https://www.youtube.com/watch?v=dp5xYebUSnk
ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ Ελένη Βακαλό
Η Ελένη Βακαλό διαβάζει ποιήματά της (1985)
ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ
Ελένη Βακαλό - 5 Αποσπάσματα - Official Audio Release
Αντιθέσεις – Ποίηση
"Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος'' της Ελένης Βακαλό
AMMONAMMO-Πώς έγινε ένας κακός Άνθρωπος (How he became A Bad Human)-rec.2009
Θάνος Ανεστόπουλος - Η έννοια των τυφλών (Ελένη Βακαλό) (4-6-2013)
Θα σας πω πώς έγινε Έτσι είναι η σειρά Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε Τόσο πολύ λυπήθηκε που ύστερα φοβήθηκε Πριν κοντά του vα πλησιάσει για να σκύψει να τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα Τι τα θες τι τα γυρεύεις Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω, να ψυχοπονέσει τον καημένο Και καλύτερα να πούμε Ούτε πως τον έχω δει Και επειδή φοβήθηκε Έτσι συλλογίστηκε Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει; Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε vα παίξει με τους άρχοντες Αρχισε λοιπόν και κείνος Από πάνω να χτυπά Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας |
iset: Ελένη Βακαλό: η ποιητική του λόγου
Ελένη Βακαλό
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921 και το 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα.
Σπούδασε Αρχαιολογία στην Αθήνα και Ιστορία της Τέχνης στο Παρίσι. Παντρεύτηκε το ζωγράφο και σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό.
Στην ποίησή της χρησιμοποιεί μια γλώσσα απογυμνωμένη από τους παραδοσιακούς λυρικούς τρόπους, που αποβλέπει στο να εκφράσει την ουσία των πραγμάτων.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές:
Θέμα και παραλλαγές (1945), Αναμνήσεις από μια Εφιαλτική Πολιτεία (1948), Στη μορφή των Θεωρημάτων (1951), Το Δάσος (1954), Τοιχογραφία (1956), Ημερολόγιο της Ηλικίας (1958), Περιγραφή του Σώματος (1959), Η Έννοια των Τυφλών (1962), Ο Τρόπος να κινδυνεύουμε (1966), Γενεαλογία (1971), Του κόσμου (1978), Πριν από το λυρισμό (1981). Δημοσίευσε επίσης λογοτεχνικές κριτικές και δοκίμια Ιστορίας της Τέχνης. Έχει τιμηθεί με Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1991).
Ελένη Βακαλό
Ελένη Βακαλό | |
---|---|
![]() | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ελένη Βακαλό (Ελληνικά) |
Γέννηση | 26 Οκτωβρίου 1921[1] Κωνσταντινούπολη[1] |
Θάνατος | 10 Οκτωβρίου 2001[1] Αθήνα[2][1] |
Εθνικότητα | Έλληνες |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα[2] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Νέα ελληνική γλώσσα |
Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών[2] Πανεπιστήμιο του Παρισιού |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συγγραφέας[2] ποιήτρια[2] Ιστορικός Τέχνης |
Εργοδότης | Κολλέγιο Βακαλό (έως 1990)[2] Τα Νέα (1952–1974) |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Γιώργος Βακαλό (από 1944)[3][2] |
Η Ελένη Βακαλό (1921 - 2001) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια, κριτικός εικαστικών, και ιστορικός τέχνης.
Η Ελένη Βακαλό, το γένος Σταυρινού, γεννήθηκε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη, και το 1922 η οικογένεια της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.[4] Σπούδασε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1940 - 1945) και Ιστορία της Τέχνης στη Σορβόννη (1948).
Το 1944 παντρεύτηκε τον ζωγράφο Γιώργο Βακαλό [5].
Βραβεύσεις
- Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1991
- Βραβείο Δοκιμίου Ακαδημίας Αθηνών 1997
- Επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1998
- Επίτιμου Διδάκτορος του Πανεπιστημίου του Derby 2000
Εργογραφία
Ποιητικές Συλλογές
- Θέμα και Παραλλαγές. Αθήνα, Ίκαρος, 1945.
- Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία. Αθήνα, 1948.
- Στη μορφή των θεωρημάτων. Αθήνα, 1951.
- Το Δάσος. Αθήνα, Καραβία, 1954.
- Τοιχογραφία. Αθήνα, Οι Φίλοι της Λογοτεχνίας, 1956.
- Ημερολόγιο της ηλικίας. Αθήνα, Δίφρος, 1958.
- Περιγραφή του σώματος. Αθήνα, Δίφρος, 1959.
- Η Έννοια των τυφλών. Αθήνα 1962.
- Ο Τρόπος να Κινδυνεύομε. Αθήνα 1966.
- Γενεαλογία/ Genealogy. [Δίγλωσση έκδοση] Απόδοση στα αγγλικά, Paul Merchant, The Rougemont Press, 1971.
- Του Κόσμου. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
- Οι παλάβρες της Κυρά Ροδαλίνας, Αθήνα, Ύψιλον, 1984.
- Γεγονότα και Ιστορίες της Κυρά - Ροδαλίνας. Αθήνα, Ύψιλον, 1990.
- Το Άλλο του Πράγματος. Ποίηση 1954-1994. Αθήνα, Νεφέλη, 1995.
- Επιλεγόμενα. Αθήνα, Νεφέλη, 1997
Θεωρία της Τέχνης
- Εισαγωγή σε Θέματα Ζωγραφικής. Αθήνα: ΑΣΚΤ, 1960.
- 12 Μαθήματα για τη Σύγχρονη Τέχνη. Αθήνα, Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο "Ώρα", 1973.
- Η Έννοια των Μορφών. Ανάγνωση της Τέχνης. Αθήνα, Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο "Ωρα", 1975.
- Η Φυσιογνωμία της Μεταπολεμικής Τέχνης στην Ελλάδα. Τόμος Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄. Αφαίρεση. Αθήνα, Κέδρος, 1981-1984.
- Από την Πλευρά του Θεατή. Δοκίμια. Αθήνα, Κέδρος, 1989.
- Γιώργος Βακαλό. Το θέλγητρο της γραφής. Αθήνα, έκδ. Γκαλερί Νέες Μορφές, 1994.
- Κριτική Εικαστικών Τεχνών (1950-1974), τόμοι Α΄& Β' , Αθήνα, Κέδρος, 1996.
Παραπομπές
- ↑ 1,01,1 1,2 1,3 1,4 (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. vakalo-eleni. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2021.
- ↑ 2,02,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 BiblioNet. 935. Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2020.
- ↑ www
.nationalgallery .gr /el /zographikh-monimi-ekthesi /painter /bakalo-georgios .html. Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2020. - ↑ Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας: Πρόσωπα - Έργα - Ρεύματα - Όροι, Αθήνα : Πατάκης, 2007
- ↑ Βακαλό, Ελένη, 1921-2001, biblionet
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Ελένη Βακαλό (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
Ελένη Βακαλό (Νυχτερινός Επισκέπτης) (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
1921-2001 | |||
|
Ελένη Βακαλό
Η Ελένη Βακαλό γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921 και πέθανε στις 9 Οκτωβρίου 2001.
Σε ηλικία δύο χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1940-1945). Το 1944 παντρεύτηκε τον ζωγράφο-σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό(πουλο).
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πήρε το δίπλωμά της στην αρχαιολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή και
το 1948 έφυγε για το Παρίσι, όπου ειδικεύτηκε στην ιστορία τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης – με ειδίκευση στην ιστορία της τέχνης – ενώ παρακολούθησε επίσης σεμινάρια ανθρωπιστικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στη μέση εκπαίδευση ως καθηγήτρια Νέων Ελληνικών και στη συνέχεια στράφηκε επαγγελματικά στη Σχολή Διακοσμητικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Βακαλό, την οποία ίδρυσε από κοινού με το ζωγράφο και σκηνογράφο σύζυγό της Γιώργο Βακαλό. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη διδασκαλία Ιστορίας Τέχνης και την κριτική.
Εργάστηκε ως κριτικός τέχνης στην εφημερίδα “Τα Νέα”, το διάστημα 1952-1974 (με διακοπή δύο χρόνων στην περίοδο της δικτατορίας) καθώς και στο περιοδικό “Ζυγός” (1955-1967).
Από την περίοδο 1957-58 που με το σύζυγό της ίδρυσαν τη “Σχολή Βακαλό” έως το 1990 δίδασκε ιστορία της τέχνης και στοιχεία οπτικής αντίληψης στην ίδια Σχολή, παραμένοντας μέλος της διεύθυνσης έως το τέλος της ζωής της. Διετέλεσε, επίσης, μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθήκης μετά το 1994.
Συνεργάστηκε με άρθρα και δοκίμιά της με πολλά περιοδικά. Στον χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε το 1944, με ποιήματά της στο περιοδικό “Νέα Γράμματα”.
Μέχρι το 1997 εξέδωσε συνολικά δεκατέσσερα βιβλία ποίησης και δύο συγκεντρωτικές εκδόσεις (1981, 1995).
* Eκανε αισθητή την παρουσία της από τη νεανική της ηλικία, με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής της («Θέμα και Παραλλαγές»).
Η ποίηση ήταν ένας από τους τομείς στους οποίους πρόσφερε σημαντικά. Το προσωπικό ύφος της με ίχνη σουρεαλιστικών επιρροών, η πυκνή μα απόλυτα τιθασευμένη γλώσσα που αγγίζει την ψυχή, η ευαισθησία και η σφοδρότητα χαρακτηρίζουν την ποιητική της γραφή: «Το Δάσος», «Τοιχογραφία», «Ημερολόγια της ηλικίας», «Η έννοια των τυφλών», «Του κόσμου», «Γεγονότα και ιστορίες της κυρά Ροδαλίνας» κ.ά.
Η ποιητική της διάθεση, οι σπουδές της στην αρχαιολογία και την ιστορία της τέχνης, αλλά και η στενή της σχέση με τη ζωγραφική μέσω του συζύγου της Γιώργου Βακαλό , οδήγησαν τα ενδιαφέροντά της στη θεωρία και την κριτική της τέχνης. Και εδώ η προσφορά της υπήρξε σημαντική, φέρνοντας μια νέα εποχή στην ελληνική καλλιτεχνική κριτική. Η συνεισφορά της στη θεωρία και την κριτική της τέχνης, ιδιαίτερα μέσω των αναλύσεών της στην πρωτοποριακή επιθεώρηση «Ζυγός» και αργότερα στην γκαλερί «Ωρα», αναγνωρίστηκε επίσημα το 1997 με το Βραβείο Δοκιμίου της Ακαδημίας Αθηνών, το οποίο ακολούθησε τη δίτομη αναδρομική έκδοση δοκιμίων της, γραμμένων από το 1952 μέχρι το 1974.
Ακόμη, πολύτιμη ήταν η συνεισφορά της και στον τομέα της εκπαίδευσης, γεγονός που αναγνωρίστηκε και τυπικά με την αγόρευσή της σε επίτιμο διδάκτορα από τα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης (1998) και Ντέρμπι Μ. Βρετανίας (2000).
Από τις δημοσιεύσεις περί τέχνης, σημειώνουμε: «Εισαγωγή σε θέματα ζωγραφικής» (1960), «12 Μαθήματα για τη Σύγχρονη Τέχνη» (1970), «Η έννοια των μορφών» (1975), «Ρυθμοί και όροι της Ευρωπαϊκής τέχνης» (1980), «Η φυσιογνωμία της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα» (4 τόμοι), «Κριτική Εικαστικών τεχνών» (2 τόμοι, 1996) κ.ά.


Η Ελένη Βακαλό (1921-2001) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1944 παντρεύτηκε τον ζωγράφο-σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό.
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πήρε το δίπλωμά της στην αρχαιολο
γίας από τη Φιλοσοφική Σχολή.
Παρακολούθησε μαθήματα στη Σορβόννη με ειδίκευση στην ιστορία της τέ
χνης.
Εργάστηκε ως κριτικός τέχνης στην εφημερίδα "Τα Νέα", το διάστημα 1952-
1974 (με διακοπή δύο χρόνων στην περίοδο της δικτατορίας) καθώς και στο
περιοδικό "Ζυγός" (1955-1967). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της "Σχολής Βακαλό"
την περίοδο 1957-58. Έως το 1990 δίδασκε ιστορία της τέχνης και στοιχεία
οπτικής αντίληψης στην ίδια Σχολή, παραμένοντας μέλος της διεύθυνσης έως
το τέλος της ζωής της. Διετέλεσε, επίσης, μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθή
κης μετά το 1994. Συνεργάστηκε με άρθρα και δοκίμιά της με πολλά περιοδικά.
Στον χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε το 1944, με ποιήματά της στο περιο
δικό "Νέα Γράμματα". Μέχρι το 1997 εξέδωσε συνολικά δεκατέσσερα βιβλία
ποίησης και δύο συγκεντρωτικές εκδόσεις (1981, 1995). Ως ποιήτρια, η Ελένη
Βακαλό ανήκει, σύμφωνα με τους κριτικούς, στην πρώτη μεταπολεμική γενιά
μεταϋπερρεαλιστών ποιητών, μαζί με τους ομοτέχνους της Μίλτο Σαχτούρη,
Νάνο Βαλαωρίτη, Μαντώ Αραβαντινού, Τάκη Σινόπουλο, Έκτορα Kακναβάτο,
Τάκη Bαρβιτσιώτη, Αριστοτέλη Nικολαΐδη και Ν. Δ. Kαρούζο. Το ποιητικό της
έργο χωρισμένο σε τέσσερις περιόδους, από το 1944 έως το 1997, αποτελεί
ουσιαστικά ένα κειμενικό συνεχές, αρθρωμένο μέσα από τις επιμέρους συνθέ
σεις του. Το 1991 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή
"Γεγονότα και ιστορίες της κυρα-Ροδαλίνας". Τιμήθηκε, επίσης, με το βραβείο
της Ακαδημίας Αθηνών το 1997 ενώ το 1998 της απονεμήθηκε ο τίτλος της επι
τίμου διδάκτορος του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Το 2000 της
απονεμήθηκε ο τίτλος της επιτίμου διδάκτορος του Πανεπιστημίου του Derby.
Πέθανε στην Αθήνα το 2001.





















































Ελένη Βακαλό,
ποιήτρια
οικολογικής
κρίσης

Νύχτα προδίνουν οι άνθρωποι τους άλλους
Κι όταν αρχίσει
Να σε πνίγει
Το δάσος
Φωνάζεις
Σαν
Να μην είσαι
Στο δάσος
—Ελένη Βακαλό, Το δάσος (1954)
Υπάρχει ένας τραγωδός ανάμεσα στη σιωπή. —Ελένη Βακαλό,
Ημερολόγιο της ηλικίας (1958)
Όλο το φθινόπωρο της φετινής χρονιάς, άνοιγα τα μάτια μου κάθε πρωί σαν
να ξυπνούσα σε ένα ζωντανό εφιάλτη που μου αποκαλύπτονταν σε slow
motion. Για μήνες τώρα, ο κόσμος γύρω μας ζει την απομόνωση και τον α
ποκλεισμό μιας πανδημίας που έχει στοιχίσει αμέτρητες ζωές, έχει βυθίσει
εκατομμύρια άτομα σε ανεργία, φτώχεια, και επισιτιστική ανασφάλεια, και
που έχει ως μοναδική θετική συνέπεια μια προσωρινή μείωση των καυσαερί
ων, την υποχώρηση του νέφους στις μεγάλες πόλεις, και την επιστροφή
άγριων ζώων στους άδειους δρόμους και στα πάρκινγκ των πόλεων και των
προαστίων. Η ίδια η πανδημία είναι, βέβαια, όχι μόνο η μεγαλύτερη δοκιμα
σία δημόσιας υγείας της εποχής μας, αλλά και η άμεση συνέπεια τόσο της
διατάραξης της κλιματικής ισορροπίας όσο και του εμπορίου άγριων ζώων,
που δημιουργούν ασυνήθιστες επαφές μεταξύ ειδών και επιτρέπουν στους
παθογόνους οργανισμούς να βρουν καινούριους ξενιστές.
Παράλληλα με την πανδημία, τους τελευταίους μήνες έχουμε δει κι άλλες τρο
μαχτικές ενδείξεις της κλιματικής αλλαγής, της πιο βαθιάς ίσως υπαρξιακής
κρίσης στην ανθρώπινη ιστορία. Στις ΗΠΑ, όπου μένω εγώ, πυρκαγιές κατα
βρόχθισαν μεγάλες εκτάσεις των δασών στη δυτική ακτή, καταστρέφοντας
ολόκληρα χωριά, πλησιάζοντας τα περίχωρα του Λος Άντζελες, του Σαν
Φρανσίσκο και του Πόρτλαντ. Φίλοι στην Καλιφόρνια και στο Όρεγκον μου
έστελναν φωτογραφίες που έδειχναν ματωμένους ουρανούς και ένα απόκο
σμο κόκκινο φως που τρύπωνε στα σαλόνια και στις τραπεζαρίες όπου αυ
τοί βοηθούσαν τα παιδιά τους με τα κατ’ οίκον μαθήματα. Οι καπνοί έξω από
το σπίτι τους περιόρισαν ακόμα και τις απλές βόλτες που τους έδιναν κάποι
ο αίσθημα απελευθέρωσης από την απομόνωση της πανδημίας. Στη Νέα
Υόρκη ζούσαμε ένα φθινόπωρο που έμοιαζε αλλόκοτα σαν καλοκαίρι, ενώ
σε όλο τον πλανήτη καταγράφηκαν οι υψηλότερες μέσες θερμοκρασίες ολό
κληρης της ιστορίας—που, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, θα έπρεπε
να τις σκεφτόμαστε καλύτερα ως τις χαμηλότερες θερμοκρασίες ανάμεσα σε
αυτές που θα ζήσουμε από δω και πέρα. Και για να συμπληρωθεί η εικόνα
του εφιάλτη, οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε προεκλογικό αναβρασμό, ενώ ο ρατσι
στής, μισογύνης, ομοφοβικός (ανάμεσα σε άλλα) πρόεδρός μας εξήγγελλε
ανοιχτά την επίθεσή του απέναντι στις δημοκρατικές διαδικασίες, μείωνε τη
σοβαρότητα της πανδημίας (τη στιγμή που ο ίδιος αρρώσταινε και ο Λευκός
Οίκος γινόταν πηγή δεκάδων κρουσμάτων), και συνέχιζε την καταπάτηση
προστατευόμενων περιοχών και τη ραγδαία χαλάρωση των ρυθμίσεων που
αφορούν το περιβάλλον.
