Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ:Ο ΒΙΟΣ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

 


https://www.youtube.com/watch?v=8EgoNyq2di8

ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ - Μιχάλης Κατσαρός [1986]

Μιχάλης Κατσαρός - Αντισταθείτε (1983)




ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ - Σκοτεινός συνωμότης στη μεγάλη πόλη

Ο ποιητής Γιώργος Χρονάς και ο Γιώργος Κακουλίδης σκιαγραφούν το πορτρέτο του Μιχάλη Κατσαρού, κάνοντας αναφορά στην απλή ζωή του, στην έλλειψη λεπτομερειών για την προσωπική του ζωή, στην ιδιαιτερότητα και την αλήθεια του ποιητή αλλά και στο τραγικό και συνάμα συμβολικό τέλος του. Ακούμε τον ίδιο τον ποιητή να μιλά για τη δουλειά του ως συνθέτη και να τραγουδά αποσπάσματα από το "Μπαραμπαντού" και το "Αχέ ηρώα". Οι ηθοποιοί Στέργιος Νενές και Δέσποινα Μακρυδάκη απαγγέλλουν στίχους του. Περιλαμβάνονται σκηνές από την ταινία "Ο θίασος" του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, στην οποία περιέχονται αποσπάσματα από το έργο του ποιητή «Κατά Σαδουκκαίων». Παραγωγή: «Παρασκήνιο», ΕΡΤ 1998

ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ - Μιχάλης Κατσαρός [1983]

φιέρωμα της εκπομπής "Μονόγραμμα" στον Μιχάλη Κατσαρό, ο οποίος αυτοσυστήνεται αναφερόμενος στο ποιητικό του έργο και τα κείμενά του. Ο ποιητής περπατά στο κέντρο της Αθήνας και περιγράφει τις καθημερινές του δραστηριότητες. Παράλληλα, διαβάζει αποσπάσματα ποιημάτων του και αναλύει τις σκέψεις του για την ποίηση και την τέχνη. Κατά την παράθεση βιογραφικών του στοιχείων, σημειώνει ότι υπηρέτησε τη θητεία του στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού, ενώ συμμετείχε στη Σχολή Θεάτρου του Δεσποτίδη μετά την Απελευθέρωση. Κάνει μνεία, επίσης, στην πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του ποιήματος "Μπαρμπερίνικο καράβι" (1946), καθώς και στο λογοκριμένο ποίημά του «Αντισταθείτε (Η Διαθήκη μου)». Ακούγονται αποσπάσματα μελοποιημένης ποίησης του Μ. Κατσαρού όπως, το "Τύμπανα παίζω" και το "Μάχομαι". Παραγωγή: «Μονόγραμμα», ΕΡΤ 1983


O Μιχάλης Κατσαρός μιλά για τη ζωή του {Drone Ambient Mix}

Αφήγηση - Γιώργος Ευσταθίου




Μιχάλης Κατσαρός & Μίκης Θεοδωράκης, Αυτούς που βλέπεις (με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση)





Μείζονα ποιητικά - Μιχάλης Κατσαρός - Εκδόσεις Τόπος



Ο Μιχάλης Κατσαρός διαβάζει ποιήματά του (Ηχογράφηση 1982)


Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ συνομιλεί με τον ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟ 

Μιχάλης Κατσαρός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B9%CF%87%CE%AC%CE%BB%CE%B7%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%81%CF%8C%CF%82
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Μιχάλης Κατσαρός
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Μιχάλης Κατσαρός (Ελληνικά)
Γέννηση1919
Κυπαρισσία
Θάνατος21  Νοεμβρίου 1998
Αθήνα
ΕθνικότηταΈλληνες
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΝέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταποιητής
Οικογένεια
ΤέκναΣτάθης Κατσαρός

Ο Μιχάλης Κατσαρός (1919 – 1998) ήταν Έλληνας ποιητής, εκπρόσωπος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς της ελληνικής λογοτεχνίας. Ασχολήθηκε επίσης και με τη ζωγραφική.[1]

Βιογραφία

Νεανικά χρόνια

Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε το 1919 στην Κυπαρισσία Μεσσηνίας, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Δημοσίευσε στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων το πρώτο του ποίημα το 1929. Το 1937, ήρθε μαζί με την οικογενειά του στην Αθήνα, όπου μπήκε πρότακτος στην Ελληνική Αεροπορία, σε ηλικία 17 ετών. Μέχρι το 1939 ζούσε στο Φάληρο, από όπου μετέβη στη Θεσσαλονίκη. Εκεί τον πρόλαβε ο πόλεμος και η ιταλική επίθεση του 1940.

Λίγο πριν την είσοδο των Γερμανών Ναζί στη Αθήνα, στις 27 Απριλίου 1941, έλαβε άδεια σαράντα ημερών και επέστρεψε στην Αθήνα, ενώ παράλληλα έκανε μια επίσκεψη στη Κυπαρισσία. Στην Αεροπορία επανήλθε μετά την αποχώρηση των Γερμανών στις 12 Οκτωβρίου 1944. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής έδωσε μάχες μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Αντίστασης. Βασανίστηκε άγρια, όταν τον παρέδωσαν συνεργάτες των Γερμανών στην Γκεστάπο, όπως βασανίστηκε και στις φυλακές «Χατζηκώστα». Ήταν, επίσης, παρών και στα Δεκεμβριανά. Εκελι γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη και ανέπτυξαν στενούς φιλικούς δεσμούς.

Το 1945 έγινε μέλος του Κ.Κ.Ε και η εφημερίδα Ριζοσπάστης δημοσίευσε το ποίημα του Σήμερα έγινα σύντροφος.[2]

Μετά τον πόλεμο

Από το 1945 είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Τα χρόνια που έζησε εκεί δεν ήταν εύκολα: Το 1947-1948 μετακόμισε στο Μεσολόγγι όπου φιλοξενήθηκε από την οικογένεια της αδερφής του, της οποίας ο σύζυγος ήταν διευθυντής στην στην Αγροτική Τράπεζα. Με την επιστροφή του στην Αθήνα καταπιάστηκε με διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία των Ενόπλων Δυνάμεων. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νέος ΝουμάςΘεμέλιοΠοιητική ΤέχνηΤα Νέα ΕλληνικάΑθηναϊκά Γράμματα και το Στόχος. Εν συνεχεία εξέδωσε το Σύστημα, ένα περιοδικό όπου δημοσίευε, καταρχήν, δικά του κείμενα.[3]

Η πρώτη εμφάνισή του στη λογοτεχνία ήταν στις 22 Φεβρουαρίου του 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος «Το Μπαρμπερίνικο καράβι» στο τεύχος 37 του λογοτεχνικού περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα που εξέδιδε ο τότε φίλος της μητέρας και της γιαγιάς του του Δημήτρης Φωτιάδης. Τον Αύγουστο του 1945[ασαφές] δημοσίευσε στον Ριζοσπάστη το ποίημα "Χιροσίμα", με αυστηρά ανθρωπιστικό και ειρηνευτικό χαρακτήρα, με δηκτικό ύφος απέναντι στους Αμερικανούς και τη στάση τους. Στις 15 Νοεμβρίου 1946 στο τεύχος 55 των Ελεύθερων Γραμμάτων δημοσίευσε, το δεύτερο του ποίημα με τον τίτλο «Βγενιώ». Στις 27 Μαΐου 1947 δημοσίευσε και πάλι στον Ριζοσπάστη ποίημα με τον τίτλο Στον τάφο του Γ. Σιάντου, αφιερωμένο στο ηγετικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε που έφυγε από τη ζωή μια ημέρα νωρίτερα.

Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο "Μεσολόγγι"[2] με την επιμέλεια του Φρίξου Ηλιάδη. Η έκδοση της συλλογής χρηματοδοτήθηκε από τον φίλο και αδερφό της Μαρίας Πολυδούρη, Βαγγέλη Πολυδούρη, ο οποίος υπηρετούσε μαζί με τον Κατσαρό στην αεροπορία. Το 1953 εξέδωσε την συλλογή ποιημάτων, που τον έκανε ευρέως γνωστό με τον τίτλο "Κατά Σαδδουκαίων". Ο Πολυδούρης ήταν αυτός που ξανά χρηματοδότησε την έκδοση της συλλογής στην οποία περιλαμβάνονται ποιήματα των ετών 1950-1953. Στη συλλογή αυτή ο Κατσαρός εκφράζει τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις, κατακρίνοντας παράλληλα και τον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας από τον Στάλιν. Σιγά-σιγά άρχισε να απομονώνεται από το Κ.Κ.Ε απο το οποίο ωστόσο δεν έφυγε και ούτε και τον διέγραψε. Πέρασε ένα ακροαριστερά και αναρχοκομμουνιστικά ιδεολογικά μονοπάτια, κρατώντας το στίγμα του προφήτη αγωνιστή. Παράλληλα την ίδια περίοδο ο Μίκης Θεοδωράκης άρχισε να μελοποιεί τα ποιήματα της συλλογής "Κατά Σαδδουκαίων".

Το 1956 κυκλοφόρησε η συλλογή "Οροπέδιο". Ακολουθούν και άλλες συλλογές ποιημάτων, "Σύγγραμμα" , "Πρόβα και ωδές(1975), "Ενδύματα" (1977), "Αλφαβητάριο- ποιήματα Α-Ω" (1978), "Ονόματα" (1980), "3Μ+3Μ=6Μ" (1981), "4 μαζινό" (1982), "Μείων ωά" (1985), "Ο πατέρας του ποιητή" (1987), "Κορέκτ, φόβος του ποιητή" (1996) "Εννέα το επτά" (1997).

Ζωγραφική

Ο Κατσαρός υπέγραφε τους πίνακές του με το όνομα Michel[4][5].

Το έργο του

Ποιητικά βιβλία
  • Μεσολόγγι, 1949
  • Κατά Σαδδουκαίων, 1953
  • Οροπέδιο, 1956
  • Σύγγραμμα, 1975
  • Πρόβα και ωδές, 1975
  • Ενδύματα, 1977)
  • Αλφαβητάριο - ποιήματα Α-Ω, 1978
  • Ονόματα, 1980
  • 3Μ+3Μ=6Μ, 1981
  • 4 μαζινό, 1982
  • Μείον ωά, 1985
  • Ο πατέρας του ποιητή, 1987
  • Κορέκτ, φόβος του ποιητή, 1996
  • Εννέα το επτά, 1997
Δοκίμια
  • Πας-Λακίς Michelet, 1973
  • Το χρονικό του Μορέως 1974
  • Σύγχρονες μπροσούρες, 1977-78
  • Δέκα άρθρα ελεύθερων κομμουναρίων, 1978
  • Αυτοκρατορική πραγματικότητα, 1995
  • Το κράτος εργοδότης, 1996
Μυθιστορήμα
  • Οι συλλέκται της Μονόχρα, 1980
Μουσική
  • 3Μ+3Μ=6Μ, δίσκος, εταιρεία Μίνως

Για την τέχνη

Πολλά ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, όπως επίσης και έχουν μελοποιηθεί από πολλούς και γνωστούς Έλληνες συνθέτες: Μίκη ΘεοδωράκηΓιάννη Μαρκόπουλο, Θανάση Γκαϊφύλλια, Αργύρη Κουνάδη[3] και Αλέξη Νασάκη.

Προσωπική ζωή

Υπήρξε νυμφευμένος με τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου. Παιδί του είναι ο σκηνοθέτης Στάθης Κατσαρός.[3]

Παραπομπές

Βιβλιογραφία

  • [Αφιέρωμα]. περιοδικό Μανδραγόρας, τχ.58 (Ιούλιος-Αύγουστος 2018)
  • [Αφιέρωμα], Οροπέδιο, τχ. 13 (Χειμ. 2013), σ. 71 - 179.
  • [Αφιέρωμα], Νέο Επίπεδο, τχ. 31 (Φεβ. 2000), σ. 3 - 31.
  • [Αφιέρωμα], Οδός Πανός, τχ. 103 - 104 (Μάιος - Αυγ. 1999), σ. 3 - 75.
  • Τα νεανικά χρόνια, Διαβάζω, τχ. 493 (Φεβ. 2009), σ. 86 - 112.
  • Τσιμιτάκης Δημήτρης, Μιχάλης Κατσαρός- Πρίγκιπας Ανδαλουσίας και Κυπαρρισίας, Εκδόσεις Ηλέκτρα 2005, Αθήνα
  • Περιοδικό Τομές τεύχος 49, Ιούνιος 1979

Εξωτερικοί σύνδεσμοι



Μιχάλης Κατσαρός

Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός εντάσσεται από τους κριτικούς στην πρώτη μεταπολεμική λογοτεχνική γενιά. «Ιδιόρρυθμος, αμφισβητίας, μέσα από έναν ρομαντικό και πιο πολύ ρητορικό αναρχισμό», σύμφωνα με τον κριτικό Μιχάλη Μερακλή, είναι γνωστός για το ποίημα του «Η Διαθήκη Μου», που περιλαμβάνεται στην κορυφαία ποιητική του δημιουργία «Κατά Σαδδουκαίων» (1953)

Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε το 1919 στην Κυπαρισσία της Μεσσηνίας. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε μέσα από το περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων», το 1929. Στη διαδήλωση του 1935 στην Κυπαρισσία για τα «Σταφιδικά» συμπορεύτηκε με τους σταφιδοπαραγωγούς, κρατώντας το κόκκινο λάβαρο του ΚΚΕ, ενώ έγραψε και ποίημα αφιερωμένο στα γεγονότα αυτά. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του, ήρθε να σπουδάσει στην Αθήνα, χωρίς τελικά να τό κατορθώσει, γιατί τόν βρήκε ο πόλεμος.Έλαβε μέρος στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο ως αεροπόρος, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής πάλεψε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Πιάστηκε από συνεργάτες των Γερμανών και βασανίστηκε άγρια στα κολαστήρια της Γκεστάπο και των φυλακών Χατζηκώνστα. Στα «Δεκεμβριανά» (1944) πολέμησε με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.

Το καλοκαίρι του 1945, έγινε μέλος του ΚΚΕ και ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε τα ποιήματά του «Σήμερα έγινα σύντροφος» και «Χιροσίμα». Στις 26 Μαΐου 1947, ο «Ριζοσπάστης» με αφορμή το θάνατο του Γιώργη Σιάντου, της ηγετικής προσωπικότητας του ΚΚΕ που είχε πεθάνει στις 20 Μαΐου, δημοσίευσε το θρηνητικό ποίημα «Στον τάφο του Γ. Σιάντου», σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο.

Μεταπολεμικά για λόγους επιβίωσης έκανε διάφορα επαγγέλματα, πάντοτε προσωρινά. Δούλεψε ως δημοσιογράφος σε σε έντυπα της περιφέρειας, στο ραδιόφωνο, ταμίας σε κέντρο της Αθήνας και σε άλλες ανάλογες εργασίες, προσπαθώντας να μην έχει, εξαρτήσεις, όπως έλεγε.

Στα γράμματα εμφανίστηκε επισήμως το 1946 από το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» με το ποίημα «Μπαρμπερίνικο καράβι» και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα «Βγενιώ στο ίδιο περιοδικό». Το 1947, συμμετείχε στην έκδοση του βραχύβιου λογοτεχνικού περιοδικού «Θεμέλιο» και δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε το συνθετικό ποίημα «Μεσολόγγι».

Ο Μιχάλης Κατσαρός έκανε αισθητή την παρουσία του στα ελληνικά γράμματα το 1953 με το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του «Κατά Σαδδουκαίων». Μετά το συνθετικό του ποίημα «Οροπέδιο» (1956), ακολούθησε μια μακρά σιωπή του ποιητή, έχοντας αποστασιοποιηθεί από το ΚΚΕ για να ακολουθήσει έκτοτε ένα μοναχικό δρόμο. Επανεμφανίσθηκε το 1975 με τις ποιητικές συλλογές «Σύγγραμμα», «Πρόβα και ωδές» και αργότερα με τις συλλογές «Ενδύματα» (1977), «Αλφαβητάριον, ποιήματα Α-Ω» (1978), «Ονόματα» (1980), «3Μ+3Μ=6Μ» (1981) και «4 Μαζινό» (1982), για το οποίο βραβεύτηκε τον επόμενο χρόνο με Κρατικό Βραβείο Ποίησης.

Ο Κατσαρός εξέδωσε επίσης τα πεζά κείμενα: «Χρονικό Μορέως, μετά Τσοτερπίου χωρίου Λιβεριανού» (1973), «Πας-Λακίς-Michelet, φιλοσοφικαί Ιδέαι και Μορφαί» (1974), «Σύγχρονες μπροσούρες» (1977), «Το Κράτος εργοδότης» (1978), «Ελεύθεροι Κομμουνισταί και Κομμουνάριοι» (1978), που «κινούνται σε ένα ασαφές ιδεολογικά και λογικά πεδίο» σύμφωνα με τον κριτικό Αλέξανδρο Αργυρίου. Αλλά και στα μετά το 1974 ποιήματά του «ο βαθμός απροσδιοριστίας είναι μεγάλος, ο λογικός ειρμός απουσιάζει και η πρόσβασή τους παραμένει αμφίβολη, αν όχι ποιητικά (υπάρχουν αρκετοί στίχοι κι εδώ αφοριστικοί που διασώζονται), πάντως όμως από την πλευρά τής ύπαρξης ενός ενιαίου κλίματος οπωσδήποτε». Το 1975 εξέδωσε το περιοδικό «Σύστημα», όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα.

Σύμφωνα με τον μελετητή του έργου του Αλέξανδρο Αργυρίου, το σημαντικότερο από τα ποιητικά βιβλία του Κατσαρού είναι το «Κατά Σαδδουκαίων». «Τα δεκαεννέα κομμάτια που συγκροτούν τη συλλογή σκοπεύουν σ’ έναν κοινό στόχο. Δεν στρέφονται μόνον κατά Σαδδουκαίων, αλλά και κατά Δωριέων, Ρωμαίων, Βησιγότθων και καταγγέλλουν κάθε μορφή συμβιβασμού και κάθε μορφή φαλκίδευσης του επαναστατικού πνεύματος. Τα ποιήματα έχουν λίγο ή πολύ αλληγορικό χαρακτήρα κι οι ιστορικές τους αναφορές παραπέμπουν σαφώς σε σύγχρονες καταστάσεις. Ο τόνος τους φυσιολογικά είναι ρητορικός, κάποτε εκτρέπεται σε προφητικό, προκειμένου να διατηρήσουν το διδακτικό τους στοιχείο, και περατώνονται σε αφοριστικούς στίχους. Ωστόσο, καθώς η συλλογιστική τους αναπτύσσεται ελλειπτικά και μάλλον ανακόλουθα, ο διδακτισμός τους και οι προθέσεις τους διασκεδάζονται και λειτουργούν περισσότερο ως ποιητικά μηνύματα παρά ως πολιτικές θέσεις».

Ποιήματά του Μιχάλη Κατσαρού μελοποίησε κυρίως ο Γιάννης Μαρκόπουλος [«Την εικόνα σου (Χρώματα και αρώματα)» το πιο γνωστό τραγούδι], όπως και οι Μίκης Θεοδωράκης, Θανάσης Γκαϊφύλλιας και Μιχάλης Τερζής.

Ο Μιχάλης Κατσαρός πέθανε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 1998, σε ηλικία 79 ετών. Ήταν νυμφευμένος με την ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπουλου (1910-1997) και γιός τους είναι ο σκηνοθέτη Στάθης Κατσαρός (γ.1956).


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2154

© SanSimera.gr


Μιχάλης Κατσαρός - Ποιήματα

Μιχάλης Κατσαρὸς τοῦ Εὐσταθίου ἐκ Κυπαρισσίας Τριφυλίας (1919-1998). Ποιητὴς μὲ ἔντονη πολιτικοποίηση.


