Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Ελένη Βακαλό :ο βίος,το έργο της-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

 






https://www.youtube.com/watch?v=dp5xYebUSnk

ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ Ελένη Βακαλό


Η Ελένη Βακαλό διαβάζει ποιήματά της (1985)

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ

"Ποιητές στη σκιά" Ανάγνωση ποιημάτων της ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ από την Λυδία Φωτοπούλου. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ




Ελένη Βακαλό - 5 Αποσπάσματα - Official Audio Release

Αντιθέσεις – Ποίηση


Το επεισόδιο της σειράς «ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ» είναι αφιερωμένο στην ποίηση. Τέσσερις ποιητές διαφορετικών ποιητικών γενιών, η ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ και ο ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ-εκπρόσωποι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς-και οι νεότεροι ποιητές, ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ και ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ συζητούν με κεντρικό άξονα το θέμα της ποιητικής παράδοσης. Η ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ μιλά για τη γλώσσα ως μέσο ύπαρξης του ποιητή και δίνει τη δική της ερμηνεία στην ποιητική παράδοση και τις έννοιες της αλλαγής και της ρήξης με την παράδοση στην ποίηση. Ο ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ, ακολούθως, υπογραμμίζει το στοιχείο της προσωπικής «κλήσης» του ποιητή στη δημιουργική διαδικασία. Χαρακτηρίζει τον ποιητή ως παρορμητικό ον, επισημαίνει την ύπαρξη ομοιοτήτων των νεωτεριστών ποιητών-όπως ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ-με την παράδοση και επεξηγεί την έννοια της ρήξης με την παράδοση ως μια μορφή διορθωτικής κίνησης για τη διάσωση της ουσίας της ποίησης.







"Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος'' της Ελένης Βακαλό

Θεατρικό δρώμενο από την ομάδα ενηλίκων του Θρακικού Ωδείου Κομοτηνής

AMMONAMMO-Πώς έγινε ένας κακός Άνθρωπος (How he became A Bad Human)-rec.2009

Θάνος Ανεστόπουλος - Η έννοια των τυφλών (Ελένη Βακαλό) (4-6-2013)



Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος
Απο τη Συλλογη Του κόσμου (1978).

Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του vα πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε vα παίξει με τους άρχοντες
Αρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας

iset: Ελένη Βακαλό: η ποιητική του λόγου

Διάλογοι: "Ελένη Βακαλό: η ποιητική του λόγου". Συζητούν οι Δέσποινα Ασιατίδου, Όλγα Δανιηλοπούλου, Ντένης Ζαχαρόπουλος, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα και Μίλτος Φραγκόπουλος στο Ινστιτούτο Σύχρονης Ελληνικής Τέχνης την Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011. Τη συζήτηση συντονίζει η Τζούλα Δημακοπούλου.




Ελένη Βακαλό

 Ελένη Βακαλό [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας] Μονόγραμμα. Ελένη Βακαλό (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Νυχτερινός επισκέπτης. Ελένη Βακαλό (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

εικόνα

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_html-empl/index_a_05_02.html


Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921 και το 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. 


Σπούδασε Αρχαιολογία στην Αθήνα και Ιστορία της Τέχνης στο Παρίσι. Παντρεύτηκε το ζωγράφο και σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό. 


Στην ποίησή της χρησιμοποιεί μια γλώσσα απογυμνωμένη από τους παραδοσιακούς λυρικούς τρόπους, που αποβλέπει στο να εκφράσει την ουσία των πραγμάτων. 


Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: 

Θέμα και παραλλαγές (1945), Αναμνήσεις από μια Εφιαλτική Πολιτεία (1948), Στη μορφή των Θεωρημάτων (1951), Το Δάσος (1954), Τοιχογραφία (1956), Ημερολόγιο της Ηλικίας (1958), Περιγραφή του Σώματος (1959), Η Έννοια των Τυφλών (1962), Ο Τρόπος να κινδυνεύουμε (1966), Γενεαλογία (1971), Του κόσμου (1978), Πριν από το λυρισμό (1981). Δημοσίευσε επίσης λογοτεχνικές κριτικές και δοκίμια Ιστορίας της Τέχνης. Έχει τιμηθεί με Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1991).


Ελένη Βακαλό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Ελένη Βακαλό
Ελένη Βακαλό.jpg
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ελένη Βακαλό (Ελληνικά)
Γέννηση26  Οκτωβρίου 1921[1]
Κωνσταντινούπολη[1]
Θάνατος10  Οκτωβρίου 2001[1]
Αθήνα[2][1]
ΕθνικότηταΈλληνες
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα[2]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΝέα ελληνική γλώσσα
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών[2]
Πανεπιστήμιο του Παρισιού
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυγγραφέας[2]
ποιήτρια[2]
Ιστορικός Τέχνης
ΕργοδότηςΚολλέγιο Βακαλό (έως 1990)[2]
Τα Νέα (1952–1974)
Οικογένεια
ΣύζυγοςΓιώργος Βακαλό (από 1944)[3][2]

Η Ελένη Βακαλό (1921 - 2001) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια, κριτικός εικαστικών, και ιστορικός τέχνης.

Η Ελένη Βακαλό, το γένος Σταυρινού, γεννήθηκε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη, και το 1922 η οικογένεια της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.[4] Σπούδασε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1940 - 1945) και Ιστορία της Τέχνης στη Σορβόννη (1948).

Το 1944 παντρεύτηκε τον ζωγράφο Γιώργο Βακαλό [5].

Βραβεύσεις

  • Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1991
  • Βραβείο Δοκιμίου Ακαδημίας Αθηνών 1997
  • Επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1998
  • Επίτιμου Διδάκτορος του Πανεπιστημίου του Derby 2000

Εργογραφία

Ποιητικές Συλλογές

  • Θέμα και Παραλλαγές. Αθήνα, Ίκαρος, 1945.
  • Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία. Αθήνα, 1948.
  • Στη μορφή των θεωρημάτων. Αθήνα, 1951.
  • Το Δάσος. Αθήνα, Καραβία, 1954.
  • Τοιχογραφία. Αθήνα, Οι Φίλοι της Λογοτεχνίας, 1956.
  • Ημερολόγιο της ηλικίας. Αθήνα, Δίφρος, 1958.
  • Περιγραφή του σώματος. Αθήνα, Δίφρος, 1959.
  • Η Έννοια των τυφλών. Αθήνα 1962.
  • Ο Τρόπος να Κινδυνεύομε. Αθήνα 1966.
  • Γενεαλογία/ Genealogy. [Δίγλωσση έκδοση] Απόδοση στα αγγλικά, Paul Merchant, The Rougemont Press, 1971.
  • Του Κόσμου. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
  • Οι παλάβρες της Κυρά Ροδαλίνας, Αθήνα, Ύψιλον, 1984.
  • Γεγονότα και Ιστορίες της Κυρά - Ροδαλίνας. Αθήνα, Ύψιλον, 1990.
  • Το Άλλο του Πράγματος. Ποίηση 1954-1994. Αθήνα, Νεφέλη, 1995.
  • Επιλεγόμενα. Αθήνα, Νεφέλη, 1997

Θεωρία της Τέχνης

  • Εισαγωγή σε Θέματα Ζωγραφικής. Αθήνα: ΑΣΚΤ, 1960.
  • 12 Μαθήματα για τη Σύγχρονη Τέχνη. Αθήνα, Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο "Ώρα", 1973.
  • Η Έννοια των Μορφών. Ανάγνωση της Τέχνης. Αθήνα, Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο "Ωρα", 1975.
  • Η Φυσιογνωμία της Μεταπολεμικής Τέχνης στην Ελλάδα. Τόμος Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄. Αφαίρεση. Αθήνα, Κέδρος, 1981-1984.
  • Από την Πλευρά του Θεατή. Δοκίμια. Αθήνα, Κέδρος, 1989.
  • Γιώργος Βακαλό. Το θέλγητρο της γραφής. Αθήνα, έκδ. Γκαλερί Νέες Μορφές, 1994.
  • Κριτική Εικαστικών Τεχνών (1950-1974), τόμοι Α΄& Β' , Αθήνα, Κέδρος, 1996.

Παραπομπές

  1. ↑ Άλμα πάνω, στο:1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 (ΓερμανικάΕγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαουςvakalo-eleni. Ανακτήθηκε στις 14  Σεπτεμβρίου 2021.
  2. ↑ Άλμα πάνω, στο:2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 BiblioNet935. Ανακτήθηκε στις 12  Μαΐου 2020.
  3.  www.nationalgallery.gr/el/zographikh-monimi-ekthesi/painter/bakalo-georgios.html. Ανακτήθηκε στις 12  Μαΐου 2020.
  4.  Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας: Πρόσωπα - Έργα - Ρεύματα - Όροι, Αθήνα : Πατάκης, 2007
  5.  Βακαλό, Ελένη, 1921-2001, biblionet

Εξωτερικοί σύνδεσμοι






Ελένη Βακαλό


  Η Ελένη Βακαλό γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921 και πέθανε στις 9 Οκτωβρίου 2001.

Σε ηλικία δύο χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1940-1945). Το 1944 παντρεύτηκε τον ζωγράφο-σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό(πουλο).

 Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πήρε το δίπλωμά της στην αρχαιολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή και 

το 1948 έφυγε για το Παρίσι, όπου ειδικεύτηκε στην ιστορία τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης – με ειδίκευση στην ιστορία της τέχνης – ενώ παρακολούθησε επίσης σεμινάρια ανθρωπιστικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.

Εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στη μέση εκπαίδευση ως καθηγήτρια Νέων Ελληνικών και στη συνέχεια στράφηκε επαγγελματικά στη Σχολή Διακοσμητικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Βακαλό, την οποία ίδρυσε από κοινού με το ζωγράφο και σκηνογράφο σύζυγό της Γιώργο Βακαλό. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη διδασκαλία Ιστορίας Τέχνης και την κριτική.

Εργάστηκε ως κριτικός τέχνης στην εφημερίδα “Τα Νέα”, το διάστημα 1952-1974 (με διακοπή δύο χρόνων στην περίοδο της δικτατορίας) καθώς και στο περιοδικό “Ζυγός” (1955-1967). 

Από την περίοδο 1957-58 που με το σύζυγό της ίδρυσαν τη “Σχολή Βακαλό” έως το 1990 δίδασκε ιστορία της τέχνης και στοιχεία οπτικής αντίληψης στην ίδια Σχολή, παραμένοντας μέλος της διεύθυνσης έως το τέλος της ζωής της. Διετέλεσε, επίσης, μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθήκης μετά το 1994. 

Συνεργάστηκε με άρθρα και δοκίμιά της με πολλά περιοδικά. Στον χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε το 1944, με ποιήματά της στο περιοδικό “Νέα Γράμματα”. 

Μέχρι το 1997 εξέδωσε συνολικά δεκατέσσερα βιβλία ποίησης και δύο συγκεντρωτικές εκδόσεις (1981, 1995).

Eκανε αισθητή την παρουσία της από τη νεανική της ηλικία, με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής της («Θέμα και Παραλλαγές»)

Η ποίηση ήταν ένας από τους τομείς στους οποίους πρόσφερε σημαντικά. Το προσωπικό ύφος της με ίχνη σουρεαλιστικών επιρροών, η πυκνή μα απόλυτα τιθασευμένη γλώσσα που αγγίζει την ψυχή, η ευαισθησία και η σφοδρότητα χαρακτηρίζουν την ποιητική της γραφή: «Το Δάσος», «Τοιχογραφία», «Ημερολόγια της ηλικίας», «Η έννοια των τυφλών», «Του κόσμου», «Γεγονότα και ιστορίες της κυρά Ροδαλίνας» κ.ά.

Η ποιητική της διάθεση, οι σπουδές της στην αρχαιολογία και την ιστορία της τέχνης, αλλά και η στενή της σχέση με τη ζωγραφική μέσω του συζύγου της Γιώργου Βακαλό , οδήγησαν τα ενδιαφέροντά της στη θεωρία και την κριτική της τέχνης. Και εδώ η προσφορά της υπήρξε σημαντική, φέρνοντας μια νέα εποχή στην ελληνική καλλιτεχνική κριτική. Η συνεισφορά της στη θεωρία και την κριτική της τέχνης, ιδιαίτερα μέσω των αναλύσεών της στην πρωτοποριακή επιθεώρηση «Ζυγός» και αργότερα στην γκαλερί «Ωρα», αναγνωρίστηκε επίσημα το 1997 με το Βραβείο Δοκιμίου της Ακαδημίας Αθηνών, το οποίο ακολούθησε τη δίτομη αναδρομική έκδοση δοκιμίων της, γραμμένων από το 1952 μέχρι το 1974.

Ακόμη, πολύτιμη ήταν η συνεισφορά της και στον τομέα της εκπαίδευσης, γεγονός που αναγνωρίστηκε και τυπικά με την αγόρευσή της σε επίτιμο διδάκτορα από τα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης (1998) και Ντέρμπι Μ. Βρετανίας (2000).

Από τις δημοσιεύσεις περί τέχνης, σημειώνουμε: «Εισαγωγή σε θέματα ζωγραφικής» (1960), «12 Μαθήματα για τη Σύγχρονη Τέχνη» (1970), «Η έννοια των μορφών» (1975), «Ρυθμοί και όροι της Ευρωπαϊκής τέχνης» (1980), «Η φυσιογνωμία της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα» (4 τόμοι), «Κριτική Εικαστικών τεχνών» (2 τόμοι, 1996) κ.ά.


Ελένη Βακαλό


Η Ελένη Βακαλό (1921-2001) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. 

Το 1944 παντρεύτηκε τον ζωγράφο-σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό. 

Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πήρε το δίπλωμά της στην αρχαιολο

γίας από τη Φιλοσοφική Σχολή. 

Παρακολούθησε μαθήματα στη Σορβόννη με ειδίκευση στην ιστορία της τέ

χνης. 

Εργάστηκε ως κριτικός τέχνης στην εφημερίδα "Τα Νέα", το διάστημα 1952-

1974 (με διακοπή δύο χρόνων στην περίοδο της δικτατορίας) καθώς και στο 

περιοδικό "Ζυγός" (1955-1967). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της "Σχολής Βακαλό"

 την περίοδο 1957-58. Έως το 1990 δίδασκε ιστορία της τέχνης και στοιχεία 

οπτικής αντίληψης στην ίδια Σχολή, παραμένοντας μέλος της διεύθυνσης έως

 το τέλος της ζωής της. Διετέλεσε, επίσης, μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθή

κης μετά το 1994. Συνεργάστηκε με άρθρα και δοκίμιά της με πολλά περιοδικά.

 Στον χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε το 1944, με ποιήματά της στο περιο

δικό "Νέα Γράμματα". Μέχρι το 1997 εξέδωσε συνολικά δεκατέσσερα βιβλία 

ποίησης και δύο συγκεντρωτικές εκδόσεις (1981, 1995). Ως ποιήτρια, η Ελένη

 Βακαλό ανήκει, σύμφωνα με τους κριτικούς, στην πρώτη μεταπολεμική γενιά 

μεταϋπερρεαλιστών ποιητών, μαζί με τους ομοτέχνους της Μίλτο Σαχτούρη, 

Νάνο Βαλαωρίτη, Μαντώ Αραβαντινού, Τάκη Σινόπουλο, Έκτορα Kακναβάτο, 

Τάκη Bαρβιτσιώτη, Αριστοτέλη Nικολαΐδη και Ν. Δ. Kαρούζο. Το ποιητικό της 

έργο χωρισμένο σε τέσσερις περιόδους, από το 1944 έως το 1997, αποτελεί

 ουσιαστικά ένα κειμενικό συνεχές, αρθρωμένο μέσα από τις επιμέρους συνθέ

σεις του. Το 1991 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή 

"Γεγονότα και ιστορίες της κυρα-Ροδαλίνας". Τιμήθηκε, επίσης, με το βραβείο 

της Ακαδημίας Αθηνών το 1997 ενώ το 1998 της απονεμήθηκε ο τίτλος της επι

τίμου διδάκτορος του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Το 2000 της

 απονεμήθηκε ο τίτλος της επιτίμου διδάκτορος του Πανεπιστημίου του Derby.

 Πέθανε στην Αθήνα το 2001.

Τίτλοι:
Συγγραφέας

Ελένη Βακαλό,

ποιήτρια 

οικολογικής 

κρίσης


Ελένη Βακαλό, ποιήτρια οικολογικής κρίσης

Νύ­χτα προ­δί­νουν οι άν­θρω­ποι τους άλ­λους

Κι όταν αρ­χί­σει
Να σε πνί­γει
Το δά­σος
Φω­νά­ζεις
Σαν
Να μην εί­σαι
Στο δά­σος

—Ελέ­νη Βα­κα­λό, Το δά­σος (1954)

Υπάρ­χει ένας τρα­γω­δός ανά­με­σα στη σιω­πή. —Ελέ­νη Βα­κα­λό, 

Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας (1958)

Όλο το φθι­νό­πω­ρο της φε­τι­νής χρο­νιάς, άνοι­γα τα μά­τια μου κά­θε πρωί σαν

 να ξυ­πνού­σα σε ένα ζω­ντα­νό εφιάλ­τη που μου απο­κα­λύ­πτο­νταν σε slow 

motion. Για μή­νες τώ­ρα, ο κό­σμος γύ­ρω μας ζει την απο­μό­νω­ση και τον α

πο­κλει­σμό μιας παν­δη­μί­ας που έχει στοι­χί­σει αμέ­τρη­τες ζω­ές, έχει βυ­θί­σει 

εκα­τομ­μύ­ρια άτο­μα σε ανερ­γία, φτώ­χεια, και επι­σι­τι­στι­κή ανα­σφά­λεια, και 

που έχει ως μο­να­δι­κή θε­τι­κή συ­νέ­πεια μια προ­σω­ρι­νή μεί­ω­ση των καυ­σα­ε­ρί

­ων, την υπο­χώ­ρη­ση του νέ­φους στις με­γά­λες πό­λεις, και την επι­στρο­φή 

άγριων ζώ­ων στους άδειους δρό­μους και στα πάρ­κινγκ των πό­λε­ων και των

 προ­α­στί­ων. Η ίδια η παν­δη­μία εί­ναι, βέ­βαια, όχι μό­νο η με­γα­λύ­τε­ρη δο­κι­μα

­σία δη­μό­σιας υγεί­ας της επο­χής μας, αλ­λά και η άμε­ση συ­νέ­πεια τό­σο της

 δια­τά­ρα­ξης της κλι­μα­τι­κής ισορ­ρο­πί­ας όσο και του εμπο­ρί­ου άγριων ζώ­ων, 

που δη­μιουρ­γούν ασυ­νή­θι­στες επα­φές με­τα­ξύ ει­δών και επι­τρέ­πουν στους 

πα­θο­γό­νους ορ­γα­νι­σμούς να βρουν και­νού­ριους ξε­νι­στές.

Πα­ράλ­λη­λα με την παν­δη­μία, τους τε­λευ­ταί­ους μή­νες έχου­με δει κι άλ­λες τρο

­μα­χτι­κές εν­δεί­ξεις της κλι­μα­τι­κής αλ­λα­γής, της πιο βα­θιάς ίσως υπαρ­ξια­κής 

κρί­σης στην αν­θρώ­πι­νη ιστο­ρία. Στις ΗΠΑ, όπου μέ­νω εγώ, πυρ­κα­γιές κα­τα

­βρό­χθι­σαν με­γά­λες εκτά­σεις των δα­σών στη δυ­τι­κή ακτή, κα­τα­στρέ­φο­ντας 

ολό­κλη­ρα χω­ριά, πλη­σιά­ζο­ντας τα πε­ρί­χω­ρα του Λος Άν­τζε­λες, του Σαν 

Φραν­σί­σκο και του Πόρ­τλαντ. Φί­λοι στην Κα­λι­φόρ­νια και στο Όρε­γκον μου

 έστελ­ναν φω­το­γρα­φί­ες που έδει­χναν μα­τω­μέ­νους ου­ρα­νούς και ένα από­κο

­σμο κόκ­κι­νο φως που τρύ­πω­νε στα σα­λό­νια και στις τρα­πε­ζα­ρί­ες όπου αυ­

τοί βοη­θού­σαν τα παι­διά τους με τα κα­τ’ οί­κον μα­θή­μα­τα. Οι κα­πνοί έξω από

 το σπί­τι τους πε­ριό­ρι­σαν ακό­μα και τις απλές βόλ­τες που τους έδι­ναν κά­ποι

ο αί­σθη­μα απε­λευ­θέ­ρω­σης από την απο­μό­νω­ση της παν­δη­μί­ας. Στη Νέα

 Υόρ­κη ζού­σα­με ένα φθι­νό­πω­ρο που έμοια­ζε αλ­λό­κο­τα σαν κα­λο­καί­ρι, ενώ 

σε όλο τον πλα­νή­τη κα­τα­γρά­φη­καν οι υψη­λό­τε­ρες μέ­σες θερ­μο­κρα­σί­ες ολό

­κλη­ρης της ιστο­ρί­ας—που, όπως επι­ση­μαί­νουν οι επι­στή­μο­νες, θα έπρε­πε 

να τις σκε­φτό­μα­στε κα­λύ­τε­ρα ως τις χα­μη­λό­τε­ρες θερ­μο­κρα­σί­ες ανά­με­σα σε

 αυ­τές που θα ζή­σου­με από δω και πέ­ρα. Και για να συ­μπλη­ρω­θεί η ει­κό­να 

του εφιάλ­τη, οι ΗΠΑ βρί­σκο­νταν σε προ­ε­κλο­γι­κό ανα­βρα­σμό, ενώ ο ρα­τσι­

στής, μι­σο­γύ­νης, ομο­φο­βι­κός (ανά­με­σα σε άλ­λα) πρό­ε­δρός μας εξήγ­γελ­λε

 ανοι­χτά την επί­θε­σή του απέ­να­ντι στις δη­μο­κρα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες, μεί­ω­νε τη

 σο­βα­ρό­τη­τα της παν­δη­μί­ας (τη στιγ­μή που ο ίδιος αρ­ρώ­σται­νε και ο Λευ­κός

 Οί­κος γι­νό­ταν πη­γή δε­κά­δων κρου­σμά­των), και συ­νέ­χι­ζε την κα­τα­πά­τη­ση 

προ­στα­τευό­με­νων πε­ριο­χών και τη ρα­γδαία χα­λά­ρω­ση των ρυθ­μί­σε­ων που

 αφο­ρούν το πε­ρι­βάλ­λον.


Σε μια φά­ση που το άγ­χος μου χτύ­πη­σε κόκ­κι­νο, απο­φά­σι­σα να αλ­λά­ξω 

πλώ­ρη. Έκλει­σα το ίντερ­νετ, υπο­σχέ­θη­κα στον εαυ­τό μου να μην δια­βά­ζω

ει­δή­σεις μέ­χρι να συ­νέλ­θω, και ανα­ζή­τη­σα κα­τα­φύ­γιο σε έναν τό­πο στον ο

ποίο έχω στρα­φεί πολ­λές φο­ρές για πα­ρη­γο­ριά: στον ποι­η­τι­κό κό­σμο της 

Ελέ­νης Βα­κα­λό, και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να σε εκεί­να τα μα­γι­κά έξι μα­κρο­σκε­λή 

ποι­ή­μα­τα που απο­τε­λούν τη σει­ρά Πριν από τον λυ­ρι­σμό. «Κα­τέ­φυ­γα στα 

απρό­σι­τα όπως λα­ός εν διωγ­μώ», όπως γρά­φει η ίδια η Βα­κα­λό στο Η έν­νοι

α των τυ­φλών (1962).