Σε μια φάση που το άγχος μου χτύπησε κόκκινο, αποφάσισα να αλλάξω
πλώρη. Έκλεισα το ίντερνετ, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην διαβάζω
ειδήσεις μέχρι να συνέλθω, και αναζήτησα καταφύγιο σε έναν τόπο στον ο
ποίο έχω στραφεί πολλές φορές για παρηγοριά: στον ποιητικό κόσμο της
Ελένης Βακαλό, και πιο συγκεκριμένα σε εκείνα τα μαγικά έξι μακροσκελή
ποιήματα που αποτελούν τη σειρά Πριν από τον λυρισμό. «Κατέφυγα στα
απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ», όπως γράφει η ίδια η Βακαλό στο Η έννοι
α των τυφλών (1962).
Να στρέφεται κανείς στην πυκνή, δύσκολη γραφή της Βακαλό μπορεί να μοι
άζει ως περίεργη κίνηση για κάποιον που ήδη βιώνει καταστάσεις άγχους
και ταραχής, αλλά εδώ και είκοσι χρόνια —σχεδόν τη μισή ζωή μου— αυτά
τα έξι ποιήματα μου έχουν σταθεί χώρος καταφυγής. Συνάντησα την ποίηση
της Βακαλό για πρώτη φορά ως φοιτήτρια. Ήμουν αρχάρια μαθήτρια της ελ
ληνικής γλώσσας, μια ντροπαλή κοπέλα που ένιωθε πιο άνετα με τα βιβλία
παρά με τους ανθρώπους. Το Πανεπιστήμιο Πρίνστον, όπου φοιτούσα —και
όπου είμαι τώρα καθηγήτρια—κατέχει στη βιβλιοθήκη του μια εκπληκτική
συλλογή χειρογράφων Νεοελλήνων συγγραφέων. Συχνά περνούσα απογεύ
ματα στο αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης, εξερευνώντας τα χαρτιά Ελλήνων
ποιητών που τα ονόματά τους μου ήταν καινούργια και τα έργα τους ακόμα
άγνωστα και δυσανάγνωστα. Τα χειρόγραφα της Βακαλό με μάγεψαν από
την πρώτη στιγμή και με την πρώτη ματιά: τα διάφορα μελάνια (μαύρο,
μπλε, κόκκινο, πράσινο), τα φυλλάδια όπου είχε κολλήσει —κυριολεκτικά,
με κόλλα— χαρτάκια με στίχους σε περίεργες διατάξεις στην κάθε σελίδα,
το περίεργο δερματόδετο βιβλίο, δώρο στον άνδρα της, που περιέχει τρεις
μορφές του ίδιου ποιήματος, τυπωμένο, καθαρογραμμένο και δακτυλογρα
φημένο. Κατά κάποιον τρόπο, συνέχισα να μαθαίνω ελληνικά ώστε να μπο
ρώ να διαβάζω εκείνη την ποίηση που μ’ είχε γοητέψει πρώτα σαν εικόνα,
σαν αντικείμενο. Βέβαια, όταν είχα μάθει αρκετά ελληνικά ώστε να νιώθω
πια πως πατούσα πάνω σε ασφαλές έδαφος με τη γλώσσα, η δύσκολη σύ
νταξη και γραμματική της Βακαλό ήρθαν σαν σεισμός να με ταράξουν και
πάλι.
Εκείνη η ταραχή όμως ήταν για μένα πρόσκληση, όχι αποτροπή. Μερικά
χρόνια αργότερα, έβαλα σκοπό να μεταφράσω τα έξι μακροσκελή ποιήματα
που συμπεριλαμβάνονται στη σειρά Πριν από το λυρισμό: Το δάσος (1954),
«Φυτική αγωγή» (το μοναδικό ποίημα στη σειρά που δεν αποτελεί βιβλίο α
πό μόνο του, αλλά πρωτοεμφανίστηκε στην συλλογή Τοιχογραφία, 1956),
Ημερολόγιο της ηλικίας (1958), Περιγραφή του σώματος (1959), Η έννοια των
τυφλών (1962), και Ο τρόπος να κινδυνεύουμε (1966). Μου πήρε δέκα χρό
νια. Η μετάφραση ήταν πρόσχημα για να περιπλανιέμαι αργά στον περίερ
γο κόσμο της Βακαλό, να αφήνομαι στα ρεύματα της γλώσσας της, να βλέ
πω τη σχέση μου τόσο με την ελληνική όσο και με την αγγλική γλώσσα να
αλλάζει, να τεντώνεται και να μεταμορφώνεται, να γίνεται ανοίκεια. Επέστρε
φα στα ποιήματα ξανά και ξανά όχι μόνο επειδή δυσκολευόμουν να γράψω
αγγλικές εκδοχές, αλλά επειδή μου πρόσφεραν έναν χώρο ήσυχο και στοχα
στικό, όλο δικό μου, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Σαν γενικός κανόνας
η μετάφραση είναι μοναχική απασχόληση. Και ενώ τα μεταγενέστερα έργα
της Βακαλό —Γενεαλογία (1971), Του Κόσμου (1978), Οι παλάβρες της κυρά
Ροδαλίνας (1984) και Γεγονότα και ιστορίες της κυρά Ροδαλίνας (1990)—
παρουσιάζουν ένα ανθρώπινο, κοινωνικό δίχτυ ιστοριών και πράξεων, εκεί
να τα πρώτα έξι ποιήματα δείχνουν περισσότερη αφοσίωση στις δραστηριό
τητες και συνήθειες των φυτών, των πουλιών, των θαλάσσιων πλασμάτων.
Πλέκουν μια ποιητική τοπογραφία που, εκείνη την εβδομάδα του Οκτώβρη,
όταν κατέβασα από τα ράφια μου τα ποιήματα, θεώρησα ότι θα μου προσφέ
ρει και πάλι ασφάλεια και άσυλο από τις ανθρωπογενείς καταστροφές και
συμφορές.
Αλλά μέσα στον αναβρασμό του 2020, βρήκα ακόμα και τη Βακαλό αλλαγμέ
νη — ή μάλλον είχα αλλάξει εγώ ως αναγνώστρια. Ξαφνικά είδα το Πριν από
το λυρισμό όχι ως ασφαλή χώρο μακριά από τα καπρίτσια του ανθρώπινου
είδους, αλλά ως διαπεραστική πρόβλεψη της υπαρξιακής κρίσης και της
κλιματικής αλλαγής την οποία αντιμετωπίζουμε τώρα πια στην καθημερινό
τητά μας. Διαβάζοντάς τα τώρα, διακρίνω σ’ αυτά τα έξι συνδεδεμένα βιβλία
μια σταδιακή αφήγηση που ιχνογραφεί τη σύγκρουση μεταξύ ανθρώπων
και του υπόλοιπου φυσικού κόσμου, μια αφήγηση που υποδηλώνει την α
πόλυτη καταστροφή που προκύπτει από την καταπάτηση του υπόλοιπου
πλανήτη από μια συνεχώς επεκτεινόμενη ανθρωπότητα, ενός πλανήτη τρο
μακτικά εύθραυστου μα συγχρόνως και τρομακτικά ανθεκτικού. Θα μπορού
σε κανείς να πει ότι ερμηνεύω το έργο της Βακαλό αναχρονιστικά, βλέπο
ντας στην ποίησή της ανησυχίες για την καταστροφή της φύσης που μόνο
πρόσφατα έχουν τραβήξει την προσοχή μας. Αντιθέτως, υποστηρίζω ότι η
ποίηση της Βακαλό μεταφέρει με διαφορετικούς όρους την ίδια προειδοποί
ηση που βλέπουμε και ακούμε όχι μόνο από επιστήμονες αλλά και από τον
κόσμο γύρω μας εδώ και δεκαετίες, μα που αρνούμαστε πεισματικά να ακού
σουμε. Και ίσως η μαγνητική έλξη που νιώθω μπροστά στο Πριν από το λυρι
σμό δεν είναι τελικά η έλξη της παρηγοριάς ή του καταφυγίου, αλλά η βαθιά
γνώση της αδιαιρετότητας του φυσικού κόσμου που αντικατοπτρίζονται σε
αυτά τα αλληλένδετα ποιήματα. Η ποιητική οικολογία της Βακαλό αμφισβη
τεί τη νεοφιλελεύθερη έννοια της αειφορίας και της αειφόρου ανάπτυξης,
και παρουσιάζει αντί αυτής μια ριζικά διαφορετική μορφή οικολογικής σκέ
ψης.
Σε ένα κείμενο για την οικοποιητική των πειραματικών ποιητών Maggie
O’Sullivan και Allen Fisher, η Molly Bloomfield επισημάνει πως ο λόγος της
αειφορίας παρουσιάζει το περιβάλλον ως «θρεπτικό υπόβαθρο για τις αν
θρώπινες κοινωνίες, μια αποθήκη για να καλύψει τις ανάγκες των σημερι
νών και των μελλοντικών (ανθρώπινων) γενεών, και ένα σύνολο πόρων πά
νω στους οποίους η τεχνολογία και η κοινωνία μπορούν να δράσουν για να
επεκτείνουν τους ‘περιορισμούς’ των διαθέσιμων αποθεμάτων» —έτσι ώ
στε, βέβαια, να προφυλαχθεί και να συνεχιστεί το σύστημα του όψιμου καπι
ταλισμού (23). Η οικολογική στάση των ποιητών που ερευνά η Bloomfield
παίρνει τη μορφή ποιητικών στρατηγικών που «αποκεντρώνουν ή αναστα
τώνουν την προνομιακή σταθερότητα των λυρικών ή αφηγηματικών προσώ
πων». Στα έργα αυτά «δεν υπάρχει έντονος διαχωρισμός φιγούρας και φό
ντου, ούτε κάποια αναπαράσταση ενός ξεχωριστού ‘σώματος’ που κατοικεί
μέσα σε ένα περιβάλλον· αντί να λειτουργεί ως φόντο ή ως περιβάλλον μέ
σο ή ως ένα σύνολο πόρων που πρέπει να διαχειρίζονται προσεκτικά, το
‘περιβάλλον’ είναι το ίδιο το υλικό του ‘σώματος’» (25). Το ανθρώπινο σώ
μα, δηλαδή, είναι μέρος ενός φυσικού κόσμου που χαρακτηρίζεται τόσο από
συναναστροφή και συνεργασία όσο και από σύγκρουση και ανταγωνισμό
(25).
Αυτά τα λόγια θα μπορούσαν κάλλιστα να αναφέρονται στο Πριν από το λυρι
σμό, ξεκινώντας με τις πρώτες γραμμές του πρώτου ποιήματος, Το δάσος
(1954):
Το σχήμα του δάσους έχει
Το σχήμα μιας μέδουσας
Που την πιάνεις στα χέρια σου και γλιστράει
Όταν τη βγάλει έξω
Το κύμα
Αυτό γίνεται ίσως
Γιατί
Σαλεύει
Χωρίς
Ν’ ανοίγει αμμουδιές
Που είναι άσπρες
Και γυαλίζουν οι φρέσκες
Ενώ οι άλλες
Ολόασπρες
Θα βρεις και κόκκαλα από πνιγμένους (11)
Όπως στα έργα που περιγράφει η Bloomfield, έτσι κι εδώ λείπει ο διαχωρι
σμός φιγούρας και φόντου. Η μια φιγούρα μεταμορφώνεται στην επόμενη, ή
βγαίνει από την προηγούμενη· το δάσος παίρνει τη μεταβαλλόμενη, άπια
στη μορφή της μέδουσας· δεν συναντάμε ολόκληρο ανθρώπινο σώμα αλλά
δυο απομονωμένα χέρια, και το μόνο άτομο που αναφέρεται δεν είναι το λυ
ρικό «εγώ» αλλά ένα αφηρημένο, υποθετικό δεύτερο πρόσωπο. Έχω γράψει
κι αλλού για την ιδιαίτερη χρήση της μετοχής και του δεύτερου προσώπου
στην ποίηση της Βακαλό —που, δανειζόμενη πάλι τα λόγια της Bloomfield,
«αποκεντρώνουν ή αναστατώνουν την προνομιακή σταθερότητα των λυρι
κών ή αφηγηματικών προσώπων». Ακόμα και η χρήση του πρώτου προσώ
που δεν μας προσφέρει αναγνωρίσιμα υποκείμενα: τα «εγώ» στο Πριν από
τον λυρισμό είναι απλώς στοιχεία ενός ασταθούς, πολυμορφικού κόσμου.
Οι ομιλητές ή ομιλήτριες της Βακαλό δεν έχουν συγκεκριμένα σώματα που
κατοικούν σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, είναι φωνές που ανήκουν ή αντη
χούν στο ίδιο το ευρύτερο περιβάλλον. Στη σκηνή που ανέφερα, η μόνη αν
θρώπινη παρουσία βρίσκεται στα σπαρμένα κόκκαλα που ενσωματώνονται
στο φυσικό ύφασμα ζωής και κίνησης, θανάτου και αποσύνθεσης.
Σε αυτό το πρώιμο ποίημα όμως, η ανθρώπινη παρουσία είναι πολύ περισ
σότερο από δευτερεύουσα σκέψη. Αντίθετα, Το δάσος κάνει εμφανή τη σύ
γκρουση του φυσικού περιβάλλοντος με τον κοινωνικό κόσμο του ανθρώπι
νου είδους. Οι άνθρωποι στο ποίημα λένε ψέματα, κρύβουν την αλήθεια, πα
ρακολουθούν κρυφά τις κουβέντες των άλλων, στήνουν παγίδες στο δάσος
για τα άγρια ζώα, βλέπουν τον κόσμο μέσα από ψεύτικα μάτια, συζητούν α
νόητα θέματα όπως καπέλα, τα οποία στολίζουν με τα φτερά νεκρών που
λιών. Το δάσος εν τω μεταξύ είναι τόπος φόβου που φέρει τα σημάδια βίαιων
ανθρώπινων επεμβάσεων:
Η ώρα περνάει
Και στο ξέφωτο πληθαίνει η σκιά
[…]
Λοξή πρώτα
Τους κορμούς που ορίζουν τον κύκλο δεξιά
Χωρίζει
Καθώς αν πριονίζανε δυο ξυλοκόποι
Το δέντρο με θόρυβο θα έπεφτε
Στη γη
Αργότερα από τον ένα στον άλλο κορμό γυρνώντας
Αγγίζει για λίγο τα δέντρα της άλλης πλευράς
Για να βουλιάξουν μες στο σκοτάδι ύστερα
Όλα μαζί
Κείνη τη λίγη ώρα είναι που ακούς να κελαϊδούν τα πουλιά
Κι αυτά που λένε
Πως στα δάση τραγουδούν όλη τη μέρα τα πουλιά
Είναι ψέματα
Στα δάση βασιλεύει ο φόβος
Και τ’ αγρίμια
Το ίδιο όπως και τα πουλιά
Ξέρουνε να φοβούνται
Πριν γεννηθούν (19)
Οι ανθρώπινες δραστηριότητες παρουσιάζονται στο ποίημα ως πηγή φό
βου, αιτία αυτής της σκιάς που ολοένα απλώνεται—και όπως υποδεικνύει το
απόσπασμα που επέλεξα ως επιγραφή για το δικό μου κείμενο («Νύχτα προ
δίνουν οι άνθρωποι τους άλλους / Κι όταν αρχίσει / Να σε πνίγει / Το δάσος /
Φωνάζεις / Σαν / Να μην είσαι / Στο δάσος»), αυτές οι δραστηριότητες, όταν
αποκτούν καταστροφικές διαστάσεις, στρέφονται εναντίον μας, εναντίον
του ίδιου του ανθρώπινου είδους. Αν συνεχίσουμε να πνίγουμε το δάσος,
κάποια στιγμή θα πνιγούμε κι εμείς—ακριβώς επειδή είμαστε μέρος αυτού,
ανήκουμε κι εμείς στο δάσος.
Πολλοί από μας μένουν σε πόλεις που βρίσκονται μακριά από τα δάση· τα
περιποιημένα πάρκα όπου περπατάμε ή πάμε βόλτα το σκύλο είναι μόνο ε
ξημερωμένα αντίτυπα μιας άγριας φύσης που έχουμε χάσει, «ομοιώματα δά
σους», όπως τα διοράματα με τα βαλσαμωμένα ζώα που βρίσκουμε σε μου
σεία φυσικής ιστορίας. Κι έτσι ξεχνάμε ότι τα πάρκα και τα αστικά τοπία είναι
κι αυτά κομμάτια της φύσης, ότι κι εμείς κυβερνιόμαστε από τη μεγάλη,
απρόβλεπτη αγριότητα του φυσικού κόσμου, και όταν υποφέρει το δάσος,
αναπόφευκτα υποφέρουμε κι εμείς. Σε άλλο σημείο του ποιήματος που επί
σης αναφέρεται στο θέμα της προδοσίας, η Βακαλό γράφει, «Κλαίω πάνω
στο σώμα / ενός κοιμισμένου παιδιού / γιατί αισθάνομαι πως θα τον προδώ
σω / πριν να χαράξει η αυγή» (24). Πολύ πιθανόν η Βακαλό να μην είχε κατά
νου την καταστροφή του περιβάλλοντος όταν έγραφε αυτές τις γραμμές. Αλ
λά εμένα, ως μητέρα ενός μικρού παιδιού γεννημένου σε έναν κόσμο όπου
παραφυλάνε άγνωστοι και τρομεροί κίνδυνοι —αποτέλεσμα της αδράνειας
και της απληστίας μας— μου είναι αδύνατον να διαβάζω αυτά τα λόγια χωρίς
να σκέφτομαι την οργή της Γκρέτα Τούνμπεργκ όταν μιλούσε πρόσφατα
στην Ειδική Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον: «Μας προδώ
σατε. Αλλά οι νέοι αρχίζουν να βλέπουν την προδοσία σας. Τα μάτια όλων
των μελλοντικών γενεών είναι στραμμένα πάνω σας κι αν αποφασίσετε να
μας εγκαταλείψετε, εγώ σας το λέω, δεν θα σας συγχωρήσουμε ποτέ».
Αν Το δάσος μιλάει για την ανθρώπινη δύναμη που κάνει άλλα ζώα και πλά
σματα της φύσης να φοβούνται και να υποτάσσονται — «Σχετικά προσθέτω
στις αναμνήσεις μου πως είχα κάποτε ένα σκυλί. Σκεφτόμουνα πως δε θα
ήτανε τίποτα πιο ωραίο απ’ το να είσαι σκυλί. Έτσι όπως τα χτυπάς κι υπο
τάσσονται» (25) — στο ποίημα «Φυτική αγωγή», το επόμενο στη σειρά Πριν
από το λυρισμό, το φυτικό βασίλειο δείχνει τη δική του δύναμη να προσαρμο
στεί, ακόμη και να ανταποδώσει ενάντια σε αυτές τις αδικίες και τις διαταραχές.
Το ποίημα κατονομάζει «το πνεύμα… [ό]πως το εννοεί ο Ευρωπαϊκός πολιτι
σμός» ως «[την] κυριότερη διαφορά» ανάμεσα στους ανθρώπους και τα φυτά.