Τὸ σχῆμα μου

Θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω τὸ σχῆμα μου
ὅπως συντρίβεται σὲ δυὸ λιθάρια
θὰ σκεφτῶ ὑπόχρεος ἀπέναντί σου
θὰ στήσω τὴ φοβερὴ ὀμπρέλα μου
μὲ τὶς μπαλένες ἀπ᾿ τὸ πρόσωπό μου
μαύρη ὑγρὴ ἀκατανόητη
ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε ἀσπίδα
ποὺ ἦταν ταπεινὸ κυκλάμινο
καὶ μιὰ ρομφαία.

Θέλω νὰ μιλήσω ἁπλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη
τῶν ἀνθρώπων
καὶ παρεμβαίνουν οἱ θύελλες
παρεμβαίνει τὸ πλῆθος
τὸ στῆθος μου
τὸ τρομερὸ ἡφαίστειο ποὺ λειτουργεῖ
κάτ᾿ ἀπὸ πέτρες.
Τὰ φριχτὰ ἐρωτήματα παραμένουν ἐπίμονα
μαῦρα ὑγρὰ ἀκατανόητα
παραμένουν ἐπίσημα
σὰν σαρτεβάλια.
Ὅσο ἀπ᾿ τὶς μικρὲς καλύβες νὰ γελοῦν
ὅσοι οἱ χωρικοὶ νὰ μπαίνουν στὰ ἐργοστάσια
ὁ πύργος μας καίγεται
θ᾿ ἀφήσουν ἐποχὴ οἱ ἔνδοξες μέρες
ὅλα τ᾿ ἀπόκρυφα χειρόγραφα θὰ ἐπιστραφοῦν
ἀπὸ σοφοὺς καὶ μάντεις.

Μετὰ τὸ θέμα μας χάθηκε.
Δὲν ἔχομε τίποτα νὰ σᾶς ποῦμε
ἔτσι ποὺ ὅλα προδοθήκανε
ἔτσι ποὺ ὅλα λύσαν τοὺς ἁρμοὺς
ἀπὸ πίστη σὲ πίστη
ἀπὸ ὑπόγειο σὲ ὑπόγειο
ἀπὸ πρόσωπο σὲ πρόσωπο
δὲν ἔχομε τίποτα νὰ σᾶς ποῦμε.

Βαθιὰ στὶς ρίζες τοῦ δέντρου σας
μαζὶ μὲ τοὺς τυφλοπόντικες
μαζὶ μὲ τοὺς καταποντισμένους πίθηκους
σὲ σκοτεινοὺς ὑποχθόνιους κρότους
ἀσθμαίνοντας μετατοπίζομαι
-ἀνακατωμένοι οἱ βρόγχοι-
βαθιὰ στὰ ξερὰ λιβάδια σας πέφτει καινούργια
ἀθόρυβη βροχὴ
ὅπου συντρίβει
ὅπου ἀνθίζει τὰ χέρια μας ἀπ᾿ τὶς δικές σας
πληγές
ὅπου γεμίζουν τ᾿ ἄδειά μας σταμνιὰ
κερὶ καὶ μέλι.

Κάποτε θ᾿ ἀνεβοῦμε καθὼς προζύμι
ὁ σιδερένιος κλοιὸς θὰ ραγιστεῖ
τὰ ὄρη σας ὅπως πυκνὰ σύννεφα θὰ χωριστοῦν
οἱ κόσμοι θὰ τρίξουν
στὶς ἔντρομες αἴθουσες οἱ ρήτορες θὰ
σωπάσουν
καὶ θ᾿ ἀκουστεῖ ἡ φωνή μου:
«Οἱ νέοι πρίγκιπες μὲ σάλπιγγες καὶ νέες
στολὲς
οἱ νέοι συμβουλάτορες οἱ νέοι παπάδες
οἱ πρόεδροι καὶ τὰ συμβούλια καὶ οἱ ἐπιτροπὲς
ὅλοι οἱ μάγοι προφεσόροι...»

Περιμένετε αὐτὴ τὴ φωνή.
Ἔτσι θ᾿ ἀρχίζει.

Ποίημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Κατὰ Σαδδουκαίων»


Ἡ διαθήκη μου

Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι
καὶ λέει: καλὰ εἶμαι ἐδῶ.

Ἀντισταθεῖτε σ᾿ αὐτὸν ποὺ γύρισε πάλι στὸ σπίτι
καὶ λέει: Δόξα σοι ὁ Θεός.

Ἀντισταθεῖτε
στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πoλυκατοικιῶν
στὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ- ἐξαγωγαί
στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση
στὸ φόρο
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετάει ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα ὦρες
ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία ποὺ μοιράζει
ἔντυπα ἁγίων λίβανον καὶ σμύρναν
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε πάλι σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται
μεγάλοι
στὸν πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε
στὶς μουσικὲς τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες
σ᾿ ὅλα τ᾿ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι

σ᾿ ὅλους ποὺ γράφουν λόγους γιὰ τὴν ἐποχὴ
δίπλα στὴ χειμωνιάτικη θερμάστρα

στὶς κολακεῖες τὶς εὐχὲς τὶς τόσες ὑποκλίσεις
ἀπὸ γραφιάδες καὶ δειλοὺς γιὰ τὸ σοφὸ
ἀρχηγό τους.

Ἀντισταθεῖτε στὶς ὑπηρεσίες τῶν ἀλλοδαπῶν
καὶ διαβατηρίων
στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ
διπλωματία
στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια
στὰ θούρια
στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους
στοὺς θεατὲς
στὸν ἄνεμο
σ᾿ ὅλους τοὺς ἀδιάφορους καὶ τοὺς σοφοὺς
στοὺς ἄλλους ποὺ κάνουνε τὸ φίλο σας

ὡς καὶ σὲ μένα, σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ
ἀντισταθεῖτε.

Τότε μπορεῖ βέβαιοι νὰ περάσουμε πρὸς τὴν
Ἐλευθερία.


Ἀντισταθεῖτε

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρὸς
Μουσική: Θανάσης Γκαϊφύλιας
Πρώτη ἐκτέλεση: Χρῆστος Θηβαῖος

Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι
καὶ λέει καλὰ εἶμ᾿ ἐδῶ.
Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ πάλι γύριζε στὸ σπίτι
καὶ λέει Δόξα σοι ὁ Θεός.
Στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πολυκατοικιῶν
τὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ-ἐξαγωγαί
στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση καὶ τὸ φόρο
ἀντισταθεῖτε σὲ μένα ἀκόμα ποὺ ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετᾶ ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα
ὧρες ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις.
Στὸν Πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε,
στὶς μουσικές, τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες,
σ᾿ ὅλα τὰ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε,
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι,
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία ποὺ μοιράζει ἔντυπα ἁγίων,
λίβανον καὶ σμύρναν.

Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται μεγάλοι
καὶ γράφουν λόγους πλάι στὴ θερμάστρα.
Στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ διπλωματία,
στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια,
στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους,
στοὺς θεατές, στὸν ἄνεμο...
Ἀντισταθεῖτε.


Αὐτοὺς ποὺ βλέπεις

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη ἐκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Αὐτοὺς ποὺ βλέπεις πάλι θὰ τοὺς ξαναΐδεις
θὰ τοὺς γνωρίσεις πάλι
ἄλλον θὰ λένε Κωνσταντὴ κι ἄλλον Μιχάλη

Αὐτοὺς ποὺ βλέπεις πάλι θὰ τοὺς ξαναΐδεις
θὰ τοὺς γνωρίσεις πάλι
σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο θὰ γυρνοῦν
μὲ περηφάνια πιὸ μεγάλη

Αὐτοὺς ποὺ βλέπεις πάλι θὰ τοὺς ξαναΐδεις
θὰ τοὺς μισήσεις πάλι
ἕναν μονάχα δὲ θὰ βρεῖς
τὸν πιὸ μικρό, τὸν πιὸ πικρό, τὸν πιὸ ἀγαπημένο
τὸν μοναχό, τὸν δυνατὸ καὶ τὸν ἀντρειωμένο

Αὐτὸν δὲ θὰ τὸν ξανεΐδεις νὰ τόνε βασανίσεις
καὶ τὴν μεγάλη του καρδιὰ νὰ τηνε σκίσεις
αὐτὸν δὲ θὰ τὸν ξαναβρεῖς τί τὸν φυλᾶνε τ᾿ ἄστρα
τί τὸν φυλάει ὁ ἥλιος του, τόνε φυλάει τὸ φεγγάρι

Αὐτὸν πού ῾χει τὴ χάρη τὸν πιὸ μικρὸ
τὸν πιὸ πικρὸ καὶ τὸν ἀγαπημένο
αὐτὸν μονάχα ἐγώ, μονάχα ἐγώ, ἐγὼ προσμένω


Ἡ Θαλασσινή

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ἄλλες ἑρμηνεῖες: Βίκυ Μοσχολιοῦ

Στὶς καλύβες μία φορᾶ ζοῦσε ἡ Θαλασσινιά.
Ζοῦσε κάτω στὸ γιαλὸ καὶ λουζόταν στὸ νερό.
Καὶ μία νύχτα ποὺ φυσοῦσε καὶ ζητοῦσε καὶ ζητοῦσε
παλικάρι καὶ παιδὶ ποὺ ἔφυγε μὲς τὴ βροχή.

Ποῦθε πῆγε τὸ παιδὶ Θαλασσινή, ποῦ ῾χει πάει τὸ πουλί;
Ὁ ἀϊτός, τὸ χελιδόνι καὶ μᾶς λιώνανε οἱ πόνοι.
Στὶς καλύβες καίει-καίει τὸ γιαλὸ καίει τὴν ἄμμο, καίει τὸ νερό.
Παλικάρι πιὰ δὲν βρίσκει τ᾿ ὄνειρό της νὰ μεθύσει.

Στὶς καλύβες μία φορὰ ζοῦσε ἡ Θαλασσινιά.
Ζοῦσε κάτω στὸ γιαλὸ καὶ λουζόταν στὸ νερό.


Θὰ σᾶς περιμένω

Θὰ σᾶς περιμένω μέχρι τὰ φοβερὰ μεσάνυχτα ἀδιάφορος-
Δὲν ἔχω πιὰ τί ἄλλο νὰ πιστοποιήσω.
Οἱ φύλακες κακεντρεχεῖς παραμονεύουν τὸ τέλος μου
ἀνάμεσα σὲ θρυμματισμένα πουκάμισα καὶ λεγεῶνες.
Θὰ περιμένω τὴ νύχτα σας ἀδιάφορος
χαμογελώντας μὲ ψυχρότητα γιὰ τὶς ἔνδοξες μέρες.

Πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγὼ θὰ ξαφνιάζω τὰ πλήθη
ὁ ἄνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι καὶ τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.


Κατὰ Σαδδουκαίων

Πλῆθος Σαδδουκαίων
Ῥωμαίων ὑπαλλήλων
μάντεις καὶ ἀστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος ἐξ Ἐφέσου)
περιστοιχίζουν τὸν Αὐτοκράτορα.

Κραυγὲς ἀπ᾿ τὸν προνάρθηκα τοῦ Ναοῦ.
Ἀπ᾿ τὴ φατρία τῶν Ἐβιονιτῶν κραυγές:
Ὁ ψευδο-Μάρκελος νὰ παριστάνει τὸ Χριστό.
Διδάσκετε τὴν ἐπανάστασιν Κατὰ τοῦ πρίγκιπος
Οἱ Χριστιανοὶ νἄχουνε δούλους Χριστιανούς.

Ἡ ἀριστοκρατία τοῦ Ναοῦ νὰ ἐκλείψει.
Ἐγὼ ἀπέναντί σας ἕνας μάρτυρας
ἡ θέλησή μου ποὺ καταπατήθηκε
τόσους αἰῶνες.

Τοὺς ὕπατους ἐγὼ ἀνάδειξα στὶς συνελεύσεις
κι αὐτοὶ κληρονομήσανε τὰ δικαιώματα
φορέσαν πορφυροῦν ἀτίθασον ἔνδυμα
σανδάλια μεταξωτὰ ἢ πανοπλία-
ἐξακοντίζουν τὰ βέλη τους ἐναντίον μου-
ἡ θέλησή μου ποὺ καταπατήθηκε
τόσους αἰῶνες.

Τοὺς ἄλλους ἀπ᾿ τὴν πέτρα καὶ τὸ τεῖχος μου
καθὼς νερὸ πηγῆς τοὺς εἶχα φέρει
ἡ θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ᾿ ἄλογά τους ἀπ᾿ τὸν κάμπο μου.
δὲ μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ δῶ τὸν Αὐτοκράτορα
τοὺς ὕπατους δὲν ἄφηναν νὰ πλησιάσω
σὲ μυστικὰ συμπόσια καὶ ἔνδοξα
τὴ θέλησή μου τὴν καταπατήσανε
τόσους αἰῶνες.

Τώρα κι ἐγὼ ὑποψιάζομαι
ὅλο τὸ πλῆθος τῶν αὐλοκολάκων
ὅλους τοὺς ταπεινοὺς γραμματικοὺς
τοὺς βραβευμένους μὲ χρυσὰ παράσημα
λεγεωνάριους καὶ στρατηλάτες
ὑποψιάζομαι τὶς αὐλητρίδες τὴ γιορτὴ
ὅλους τοὺς λόγους καὶ προπόσεις
αὐτοὺς ποὺ παριστάνουνε τοὺς ἐθνικοὺς
τὸν πορφυροῦν χιτώνα τοῦ πρίγκιπος
τοὺς συμβουλάτορες καὶ τοὺς αἱρετικοὺς
ὑποψιάζομαι συνωμοσία
νύκτα θὰ ρεύσει πολὺ αἷμα
νύχτα θὰ ἐγκαταστήσουν τὴ βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες μὲ νέους στεφάνους
οἱ πονηροὶ ρωμαῖοι ὑπάλληλοι τοῦ

*τοῦ αὐτοκράτορος

τοιμάζουνε κρυφὰ νὰ παραδώσουν
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ καὶ τὴν
ὑπόκλισή τους.

Ἐγὼ πάλι μέσα στὸ πλῆθος διακλαδίζομαι
ἡ θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στὸ πλῆθος
μαζεύω τοὺς σκόρπιους σπόρους μου
γιὰ τὴν καινούρια μακρινή μου ἀνάσταση
μαζεύω.


Μεῖον ὠά

Τὰ μεῖον ὠὰ
ὅταν συγκεντρωθοῦν σὲ καρὲ τετράγωνο
ὅτι
εἶναι μὲ υἱὸν νέο διαφορετικὸ
ἀπὸ Θεὸ
μὲ υἱὸν μαζοὺτ σῶμα ἐξελθὼν
ὅπως πλάνο ἀμερικαὶν πάνω ἀπὸ ἐκρὰν
ἢ ὅ,τι ἄλλο - ἄγνωστο σὲ οὐσία
ἢ σαρκικὸ
ταμεῖον σεπτὸ
ταμεῖον ἐφορίας
ταμεῖον θεάτρου ἱπποδρόμου Μπὰρ
καὶ τὰ μεῖον δεφτέρι
μὲ εἴσπραξη ἐξόφληση
τὰ μεῖον ὠὰ – ὠοὰ
μειοδοτεῖς ἐσὺ μετὰ
μὲ τί μὲ τὲ
μὲ ἂ καὶ μέχρι
νὰ φτάσεις ἧττα
εἶσαι
μὴ μὴ προχωρᾶς στὸ θῆτα
εἶναι ἐκτὸς ταμείου ἐκτὸς ἑπτὰ
ἐνθέμιον Θέμιον
θαρρῶ Θέτις
Τὰ μεῖον ὠὰ
εἶναι νὰ μὴ μπλεχτεῖ ὁ Θεὸς
καὶ σὲ διχάσει.


Μὴ φύγεις

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Μὴν κλαῖς π᾿ ἀκόμα
δὲ μᾶς ἔφυγες ἀπ᾿ τὸν ἀέρα
τὸ δρόμο σου ῾τοιμάζουνε
ἀπὸ πέρα.

Μὴν κλαῖς στὸν οὐρανὸ θὰ πᾶς
καὶ μᾶς ἐδῶ μᾶς παρατᾶς.

Πάρε μαζί σου ἀπ᾿ τὴ γῆ μας
τὸ περιστέρι πού ῾ναι ψυχή μας.

Πάρε ἐλιὰ φιλιά, πάρε τὰ κάλλη
ἀπὸ τὴ γῆ μας τὴ μεγάλη.

Μὴν κλαῖς, μὴ φύγεις, μὴ μᾶς παρατᾶς
εἴμαστε γιοί σου καὶ μᾶς ἀγαπᾶς.

Στὸν οὐρανὸ βαρύθυμος πλανᾶς
τὰ βήματά σου
εἴμαστε μεῖς παιδιά σου,

Μὴ φύγεις μή, μὴ μᾶς παρατᾶς
εἴμαστε γιοί σου καὶ μᾶς ἀγαπᾶς.


Ὁ Δοῦλος

Ὁ Δοῦλος ποὺ δραπέτευσε
ἔλεγε προσευχὲς στοὺς φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σὲ λιγδωμένα προσκέφαλα.
Ἐγὼ δὲν ἤλπιζα πὼς μπορεῖ νὰ σωθεῖ.
Οἱ χωροφύλακες ἔχουν γερὴ ὅραση -
δὲ διαλύονται μὲ αὐταπάτες καὶ ψυχοσάββατα.
Τώρα αὐτὸς ποὺ ἐπέμενε νὰ ρωτάει
φαίνεται θἆταν ἀποφασισμένος γιὰ θάνατο
ἢ θἆταν κατάσκοπος ποὺ δὲ φοβᾶται.
Ἐγὼ πάντως
ἐξακολουθῶ νὰ βλέπω τὸν ἐπερχόμενο
μεσαίωνα
μὲ φάλαγγες πιστῶν
μὲ ἀργυρᾶ δισκοπότηρα ἀφρίζοντα αἷμα
μὲ σημαιοστολισμοὺς καὶ παρελάσεις
μὲ ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εἰκόνες ἀπὸ παλιὲς ἐκστρατεῖες
καὶ τυφεκισμοὺς
ἥρωες μὲ αὐστηρὰ βλέμματα
Ἁμὲς δὲ γ᾿ ἐσόμεθα
πληρωμένη ἐκπαίδευση
θεὸς ἀγέρας τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως
κλειδωμένα στὴν ἐποχὴ σὲ χάλκινα θησαυροφυλάκια.
Ἂν ἄξαφνα σᾶς γεννηθεῖ τὸ ἐρώτημα
πὼς τὰ κατάφερε αὐτὸς ὁ θνητὸς
μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ βαρύγδουπο διαπασῶν τῶν ὕμνων
νὰ δραπετεύσει μὲ ἀληθινὸ λαμπερὸν ἥλιο
μὲ ἀληθινὲς ἐξαρτήσεις τοῦ βίου -
ἂν δὲ μπορεῖτε νὰ καταλάβετε
τί τὸν ὁδήγησε σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο διάβημα
ποὺ βρῆκε τὴν ἔξοδο ἀφοῦ γύρω ἦταν μπετὸν
ἀφοῦ γύρω τραγουδοῦσε ἡ φοιτήτρια
ἕνα τραγούδι ἱστορικὸ παλιῶν ἡρώων
τότε
δὲ θά ῾χετε δεῖ κάτι κρυφὲς μικρὲς πόρτες
ὅμως ὁλοφάνερες στὰ μάτια τῶν εἰδικῶν
δὲν θἄχετε δεῖ τὸ ραγισμένο τοῖχο
ὅπου βλασταίνουν κάτι φυτὰ
πάνω σ᾿ ἀσβέστη κίτρινο ἀπ᾿ τὴν πολυκαιρία.
Τὸ ζήτημα πιὰ ἔχει τεθεῖ:
Ἢ θὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ γονατίζουμε
ὅπως αὐτὸς ὁ δραπέτης
ἢ θὰ σηκώσουμε ἄλλον πύργο ἀτίθασο
ἀπέναντί τους.