Να στρέ­φε­ται κα­νείς στην πυ­κνή, δύ­σκο­λη γρα­φή της Βα­κα­λό μπο­ρεί να μοι

ά­ζει ως πε­ρί­ερ­γη κί­νη­ση για κά­ποιον που ήδη βιώ­νει κα­τα­στά­σεις άγ­χους 

και τα­ρα­χής, αλ­λά εδώ και εί­κο­σι χρό­νια —σχε­δόν τη μι­σή ζωή μου— αυ­τά 

τα έξι ποι­ή­μα­τα μου έχουν στα­θεί χώ­ρος κα­τα­φυ­γής. Συ­νά­ντη­σα την ποί­η­ση

 της Βα­κα­λό για πρώ­τη φο­ρά ως φοι­τή­τρια. Ήμουν αρ­χά­ρια μα­θή­τρια της ελ

­λη­νι­κής γλώσ­σας, μια ντρο­πα­λή κο­πέ­λα που ένιω­θε πιο άνε­τα με τα βι­βλία 

πα­ρά με τους αν­θρώ­πους. Το Πα­νε­πι­στή­μιο Πρίν­στον, όπου φοι­τού­σα —και

 όπου εί­μαι τώ­ρα κα­θη­γή­τρια—κα­τέ­χει στη βι­βλιο­θή­κη του μια εκ­πλη­κτι­κή 

συλ­λο­γή χει­ρο­γρά­φων Νε­ο­ελ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων. Συ­χνά περ­νού­σα απο­γεύ

­μα­τα στο ανα­γνω­στή­ριο της βι­βλιο­θή­κης, εξε­ρευ­νώ­ντας τα χαρ­τιά Ελ­λή­νων

 ποι­η­τών που τα ονό­μα­τά τους μου ήταν και­νούρ­για και τα έρ­γα τους ακό­μα

 άγνω­στα και δυ­σα­νά­γνω­στα. Τα χει­ρό­γρα­φα της Βα­κα­λό με μά­γε­ψαν από 

την πρώ­τη στιγ­μή και με την πρώ­τη μα­τιά: τα διά­φο­ρα με­λά­νια (μαύ­ρο, 

μπλε, κόκ­κι­νο, πρά­σι­νο), τα φυλ­λά­δια όπου εί­χε κολ­λή­σει —κυ­ριο­λε­κτι­κά,

 με κόλ­λα— χαρ­τά­κια με στί­χους σε πε­ρί­ερ­γες δια­τά­ξεις στην κά­θε σε­λί­δα, 

το πε­ρί­ερ­γο δερ­μα­τό­δε­το βι­βλίο, δώ­ρο στον άν­δρα της, που πε­ριέ­χει τρεις

 μορ­φές του ίδιου ποι­ή­μα­τος, τυ­πω­μέ­νο, κα­θα­ρο­γραμ­μέ­νο και δα­κτυ­λο­γρα

­φη­μέ­νο. Κα­τά κά­ποιον τρό­πο, συ­νέ­χι­σα να μα­θαί­νω ελ­λη­νι­κά ώστε να μπο

­ρώ να δια­βά­ζω εκεί­νη την ποί­η­ση που μ’ εί­χε γοη­τέ­ψει πρώ­τα σαν ει­κό­να, 

σαν αντι­κεί­με­νο. Βέ­βαια, όταν εί­χα μά­θει αρ­κε­τά ελ­λη­νι­κά ώστε να νιώ­θω

 πια πως πα­τού­σα πά­νω σε ασφα­λές έδα­φος με τη γλώσ­σα, η δύ­σκο­λη σύ

­ντα­ξη και γραμ­μα­τι­κή της Βα­κα­λό ήρ­θαν σαν σει­σμός να με τα­ρά­ξουν και 

πά­λι.


Εκεί­νη η τα­ρα­χή όμως ήταν για μέ­να πρό­σκλη­ση, όχι απο­τρο­πή. Με­ρι­κά 

χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, έβα­λα σκο­πό να με­τα­φρά­σω τα έξι μα­κρο­σκε­λή ποι­ή­μα­τα

 που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στη σει­ρά Πριν από το λυ­ρι­σμόΤο δά­σος (1954),

 «Φυ­τι­κή αγω­γή» (το μο­να­δι­κό ποί­η­μα στη σει­ρά που δεν απο­τε­λεί βι­βλίο α

πό μό­νο του, αλ­λά πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στην συλ­λο­γή Τοι­χο­γρα­φία, 1956), 

Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας (1958), Πε­ρι­γρα­φή του σώ­μα­τος (1959), Η έν­νοια των

 τυ­φλών (1962), και Ο τρό­πος να κιν­δυ­νεύ­ου­με (1966). Μου πή­ρε δέ­κα χρό­

νια. Η με­τά­φρα­ση ήταν πρό­σχη­μα για να πε­ρι­πλα­νιέ­μαι αρ­γά στον πε­ρί­ερ­

γο κό­σμο της Βα­κα­λό, να αφή­νο­μαι στα ρεύ­μα­τα της γλώσ­σας της, να βλέ­

πω τη σχέ­ση μου τό­σο με την ελ­λη­νι­κή όσο και με την αγ­γλι­κή γλώσ­σα να 

αλ­λά­ζει, να τε­ντώ­νε­ται και να με­τα­μορ­φώ­νε­ται, να γί­νε­ται ανοί­κεια. Επέ­στρε­

φα στα ποι­ή­μα­τα ξα­νά και ξα­νά όχι μό­νο επει­δή δυ­σκο­λευό­μουν να γρά­ψω

 αγ­γλι­κές εκ­δο­χές, αλ­λά επει­δή μου πρό­σφε­ραν έναν χώ­ρο ήσυ­χο και στο­χα

­στι­κό, όλο δι­κό μου, μα­κριά από τον υπό­λοι­πο κό­σμο. Σαν γε­νι­κός κα­νό­νας 

η με­τά­φρα­ση εί­ναι μο­να­χι­κή απα­σχό­λη­ση. Και ενώ τα με­τα­γε­νέ­στε­ρα έρ­γα 

της Βα­κα­λό —Γε­νε­α­λο­γία (1971), Του Κό­σμου (1978), Οι πα­λά­βρες της κυ­ρά

 Ρο­δα­λί­νας (1984) και Γε­γο­νό­τα και ιστο­ρί­ες της κυ­ρά Ρο­δα­λί­νας (1990)— 

πα­ρου­σιά­ζουν ένα αν­θρώ­πι­νο, κοι­νω­νι­κό δί­χτυ ιστο­ριών και πρά­ξε­ων, εκεί­

να τα πρώ­τα έξι ποι­ή­μα­τα δεί­χνουν πε­ρισ­σό­τε­ρη αφο­σί­ω­ση στις δρα­στη­ριό

­τη­τες και συ­νή­θειες των φυ­τών, των που­λιών, των θα­λάσ­σιων πλα­σμά­των. 

Πλέ­κουν μια ποι­η­τι­κή το­πο­γρα­φία που, εκεί­νη την εβδο­μά­δα του Οκτώ­βρη, 

όταν κα­τέ­βα­σα από τα ρά­φια μου τα ποι­ή­μα­τα, θε­ώ­ρη­σα ότι θα μου προ­σφέ

­ρει και πά­λι ασφά­λεια και άσυ­λο από τις αν­θρω­πο­γε­νείς κα­τα­στρο­φές και

 συμ­φο­ρές.

Αλ­λά μέ­σα στον ανα­βρα­σμό του 2020, βρή­κα ακό­μα και τη Βα­κα­λό αλ­λαγ­μέ

­νη — ή μάλ­λον εί­χα αλ­λά­ξει εγώ ως ανα­γνώ­στρια. Ξαφ­νι­κά εί­δα το Πριν από

 το λυ­ρι­σμό όχι ως ασφα­λή χώ­ρο μα­κριά από τα κα­πρί­τσια του αν­θρώ­πι­νου

 εί­δους, αλ­λά ως δια­πε­ρα­στι­κή πρό­βλε­ψη της υπαρ­ξια­κής κρί­σης και της

 κλι­μα­τι­κής αλ­λα­γής την οποία αντι­με­τω­πί­ζου­με τώ­ρα πια στην κα­θη­με­ρι­νό

­τη­τά μας. Δια­βά­ζο­ντάς τα τώ­ρα, δια­κρί­νω σ’ αυ­τά τα έξι συν­δε­δε­μέ­να βι­βλία

 μια στα­δια­κή αφή­γη­ση που ιχνο­γρα­φεί τη σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ αν­θρώ­πων

 και του υπό­λοι­που φυ­σι­κού κό­σμου, μια αφή­γη­ση που υπο­δη­λώ­νει την α

πό­λυ­τη κα­τα­στρο­φή που προ­κύ­πτει από την κα­τα­πά­τη­ση του υπό­λοι­που 

πλα­νή­τη από μια συ­νε­χώς επε­κτει­νό­με­νη αν­θρω­πό­τη­τα, ενός πλα­νή­τη τρο

­μα­κτι­κά εύ­θραυ­στου μα συγ­χρό­νως και τρο­μα­κτι­κά αν­θε­κτι­κού. Θα μπο­ρού­

σε κα­νείς να πει ότι ερ­μη­νεύω το έρ­γο της Βα­κα­λό ανα­χρο­νι­στι­κά, βλέ­πο­

ντας στην ποί­η­σή της ανη­συ­χί­ες για την κα­τα­στρο­φή της φύ­σης που μό­νο

 πρό­σφα­τα έχουν τρα­βή­ξει την προ­σο­χή μας. Αντι­θέ­τως, υπο­στη­ρί­ζω ότι η

 ποί­η­ση της Βα­κα­λό με­τα­φέ­ρει με δια­φο­ρε­τι­κούς όρους την ίδια προει­δο­ποί­

η­ση που βλέ­που­με και ακού­με όχι μό­νο από επι­στή­μο­νες αλ­λά και από τον 

κό­σμο γύ­ρω μας εδώ και δε­κα­ε­τί­ες, μα που αρ­νού­μα­στε πει­σμα­τι­κά να ακού

­σου­με. Και ίσως η μα­γνη­τι­κή έλ­ξη που νιώ­θω μπρο­στά στο Πριν από το λυ­ρι­

σμό δεν εί­ναι τε­λι­κά η έλ­ξη της πα­ρη­γο­ριάς ή του κα­τα­φυ­γί­ου, αλ­λά η βα­θιά 

γνώ­ση της αδιαι­ρε­τό­τη­τας του φυ­σι­κού κό­σμου που αντι­κα­το­πτρί­ζο­νται σε

 αυ­τά τα αλ­λη­λέν­δε­τα ποι­ή­μα­τα. Η ποι­η­τι­κή οι­κο­λο­γία της Βα­κα­λό αμ­φι­σβη­

τεί τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη έν­νοια της αει­φο­ρί­ας και της αει­φό­ρου ανά­πτυ­ξης,

 και πα­ρου­σιά­ζει αντί αυ­τής μια ρι­ζι­κά δια­φο­ρε­τι­κή μορ­φή οι­κο­λο­γι­κής σκέ

­ψης.

Σε ένα κεί­με­νο για την οι­κο­ποι­η­τι­κή των πει­ρα­μα­τι­κών ποι­η­τών Maggie 

O’Sullivan και Allen Fisher, η Molly Bloomfield επι­ση­μά­νει πως ο λό­γος της

 αει­φο­ρί­ας πα­ρου­σιά­ζει το πε­ρι­βάλ­λον ως «θρε­πτι­κό υπό­βα­θρο για τις αν

­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες, μια απο­θή­κη για να κα­λύ­ψει τις ανά­γκες των ση­με­ρι­

νών και των μελ­λο­ντι­κών (αν­θρώ­πι­νων) γε­νε­ών, και ένα σύ­νο­λο πό­ρων πά­

νω στους οποί­ους η τε­χνο­λο­γία και η κοι­νω­νία μπο­ρούν να δρά­σουν για να

 επε­κτεί­νουν τους ‘πε­ριο­ρι­σμού­ς’ των δια­θέ­σι­μων απο­θε­μά­των» —έτσι ώ

στε, βέ­βαια, να προ­φυ­λα­χθεί και να συ­νε­χι­στεί το σύ­στη­μα του όψι­μου κα­πι

­τα­λι­σμού (23). Η οι­κο­λο­γι­κή στά­ση των ποι­η­τών που ερευ­νά η Bloomfield 

παίρ­νει τη μορ­φή ποι­η­τι­κών στρα­τη­γι­κών που «απο­κε­ντρώ­νουν ή ανα­στα­

τώ­νουν την προ­νο­μια­κή στα­θε­ρό­τη­τα των λυ­ρι­κών ή αφη­γη­μα­τι­κών προ­σώ

­πων». Στα έρ­γα αυ­τά «δεν υπάρ­χει έντο­νος δια­χω­ρι­σμός φι­γού­ρας και φό­

ντου, ού­τε κά­ποια ανα­πα­ρά­στα­ση ενός ξε­χω­ρι­στού ‘σώ­μα­το­ς’ που κα­τοι­κεί

 μέ­σα σε ένα πε­ρι­βάλ­λον· αντί να λει­τουρ­γεί ως φό­ντο ή ως πε­ρι­βάλ­λον μέ­

σο ή ως ένα σύ­νο­λο πό­ρων που πρέ­πει να δια­χει­ρί­ζο­νται προ­σε­κτι­κά, το 

‘πε­ρι­βάλ­λο­ν’ εί­ναι το ίδιο το υλι­κό του ‘σώ­μα­το­ς’» (25). Το αν­θρώ­πι­νο σώ­

μα, δη­λα­δή, εί­ναι μέ­ρος ενός φυ­σι­κού κό­σμου που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται τό­σο από

 συ­να­να­στρο­φή και συ­νερ­γα­σία όσο και από σύ­γκρου­ση και αντα­γω­νι­σμό 

(25).

Αυ­τά τα λό­για θα μπο­ρού­σαν κάλ­λι­στα να ανα­φέ­ρο­νται στο Πριν από το λυ­ρι­

σμό, ξε­κι­νώ­ντας με τις πρώ­τες γραμ­μές του πρώ­του ποι­ή­μα­τος, Το δά­σος

 (1954):

Το σχήμα του δάσους έχει
Το σχήμα μιας μέδουσας
Που την πιάνεις στα χέρια σου και γλιστράει
Όταν τη βγάλει έξω
Το κύμα
Αυτό γίνεται ίσως
Γιατί
Σαλεύει
Χωρίς
Ν’ ανοίγει αμμουδιές
Που είναι άσπρες
Και γυαλίζουν οι φρέσκες
Ενώ οι άλλες
Ολόασπρες
Θα βρεις και κόκκαλα από πνιγμένους (11)

Όπως στα έρ­γα που πε­ρι­γρά­φει η Bloomfield, έτσι κι εδώ λεί­πει ο δια­χω­ρι­

σμός φι­γού­ρας και φό­ντου. Η μια φι­γού­ρα με­τα­μορ­φώ­νε­ται στην επό­με­νη, ή 

βγαί­νει από την προη­γού­με­νη· το δά­σος παίρ­νει τη με­τα­βαλ­λό­με­νη, άπια­

στη μορ­φή της μέ­δου­σας· δεν συ­να­ντά­με ολό­κλη­ρο αν­θρώ­πι­νο σώ­μα αλ­λά

 δυο απο­μο­νω­μέ­να χέ­ρια, και το μό­νο άτο­μο που ανα­φέ­ρε­ται δεν εί­ναι το λυ

­ρι­κό «εγώ» αλ­λά ένα αφη­ρη­μέ­νο, υπο­θε­τι­κό δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο. Έχω γρά­ψει

 κι αλ­λού για την ιδιαί­τε­ρη χρή­ση της με­το­χής και του δεύ­τε­ρου προ­σώ­που 

στην ποί­η­ση της Βα­κα­λό —που, δα­νει­ζό­με­νη πά­λι τα λό­για της Bloomfield,

 «απο­κε­ντρώ­νουν ή ανα­στα­τώ­νουν την προ­νο­μια­κή στα­θε­ρό­τη­τα των λυ­ρι­

κών ή αφη­γη­μα­τι­κών προ­σώ­πων». Ακό­μα και η χρή­ση του πρώ­του προ­σώ­

που δεν μας προ­σφέ­ρει ανα­γνω­ρί­σι­μα υπο­κεί­με­να: τα «εγώ» στο Πριν από 

τον λυ­ρι­σμό εί­ναι απλώς στοι­χεία ενός αστα­θούς, πο­λυ­μορ­φι­κού κό­σμου.

 Οι ομι­λη­τές ή ομι­λή­τριες της Βα­κα­λό δεν έχουν συ­γκε­κρι­μέ­να σώ­μα­τα που

 κα­τοι­κούν σε συ­γκε­κρι­μέ­να πε­ρι­βάλ­λο­ντα, εί­ναι φω­νές που ανή­κουν ή αντη

­χούν στο ίδιο το ευ­ρύ­τε­ρο πε­ρι­βάλ­λον. Στη σκη­νή που ανέ­φε­ρα, η μό­νη αν

­θρώ­πι­νη πα­ρου­σία βρί­σκε­ται στα σπαρ­μέ­να κόκ­κα­λα που εν­σω­μα­τώ­νο­νται 

στο φυ­σι­κό ύφα­σμα ζω­ής και κί­νη­σης, θα­νά­του και απο­σύν­θε­σης.
Σε αυ­τό το πρώ­ι­μο ποί­η­μα όμως, η αν­θρώ­πι­νη πα­ρου­σία εί­ναι πο­λύ πε­ρισ

­σό­τε­ρο από δευ­τε­ρεύ­ου­σα σκέ­ψη. Αντί­θε­τα, Το δά­σος κά­νει εμ­φα­νή τη σύ­

γκρου­ση του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος με τον κοι­νω­νι­κό κό­σμο του αν­θρώ­πι­

νου εί­δους. Οι άν­θρω­ποι στο ποί­η­μα λέ­νε ψέ­μα­τα, κρύ­βουν την αλή­θεια, πα

­ρα­κο­λου­θούν κρυ­φά τις κου­βέ­ντες των άλ­λων, στή­νουν πα­γί­δες στο δά­σος

 για τα άγρια ζώα, βλέ­πουν τον κό­σμο μέ­σα από ψεύ­τι­κα μά­τια, συ­ζη­τούν α

νό­η­τα θέ­μα­τα όπως κα­πέ­λα, τα οποία στο­λί­ζουν με τα φτε­ρά νε­κρών που­

λιών. Το δά­σος εν τω με­τα­ξύ εί­ναι τό­πος φό­βου που φέ­ρει τα ση­μά­δια βί­αιων 

αν­θρώ­πι­νων επεμ­βά­σε­ων:

Η ώρα περνάει
Και στο ξέφωτο πληθαίνει η σκιά
[…]
Λοξή πρώτα
Τους κορμούς που ορίζουν τον κύκλο δεξιά
Χωρίζει
Καθώς αν πριονίζανε δυο ξυλοκόποι
Το δέντρο με θόρυβο θα έπεφτε
Στη γη
Αργότερα από τον ένα στον άλλο κορμό γυρνώντας
Αγγίζει για λίγο τα δέντρα της άλλης πλευράς
Για να βουλιάξουν μες στο σκοτάδι ύστερα
Όλα μαζί
Κείνη τη λίγη ώρα είναι που ακούς να κελαϊδούν τα πουλιά
Κι αυτά που λένε
Πως στα δάση τραγουδούν όλη τη μέρα τα πουλιά
Είναι ψέματα
Στα δάση βασιλεύει ο φόβος
Και τ’ αγρίμια
Το ίδιο όπως και τα πουλιά
Ξέρουνε να φοβούνται
Πριν γεννηθούν (19)

Οι αν­θρώ­πι­νες δρα­στη­ριό­τη­τες πα­ρου­σιά­ζο­νται στο ποί­η­μα ως πη­γή φό

­βου, αι­τία αυ­τής της σκιάς που ολο­έ­να απλώ­νε­ται—και όπως υπο­δει­κνύ­ει το 

από­σπα­σμα που επέ­λε­ξα ως επι­γρα­φή για το δι­κό μου κεί­με­νο («Νύ­χτα προ

­δί­νουν οι άν­θρω­ποι τους άλ­λους / Κι όταν αρ­χί­σει / Να σε πνί­γει / Το δά­σος / 

Φω­νά­ζεις / Σαν / Να μην εί­σαι / Στο δά­σος»), αυ­τές οι δρα­στη­ριό­τη­τες, όταν

 απο­κτούν κα­τα­στρο­φι­κές δια­στά­σεις, στρέ­φο­νται ενα­ντί­ον μας, ενα­ντί­ον 

του ίδιου του αν­θρώ­πι­νου εί­δους. Αν συ­νε­χί­σου­με να πνί­γου­με το δά­σος,

 κά­ποια στιγ­μή θα πνι­γού­με κι εμείς—ακρι­βώς επει­δή εί­μα­στε μέ­ρος αυ­τού, 

ανή­κου­με κι εμείς στο δά­σος.

Πολ­λοί από μας μέ­νουν σε πό­λεις που βρί­σκο­νται μα­κριά από τα δά­ση· τα 

πε­ρι­ποι­η­μέ­να πάρ­κα όπου περ­πα­τά­με ή πά­με βόλ­τα το σκύ­λο εί­ναι μό­νο ε

ξη­με­ρω­μέ­να αντί­τυ­πα μιας άγριας φύ­σης που έχου­με χά­σει, «ομοιώ­μα­τα δά

­σους», όπως τα διο­ρά­μα­τα με τα βαλ­σα­μω­μέ­να ζώα που βρί­σκου­με σε μου­

σεία φυ­σι­κής ιστο­ρί­ας. Κι έτσι ξε­χνά­με ότι τα πάρ­κα και τα αστι­κά το­πία εί­ναι

 κι αυ­τά κομ­μά­τια της φύ­σης, ότι κι εμείς κυ­βερ­νιό­μα­στε από τη με­γά­λη, 

απρό­βλε­πτη αγριό­τη­τα του φυ­σι­κού κό­σμου, και όταν υπο­φέ­ρει το δά­σος, 

ανα­πό­φευ­κτα υπο­φέ­ρου­με κι εμείς. Σε άλ­λο ση­μείο του ποι­ή­μα­τος που επί­

σης ανα­φέ­ρε­ται στο θέ­μα της προ­δο­σί­ας, η Βα­κα­λό γρά­φει, «Κλαίω πά­νω

 στο σώ­μα / ενός κοι­μι­σμέ­νου παι­διού / για­τί αι­σθά­νο­μαι πως θα τον προ­δώ

­σω / πριν να χα­ρά­ξει η αυ­γή» (24). Πο­λύ πι­θα­νόν η Βα­κα­λό να μην εί­χε κα­τά

 νου την κα­τα­στρο­φή του πε­ρι­βάλ­λο­ντος όταν έγρα­φε αυ­τές τις γραμ­μές. Αλ

­λά εμέ­να, ως μη­τέ­ρα ενός μι­κρού παι­διού γεν­νη­μέ­νου σε έναν κό­σμο όπου 

πα­ρα­φυ­λά­νε άγνω­στοι και τρο­με­ροί κίν­δυ­νοι —απο­τέ­λε­σμα της αδρά­νειας 

και της απλη­στί­ας μας— μου εί­ναι αδύ­να­τον να δια­βά­ζω αυ­τά τα λό­για χω­ρίς

 να σκέ­φτο­μαι την ορ­γή της Γκρέ­τα Τούν­μπεργκ όταν μι­λού­σε πρό­σφα­τα

 στην Ει­δι­κή Σύ­νο­δο των Ηνω­μέ­νων Εθνών για το πε­ρι­βάλ­λον: «Μας προ­δώ

­σα­τε. Αλ­λά οι νέ­οι αρ­χί­ζουν να βλέ­πουν την προ­δο­σία σας. Τα μά­τια όλων

 των μελ­λο­ντι­κών γε­νε­ών εί­ναι στραμ­μέ­να πά­νω σας κι αν απο­φα­σί­σε­τε να

 μας εγκα­τα­λεί­ψε­τε, εγώ σας το λέω, δεν θα σας συγ­χω­ρή­σου­με πο­τέ».