Επίσης, παρουσιάζει τα φυτά ως «μονίμως επαναστατικά» πλάσματα που αλ
ληλοϋποστηρίζονται, ως «τέρατα / με τεράστια πόδια» η «κίνηση» των οποίων,
ενώ είναι «επιτόπια», εξακολουθεί να έχει την ικανότητα να αναστατώνει τις αν
θρώπινες δομές:
Η αντοχή των φυτών με ξαφνιάζει
Μερικά με τη ρίζα περνούν προχωρώντας στα θεμέλια
Απ’ τον κήπο στο πλάι
Μια λεύκα μας φύτρωσε έτσι κι’ είναι τώρα μεγάλη
Τα φυτά δεν τα ορίζεις
Τα κλαδεύεις μονάχα όταν πρέπει
Τα φυτά που απλά τα νομίζουμε όλοι (37)
Μπορεί να μοιάζει μικρή, ασήμαντη επανάσταση από την πλευρά μιας μεμονω
μένης λεύκας—αλλά η συμβολική υπονόμευση των θεμελίων μιας τεχνητής δο
μής είναι σημαντική. Με άλλα λόγια, οι ευρύτερες συνέπειες αυτής της επανα
στατικής πράξης είναι μεγάλες. Τα φυτά μπορούν να ανασηκωθούν ξανά από
τις ρίζες που νομίζαμε νεκρές, να βγάλουν καινούρια φύλλα από ξερά κλαδιά:
«Ίσως είναι γι’ αυτό που δεν ξέρεις τα φυτά αν πεθαίνουν στ’ αλήθεια» (37). Και
αυτή η ανοίκεια επιμονή συνδέεται (στο απόσπασμα με τίτλο «Οι εποχές που
αλλάζουν συνήθειες») με την κατάρρευση της ίδιας της ανθρωπότητας: το αί
σθημα τρόμου που βιώνουμε όταν βλέπουμε «τα φυτά που απότομα ανοίγουνε
απ’ τη μια μέρα στην άλλη» προκαλείται από το γεγονός ότι περιέχουν και
«το σχήμα / των νεκρών μας σωμάτων» (38). Ζούμε τώρα αναμφισβήτητα σε
«εποχές που αλλάζουν συνήθειες», και οι αλλαγές αυτές μας φέρνουν αντιμέ
τωπους όχι μόνο με το δικό μας θάνατο αλλά και με την εξαφάνιση του τρό
που ζωής μας, με την εξαφάνιση της ίδιας της ανθρωπότητας. Στο Η γη χω
ρίς εμάς (2008), ο Alan Weisman περιγράφει μια συναρπαστική περιοδεία
σε ένα μετά-ανθρώπινο μέλλον, όπου τα ζώα, τα φυτά, και τα άλλα είδη της
φύσης που θα επιβιώσουν από τις ανθρωπογενείς κρίσεις και καταστροφές,
μετά την εξαφάνιση του δικού μας είδους εισβάλλουν και καταστρέφουν τις
δικές μας δομές και υποδομές· η γη, όπως μας δείχνει ο Weisman, μπορεί
κάλλιστα να συνεχίσει χωρίς εμάς, κι αυτή η σκέψη είναι συνάμα καθησυχα
στική και τρομακτική.
Το Ημερολόγιο της ηλικίας (1956) περιέχει πολλά από τα θέματα που ήδη
επισήμανα στα προηγούμενα ποιήματα. Βλέπουμε και πάλι την ανθεκτικότη
τα της φύσης, που συνεχώς μετατρέπει και ενσωματώνει υπολείμματα και
συντρίμμια σε νέα ζωή και ανάπτυξη:
Έτσι τα περιστατικά θα συμβούν
Που αφήνοντας στρώματα ξένα
Όστρακα ασβεστώδη
Κομμάτια ξερά σφουγγαριών
Ίσως κλαδιά που έριξαν
Από πάνω περνώντας κουρασμένα πουλιά
Εισχωρούνε στην ένωση των ιστών
Πεθαμένοι στη θάλασσα οργανισμοί
Μεταξύ τους ενώνονται
Σχηματίζουν σπονδύλους από άδεια σπασμένα κοχύλια
Που περνούνε σε άλλα κλαδιά
Το αλάτι σωρεύεται
Στρίβοντας κοκκαλώνουν τα φύκια πριν να θριβούν
Το αποτύπωμα μένει
Ραβδώσεις λευκότερες τα πετρώματα αυτά διαπερνούν
Διογκώσεις, μένουν κενά
Φωλιάζουνε πάλι εκεί θαλάσσια ερπετά
Πεταλίδες
Και εκείνα τα κομμάτια τελευταία που κόλλησαν
Κινούνται ακόμη στις άκρες, μπρος πίσω, μες το νερό. (51)
Το θέμα της βίαιης επέμβασης των ανθρώπων στο φυσικό περιβάλλον επί
σης διατηρεί μια χαμηλότονη παρουσία σε όλο τον τόμο, με κορύφωση στην
«Παρένθεση της αράχνης», όπου κάποιος που αναφέρεται στο δεύτερο πρό
σωπο σκοτώνει μια αράχνη που περπατάει στον τοίχο, μετατρέποντας έτσι
«το αθώο στην πρόθεση». Όμως, αντί μιας κάθετης διάκρισης μεταξύ ανθρώ
πων και υπόλοιπου φυσικού κόσμου, στο Ημερολόγιο της ηλικίας τα ανθρώ
πινα λείψανα όσο και τα ερείπια των ανθρώπινων δημιουργιών ενσωματώ
νονται στο ευρύτερο φυσικό τοπίο· γίνονται ανακυκλώσιμο υλικό που μπο
ρεί να χρησιμεύσει ως βάση για νέους οικότοπους ή νέες μορφές ζωής:
Έτσι σ’ αυτό το λασπερό τοπίο
Με πέτρες και χόρτα στην κοίτη που δεν στέκονται ορθά
Μ’ άλλο βάδισμα, σ’ άλλο χρόνο, συμπλέκονται
Των ανθρώπων που έμειναν τα μέλη
Όσα μέλη των ανθρώπων μείνανε αυτών
Βατράχια και φίδια
Κομμένα σκουλήκι που φυτρώνουν το άλλο σώμα τους
Σιγά-σιγά
Τα κρανία κι οι κνήμες
Μαυρισμένες όπου ο σκύλος τις δάγκωσε πιο παλιά. (46)
Στο Ημερολόγιο της ηλικίας, η φύση δεν είναι πλέον φοβισμένο θύμα της αν
θρώπινης εξάπλωσης· αντιθέτως αντικαθιστά, επαναχρησιμοποιεί και μετα
μορφώνει—με αφθονία και χαρά—τα θαμμένα ερείπια ανθρώπινων έργων,
δίνοντάς τους καινούρια ζωή και χαρακτήρα. Αλλά ακόμα κι εδώ, σε ένα ποίη
μα που γιορτάζει την ανθεκτικότητα της φύσης, η Βακαλό συνεχίζει να αντι
παραβάλλει τον βραχύβιο, συνεχώς μεταβαλλόμενο χαρακτήρα των ζωντα
νών οργανισμών (π.χ. τα οστά πουλιών «διαλύονται γρήγορα», «Αφού όταν
είναι μικρά τρώγοντας / Και στο στόμα σου λιώνουν») με την τρομακτική
διάρκεια και αντοχή των ανθρωπογενών ερειπίων. Διαβάζοντας το 2020 αυ
τούς τους στίχους για τα απομεινάρια αρχαίων κατασκευών ως να είναι
«από διάφορες εποχές αποκλεισμένοι κίνδυνοι», το μυαλό μου πάει αναπό
φευκτα στις μάζες των πλαστικών απορριμμάτων που κατακλύζουν σήμερα
τους ωκεανούς. Σχεδόν το ήμισυ των πλαστικών που βρίσκονται σήμερα
στον πλανήτη κατασκευάστηκαν τα τελευταία 15 χρόνια, μετά το θάνατο της
Βακαλό, αλλά για ακόμη μια φορά, η Βακαλό μοιάζει σαν «τραγωδός ανάμε
σα στη σιωπή», υποδεικνύοντας ήδη από τη δεκαετία του 1950 τους μελλο
ντικούς κινδύνους που θα προέκυπταν από την εκτεταμένη άγνοια και αυτα
πάτη της ανθρώπινης κοινωνίας.
Εκ πρώτης όψεως, το Περιγραφή του σώματος δεν μοιάζει να υποστηρίζει
την οικοκριτική μου ανάγνωση των ποιημάτων αυτών: περιγράφει ένα απο
μονωμένο σώμα σε κοντινό πλάνο, έξω από οποιοδήποτε φυσικό περιβάλ
λον, μια σύνθεση δέρματος και αισθήσεων που τη βλέπουμε σε στάσεις πό
νου και ηδονής. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάγνωση με φέρνει και πάλι
στην οικολογική σκέψη που μου φαίνεται πια βαθιά χαραγμένη στη γραφή
της Βακαλό: το σώμα εδώ μεγαλώνει και εξαπλώνεται και έρχεται να συμβο
λίσει, ίσως, το συλλογικό σώμα της ανθρωπότητας, τόσο γεμάτο από τον δι
κό του «τρόπο της ηδονής» (63) ώστε να αγνοεί τη σχέση του με τον υπόλοι
πο φυσικό κόσμο. Παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα που μοιάζει με τον σκοτει
νό καθρέφτη του αποσπάσματος από το Ημερολόγιο της ηλικίας που ανέφε
ρα παραπάνω σχετικά με την ικανότητα της θαλάσσιας ζωής να ενσωματώ
νει και να αναμορφώνει:
Είναι μνημείο το σώμα που γέμισε
Στις φωλιές του
Τοπία έφερε χαλασμένα βουνά
Την άκουσε
Δεν την άκουσε τη φωνή του
Δεν ήξερε αν ήταν η δικιά του φωνή
Μικρό μαύρο χώμα που κάθησε
Σε κείνες που νόμισες κλειστές αμυχές
Κατοικημένο ευθύς
Αδύνατες άσπρες ρίζες
Αδιόρατες άσπρες που έρπαν ζωές
Άπλωναν κι έρπανε ως το μέρος μας
Ήταν η κίνηση σιγανή
Το σώμα έμοιαζε ακίνητο
[…]
Γύριζε
Ήταν τεράστιο
Είχε θεούς, κυνηγούς και αυγά ερπετών
Στραγγαλισμένα θηράματα που έπιαναν
Και τα άλλα που έτρεχαν μες τα δάση
Για να ‘ρθούν να τα πιάσουνε
Το σώμα είχε πληθύνει και δεν ήταν καλό (66)
Κατανοώ ότι η ανάγνωσή μου αυτού του αποσπάσματος ως περιγραφή της
σταδιακής επιβολής της ανθρωπότητας σε όλη τη γη —μια εξέλιξη που μοιά
ζει φυσική επειδή κρατάει αιώνες, και μόνο τότε ξαφνικά γυρίζεις και είναι
τεράστια, τερατώδης, απειλητική— μπορεί και πάλι να συνιστά παρερμηνεία
της ποιητικής πρόθεσης της Βακαλό. Αλλά αυτή τη στιγμή, με τον κόσμο να
καίγεται γύρω μας, είναι αδύνατον να διαβάσω την Βακαλό διαφορετικά, α
δύνατον να μην ερμηνεύω το Περιγραφή του σώματος ως ποίημα που αποδί
δει στο κάθε σώμα—«με απλά μέλη ορισμένα, ξανά αναπαυμένα» (67)—ένα
βαθμό ατομικής ευθύνης. Το συλλογικό σώμα της ανθρωπότητας αποτελεί
ται από εμάς, από τα ατομικά μας σώματα, και μπορούμε να επιλέξουμε να
ακούσουμε ή να μην ακούσουμε τις φωνές μας, να κατανοήσουμε ή να αγνο
ήσουμε τον ρόλο που παίζουμε εμείς στην καταστροφή που γίνεται γύρω
μας. Μπορούμε ανέμελα να καταβροχθίζουμε τα ερειπωμένα βουνά, να γεμί
ζουμε το σώμα μας μέχρι να σκάσουμε—ή μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον
κίνδυνο που προκύπτει όταν αφήνουμε το δικό μας είδος, και όλες τις δομές
που το στεγάζουν και το υποστηρίζουν, να αναπτυχθεί και να πάρει τόσο
μεγάλες και δυσανάλογες διαστάσεις. Κι αν αναγνωρίσουμε αυτόν τον κίνδυ
νο, έχουμε υποχρέωση να αλλάξουμε την καθημερινή μας ζωή, να αλλάξου
με τις συνήθειές μας, το πώς κατοικούμε το μικρό κομμάτι γης που μας φιλο
ξενεί, την προσωρινή φωλιά που έχουμε κάνει «δική μας».
Αλλά για να αναγνωρίσουμε αυτούς τους κινδύνους, θα πρέπει να αποφύ
γουμε την ηθελημένη τύφλωση που βρίσκουμε στο Η Έννοια των τυφλών.
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο στη σειρά που εστιάζει στις πράξεις όχι μονωμέ
νων ατόμων αλλά ομάδων που παρουσιάζονται να κουβαλάνε σημαίες και
πανό, βαδίζοντας στη μάχη, πληγώνοντας ο ένας τον άλλον με πράξεις σκό
πιμης και παράλογης σκληρότητας—και όλα αυτά μέσα σε έναν κόσμο που
τον διαπερνούν πυρκαγιές, που σαρώνεται από οργισμένους ανέμους και
κύματα. Αν υπάρχει ένα ποίημα της Βακαλό που περιγράφει την αποκαλυ
πτι
κή καταστροφή του περιβάλλοντος, τότε είναι αυτό: «Κι ήταν ο αιώνας σε κό
πο / Η περιδίνηση στάχτης και σκόνης / Τ’ αλάτι ξερό / Αρθρωμένοι σωροί
το καθήμενο βάρος τους / Το βούλιαζαν αργά στον πηλό» (80). Σκελετοί ζώ
ων και πουλιών, ελάφια που τρέχουν τρομαγμένα να σωθούν, «φωλιές και
ψυχές πολλές μικρών ζώων» που «κλείνονταν στο χώμα», και η γη που υπο
φέρει από «κείνη τη ζέστη που φτεροκοπάει ο θάνατος / Κι ακόμη, δεν ξημέ
ρωσε καλά καλά» (81). Τη στιγμή της γραφής, το 1962, ο όρος «υπερθέρμαν
ση του πλανήτη» μόλις είχε εισαχθεί στο κοινό μας λεξιλόγιο, αν και βέβαια
υπήρχε από παλιότερα η ανησυχία για τις καταστροφικές επιπτώσεις που
θα μπορούσε να προκαλέσει η ανθρώπινη κοινωνία στον φυσικό κόσμο.
Η αθροιστική καταστροφή του περιβάλλοντος και η κατάρρευση της κοινωνί
ας που παρουσιάζονται στο Η Έννοια των τυφλών, στο οποίο ο ήλιος έχει
μαυρίσει και οι άνθρωποι συναντιούνται μόνο σε σύγκρουση, δίνει μια ζω
ντανή εικόνα του πιθανού αποτελέσματος της ρήξης μας με τον υπόλοιπο
κόσμο.
Αν η σειρά Πριν από το λυρισμό αφηγείται την εμβάθυνση της ανισορροπίας
μεταξύ του ανθρώπινου και του μη ανθρώπινου κόσμου, Ο τρόπος να κινδυ
νεύουμε, το τελευταίο ποίημα στη σειρά, μας παρέχει μια μικρή ανάσα ελπί
δας και ανακούφισης. Μετά τη σύγκρουση που μοιάζει να οξύνεται κατά τη δι
άρκεια των ποιημάτων αυτών, το τελευταίο ποίημα στη σειρά μας εισάγει σε
μια μετα-αποκαλυπτική τοπογραφία σχετικής ηρεμίας, στην οποία οι άνθρω
ποι επιστρέφουν σε μια πιο απλή, στοιχειώδη σχέση με το περιβάλλον:
Κατοικημένη που δεν είμαι ερημιά
Στη διασταύρωση των εντόμων
Και εκείνων απ’ τα πουλιά που όταν τρέφονται ανεβαίνουν και τα άλλα έρχονται
με το
γρήγορο
γύρισμα χαμηλά
Ακούς. Των παλιών πληθυσμών οι προσκλήσεις
Είν’ οι οδοί σκοτεινοί, οι δίαυλοι που σίγουρα υπάρχουν
Την επίβλεψη για το έργο, για τη διάσωση των νερών
Από πόρους υπόγειους, περάσματα δύσκολα χτυπώντας τους βάτους
Ανακαλώ. Στο άγριό μου σώμα αναγκάζω, παρακαλώ
Τρυπημένο απ’ τον άνεμο των πουλιών όταν πέρασαν, φαγωμένο, γεμάτο δια
βάσεις
Της επικοινωνίας μου με το νερό. (88)
Έτσι ξεκινά το ποίημα, όχι με μια προσπάθεια ελέγχου ή αλλαγής της υπόλοι
πης φύσης από την πλευρά του ανθρώπου, αλλά με μια διάθεση να ακούσει,
να θυμάται, να ανοίγεται και να δέχεται τη δική του θέση αδυναμίας και ευ
θραυστότητας. Και μπορεί ένας «ολόκληρος τρόμος χαμού [να] φουσκώνει
τ’ ανέβασμα της ψυχής», αλλά αυτός ο τρόμος συναντά την παρηγοριά του
φυσικού κόσμου: «Κι ήρθ’ η θάλασσα με το μέρος μου τότε / Μ’ αντάμωσε /
Ήταν έτοιμη κοίτη στο σώμα μου ησυχία τώρα βαθειά» (88). Σε απόσπασμα
με τίτλο «Το θαυμάσιο ψάρεμα», μια ομάδα ανθρώπων που φοράνε κουρέ
λια επιβιβάζονται σε μια σχεδία, και τα ψάρια έρχονται κοντά τους, σχεδόν
προσφέροντας τον εαυτό τους ως τροφή, μια χειρονομία γενναιοδωρίας και
αφθονίας που απουσιάζει από τα άλλα ποιήματα στη σειρά. Το Ο τρόπος
να κινδυνεύουμε είναι γεμάτο μικρά θαύματα της φύσης, φύλλα που ξεπηδά
νε την άνοιξη, ένα κλαδί που τρέμει με το βάρος του φωτός—και αντί να δού
με τη σκιά να πέφτει στους κορμούς των δέντρων σαν πριόνισμα ξυλοκό
πων, «Τώρα είναι πια οι μισές κορφές τους καθώς τις κόβει το φως, κοπάδι
σα να το βλέπεις μετέωρο αρνιών που έτσι σιγά και βόσκοντας προχω
ρούν» (95). Ο κόσμος που φαντάζεται εδώ η Βακαλό παρουσιάζει και μια με
γαλύτερη ισότητα ανάμεσα στα είδη: «Κι έχει μερίδιο του κόσμου / Το ένα
που τρέχει, το άλλο που κελαϊδεί· / είναι γεμάτος ο κόσμος / Όπως θα ήθελα
χωρίς να τρομάζω που πλέει ο νους / Νομίζω πως ό,τι θαυμάσιο κι αλλόκο
το πια δε θα μοιάζει, μπορεί εκεί να συμβεί» (96). Σε αυτόν τον μετα-αποκαλυ
πτικό κόσμο σχετικής ηρεμίας και απλότητας, «Μάθαινε έλεγα ο κόσμος στη
μέση της πλάσης πως είναι πηγή ένας που σώζεται, γλυκειά ένας που σώζε
ται σταλιά αναπνοής» (99).