Ὁ Λάκης

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Στὸ γιοφύρι τὸ παλιὸ
μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρὸ
πιτσιρίκος μὲ μυαλὸ
ἔπαιζες κουτσό.

Τώρα μοῦ μεγάλωσες καὶ κάνεις
πείσματα νὰ μᾶς πεθάνεις,
τώρα κάνεις πιὰ τὸ σοβαρὸ
δὲν μᾶς φέρνεις τὸ νερό.

Λάκη Λάκη Λάκη
ὅπου ἔπαιζες στ᾿ αὐλάκι
κι ἔπαιζες μὲς στὴν αὐλὴ
Λάκη Λάκης τὸ παιδί.

Λάκη Λάκη Λάκη
ποῦ ῾ναι τὸ καινούργιο αὐλάκι
ποῦ ῾ναι ἡ καινούργια αὐλὴ
Λάκη Λάκης τὸ παιδί.


Ὁ πατέρας μὲ τὴ φυσαρμόνικα

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Ἀκούσατε μία παράδοξη παράξενη ἱστορία
γιὰ τὸν πατέρα μὲ τὴ φυσαρμόνικα.

Τελάληδες, κοντραμπασίδες καὶ τῆς μηχανῆς τοῦ τσεβελέκου σπαΐδες
ὅσοι τοῦ πατρὸς ζητᾶτε τὴ γνώση, ἀκαμάτηδες καὶ διακοναρέοι,
ὡραῖοι νέοι καὶ τοῦ δεκάξι Φαρισαῖοι.
Τῆς Σμύρνης μὲ τὴ Γαλλικὴ σχολὴ σπουδαῖοι
ὅσοι ἀκοῦτε μὲ παλιὲς παρέες, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ θέλετε γνώση
τοῦ πατέρα τὴν ἱστορία, ὅσοι γιὰ πατρίδες νύχτες μιλᾶτε τόσοι ἀνθρῶποι,
γυναῖκες παιδιὰ μία ἱστορία λυρικὴ παλιά, γιὰ φυσαρμόνικα καὶ κάποιο πατέρα
γιὰ νύχτα καὶ μέρα ἀκούσατε τὴν ἱστορία στὸν ἀέρα.

Στὴν ἀρχὴ ἦταν οἱ τρεῖς χαλύβδινοι αἰῶνες
στοῦ Μπαρτζελιώτη μὲ καρεκλάκι οἱ Παρθενῶνες
καὶ μετὰ ἦρθε ἡ θάλασσα καὶ μεσόγειος νησιά,
ὁ δρόμος μὲ τὴ βρύση πέτρινη παλιά, παλιῶσαν ὅλα μέσα σὲ μιὰ νυχτιά.
Γέρασε ἡ Ἑλένη γιὰ μία νυχτιὰ καὶ τὸ ῾23 ἤτανε αὐτὸ ποὺ λὲς 1910, ἀποκοτιά!
Πηγάδια ὑπόγεια ποταμοί, μὲ τοῦ νέγρου τὸ μωρὸ στὴ φυλακὴ
οἱ ἀταμάνοι οἱ Κοζάκοι οἱ παλιοί.

Μετὰ δυὸ τροχοὶ ἀλέθαν σιτάρι βροχὴ
μὲ τὴ σιδερολαβὴ τοῦ πυρπολητῆ Κανάρη, ἔλειπε ἡ σιδερένια γροθιά.
Τοῦ πατέρα τὸ σπίτι πάνω σὲ καρφιά, δὲν ἔκλαψε, δὲν ἔκλαψε,
τοῦ Πόντου Ἄρη καθὼς φεύγαν τὰ πουλιά.
Χόρεψε, χόρεψε, χόρεψε μόνος γιὰ πρώτη φορά,
δὲ γύρισε δὲν ἤτανε πατέρας πιά.


Σπίτι

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Ξανθίππη Καραθανάση

Σπίτι μὲ τὰ κεραμίδια σου
σπίτι σπίτι ἀληθινὸ
περιστέρια τὰ στολίδια σου
σπίτι μὲ τὸν οὐρανό.

Ποῦ νὰ εἶσαι
ποῦ νὰ στέκεις
ποῦ νὰ εἶσαι ἀληθινὸ
σπίτι μὲ τὰ κεραμίδια
σπίτι μὲ τὸν οὐρανό.

Ποιὸς νὰ φέρνει νὰ γιομίζει
κάθε ράφι σου παλιὸ
σπίτι τῶν ὀνείρων σπίτι
ποῦ καρτέραγες τὸ γιό.

Ἂν γυρίσει καλοκαίρι
ἂν γυρίσει χειμωνιὰ
σπίτι κάποιος θὰ σοῦ φέρει
ἀνθισμένη λεμονιά.


Στὰ λιθάρια

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Στὸ παλιὸ τὸ λιοτριβεῖο
μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρὸ
στὰ λιθάρια ποὺ γυρίζαν
κι ἐλιῶναν τὸν καρπὸ
πέταξαν ἕνα παιδί, πέταξαν ἕνα παιδὶ
γιὰ νὰ λιώσει νὰ χαθεῖ.

Στὰ λιθάρια, στὰ λιθάρια
οἱ ἀνθρῶποι οἱ κακοὶ
μὲ τὴν στρίγκλα τὴ μαγίστρα
τὸ λουλούδι τὸ σεμνὸ
λιώσαν τὸ παιδὶ μὲ βία
καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ἱστορία.

Τώρα ὁ ἴσκιος του ὁ φρικτὸς
ξέσπασε σὰν κεραυνὸς
στῶν ἀνθρώπων τὴν κακία
καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ἱστορία.


Στὴ γῆ σου

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Τὰ πουλιά σου ἔφυγαν
σὲ κάποια γῆ καὶ σὲ καλοῦνε,
στεριὰ γυρεύουν οἱ ἀητοὶ
καὶ καρτεροῦνε.

Στὴ γῆ στὴ γῆ σου
σὲ προσκαλοῦν οἱ γιοί σου.

Τὰ πουλιὰ διαβῆκαν τὸ γιαλὸ
καὶ φέρανε ἐλιὰ
στὴ γῆ στὴ γῆ σου τὴν παλιὰ
σὲ καρτερᾶν οἱ γιοί σου.


Τὴν εἰκόνα σου

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ἄλλες ἑρμηνεῖες: Νίκος Ξυλούρης
|| Βίκυ Μοσχολιοῦ

Τὴν εἰκόνα σου σεβάστηκα
στὴ φλόγα δὲν ἐκράτησα,
τὴν εἰκόνα τὴν καλὴ
θὰ σοῦ φέρω μίαν αὐγή.

Χρώματα, χρώματα
ἄσε τὰ καμώματα
χρώματα, χρώματα
χρώματα κι ἀρώματα.

Τὴν εἰκόνα σου σεβάστηκα
καὶ κράτησα
καὶ τὰ χέρια μου θὰ ἑνώσω
πρὶν στὴ ζητιανιὰ τὴ δώσω.

Χρώματα, χρώματα
χρώματα κι ἀρώματα
χρώματα, χρώματα
ἄσε τὰ καμώματα.


Τὸ ἀρνί

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ σκυλὶ
τὸ βόδι τ᾿ ἄλογο καὶ σύ.

περπατᾶνε περπατᾶνε
καὶ ρωτᾶνε καὶ ρωτᾶνε
μὲς στὴ γῆ μας
ποῦ ῾ναι τ᾿ ἀρνί.

Τὸ χαμένο τὸ ἀρνὶ
πάλι πάλι θὰ φανεῖ
τὸ χαμένο τὸ ἀρνὶ
ξανακάλεστο νὰ ῾ρθεῖ.

Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ σκυλὶ
τὸ βόδι τ᾿ ἄλογο καὶ σύ.

Σταματᾶνε σταματᾶνε
καὶ ζητᾶνε καὶ ζητᾶνε
τὸ χαμένο σου παιδί.

Τὸν χειμώνα στὴ σκεπὴ
στὸ λιβάδι στὴ σφαγὴ
ψάξαμε γιὰ τὸ ἀρνὶ
ποὺ τὸ ἔχασες ἐσύ.

Ὁ ἄνθρωπος τὸ χμ!
καὶ τὸ σκυλὶ
τὸ βόδι τ᾿ ἄλογο
καὶ σύ.

https://www.facebook.com/MichalisEKatsaros/

https://www.politeianet.gr/sygrafeas/katsaros-michalis-14478

ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ

ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ

   
ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ


https://www.haniotika-nea.gr/michalis-katsaros-1919-1998-o-airetikos-profitis-tis

-ellinikis-poiisis/

ΠΡΟΣΩΠΟ



Ο Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998) γεννήθηκε στην Κυπαρισσία. Σε νεαρή ηλικία πήρε μέρος σε αριστερές πολιτικές οργανώσεις και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έζησε για πολλά χρόνια σε δύσκολες συνθήκες, ασκώντας διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Θεμέλιο" (1947), "Ποιητική Τέχνη", "Τα Νέα Ελληνικά", "Αθηναϊκά Γράμματα" και "Στόχος" (1950) και το 1975 εξέδωσε το περιοδικό "Σύστημα", όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος "Το Μπαρμπερίνικο καράβι" στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα". Tον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα "Βγενιώ" στο ίδιο περιοδικό. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Μεσολόγγι". Παντρεύτηκε τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Μεσολόγγι", 1949, "Κατά Σαδδουκαίων", 1953, "Οροπέδιο", 1956, "Σύγγραμμα", 1975, "Πρόβα και ωδές", 1975, "Ενδύματα", 1977, "Αλφαβητάριο - ποιήματα Α-Ω", 1978, "Ονόματα", 1980, "3Μ+3Μ=6Μ", 1981, "4 μαζινό", 1982, "Μείον ωά", 1985, "Ο πατέρας του ποιητή", 1987, "Κορέκτ, φόβος του ποιητή", 1996, "Εννέα το επτά", 1997, τα δοκίμια "Πας-Λακίς Michelet", 1973, "Σύγχρονες μπροσούρες", 1977-78, "Αυτοκρατορική πραγματικότητα", 1995, "Το κράτος εργοδότης", 1996, και το μυθιστόρημα "Οι συλλέκται της Μονόχρα", 1980. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και μελοποιήθηκαν από τους Μ. Θεοδωράκη, Γ. Μαρκόπουλο και Α. Κουνάδη. Το "Κατά Σαδδουκαίων" παρουσιάστηκε μελοποιημένο από γερμανό συνθέτη στο "Κουήν Ελίζαμπεθ Χωλ", στο Σάουθ Μπανκ του Λονδίνου (ο αγγλικός τύπος τον παρέβαλε με τους ποιητές Μπρεχτ, Χο Τσι Μινχ και Παντίλα). Πέθανε στην Αθήνα. Για βιογραφικά στοιχεία από τον ίδιο τον ποιητή, βλ. τη συλλογή του "Καζαμία Ελλήνων", Αθήνα, Μανδραγόρας, 1996. Βλ. επίσης Αλέξανδρος Αργυρίου, "Mιχάλης Κατασαρός", στο "Η ελληνική ποίηση· η πρώτη μεταπολεμική γενιά", σ. 374-375. Αθήνα, Σοκόλης, 1982 και χ.σ., "Κατσαρός Μιχάλης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985· Για προσέγγιση της ποιητικής του τέχνης βλ. συνέντευξη του ποιητή στον Μισέλ Φάις στο περιοδικό "Διαβάζω", τ. 370, 1/1997, σ.104-119.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.) (Φώτο: Κώστας Ορδόλης)

Τίτλοι:
Συγγραφέας

Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998): Ο αιρετικός προφήτης της ελληνικής ποίησης

«


Παρουσίαση

Τα "Μείζονα Ποιητικά" του Μιχάλη Κατσαρού (1920-1998), ενός από τους πιο επιδραστικούς ποιητές στη νεοελληνική λογοτεχνία, περιλαμβάνουν το πιο γνωστό, σχολιασμένο και πολλαπλώς διαβασμένο έργο του, δηλαδή τις τρεις συλλογές του "Μεσολόγγι" (1949), "Κατά Σαδδουκαίων" (1953), "Οροπέδιο" (1957).
Το πρόσθετο ενδιαφέρον όμως σε αυτή την έκδοση είναι ότι περιλαμβάνει ικανό αριθμό ποιημάτων που εντοπίστηκαν μετά τον θάνατο του ποιητή στο Αρχείο του και που -αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο- αποκαλύπτουν στον αναγνώστη υφολογικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν ευθέως στις τρεις μείζονες συλλογές του.
Τα περισσότερα από αυτά τα ποιήματα του Αρχείου είτε έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικές εκδόσεις, είτε παρέμεναν ως τώρα ανέκδοτα, είτε δεν έχουν ποτέ θησαυριστεί.
Με αυτή την έννοια ο τόμος "Μείζονα Ποιητικά" παρουσιάζει πρόσθετο χρηστικό και αισθητικό ενδιαφέρον: τόσο για τον ειδικό ερευνητή όσο και, κυρίως, για τον αναγνώστη που εμπνέεται και συγκινείται από τη διαχρονικής δύναμης ελευθεριακή ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

Αντί προλόγου
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Μεσολόγγι
Κατά Σαδουκκαίων
Οροπέδιο
Β΄ ΜΕΡΟΣ
Ανέκδοτα - Αδημοσίευτα - Αθησαύριστα
Ι. Ποιήματα και Απολογία
ΙΙ. Το πνιγμένο στάρι
ΙΙΙ. Στην απέναντι όχθη
IV. Δεν θα 'ρθεί
V. Άνοιξη 1951
VI. Ιστορικά
VII. Αυτοβιογραφικά
Μιχάλης Κατσαρός - Εν είδει βιογραφίας

Επιμέλεια σειράς: Άρτεμις Λόη, Άρης Μαραγκόπουλος

Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998): Ο αιρετικός προφήτης της ελληνικής ποίησης

«ΜHN AΜΕΛΗΣΕΤΕ. ΠΑΡΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΝΕΡΟ. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΑΣ ΘΑ ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΗ ΞΗΡΑΣΙΑ»
………………………………………………………………….
Οκτώβριος 2021 και οι ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ επέστρεψαν κοντά στους αγαπητούς αναγνώστες, μετά την αναγκαστική απουσία τους τον Σεπτέμβριο. Ένα ταξίδι της γράφουσας στα μήτρια εδάφη της Ελευσίνας κι ένα απροσδόκητο ατύχημα στους παραμελημένους δρόμους της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ευρώπης 2023, την καθήλωσαν με γύψο στο δεξί χέρι και επώδυνες θλάσεις.’Ολα κάποτε περνούν και τι απομένει; H πολύτιμη γνώση και βέβαια η επίγνωση, ακριβή πείρα για κάθε καινούργιο βήμα. Στη διάρκεια της καθήλωσής μου εντός του πατρογονικού σπιτιού σκεφτόμουν πως τα σπίτια που μεγαλώσαμε -αν δεν τα επισκεφθούμε για καιρό- έχουν δυνατές ρίζες ως πλόκαμοι πεπρωμένου, έτσι και μένα με αιχμαλώτισαν ετσιθελικά από τα τέλη Αυγούστου. Πολύ κοντά εξελίσσονταν οι ετήσιες γιορτές των Αισχυλίων, όμως δεν μπόρεσα να πάω σε καμία. Η ποίηση έρχεται και σε βρίσκει κυρίως σε δύσκολες στιγμές για να σου φωνάξει τις αλήθειες της. Οι ποιητές ευτυχώς πάντα μας συντροφεύουν… Τις νύχτες, ο μέγιστος Ελευσίνιος τραγικός ποιητής Αισχύλος έφευγε από τον ανδριάντα του που στέκει στοχαστικός σε περίοπτη θέση στην είσοδο της πόλης κι ερχόταν και μου ψιθύριζε κάποιο από τα ωραία του αποφθέγματα: «σήκω, σήκω γρήγορα! Όποιος πέφτει, θα τον ποδοπατήσουν, είναι γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης».
Η πόλη για μακρύ χρονικό διάστημα -όσο διήρκησαν οι ολέθριες πυρκαγιές σε Εύβοια και Αττική- έζησε σε συνθήκες πολεμικής ετοιμότητας.Οι συχνές απογειώσεις πυροσβεστικών αεροσκαφών στην 112 Πτέρυγα Μάχης έστελναν σε όλη την πόλη τον γνώριμο ισχυρό και αγωνιώδη θόρυβο των κινητήρων και των τροχοδρομήσεων. Παρακολουθώντας από το νότιο παράθυρο του σπιτιού μου τις διελεύσεις των πορτοκαλί αεροσκαφών πάνω από τον αρχαιολογικό χώρο και το Ρολόι της Πόλης, υπέθετα -αφού την ορατότητα προς την θάλασσα την έκρυβε ο αρχαίος λόφος- ότι πιθανώς ανεφοδιάζονταν νερό από τον κόλπο της Ελευσίνας. Μια φωνή στιβαρή και προφητική ακούστηκε εντός μου. Ένας άλλος ποιητής είχε έρθει για να με συντροφέψει αλληλέγγυα, αφού οι ποιητές έχουν σπουδάσει τη μοναξιά. Ήταν η φωνή του Μιχάλη Κατσαρού που προειδοποιούσε: «μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας θα έχει πολλή ξηρασία». Γιατί όμως αυτός ο ποιητής μια τέτοια στιγμή; Η ανάκλησή του απολύτως ευεξήγητη. Πρώτα απ’ όλα πλέον βιώναμε την αρχή της ξηρασίας που προφήτευσε κι ύστερα η ανάμνησή του ήρθε κοντά στον κόσμο των ελληνικών φτερών αφού αυτός ο μεγάλος ποιητής και σπουδαίος αιρετικός της ελληνικής αριστεράς – μπήκε ως πρότακτος στην Ελληνική Αεροπορία σε ηλικία 17 ετών κι επανήλθε μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αφού ήδη είχε πάρει μέρος στον ελληνο-ιταλικό ως αεροπόρος. Συνυπηρέτησε με τον Βαγγέλη Πολυδούρη, αδερφό της Μαρίας Πολυδούρη με τον οποίον υπήρξαν πολύ καλοί φίλοι, μάλιστα ο Πολυδούρης χρηματοδότησε την πρώτη ποιητική συλλογή του “Μεσολλόγγι” το 1949, αλλά και αργότερα ξαναχρηματοδότησε την έκδοση της συλλογής στην οποία περιλαμβάνονται τα ποιήματα των ετών 1950-1953.
Η έκδοση της σπουδαίας συλλογής “Κατά Σαδδουκαίων” το 1953 δίνει το απόλυτο στίγμα της ποιητικής του οντότητας.
Ο Μιχάλης Κατσαρός είναι ένας ποιητής της Αριστεράς, παραμένει όμως ανυπότακτος, ατίθασος, εντέλει δεν θα προσκυνήσει κανένα ιερατείο εξουσίας, ενώ το Κ.Κ.Ε. θα τον απομονώσει για δεκαετίες δίχως ωστόσο να τον διαγράψει. Ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος σε άρθρο του στην εφημερίδα ΑΥΓΗ 3-3-13 αναψηλαφεί το ιδεολογικό σύμπαν του ποιητή στη συλλογή του “Κατά Σαδδουκαίων” και αποτυπώνει με εξαιρετική ευστοχία την ευαίσθητη ποιοτική διαφορά του ποιητή, μια ιδιότητα που θεωρώ ότι έχουμε απόλυτη ανάγκη στην ταραγμένη και ψευδεπίγραφη εποχή που ζούμε: «…κατέδειξε τη διαφορά ανάμεσα στον πολιτικά στρατευμένο και τον πολιτικά στοχαζόμενο ποιητή που εκφεύγει από τον ολισθηρό οίστρο της συνθηματολογίας, έχοντας ως υλικό του εσωτερικές συγκρούσεις, αντιφάσεις και αμφιβολίες πνευματικής τάξεως».
Ακολουθεί απόσπασμα από την προαναφερθείσα συλλογή:

