τό ζεῦγος Σεφέρη. Μεταφρασμένη
ποίησή του στά γερμανικά δημοσιεύεται στον κατάλογο τῆς ἒκθεσης Keffalonitis Katalog καί στά ἀγγλικά
στά περιοδικά Occident καί Poetry.
1965
Τόν Ἰανουάριο διαβάζει ποιήματά του στήν Ἑλληνοαμερικανική Ἓνωση.
Μετέχει σέ συζήτηση γιά τόν ζωγράφο Κ. Τσόκλη στό Χίλτον καί σέ συζήτηση «Περί
τοῦ ἀντικειμένου» στήν γκαλερί
Μέρλιν. Τόν Μάρτιο παρουσιάζει τόν ποιητή Θ.Δ. Φραγκόπουλο στό Συμπόσιο τῆς Πλάκας. Μετέχει στήν 8η
Πανελλήνια Ἒκθεση Ζωγραφικῆς ἀπό τήν ὁποία τό
Ὑπουργεῖο Παιδείας ἀγοράζει τό ἒργο του «Πέτρες». Συμμετέχει ὡς πρόεδρος στήν προκριματική ἐπιτροπή τοῦ
Κινηματογραφικοῦ Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης. Γράφει στίς Ἐποχές κριτικές γιά τά βιβλία τῶν Ἀ. Πανσέληνου, Μ. Σαχτούρη, Χ. Κουλούρη, Τ. Γιαννόπουλου, Ν.
Καραχάλιου, Δ. Χριστοδούλου, Γ.Ξ. Στογιαννίδη, Λ. Στεφάνου. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στό περιοδικό The London Magazine.
1966
Τό Καλοκαίρι ταξιδεύει στήν Ἰταλία
μέ τόν παιδικό του φίλο Νίκο Σταύρου. Ἐκεῖ συμμετέχει στό «Φεστιβάλ τῶν δύο
κόσμων» στό Σπολέτο, ὃπου μεταξύ τῶν ἂλλων ξένων λογοτεχνῶν γνωρίζεται καί μέ
τόν E. Pound καί τόν G.C. Menotti. Τόν Ὀκτώβριο συνδέεται μέ τήν Μαρία
Ντότα, ἀπό τό Αἴγιο, φοιτήτρια τότε τῆς Ἀγγλικῆς Φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο
τῆς Ἀθήνας, τήν ὁποία παντρεύτηκε ἀργότερα. Γνωρίζει τόν Δ. Μαρωνίτη. Ἀπό τις Ἐποχές
συνεχίζει τίς κριτικές του γιά βιβλία τῶν Δ. Ζευγώλη-Γλέζου, Θ. Κωσταβάρα, Ἂ.
Δημουλᾶ, Χ. Τρύφωνα, Π. Πιερίου, Δ. Ἰατρόπουλου, Ν. Νικόπουλου, Γ. Γεραλῆ, Θ.
Φωτιάδη, Δ. Δούκαρη, Σ. Χαβιαρᾶ, Τ. Νικηφόρου. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά
δημοσιεύεται στό περιοδικό New Measure.
1967
Δημοσιεύει τίς τελευταῖες
κριτικές του στίς Ἐποχές γιά βιβλία τῶν Λ. Κούσουλα
καί Σ. Γεράνη. Τό περιοδικό, μετά τήν ἐπιβολή τοῦ δικτατορικοῦ καθεστῶτος τῶν
Συνταγματαρχῶν στίς 21 Ἀπριλίου, ἀναστέλλει ἐπ’ ἀόριστον τήν ἔκδοση του. Ὁ
Σινόπουλος διακόπτει τήν ἐπί ἓνα χρόνο τακτική ἐκπομπή του γιά τήν ποίηση στό
ραδιόφωνο. Τόν Μάιο ὑποβάλλει μήνυση κατά τοῦ Ρένου Ἀποστολίδη γιά συκοφαντική
δυσφήμηση, τήν ὁποία ἀποσύρει ὓστερα ἀπό τήν ἀναγνώριση ἐκ μέρους τοῦ
μηνυομένου τοῦ σφάλματος του. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἰταλικά δημοσιεύεται
στό περιοδικό Prospetti.
1968
Τόν
Μάρτιο δημοσιεύεται σημείωμά του γιά τόν Γιῶργο Βακαλό στό πρόγραμμα ἔκθεσης
ζωγραφικῆς τοῦ τελευταίου στή Λευκωσία. Τόν Ἰούνιο ταξιδεύει μέ τήν Μαρία Ντότα
καί τόν Νίκο Σταύρου στό Παρίσι καί στό Λονδίνο. Μεταφρασμένη ποίησή του στά
γερμανικά δημοσιεύεται στό περιοδικό Hellenika.
9
1969
Τόν Ἰανουάριο διαβάζει ποιήματά του στό Ἰνστιτοῦτο
Γκαῖτε. Τόν Ἰούλιο μετακομίζει καί ἐγκαθίσταται ὁριστικά, ἓως τόν θάνατό του,
στό σπίτι τής οδού Ναζλῆ 22, σήμερα Τάκη Σινόπουλου καί χῶρος ὅπου στεγάζεται τό Ἳδρυμα
Τάκη Σινόπουλου, στόν Περισσό. Τόν Δεκέμβριο μετέχει σέ συζήτηση στό Ἰστιτούτο Γκαῖτε μέ θέμα «Ρόλος καί μορφές τῆς νέας ποίησης». Συμμετέχουν ἀκόμη ὁ Hans Bender,
ὁ Θ.Δ. Φραγκόπουλος καί ὁ Ἀ. Αργυρίου. Γνωρίζεται με τόν Ἀντρέα Μυλωνᾶ
καί τόν Βασίλη Στεριάδη. Ποίησή του στά ἀγγλικά
δημοσιεύεται στό περιοδικό Chicago Review καί στό βιβλίο Poems and Translations τοῦ Θανάση Μασκαλέρη, καθώς καί στά
γαλλικά στό περιοδικό M.P.T.
1970
Κυκλοφορεῖ τό ποίημα Νεκρόδειπνος, ἰδιωτική ἔκδοση ἐκτος ἐμπορίου σέ ἐκατό
ἀντίτυπα, προσφορά τοῦ φίλου του Ἀ. Μυλωνᾶ.
Διαβάζει στό Βρεττανικό Συμβούλιο ποιήματά του καί ποιήματα τῶν Θ. Ἐξαρχόπουλου καί Γ. Παυλόπουλου. Τόν Ἰούνιο δημοσιεύεται στην ἐφημερίδα
Τό Βῆμα ἀνυπόγραφο ἂρθρο του μέ τίτλο «Πέθανε ὁ Νίκος Καχτίτσης». Δημοσιεύει στό
περιοδικό Νεοελληνικός Λόγος (μέ τό ψευδώνυμο Χρ. Κοσμᾶς) βιβλιοκρισίες γιά τίς συλλογές τῶν πρωτοεμφανιζόμενων ποιητῶν Λεφτέρη Πουλιού καί Βασίλη
Στεριάδη καθώς καί νεκρολογίες γιά τους Κ. Ἐμμανουήλ, Ν. Καχτίτση καί, μέ τό ψευδώνυμο Ἰάσων Σγουρός, γιά τους A. Adamov καί P. Celan. Συνεργάζεται
μέ τήν συντακτική ἐπιτροπή τοῦ τόμου Δεκαοχτώ Κείμενα, μέ ἀντιστασιακό περιεχόμενο, πού ἐκδίδεται τόν Ἰούλιο. Συμμετέχει ὡς
ἱδρυτικό μέλος στην ἵδρυση τῆς Ε.Μ.Ε.Π. (=Ἑταιρεία
Μελέτης Ελληνικῶν Προβλημάτων).
Γνωρίζεται μέ τόν Γ. Σταθᾶτο
καί τόν Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο. Μεταφρασμένη ποίηση του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στό περιοδικό Mundus Atrium.
1971
|
Μετέχει στήν συντακτική ἐπιτροπή πού ἐκδίδει
τούς τόμους μέ ἀντιστασιακό περιεχόμενο Νέα Κείμενα I καί II. Τόν Ἰούνιο ταξιδεύει στό Παρίσι μαζί μέ τήν Μαρία
Ντότα καί τόν ζωγράφο Δανιήλ. Τόν Νοέμβριο συμμετέχει μέ τούς Ἀ. Ἀργυρίου, Γ.
Κακριδῆ καί Κ. Κουλουφᾶκο σέ δημόσια συζήτηση γιά τό γλωσσικό πρόβλημα πού ὀργανώνεται
ἀπό τήν Ε.Μ.Ε.Π. στό θέατρο «Ἄλφα». Στην ἵδια συζήτηση ἔρχεται σέ ἔντονη ἀντιπαράθεση
μέ τόν Ε. Παπανοῦτσο ὁ ὁποῖος ἐπέκρινε μέ δριμύτητα τήν ἄποψη τοῦ Σινόπουλου ὃτι
ἡ ποίηση «θα μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ ὡς μιά γλώσσα ἔξω ἀπό τή γλώσσα». Τόν ἴδιο
μήνα συμμετέχει ἐπίσης μέ τούς Μ. Ἀναγνωστάκη, Γ. Δάλλα, Ρ. Ροῦφο, Θ.Δ.
Φραγκόπουλο στήν «Βραδιά Σεφέρη» πού διοργανώνεται ἀπό τήν Ε.Μ.Ε.Π. πάλι, στον
ἴδιο χῶρο. Γνωρίζεται μέ τόν Γιάννη Κοντό. Μεταφρασμένη ποίησή του στά γαλλικά
δημοσιεύεται στά περιοδικά La Fiera Litteraria καί Lettres Nouvelles καί στά ἀγγλικά στό περιοδικό Oasis.
1972
Ό γάμος μέ τήν Μαρία. Κουμπάρος
ὁ Γ. Σαββίδης |
Ἐκδίδονται οἱ συλλογές Πέτρες καί Νεκρόδειπνος, ἡ
10
τελευταία ἀφιερωμένη στή Μαρία [Ντότα]. Δημοσιεύεται στόν τόμο Βραδιά
Σεφέρη ἡ μελέτη του «Τό “κλειστό” καί τό “ἀνοιχτό” ποίημα στόν Σεφέρη». Τέλη Μαΐου διαλύεται μέ δικαστική ἀπόφαση ἡ Ε.Μ.Ε.Π. Στίς 31 Ἰουλίου
παντρεύεται μέ τή Μαρία Nτότα. Κουμπάρος ὁ
Γ. Π. Σαββίδης. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στά περιοδικά The Charioteer καί Arion’ s Dolphin.
1973
Ἀναλαμβάνει
σύμβουλος γραμμάτων στήν ἔκδοση
Χρονικό τοῦ καλλιτεχνικοῦ- πνευματικοῦ κέντρου «Ὤρα».
Συμμετέχει ὡς ἀφανές μέλος στή συντακτική ἐπιτροπή τοῦ ἀντιστασιακοῦ περιοδικοῦ Ἡ Συνέχεια στό ὁποῖο ἐκτος ἀπό σειρά
ποιημάτων του δημοσιεύει βιβλιοκρισίες γιά συλλογές τῶν Γ. Κοντοῦ, Ρ.
Ἀλαβέρα καί Β. Δαλακούρα.
Προλογίζει τά ποιήματα τῆς
συλλογῆς Ποίηση 2 τοῦ Λ. Πουλιού. Μεταφρασμένη ποίησή του
στά γαλλικά δημοσιεύεται στό περιοδικό L’ Autre Grrce, στά γερμανικά στό περιοδικό Spectrum καί στά ἀγγλικά στό περιοδικό Literary Review.
1974
Τόν Ἀπρίλιο μετέχει σέ συζήτηση στό Γαλλικό Ἰνστιτούτο με θέμα «Ἡ
πόλη καί τό ἀντικείμενο». Τό
Πάσχα ἡ Ἀσφάλεια τοῦ ἀφαιρεῖ τό διαβατήριο (μαζί μέ ἐκεῖνο τοῦ Ἀ. Ἀργυρίου) ὅταν ἐπιχειρεῖ νά ταξιδέψει μέ παρέα φίλων στην
Κύπρο. Τό Καλοκαίρι ταξιδεύει στήν Πάρο μέ τή Μαρία ὅπου καί τόν βρίσκουν τά δραματικά γεγονότα τοῦ πραξικοπήματος κατά τοῦ Μακαρίου, τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς στήν Κύπρο, τῆς
ἐπιστράτευσης καί τῆς πτώσης τῆς Χούντας. Συμμετέχει ὡς
ἱδρυτικό μέλος στήν ἵδρυση τῆς «Πανελλαδικῆς Ἐπιτροπῆς
Δημοκρατικοῦ Ἀγῶνος». Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στά περιοδικά Western Humanities,
California Quarterly, Oasis καί The Charioteer.
1975
|
|
Ἐκδίδεται
ἡ ποιητική του σύνθεση Χρονικό. Τόν Ἀπρίλιο συμμετέχει στό φεστιβάλ ποίησης
τοῦ Cambridge μέ ἀνάγνωση ποιημάτων του. Δίνει ἐπίσης
διάλεξη στούς ἕλληνες φοιτητές τοῦ ἐκεῖ Πανεπιστημίου μέ θέμα «Ἡ πρώτη
μεταπολεμική γενιά στην Ἑλλάδα». Τήν Ἄνοιξη δημοσιεύει στό περιοδικό Κώδικας
τῆς Θεσσαλονίκης τό κείμενό του «Ἀπόψεις γιά τόν ποιητή καί τήν ποίηση».
Τόν Ἰούνιο πεθαίνει ἡ μητέρα του Ρούσσα-Βενέτα Σινόπουλου σέ ἡλικία ὀγδόντα ἑφτά
ἐτῶν. Τόν ἴδιο μήνα δίνει συνέντευξη στόν Θ. Νιάρχο στήν ἐφημερίδα Θεσσαλία
τοῦ Βόλου μέ θέμα «Ἡ ἐποχή μας κι ἐμεῖς». Τόν Νοέμβριο παίρνει μέρος στόν ἑλληνικό
μήνα τοῦ Λονδίνου. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στό The Times Literary Supplement
ἐνῶ
ἀπό τίς ἐκδόσεις Oasis Books κυκλοφορεῖ σε αὐτοτελή
ἔκδοση ὁ Νεκρόδειπνος μεταφρασμένος στά ἀγγλικά ἀπό τόν Γιάννη Σταθᾶτο.
11
1976
Ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἑρμῆς ἐκδίδεται ὁ συγκεντρωτικός τόμος Συλλογή Ι: 1951-1964, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνει τίς ποιητικές
συλλογές Μεταίχμιο (1951), Ἄσματα Ι-ΧΙ (1953), Ἡ
γνωριμία μέ τόν Μάξ (1956), Μεταίχμιο Β’ (1957), Ἑλένη (1957), Ἡ Νύχτα καί ἡ Ἀντ- στίξη (1959),)
Τό Ἄσμα τῆς Ἰωάννας
καί τοῦ Κωνσταντίνου (1961) καί Ἡ ποίηση τῆς ποίησης (1964).
Δημοσιεύει ἄρθρα του στίς ἐφημερίδες Τό Βῆμα και Ἡ Καθημερινή, καθώς καί
σημείωμα «Περί Μαγιακόφσκυ» στό
περιοδικό Τετράδιο. Δημοσιεύει ποιήματά του στό περιοδικό Τό Τραμ. Τόν
Ἀπρίλιο παρουσιάζεται σέ ἐκδήλωση
στό Βρεττανικό Συμβούλιο τό ἔργο
τοῦ Γιώργου Σισιλιάνου «Ἕξι τραγούδια γιά μία φωνή καί
πιάνο», μεταξύ τῶν ὁποίων καί μουσική γιά δύο ποιήματα
τοῦ Σινόπουλου. Τό Καλοκαίρι
ταξιδεύει στήν Κύπρο με τή Μαρία, τόν Ἀ. Ἀργυρίου καί τήν γυναίκα του Ἄντεια Χατζιδάκι. Στό νησί συναντᾶ τήν Πίτσα Γαλάζη καί τόν Κυριᾶκο Χαραλαμπίδη στόν ὁποῖο δίνει συνέντευξη πού μεταδίδεται ἀπό
τό Ρ.Ι.Κ. Μεταφρασμένη ποίηση του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στά περιοδικά Coffee house καί Oasis.
1977 (60 ἐτῶν)
|
Στό σπίτι του, Ναζλῆ 22, 1977 |
Ἐκδίδεται ἡ ποιητική συλλογή Χάρτης, μέ ποιήματα τῆς περιόδου 1964-1977. Τόν Ἀπρίλιο ἡ Μορφωτική Ἕνωση
Λεχαινῶν «Ἀνδρέας Καρκαβίτσας» διοργανώνει ἐκδήλωση γιά τήν ποίησή του, στήν ὁποία διαβάζει ποιήματά του ὁ ἴδιος, ὕστερα ἀπό εἰσήγηση τοῦ Ἀ. Ἀργυρίου, ἐνῶ ὁ ποιητής Χρῆστος
Ντάντος παρουσιάζει μελοποιημένα ἀποσπάσματα
ἀπό τό Χρονικό. Ἀπόκριση στήν ἔρευνα «Λόγος γιά τήν ποίηση» στήν ἐφημερίδα Aὐγή. Τόν Μάιο κυκλοφορεῖ τό πρῶτο «ἀφιέρωμα στόν
Τάκη Σινόπουλο» ἀπό τό
περιοδικό τέχνης Σῆμα, στό
ὁποῖο μεταξύ τῶν ἄλλων περιλαμβάνεται καί συνομιλία
τοῦ ποιητῆ μέ τή Νατάσα Χατζιδάκι. Τόν
Νοέμβριο δημοσιεύεται τό 3° μέρος τοῦ
Νυχτολογίου του στό περιοδικό Ἐποπτεία.
Ὁ Σινόπουλος διδάσκεται
γιά πρώτη φορά σέ ἑλληνικό
Πανεπιστήμιο (Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης), στό μάθημα τοῦ Δ.Ν. Μαρωνίτη τό ἀφιερωμένο στήν μεταπολεμική ποίηση,
κατά τήν ἀκαδημαϊκή χρονιά
1977-78. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά
δημοσιεύεται στά περιοδικά The New York Times και Descent.
1978
Ἐκδίδεται
ἡ ποιητική συλλογή Νυχτολόγιο ἀφιερωμένη στή Μαρία. Τόν Ἰούλιο ἐκδίδεται
τό βιβλίο Τοπίο Θανάτου τοῦ Kimon Friar γιά τόν Σινόπουλο. Τόν Αὔγουστο συνέντευξη στή
Μαρία Θερμοῦ γιά τήν ἐφημερίδα Ἡ Καθημερινή μέ τίτλο «Ἐπίκληση
γιά μιάν ἀληθινή ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία». Τόν Σεπτέμβριο γνωρίζεται στην Ἀθήνα
μέ τόν ἄγγλο γιατρό καί ποιητή C.G. Helman. Τόν Ὀκτώβριο
συμμετέχει στόν ἑλληνικό μήνα τῆς Σουηδίας. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά
δημοσιεύεται στά περιοδικά Tangent και Ἐποπτεί.
1979
Συνεντεύξεις
μέ τόν Β. Σταύρακα στήν εφημερίδα Αὐγή, μέ τήν Σ. Ἀλεξανδροπούλου στήν Κυριακάτικη
Ἐλευθεροτυπία, ραδιοφωνική συνέντευξη στόν Κ. Χαραλαμπίδη γιά
τό Ρ.Ι.Κ., ἀπόκριση στήν ἔρευνα «Νόμπελ καί Ἐλύτης» στίς ἐφημερίδες Αὐγή,
Ἐλευθεροτυπία καί Ἡ Καθημερινή καί σε ἔρευνα τοῦ Δ. Καλοκύρη
γιά τό περιοδικό Les Nouvelles Litteraires. Τό Καλοκαίρι ταξιδεύει στην Κύπρο
με την Μαρία, προσκεκλημένος ἀπό τόν Δῆμο Λευκωσίας, ὅπου διαβάζει ποιήματά
του σέ ἐκδήλωση τοῦ Λαϊκοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Δήμου. Γνωρίζεται μέ τόν Λεύκιο
Ζαφειρίου. Μεταφρασμένη ποίησή του στά ἀγγλικά δημοσιεύεται στό περιοδικό Kudos. Ἐκδίδεται ἐπίσης σέ δίγλωσση ἔκδοση
ἀπό τό Ohio State
University Press
τό βιβλίο Landscape of
Death τοῦ Kimon
Friar μέ εἰσαγωγή, ἐπίμετρο, σημειώσεις καί μετάφραση ἐκλογῆς
ποιημάτων ἀπό τό ἕως τότε ἔργο τοῦ Σινόπουλου.
1980
Ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἑρμῆς ἐκδίδεται ὁ
συγκεντρωτικός τόμος Συλλογή II:
1965-1980, ὁ
ὁποῖος περιλαμβάνει τίς ποιητικές συλλογές Δρομοδεῖχτες (1960-1980), Πέτρες
(1972), Νεκρόδειπνος (1972), Τό Χρονικό (1975), Ὁ Χάρτης (1977),
Νυχτολόγιο (1978). Τόν Ιούλιο δημοσιεύονται ὀχτώ ποιήματά του μέ τόν
τίτλο «Τό γκρίζο φῶς», μαζί μέ κριτικό σχόλιο τοῦ Δ.Ν. Μαρωνίτη, στό περιοδικό
Ὁ Πολίτης. Συνέντευξη τόν Αὒγουστο στόν Γ. Σαββίδη στήν ἐφημερίδα Ἡ Αὐγή
μέ τίτλο «Ἐμπορευματοποίησαν τό ποιητικό βιβλίο». Τόν Σεπτέμβριο συμμετέχει
σέ ἐκδήλωση τού 4ου Φεστιβάλ «Αὐγῆς-Θουρίου» μέ θέμα τήν νεώτερη
ποίηση. Παίρνουν μέρος ἐκτός τῶν ἄλλων, οἱ Μ. Ἀναγνωστάκης, Ἑ. Ἀποστολοπούλου, Ἀ.
Ἀγγελάκης, Ρ. Γαλανάκη, Χ.Λ. Καράογλου, Χ. Λιοντάκης, Σ. Τσακνιᾶς, Ἀ. Φωστιέρης
καί Γ. Χρονάς. Οἱ ἑπιφυλάξεις πού διατυπώνει ὁ Σινόπουλος γιά τήν πορεία ἀρκετῶν
νέων ποιητῶν ἀνεβάζει τό θερμόμετρο τῆς συζήτησης μέ ἀποτέλεσμα, πρίν ἀκόμη
τελειώσει τήν παρέμβασή του, μιά ὁμάδα ποιητῶν τῆς νεώτερης γενιᾶς νά ἀποχωρήσει
ἐπιδεικτικά ἀπό τή συζήτηση. Ἀπό τίς σελίδες τοῦ περιοδικοῦ Θούριος συζητᾶ
μέ τόν Ἀ. Ἀργυρίου γιά τήν ποίηση τήν κριτική καί τό ἀναγνωστικό κοινό. Τόν
Νοέμβριο κυκλοφορεῖ τό σημαντικό ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ Ἐποπτεία στόν
Τάκη Σινόπουλο. Τόν Δεκέμβριο σέ συνέντευξή του στό περιοδικό Διαβάζω (θά
δημοσιευθεῖ μετά τόν θάνατό του) αναφέρεται στήν γενιά τοῦ ’70, ξεχωρίζοντας ὡς
ἀξιόλογες νέες φωνές, κατά κύριο λόγο τόν Μ. Γκανᾶ, καί ἀκόμη τούς Ν. Βαγενᾶ,
Γ. Κοντό, Π. Κυπαρίσση, Γ. Πατίλη, Λ. Πούλιο καί Β. Στεριάδη. Κυκλοφορεῖ στό
Λονδίνο ἀπό τίς εκδόσεις Oasis σέ ἀγγλική μετάφραση
τοῦ Γιάννη Σταθάτου τό βιβλίο Stones (Πέτρες).
1981
Ἐκδίδονται τά βιβλία Takis Sinopoulos,
Selected Poems ἀπό τίς ἐκδόσεις
WirePress-OxusPress,
San Francisco-London, σέ μετάφραση Γιάννη Σταθάτου καί Γ. Π. Σαββίδη, Μεταμορφώσεις
τοῦ Ἐλπήνορα (Ἀπό τόν Πάουντ στόν Σινόπουλο) ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἑρμής.
Στίς 26 Ἀπριλίου, ἀνήμερα τοῦ Πάσχα, πεθαίνει ξαφνικά, σέ ἡλικία ἑξήντα
τεσσάρων ἑτῶν, ἀπό συγκοπή στόν Πύργο ὅπου βρισκόταν γιά τίς γιορτές μαζί μέ
τή γυναίκα του Μαρία, τά ἀδέλφια του Παῦλο καί Μαρία, τό ζεῦγος Νιόβη καί Η.Χ.
Παπαδημητρακόπουλο, τόν Γιώργη Παυλόπουλο κ. ἄ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ: Ἡ παραπάνω «Συνοπτική ἑργοβιογραφία»
αναπαράγει πιστά, ἀλλά σέ συντομευμένη μορφή, τόσο τή δομή ὅσο καί τό
πληροφοριακό ὑλικό τς πολύτιμης ἐργασίας τοῦ Μιχάλη Πιερή Ὁ χῶρος
καί τά χρόνια τοῦ Τάκη Σινόπουλου. 1917-1981, Σχεδίασμα βιο-εργογραφίας,
Ἑρμης, Ἀθήνα 1988.
Α.
ΕΡΓΑ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ. ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
(ΠΡΩΤΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ)
1.
Μεταίχμιο, [Ἰδιωτική ἔκδοση], Ἀθήνα 1951.
2.
Ἂσματα I-XI, [Ἰδιωτική ἔκδοση],
Ἀθήνα 1953.
3.
Ἡ γνωριμία μέ τόν Μάξ, Οἱ φίλοι τῆς λογοτεχνίας, Ἀθήνα 1956.
4.
Ἑλένη, Δίφρος, Ἀθήνα 1957.
5.
Μεταίχμιο Β’, Δίφρος, Ἀθήνα 1957.
6.
Ἡ νύχτα καί ἡ Ἀντίστιξη, [Ἰδιωτική ἔκδοση],
Ἀθήνα 1959.
7.
Τό ἄσμα τῆς Ἰωάννας καί τοῦ Κωνσταντίνου, [Ιδιωτική
έκδοση], Ἀθήνα 1961.
8.
«Στροφή» 1931-1961. Συλλογισμοί πάνω στην ποιητική ἀρετή,
Ἀνάτυπο
ἀπό τόν τό-
μο
Γιά τόν Σεφέρη, Ἀθήνα 1962.
9. Ἡ ποίηση τῆς ποίησης, [Ἰδιωτική ἔκδοση],
Ἀθήνα 1964.
10.
Νεκρόδειπνος, [Ἰδιωτική ἔκδοση, ἐκτος ἐμπορίου],
Ἀθήνα 1970.
11.
Πέτρες, Κέδρος, Ἀθήνα 1972.
12.
Νεκρόδειπνος, «Ἑρμῆς», Ἀθήνα 1972.
13.
Τό Χρονικό, Κέδρος, Ἀθήνα 1975.
14.
Συλλογή I. [Συγκεντρωτική ἔκδοση τῶν ποιημάτων τῆς
περιόδου] 1951-1964, «Ἑρ-
μης»,
Ἀθήνα 1976.
15.
Ὁ Χάρτης, Κέδρος, Ἀθήνα 1977.