Το έργο της Βακαλό, σε αυτά τα πρώτα έξι βιβλία, προσφέρει αυτό που η
Molly Bloomfield περιγράφει ως «οικολογικό λόγο εμπλεγμένης σωματικής
και υλικής σχέσης»· η αφήγηση περνά όλα τα στάδια της οικολογικής κρί
σης για να βγει στην άλλη άκρη με ανανεωμένη ελπίδα για μια καινούργια
ενότητα. Είναι πολύ αργά πια—ίσως ήταν ήδη πολύ αργά στις δεκαετίες
του 1950 και του 1960 όταν η Βακαλό έγραφε αυτά τα ποιήματα—για να αναι
ρέσουμε την ανεξέλεγκτη καταστροφή μεγάλου μέρους του πλανήτη μας.
Αλλά δεν είναι αργά για να αλλάξουμε τη σχέση μας με τον κόσμο, να αρχί
σουμε να σκεφτόμαστε τον φυσικό κόσμο όχι ως σύνολο πόρων που πρέ
πει να σωθούν ώστε να σωθούμε εμείς—σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο λό
γο της αειφορίας—αλλά ως έναν πυκνοϋφασμένο καμβά στον οποίο ανήκου
με κι εμείς, και μόνο υπό συγκεκριμένους όρους. Πάντα με γοήτευε η απί
στευτα πυκνή και δύσκολη γλώσσα της Βακαλό, η οποία αντιστέκεται στην
εύκολη ή γρήγορη ανάγνωση· αναστατώνει τη συνηθισμένη σύνταξη, υπο
νομεύει την αναμενόμενη σχέση αντικειμένου και υποκειμένου. Αλλά τώρα
που επιστρέφω στο έργο της μετά από καιρό, και σε έναν κόσμο που κυριο
λεκτικά καίγεται, καταλαβαίνω τη βαθιά οικολογική συνείδηση αυτής της πει
ραματικής γραμματικής: η Βακαλό εκτοπίζει το ανθρώπινο μάτι και το ανθρώ
πινο εγώ από την κεντρική, κυρίαρχη θέση που τους δίνουν ο λυρισμός, ο
ουμανισμός, κι ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός εν γένει. Η Βακαλό μας καλεί να
δούμε τον κόσμο και τον ρόλο μας μέσα σ’ αυτόν από μια άλλη προοπτική,
να φανταστούμε τον εαυτό μας μικρό και περιθωριακό καθώς θυμόμαστε
την απλότητα ενός χεριού που κόβει το νερό της θάλασσας σε απογευματι
νό μπάνιο, την υφή μιας προβιάς ανάμεσα στα δάχτυλά μας, το κελάηδισμα
των πουλιών στα δέντρα, τη γραμμή φωτός και σκιάς που πέφτει στους κορ
μούς τους. Αυτή ίσως είναι η πιο σημαντική συνεισφορά της Βακαλό στα έξι
αυτά ποιήματα: μας υπενθυμίζει ότι, ενώ φιλοξενούμαστε κι εμείς στο ευρύ
τερο φυσικό περιβάλλον δεν είμαστε αναπόσπαστο μέρος του. Η γη μπορεί
πολύ εύκολα να συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς εμάς, χωρίς ανθρώπινες
κοινωνίες όπως τις ξέρουμε τώρα. Η στιγμή πριν από το λυρισμό μπορεί να
οδηγήσει σε μια άλλη στιγμή μετά το λυρισμό—κι αν δεν τη δημιουργήσου
με εμείς εκείνη τη στιγμή, ο πλανήτης θα τη δημιουργήσει από μόνος του.
Μόνο αλλάζοντας την προοπτική μας και κατανοώντας ότι είμαστε απλώς
ένα στοιχείο της φύσης ανάμεσα σε πολλά, θα κερδίσουμε το δικαίωμα να
παραμείνουμε σε αυτήν.
Μαρία Κακαβούλια Μορφές και λέξεις ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΚΑΛΟ
Δεύτερη έκδοση, Μάρτιος 2017
https://nefeli.fairead.net/files/NEFELI/authors/kakavoulia/dt17-kakavoulia-
Για την αφαιρετική αντι-ποίηση
της
Ελένης Βακαλό
Ένα κορίτσι στέκεται πάνω στη γέφυρα
Η όψη του δεν θα έφτανε για να υπάρχει
Το ονόμασα και είναι εκεί
(ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ)
Α’
Ένας διαδεδομένος και κοινότοπος ισχυρισμός διατείνεται ότι το δοκίμιο είναι είδος ψυχρό, η θεωρία γκρίζα, ενώ η ποίηση θερμή. Το πόσο εναργής και αποτελεσματική μπορεί να είναι μια πιθανή αντιμετάθεση της θερμοκρασίας των ειδών μας το δείχνει ανάγλυφα το συνολικό έργο της Ελένης Βακαλό, όπου ένας θερμός δοκιμιακός/κριτικός λόγος συνυπάρχει με μια φαινομενικά ψυχρή ποίηση, αποτελώντας μάλιστα στοιχείο αποκρυπτογράφησης της ποιητικής της.[1]
Η σχέση της ποίησης της Βακαλό με τον δοκιμιακό/κριτικό της λόγο[2] αλλά και με την ευρύτερη θεωρητική/εικαστική της παιδεία είναι σχέση βαθιά, εσωτερική και εξελικτική. Όπως επισημαίνει η Άντεια Φραντζή, «η κριτική συνείδηση της Βακαλό ασκεί μια μορφή επικυριαρχίας στο ποιητικό της έργο».[3] Όμως, όσο διαυγής και αναλυτικός είναι ο κριτικός της λόγος για την τέχνη και τη ζωγραφική τόσο ερμητική, αντι-περιγραφική και αφαιρετική είναι η ποίησή της. Μια ποίηση κατεξοχήν αντιλυρική και μοντέρνα που αιμοδοτείται από τις πολυσύνθετες εικαστικές της αναζητήσεις. Και κυρίως από τη μείζονα κριτική της παρέμβαση, την οξυδερκή υποστήριξη της αφηρημένης ζωγραφικής στην Ελλάδα, με την ιδιότητά της ως θεωρητικού και κριτικού τέχνης.[4]
Μολονότι με το θεωρητικό της έργο συγκρότησε ένα δικής της κατασκευής σύστημα αντίληψης και ανάγνωσης της τέχνης,[5] η Βακαλό στην ποίησή της δεν κάνει μηχανιστική εφαρμογή συγκεκριμένων αισθητικών αρχών. Αντιθέτως, αξιοποιεί τη θεωρία με την ουσιαστική της έννοια, ως τρόπο δηλαδή θέασης των αντικειμένων, του κόσμου και του εσωτερικού εαυτού. Σε αυτή τη θέαση, το αόρατο και το αφηρημένο αναδύονται μέσα από τη διαδικασία πραγμάτωσης του ποιήματος και απεικονίζονται με μια γλώσσα αποφλοιωμένη, επίπεδη και φαινομενικά στεγνή, όπου η επιφάνεια αποκτά βάθος, καθώς είναι ανοιχτή στην εμπειρία της αφαίρεσης. Είναι αυτό που η οξυδερκέστερη κριτικός της Βακαλό, η Νόρα Αναγνωστάκη, αναγνώρισε ως «μέθοδο του τυφλοπόντικα», που ««αποκλείει την όραση για να βλέπει καλύτερα».[6] Μια μέθοδος που οδηγεί την ποιητική της στο να καταληφθεί από τις ευαίσθητες και ακονισμένες αισθήσεις των τυφλών, προπάντων από την αφή:
όπως σύρριζα στον τοίχο αγγίζοντας ένα-ένα τα πράγματα
κι αλλοιώνοντας τις διαστάσεις τους τα γνωρίζω
(«Τις πρώτες ώρες που περνάνε στο ποίημα οι τυφλοί», Η έννοια των τυφλών)
Το ποιητικό έργο της Βακαλό ανταποκρίνεται εντυπωσιακά στις ανησυχίες και τις κατακτήσεις της αφηρημένης τέχνης. Με το αντι-ρεαλιστικό βάθος των ποιητικών της συνθέσεων και την εικονοποιητική ευαισθησία της της να στρέφεται κάτω από την επιφάνεια του αντικειμενικού κόσμου, διερευνώντας το μυστήριο, η κρίση της αναπαράστασης βρίσκει ένα ακόμη πεδίο αναφοράς στη μεταπολεμική ποίηση. Η Βακαλό κινείται στον μεταιχμιακό χώρο ανάμεσα σε έναν «ανορθόδοξο» υπερρεαλισμό και στην αφαίρεση, γέρνοντας αποφασιστικά προς τη δεύτερη, όντας απόλυτα συντονισμένη με την κυρίαρχη στην Ευρώπη και την Αμερική «νέα μεταπολεμική συνθήκη της αφαίρεσης».[7] Ο αντι-ποιητικός δρόμος[8] που ακολουθεί, μακριά από την αναπαραστατική και αναφορική λειτουργία της γλώσσας και πέρα από τη συνειρμική και ονειρική απόδοση των εικόνων, την οδηγεί στην απομάκρυνση από την υπερρεαλιστική παράδοση (που είναι ωστόσο καλά χωνεμένη στο έργο της), προς το γυμνό και το ακατέργαστο των λέξεων. Οι λέξεις και τα πράγματα βρίσκονται σε σχέση έλξης και απώθησης, εφόσον:
Θανατηφόρα η λέξη
Το πράγμα ακύρωσε
(Επιλεγόμενα)
Ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να φέρει στην επιφάνεια το ψυχικό γεγονός δεν είναι σχηματισμένος a priori στην ποιητική της συνείδηση. Σε μια τέτοια ποίηση δεν αρκεί η εύρεση των κατάλληλων εκφραστικών μέσων που θα αποτυπώσουν τον εσωτερικό εαυτό. Η ψυχική κατάσταση και τα αισθήματα του υποκειμένου φανερώνονται μόνον με την υλική πραγμάτωση του ποιήματος, την οποία ο αναγνώστης παρακολουθεί στη διαδικασία της γένεσης και της ροής του, όταν οι αποσταγμένες λέξεις βασανίζονται να ονοματίσουν τα πράγματα και η ποίηση γίνεται πράξη∙ μια ποίηση που δεν μπορεί παρά να είναι «Το άλλο του πράγματος», αφού:
Τα πράγματα στον καθρέφτη
Δεν είναι πράγματα
Στη γλώσσα μας το ίδιο
(Επιλεγόμενα)
Αν και οι θεωρητικές της καταβολές ανάγονται στη στρουκτουραλιστική παράδοση των δεκαετιών του ’50 και του ’60,[9] το ποιητικό έργο της Βακαλό δεν διαπνέεται από τον αντι-ανθρωπισμό του δομισμού. Αντιθέτως, εκδηλώνει πίστη στην αισιόδοξη δυνατότητα του ανθρώπινου είδους, καθώς:
Και δαίμονας και άγγελος, έτσι γεννιέσαι, να είσαι άνθρωπος το μαθαίνεις
(«Ποίημα διδακτικό, Του κόσμου)
Παράλληλα, τον μηχανισμό της κακότητας και του απανθρωπισμού του ανθρώπου τον αναλύει συγκλονιστικά στο ποίημα με τον δηλωτικό τίτλο: «Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος» (Του κόσμου). Η λύπηση για τον αδύναμο και τον χτυπημένο γίνεται φόβος και ο φόβος μετατρέπεται σε υποταγή στον ισχυρό, εξαχρειώνοντας τον άνθρωπο και καθιστώντας τον δεκτικό απέναντι στην αδικία.
Η ποίηση της Βακαλό είναι ένας εσωτερικός διάλογος με το αόρατο, το άγνωστο, το μυστήριο, το κρυμμένο:
(Μιλώ γι’ αυτό που σαλεύει στο εσωτερικό των κινήσεων)
(«Η ευχαρίστηση να σπάνεις φυτά», Φυτική Αγωγή)
Στον πυρήνα του ποιητικού της προγράμματος βρίσκεται η αγωνιώδης αναζήτηση του εσωτερικού αποθέματος. Με τις λέξεις η ποιήτρια επιχειρεί την καταβύθιση στη συνείδηση και την αποτύπωση της ψυχικής κατάστασης του εσωτερικού ανθρώπου. Η Βακαλό ωστόσο δεν περιδινίζεται σε χαοτικές και ατέρμονες υπαρξιακές αναζητήσεις, πολύ περισσότερο σε μεταφυσικές, αλλά παραμένει γειωμένη στην υλική διάσταση της ύπαρξης, στο σώμα και τις αισθήσεις, ιδιαίτερα στις τρεις συνεχόμενες συλλογές Ημερολόγιο της ηλικίας (1958), Περιγραφή του σώματος (1959), Η έννοια των τυφλών (1962), δημοσιευμένες κατά την περίοδο που συμπίπτει με την πιο ώριμη φάση τής υπέρ της αφηρημένης τέχνης κριτικογραφίας της.[10]
Δεν υπάρχουν ιδέες αλλά ούτε και αισθήματα σε αυτή την αντιλυρική ποίηση, παρά μόνο «διάχυτες αισθήσεις». Και όχι μόνον η διεσταλμένη όραση, όπως συμβαίνει σε αρκετούς ποιητές της γενιάς της με εικαστικές ευαισθησίες (Σαχτούρης, Καρούζος, Σινόπουλος κ.ά.), αλλά και η αφή, η ακοή, η γεύση, ακόμα και η όσφρηση.