Αν Το δά­σος μι­λά­ει για την αν­θρώ­πι­νη δύ­να­μη που κά­νει άλ­λα ζώα και πλά

­σμα­τα της φύ­σης να φο­βού­νται και να υπο­τάσ­σο­νται — «Σχε­τι­κά προ­σθέ­τω 

στις ανα­μνή­σεις μου πως εί­χα κά­πο­τε ένα σκυ­λί. Σκε­φτό­μου­να πως δε θα

 ήτα­νε τί­πο­τα πιο ωραίο απ’ το να εί­σαι σκυ­λί. Έτσι όπως τα χτυ­πάς κι υπο

­τάσ­σο­νται» (25) — στο ποί­η­μα «Φυ­τι­κή αγω­γή», το επό­με­νο στη σει­ρά Πριν

 από το λυ­ρι­σμό, το φυ­τι­κό βα­σί­λειο δεί­χνει τη δι­κή του δύ­να­μη να προ­σαρ­μο­

στεί, ακό­μη και να αντα­πο­δώ­σει ενά­ντια σε αυ­τές τις αδι­κί­ες και τις δια­τα­ρα­χές.

 Το ποί­η­μα κα­το­νο­μά­ζει «το πνεύ­μα… [ό]πως το εν­νο­εί ο Ευ­ρω­παϊ­κός πο­λι­τι­

σμός» ως «[την] κυ­ριό­τε­ρη δια­φο­ρά» ανά­με­σα στους αν­θρώ­πους και τα φυ­τά.

 Επί­σης, πα­ρου­σιά­ζει τα φυ­τά ως «μο­νί­μως επα­να­στα­τι­κά» πλά­σμα­τα που αλ­

λη­λο­ϋ­πο­στη­ρί­ζο­νται, ως «τέ­ρα­τα / με τε­ρά­στια πό­δια» η «κί­νη­ση» των οποί­ων,

 ενώ εί­ναι «επι­τό­πια», εξα­κο­λου­θεί να έχει την ικα­νό­τη­τα να ανα­στα­τώ­νει τις αν

­θρώ­πι­νες δο­μές:

Η αντοχή των φυτών με ξαφνιάζει
Μερικά με τη ρίζα περνούν προχωρώντας στα θεμέλια

Απ’ τον κήπο στο πλάι

Μια λεύκα μας φύτρωσε έτσι κι’ είναι τώρα μεγάλη

Τα φυτά δεν τα ορίζεις

Τα κλαδεύεις μονάχα όταν πρέπει

Τα φυτά που απλά τα νομίζουμε όλοι 
(37)

Μπο­ρεί να μοιά­ζει μι­κρή, ασή­μα­ντη επα­νά­στα­ση από την πλευ­ρά μιας με­μο­νω

­μέ­νης λεύ­κας—αλ­λά η συμ­βο­λι­κή υπο­νό­μευ­ση των θε­με­λί­ων μιας τε­χνη­τής δο­

μής εί­ναι ση­μα­ντι­κή. Με άλ­λα λό­για, οι ευ­ρύ­τε­ρες συ­νέ­πειες αυ­τής της επα­να

­στα­τι­κής πρά­ξης εί­ναι με­γά­λες. Τα φυ­τά μπο­ρούν να ανα­ση­κω­θούν ξα­νά από

 τις ρί­ζες που νο­μί­ζα­με νε­κρές, να βγά­λουν και­νού­ρια φύλ­λα από ξε­ρά κλα­διά: 

«Ίσως εί­ναι γι’ αυ­τό που δεν ξέ­ρεις τα φυ­τά αν πε­θαί­νουν στ’ αλή­θεια» (37). Και

 αυ­τή η ανοί­κεια επι­μο­νή συν­δέ­ε­ται (στο από­σπα­σμα με τί­τλο «Οι επο­χές που 

αλ­λά­ζουν συ­νή­θειες») με την κα­τάρ­ρευ­ση της ίδιας της αν­θρω­πό­τη­τας: το αί­

σθη­μα τρό­μου που βιώ­νου­με όταν βλέ­που­με «τα φυ­τά που από­το­μα ανοί­γου­νε

 απ’ τη μια μέ­ρα στην άλ­λη» προ­κα­λεί­ται από το γε­γο­νός ότι πε­ριέ­χουν και 

«το σχή­μα / των νε­κρών μας σω­μά­των» (38). Ζού­με τώ­ρα αναμ­φι­σβή­τη­τα σε

 «επο­χές που αλ­λά­ζουν συ­νή­θειες», και οι αλ­λα­γές αυ­τές μας φέρ­νουν αντι­μέ

­τω­πους όχι μό­νο με το δι­κό μας θά­να­το αλ­λά και με την εξα­φά­νι­ση του τρό­

που ζω­ής μας, με την εξα­φά­νι­ση της ίδιας της αν­θρω­πό­τη­τας. Στο Η γη χω­

ρίς εμάς (2008), ο Alan Weisman πε­ρι­γρά­φει μια συ­ναρ­πα­στι­κή πε­ριο­δεία 

σε ένα με­τά-αν­θρώ­πι­νο μέλ­λον, όπου τα ζώα, τα φυ­τά, και τα άλ­λα εί­δη της

 φύ­σης που θα επι­βιώ­σουν από τις αν­θρω­πο­γε­νείς κρί­σεις και κα­τα­στρο­φές,

 με­τά την εξα­φά­νι­ση του δι­κού μας εί­δους ει­σβάλ­λουν και κα­τα­στρέ­φουν τις

 δι­κές μας δο­μές και υπο­δο­μές· η γη, όπως μας δεί­χνει ο Weisman, μπο­ρεί

 κάλ­λι­στα να συ­νε­χί­σει χω­ρίς εμάς, κι αυ­τή η σκέ­ψη εί­ναι συ­νά­μα κα­θη­συ­χα­

στι­κή και τρο­μα­κτι­κή.

Το Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας (1956) πε­ριέ­χει πολ­λά από τα θέ­μα­τα που ήδη 

επι­σή­μα­να στα προη­γού­με­να ποι­ή­μα­τα. Βλέ­που­με και πά­λι την αν­θε­κτι­κό­τη­

τα της φύ­σης, που συ­νε­χώς με­τα­τρέ­πει και εν­σω­μα­τώ­νει υπο­λείμ­μα­τα και 

συ­ντρίμ­μια σε νέα ζωή και ανά­πτυ­ξη:

Έτσι τα περιστατικά θα συμβούν
Που αφήνοντας στρώματα ξένα
Όστρακα ασβεστώδη
Κομμάτια ξερά σφουγγαριών
Ίσως κλαδιά που έριξαν
Από πάνω περνώντας κουρασμένα πουλιά
Εισχωρούνε στην ένωση των ιστών
Πεθαμένοι στη θάλασσα οργανισμοί
Μεταξύ τους ενώνονται
Σχηματίζουν σπονδύλους από άδεια σπασμένα κοχύλια
Που περνούνε σε άλλα κλαδιά
Το αλάτι σωρεύεται
Στρίβοντας κοκκαλώνουν τα φύκια πριν να θριβούν
Το αποτύπωμα μένει
Ραβδώσεις λευκότερες τα πετρώματα αυτά διαπερνούν
Διογκώσεις, μένουν κενά
Φωλιάζουνε πάλι εκεί θαλάσσια ερπετά
Πεταλίδες
Και εκείνα τα κομμάτια τελευταία που κόλλησαν
Κινούνται ακόμη στις άκρες, μπρος πίσω, μες το νερό. (51)

Το θέ­μα της βί­αι­ης επέμ­βα­σης των αν­θρώ­πων στο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον επί­

σης δια­τη­ρεί μια χα­μη­λό­το­νη πα­ρου­σία σε όλο τον τό­μο, με κο­ρύ­φω­ση στην

 «Πα­ρέν­θε­ση της αρά­χνης», όπου κά­ποιος που ανα­φέ­ρε­ται στο δεύ­τε­ρο πρό­

σω­πο σκο­τώ­νει μια αρά­χνη που περ­πα­τά­ει στον τοί­χο, με­τα­τρέ­πο­ντας έτσι 

«το αθώο στην πρό­θε­ση». Όμως, αντί μιας κά­θε­της διά­κρι­σης με­τα­ξύ αν­θρώ

­πων και υπό­λοι­που φυ­σι­κού κό­σμου, στο Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας τα αν­θρώ

­πι­να λεί­ψα­να όσο και τα ερεί­πια των αν­θρώ­πι­νων δη­μιουρ­γιών εν­σω­μα­τώ­

νο­νται στο ευ­ρύ­τε­ρο φυ­σι­κό το­πίο· γί­νο­νται ανα­κυ­κλώ­σι­μο υλι­κό που μπο

­ρεί να χρη­σι­μεύ­σει ως βά­ση για νέ­ους οι­κό­το­πους ή νέ­ες μορ­φές ζω­ής:

Έτσι σ’ αυτό το λασπερό τοπίο
Με πέτρες και χόρτα στην κοίτη που δεν στέκονται ορθά
Μ’ άλλο βάδισμα, σ’ άλλο χρόνο, συμπλέκονται
Των ανθρώπων που έμειναν τα μέλη
Όσα μέλη των ανθρώπων μείνανε αυτών

Βατράχια και φίδια
Κομμένα σκουλήκι που φυτρώνουν το άλλο σώμα τους
Σιγά-σιγά
Τα κρανία κι οι κνήμες
Μαυρισμένες όπου ο σκύλος τις δάγκωσε πιο παλιά. (46)

Στο Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας, η φύ­ση δεν εί­ναι πλέ­ον φο­βι­σμέ­νο θύ­μα της αν­

θρώ­πι­νης εξά­πλω­σης· αντι­θέ­τως αντι­κα­θι­στά, επα­να­χρη­σι­μο­ποιεί και με­τα­

μορ­φώ­νει—με αφθο­νία και χα­ρά—τα θαμ­μέ­να ερεί­πια αν­θρώ­πι­νων έρ­γων, 

δί­νο­ντάς τους και­νού­ρια ζωή και χα­ρα­κτή­ρα. Αλ­λά ακό­μα κι εδώ, σε ένα ποί­η

­μα που γιορ­τά­ζει την αν­θε­κτι­κό­τη­τα της φύ­σης, η Βα­κα­λό συ­νε­χί­ζει να αντι­

πα­ρα­βάλ­λει τον βρα­χύ­βιο, συ­νε­χώς με­τα­βαλ­λό­με­νο χα­ρα­κτή­ρα των ζω­ντα­

νών ορ­γα­νι­σμών (π.χ. τα οστά που­λιών «δια­λύ­ο­νται γρή­γο­ρα», «Αφού όταν

 εί­ναι μι­κρά τρώ­γο­ντας / Και στο στό­μα σου λιώ­νουν») με την τρο­μα­κτι­κή 

διάρ­κεια και αντο­χή των αν­θρω­πο­γε­νών ερει­πί­ων. Δια­βά­ζο­ντας το 2020 αυ­

τούς τους στί­χους για τα απο­μει­νά­ρια αρ­χαί­ων κα­τα­σκευών ως να εί­ναι

 «από διά­φο­ρες επο­χές απο­κλει­σμέ­νοι κίν­δυ­νοι», το μυα­λό μου πά­ει ανα­πό

­φευ­κτα στις μά­ζες των πλα­στι­κών απορ­ριμ­μά­των που κα­τα­κλύ­ζουν σή­με­ρα

 τους ωκε­α­νούς. Σχε­δόν το ήμι­συ των πλα­στι­κών που βρί­σκο­νται σή­με­ρα

 στον πλα­νή­τη κα­τα­σκευά­στη­καν τα τε­λευ­ταία 15 χρό­νια, με­τά το θά­να­το της

 Βα­κα­λό, αλ­λά για ακό­μη μια φο­ρά, η Βα­κα­λό μοιά­ζει σαν «τρα­γω­δός ανά­με­

σα στη σιω­πή», υπο­δει­κνύ­ο­ντας ήδη από τη δε­κα­ε­τία του 1950 τους μελ­λο

­ντι­κούς κιν­δύ­νους που θα προ­έ­κυ­πταν από την εκτε­τα­μέ­νη άγνοια και αυ­τα

­πά­τη της αν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας.

Εκ πρώ­της όψε­ως, το Πε­ρι­γρα­φή του σώ­μα­τος δεν μοιά­ζει να υπο­στη­ρί­ζει

 την οι­κο­κρι­τι­κή μου ανά­γνω­ση των ποι­η­μά­των αυ­τών: πε­ρι­γρά­φει ένα απο­

μο­νω­μέ­νο σώ­μα σε κο­ντι­νό πλά­νο, έξω από οποιο­δή­πο­τε φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ

­λον, μια σύν­θε­ση δέρ­μα­τος και αι­σθή­σε­ων που τη βλέ­που­με σε στά­σεις πό

­νου και ηδο­νής. Ωστό­σο, μια πιο προ­σε­κτι­κή ανά­γνω­ση με φέρ­νει και πά­λι

 στην οι­κο­λο­γι­κή σκέ­ψη που μου φαί­νε­ται πια βα­θιά χα­ραγ­μέ­νη στη γρα­φή 

της Βα­κα­λό: το σώ­μα εδώ με­γα­λώ­νει και εξα­πλώ­νε­ται και έρ­χε­ται να συμ­βο

­λί­σει, ίσως, το συλ­λο­γι­κό σώ­μα της αν­θρω­πό­τη­τας, τό­σο γε­μά­το από τον δι­

κό του «τρό­πο της ηδο­νής» (63) ώστε να αγνο­εί τη σχέ­ση του με τον υπό­λοι

­πο φυ­σι­κό κό­σμο. Πα­ρα­θέ­τω εδώ ένα από­σπα­σμα που μοιά­ζει με τον σκο­τει­

νό κα­θρέ­φτη του απο­σπά­σμα­τος από το Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας που ανέ­φε

­ρα πα­ρα­πά­νω σχε­τι­κά με την ικα­νό­τη­τα της θα­λάσ­σιας ζω­ής να εν­σω­μα­τώ

­νει και να ανα­μορ­φώ­νει:

Είναι μνημείο το σώμα που γέμισε
Στις φωλιές του
Τοπία έφερε χαλασμένα βουνά
Την άκουσε
Δεν την άκουσε τη φωνή του
Δεν ήξερε αν ήταν η δικιά του φωνή
Μικρό μαύρο χώμα που κάθησε
Σε κείνες που νόμισες κλειστές αμυχές
Κατοικημένο ευθύς
Αδύνατες άσπρες ρίζες
Αδιόρατες άσπρες που έρπαν ζωές
Άπλωναν κι έρπανε ως το μέρος μας
Ήταν η κίνηση σιγανή
Το σώμα έμοιαζε ακίνητο
[…]

Γύριζε
Ήταν τεράστιο
Είχε θεούς, κυνηγούς και αυγά ερπετών
Στραγγαλισμένα θηράματα που έπιαναν
Και τα άλλα που έτρεχαν μες τα δάση
Για να ‘ρθούν να τα πιάσουνε
Το σώμα είχε πληθύνει και δεν ήταν καλό (66)

Κα­τα­νοώ ότι η ανά­γνω­σή μου αυ­τού του απο­σπά­σμα­τος ως πε­ρι­γρα­φή της 

στα­δια­κής επι­βο­λής της αν­θρω­πό­τη­τας σε όλη τη γη —μια εξέ­λι­ξη που μοιά­

ζει φυ­σι­κή επει­δή κρα­τά­ει αιώ­νες, και μό­νο τό­τε ξαφ­νι­κά γυ­ρί­ζεις και εί­ναι 

τε­ρά­στια, τε­ρα­τώ­δης, απει­λη­τι­κή— μπο­ρεί και πά­λι να συ­νι­στά πα­ρερ­μη­νεία

 της ποι­η­τι­κής πρό­θε­σης της Βα­κα­λό. Αλ­λά αυ­τή τη στιγ­μή, με τον κό­σμο να

 καί­γε­ται γύ­ρω μας, εί­ναι αδύ­να­τον να δια­βά­σω την Βα­κα­λό δια­φο­ρε­τι­κά, α

δύ­να­τον να μην ερ­μη­νεύω το Πε­ρι­γρα­φή του σώ­μα­τος ως ποί­η­μα που απο­δί

­δει στο κά­θε σώ­μα—«με απλά μέ­λη ορι­σμέ­να, ξα­νά ανα­παυ­μέ­να» (67)—ένα 

βαθ­μό ατο­μι­κής ευ­θύ­νης. Το συλ­λο­γι­κό σώ­μα της αν­θρω­πό­τη­τας απο­τε­λεί­

ται από εμάς, από τα ατο­μι­κά μας σώ­μα­τα, και μπο­ρού­με να επι­λέ­ξου­με να 

ακού­σου­με ή να μην ακού­σου­με τις φω­νές μας, να κα­τα­νο­ή­σου­με ή να αγνο­

ή­σου­με τον ρό­λο που παί­ζου­με εμείς στην κα­τα­στρο­φή που γί­νε­ται γύ­ρω 

μας. Μπο­ρού­με ανέ­με­λα να κα­τα­βρο­χθί­ζου­με τα ερει­πω­μέ­να βου­νά, να γε­μί­

ζου­με το σώ­μα μας μέ­χρι να σκά­σου­με—ή μπο­ρού­με να ανα­γνω­ρί­σου­με τον

 κίν­δυ­νο που προ­κύ­πτει όταν αφή­νου­με το δι­κό μας εί­δος, και όλες τις δο­μές

 που το στε­γά­ζουν και το υπο­στη­ρί­ζουν, να ανα­πτυ­χθεί και να πά­ρει τό­σο 

με­γά­λες και δυ­σα­νά­λο­γες δια­στά­σεις. Κι αν ανα­γνω­ρί­σου­με αυ­τόν τον κίν­δυ

­νο, έχου­με υπο­χρέ­ω­ση να αλ­λά­ξου­με την κα­θη­με­ρι­νή μας ζωή, να αλ­λά­ξου­

με τις συ­νή­θειές μας, το πώς κα­τοι­κού­με το μι­κρό κομ­μά­τι γης που μας φι­λο

­ξε­νεί, την προ­σω­ρι­νή φω­λιά που έχου­με κά­νει «δι­κή μας».
Αλ­λά για να ανα­γνω­ρί­σου­με αυ­τούς τους κιν­δύ­νους, θα πρέ­πει να απο­φύ

­γου­με την ηθε­λη­μέ­νη τύ­φλω­ση που βρί­σκου­με στο Η Έν­νοια των τυ­φλών

Αυ­τό εί­ναι το πρώ­το βι­βλίο στη σει­ρά που εστιά­ζει στις πρά­ξεις όχι μο­νω­μέ­

νων ατό­μων αλ­λά ομά­δων που πα­ρου­σιά­ζο­νται να κου­βα­λά­νε ση­μαί­ες και 

πα­νό, βα­δί­ζο­ντας στη μά­χη, πλη­γώ­νο­ντας ο ένας τον άλ­λον με πρά­ξεις σκό

­πι­μης και πα­ρά­λο­γης σκλη­ρό­τη­τας—και όλα αυ­τά μέ­σα σε έναν κό­σμο που

 τον δια­περ­νούν πυρ­κα­γιές, που σα­ρώ­νε­ται από ορ­γι­σμέ­νους ανέ­μους και 

κύ­μα­τα. Αν υπάρ­χει ένα ποί­η­μα της Βα­κα­λό που πε­ρι­γρά­φει την απο­κα­λυ­

πτι

­κή κα­τα­στρο­φή του πε­ρι­βάλ­λο­ντος, τό­τε εί­ναι αυ­τό: «Κι ήταν ο αιώ­νας σε κό

­πο / Η πε­ρι­δί­νη­ση στά­χτης και σκό­νης / Τ’ αλά­τι ξε­ρό / Αρ­θρω­μέ­νοι σω­ροί 

το κα­θή­με­νο βά­ρος τους / Το βού­λια­ζαν αρ­γά στον πη­λό» (80). Σκε­λε­τοί ζώ­

ων και που­λιών, ελά­φια που τρέ­χουν τρο­μαγ­μέ­να να σω­θούν, «φω­λιές και 

ψυ­χές πολ­λές μι­κρών ζώ­ων» που «κλεί­νο­νταν στο χώ­μα», και η γη που υπο

­φέ­ρει από «κεί­νη τη ζέ­στη που φτε­ρο­κο­πά­ει ο θά­να­τος / Κι ακό­μη, δεν ξη­μέ

­ρω­σε κα­λά κα­λά» (81). Τη στιγ­μή της γρα­φής, το 1962, ο όρος «υπερ­θέρ­μαν

­ση του πλα­νή­τη» μό­λις εί­χε ει­σα­χθεί στο κοι­νό μας λε­ξι­λό­γιο, αν και βέ­βαια

 υπήρ­χε από πα­λιό­τε­ρα η ανη­συ­χία για τις κα­τα­στρο­φι­κές επι­πτώ­σεις που 

θα μπο­ρού­σε να προ­κα­λέ­σει η αν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νία στον φυ­σι­κό κό­σμο. 