Όταν…
Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω
-//-
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλιωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.
-//-
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους
χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.
Πάλι σας δίνω όραμα.
Από τους ποιητές του Μεσοπολέμου κάνοντας έναν μεγάλο χρονικό διασκελισμό έφτασα σε έναν σημαντικό ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Η παραμονή μου στην Αθήνα -μια γερασμένη πόλη πλέον με πολύ κουρασμένους πολίτες- με οδήγησε σε ανακατατάξεις ιεραρχιών σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη δραστηριότητα. Πάντα θα προηγείται με διαφορά ο πρακτικός βίος. Είναι το βαθύτερο αίτημα της ίδιας της ζωής: η γένεσή της, η διαφύλαξή της και ακολουθεί ο εξωραϊσμός της. Στις τελευταίες πυρκαγιές του Αυγούστου μία εστία ήταν και στον Ασπρόπυργο, αρκετοί συμπολίτες μου πήραν τις οικογένειές τους κι έφυγαν έξω από την πόλη. Η πιθανότητα ενός εκτεταμένου ατυχήματος στο Θριάσιο θα σήμαινε ολοκαύτωμα.
Οι ποιητές πάντα μας συντροφεύουν και διασώζουν, αρπάχτηκα λοιπόν κι εγώ από τη σωσίβια λέμβο της ποιητικής φωνής του Μιχάλη Κατσαρού, μια φωνή ανατρεπτική, αντισυμβατική, καταργεί την υποκρισία και σε αφήνει γυμνό από οποιαδήποτε ψευδαίσθηση.
Ακολουθεί απόσπασμα από την ίδια συλλογή “Κατά Σαδδουκαίων”:
«Η διαθήκη μου
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
-//-
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατελείωτες τις παρελάσεις
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
-//-
Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλάτοροι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές στις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους.
-//-
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία». Συμπληρώνοντας το ποιητικό έργο του αναφέρω και άλλες συλλλογές του: Οροπέδιο 1956, Σύγγραμμα 1975, Πρόβα και ωδές 1975, Αλφαβητάριο-ποιήματα Α-Ω 1978, Ονόματα 1980, 3Μ+3Μ=6Μ 1981, 4 μαζινό 1982, Μείον ωά 1985, Ο πατέρας του ποιητή 1987, Κορέκτ – φόβος του ποιητή 1996, Εννέα το επτά 1997.
Η επιμονή μου στη συλλογή ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ εξηγείται από την επικαιρότητά της και στην εποχή μας. Όταν γράφτηκε εξέφραζε τη δυσθυμία του ποιητή για τη βιαστική επούλωση των τραυμάτων μιας μετεμφυλιακής Ελλάδας .Οι Σαδδουκαίοι… δεν εξέλειψαν ούτε από τη μεταπολιτευτική μας ιστορία… τώρα θρηνούμε την απώλεια τόσων στρεμμάτων δασικών πνευμόνων στη χώρα μας… θρηνούμε για την ίδια μας την αφασία…
Από το Υστερόγραφο:
Και συ λοιπόν στέκεις βουβός με
τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι.
Στέκεις απαίσια βουβός σαν
πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
Σε λίγες μέρες φτάνει στο τέλος του το περιπετειώδες ταξίδι μου που ξεκίνησε καλοκαίρι και ολοκληρώνεται φθινόπωρο. Ήδη νιώθω μεγάλη συγκίνηση που στην πατρώα γη πλέον πλάγιασε για πάντα ο μέγιστος κι αγαπημένος Μίκης Θεοδωράκης. Καπετάνιος της δοξαστικά εμπνευσμένης και γιγάντιας μουσικής Κιβωτού του, γεμάτης θησαυρούς της ελληνικής ποίησης στα αμπάρια της! Την ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο και για τελευταίο λιμάνι της επέλεξε ένα μέρος της Χανιώτικης γης! Συγκίνηση, τιμή και περηφάνια για όλους τους Κρήτες! Είναι γνωστή η φιλία του μεγάλου μας συνθέτη με τον Μιχάλη Κατσαρό και η αρχή της γνωριμίας τους που έγινε στα οδοφράγματα των Δεκεμβριανών. Αν σε αυτό το δύσκολο καλοκαίρι για όλους μας, αληθινά καίρια απάντηση ήταν το στεντόρειο ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ του Μιχάλη Κατσαρού, τώρα στη φθινοπωρινή επιστροφή μου επιλέγω να ψιθυρίζω νοερά λίγους στίχους του Νίκου Καρούζου:
«Να γυρίζεις -αυτό είναι το θαύμα-
με κουρελιασμένα μάτια
με φλογωμένους κροτάφους
απ’ την πτώση
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου».
Ευτυχώς που οι ποιητές πάντα μας συντροφεύουν

https://www.mixanitouxronou.gr/parte-mazi-sas-nero-to-mellon-echei-polli-xirasia-michalis-katsaros-o-anatreptikos-poiitis-poy-oi-stichoi-toy-eginan-synthimata-se-toichoys-kai-prokiryxeis/

….«Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον έχει πολλή ξηρασία». Μιχάλης Κατσαρός, ο ανατρεπτικός ποιητής που οι στίχοι του έγιναν συνθήματα σε τοίχους και προκηρύξεις (βίντεο) ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ A+ A- 1.1k Shares Share Tweet Κείμενο του συγγραφέα Νικόλαου Σουβατζή Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το 1919. Πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση μέσα από τις γραμμές του Ε.Α.Μ. και το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου έζησε έως το τέλος της ζωής του. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το ποίημα «Μπαρμπερίνικο καράβι» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». Remaining Time-0:00 Fullscreen Mute Το 1949 εκδόθηκε το «Μεσολόγγι», η πρώτη του ποιητική συλλογή. Το 1953 αποτελεί σταθμό στη λογοτεχνική του πορεία, καθώς εκδόθηκε το σημαντικότερο έργο του, η ποιητική συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων». Σε αυτή ο Μιχάλης Κατσαρός ασκεί κριτική στη σοβιετική γραφειοκρατία. Μόλις τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου έφερε ξανά στο προσκήνιο, μέσα απ’ τα ποιήματά του το ζήτημα της επανάστασης, απευθυνόμενος παράλληλα στους συντρόφους του. ADVERTISING Οι αναφορές του σε λεγεωνάριους, συγκλητικούς και γενικά στη ρωμαϊκή εποχή θυμίζουν την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Ο Μεγαλέξαντρος», όπου ασκεί κριτική στον υπαρκτό σοσιαλισμό χρησιμοποιώντας μια προσωπικότητα της αρχαιότητας στη μυθική της διάσταση. “Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες, ατελείωτες τις παρελάσεις σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν” Το «Κατά Σαδδουκαίων» προκάλεσε πλήθος συζητήσεων στους κόλπους της Αριστεράς της εποχής. Ακόμα και άνθρωποι που αγνοούν το έργο του σίγουρα έχουν διαβάσει στίχους του σε τοίχους, προκηρύξεις και πολιτικά έντυπα: «Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία», «Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν», «Κάτω/ στο βάθος/ τόσα πέλματα βαριά. Ακούω νάρχεται καινούριο βήμα», «Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε/ όπως αυτός ο δραπέτης/ ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο/ απέναντί τους.». Το 1950 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δημοκρατικός Τύπος» ένα ποίημά του, ίσως το πιο γνωστό του, που συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων». Αν και ο Μιχάλης Κατσαρός ήταν τότε πολύ νέος το ποίημα έχει τον τίτλο «Η διαθήκη μου». Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ. Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι και λέει: Δόξα σοι ο Θεός. Αντισταθείτε στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών στον κοντό άνθρωπο του γραφείου στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί στην κρατική εκπαίδευση στο φόρο σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.  Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους. Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία στα εργοστάσια πολεμικών υλών σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια στα θούρια στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους στους θεατές στον άνεμο σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε. Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία. Το ποίημα αυτό λογοκρίθηκε, από προοδευτικό διανοούμενο κατά τον ποιητή. Συγκεκριμένα παραλείφθηκαν οι στίχοι: στην κρατική εκπαίδευση στο φόρο σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία στα εργοστάσια πολεμικών υλών στα θούρια Ο Μιχάλης Κατσαρός διαμαρτυρήθηκε στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας με το ποίημα «Υστερόγραφο»: Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί -καθώς διαβάστηκε- ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο. Πριν διαβαστεί όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια. Η διαθήκη μου για σένα και για σε χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους. Αλλάξανε φράσεις σημαντικές ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς τη νέα βουή στα δάση τον άνεμο τον σκότωσαν – τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα ποιος είναι αυτός που πνίγει. Και συ λοιπόν στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις από φωνή από τροφή από άλογο από σπίτι στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος: Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν. Το 1975 στίχοι απ’ το «Κατά Σαδδουκαίων» ακούστηκαν στην ταινία «Ο θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Τους απαγγέλει το μέλος του θιάσου με το προσωνύμιο ποιητής, όταν τον βρίσκουν οι παλιοί σύντροφοί του και του λένε ότι σκέφτονται να ξαναφτιάξουν τον θίασο και να βγουν στους δρόμους. Το 1977 η ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε σε δίσκο με μουσική του ίδιου του ποιητή. Το 1976 η συλλογή του «Οροπέδιο» μελοποιήθηκε από τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ενώ το 1983 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Τα τραγούδια του νέου πατέρα» σε μουσική του ίδιου συνθέτη και ποίηση Μιχάλη Κατσαρού. Το 1983 επίσης το «Κατά Σαδδουκαίων» μελοποιήθηκε απ’ τον Μίκη Θεοδωράκη, μεταφράστηκε στα γερμανικά απ’ τον Dirk Mandel και παρουσιάστηκε στο Metropol – Theater Berlin του Βερολίνου. Το 1978 εκδόθηκαν δυο βιβλία με πολιτικές και οικονομικές μελέτες του. Παρότι η ποίησή του αναγνωρίστηκε από πολύ νωρίς ο Μιχάλης Κατσαρός έζησε όλη του τη ζωή μέσα στη φτώχεια. Σύχναζε σε λαϊκά καφενεία, συναναστρεφόταν με ανθρώπους του μόχθου, μετακινούταν με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ποτέ δεν ξεχώρισε τον εαυτό του απ’ το πλήθος. Για αυτό και η ποίησή του είναι απλή, κατανοητή. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με βερμπαλισμούς και φληναφήματα. Είναι ευθύς, αιχμηρός και οι στίχοι του διατηρούν τη ζωντάνια που είχαν όταν γράφτηκαν. Έφυγε από τη ζωή στις 21 Νοεμβρίου 1998. Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Νικηφόρος Βρεττάκος, ο πάμφτωχος ποιητής που προτάθηκε 4 φορές για Νόμπελ. Η δικτατορία Μεταξά έκαψε ένα βιβλίο του και το ΚΚΕ τον διέγραψε για ένα άλλο Ειδήσεις σήμερα:...


Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/parte-mazi-sas-nero-to-mellon-echei-polli-xirasia-michalis-katsaros-o-anatreptikos-poiitis-poy-oi-stichoi-toy-eginan-synthimata-se-toichoys-kai-prokiryxeis/


16.11.2018

https://www.lifo.gr/blogs/imerologio/4-anekdota-poiimata-toy-mihali-katsaroy
Ένας μεγάλος ποιητής, ένας προδομένος αριστερός, ένας υπέροχος άνθρωπος

Αγαπούσα πολύ τον Μιχάλη Κατσαρό. Αρχικά για τη δραματική σκιά των ποιημάτων του, τα πικρά, προφητικά του οράματα, την μουσικότητα των στίχων του που σε πρώτο επίπεδο έχουν πένθιμο ρυθμό ενώ στο βάθος αντηχεί ένα σιγανό εμβατήριο. Μού άρεσε όμως και ως παρουσία φυσική. Τον είχα γνωρίσει για μια συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία. Δεν κρατήσαμε επαφή. Τον χάζευα στους δρόμους της Αθήνας, στο Everyday (το σημερινό Hermès), στο Σύνταγμα και την Ομόνοια, με κασκέτο και ένα δερματινο σακκάκι συνήθως, τα μαλλιά να ανεμίζουν... Ανέδιδε μια καλωσύνη και ευγένεια μοναδική. Το σουρεαλιστικό του χιούμορ είχε θεατρικότητα, αλλά ήταν απελπισία και σαρκασμός για την κατάντια της κοινωνίας. Ήταν ανώτερης στόφας ιδεαλιστής ― κι ας το αρνείται στην συνέντευξη που μου έδωσε.

Με ιδιαίτερη χαρά διάβασα νέα, ανέκδοτα ποιήματά του δίπλα στα παλιά, σε μια έκδοση που βγήκε μόλις από τον Τόπο, και τα συμπεριλαμβάνει όλα, μαζί με ένα θερμό, θερμότατο βιογραφικό του, γραμμένο από τον γιό του Στάθη.

Διάλεξα τέσσερα.

― Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

 

4 ανέκδοτα ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού
Φωτογραφία: Constantinos Pittas. Aναδημοσιεύεται με την άδεια του δημιουργού.

 

 

Σαν δεις νέους καιρούς

 

Σαν δεις νέους καιρούς 

Καινούργια υπονοούμενα

γέλια ειρωνικά δήθεν τυχαίως πεταγμένα

 

φοβάσαι σαν αθώο παιδί

μπροστά σ' ένα βαθύ ποτάμι.

 

Μετά αφομοιώνεσαι

κι όλα πια τα συνηθίζεις

τα λόγια, τους ανθρώπους με τις πράξεις τους

αυτή τη σκοτωμένη ελευθερία .

τα νέα συναισθήματα

σε κατακλύζουν;

λες και να μη συνέβηκε ποτέ

που όλα τούτα

κάποτε σε φόβιζαν.

Φαίνεται πως 'τοιμάζεσαι πάλι γιά νέο ταξίδι.

 

 

4 ανέκδοτα ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού
«Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν...»

 

Τυφλές εποχές

 

Πρόπερσι -ή τάχα πέρσι,—

όλες αυτές οι αστραπές

δεν εννοούσαν κάποτε

                                   να με εγκαταλείψουνε.

Πράσινες μπλε και αργυρές

διαγράφανε λεπτές το στήθος μου

-δεν είχα δει τις ξύλινες πλευρές-

υπήρχαν μέσα μου προϋποθέσεις αναμφισβήτητες

ανέβαιναν τυφλές οι εποχές

- αν έχετε κλειστές τις πόρτες

                                     ούτε οράματα

                                     ούτε μαρμαρυγές

                                             εξακοντίζονται.

Με πράσινες και μπλε και αργυρές

τόσες πολύχρωμες ξύλινες αστραπές -

                                       πώς εμφανίζονται...

Ίσως αυτές οι άσημες τυφλές στιγμές

                                    να είναι ψεύτικες ?

-κι ακόμα-

εσύ να μην μπορεί να ξεχωρίσεις

τι είναι αληθινό

                     ή τι γελοίο

 

 


 

 

Υπάρχει ακόμα καιρός 

 

Υπάρχει ακόμα καιρός

να μαστιγώσεις την πόλη.

 

Τι θα μπορέσεις αν είσαι δω

                         ανάμεσα σε φλύαρα πλήθη.

 

Δεν είναι η υπόθεσή σου περίφημη

ανήκει στο παρελθόν

σε τείχη που πέσανε όπως φωλιά

                       κι έμεινες γυμνός από νύχτα

 

Πες μας λοιπόν ειλικρινά τι ζήτησες

πες μας ειλικρινά ποιος είσαι.

 

Αυτός δεν ότανε γκρεμός

ήταν ωραία πτήσις.

 

 

4 ανέκδοτα ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού
Χειρόγραφο του ποιήματος «Οι δευτερεύοντες»

 

Οι δευτερεύοντες

 

Πάντως 

ο κεντρικός ήρωας του έργου

                                     απέθανεν.

Τώρα το πώς επέμεναν όλοι αυτοί οι δευτερεύοντες

να συνεχίζουν άσκοπα μέχρι το τέλος

                                      δεν έχει κάποιαν σημασία

 

Η πρόθεσίς τους ήτανε καταφανής

σ' όλες τούς τις κινήσεις

είχαν αράξει όλοι τους μες στη σκιά του

χειρονομούσαν ακατάπαυστα

μίλαγαν δυνατά μ' ωραία λόγια

φόραγαν φανταχτερά παράσημα

πήγαιναν-

έρχονταν-

ώσπου στο τέλος πια δεν είχαν τι να πούνε

και βάλθηκαν να τον θρηνούν

                                      σε μαυσωλεία.

 

 

Έτσι

σιγά σιγά.

γεννήθηκαν οι τύραννοι.

 

__________________

Τα Μείζονα Ποιητικά του Μιχάλη Κατσαρού (1920-1998), ενός από τους πιο επιδραστικούς ποιητές στη νεοελληνική λογοτεχνία, περιλαμβάνουν το πιο γνωστό, σχολιασμένο και πολλαπλώς διαβασμένο έργο του ποιητή, δηλαδή τις τρεις συλλογές του Μεσολόγγι (1949), Κατά Σαδδουκαίων (1953), Οροπέδιο (1957).

Το πρόσθετο ενδιαφέρον όμως σε αυτή την έκδοση είναι ότι περιλαμβάνει ικανό αριθμό ποιημάτων που εντοπίστηκαν μετά τον θάνατο του ποιητή στο Αρχείο του και που –αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο– αποκαλύπτουν στον αναγνώστη υφολογικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν ευθέως στις τρεις μείζονες συλλογές του.

Τα περισσότερα από αυτά τα ποιήματα του Αρχείου είτε έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικές εκδόσεις, είτε παρέμεναν ως τώρα ανέκδοτα, είτε δεν έχουν ποτέ θησαυριστεί.

Με αυτή την έννοια ο τόμος Μείζονα Ποιητικά παρουσιάζει πρόσθετο χρηστικό και αισθητικό ενδιαφέρον: τόσο για τον ειδικό ερευνητή όσο και, κυρίως, για τον αναγνώστη που εμπνέεται και συγκινείται από τη διαχρονικής δύναμης ελευθεριακή ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού. ― Από το δελτίο Τύπου της έκδοσης

 

00:00
-02:27
 

 

 

O Μιχάλης Κατσαρός μιλά στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο ― απόσπασμα

«Η ποίηση έχει πληροφορίες, αλλά είναι τόσο κεκαλυμμένες, που ο πληθυσμός των Αθηνών πρέπει να φάει πολλά καρβέλια για να τις καταλάβει»

 

Ποιά παιδεία, ποιούς πνευματικούς συγγενείς έχετε;

Όλοι οι παίδες είναι δικοί μου. Οι παίδες όμως δεν έχουν παιδείαν. Μετά, υπάρχει η παιδεία της εκπαιδεύσεως –υπάρχουν οι εκπαιδευμένοι που προέρχονται από διάφορες στάσεις, κινήσεις ή κινήματα. Ό,τι εκπαιδεύτηκε, αν δεν πράξει άξια, πρέπει να ξαναγυρίσει στη σούπα του –στο σουπέ του! Εκείνοι που τρέξανε και είδανε τη ζωή κάπως αλλιώς, έχουνε πικράν πείραν του τι σημαίνει να 'σαι εκπαιδευμένος, τι σημαίνει να 'σαι στο σουπέ σου. Όλα αυτά που σας λέω να τα πάρετε σαν γεωγραφία ανθρώπων∙ στη γεωγραφία που ζούμε κάνουμε πράξεις ανάλογες, είτε τέχνης, είτε ποίησης, είτε ανθρωπιάς, είτε πράξεις κοινωνικές. Εκείνος που ψάχνει ένα έργο πρέπει να ξέρει τη γεωγραφία όπου κινείται. Όταν ο Μπουζιάνης ήταν ζωγράφος ιμπρεσιονιστής, τον έβρισκαν φαεινό, ζωντανό, απτό∙ όταν έγινε εξπρεσιονιστής, δεν είδανε τίποτα. Το καταλάβατε; Η γεωγραφική θέση ορίζει το έργο τέχνης.