Είναι αφή
Κoιτάζοντας, πελώρια μάτια τυφλά το σώμα ψαύουν, καθένα
γυμνό απ’ τα βλέφαρα, όλο, στο σώμα εμφυτεύεται κοιτάζοντας
μετά από κει. Δεν πολεμάει το σώμα, ακίνητο, περιβρεχόμενο
μόνο του, αποσπά
Τη γεύση απ’ το στόμα χωρίζοντας
Απ’ την παλάμη τον τύπο της
Από την όραση αδειάζοντας τη ματιά
Είναι κακό, δε μας πονά
(«Περιγραφή του σώματος»)
Οι εικόνες για την Βακαλό δεν είναι εκεί έξω, αλλά μέσα μας∙ στο βαθύ πηγάδι του εαυτού. Η ποίηση γίνεται λοιπόν μια δοκιμή αυτογνωσίας. Χρέος του ποιητή είναι να ανασύρει και να σχηματίσει την αντανάκλασή τους από το σκοτεινό μέρος του εαυτού, από τα «μαύρα νερά» της ύπαρξης, εκεί όπου ο άνθρωπος ενηλικιώνεται μέσα στο μυστήριο και το αίνιγμα του κόσμου, των σχέσεων, των γενεαλογικών καταβολών, της φύσης και του πολιτισμού:
Τη Ροδαλίνα την ακολούθησα που ενηλικιώθηκε σε νερά μαύρα και με μαύρα νερά ανταμώθηκε πλοηγώντας
(«Το Κράτος της Ροδαλίνας», Γεγονότα και Ιστορίες της κυρα-Ροδαλίνας)
Β’
Το ανοιχτό ποιητικό εργαστήρι της Βακαλό δεν περιέχει μόνο γλωσσικά υλικά. Η ποίησή της εδράζεται σε ένα ευρύ διακαλλιτεχνικό υπόβαθρο που συνδέεται περισσότερο με τις θεωρητικές της αναζητήσεις στον χώρο της τέχνης και λιγότερο με αμιγώς φιλολογικές πηγές. Σ’ αυτό το διακαλλιτεχνικό υπόβαθρο συστεγάζονται η ποίηση, η ζωγραφική, ο χορός και η μουσική. Από την άποψη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία η επιφυλακτική και δικαιολογημένα αμήχανη υπόδειξη από την κριτική των ποιητικών και λογοτεχνικών επιδράσεων στο έργο της (Σολωμός, Κάλβος, δημοτικό τραγούδι και υπερρεαλισμός) και η δυσκολία σύνδεσής της με ομοτέχνους της γενιάς της (κυρίως με τους Σαχτούρη και Γονατά). Άλλωστε, η πολύ ιδιοσυγκρασιακή προσωπική φωνή της είναι αποτέλεσμα μεγάλων δόσεων αφαίρεσης, αυθαιρεσίας και εκλεκτικισμού[11] απέναντι στις λογοτεχνικές παραδόσεις:
Όταν διάβαζα τον Τσάιλντ Χάρολντ
απομάκρυνα ό,τι στο υλικό το δικό μου
αντιστεκόταν
Έμενε ποίημα
(Επιλεγόμενα)
Στη συλλογή Ημερολόγιο της ηλικίας (1958) εντοπίζουμε άτιτλο ένα από τα πιο κρυπτογραφικά ποιήματα ποιητικής της, που παρομοιάζει τη σύγχρονη καλλιτεχνική έκφραση με τον ασπόνδυλο, υδρόβιο πολύποδα, που σχηματίζεται σαν ένα παλίμψηστο από ξένα στρώματα:
Συλλογιέμαι πως ταιριάζει στα έργα μας σήμερα
Του πολύποδα το είδος
Η κρίσιμη λέξη που χαρακτηρίζει το ποιητικό έργο της Βακαλό είναι η λέξη «σύνθεση», την οποία εκτιμώ ότι θα πρέπει να τη διαβάσουμε στα εικαστικά και μουσικά της συμφραζόμενα. Η γραφή της Βακαλό συνιστά μια νέα γλωσσική και πλαστική σύνθεση, έκκεντρη και αέρινη, σαν μια χορογραφία λέξεων. Είναι μια γραφή εν κινήσει (στον χώρο αλλά και στον χρόνο) που αρνείται τη στατικότητα, χάριν της ενέργειας, της ροής και του ρυθμού. Η Βακαλό από πολύ νωρίς και ενστικτωδώς φτάνει τον μοντερνισμό στα ακραία του όρια πλησιάζοντας το μεταμοντέρνο, καθώς δεν είναι ο χρόνος αλλά ο χώρος που πλαισιώνει την ποίησή της.[12]
Ήδη από την πρώτη συλλογή που η ίδια όρισε ως αρχή του έργου της, Το δάσος (1954), έχει υποδηλωθεί το ύφος που κομίζει αυτή η απαιτητική ποίηση. Στον τίτλο και τον υπότιτλο της συλλογής διαβάζουμε, εντός παρενθέσεως, μια σαφή οδηγία ανάγνωσης: Το δάσος. Ποιητική μυθιστορία (Σε ύφος μπαλέτου εκφραστικού). Σε ύφος μπαλέτου εκφραστικού λοιπόν -διάβαζε μοντέρνου-, ενός είδους καλλιτεχνικής έκφρασης που αναδεικνύει τη «θηλυκιά αίσθηση», αλλά απαιτεί ακρίβεια, δύναμη, πειθαρχία, ισορροπία, αντοχή, χάρη και πλαστικότητα στην κίνηση. Ενός είδους, επίσης, με υψηλές δυνατότητες εκφραστικότητας του σώματος, σε άμεση σχέση με τη γη και το χοϊκό στοιχείο, που αξιοποιεί ποικίλες τεχνικές με πιρουέτες και άλματα, αλλά κυρίως απαιτεί ακροβατικές κινήσεις δεξιοτεχνικής ακρίβειας. «Η ακρίβεια είναι για μένα θέμα ευαισθησίας» θα πει η ίδια σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις.[13]
Στη συλλογή Περιγραφή του σώματος (1959), η υλικότητα του σώματος γειώνει την ποίηση στον κόσμο των αισθήσεων. «Στο ακινητοποιημένο σώμα η ποιήτρια προσθέτει την κίνηση του χορού αλλά και τη συνυφασμένη αίσθηση ηδονής»,[14] αφού, όπως θα πει στο ποίημα «Προλεγόμενα του αετώματος των κενταύρων», με καβαφικούς απόηχους:
Ως πότε τα σώματα μπορούν να μην έχουν ντροπ
Τον τρόπο της ύπαρξης καθορίζει ο τρόπος της ηδονής
Στο επίσης καβαφικής έμπνευσης ποίημα «Η πρώτη κίνηση χορού» της ίδιας συλλογής (ενώ λίγο παρακάτω ακολουθεί και μια «Δεύτερη κίνηση χορού»), η πλαστικότητα του σώματος που κινείται και ακούει τη φωνή της επιθυμίας συνδέει τον πόνο με την ηδονή κι από εκεί με το νόημα της ύπαρξης:
Το σώμα ασπαίρει
Δεν υποφέρει
Είναι το μόνο που όταν πονάει
Έχει ηδονή
Δε μας πονά το σώμα
Δεμένο
Στη θέληση έτοιμο
Ακούει πρωτύτερα
Θέλει ν’ ακούει
Τρυπώντας στο σώμα του
Καινούργιες διαρκώς
Στοές ακοής
Η ποίηση της Βακαλό συνιστά μια άλλη τάξη και άσκηση ισορροπίας του λόγου. Κυρίαρχο στοιχείο σε αυτή τη νέα τάξη/αταξία είναι ο ρυθμός που κινείται σε αυτοσχεδιαστικό τέμπο. Η ρυθμική αγωγή της ποίησής της έχει αναλογίες με τη μουσική τζαζ, τις οποίες υπογραμμίζει η Βακαλό ήδη από την πρώτη, σιωπηρά αποκηρυγμένη, ποιητική της συλλογή με τον μουσικότροπο τίτλο Θέμα και Παραλλαγές (1945). Στο ποίημα με τον επίσης χαρακτηριστικό τίτλο «Jazz» διαβάζουμε:
Τεμαχισμένες στιγμές
Γραμμές
Πειράματα που δένουμε
Από δέντρο
σε δέντρο […]
Σπάσαμε το ρυθμό με σφυριές
Και μπρος στα πόδια μας έπεσε
Έν’ άστρο
Σφυροκοπώντας λοιπόν και σπάζοντας τον ρυθμό, η μοντέρνα ποίηση της Βακαλό προσεγγίζει τη σύγχρονη μουσική και την τζαζ,[15] ενώ και η ίδια σε συνεντεύξεις της την υποδεικνύει ως μια από τις διακαλλιτεχνικές πηγές της.[16] Συνδέοντας τη ρυθμική αγωγή της Βακαλό με την τζαζ δεν πρέπει να ξεχνάμε τα «αφαιρετικά» στοιχεία αυτού του μουσικού είδους, που αποτέλεσαν ράπισμα στην ευρωπαϊκή, ρασιοναλιστική, κλασική μουσική παράδοση, ανάλογο με τα χτυπήματα που επέφερε η αφηρημένη ζωγραφική στην παραστατική: αφρικανικές και λαϊκές καταβολές, πρωτογονισμός, θολή ατμόσφαιρα, ανορθόδοξη τεχνική παιξίματος, υποκατάσταση των φωνών από τα μουσικά όργανα, απελευθέρωση από τη νόηση χάριν του ενστίκτου και κυρίως η δύναμη του ρυθμού έναντι της μελωδίας, μιας και ο ρυθμός και όχι η αρμονία είναι αυτός που οργανώνει τη μουσική της πρόταση. Αυτή την κυριαρχία του ρυθμού στη σύγχρονη καλλιτεχνική έκφραση αναγνώριζε και ως κριτικός τέχνης η Βακαλό, υποστηρίζοντας ότι «και στη ζωγραφική σήμερα ο ρυθμός έχει αντικαταστήσει την αρμονία».[17]
Τη σχέση της ποίησής της με τον σύγχρονο ρυθμό και τη μοντέρνα μουσική, όπου κυριαρχούν τα πρωτόγονα και λαϊκά θέματα, έχει υποδείξει έγκαιρα η Νόρα Αναγνωστάκη: «Η ποίηση της Βακαλό κινείται με ρυθμό, χωρίς καθόλου μελωδία. Η τζαζ, ο Στραβίνσκι, ο Μπέλα Μπάρτοκ, ο Προκόπιεφ, η ηλεκτρονική μουσική: ήχοι άλλοτε εύρυθμοι, σκληροί, κακόφωνοι, βάρβαροι κι άλλοτε μόνον ήχοι∙ σαν να αυτοκτόνησε η μουσική που ξέραμε κάνοντας αγχόνη τη μελωδία∙ κανένα μάγεμα του αυτιού που θα μας βυθίσει σε μιαν ονειροπόληση ή σ’ ένα ρεμβασμό∙ μόνον ήχοι, ρυθμικοί, αδυσώπητα προειδοποιητικοί ενός ενεδρεύοντος κινδύνου, που αφυπνίζουν στο φόβο ολόκληρη την ύπαρξη».[18]
Δεν υπάρχει νομίζω αμφιβολία ότι σε αυτή την αυτοκτονία της μελωδίας θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την ποιητική προσπάθειά της Βακαλό για υπέρβαση του λυρισμού, ο οποίος ταυτίζεται με τον φόβο της εποχής και τη «θηλυκιά αίσθηση»:
Αν δεν βρισκόμασταν σε μιαν εποχή που ο φόβος κυριαρχούσε – αίσθηση θηλυκιά – πιθανόν η ποιήτρια να στηριζόταν στο λυρικό στοιχείο περισσότερο, πιο σύμφωνο στην ιδιότητά της, η σύνθεση να μη της είναι φυσική. (Θα ήθελα να ξεκουραστώ). Αντίθετα εδώ αισθάνεται ότι δε φοβάται μόνον αυτή.
(«Τρίτο επεισόδιο. Ο ωτακουστής», Το δάσος)
Η απόρριψη του λυρισμού είναι επώδυνη. Μια πράξη αυτοκτονίας ή μάλλον ελευθερίας, η πρώτη και τελευταία επαναστατική πράξη της ποίησής της:
Αυτό το ποίημα
είναι η τελευταία μου επαναστατική πράξη
πριν υποκύψω στων αλλοφύλων τις συμβουλές.
(«Επεισόδιο τέταρτο», Το δάσος)
Αν και η Βακαλό ξεκινά την ποιητική της πορεία, με τις τρεις πρώτες σιωπηρά αποκηρυγμένες συλλογές της, στο λυρικό-υπερρεαλιστικό κλίμα του Λόρκα, όπως εκφράζεται ορμητικά στη νεοελληνική ποίηση της δεκαετίας του ’40 από τον Γκάτσο, τον Ελύτη και τη Μάτση Χατζηλαζάρου, φαίνεται πως η εικαστική της παιδεία γονιμοποιεί στο έργο της ένα ύφος πιο αφαιρετικό, ερμητικό, διαλογικό, συνθετικό και δραματικό. Η υπέρβαση του λυρισμού, η άρνηση του λυρικού εξωραϊσμού, αυτό που η Νόρα Αναγνωστάκη κωδικοποίησε ως «αυτοκτονία του αισθήματος», είναι η προστασία του λυρισμού από την κενότητα, την ωραιολογία και την αισθηματολογία που κυριάρχησαν για μεγάλες περιόδους στη νεοελληνική ποίηση. Με τις ώριμες δύο Ροδαλίνες (1984, 1990), όπου αναζητά τρόπους να μιλήσει για τον πολλαπλό και σκοτεινό εαυτό χωρίς τον ναρκισσισμό του εγώ, η Βακαλό θα φτάσει στη σύνθεση μιας ποίησης ανθρωπολογικής και δραματικής, ευρύχωρης σαν μυθοπλασία, με παιγνιώδη πλοκή, πρόσωπα, κίνηση και περιπέτειες, σαν απόηχος σαιξπηρικής τραγωδίας ή ιπποτικού μυθιστορήματος.
Ο ρόλος της μουσικής στην πορεία της ζωγραφικής προς την αφαίρεση μας είναι βέβαια γνωστός κυρίως μέσα από το παράδειγμα της σχέσης του Βασίλι Καντίνσκι με τον Βάγκνερ και περισσότερο με τον Σένμπεργκ. Σύμφωνα με τον Καντίνσκι, «τη στιγμή της καλλιτεχνικής επανάστασης όλες οι τέχνες τείνουν σε μια αναμεταξύ τους προσέγγιση, με βάση την κοινή τάση τους προς την αφαίρεση».[19] Ο Καντίνσκι θεωρεί τη μουσική ως την «πιο προχωρημένη τέχνη από τη σκοπιά αυτή, της οποίας το παράδειγμα πρέπει ν’ ακολουθήσουν όλες οι υπόλοιπες τέχνες», έχοντας κατά νου την ατονική, δωδεκαφωνική μουσική του Σένμπεργκ, που όπως οι πίνακες του Καντίνσκι, διαγράφεται χωρίς σταθερό σημείο αναφοράς και χωρίς αντικείμενο.
Περισσότερο όμως από τον Καντίνσκι, η εικαστική προτίμηση της Βακαλό, που διεισδύει και στο ποιητικό της έργο, στρέφεται στην πιο ειδική τάση της αφαίρεσης που εκφράζεται από τον νεοπλαστικισμό και τις γεωμετρικές συνθέσεις του De Stijl του Πιτ Μοντριάν. Ο ολλανδός ζωγράφος που επίσης θα καταφύγει στη μουσική της τζαζ για να δημιουργήσει τον οπτικό ρυθμό (βλ. τον πίνακα Broadway Boogie-Woogie), αναζητά τις πιο απλές καλλιτεχνικές μονάδες, τα απλά γεωμετρικά σχήματα (τετράγωνα και ορθογώνια) ως στοιχεία για μια νέα εικαστική γλώσσα πλήρους αφαίρεσης, θεωρώντας ότι «το σημαντικό καθήκον όλης της τέχνης είναι να καταστρέψει τη στατική ισορροπία, εγκαθιδρύοντας τη δυναμική».[20] Το έργο του είναι ένα συνταίριασμα της ζωγραφικής με πνευματικούς και φιλοσοφικούς στοχασμούς και προϋποθέτει τη φιλοσοφία της γλώσσας του Βιτγκενστάιν, αλλά και τον μυστικισμό του θεοσοφισμού.[21] Αν σκεφτούμε ότι στην ποίηση της Βακαλό η λέξη είναι το χρώμα και ο συντακτικά αποδιοργανωμένος στίχος το σχήμα και αν συνυπολογίσουμε το ενδιαφέρον της ακόμα και για την οπτική διάταξη των ποιημάτων (που όμως δεν αποτυπώνεται στη συγκεντρωτική έκδοση της «Νεφέλης») θα δούμε ότι συναντιέται με τον Μοντριάν, στην πλαστική βούληση, το απόλυτο των ρυθμών και τη δυναμική των αισθήσεων. Με τα λόγια της ίδιας: «Εκφράζοντας τον εαυτό του ο σημερινός καλλιτέχνης φτάνει σε τόσο μύχιες πτυχές της ψυχικής και της πνευματικής του ζωής, σε τόσο βαθειά στρώματα και ριζικές στιγμές του σχηματισμού τους, ώστε να παύει πια να είναι μια περίπτωση και να έχει ένα πρόσωπο που τον εξειδικεύει οριστικά […]».[22]
Έτσι η ποίησή της ανατρέχει στον πριμιτιβιτισμό των λέξεων, αναποδογυρίζοντας και αναβαπτίζοντας τον κόσμο από την αρχή.[23] Τότε είναι που επιστρατεύεται η νηπιακή γλώσσα και η παιδικότητα («Παιδική γλώσσα που έχομε όλοι αυτήν σου μιλώ»), και η συναφής εξάρθρωση της σύνταξης, η απογύμνωση και η διασάλευση του λόγου. Το ρήμα και το ουσιαστικό δεσπόζουν στον στίχο, το επίθετο καταργείται. Ο στόχος είναι ο σχηματισμός μιας θρόμβωσης στον συνεκτικό χώρο της γραμματικοσυντακτικής διάταξης των λέξεων και των φράσεων. Η Βακαλό στρέφεται προς τα πίσω, στους μύθους και στα παραμύθια, όταν «πριν βρούνε τις λέξεις οι άνθρωποι, υπήρχαν οι στεναγμοί» («Το τραγούδι της αναπνοής», Του κόσμου) και σε μια αρχαϊκότητα «Πριν από τον λυρισμό» (όπως ονομάζει την πρώτη συγκεντρωτική της έκδοση και όχι «μετά τον λυρισμό» όπως λανθασμένα της υποδεικνύει ο Καραντώνης),[24] όταν οι λέξεις δεν ήταν στην υπηρεσία καμίας αισθητικής έκφρασης.
Γ’
Η ποίηση της Βακαλό είναι αναμφίβολα για τον αναγνώστη δύσκολη, ερμητική και γριφώδης. Όλο το πλούσιο διακαλλιτεχνικό υπόβαθρο που τη χαρακτηρίζει την καθιστά ακόμη πιο περίπλοκη και νοηματικά σύνθετη. Την περιφρόνησή της άλλωστε προς το ξεκάθαρο και αντικειμενικό νόημα την περιγράφει η ίδια δηλώνοντας ότι «δεν με ενδιαφέρει το νόημα που αφού τέλειωσε μπήκε σε ένα σχήμα».[25]
Είναι βέβαια γνωστό ότι οι μεταπολεμικοί ποιητές «πείραξαν» τον θερμοστάτη, μεταγγίζοντας «ψυχρά ρεύματα» στη νεοελληνική ποίηση, περισσότερο από κάθε άλλη γενιά (Μ. Αναγνωστάκης, Ν. Φωκάς, Ν. Καρούζος, Ε. Βακαλό, Τ. Σινόπουλος, Ε. Κακναβάτος κ.ά.). Ειδικά η Α’ μεταπολεμική γενιά μπορεί αβίαστα να χαρακτηριστεί ως η λιγότερο λυρική στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης, αν και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη ενός ισχυρού λυρικού υποστρώματος σε περιπτώσεις όπως οι Λειβαδίτης, Παπαδίτσας, Βαρβιτσιώτης, Δημάκης, Δικταίος κ.ά. Σε αυτή την τάση εισαγωγής ψυχρού ρεύματος, η ποίηση της Βακαλό κατέχει ξεχωριστή θέση με τον απολύτως προγραμματικό αντιλυρισμό της. Όπως επισημαίνει ο Αργυρίου, «η δήθεν ψυχρότητα ήταν ένας στιβαρός τρόπος αποφυγής των συναισθηματικών διαχύσεων».[26] Στο πρώτο κιόλας ποίημα του Δάσους θα προβεί στην ομολογία:
Τώρα θα βγάλω την καρδιά μου
Παρά τη φαινομενική της, ωστόσο, ψυχρότητα η ποίηση αυτή μεταδίδει στον υπομονετικό αναγνώστη ένα είδος συγκίνησης, αν διαβάσει τα ποιήματα με τον τρόπο που εκείνη του υποδεικνύει, όπως δημιουργούνται στην εσωτερική ροή τους:
Η παρακολούθηση σε πολύ αργό χρόνο
Όπως στα ποιήματα συμπλέκονται οι λέξεις σιγά-σιγά
(«Παρένθεση του σκύλου», Ημερολόγιο της ηλικίας)
Γι’ αυτό και νομίζω πως είναι άδικη η κριτική που της άσκησε ο Μανόλης Λαμπρίδης, απαντώντας στον έπαινο της Νόρας Αναγνωστάκη. Ο οξυδερκής κριτικός, που πρώτος αναγνώρισε την αφαιρετική αντι-ποίηση της Βακαλό (αν και την αποτιμά αρνητικά), χαρακτηρίζει τα ποιήματά της ως «κατεξοχήν προϊόντα της αφηρημένης σκέψης, του καθαρού λογισμού, του φιλοσοφικού στοχασμού»[27] και ως μια «εννοιοκρατική κατασκευή» με ροπή προς τη γενίκευση. Εκτιμώ πως στη στάση του Λαμπρίδη αντανακλάται η γενικότερη αριστερή/μαρξιστική άρνηση, εκείνη την περίοδο, απέναντι στην αφηρημένη τέχνη, στοιχείο που κατά τη γνώμη μου επιβεβαιώνει ακόμη περισσότερο την εμπλοκή των εικαστικών και θεωρητικών αναζητήσεων της Βακαλό στο ποιητικό της έργο. Αρκεί να διαβάσει κανείς αντιστικτικά τα κείμενα για την αφηρημένη τέχνη που δημοσιεύονται την ίδια περίοδο στην Επιθεώρηση Τέχνης (κυρίως τα τεχνοκριτικά και τις συνεντεύξεις του Γ. Πετρή)[28] με τα αντίστοιχα της Βακαλό στον Ζυγό και τα Νέα για να κατανοήσει τη διαφορά αλλά και το λουκατσιανό ιδεολογικό-αισθητικό υπόστρωμα της αρνητικής κριτικής του Λαμπρίδη.