Η αθροι­στι­κή κα­τα­στρο­φή του πε­ρι­βάλ­λο­ντος και η κα­τάρ­ρευ­ση της κοι­νω­νί­

ας που πα­ρου­σιά­ζο­νται στο Η Έν­νοια των τυ­φλών, στο οποίο ο ήλιος έχει 

μαυ­ρί­σει και οι άν­θρω­ποι συ­να­ντιού­νται μό­νο σε σύ­γκρου­ση, δί­νει μια ζω­

ντα­νή ει­κό­να του πι­θα­νού απο­τε­λέ­σμα­τος της ρή­ξης μας με τον υπό­λοι­πο

 κό­σμο.
Αν η σει­ρά Πριν από το λυ­ρι­σμό αφη­γεί­ται την εμ­βά­θυν­ση της ανι­σορ­ρο­πί­ας

 με­τα­ξύ του αν­θρώ­πι­νου και του μη αν­θρώ­πι­νου κό­σμου, Ο τρό­πος να κιν­δυ­

νεύ­ου­με, το τε­λευ­ταίο ποί­η­μα στη σει­ρά, μας πα­ρέ­χει μια μι­κρή ανά­σα ελ­πί­

δας και ανα­κού­φι­σης. Με­τά τη σύ­γκρου­ση που μοιά­ζει να οξύ­νε­ται κα­τά τη δι

άρ­κεια των ποι­η­μά­των αυ­τών, το τε­λευ­ταίο ποί­η­μα στη σει­ρά μας ει­σά­γει σε

 μια με­τα-απο­κα­λυ­πτι­κή το­πο­γρα­φία σχε­τι­κής ηρε­μί­ας, στην οποία οι άν­θρω

­ποι επι­στρέ­φουν σε μια πιο απλή, στοι­χειώ­δη σχέ­ση με το πε­ρι­βάλ­λον:

Κατοικημένη που δεν είμαι ερημιά
Στη διασταύρωση των εντόμων
Και εκείνων απ’ τα πουλιά που όταν τρέφονται ανεβαίνουν και τα άλλα έρχονται

 με το

γρήγορο

 γύρισμα χαμηλά
Ακούς. Των παλιών πληθυσμών οι προσκλήσεις
Είν’ οι οδοί σκοτεινοί, οι δίαυλοι που σίγουρα υπάρχουν
Την επίβλεψη για το έργο, για τη διάσωση των νερών
Από πόρους υπόγειους, περάσματα δύσκολα χτυπώντας τους βάτους
Ανακαλώ. Στο άγριό μου σώμα αναγκάζω, παρακαλώ
Τρυπημένο απ’ τον άνεμο των πουλιών όταν πέρασαν, φαγωμένο, γεμάτο δια

βάσεις

Της επικοινωνίας μου με το νερό. (88)

Έτσι ξε­κι­νά το ποί­η­μα, όχι με μια προ­σπά­θεια ελέγ­χου ή αλ­λα­γής της υπό­λοι

­πης φύ­σης από την πλευ­ρά του αν­θρώ­που, αλ­λά με μια διά­θε­ση να ακού­σει,

 να θυ­μά­ται, να ανοί­γε­ται και να δέ­χε­ται τη δι­κή του θέ­ση αδυ­να­μί­ας και ευ­

θραυ­στό­τη­τας. Και μπο­ρεί ένας «ολό­κλη­ρος τρό­μος χα­μού [να] φου­σκώ­νει 

τ’ ανέ­βα­σμα της ψυ­χής», αλ­λά αυ­τός ο τρό­μος συ­να­ντά την πα­ρη­γο­ριά του

 φυ­σι­κού κό­σμου: «Κι ήρ­θ’ η θά­λασ­σα με το μέ­ρος μου τό­τε / Μ’ αντά­μω­σε /

 Ήταν έτοι­μη κοί­τη στο σώ­μα μου ησυ­χία τώ­ρα βα­θειά» (88). Σε από­σπα­σμα

 με τί­τλο «Το θαυ­μά­σιο ψά­ρε­μα», μια ομά­δα αν­θρώ­πων που φο­ρά­νε κου­ρέ­

λια επι­βι­βά­ζο­νται σε μια σχε­δία, και τα ψά­ρια έρ­χο­νται κο­ντά τους, σχε­δόν 

προ­σφέ­ρο­ντας τον εαυ­τό τους ως τρο­φή, μια χει­ρο­νο­μία γεν­ναιο­δω­ρί­ας και

 αφθο­νί­ας που απου­σιά­ζει από τα άλ­λα ποι­ή­μα­τα στη σει­ρά. Το Ο τρό­πος

 να κιν­δυ­νεύ­ου­με εί­ναι γε­μά­το μι­κρά θαύ­μα­τα της φύ­σης, φύλ­λα που ξε­πη­δά­

νε την άνοι­ξη, ένα κλα­δί που τρέ­μει με το βά­ρος του φω­τός—και αντί να δού

­με τη σκιά να πέ­φτει στους κορ­μούς των δέ­ντρων σαν πριό­νι­σμα ξυ­λο­κό­

πων, «Τώ­ρα εί­ναι πια οι μι­σές κορ­φές τους κα­θώς τις κό­βει το φως, κο­πά­δι

 σα να το βλέ­πεις με­τέ­ω­ρο αρ­νιών που έτσι σι­γά και βό­σκο­ντας προ­χω

­ρούν» (95). Ο κό­σμος που φα­ντά­ζε­ται εδώ η Βα­κα­λό πα­ρου­σιά­ζει και μια με­

γα­λύ­τε­ρη ισό­τη­τα ανά­με­σα στα εί­δη: «Κι έχει με­ρί­διο του κό­σμου / Το ένα 

που τρέ­χει, το άλ­λο που κε­λαϊ­δεί· / εί­ναι γε­μά­τος ο κό­σμος / Όπως θα ήθε­λα

 χω­ρίς να τρο­μά­ζω που πλέ­ει ο νους / Νο­μί­ζω πως ό,τι θαυ­μά­σιο κι αλ­λό­κο

­το πια δε θα μοιά­ζει, μπο­ρεί εκεί να συμ­βεί» (96). Σε αυ­τόν τον με­τα-απο­κα­λυ

­πτι­κό κό­σμο σχε­τι­κής ηρε­μί­ας και απλό­τη­τας, «Μά­θαι­νε έλε­γα ο κό­σμος στη 

μέ­ση της πλά­σης πως εί­ναι πη­γή ένας που σώ­ζε­ται, γλυ­κειά ένας που σώ­ζε

­ται στα­λιά ανα­πνο­ής» (99).
Το έρ­γο της Βα­κα­λό, σε αυ­τά τα πρώ­τα έξι βι­βλία, προ­σφέ­ρει αυ­τό που η 

Molly Bloomfield πε­ρι­γρά­φει ως «οι­κο­λο­γι­κό λό­γο εμπλεγ­μέ­νης σω­μα­τι­κής

 και υλι­κής σχέ­σης»· η αφή­γη­ση περ­νά όλα τα στά­δια της οι­κο­λο­γι­κής κρί­

σης για να βγει στην άλ­λη άκρη με ανα­νε­ω­μέ­νη ελ­πί­δα για μια και­νούρ­για 

ενό­τη­τα. Εί­ναι πο­λύ αρ­γά πια—ίσως ήταν ήδη πο­λύ αρ­γά στις δε­κα­ε­τί­ες 

του 1950 και του 1960 όταν η Βα­κα­λό έγρα­φε αυ­τά τα ποι­ή­μα­τα—για να αναι

­ρέ­σου­με την ανε­ξέ­λεγ­κτη κα­τα­στρο­φή με­γά­λου μέ­ρους του πλα­νή­τη μας.

 Αλ­λά δεν εί­ναι αρ­γά για να αλ­λά­ξου­με τη σχέ­ση μας με τον κό­σμο, να αρ­χί­

σου­με να σκε­φτό­μα­στε τον φυ­σι­κό κό­σμο όχι ως σύ­νο­λο πό­ρων που πρέ

­πει να σω­θούν ώστε να σω­θού­με εμείς—σύμ­φω­να με το νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο λό­

γο της αει­φο­ρί­ας—αλ­λά ως έναν πυ­κνο­ϋ­φα­σμέ­νο καμ­βά στον οποίο ανή­κου­

με κι εμείς, και μό­νο υπό συ­γκε­κρι­μέ­νους όρους. Πά­ντα με γο­ή­τευε η απί­

στευ­τα πυ­κνή και δύ­σκο­λη γλώσ­σα της Βα­κα­λό, η οποία αντι­στέ­κε­ται στην

 εύ­κο­λη ή γρή­γο­ρη ανά­γνω­ση· ανα­στα­τώ­νει τη συ­νη­θι­σμέ­νη σύ­ντα­ξη, υπο­

νο­μεύ­ει την ανα­με­νό­με­νη σχέ­ση αντι­κει­μέ­νου και υπο­κει­μέ­νου. Αλ­λά τώ­ρα 

που επι­στρέ­φω στο έρ­γο της με­τά από και­ρό, και σε έναν κό­σμο που κυ­ριο

­λε­κτι­κά καί­γε­ται, κα­τα­λα­βαί­νω τη βα­θιά οι­κο­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση αυ­τής της πει

­ρα­μα­τι­κής γραμ­μα­τι­κής: η Βα­κα­λό εκτο­πί­ζει το αν­θρώ­πι­νο μά­τι και το αν­θρώ

­πι­νο εγώ από την κε­ντρι­κή, κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση που τους δί­νουν ο λυ­ρι­σμός, ο 

ου­μα­νι­σμός, κι ο Ευ­ρω­παϊ­κός πο­λι­τι­σμός εν γέ­νει. Η Βα­κα­λό μας κα­λεί να

 δού­με τον κό­σμο και τον ρό­λο μας μέ­σα σ’ αυ­τόν από μια άλ­λη προ­ο­πτι­κή,

 να φα­ντα­στού­με τον εαυ­τό μας μι­κρό και πε­ρι­θω­ρια­κό κα­θώς θυ­μό­μα­στε 

την απλό­τη­τα ενός χε­ριού που κό­βει το νε­ρό της θά­λασ­σας σε απο­γευ­μα­τι­

νό μπά­νιο, την υφή μιας προ­βιάς ανά­με­σα στα δά­χτυ­λά μας, το κε­λά­η­δι­σμα 

των που­λιών στα δέ­ντρα, τη γραμ­μή φω­τός και σκιάς που πέ­φτει στους κορ

­μούς τους. Αυ­τή ίσως εί­ναι η πιο ση­μα­ντι­κή συ­νει­σφο­ρά της Βα­κα­λό στα έξι

 αυ­τά ποι­ή­μα­τα: μας υπεν­θυ­μί­ζει ότι, ενώ φι­λο­ξε­νού­μα­στε κι εμείς στο ευ­ρύ­

τε­ρο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον δεν εί­μα­στε ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος του. Η γη μπο­ρεί

 πο­λύ εύ­κο­λα να συ­νε­χί­σει να υπάρ­χει και χω­ρίς εμάς, χω­ρίς αν­θρώ­πι­νες 

κοι­νω­νί­ες όπως τις ξέ­ρου­με τώ­ρα. Η στιγ­μή πριν από το λυ­ρι­σμό μπο­ρεί να

 οδη­γή­σει σε μια άλ­λη στιγ­μή με­τά το λυ­ρι­σμό—κι αν δεν τη δη­μιουρ­γή­σου

­με εμείς εκεί­νη τη στιγ­μή, ο πλα­νή­της θα τη δη­μιουρ­γή­σει από μό­νος του. 

Μό­νο αλ­λά­ζο­ντας την προ­ο­πτι­κή μας και κα­τα­νο­ώ­ντας ότι εί­μα­στε απλώς 

ένα στοι­χείο της φύ­σης ανά­με­σα σε πολ­λά, θα κερ­δί­σου­με το δι­καί­ω­μα να

 πα­ρα­μεί­νου­με σε αυ­τήν.


Μαρία Κακαβούλια Μορφές και λέξεις ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΚΑΛΟ 

Δεύτερη έκδοση, Μάρτιος 2017

https://nefeli.fairead.net/files/NEFELI/authors/kakavoulia/dt17-kakavoulia-

vakalo.pdf

 

Για την αφαιρετική αντι-ποίηση

 της

 Ελένης Βακαλό

Για την αφαιρετική αντι-ποίηση της Ελένης Βακαλό


Ένα κο­ρί­τσι στέ­κε­ται πά­νω στη γέ­φυ­ρα
Η όψη του δεν θα έφτα­νε για να υπάρ­χει
Το ονό­μα­σα και εί­ναι εκεί
(ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ)


Α’

Ένας δια­δε­δο­μέ­νος και κοι­νό­το­πος ισχυ­ρι­σμός δια­τεί­νε­ται ότι το δο­κί­μιο εί­ναι εί­δος ψυ­χρό, η θε­ω­ρία γκρί­ζα, ενώ η ποί­η­ση θερ­μή. Το πό­σο εναρ­γής και απο­τε­λε­σμα­τι­κή μπο­ρεί να εί­ναι μια πι­θα­νή αντι­με­τά­θε­ση της θερ­μο­κρα­σί­ας των ει­δών μας το δεί­χνει ανά­γλυ­φα το συ­νο­λι­κό έρ­γο της Ελέ­νης Βα­κα­λό, όπου ένας θερ­μός δο­κι­μια­κός/κρι­τι­κός λό­γος συ­νυ­πάρ­χει με μια φαι­νο­με­νι­κά ψυ­χρή ποί­η­ση, απο­τε­λώ­ντας μά­λι­στα στοι­χείο απο­κρυ­πτο­γρά­φη­σης της ποι­η­τι­κής της.[1]

Η σχέ­ση της ποί­η­σης της Βα­κα­λό με τον δο­κι­μια­κό/κρι­τι­κό της λό­γο[2] αλ­λά και με την ευ­ρύ­τε­ρη θε­ω­ρη­τι­κή/ει­κα­στι­κή της παι­δεία εί­ναι σχέ­ση βα­θιά, εσω­τε­ρι­κή και εξε­λι­κτι­κή. Όπως επι­ση­μαί­νει η Άντεια Φραν­τζή, «η κρι­τι­κή συ­νεί­δη­ση της Βα­κα­λό ασκεί μια μορ­φή επι­κυ­ριαρ­χί­ας στο ποι­η­τι­κό της έρ­γο».[3] Όμως, όσο διαυ­γής και ανα­λυ­τι­κός εί­ναι ο κρι­τι­κός της λό­γος για την τέ­χνη και τη ζω­γρα­φι­κή τό­σο ερ­μη­τι­κή, αντι-πε­ρι­γρα­φι­κή και αφαι­ρε­τι­κή εί­ναι η ποί­η­σή της. Μια ποί­η­ση κα­τε­ξο­χήν αντι­λυ­ρι­κή και μο­ντέρ­να που αι­μο­δο­τεί­ται από τις πο­λυ­σύν­θε­τες ει­κα­στι­κές της ανα­ζη­τή­σεις. Και κυ­ρί­ως από τη μεί­ζο­να κρι­τι­κή της πα­ρέμ­βα­ση, την οξυ­δερ­κή υπο­στή­ρι­ξη της αφη­ρη­μέ­νης ζω­γρα­φι­κής στην Ελ­λά­δα, με την ιδιό­τη­τά της ως θε­ω­ρη­τι­κού και κρι­τι­κού τέ­χνης.[4]
Μο­λο­νό­τι με το θε­ω­ρη­τι­κό της έρ­γο συ­γκρό­τη­σε ένα δι­κής της κα­τα­σκευ­ής σύ­στη­μα αντί­λη­ψης και ανά­γνω­σης της τέ­χνης,[5] η Βα­κα­λό στην ποί­η­σή της δεν κά­νει μη­χα­νι­στι­κή εφαρ­μο­γή συ­γκε­κρι­μέ­νων αι­σθη­τι­κών αρ­χών. Αντι­θέ­τως, αξιο­ποιεί τη θε­ω­ρία με την ου­σια­στι­κή της έν­νοια, ως τρό­πο δη­λα­δή θέ­α­σης των αντι­κει­μέ­νων, του κό­σμου και του εσω­τε­ρι­κού εαυ­τού. Σε αυ­τή τη θέ­α­ση, το αό­ρα­το και το αφη­ρη­μέ­νο ανα­δύ­ο­νται μέ­σα από τη δια­δι­κα­σία πραγ­μά­τω­σης του ποι­ή­μα­τος και απει­κο­νί­ζο­νται με μια γλώσ­σα απο­φλοιω­μέ­νη, επί­πε­δη και φαι­νο­με­νι­κά στε­γνή, όπου η επι­φά­νεια απο­κτά βά­θος, κα­θώς εί­ναι ανοι­χτή στην εμπει­ρία της αφαί­ρε­σης. Εί­ναι αυ­τό που η οξυ­δερ­κέ­στε­ρη κρι­τι­κός της Βα­κα­λό, η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη, ανα­γνώ­ρι­σε ως «μέ­θο­δο του τυ­φλο­πό­ντι­κα», που ««απο­κλεί­ει την όρα­ση για να βλέ­πει κα­λύ­τε­ρα».[6] Μια μέ­θο­δος που οδη­γεί την ποι­η­τι­κή της στο να κα­τα­λη­φθεί από τις ευαί­σθη­τες και ακο­νι­σμέ­νες αι­σθή­σεις των τυ­φλών, προ­πά­ντων από την αφή:

όπως σύρ­ρι­ζα στον τοί­χο αγ­γί­ζο­ντας ένα-ένα τα πράγ­μα­τα
                κι αλ­λοιώ­νο­ντας τις δια­στά­σεις τους τα γνω­ρί­ζω

  («Τις πρώ­τες ώρες που περ­νά­νε στο ποί­η­μα οι τυ­φλοί», Η έν­νοια των τυ­φλών)

Το ποι­η­τι­κό έρ­γο της Βα­κα­λό αντα­πο­κρί­νε­ται εντυ­πω­σια­κά στις ανη­συ­χί­ες και τις κα­τα­κτή­σεις της αφη­ρη­μέ­νης τέ­χνης. Με το αντι-ρε­α­λι­στι­κό βά­θος των ποι­η­τι­κών της συν­θέ­σε­ων και την ει­κο­νο­ποι­η­τι­κή ευαι­σθη­σία της της να στρέ­φε­ται κά­τω από την επι­φά­νεια του αντι­κει­με­νι­κού κό­σμου, διε­ρευ­νώ­ντας το μυ­στή­ριο, η κρί­ση της ανα­πα­ρά­στα­σης βρί­σκει ένα ακό­μη πε­δίο ανα­φο­ράς στη με­τα­πο­λε­μι­κή ποί­η­ση. Η Βα­κα­λό κι­νεί­ται στον με­ταιχ­μια­κό χώ­ρο ανά­με­σα σε έναν «ανορ­θό­δο­ξο» υπερ­ρε­α­λι­σμό και στην αφαί­ρε­ση, γέρ­νο­ντας απο­φα­σι­στι­κά προς τη δεύ­τε­ρη, όντας από­λυ­τα συ­ντο­νι­σμέ­νη με την κυ­ρί­αρ­χη στην Ευ­ρώ­πη και την Αμε­ρι­κή «νέα με­τα­πο­λε­μι­κή συν­θή­κη της αφαί­ρε­σης».[7] Ο αντι-ποι­η­τι­κός δρό­μος[8] που ακο­λου­θεί, μα­κριά από την ανα­πα­ρα­στα­τι­κή και ανα­φο­ρι­κή λει­τουρ­γία της γλώσ­σας και πέ­ρα από τη συ­νειρ­μι­κή και ονει­ρι­κή από­δο­ση των ει­κό­νων, την οδη­γεί στην απο­μά­κρυν­ση από την υπερ­ρε­α­λι­στι­κή πα­ρά­δο­ση (που εί­ναι ωστό­σο κα­λά χω­νε­μέ­νη στο έρ­γο της), προς το γυ­μνό και το ακα­τέρ­γα­στο των λέ­ξε­ων. Οι λέ­ξεις και τα πράγ­μα­τα βρί­σκο­νται σε σχέ­ση έλ­ξης και απώ­θη­σης, εφό­σον:

Θα­να­τη­φό­ρα η λέ­ξη
Το πράγ­μα ακύ­ρω­σε

(Επι­λε­γό­με­να)


Ο τρό­πος με τον οποίο επι­χει­ρεί να φέ­ρει στην επι­φά­νεια το ψυ­χι­κό γε­γο­νός δεν εί­ναι σχη­μα­τι­σμέ­νος a priori στην ποι­η­τι­κή της συ­νεί­δη­ση. Σε μια τέ­τοια ποί­η­ση δεν αρ­κεί η εύ­ρε­ση των κα­τάλ­λη­λων εκ­φρα­στι­κών μέ­σων που θα απο­τυ­πώ­σουν τον εσω­τε­ρι­κό εαυ­τό. Η ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση και τα αι­σθή­μα­τα του υπο­κει­μέ­νου φα­νε­ρώ­νο­νται μό­νον με την υλι­κή πραγ­μά­τω­ση του ποι­ή­μα­τος, την οποία ο ανα­γνώ­στης πα­ρα­κο­λου­θεί στη δια­δι­κα­σία της γέ­νε­σης και της ρο­ής του, όταν οι απο­σταγ­μέ­νες λέ­ξεις βα­σα­νί­ζο­νται να ονο­μα­τί­σουν τα πράγ­μα­τα και η ποί­η­ση γί­νε­ται πρά­ξη∙ μια ποί­η­ση που δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι «Το άλ­λο του πράγ­μα­τος», αφού:

Τα πράγ­μα­τα στον κα­θρέ­φτη
Δεν εί­ναι πράγ­μα­τα
Στη γλώσ­σα μας το ίδιο
(Επι­λε­γό­με­να)

Αν και οι θε­ω­ρη­τι­κές της κα­τα­βο­λές ανά­γο­νται στη στρου­κτου­ρα­λι­στι­κή πα­ρά­δο­ση των δε­κα­ε­τιών του ’50 και του ’60,[9] το ποι­η­τι­κό έρ­γο της Βα­κα­λό δεν δια­πνέ­ε­ται από τον αντι-αν­θρω­πι­σμό του δο­μι­σμού. Αντι­θέ­τως, εκ­δη­λώ­νει πί­στη στην αι­σιό­δο­ξη δυ­να­τό­τη­τα του αν­θρώ­πι­νου εί­δους, κα­θώς:

Και δαί­μο­νας και άγ­γε­λος, έτσι γεν­νιέ­σαι, να εί­σαι άν­θρω­πος το μα­θαί­νεις
(«Ποί­η­μα δι­δα­κτι­κό, Του κό­σμου)

Πα­ράλ­λη­λα, τον μη­χα­νι­σμό της κα­κό­τη­τας και του απαν­θρω­πι­σμού του αν­θρώ­που τον ανα­λύ­ει συ­γκλο­νι­στι­κά στο ποί­η­μα με τον δη­λω­τι­κό τί­τλο: «Πώς έγι­νε ένας κα­κός άν­θρω­πος» (Του κό­σμου). Η λύ­πη­ση για τον αδύ­να­μο και τον χτυ­πη­μέ­νο γί­νε­ται φό­βος και ο φό­βος με­τα­τρέ­πε­ται σε υπο­τα­γή στον ισχυ­ρό, εξα­χρειώ­νο­ντας τον άν­θρω­πο και κα­θι­στώ­ντας τον δε­κτι­κό απέ­να­ντι στην αδι­κία.

Η ποί­η­ση της Βα­κα­λό εί­ναι ένας εσω­τε­ρι­κός διά­λο­γος με το αό­ρα­το, το άγνω­στο, το μυ­στή­ριο, το κρυμ­μέ­νο:

(Μι­λώ γι’ αυ­τό που σα­λεύ­ει στο εσω­τε­ρι­κό των κι­νή­σε­ων)
(«Η ευ­χα­ρί­στη­ση να σπά­νεις φυ­τά», Φυ­τι­κή Αγω­γή)

Στον πυ­ρή­να του ποι­η­τι­κού της προ­γράμ­μα­τος βρί­σκε­ται η αγω­νιώ­δης ανα­ζή­τη­ση του εσω­τε­ρι­κού απο­θέ­μα­τος. Με τις λέ­ξεις η ποι­ή­τρια επι­χει­ρεί την κα­τα­βύ­θι­ση στη συ­νεί­δη­ση και την απο­τύ­πω­ση της ψυ­χι­κής κα­τά­στα­σης του εσω­τε­ρι­κού αν­θρώ­που. Η Βα­κα­λό ωστό­σο δεν πε­ρι­δι­νί­ζε­ται σε χα­ο­τι­κές και ατέρ­μο­νες υπαρ­ξια­κές ανα­ζη­τή­σεις, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο σε με­τα­φυ­σι­κές, αλ­λά πα­ρα­μέ­νει γειω­μέ­νη στην υλι­κή διά­στα­ση της ύπαρ­ξης, στο σώ­μα και τις αι­σθή­σεις, ιδιαί­τε­ρα στις τρεις συ­νε­χό­με­νες συλ­λο­γές Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας (1958), Πε­ρι­γρα­φή του σώ­μα­τος (1959), Η έν­νοια των τυ­φλών (1962), δη­μο­σιευ­μέ­νες κα­τά την πε­ρί­ο­δο που συ­μπί­πτει με την πιο ώρι­μη φά­ση τής υπέρ της αφη­ρη­μέ­νης τέ­χνης κρι­τι­κο­γρα­φί­ας της.[10]
Δεν υπάρ­χουν ιδέ­ες αλ­λά ού­τε και αι­σθή­μα­τα σε αυ­τή την αντι­λυ­ρι­κή ποί­η­ση, πα­ρά μό­νο «διά­χυ­τες αι­σθή­σεις». Και όχι μό­νον η διε­σταλ­μέ­νη όρα­ση, όπως συμ­βαί­νει σε αρ­κε­τούς ποι­η­τές της γε­νιάς της με ει­κα­στι­κές ευαι­σθη­σί­ες (Σα­χτού­ρης, Κα­ρού­ζος, Σι­νό­που­λος κ.ά.), αλ­λά και η αφή, η ακοή, η γεύ­ση, ακό­μα και η όσφρη­ση.