16.
Νυχτολόγιο, Κέδρος, Ἀθήνα 1978.
17.
Συλλογή II.
[Συγκεντρωτική
ἔκδοση τῶν ποιημάτων τῆς περιόδου] 1965-1980,
«Ἑρ-
μης»,
Ἀθήνα 1980.
18.
Τό γκρίζο φῶς, Κέδρος, Ἀθήνα 1982.
19.
Τέσσερα μελετήματα γιά τόν Σεφέρη, Κέδρος, Ἀθήνα
1984.
20. Χρονικό ἀναγνώσεων.
Βιβλιοκρισίες γιά τή μεταπολεμική ποίηση, Φιλολογική ἐπι-μέλεια: Εὐριπίδης
Γαραντούδης καί Δώρα Μέντη, Ἐκδόσεις Σοκόλη, Ἀθήνα 1999.
21. Ποιήματα γιά τήν Ἄννα, «Ἑρμης», Ἀθήνα
1999.
Β. ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΚΗ
ΣΙΝΟΠΟΥΛΟ
I. ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ
1.
περ.
Χνάρι, ἀρ. 3-4, Χειμώνας-Ἄνοιξη 1975.
2.
περ.
Σῆμα, ἀρ. 17, Μάιος-Ἰούνιος 1977.
3.
περ.
Ἐποπτεία, ἀρ. 51, Νοέμβριος 1980.
4.
περ. Βυζίκι, ἀρ. 223, Ἀπρίλης-Μάης 1981.
4.
περ. Ἀντί, ἀρ. 205, 14
Μαΐου 1982.
5.
περ. Νέο
Ἐπίπεδο, ἀρ.
11-12, Νοέμβριος 1991 - Φεβρουάριος 1992.
6.
περ. Ἀλφειός, ἀρ. 2, Καλοκαίρι 1994.
II.
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
1. Κίμων Φράιερ, Τοπίο θανάτου. Εἰσαγωγή στήν
ποίηση τοῦ Τάκη Σινόπουλου, Μετάφραση: Νάσος Βαγενᾶς - Θωμᾶς Στραβέλης,
Κέδρος, Ἀθήνα 1978.
2. Γ. Π. Σαββίδης, Μεταμορφώσεις τοῦ Ἐλπήνορα
(Ἁπό τόν Πάουντ στον Σινόπουλο), Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1981.
3. Μνήμη Τάκη Σινόπουλου, Τρεῖς διαλέξεις
καί μιά συνέντευξη, Ἐπιμέλεια: Πολύκαρπος Πολυκάρπου, Ἐξώφυλλο: Νίκος Γαζέπης,
Δημοτική Βιβλιοθήκη Νέας Ἰωνίας, Νέα Ιωνία, Γενάρης 1983.
4. Μιχάλης Πιερής, Ὁ χῶρος καί τά χρόνια τοῦ
Τάκη Σινόπουλου. 1917-1981, Σχεδία-
σμα
διο-εργογραφίας, Ἑρμής,
Ἀθήνα 1988.
5. Μιχάλης Πιερής, Ὁ ποιητής-χρονικογράφος. Μεταμορφώσεις τοῦ
ἀφηγητῆ στον Νε-
κρόδειπνο τοῦ
Τάκη Σινόπουλου, Ἐρμής, Ἀθήνα
1988.
6. Δημήτρης
Πλατανίτης, Τρία δοκίμια γιά τόν Τάκη Σινόπουλο, Σμίλη, Ἀθήνα 1989.
7. Μαρία
Στεφανοπούλου, Τάκης Σινόπουλος. Ἡ ποίηση καί ἡ οὐσιαστική μοναξιά, «Πο-
ρεία», Ἀθήνα 1992.
8. Τάκης Σινόπουλος. Ἔνοικος τώρα τοῦ παντοτεινοῦ, κεκυρωμένος Ἀφιέρωμα.
Ἐπιμέλεια: Ἠλίας Γκρής, Ἔκδοση περιοδικοῦ
Ἀλφειός.
Μέ τήν ὐποστήριξη τῆς Νομαρχιακῆς Αὐτοδιοίκησης
Ἠλείας, Πύργος 1996.
Στό γραφείο τοῦ σπιτιού του, Ναζλῆ 22, στόν Περισσό, 1981 |
9. Γιά τόν Σινόπουλο, Εἰσαγωγή, ἀνθολόγηση
κειμένων: Εὐριπίδης Γαραντούδης, Ἐκδόσεις Αγαῖον, Λευκωσία 2000.
Τάκης Σινόπουλος (1917-1981)
Εισαγωγικά
Ποιητής, γιατρός, μεταφραστής, κριτικός και ζωγράφος ο Τάκης Σινόπουλος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης.[1] Το έργο του είναι βαθύτατα συνυφασμένο με τις ιστορικές περιπέτειες της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, ενώ η παρουσία του στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων συνδέεται άμεσα με τις ευρύτερες αναζητήσεις και την προσπάθεια συγκρότησης της ποιητικής εκείνης γενιάς που εμφανίστηκε και έδωσε το κύριο έργο της στην περίοδο της Κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε το 1917 στην Αγουλινίτσα, ένα χωριό της Ηλείας, αλλά ουσιαστικά μεγάλωσε στον γειτονικό Πύργο, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1920. Τέλη του 1934 εγκαταλείπει το επαρχιακό περιβάλλον του Πύργου και πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και η Κατοχή καθυστερούν τις σπουδές του, τις οποίες καταφέρνει να ολοκληρώσει το 1944. Έχει ήδη υπηρετήσει ως βοηθός γιατρού τον Γενάρη του 1941, ενώ λίγο αργότερα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ως αντιστασιακός από τον ιταλικό στρατό στον Πύργο. Μετά την αποφοίτησή του υπηρετεί και πάλι στον στρατό ως λοχίας υγειονομικού και από τη θέση του έφεδρου ανθυπίατρου, στην οποία θα προαχθεί, θα συμμετάσχει στον Εμφύλιο στις γραμμές του Εθνικού Στρατού βιώνοντας από κοντά τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου και την αποστράτευσή του εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως γιατρός. Το 1972 παντρεύεται τη Μαρία Ντότα, πτυχιούχο αγγλικής φιλολογίας. Πεθαίνει στον Πύργο, ανήμερα του Πάσχα, στις 26 Απριλίου του 1981.
Η φωτογραφία στη φοιτητική του ταυτότητα το 1939 [πηγή: περ. Η λέξη, τχ. 9 (Νοέμ. 1981) 724].
Το ποιητικό έργο του Σινόπουλου αριθμεί δεκαπέντε αυτοτελείς συλλογές (και δύο συγκεντρωτικές) από το 1951 έως το 1999, από τις οποίες οι δύο εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Πρόκειται για τη συλλογή Το γκρίζο φως του 1982 (με ποιήματα που είχαν δημοσιευθεί δύο χρόνια νωρίτερα στο περιοδικό Εποπτεία)και για τη συλλογή Ποιήματα για την Άννα του 1999, μια σειρά ερωτικών ποιημάτων που γράφτηκαν το καλοκαίρι του 1963 και είναι αφιερωμένα στην Άννα Γεραλή. Παράλληλα, ο Σινόπουλος ασχολήθηκε με τη μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων, αλλά και δοκιμίων από τα γαλλικά και τα αγγλικά, δραστηριότητα που ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του 1930, ενώ κατά περιόδους κράτησε τη στήλη της βιβλιοκριτικής της ποίησης σε σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του (Σημερινά Γράμματα, Κριτική, Εποχές, Η Συνέχεια). Τέλος, από τη δεκαετία του 1960 και ύστερα από παρότρυνση της ποιήτριας και τεχνοκριτικού Ελένης Βακαλό, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική εκθέτοντας με επιτυχία τα έργα του στη Γκαλερί «Ζυγός» τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο 1960.
Άτιτλο εικαστικό έργο του Τ. Σινόπουλου (1960) [πηγή: Αλέξανδρος Αργυρίου (επιμ.), Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία. Γραμματολογία, τ. 5. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη 1990, σ. 156].
Εικαστικό έργο του Τ. Σινόπουλου: «Πέτρες» (1970) [πηγή: Μιχάλης Πιερής, Ο χώρος και τα χρόνια του Τάκη Σινόπουλου, 1917-1981. Σχεδίασμα βιο-εργογραφίας, Αθήνα, Ερμής 1988, σ. 100].
Τα χρόνια της ποιητικής προετοιμασίας και η έκδοση του Μεταίχμιου
Ο Τάκης Σινόπουλος εμφανίστηκε στα γράμματα το καλοκαίρι του 1934, όταν στην τοπική εφημερίδα του Πύργου Νέα Ημέρα δημοσίευσε, με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης, ένα ποίημα («Προδοσία») κι ένα διήγημα («Η εκδίκηση ενός ταπεινού»). Ενημερωμένος αναγνώστης, ήδη από τότε, της σύγχρονης λογοτεχνικής του παραγωγής, που την παρακολουθούσε κυρίως μέσα από τα περιοδικά της εποχής του, έρχεται νωρίς σε επαφή με τη νεωτερική ποίηση και τα ρεύματα του εικονισμού και του γαλλικού μετασυμβολισμού. Από το 1937, άλλωστε, αρχίζει να δημοσιεύει στα περιοδικά μεταφράσεις γαλλικής κυρίως ποίησης, ενώ δεν λείπουν και οι αποδόσεις στην ελληνική γλώσσα θεωρητικών κειμένων και δοκιμίων που αφορούν τη γλώσσα, τον στίχο και γενικότερα την ποίηση.
Το 1951, σε ηλικία 34 ετών, ο Σινόπουλος εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, το Μεταίχμιο, που περιλαμβάνει ποιήματα που δημοσιεύθηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά από το 1944 μέχρι το 1949. Μόνο ένα, το τελευταίο της συλλογής με τον τίτλο «Άδης», αποτελεί προϊόν συνεργασίας του ποιητή με τον στενό φίλο και ομότεχνό του Γιώργη Παυλόπουλο, ένα είδος πειραματικής ποιητικής άσκησης που θα επαναληφθεί και στην αμέσως επόμενη συλλογή του, τα Άσματα Ι-ΧΙ (1953), καθώς και στη μεταγενέστερη Η νύχτα και η αντίστιξη (1959).
Το Μεταίχμιο είναι απόρροια της εμπειρίας του Σινόπουλου από την Κατοχή και τον Εμφύλιο και, κατά ένα τρόπο, συμπυκνώνει τα εφιαλτικά του βιώματα. Με εμφανείς τις επιρροές από τον Γιώργο Σεφέρη, αλλά κυρίως τον Έζρα Πάουντ και τον Τ.Σ. Έλιοτ, τους οποίους ο νεαρός Σινόπουλος γνώρισε από σεφερικές μεταφράσεις ποιημάτων τους στο λογοτεχνικό περιοδικό Τα Νέα Γράμματα τη δεκαετία του '30 (Καρατζόγλου 1988: 12), είναι διάχυτο σ' όλη τη συλλογή το κλίμα θανάτου και οι εικόνες φρίκης και καταστροφής. Ήδη από τους εναρκτήριους στίχους του πρώτου ποιήματος της συλλογής με τον τίτλο «Ελπήνωρ» αποκαλύπτεται η διάθεση και η ευρύτερη σκηνοθεσία όλων των ποιημάτων του Μεταίχμιου:
Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, του θανάτου και της φθοράς, όπου κυριαρχούν τα σκούρα χρώματα, η σιωπή και η ακινησία, ξεδιπλώνονται τα εφιαλτικά οράματα του ποιητή, καθώς ανακαλούνται παλιοί έρωτες και χαμένοι σύντροφοι. Προλογίζοντας μάλιστα την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος «Ιωάννα» στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Κοχλίας τον Φεβρουάριο του 1947, ο Σινόπουλος εξηγεί με σαφήνεια τις πηγές της έμπνευσής του και προαναγγέλλει τους θεματικούς άξονες γύρω από τους οποίους θα κινούνται τα ποιήματα του Μεταίχμιου, αλλά και όλη η μετέπειτα παραγωγή του, στο βαθμό που οι άξονες αυτοί θα αποτελέσουν σταθερούς τόπους της ποιητικής του:
[…] Ό,τι έγραψα ήρθε κυρίως τις ώρες που ένοιωθα το σώμα μου ξένο από μένα. Η «θεληματική» μνήμη δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε τούτη τη δημιουργία. Πρόσωπα μισό πραγματικά μισό φανταστικά, απαντημένα σε λίγο ή σε πολύ φως πέρασαν μέσα μου ξαφνικά, καθώς συργιάνιζα στο πάρκο, καθώς μελετούσα ή καθώς κύτταζα αφηρημένα το βλακώδες μούτρο κάποιου νοσοκόμου μ' άσπρη μπλούζα σε μια γωνιά.
Άλλα ξεπήδησαν από μια οδυνηρή φράση τυχαία ειπωμένη, από ένα τυχαίο ήχο που δεν ήθελε να βυθιστεί, από ένα κύτταγμα πολύ προσωπικό. Τότε μέσα μου ένας Δαίμονας αγωνιζόταν και με πίεζε με δύναμη κοφτερή. Έπρεπε να υποταχτώ. Ό,τι δημιουργήθηκε χρωστιέται στη συνεργασία του δαίμονα. Αποδίδω στον Καίσαρα ό,τι του ανήκει. Δεν ξεύρω αν αυτό είναι ποίηση. Δεν ξεύρω ακόμα τι είναι ποίηση. Οι ορισμοί και οι άνθρωποι που ορίζουν μου είναι ξένοι.
Καιρό προσπάθησα να οικειωθώ με τις διαδοχικές εκείνες καταστάσεις που θα μπορούσα να τις ονομάσω: Κλίμακα Θανάτου. Γιατί αρνούμαι τον θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. Έρχεται πριν τον καταλάβουμε και τελειώνει ―τελειώνει;― πολύ αργότερα απ' ό,τι υποθέτουμε. Σε τούτο το Μεταίχμιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια τον Φίλιππο την Ιωάννα» […] (Κοχλίας, τχ. 14: 18).
Παγιδευμένος αλλά ταυτόχρονα κινούμενος προνομιακά στο όριο μεταξύ ζωής και θανάτου, ο ποιητής δεξιώνεται και συναντά τους νεκρούς του που εισβάλλουν στο ποιητικό προσκήνιο, απρόσκλητα τις περισσότερες φορές, στοιχειώνοντας την πολύπαθη μνήμη του. Σε αυτό το πλαίσιο αποκτά ιδιαίτερη σημασία η παρουσία στην ποίηση του Σινόπουλου του συμβόλου του Ελπήνορα που απαντάται ρητά σε δύο ποιήματα αυτής της πρώτης συλλογής («Ελπήνωρ», «Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα») και που θα εμφανιστεί και στην αμέσως επόμενη συλλογή του, τα Άσματα του 1953, ακόμη και με τη μορφή αναγραμματισμού (Πάρνελ). Ο μυθικός Ελπήνωρ, χαμένος σύντροφος του Οδυσσέα και πρώτο πρόσωπο που συναντά ο ομηρικός ήρωας στην κατάβασή του στον Άδη (τη γνωστή «νέκυια»), ζητά δακρυσμένος από τον επιφανή σύντροφό του να μην τον ξεχάσει και να φροντίσει για την ταφή του, όταν επανέλθει στον κόσμο των ζωντανών. Αιώνες αργότερα από τον Όμηρο, αλλά και αρκετά χρόνια μετά τον Έζρα Πάουντ, που πρώτος ανέστησε τον ομηρικό ήρωα στη σύγχρονη παγκόσμια λογοτεχνία με το πρώτο του «Canto», που δημοσιεύθηκε το 1917 και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιώργο Σεφέρη το 1939 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, ο Τάκης Σινόπουλος, νωρίτερα από κάθε άλλον Νεοέλληνα ποιητή, επιλέγει τη χρησιμοποίηση του ίδιου μυθικού προσώπου για τις ανάγκες της δικής του «νέκυιας» (Σαββίδης 1990: 31):
[…]
Και ξάφνου καθώς ένα φως ελάχιστο μες σε βαθιά
σκοτεινή γαλαρία ζυγώνει αυξαίνοντας ολοένα
έτσι μεγάλωσε στον ταραγμένο νου μου η εικόνα του
κι ορθώθηκε ολοζώντανος στα μάτια μου ο Ελπήνωρ.
Το βλέμμα του με κοίταγε γλυκό κι ασάλευτο.
Τα χείλη του κινήθηκαν κι ύστερα πάλε σφάλιξαν
και θάρρεψα πως άκουσα να φτάνει ώς την ακοή μου
η υπόκωφη μουρμουριστή φωνή του: Φίλε
καιρό με ξέχασες. Μήτε ένα δείπνο για νεκρό
μήτε μνημόσυνο δεν έταξες για τον Ελπήνορα.
Πικρός ο θάνατός μου ακόμα συνεχίζεται
και με παιδεύει ακόμα πιο πικρός και μαύρος
όσο περνάει ο χρόνος. Λύτρωσέ με φίλε.
[…] («Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα»)
Στον Σινόπουλο όμως ο Ελπήνορας δεν είναι ένα απλό μυθικό πρόσωπο. Αντίθετα, η παρουσία του γίνεται αισθητή και αποκτά βαθύτερο νόημα κυρίως μέσα από τον συσχετισμό της με τα άλλα πρόσωπα που απαντώνται στο σινοπουλικό έργο, με τα οποία συνυπάρχει και συνδιαλέγεται. Στην πραγματικότητα ο Ελπήνορας δεν είναι παρά μια αφορμή, ένα σημείο εκκίνησης, ένα πρόσωπο-τόπος στο οποίο διασταυρώνονται και διαθλώνται όλα τα άλλα πρόσωπα που συναντώνται στα ποιήματα του Σινόπουλου: ο Λουκάς, ο Ισαάκ, ο Μάρκελλος, ο Αλέξαντρος, ο Μπίλιας, αλλά και ο Ιάκωβος, ο Φίλιππος κ.ο.κ. Σε τελική ανάλυση, στην ποίηση του Σινόπουλου ο χαμένος στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας Ελπήνορας γίνεται ένα σύμβολο κάτω από το οποίο συγκεντρώνονται όλοι οι νεκροί φίλοι και τα θύματα του πολέμου, οι αφανείς ήρωες της Ιστορίας, στους οποίους ο ποιητής δίνει βήμα φωτίζοντας τα σκοτεινά πρόσωπά τους.
Θα μου επιτρέψετε να σας αφηγηθώ τη μικρή ιστορία του δικού μου Ελπήνορα. Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι του 1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας από το Πεδίο του Άρεως, κάθισα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της Κατοχής σ' ένα παγκάκι. Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος και η εξάντληση. Ξαφνικά στον άσπρο μικρό δρόμο, μες στο φως, πέρασε μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή, που τον σκότωσαν οι Γερμανοί έπειτα από φρικτά βασανιστήρια στην Πάτρα το 1942. Ήταν ο Φώτης Πασχαλινός. Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα τον «Ελπήνορα». Αλλά εκείνο που για μένα είχε σημασία είναι πως το όραμα αυτό σφράγισε αποφασιστικά ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο της ποίησής μου. (Πιερής 1988)
Οι επόμενες συλλογές: Άσματα Ι-ΧΙ, Μεταίχμιο Β΄, Ελένη
Στο ίδιο κλίμα της φθοράς και του θανάτου θα κινηθεί και η δεύτερη ποιητική συλλογή του Σινόπουλου, τα Άσματα Ι-ΧΙ (1953), ο τίτλος της οποίας παραπέμπει ευθέως στα Cantos του Έζρα Πάουντ. Και σ' αυτήν τη συλλογή επανέρχονται τα γνωστά από το Μεταίχμιο θέματα και μοτίβα, ενώ πλάι στον Ελπήνορα κάνουν την εμφάνισή τους και άλλα μυθικά πρόσωπα, όπως ο Πάρις και η Ελένη. Τα Άσματα, ωστόσο, ξεχωρίζουν για τον τρόπο γραφής τους, ο οποίος γίνεται πιο ελλειπτικός και ασαφής και γι' αυτό περισσότερο σκοτεινός και δυσνόητος, απόρροια του ομολογημένου από τον ίδιο τον ποιητή «αδιεξόδου» και της «τρομερής κρίσης έκφρασης» που δοκίμασε.[2] Σε όλη τη συλλογή κυριαρχεί η θραυσματική συμπαράθεση εικόνων, εμφανώς επηρεασμένη από την κινηματογραφική τεχνική του μοντάζ, που συντείνει ακόμη περισσότερο στη χαλαρή νοηματική αλληλουχία, ενώ δεν απουσιάζει η μουσική υποβλητικότητα και ο λυρισμός στους στίχους. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για μια συλλογή δύσκολη και στριφνή, που προϋποθέτει από τον αναγνώστη να είναι κάτοχος γερής γραμματολογικής παιδείας, αλλά και εξοικειωμένος με τη νεωτερική ποίηση, προκειμένου να μπορέσει να την προσπελάσει νοηματικά.
Εξώφυλλο της συλλογής Μεταίχμιο Β΄ (1957).
Γραμμένα την ίδια περίοδο, από το 1949 μέχρι το 1954, είναι και τα ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή Μεταίχμιο Β΄, που εκδίδεται το 1957 ταυτόχρονα με τη συλλογή Ελένη. Από τον τίτλο της ήδη αντιλαμβανόμαστε πως με τα ποιήματα αυτά βρισκόμαστε και πάλι στην ίδια θεματική περιοχή με εκείνη του πρώτου Μεταίχμιου. Και σ' αυτή τη συλλογή θα συναντήσουμε μέσα στο ίδιο κλίμα φθοράς και σήψης τα λογής-λογής πρόσωπα που συνθέτουν το ποιητικό σύμπαν του Σινόπουλου (τη Μαρία, τον Φίλιππο, τον Ιάκωβο), ενώ δεν απουσιάζουν εντελώς οι μυθολογικές αναφορές (π.χ. στο ποίημα «Ο Οδυσσέας στο ποτάμι»). Παρόλ' αυτά, διακρίνουμε την προσπάθεια του ποιητή να συμφιλιωθεί με τα εφιαλτικά στοιχεία του παρελθόντος του και να σταθεί περισσότερο στην εποχή του μιλώντας για πιο σύγχρονες και οικείες εμπειρίες: Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές / άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε. // Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο, καταλήγει στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής «Ο καιόμενος» (εκθέτοντας τον προβληματισμό του για τον ρόλο της ποίησης και του ποιητή στη σύγχρονη εποχή, έναν προβληματισμό που θα εντάξει οργανικότερα στη μετέπειτα ποίησή του μέσα από ωριμότερες και ουσιαστικότερες διατυπώσεις.
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και το δεύτερο βιβλίο της χρονιάς, η Ελένη, μια σειρά σύντομων ερωτικών ποιημάτων. Αφιερωμένα στο σύμβολο της αιώνιας γυναίκας, τα ποιήματα της συλλογής αυτής διακρίνονται για τον λυρισμό τους, τη συναισθηματική τους ένταση, αλλά και τις πολλές ρητορικές τους στιγμές (πυκνή χρήση αναφωνήσεων, προσφωνήσεων, επικλήσεων, ερωτήσεων, αλλά και επιθέτων). Η χρησιμοποίηση όμως ενός μυθικού συμβόλου τόσο συχνού στη νεότερη ποίηση αποτελεί ταυτόχρονα και μια αφορμή για να στοχαστεί ο ποιητής πάνω στη σχέση της τέχνης του με το υλικό της, με τελικό νικητή στο τέλος αυτής της αναμέτρησης την ίδια την ποίηση:
[…]
Η Ελένη εντούτοις δεν υπάρχει πια
μες στην εγκόσμια λύπη.
Υπάρχουν μόνο τα ποιήματα
μια συλλογή από σπαραγμούς
ένα θλιμμένο ουράνιο ρόδο.
Η γνωριμία με τον Μαξ, Η νύχτα και η αντίστιξη, Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου
Αρκετά διαφοροποιημένη είναι η ποιητική συλλογή Η γνωριμία με τον Μαξ του 1956. Αφιερωμένη στην πρώτη της έκδοση στον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη (αφιέρωση που παραλείφθηκε κατά τη συμπερίληψη της συλλογής στη συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι, το 1976) και γραμμένη, κατά δήλωση του ίδιου του Σινόπουλου, μέσα σε διάστημα 2-3 μηνών (Χατζιδάκι 1977: 13), Η γνωριμία με τον Μαξ είναι ένα βιβλίο διαφορετικό τόσο στο θέμα όσο και στο ύφος του, ένα μεγάλο συνθετικό ποίημα που χαρακτηρίζεται από την αισιοδοξία για το μέλλον και την κατάφαση στη ζωή. Εδώ τα σκούρα χρώματα του θανάτου και των καμένων τοπίων υποχωρούν αισθητά παραχωρώντας τη θέση τους στο πράσινο των δέντρων, των λουλουδιών και της ελπίδας.
Ο Μαξ είπε
είμαι έξω από τη σφαγή των αμνών
και των λύκων
πολλές φορές περπάτησα
πάνω στο τεντωμένο σκοινί
και κάτω ήτανε χιόνι
αν έπεφτα το χιόνι θα γινόταν κόκκινο
δε συμπαθώ το κόκκινο
μήτε το μαύρο.
Κάθε φορά που συλλογίστηκα πάνω στα χρώματα
πήγαινα με το πράσινο.
Έτσι μιλούσε ο Μαξ και γινόταν δροσερός σαν εσωτερικό καρπού. Μες στη φωνή του Μαξ υπήρχε ένα μικρό φαναράκι που πιτσίλιζε τα λόγια του με σταλαματιές ησυχίας.
Γιατί ο Μαξ πίστευε στο πράσινο
πίστευε στην οργιαστική βλάστηση
του μέλλοντος.
Μια από τις θετικότερες μορφές στην ποίηση του Σινόπουλου, ο Μαξ γίνεται φορέας ενός αισιόδοξου μηνύματος, αρχιτέκτονας ενός μέλλοντος διαφορετικού, όπου θα κυριαρχεί η αγάπη και η αρμονία που θα απορρέει από τα μικρά, καθημερινά και φυσικά πράγματα αυτού του κόσμου.