Πράγματι πάντως, η ποίηση της Βακαλό συνιστά μια συναρπαστική αναγνωστική περιπέτεια, αξιώνοντας την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη, ο οποίος μάλλον πρέπει να εγκαταλείψει τα κλασικά αντιληπτικά σχήματα με τα οποία έχει συνηθίσει να διαβάζει την ποίηση. Όπως ακριβώς ο θεατής στην αφηρημένη ζωγραφική. Και σε αυτό το σημείο η Νόρα Αναγνωστάκη έχει απόλυτο δίκιο όταν υποστηρίζει ότι η μεγάλη δυσκολία της ποίησής της Βακαλό είναι ότι «πρέπει να μπεις μέσα στο χώρο της και στην κίνησή της για να την παρακολουθήσεις. Αδύνατο να την πλησιάσεις απ’ έξω, γιατί δεν έχει καμία εξωτερική γοητεία, τίποτα που να προεξέχει για ν’ αρπαχτεί ο νους ή το συναίσθημα, τίποτα το φανταχτερό, ηχηρό ή εύγευστο που θα ικανοποιούσε χορταστικά τις αισθήσεις∙ τίποτα το ετοιμοπαράδοτο για να το εισπράξεις αμέσως, γιατί όλα δείχνονται μαζί με τον μόχθο που καταβάλλεται για να αποκτηθούν. Θα πρέπει λοιπόν να κάνει κι ο αναγνώστης κάποιον κόπο. Γιατί αυτή η ποίηση είναι ποίηση μιας σκληρής πνευματικής αγωγής που ψάχνει να βρει το πρόσωπο του καιρού μας κι όχι μόνο το πρόσωπο του συγγραφέα της, και γι’ αυτό είναι τόσο βουβά δραματική, γιατί μας δείχνει πόσο αργά κι επώδυνα σχηματίζεται ένας τέτοιος άνθρωπος από την ίδια του την προσπάθεια να υπάρξει μέσα από τη ζωή του τόπου του και του κόσμου όλου».[29]
Δ’
Πώς μπορούμε λοιπόν να σκεφτούμε την ποίηση της Βακαλό σήμερα υπό το φως της σύγχρονης ποιητικής και καλλιτεχνικής εμπειρίας; Αλλά και στη σκιά της κοινωνικής εξέλιξης, των μεταλλαγών του κόσμου, της ανθρώπινης συνθήκης, της γλώσσας, της θεωρίας και του πολιτισμού; Μπορεί αυτή η δύσκολη ποίηση με το διακαλλιτεχνικό και δοκιμιακό υπόβαθρο να κινητοποιήσει αναγνώστες και ποιητές;
Αν κρίνουμε από την ανακίνηση του ενδιαφέροντος για τη Βακαλό που αποτυπώνεται στο παρόν αφιέρωμα του Χάρτη, αλλά και από την ανταπόκριση της δραστήριας ομάδας νεότερων ποιητών, με θεωρητικές και εικαστικές αναζητήσεις, που συσπειρώνεται γύρω από το περ. ΦΡΜΚ και τις συναντήσεις της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης «με τα λόγια (γίνεται)», τα μηνύματα είναι αισιόδοξα.[30] Φαίνεται πως σήμερα είναι μια καλή στιγμή για την ποίηση της Βακαλό. Το έργο της πρέπει να διαβαστεί ως αυτό που πραγματικά είναι: μια συνολική διακαλλιτεχνική πρόταση, ριζοσπαστική και τολμηρή, για τις δυνατότητες και τα όρια της ποίησης, της γλώσσας και της εικόνας. Η ποίησή της διατηρεί τη γοητεία της καθώς μεταφέρει στην κουρασμένη εποχή μας την απόγνωση αλλά και την αισιοδοξία της ουτοπίας των καλλιτεχνικών πρωτοποριών. Αν τη δούμε μέσα στο σχήμα των «πολλαπλών μοντερνισμών» του 20ου αιώνα, νομίζω πως είναι, μετά τον Σεφέρη και τον Παπατσώνη, η επόμενη συμπαγής μοντερνιστική πρόταση, που παραπέμπει λιγότερο στον Έλιοτ και τον Πάουντ και περισσότερο στους «φανταστικούς κήπους με πραγματικά βατράχια»[31] της μάλλον άγνωστης ακόμη στα καθ’ ημάς αμερικανίδας Μάριον Μουρ (1887-1972), της μόνης ποιήτριας που μετέφρασε η Βακαλό[32] και ακόμη δεν την έχουμε συσχετίσει με το έργο της. Δείγμα κι αυτό των τεράστιων ερμηνευτικών δυνατοτήτων που ανοίγει η ποίησή της.
Το έργο της Βακαλό αφορά λοιπόν το μέλλον, καθώς άνοιξε έναν διάλογο που πρέπει να συνεχιστεί:
Όπου θα το σταματήσω
Άλλοι ας το προχωρήσουν
(Οι παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας)
- Τον δρόμο για τη μελέτη της ποίησης της Βακαλό με ερμηνευτικό κλειδί την αισθητική θεωρία της, θέτοντας στο επίκεντρο τις έννοιες της «προσομοίωσης» και του «μεταθεατή», υπέδειξε πρώτα το βιβλίο της Μαρίας Κακαβούλια, Μορφές και λέξεις στο έργο της Ελένης Βακαλό, Νεφέλη 2004.
- Θεωρώ απαράδεκτο το γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο του τεχνοκριτικού και δοκιμιακού έργου της Βακαλό δεν είναι εύκολα προσβάσιμο στους ερευνητές, καθότι εδώ και πολλά χρόνια εξαντλημένο. Είναι αυτονόητη η μεγάλη ανάγκη επανέκδοσης των βιβλίων της.
- Άντεια Φραντζή, Έμενε ποίημα. Μια περιδιάβαση στο ποιητικό «Δάσος» της Ελένης Βακαλό, Νεφέλη 2005, σ. 69.
- Βλ. Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, «Η πρόσληψη της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα (1945 – 1960), στο πεδίο της κριτικής της τέχνης», στο Νίκος Δασκαλοθανάσης (επιμ.), Β’ Συνέδριο Ιστορίας της Τέχνης. Προσεγγίσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας από την Αναγέννηση έως τις μέρες μας. Πρακτικά συνεδρίου (Αθήνα, Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, 25-27 Νοεμβρίου 2005), Νεφέλη 2008, σσ. 67-108.
- Βλ. Έφη Στρούζα, «Το όραμα της “απελευθερωμένης σκέψης”. Μια προσέγγιση στο θεωρητικό έργο της Ελένης Βακαλό», περ. Athens Review of Books, τχ. 27, Μάρτ. 2012, σσ. 59-60.
- Βλ. Νόρα Αναγνωστάκη, «Προοίμιο στην ποίηση της Ελένης Βακαλό», περ. Κριτική, τχ. 7-8, Ιαν. – Απρ. 1960, σ. 47-55 (= Διαδρομή. Δοκίμια κριτικής (1960-1995), Νεφέλη 1995, σσ. 11-26).
- Βλ. Χάρης Σαββόπουλος, Η Τέχνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο 1940-1960, Πλέθρον 2016.
- Σε συνέντευξή της η Βακαλό παραδέχεται τον σκόπιμα αντι-ποιητικό χαρακτήρα της ποίησής της, δηλώνοντας: «Εγώ κάνω αντι-ποίηση στην ποίησή μου». Βλ. «Μια συνομιλία της Ελένης Βακαλό με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο», περ. Η λέξη, τχ. 15, Ιούν. 1982, σ. 398. Σχετικά με τον όρο αντι-ποίηση αξίζει εδώ να σημειώσω το εξαιρετικά διαφωτιστικό άρθρο του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, «Ποίηση - Αντι-ποίηση, Αντι-ποιητής: Εννοιολογικές οριοθετήσεις», ηλ. περ. Χάρτης, τχ. 23, Νοέμ. 2020.
- Βλ. την αδημοσίευτη –απ’ όσο ξέρω– ανακοίνωση του Αντώνη Κωτίδη, «Εγκώμιο Ελένης Βακαλό», στο 2ο Διεθνές Συμπόσιο «Ελένη Βακαλό», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 2 Δεκεμβρίου 2011 (= https://www.blod.gr/lectures/eleni-bakalo-theoria-istoria-kai-kritiki-tis-tehnis/). Αντιθέτως, η Έφη Στρούζα θεωρεί ότι για τον «νεότερο μελετητή που θα ήθελε να εντοπίσει κάποιες συγκεκριμένες επιδράσεις στη θεωρητική διάπλαση του έργου της, πιστεύουμε ότι η έρευνα θα παρέμενε άκαρπη». Βλ. Στρούζα, ό.π.
- Εκτός από τη θετική υποδοχή νέων ελλήνων ζωγράφων που περνούν από την παραστατική στην αφηρημένη τέχνη, κυρίως μέσα από την τεχνοκριτική στήλη του περ. Ζυγός, οι θέσεις της Βακαλό για την αφαίρεση συμπυκνώνονται το 1962 με σειρά τριών άρθρων της στα Νέα. Βλ. Ελένη Βακαλό, «Η αφαίρεση στη ζωγραφική και η καταγωγή της», εφ. Τα Νέα, 24.8, 31.8 και 8.9.1962. Βλ. επίσης το μεταγενέστερο συνθετικό της έργο, Αφαίρεση. Η φυσιογνωμία της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα, τ. Α’, Κέδρος 1981.
- Εύστοχα η Φραντζή σημειώνει για τη Βακαλό τον «ενεργητικό εκλεκτικισμό της, που αναδεικνύεται από την ικανότητά της να ανασυνθέτει ρεύματα σκέψης και λογοτεχνικής παράδοσης» ως «στοιχείο που τη θέτει εκτός των κλασικών κατατάξεων». Βλ. Φραντζή, ό.π., σ. 70.
- Για την χωροποίηση της χρονικότητας σε ένα μέρος της μοντερνιστικής λογοτεχνίας βλ. Joseph Frank, Η μοντέρνα λογοτεχνία ως πλαστική τέχνη. Η άρθρωση του χώρου και η ακύρωση του χρονικού στοιχείου στο έργο του Έζρα Πάουντ, Τ.Σ. Έλιοτ, Γκυστάβ Φλωμπέρ, Τζέιμς Τζόις, Μαρσέλ Προυστ και Ντουόνα Μπαρνς, μτφρ. Βιβή Ζωγράφου, Καθρέφτης, Αθήνα 2000.
- Βλ. Όλγα Σελλά, «Σελιδοδείκτες», εφ. Η Καθημερινή, 20.10.2001.
- Φραντζή, ό.π., σ. 44.
- Στην τζαζ αναφέρεται και στο δοκίμιό της «Το μοντέρνο πνεύμα στην τέχνη», περ. Κριτική, τχ. 1, Ιαν. – Φεβρ. 1959, σ. 1-10: «Μας έχει κατακτήσει η τζαζ και αρνιόμαστε πως είναι μουσική».
- Όπως αναφέρει στη συνέντευξή της στη Λέξη, ό.π., σ. 397: «Όσο πάντως μπορώ να ξεκαθαρίσω, μου επιτρέπεται να πω ότι είναι μερικά πράγματα που τ’ αγαπώ και τα θεωρώ πηγές, κάθε άλλο όμως παρά φιλολογικά. Είναι τα χορικά και η τζαζ, είναι ο Μοντριάν και ο Όμηρος ή τα δημοτικά τραγούδια».
- Ελένη Βακαλό, «Το μοντέρνο πνεύμα στην τέχνη», ό.π., σ. 6.
- Νόρα Αναγνωστάκη, «Η έννοια των τυφλών», περ. Διάλογος, τχ. 2, Ιούλ.-Σεπτ. 1962, 113 (= Διαδρομή. Δοκίμια κριτικής (1960-1995), Νεφέλη 1995, 110).
- Victor Ieronim Stoichita, «Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση» στο Βασίλι Καντίνσκι, Για το πνευματικό στην τέχνη, μτφρ.: Μηνάς Παράσχης, Νεφέλη 1981, σ. 22.
- Πητ Μοντριάν, «Πλαστική τέχνη και Αγνή πλαστική τέχνη», στο Robert L. Herbet (επιμ.), Η Σύγχρονη Τέχνη. Δοκίμια καλλιτεχνών, μτφρ. Μάχη Δημοπούλου, Ένωση καθηγητών καλλιτεχνικών μαθημάτων, Αθήνα 1995.
- Βλ. Eiichi Tosaki, Mondrian’s Philosophy of Visual Rhythm. Phenomenology, Wittgenstein and Eastern thought, Springer, Victoria (Aυστραλία) 2017.
- Ελένη Βακαλό, «Το μοντέρνο πνεύμα στην τέχνη», ό.π., σ. 10.
- Βλ. και το άρθρο της Βακαλό, «Ανταποκρίσεις του “πρωτογονικού” στη σύγχρονη τέχνη», περ. Κριτική, τχ. 13-14, Ιαν. – Απρ. 1961, σ. 45-49, όπου αναφέρεται στα διδάγματα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας από τις πρωτόγονες, αρχαίες και ανατολικές θρησκείες καθώς και από την τέχνη των παιδιών.
- Βλ. Αντρέας Καραντώνης, «Ελένης Βακαλό: Η έννοια των τυφλών», περ. Νέα Εστία, τχ. 843, 15.1.1962, σ. 1212-1214 (= Η ποίησή μας μετά τον Σεφέρη, Δωδώνη 1976, σ. 34-35).
- Βλ. Η λέξη, ό.π, σ. 398.
- Αλέξανδρος Αργυρίου, «Αδέξιος αποχαιρετισμός της Ελένης Βακαλό», περ. Αντί, τχ. 748, 19.10.2001, 47.
- Μανόλης Λαμπρίδης, «Η φιλοσοφία της καινούριας ματιάς», περ. Κριτική, τχ. 9, Μάιος- Ιούν. 1960, σ. 124. Ο Λαμπρίδης θεωρεί την κριτική της Αναγνωστάκη «δυσανάλογα εμπεριστατωμένη» σε σχέση με την αξία της ποίησης της Βακαλό.
- Πολύ χαρακτηριστική είναι η επίθεση που δέχτηκε από το περιοδικό ο Αριστομένης Προβελέγγιος, όταν με αφορμή έκθεση του Βλάση Κανιάρη εξέφρασε την υποστήριξή του στην αφηρημένη τέχνη (τχ. 42, Ιούν. 1958, σ. 405-407). Τις απόψεις του Προβελέγγιου καταδίκασαν σε επόμενα τεύχη οι Γ. Πετρής, Τάσσος, Λ. Χρηστάκης, Α. Κέδρος, Ν. Βλαβιανός και Γ. Ιμβριώτης. Μόνο μετά το αφιέρωμα στον Πικάσο (τχ. 85, Ιαν. 1962) διαφαίνεται μια σχετική αλλαγή στάσης του περιοδικού απέναντι και στην αφηρημένη τέχνη. Ο Νίκος Χατζηνικολάου έχει αναφερθεί στη «διστακτική παρουσίαση των αφαιρετικών τάσεων» από την Επιθεώρηση Τέχνης. Βλ. Νίκος Χατζηνικολάου, «Υποδοχή και προβολή αισθητικών αξιών και καλλιτεχνικών τάσεων από την Επιθεώρηση Τέχνης», στο Επιθεώρηση Τέχνης. Μια κρίσιμη δωδεκαετία, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 1997, σσ. 177-198. Αντιθέτως, μεγαλύτερη ανοιχτοσύνη χαρακτηρίζει το άλλο σημαντικό αριστερό περιοδικό της εποχής, την Κριτική (1959-1961) του Μανόλη Αναγνωστάκη, με την οποία άλλωστε συνεργάζεται και η Βακαλό, όπως και ο Λαμπρίδης.
- Νόρα Αναγνωστάκη, Αδημοσίευτο σχέδιο προφορικής ομιλίας στην εκδήλωση προς τιμήν της Βακαλό, Γκαλερί Ώρα, Αθήνα, 1971, στο βιβλίο της Φραντζή, ό.π. σ. 121-122.
- Βλ. το αφιέρωμα του περ. Books’ Journal (τχ. 99, Ιούν. 2019, σ. 83-87): «Ελένη Βακαλό: 65 χρόνια μετά το Δάσος», που επιμελήθηκε ο ποιητής Παναγιώτης Ιωαννίδης και αποτυπώνει τα σχόλια οχτώ νεότερων ποιητών για το έργο της Βακαλό, από την ποιητική συνάντηση «με τα λόγια (γίνεται)» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση (7.12.2016). Πολύ γόνιμη είναι επίσης η επίδραση της Βακαλό στην ποίηση της Ευτυχίας Παναγιώτου, ιδίως με την ποιητική περσόνα της Μαύρης Μωραλίνας (Κέδρος 2010) που παραπέμπει ευθέως στη Ροδαλίνα. Βλ. Ευτυχία Παναγιώτου, «Για την Ελένη Βακαλό [και τη Ροδαλίνα]» στο Γιώργος Μπλάνας (επιμ.), Ποιητές στη σκιά, Γαβριηλίδης 2012, σ. 125-131.
- Βλ. Marjorie Perloff, «Ο μοντερνισμός τώρα», περ. ΦΡΜΚ, τχ. 1, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2013, σ. 85.
- «Ξένη ανθολογία. Ελένη Βακαλό – M. Moore», περ. Καινούρια Εποχή, τχ. 9, Άνοιξη 1958, σ. 211-220.
https://strophess.blogspot.com/2019/10/blog-post.html
Θα σας πω πώς έγινε Έτσι είναι η σειρά Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε Τόσο πολύ λυπήθηκε που ύστερα φοβήθηκε Πριν κοντά του vα πλησιάσει για να σκύψει να τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα Τι τα θες τι τα γυρεύεις Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω, να ψυχοπονέσει τον καημένο Και καλύτερα να πούμε Ούτε πως τον έχω δει Και επειδή φοβήθηκε Έτσι συλλογίστηκε Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει; Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε vα παίξει με τους άρχοντες Αρχισε λοιπόν και κείνος Από πάνω να χτυπά Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας |
Τα
αποσι
ωπη
μένα
ποιή
ματα
της
Ελένης Βκαλό

Με κριτήριο την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων της Ελέ
νης Βακαλό Πριν από το λυρισμό (1981), αλλά και την οριστική μορ
φή της με την έκδοση της συγκεντρωτικής Το άλλο του πράγματος.
Ποίηση 1954-1994 (1995), γίνεται αντιληπτή η εκδοτική βούλησή της,
σύμφωνα με την οποία συμπεραίνουμε ότι οι τρεις πρώτες συλλογές
της –Θέμα και παραλλαγές (1945), Αναμνήσεις από μια εφιαλτική
πολιτεία (1948), Στη μορφή των θεωρημάτων (1951)–, καθώς επίσης
και μέρος της πέμπτης συλλογής της Τοιχογραφία (1956), σιωπηρά
αποκλείονται από τη συμπαράθεσή τους με το υπόλοιπο έργο
της.[1] Η επιλογή της αυτή θα μας απασχολήσει στο παρόν κείμενο,
όπου θα αναζητήσουμε και θα προτείνουμε τις πιθανές ερμηνείες
της.