Είναι αφή
Κoιτάζοντας, πελώρια μάτια τυφλά το σώμα ψαύουν, καθένα
γυμνό απ’ τα βλέφαρα, όλο, στο σώμα εμφυτεύεται κοιτάζοντας
μετά από κει. Δεν πολεμάει το σώμα, ακίνητο, περιβρεχόμενο
μόνο του, αποσπά
Τη γεύση απ’ το στόμα χωρίζοντας
Απ’ την παλάμη τον τύπο της
Από την όραση αδειάζοντας τη ματιά
Είναι κακό, δε μας πονά

(«Περιγραφή του σώματος»)

Οι ει­κό­νες για την Βα­κα­λό δεν εί­ναι εκεί έξω, αλ­λά μέ­σα μας∙ στο βα­θύ πη­γά­δι του εαυ­τού. Η ποί­η­ση γί­νε­ται λοι­πόν μια δο­κι­μή αυ­το­γνω­σί­ας. Χρέ­ος του ποι­η­τή εί­ναι να ανα­σύ­ρει και να σχη­μα­τί­σει την αντα­νά­κλα­σή τους από το σκο­τει­νό μέ­ρος του εαυ­τού, από τα «μαύ­ρα νε­ρά» της ύπαρ­ξης, εκεί όπου ο άν­θρω­πος ενη­λι­κιώ­νε­ται μέ­σα στο μυ­στή­ριο και το αί­νιγ­μα του κό­σμου, των σχέ­σε­ων, των γε­νε­α­λο­γι­κών κα­τα­βο­λών, της φύ­σης και του πο­λι­τι­σμού:

Τη Ροδαλίνα την ακολούθησα που ενηλικιώθηκε σε νερά μαύρα και με μαύρα νερά ανταμώθηκε πλοηγώντας
(«Το Κράτος της Ροδαλίνας», Γεγονότα και Ιστορίες της κυρα-Ροδαλίνας)

Β’

Το ανοι­χτό ποι­η­τι­κό ερ­γα­στή­ρι της Βα­κα­λό δεν πε­ριέ­χει μό­νο γλωσ­σι­κά υλι­κά. Η ποί­η­σή της εδρά­ζε­ται σε ένα ευ­ρύ δια­καλ­λι­τε­χνι­κό υπό­βα­θρο που συν­δέ­ε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο με τις θε­ω­ρη­τι­κές της ανα­ζη­τή­σεις στον χώ­ρο της τέ­χνης και λι­γό­τε­ρο με αμι­γώς φι­λο­λο­γι­κές πη­γές. Σ’ αυ­τό το δια­καλ­λι­τε­χνι­κό υπό­βα­θρο συ­στε­γά­ζο­νται η ποί­η­ση, η ζω­γρα­φι­κή, ο χο­ρός και η μου­σι­κή. Από την άπο­ψη αυ­τή δεν εί­ναι κα­θό­λου τυ­χαία η επι­φυ­λα­κτι­κή και δι­καιο­λο­γη­μέ­να αμή­χα­νη υπό­δει­ξη από την κρι­τι­κή των ποι­η­τι­κών και λο­γο­τε­χνι­κών επι­δρά­σε­ων στο έρ­γο της (Σο­λω­μός, Κάλ­βος, δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι και υπερ­ρε­α­λι­σμός) και η δυ­σκο­λία σύν­δε­σής της με ομο­τέ­χνους της γε­νιάς της (κυ­ρί­ως με τους Σα­χτού­ρη και Γο­να­τά). Άλ­λω­στε, η πο­λύ ιδιο­συ­γκρα­σια­κή προ­σω­πι­κή φω­νή της εί­ναι απο­τέ­λε­σμα με­γά­λων δό­σε­ων αφαί­ρε­σης, αυ­θαι­ρε­σί­ας και εκλε­κτι­κι­σμού[11] απέ­να­ντι στις λο­γο­τε­χνι­κές πα­ρα­δό­σεις:

Όταν διά­βα­ζα τον Τσάιλντ Χά­ρολντ
απο­μά­κρυ­να ό,τι στο υλι­κό το δι­κό μου
αντι­στε­κό­ταν
                
    Έμε­νε ποί­η­μα


(Επι­λε­γό­με­να)

Στη συλ­λο­γή Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας (1958) εντο­πί­ζου­με άτι­τλο ένα από τα πιο κρυ­πτο­γρα­φι­κά ποι­ή­μα­τα ποι­η­τι­κής της, που πα­ρο­μοιά­ζει τη σύγ­χρο­νη καλ­λι­τε­χνι­κή έκ­φρα­ση με τον ασπόν­δυ­λο, υδρό­βιο πο­λύ­πο­δα, που σχη­μα­τί­ζε­ται σαν ένα πα­λίμ­ψη­στο από ξέ­να στρώ­μα­τα:

Συλ­λο­γιέ­μαι πως ται­ριά­ζει στα έρ­γα μας σή­με­ρα
Του πο­λύ­πο­δα το εί­δος


Η κρί­σι­μη λέ­ξη που χα­ρα­κτη­ρί­ζει το ποι­η­τι­κό έρ­γο της Βα­κα­λό εί­ναι η λέ­ξη «σύν­θε­ση», την οποία εκτι­μώ ότι θα πρέ­πει να τη δια­βά­σου­με στα ει­κα­στι­κά και μου­σι­κά της συμ­φρα­ζό­με­να. Η γρα­φή της Βα­κα­λό συ­νι­στά μια νέα γλωσ­σι­κή και πλα­στι­κή σύν­θε­ση, έκ­κε­ντρη και αέ­ρι­νη, σαν μια χο­ρο­γρα­φία λέ­ξε­ων. Εί­ναι μια γρα­φή εν κι­νή­σει (στον χώ­ρο αλ­λά και στον χρό­νο) που αρ­νεί­ται τη στα­τι­κό­τη­τα, χά­ριν της ενέρ­γειας, της ρο­ής και του ρυθ­μού. Η Βα­κα­λό από πο­λύ νω­ρίς και εν­στι­κτω­δώς φτά­νει τον μο­ντερ­νι­σμό στα ακραία του όρια πλη­σιά­ζο­ντας το με­τα­μο­ντέρ­νο, κα­θώς δεν εί­ναι ο χρό­νος αλ­λά ο χώ­ρος που πλαι­σιώ­νει την ποί­η­σή της.[12]
Ήδη από την πρώ­τη συλ­λο­γή που η ίδια όρι­σε ως αρ­χή του έρ­γου της, Το δά­σος (1954), έχει υπο­δη­λω­θεί το ύφος που κο­μί­ζει αυ­τή η απαι­τη­τι­κή ποί­η­ση. Στον τί­τλο και τον υπό­τι­τλο της συλ­λο­γής δια­βά­ζου­με, εντός πα­ρεν­θέ­σε­ως, μια σα­φή οδη­γία ανά­γνω­σης: Το δά­σος. Ποι­η­τι­κή μυ­θι­στο­ρία (Σε ύφος μπα­λέ­του εκ­φρα­στι­κού). Σε ύφος μπα­λέ­του εκ­φρα­στι­κού λοι­πόν -διά­βα­ζε μο­ντέρ­νου-, ενός εί­δους καλ­λι­τε­χνι­κής έκ­φρα­σης που ανα­δει­κνύ­ει τη «θη­λυ­κιά αί­σθη­ση», αλ­λά απαι­τεί ακρί­βεια, δύ­να­μη, πει­θαρ­χία, ισορ­ρο­πία, αντο­χή, χά­ρη και πλα­στι­κό­τη­τα στην κί­νη­ση. Ενός εί­δους, επί­σης, με υψη­λές δυ­να­τό­τη­τες εκ­φρα­στι­κό­τη­τας του σώ­μα­τος, σε άμε­ση σχέ­ση με τη γη και το χοϊ­κό στοι­χείο, που αξιο­ποιεί ποι­κί­λες τε­χνι­κές με πι­ρου­έ­τες και άλ­μα­τα, αλ­λά κυ­ρί­ως απαι­τεί ακρο­βα­τι­κές κι­νή­σεις δε­ξιο­τε­χνι­κής ακρί­βειας. «Η ακρί­βεια εί­ναι για μέ­να θέ­μα ευαι­σθη­σί­ας» θα πει η ίδια σε μια από τις τε­λευ­ταί­ες της συ­νε­ντεύ­ξεις.[13]
Στη συλ­λο­γή Πε­ρι­γρα­φή του σώ­μα­τος (1959), η υλι­κό­τη­τα του σώ­μα­τος γειώ­νει την ποί­η­ση στον κό­σμο των αι­σθή­σε­ων. «Στο ακι­νη­το­ποι­η­μέ­νο σώ­μα η ποι­ή­τρια προ­σθέ­τει την κί­νη­ση του χο­ρού αλ­λά και τη συ­νυ­φα­σμέ­νη αί­σθη­ση ηδο­νής»,[14] αφού, όπως θα πει στο ποί­η­μα «Προ­λε­γό­με­να του αε­τώ­μα­τος των κε­νταύ­ρων», με κα­βα­φι­κούς από­η­χους:

Ως πό­τε τα σώ­μα­τα μπο­ρούν να μην έχουν ντροπ
Τον τρό­πο της ύπαρ­ξης κα­θο­ρί­ζει ο τρό­πος της ηδο­νής


Στο επί­σης κα­βα­φι­κής έμπνευ­σης ποί­η­μα «Η πρώ­τη κί­νη­ση χο­ρού» της ίδιας συλ­λο­γής (ενώ λί­γο πα­ρα­κά­τω ακο­λου­θεί και μια «Δεύ­τε­ρη κί­νη­ση χο­ρού»), η πλα­στι­κό­τη­τα του σώ­μα­τος που κι­νεί­ται και ακού­ει τη φω­νή της επι­θυ­μί­ας συν­δέ­ει τον πό­νο με την ηδο­νή κι από εκεί με το νό­η­μα της ύπαρ­ξης:

Το σώ­μα ασπαί­ρει
Δεν υπο­φέ­ρει
Εί­ναι το μό­νο που όταν πο­νά­ει
Έχει ηδο­νή
Δε μας πο­νά το σώ­μα
Δε­μέ­νο
Στη θέ­λη­ση έτοι­μο
Ακού­ει πρω­τύ­τε­ρα
Θέ­λει ν’ ακού­ει
Τρυ­πώ­ντας στο σώ­μα του
Και­νούρ­γιες διαρ­κώς
Στο­ές ακο­ής

Η ποί­η­ση της Βα­κα­λό συ­νι­στά μια άλ­λη τά­ξη και άσκη­ση ισορ­ρο­πί­ας του λό­γου. Κυ­ρί­αρ­χο στοι­χείο σε αυ­τή τη νέα τά­ξη/ατα­ξία εί­ναι ο ρυθ­μός που κι­νεί­ται σε αυ­το­σχε­δια­στι­κό τέ­μπο. Η ρυθ­μι­κή αγω­γή της ποί­η­σής της έχει ανα­λο­γί­ες με τη μου­σι­κή τζαζ, τις οποί­ες υπο­γραμ­μί­ζει η Βα­κα­λό ήδη από την πρώ­τη, σιω­πη­ρά απο­κη­ρυγ­μέ­νη, ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή με τον μου­σι­κό­τρο­πο τί­τλο Θέ­μα και Πα­ραλ­λα­γές (1945). Στο ποί­η­μα με τον επί­σης χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τί­τλο «Jazz» δια­βά­ζου­με:

Τε­μα­χι­σμέ­νες στιγ­μές
Γραμ­μές
Πει­ρά­μα­τα που δέ­νου­με
Από δέ­ντρο
σε δέ­ντρο […]

Σπά­σα­με το ρυθ­μό με σφυ­ριές
Και μπρος στα πό­δια μας έπε­σε
Έν’ άστρο


Σφυ­ρο­κο­πώ­ντας λοι­πόν και σπά­ζο­ντας τον ρυθ­μό, η μο­ντέρ­να ποί­η­ση της Βα­κα­λό προ­σεγ­γί­ζει τη σύγ­χρο­νη μου­σι­κή και την τζαζ,[15] ενώ και η ίδια σε συ­νε­ντεύ­ξεις της την υπο­δει­κνύ­ει ως μια από τις δια­καλ­λι­τε­χνι­κές πη­γές της.[16] Συν­δέ­ο­ντας τη ρυθ­μι­κή αγω­γή της Βα­κα­λό με την τζαζ δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με τα «αφαι­ρε­τι­κά» στοι­χεία αυ­τού του μου­σι­κού εί­δους, που απο­τέ­λε­σαν ρά­πι­σμα στην ευ­ρω­παϊ­κή, ρα­σιο­να­λι­στι­κή, κλα­σι­κή μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση, ανά­λο­γο με τα χτυ­πή­μα­τα που επέ­φε­ρε η αφη­ρη­μέ­νη ζω­γρα­φι­κή στην πα­ρα­στα­τι­κή: αφρι­κα­νι­κές και λαϊ­κές κα­τα­βο­λές, πρω­το­γο­νι­σμός, θο­λή ατμό­σφαι­ρα, ανορ­θό­δο­ξη τε­χνι­κή παι­ξί­μα­τος, υπο­κα­τά­στα­ση των φω­νών από τα μου­σι­κά όρ­γα­να, απε­λευ­θέ­ρω­ση από τη νό­η­ση χά­ριν του εν­στί­κτου και κυ­ρί­ως η δύ­να­μη του ρυθ­μού ένα­ντι της με­λω­δί­ας, μιας και ο ρυθ­μός και όχι η αρ­μο­νία εί­ναι αυ­τός που ορ­γα­νώ­νει τη μου­σι­κή της πρό­τα­ση. Αυ­τή την κυ­ριαρ­χία του ρυθ­μού στη σύγ­χρο­νη καλ­λι­τε­χνι­κή έκ­φρα­ση ανα­γνώ­ρι­ζε και ως κρι­τι­κός τέ­χνης η Βα­κα­λό, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι «και στη ζω­γρα­φι­κή σή­με­ρα ο ρυθ­μός έχει αντι­κα­τα­στή­σει την αρ­μο­νία».[17]

Τη σχέ­ση της ποί­η­σής της με τον σύγ­χρο­νο ρυθ­μό και τη μο­ντέρ­να μου­σι­κή, όπου κυ­ριαρ­χούν τα πρω­τό­γο­να και λαϊ­κά θέ­μα­τα, έχει υπο­δεί­ξει έγκαι­ρα η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη: «Η ποί­η­ση της Βα­κα­λό κι­νεί­ται με ρυθ­μό, χω­ρίς κα­θό­λου με­λω­δία. Η τζαζ, ο Στρα­βίν­σκι, ο Μπέ­λα Μπάρ­τοκ, ο Προ­κό­πιεφ, η ηλε­κτρο­νι­κή μου­σι­κή: ήχοι άλ­λο­τε εύ­ρυθ­μοι, σκλη­ροί, κα­κό­φω­νοι, βάρ­βα­ροι κι άλ­λο­τε μό­νον ήχοι∙ σαν να αυ­το­κτό­νη­σε η μου­σι­κή που ξέ­ρα­με κά­νο­ντας αγ­χό­νη τη με­λω­δία∙ κα­νέ­να μά­γε­μα του αυ­τιού που θα μας βυ­θί­σει σε μιαν ονει­ρο­πό­λη­ση ή σ’ ένα ρεμ­βα­σμό∙ μό­νον ήχοι, ρυθ­μι­κοί, αδυ­σώ­πη­τα προει­δο­ποι­η­τι­κοί ενός ενε­δρεύ­ο­ντος κιν­δύ­νου, που αφυ­πνί­ζουν στο φό­βο ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξη».[18]

Δεν υπάρ­χει νο­μί­ζω αμ­φι­βο­λία ότι σε αυ­τή την αυ­το­κτο­νία της με­λω­δί­ας θα πρέ­πει να ανα­γνω­ρί­σου­με την ποι­η­τι­κή προ­σπά­θειά της Βα­κα­λό για υπέρ­βα­ση του λυ­ρι­σμού, ο οποί­ος ταυ­τί­ζε­ται με τον φό­βο της επο­χής και τη «θη­λυ­κιά αί­σθη­ση»:

Αν δεν βρι­σκό­μα­σταν σε μιαν επο­χή που ο φό­βος κυ­ριαρ­χού­σε – αί­σθη­ση θη­λυ­κιά – πι­θα­νόν η ποι­ή­τρια να στη­ρι­ζό­ταν στο λυ­ρι­κό στοι­χείο πε­ρισ­σό­τε­ρο, πιο σύμ­φω­νο στην ιδιό­τη­τά της, η σύν­θε­ση να μη της εί­ναι φυ­σι­κή. (Θα ήθε­λα να ξε­κου­ρα­στώ). Αντί­θε­τα εδώ αι­σθά­νε­ται ότι δε φο­βά­ται μό­νον αυ­τή.

(«Τρί­το επει­σό­διο. Ο ωτα­κου­στής», Το δά­σος)

Η απόρ­ρι­ψη του λυ­ρι­σμού εί­ναι επώ­δυ­νη. Μια πρά­ξη αυ­το­κτο­νί­ας ή μάλ­λον ελευ­θε­ρί­ας, η πρώ­τη και τε­λευ­ταία επα­να­στα­τι­κή πρά­ξη της ποί­η­σής της:

Αυ­τό το ποί­η­μα
εί­ναι η τε­λευ­ταία μου επα­να­στα­τι­κή πρά­ξη
πριν υπο­κύ­ψω στων αλ­λο­φύ­λων τις συμ­βου­λές.

(«Επει­σό­διο τέ­ταρ­το», Το δά­σος)

Αν και η Βα­κα­λό ξε­κι­νά την ποι­η­τι­κή της πο­ρεία, με τις τρεις πρώ­τες σιω­πη­ρά απο­κη­ρυγ­μέ­νες συλ­λο­γές της, στο λυ­ρι­κό-υπερ­ρε­α­λι­στι­κό κλί­μα του Λόρ­κα, όπως εκ­φρά­ζε­ται ορ­μη­τι­κά στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση της δε­κα­ε­τί­ας του ’40 από τον Γκά­τσο, τον Ελύ­τη και τη Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, φαί­νε­ται πως η ει­κα­στι­κή της παι­δεία γο­νι­μο­ποιεί στο έρ­γο της ένα ύφος πιο αφαι­ρε­τι­κό, ερ­μη­τι­κό, δια­λο­γι­κό, συν­θε­τι­κό και δρα­μα­τι­κό. Η υπέρ­βα­ση του λυ­ρι­σμού, η άρ­νη­ση του λυ­ρι­κού εξω­ραϊ­σμού, αυ­τό που η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη κω­δι­κο­ποί­η­σε ως «αυ­το­κτο­νία του αι­σθή­μα­τος», εί­ναι η προ­στα­σία του λυ­ρι­σμού από την κε­νό­τη­τα, την ωραιο­λο­γία και την αι­σθη­μα­το­λο­γία που κυ­ριάρ­χη­σαν για με­γά­λες πε­ριό­δους στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση. Με τις ώρι­μες δύο Ρο­δα­λί­νες (1984, 1990), όπου ανα­ζη­τά τρό­πους να μι­λή­σει για τον πολ­λα­πλό και σκο­τει­νό εαυ­τό χω­ρίς τον ναρ­κισ­σι­σμό του εγώ, η Βα­κα­λό θα φτά­σει στη σύν­θε­ση μιας ποί­η­σης αν­θρω­πο­λο­γι­κής και δρα­μα­τι­κής, ευ­ρύ­χω­ρης σαν μυ­θο­πλα­σία, με παι­γνιώ­δη πλο­κή, πρό­σω­πα, κί­νη­ση και πε­ρι­πέ­τειες, σαν από­η­χος σαιξ­πη­ρι­κής τρα­γω­δί­ας ή ιπ­πο­τι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.

Ο ρό­λος της μου­σι­κής στην πο­ρεία της ζω­γρα­φι­κής προς την αφαί­ρε­ση μας εί­ναι βέ­βαια γνω­στός κυ­ρί­ως μέ­σα από το πα­ρά­δειγ­μα της σχέ­σης του Βα­σί­λι Κα­ντίν­σκι με τον Βά­γκνερ και πε­ρισ­σό­τε­ρο με τον Σέν­μπεργκ. Σύμ­φω­να με τον Κα­ντίν­σκι, «τη στιγ­μή της καλ­λι­τε­χνι­κής επα­νά­στα­σης όλες οι τέ­χνες τεί­νουν σε μια ανα­με­τα­ξύ τους προ­σέγ­γι­ση, με βά­ση την κοι­νή τά­ση τους προς την αφαί­ρε­ση».[19] Ο Κα­ντίν­σκι θε­ω­ρεί τη μου­σι­κή ως την «πιο προ­χω­ρη­μέ­νη τέ­χνη από τη σκο­πιά αυ­τή, της οποί­ας το πα­ρά­δειγ­μα πρέ­πει ν’ ακο­λου­θή­σουν όλες οι υπό­λοι­πες τέ­χνες», έχο­ντας κα­τά νου την ατο­νι­κή, δω­δε­κα­φω­νι­κή μου­σι­κή του Σέν­μπεργκ, που όπως οι πί­να­κες του Κα­ντίν­σκι, δια­γρά­φε­ται χω­ρίς στα­θε­ρό ση­μείο ανα­φο­ράς και χω­ρίς αντι­κεί­με­νο.