Η συλλογή Η νύχτα και η αντίστιξη, το έκτο κατά σειρά ποιητικό βιβλίο του Σινόπουλου, εκδίδεται το 1959. Χωρισμένη ουσιαστικά σε δύο μεγάλα μέρη, κατοπτρικά αντίθετα μεταξύ τους, όπως υποδηλώνει άλλωστε και ο τίτλος της, η συλλογή αυτή αποτελεί σταθμό στην εξελικτική πορεία της σινοπουλικής ποίησης. Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε με τη Γνωριμία με τον Μαξ, ο ποιητής εγκαταλείπει οριστικά σχεδόν τις όποιες ρητές μυθολογικές αναφορές ενυπήρχαν στο προηγούμενο έργο του και κάνει ένα άνοιγμα, καθολικότερο και περισσότερο συνειδητό, στη σύγχρονή του εποχή. Στα ποιήματα της Νύχτας και της αντίστιξης, τα περισσότερα σύντομα και ολιγόστιχα (ειδικά στο δεύτερο μέρος), προβάλλει ξεκάθαρα ο σύγχρονος αστικός χωροχρόνος, όπου δεσπόζουν τα πρόσωπα και τα πράγματα της καθημερινότητας. Κεντρική θέση κατέχει «Ο Επιζών», το εκτενέστερο ποίημα της συλλογής και ένα από τα πιο σημαντικά στο έργο του Σινόπουλου, καθώς σε αυτό εισάγεται, για πρώτη φορά ίσως τόσο ευκρινώς και χωρίς την ανάγκη καταφυγής σε μυθολογικές αναφορές και προσωπεία, ένα θέμα που θα αναδειχθεί στην πορεία σε μείζον χαρακτηριστικό του έργου του. Γιατί στον «Επιζώντα» η ποιητική φωνή μαρτυρεί την εποχή της μεταφέροντας με τον θρήνο της το επώδυνο μήνυμα του πόνου και του θανάτου:
[…]
Τώρα προσμένοντας να ζωντανέψουνε μες στον καιρό τα πρόσωπά μου
επιμένοντας τα πρόσωπά μου ν' αποκριθούν σε τούτο το κάλεσμα
το κάλεσμα ν' ακούσουνε να σηκωθούνε απ' τη σιωπή
προσμένοντας να ιδώ τα πρόσωπά μου να γυρίζουνε
φοβέρα κι απειλή αψηφώντας να γυρίζουνε
[…]
προσμένοντάς τους να 'ρθουνε και να παραμερίσουνε το θρήνο μου
θρηνώ κι υπάρχω μάρτυρας
[…]
εγώ μονάχος ο επιζών
ο μάρτυρας εγώ
τη νύχτα τούτη μαρτυρώ
που κατεβαίνει.
Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου (1961) είναι μια εκτενής όσο και φιλόδοξη ποιητική σύνθεση, ένα οικογενειακό δράμα τοποθετημένο σε ένα απροσδιόριστο επαρχιακό περιβάλλον. Δομημένη σε θεατρική μορφή όπου συνυπάρχουν δραματικοί μονόλογοι και διαλογικά μέρη, λυρικά άσματα αλλά και αφηγηματικές περιγραφές, η συλλογή αφηγείται την ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων, της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου. Φυσιογνωμίες αντιθετικές, με ρόλους αντεστραμμένους και σχεδόν αντισυμβατικούς με βάση τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής, η Ιωάννα, αυτή / με τα φωνήεντα στ' όνομα με την αοριστία στα βλέμματα (από το ποίημα «Άσμα ασμάτων»), προβάλλεται ως αμείλικτη, απρόσιτη και σκοτεινή, μονίμως ανικανοποίητη και αιώνια αινιγματική, ενώ ο Κωνσταντίνος, βαθιά ερωτευμένος, παρουσιάζεται ως μια ευαίσθητη προσωπικότητα, γεμάτη συναίσθημα και λυρισμό. Τα χαρακτηριστικά αυτών των δύο προσώπων αναδεικνύονται αριστουργηματικά στα δύο συναφή αλλά εξ' ολοκλήρου αντιθετικά ποιήματα, «Οι παραλογισμοί της Ιωάννας» και «Οι παραλογισμοί του Κωνσταντίνου», όπου ο ένας παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια του άλλου. Και αν για την Ιωάννα ο Κωνσταντίνος είναι διαυγής και ξεκάθαρος τόσο που της επιτρέπει να αποφανθεί με σιγουριά στο τέλος του ποιήματός της «Αυτός είναι ο Κωνσταντίνος», στον δικό του δραματικό μονόλογο ο Κωνσταντίνος τονίζει την αβεβαιότητα και τη σύγχυσή του ως προς το πρόσωπο της αγαπημένης του, ένα πρόσωπο εξαιρετικά ασυμπαγές και ρευστό:
[…]
Η Ιωάννα είναι ένα σύνορο που συνεχώς μετατοπίζεται.
Είναι το χνούδι που παίρνει ο αέρας.
Ένα φτερό μέσα στο χρόνο. Ένα φτερό
πάνω στην έρημη άνοιξη.
Η Ιωάννα είναι ποτάμι.
Ένα ποτάμι.
Δεν ξέρω συγκεκριμένως να σας πω τί είναι η Ιωάννα.
Είναι φανερό πως σε τούτη την οικογενειακή τραγωδία, στην οποία συμμετέχουν σε ρόλο σημαίνοντα κομπάρσου και άλλα πρόσωπα (η μάνα, οι γείτονες), εκείνο που τελικά κυριαρχεί είναι η απογοήτευση και η δυστυχία. Ακόμη και στον έρωτα ο άνθρωπος παρουσιάζεται παγιδευμένος στον εαυτό του, ουσιαστικά μόνος κι ευάλωτος, ανίκανος να επικοινωνήσει με τον σύντροφό του (Φράιερ 1978: 38-46).
Η ποίηση της ποίησης. Αναζητήσεις στη δεκαετία του 1960
Η μέχρι τώρα συνοπτική παρουσίαση των συλλογών του Σινόπουλου έχει αναδείξει ορισμένα από τα βασικά θέματα που διατρέχουν σχεδόν όλη την ποιητική του παραγωγή. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα έργο που πηγάζει αναμφισβήτητα από τις ιστορικές εμπειρίες των δεκαετιών του '40 και του '50 και στο οποίο είναι εμφανής η διαρκής αναμέτρηση του ποιητή με τη γλώσσα και τον στίχο. Με βαθιά γνώση της λογοτεχνικής παράδοσης αλλά και της νεότερης λογοτεχνίας, με επιρροές από τη μετασυμβολιστική και τη νεωτερική ποίηση, η ποιητική κατάθεση του Σινόπουλου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '60 δεν φείδεται λυρικών εξάρσεων και ρητορείας ούτε στερείται υποβλητικών εικόνων, οραμάτων και μουσικών σχημάτων που καθιστούν αναπόφευκτη πολλές φορές την τάση για καλλιλογικούς εκφραστικούς τρόπους και πολύπλοκες διατυπώσεις. Σε ένα αυτοσχόλιο γραμμένο την περίοδο της επεξεργασίας του Άσματος της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου, μέσα της δεκαετίας του '50, ο ίδιος ο Σινόπουλος, σε μια από τις πολλές του στιγμές αυτοσυνειδησίας και αυτοκριτικής, φαίνεται να το υπογραμμίζει:
Μου λέει ο άλλος:
Υπάρχει σ' εσένα μια επικίνδυνη ροπή να φορτώνεις τη γραφή σου. Οι προτάσεις γίνονται αναλυτικές, επεξηγητικές, συντακτικά και νοηματικά πλήρεις. Είναι η αδυναμία σου, και συχνά κυριαρχείσαι ―παρασύρεσαι― σ' αυτή την άχρηστη ρητορική. Ν' αφαιρείς, λοιπόν [[,να σβήνω]]. Λιγότερα, όσο γίνεται λιγότερα λόγια («Παρατηρήσεις και σχόλια πάνω στο ποίημα Το Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου μετά την έκδοση του βιβλίου, 1 Δεκεμβρίου 1962», Εντευκτήριο 5 (Δεκ. 1988): 6-7).
Δεν είναι συνεπώς τυχαίο, που ήδη από αυτή την περίοδο, μέσα του '50, αρχίζει να διαφαίνεται μια διαφοροποίηση στη γραφή του Σινόπουλου, η οποία ως ένα βαθμό θα επηρεάσει και τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής θα πραγματευθεί κάποια από τα θέματά του. Συνοπτικά θα λέγαμε πως από τη Γνωριμία με τον Μαξ κι έπειτα, πλάι στη λυρικότητα και τη δραματική ένταση, αρχίζουμε να διακρίνουμε ένα ύφος που γίνεται ολοένα και πιο αφηγηματικό, αλλά και μια γλώσσα, λιτή και απέριττη, που τείνει προς την πεζολογία προσπαθώντας να απαλλαγεί από τον φόρτο της ρητορείας. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, πως σε αυτή την περίοδο ο Σινόπουλος πειραματίζεται με τη στιχουργική μορφή των ποιημάτων του, καθώς χρησιμοποιεί εκτενώς τόσο στη Γνωριμία με τον Μαξ όσο και στο άλλο συνθετικό του έργο, Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου, τον στίχο-παράγραφο (verset). Επίσης, ήδη από το Μεταίχμιο Β΄ και πολύ περισσότερο με τη Νύχτα και την αντίστιξη, αρχίζουν να εγκαταλείπονται σταδιακά οι μυθολογικές αναφορές και τα σύμβολα και να ξεπροβάλλουν εναργέστερα πρόσωπα και πράγματα της καθημερινότητας ενταγμένα σε ένα οικείο, σύγχρονο αστικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα, όλο και πιο συχνά, εντάσσεται στο έργο του ο προβληματισμός για την ίδια την ποίηση και τη λειτουργία της μέσα από μια σειρά αυτοαναφορικών σχολίων (λ.χ. στα ποιήματα «Ο καιόμενος», «Τρία δέντρα κάτω από το φως», «Εσύ και το ποίημα», αλλά και κάποια ποιήματα από την Ελένη).
Οπωσδήποτε ενισχυμένος και από την ευρύτερη ενημέρωση του Σινόπουλου πάνω στα θέματα της θεωρίας της λογοτεχνίας, που ο ποιητής τα παρακολουθούσε με προσοχή, ο προβληματισμός αυτός αποκαλύπτεται με εμφατικό τρόπο στη συλλογή Η ποίηση της ποίησης του 1964. Πρόκειται για ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο που αποτελείται από μια σειρά σύντομων, πεζόμορφων στην πλειονότητά τους, στοχασμών πάνω στον ρόλο του ποιητή και στη λειτουργία της ποίησης. Με αυτούς ο Σινόπουλος άλλοτε εκφράζει προσωπικές αγωνίες και αδιέξοδα,
Μονάχος με τη μοναξιά μου και τις λέξεις μου αγωνίζομαι να συναρμολογηθώ νά 'βρω ένα πρόσωπο που να ταιριάζει με το πρόσωπό μου. Δεν ονειρεύομαι όταν λέω πως μ' έκοψαν στα δυο τα σύννεφα και τα φαντάσματα.
άλλοτε διατυπώνει γενικότερες σκέψεις για τα όρια της γλώσσας και της ποίησης,
Όταν ενύχτωνε τα ποιήματά του μου θυμίζανε δωμάτια φωτισμένα με κεριά όπου οι λέξεις κυκλοφορούσανε σα γέρικες αφηρημένες υπηρέτριες.
κι άλλες φορές πάλι κρατά σημειώσεις για μελλοντικά του γραπτά ρίχνοντας φως στο ποιητικό του εργαστήρι, τεχνική που θα τη χρησιμοποιήσει, εκτενέστερα και πολύ πιο οργανικά ενταγμένη, στις «Σημειώσεις» του μεταγενέστερου Χρονικού (1975),
Να βάλω εδώ το δέντρο και τη θέα τ' ουρανού. Πιο κάτω τον αέρα το πουλί τα χαμηλά σπίτια της πολιτείας. Στο μεταξύ να μην παραμελήσω κάτι από τη μνήμη τη φωτιά τον κίντυνο. Τέλος να βάλω μια κραυγή σαν να γκρεμίζουν κάποιον απ' το πέμπτο πάτωμα. Για να σταθεί το ποίημα ανάμεσα σε τόσα θεάματα τόσες εικόνες.
«…καταγραφή ξερή τα λυρικά να λείπουνε»: Πέτρες, Νεκρόδειπνος, Το χρονικό
Με την Ποίηση της ποίησης φαίνεται να ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της παραγωγής του Τάκη Σινόπουλου και κατά ένα τρόπο να εγκαινιάζεται η επόμενη. Ίσως μάλιστα εκεί να οφείλεται και η εκδοτική επιλογή του ίδιου του ποιητή να συμπεριλάβει τις συλλογές του από το Μεταίχμιο μέχρι την Ποίηση της ποίησης στη συγκεντρωτική έκδοση που κυκλοφόρησε το 1976 υπό τον γενικό και ίσως τολμηρό, στο μέτρο που αποφεύγεται (επιμελώς;) ο όρος «ποίηση», τίτλο Συλλογή Ι.
Πάντως, στα μέσα της δεκαετίας του '60 συντελείται και η πρώτη γραφή των ποιημάτων εκείνων που θα αποτελέσουν το υλικό των συλλογών Πέτρες και Νεκρόδειπνος, η έκδοση των οποίων είχε αρχικά προγραμματιστεί για το 1967. Η επιβολή όμως της δικτατορίας τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς και η συνεπαγόμενη επιλογή των πνευματικών ανθρώπων να «σιωπήσουν», τουλάχιστον εκδοτικά, ως ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στο καθεστώς ματαίωσαν το τύπωμα των βιβλίων, τα οποία θα εκδοθούν ταυτόχρονα το 1972, έπειτα ωστόσο από την άρση της προληπτικής λογοκρισίας.
Οι Πέτρες περιλαμβάνουν μια σειρά σύντομων και ολιγόστιχων ποιημάτων (22 στον αριθμό), στους τίτλους των οποίων χρησιμοποιούνται κατά το πλείστον απλές ονοματικές φράσεις, δίχως άρθρο μερικές φορές («Το παράθυρο», «Το ταξίδι», «Ερώτημα» κ.ά.). Με τη συλλογή αυτή δίνεται έμφαση στην ποιητική του καθημερινού, οικείου χώρου και στα ίδια τα πράγματα που τον αποτελούν. Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής, μια λέξη που επανέρχεται συχνά στην ποίηση του Σινόπουλου, είναι ενδεικτικός: στα ποιήματα των Πετρών γίνεται φανερή η προσπάθεια να αποφορτιστούν οι λέξεις από το ποιητικό τους βάρος και να αποσυνδεθούν από τα ποικίλα σχήματα λόγου ξαναβρίσκοντας την αρχική τους σημασία, γυμνές, όμως συμπαγείς και σταθερές, όπως ακριβώς τα στέρεα φυσικά αντικείμενα.
Οι λέξεις
Σκυθρωπή περηφάνια που είχαν
εκείνες οι λέξεις,
κρατώντας με πείσμα στον ήχο
ένα κόσμο άδειων σχημάτων.
Εσύ έλεγες ονομάζομαι ουρανός.
Εγώ έλεγα τίποτα.
Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της συλλογής Νεκρόδειπνος (1972).
Με την έκδοσή του το 1972 ο Νεκρόδειπνος αναγνωρίστηκε ως το σημαντικότερο έργο του Τάκη Σινόπουλου, ενώ, λίγα χρόνια αργότερα, χαρακτηρίστηκε ως «ένα από τα 5-10 μείζονα ποιήματα της νεότερης λογοτεχνίας μας» (Σαββίδης 1990: 43). Στους στίχους-παραγράφους του συμπυκνώνονται και ταυτόχρονα αναδεικνύονται, στην πιο προωθημένη εκδοχή τους, όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Σινόπουλου. Όπως συμβαίνει και στα ποιήματα του Μεταίχμιου (όπου μας παραπέμπει αναπόφευκτα ο τίτλος αυτής της νέας συλλογής ― πρβλ. το ποίημα «Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα»), αλλά και στο σύνολο της σινοπουλικής ποίησης, όπως την έχουμε δει να εξελίσσεται στη διάρκεια του χρόνου, και ο Νεκρόδειπνος έχει τις ρίζες του στα βιώματα του ποιητή και στην προσωπική του αναμέτρηση με τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που επικράτησαν στην Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Στις σελίδες του παρελαύνει για μια ακόμη φορά μια πληθώρα προσώπων, παλιοί έρωτες, νεκροί φίλοι, χαμένοι σύντροφοι. Η Σοφία, η Μάγδα, η Ελένη, ο Πόρπορας, ο Κονταξής είναι μερικά μόνο από τα δεκάδες ονόματα που μνημονεύονται στη συλλογή. Αν όμως σε προγενέστερα και θεματικά ομοειδή ποιήματα του Σινόπουλου τα πρόσωπα προβάλλουν απρόσκλητα εν μέσω εφιαλτικών οραμάτων και δυσάρεστων ονειρικών καταστάσεων, στα ποιήματα του Νεκρόδειπνου και πολύ περισσότερο στο ομότιτλο και κεντρικό ποίημά του, η μνήμη του ποιητή φαίνεται να λειτουργεί ηθελημένα και κάπως πιο συνειδητά χρησιμοποιώντας ως αφορμή και αφετηρία της την ίδια την ποιητική γραφή. Σε αντίθεση με την ομηρική νέκυια, όπου ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη γυρεύοντας τη χρησμοδότηση του Τειρεσία, στη σινοπουλική νέκυια ο ποιητής καλεί ο ίδιος τους νεκρούς του, τους αφανείς ήρωες των δικών του πολέμων, χαρίζοντάς τους φωνή και υπόσταση μέσα από τη μνημόνευση των ονομάτων τους σε μια προσπάθεια ύστατης δικαίωσής τους, όπως προκύπτει και από τους καταληκτικούς στίχους του ποιήματος: Πώς μες στην έρημη εκκλησιά, μ' άνθη πολλά / στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός.
Εκείνο, ωστόσο, που καθιστά ιδιαίτερη τη γραφή του Νεκρόδειπνου είναι η προωθημένη αφηγηματική του τεχνική, στοιχείο που έχει ιδιαίτερα προσεχθεί από την κριτική. Κινούμενος σε πολλαπλά χρονικά επίπεδα, με απανωτές προβολές σε παρελθόν, παρόν και μέλλον (Βαγενάς 1994), ο ποιητής στον Νεκρόδειπνο, αν και αρχικά επωμίζεται τον ρόλο του ήρωα-πρωταγωνιστή του μύθου που αφηγείται («Σοφία και άλλα», «Μάγδα»), παρουσιάζεται στην πορεία ως ήρωας-ποιητής, πρωτοπρόσωπος δημιουργός του ποιητικού του σύμπαντος («Νεκρόδειπνος»), για να «μεταμορφωθεί» στα τρία τελευταία ποιήματα της σύνθεσης («Το τρένο», «Περίπου βιογραφία», «Πιθανές προσθήκες στο ποίημα Περίπου βιογραφία») σε τριτοπρόσωπο αφηγητή, «χρονικογράφο» της εποχής του (Πιερής 1988) και ταυτόχρονα αποστασιοποιημένο παρατηρητή όχι μόνο της ποίησής του, αλλά και της ζωής του, όπως άλλωστε προκύπτει από τα δύο τελευταία και συγκοινωνούντα θεματικά ποιήματα.
Αυτόγραφο του ποιήματος «Μάγδα» (από τον Νεκρόδειπνο, 1972) [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου].
Ο Τάκης Σινόπουλος διαβάζει παλαιότερη εκδοχή του ποιήματος «Μάγδα» [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]
Η διαρκής όσο και γόνιμη συνδιαλλαγή του Σινόπουλου με την Ιστορία, ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά του έργου του, θα συνεχιστεί πολύ πιο αποφασιστικά στο επόμενο βιβλίο του με τον σημαίνοντα τίτλο Το χρονικό (1975). Στα ποιήματα αυτής της εμφανώς πολιτικής, με την ευρύτερη σημασία του όρου, συλλογής επιχειρείται μια πολυεπίπεδη αναμέτρηση του ποιητή με το πρωτογενές υλικό του, το οποίο πηγάζει από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που επικράτησαν από την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου μέχρι και τη δικτατορία του 1967, με την οποία θα λέγαμε πως κορυφώνεται το δράμα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Σε σχετικό αυτοσχόλιό του ο Τάκης Σινόπουλος υπογραμμίζει:
Μπορώ να πω πως όλο Το Χρονικό έχει σα βάση την Ελληνική ιστορική πραγματικότητα των τελευταίων 30-35 χρόνων. Κι ό,τι περνάει μέσα στο ποίημα σαν απόηχος των ιστορικών γεγονότων, είναι καθαρές προσωπικές εμπειρίες, πράγματα δηλ. που έζησα από κοντά: Πόλεμος, Κατοχή, Κίνημα Δεκέμβρη 1944, Ανταρτοπόλεμος, μεσοδιάστημα '50-'67, Δικτατορία. Η τελευταία χρονική περίοδος, 1967-74, ήταν αποφασιστική για τη γραφή του ποιήματος. Όλη η πολιτική-στρατιωτική κόλαση περνάει μέσα στο ποίημα, με τους σκοτωμούς, τα βασανιστήρια, τις δίκες, τους φυλακισμούς, τις εξορίες, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης αξίας. «Σημειώσεις για το 'Χρονικό'», Η Λέξη (Νοέμβρης 1981: 680).
Εκτενές σύνθεμα, «κείμενο με δομή ποιητική», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο ποιητής (Σινόπουλος 1981: 680), Το χρονικό ξεχωρίζει για την ιδιαίτερη γραφή του και τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται το υλικό του. Ο αναστοχασμός πάνω στην ποίηση και τα συστατικά της και η ταυτόχρονη ανάδειξη της διαδικασίας παραγωγής ενός ποιήματος μπορεί να έχουν ήδη απασχολήσει τον Σινόπουλο στο παρελθόν (λ.χ. στη συλλογή Η ποίηση της ποίησης ή στον Νεκρόδειπνο), η συνύπαρξη, ωστόσο, της ποίησης με την ίδια τη γραφή της ως κεντρική και δεσπόζουσα ιδέα που ενώνει και συνέχει τις ενότητες και τα ποιήματα μιας συλλογής, φανερώνεται πολύ πιο αποφασιστικά και ξεκάθαρα στο Χρονικό. Στις σελίδες του ο αναγνώστης, πέρα από τα ίδια τα ποιήματα ως τελικό αποτέλεσμα («Νύχτες», «Ακόμη μια νύχτα», «Δοκίμιο '73-'74»), έχει τη δυνατότητα να εισέλθει στο εργαστήρι του ποιητή παρακολουθώντας όλη τη διαδικασία δημιουργίας του συνθέματος, από την αρχική αφόρμηση, την αφετηρία από την οποία εκκινά η γραφή (στα ποιήματα της ενότητας «Αφορμή»), μέχρι και τις απανωτές γραφές και τις ποικίλες σημειώσεις του ποιητή, με τις οποίες αποκαλύπτει τις προθέσεις του, επεξεργάζεται το υλικό του και προχωρεί μέρα και νύχτα γράφοντας και σβήνοντας στην τελική γραφή (στις «Σημειώσεις»):
Συλλογίζομαι να τοποθετήσω μια σειρά πέτρες και κυπαρίσσια σε κείνη την ανηφοριά που θα περάσει ο Φίλιππος. Ο ήλιος πέφτοντας αριστερά το φως θα κόβεται σε κάθε βήμα απ' τους κορμούς. Στο ανέβασμα κοντά στο σπίτι η φωταψία θα γίνει ένα περίπου πυροτέχνημα φανταστική γιορτή […] («Σημειώσεις, IV»).
[…] Υπάρχει ένα ακατέργαστο υλικό. Σκέψη περίσκεψη λοιπόν μια τέχνη που να σκέφτεσαι πάνω στην τέχνη σου. Ό,τι πετάξεις όφελος. Κι ό,τι κρατάς καταγραφή ξερή τα λυρικά να λείπουνε […]. («Σημειώσεις, V»)
Θα 'λεγε κανείς πως στο Χρονικό ο Σινόπουλος συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε με τον Νεκρόδειπνο πηγαίνοντας τη γραφή του ακόμη παραπέρα. Οι μορφικές του αναζητήσεις (συνδυασμός μικρότερων ή κι εκτενέστερων στίχων και καθαρά πεζόμορφων ποιημάτων, περιορισμός της στίξης στο ελάχιστο) και η κατάκτηση ενός νέου εκφραστικού τρόπου, όπου οι λέξεις, η ελάχιστη αυτή μονάδα ποίησης, καρφώνονται γυμνές και αδέκαστες στο σώμα των ποιημάτων, επιτυγχάνονται με μαεστρία στα ποιήματα της συλλογής: Να πελεκήσω πέτρες, θα σημειώσει προτρεπτικά στον εαυτό του και μάλιστα εις διπλούν ο ποιητής-«γραμματικός» στις «Σημειώσεις, VI» (Αναγνωστάκη 1995). Την ίδια στιγμή ο ποιητικός λόγος, άλλοτε ρυθμικός και επεξηγηματικός κι άλλοτε ασθμαίνων κι ελλειπτικός, ισορροπεί με την αφήγηση ενσωματώνοντας μέσω και της αξιοποίησης τεχνικών του πεζού λόγου την πολυφωνία και την πολυπρισματικότητα.
Υπ' αυτή την έννοια δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι με Το χρονικό ο Σινόπουλος κατευθύνει, και πάλι πιο αποφασιστικά, την τέχνη του σε νέα μονοπάτια πειραματισμού ως προς τα γραμματολογικά είδη και τα όριά τους. Η ένταξη της γραφής του ποιήματος μέσα στο ποίημα, η πεζολογία και οι αφηγηματικές τεχνικές, αλλά και η ενσωμάτωση μη λογοτεχνικού υλικού σε λογοτεχνικά συμφραζόμενα (όπως λ.χ. στο «Δοκίμιο '73-'74» που αναφέρεται στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και στο οποίο μπορούμε να διαβάσουμε από έγγραφα και αποκόμματα εφημερίδων μέχρι πραγματικές καταθέσεις) κάνουν την ποίηση του Σινόπουλου να θέτει εν αμφιβόλω τα όριά της κατακτώντας νέους εκφραστικούς και ειδολογικούς δρόμους.
Η τελευταία κατάθεση: Χάρτης, Νυχτολόγιο
Ο πειραματισμός αυτός που στοχεύει στον συγκερασμό ή και την υπέρβαση των ειδών επιχειρείται εκ νέου με τις δύο επόμενες συλλογές, τον Χάρτη (1977) και το Νυχτολόγιο (1978), με τις οποίες ουσιαστικά ολοκληρώνεται το ποιητικό του έργο.
O χάρτης είναι μια σειρά σύντομων ποιημάτων σε πεζό που γράφτηκαν από το 1964 μέχρι και το 1977. Σε πολλά από αυτά διακρίνεται και πάλι ο πολιτικός προβληματισμός του ποιητή και η τοποθέτησή του απέναντι στα προβλήματα της εποχής του, ενώ για άλλη μια φορά δεν απουσιάζει η αναστοχαστική του διάθεση πάνω στη γλώσσα και τα όριά της, ακόμη και ως αυτοκριτική:
Χρόνια πολλά ήτανε στον πόλεμο, σε κάθε πόλεμο. Κι έτυχε τότε και κοιμήθηκε σε κάτι σπίτια που ήταν ακατοίκητα και που του αφήκανε μια μυρουδιά καμένου ξύλου στο κορμί, μια μυρουδιά ―πώς να το πω― καμένου θανάτου.
Μα τί θα πει καμένος θάνατος, δε σε καταλαβαίνω. Σταμάτα πια τη μεταφυσική. Βαρέθηκα.
Το ξεπέρασμα της «μεταφυσικής», το οποίο, αν λάβουμε υπόψη και τις γενικότερες κατευθύνσεις που ακολούθησε η ποίηση του Σινόπουλου σ' αυτήν την όψιμη και ωριμότερη φάση της, ισοδυναμεί προφανώς, μεταξύ άλλων, και με την αποδόμηση του ίδιου του ποιητικού του λόγου, βρίσκει, θα λέγαμε, τη σαφέστερη έκφρασή του με το Νυχτολόγιο του 1978.
Αυτόγραφο από το Νυχτολόγιο του 1978 [πηγή: Μιχάλης Πιερής, Ο χώρος και τα χρόνια του Τάκη Σινόπουλου, 1917-1981. Σχεδίασμα βιο-εργογραφίας, Αθήνα, Ερμής, 1988, σ. 36].