 

Τα κατάλαβα κάπως∙ αναρωτιέμαι όμως αν θα το καταλάβουν και οι αναγνώστες!

Θα το καταλάβουν οι αναγνώστες του μέλλοντος!

 

Οι εφημερίδες είναι εφήμερες.

Μόνο που γράφουν –ακόμα κι αυτές!- πράγματα που διαρκούνε πιο πολύ. Ας μην το καταλάβουν όλοι -υπάρχουν μερικοί.

 

Μερικοί που τους θεωρείτε εκλεκτούς;

Δεν τους είδα ποτέ ούτε ξέρω ποιοι με διαβάζουν. Βλέπω μόνο ότι μερικοί ασχολούνται μ'αυτά –κι ούτε ξέρω γιατί. Να σου πω τίποτα; Οι ασχολούμενοι με το έργο μου δεν κάνουν τίποτε πρακτικό –με κατατάσσουν σε μια σειρά των χρεωγράφων τους, όπως όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες. Με λένε «μεγάλο», και στο νου τους έχουν κάτι άλλο. Με λένε τάχα «δάσκαλε» -η εποχή των Εβραίων, σήμερα, υπάρχει ακόμα! Υπάρχουν ιδιωτικοί δράστες που θέλουν να κερδίσουν, και ιδιωτικοί δράστες που θέλουν μόνο να ζήσουν –έτσι, τρα λα λα. Λοιπόν, αναγνωρίζω ως συγγενείς πνευματικούς εκείνους που αναγνωρίζουν το έργο μου, έστω κι αν είναι αγράμματοι.

 

Και σεις ποιούς καλλιτέχνες αναγνωρίζετε;

Δεν το 'χω σκεφτεί ποτέ. Δεν αναγνωρίζω -ή όχι- καλλιτέχνες. Εγώ είμαι στο «μου αρέσει» ή «δε μου αρέσει».

 

Ε, ναι! Τώρα τελευταία, τι σας αρέσει πιο πολύ;

Νομίζω ότι, τελευταία, μου αρέσετε εσείς σαν συντάκτης της εφημερίδος! Είναι καλύτερη η πράξη της συνέντευξης από το ποίημα.

 

Γιατί λοιπόν τυπώνονται τα ποιήματα; Θα μπορούσαμε να είμαστε ποιητές, μόνο στην καθημερινή ζωή!

Τότε θα 'πρεπε να κάνετε πεντακόσιες συνεντεύξεις την ημέρα! (γέλια)

 

Θα ξελάσπωνα και λίγο –με τα χρήματα πώς τα πάτε;

Ποιά χρήματα; Δεν τα σκέφτηκα ποτέ και πάντοτε ήμουνα σε κατάσταση κάπως καλή. Έχει γράψει ο Αργυρίου κάπου «τότε που εμείς ήμασταν νεαροί, πουλούσαμε τα βιβλία μας για να πάμε το βράδυ στην ταβέρνα, ενώ ο Κατσαρός σκόρπαγε τα λεφτά πληρώνοντας όλους τους λογαριασμούς των νεαρών ποιητών».

 

Στο πρώτο τεύχος του Αντί διάβασα όμως ότι είστε φτωχότατος, ότι ζείτε σ' ένα υγρό υπόγειο κι ότι αυτά, μάλιστα, κάνουν σπανιότερο το ποιητικό σας πείσμα.

Όχι! Αυτά τα έγραψε γιατί είδε το σπίτι που έμενα τότε (σε ωραία θέση εντούτοις) και γιατί νομίζει ότι το χρήμα έχει να κάνει με την κατοικία. Αν σε παρασύρει το χρήμα και το κάμεις Θεό σου, το μαζεύεις στους ορόφους των τραπεζών. Αυτοί είναι άλλη ιστορία –είναι οι συλλέκτες! Όσοι κυνηγούν το πνεύμα του χρήματος, δεν το κυνηγούν για να 'χουν να το χαλάσουν –κυνηγούν το «νόμισμα» του, που είναι έμπλεον απ' αυτό, για να το μοσχοποιήσουν!

 

Εσείς τι συλλέγετε, κ.Κατσαρέ;

Εκτός από τα ζωγραφικά μου έργα, συλλέγω ό,τι αντικείμενο μου αρέσει: ένα αραβούργημα, τη γραφή ενός τυχαίου ανθρώπου, υλικό για να συμπληρώσω τη ζωγραφική μου, συλλέγω από τις θάλασσες ξύλα για να κάμω εικονίσματα, κοχύλια, ανεξίτηλα χρωματιστά χαλίκια, οστά ψαριών... Προχτές συνέλεξα το τρίτο μου κότσι αρνιού –αυτό που το ρίχνουν και παίζουν τα παιδά. Το 'βαλα πάνω σ'ενα ράφι, μαζί με δύο άλλα παλιότερα.

 

Μου κάνει εντύπωση που ζωγραφίζετε εικονίσματα∙ πίστευα πως δεν πιστεύετε...

Η έννοια των πίστεων έχει διαφοροποιηθεί τώρα –τι θα πει «δεν πιστεύω»; Εγώ είμαι μελετητής περισσότερο των θρησκευτικών ιδεών –του χριστιανισμού, του Κρισναμούρτι, των ανατολικών...-και πιστεύω πως όλες έχουν μιαν αλήθεια, αρκεί να ξέρεις να την αλιεύεις.

 

Δεν εννοώ μόνο αυτά: πίστευα πως δεν έχετε πίστη γενικά.

Ένα credit εννοείτε... Να σας πω: πιστεύετε στην Έκθεση Θεσσαλονίκης;

 

Αν πιστεύω;... Όχι δεν μπορώ να πιστέψω.

Ε, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης πιστεύει! Είναι μια πίστη δική του, και του αρκεί!

 

Δεν έχω αντίρρηση. Εγώ ρωτώ για τη δική σας πίστη. Εσείς τι πιστεύετε;

Εγώ πιστεύω στα μάτια σου!

 

Τα δικά μου;

Ναι γιατί όχι!

 

Κι όταν φύγω, σε τι θα πιστεύτε;

Σ' αυτό που βλέπουν τα ματάκια σου, πριν γίνουν δακρυσμένα!

 

Τα δημοσιεύματα για σας πώς σας φαίνονται;

Έχουνε γράψει τόσα! Δεν μ' ενδιαφέρει τι δημοσιεύουν για μένα. Χρησιμοποιούν τ' όνομα μου για να δώσουνε διάφορα μηνύματα –τους το επιτρέπω! Έχω να συμπληρώσω ότι ποτέ κανείς δεν μπορεί να μιλάει για τον άλλον, αν δεν του λείπει κάτι. Τίποτε άλλο!.. Για ένα δημόσιο πρόσωπο, σαν και μένα, μπορεί ο καθένας να λεει ό,τι θέλει -ό,τι γράψουν, ας γράψουν. Όμως, ο ιδιωτικός βίος του ποιητή δεν συμβάλλει ποτέ στην τέχνη του... Πάντα «κολλάνε» άσχημα στους ποιητές –δεν τους χωνεύουνε, ιδίως όταν φτάσουν σ' ένα σημείο πραγμάτωσης των ιδεών τους... Ο ποιητής, όταν έχει ένα αναγνωρισμένο έργο, θα έπρεπε να 'ναι κάτι ιερό –τουλάχιστον γι αυτούς που τον διαβάζουν...

 

Διαβάστε ολόκληρη την συνέντευξη ΕΔΩ

 

4 ανέκδοτα ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού
«Αναγνωρίζω ως συγγενείς πνευματικούς εκείνους που αναγνωρίζουν το έργο μου, έστω κι αν είναι αγράμματοι...»

 

Μιχάλης Κατσαρός – 21 Νοεμβρίου 

1998

Στις 21 Νοεμβρίου 1998 “έφυγε” από τη ζωή ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός, σημαντικός εκπρόσωπος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς της ελληνικής λογοτεχνίας. Έγινε ευρύτερα γνωστός το 1953, όταν εξέδωσε την ποιητική συλλογή “Κατα Σαδδουκαίων”. Η ποίησή του έχει μελοποιηθεί από τους συνθέτες Γιάννη Μαρκόπουλο, Αργύρη Κουνάδη και Μίκη Θεοδωράκη. Για τα 20 χρόνια από το θάνατό του το Αρχείο της ΕΡΤ ψηφιοποίησε και παρουσιάζει την εκπομπή:

ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ

(video)
Νέο

Σειρά αυτοβιογραφικών ντοκιμαντέρ από το 1982, των Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη, στα οποία σκιαγραφούνται προσωπικότητες από τον πνευματικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό και κοινωνικό χώρο. Το επεισόδιο είναι αφιερωμένο στον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό (1919 -1998). Ο Μιχάλης Κατσαρός άσκησε διάφορα επαγγέλματα, εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς, και ασχολήθηκε με την ποίηση και τη συγγραφή φιλολογικών δοκιμίων. Καταπιάστηκε, επίσης, με τη μουσική και τη ζωγραφική. Στην εκπομπή ο ίδιος αυτοσυστήνεται, αναφερόμενος στο ποιητικό του έργο και στα κείμενά του. Απαγγέλλει αυτοβιογραφικούς στίχους από το «Αλφαβητάριον» (1978). Ο φακός τον συνοδεύει κατά την περιήγησή του στο κέντρο της Αθήνας ενώ περιγράφει τις καθημερινές του δραστηριότητες. Παράλληλα, διαβάζει ποιήματά του όπως, το «Κατά Σαδδουκαίων» (1953), και αναλύει τις σκέψεις του για την ποίηση και την τέχνη.

Κατά την παράθεση των βιογραφικών του στοιχείων, μεταξύ άλλων, σημειώνει ότι υπηρέτησε τη θητεία του στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού ενώ συμμετείχε στη Σχολή Θεάτρου του Δεσποτίδη μετά την Απελευθέρωση. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο “Μεσολόγγι”. Κάνει μνεία στην πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία, με τη δημοσίευση του ποιήματος “Μπαρμπερίνικο καράβι” (1946) στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», καθώς και στο λογοκριμένο ποίημά του «Αντισταθείτε (Η Διαθήκη μου)», από την ποιητική συλλογή “Κατά Σαδδουκαίων”. Ακούγονται αποσπάσματα μελοποιημένης ποίησης του Μ. Κατσαρού όπως, το “Τύμπανα παίζω” και το “Μάχομαι” από τη συλλογή «Οροπέδιο» (1956) σε σύνθεση του Γιάννη Μαρκόπουλου. Ακούγεται επίσης η μουσική δουλειά του Μίκη Θεοδωράκη πάνω στο ποίημα «Αντισταθείτε».

Η εκπομπή γυρίστηκε το 1983 με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από την πρώτη κυκλοφορία του έργου «Κατά Σαδδουκαίων» και την μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη. Μέρος των γυρισμάτων έγινε στο παλιό τυπογραφείο του Φίλιππου Βλάχου.

Προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 16 Δεκεμβρίου 1983.

Σκηνοθεσία: Νίκος Τριανταφυλλιδης

Παραγωγή: Γιώργος Σγουράκης, Copyright ΕΡΤ 1983

Δείτε περισσότερα στο https://archive.ert.gr

Όταν όλοι θρηνούσαν την ήττα ο Μιχάλης Κατσαρός επέμενε να υμνεί την Αντίσταση

 

 

Οταν όλοι θρηνούσαν την ήττα ο Μιχάλης Κατσαρός επέμενε να υμνεί την Αντίσταση… Και αυτό συνέβη (όπως σημειώνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης) διότι υπάρχουν ποιητές που συνειδητοποίησαν πρώιμα την πραγματικότητα, που «προφήτεψαν» ότι έμελλε να συμβεί, που οι ίδιοι δεν υπήρξαν ηττημένοι… Από τους μεγαλόσχημους και μεγαλόστομους ποιητές και τους πολυδιαβασμένους αριστερούς διανοητές ήταν ο μόνος που είδε την κατάσταση όπως ήταν και όχι όπως θα θέλαμε να είναι… Δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε και πάλι τις ποιητικές του συλλογές, να ξαναθυμηθούμε τους εμβληματικούς του στίχους χάρη στην πνευματική συνδρομή που μας προσέφερε πρόθυμα ο γιός του Ποιητή Στάθης Κατσαρός. Αφορμή υπήρξε η έκδοση του βιβλίου «Μείζονα Ποιητικά» του Μιχάλη Κατσαρού στην οποία περιλαμβάνονται τα ιστορικά έργα Μεσολόγγι – Κατά Σαδδουκαίων – Οροπέδιο αλλά και ανέκδοτα ποιήματά του που βρέθηκαν στο αρχείο του. Το βιβλίο «Μείζονα Ποιητικά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος σε επιμέλεια του εκδότη και συγγραφέα Αρη Μαραγκόπουλου.

 του Στάθη Κατσαρού

Το Μέλλον και η ξηρασία

Να αρχίσω με το περίφημο: « Μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Πιστεύω ότι ο ποιητής, όπως και ο συνθέτης, γεννιέται. Αυτό το τελευταίο, δηλαδή για το συνθέτη, αυτόν που συνθέτει μουσική, ένα τραγούδι, μια μελωδία κι εγώ δεν το είχα συνειδητοποιήσει, αλλά έχοντας ασχοληθεί τελευταία με τη μουσική, μού το επιβεβαίωσαν οι περισσότεροι μουσικοί με τους οποίους μίλησα. Άλλωστε είναι ανιχνεύσιμο με το αυτί σε συνδυασμό και με την κοινή λογική. Μπορεί ο Μίκης να σπούδασε μουσική στα καλύτερα σχολεία, να μελέτησε με τους καλύτερους δασκάλους, αλλά δεν τον έκαναν αυτά όλα Θεοδωράκη. Είχε γεννηθεί έτσι, ήταν δηλαδή στο DNA του. Απλά η μελέτη τον βοήθησε «να γίνει αυτός που ήταν». Αντίθετα ο Σαββόπουλος έμαθε τρία ακόρντα στην κιθάρα, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να γράψει τις υπέροχες μελωδίες του, που είναι πιο εμπνευσμένες από αυτές που γράφουν μεγάλοι και σπουδαγμένοι συνθέτες. Έτσι είναι κι ο ποιητής. Η αριστερή αλλά και η αστική προοδευτική διανόηση από εποχής Τζων Λοκ, έχοντας στραφεί προς τον αγώνα για την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, της παιδείας κ.λπ., ήταν ως προς την κληρονομικότητα κάπως αρνητική, έως εχθρικότατη, βοηθούντος και του σταλινικού Λυσενκοϊσμού, οι θιασώτες του οποίου δεν έπεισαν τελικά το στάρι να φυτρώσει στη Σιβηρία, αλλά πάντως έπεισαν την Γκε Πε Ου να φυτέψει αρκετούς γενετιστές στο χώμα της χώρας όλων των προλετάριων. Ο ποιητής γεννιέται. Και αυτό τον κάνει να διαφέρει από τον ποιητή του σαββατοκύριακου ή τον «ποιητή του γραφείου», όπως είπε κι ο Άρης Μαραγκόπουλος σε μια παρουσίαση του βιβλίου «Μείζονα Ποιητικά», στην ΕΡΤ. Ο Μιχάλης Κατσαρός, λοιπόν, είχε τη ματιά του ποιητή από μικρός. Και πολλά από αυτά που έγραψε ήταν παιδικές μνήμες.

Παράδειγμα η ξηρασία. Είναι πια γνωστό, ότι μια από τις οικολογικές δαμόκλειες σπάθες που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια της ανθρωπότητας, είναι και το χαμήλωμα του υδροφόρου ορίζοντα, η ρύπανση και η σπάνις του καθαρού νερού. Η Τριφυλία, από παλιά αντιμετώπιζε λειψυδρία. Στους Μύλους, ένα κοντινό χωριό της Κυπαρισσίας, που ήταν γεμάτο νερόμυλους στα προπολεμικά χρόνια, λόγω της υπεράρδευσης, της αποψίλωσης και άλλων, τη δεκαετία του πενήντα πια το νερό είχε στερέψει εντελώς. Στην ίδια την πόλη της Κυπαρισσίας, (το θυμάμαι κι εγώ αυτό), νερό υπήρχε μόνο για λίγες ώρες. Βέβαια του Μωραΐτη ο λαιμός ζυγόν δεν υπομένει, και όλοι είχαν ντεπόζιτα, που γέμιζαν αν άφηνες τη βρύση ανοιχτή για τις δυο-τρεις ώρες που υπήρχε το νερό.

Ο ποιητής λοιπόν με το ευαίσθητο κριτήριό του είδε αυτό το εντελώς παράλογο φαινόμενο και το έκανε ποίημα. Δεν είχε σκοπό να μελλοντολογήσει. Είχε την πρόθεση να κάνει ποίηση. Η ξηρασία έχει πολλές συμπαραδηλώσεις, μεταφορικές και άλλες, και ανατρέχει στα μεγάλα και γενικά. Όλα όμως ξεκίνησαν από ένα πεζό και καθημερινό γεγονός, μεγάλο όμως σε σημασία, ιδωμένο με ένα άλλο, ποιητικό μάτι.

Το αστείο είναι, ότι όταν μετά το θάνατο του πατέρα μου για να τον τιμήσει ο Δήμος, έβαλε μία αναμνηστική πλάκα σε μια βρύση της Πάνω Πόλης της Κυπαρισσίας με το απόσπασμα από το ποίημα που είχε το στίχο: «Μην αμελήσετε, πάρτε μαζί σας νερό». Το «μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία» έλλειπε. Προφανώς ο παλιός δήμαρχος, σκέφτηκε «άσε τώρα, ας μη θίξουμε τα περί νερού, έρχονται και εκλογές».

Ο ποιητής γεννιέται. Και αυτό τον κάνει να διαφέρει από τον ποιητή του σαββατοκύριακου ή τον «ποιητή του γραφείου», όπως είπε κι ο Άρης Μαραγκόπουλος σε μια παρουσίαση του βιβλίου «Μείζονα Ποιητικά», στην ΕΡΤ. Ο Μιχάλης Κατσαρός, λοιπόν, είχε τη ματιά του ποιητή από μικρός. Και πολλά από αυτά που έγραψε ήταν παιδικές μνήμες

Οι Βησιγότθοι

Αντίστοιχη νεανική μνήμη ήταν οι Βησιγότθοι. Από ό,τι έλεγε ο ίδιος, είχαν έναν καθηγητή Ιστορίας, που είχε τη συνήθεια να αγορεύει, αφού πρώτα έκανε κόμπους τις άκρες του μαντηλιού του και το φόραγε σαν καπέλο (αυτό στα δικά μας παιδικά χρόνια το έκαναν οι χτίστες, αλλά όχι οι καθηγητές, ίσως παλιά το συνήθιζαν και αυτοί, νομίζω το είδα και στο Άμαρκορντ, ένας δάσκαλος έκανε το ίδιο). Φαίνεται, στα παιδιά και τότε τους φαινόταν αστείος, ιδίως όταν, ενώ τους Ούννους και τους άλλους βαρβάρους τους παρίστανε σαν επικίνδυνα λεφούσια που κατεβαίνανε από το βορρά, για κάποιο λόγο τους Βησιγότθους τους υποτιμούσε και τους αντιμετώπιζε με περιφρόνηση και τους ανέφερε κουνώντας απαξιωτικά τα δάχτυλά του «–Καλά, μετά ήρθαν οι Βισηγότθοι…» Κι έτσι από όλα τα παιδιά του σχολείου που κορόιδεψαν τον ανώνυμο ιστορικό αυτόν, βρέθηκε και ένα που αργότερα τον απαθανάτισε στο ποίημα και τον έκανε ερήμην του «κτήμα εσαεί».