Πε­ρισ­σό­τε­ρο όμως από τον Κα­ντίν­σκι, η ει­κα­στι­κή προ­τί­μη­ση της Βα­κα­λό, που διεισ­δύ­ει και στο ποι­η­τι­κό της έρ­γο, στρέ­φε­ται στην πιο ει­δι­κή τά­ση της αφαί­ρε­σης που εκ­φρά­ζε­ται από τον νε­ο­πλα­στι­κι­σμό και τις γε­ω­με­τρι­κές συν­θέ­σεις του De Stijl του Πιτ Μο­ντριάν. Ο ολ­λαν­δός ζω­γρά­φος που επί­σης θα κα­τα­φύ­γει στη μου­σι­κή της τζαζ για να δη­μιουρ­γή­σει τον οπτι­κό ρυθ­μό (βλ. τον πί­να­κα Broadway Boogie-Woogie), ανα­ζη­τά τις πιο απλές καλ­λι­τε­χνι­κές μο­νά­δες, τα απλά γε­ω­με­τρι­κά σχή­μα­τα (τε­τρά­γω­να και ορ­θο­γώ­νια) ως στοι­χεία για μια νέα ει­κα­στι­κή γλώσ­σα πλή­ρους αφαί­ρε­σης, θε­ω­ρώ­ντας ότι «το ση­μα­ντι­κό κα­θή­κον όλης της τέ­χνης εί­ναι να κα­τα­στρέ­ψει τη στα­τι­κή ισορ­ρο­πία, εγκα­θι­δρύ­ο­ντας τη δυ­να­μι­κή».[20] Το έρ­γο του εί­ναι ένα συ­νταί­ρια­σμα της ζω­γρα­φι­κής με πνευ­μα­τι­κούς και φι­λο­σο­φι­κούς στο­χα­σμούς και προ­ϋ­πο­θέ­τει τη φι­λο­σο­φία της γλώσ­σας του Βιτ­γκεν­στάιν, αλ­λά και τον μυ­στι­κι­σμό του θε­ο­σο­φι­σμού.[21] Αν σκε­φτού­με ότι στην ποί­η­ση της Βα­κα­λό η λέ­ξη εί­ναι το χρώ­μα και ο συ­ντα­κτι­κά απο­διορ­γα­νω­μέ­νος στί­χος το σχή­μα και αν συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με το εν­δια­φέ­ρον της ακό­μα και για την οπτι­κή διά­τα­ξη των ποι­η­μά­των (που όμως δεν απο­τυ­πώ­νε­ται στη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση της «Νε­φέ­λης») θα δού­με ότι συ­να­ντιέ­ται με τον Μο­ντριάν, στην πλα­στι­κή βού­λη­ση, το από­λυ­το των ρυθ­μών και τη δυ­να­μι­κή των αι­σθή­σε­ων. Με τα λό­για της ίδιας: «Εκ­φρά­ζο­ντας τον εαυ­τό του ο ση­με­ρι­νός καλ­λι­τέ­χνης φτά­νει σε τό­σο μύ­χιες πτυ­χές της ψυ­χι­κής και της πνευ­μα­τι­κής του ζω­ής, σε τό­σο βα­θειά στρώ­μα­τα και ρι­ζι­κές στιγ­μές του σχη­μα­τι­σμού τους, ώστε να παύ­ει πια να εί­ναι μια πε­ρί­πτω­ση και να έχει ένα πρό­σω­πο που τον εξει­δι­κεύ­ει ορι­στι­κά […]».[22]

Έτσι η ποί­η­σή της ανα­τρέ­χει στον πρι­μι­τι­βι­τι­σμό των λέ­ξε­ων, ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζο­ντας και ανα­βα­πτί­ζο­ντας τον κό­σμο από την αρ­χή.[23] Τό­τε εί­ναι που επι­στρα­τεύ­ε­ται η νη­πια­κή γλώσ­σα και η παι­δι­κό­τη­τα («Παι­δι­κή γλώσ­σα που έχο­με όλοι αυ­τήν σου μι­λώ»), και η συ­να­φής εξάρ­θρω­ση της σύ­ντα­ξης, η απο­γύ­μνω­ση και η δια­σά­λευ­ση του λό­γου. Το ρή­μα και το ου­σια­στι­κό δε­σπό­ζουν στον στί­χο, το επί­θε­το κα­ταρ­γεί­ται. Ο στό­χος εί­ναι ο σχη­μα­τι­σμός μιας θρόμ­βω­σης στον συ­νε­κτι­κό χώ­ρο της γραμ­μα­τι­κο­συ­ντα­κτι­κής διά­τα­ξης των λέ­ξε­ων και των φρά­σε­ων. Η Βα­κα­λό στρέ­φε­ται προς τα πί­σω, στους μύ­θους και στα πα­ρα­μύ­θια, όταν «πριν βρού­νε τις λέ­ξεις οι άν­θρω­ποι, υπήρ­χαν οι στε­ναγ­μοί» («Το τρα­γού­δι της ανα­πνο­ής», Του κό­σμου) και σε μια αρ­χαϊ­κό­τη­τα «Πριν από τον λυ­ρι­σμό» (όπως ονο­μά­ζει την πρώ­τη συ­γκε­ντρω­τι­κή της έκ­δο­ση και όχι «με­τά τον λυ­ρι­σμό» όπως λαν­θα­σμέ­να της υπο­δει­κνύ­ει ο Κα­ρα­ντώ­νης),[24] όταν οι λέ­ξεις δεν ήταν στην υπη­ρε­σία κα­μί­ας αι­σθη­τι­κής έκ­φρα­σης.

Γ’

Η ποί­η­ση της Βα­κα­λό εί­ναι αναμ­φί­βο­λα για τον ανα­γνώ­στη δύ­σκο­λη, ερ­μη­τι­κή και γρι­φώ­δης. Όλο το πλού­σιο δια­καλ­λι­τε­χνι­κό υπό­βα­θρο που τη χα­ρα­κτη­ρί­ζει την κα­θι­στά ακό­μη πιο πε­ρί­πλο­κη και νοη­μα­τι­κά σύν­θε­τη. Την πε­ρι­φρό­νη­σή της άλ­λω­στε προς το ξε­κά­θα­ρο και αντι­κει­με­νι­κό νό­η­μα την πε­ρι­γρά­φει η ίδια δη­λώ­νο­ντας ότι «δεν με εν­δια­φέ­ρει το νό­η­μα που αφού τέ­λειω­σε μπή­κε σε ένα σχή­μα».[25]

Εί­ναι βέ­βαια γνω­στό ότι οι με­τα­πο­λε­μι­κοί ποι­η­τές «πεί­ρα­ξαν» τον θερ­μο­στά­τη, με­ταγ­γί­ζο­ντας «ψυ­χρά ρεύ­μα­τα» στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση, πε­ρισ­σό­τε­ρο από κά­θε άλ­λη γε­νιά (Μ. Ανα­γνω­στά­κης, Ν. Φω­κάς, Ν. Κα­ρού­ζος, Ε. Βα­κα­λό, Τ. Σι­νό­που­λος, Ε. Κα­κνα­βά­τος κ.ά.). Ει­δι­κά η Α’ με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά μπο­ρεί αβί­α­στα να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ως η λι­γό­τε­ρο λυ­ρι­κή στην ιστο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης, αν και δεν μπο­ρεί να αμ­φι­σβη­τη­θεί η ύπαρ­ξη ενός ισχυ­ρού λυ­ρι­κού υπο­στρώ­μα­τος σε πε­ρι­πτώ­σεις όπως οι Λει­βα­δί­της, Πα­πα­δί­τσας, Βαρ­βι­τσιώ­της, Δη­μά­κης, Δι­κταί­ος κ.ά. Σε αυ­τή την τά­ση ει­σα­γω­γής ψυ­χρού ρεύ­μα­τος, η ποί­η­ση της Βα­κα­λό κα­τέ­χει ξε­χω­ρι­στή θέ­ση με τον απο­λύ­τως προ­γραμ­μα­τι­κό αντι­λυ­ρι­σμό της. Όπως επι­ση­μαί­νει ο Αρ­γυ­ρί­ου, «η δή­θεν ψυ­χρό­τη­τα ήταν ένας στι­βα­ρός τρό­πος απο­φυ­γής των συ­ναι­σθη­μα­τι­κών δια­χύ­σε­ων».[26] Στο πρώ­το κιό­λας ποί­η­μα του Δά­σους θα προ­βεί στην ομο­λο­γία:

Τώ­ρα θα βγά­λω την καρ­διά μου

Πα­ρά τη φαι­νο­με­νι­κή της, ωστό­σο, ψυ­χρό­τη­τα η ποί­η­ση αυ­τή με­τα­δί­δει στον υπο­μο­νε­τι­κό ανα­γνώ­στη ένα εί­δος συ­γκί­νη­σης, αν δια­βά­σει τα ποι­ή­μα­τα με τον τρό­πο που εκεί­νη του υπο­δει­κνύ­ει, όπως δη­μιουρ­γού­νται στην εσω­τε­ρι­κή ροή τους:

Η πα­ρα­κο­λού­θη­ση σε πο­λύ αρ­γό χρό­νο
Όπως στα ποι­ή­μα­τα συ­μπλέ­κο­νται οι λέ­ξεις σι­γά-σι­γά
(«Πα­ρέν­θε­ση του σκύ­λου», Ημε­ρο­λό­γιο της ηλι­κί­ας)


Γι’ αυ­τό και νο­μί­ζω πως εί­ναι άδι­κη η κρι­τι­κή που της άσκη­σε ο Μα­νό­λης Λα­μπρί­δηςαπα­ντώ­ντας στον έπαι­νο της Νό­ρας Ανα­γνω­στά­κη. Ο οξυ­δερ­κής κρι­τι­κός, που πρώ­τος ανα­γνώ­ρι­σε την αφαι­ρε­τι­κή αντι-ποί­η­ση της Βα­κα­λό (αν και την απο­τι­μά αρ­νη­τι­κά), χα­ρα­κτη­ρί­ζει τα ποι­ή­μα­τά της ως «κα­τε­ξο­χήν προ­ϊ­ό­ντα της αφη­ρη­μέ­νης σκέ­ψης, του κα­θα­ρού λο­γι­σμού, του φι­λο­σο­φι­κού στο­χα­σμού»[27] και ως μια «εν­νοιο­κρα­τι­κή κα­τα­σκευή» με ρο­πή προς τη γε­νί­κευ­ση. Εκτι­μώ πως στη στά­ση του Λα­μπρί­δη αντα­να­κλά­ται η γε­νι­κό­τε­ρη αρι­στε­ρή/μαρ­ξι­στι­κή άρ­νη­ση, εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο, απέ­να­ντι στην αφη­ρη­μέ­νη τέ­χνη, στοι­χείο που κα­τά τη γνώ­μη μου επι­βε­βαιώ­νει ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο την εμπλο­κή των ει­κα­στι­κών και θε­ω­ρη­τι­κών ανα­ζη­τή­σε­ων της Βα­κα­λό στο ποι­η­τι­κό της έρ­γο. Αρ­κεί να δια­βά­σει κα­νείς αντι­στι­κτι­κά τα κεί­με­να για την αφη­ρη­μέ­νη τέ­χνη που δη­μο­σιεύ­ο­νται την ίδια πε­ρί­ο­δο στην Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέ­χνης (κυ­ρί­ως τα τε­χνο­κρι­τι­κά και τις συ­νε­ντεύ­ξεις του Γ. Πε­τρή)[28] με τα αντί­στοι­χα της Βα­κα­λό στον Ζυ­γό και τα Νέα για να κα­τα­νο­ή­σει τη δια­φο­ρά αλ­λά και το λου­κα­τσια­νό ιδε­ο­λο­γι­κό-αι­σθη­τι­κό υπό­στρω­μα της αρ­νη­τι­κής κρι­τι­κής του Λα­μπρί­δη.
Πράγ­μα­τι πά­ντως, η ποί­η­ση της Βα­κα­λό συ­νι­στά μια συ­ναρ­πα­στι­κή ανα­γνω­στι­κή πε­ρι­πέ­τεια, αξιώ­νο­ντας την ενερ­γό συμ­με­το­χή του ανα­γνώ­στη, ο οποί­ος μάλ­λον πρέ­πει να εγκα­τα­λεί­ψει τα κλα­σι­κά αντι­λη­πτι­κά σχή­μα­τα με τα οποία έχει συ­νη­θί­σει να δια­βά­ζει την ποί­η­ση. Όπως ακρι­βώς ο θε­α­τής στην αφη­ρη­μέ­νη ζω­γρα­φι­κή. Και σε αυ­τό το ση­μείο η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη έχει από­λυ­το δί­κιο όταν υπο­στη­ρί­ζει ότι η με­γά­λη δυ­σκο­λία της ποί­η­σής της Βα­κα­λό εί­ναι ότι «πρέ­πει να μπεις μέ­σα στο χώ­ρο της και στην κί­νη­σή της για να την πα­ρα­κο­λου­θή­σεις. Αδύ­να­το να την πλη­σιά­σεις απ’ έξω, για­τί δεν έχει κα­μία εξω­τε­ρι­κή γοη­τεία, τί­πο­τα που να προ­ε­ξέ­χει για ν’ αρ­πα­χτεί ο νους ή το συ­ναί­σθη­μα, τί­πο­τα το φα­ντα­χτε­ρό, ηχη­ρό ή εύ­γευ­στο που θα ικα­νο­ποιού­σε χορ­τα­στι­κά τις αι­σθή­σεις∙ τί­πο­τα το ετοι­μο­πα­ρά­δο­το για να το ει­σπρά­ξεις αμέ­σως, για­τί όλα δεί­χνο­νται μα­ζί με τον μό­χθο που κα­τα­βάλ­λε­ται για να απο­κτη­θούν. Θα πρέ­πει λοι­πόν να κά­νει κι ο ανα­γνώ­στης κά­ποιον κό­πο. Για­τί αυ­τή η ποί­η­ση εί­ναι ποί­η­ση μιας σκλη­ρής πνευ­μα­τι­κής αγω­γής που ψά­χνει να βρει το πρό­σω­πο του και­ρού μας κι όχι μό­νο το πρό­σω­πο του συγ­γρα­φέα της, και γι’ αυ­τό εί­ναι τό­σο βου­βά δρα­μα­τι­κή, για­τί μας δεί­χνει πό­σο αρ­γά κι επώ­δυ­να σχη­μα­τί­ζε­ται ένας τέ­τοιος άν­θρω­πος από την ίδια του την προ­σπά­θεια να υπάρ­ξει μέ­σα από τη ζωή του τό­που του και του κό­σμου όλου».[29]

Δ’

Πώς μπο­ρού­με λοι­πόν να σκε­φτού­με την ποί­η­ση της Βα­κα­λό σή­με­ρα υπό το φως της σύγ­χρο­νης ποι­η­τι­κής και καλ­λι­τε­χνι­κής εμπει­ρί­ας; Αλ­λά και στη σκιά της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης, των με­ταλ­λα­γών του κό­σμου, της αν­θρώ­πι­νης συν­θή­κης, της γλώσ­σας, της θε­ω­ρί­ας και του πο­λι­τι­σμού; Μπο­ρεί αυ­τή η δύ­σκο­λη ποί­η­ση με το δια­καλ­λι­τε­χνι­κό και δο­κι­μια­κό υπό­βα­θρο να κι­νη­το­ποι­ή­σει ανα­γνώ­στες και ποι­η­τές;

Αν κρί­νου­με από την ανα­κί­νη­ση του εν­δια­φέ­ρο­ντος για τη Βα­κα­λό που απο­τυ­πώ­νε­ται στο πα­ρόν αφιέ­ρω­μα του Χάρ­τη, αλ­λά και από την αντα­πό­κρι­ση της δρα­στή­ριας ομά­δας νε­ό­τε­ρων ποι­η­τών, με θε­ω­ρη­τι­κές και ει­κα­στι­κές ανα­ζη­τή­σεις, που συ­σπει­ρώ­νε­ται γύ­ρω από το περ. ΦΡΜΚ και τις συ­να­ντή­σεις της Ελ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νι­κής Ένω­σης «με τα λό­για (γί­νε­ται)»τα μη­νύ­μα­τα εί­ναι αι­σιό­δο­ξα.[30] Φαί­νε­ται πως σή­με­ρα εί­ναι μια κα­λή στιγ­μή για την ποί­η­ση της Βα­κα­λό. Το έρ­γο της πρέ­πει να δια­βα­στεί ως αυ­τό που πραγ­μα­τι­κά εί­ναι: μια συ­νο­λι­κή δια­καλ­λι­τε­χνι­κή πρό­τα­ση, ρι­ζο­σπα­στι­κή και τολ­μη­ρή, για τις δυ­να­τό­τη­τες και τα όρια της ποί­η­σης, της γλώσ­σας και της ει­κό­νας. Η ποί­η­σή της δια­τη­ρεί τη γοη­τεία της κα­θώς με­τα­φέ­ρει στην κου­ρα­σμέ­νη επο­χή μας την από­γνω­ση αλ­λά και την αι­σιο­δο­ξία της ου­το­πί­ας των καλ­λι­τε­χνι­κών πρω­το­πο­ριών. Αν τη δού­με μέ­σα στο σχή­μα των «πολ­λα­πλών μο­ντερ­νι­σμών» του 20ου αιώ­να, νο­μί­ζω πως εί­ναι, με­τά τον Σε­φέ­ρη και τον Πα­πα­τσώ­νη, η επό­με­νη συ­μπα­γής μο­ντερ­νι­στι­κή πρό­τα­ση, που πα­ρα­πέ­μπει λι­γό­τε­ρο στον Έλιοτ και τον Πά­ουντ και πε­ρισ­σό­τε­ρο στους «φα­ντα­στι­κούς κή­πους με πραγ­μα­τι­κά βα­τρά­χια»[31] της μάλ­λον άγνω­στης ακό­μη στα κα­θ’ ημάς αμε­ρι­κα­νί­δας Μά­ριον Μουρ (1887-1972), της μό­νης ποι­ή­τριας που με­τέ­φρα­σε η Βα­κα­λό[32] και ακό­μη δεν την έχου­με συ­σχε­τί­σει με το έρ­γο της. Δείγ­μα κι αυ­τό των τε­ρά­στιων ερ­μη­νευ­τι­κών δυ­να­το­τή­των που ανοί­γει η ποί­η­σή της.

Το έρ­γο της Βα­κα­λό αφο­ρά λοι­πόν το μέλ­λον, κα­θώς άνοι­ξε έναν διά­λο­γο που πρέ­πει να συ­νε­χι­στεί:

Όπου θα το στα­μα­τή­σω
Άλ­λοι ας το προ­χω­ρή­σουν

(Οι πα­λά­βρες της κυ­ρά Ρο­δα­λί­νας)

https://strophess.blogspot.com/2019/10/blog-post.html























Ελένη Βακαλό      
1921-2001


Ο τρόπος να 
κιν
δυνεύ
ουμε είναι ο 
τρόπος μας 
σαν
 ποιητές


Το τέλος του σπιτιού

Μια μέρα ο μεγάλος μου γιος είπε
«Το βράδυ δε θα γυρίσω σπίτι νωρίς»

Έβαλα τα μικρά να κοιμηθούνε
Και τότε θαρρώ πως κοίταξα το σπίτι μας
Για πρώτη φορά

Ήταν παλιό
και το χειμώνα θα έσταζε με τις βροχές

(Στη μορφή των θεωρημάτων, 1951)

Το δάσος

Το σχήμα του δάσους έχει
Το σχήμα της μέδουσας
Που την πιάνεις στο χέρι σου και γλυστράει
Όταν τη βγάλει έξω
Το κύμα
Αυτό γίνεται ίσως
Γιατί
Σαλεύει
Χωρίς
Ν’ ανοίγει αμμουδιές
Που είναι άσπρες
Και
Γυαλίζουν οι φρέσκες
Ενώ οι άλλες
Ολάσπρες
Θα βρεις και κόκαλα από πνιγμένους
Τώρα θα βγάλω την καρδιά μου
Όχι όμως
Καθώς οι μέδουσες
Δεν έχουν αίμα

Αν καμωνόμουνα τόσον καιρό πως έγραφα ποιήματα
ήταν μονάχα για να μπορέσω να πω για το δάσος.
Νύχτα προδίνουν οι άνθρωποι τους άλλους
Κι όταν αρχίσει
Να σε πνίγει
Το δάσος
Φωνάζεις
Σαν
Να μην είσαι
Στο δάσος

Το δάσος είναι όπως οι νύχτες μου
Που ξημερώνοντας
Δεν είναι
Καθόλου οι ίδιες
Λησμονημένοι νεκροί
Που μόνοι αποθέσαμε
Ετοιμοθάνατοι προβαίνουν
Με κινήματα αιφνίδια
Ή
-Θέλοντας να φανταστούμε-
Μια
Λεπτομέρεια
Τη μέρα έχει πράσινο χρώμα
Τότε το δάσος
Είναι ένα δάσος
Με δέντρα.

(Το Δάσος, 1954)

Γενεαλογία

Η γιαγιά μου ήταν ένα κοριτσάκι γριά

Το καπέλο της γιαγιάς μου

Την ρώτησα πώς είχε ερωτευτεί για πρώτη-πρώτη φορά,

Φορούσα ένα καπέλο
Στο γύρο του λουλούδια
Και πάνω στην κορφή του ένα πουλί
Απ’ το πουλί κρεμόντανε άλλο κλαδί
Και στο κλαδί λουλούδια
Στην άκρη του φωλιά
Καθόνταν στο λαιμό μου
Κι είχε πουλιά κι εκεί

Πετούσαν τα πουλιά

(Γενεαλογία, 1971)


Οι αστροναύτες στα χόρτα του κήπου

Φτάνοντας ξένοι και οι δυο σε ξένη για μας χώρα, γνώρισα από το Πακιστάν το φίλο μου που έγραφε στη χώρα του ιστορίες

Κι αυτήν που μας συνέβηκε τη γράφω παρακάτω

Στον κήπο καθόμουν
Στα χόρτα επάνω
Φωνούλες ν’ ακούω
Παιδιών

Κοντά μου όταν ήρθαν
Φεγγάρι, τους είπα
Να πουν

Και όταν το είπαν
Φεγγάρι, τους είπα
Πως είμαι, να ’ρθουν

Ο φίλος μου απ’ το Πακιστάν αλλιώτικα την έπλασε την ίδια ιστορία
«Η Γυναίκα που Έφερε τ’ Άστρα» να είμαι εγώ
στον ουρανό

Το Πακιστάν χωρίστηκε, δεν ξέρω αν γραφτήκανε δυο ιστορίες ποτέ
Κι ίσως πολλά σημαίνουνε τα λίγα αυτά να πω

Τώρα να δεις, και άλλα ακόμη θα πλέξω μ’ αυτά, γιατί καθώς την ξένη
 γλώσσα ακούγοντας μιλούσα τη δική μας βαθιά, καταλάβαινα πόσο 
δύσκολο είναι ο άνθρωπος να ονομάσει τ’ αληθινά.
                                                         Κι άλλο είναι,
όπως είπαν, στα λόγια μου να έρχεσαι

Ελένη λοιπόν
Σε λένε
Σελάνα που μόνη πλανιέται
Εκείνη
Και συ
Που κάθεσαι μόνη
Ελένη
Ακούς;
Παιδική γλώσσα που έχομε όλοι αυτήν σου μιλώ

Γιατί δεν την παίζουνε
Οι φιλενάδες της





Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος
Απο τη Συλλογη Του κόσμου (1978).

Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του vα πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε vα παίξει με τους άρχοντες
Αρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας

Τα 

αποσι

ωπη

μένα 

ποιή

ματα 

της 

Ελένης Βκαλό


Με τον γιο της Μάνο (1946-2000)
Με τον γιο της Μάνο (1946-2000)

Με κρι­τή­ριο την πρώ­τη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση ποι­η­μά­των της Ελέ

­νης Βα­κα­λό Πριν από το λυ­ρι­σμό (1981), αλ­λά και την ορι­στι­κή μορ­

φή της με την έκ­δο­ση της συ­γκε­ντρω­τι­κής Το άλ­λο του πράγ­μα­τος. 

Ποί­η­ση 1954-1994 (1995), γί­νε­ται αντι­λη­πτή η εκ­δο­τι­κή βού­λη­σή της,

 σύμ­φω­να με την οποία συ­μπε­ραί­νου­με ότι οι τρεις πρώ­τες συλ­λο­γές

 της –Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές (1945), Ανα­μνή­σεις από μια εφιαλ­τι­κή 

πο­λι­τεία (1948), Στη μορ­φή των θε­ω­ρη­μά­των (1951)–, κα­θώς επί­σης 

και μέ­ρος της πέμ­πτης συλ­λο­γής της Τοι­χο­γρα­φία (1956), σιω­πη­ρά

 απο­κλεί­ο­νται από τη συ­μπα­ρά­θε­σή τους με το υπό­λοι­πο έρ­γο 

της.[1] Η επι­λο­γή της αυ­τή θα μας απα­σχο­λή­σει στο πα­ρόν κεί­με­νο, 

όπου θα ανα­ζη­τή­σου­με και θα προ­τεί­νου­με τις πι­θα­νές ερ­μη­νεί­ες 

της.