Έχοντας τη μορφή ενός προσωπικού ημερολογίου, το Νυχτολόγιο αποτελείται από ένα πλούσιο κι ετερόκλιτο υλικό που περιλαμβάνει αναδιηγήσεις ονείρων, κριτικές, σημειώσεις, αφορισμούς, αποκόμματα από εφημερίδες, περιγραφή γεγονότων (συναντήσεις με πρόσωπα, εκδρομές, ταξίδια) κ.ά. Μεταξύ των καταγραφών που ξεχωρίζουν σημειώνουμε την επίσκεψη του ζεύγους Σεφέρη στο σπίτι του ποιητή και τη σαφώς υπονοημένη πικρία του από το γεγονός ότι ο Σεφέρης απορρίπτει τον πίνακα που του πρόσφερε ο Σινόπουλος, την εικόνα του Σεφέρη στο νοσοκομείο λίγο πριν τον θάνατό του, τις μελαγχολικές αναφορές στον φίλο του λογοτέχνη Νίκο Καχτίτση, τη συνάντησή του με τον Άγγελο Τερζάκη, διευθυντή του περιοδικού Εποχές στο οποίο ο Σινόπουλος εργάστηκε ως κριτικός ποίησης, τη διάλεξη του Γάλλου ψυχαναλυτή και θεωρητικού της γλώσσας στο υποσυνείδητο Ζακ Λακάν και τη συνεπαγόμενη αγανάκτηση της Μαντώς Αραβαντινού στο άκουσμα των θεωριών του, μνήμες από τον πόλεμο, απόψεις και θέσεις για τη γλώσσα, την ποίηση και τον υπερρεαλισμό, κριτικά σημειώματα για έργα τρίτων (Κλωντ Σιμόν, Γιώργου Χειμωνά, Γιάννη Ρίτσου, Στρατή Τσίρκα). Ένα από αυτά, το σημείωμα για το πρώτο μέρος των Ακυβέρνητων Πολιτειών του Τσίρκα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, όχι μόνο για τις εύστοχες κριτικές παρατηρήσεις του, αλλά, κυρίως, γιατί φωτίζει και αναδεικνύει τις υπόγειες διαδρομές που φαίνεται να ακολούθησε η ποιητική του γραφή στο πέρασμα των χρόνων:
Στο μυθιστόρημα του Τσίρκα «η Λέσχη» υπάρχει ένα μικρό κεφάλαιο ―το 3ο― που με καθήλωσε με τον τρόπο του. Μικρές σύντομες φράσεις που σταματάνε και λαχανιάζουν. Ξαφνικά πηδήματα από την περιγραφή στον εσωτερικό μονόλογο. Από το τρίτο στο δεύτερο πρόσωπο κι αντίστροφα. Επικρατεί το «εσύ». Άλλες φράσεις κόβονται συνεχώς στη μέση, το υπόλοιπο το συμπληρώνει ο αναγνώστης. Γενικά αυτό που λέμε ελλειπτική γραφή, πράγματα μισοειπωμένα. Κι αυτά που κρύβονται ― ένας κόσμος ολάκερος. Προσώπων, καταστάσεων, συναισθημάτων, παρορμήσεων, ενστίκτων. Μεγάλη η τέχνη να μη μπουκώνεις τον αναγνώστη, να μη λες πολλά, να κρύβεις. Πίσω από τις αράδες, τις σελίδες, μακριά, αδιόρατα, το βαθουλωμένο πρόσωπο, με τα γυαλιά, του Τζόυς. Λοιπόν το κεφάλαιο αυτό μου δείχνει ένα σωρό ιδέες κι ερεθίσματα για τη γραφή στην ποίηση. Ο Τσίρκας έχει ένα υπόστρωμα κάποτε λυρικό, κάποτε επικό. Και μια όραση που θα την έλεγα «κινηματογραφική». Το καταλαβαίνεις από τη σύνθεση των πλάνων και τις «γωνίες» λήψεως. Σαν συγγραφέας ξέρει να βλέπει και να ακούει, προπαντός από τα πλάγια, δηλαδή την εσωτερική ομιλία προς το «εγώ» που ακούγεται σαν «εσύ». Ας αφήσω πια που υπάρχει ένα πρόσωπο που ονομάζεται Άλφα. Μεταφέρομαι στο σπίτι της Άλφα. Είναι μια πανσιόν, ένα περίπου μπορντέλο. Είναι αργά, πολύ αργά, προχωρημένη η νύχτα. Και πώς να πάω να την ξυπνήσω και να της πω τον εφιάλτη που με κατέχει. Με ποιές διαδοχικές μεταμορφώσεις, αυτή γίνεται, στο τέλος του εφιάλτη, ένα άσχημο, κακότροπο, μαδημένο πουλί. («Νυχτολόγιο, 4»)
Κείμενο υβριδικό και ειδολογικά ασαφές, σε σημείο που δεν μπορείς να είσαι βέβαιος αν διαβάζεις ποίηση, μυθιστόρημα, κριτική, ημερολόγιο ή απλές προσωπικές σημειώσεις (Χατζηβασιλείου 2005: 311), το Νυχτολόγιο κερδίζει τελικά τον αναγνώστη με τη γραφή του και την ποικιλία του υλικού του μέσω των οποίων φανερώνεται, δαιδαλώδης, πολυσύνθετος αλλά ιδιαίτερα γοητευτικός, ο κόσμος του Τάκη Σινόπουλου. Συνειδητός γνώστης της ποίησης και της γλώσσας με τις οποίες αναμετρήθηκε ακατάπαυστα για πάνω από σαράντα χρόνια, ο ποιητής του Μεταίχμιου, του Νεκρόδειπνου και των υπολοίπων συλλογών αποδεικνύεται, και σε τούτη την τελική και ώριμη κατάθεσή του, άξιος τεχνίτης του λόγου και εργάτης επίμονος, που δεν έπαψε ποτέ να αναζητά νέους εκφραστικούς τρόπους και να εξελίσσεται γόνιμα και δημιουργικά.
Προσωπογραφία του Τάκη Σινόπουλου από τον Ν.Γ. Πεντζίκη [πηγή: Αλέξανδρος Αργυρίου (επιμ.), Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία. Γραμματολογία, τ. 5. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη 1990, σ. 157].
Κική Δημοπούλου
© 2014, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
[1] Βασική πηγή για την κατάρτιση του χρονολογίου: Μιχάλη Πιερής, Ο χώρος και τα χρόνια του Τάκη Σινόπουλου 1917-1981, σχεδίασμα βιο-εργογραφίας, Ερμής, Αθήνα 1988 και Κ. Δημοπούλου - Ό. Γρηγοριάδου. Βιβλιογραφία Τάκη Σινόπουλου. 1934-2004, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2009.
[2] Βλ. τα αντίστοιχα σημειώματα του ποιητή, «Σημειώσεις για τα Άσματα (Ι-ΧΙ.) 12+13 Απριλίου 1953», φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη , Περίπλους 16 (1988): 201-208. & «Σημειώσεις για Το Χρονικό», φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, Η Λέξη 9 (1981): 671-683.
Τάκης Σινόπουλος
Φίλιππος
Ο Τακης Σινοπουλος (1917-1981) πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 κι έζησε τις εμπειρίες της κατοχής και του εμφυλίου (1946-49) ως στρατεύσιμος. Οι μνήμες από τις εμπειρίες αυτές έχουν περάσει σε πολλά ποιήματά του. Ο Φίλιππος είναι πρόσωπο υπαρκτό, ήταν φίλος του ποιητή κι εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1942. Εκτός όμως από το Φίλιππο σε πολλά ποιήματά του εμφανίζονται άλλα πρόσωπα, που δεν είναι συμβολικά, αλλά έχουν ονόματα κοινά και καθημερινά. Αυτό δίνει στην ποίηση του ζεστασιά και αμεσότητα.
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μεταίχμιο Β' (1957· περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα απ' το 1949 ως το 1955).
| Εδώ στοχάζομαι, δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος | ||
| σε τούτη την ακίνητη κοιλάδα. | ||
5 | Μια απέραντη πατρίδα ονειρευότανε. Πού είναι το πρόσωπό σας | ||
το αληθινό σας πρόσωπο; μου φώναξε. Έφυγε κλαίγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά. Ύστερα τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα. Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας. | |||
10 | Μαύρισε το μυαλό ένα μακρύ ποτάμι το αίμα. | ||
Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Φυσάει απόψε δυνατά. Μεσάνυχτα στη Λάρισα το έρημο καφενείο. Η φάτσα του συναχωμένου γκαρσονιού κι η νύχτα σαρωμένη φωτιές παντού και πυροβολισμοί | |||
15 | μια πολιτεία φανταστική κι ασάλευτη | ||
δέντρα πεσμένα στις οικοδομές. Ποιο είναι το δίκιο του πολεμιστή ο αγώνας που σε πάει σ' άλλον αγώνα; Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Αμετανόητος πάντα πείσμωνε. | |||
20 | Οι σκοτεινές μέρες του 'φταιγαν τα ερειπωμένα πρόσωπα. | ||
Το αίμα του ακούγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά. Κι απόμεινα μονάχος περπατώντας και σφυρίζοντας μέσα στην κούφια Λάρισα. Και τότε | |||
25 | ως τη Μακεδονία βαθιά σαλεύοντας ημίκλειστη | ||
μες στο πλατύ φεγγάρι του χειμώνα μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη κυρία Πανδώρα. Πέθανε χτικιάρης ο άντρας της τις μέρες του σαράντα τέσσερα. |
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΣΧΟΛΙΑ
Στ. 2· να συνδυαστεί με την πόλη Λάρισα που αναφέρεται το ποίημα. Τα επίθετα ακίνητη, φανταστική κι ασάλευτη (στ. 15), κούφια (στ. 24). θέλουν να δώσουν εντονότερη την εικόνα της «ακινησίας» ή της «εγκατάλειψης». Παράλληλα, όλες αυτές οι εικόνες, που συνθέτουν μαζί με τα ουσιαστικά (ακίνητη κοιλάδα, πολιτεία φανταστική κι ασάλευτη, κούφια Λάρισα) φορτίζουν περισσότερο την εφιαλτική εικόνα της εποχής του.
Στ. 3· η αντίθεση αυτού του στίχου στους στ. 4 και 5, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Φίλιππος απαρνιέται τα αγαθά και τις χαρές της ζωής, που υποδηλώνουν οι λέξεις λάφυρα, σειρήνες.
Στ. 8-10· ο ποιητής περιγράφει την εφιαλτική εποχή του. Ο στ. 10 να διαβαστεί ως εξής: Μαύρισε το μυαλό, το αίμα (έγινε) μακρύ ποτάμι.
Στ. 14· φωτιές και οι πυροβολισμοί δίνουν την εικόνα της εποχής· δεν αναφέρονται υποχρεωτικά στη συγκεκριμένη εικόνα εκείνης της στιγμής.
Στ. 24-29· Συνειρμική μεταπήδηση από τη συγκεκριμένη εικόνα σε κάποια άλλη φαινομενικά άσχετη. Για ένα σύγχρονο ποιητή αυτές oι συνειρμικές συνδέσεις είναι συνηθισμένες. Ο ποιητής απλώνει τη ματιά του ως επάνω (βαθιά) στη Μακεδονία, όπου κάτω από το χειμωνιάτικο φεγγάρι, σαλεύει ημίκλειστη (εικόνα που δίνει έμφαση στην κίνηση του σώματος) μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη κυρία Πανδώρα. Η πρώτη εικόνα (σαλεύοντας ημίκλειστη) και οι φράσεις «περί σώματος» (λόγια έκφραση), «η χηρευάμενη», υποδηλώνουν πως η κυρία Πανδώρα ενδιαφέρεται (μιλάει) μόνο για το σώμα της και υποκρύπτουν κάποια ειρωνική διάθεση. Η κυρία Πανδώρα αποτελεί την άλλη όψη της ζωής, είναι πρόσωπο που βρίσκεται σε αντίθεση με τους οραματισμούς και τα ιδανικά του Φίλιππου.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Ποιος είναι ο τόπος και ο χρόνος όπου τοποθετείται το ποίημα; (θα στηριχτείτε στα στοιχεία, που δίνει το εισαγωγικό σημείωμα και το ποίημα).
- Αφού μελετήσετε το ποίημα, να επισημάνετε τα εξής:
α) Ποιο ρόλο παίζουν στη συγκινησιακή φόρτιση του ποιήματος οι επαναλαμβανόμενες φράσεις: Δεν θα ξανάρθει ο Φίλιππος και ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.
β) Ποιο είναι το αντικείμενο της θλίψης του ποιητή.
γ) Ποιοι είναι οι οραματισμοί και ποιες οι αιτιάσεις του Φίλιππου.
δ) Ποιες εικόνες της εφιαλτικής εποχής του μας δίνει ο ποιητής. - Πώς συνδυάζεται η τελευταία θεματική ενότητα (στ. 24-29) με τα προηγούμενα; (βλ. και σχόλια).
Φίλιππος, Τάκης Σινόπουλος, Γ΄ Λυκείου
- 1. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 1 Φ Ι Λ Ι Π Π Ο Σ ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Εδώ στοχάζομαι, δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος σε τούτη την ακίνητη κοιλάδα. Πολλά του τάξαμε από λάφυρα κι από σειρήνες. Μα κείνος ήτανε στραμμένος σ' άλλα οράματα. 5 Μια απέραντη πατρίδα ονειρευότανε. Πού είναι το πρόσωπό σας το αληθινό σας πρόσωπο; μου φώναξε. Έφυγε κλαίγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά. Ύστερα τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα. Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας. 10 Μαύρισε το μυαλό ένα μακρύ ποτάμι το αίμα. Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Φυσάει απόψε δυνατά. Μεσάνυχτα στη Λάρισα το έρημο καφενείο. Η φάτσα του συναχωμένου γκαρσονιού κι η νύχτα σαρωμένη φωτιές παντού και πυροβολισμοί 15 μια πολιτεία φανταστική κι ασάλευτη δέντρα πεσμένα στις οικοδομές. Ποιο είναι το δίκιο του πολεμιστή ο αγώνας που σε πάει σ' άλλον αγώνα; Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Αμετανόητος πάντα πείσμωνε. 20 Οι σκοτεινές μέρες του 'φταιγαν τα ερειπωμένα πρόσωπα. Το αίμα του ακούγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά. Κι απόμεινα μονάχος περπατώντας και σφυρίζοντας μέσα στην κούφια Λάρισα. Και τότε 25 ως τη Μακεδονία βαθιά σαλεύοντας ημίκλειστη μες στο πλατύ φεγγάρι του χειμώνα μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη κυρία Πανδώρα. Πέθανε χτικιάρης ο άντρας της τις μέρες του σαράντα τέσσερα.
- 2. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 2 1. Στοιχεία Ποιήματος Συλλογή: «Μεταίχμιο Β΄», έκδοση 1957 (περιλαμβάνει 17 ποιήματα γραμμένα μεταξύ των ετών 1949 – 1955) Αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής έχουν τίτλο ονόματα προσώπων. Ο «Φίλιππος» είναι ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα της μεταπολεμικής ποίησης μας, ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο βίωσαν τα δραματικά γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου οι ποιητές αυτής της γενιάς, αλλά και του τρόπου με τον οποίο τα απέδωσαν. Χώρος αφηγηματικός: Ελλάδα, Λάρισα Χρόνος αφηγηματικός: Γερμανική Κατοχή (1941-1945) Εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) Πρόσωπα Φίλιππος Ποιητικό υποκείμενο Φίλοι του Φίλιππου Γκαρσόνι κυρία Πανδώρα Τίτλος: Ένα όνομα, «Φίλιππος», είναι ο τίτλος του ποιήματος, του βασικού ουσιαστικά προσώπου στο οποίο και αναφέρεται. Δεν πρόκειται για έναν φανταστικό ήρωα, μια και κατά τη μαρτυρία του ίδιου του ποιητή ο Φίλιππος του ποιήματος ταυτίζεται με το φίλο του Φώτο Πασχαλινό, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1942 στην Πάτρα. Ιστορικό Υπόβαθρο Το ξεκίνημα της γερμανικής κατοχής σηματοδότησε την έναρξη ενός διπλού πολέμου για τους Έλληνες εκείνης της εποχής. Υπήρχε από τη μία ο εξωτερικός Ο Τάκης Σινόπουλος έζησε τις εμπειρίες της κατοχής και του εμφυλίου ως στρατεύσιμος. Υπηρέτησε στη Λάρισα ως ανθυπίατρος τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Οι μνήμες από τις εμπειρίες αυτές έχουν περάσει σε πολλά ποιήματά του.
- 3. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 3 εχθρός, που είχε κατακτήσει τη χώρα, κι υπήρχε από την άλλη η διεκδίκηση της ελληνικής εξουσίας μετά την προσδοκώμενη απελευθέρωση. Η γερμανική εισβολή κατέλυσε την παραδοσιακή άρχουσα τάξη και άφηνε το περιθώριο ανοιχτό για μια αμφισβήτηση των μέχρι τότε δομών της ελληνικής κοινωνίας. Η παλαιά τάξη, η οποία είχε με ποικίλους τρόπους εδραιώσει ένα σύστημα εκμετάλλευσης των πολιτών, ερχόταν σε σύγκρουση με τους αριστερούς, οι οποίοι επιθυμούσαν να θέσουν τέρμα στην εκμετάλλευση αυτή και να φέρουν μια νέα εποχή, όπου θα υπήρχε μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου. Θέμα Τα οράματα και οι αγώνες της Αντίστασης και του Εμφυλίου Η φρίκη της δεκαετίας 1940-1949: οι καταστροφές και τα θύματα καθώς και η τελική διάψευση των ελπίδων και η ματαίωση των οραμάτων των αγωνιστών Νοηματική απόδοση Ο ποιητής εμπνέεται από το χαμό του φίλου του Φίλιππου και θρηνεί, γιατί δεν θα ξανάρθει ο σκοτωμένος Φίλιππος. Ο ήρωας, αν και είχε μπροστά του τις υποσχέσεις για μια πλούσια υλικά ζωή, δεν τις λογάριασε, γιατί ο νους του ήταν στραμμένος σε άλλα, ανώτερα οράματα. Ονειρευόταν μια απέραντη πατρίδα χωρίς σύνορα, αρνιόταν να δεχτεί την αλλοτρίωση των άλλων. Για αυτό το απραγματοποίητο όραμά του, έφυγε κλαίγοντας πάνω στα βουνά. Ύστερα η χώρα κατακτήθηκε και ερειπώθηκε. Θάνατος παντού, ξέσπασε ένας κακός χειμώνας, οδύνη βαθιά, το αίμα των αγωνιστών της λευτεριάς κυλούσε σαν μακρύ ποτάμι. Ο Φίλιππος δεν θα ξανάρθει. Νοερά ο ποιητής βρίσκεται στη Λάρισα. Φυσάει δυνατά, είναι μεσάνυχτα, το καφενείο έρημο, η νύχτα βουβή, το γκαρσόνι πρόσωπο αποστασιοποιημένο. Ξεσπούν φωτιές, ακούγονται παντού πυροβολισμοί, δέντρα είναι πεσμένα στις οικοδομές, ενώ η ερημιά απλώνεται από παντού στην ασάλευτη πόλη. Μνήμες ίσως του Εμφύλιου. Ο Φίλιππος δε θα ξανάρθει πια – θυμάται ο ποιητής. Έφυγε πεισματωμένος, μη υποφέροντας τη σκλαβιά και τα θλιμμένα πρόσωπα. Ακολούθησε το όραμα του, την ανυπότακτη φύση του. Και τώρα που έφυγε εκείνος, ο ποιητής νιώθει να έμεινε μόνος του μέσα σε μια άδεια πόλη. Στο κενό, που άφησε το γεμάτο υγεία και δύναμη πνεύμα του ήρωα, θα ακουστεί – με συνειρμική μεταπήδηση του ποιητή – η φωνή της κυρίας Πανδώρας να μιλάει για το αρρωστημένο κορμί του άντρα της, που πέθανε, όταν τελείωσε ο πόλεμος.
- 4. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 4 2. Δομή Το ποίημα χωρίζεται σε τρεις ενότητες, που αρθρώνονται με άξονα την επαναλαμβανόμενη φράση: «Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος» Ενότητα 1: στ. 1-10 Ο Φίλιππος και τα οράματα της Αντίστασης Ενότητα 2: στ. 11-18 Η εφιαλτική εποχή του εμφύλιου σπαραγμού Ενότητα 3: στ. 19-29 Η άλλη όψη της ζωής 3. Ανάλυση ποιήματος Α΄ Ενότητα: Ο Φίλιππος και τα οράματα της Αντίστασης 1 2 Εδώ στοχάζομαι, δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος Σε τούτη την ακίνητη κοιλάδα Το ποίημα ξεκινά με τη σκέψη του ποιητή στραμμένη στην απώλεια του Φίλιππου, του προσώπου που κυριαρχεί σ’ όλη την ποιητική σύνθεση και αιτιολογεί σε μεγάλο βαθμό τη συναισθηματική φόρτιση του ποιητικού υποκειμένου. Με το ρήμα «στοχάζομαι» ήδη από τον πρώτο στίχο τοποθετούμαστε αμέσως στον χωροχρόνο. Η χρήση του συγκεκριμένου ρήματος (αντί του «σκέπτομαι») δείχνει την πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου να διατυπώσει όσα γεννήθηκαν στην ψυχή του γύρω από το θέμα που θα ασχοληθεί. Έτσι, λοιπόν, αποκαλύπτεται και η πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου να μιλήσει για τον Φίλιππο, τον πόλεμο, την εποχή του, φανερώνοντας εξαρχής την ατμόσφαιρα της εποχής του: μοναξιά, σιωπή, νεκροί. «δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος» η συγκεκριμένη φράση επαναλαμβάνεται 3 φορές στο ποίημα (στ.1,11,19) και με τη μορφή μοτίβου υπενθυμίζει το τραγικό γεγονός του θανάτου του. τονίζεται η συγκίνηση του ποιητή και φανερώνεται το μέγεθος της απώλειας η χρήση της οριστικής έγκλισης δεν αφήνει κανένα περιθώριο αλλαγής, έχουμε να κάνουμε με μια τελεσίδικη κατάσταση «ακίνητη κοιλάδα» σχετίζεται με την περιοχή της Λάρισας (Θεσσαλικός κάμπος), όπως προκύπτει κι από την αναφορά του ποιητή στην εν λόγω πόλη στους στίχους 2,12,,15,24.
- 5. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 5 Το επίθετο «ακίνητη»: ֍ μεταδίδει την αίσθηση της απραξίας, αν όχι της πλήρους εγκατάλειψης, που προέκυψε απ’ την καταστροφική δράση των γερμανικών δυνάμεων ֍ συμβολίζει το ηθικό λίμνασμα, το συμβιβασμό, την υποτέλεια 3 4 5 Πολλά του τάξαμε από λάφυρα κι από σειρήνες. Μα κείνος ήτανε στραμμένος σ’ άλλα οράματα. Μια απέραντη πατρίδα ονειρευότανε. Προσπάθεια αποτροπής του Φιλίππου από το να ακολουθήσει τους άλλους Έλληνες αγωνιστές στην προσπάθεια Αντίστασης. Τον καλούν να ιδιωτεύσει στα μικρά και ασήμαντα της ζωής: Λάφυρα: άνομα κέρδη Σειρήνες: ιδιωτικές απολαύσεις Υπενθύμιση των όσων προτίμησαν να στερηθούν οι άνθρωποι εκείνοι που επέλεξαν να αγωνιστούν «τάξαμε» ο αφηγητής βάζει και τον εαυτό του, αναγνωρίζοντας έμμεσα πως κι εκείνος ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει τους οραματισμούς του Φιλίππου «Μα» η αντίθεση αυτού του στίχου με τον 3, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Φίλιππος απαρνιέται τα αγαθά και τις χαρές της ζωής, που υποδηλώνουν οι λέξεις λάφυρα, σειρήνες. Οι ηθικές αξίες αντιπαρατίθενται με τα υλικά αγαθά και φυσικά υπερισχύουν αυτών, όσον αφορά τις προτιμήσεις του Φιλίππου. Ο Φίλιππος, δε θεωρεί την προοπτική υλικών ή σωματικών απολαύσεων ως ικανό δέλεαρ για ν’ απαρνηθεί τις προσδοκίες, τα όνειρα και τα οράματα του για την Ελλάδα. Η αντίθεση ανάμεσα στον Φίλιππο και τους φίλους του αναδεικνύει τη μορφή του, παρουσιάζοντάς την φωτεινή μέσα στο ευρύτερο σκοτάδι. «Απέραντη πατρίδα»: Οραματίζεται μια διπλή απελευθέρωση ευδαιμονία της φιλήσυχης και άνετης ζωής
- 6. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 6 6 Πού είναι το πρόσωπό σας; το αληθινό σας πρόσωπο; μου φώναξε Εκδίωξη των Γερμανών Τερματισμός της πλουτοκρατίας. Η αναφορά για απέραντη πατρίδα δεν παραπέμπει αναγκαία στην τοπική της έκταση. Το όραμα του νεαρού έχει να κάνει περισσότερο με την κατάργηση μιας διαφορετικής σειράς συνόρων∙ έχει να κάνει με τη δίκαιη συμμετοχή και πρόσβαση όλων στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Έχει να κάνει με την εξίσωση όλων των πολιτών και όχι τη διάκρισή τους σε ευνοημένους και μη, σε κρατούντες και εξουσιαζόμενους, σε οικονομικά ισχυρούς και οικονομικά εξαθλιωμένους. Το όραμά του στρέφεται κατά του παραλογισμού της συγκέντρωσης του πλούτου σε μια μικρή αριθμητικά ομάδα ανθρώπων, τη στιγμή που η πλειονότητα των πολιτών αναγκάζεται να επιβιώνει με ελάχιστους πόρους. Η προφανής αδικία που διχάζει το λαό δονεί την ψυχή του νεαρού, ο οποίος είναι πρόθυμος να δώσει ακόμη και τη ζωή του προκειμένου να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Το ποιητικό υποκείμενο ζωντανεύει τον ήρωα, επαναλαμβάνοντας το ερώτημα που θέτει ο Φίλιππος προς αυτό και τους άλλους. Το ερώτημα είναι στην πραγματικότητα μια κραυγή – καταγγελία, μία προσπάθεια αφύπνισης όλων όσοι επαναπαύονται. Διαφαίνεται με το ερώτημα η πικρία και η απογοήτευση του ήρωα για το πισωγύρισμα των υπολοίπων, όμως ο ίδιος δεν διαπραγματεύεται, δεν ενδίδει, αλλά περήφανος συνεχίζει τον αγώνα του. Με το ερώτημα αυτό προσδίδεται στο ποίημα θεατρικότητα, δραματικότητα, ένταση, καθότι ο Φίλιππος, τον οποίο σκιαγραφεί το ποιητικό υποκείμενο, αποκτά φωνή. Το ερώτημα που θέτει ο Φίλιππος με παράπονο παραμένει αναπάντητο. Είναι ο δικός του τρόπος να υπενθυμίσει το χρέος και την ευθύνη του καθενός να αγωνιστεί για την πατρίδα, καθώς ψέγει την απραξία τους. Έμμεσα με το ερώτημα γίνεται σαφέστερος ο διαχωρισμός του Φίλιππου από τους υπόλοιπους συντρόφους του (στους οποίους περιλαμβάνεται και το ποιητικό υποκείμενο). Ο Φίλιππος δεν διακρίνει τον ποιητή από το πλήθος. Η μνήμη του Φίλιππου μοιάζει με τυραννικό εσωτερικό αυτοέλεγχο.