 Οι Σαδουκαίοι

Ένα ερώτημα πάντα πλανάται στον αέρα, πώς ένα επαρχιωτόπουλο σαν το Μιχάλη Κατσαρό ήξερε για τους Σαδδουκαίους. Και τι ήταν στην πραγματικότητα αυτοί οι Σαδδουκαίοι. Καταρχήν η επαρχία τότε, τουλάχιστον στην Κυπαρισσία για την οποία έχω ακούσει από τους παλιότερους, δεν ήταν ακριβώς όπως τη φανταζόμαστε κι όπως την είδαμε να φθίνει πολιτιστικά τα τελευταία χρόνια, παρ’ όλη την οικονομική της σχετική ευμάρεια. Μέσα στην προπολεμική ανέχεια, την ξυπολιά και τη φυματίωση που θέριζε, υπήρχαν πυρήνες νέων που είχαν πληροφόρηση για το τι γινόταν στην Αθήνα. Φυσικά πρώτα ερχόντουσαν τα τραγούδια της εποχής και οι χοροί. Είναι περίεργο για μας σήμερα, αλλά χωρίς τηλεοράσεις και ραδιόφωνα όχι μόνο από την πρωτεύουσα αλλά και από τας Ευρώπας και την Αμερική φτάνανε, από στόμα σε στόμα οι νέες μόδες. Η μάνα μου μού έλεγε ότι ακόμα και μια αγγλική τρέλα, ο χορός Λάμπεθ Γουώκ, είχε κατακτήσει τους νέους για λίγο. Έμαθα μετά (το youtube να’ ναι καλά) ότι επρόκειτο για ένα νούμερο σε επιθεώρηση με θέμα τους κόκνις του Λονδίνου! Και βέβαια υπήρχε η Διάπλαση των παίδων, όπου έγραφαν τα παιδιά με ψευδώνυμο. Αργότερα είχε και σελίδα με αλληλογραφία, κάτι σα το Φέισμπουκ του τότε. Η μεγαλύτερη αδερφή του, η Χάιδω Μπακοπούλου έστελνε συνεργασίες της, με το ψευδώνυμο Αράπω, που ήταν και το παρατσούκλι με το οποίο την φώναζαν τα αδέρφια της, επειδή ανάμεσα στους μελαμψούς Κατσαραίους ήταν η μελαμψώτερη (και ωραιότερη). Η ίδια δεν συνέχισε με τη λογοτεχνία όπως τα δύο μικρότερα αδέρφια, ο Μιχάλης κι ο Κώστας (κι αυτός έγραφε ποιήματα και μετέφραζε από τα ιταλικά, που τα είχε μάθει μόνος του). Ούτε οι κόρες της, αν και διαβασμένες. Το περίεργο όμως είναι ότι ο εγγονός της, ο Dean Bakopoulos, από το γιό της που έφυγε στην Αμερική μικρός και ζει εκεί, θεωρείται καλός νέος Αμερικανός συγγραφέας.

Ο ποιητής Κατσαρός έχει περάσει από την Αθήνα σαν ένας περίεργος τύπος, σουρεαλιστικά συμπεριφερόμενος, καμιά φορά ασυνάρτητος, εκκεντρικός. Αυτό είναι ό,τι φαίνεται. Στην πραγματικότητα όμως, αποδεικνύεται ότι ήταν ο πιο προσγειωμένος

Φυσικά δεν υπήρχε τότε η πληροφόρηση για όλα τα μοντέρνα λογοτεχνικά ρεύματα, γι’ αυτό οι περισσότεροι έγραφαν σε ύφος δημώδες, ή πιο σπάνια Καρυωτακικό. Ο Κατσαρός μετά τον πόλεμο ήρθε σ’ επαφή με τη σύγχρονη ποίηση και το σουρεαλισμό, κυρίως μέσω της αριστερής Ομάδας Νέων Λογοτεχνών, της οποίας ήταν δραστήριο μέλος.

Τότε κυκλοφορούσαν και περισσότερα βιβλία, κάποια με συνδρομητές. Σε μια σειρά που είχε αγοράσει ο αδερφός του ποιητή, ο Κώστας, που λεγόταν «100 Αθάνατα έργα» εντόπισα τις απαρχές ίσως των Σαδδουκαίων. Η σειρά αυτή υποτίθεται ότι ήταν ένας πυρήνας βασικών βιβλίων για να αρχίσει ένας νέος να συγκροτεί τη βιβλιοθήκη του και πραγματικά μέσα σ’ αυτά έβρισκε κανείς πολλά κείμενα από αυτά που θεωρούνται απαραίτητα να τα έχει διαβάσει κανείς.

Η βιβλιοθήκη του σπιτιού τους, κυρίως του αδελφού του Κώστα, είχε εμπλουτιστεί με πολλούς τόμους από αυτή τη σειρά, μεταξύ των οποίων ο Μικρομέγας και άλλα φιλοσοφικά έργα του Βολταίρου, που αγοράστηκε την ίδια χρονιά που γράφτηκαν οι Σαδδουκαίοι. Σε κάποια σελίδα αυτού του βιβλίου αναφέρεται η συγκεκριμένη εβραϊκή σέκτα, που «ηρνείτο την αθανασία της ψυχής και στηριζόταν μόνο στο νόμο του Μωυσή». Στην επόμενη σελίδα φαίνεται υπογραμμισμένο, ίσως απ’ τον Μιχάλη Κατσαρό, ένα εδάφιο όπου ο Βολταίρος εκφράζει τη διαφωνία του στο ότι «η μισαλλοδοξία και ο καταναγκασμός είναι πράγματα θεμιτά» και παρακάτω «πρέπει να είσαι άνθρωπος πριν να είσαι χριστιανός».

Όντως οι Σαδδουκαίοι ήταν αυτό που αναφέρει ο Κατσαρός στο ποίημα. Ήταν «η αριστοκρατία του Ναού» δηλαδή μία σέκτα της θρησκευτικής ιεραρχίας που είχε τα δικά της δόγματα (π.χ. δεν πίστευαν στη μετά θάνατον ζωή) και κυρίως τα δικά της συμφέροντα. Οι Σαδδουκαίοι διαχειρίζονταν τα διοικητικά και τα οικονομικά του Ναού του Σολομώντα κι έτσι αντιπροσώπευαν τις ανώτερες ελίτ της ιουδαϊκής κοινωνίας. Αν και υλιστές, η ορθοδοξία τους ήταν άκαμπτη, αλλά μόνο όσον αφορά τις τελετές, η θρησκεία δηλαδή ήταν μέσον γι’ αυτούς, ενώ ο σκοπός τους ήταν να τάχουν καλά με το καθεστώς της ρωμαϊκής κατοχής και να διασκεδάζουν σαν ηγέτες ενός υποταγμένου λαού. Ο Άννας και ο Καϊάφας ήταν Σαδδουκαίοι. Δεδομένου λοιπόν ότι το ανώτερο κοινωνικό στάτους που απολάμβαναν το στήριζαν στα ιερά βιβλία, οι Σαδδουκαίοι προσφέρονται για μια μεταφορά για τις κομματικές και ιδεολογικές ελίτ κάθε είδους και έτσι το χρησιμοποίησε ο ποιητής.

Ελευθερία ανάπηρη

Το ότι ο Κατσαρός ήταν ένας αληθινός ποιητής φαίνεται κι από το γεγονός της λογοκρισίας ή της ερήμην του «αυτολογοκρισίας» του ποιήματος «Η Διαθήκη μου» από «προοδευτικούς διανοούμενους». Φυσικά όλοι ξέρουμε ότι ένας από τους λογοκριτές του ήταν κι ο Βουρνάς, άλλωστε το έχει αναγνωρίσει και έχει απολογηθεί κι ο ίδιος. Και μάλιστα σε ένα μεταγενέστερο άρθρο του στην Αυγή είχε υπερασπιστεί τον ποιητή απέναντι σε μια άλλη «αυτολογοκρισία» των Σαδδουκαίων, που την έκανε ο ίδιος ο Μίκης για να περάσει το Ορατόριο από τους λογοκριτές της Ανατολικής Γερμανίας στο Βερολίνο. Ο ίδιος ο μουσουργός μού είχε εκμυστηρευτεί ότι, παρόλα αυτά, στο θέατρο σηκώθηκαν οι νέοι του Κόμματος, διαμαρτυρήθηκαν και φώναξαν ότι το έργο ήταν αντικομματικό. Φαίνεται τότε, μεσουρανούσης της Στάζι στο Ανατολικό Βερολίνο, η Αριστερά δεν ήταν τόσο αριστερόστροφη για το Μίκη, ώστε να τη χαρακτηρίσει φασιστική. Τώρα του ξανακάηκε… Ίσως, πάντως, ανάμεσα στους νέους που σφύριξαν το Μίκη, να βρισκόταν και ο Έγκον, ο τότε γραμματέας της κομμουνιστικής νεολαίας και τελευταίος ηγέτης της Ανατολικής Γερμανίας, του οποίου τη σταλινική ιδεολογία πλάκωσε το Τείχος πέφτοντας.

Τα της αρχικής λογοκρισίας τα έχει γράψει σε άρθρο του ο Στάθης Μάρας. Αυτό ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο ενός ξαδέρφου μου, από τη μάνα μου, του Στάθη Κατσαρελά, που ήταν συγγραφέας και λόγιος. Σε ηλικία 16 χρονών, προσχώρησε στο κίνημα, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Έβγαλε φωτογραφία με την καινούρια στολή και το σηματάκι του ΕΛΑΣ στο πηλίκιο, οι μεγαλύτεροι συγγενείς (όχι όλοι) τού ευχήθηκαν συγκινημένοι και πριν προλάβει να ρίξει την πρώτη του σφαίρα, στην πρώτη του στρατιωτική επιχείρηση οι Εγγλέζοι τον κάνανε τσακωτό μαζί με όλη την ομάδα. Ήταν κάποιος χαφιές ανάμεσα στα παιδιά και τους έδωσε στους Άγγλους. Η μάνα μου, η θεία του δηλαδή, παίρνει άλλη μια συγγενή, γαλλομαθή, και μια και δυο πάνε στον Άγγλο διοικητή με το αίτημα: «–Κρατήστε τον μέσα το μικρό, μην τον αφήσετε.» Ήξεραν ότι αν τον άφηναν μπορεί να τον δολοφονούσαν οι δεξιοί. Έτσι ο Μάρας βρέθηκε στην Ελ Τάμπα, στρατόπεδο συγκέντρωσης των Εγγλέζων στη Μέση Ανατολή. Και επέζησε. (Αυτά είναι εκτός θέματος αλλά δείχνουν την εποχή. Ο Μάρας πέθανε σε μεγάλη ηλικία, για την ακρίβεια τον πάτησε με το αυτοκίνητο ένας δημοσιογράφος, συμπτωματικά δεξιός, ονόματι Δημήτρης Ρίζος. Κάποια σάιτ γράφανε μετά: Γλύτωσε τα Δεκεμβριανά και πήγε από τις ρόδες του Ρίζου).

Όταν λοιπόν ο Μάρας γύρισε από την εξορία στη Μέση Ανατολή, μπήκε σε μια ευρύτερη παρέα, στην οποία ανήκε η μάνα μου, η Κούλα Μαραγκοπούλου η ζωγράφος, ο Μιχάλης Κατσαρός, και ο αδερφός της Πολυδούρη, μετέπειτα. Ένα απόγευμα, λοιπόν, στο καφενείο που σύχναζαν, είδαν στο περιοδικό το λογοκριμένο ποίημα. Όλοι προέτρεψαν τον Κατσαρό να στείλει επιστολή διαμαρτυρίας. Εκείνος δήλωσε ότι θα το σκεφτεί. Την άλλη μέρα εμφανίστηκε με το ποίημα «Το Υστερόγραφο» το οποίο και έστειλε στο περιοδικό. Αυτά συμβαίνουν την ίδια περίοδο, που ζούσαν με τον Θεοδωράκη στο υπόγειο του Χαλανδρίου και, από ό,τι μου έλεγε ο ίδιος ο μουσικός, τσακωνόντουσαν για τα πολιτικά. «Εγώ ήμουν Σταλινικός» μου είχε πει ο Μίκης. Όμως τους Σαδδουκαίους τους εκτιμούσε πάντα.

Στο ποίημα «Υστερόγραφο» υπάρχει και το «Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν». Δηλαδή κι εδώ ο Κατσαρός φέρθηκε σαν ποιητής. Τα στελέχη του κομματικού μηχανισμού δε θα τα θυμάται κανείς, και κάποτε και το συγκεκριμένο κόμμα, και ο διχασμός του Εμφύλιου, που τον ζούμε ακόμα, θα είναι μια μικρή παράγραφος στην ανθρώπινη Ιστορία, το ποίημα όμως θα μείνει και θα λειτουργεί έξω από συγκυρίες και πάνω από την Ιστορία ή μάλλον θα διαπερνά την Ιστορία. Και η ελευθερία είναι ένα ιδανικό, πάντα θα μιλάμε γι’ αυτή, πάντα θα μας την τάζουν και πάντα θα είναι ανάπηρη (όπως και τη δημοκρατία, γεγονός που συνήθως το ξεχνάμε). Όχι απαραίτητα σαν τη Liberte που ποτέ δεν έγινε Egalite, έγινε μόνο μία με το ζόρι και τα κλόμπ fraternite, ούτε μόνο για τον περίφημο Ελεύθερο Κόσμο του Ψυχρού Πολέμου, ούτε για την σημερινή Liberty των Αμερικάνικων βομβαρδισμών, ή το αόρατο χέρι τής ελεύθερης αγοράς, που περιμένουμε εναγωνίως να μας κανονίσει, ενώ βλέπουμε ότι το μόνο που κάνει είναι, λόγω στασιμο-πληθωρισμού, να παίζει ταμπούρλο με τα δάχτυλα πάνω στα τραπεζικά γραφεία, βαριεστημένα. Και εδώ στην Ελλάδα, ενίοτε να μας μουντζώνει. Μπορεί να είναι και η ελευθερία του σαμπουάν που αν το λουστεί μια γυναίκα δε θα γίνει μόνο ωραία, αλλά και ελεύθερη, ή την ελευθερία που μας τάζουν τα ταξιδιωτικά γραφεία και η οποία θα πραγματωθεί αν θαυμάσουμε το Τατζ Μαχάλ δίπλα από τον βρωμερό από την πλαστικούρα και τις χημικές βιομηχανίες Γιάμουνα, τον πάλαι ποτέ ιερό παραπόταμο του Γάγγη. Δεν υποβαθμίζω το πολιτικό μήνυμα της ποίησης του Κατσαρού, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι προέρχεται από έναν ποιητή.

Ο Άννας και ο Καϊάφας ήταν Σαδδουκαίοι. Δεδομένου λοιπόν ότι το ανώτερο κοινωνικό στάτους που απολάμβαναν το στήριζαν στα ιερά βιβλία, οι Σαδδουκαίοι προσφέρονται για μια μεταφορά για τις κομματικές και ιδεολογικές ελίτ κάθε είδους και έτσι το χρησιμοποίησε ο ποιητής

Αντισταθείτε

Εμείς στο σινεμά, τουλάχιστον όσοι κλίνουν προς το κλασικό κινηματογράφο, λέμε ότι ένα επιτυχημένο σενάριο, πρέπει να ακολουθεί την εντολή «Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται». Δηλαδή το στόρι πρέπει να έχει ανατροπές, κρίσιμα σημεία που αλλάζουν την πορεία της ιστορίας, αποκαλύψεις, κ.λπ. Ακόμα και στα πιο μοντέρνα σενάρια και τον ποιητικό κινηματογράφο ο σεναριογράφος υπακούει σ’ αυτή την επιταγή. Οι μύθοι και οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές ακολουθούσαν την ίδια αυτή τεχνική. Επί παραδείγματι ο Οιδίποδας, σαν ντετέκτιβ ξεκινάει να εξιχνιάσει ένα φόνο αλλά στο τέλος ανακαλύπτει, ότι απολύτως τίποτα δεν ήταν αυτό που φαινόταν και ότι ο ίδιος, εκτός από ντετέκτιβ, είναι συγχρόνως κι ο δολοφόνος αλλά και το θύμα.

Αν δούμε τον Κατσαρό κάτω από αυτό το πρίσμα, μάς εμφανίζεται το εξής: Ο ποιητής έχει περάσει από την Αθήνα σαν ένας περίεργος τύπος, σουρεαλιστικά συμπεριφερόμενος, καμιά φορά ασυνάρτητος, εκκεντρικός. Αυτό είναι ό,τι φαίνεται. Στην πραγματικότητα όμως, αποδεικνύεται ότι ήταν ο πιο προσγειωμένος. Από τους μεγαλόσχημους και μεγαλόστομους ποιητές και τους πολυδιαβασμένους αριστερούς διανοητές και ήρωες ήταν, με μερικές εξαιρέσεις, (αναφέρω ενδεικτικά τον Αλεξάνδρου και τον Αναγνωστάκη), ο μόνος που είδε την κατάσταση όπως ήταν και όχι όπως, μέσα στα πλατωνικά σύννεφα των επιθυμιών μας, θα θέλαμε να είναι. Και φυσικά, όταν όλοι θρηνούσαν μετά την ήττα, εξακολούθησε να υμνεί την Αντίσταση. Μόνο που τώρα θα έπρεπε να αντισταθούμε σε άλλα πράγματα, κυρίως στον εαυτό μας. Δεν είναι φιλόσοφος, αλλά βρίσκεται πολύ κοντά στο «έγκλημα να μην σκεφτόμαστε» της Άρεντ, που σήμερα δεν αφορά μόνο στα μεγάλα εγκλήματα της ανθρωπότητας, αλλά και στα καθημερινά πολύ μικρά πταίσματα, που όμως όταν τα διαπράττουν δισεκατομμύρια ανθρώπων, μπορούν να φέρουν την καταστροφή.

Το ρήγμα σ’ αυτό το μπετόν

Νομίζω ότι η αίσθηση αυτή, της περικύκλωσης, είναι σύμφυτη με τη ζωή πολλών μεγάλων ποιητών. Εδώ το ποίημα θυμίζει Καβάφη με τα τείχη. Ο Μιχάλης Κατσαρός ας μην ξεχνάμε ότι έγραφε σε μια έξαλλη εποχή περιστοιχιζόμενος από χιλιάδες ανθρώπους που δεν έβλεπαν τίποτα, και μάλιστα, τη στιγμή που κι εκείνοι που δεν έβλεπαν, περιστοιχίζονταν από χιλιάδες τυφλωμένους από λύσσα που ‘θέλαν να τους εκτελέσουν. Γιατί αυτή ήταν η κατάσταση στα μεταπολεμικά χρόνια. Όμως έγραψε και κάτι άλλο:

 Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.

Επιμέλεια: Σταμάτης Μαυροειδής

σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατελείωτες τις παρελάσεις
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές στις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους.