Η Ελέ­νη Βα­κα­λό πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται στα γράμ­μα­τα το 1944 με τη δη

­μο­σί­ευ­ση δε­κα­πέ­ντε ποι­η­μά­των της στο πε­ριο­δι­κό Τα Νέα Γράμ­μα­

τα[2] και δύο ακό­μη στη δε­κα­πεν­θή­με­ρη έκ­δο­ση του Πο­λι­τι­στι­κού Ο

μί­λου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης Ξε­κί­νη­μα.[3] Η πρώ­τη πα­ρα­τή­

ρη­ση εί­ναι ότι ήδη από το 1945 που εκ­δό­θη­κε το πρώ­το βι­βλίο της –

η συλ­λο­γή Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές– προ­βαί­νει σε με­ρι­κή ανα­δη­μο­σί­ευ

­ση των ποι­η­μά­των που προ­α­να­φέ­ρα­με, απο­κλεί­ο­ντας εκεί­να που

 δεν αντα­πο­κρί­νο­νται στο υφο­λο­γι­κό κλί­μα της συλ­λο­γής της. Συ­γκε

­κρι­μέ­να, στο βι­βλίο της Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές συ­μπε­ριέ­λα­βε μό­νον

 έξι από τα ποι­ή­μα­τα που εί­χαν δη­μο­σιευ­θεί στο πε­ριο­δι­κό Τα Νέα 

Γράμ­μα­τα.[4]   
Ας δού­με, όμως, ανα­λυ­τι­κά τα πε­ριε­χό­με­να των συλ­λο­γών: Η συλ­λο­

γή Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές απαρ­τί­ζε­ται από τρεις ενό­τη­τες –«Άν­θρω­

ποι της Γης», «Τα­ξί­δια», «Χρο­νι­κά»– και πε­ρι­λαμ­βά­νει τριά­ντα ποι­ή

­μα­τα. Η συλ­λο­γή Ανα­μνή­σεις από μια εφιαλ­τι­κή πο­λι­τεία απαρ­τί­ζε­ται

 από πέ­ντε ενό­τη­τες –την ομό­τι­τλη «Ανα­μνή­σεις από μια εφιαλ­τι­κή 

πο­λι­τεία» και τις «Πό­λις θα­νό­ντων», «Χο­ρι­κό», «Τρα­γού­δι των κρε­μα­

σμέ­νων», «Ωδή στο γιο μου»– και πε­ρι­λαμ­βά­νει οκτώ εκτε­νή ποι­ή­μα

­τα. Η συλ­λο­γή Στη μορ­φή των θε­ω­ρη­μά­των απαρ­τί­ζε­ται από τρεις ε

νό­τη­τες, από τις οποί­ες η πρώ­τη εί­ναι άτι­τλη και πε­ρι­λαμ­βά­νει τέσ­σε

­ρα ποι­ή­μα­τα, η δεύ­τε­ρη φέ­ρει τον τί­τλο της συλ­λο­γής «Στη μορ­φή 

των θε­ω­ρη­μά­των» και η τρί­τη τι­τλο­φο­ρεί­ται «Το σπί­τι». Συ­νο­λι­κά πε

­ρι­λαμ­βά­νει δε­κα­πέ­ντε εκτε­νή ποι­ή­μα­τα. Η συλ­λο­γή Τοι­χο­γρα­φία απα

ρ­τί­ζε­ται από τρεις ενό­τη­τες, από τις οποί­ες η πρώ­τη εί­ναι άτι­τλη και 

πε­ρι­λαμ­βά­νει πέ­ντε ποι­ή­μα­τα, η δεύ­τε­ρη φέ­ρει τον τί­τλο της συλ­λο­

γής «Τοι­χο­γρα­φία» και η τρί­τη τι­τλο­φο­ρεί­ται «Φυ­σι­κή αγω­γή»[5].
Η άμε­ση επι­σή­μαν­ση εί­ναι ότι η Βα­κα­λό δη­μιουρ­γεί ενό­τη­τες στις ο

ποί­ες εντάσ­σει όσα ποι­ή­μα­τα συ­νερ­γά­ζο­νται στην κε­ντρι­κή θε­μα­τι

­κή της και υπο­δει­κνύ­ει μια πρό­θε­ση σύν­θε­σης. Επί­σης, δια­πι­στώ­νου

­με ότι οι συλ­λο­γές αυ­τές πε­ρι­λαμ­βά­νουν ένα με­γά­λο αριθ­μό ποι­η­μά

­των που εί­τε πλή­ρως εί­τε με­ρι­κώς ανα­φέ­ρο­νται στη «γυ­ναι­κεία» θε

­μα­τι­κή υπό την έν­νοια των πολ­λα­πλών ανα­φο­ρών στην αί­σθη­ση της

 θη­λυ­κό­τη­τας, του ερω­τι­σμού και της μη­τρό­τη­τας. Πα­ράλ­λη­λα εντο­πί­

ζου­με συ­χνές ανα­φο­ρές σε αρ­χαιό­θε­μα ποι­ή­μα­τα που δια­χει­ρί­ζο­νται 

στοι­χεία αρ­χαιο­γνω­σί­ας εί­τε με­τα­φέ­ρο­ντας τη συμ­βο­λι­κή τους υπό­

δει­ξη στα κα­θ’ ημάς εί­τε ανα­τρέ­πο­ντας το πε­ριε­χό­με­νό τους. Η επι­σή

­μαν­ση αυ­τή μάς οδη­γεί ανα­γκα­στι­κά στην πα­ρα­κο­λού­θη­ση συ­νο­λι­

κά των δύο αυ­τών αξό­νων και στη δια­πί­στω­ση ότι στο κυ­ρί­ως έρ­γο 

της, όπως αυ­τό δια­μορ­φώ­νε­ται στη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­σή της Το ά

λ­λο του πράγ­μα­τος, απου­σιά­ζει η στε­ρε­ο­τυ­πι­κή θε­μα­τι­κή της γυ­ναί

­κας, ως προ­φα­νές μο­τί­βο, και έχει εξο­βε­λι­στεί κά­θε ίχνος ανα­φο­ράς 

σε αρ­χαία ελ­λη­νι­κά πρό­σω­πα ή γε­γο­νό­τα του μύ­θου ή της ιστο­ρί­ας.


Ως προς τη γυ­ναι­κεία οπτι­κή, προ­σεγ­γί­ζο­ντας ανα­λυ­τι­κά την πρώ­τη

 συλ­λο­γή της, δια­πι­στώ­νου­με την έμ­φα­ση στην έν­νοια της θη­λυ­κό­τη­

τας και τη συ­σχέ­τι­σή της με τη γο­νι­μό­τη­τα. Εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει

 το τολ­μη­ρό προ­σκλη­τή­ριο προς όλες τις γυ­ναί­κες για την ανα­κά­λυ­

ψη του σώ­μα­τός τους και η επι­σή­μαν­ση ότι οι γυ­ναί­κες κα­τέ­χουν το 

μυ­στι­κό της γο­νι­μό­τη­τάς τους, προ­τεί­νο­ντας μια υπέρ­βα­ση του πα­ρα

­δο­σια­κού, πα­θη­τι­κού ρό­λου της γυ­ναί­κας, όπως λ.χ. στο ποί­η­μα «Άν

­θρω­ποι της Γης Ι».[6] Η ση­μα­σία της μη­τρό­τη­τας και η ερω­τι­κή διά

­στα­σή της ανα­γνω­ρί­ζε­ται σε ποι­ή­μα­τα όπως το «Ώρα θη­λά­σμα­τος».

 Πα­ρα­τη­ρού­με και εδώ τη δρα­στι­κή σχέ­ση μη­τρό­τη­τας και ερω­τι­

σμού, που ισχυ­ρο­ποιεί την πε­ποί­θη­σή μας ότι στην αντί­λη­ψη της

 Βα­κα­λό επι­κρα­τεί η σύγ­χρο­νη οπτι­κή της γυ­ναί­κας και η αυ­το­νό­μη­

ση του αι­σθη­σια­σμού της.[7] Πα­ράλ­λη­λα, δια­πι­στώ­νου­με εκεί­νη την

 εκ­δο­χή της γυ­ναι­κεί­ας υπο­τα­γής στη σιω­πη­λή συ­νου­σία, που μας

 πα­ρα­πέ­μπει σε μια στε­ρε­ό­τυ­πη και ίσως αρ­χέ­γο­νη συ­νεύ­ρε­ση. Η

 δια­φο­ρά, βέ­βαια, εντο­πί­ζε­ται στο γε­γο­νός ότι από την πλευ­ρά της 

γυ­ναί­κας η ερω­τι­κή επι­θυ­μία δια­τυ­πώ­νε­ται με ποι­η­τι­κή τόλ­μη, όπως

 λ.χ. στο ποί­η­μα «Επι­θυ­μί­ες».[8] 
Η δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Βα­κα­λό κα­τα­θέ­τει στο με­γα­λύ­τε­ρο 

μέ­ρος της την εμπει­ρία του θα­νά­του, που απο­μνη­μο­νεύ­ει, προ­φα

­νώς, την πε­ρί­ο­δο της Κα­το­χής και του Εμ­φυ­λί­ου, χω­ρίς ωστό­σο να 

δη­λώ­νε­ται άμε­σα, κα­θώς στο επί­κε­ντρο της ποι­η­τι­κής ανα­πα­ρά­στα

­σης βρί­σκε­ται η ψυ­χο­λο­γι­κή απο­στρο­φή, η οποία προ­κύ­πτει από 

τον εφιάλ­τη του θα­νά­του που απλώ­νε­ται πά­νω στην πό­λη και πα­

ντού. Στο ποί­η­μα «Χο­ρι­κό», οι γυ­ναί­κες κλαί­νε τα παι­διά τους και το 

μοι­ρο­λόι τους απευ­θύ­νε­ται και πά­λι στις γυ­ναί­κες όπως δη­λώ­νε­ται 

με τους κα­τα­λη­κτι­κούς στί­χους του ποι­ή­μα­τος: «Κι άλ­λες γυ­ναί­κες 

σώ­παι­ναν / Ν’ ακού­νε». Οι γυ­ναί­κες κα­τα­φεύ­γουν στο θρή­νο μέ­σα 

από μια μα­κρά πα­ρά­δο­ση που τις θέ­τει εκτός των αν­δρι­κών ρό­λων,

 εκτός του πο­λέ­μου και της βί­ας, φρου­ρούς της ει­ρή­νης και της εστί

­ας. Η «Ωδή στο γιο μου»[9] εί­ναι ένας ύμνος στην ύπαρ­ξη και τη συ­

νέ­χεια της ζω­ής μέ­σα από τη μη­τρό­τη­τα. Η μά­να απο­δί­δει στο γιο τις

 απα­ραί­τη­τες αν­δρι­κές ιδιό­τη­τες και του προ­σκο­μί­ζει τα φυ­λα­χτά της

 από­λυ­της αφο­σί­ω­σής της. Μ’ αυ­τόν τον τρό­πο προσ­δί­δει στην ύ

παρ­ξή του την προ­ο­πτι­κή μιας άλ­λης, κα­λύ­τε­ρης ζω­ής και τον προ­

τρέ­πει: «Εσύ κα­τά­μα­τα να δεις το Με­γά­λο Φό­βο».
Στην τρί­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της, πλε­ο­νά­ζουν τα αρ­χαιό­θε­μα ποι­ή­μα

­τα. Ήδη από τους τί­τλους της πρώ­της ενό­τη­τας –«Ιε­ρός γά­μος», 

«Ύμνος», «Σχε­δί­α­σμα για τον Νάρ­κισ­σο», «Κασ­σάν­δρα»–[10] δια­πι

­στώ­νου­με πως κι­νεί­ται σε μια γραμ­μή δια­χεί­ρι­σης της αρ­χαιο­ελ­λη­νι­

κής μνή­μης. Οι με­θο­δεύ­σεις της, ωστό­σο, δεν ανα­πα­ρά­γουν στε­ρε­ο

­τυ­πι­κά τα δο­σμέ­να μο­τί­βα, αλ­λά λει­τουρ­γούν στη λο­γι­κή του ανα­στο

­χα­σμού και της ελεύ­θε­ρης ανά­πλα­σης των συμ­βό­λων. Ει­δι­κά στο ποί­

η­μα «Κασ­σάν­δρα» συ­μπυ­κνώ­νε­ται η θε­μα­τι­κή της γυ­ναι­κεί­ας πε­ρι­πέ­

τειας και επι­και­ρο­ποιεί­ται η μυ­θι­κή Κασ­σάν­δρα με τη με­τα­τρο­πή της

 σε ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο. Ο έρω­τας, συ­ντρο­φευ­μέ­νος από το θά­να­το, 

αλ­λά και ο θά­να­τος του έρω­τα, διο­χε­τεύ­ε­ται μέ­σα από στί­χους που

 προ­ϋ­πο­θέ­τουν την προ­φη­τεία αλ­λά και την επα­λή­θευ­σή της. Στην 

πε­ρί­πτω­ση της πέμ­πτης συλ­λο­γής της –Τοι­χο­γρα­φία–, όπως ήδη 

έχου­με ανα­φέ­ρει, απο­μο­νώ­νου­με τις δύο από τις τρεις ενό­τη­τες. Τα

 ποι­ή­μα­τα που δε­σπό­ζουν στην πρώ­τη ενό­τη­τα φέ­ρουν τί­τλους όπως

 «Ο γυ­ρι­σμός της Ιφι­γέ­νειας» και «Αντί­νο­ος», χω­ρίς ωστό­σο να πραγ­

μα­τεύ­ο­νται με πει­στι­κό­τη­τα τα αντί­στοι­χα θε­μα­τι­κά μο­τί­βα. Υπάρ­χει

 μια συ­νει­δη­τή ανα­κα­τα­σκευή του μύ­θου και μια πραγ­μά­τευ­ση που 

σπο­ρα­δι­κά μό­νο υπεν­θυ­μί­ζει την προ­έ­λευ­σή της από την αρ­χαιο­ελ­

λη­νι­κή μυ­θο­λο­γι­κή πα­ρα­κα­τα­θή­κη. Ει­δι­κό­τε­ρα στο ποί­η­μα «Ο γυ­ρι­

σμός της Ιφι­γέ­νειας», η Βα­κα­λό δια­χει­ρί­ζε­ται το μύ­θο μέ­σα από υπο­θε

­τι­κά στοι­χεία εξέ­λι­ξης της ιστό­ρι­σης, πα­ρεμ­βάλ­λο­ντας τις πα­ρου­σί­ες

 της Ηλέ­κτρας αλ­λά και του Ορέ­στη.[11]

Η κρι­τι­κή υπο­δο­χή του έρ­γου της Βα­κα­λό, κυ­ρί­ως της πρώ­της πε­ριό

­δου, επε­σή­μα­νε το γυ­ναι­κείο προ­σα­να­το­λι­σμό της και τη θη­λυ­κό­τη­τα 

που απο­πνέ­ει. «Η κ. Βα­κα­λό τρα­γου­δεί προ­πά­ντων την καρ­πο­φό­ρα

 γυ­ναί­κα που αφο­μοιώ­νε­ται με τη φύ­ση, που γί­νε­ται ένα στοι­χείο της

 και μια δύ­να­μή της (…)»,[12] ση­μειώ­νει ο Άλ­κης Θρύ­λος για τη συλ

­λο­γή της Θέ­μα και πα­ραλ­λα­γές. Ανά­λο­γη δια­τύ­πω­ση χρη­σι­μο­ποιεί 

για την ίδια συλ­λο­γή ο Αι­μί­λιος Χουρ­μού­ζιος όταν γρά­φει ότι «κύ­ριο,

 θαρ­ρώ, θέ­μα εί­ναι αυ­τή η συμ­βο­λι­κή ταύ­τι­ση της γυ­ναί­κας με τη θη­λυ

­κιά γη, εί­ναι αυ­τή η αδρή και γε­μά­τη χνώ­το επα­φή της ύλης, άν­θρω­

πος με την ύλη-φύ­ση, που συ­χνά προ­βάλ­λει σαν μο­να­δι­κό αι­σθη­τι­

κό γε­γο­νός το γό­νι­μο κρά­μα τους».[13] Ενώ μια αδη­μο­σί­ευ­τη, τό­τε, 

κρι­τι­κή του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη, γνω­στή ωστό­σο στη Βα­κα­λό, υ

περ­το­νί­ζει σε όλα τα επί­πε­δα έκ­φρα­σης τη γυ­ναι­κεία και αυ­στη­ρά 

προ­σω­πι­κή γρα­φή της: «Η Ελέ­νη Βα­κα­λό πε­τυ­χαί­νει το μο­να­δι­κό – 

αυ­τό που ζη­τού­με από κά­θε αλη­θι­νή ποι­ή­τρια. Να κά­νει ποί­η­ση γυ­

ναί­κεια, να μι­λή­σει με γλώσ­σα γυ­ναί­κεια, να δεί­ξει πως αυ­τό που νιώ

­θει το νιώ­θει σα γυ­ναί­κα εί­ναι δι­κό της δεν εί­ναι δα­νει­σμέ­νο απ’ αλ­

λού, εί­ναι με μια λέ­ξη δι­κή της, προ­σω­πι­κή δη­μιουρ­γία. Αυ­τό το στοι­

χείο της θη­λυ­κό­τη­τας εξου­σιά­ζει την ποί­η­σή της. Μια θη­λυ­κό­τη­τα ζε­

στή, που ξε­χύ­νε­ται ορ­μη­τι­κή με αί­μα νε­α­νι­κό, αι­σιό­δο­ξη, ατί­θα­

ση».[14]   
Πα­ράλ­λη­λα, η επι­σή­μαν­ση του Αλέ­ξαν­δρου Αρ­γυ­ρί­ου, ο οποί­ος εντο

­πί­ζει το εν­δια­φέ­ρον της Βα­κα­λό σε ποι­ή­μα­τα με αρ­χαίο ελ­λη­νι­κό θέ­

μα και ξε­χω­ρί­ζει «για τη σύγ­χρο­νη ανα­φο­ρά του κλα­σι­κού μύ­θου, αυ­

στη­ρό και λι­τό στους δρα­μα­τι­κούς τό­νους του» το ποί­η­μα «Ο γυ­ρι­

σμός της Ιφι­γέ­νειας»,[15] εί­ναι η πρώ­τη σχε­τι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση και όσο

 γνω­ρί­ζω η μό­νη. Το ζή­τη­μα αυ­τό δεν φαί­νε­ται να έχει συ­ζη­τη­θεί από

 την κρι­τι­κή, κα­θώς το γε­γο­νός ότι εγκα­τα­λεί­πει τα αρ­χαιό­θε­μα ποι­ή

­μα­τα στις επό­με­νες συλ­λο­γές της περ­νά σχε­δόν απα­ρα­τή­ρη­το. Ωστό

­σο, πα­ρα­μέ­νει ανοι­χτό ερώ­τη­μα και αξί­ζει να ανα­ζη­τη­θεί ή έστω να 

προ­τα­θεί κά­ποια ερ­μη­νεία ως προς αυ­τό το θέ­μα. Ο Αλέ­ξαν­δρος Αρ

­γυ­ρί­ου στην ίδια κρι­τι­κή επε­κτεί­νε­ται σε μια γε­νι­κό­τε­ρη απο­τί­μη­ση 

του έρ­γου της. Γρά­φει σχε­τι­κά: «Δεν κα­τα­λα­βαί­νω εκεί­νους που προ

­τι­μούν τα πρώ­τα βι­βλία της Βα­κα­λό από τα τε­λευ­ταία.[16] Για­τί και 

αν ακό­μη θε­ω­ρή­σου­με τα τε­λευ­ταία απο­τυ­χη­μέ­να ως προς το τε­λι­κό

 απο­τέ­λε­σμα, απο­κα­λύ­πτουν μια ποι­η­τι­κή φύ­ση όχι τυ­χαία, ένα βά­

θος ψυ­χι­σμού και μια έντα­ση ανε­πα­νά­λη­πτη. Τα πρώ­τα ποι­ή­μα­τα 

μπο­ρεί να εί­χαν λυ­ρι­κό­τη­τα και χά­ρη, έμε­ναν όμως το πο­λύ στην ευ

­τυ­χή εντύ­πω­ση».[17]

Ήδη δύο χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, το 1954, ο Τά­κης Σι­νό­που­λος στην κρι­τι­

κή του για την τέ­ταρ­τη συλ­λο­γή της Βα­κα­λό επι­ση­μαί­νει: «Πε­ρισ­σό­τε

­ρο εδώ πα­ρά στην προη­γού­με­νη ερ­γα­σία της η ποι­ή­τρια προ­σφέ­ρει 

μια ποί­η­ση ενάρ­ξε­ως. Υπάρ­χει δη­λα­δή στο Δά­σος μια ζώ­νη α-ποι­η­τι­

κή, ο κό­σμος της ποι­ή­σε­ως πρό­κει­ται να εμ­φα­νι­στεί».[18] Με έμ­με­σο

 τρό­πο αλ­λά σα­φή, κα­τά την άπο­ψή μου, η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη, στο

 ση­μα­ντι­κό κεί­με­νό της με το ση­μα­δια­κό τί­τλο «Προ­οί­μια στην ποί­η­

ση της Ελέ­νης Βα­κα­λό».[19] επι­λέ­γει να ασχο­λη­θεί και να πα­ρου­σιά­

σει μια συ­γκε­ντρω­τι­κή θε­ώ­ρη­ση του ποι­η­τι­κού έρ­γου της Βα­κα­λό 

πε­ριο­ρί­ζο­ντας την ανά­λυ­σή της «στα τέσ­σε­ρα τε­λευ­ταία βι­βλία της: 

Το δά­σοςΤοι­χο­γρα­φίαΗμε­ρο­λό­για της ηλι­κί­αςΠε­ρι­γρα­φή του σώ­

μα­τος». Ωστό­σο, αυ­τός ακρι­βώς ο «πε­ριο­ρι­σμός» που θέ­τει, αν και

 δεν επε­ξη­γεί­ται άμε­σα, ορί­ζει συγ­χρό­νως και ένα πλαί­σιο ανα­φο­ράς

 που μπο­ρεί να κα­τα­νοη­θεί ακρι­βώς μέ­σα από τη δια­φο­ρε­τι­κή ποι­η­τι­

κή αντί­λη­ψη που δια­κρί­νε­ται στο έρ­γο της Βα­κα­λό από Το δά­σος και

 εξής και η οποία ση­μα­το­δο­τεί μια νέα εκ­κί­νη­ση. Με τη συλ­λο­γή Η έν

­νοια των τυ­φλών (1962), η Βα­κα­λό έχει κω­δι­κο­ποι­ή­σει την ποι­η­τι­κή 

της ορί­ζο­ντάς την ως ποί­η­ση «Πριν από το λυ­ρι­σμό», τί­τλο τον οποί

ο θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει για να ορ­γα­νώ­σει την πρώ­τη μορ­φή συ­γκε­ντρω

­τι­κής έκ­δο­σης, το 1981.[20] Ο Αντρέ­ας Κα­ρα­ντώ­νης, σχο­λιά­ζο­ντας 

την επι­λο­γή αυ­τή, ση­μειώ­νει ότι «το πιο σω­στό θα ήταν να έλε­γε 

“με­τά από το λυ­ρι­σμό”», θε­ω­ρώ­ντας την επι­λο­γή της αυ­τή ως «ζή­τη

­μα σκη­νο­θε­σί­ας».[21] 
Αντί­θε­τα, η Βα­κα­λό έχει ήδη προσ­δώ­σει σ’ αυ­τή την επι­λο­γή τα χα­ρα