- 7. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 7 7 Έφυγε κλαίγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά. Ο Φίλιππος αποχωρεί «κλαίγοντας» από θυμό και αγανάκτηση γιατί διαπιστώνει τη μοναχικότητά του, την πίκρα της μοναχικής «ιδεολογικής πορείας». Συνειδητοποίησε την πλήρη αποξένωσή του από τους άλλους, ένιωσε σα να βρέθηκε μέσα στο κενό του κόσμου Έτσι αναδεικνύεται για ακόμη μία φορά ο χαρακτήρας του Φίλιππου: πιστός στο χρέος, σταθερός στο όνειρό του για μια πατρίδα απέραντη που να χωρούν όλοι, αμετακίνητος από τις θέσεις του. «λαμπερά βουνά» (επανάληψη στο στίχο 21): τόπος όπου κυρίως οργανώθηκε και διενεργήθηκε η αντίσταση κατά των Γερμανών είναι ο μόνος τόπος που παρέχει κάποια ελπίδα, κάποια προοπτική, για εκείνους που πραγματικά ήταν έτοιμοι και ήθελαν να παλέψουν για την πατρίδα του τα βουνά παραμένουν πάντα σύμβολο ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Συμβολίζουν την εγκατάλειψη των μικρών προσωπικών επιδιώξεων και τη προσήλωση στα υψηλά ιδανικά. Μια στάση δύσκολη, που απαιτεί πορεία ανηφορική της ψυχής. 8 9 10 Ύστερα τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα. Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας. Μαύρισε το μυαλό ένα μακρύ ποτάμι το αίμα. Στα χρόνια που ακολούθησαν ήρθανε πόλεμοι, και μάλιστα εμφύλιος πόλεμος, πολλές μάχες, ο θρίαμβος του παραλογισμού και της ασυνεννοησίας. Με μια σειρά εικόνων ο ποιητής παρουσιάζει τη δεινή κατάσταση που επικράτησε στην Ελλάδα: Τα καράβια που φράζουν τη θάλασσα: εικόνα που μας παραπέμπει ακόμη και σε προγενέστερες εποχές, ίσως και της αρχαιότητας, αποδίδει το πλήθος των εχθρικών δυνάμεων. Το μαύρισμα της γης με τον κακό χειμώνα: ακόμη κι ο καιρός στάθηκε μεγάλος αντίπαλος των ανθρώπων εκείνης της εποχής, με τα θύματα του πρώτου χειμώνα να ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες εξαιτίας των χαμηλών θερμοκρασιών και φυσικά της έλλειψης βασικών ειδών διατροφής- υπονοεί τις εικόνες φρίκης που αντίκριζαν καθημερινά οι άνθρωποι στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου οι συμπολίτες τους έπεφταν νεκροί στους δρόμους από την εξάντληση και την ασιτία.
- 8. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 8 Το μαύρισμα του μυαλού και το ποτάμι αίμα: το σκοτείνιασμα της σκέψης, έρχεται ως λογική συνέπεια του αίματος χιλιάδων πολιτών που εκτελέστηκαν ή πέθαναν την τραγική εκείνη περίοδο. Το αίμα γίνεται ένα μακρύ ποτάμι, το αίμα των Ελλήνων ποτίζει για άλλη μια φορά τη δοκιμαζόμενη χώρα, καθώς ο αριθμός των νεκρών ολοένα και αυξάνεται. Αλλαγή σκηνικού και αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο: παραλογισμός, αναίτιο μίσος, βία, σκληρότητα. Σημαντική απώλεια αυτής της λαίλαπας κι ο νεαρός Φίλιππος που πέφτει θύμα της εκδικητικής μανίας των Γερμανών. Το όνειρο του Φίλιππου να αγωνιστεί για μια ελεύθερη και δικαιότερη πατρίδα λαμβάνει την τραγική του εκπλήρωση, όταν αυτός εκτελείται από τους Γερμανούς. Η απώλεια του αγαπημένου φίλου διατυπώνεται εκ νέου από τον ποιητή, ο οποίος είναι πλέον αναγκασμένος να αντικρίζει τον κόσμο χωρίς την παρουσία του. Β΄ Ενότητα: Η εφιαλτική εποχή του εμφύλιου σπαραγμού 11 12 13 Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Φυσάει απόψε δυνατά. Μεσάνυχτα στη Λάρισα το έρημο καφενείο. Η φάτσα του συναχωμένου γκαρσονιού «Φυσάει απόψε δυνατά»: Με τη φράση αυτή το ποιητικό υποκείμενο μας επαναφέρει στο παρόν, αφού προηγήθηκε αναδρομή στο παρελθόν Ο Φίλιππος δε θα ξανάρθει κι η αρνητική έκφανση των πραγμάτων, όπως τα βιώνει πλέον το ποιητικό υποκείμενο, δίνεται με την εικόνα του δυνατού ανέμου. Αν και ο ποιητής δεν εκφράζει λεκτικά τα συναισθήματά του, οι αρνητικές εικόνες που παραθέτει μετά την αναφορά στο χαμό του Φίλιππου μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε πόσο κενή και ανούσια μοιάζει πια η ζωή του. Συνειρμική μεταπήδηση σε μια άλλη εικόνα σε μια ασάλευτη πόλη όπου παραμένουν ζωντανές οι μνήμες του εμφυλίου.
- 9. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 9 14 15 16 17 18 κι η νύχτα σαρωμένη Φωτιές παντού και πυροβολισμοί μια πολιτεία φανταστική κι ασάλευτη δέντρα πεσμένα στις οικοδομές. Ποιο είναι το δίκιο του πολεμιστή ο αγώνας που σε πάει σ’ άλλον αγώνα; «έρημο καφενείο» «συναχωμένο γκαρσόνι» εικόνες που αποδίδουν τη μιζέρια και τη φθορά του τόπου, γέννημα τόσο του πολέμου όσο και της πένθιμης διάθεσης του ποιητή. Ένα απέραντο τοπίο καταστροφής μέσα του και έξω από αυτόν συμπληρώνει την απελπισία του. Δίνεται η εικόνα της εποχής. Οι εικόνες δεν αναφέρονται υποχρεωτικά στη συγκεκριμένη εικόνα εκείνης της στιγμής. Οι εικόνες –οπτικές και ακουστικές− είναι έντονες: πυροβολισμοί, πεσμένα δέντρα, φωτιές. Στο σημείο αυτό δεν χρησιμοποιείται τελεία και με αυτό τον τρόπο προσδίδεται ένταση και τονίζεται ότι το κακό δεν έχει τελειωμό. Η ακινησία που αποδίδεται στη Λάρισα, κι η αίσθηση πως αποτελεί μια πολιτεία περισσότερο φανταστική παρά πραγματική, έρχονται ως συνέπεια της απουσίας κάθε πιθανής ανθρώπινης δραστηριότητας. Η χώρα έχει σαρωθεί από τον πόλεμο κι αυτό είναι εμφανές παντού. Τα πεσμένα δέντρα στις οικοδομές που προφανώς έχουν εγκαταλειφθεί, υποδηλώνουν το πάγωμα κάθε εργασίας και κάθε μέριμνας για τον ευπρεπισμό της πόλης. Οι Έλληνες δεν έχουν πια τη δύναμη να φροντίσουν την κατεστραμμένη χώρα τους. Ανάγκη απολογισμού Βλέποντας να επικρατεί αυτή η θλιβερή κατάσταση, το ποιητικό υποκείμενο διερωτάται ποιο είναι το δίκαιο του ανθρώπου που επιλέγει να πολεμήσει και προβληματίζεται αν η δικαίωση του αγώνα είναι η διαρκής εγρήγορση για έναν άλλον αγώνα. Το ερώτημα σχετικά με το δίκιο του πολεμιστή συνιστά μια καίρια απορία σχετικά με την απόφαση του Φίλιππου, αλλά και πολλών άλλων Ελλήνων, να ξεκινήσουν το διπλό αγώνα τους κατά των Γερμανών, αλλά και κατά της παγιωμένης εξουσίας των πλουσίων. Το τέλος του πρώτου, του εθνικού αγώνα, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στο ξεκίνημα ενός νέου πολέμου για την απόκτηση του ελέγχου της απελευθερωμένης χώρας. Η επιδίωξή τους έμοιαζε και ήταν δυσεπίτευκτη, και το δίχως άλλο δεν μπορούσε να φτάσει
- 10. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 10 στην εκπλήρωσή της χωρίς να παραμείνουν για πολύ καιρό σε μια αδιάκοπη εμπόλεμη κατάσταση. Έτσι, ο πολεμιστής εκείνης της εποχής δεν μπορούσε παρά να δικαιώσει τον προορισμό του με το πέρασμα από τον ένα πόλεμο στον άλλον, καθώς αν επιτύγχαναν μόνο το πρώτο μέρος της προσπάθειάς τους δε θα είχαν επί της ουσίας επιτύχει το πιο σημαντικό. Ωστόσο, αυτή η διπλή επιδίωξη προβλημάτιζε τον ποιητή, ο οποίος προφανώς διέκρινε πόσο ανέφικτο ήταν αυτό που ήθελαν. Κι είναι αυτός ο διπλός αγώνας για χάρη του οποίου ο Φίλιππος έχασε τη ζωή του. Γ΄ Ενότητα: Η άλλη όψη της ζωής 19 20 21 Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Αμετανόητος πάντα πείσμωνε. Οι σκοτεινές μέρες του ‘φταιγαν τα ερειπωμένα πρόσωπα. Το αίμα του ακούγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά. Τονίζεται ξανά η απουσία του Φίλιππου. Ενεργοποιείται και πάλι η μνήμη: αναδρομή στο παρελθόν του ήρωα και αναφορά στο ποιόν του. Ο ποιητής αναφέρεται στο πείσμωμα του νεαρού φίλου του, αφήνοντας να εννοηθούν δικές του προσπάθειες να τον μεταπείσει, να τον αποτρέψει από μια τόσο ριψοκίνδυνη απόφαση. Εντούτοις ο Φίλιππος δεν ήταν διατεθειμένος να συμβιβαστεί με μια κατάσταση κατώτερη των προσδοκιών του. «ερειπωμένα πρόσωπα» οι άνθρωποι χωρίς αποφασιστικότητα, χωρίς πίστη στη δυνατότητα να επέλθει μια ουσιαστική αλλαγή στη χώρα αυτή, τον ενοχλούσαν, τον εξωθούσαν ακόμη περισσότερο σε δράση. «το αίμα του ακούγοντας» ακούγοντας την εσωτερική του διάθεση και ανάγκη να παλέψει για κάτι καλύτερο, κι όχι τη φωνή της λογικής, τη φωνή των φίλων του που του έλεγαν πως επιδιώκει πράγματα σχεδόν ακατόρθωτα, ανέβηκε στα λαμπερά βουνά. Ο ήρωας δεν υπέκυψε δε συμβιβάστηκε, έμεινε πιστός στα φλογερά του οράματα. Επανάληψη φράσεων: «ο Φίλιππος δε θα ξανάρθει» και «ανέβηκε τα λαμπερά βουνά» τονίζουν: το αμετάκλητο της απώλειας του αγαπημένου φίλου τον πόνο του ποιητή την αντίθεση ανάμεσα στις προσδοκίες που γεννούσε ο αγώνας (τα λαμπερά βουνά) και στο τραγικό τέλος του νεαρού
- 11. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 11 Τα λαμπερά βουνά, το όραμα ενός ιδανικότερου κόσμου, είναι ό,τι εξωθεί το Φίλιππο σε δράση, αλλά συνάμα κι ό,τι τον φέρνει πιο κοντά στον πρόωρο θάνατό του. 22 23 24 Κι απόμεινα Μονάχος περπατώντας και σφυρίζοντας μέσα στην κούφια Λάρισα. «μονάχος» δηλώνει τη δική του θέση χωρίς την παρουσία του Φίλιππου. Ο φίλος του σκοτώθηκε πολεμώντας για την πατρίδα, ενώ εκείνος έμεινε πια μόνος του να περπατά σε μια κούφια πόλη. Με το επίθετο «Μονάχος» πιθανόν να δηλώνεται η απουσία ανθρώπινης δράσης, αλλά και η συναισθηματική φόρτιση του ποιητικού υποκειμένου. Η μεγάλη θλίψη του ποιητικού υποκειμένου, παρόλο που δεν εκφράζεται άμεσα, είναι συνεχής και αυξανόμενη, καθώς η σκέψη του με επιμονή παραμένει στον Φίλιππο. «κούφια» διττή σημασία: απουσία ανθρώπινης δράσης, το νέκρωμα που επέφερε ο πόλεμος το ανούσιο των πραγμάτων. Ο ποιητής διακρίνει παντού μια ματαιότητα τώρα που καλείται να ζήσει σ’ έναν κόσμου που δεν υπάρχει ο Φίλιππος. Σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι με όραμα και αυξημένο το αίσθημα του δικαίου, όπως ο Φίλιππος, ο ποιητής καλείται να βαδίσει ανάμεσα σε ανθρώπους που επέλεξαν την απραξία, επέλεξαν την εκ του ασφαλούς θέαση του πολέμου. 24 25 26 27 28 29 Και τότε ως τη Μακεδονία βαθιά σαλεύοντας ημίκλειστη μες στο πλατύ φεγγάρι του χειμώνα μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη κυρία Πανδώρα. Πέθανε χτικιάρης ο άντρας της τις μέρες του σαράντα τέσσερα Συνειρμική μετάβαση στην, άσχετη φαινομενικά με το προηγούμενο θέμα, περίπτωση της κυρίας Πανδώρας. Μέσα από την αντίθεση που υποβάλλεται (οι οραματισμοί και τα ιδανικά του Φιλίππου προηγουμένως, ο θρήνος για το άρρωστο κορμί εδώ) και με τη λανθάνουσα ειρωνική διάθεση ο ποιητής πετυχαίνει το στόχο του: φωτίζει περισσότερο τη πρώτη εικόνα του ήρωα – πολεμιστή, που θυσιάστηκε για κάτι μη υλικό, αψηφώντας τις χαρές της ζωής. Σ’ έναν τέτοιο κούφιο κόσμο κινούνται άνθρωποι, όπως η κυρία Πανδώρα, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα των προσδοκιών και των οραμάτων του Φίλιππου για μια δικαιότερη κοινωνία που δεν θα αναλώνει την ενεργητικότητα του στις ηδονικές απολαύσεις και κατ’ επέκταση στην εφήμερη ζωή. Η κυρία Πανδώρα ενδιαφέρεται μόνο για τις απολαύσεις του σώματος. Η κυρία Πανδώρα που έχασε τον
- 12. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 12 άντρα της το 44΄ από φυματίωση ή από γενικότερη εξάντληση, έχει μείνει τώρα να συζητά μόνο περί σώματος, μόνο περί της ματαιωμένης ηδονής εξαιτίας του θανάτου του άντρα της. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στην αυτοθυσία του νεαρού Φίλιππου και την εγωκεντρική στάση της κυρίας Πανδώρας, τονίζει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο το διαρκή διχασμό της κοινωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι πάντοτε έτοιμοι να θυσιαστούν για τους συνανθρώπους τους και σε ανθρώπους που σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και τις προσωπικές τους ανάγκες. Ο ατομισμός, ο υπερφίαλος εγωκεντρισμός και η κάλυψη αναγκών του ΕΓΩ μας, έχουν νεκρώσει κάθε αίσθημα αγωνιστικής διάθεσης για την επίτευξη του κοινού καλού, τη θέληση για αυτοθυσία. Βλέπει, λοιπόν, κάποιος την έντονη διάσταση ανάμεσα στα ιδανικά του Φίλιππου και τις ερωτικές επιθυμίες της κυρίας Πανδώρας. Επιλογή του ονόματος «Πανδώρα» δεν είναι τυχαία: Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Πανδώρα, εμφανίζεται ως αιτία όλων των παθών για την ανθρωπότητα, λόγω της περιέργειάς της. Συγκεκριμένα, η Πανδώρα, σύμφωνα με τον μύθο, αποδέσμευσε και σκόρπισε στην ανθρωπότητα όλα τα δεινά και τις ασθένειες που ήταν κρυμμένες σε ένα πιθάρι, το οποίο δώρισε ο Δίας στο νεόνυμφο ζευγάρι (Πανδώρα και Επιμηθέα) που θα έφερνε την ευτυχία στην οικογένεια, εάν έμενε πάντα κλειστό Χρήση της γλώσσας και του λεξιλογίου • Ενώ ο λόγος είναι λιτός και οι λέξεις που χρησιμοποιεί απλές και καθημερινές, η λόγια έκφραση «περί σώματος» ίσως χρησιμοποιείται ειρωνικά, τονίζοντας ακόμη περισσότερο την απόσταση που χωρίζει τον κόσμο της κυρίας Πανδώρας και του Φίλιππου. • Οι λέξεις της καθομιλουμένης (π.χ. χτικιάρης) έρχονται σε αντίθεση με τη δραματική φόρτιση των λέξεων που περιγράφουν τον πόλεμο (αίμα, μαύρισε, φωτιές) και με το μυθικό υπόβαθρο των λέξεων που αφορούν το όραμα του Φίλιππου (λαμπερά βουνά), τονίζοντας και με αυτό τον τρόπο τις αντιθέσεις που υπάρχουν (ηρωικός θάνατος Φίλιππου ≠ αντιηρωικός θάνατος του άντρα της κυρίας Πανδώρας).
- 13. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 13 • Η γλώσσα είναι λιτή, σκληρή, με δραματικότητα, αποδεικνύοντας την υπαρξιακή αγωνία του ποιητή. 4. Ο Φίλιππος Ο Φίλιππος είναι η κυρίαρχη μορφή μέσα στο ποίημα και αυτό καθορίζεται ήδη από τον τίτλο. Eίναι διαφορετικός από τους υπόλοιπους, ξεχωρίζει, υπερέχει: Φωτεινό παράδειγμα, αμετανόητος και ασυμβίβαστος Ο Φίλιππος αντιπροσωπεύει όλους όσοι είναι έτοιμοι να απορρίψουν τα υλικά αγαθά, τις ηδονές, τις χαρές της ζωής, τον συμβιβασμό. Είναι έτοιμοι να αφήσουν πίσω τους όλα τα πιο πάνω, για να θυσιαστούν για τους συνανθρώπους τους Ο Φίλιππος είναι ένα πρόσωπο που αντιπροσωπεύει όλους όσοι αγωνίστηκαν και πέθαναν την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Ήταν μια γενιά με οράματα πανανθρώπινα, αγωνιστικό πνεύμα και μαχητικότητα που δεν δίστασαν να αντισταθούν, να πολεμήσουν έναν παράλογο κόσμο, να θυσιάσουν ακόμα και τη ζωή τους. Δεν πολεμούσαν για «λάφυρα» και «σειρήνες», δεν είχαν ως στόχο την απόκτηση αγαθών υλικών, παρασήμων, δεν επεδίωκαν την επιβράβευση, τον θαυμασμό και το χειροκρότημα. Αγωνίστηκαν για οράματα ανώτερα, αξίες πανανθρώπινες, αγωνίστηκαν και έδωσαν την πνοή τους για «Μια απέραντη πατρίδα», ενωμένη και όχι διχασμένη. Θυσιάστηκαν για την παγκόσμια ειρήνη και ήλπιζαν πως η ανθρωπότητα, έχοντας ως θεμέλιο τη θυσία τους, το «αίμα» τους, θα έφτιαχνε έναν κόσμο καλύτερο. Αντιπροσωπεύει, λοιπόν, τον αγνό αγωνιστή, τον ιδεολόγο και τον οραματιστή.
- 14. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 14 5. Συναισθηματικό Πλαίσιο του Κειμένου • Εκφράζεται ο θαυμασμός για το πείσμα, την επιμονή, την αποφασιστικότητα του Φίλιππου να παραμείνει πιστός στις ιδέες και το όραμά του και να αγωνιστεί, αλλά ταυτόχρονα και θλίψη, γιατί ο Φίλιππος αναχωρεί μόνος στα λαμπερά βουνά – ίσως το ποιητικό υποκείμενο διαισθάνεται ότι εκείνος έχει προδοθεί (αδυναμία και απροθυμία να τον ακολουθήσουν). • Αισθάνεται έντονα την απώλεια και την απουσία του αγαπημένου του φίλου (επανάληψη της φράσης «Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος») και παρουσιάζεται αγανακτισμένος, καθώς μετά την απουσία του επικρατούν εικόνες φρίκης και μιζέριας. Το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται ίσως και τύψεις για τη στάση που τήρησε απέναντι στον φίλο του. • Η αίσθηση της μοναξιάς τον βασανίζει: (α) έχασε τον φίλο του που σκοτώθηκε πολεμώντας για την πατρίδα (εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1942 – ο Σινόπουλος αντλεί στοιχεία από προσωπικά του βιώματα) και (β) έμεινε μόνος του να περπατά σε μια κούφια πόλη (απουσία ανθρώπινης δράσης, ανούσιο των πραγμάτων) • Το ποιητικό υποκείμενο δεν χαρακτηρίζεται από ηρωικό πνεύμα, αλλά νιώθει την ανάγκη να καταθέσει τη μαρτυρία του και ίσως έτσι να απαλύνει τον πόνο και την ένταση. Παράλληλα, νιώθει ότι έχει υποχρέωση να καταθέσει τη δική του αλήθεια και να κρατήσει ζωντανούς όσους άδικα χάθηκαν από τη ζωή και διαγράφηκαν από τις σελίδες της ιστορίας. Για το ποιητικό υποκείμενο η Μνήμη ταυτίζεται με τη Ζωή, ενώ η Λήθη με τον Θάνατο. Αισθάνεται την ανάγκη να καταγράψει με τρόπο ποιητικό τη δική του αλήθεια, καταθέτοντας τις εμπειρίες και την εποχή του, με σκοπό να τιμήσει τους νεκρούς, τους απλούς αγωνιστές, που έμειναν από την ιστορία αδικαίωτοι. Επομένως, η επιλογή της ιστορίας του Φίλιππου δεν εξαντλείται και δε δίνεται μόνο ως ένα γεγονός που θλίβει τον ποιητή. Εκείνο που κυρίως πρόκειται να τονιστεί είναι οι λόγοι για τους οποίους θυσιάστηκε ο νεαρός Φίλιππος. 6. Το Ποιητικό Υποκείμενο και οι φίλοι του Φίλιππου Βρίσκονται στον αντίποδα του Φίλιππου, των προσδοκιών του και του οράματός του για μια δικαιότερη κοινωνία Προσπαθούν να τον μεταπείσουν, να τον απομακρύνουν από τον σκοπό και το όραμά του Άνθρωποι που επιλέγουν την απραξία, που σκέφτονται τον εαυτό τους
- 15. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 15 Το ποιητικό υποκείμενο διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους, εφόσον συνειδητοποιεί και καταγράφει με πόνο τη διάσταση μεταξύ του Φίλιππου και των φίλων του και η απουσία του Φίλιππου του υπενθυμίζει περισσότερο τη μοναξιά που τον περιβάλλει 7. Ρόλος της Μνήμης - Ολόκληρο το ποίημα είναι ένα αφιέρωμα στη μνήμη του Φίλιππου και τη θυσία του. - Η μνήμη λειτουργεί καταλυτικά για το ποιητικό υποκείμενο, ζωντανεύει το παρελθόν, και οι προσωπικές εμπειρίες, με την ανάκλησή τους, αποκτούν ξανά σάρκα και οστά μέσω οπτικών και ακουστικών αγώνων. - Η μνήμη παρέχει τη δυνατότητα στο ποιητικό υποκείμενο να εκμηδενίσει τον χρόνο και τον χώρο, αφήνοντάς το να κινείται με άνεση μέσα σε αυτούς. - Η μνήμη λειτουργεί ως ο μοναδικός τρόπος διαφύλαξης του Φίλιππου, καθώς είναι το μέσο να κρατηθεί μακριά από τα σκοτάδια της λήθης ο φίλος του. Εάν δεν συντηρηθεί μέσω της μνήμης, τότε θα επέλθει ο οριστικός θάνατος. Έτσι μέσω της μνήμης –και κατ’ επέκταση‒ του ποιήματος νιώθει το ποιητικό υποκείμενο το χρέος να αναδείξει τέτοιους αγωνιστές χαρίζοντάς τους την αθανασία, αφού κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσαν άλλοι να το χαρίσουν. - Στο ποίημα αναφύονται συνειρμικά μνήμες από τη ζωή και τα βιώματα του Σινόπουλου, πρόσωπα με τα οποία συναναστράφηκε (ο χώρος της Λάρισας εκεί βρισκόταν ο ποιητής την περίοδο του Εμφυλίου όπου και εργάστηκε ως ανθυπίατρος). Ο τόπος δίνει το έναυσμα στον ποιητή να ανασύρει μνήμες. 8. Ποιητική Σκηνοθεσία Το ποίημα είναι αφηγηματικό με έντονο το δραματικό στοιχείο. Ο συνδυασμός αυτός υπηρετείται με τεχνικές που παραπέμπουν στην πεζογραφία και στο θέατρο (τόπος, χρόνος, πρόσωπα, ατμόσφαιρα). Η ποιητική σκηνοθεσία είναι η εξής: α. Χώρος: Αρχικά τοποθετούμαστε στην ακίνητη κοιλάδα, στην ευρυχωρία του θεσσαλικού κάμπου, στη συνέχεια κινούμαστε στην ασάλευτη πόλη της Λάρισας, οδηγούμαστε στο έρημο καφενείο και ξανά στους έρημους δρόμους της κούφιας Λάρισας και πέρα ως τη Μακεδονία. Δίνεται με αυτό τον τρόπο η αίσθηση μιας ερημωμένης πόλης, ενός εφιαλτικού τοπίου, ενός τοπίου σκοτεινού που μυρίζει θάνατο.