Η Ελένη Βακαλό πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα το 1944 με τη δη
μοσίευση δεκαπέντε ποιημάτων της στο περιοδικό Τα Νέα Γράμμα
τα[2] και δύο ακόμη στη δεκαπενθήμερη έκδοση του Πολιτιστικού Ο
μίλου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ξεκίνημα.[3] Η πρώτη παρατή
ρηση είναι ότι ήδη από το 1945 που εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο της –
η συλλογή Θέμα και παραλλαγές– προβαίνει σε μερική αναδημοσίευ
ση των ποιημάτων που προαναφέραμε, αποκλείοντας εκείνα που
δεν ανταποκρίνονται στο υφολογικό κλίμα της συλλογής της. Συγκε
κριμένα, στο βιβλίο της Θέμα και παραλλαγές συμπεριέλαβε μόνον
έξι από τα ποιήματα που είχαν δημοσιευθεί στο περιοδικό Τα Νέα
Γράμματα.[4]
Ας δούμε, όμως, αναλυτικά τα περιεχόμενα των συλλογών: Η συλλο
γή Θέμα και παραλλαγές απαρτίζεται από τρεις ενότητες –«Άνθρω
ποι της Γης», «Ταξίδια», «Χρονικά»– και περιλαμβάνει τριάντα ποιή
ματα. Η συλλογή Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία απαρτίζεται
από πέντε ενότητες –την ομότιτλη «Αναμνήσεις από μια εφιαλτική
πολιτεία» και τις «Πόλις θανόντων», «Χορικό», «Τραγούδι των κρεμα
σμένων», «Ωδή στο γιο μου»– και περιλαμβάνει οκτώ εκτενή ποιήμα
τα. Η συλλογή Στη μορφή των θεωρημάτων απαρτίζεται από τρεις ε
νότητες, από τις οποίες η πρώτη είναι άτιτλη και περιλαμβάνει τέσσε
ρα ποιήματα, η δεύτερη φέρει τον τίτλο της συλλογής «Στη μορφή
των θεωρημάτων» και η τρίτη τιτλοφορείται «Το σπίτι». Συνολικά πε
ριλαμβάνει δεκαπέντε εκτενή ποιήματα. Η συλλογή Τοιχογραφία απα
ρτίζεται από τρεις ενότητες, από τις οποίες η πρώτη είναι άτιτλη και
περιλαμβάνει πέντε ποιήματα, η δεύτερη φέρει τον τίτλο της συλλο
γής «Τοιχογραφία» και η τρίτη τιτλοφορείται «Φυσική αγωγή»[5].
Η άμεση επισήμανση είναι ότι η Βακαλό δημιουργεί ενότητες στις ο
ποίες εντάσσει όσα ποιήματα συνεργάζονται στην κεντρική θεματι
κή της και υποδεικνύει μια πρόθεση σύνθεσης. Επίσης, διαπιστώνου
με ότι οι συλλογές αυτές περιλαμβάνουν ένα μεγάλο αριθμό ποιημά
των που είτε πλήρως είτε μερικώς αναφέρονται στη «γυναικεία» θε
ματική υπό την έννοια των πολλαπλών αναφορών στην αίσθηση της
θηλυκότητας, του ερωτισμού και της μητρότητας. Παράλληλα εντοπί
ζουμε συχνές αναφορές σε αρχαιόθεμα ποιήματα που διαχειρίζονται
στοιχεία αρχαιογνωσίας είτε μεταφέροντας τη συμβολική τους υπό
δειξη στα καθ’ ημάς είτε ανατρέποντας το περιεχόμενό τους. Η επισή
μανση αυτή μάς οδηγεί αναγκαστικά στην παρακολούθηση συνολι
κά των δύο αυτών αξόνων και στη διαπίστωση ότι στο κυρίως έργο
της, όπως αυτό διαμορφώνεται στη συγκεντρωτική έκδοσή της Το ά
λλο του πράγματος, απουσιάζει η στερεοτυπική θεματική της γυναί
κας, ως προφανές μοτίβο, και έχει εξοβελιστεί κάθε ίχνος αναφοράς
σε αρχαία ελληνικά πρόσωπα ή γεγονότα του μύθου ή της ιστορίας.
Ως προς τη γυναικεία οπτική, προσεγγίζοντας αναλυτικά την πρώτη
συλλογή της, διαπιστώνουμε την έμφαση στην έννοια της θηλυκότη
τας και τη συσχέτισή της με τη γονιμότητα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει
το τολμηρό προσκλητήριο προς όλες τις γυναίκες για την ανακάλυ
ψη του σώματός τους και η επισήμανση ότι οι γυναίκες κατέχουν το
μυστικό της γονιμότητάς τους, προτείνοντας μια υπέρβαση του παρα
δοσιακού, παθητικού ρόλου της γυναίκας, όπως λ.χ. στο ποίημα «Άν
θρωποι της Γης Ι».[6] Η σημασία της μητρότητας και η ερωτική διά
στασή της αναγνωρίζεται σε ποιήματα όπως το «Ώρα θηλάσματος».
Παρατηρούμε και εδώ τη δραστική σχέση μητρότητας και ερωτι
σμού, που ισχυροποιεί την πεποίθησή μας ότι στην αντίληψη της
Βακαλό επικρατεί η σύγχρονη οπτική της γυναίκας και η αυτονόμη
ση του αισθησιασμού της.[7] Παράλληλα, διαπιστώνουμε εκείνη την
εκδοχή της γυναικείας υποταγής στη σιωπηλή συνουσία, που μας
παραπέμπει σε μια στερεότυπη και ίσως αρχέγονη συνεύρεση. Η
διαφορά, βέβαια, εντοπίζεται στο γεγονός ότι από την πλευρά της
γυναίκας η ερωτική επιθυμία διατυπώνεται με ποιητική τόλμη, όπως
λ.χ. στο ποίημα «Επιθυμίες».[8]
Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Βακαλό καταθέτει στο μεγαλύτερο
μέρος της την εμπειρία του θανάτου, που απομνημονεύει, προφα
νώς, την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, χωρίς ωστόσο να
δηλώνεται άμεσα, καθώς στο επίκεντρο της ποιητικής αναπαράστα
σης βρίσκεται η ψυχολογική αποστροφή, η οποία προκύπτει από
τον εφιάλτη του θανάτου που απλώνεται πάνω στην πόλη και πα
ντού. Στο ποίημα «Χορικό», οι γυναίκες κλαίνε τα παιδιά τους και το
μοιρολόι τους απευθύνεται και πάλι στις γυναίκες όπως δηλώνεται
με τους καταληκτικούς στίχους του ποιήματος: «Κι άλλες γυναίκες
σώπαιναν / Ν’ ακούνε». Οι γυναίκες καταφεύγουν στο θρήνο μέσα
από μια μακρά παράδοση που τις θέτει εκτός των ανδρικών ρόλων,
εκτός του πολέμου και της βίας, φρουρούς της ειρήνης και της εστί
ας. Η «Ωδή στο γιο μου»[9] είναι ένας ύμνος στην ύπαρξη και τη συ
νέχεια της ζωής μέσα από τη μητρότητα. Η μάνα αποδίδει στο γιο τις
απαραίτητες ανδρικές ιδιότητες και του προσκομίζει τα φυλαχτά της
απόλυτης αφοσίωσής της. Μ’ αυτόν τον τρόπο προσδίδει στην ύ
παρξή του την προοπτική μιας άλλης, καλύτερης ζωής και τον προ
τρέπει: «Εσύ κατάματα να δεις το Μεγάλο Φόβο».
Στην τρίτη ποιητική συλλογή της, πλεονάζουν τα αρχαιόθεμα ποιήμα
τα. Ήδη από τους τίτλους της πρώτης ενότητας –«Ιερός γάμος»,
«Ύμνος», «Σχεδίασμα για τον Νάρκισσο», «Κασσάνδρα»–[10] διαπι
στώνουμε πως κινείται σε μια γραμμή διαχείρισης της αρχαιοελληνι
κής μνήμης. Οι μεθοδεύσεις της, ωστόσο, δεν αναπαράγουν στερεο
τυπικά τα δοσμένα μοτίβα, αλλά λειτουργούν στη λογική του αναστο
χασμού και της ελεύθερης ανάπλασης των συμβόλων. Ειδικά στο ποί
ημα «Κασσάνδρα» συμπυκνώνεται η θεματική της γυναικείας περιπέ
τειας και επικαιροποιείται η μυθική Κασσάνδρα με τη μετατροπή της
σε ιστορικό πρόσωπο. Ο έρωτας, συντροφευμένος από το θάνατο,
αλλά και ο θάνατος του έρωτα, διοχετεύεται μέσα από στίχους που
προϋποθέτουν την προφητεία αλλά και την επαλήθευσή της. Στην
περίπτωση της πέμπτης συλλογής της –Τοιχογραφία–, όπως ήδη
έχουμε αναφέρει, απομονώνουμε τις δύο από τις τρεις ενότητες. Τα
ποιήματα που δεσπόζουν στην πρώτη ενότητα φέρουν τίτλους όπως
«Ο γυρισμός της Ιφιγένειας» και «Αντίνοος», χωρίς ωστόσο να πραγ
ματεύονται με πειστικότητα τα αντίστοιχα θεματικά μοτίβα. Υπάρχει
μια συνειδητή ανακατασκευή του μύθου και μια πραγμάτευση που
σποραδικά μόνο υπενθυμίζει την προέλευσή της από την αρχαιοελ
ληνική μυθολογική παρακαταθήκη. Ειδικότερα στο ποίημα «Ο γυρι
σμός της Ιφιγένειας», η Βακαλό διαχειρίζεται το μύθο μέσα από υποθε
τικά στοιχεία εξέλιξης της ιστόρισης, παρεμβάλλοντας τις παρουσίες
της Ηλέκτρας αλλά και του Ορέστη.[11]
Η κριτική υποδοχή του έργου της Βακαλό, κυρίως της πρώτης περιό
δου, επεσήμανε το γυναικείο προσανατολισμό της και τη θηλυκότητα
που αποπνέει. «Η κ. Βακαλό τραγουδεί προπάντων την καρποφόρα
γυναίκα που αφομοιώνεται με τη φύση, που γίνεται ένα στοιχείο της
και μια δύναμή της (…)»,[12] σημειώνει ο Άλκης Θρύλος για τη συλ
λογή της Θέμα και παραλλαγές. Ανάλογη διατύπωση χρησιμοποιεί
για την ίδια συλλογή ο Αιμίλιος Χουρμούζιος όταν γράφει ότι «κύριο,
θαρρώ, θέμα είναι αυτή η συμβολική ταύτιση της γυναίκας με τη θηλυ
κιά γη, είναι αυτή η αδρή και γεμάτη χνώτο επαφή της ύλης, άνθρω
πος με την ύλη-φύση, που συχνά προβάλλει σαν μοναδικό αισθητι
κό γεγονός το γόνιμο κράμα τους».[13] Ενώ μια αδημοσίευτη, τότε,
κριτική του Μανόλη Αναγνωστάκη, γνωστή ωστόσο στη Βακαλό, υ
περτονίζει σε όλα τα επίπεδα έκφρασης τη γυναικεία και αυστηρά
προσωπική γραφή της: «Η Ελένη Βακαλό πετυχαίνει το μοναδικό –
αυτό που ζητούμε από κάθε αληθινή ποιήτρια. Να κάνει ποίηση γυ
ναίκεια, να μιλήσει με γλώσσα γυναίκεια, να δείξει πως αυτό που νιώ
θει το νιώθει σα γυναίκα είναι δικό της δεν είναι δανεισμένο απ’ αλ
λού, είναι με μια λέξη δική της, προσωπική δημιουργία. Αυτό το στοι
χείο της θηλυκότητας εξουσιάζει την ποίησή της. Μια θηλυκότητα ζε
στή, που ξεχύνεται ορμητική με αίμα νεανικό, αισιόδοξη, ατίθα
ση».[14]
Παράλληλα, η επισήμανση του Αλέξανδρου Αργυρίου, ο οποίος εντο
πίζει το ενδιαφέρον της Βακαλό σε ποιήματα με αρχαίο ελληνικό θέ
μα και ξεχωρίζει «για τη σύγχρονη αναφορά του κλασικού μύθου, αυ
στηρό και λιτό στους δραματικούς τόνους του» το ποίημα «Ο γυρι
σμός της Ιφιγένειας»,[15] είναι η πρώτη σχετική παρατήρηση και όσο
γνωρίζω η μόνη. Το ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να έχει συζητηθεί από
την κριτική, καθώς το γεγονός ότι εγκαταλείπει τα αρχαιόθεμα ποιή
ματα στις επόμενες συλλογές της περνά σχεδόν απαρατήρητο. Ωστό
σο, παραμένει ανοιχτό ερώτημα και αξίζει να αναζητηθεί ή έστω να
προταθεί κάποια ερμηνεία ως προς αυτό το θέμα. Ο Αλέξανδρος Αρ
γυρίου στην ίδια κριτική επεκτείνεται σε μια γενικότερη αποτίμηση
του έργου της. Γράφει σχετικά: «Δεν καταλαβαίνω εκείνους που προ
τιμούν τα πρώτα βιβλία της Βακαλό από τα τελευταία.[16] Γιατί και
αν ακόμη θεωρήσουμε τα τελευταία αποτυχημένα ως προς το τελικό
αποτέλεσμα, αποκαλύπτουν μια ποιητική φύση όχι τυχαία, ένα βά
θος ψυχισμού και μια ένταση ανεπανάληπτη. Τα πρώτα ποιήματα
μπορεί να είχαν λυρικότητα και χάρη, έμεναν όμως το πολύ στην ευ
τυχή εντύπωση».[17]
Ήδη δύο χρόνια νωρίτερα, το 1954, ο Τάκης Σινόπουλος στην κριτι
κή του για την τέταρτη συλλογή της Βακαλό επισημαίνει: «Περισσότε
ρο εδώ παρά στην προηγούμενη εργασία της η ποιήτρια προσφέρει
μια ποίηση ενάρξεως. Υπάρχει δηλαδή στο Δάσος μια ζώνη α-ποιητι
κή, ο κόσμος της ποιήσεως πρόκειται να εμφανιστεί».[18] Με έμμεσο
τρόπο αλλά σαφή, κατά την άποψή μου, η Νόρα Αναγνωστάκη, στο
σημαντικό κείμενό της με το σημαδιακό τίτλο «Προοίμια στην ποίη
ση της Ελένης Βακαλό».[19] επιλέγει να ασχοληθεί και να παρουσιά
σει μια συγκεντρωτική θεώρηση του ποιητικού έργου της Βακαλό
περιορίζοντας την ανάλυσή της «στα τέσσερα τελευταία βιβλία της:
Το δάσος, Τοιχογραφία, Ημερολόγια της ηλικίας, Περιγραφή του σώ
ματος». Ωστόσο, αυτός ακριβώς ο «περιορισμός» που θέτει, αν και
δεν επεξηγείται άμεσα, ορίζει συγχρόνως και ένα πλαίσιο αναφοράς
που μπορεί να κατανοηθεί ακριβώς μέσα από τη διαφορετική ποιητι
κή αντίληψη που διακρίνεται στο έργο της Βακαλό από Το δάσος και
εξής και η οποία σηματοδοτεί μια νέα εκκίνηση. Με τη συλλογή Η έν
νοια των τυφλών (1962), η Βακαλό έχει κωδικοποιήσει την ποιητική
της ορίζοντάς την ως ποίηση «Πριν από το λυρισμό», τίτλο τον οποί
ο θα χρησιμοποιήσει για να οργανώσει την πρώτη μορφή συγκεντρω
τικής έκδοσης, το 1981.[20] Ο Αντρέας Καραντώνης, σχολιάζοντας
την επιλογή αυτή, σημειώνει ότι «το πιο σωστό θα ήταν να έλεγε
“μετά από το λυρισμό”», θεωρώντας την επιλογή της αυτή ως «ζήτη
μα σκηνοθεσίας».[21]
Αντίθετα, η Βακαλό έχει ήδη προσδώσει σ’ αυτή την επιλογή τα χαρα
κτηριστικά μιας συγκεκριμένης άρνησης να προσδιορίζεται από τα
γνωρίσματα της γυναικείας έκφρασης, όπως τουλάχιστον επικρατεί
ως εκείνη τη στιγμή να θεωρείται και όπως και η ίδια φαίνεται να λει
τούργησε στις πρώτες συλλογές της. Αν ο λυρισμός συνδέεται –και
όσο συνδέεται– με την εξομολογητική γραφή και ως προς τη γυναικεί
α ταυτότητα χαρακτηρίζεται από την υπερβολική έκλυση συναισθήμα
τος, η Βακαλό δεν σκηνοθετεί απλώς την άρνησή της απέναντι σ’ αυ
τά τα γνωρίσματα, αλλά κυριολεκτικά αποποιείται κάθε στοιχείο που
θα μπορούσε να τη συγκαταριθμήσει στη χορεία αυτή της καθηλωμέ
νης αντίληψης για τη γυναικεία έκφραση, καθώς και εν γένει της συ
ναισθηματολογίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αποποιείται την έμ
φυλη ταυτότητά της. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τον τρόπο
με τον οποίο η Βακαλό προαναγγέλλει την απομάκρυνσή της από
τη σχετική θεματική όταν λ.χ. γράφει: «Αν δεν βρισκόμασταν σε μιαν
εποχή που ο φόβος κυριαρχούσε –αίσθηση θηλυκιά– πιθανόν η ποι
ήτρια να στηριζόταν στο λυρικό στοιχείο περισσότερο, πιο σύμφωνο
στην ιδιότητά της, η σύνθεση να μην της είναι φυσική.»[22] Επίσης,
όταν αναφέρεται στην έννοια της εξομολόγησης με μεγαλύτερη σα
φήνεια προσδιορίζει την ανάγκη να μιλήσει με όρους αμεσότητας και
όχι με όρους κρυπτικούς ή υπαινικτικούς, για να καταλήξει ότι: «Αυ
τό το ποίημα / Είναι η τελευταία μου επαναστατική πράξη / Πριν υπο
κύψω / Στων αλλοφύλων τις συμβουλές».[23] Γεγονός που αποκαλύ
πτει, κατά την άποψή μου, την απόφαση της αλλαγής πλεύσης, απο
τέλεσμα των συμβουλών των αλλοφύλων. Μήπως με τις συμβουλές
των αλλοφύλων υπονοεί την τοποθέτηση της κριτικής που προσλάμ
βανε το έργο της αποκλειστικά στο πλαίσιο της γυναικείας θεματικής
; Μήπως ο λυρισμός και η αποφυγή του δεν σχετίζεται μόνο με την
πρόθεση σύνθεσης και την επιδιωκόμενη δραματικότητα, αλλά απο
καλύπτει και την ένταση που καταγράφει ο στίχος «Κατέφυγα στα
απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ»;[24] Οι παραπάνω στίχοι θα μπο
ρούσαν να αναγνωριστούν, κατά τη γνώμη μου, με όρους «δίωξης»
των γυναικείων χαρακτηριστικών υπό την έννοια του εξωστρεφούς
συναισθηματισμού, γεγονός που οδηγεί στην αναγκαστική αλλά εθε
λούσια επιλογή να καταπιέσει αυτές τις ιδιότητες, να υποκύψει στις
εξωγενείς συμβουλές, να λειτουργήσει έκτοτε κρυπτικά, ακολουθώ
ντας ωστόσο ένα δρόμο που θα την οδηγήσει βαθύτερα και θα της
δώσει τη δυνατότητα να ανακαλύψει την καταφυγή στα «απρόσιτα».