­κτη­ρι­στι­κά μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης άρ­νη­σης να προσ­διο­ρί­ζε­ται από τα

γνω­ρί­σμα­τα της γυ­ναι­κεί­ας έκ­φρα­σης, όπως του­λά­χι­στον επι­κρα­τεί

 ως εκεί­νη τη στιγ­μή να θε­ω­ρεί­ται και όπως και η ίδια φαί­νε­ται να λει­

τούρ­γη­σε στις πρώ­τες συλ­λο­γές της. Αν ο λυ­ρι­σμός συν­δέ­ε­ται –και 

όσο συν­δέ­ε­ται– με την εξο­μο­λο­γη­τι­κή γρα­φή και ως προς τη γυ­ναι­κεί

α ταυ­τό­τη­τα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από την υπερ­βο­λι­κή έκλυ­ση συ­ναι­σθή­μα

­τος, η Βα­κα­λό δεν σκη­νο­θε­τεί απλώς την άρ­νη­σή της απέ­να­ντι σ’ αυ

­τά τα γνω­ρί­σμα­τα, αλ­λά κυ­ριο­λε­κτι­κά απο­ποιεί­ται κά­θε στοι­χείο που

 θα μπο­ρού­σε να τη συ­γκα­τα­ριθ­μή­σει στη χο­ρεία αυ­τή της κα­θη­λω­μέ

­νης αντί­λη­ψης για τη γυ­ναι­κεία έκ­φρα­ση, κα­θώς και εν γέ­νει της συ­

ναι­σθη­μα­το­λο­γί­ας, χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει πως απο­ποιεί­ται την έμ

­φυ­λη ταυ­τό­τη­τά της. Έχει εν­δια­φέ­ρον να πα­ρα­τη­ρή­σου­με τον τρό­πο

 με τον οποίο η Βα­κα­λό προ­α­ναγ­γέλ­λει την απο­μά­κρυν­σή της από 

τη σχε­τι­κή θε­μα­τι­κή όταν λ.χ. γρά­φει: «Αν δεν βρι­σκό­μα­σταν σε μιαν

 επο­χή που ο φό­βος κυ­ριαρ­χού­σε –αί­σθη­ση θη­λυ­κιά– πι­θα­νόν η ποι­

ή­τρια να στη­ρι­ζό­ταν στο λυ­ρι­κό στοι­χείο πε­ρισ­σό­τε­ρο, πιο σύμ­φω­νο

 στην ιδιό­τη­τά της, η σύν­θε­ση να μην της εί­ναι φυ­σι­κή.»[22] Επί­σης,

 όταν ανα­φέ­ρε­ται στην έν­νοια της εξο­μο­λό­γη­σης με με­γα­λύ­τε­ρη σα­

φή­νεια προσ­διο­ρί­ζει την ανά­γκη να μι­λή­σει με όρους αμε­σό­τη­τας και

 όχι με όρους κρυ­πτι­κούς ή υπαι­νι­κτι­κούς, για να κα­τα­λή­ξει ότι: «Αυ­

τό το ποί­η­μα / Εί­ναι η τε­λευ­ταία μου επα­να­στα­τι­κή πρά­ξη / Πριν υπο

­κύ­ψω / Στων αλ­λο­φύ­λων τις συμ­βου­λές».[23] Γε­γο­νός που απο­κα­λύ

­πτει, κα­τά την άπο­ψή μου, την από­φα­ση της αλ­λα­γής πλεύ­σης, απο

­τέ­λε­σμα των συμ­βου­λών των αλ­λο­φύ­λων. Μή­πως με τις συμ­βου­λές

 των αλ­λο­φύ­λων υπο­νο­εί την το­πο­θέ­τη­ση της κρι­τι­κής που προ­σλάμ

­βα­νε το έρ­γο της απο­κλει­στι­κά στο πλαί­σιο της γυ­ναι­κεί­ας θε­μα­τι­κής

; Μή­πως ο λυ­ρι­σμός και η απο­φυ­γή του δεν σχε­τί­ζε­ται μό­νο με την 

πρό­θε­ση σύν­θε­σης και την επι­διω­κό­με­νη δρα­μα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά απο

­κα­λύ­πτει και την έντα­ση που κα­τα­γρά­φει ο στί­χος «Κα­τέ­φυ­γα στα 

απρό­σι­τα όπως λα­ός εν διωγ­μώ»;[24] Οι πα­ρα­πά­νω στί­χοι θα μπο­

ρού­σαν να ανα­γνω­ρι­στούν, κα­τά τη γνώ­μη μου, με όρους «δί­ω­ξης»

 των γυ­ναι­κεί­ων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών υπό την έν­νοια του εξω­στρε­φούς

 συ­ναι­σθη­μα­τι­σμού, γε­γο­νός που οδη­γεί στην ανα­γκα­στι­κή αλ­λά εθε

­λού­σια επι­λο­γή να κα­τα­πιέ­σει αυ­τές τις ιδιό­τη­τες, να υπο­κύ­ψει στις 

εξω­γε­νείς συμ­βου­λές, να λει­τουρ­γή­σει έκτο­τε κρυ­πτι­κά, ακο­λου­θώ

­ντας ωστό­σο ένα δρό­μο που θα την οδη­γή­σει βα­θύ­τε­ρα και θα της

 δώ­σει τη δυ­να­τό­τη­τα να ανα­κα­λύ­ψει την κα­τα­φυ­γή στα «απρό­σι­τα».

  
Σε συ­νέ­ντευ­ξή της,[25] η Βα­κα­λό ανα­φέ­ρε­ται στο ζή­τη­μα του λυ­ρι­

σμού διευ­κρι­νί­ζο­ντας τη σχέ­ση της και δί­δο­ντας το ακρι­βές στίγ­μα

 της: «Δεν έχω τί­πο­τε με το λυ­ρι­σμό. Εκεί­νο που έχω εί­ναι ότι ο λυ­ρι­

σμός έγι­νε ξαφ­νι­κά συ­νώ­νυ­μο του συ­ναι­σθη­μα­τι­σμού. Αυ­τό εί­ναι που

 με δαι­μο­νί­ζει. Ή μάλ­λον όχι του συ­ναι­σθη­μα­τι­σμού αλ­λά της συ­ναι­

σθη­μα­το­λο­γί­ας. Αυ­τό νο­μί­ζω ότι ήταν η κα­τα­στρο­φή της ποί­η­σης.

 Με τους αρ­χαί­ους λυ­ρι­κούς όμως δεν έχω τί­πο­τα, ίσα-ίσα. Γι’ αυ­τόν 

το λό­γο εί­μαι πριν από το λυ­ρι­σμό.»[26] Ενώ στην ίδια συ­νέ­ντευ­ξη 

ορί­ζει και τη σχέ­ση της με τη γυ­ναι­κεία έκ­φρα­ση ως εξής: «Τα πρώ­

τα-πρώ­τα ποι­ή­μα­τά μου ήταν κα­θα­ρά θη­λυ­κά. Στη συ­νέ­χεια αυ­τό δια­

φο­ρο­ποι­ή­θη­κε. Δεν γρά­φω θη­λυ­κά θέ­μα­τα. Και νευ­ριά­ζω όταν ακούω

 να μι­λά­νε για γυ­ναι­κεία γλώσ­σα. (…) Υπήρ­ξε μια επο­χή, η οποία ή

ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ερω­τι­κή και συ­ναι­σθη­μα­τι­κή. Υπήρ­χε λοι­πόν σε μια

 επο­χή γυ­ναι­κεία ποί­η­ση.»[27] Η σύν­δε­ση η οποία πα­ρου­σιά­ζε­ται με 

σα­φή­νεια συ­ντε­λεί­ται ανά­με­σα στο ερω­τι­κό-συ­ναι­σθη­μα­τι­κό στοι­χείο

 και την εκ­δο­χή της γυ­ναι­κεί­ας ποί­η­σης, που ανή­κει σε μια πε­ρα­σμέ­

νη επο­χή και στην οποία κι εκεί­νη αρ­χι­κά με­τεί­χε. Αλ­λά εί­ναι δη­λω­τι­

κή και μιας σα­φέ­στα­της αντί­δρα­σης σε ό,τι θα μπο­ρού­σε να ορί­σει 

την έμ­φυ­λη ταυ­τό­τη­τα με όρους θε­μα­τι­κών επι­λο­γών ή γλωσ­σι­κής 

ιδιαι­τε­ρό­τη­τας. Συγ­χρό­νως, όμως, υπο­στη­ρί­ζει ότι «ο θη­λυ­κός άν­θρω­

πος δεν εί­ναι κε­ντρο­μό­λος, έχει αυ­τή την αί­σθη­ση της διά­χυ­σης (…) 

εί­ναι αντι­πα­τριαρ­χι­κός άν­θρω­πος»[28] και υπό αυ­τή την έν­νοια ανα­

γνω­ρί­ζει την ύπαρ­ξη ή τη δυ­να­τό­τη­τα να υπάρ­ξει μια προ­σέγ­γι­ση 

στο έρ­γο της με όρους ταυ­τό­τη­τας γέ­νους. Οι διευ­κρι­νί­σεις που δί­δει

 η Βα­κα­λό ως προς το θέ­μα του λυ­ρι­σμού αλ­λά και της γυ­ναι­κεί­ας 

ποί­η­σης μπο­ρεί να κα­θο­δη­γή­σει τη σκέ­ψη μας και να αντι­λη­φθού­με

 την επι­λο­γή της να αφή­σει τις πρώ­τες συλ­λο­γές της «κρυμ­μέ­νες», 

«απο­σιω­πη­μέ­νες», ή κα­λύ­τε­ρα ξε­χα­σμέ­νες στα ρά­φια των βι­βλιο­θη

­κών, αλ­λά όχι απο­κη­ρυγ­μέ­νες. Απο­τέ­λε­σμα αυ­τής της πρα­κτι­κής εί­

ναι ο κα­θο­ρι­σμός, έστω έμ­με­σα, μιας πρώ­της πε­ριό­δου της ποι­η­τι­

κής της, την οποία συ­νει­δη­τά εγκα­τέ­λει­ψε. Επί­σης, η δια­σύν­δε­ση 

στην οποία προ­βαί­νει, έρω­τας-συ­ναι­σθη­μα­τι­σμός-λυ­ρι­σμός, μας επι­

τρέ­πει να θε­ω­ρή­σου­με ότι η εγκα­τά­λει­ψη ή τρο­πο­ποί­η­ση της δια­χεί­

ρι­σης αυ­τών των στοι­χεί­ων γί­νε­ται όχι μό­νο ως προς το λυ­ρι­σμό αλ­

λά και ως προς αυ­τήν ακρι­βώς την αντί­λη­ψη του έρω­τα και του συ­

ναι­σθη­μα­τι­κού τρό­που έκ­φρα­σης που τη συ­νο­δεύ­ει.

Πα­ρα­μέ­νει ανοι­χτό το θέ­μα της απου­σί­ας ποι­η­μά­των που συν­δέ­ουν 

την ποί­η­σή της με την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή θε­μα­τι­κή και στην πρώ­τη αλ­

λά και στην τε­λι­κή επι­λο­γή της συ­γκε­ντρω­τι­κής έκ­δο­σής της Το άλ­λο

 του πράγ­μα­τος, το 1995. Στο ση­μείο αυ­τό η πρό­τα­σή μου σχε­τί­ζε­ται

 με τις συ­νο­λι­κές μο­ντερ­νι­στι­κές επι­λο­γές της, που ωστό­σο πα­ρα­κάμ

­πτουν τον υπερ­ρε­α­λι­σμό. Οι επι­λο­γές της συγ­χρό­νως αρ­νού­νται την

 επα­φή με την πα­ρά­δο­ση της γε­νιάς του ’30 και τα ιδε­ο­λο­γι­κά συμ

­φρα­ζό­με­να του ελ­λη­νο­κε­ντρι­σμού· αρ­νού­νται επί­σης τη σχέ­ση με

 τον ευ­ρω­παϊ­κό πο­λι­τι­σμό: «Μι­λάω πά­νω σ’ αυ­τό το θέ­μα επει­δή θέ­

λω να εί­μαι / Ενα­ντί­ον: / Του χιού­μορ / Της χά­ρης / Της προ­σω­πι­κής

 συ­νέ­πειας / Του πνεύ­μα­τος / Όπως το εν­νο­εί ο Ευ­ρω­παϊ­κός πο­λι­τι­

σμός / Αυ­τή εί­ναι με τα φυ­τά η κυ­ριό­τε­ρη δια­φο­ρά μας.»[29] Τα αρ­χαι

ό­θε­μα ποι­ή­μα­τα προ­σφέ­ρουν το ιδε­ο­λο­γι­κό στίγ­μα τους με έμ­φα­ση

 στην ελ­λη­νι­κό­τη­τα και συν­δέ­ο­νται με την πα­ρά­δο­ση του κλα­σι­κι­

σμού. Η ανα­δί­πλω­ση της θε­μα­τι­κής αυ­τής στη γε­νιά του ’30 δεν απο

­κλεί­ει την επα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση των γνω­στών συμ­βό­λων, όπως

 λ.χ. βλέ­που­με να κά­νει ο Σε­φέ­ρης, αλ­λά δεν εγκα­τα­λεί­πει ολο­σχε­

ρώς τη σύν­δε­ση της αρ­χαιό­τη­τας με τον ευ­ρω­παϊ­κό πο­λι­τι­σμό. Η άρ­

νη­ση της Βα­κα­λό, ωστό­σο, δεν ακο­λου­θεί­ται από μια εμ­φα­νή, του­λά­

χι­στον, προ­σχώ­ρη­ση σε ένα άλ­λο ιδε­ο­λο­γι­κό σχή­μα, πα­ρά μό­νο σε

 μια έκ­φρα­ση εξ­πρε­σιο­νι­στι­κής υφής, που απο­κλεί­ει τα έτοι­μα μο­ντέ­

λα σκέ­ψης, ενώ επι­διώ­κει να κα­τα­σκευά­σει το ποί­η­μα απο­σύ­ρο­ντας 

τους υπο­κει­με­νι­σμούς και ανα­δει­κνύ­ο­ντας τα πρω­το­γε­νή υλι­κά – τις 

λέ­ξεις και τις ποι­κί­λες συν­δυα­στι­κές σχέ­σεις τους. Θε­ω­ρώ, λοι­πόν, 

πως η απο­μά­κρυν­σή της από ποι­ή­μα­τα που υπεν­θυ­μί­ζουν με­θο­δεύ­

σεις ιδε­ο­λο­γι­κά προ­σα­να­το­λι­σμέ­νες στην ελ­λη­νο-ευ­ρω­παϊ­κή γραμ­μή

 συ­γκρού­ο­νται με τους κα­τα­σκευα­στι­κούς όρους με τους οποί­ους 

συ­νει­δη­τά επι­λέ­γει να ερ­γα­στεί. Στο ποι­η­τι­κό ερ­γα­στή­ρι της, η Βα­κα

­λό κα­τα­στρώ­νει το ποί­η­μα-πράγ­μα απο­κλει­στι­κά από τα δι­κά της υλι

­κά, υπερ­βαί­νο­ντας ομα­δο­ποι­ή­σεις και έμ­με­σα κα­ταγ­γέλ­λο­ντας κά­θε

μορ­φή φορ­μα­λι­στι­κού εγκλω­βι­σμού.


Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το βι­βλίο Ο λό­γος της πα­ρου­σί­ας – Τι­μη­τι­κός

 τό­μος για τον Παν. Μουλ­λά, Σο­κό­λης 2005, σσ. 363-374.

1. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ

Ελάτε όλες μαζί ν’ αγκαλιαστούμε στεγνά σ’ ένα σώμα
Να λικνίσομε τ’ αγόρια μας στα στρογγυλά μας γόνατα
Να τους πούμε ένα νανούρισμα απ’ τη γαλάζια και άσπρη πηγή
Της θηλυκότητάς μας
Εμείς που σαν κλείνουν τα μάτια τους ν’ αναπαυτούνε
Γνωρίζομε πιο βαθιά πιο μυστικά τον καρπό της σποράς τους
Της μάνας γης η ανάσα χτυπάει στον ίδιο ρυθμό της καρδιάς μας
Κι η άσπρη μας κοιλιά όμοια ιερή σαλεύει με τους σκοτεινούς χυμούς
Της γονιμότητάς της

Ελένη Βακαλό, Θέμα και παραλλαγές, Ίκαρος 1945, σ. 12



2. ΩΡΑ ΘΗΛΑΣΜΑΤΟΣ

– Το στήθος της λάμπει σαν άστρο
– Είν’ η φωνή του
Τραχειά και ανυπόμονη
Όπως με πήρε την πρώτη νύχτα
Στην αγκαλιά του
Τα βλέφαρά της
– Δεμένος με το σώμα μου
Αποκοιμήθηκε
Και γω χάιδεψα τα μαλλιά του
– Μυρίζει κανέλα και φρέσκο άχυρο
Πότε περνάν τα σαράντα;
– Η γλύκα που σώνεται
Σα να με θήλαζε πρώτη φορά
Το παιδί μου

Aυτ., σ. 18


3. ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Τη νύχτα
Που κυλάνε στους ώμους
Λυμένοι σπασμοί
Σε ήθελα
Να χαϊδέψεις
Με βλέφαρα γυμνά
Το κορμί μου
Σκοτεινός και βουβός
Να σαρώνεις τον άνεμο
Και να ’ρχεσαι
Βαρύς σα σιωπή
Κι απλά
Θα σε δεχτώ

Aυτ., σ. 21


4. ΩΔΗ ΣΤΟ ΓΙΟ ΜΟΥ

(απόσπασμα)

Κι εσύ που είσαι γιος παλικαριών
Μην πεις τον άνεμο άκαρδο
Να μη βογγήξεις
Μόνε στο ριζολαίμι σου ας δέσει κόμπο μαύρο
Ο αντρίκιος σου σφυγμός.
Σαν ένας κάπρος με άσπρο δόντι θα χύνεσαι
Και θα σε κυκλώνουν οι κυνηγοί με όλες τις προσεχτικές
Μικρόπνοες σιγανοπερπατησιές
Και τις ενέδρες
Και τ’ άλλα τερτίπια αυτού του κυνηγιού
Που βάζει μπρος το σκύλο να μυρίζει
Εσύ κατάματα να δεις το Μεγάλο Φόβο
Αυτόν που τρέμει στα βαθιά νερά και δεν έχει ντροπή
Γιατί στα σπλάχνα μου απ’ τη γέννα σου ριζώνει.
Γι’ αυτό σε λέω μικρό φτερό χελιδονιού κι αυγερινέ μου
Γι’ αυτό μαζεύω αλυγαριές και κούμαρα για να σου στρώσω
Πλένω τα πόδια σου μ’ ανθό χαμομηλιού
Έχω πάν’ απ’ την κούνια σου δεμένη την καρδιά μου
Με μια κορδέλα θαλασσιά, γιε μου, να σε φυλάει.

Θα ’ρθεί μια μέρα να σκαλίξομε
Στους πέντε ανέμους
Τα κορμιά μας
Θα ξεπλυθούν οι πολιτείες με θάλασσα
Κι απ’ το βουνό η πανσέληνο θ’ ανατείλει

Ελένη Βακαλό, Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία, Αθήνα 1948, σ. 56-57


5. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
(απόσπασμα)


Ανεβασμένη στο πιο ψηλό τείχος της Τροίας
Είμαι νεκρή

Απ’ τη ζώνη το πουλί του θανάτου μου
Στον κατάλευκο ήλιο
Με τα χέρια αγωνίας
Πώς γεννώντας παιδί απ’ τα σπλάχνα σου
Τον αιμάτινο λώρο τραβά
Έτσι κυκλώνει την ορθή του φτερούγα
Την άλλη στο χώμα σέρνοντας
Το πικρό μου πουλί

Η Κασσάνδρα είναι το τραγικότερο πρόσωπο της ιστορίας κατ
Σε κάποιο βωμό

[…] Η μοίρα
Ω άμοιρη Τροία
Του έρωτα
Των
Γυρισμών

Καρφώνει
Τα σώματα
Τα σώματα
Στις αμμουδιές
Των νεκρών

Να λυθεί απ’ της μήτρας το δέσιμο
Στην κορφή
Διπλοστήθη βουνού

Μα εμείς
Ποιον άλλον είχαμε να πιστέψομε
Παρ’ αυτήν
Την ανελέητη μάντιδα
Που γυρνώντας
Στις όχθες των ποταμών
Κάθε νύχτα
Φώναζε
«Πυρκαϊά γρηγορείτε»
Ενώ το βήμα του αγροφύλακα
Που περνούσε
Τυλιγμένος σ’ ένα άσπρο μανδύα
Για να αποφύγει τη σκιά του
Στα χιόνια των οδών
Μας ξυπνούσε

Στεκόμαστε στο παράθυρο για να δούμε
Που οι γερανοί
Κατεβαίνουν αργά

Στης ημέρας τη φλέβα ψηλότερα
Ανεβάζουν χυμοί
Εϊά
Των Ελλήνων ορδές
Ξανθομάλληδες
Χιόνων
Καταλυτές

Πιο βαθιά απ’ τη ρίζα ευκάλυπτου
Στου σπιτιού τα θεμέλια
Κυκλοσέρνει τη μάντισσα δύναμη
Η γυναίκεια μου έγνοια […]

Ελένη Βακαλό, Στη μορφή των θεωρημάτων, Αθήνα 1951, σ. 27-30



Όταν στ’ ανάκτορα βρέθηκε νεκρή, χωρίς ση 


Μου στάθηκε περίεργο σαν είδα τη ρυτίδα
Δίπλα στο στόμα της Ηλέκτρας
Τη ρώτησα
Πέρασε λοιπόν από το φόνο τόσος καιρός
«Έχω έτοιμα τα νομίσματα, μου λέει, μόνο μη μου το πεις
Τώρα έτσι θυμούνται ή ξεχνούν»
Κι έλυνε με βία τα παπουτσάκια της τα παιδικά
«Θέλω να μου τα βάλεις, λέει
Εγώ μόνο προσπάθησα να δοκιμάσω αν μ’ αγαπούν»

Και τους έδειχνε τον Ορέστη να φεύγει
Καθώς στο πλακόστρωτο μεγάλωναν ολοένα
Τα βρεγμένα του πέλματα
Όσο εκείνος γινότανε πιο μικρός

Το θέμα δεν είναι η επιστροφή
Η οριστική αναγνώριση
Που μας έφερε ως εδώ

Σ’ αυτό το σημείο η Ιφιγένεια, ενώ εμθυρο που ακούγονταν η βοή της γιορτής

Κόρες του βασιλιά
Κόρες του βασιλιά

Στο μέρος της καρδιάς μου ακούμπησα
Για να επιτύχω ένα αποτέλεσμα οριστικό
Το ξίφος δεν είχε λαβή

Μπορώ ακόμη να κερδίσω καιρό

Ελένη Βακαλό, Τοιχογραφία, Αθήνα 1956, σ. 18-20


Ελένη Βακαλό. 1978. Του κό
σμου.
 Αθήνα: 
Κέδρος. Και στον
συγκεντρωτικό τόμο:
Ελένη Βακαλό. 1995. Το άλλο 
του 
πράγμα
τος. 
Ποίηση 
1954–1994. Αθήνα: Νεφέλη.



















Ελένη 
Βακαλό, φωτογ
ραφία Δημήτρης Παπαδήμος