- 16. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 16 β. Χρόνος: Το ποιητικό υποκείμενο επιλέγει τη λειτουργία του μηχανισμού της αναπόλησης σε χρόνο συγκεκριμένο («μεσάνυχτα στη Λάρισα», στ. 12). Η συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ως αφετηρία για ενδοσκόπηση, προβληματισμό και ενεργοποίηση της μνήμης, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της τεχνικής πολλών νεωτερικών ποιητών. Συγκεκριμένα, δηλώνεται με δύο ρήματα που μας τοποθετούν στο εδώ και στο τώρα: «στοχάζομαι» (στ. 1), «φυσάει» (στ. 11). Ο χρόνος δηλώνεται από τη χρήση των ρημάτων σε ενεστώτα και αόριστο Ο χρόνος δηλώνεται και με τη χρήση επιρρημάτων (Ύστερα/ απόψε/ Και τότε) Δύο χρονικά επίπεδα στα οποία κινείται το ποιητικό υποκείμενο: α. τον προσωπικό χρόνο του ποιητικού υποκειμένου (ρήματα σε ενεστώτα) β. τον ιστορικό χρόνο τον οποίο εκφράζει κυρίως ο Φίλιππος (ρήματα σε αόριστο και παρατατικό). Ποιητικό υποκείμενο και Φίλιππος συμπλέκονται, καθότι «ολόκληρο το ποίημα λειτουργεί ως μια μνημονική διαφυγή του Σινόπουλου προς το πρόσωπο ενός οριστικά χαμένου φίλου του» Μέσα στους στοχασμούς του εμφανίζεται ξαφνικά, και άρα συνειρμικά, και ίσως με την πρώτη ανάγνωση του ποιήματος ασύνδετα, μια άλλη χρονική διαφυγή προς το πρόσωπο της κυρίας Πανδώρας (στ. 24, «Και τότε»). Φίλιππος και Πανδώρα, διαμετρικά αντίθετοι τύποι ανθρώπων, αντιφατικότητες όμως που συνιστούν τη ζωή. Τα γεγονότα δεν τοποθετούνται σε χρονολογική σειρά, αλλά αποτυπώνονται όπως τα ανασύρει η μνήμη («ποιητικό μοντάζ»: εξάρθρωση αφήγησης και ανασύνθεση των ποικίλων θραυσμάτων της μνήμης σε μια νέα διάταξη). Συνειρμικές μεταβάσεις, στις οποίες παρελθόν και παρόν συγχέονται και τα γεγονότα δεν παρουσιάζονται με τη διαδοχή τους μέσα στο χρόνο. 9. Αφηγηματικές Τεχνικές -Το ποιητικό υποκείμενο «μιλάει» με το «εγώ» («στοχάζομαι», «μου φώναξε», «απόμεινα μονάχος»), εμπλέκοντας όμως και το συλλογικό «εμείς» για λίγο - την προσπάθεια των φίλων του Φίλιππου να τον μεταπείσουν. Το ύφος αποκτά προσωπικό, εξομολογητικό χαρακτήρα. - Το ποιητικό υποκείμενο είναι θεατής και ερμηνευτής των γεγονότων, συμμετέχοντας σε αυτά. Δηλώνει τα συναισθήματά του και κυρίως την αφόρητη μοναξιά του («Κι
- 17. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 17 απόμεινα/ Μονάχος»), με μόνη συντροφιά τις σκέψεις και τη μνήμη, καθώς και το σφύριγμα που του υπενθυμίζει την παρουσία του μέσα στη νεκρική σιγή. - Κυρίαρχη μορφή στο ποίημα είναι ο Φίλιππος, ο οποίος όμως είναι απών. 10. Εκφραστικά Μέσα i. Εικόνες Η εικονοποιία διαμορφώνει τον ατμοσφαιρικό τόνο του ποιήματος: εικόνες οπτικές, ηχητικές. Η επιλογή της χρωματικής παλέτας δεν είναι τυχαία: σκούρα, μουντά χρώματα που παραπέμπουν στον θάνατο, λαμπερά όταν γίνεται αναφορά στην πορεία του ήρωα προσδίδουν παραστατικότητα και αναδεικνύουν τα νοήματα ii. Χρήση Μετοχών α. Μετοχές ενεργητικής φωνής (τροπικές): «κλαίγοντας», «ακούγοντας», «περπατώντας», «σφυρίζοντας», «σαλεύοντας», «μιλώντας» προσδίδουν κινητικότητα, καθώς εμπεριέχουν δράση και συναίσθημα β. Μετοχές παθητικής φωνής: «στραμμένος», «συναχωμένου», «σαρωμένη», «πεσμένα», «ερειπωμένα», «χηρευάμενη» σκιαγραφούν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα πρόσωπα ή ο τόπος Με τη χρήση των ενεργητικών μετοχών, τα πρόσωπα κινούνται στον χώρο, αντιδρούν, εκφράζονται, ενώ με τη χρήση των παθητικών μετοχών δίνεται η εντύπωση ότι τα πράγματα είναι στατικά και δεδομένα. iii. Επανάληψη της φράσης «Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος» Ρόλος και λειτουργία της επανάληψης της φράσης: α) Αναδεικνύεται σε λάιτ μοτίφ (leitmotiv) δίνοντας τη δυνατότητα στο ποιητικό υποκείμενο να τονίσει τη συγκίνησή του και ταυτόχρονα να υπογραμμίσει το κενό που άφησε η απώλεια του Φίλιππου (συγκινησιακή φόρτιση), β) Η επανάληψη της φράσης προσδίδει ένταση και δραματικότητα στο ποίημα, εξαιτίας του φόβου του ποιητικού υποκειμένου μήπως ο φίλος του ξεχαστεί γ) Ο σκοπός του ποιητικού υποκειμένου είναι να αναδείξει το νόημα της θυσίας του Φίλιππου δ) Είναι ένα σχήμα λόγου το οποίο εξυπηρετεί τον ποιητή να μεταπηδά με άνεση από μια θεματική ενότητα σε άλλη, ολοκληρώνοντάς την.
- 18. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 18 iv. Οξύμωρο Η εμφάνιση, του Φίλιππου στο στ. 1 λειτουργεί ως οξύμωρο, εφόσον η μορφή του οριοθετείται με την απουσία του. v. Αντιθέσεις α. Ακινησία ≠ κίνηση Ακίνητη κοιλάδα, πολιτεία ασάλευτη ≠ ο Φίλιππος προχωρεί στα λαμπερά βουνά (επανάληψη δύο φορές της φράσης «λαμπερά βουνά»: παραπέμπουν στην ελευθερία και ανεξαρτησία – τονίζεται η πορεία του προς τα πάνω, έστω και μοναχική, υποβάλλεται η έννοια του υψηλού, είναι ο μόνος τόπος που πραγματοποιούνται τα υψηλά οράματα) β. Φως ≠ σκοτάδι Το φως που εκπέμπει ο Φίλιππος ≠ το σκοτάδι του τόπου και των υπολοίπων γ. Αξίες ≠ υλισμός Οι ηθικές αξίες, η ανιδιοτέλεια του Φίλιππου, η διεκδίκηση ενός δίκαιου κόσμου για όλους ≠ ο υλισμός, η ηθική κατάπτωση, η παραίτηση και ο συμβιβασμός των άλλων δ. Φίλιππος: πνεύμα – όραμα ≠ κυρία Πανδώρα: σώμα – ερωτισμός Η Πανδώρα είναι ο αντίποδας του Φίλιππου, εκπροσωπεί τον ερωτισμό, βρίσκεται σε αντίθεση με τους οραματισμούς και το ρωμαλέο πνεύμα του Φίλιππου. Τα δύο αυτά πρόσωπα, ο Φίλιππος και η Πανδώρα, καθώς κρατούν τις άκρες του ποιήματος, την αρχή και το τέλος, δεν είναι μόνο διαφορετικά κατά το φύλο, θα φανεί ότι λειτουργούν και αντιθετικά στην όλη τους στάση και κοσμοθεωρία: Ο Φίλιππος είναι το κυρίαρχο πρόσωπο που η παρουσία του απλώνεται στους 21 πρώτους στίχους του ποιήματος, άνθρωπος με τα πεισματικά οράματα ο οποίος πήρε μοναχικός το δρόμο του, να σηκώσει ασυμβίβαστος αυτά που οραματιζόταν Η Πανδώρα εισβάλλει ξαφνικά στον ποιητικό μύθο μόνο στους πέντε τελευταίους στίχους. Αυτή μιλούσε μόνο περί σώματος. ε. Ο κόσμος των νεκρών ≠ ο κόσμος των ζωντανών Οι ζωντανοί είναι ένοικοι μιας «ασάλευτης πολιτείας», σκοτεινής, ενώ οι νεκροί επιλέγουν τα «λαμπερά βουνά». Από τη μια, στον κόσμο των ζωντανών επικρατεί ακινησία και απουσία φωτός (ίσως εξαιτίας του εφησυχασμού και του συμβιβασμού που επιδεικνύουν), από την άλλη, ο κόσμος των νεκρών διακρίνεται από λάμψη και ανοδική πορεία (ιδεατός κόσμος). Για λίγο συνυπάρχουν και μοιράζονται τον κόσμο των ζωντανών ο Φίλιππος και οι φίλοι του, μέχρι τη στιγμή που ο Φίλιππος αποφασίζει να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, να υπακούσει στο αίμα του.
- 19. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 19 i. Μεταφορές «μαύρισε το μυαλό» «ένα μακρύ ποτάμι το αίμα» «σκοτεινές μέρες» «ερειπωμένα πρόσωπα» «το αίμα του ακούγοντας» i. Συνειρμός (στ. 24-29) Συνειρμική μεταπήδηση από τη συγκεκριμένη εικόνα σε κάποια άλλη φαινομενικά άσχετη. Ο ποιητής απλώνει τη ματιά του ως επάνω (βαθιά) στη Μακεδονία, όπου κάτω από το χειμωνιάτικο φεγγάρι, σαλεύει ημίκλειστη μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη κυρία Πανδώρα. Η πρώτη εικόνα («σαλεύοντας ημίκλειστη») και οι φράσεις «περί σώματος», «η χηρευάμενη», υποδηλώνουν πως η κυρία Πανδώρα ενδιαφέρεται μόνο για το σώμα της και υποκρύπτουν κάποια ειρωνική διάθεση. Η κυρία Πανδώρα αποτελεί την άλλη όψη της ζωής, είναι πρόσωπο που βρίσκεται σε αντίθεση με τους οραματισμούς και τα ιδανικά του Φίλιππου. 11. Μορφή Ποιήματος ΜΟΝΤΕΡΝΟ – ΝΕΩΤΕΡΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ «Η εσωτερική ταραχή που αισθάνεται το ποιητικό υποκείμενο υποδηλώνεται και με τη μορφή του ποιήματος»: Ελεύθερος στίχος Έλλειψη μέτρου Έλλειψη ομοιοκαταληξίας Πεζός λόγος Κυριαρχία της εικόνας Ελλειπτικές προτάσεις Ελλειπτική στίξη Άλογη αλληλουχία νοημάτων Σκοτεινότητα (χαρακτηριστικά που ορίζουν τη νεότερη ποίηση) Συστατικά που οδήγησαν στη ρήξη με την παραδοσιακή μορφή και φανερώνουν την απογοήτευση, τα ρημαγμένα οράματα, τη δικαίωση του αγώνα που δεν ήρθε, το αίμα που σπαταλήθηκε, τη μοναξιά (όλα αυτά δεν μπορούν να χωρέσουν μέσα σε ισοσύλλαβους στίχους, ομοιοκαταληξίες και φόρμες, γιατί η «παραφωνία» της εποχής αναζητά νέους ποιητικούς τρόπους) -Προσδίδουν θεατρικότητα και δραματικότητα -Δίνουν ένταση και χρωματίζουν με μελανά χρώματα τη συναισθηματική κατάσταση που επικρατεί στη μεταπολεμική Ελλάδα
- 20. ΚΝΛ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΝΑ Page 20 12. Πηγές - Μήδεια Αναστασίου: https://www.filologou-harin.com/about-us - Εκπαιδευτικό υλικό λειτουργών Υ.Π - Διαδίκτυο
Ο Φίλιππος αναφέρεται και σ’ άλλα ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου, όπως τα ακόλουθα:
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ: Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Δε βάσταξα έστριψα κι αντίκρισα κάποιον Λουκά
νεκρό σαράντα χρόνια τώρα με μια τρομερή
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Ημ/νία δημοσίευσης: 18 Ιουλίου 2007
22 Οκτωβρίου 2011
Μεταπολεμική ποίηση: Τάκης Σινόπουλος
Στην τάξη επεξεργαστήκαμε τα ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου «Φίλιππος» και «Ο καιόμενος». Εδώ σας παραπέμπω σε δύο κείμενα που αφορούν τον ποιητή και το έργο του.
1. Λὶγα βιογραφικά στοιχεία για τον ποιητή Τάκη Σινόπουλο, έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της κοινωνικής-αντιστασιακής ποίησής μας:
Τάκης Σινόπουλος (1917-1981)
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ. ekebi.gr)
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ή ο Εμφύλιος ως καθολική ήττα
ΦΙΛΙΠΠΟΣ
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Ο ποιητικός χώρος :ξεκινά πρώτα απ’ την ευρυχωρία του θεσσαλικού κάμπου («ακίνητη κοιλάδα», 2), περιορίζεται μετά στην ασάλευτη πόλη της Λάρισας, στη συνέχεια συστέλλεται στον κλειστό χώρο έρημου καφενείου και, τέλος, αολώνεται λίγο περισσότερο στους νυχτωμένους δρόμους της κούφιας Λάρισας (24). Οιεπίμονες σημάνσεις του χώρου, που αθροιστικά παραπέμπουν στην έννοια της στατικότητας, της φθοράς, της ακινησίας και της απουσίας ζωής σκηνογραφούν με απόλυτη πληρότητα το προσφιλές πλαίσιο δράσης της ποίησης του Σινόπουλου: τοπίο σκότους και ερημιάς, απ’ όπου πέρασε ισοπεδωτικά και διαβρωτικά ο πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος, δηλ. ο θάνατος Ο ποιητικός χρόνος : είναι επίσης με σαφήνεια προσδιορισμένος («Μεσάνυχτα στη Λάρισα», 12).Ο χρόνος, όμως αυτός ανήκει στον ποιητή – αφηγητή.Είναι ο χρόνος των στοχασμών του, το αφηγηματικό του «τώρα». Ωστόσο, τον ιστορικό χρόνο στον οποίο υπόκειται το ποίημα εκφράζει κυρίως ο Φίλιππος, φίλος του ποιητή που εκτελέστηκε απ’ τους Γερμανούς το 1942. Επομένως, μέσα στο ποίημα διαπλέκονται δύο χρονικές βαθμίδες:ο προσωπικός χρόνος του ποιητή και ο χρόνος του Φίλιππου, προς τον οποίο διαφεύγουμε χάρη στην δραστηριοποίηση της μνήμης του ποιητή.Μια άλλη χρονική διαφυγή του ποιητή, που λειτουργεί μ’ έναν τρόπο ξαφνικού συνειρμού, είναι εκείνη προς το πρόσωπο της Πανδώρας και του χτικιάρη άντρα της. «Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος» : Το ποίημα ξεκινά μ’ ένα στίχο δραματικής απολυτότητας. Αυτός ο στίχος είναι ένα επαναλαμβανόμενο φραστικό μοτίβο, με το οποίο ο ποιητής – αφηγητής μιλά για το τετελεσμένο, την αμετάκλητη απουσία. Η αρνητική αυτή λεκτική φόρμα με την αυστηρή εμφαντική επανάληψη έχει στόχο την απελευθέρωση του συνειρμού, με αποτέλεσμα να ανακληθούν από τη μνήμη του αφηγητή έντονες εικόνες από τη φρίκη του πολέμου. Υπ’ αυτή την έννοια ο στίχος κωδικοποιεί την άρνηση της ζωής και η επανάληψή του δραματοποιεί το ποίημα και προκαλεί το εσωτερικό κενό του ποιητή. Αν, παράλληλα, η αρνητική αυτή λεκτική φόρμα νοηθεί σαν μια ευχετική πρόταση που αναιρείται (θα ήθελα να ερχόταν, αλλά δεν θα ξανάρθει), δικαιολογεί ακόμη περισσότερο τη διάχυτη αίσθηση θλίψης στο ποίημα. Η ανάβαση του Φιλίππου στα «λαμπερά βουνά : συνιστά ένα από τα εντονότερα χαρακτηριστικά του ποιητικού του προσώπου. Κατ’ αρχάς η πράξη του αυτή αντιδιαστέλλεταιπλήρως στην ακινησία του εφιαλτικού και σκοτεινού τοπίου όπου τοποθετείταιη ποιητική δράση. Εραστής του φωτός και ένθερμος οραματιστής του ιδανικού, ο Φίλιππος αρνήθηκε την ευτέλεια του εαυτού του, το ξέφτισμα και το θρυμμάτισμα της γνησιότητάς του. Δεν επέτρεπε στον εαυτό του σε καιρούς κρίσιμους, τον εφησυχασμό, την πονηρή ουδετερότητα, το βολικό άλλοθι. Έτσι, η παρουσία του μέσα στο ποίημα καθίσταται συμβολική, καθώς ενσαρκώνει το όραμα της ελευθερίας, της φυγής από τη ζοφερή πραγματικότητα Η θλίψη του ποιητή : δεν πηγάζει μόνο απ’ το χαμό του Φίλιππου. Κύρια αιτία της αποκαλύπτεται σταδιακά πως είναι η αφόρητη μοναξιά του, που αναπαριστάνεται δραστικότερα στους στ. 22-24. Έχοντας προετοιμάσει τον αναγνώστη από νωρίς, ο αφηγητής επιφυλάσσει για το εαυτό του τη θέση του ιδεολογικά και υπαρξιακά μετέωρου προσώπου: ενέταξε τον εαυτό του στο «εμείς» των στ. 3 και 5, για να αυτοπαρουσιαστεί λίγο αργότερα (στ. 6) ως ο αποκλειστικός δέκτης της ύστατης προσπάθειας του Φίλιππου για επικοινωνία «Πού είναι το αληθινό σας πρόσωπο; Μου φώναξε». Έτσι, ο αφηγητής που ανήκει στην αλλοτριωμένη κοινωνία, αλλά και διακρίνεταιαπό αυτήν γιατί συγκλίνει περισσότερο προς το ιδεολογικό όραμα του Φιλίππου, μοιάζει πραγματικά να αιωρείται στο «μεταίχμιο». Απομένει μόνος στο στίχο 22, με προφανή την β αδυναμία – ενδεχομένως και την απροθυμία του – να παραστεί δραστικά στον κοινωνικό χώρο. Αυτή η ολοκληρωτική μοναξιά και η συναισθηματική ερημιά που ακολουθεί μια απώλεια συνιστά και την πηγή της θλίψης του Ο Φίλιππος : είναι ο άνθρωπος που δεν θέλησε να ιδιωτεύσει στα μικρά και ασήμαντα της ζωής, στα άνομα κέρδη («λάφυρα») και στις φτηνές ιδιωτικές απολαύσεις («σειρήνες»). Συλλαμβάνοντας με τους ευαίσθητους δέκτες του την ευτέλεια των «επιχειρημάτων» και των σκοπιμοτήτων της εποχής του, αντιδρά στην αναλγησία των πολλών με μια πράξη επαναστατική μεμονωμένη. Διατηρώντας την ευαισθησία και την πίστη του, αναζητά έναν άλλο δρόμο συνάντησης με τον άλλο άνθρωπο, με το όραμα της μεγάλης απέραντης πατρίδας. Η πίστη του αυτή είναι που τροφοδοτεί την οργή και την πίκρα των στ. 5-6. Ο Φίλιππος καταγγέλλει την αλλοτρίωση όλων εκείνων που επέλεξαν το δρόμο του συμβιβασμού, την ασφάλεια της ουδετερότητας, την ικανοποίηση μέσα στα ιδιωτικά αγαθά τους. Οι εικόνες του εφιαλτικού ιστορικού χρόνου του ποιήματος στους στ. 8-10 είναι εξπρεσσιονιστικής έμπνευσης και «τεχνικής». Φτιαγμένη από καράβια η θάλασσα και η στεριά χρωματισμένη με μαύρο και κόκκινο, ο θάνατος και το αίμα. Θα ακολουθήσουν οι «σκοτεινές μέρες» της πολιτείας που χάνεται μέσα σε φωτιές και πυροβολισμούς, με πυρακτωμένα δέντρα να πέφτουν πάνω στις στέγες της. «Η χηρευάμενη κυρία Πανδώρα και ο χτικιάρης σύζυγός της» εισβάλλουν στο ποίημα απρόσμενα, εκεί ακριβώς που αναμενόταν η λήξη της αφήγησης.Η είσοδός του συνιστά μια «ανταρσία» - μόνιμο άλλωστε ζητούμενο της σινοπουλικής ποίησης -, μπορεί, ωστόσο, να αποδοθεί στην απειθάρχητη συνειρμική λειτουργία της μνήμης.Κατά τηδιάρκεια του μοναχικού περιπάτου του αφηγητή αναμοχλεύονται αναμνήσεις και ανασύρονται πρόσωπα με πιθανή συνάφεια στο χώρο και στο χρόνο της προηγούμενης χρονικής αναδρομής των στ. 8-10. Η κυρία Πανδώρα, που η ειρωνική χροιά του τίτλου της (κυρία, χηρευάμενη) συμπληρώνεται και ενισχύεται με τη λόγια διατύπωση (μιλώντας περί σώματος), προσλαμβάνει γνωρίσματα καρικατούρας. Μαζί με τον αντιηρωικά θανόντα σύζυγό της συμπυκνώνουν συμβολικά τα γνωρίσματα μιας νέας, μετεμφυλιακής πραγματικότητας σε βάρος οποιασδήποτε ιδεολογικής αντίστασης και ταυτόχρονα αποδυναμώνουν το νόημα κάθε προγενέστερης θυσίας. Στοιχειώνοντας το τέλος του κειμενικού χώρου τον καθιστούν τελείως αφιλόξενο για τον Φίλιππο, που «δεν θα ξανάρθει» |
Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012
"Φίλιππος" του Τάκη Σινόπουλου
Το ποιητικό έργο του Σινόπουλου μπορεί να διακριθεί σε δύο ουσιαστικά περιόδους, όχι τόσο με βάση τα θέματα του, τα οποία είναι ομοειδή, αν και με διαφορετικά προσωπεία σε όλη τη διαδρομή της ποίησής του, όσο από την άποψη της καθαυτό ποιητικής του τέχνης, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο διαπλάθει μορφικά το βίωμά του. Η πρώτη περίοδος (υπαρξιακή ποίηση) του έργου του καλύπτει το διάστημα 1940 – 1965.Η δεύτερη (κοινωνική ποίηση) από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 ως το θάνατό του. Στην πρώτη περίοδο ανακυκλώνονται οι εμπειρίες και οι μνήμες από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, αλλά με έναν τρόπο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ποιητής ενδιαφέρεται για τη δημιουργία ενός ποιητικού (μυθικού σύμπαντος ) , ακολουθώντας μάλιστα εδώ τη γραμμή άλλων ποιητών που θεωρούνται δάσκαλοί του, όπως ο Σεφέρης, ο ΄Ελιοτ και ο Πάουντ.
Πρόκειται για μια ποίηση περιγραφική στο βαθμό που ευαγγελίζεται πράγματα, πρόσωπα, ιδέες, με έντονο στοχαστικό βάρος . Και επιπλέον, επιμένει ιδιαίτερα στην υπόδειξη και υπόμνηση καταστάσεων που αποτελούν βασικές συνιστώσες της ανθρώπινης παρουσίας στο σύγχρονο κόσμο . Τέτοιες καταστάσεις είναι η φθορά , ως έννοια και αίσθηση και η συναισθηματική απονέκρωση. Εσωτερικευμένες οι συνθήκες αυτές , που είναι αλληλένδετες τόσο με την προσωπική δοκιμασία του ποιητή μέσα στον κόσμο όσο και με την αντίληψη που έχει, γενικά, για το νόημα της ιστορίας σε σχέση με το άτομο, μετατρέπονται σε«κανόνες» που ισχύουν διαχρονικά και για τους πάντες.
Μέσα στο ποιητικό σύμπαν του Σινόπουλου εμφανίζονται άτομα που έζησαν κάποτε και τώρα ζουν μέσα από τη μνήμη του ποιητή. Όμως, η παρουσία τους είναι περισσότερο συμβολική ή αλληγορική μιας γενικής τάσης που έχει ο Σινόπουλος να στοχάζεται για γενικά θέματα. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το αδιέξοδο της προσωπικής του ζωής, γιατί όλος ο πολιτισμός και, ακόμη πιο πέρα, η ίδια η λογική της ιστορίας δείχνουν αδυναμία να ξεχωρίζουν το ουσιώδες ανάμεσα σε μια σειρά γεγονότων ασύνδετων μεταξύ τους και, συνεπώς, παράλογων. Η εμμονή του στο χαρακτηριστικό τίτλο «Μεταίχμιο» φανερώνει την πορεία του ποιητή και γενικότερα της μεταπολεμικής ποίησης και της νεότερης ιστορίας μας, μέσα από μεταιχμιακές καταστάσεις τραγικές, που άγγιξαν τα ακραία όρια της ύπαρξης του ποιητή και του τόπου μας.
Η μνήμη έχει για το Σινόπουλο την ίδια σημασία που έχει για τον Όμηρο η μνημοσύνη. Η απώλεια της μνημοσύνης εκεί είναι συμφορά. Ο Οδυσσέας δε θρηνεί για τη μεταμόρφωση των συντρόφων του από την Κίρκη, αλλά για την απώλεια της μνημοσύνης. Γι΄ αυτό και το «στοχάζομαι» του α΄ στίχου προκαλεί τη μνήμη και εκείνη τρέχει στο παρελθόν, όπου είναι συσσωρευμένες εμπειρίες και βιώματα οδυνηρά. Για το Σινόπουλο, το έχει πει και ο ίδιος, δεν υπάρχει παρόν, παρά μόνο παρελθόν και μέλλον. Το παρόν γίνεται πολύ γρήγορα παρελθόν.
Ο Τάκης Σινόπουλος είναι βαθιά πολιτικοποιημένος ποιητής, που αρνήθηκε όμως ως το τέλος της ζωής του την κομματική ένταξη. Είχε συνείδηση ότι δεν είναι απλώς κάτοικος αυτής της χώρας αλλά ενεργός πολίτης, που έχει ξεπεράσει με τη θέλησή του το «εγώ»,για να πλησιάσει το «εμείς». Η ποίησή του είναι κατάθεση, μαρτυρία ενός επιζώντος για την εποχή του. Θρηνώ κι υπάρχω μάρτυρας…Εγώ μονάχος ο επιζών, ο μάρτυρας, εγώ τη νύχτα τούτη μαρτυρώ που κατεβαίνει (Επιζών)
2. Γραμματολογικά σχόλια
Το ποίημα «Φίλιππος» περιλαμβάνεται στην συλλογή του Τάκη Σινόπουλου «Μεταίχμιο Β΄»που κυκλοφόρησε στα 1957 από τις εκδόσεις Δίφρος. Τα δεκαεπτά ποιήματα της συλλογής, που γράφτηκαν ανάμεσα στα 1949 και 1955, προεκτείνουν την εφιαλτική ατμόσφαιρα του «Μεταίχμιου». Αρκετά ποιήματα αυτής της συλλογής γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, όταν ο ποιητής υπηρετούσε ως στρατιωτικός γιατρός σε φλεγόμενες πολεμικές ζώνες πρώτης γραμμής, όπως εκείνες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Τα ποιήματα του «Μεταίχμιου Β΄» εκφράζουν, λοιπόν, βιώματα και εμπειρίες του εμφύλιου πολέμου και της ατμόσφαιρας που επακολούθησε μετά το τέλος του. Πρόκειται για μια ποίηση δηλαδή από μια πλευρά πολιτική , αφού οι πολιτικές περιπέτειες της χώρας ενέπνευσαν τον ποιητή, αλλά όχι απλή χρονογραφία και χωρίς καθορισμένη στράτευση. Έτσι ο «Φίλιππος» έχει ιστορική αφετηρία, αλλά μεταπλάθεται σε καθολικότερο επίπεδο, αφού μέσα από το ποίημα μεταφέρεται η εφιαλτική ατμόσφαιρα μιας εποχής. Το γεγονός στο Σινόπουλο λειτουργεί δραματικά κι όχι ιστορικά.
Το ποίημα είναι αφηγηματικό με έντονο το δραματικό στοιχείο, που υπηρετείται με τη χρησιμοποίηση της τεχνικής του θεάτρου. Υποβάλλεται μια ειδική ατμόσφαιρα, που μόνο με θεατρικά στοιχεία αναδεικνύεται. Ο θεατρικός ποιητικός λόγος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, χωρίς να αποτελεί εμφανή και πρωταρχική επιλογή, τρέφει υπογείως το έργο της. Γενικά, η ποίηση του Σινόπουλου είναι αφηγηματική . Ο ίδιος χαρακτήρισε τον εαυτό του «αφηγηματικό ποιητή».