Σε συνέντευξή της,[25] η Βακαλό αναφέρεται στο ζήτημα του λυρι
σμού διευκρινίζοντας τη σχέση της και δίδοντας το ακριβές στίγμα
της: «Δεν έχω τίποτε με το λυρισμό. Εκείνο που έχω είναι ότι ο λυρι
σμός έγινε ξαφνικά συνώνυμο του συναισθηματισμού. Αυτό είναι που
με δαιμονίζει. Ή μάλλον όχι του συναισθηματισμού αλλά της συναι
σθηματολογίας. Αυτό νομίζω ότι ήταν η καταστροφή της ποίησης.
Με τους αρχαίους λυρικούς όμως δεν έχω τίποτα, ίσα-ίσα. Γι’ αυτόν
το λόγο είμαι πριν από το λυρισμό.»[26] Ενώ στην ίδια συνέντευξη
ορίζει και τη σχέση της με τη γυναικεία έκφραση ως εξής: «Τα πρώ
τα-πρώτα ποιήματά μου ήταν καθαρά θηλυκά. Στη συνέχεια αυτό δια
φοροποιήθηκε. Δεν γράφω θηλυκά θέματα. Και νευριάζω όταν ακούω
να μιλάνε για γυναικεία γλώσσα. (…) Υπήρξε μια εποχή, η οποία ή
ταν περισσότερο ερωτική και συναισθηματική. Υπήρχε λοιπόν σε μια
εποχή γυναικεία ποίηση.»[27] Η σύνδεση η οποία παρουσιάζεται με
σαφήνεια συντελείται ανάμεσα στο ερωτικό-συναισθηματικό στοιχείο
και την εκδοχή της γυναικείας ποίησης, που ανήκει σε μια περασμέ
νη εποχή και στην οποία κι εκείνη αρχικά μετείχε. Αλλά είναι δηλωτι
κή και μιας σαφέστατης αντίδρασης σε ό,τι θα μπορούσε να ορίσει
την έμφυλη ταυτότητα με όρους θεματικών επιλογών ή γλωσσικής
ιδιαιτερότητας. Συγχρόνως, όμως, υποστηρίζει ότι «ο θηλυκός άνθρω
πος δεν είναι κεντρομόλος, έχει αυτή την αίσθηση της διάχυσης (…)
είναι αντιπατριαρχικός άνθρωπος»[28] και υπό αυτή την έννοια ανα
γνωρίζει την ύπαρξη ή τη δυνατότητα να υπάρξει μια προσέγγιση
στο έργο της με όρους ταυτότητας γένους. Οι διευκρινίσεις που δίδει
η Βακαλό ως προς το θέμα του λυρισμού αλλά και της γυναικείας
ποίησης μπορεί να καθοδηγήσει τη σκέψη μας και να αντιληφθούμε
την επιλογή της να αφήσει τις πρώτες συλλογές της «κρυμμένες»,
«αποσιωπημένες», ή καλύτερα ξεχασμένες στα ράφια των βιβλιοθη
κών, αλλά όχι αποκηρυγμένες. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής εί
ναι ο καθορισμός, έστω έμμεσα, μιας πρώτης περιόδου της ποιητι
κής της, την οποία συνειδητά εγκατέλειψε. Επίσης, η διασύνδεση
στην οποία προβαίνει, έρωτας-συναισθηματισμός-λυρισμός, μας επι
τρέπει να θεωρήσουμε ότι η εγκατάλειψη ή τροποποίηση της διαχεί
ρισης αυτών των στοιχείων γίνεται όχι μόνο ως προς το λυρισμό αλ
λά και ως προς αυτήν ακριβώς την αντίληψη του έρωτα και του συ
ναισθηματικού τρόπου έκφρασης που τη συνοδεύει.
Παραμένει ανοιχτό το θέμα της απουσίας ποιημάτων που συνδέουν
την ποίησή της με την αρχαιοελληνική θεματική και στην πρώτη αλ
λά και στην τελική επιλογή της συγκεντρωτικής έκδοσής της Το άλλο
του πράγματος, το 1995. Στο σημείο αυτό η πρότασή μου σχετίζεται
με τις συνολικές μοντερνιστικές επιλογές της, που ωστόσο παρακάμ
πτουν τον υπερρεαλισμό. Οι επιλογές της συγχρόνως αρνούνται την
επαφή με την παράδοση της γενιάς του ’30 και τα ιδεολογικά συμ
φραζόμενα του ελληνοκεντρισμού· αρνούνται επίσης τη σχέση με
τον ευρωπαϊκό πολιτισμό: «Μιλάω πάνω σ’ αυτό το θέμα επειδή θέ
λω να είμαι / Εναντίον: / Του χιούμορ / Της χάρης / Της προσωπικής
συνέπειας / Του πνεύματος / Όπως το εννοεί ο Ευρωπαϊκός πολιτι
σμός / Αυτή είναι με τα φυτά η κυριότερη διαφορά μας.»[29] Τα αρχαι
όθεμα ποιήματα προσφέρουν το ιδεολογικό στίγμα τους με έμφαση
στην ελληνικότητα και συνδέονται με την παράδοση του κλασικι
σμού. Η αναδίπλωση της θεματικής αυτής στη γενιά του ’30 δεν απο
κλείει την επαναδιαπραγμάτευση των γνωστών συμβόλων, όπως
λ.χ. βλέπουμε να κάνει ο Σεφέρης, αλλά δεν εγκαταλείπει ολοσχε
ρώς τη σύνδεση της αρχαιότητας με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η άρ
νηση της Βακαλό, ωστόσο, δεν ακολουθείται από μια εμφανή, τουλά
χιστον, προσχώρηση σε ένα άλλο ιδεολογικό σχήμα, παρά μόνο σε
μια έκφραση εξπρεσιονιστικής υφής, που αποκλείει τα έτοιμα μοντέ
λα σκέψης, ενώ επιδιώκει να κατασκευάσει το ποίημα αποσύροντας
τους υποκειμενισμούς και αναδεικνύοντας τα πρωτογενή υλικά – τις
λέξεις και τις ποικίλες συνδυαστικές σχέσεις τους. Θεωρώ, λοιπόν,
πως η απομάκρυνσή της από ποιήματα που υπενθυμίζουν μεθοδεύ
σεις ιδεολογικά προσανατολισμένες στην ελληνο-ευρωπαϊκή γραμμή
συγκρούονται με τους κατασκευαστικούς όρους με τους οποίους
συνειδητά επιλέγει να εργαστεί. Στο ποιητικό εργαστήρι της, η Βακα
λό καταστρώνει το ποίημα-πράγμα αποκλειστικά από τα δικά της υλι
κά, υπερβαίνοντας ομαδοποιήσεις και έμμεσα καταγγέλλοντας κάθε
μορφή φορμαλιστικού εγκλωβισμού.
Αναδημοσίευση από το βιβλίο Ο λόγος της παρουσίας – Τιμητικός
τόμος για τον Παν. Μουλλά, Σοκόλης 2005, σσ. 363-374.
1. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ
Ελάτε όλες μαζί ν’ αγκαλιαστούμε στεγνά σ’ ένα σώμα
Να λικνίσομε τ’ αγόρια μας στα στρογγυλά μας γόνατα
Να τους πούμε ένα νανούρισμα απ’ τη γαλάζια και άσπρη πηγή
Της θηλυκότητάς μας
Εμείς που σαν κλείνουν τα μάτια τους ν’ αναπαυτούνε
Γνωρίζομε πιο βαθιά πιο μυστικά τον καρπό της σποράς τους
Της μάνας γης η ανάσα χτυπάει στον ίδιο ρυθμό της καρδιάς μας
Κι η άσπρη μας κοιλιά όμοια ιερή σαλεύει με τους σκοτεινούς χυμούς
Της γονιμότητάς της
Ελένη Βακαλό, Θέμα και παραλλαγές, Ίκαρος 1945, σ. 12
2. ΩΡΑ ΘΗΛΑΣΜΑΤΟΣ
– Το στήθος της λάμπει σαν άστρο
– Είν’ η φωνή του
Τραχειά και ανυπόμονη
Όπως με πήρε την πρώτη νύχτα
Στην αγκαλιά του
Τα βλέφαρά της
– Δεμένος με το σώμα μου
Αποκοιμήθηκε
Και γω χάιδεψα τα μαλλιά του
– Μυρίζει κανέλα και φρέσκο άχυρο
Πότε περνάν τα σαράντα;
– Η γλύκα που σώνεται
Σα να με θήλαζε πρώτη φορά
Το παιδί μου
Aυτ., σ. 18
3. ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
Τη νύχτα
Που κυλάνε στους ώμους
Λυμένοι σπασμοί
Σε ήθελα
Να χαϊδέψεις
Με βλέφαρα γυμνά
Το κορμί μου
Σκοτεινός και βουβός
Να σαρώνεις τον άνεμο
Και να ’ρχεσαι
Βαρύς σα σιωπή
Κι απλά
Θα σε δεχτώ
Aυτ., σ. 21
4. ΩΔΗ ΣΤΟ ΓΙΟ ΜΟΥ
(απόσπασμα)
Κι εσύ που είσαι γιος παλικαριών
Μην πεις τον άνεμο άκαρδο
Να μη βογγήξεις
Μόνε στο ριζολαίμι σου ας δέσει κόμπο μαύρο
Ο αντρίκιος σου σφυγμός.
Σαν ένας κάπρος με άσπρο δόντι θα χύνεσαι
Και θα σε κυκλώνουν οι κυνηγοί με όλες τις προσεχτικές
Μικρόπνοες σιγανοπερπατησιές
Και τις ενέδρες
Και τ’ άλλα τερτίπια αυτού του κυνηγιού
Που βάζει μπρος το σκύλο να μυρίζει
Εσύ κατάματα να δεις το Μεγάλο Φόβο
Αυτόν που τρέμει στα βαθιά νερά και δεν έχει ντροπή
Γιατί στα σπλάχνα μου απ’ τη γέννα σου ριζώνει.
Γι’ αυτό σε λέω μικρό φτερό χελιδονιού κι αυγερινέ μου
Γι’ αυτό μαζεύω αλυγαριές και κούμαρα για να σου στρώσω
Πλένω τα πόδια σου μ’ ανθό χαμομηλιού
Έχω πάν’ απ’ την κούνια σου δεμένη την καρδιά μου
Με μια κορδέλα θαλασσιά, γιε μου, να σε φυλάει.
Θα ’ρθεί μια μέρα να σκαλίξομε
Στους πέντε ανέμους
Τα κορμιά μας
Θα ξεπλυθούν οι πολιτείες με θάλασσα
Κι απ’ το βουνό η πανσέληνο θ’ ανατείλει
Ελένη Βακαλό, Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία, Αθήνα 1948, σ. 56-57
5. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
(απόσπασμα)
Ανεβασμένη στο πιο ψηλό τείχος της Τροίας
Είμαι νεκρή
Απ’ τη ζώνη το πουλί του θανάτου μου
Στον κατάλευκο ήλιο
Με τα χέρια αγωνίας
Πώς γεννώντας παιδί απ’ τα σπλάχνα σου
Τον αιμάτινο λώρο τραβά
Έτσι κυκλώνει την ορθή του φτερούγα
Την άλλη στο χώμα σέρνοντας
Το πικρό μου πουλί
Η Κασσάνδρα είναι το τραγικότερο πρόσωπο της ιστορίας κατ
Σε κάποιο βωμό
[…] Η μοίρα
Ω άμοιρη Τροία
Του έρωτα
Των
Γυρισμών
Καρφώνει
Τα σώματα
Τα σώματα
Στις αμμουδιές
Των νεκρών
Να λυθεί απ’ της μήτρας το δέσιμο
Στην κορφή
Διπλοστήθη βουνού
Μα εμείς
Ποιον άλλον είχαμε να πιστέψομε
Παρ’ αυτήν
Την ανελέητη μάντιδα
Που γυρνώντας
Στις όχθες των ποταμών
Κάθε νύχτα
Φώναζε
«Πυρκαϊά γρηγορείτε»
Ενώ το βήμα του αγροφύλακα
Που περνούσε
Τυλιγμένος σ’ ένα άσπρο μανδύα
Για να αποφύγει τη σκιά του
Στα χιόνια των οδών
Μας ξυπνούσε
Στεκόμαστε στο παράθυρο για να δούμε
Που οι γερανοί
Κατεβαίνουν αργά
Στης ημέρας τη φλέβα ψηλότερα
Ανεβάζουν χυμοί
Εϊά
Των Ελλήνων ορδές
Ξανθομάλληδες
Χιόνων
Καταλυτές
Πιο βαθιά απ’ τη ρίζα ευκάλυπτου
Στου σπιτιού τα θεμέλια
Κυκλοσέρνει τη μάντισσα δύναμη
Η γυναίκεια μου έγνοια […]
Ελένη Βακαλό, Στη μορφή των θεωρημάτων, Αθήνα 1951, σ. 27-30
Όταν στ’ ανάκτορα βρέθηκε νεκρή, χωρίς ση
…
Μου στάθηκε περίεργο σαν είδα τη ρυτίδα
Δίπλα στο στόμα της Ηλέκτρας
Τη ρώτησα
Πέρασε λοιπόν από το φόνο τόσος καιρός
«Έχω έτοιμα τα νομίσματα, μου λέει, μόνο μη μου το πεις
Τώρα έτσι θυμούνται ή ξεχνούν»
Κι έλυνε με βία τα παπουτσάκια της τα παιδικά
«Θέλω να μου τα βάλεις, λέει
Εγώ μόνο προσπάθησα να δοκιμάσω αν μ’ αγαπούν»
…
Και τους έδειχνε τον Ορέστη να φεύγει
Καθώς στο πλακόστρωτο μεγάλωναν ολοένα
Τα βρεγμένα του πέλματα
Όσο εκείνος γινότανε πιο μικρός
…
Το θέμα δεν είναι η επιστροφή
Η οριστική αναγνώριση
Που μας έφερε ως εδώ
…
Σ’ αυτό το σημείο η Ιφιγένεια, ενώ εμθυρο που ακούγονταν η βοή της γιορτής
Κόρες του βασιλιά
Κόρες του βασιλιά
Στο μέρος της καρδιάς μου ακούμπησα
Για να επιτύχω ένα αποτέλεσμα οριστικό
Το ξίφος δεν είχε λαβή
Μπορώ ακόμη να κερδίσω καιρό
Ελένη Βακαλό, Τοιχογραφία, Αθήνα 1956, σ. 18-20
- Η τέταρτη συλλογή της Το δάσος επιλέγεται από τη Βακαλό ως η πρώτη ποιητική συλλογή την οποία παραθέτει αυτούσια στη συγκεντρωτική έκδοση Το άλλο του πράγματος. Ποίηση 1954-1994, Νεφέλη 1995.
- «Δεκαπέντε ποιήματα»: «Πριν τον Ευαγγελισμό», «Πέφτουν γυμνά», «Τοπείο», «Επιθυμίες», «Προαίσθημα», «Προσευχή», «Μαινάδες», «Λειτουργία», «Κάλεσμα», «Ειρήνη», «Τέλος», «Τραγούδι των σειρήνων», «Πορεία», «Πλαστική», «Τετράστιχο» (τχ. 2 [Μάρτιος ’44], σ. 126-130).
- «Τραγούδι της ώριμης μέρας», «Βραδυνό» (τχ. 9-10 [30/7-15/8/44], σ. 177).
- Τα εξής ποιήματα: «Πριν τον Ευαγγελισμό», 26, «Πέφτουν γυμνά», 22, «Επιθυμίες», 21, «Μαινάδες», 33, «Ειρήνη», 27, «Πορεία», σ. 62.
- Η ενότητα αυτή παίρνει τη θέση της δεύτερης συλλογής που εντάσσει στη συγκεντρωτική έκδοσή της Το άλλο του πράγματος, ό.π.
- Βλ. το ποίημα στο Παράρτημα 1.
- Βλ. το ποίημα στο Παράρτημα 2.
- Βλ. το ποίημα στο Παράρτημα 3.
- Βλ. απόσπασμα του ποιήματος στο Παράρτημα 4.
- Βλ. απόσπασμα του ποιήματος στο Παράρτημα 5.
- Βλ. απόσπασμα του ποιήματος στο Παράρτημα 6.
- Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τχ. 9 (Νοέμβριος 1946), σ. 306.
- «Τα Βιβλία», Νέα Εστία, 41, 468 (1/1/47), σσ. 59-60.
- Η κριτική αυτή του Μανόλη Αναγνωστάκη, αν και γράφτηκε με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής της Βακαλό, το 1945, δημοσιεύτηκε πολύ αργότερα στο αφιέρωμα του περιοδικού Ελί-τροχος, τχ. 6 (Καλοκαίρι 1995), σ. 17-20.
- «Ελένης Βακαλό: Τοιχογραφία», Καινούργια Εποχή (Φθινόπωρο 1956), σ. 277-281.
- Η αναφορά στα πρώτα βιβλία και στα τελευταία θα μπορούσε να οριστεί ως εξής: Τα πρώτα τρία είναι: Θέμα και παραλλαγές (1945), Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία (1948), Στη μορφή των θεωρημάτων (1951)· τα τελευταία δύο είναι: Το δάσος (1954), Τοιχογραφία (1956).
- Ό.π., σημ. 15, σ. 280.
- «Ελένης Βακαλό: Το δάσος», Σημερινά Γράμματα, 5 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1954), σσ. 76-79.
- Κριτική, 7-8 (Ιανουάριος-Απρίλιος 1960), σσ. 47-55.
- Βλ. σχετικά το άρθρο του Σάββα Δ. Τσοχατζίδη «Η διαδικασία μιας τιτλοφόρησης», Κώδικας, τχ. 1 (Οκτώβριος 1975), σσ. 1-4.
- «Ελένης Βακαλό: Η έννοια των τυφλών», Νέα Εστία, 72, τχ. 843 (15/1/1962), σσ. 1.212-1.214.
- Ελένη Βακαλό, Το άλλο μισό του πράγματος, ό.π., «Το δάσος», σ. 22.
- Αυτ., σ. 25.
- Αυτ., «Η έννοια των τυφλών», σ. 79.
- Ελί-τροχος, ό.π., σσ. 9-16.
- Αυτ., σ. 15.
- Αυτ., σ. 16.
- Αυτ., σ. 16.
- Ελένη Βακαλό,
- Το άλλο μισό του πράγματος, ό.π.,
- «Φυτική αγωγή», σ. 35.