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.

leibadaarh
Βαγγέλης Θεοδώρου
«Δεν τα πάμε καλά με τις λίστες. Έχουμε εσάς»
ΣΤΗΡΙΞΕ ΤΟ
TVXS

Υστερόγραφο

Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
– καθώς διαβάστηκε –
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.

Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους.
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο
εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν –
τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα
ποιος είναι αυτός που πνίγει.

Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:

 

Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.

Μιχάλης Κατσαρός

--------------------

Ο Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998) γεννήθηκε στην Κυπαρισσία. Σε νεαρή ηλικία πήρε μέρος σε αριστερές πολιτικές οργανώσεις και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.

Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έζησε για πολλά χρόνια σε δύσκολες συνθήκες, ασκώντας διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Θεμέλιο" (1947), "Ποιητική Τέχνη", "Τα Νέα Ελληνικά", "Αθηναϊκά Γράμματα" και "Στόχος" (1950) και το 1975 εξέδωσε το περιοδικό "Σύστημα", όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα.

Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος "Το Μπαρμπερίνικο καράβι" στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα". Tον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα "Βγενιώ" στο ίδιο περιοδικό. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Μεσολόγγι". Παντρεύτηκε τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου.

Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Μεσολόγγι", 1949, "Κατά Σαδδουκαίων", 1953, "Οροπέδιο", 1956, "Σύγγραμμα", 1975, "Πρόβα και ωδές", 1975, "Ενδύματα", 1977, "Αλφαβητάριο - ποιήματα Α-Ω", 1978, "Ονόματα", 1980, "3Μ+3Μ=6Μ", 1981, "4 μαζινό", 1982, "Μείον ωά", 1985, "Ο πατέρας του ποιητή", 1987, "Κορέκτ, φόβος του ποιητή", 1996, "Εννέα το επτά", 1997, τα δοκίμια "Πας-Λακίς Michelet", 1973, "Σύγχρονες μπροσούρες", 1977-78, "Αυτοκρατορική πραγματικότητα", 1995, "Το κράτος εργοδότης", 1996, και το μυθιστόρημα "Οι συλλέκται της Μονόχρα", 1980.

Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και μελοποιήθηκαν από τους Μ. ΘεοδωράκηΓ. ΜαρκόπουλοΘ. Γκαϊφύλλια και Α. Κουνάδη. Το "Κατά Σαδδουκαίων" παρουσιάστηκε μελοποιημένο από γερμανό συνθέτη στο "Κουήν Ελίζαμπεθ Χωλ", στο Σάουθ Μπανκ του Λονδίνου (ο αγγλικός τύπος τον παρέβαλε με τους ποιητές Μπρεχτ, Χο Τσι Μινχ και Παντίλα).

Πέθανε στην Αθήνα. Για βιογραφικά στοιχεία από τον ίδιο τον ποιητή, βλ. τη συλλογή του "Καζαμία Ελλήνων", Αθήνα, Μανδραγόρας, 1996. Βλ. επίσης Αλέξανδρος Αργυρίου, "Mιχάλης Κατασαρός", στο "Η ελληνική ποίηση· η πρώτη μεταπολεμική γενιά", σ. 374-375. Αθήνα, Σοκόλης, 1982 και χ.σ., "Κατσαρός Μιχάλης", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985· Για προσέγγιση της ποιητικής του τέχνης βλ. συνέντευξη του ποιητή στον Μισέλ Φάις στο περιοδικό "Διαβάζω", τ. 370, 1/1997, σ.104-119. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
--------------------

Αυτούς που βλέπεις

 Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

 Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη

 Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
σ'αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν
με περηφάνια πιο μεγάλη

 Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους μισήσεις πάλι
έναν μονάχα δε θα βρεις
τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο
τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο

 Αυτόν δε θα τον ξανεΐδείς να τονε βασανίσεις
και την μεγάλη του καρδιά να τηνε σκίσεις
αυτόν δε θα τον ξαναβρείς τι τον φυλάνε τ'άστρα
τι τον φυλάει ο ήλιος του, τονε φυλάει το φεγγάρι

 Αυτόν που 'χει τη χάρη τον πιο μικρό
τον πιο πικρό και τον αγαπημένο
αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω


ρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών
Κατσαρός Μιχάλης

 
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=222
Τόπος Γέννησης:Κυπαρισσία
Έτος Γέννησης:1919
Έτος Θανάτου:1998
Λογοτεχνικές Κατηγορίες:Ποίηση
Δοκίμιο

Βιογραφικό Σημείωμα

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ (1919-1998)


Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε στην Κυπαρισσία. Σε νεαρή ηλικία πήρε μέρος σε αριστερές πολιτικές οργανώσεις και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έζησε για πολλά χρόνια σε δύσκολες συνθήκες, ασκώντας διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Θεμέλιο (1947), Ποιητική Τέχνη, Τα Νέα Ελληνικά, Αθηναϊκά Γράμματα και Στόχος (1950) και το 1975 εξέδωσε το περιοδικό Σύστημα, όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος Το Μπαρμπερίνικο καράβι στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα Βγενιώ στο ίδιο περιοδικό. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μεσολόγγι. Παντρεύτηκε τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου. Πέθανε στην Αθήνα. 1. Για βιογραφικά στοιχεία από τον ίδιο τον ποιητή, βλ. τη συλλογή του Καζαμία Ελλήνων. Αθήνα, Μανδραγόρας, 1996. Βλ. επίσης Αργυρίου Αλεξ., «Μιχάλης Κατασαρός», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.374-375. Αθήνα, Σοκόλης, 1982 και χ.σ., «Κατσαρός Μιχάλης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985· Για προσέγγιση της ποιητικής του τέχνης βλ. συνέντευξη του ποιητή στο Μισέλ Φάις, Διαβάζω370, 1/1997, σ.104-119.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία



• Αρανίτσης Ευγένιος, Κριτική για το Οι συλλέκται της Μονόχρα, Πρωινή, 21/9/1979.
• Αργυρίου Αλεξ., «Μιχάλης Κατσαρός», Η ελληνική ποίηση · Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.374-389. Αθήνα, Σοκόλης, 1982.
• Ζωγράφου Ευγενία, Κριτική για τα Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία και Δε θα πεθάνουμε, Ριζοσπάστης, 9/8/1978.
• Κακλαμανάκη Ρούλα, «Μια σύντομη περιπλάνηση στον κόσμο του Μιχάλη Κατσαρού», Η λέξη13, 3-4/1982, σ.157-161.
• Κατσίμης Σπ., Κριτική για τα Ενδύματα, Η Καθημερινή, 9/2/1978.
• Μ[αγκλίνης] Η[λίας], «Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998)», Διαβάζω392, 1/1999, σ.32.
• Μαρκόπουλος Γιώργος, «Η μοναχική περιπέτεια από τον εμφύλιο ως την ερημιά των περιβολιών του Μοσχάτου» (για την Ανθολογία ποιημάτων), Διαβάζω32, 6/1980, σ.74-76.
• Μαρκόπουλος Γιώργος, «Κριτής και χλευαστής», Διαβάζω69, 18/5/1983.
• Παπαγεωργίου Χ., «Έφηβος ποιητής», Διαβάζω369, 12/1996, σ.151.
• «Σε β΄ πρόσωπο: Μια συνομιλία του Μιχάλη Κατσαρού με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο», Η λέξη13, 3-4/1982, σ.225-230.
• Σταματίου Κώστας, Κριτική για την Ανθολογία ποιημάτων, Τα Νέα, 17/5/1980.
• Σταματίου Κώστας, Κριτική για τα 4 Μαζινό, Τα Νέα, 12/11/1983.
• Φάις Μισέλ, Συνέντευξη με τίτλο «Ο μακρύς μονόλογος του Μιχάλη Κατσαρού», Διαβάζω370, 1/1997, σ.104-119.
• Χατζίνης Γιάννης, «Θεμ. Κορνάρου: Καλοί και κακοί», Νέα Εστία32, ετ.ΙΣΤ’, 15/8/1942, αρ.365, σ.828-829.
• Χ[ουρμούζιος] Αιμ[ίλιος], «Μιχάλη Κατσαρού: Μεσολόγγι», Νέα Εστία46, ετ.ΚΓ΄, 15/9/1949, αρ.533, σ.1219.
• χ.σ., «Κατσαρός Μιχάλης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.
Αφιερώματα περιοδικών
• Τομές49, ετ.Ε΄, 6/1979.

Εργογραφία


(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

• Μεσολόγγι. Αθήνα, έκδοση του περιοδικού Ποιητική Τέχνη, 1949.
• Κατά Σαδδουκαίων. Αθήνα, 1953.
• Οροπέδιο. Αθήνα, 1956.
• Πας - Λακίς - Michelet · Φιλοσοφική μπροσούρα. Αθήνα, Παγκόσμιος Φιλοσοφία, τ.18, 1973.
• Χρονικόν Μορέως μετά Τσοτερπίου χωρίου Λιβεριανού. Αθήνα, Μνήμη, 1973.
• Μπαλάντα στους ποιητές που πέθαναν νέοι. Αθήνα, περ.Επιθεώρηση Τέχνης, 1/1959.
• Οι συλλέκτες της Μονόχρα. Αθήνα, Γνώση, 1974.
• Σύγγραμμα. Αθήνα, Κέδρος,1975.
• Σύχγρονες μπροσούρες. Αθήνα, Καρανάσης, 1977.
• Το κράτος εργοδότης και 10 άρθρα Ελευθέρων Κομμουναρίων. Αθήνα, 1978.
• Πρόβα και ωδές · ποιήματα · επίμετρο Μάνου Ελευθερίου. Αθήνα, έκδοση του περ. Αντί, 1975.
• Ενδύματα. Αθήνα, Ανδρομέδα, 1977.
• Αλφαβητάριον · Ποιήματα Α-Ω. Αθήνα, Μνήμη, 1978.
• Ανθολογία ποιημάτων. Αθήνα, Κάκτος, 1979.
• Ονόματα. Αθήνα, Νεφέλη,1980.
• 3Μ-3Μ=6Μ. Αθήνα, Νεφέλη, 1980.
• 4 Μαζινό. Αθήνα, Θεμέλιο, 1982.
• Μείον ωά. Αθήνα, Δωδώνη, 1984.
• Ο πατέρας του ποιητή. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1987.
• Μία έκτη· Έκτακτη έκδοση εφημερίδος βιβλίων, φύλλα 1-4, 1-12/1992.
• Αυτοκρατορική πραγματικότητα· 3η σύγχρονη μπροσούρα· Δίγλωσση έκδοση. Μετάφραση στα αγγλικά Μιχάλης Σταματιάδης. Αθήνα, Ίδμων, 1995.
• Καζαμία Ελλήνων. Αθήνα, Μανδραγόρας, 1996.
• Κορέκτ - Φόβος ποιητή. Αθήνα, Μανδραγόρας, 1996.
• Σύγγραμμα. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1997.
• Εννέα το επτά. Αθήνα, Ίδμων, 1998.


Νέα αναζήτηση

https://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=2274

 

Η απροσκύνητη ποίηση του Μιχάλη Κα

τσαρού

https://www.fractalart.gr/meizona-poiitika/



Γράφει η Κατερίνα Λιβιτσάνου- Ντάνου //

 

Μιχάλης Κατσαρός «Μείζονα Ποιητικά», εκδ. Τόπος

 

Ο Μιχάλης Κατσαρός (1920 – 1998) υπήρξε ένας από τους πιο επιδραστικούς ποιητές του 20ου αιώνα στη νεοελληνική λογοτεχνία, εκπρόσωπος της α’ μεταπολεμικής γενιάς. Οι τρεις μείζονες συλλογές του (Μεσολόγγι 1949, κατά Σαδδουκαίων 1953, Οροπέδιο 1957) προκάλεσαν αίσθηση όταν πρωτοεκδόθηκαν, αλλά και αντιδράσεις από τη μεριά της αριστεράς, λόγω του ελευθεριακού περιεχομένου της δεύτερης συλλογής. Το έργο του δεν έπαψε ποτέ να διαβάζεται και να κρίνεται. Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς  Έλληνες συνθέτες (Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος, Κουνάδης κ. ά.).

Η συλλογή ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ το 2018, είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του και περιλαμβάνει:

1) Αντί προλόγου: από τον υπεύθυνο της έκδοσης Άρη Μαραγκόπουλο, όπου μεταξύ των άλλων γράφει «στα ποιήματα που καταγράφονται στον τόμο αυτό ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να διακρίνει: το χαρακτηριστικό ύφος του Μιχάλη Κατσαρού, την ειρωνεία τη σάτιρα, την υπαινικτική γραφή, την κατάτμηση και την εναλλαγή των εικόνων, την αποστασιοποίηση του αφηγητή, την επιβλητική προβολή του ως οραματιστή, την ελευθεριακή – ριζοσπαστική του στάση απέναντι στην εξουσία».

«για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου/ όπως με γέννησε η Γαλλική επανάσταση / όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων / όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία / ένας σκοτεινός συνωμότης» (Δωριείς 1953)

   2)  Α’ ΜΕΡΟΣ : Μεσολόγγι, Κατά Σαδδουκαίων, Οροπέδιο (τρεις συλλογές)

Στο Μεσολόγγι έγραψε το ποίημα της πρώτης συλλογής, ενώ η 2η συλλογή περιλαμβάνει 20 ποιήματα «αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών / και διαβατηρίων / στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη / διπλωματία / στα εργοστάσια πολεμικών υλών / σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς / στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας / αντισταθείτε». Η 3η συλλογή  είναι ένα ποίημα σε επτά μέρη.

  3) Β΄ΜΕΡΟΣ : 1) Ανέκδοτα, αδημοσίευτα, αθησαύριστα ποιήματα. Εδώ παραθέτονται άγνωστα για το κοινό ποιήματα που δίνουν τις εξής συλλογές: α΄ ποιήματα και απολογία, β΄το πνιγμένο στάρι, γ΄ στην απέναντι όχθη,  δ΄ δε θα ‘ρθεί,  ε΄Άνοιξη 1951 2) Ιστορικά, όπου εδώ γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, που σημάδεψαν τον ποιητή (θάνατος Παλαμά, Χιροσίμα, Αντίσταση, Δεκεμβριανά, εμφύλιος κλπ). « Χιροσίμα /  Πολιτεία , εχθρική πολιτεία / του μπλάβου Ωκεανού / Σταθήκαμε ορθοί στο Έρεβος / μάταια προσμένουμε τον Πόνο / μάταια προσμένουμε τον Άνθρωπο»  3) Αυτοβιογραφικά: η περιπετειώδης ζωή του ποιητή από τα τρυφερά του χρόνια εμπνέει εμφανώς το έργο του, καθώς διαπλέκεται στενά με τη δραματική, στο επίπεδο του τραγικού, κοινωνική ζωή αυτού του τόπου. «επιτύμβιο / ΕΔΩ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΗΣΥΧΟΣ Ο ΜΙΧΑΛΙΟΣ / ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ / ΚΙ ΑΚΟΜΑ ΣΤΕΛΝΟΥΝΕ ΧΑΡΤΙΑ / ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΛΟΥΝΕ».

4) Μιχάλης Κατσαρός, εν είδει βιογραφίας: εδώ, αντί επιλόγου, ο γιος του ποιητή Στάθης Κατσαρός παραθέτει λεπτομέρειες από τη ζωή, το χαρακτήρα και το έργο του πατέρα του «στις 18-9-1988, στο Ηρώδειο, ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσιάζει την καντάτα Κατά Σαδδουκαίων Πάθη με μεγάλη ορχήστρα και χορωδία, μπροστά σε ένα κοινό πολλών χιλιάδων ακροατών. Στο τέλος της παράστασης ο Κατσαρός αποθεώνεται».

Ιδιαίτερη και αξιόλογη η γραφή του Μιχάλη Κατσαρού. Τιμή και θαυμασμός σε όλους εκείνους που αντιστέκονται στα κακώς κείμενα, με το δικό τους τρόπο! Ο καθένας από μας διαβάζει φυσικά ό,τι του αρέσει, αρκεί να διαβάζει και να επαγρυπνά. Συγκρατώ τη ρήση του Σεφέρη από τη σελίδα 73 του βιβλίου «Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες θα είναι κάποιος σαν εμάς μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη» (Τετράδιο Γυμνασμάτων 1940).

 

Μιχάλης Κατσαρός

 

 

Μιχάλης Κατσαρός: «Μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία…»

Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός από νεαρή ηλικία εντάσσεται και παλεύει με το εργατικό-λαϊκό κίνημα, παίρνει μέρος από τις γραμμές της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ στην Αντίσταση του λαού μας κατά της φασιστικής Κατοχής και γίνεται μέλος του ΚΚΕ.

Μιχάλης Κατσαρός: «Μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία…»
 

Οποιητής Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε το 1920 στην Κυπαρισσία και έφυγε από τη ζωή στις 21 του Νοέμβρη 1998.

Εξέδωσε 14 ποιητικές συλλογές, πέντε φιλοσοφικά κείμενα και το μυθιστόρημα «Οι Συλλέκται της Μονόχρα». Το 1953 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων», όπου υπάρχει και το περίφημο «Η διαθήκη μου», στην τελευταία στροφή του οποίου έγραφε: «Μην αμελήσετε/ πάρτε μαζί σας νερό./ Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία»:

Η διαθήκη μου

Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος
δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.
Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
μάταιοι λόγοι.
Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.

Σε νεαρή ηλικία ο Μιχάλης Κατσαρός εντάσσεται και παλεύει με το εργατικό-λαϊκό κίνημα. Στη διαδήλωση του 1935 στην Κυπαρισσία για τα «Σταφιδικά» συμπορεύεται με τους σταφιδοπαραγωγούς, κρατώντας το κόκκινο λάβαρο του ΚΚΕ, ενώ γράφει και ποίημα αφιερωμένο στα γεγονότα αυτά.

Έλαβε μέρος στο Αλβανικό Έπος, ως αεροπόρος, ενώ στη διάρκεια της φασιστικής Κατοχής πολέμησε τους χιτλερικούς καταχτητές από τις γραμμές της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ. Πιάστηκε από συνεργάτες των γερμανών που τον παρέδωσαν στην Γκεστάπο. Βασανίστηκε άγρια και τον έκλεισαν στις φυλακές Χατζηκώστα. Ήταν, επίσης, παρών και στον Δεκέμβρη του 1944.

Το καλοκαίρι του 1945, έγινε μέλος του ΚΚΕ και ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε ποίημά του με τίτλο «Σήμερα έγινα σύντροφος». Τον Αύγουστο του 1945, και πάλι ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε το ποίημα «Χιροσίμα» με αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο. Στις 26 Μαΐου 1947 ο Ριζοσπάστης με αφορμή το θάνατο του Γιώργη Σιάντου δημοσίευσε το ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού «Στον τάφο του Γ. Σιάντου».

Όταν…

Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια και μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.

(Κατά Σαδουκαίων)

Το 1946 το ποίημά του «Το Μπαρμπερίνικο καράβι» δημοσιεύτηκε στα Ελεύθερα Γράμματα. Επίσης, στο ίδιο έτος -και στο ίδιο περιοδικό- δημοσίευσε, σε ελεύθερο στίχο, το ποίημα «Βγενιώ».

Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μεσολόγγι.

Στην Αθήνα καταπιάστηκε με διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία. Ανέπτυξε συνεργασίες με τα περιοδικά Νέος Νουμάς, Θεμέλιο, Ποιητική Τέχνη, Τα Νέα Ελληνικά, Αθηναϊκά Γράμματα και το Στόχος. Στη συνέχεια εξέδωσε το Σύστημα, ένα περιοδικό όπου δημοσίευε, καταρχήν, δικά του κείμενα.

Τα έργα του Μιχάλη Κατσαρού έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τους Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη Μαρκόπουλο και Αργύρη Κουνάδη.