Ο Κίμων Φράιερ γράφει για τα ποιήματα της συλλογής: Πρόσωπα και χώρος μεταβάλλονται σε βίαια και διαφανή σύμβολα και, για πρώτη φορά, στην ποίησή του ο Σινόπουλος κοιτάζει τον πόλεμο με σαφή πολιτική αντίληψη. Το κάψιμο, η φωτιά, η πυρκαγιά είναι από τις κύριες εικόνες αυτού του βιβλίου. Το τοπίο του Σινόπουλου είναι τώρα πιο απογυμνωμένο, πιο φαγωμένο, σημαδεμένο από τον πόλεμο και την καταστροφή. Έχει γίνει τώρα ένας τόπος του φόβου, του τρόμου, του εφιάλτη, του συρματοπλέγματος, των πολυβόλων, των πασσάλων, των προβολέων, των καρφιών, των λάκκων, των ξερονήσων…».
Ο τόνος όλων αυτών των ποιημάτων είναι πυρετικός, ασθματικός . Στη φριχτή ερημιά του τοπίου, ανάμεσα στους βασανισμένους ανθρώπους, περιφέρεται ο ποιητής. Δεν ξέρει ποιος είναι ανάμεσα σε εικονολάτρες και εικονοκλάστες. Παθαίνει κρίση ταυτότητας. «Πριν από λίγο περπατούσα. Και δεν ήξερα. Ποιος είμαι εγώ να ξέρω; Χύμηξαν, με χτύπησαν» (Ιάκωβος). Οι στίχοι αυτοί δίνουν και το στίγμα των ποιητών της μεταπολεμικής περιόδου, που αγωνίζονται με την οργή τους και την περηφάνια τους, για να κρατήσουν και να κρατηθούν, να αποκτήσουν την ταυτότητά τους, θρυμματισμένοι ανάμεσα στις μυλόπετρες της νεότερης οδυνηρής ιστορίας.
Αυτή είναι και η ατμόσφαιρα του ποιήματος «Φίλιππος», πρόσωπο που το συναντάμε γενικότερα στην ποίηση του Σινόπουλου. Ο «Φίλιππος» είναι ο αγαπημένος σύντροφος της Σινοπουλικής Οδύσσειας. Μ΄ αυτό το νεκρό φίλο δεν ξόφλησε ποτέ ο ποιητής, παρά τα συνεχή μνημόσυνά του. Τον μνημονεύει από την πρώτη κιόλας συλλογή «Μεταίχμιο» αφιερώνοντάς του το ποίημα «Εκείνος ο Φίλιππος». Τον επισκέφτηκε τότε «μ΄ εκείνη την τρύπα στο λαιμό που τον έκανε / να μοιάζει με λείψανο». Δεν είχε «μήτε σάρκα μήτε οστά». Πέρασε μετά στο«Μεταίχμιο Β΄», στα «Άσματα», στο «Νεκρόδειπνο» και στο «Χρονικό».
3. Ποιητική σκηνοθεσία (ο τόπος και ο χρόνος)
Ο ποιητικός χώρος ξεκινάει πρώτα από την ευρυχωρία του Θεσσαλικού κάμπου («Ακίνητη κοιλάδα, στ. 2), περιορίζεται μετά στην ασάλευτη πόλη της Λάρισας, συστέλλεται ακολούθως στον κλειστό χώρο ενός έρημου καφενείου και, τέλος, ξαναβρίσκει μια τελική διαστολή στους νυχτωμένους δρόμους της κούφιας Λάρισας (στ. 24).Σ΄ αυτούς τους απολύτως προσδιορισμένους χώρους κινείται η παρουσία του ποιητή – αφηγητή. Πρώτα είναι απολύτως στατικός στον κλειστό χώρο του έρημου καφενείου, μετά είναι κινητικός, καθώς περπατά μονάχος και σφυρίζει στους έρημους δρόμους της νυχτωμένης κούφιας Λάρισας.
Βέβαια, το κύριο χαρακτηριστικό του χώρου της ποιητικής δράσης είναι το ακίνητο και νεκρωμένο τοπίο του θανάτου – χαρακτηριστικό της τεχνικής του Σινόπουλου – που αισθητοποιείται με τα επίθετα: ακίνητη (στ. 2) , έρημο (στ. 12), ασάλευτη (στ. 15) , κούφια (στ. 24). Πρόκειται για επίθετα που έχουν την ακινησία ως κοινή σημασιολογική κατηγορία, αποδίδοντας επαρκώς την έννοια του θανάτου. Ο χώρος είναι εφιαλτικός. Το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή. Είναι τοπίο θανάτου, που αποδίδει βιωματικές καταστάσεις του ποιητή από τα χρόνια του εμφύλιου στη Λάρισα, της «έρημης» χώρας που έγινε θέατρο και μάρτυρας του μακελειού των αδελφοφάδων.
Ο ποιητικός χρόνος , δηλαδή ο χρόνος της ποιητικής «δράσης», είναι επίσης με σαφήνεια προσδιορισμένος («Μεσάνυχτα στη Λάρισα το έρημο καφενείο», στ. 12). Ο χρόνος, όμως, αυτός ανήκει στον ποιητή –αφηγητή. Είναι ο χρόνος των στοχασμών του. Είναι το αφηγηματικό «τώρα» του ποιητή. Είναι ο χρόνος μέσα στον οποίο στοχάζεται και σκέφτεται το Φίλιππο. Αυτός ο χρόνος του ποιητή δεν έχει σχέση με τον ιστορικό χρόνο στον οποίον υπόκειται το ποίημα. Τον ιστορικό χρόνο τον εκφράζει κυρίως ο Φίλιππος. Ο ποιητής, μέσα απ΄ το δικό του χρόνο, διαρκώς στοχαζόμενος, πραγματώνει μια διαφυγή, μια αναδρομή σ΄ έναν προγενέστερο χρόνο, τον καιρό που ζούσε ακόμη ο φίλος του ο Φίλιππος. Τώρα, όμως, ο Φίλιππος είναι νεκρός, γι΄ αυτό και «δε θα ξανάρθει σε τούτη την ακίνητη κοιλάδα» (στ. 1 και2).Επομένως, μέσα στο ποίημα διαπλέκονται δύο κύριες χρονικές βαθμίδες: ο προσωπικός χρόνος του ποιητή , το δικό του «τώρα», το κλειστό και συναισθηματικά βουλιαγμένο μέσα στο έρημο καφενείο της Λάρισας και ο χρόνος του Φίλιππου, που μας είναι γνωστό ότι εκτελέστηκε το 1944. Ολόκληρο, λοιπόν, το ποίημα λειτουργεί ως μια μνημονική διαφυγή του Σινόπουλου προς το πρόσωπο ενός οριστικά χαμένου φίλου του.
Ένα θλιβερό «τώρα» διαπλέκεται μ΄ ένα όχι και τόσο μακρινό «τότε». Κι όλα αυτά μέσα στο κλειστό κύκλωμα των προσωπικών αναμνήσεων – στοχασμών του ποιητή. Ο ποιητής μέσα στη νυχτερινή του μοναξιά αναμηρυκάζει παλιές μνήμες και τις συνδέει μ΄ αυτό που ζει τώρα. Μια άλλη χρονική διαφυγή του ποιητή, που λειτουργεί μ΄ έναν τρόπο αλματικού – ξαφνικού συνειρμού, είναι εκείνη προς το πρόσωπο της Πανδώρας και του χτικιάρη άνδρα της. Αυτό το ξαφνικό πέρασμα της Πανδώρας στη μνήμη του ποιητή υποδηλώνει και μια σκέψη που λειτουργεί συγκεχυμένα, άτακτα και ρευστά. Τα ρήματα είναι σχεδόν όλα σε τρίτο πρόσωπο, γιατί στο πρόσωπο αυτό ο χρόνος γίνεται άχρονος. Στο πρώτο δεσπόζει το πρόσωπο και ο χρόνος είναι πεπερασμένος. Το τρίτο πρόσωπο εξάλλου είναι και το πρόσωπο της αφήγησης, του αφηγητή παντογνώστη.
4. Τα πρόσωπα
Τα δύο ονομαστικά αναφερόμενα πρόσωπα του ποιητικού μύθου είναι ο Φίλιππος, με το οποίο ανοίγει το ποίημα (στ. 1) και το δεύτερο είναι η Πανδώρα, με το οποίο και κλείνει το ποίημα. Η εμφάνιση, βέβαια, του Φίλιππου στο στ. 1 λειτουργεί ως οξύμωρο , εφόσον η μορφή του οριοθετείται με την απουσία της. Τα δύο αυτά πρόσωπα, καθώς κρατούν τις άκρες του ποιήματος, την αρχή και το τέλος, δεν είναι μόνο διαφορετικά κατά το φύλο, αλλά λειτουργούν και αντιθετικά στην όλη τους στάση και κοσμοθεωρία: το ένα είναι η άρση ή καλύτερα η αντίθεση προς το άλλο . Υπάρχει όμως μια ουσιαστική διαφορά: ο Φίλιππος είναι το κυρίαρχο πρόσωπο που η παρουσία του απλώνεται στους 21 πρώτους στίχους του ποιήματος, ενώ η Πανδώρα εισβάλλει ξαφνικά στον ποιητικό μύθο μόνο στους πέντε τελευταίους στίχους. Ανάμεσα στα δύο αυτά πρόσωπα κινείται ο ποιητής – αφηγητής και «κυλάει» το αφηγημένο υλικό, χτίζεται δηλαδή και αρθρώνεται η ποιητική αφήγηση ως ένας εσωτερικός κυρίως στοχασμός και ως ανάκληση εικόνων από σκόρπιες μνήμες του ίδιου του ποιητή.
Ο Φίλιππος, σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του ποιητή, ταυτίζεται με το φίλο του Φώτο Πασχαλινό, που εκτελέστηκε το 1944 στην Πάτρα για τη δράση του στην Αντίσταση. Η περίπτωσή του αποτέλεσε για τον ποιητή μια τραυματική εμπειρία, που τη σέρνει μέσα του. Έτσι, εξηγείται και η μετατόπιση από την περίοδο της Κατοχής στην εφιαλτική εποχή του εμφύλιου πολέμου. Μέσα σ΄ αυτές τις δύσκολες στιγμές, ο ποιητής κουβαλάει το παρελθόν του, τους σκοτωμένους, χαμένους φίλους του. Πέρα όμως από κάθε ιστορική ταύτιση, τα πρόσωπα και τα γεγονότα λειτουργούν στο Σινόπουλο σ΄ ένα επίπεδο καθολικότερο. Ό, τι εδώ μας απασχολεί είναι η εφιαλτική ατμόσφαιρα της εποχής αυτής που ανάγκασε τον ποιητή να βλέπει πως η ιστορία τσακίζει αμείλικτα με τις μυλόπετρές της και απιθώνει μπρος στα πόδια του συντρίμμια, ιδέες, ανθρώπους, ακλόνητες πεποιθήσεις ή αναγκαιότητες. Τα «λάφυρα» και οι «σειρήνες» παραπέμπουν στην Οδύσσεια και στους συντρόφους του Οδυσσέα. Ο Φίλιππος όμως δεν ονειρεύεται νόστους, επιστροφές σε εξωραϊσμένες από νοσταλγία καταστάσεις.
Υπάρχει, ωστόσο, και η σκιώδη«παρουσία» δύο ακόμη προσώπων: του θλιβερού γκαρσονιού στο έρημο καφενείο της Λάρισας, που υποδηλώνει εμμέσως το πόσο άδειος είναι ο ποιητής και του χτικιάρη άντρα της Πανδώρας, που απλώς υπηρετούν τις σκηνοθετικές ανάγκες του ποιητικού τοπίου. Τέλος, «πρόσωπο» του ποιητικού μύθου αποτελεί και το «εμείς», το πλήθος, μια ανθρώπινη κοινότητα, που μας δίνεται άμεσα από το στίχο «πολλά του τάξαμε από…».
5. Ο ποιητικός μύθος
Μεσάνυχτα στη Λάρισα. Ίσως αρχές της δεκαετίας του ΄50. Σ΄ ένα έρημο καφενείο και ο φακός εστιάζει σ’ ένα θλιβερό συναχωμένο γκαρσόνι. Εκεί βρίσκεται ο ποιητής, βουλιάζοντας στην απέραντη μοναξιά του. Μνήμες κλωθογυρίζουν στο μυαλό του. Μια έμμονη σκέψη που τον καθηλώνει: «Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος».Η φράση αυτή αποτελεί επιβεβαίωση θανάτου. Ο θάνατος και η μνήμη των αφανών στοιχειώνουν την ποίηση του Σινόπουλου. Κάθε ποίημά του είναι ένα «συναξάρι νεκρών» που συνδαυλίζουν την αρχική φωτιά. Ο Φίλιππος, νεκρός πια, επίμονο αγκάθι στη σκέψη του ποιητή.
Ποιος ήταν ο Φίλιππος; Ο άνθρωπος με τα πεισματικά οράματα. «Ανέβηκε τα λαμπερά βουνά», πήρε δηλαδή μοναχικός το δρόμο του, να σηκώσει ασυμβίβαστος αυτά που οραματιζόταν. Ύστερα ο ποιητής φεύγει από το έρημο καφενείο. Περπατάει στην κούφια Λάρισα. Σιγοσφυρίζει στους έρημους δρόμους. Τι είναι αυτό το σφύριγμα; Η αντήχηση της μοναξιάς μέσα στην κούφια, την άδεια, την κενή, τη βουλιαγμένη πόλη; Μήπως είναι μικρό ελεγείο στον οριστικά χαμένο φίλο; Και ξαφνικά , περπατώντας στην έρημη πόλη, ο νους του ποιητή«γλιστράει» προς τη μνήμη της Πανδώρας. Αυτή μιλούσε μόνο «περί σώματος».
I. Ο δραματικά επαναλαμβανόμενος στίχος.
Το ποίημα ξεκινά με ένα στίχο δραματικής απολυτότητας . Αυτός ο στίχος (αρνητικός τύπος οριστικής μέλλοντα – οριστική και αμετάκλητη απουσία) είναι ένα επαναλαμβανόμενο φραστικό μοτίβο , («λάιτ μοτίφ») με το οποίο ο Σινόπουλος μοιάζει να «πυροβολεί» τους αναγνώστες, μιλώντας για το τετελεσμένο. Η αρνητική αυτή λεκτική φόρμα με την αυστηρή εμφαντική επανάληψη έχει στόχο την αδρανοποίηση της λογικής και την ελευθερία του συνειρμού, με αποτέλεσμα να ανακληθούν από τη μνήμη του έντονες εικόνες από τη φρίκη του πολέμου. Σ΄ αυτό το στίχο κωδικοποιείται η άρνηση της ζωής. Παράλληλα, λειτουργεί και ως ένας αρθρωτικός αρμός που συνέχει και συγκρατεί τη ρευστή ροή της ποιητικής ύλης (λειτουργικός ρόλος). Η αναδίπλωση αυτού του ρυθμού βοηθάει στην κλιμάκωση των θεμάτων, τη δομική άρθρωση του ποιήματος. Εισάγει στις τρεις ενότητες, αν και το ποίημα είναι συμπαγές εξωτερικά και εσωτερικά με την αλληλοδιείσδυση όλων των επιπέδων του, του τόπου και του χρόνου.
Αυτή η τυραννική επανάληψη δραματοποιεί το ποίημα και προκαλεί το εσωτερικό κενό στον ποιητή. Τριπλή επιβεβαίωση και αισθητοποίηση του θανάτου αυτή η επαναλαμβανόμενη επωδός, επιβεβαιώνει κατηγορηματικά την απουσία του Φίλιππου, που έγινε για τον ποιητή μνήμη τυραννική και πολύτιμη. Ο Φίλιππος, ο φίλος του ποιητή, είναι οριστικά και αμετάκλητα χαμένος. Αυτός ο θάνατος τυραννάει απόψε τον ποιητή, τον διαποτίζει ολόκληρο με θλίψη. Στο ποίημα αυτό ο Σινόπουλος χρησιμοποιεί τη μέθοδο και την τεχνική της σύνθεσης ενός μουσικού έργου. Σε πολλές μουσικές συνθέσεις ακούμε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Το μοτίβο – κλειδί «Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος» κρατά, επομένως, το μουσικό ρυθμό σ΄ ολόκληρο το ποίημα, σα να ακούμε μουσική τυμπάνων για ένα ρέκβιεμ.
Τα τύμπανα… εκεί απάνω στην ερημιά, που είναι η ρημαγμένη Ελλάδα, μπορείς να τ΄ ακούσεις…Με τη μέθοδο αυτή ο ποιητής, θέλει να φορτίσει συγκινησιακά τα πιο καίρια σημεία του ποιήματος, με κύριο στόχο τη συμμετοχή του αναγνώστη στο γεγονός του θανάτου του Φίλιππου και στα διαδραματιζόμενα την περίοδο εκείνη στην Ελλάδα.
II. Η τυραννία της σκέψης (στ. 1, 2)
«Στοχάζομαι» λέει ο ποιητής στον 1ο στίχο. Με το ρήμα αυτό ο αφηγητής στρέφει τη λάμπα στην περιοχή της μνήμης του, της μάνας-μνήμης, όπως την ονομάζει ο ίδιος ο ποιητής. Ολόκληρο, λοιπόν, το ποίημα είναι ένας εσωτερικός διαλογισμός , μια τυραννική και έμμονη ανάκληση στη μνήμη ενός προσώπου, του Φιλίππου μια αναψηλάφηση, μια αναδρομή, όσων αφορούν τη ζωή και το θάνατο ενός φίλου. Το εισαγωγικό ρήμα«στοχάζομαι» αποκαλύπτει, λοιπόν, την πρόθεση του ποιητή. Πρόκειται για στοχασμούς πάνω στο φίλο του, στη μοίρα του, στην εποχή του, αφού, όπως αντιλαμβάνεται κάποιος, τέλειωσαν όλα. Τότε ακριβώς είναι η ευκαιρία για στοχασμό και κυρίως για αποτίμηση.
Έτσι, στον πρώτο κιόλας στίχο έχουμε τον τόπο («εδώ»), τον αφηγητή και το παρόν(«στοχάζομαι») και το δραματικό πυρήνα του ποιήματος «δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος»(παρελθόν). Ο χρόνος , όπως θα φανεί καλύτερα πιο κάτω, έχει κομματιαστεί, όπως κομματιάστηκαν και σακατεύτηκαν οι άνθρωποι. Ο χώρος στο δεύτερο στίχο γίνεται ένα απέραντο σκηνικό, που χαρακτηρίζεται από την ακινησία, την πνιγερή ατμόσφαιρα. Είναι οι πλατιοί και χαμηλοί ορίζοντες του Θεσσαλικού κάμπου, με τις ανελέητες βροχές και την υγρασία που τρυπάει το κόκαλο. Συνοπτικά, με τους δύο πρώτους στίχους σκιαγραφείται η ατμόσφαιρα της εποχής, όπως τη θέλει ο Σινόπουλος. Η ακινησία, η ανθρώπινη απουσία, η αναφορά στο Φίλιππο στοιχειοθετούν τα ποιητικά του μοτίβα: τη μοναξιά, τη σιωπή, τους νεκρούς, τη μνήμη.
ΙΙΙ. Η πρώτη σκιαγράφηση του Φίλιππου (στ. 3 – 7)
«Ποιος ήταν ο Φίλιππος;». Φυσικά, δεν μας ενδιαφέρει τόσο ότι ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ότι σύμφωνα με προσωπική μαρτυρία του Σινόπουλου προς τον ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1944. Πιο πολύ μας ενδιαφέρει το «ποιητικό» του πρόσωπο, το πώς δηλαδή τον απαθανάτισε η ποίηση. Ο ποιητής, καθώς τον ανασύρει απ΄ την αφάνεια και απ΄ τις προσχώσεις που σώρευσαν πάνω του τα σκληρά γεγονότα που εντωμεταξύ μεσολάβησαν, τον προβάλλει ως πρόσωπο καθολικής λειτουργίας, δηλαδή ως συμβολοποιημένη πια ύπαρξη.
Τι συμβολίζει, λοιπόν, ο Φίλιππος; Ο ποιητής τον σκιαγραφεί στην πρώτη ποιητική περιοχή(στ. 1 – 10). Είναι ο άνθρωπος που δε θέλησε να ιδιωτεύσει στα μικρά και τα ασήμαντα της ζωής, στα άνομα κέρδη («λάφυρα», στ. 3) και στις φτηνές ιδιωτικές απολαύσεις («σειρήνες»,στ. 3) . Αρνείται πεισματικά τα ταξίματα των άλλων. Στο «τάξαμε» ο αφηγητής βάζει και τον εαυτό του, αναγνωρίζοντας έτσι κι εκείνος έμμεσα ότι δεν μπορεί να παρακολουθήσει τους οραματισμούς του Φιλίππου, που έχει περάσει στην εξαίρεση. (Μήπως ο ποιητής βασανίζεται από ηθικές ενοχές και τύψεις, επειδή έτυχε να ξεφύγει τη δίνη του πολέμου;). Με το όραμα της μεγάλης απέραντης πατρίδας, που χωρά όλους τους ανθρώπους, αρνήθηκε την ευτέλεια του εαυτού του, το ξέφτισμα και το θρυμμάτισμα της γνησιότητάς του.
Ο Φίλιππος δεν επέτρεπε στον εαυτό του, σε καιρούς κρίσιμους, την εφησυχασμό, την πονηρή ουδετερότητα, το συνθηματολογικό και δημαγωγικό λόγο, που λειτουργεί συχνά αποπροσανατολιστικά και είναι βολικό άλλοθι. Καμιά όμως ηθική δεν είναι βολική. Ο Φίλιππος, με τους ευαίσθητους δέκτες του, συλλαμβάνει την ευτέλεια των «επιχειρημάτων» και των σκοπιμοτήτων της εποχής του. Εκτοπισμένος στο περιθώριο, αντιδρά στην αναλγησία των πολλών με μια επαναστατική πράξη μεμονωμένη, όπως και «Ο καιόμενος». Διατηρώντας την ευαισθησία και την πίστη του, ψάχνει για έναν άλλο δρόμο συνάντησης με τον άλλο άνθρωπο. «Έτσι είπε ο Φίλιππος. Και σμίξαμε καμπόσοι. Κι είπαμε να παλέψουμε ο καθένας κατά δύναμη να καθαρίσει αυτός ο τόπος από το σκοτάδι του. Μα το σκοτάδι βρωμερό και αμετακίνητο.» (Χρονικό).
Είναι φανερή η ποιητική διαφορά του Φίλιππου από τους άλλους, τους πολλούς, μια και τα οράματά του δεν είχαν τη διάθεση πλουτισμού, ευζωίας και εντέλει εφησυχασμού. Γι΄ αυτό ο Φίλιππος λέγεται με τ΄ όνομα του, αποκτά οντότητα , είναι μια προσωπικότητα πλήρως δομημένη, σε αντίθεση με τους άλλους που στοιβάζονται, αγελαίοι, στο μαζοποιημένο «εμείς».Στο στίχο 5 διακόπτεται απότομα η γραμμική αφήγηση. Ο Φίλιππος, σταυρωμένος σαν τον Οδυσσέα στο κατάρτι της ιδεολογίας του, ξεσπάει σε μια κραυγή – καταγγελία.
Στους στ. 5και 6 ο Φίλιππος «μιλά» και ψέγει τους άλλους που άλλαξαν και αλλοτρίωσαν το πρόσωπό τους. Έρχεται αντιμέτωπος με τους ανθρώπους χωρίς πρόσωπο. Είναι άλλωστε ο τρόπος για να ξεχωρίζει το πρότυπο από τις μετριότητες και τις ασημαντότητες . «Πού είναι το πρόσωπό σας, το αληθινό σας πρόσωπο», τους φωνάζει. Οργισμένος και πικρός λόγος που σφήνωσε στην καρδιά του αφηγητή και πάει πιο πέρα, σ΄ όλους τους δίβουλους και τους χορτάτους, τους κούφιους και παραγεμισμένους, όπως θα έλεγε ο Έλιοτ. Έτσι, ο Φίλιππος, «έφυγε κλαίγοντας [κι] ανέβηκε τα λαμπερά βουνά», γιατί διαπιστώνει προφανώς τη μοναχικότητά του, την πίκρα της μοναχικής «ιδεολογικής πορείας».Συνειδητοποίησε την πλήρη αποξένωσή του από τους άλλους, ένιωσε σα να βρέθηκε μέσα στο κενό του κόσμου.
Ανέβηκε τα λαμπερά βουνά, δηλ. το δρόμο της μοναξιάς που χαράζουν τα μεγάλα και ασυμβίβαστα όνειρα. «Τα λαμπερά βουνά» αντιδιαστέλλονται από τα πνιγερά τοπία του κάμπου της Λάρισας, όπου σέρνονται οι άνθρωποι και συνωστίζονται χωρίς σκοπό, προβάλλουν, με την κρυστάλλινη διαφάνειά τους, τους ανοιχτούς και καθαρούς ορίζοντες. Η αντιστασιακή αυτή πράξη του Φιλίππου , η κίνηση από κάτω προς τα πάνω είναι ο αφηρωισμός του Φίλιππου. Ο Φίλιππος «μ΄ ένα άγριο φως στην όψη του», ανεβαίνει στα λαμπερά βουνά αναζητώντας την αίσθηση αυθεντικής ζωής, που τη χαίρονται τα αληθινά πρόσωπα και όχι τα προσωπεία.
Στο «Χρονικό» (1955) ο ποιητής θα ξανασυναντήσει το Φίλιππο απαράλλακτα όμοιο. Ο Φίλιππος ή το μυαλό του ανάστατο να καίγεται συνέχεια(« Οργή παραφορά το μάτι του μια τσακμακόπετρα»). Έτσι, λοιπόν, η μνήμη του Φίλιππου μοιάζει με τυραννικό εσωτερικό αυτοέλεγχο . Ουσιαστικά μας μαστιγώνει και ελέγχει τη γνησιότητά μας ως ανθρώπων. Ο Φίλιππος θυμίζει τη μοναχικότητα των σοφόκλειων ηρώων. Είναι μόνοι τους όχι από επιλογή, αλλά επειδή η ποιότητά τους είναι τέτοια που τους απομακρύνει από τους άλλους. Και υπάρχει ακόμη μια σύμπτωση: σε ανάλογες περιπτώσεις ο Σοφοκλής έδινε στις τραγωδίες του το όνομά του ήρωα, όπως εδώ ο Σινόπουλος.
IV. Ο ρόλος της ερώτησης (στ. 5, 6)
Ο αφηγηματικός λόγος διακόπτεται και γίνεται ευθύς και ερωτηματικός. Με τον ευθύ λόγο, που είναι μια πράξη γλωσσικής επικοινωνίας, μεταβιβάζονται μηνύματα από τη μια πλευρά στην άλλη, που σημαίνει πως και οι δυο πλευρές γίνονται διαδοχικά δέκτες και πομποί. Έτσι, το ποίημα κερδίζει σε δραματική ένταση και παραστατικότητα. Το ερωτηματικό αυτό του Φιλίππου είναι αποκαλυπτικό . Καθώς παρεμβάλλεται και σπάει την αφήγηση, αναμιγνύοντας το μονόλογο με το διάλογο, αυξάνει τη δραματική ένταση . Το ποίημα κερδίζει σε θεατρικότητα . Η γραφή παίρνει φωνή, η λέξη δράση, η εικόνα κίνηση. Ο Φίλιππος φώναξε σε «ώτα μη ακουόντων» και απέστρεψε το πρόσωπό του. «Έφυγε κλαίγοντας».
V. Οι εικονογραφικοί στίχοι (στ. 8 – 10)
Την έξαρση των στίχων του Φίλιππου, διαδέχεται η πτώση. Ο χώρος στενεύει μέσα από τις μεταφορές «τα καράβια που φράξανε τη θάλασσα», «κακός χειμώνας». Ύστερα από τη σκιαγράφηση – συμβολοποίηση του Φίλιππου, έρχονται οι τρεις φοβεροί καταληκτικοί στίχοι της πρώτης νοηματικής ενότητας (στ. 8, 9 και 10), οι οποίοι εικονογραφούν με τους πιο λιτούς αλλά ιδιαίτερα δραστικούς τρόπους τις εφιαλτικές και μαύρες μέρες της Κατοχής. Ο τόπος έγινε κλειστός («τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα», στ. 8), «μαύρισε η γη», «την πήρε ένας κακός χειμώνας» (στ. 9), «μαύρισε το μυαλό, ποτάμι το αίμα» (στ. 10). Σκοτεινιάζει ο χώρος του ποιήματος. Ο τόπος μας σε βαρυχειμωνιά. Έκλεισαν οι δρόμοι προς τη θάλασσα. Η Ελλάδα, δεμένη στον τροχό, βασανίζεται. Δεν είναι τόπος, για να ξανάρθει ο Φίλιππος. Εκείνος έκανε τις δικές του επιλογές. Σπάνια η ποίηση, αν εξαιρέσουμε το Σολωμό, μπόρεσε, με τόσο επιγραμματική αλλά και δραστική λιτότητα, , να εικονογραφήσει το ζόφο και τη μαυρίλα της σκλαβιάς. Σ΄ αυτή τη μαυρίλα βούλιαξε και το όραμα του Φίλιππου. Και σ΄ αυτούς, φυσικά, τους στίχους υπόκειται ο πρώτος ιστορικός χρόνος του ποιήματος, αφού οι εφιαλτικές μνήμες που τυραννούν τον ποιητή είναι πραγματικές – ιστορικές.
V. Οι χρωματικές αποχρώσεις
Η χρήση των μαύρων χρωματικών αποχρώσεων προετοιμάζει το θάνατο του Φίλιππου, που μεταφορικά εκφράζεται στο 10ο στίχο. Επαναλαμβάνεται το ρήμα του 9ου(«μαύρισε») και αλλάζει τώρα το υποκείμενο. Έτσι, στο «μαύρισε η γη» αντιπαρατίθεται το «μαύρισε το μυαλό». Ο ηρωικός θάνατος του Φίλιππου αποδίδεται με τις ενδεικτικές χρωματικές αποχρώσεις (μαύρο – κόκκινο) και το μακρύ ποτάμι αίματος. Αυτό είναι και το τέλος του Φίλιππου.
Β΄ ποιητική ενότητα (στ. 11 – 18)
I. Η τραγική και αφόρητη μοναξιά του καφενείου (στ. 11 – 13)
«Φυσάει απόψε δυνατά». «Φυσάει ο διαβολεμένος αέρας της ιστορίας» (Χρονικό). «Φυσάει πολύ. Αλέτρι τ΄ ουρανού ο αέρας» (Χρονικό). Το «Φυσάει» είναι μετά το «στοχάζομαι» ο δεύτερος ενεστωτικός χρόνος ως εδώ. Πλήθος ήταν οι παρελθοντικοί χρόνοι, λειτουργικά εργαλεία της μνήμης (τάξαμε , ήτανε , ονειρευότανε , φώναξε , ανέβηκε, εφράξανε, μαύρισε, πήρε). Το παρόν διεισδύει στο παρελθόν και αντίστροφα. Συνυφαίνονται. Ο χρόνος δεν είναι γραμμικός, είναι βιωματικός. Ο ποιητικός χώρος συστέλλεται: ο ποιητής βιώνει την τραγική μοναξιά του έρημου καφενείου. Το μόνο ζωντανό ον, ως το στίχο 13 του ποιήματος, μέσα σ΄ αυτή την τεράστια και λιτή σκηνογραφία είναι «το συναχωμένο γκαρσόνι». Η ερημιά του καφενείου πολλαπλασιάζει τη δική του ερημιά και αντίστροφα. Απομονώνεται μέσα στο φόντο της σκηνογραφίας, που εκπέμπει μια απειλή. Τονίζει την αίσθηση των μεγάλων διαστάσεων και του κενού.
«Το συναχωμένο γκαρσόνι» είναι εντυπωσιακή φιγούρα που υπογράφει με τη βουβή παρουσία του, ως αυτόπτης μάρτυρας , τα δρώμενα της εποχής του και στον τόπο του. Κινείται στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου και υπογραμμίζει το υπαρξιακό αδιέξοδο του μεταπολεμικού ανθρώπου. Είναι η προσωποποίηση της ξερής και σπαρακτικής απελπισίας που κανένας δεν ακούει. Μέσα στο αφηγηματικό ποίημα είναι κι αυτός ένας βουβός αφηγητής.
ΙΙ. Η εικαστική αποτίμηση των βιωμάτων (στ. 14 - 16)
Τον ποιητή τον τυραννούν τώρα οι εφιάλτες της μνήμης. Έτσι, ανακαλούνται στη μνήμη του παραστάσεις οπτικές και ακουστικές (φωτιές, πυροβολισμοί, δέντρα πεσμένα) που συνθέτουν συναισθήματα εγκατάλειψης και αποκαρδίωσης και συντελούν στη συγκινησιακή φόρτιση του ποιήματος . Με τους τρεις αυτούς στίχους του ποιήματος «εικονογραφείται» ο δεύτερος ιστορικός χρόνος που υπόκειται στο ποίημα: προσωπικές εμπειρίες και μνήμες του ποιητή απ΄ την παραζάλη του εμφυλίου . Μια πολιτεία χάνεται με φωτιές και πυροβολισμούς. Πυρακτωμένα δέντρα πέφτουν πάνω στα σπίτια. Τρομακτικές εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη και εκπέμπουν μηνύματα απειλητικά. Η πολιτεία έγινε φανταστική. Ο Τάκης Σινόπουλος, κατά τον Αναγνωστάκη, είναι ποιητής «ατμοσφαιρικός» . Ο κινηματογραφικός φακός, το μάτι «του συναχωμένου γκαρσονιού», παίρνει συνεχώς πλάνα από διάφορες γωνίες. Οι στίχοι13 – 16 είναι οι μόνοι ως εδώ στίχοι που δε διακόπτονται από καμιά τελεία, όπως συνέβαινε μόνιμα ως τώρα. Το κακό δεν έχει τελειωμό . Τα βιώματα του ποιητή αναπαρίστανται εικαστικά.
ΙΙΙ. Οι δύο αντιλυρικοί στίχοι (17 και 18)
Αυτή η ενεργητική συναισθηματική κατάσταση βοηθάει τον ποιητή να διαμαρτυρηθεί προσωπικά και έντονα για το δίκαιο αγώνα του πολεμιστή. Ο αφηγητής στο στ. 17 κόβει απότομα το νήμα της αφήγησης μ΄ ένα ερώτημα-διαμαρτυρία, το δεύτερο σ΄ ολόκληρο το ποίημα: Ποιο είναι το δίκιο του πολεμιστή; Ο αγώνας που σε πάει σ΄ άλλον αγώνα; Μέσα στον εμφύλιο σπαραγμό, στο χορό του τυφλού πάθους, το «δίκιο» μοιράστηκε στα δυο, ερήμην του πολεμιστή. Ο πόλεμος αυτός έγινε ενοχή για όλους τους πολεμιστές: Μαύρες μανάδες ολολύζοντας… Ποιον σκότωσες εσύ, ποιον σκότωσες εσύ, πόσους σκοτώσαμε; (Χρονικό)
Μέσα στη λιτή και συγκρατημένη λυρικότητα του ποιήματος, μόνο οι στίχοι 17 και 18 ηχούν κάπως παράταιρα, αντιλυρικά και ρητορικά. Και οι δύο στίχοι συνιστούν την προσπάθεια του ποιητή απ΄ το μερικό και τις σκόρπιες μνήμες να αρθεί στο γενικό και καθολικό , να εκφράσει δηλαδή την ποιητική του λογική στο επίπεδο της γενίκευσης και της καθολικότητας. Εκείνο, πάντως, που μετριάζει και μαλακώνει τη σχεδόν αντιποιητική εκφορά των δύο στίχων, είναι η ερωτηματική – απορηματική τους διατύπωση. Οι δύο στίχοι δηλαδή συνιστούν ερώτημα που δεν προσδοκά καμιά απάντηση. Ίσως γιατί στη λογική ή στον παραλογισμό της ιστορίας να μη βρίσκει κανείς εύκολα τι είναι εκείνο που κάνει τον άνθρωπο, μέσα στις τόσες του πτώσεις, να περνά απ΄ τον έναν αγώνα στον άλλο. Θα λέγαμε, λοιπόν, πως το ερώτημα αυτό είναι ένα διαρκές ερώτημα όσων πολέμησαν για πολύ και βλέπουν μπροστά όχι το τέλος αλλά πρό(σ)κληση για νέους αγώνες. Δηλαδή, ο αγώνας θα δικαιωθεί με τη διαρκή εγρήγορση για άλλον αγώνα.
Γ΄ ποιητική ενότητα (στ. 19 – 29)
Ι. Η δεύτερη σκιαγράφηση του Φίλιππου (στ. 19, 20)
Στην τρίτη ενότητα ο αφηγητής θα μας ξαναφέρει πάλι στο Φίλιππο, για να μας συνδέσει με τους πρώτους στίχους του ποιήματος. Δεν είχε δώσει τότε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Είχε μόνο σημειώσει τη στάση του απέναντι στους άλλους, τις προκλήσεις των καιρών του και τη θέρμη των οραμάτων του. Η στάση του αυτή βγαίνει από τον αγέρωχο χαρακτήρα του, τις ακλόνητες πεποιθήσεις του, το πείσμα και από «τις σκοτεινές μέρες και τα ερειπωμένα πρόσωπα» που βλέπει γύρω του. Ο Φίλιππος κοίταζε με ίσιες ματιές το θάνατο. Ακούγεται πάλι η δραματική, έμμονη επωδός : «δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος»(στ. 19). και ακολουθεί η δεύτερη σκιαγράφησή του: αμετανόητος, πεισματικός, ασυμβίβαστος, ακούει μόνο τη δική του φωνή και ανεβαίνει στα «λαμπερά βουνά». «Το αίμα του ακούγοντας» , θα πει ο ποιητής , για να τονίσει ότι η απόφασή του αυτή προήλθε από εσωτερική επιταγή, από το αίμα του που τρέχει στις φλέβες του μαζί με την ιστορία του τόπου του.
Έτσι, ολοκληρώνεται το πορτρέτο του Φίλιππου, που είχε δοθεί αδρά στην αρχή. Ο Φίλιππος πορεύεται έστω και κλαίγοντας, πάντα όμως αμετανόητος, στα ψηλά, όπου τα βουνά είχαν το λαμπρό φως τους, σαν ν΄ απέκτησαν όμως κι άλλο μ΄ αυτούς που, σαν το Φίλιππο, τα ανέβηκαν. Αυτή η πρόταση, καθώς ακούγεται δύο φορές μέσα στο ποίημα, δημιουργεί μια ισχυρή αντιθετική κλίμακα με τις τρεις εκφράσεις: «ακίνητη κοιλάδα» (στ. 2), «ασάλευτη πολιτεία» (στ. 15), «κούφια Λάρισα» (στ. 24), που υποβάλλουν την αίσθηση του χαμηλού και του άδειου, της ακινησίας και της στασιμότητας. Αντίθετα, τα λαμπερά βουνά υποβάλλουν την έννοια του υψηλού, της ελευθερίας, του ασυμβίβαστου και των οραμάτων.
Το «κλαίγοντας» του ήρωα σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει μεταμέλεια ή απόγνωση, είναι ανθρώπινη έκφραση της υπερέντασης εξαιτίας της αυξημένης ατομικής ευθύνης, όταν δεν υπάρχει ή σπάει η συλλογική. Δεν ξέρουμε, αν μπορεί να γίνει σύγκριση με το κλάμα του Σολωμικού ήρωα, το «καλού Σουλιώτη». Υπάρχουν εκεί και άλλα κίνητρα. Η αποξένωση, όμως, του ήρωα και η τελική προσωπική του απόφαση, η καταλυτική, είναι κοινός παρονομαστής. Η ανάβασή του στα λαμπερά βουνά μας ανακαλεί τους στίχους του Ελύτη «ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος»,«τώρα χτυπάει πιο γρήγορα το όνειρο» ( Άσμα ηρωικό και πένθιμο…)
ΙΙ. Η φυγή του Φίλιππου (στ. 21)
Η φράση «ανέβηκε τα λαμπερά βουνά» επαναλαμβάνεται στους στ. 7 και 21. Ο ρόλος της δεν είναι ίδιος με το ρόλο της προηγούμενης, «δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος». Η προηγούμενη φράση αποτελεί το βασικό συγκινησιακό αρμό, το βασικό μοτίβο του ποιήματος. Η φράση«ανέβηκε τα λαμπερά βουνά» είναι περισσότερο ποιητική και θέλει να δώσει τη φυγή του Φίλιππου από μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, που δεν ανταποκρίθηκε στα οράματά του, στους χώρους των βουνών, στα λαμπερά βουνά. Τα βουνά εδώ δεν έχουν σχέση με τα βουνά εκείνης της περιόδου, που ήταν πεδίο μαχών και ορμητήρια των ανταρτών. Είναι περισσότερο σύμβολα μιας ελευθερίας, της φυγής από τη δύσκολη πραγματικότητα. Συνειρμικά μας φέρνουν στο νου τους στίχους του Λόρκα από το «Ματωμένο γάμο», που αναφέρονται στο άλογο: Μόνο μια φορά σαν είδε τ΄ αντρειωμένα τα βουνά / εχλιμίντρησε κι εχάθη στα νερά τα σκοτεινά!
ΙΙΙ. Η αφόρητη μοναξιά του αφηγητή (στ. 22 – 24)
Αυτός ο Φίλιππος δεν θα ξανάρθει και γι΄ αυτό η μοναξιά του αφηγητή γίνεται πιο φριχτή μέσα στην «κούφια Λάρισα». Αρκεί να προσέξει κάποιος εκείνο το ξεκομμένο «κι απόμεινα»,που φαντάζει σαν όχθη γκρεμού. Είναι η δεύτερη και τελευταία φορά που ακούγεται στο ποίημα το πρώτο πρόσωπο «απόμεινα», μετά από το αρχικό «στοχάζομαι». Εδώ όμως δεν στοχάζεται μόνο ο αφηγητής, συμμετέχει στα δρώμενα και πληρώνει με την πυκνή μοναξιά. Μένει μονάχος με τη μοναξιά του και τις λέξεις του. Όλος ο κόσμος των φαντασμάτων που συνωστίζονταν ως τώρα στη μνήμη του αφηγητή χάνεται.
Εγκαταλελειμμένος από το σύντροφό του Φίλιππο, απ΄ όλους όσοι χάθηκαν μέσα «στο μακρύ ποτάμι του αίματος», περιπλανιέται «σφυρίζοντας» μέσα στην κούφια Λάρισα. Με το σφύριγμα προσπαθεί να σπάσει τους τοίχους των αδιεξόδων και της έλλειψης κάθε ανθρώπινης επικοινωνίας. Ολόκληρη η κούφια Λάρισα γίνεται ένα τεράστιο ηχείο, απ΄ όπου περνούν τα σήματα του σφυρίγματος. Ο αφηγητής επικοινωνεί τουλάχιστον με τον εαυτό του, υπάρχει. Η μουσικότητα αυτού του δίστιχου είναι απαράμιλλη. Τα τύμπανα σταματούν εδώ, για ν΄ ακουστεί σόλο το σφύριγμα. «Ο ήχος των λέξεων αυτού του δίστιχου εγγράφεται, καθώς τις διαβάζεις , σ’ έναν άσπρο τοίχο που βρίσκεται σε λίγη απόσταση από τις λέξεις» (Τ.Σινόπουλος, «Νυχτολόγιο»)
IV. Το ξαφνικό «γλίστρημα» της μνήμης απ΄ το Φίλιππο στην Πανδώρα (στ. 24 – 29)
«Και τότε»: οι δυο λέξεις στο τέλος του 24 ου στίχου μοιάζουν σα να κρέμονται στο κενό. Ανοίγουν ένα χάσμα ανάμεσα σ΄ όσα ακούστηκαν και σ΄ όσα θ΄ ακουστούν. Φαινομενικά τουλάχιστον χάσμα μη λογικό που ξαφνιάζει. Στη διάρκεια του μοναχικού περιπάτου, όπως συμβαίνει σε τέτοιες καταστάσεις, ήρθαν στη μνήμη του αφηγητή αναμνήσεις, θραύσματα ερωτικής ζωής. Σε κάποια διαλείμματα πολεμικών συγκρούσεων ή και άλλων στιγμών έντασης, αναδύονται στη μνήμη τέτοιες ερωτικές εμπειρίες. Έχουμε μια αιφνιδιαστική μετατόπιση μέσα στο χώρο, που γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες της κινηματογραφικής γλώσσας. Προαναγγέλλεται παράλληλα αλλαγή σκηνικού και πρωταγωνιστή.
Ο χώρος διευρύνεται «ως τη Μακεδονία βαθιά». Η κυρία Πανδώρα, αντίθετα, βρίσκεται σ΄ έναν ημίκλειστο χώρο, έτσι ώστε να καταγράφονται με λεπτομέρεια οι αισθησιακές κινήσεις της, το αργό σάλεμα του κορμιού της σε μια ώρα ερωτικής πρόκλησης. Η Πανδώρα είναι το «παρά προσδοκίαν συμβαίνον» στο ποίημα. Αυτό που δεν το περιμένεις, το απρόσμενο και το ξαφνικό. Το λογικά ανεξήγητο αλλά το ποιητικά εύστοχο. Το πέρασμα της μνήμης απ΄ το Φίλιππο στην Πανδώρα γίνεται σχεδόν αλματικά. Δικαιολογείται, όμως, ως ένας ψυχολογικός συνειρμός των αντιθέτων. Αναφύεται ξαφνικά μέσα στο ποίημα το πρόσωπο της Πανδώρας ως μια άλλη προσωπική μνήμη του ποιητή.
Η Πανδώρα είναι το αντίζυγο, ο αντίποδας, το αρνητικό του Φίλιππου. Στη μυθολογία η Πανδώρα είναι η σύζυγος του Επιμηθέα, είναι η πηγή κάθε συμφοράς, και εδώ ίσως να υπαινίσσεται και το καταστροφικό τέλος του εμφύλιου πολέμου. Μιλάει μόνο «περί σώματος». Αυτός ο λόγιος τύπος δηλώνει περιπαικτικά τη σοβαρότητα του θέματος που την απασχολεί αποκλειστικά (μόνο). Τίποτα δεν τη διδάσκει ο χώρος, ο χρόνος, τα γεγονότα (στ. 28, 29), ενώ δεν προσθέτει κανένα όραμα στην αποψιλωμένη σκέψη πολλών σαν αυτήν. Η Πανδώρα μέσα στον κλειστό δικό της χώρο γράφει το ημερολόγιο του κορμιού της , απαλλαγμένη από τις δεσμευτικές συμβάσεις(χηρευάμενη), με απροστάτευτες τις αισθήσεις της, δε νιώθει την ανάγκη κάποιας ιδέας που να την πάει πέρα απ’ αυτές .Μια ζωή χωρίς δράση, αποτελματωμένη, βυθισμένη στην ασημαντότητα και τη μικρότητα, που εκφράζει την αντίθετη πλευρά του ήρωα. Τα ευτελή όνειρα, η χυδαία αναζήτηση της αισθητικής απόλαυσης, ο αντιηρωικός θάνατος του χτικιάρη συζύγου αποκαλύπτουν το άλλο άκρο της διαμέτρου.
Τι να αντιπροσωπεύει, τελικά, η Πανδώρα; Να είναι άραγε το πρόσωπο που κυριαρχείται μόνο από την ευτέλεια ενός γυμνού ερωτισμού; Να προβάλλεται από τον ποιητή με μιαν απόχρωση ειρωνείας ή και αυτοειρωνείας για τις προσωπικές ή ιδιωτικές περιπέτειες; Να είναι αυτό το «γλίστρημα» της μνήμης προς την Πανδώρα μια ψυχολογικά αναγκαία ανάπαυλα του ποιητή, μια φευγαλέα λύτρωσή του από τις τυραννικές και εφιαλτικές του μνήμες; Ή, μήπως, και η Πανδώρα συμβολίζει την άλλη δύναμη, τη δύναμη του έρωτα, που πέρα απ΄ τα οράματα του Φιλίππου , συντηρεί και ανανεώνει τη ζωή;
Τα ερωτήματα σκόπιμα μένουν αναπάντητα, για να αποτελέσουν, το καθένα χωριστά, δυνατές ή ενδεχόμενες ερμηνευτικές εκδοχές. Ο Κ. Ε. Προκόβας, σε μια προσέγγιση του ποιήματος πιστεύει πως το επεισόδιο της Πανδώρας, με το ερωτικό και αισθησιακό στοιχείο δεν αντιδιαστέλλεται από τη μορφή του Φίλιππου και το πολεμικό κλίμα που υπάρχει ως εδώ . Δεν είναι ο αντίποδας που στέκει ειρωνικά μπροστά στις επιλογές του Φίλιππου. Είναι μαζί με το Φίλιππο οι αντιφατικότητες που συνιστούν τη ζωή και συνδέονται με το θάνατο, που είναι το θεμελιακό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η συνειρμική σύνδεση των τελευταίων εικόνων του Σινόπουλου στο «Φίλιππο» αφήνει τη θλιβερή αίσθηση μιας ποίησης πικρής, στυφής, απαισιόδοξης, γεμάτης ερωτήματα παρά απαντήσεις.
Δημήτρης Χριστόπουλος
Παρουσίαση
Το ανά χείρας βοήθημα, καρπός της συνεργασίας ενός φιλολόγου κι ενός λογοτέχνη, υλοποιήθηκε με σκοπό ν' αποτελέσει γόνιμη "πρώτη ύλη" για την εξυπηρέτηση της ερμηνευτικής προσέγγισης του βιβλίου "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας" της Γ' Τάξης Ενιαίου Λυκείου -κατά μείζονα λόγο του μαθητή και ακολούθως του καθηγητή- και γενικότερα των διδακτικών στόχων και απαιτήσεων. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η ικανοποίηση ενός τέτοιου, διπλού στόχου, υπήρξε επίπονη, καθώς έπρεπε να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στις γνωστές θεωρίες και μεθόδους για τη διδακτική προσέγγιση λογοτεχνικών κειμένων και στις διαπιστωμένες δυσκολίες της σχολικής πραγματικότητας.Κάτω απ' αυτό το πρίσμα οι συγγραφείς του βιβλίου κατέβαλαν ιδιαίτερη προσπάθεια παράθεσης, κατά κύριο λόγο, λεπτομερών μεν αλλά συγχρόνως περιεκτικών ερμηνευτικών στοιχείων, καθώς και απαντήσεων στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου, ούτως ώστε ο χρήστης να μην αναλώνεται σε περιττούς για την περίσταση φιλολογικούς πλατειασμούς, σχολαστικισμούς και επαναλήψεις, αλλά και να μην προσκρούει σε "επιγραμματικούς υφάλους". Κυρίως, στρέψαμε το ενδιαφέρον μας στην κατανόηση των όσων διαβάζουμε, στην εξήγησή τους και, τέλος, στη δυνατή ερμηνεία τους, με βάση τα δεδομένα της κατανόησης.
Το βοήθημα αυτό εν τέλει θέλει να είναι αποδοτικό όχι ως "έτοιμη" ύλη, αλλά ως ένα αληθινό εργαλείο, που θα αξιοποιηθεί για την πρόσληψη της ουσίας των λογοτεχνικών κειμένων.
Σημειώνουμε ότι για την οικονομία της έκτασης δε συμπεριλαμβάνονται στο βοήθημα αυτό όσα ερμηνευτικά, πραγματολογικά, γραμματικά-συντακτικά και άλλα στοιχεία συμπεριλαμβάνονται στο σχολικό βιβλίο.
Παραδίδουμε το βοήθημα αυτό με σεβασμό στην πολλαπλότητα των κριτηρίων. (Από τον πρόλογο των συγγραφέων)
Περιεχόμενα
ΠρόλογοςΑ' ΠΟΙΗΣΗ
Κώστας Μόντης, Νύχτες
Τάκης Σινόπουλος, Φίλιππος
Τάκης Σινόπουλος, Ο καιόμενος
Μίλτος Σαχτούρης, Η Αποκριά
Μίλτος Σαχτούρης, Ο στρατιώτης ποιητής
Έκτωρ Κακναβάτος, Ώρα δειλινή
Ελένη Βακαλό, Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος
Νάνος Βαλαωρίτης, Μικρός θρήνος
Μιχάλης Κατσαρός, Όταν
Κλείτος Κύρου, Κραυγή δέκατη πέμπτη
Άρης Αλεξάνδρου, Με τι μάτια τώρα πια
Τάσος Λειβαδίτης, Καντάτα (απόσπασμα)
Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, Η Άνοιξη
Γιάννης Δάλλας, [Ο ήλιος είχε τερματίσει τελευταίος]
Γιάννης Δάλλας, [Σαν ιπποπόταμος]
Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, Βλαδίμηρε
Γιώργης Παυλόπουλος, Το άγαλμα και ο τεχνίτης
Μανόλης Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Μανόλης Αναγνωστάκης, Επιτύμβιον
Μανόλης Αναγνωστάκης, Νέοι της Σιδώνος, 1970
Σταύρος Βαβούρης, Γ'
Τάκης Καρβέλης, [Ήρθε και πάλι σήμερα]
Τάκης Καρβέλης, [Κάθομαι εδώ και περιμένω...]
Νίκος Καρούζος, Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα
Κώστας Στεργιόπουλος, Ο άγνωστος
Βικτωρία Θεοδώρου, Εγκώμιο (απόσπασμα)
Θανάσης Κωσταβάρας, Κυριακάτικο γεύμα με καλεσμένους στο ύπαιθρο
Λύντια Στεφάνου, Κατεδάφιση
Νίκος Φωκάς, Μουσικό σχόλιο (α)
Τίτος Πατρίκιος, Οφειλή
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Ο μοτοσικλετιστής
Λουκάς Κούσουλας, "Το θέατρο της Τετάρτης"
Λουκάς Κούσουλας, Θερινός κινηματογράφος [...]
Β' ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γλωσσάρι βασικών όρων αφηγηματουργίας
Στρατής Τσίρκας, Μνήμη (διήγημα)
Στρατής Τσίρκας, Το δένδρο (διήγημα)
Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη (απόσπασμα)
Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν (απόσπασμα)
Δημήτρης Χατζής, Ο Σιούλας ο ταμπάκος (διήγημα)
Δημήτρης Χατζής, Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ (διήγημα) [...]
Γ' ΔΟΚΙΜΙΟ
Αλέξανδρος Αργυρίου, Η πραγματικότητα και η πραγματικότητα της πεζογραφίας
Νάσος Βαγενάς, Ποίηση και πρόζα
Δ' ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Τ.Σ. Έλιοτ, Φονικό στην εκκλησία (χορικό)
Πωλ Ελυάρ, Από τα εφτά ποιήματα της αγάπης στον πόλεμο [...]
Απαντήσεις στα κριτήρια αξιολόγησης
Ειδική Βιβλιογραφία