Η σημασία της ποιητι

κής του Μιχάλη Κα

τσαρού σήμερα, του

 Γ. Κουτούβελα.

Τα αποτυπώματα, τα ίχνη που αφήνουν οι συγγραφείς πίσω τους δεν έχουν να κάνουν μόνο με την καθαρή κριτική, αλλά και με την παιδεία από τη μία, και από την άλλη με την πιθανή παρέμβαση σε αυτά, θετική ή αρνητική. O Μιχάλης Κατσαρός του οποίου οι στίχοι κόντρα στο κατεστημένο, όχι μόνο επιζούν, αλλά αποτυπώνονται στο νου των ανθρώπων. Ίχνη που κανείς δεν μπορεί να σβήσει, να αφανίσει, όπως δεν μπορεί να αφανιστεί ο Λόγος.
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «ποιητές στη σκιά» (στο χώρο των εκδ. Γαβριηλίδη), νεότεροι ποιητές προσεγγίσαμε κάποιες από τις πολλές πτυχές του έργου του Μιχάλη Κατσαρού. Ταυτόχρονα, καταβλήθηκε προσπάθεια να γίνουν αντιληπτοί οι λόγοι για τους οποίους ο Κατσαρός ανήκει στην κατηγορία των ποιητών στη σκιά, δηλαδή, εκείνων που το έργο τους δεν υπολείπεται σε τίποτα από εκείνο άλλων πιο αναγνωρισμένων, αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένει στην αφάνεια.
O Μιχάλης Κατσαρός ήταν ποιητής της εποχής του. Επιθετικά δυναμικός δεν φοβόταν τη σύγκρουση και την απομόνωση από τον λογοτεχνικό και από τον ευρύτερο κοινωνικό του περίγυρο. Αυτό διότι δεν μίλαγε εναντίον ενός αδιευκρίνιστου άλλου. Η διαφωνία του ήταν συγκεκριμένη και ειλικρινής. Τόσο με τη δουλειά όσο και με τον τρόπο που έζησε, έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα για εμάς τους νεότερους που επιθυμούμε να αποκαλούμαστε συγγραφείς. Διδάσκει πως τις φοβίες και τις φιλοδοξίες μας οφείλουμε να τις κάνουμε πέρα όταν έχουμε απέναντι μας το λευκό χαρτί. Αυτό φυσικά είναι κάτι που απαιτεί θάρρος και πιθανότατα επιφέρει και συνέπειες.
Στην ίδια εκδήλωση ο Γιώργος Μπλάνας είχε σημειώσει: … όταν εξέδωσε τη θρυλική συλλογή Κατά Σαδδουκαίων, η κομματική ιεραρχία τον έθαψε για είκοσι χρόνια. Και βρέθηκε κυνηγημένος και από το κράτος και από την αριστερά. Και βυθίστηκε στην ποίηση, σκάβοντας όλο και πιο βαθιά τη γλώσσα. Και έγραψε τραγούδια που τραγουδήθηκαν πολύ και μελέτες ουτοπικού σοσιαλισμού με αντιεξουσιαστικό προσανατολισμό. Ώσπου πέθανε το 1998 και άφησε πίσω του ποιήματά του, που η καθεστωτική κριτική δεν ήξερε που να τα τοποθετήσει και η θεσμική κριτική της αριστεράς τι να τα κάνει. Αλλά οι αναγνώστες επέμεναν. Και σωστά, γιατί ο Κατσαρός δεν ήταν ούτε εκκεντρικός ούτε περιθωριακός. Ήταν ένας ποιητής του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα με τεράστια πολιτική και αισθητική παιδεία, η οποία δεν χωρούσε στην επαρχία μας…
Πολύ σωστά, σημείωσε ο Μπλάνας, τους λόγους που οδήγησαν έναν μεγάλο ποιητή στο ημίφως. Ας προστεθεί σε αυτό το σημείο κι ένας άλλος σπουδαίος λόγος, ο οποίος δεν ήταν καθόλου άγνωστος στον ποιητή· αναφέρομαι στην ηθελημένη και συνειδητή αποχή του καθενός ξεχωριστά, από τα οράματα και τις αληθινές αξίες της ζωής· στην ατομική ευθύνη της απαξίωσης όλων εκείνων των στοιχείων που μπορούν να προσδώσουν νόημα στη ζωή. Στη χορεία αυτών των στοιχείων είναι και τα ιδανικά της αμφισβήτησης και της αντίστασης όπως αυτά σαρκώνονται στο έργο του.
Έχοντας αναδείξει κάποιους από τους λόγους που οδήγησαν τον Κατσαρό στη σκιά, μπορούμε να αναφερθούμε στους λόγους που μας οδηγούν στην άποψη πως όχι μόνο δεν ανήκει εκεί, αλλά τουναντίον, βρίσκει την φυσική θέση του μέσα στο φως.
Θα χτίσω τη νέα σας πόλη.
Μην αφήσετε την ελπίδα – κάθε λεπτό μια σημαία.
Μην αφήσετε το νερό τον άνεμο και τη γη –
κάθε λεπτό και μαζί σας.
Σε σκοτεινές εποχές όπως είναι η δική μας αξίες και απαξίες βρίσκονται σε σύγχυση. Η αμφισβήτηση εξακτινώνεται. Σήμερα αμφισβητούνται τα πάντα. Από το πολιτικό σύστημα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μέχρι την θρησκεία, και την εκπαίδευση. Η γόνιμη αμφισβήτηση που γίνεται από τον ποιητή μας γίνεται οδοδείκτης σε κάθε σύγχρονο αποπροσανατολισμένο. Ο άνθρωπος και ειδικότερα, ο σύγχρονος νέος, προχωρά, ψηλαφώντας τα σκοτάδια σαν τον άλλοτε πλατωνικό δεσμώτη. Πολύτιμη η αρωγή του ποιητή, που, αμφισβητίας και προφήτης συγχρόνως, λέει:
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρόμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς
ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.

Στο όραμα αυτό καίριο ρόλο παίζει η αντίσταση. Καλεί, ο ποιητής, τον καθένα ξεχωριστά να αντισταθεί σε οτιδήποτε τον αλλοτριώνει. Σε οτιδήποτε δηλαδή απανθρωποποιεί τον άνθρωπο. Πιο συγκεκριμένα, αντίσταση από την κατανάλωση και τον συμβιβασμό μέχρι την υποδούλωση και τον ευτελισμό. Γιατί « τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την ελευθερία» όπως μας βεβαιώνει.
Ιδού τα ιδανικά που χτίζει στίχο – στίχο ο Κατσαρός: αμφισβήτηση και αντίσταση ειπωμένα μέσα από την ποίηση, η οποία υπόσχεται να δώσει περιεχόμενο στο πολύσημο όρο, αξία.
Ασυμβίβαστο πνεύμα ο Κατσαρός, φύση και θέση. Στο ποίημα «Μέρες 1953», απευθύνει τον λόγο στους προκατόχους του, με τόνο νοσταλγικό, αλλά, χωρίς να χάνει ποτέ την δυναμική της φωνής του:
Γιεσένιν – Μαγιακόφσκι αδελφοί που τερματίσατε
δεν αγαπήσατε τα ήρεμα βράδια τον καφέ
τις συζητήσεις
δεν είχατε σε ποιόν να επιτεθείτε.
Τώρα κυριαρχεί η χαμηλή φωνή κάποιου εγκάρδιου
Ναζίμ που μας καλεί για ειρήνη
τώρα χτυπάν στα πάρκα τραγούδια των σκλάβων.

Ειρωνικός απέναντι στην εξουσία επιλέγει να συνδιαλέγεται με ιστορικά – μυθικά πρόσωπα που επιδίωξαν να προσδώσουν νέο όραμα στην ανθρωπότητα. Στο «Νεκρό δάσος» αποτίει φόρο τιμής στους δαφνοστεφείς ήρωες και αναζητεί τις αιτίες που οι ανάξιοι «ξαναβγαίνουν από την φωτιά»:
Πώς βγήκανε πάλι απ’ αυτή τη φωτιά
ο Κος Διευθυντής
ο διπλωματικός ακόλουθος
ο Κος Πρέσβης;
Και τώρα τι πρέπει να γίνει
σ’ αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων
σ’ αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;

Βέβαια, το εκπληκτικό στο έργο του Μιχάλη Κατσαρού είναι πως ακόμα κι όταν αγγίζει τις πιο δύσκολες, τις πιο απελπιστικές εκφάνσεις τις ιστορίας. Όταν δηλαδή συλλογιέται την ήττα, δεν το πράττει με το πνεύμα ενός πεσιμιστή ή ενός εκ πεποιθήσεως ηττοπαθή. Ούτε όμως λειτουργεί σαν αυτή η ήττα να μην έλαβε τόπο. Αντιθέτως, την επεξεργάζεται και αφομοιώνει τα συμπεράσματα που εκπορεύονται από αυτήν στο ψηφιδωτό της σκέψης του. Ο Κατσαρός δεν χάθηκε στο σκοτάδι των ιστορικών συγκυριών, πράγμα που συνέβη με τόσους και τόσους άλλους ποιητές, προγενέστερους και μεταγενέστερους του, αποδεικνύοντας πως ένα ελεύθερο πνεύμα δεν βρίσκεται ποτέ σε αδιέξοδη πορεία.
Ένας επικός και ηρωικός, με την όλη σημασία των λέξεων, ποιητής, όπως ο Κατσαρός δεν μπορεί να βρει τη θέση του, ή καλύτερα δεν μπορεί από τη φύση του να προσαρμοστεί σε μια κοινωνία σαθρή, με βαλτωμένες αντιλήψεις γερασμένων, δήθεν σοφών, αλλά και νεόκοπων μιμητών τους.
Στον αντίποδα αυτού του παραδείγματος, δηλαδή, σε μια πολιτεία όπως την οραματίζεται ο Καστοριάδης, το έργο του Κατσαρού αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη αξία. Και αυτό γιατί, ακριβώς μέσα από αυτό το έργο κατακεραυνώνεται το σάπιο κατεστημένο. Και η αντίσταση απέναντι στις απαξίες παίρνει σάρκα και οστά. Μέσα από αυτό το έργο, ο καθένας από εμάς δύναται να μετασχηματιστεί σε μια προέκταση αυτής της αντίστασης.
Εύλογα συμπεραίνεται πως σήμερα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά ο Μιχάλης Κατσαρός είναι επίκαιρος. Βέβαια, για να γίνει αυτό περισσότερο αντιληπτό θα πρέπει να ξεπεραστούν κάποια αναχώματα, τα οποία δυστυχώς, έχουν διεισδύσει στην αντίληψη του ανυποψίαστου αναγνώστη. Ένα εξ αυτών είναι ο διαχωρισμός της τέχνης σε στρατευμένη και μη.
Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε πως ο εκάστοτε δημιουργός είναι φορέας της εποχής, γεγονός που γνώριζε πολύ καλά ο ποιητής μας. Όσοι λοιπόν, πιστεύουν πως μπορούν να ασχοληθούν με την τέχνη μέσα από ένα αποστειρωμένο δωμάτιο, σφάλλουν. Στην καλύτερη των περιπτώσεων εκείνο με το οποίο καταπιάνονται είναι μια βαλσαμωμένη, άψυχη εκδοχή της τέχνης, ένα κακέκτυπο, αισθητικά αμφιλεγόμενο και ως προς το περιεχόμενο κενό.
Ο ρόλος της τέχνης ήταν ανέκαθεν πολιτικός, κυρίως δε της ποίησης. Πολιτικός λόγος όπως έχει ορθά οριστεί είναι : η ευθύνη , είναι σταυρός και προνόμιο προσωπικών όντων. Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός είναι εδώ, και μας καλεί προτάσσοντας τον σταυρό. Απομένει σε εμάς ο λόγος και η ευθύνη, για το πώς θα ανταποκριθούμε σε αυτό το κάλεσμα.
Υπάρχει μία υπέροχη φράση του Θουκυδίδη: πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στην οκνηρία και την ελευθερία.
Η οκνηρία, την οποία βιώνουμε συλλογικά στις μέρες μας έχει ως απότοκό της τον φασισμό. Τον φασισμό που γεμίζει την σκέψη με μίσος και απελπισία. Τον φασισμό που οδηγεί σε πράξεις βίας απέναντι στον αδύναμο. Γι’ αυτό σαν έσχατη προειδοποίηση μας λέει, στην «Διαθήκη του», ο Ποιητής:
Η πόλη σας είναι πια έτοιμη. Κινείται.
Αλλάζει ρυθμό – τα τύμπανα παίζουν
μπορεί να δεχτεί τη σφαγή
να δεχτεί τη γαλήνη
το φως να δεχτεί- μπορεί
ν’ ανέβει τούτη την άλλη ώρα.

https://atexnos.gr/%CE%BC%CE%B9%CF%87%CE%AC%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%81%CF%8C%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AC%CE%B8%CE%B7%CE%BA%CE%B5-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80/

Η ομιλία εκφωνήθηκε στις 9 Αυγούστου 2015 στο πολιτιστικό κέντρο «Κωστής Παλαμάς» στην Κυπαρισσία για την 1η τιμητική εκδήλωση στον Μ. Κατσαρό που έλαβε χώρα στον γενέθλιο τόπο του.


Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός: Αντι­στά­θη­κε με την πένα του

“Μια ξε­χω­ρι­στή και στι­βα­ρή ποι­η­τι­κή πα­ρου­σία, με το­νι­σμέ­νο το στοι­χείο της αμ­φι­σβή­τη­σης”, υπήρ­ξε, σύμ­φω­να με τον Λίνο Πο­λί­τη (“Ιστο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας”), ο Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός , ο ποι­η­τής, που, ποι­η­τι­κά, μας μή­νυ­σε: “Μην αμε­λή­σε­τε/ Πάρτε μαζί σας νερό/ Το μέλ­λον μας έχει πολλή ξη­ρα­σία”, έφυγε από τη ζωή, το Σάβ­βα­το 21 Νο­εμ­βρί­ου 1998, στα 80 του χρό­νια, χτυ­πη­μέ­νος από την επά­ρα­το.

katsaros1“Ο Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός , πρώ­τος αυτός, τόλ­μη­σε να αμ­φι­σβη­τή­σει τα ιερά σύμ­βο­λα της άλλης Εξου­σί­ας, τη στιγ­μή του εφή­με­ρου, αλλά όμως φο­βε­ρού της θριάμ­βου. Ηταν ένας ποι­η­τής – προ­φή­της και γι’ αυτό είχε τη μοίρα που επι­φυ­λάσ­σουν σύ­ντρο­φοι και λαοί στους ορα­μα­τι­στές. Σή­με­ρα, ελεύ­θε­ρος και γα­λή­νιος, βρί­σκε­ται εκεί, που κα­νείς μο­χθη­ρός δεν μπο­ρεί πια να τον αγ­γί­ξει. Είναι νι­κη­τής” (Μ. Θε­ο­δω­ρά­κης απο­χαι­ρε­τώ­ντας τον ποι­η­τή)

Ενας από τους ση­μα­ντι­κούς Ελ­λη­νες ποι­η­τές. Κα­τα­τά­χθη­κε στους ποι­η­τές της ήττας, ωστό­σο σε πολλά ποι­ή­μα­τα του μι­λά­ει για την αντί­στα­ση που οφεί­λου­με να προ­βάλ­λου­με στην κα­θη­με­ρι­νή ζωή και στην αλ­λο­τρί­ω­ση. Τα ποι­ή­μα­τά του χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται, όσον αφορά στο πε­ριε­χό­με­νο τους, από τη βα­θύ­τα­τη ευαι­σθη­σία για τα βά­σα­να των φτω­χών και κα­τα­τρεγ­μέ­νων αν­θρώ­πων. Εξάλ­λου και ο ίδιο διά­λε­ξε να ζήσει μια τε­λεί­ως ασκη­τι­κή ζωή.

Γεν­νή­θη­κε το 1919 στην Κυ­πα­ρισ­σία. Από το 1945 έζησε στην Αθήνα, κά­νο­ντας διά­φο­ρα επαγ­γέλ­μα­τα: Τα­μί­ας σε κα­τά­στη­μα, υπάλ­λη­λος ρα­διο­φω­νί­ας, δη­μο­σιο­γρά­φος σε λα­θρό­βιες εφη­με­ρί­δες κ.ά. Μά­λι­στα, απο­πει­ρά­θη­κε να ζω­γρα­φί­σει και να συν­θέ­σει, αλλά τε­λι­κά η ποί­η­ση τον κέρ­δι­σε. Εμ­φα­νί­ζε­ται ως ποι­η­τής το 1946 στο πε­ριο­δι­κό “Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα”, με το “Μπαρ­μπε­ρί­νι­κο κα­ρά­βι”. Το 1949 εκ­δί­δει την πρώτη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του – “Με­σο­λόγ­γι”, όπου είναι νωπές οι μνή­μες του εμ­φυ­λί­ου.
Ο Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός υπήρ­ξε ασυμ­βί­βα­στος και σε όλη τη διάρ­κεια της ζωής του αντι­στά­θη­κε στο βό­λε­μα, το οποίο πο­λέ­μη­σε και με την ποί­η­σή του: “Αντι­στα­θεί­τε/ σ’ αυτόν που χτί­ζει ένα μικρό σπι­τά­κι/ και λέει: καλά είμαι εδώ”… “Αντι­στα­θεί­τε πάλι σ’ όλους που γρά­φουν λό­γους για την εποχή/ δίπλα στη χει­μω­νιά­τι­κη θερ­μά­στρα/ στις κο­λα­κεί­ες, τις ευχές, τις τόσες υπο­κλί­σεις”. («Αντι­στα­θεί­τε» – «Κατά Σαδ­δου­καί­ων Πάθη»).

Ακο­λου­θούν τα έργα του: “Ορο­πέ­διο” (1956), “Σύγ­γραμ­μα” (1975), “Πρόβα και ωδές” (με επί­με­τρο του ποι­η­τή Μάνου Ελευ­θε­ρί­ου), 1975), “Εν­δύ­μα­τα” (1977), “Αλ­φα­βη­τά­ριον” και “Ποι­ή­μα­τα Α – Ω” (1978), “Ονό­μα­τα” (1980), “3Μ+3Μ= 6Μ” (1981), “4 Μα­ζι­νό”, “Μείον ΩΑ”, “Ο πα­τέ­ρας του ποι­η­τή”, “Κα­ζα­μία Ελ­λή­νων” (1997). Τα πεζά έργα του ήταν με­τα­ξύ άλλων: “Το Χρο­νι­κό του Μο­ρέ­ως”, “Σύγ­χρο­νες μπρο­σού­ρες”, “Το κρά­τος ερ­γο­δό­της”. Το 1983 τι­μή­θη­κε με το βρα­βείο Ποί­η­σης.

Ο ποι­η­τής υπήρ­ξε μέλος της ΕΠΟΝ και πήρε ενερ­γό μέρος στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση, πα­λεύ­ο­ντας και με την πένα του. Συ­νε­λή­φθη από το Ες – Ες, βα­σα­νί­στη­κε και φυ­λα­κί­στη­κε πολ­λούς μήνες στη φυ­λα­κή Χα­τζη­κώ­στα. Ανά­με­σα στους συ­ντρό­φους του εκεί­νης της επο­χής, ήταν και ο Μίκης Θε­ο­δω­ρά­κης. Το 1947, μαζί με άλ­λους, εκ­δί­δει το πε­ριο­δι­κό “Θε­μέ­λιο” (1947) και το 1950 το πε­ριο­δι­κό “Στό­χος” (ένα τεύ­χος). Από το 1975 και για ένα διά­στη­μα εξέ­δι­δε το πε­ριο­δι­κό “Σύ­στη­μα”.

Πηγή: Ρι­ζο­σπά­στης