Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

Μιχάλης Κατσαρός ,Όταν :Λογοτεχνία Γ Λυκείου

 

https://www.youtube.com/watch?v=2RxQz71a9hQ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ - ΟΤΑΝ


ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ - Σκοτεινός συνωμότης στη μεγάλη πόλη

Ο ποιητής Γιώργος Χρονάς και ο Γιώργος Κακουλίδης σκιαγραφούν το πορτρέτο του Μιχάλη Κατσαρού, κάνοντας αναφορά στην απλή ζωή του, στην έλλειψη λεπτομερειών για την προσωπική του ζωή, στην ιδιαιτερότητα και την αλήθεια του ποιητή αλλά και στο τραγικό και συνάμα συμβολικό τέλος του. Ακούμε τον ίδιο τον ποιητή να μιλά για τη δουλειά του ως συνθέτη και να τραγουδά αποσπάσματα από το "Μπαραμπαντού" και το "Αχέ ηρώα". Οι ηθοποιοί Στέργιος Νενές και Δέσποινα Μακρυδάκη απαγγέλλουν στίχους του. Περιλαμβάνονται σκηνές από την ταινία "Ο θίασος" του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, στην οποία περιέχονται αποσπάσματα από το έργο του ποιητή «Κατά Σαδουκκαίων». Παραγωγή: «Παρασκήνιο», ΕΡΤ 1998



Όταν (Κατά Σαδδουκαίων, Μιχάλης Κατσαρός) _ Γ. Ζωγράφος

Ποίηση :Μιχάλης Κατσαρός Μουσική: Μιχάλης Τερζής Δίσκος : Στην άδεια πόλη (1978)

Μιχάλης Κατσαρός - Αντισταθείτε (1983)

Μιχάλης Κατσαρός- Θα σας περιμένω (Κατά Σαδδουκαίων)

Μιχάλης Κατσαρός

Όταν

Το Ποιημα Ανηκει στη συλλογή Κατά Σαδδουκαίων την πιο σημαντική ποιητική συλλογή του Μ. Κατσαρού. Τα ποιήματά της εκφράζουν την ανεξάρτητη και αντιεξουσιαστική στάση του ποιητή.

Σαδδουκαίοι [πηγή: Βικιπαίδεια]

Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό

όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο

όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση

να πλημμυρίζει τα σαλόνια

όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου

να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα

όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.

Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου

ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς

όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια

λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους

όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία

για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη

όταν ακούω να γελούν

όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.

Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη

κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες

κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή

θ' ανοίξω το στόμα μου

θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες

στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια

οι νέοι έξαλλοι θ' ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους

ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

 

Πάλι σας δίνω όραμα.

Μ. Αναγνωστάκης, «Το καινούριο τραγούδι»  Οδ. Ελύτης, «Του Αιγαίου. Ι»

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Σε ποιες περιπτώσεις σωπαίνει ο ποιητής και ποιο είναι το νόημα της σιωπής του;
  2. Πότε προτίθεται να μιλήσει ο ποιητής; Ποια απήχηση φαντάζεται πως θα έχει η ομιλία του και γιατί;
  3. Από το ποίημα εξάγεται μια αντίληψη του ποιητή για την ποίηση και το ρόλο της. Ποια είναι αυτή η αντίληψη;
  4. Στην αρχαιότητα οι ποιητές εθεωρούντο θεόπνευστοι και ο λόγος τους εθεωρείτο προφητικός. Υπάρχουν στη μορφή, στο περιεχόμενο και στον τόνο του ποιήματος στοιχεία που δίνουν αυτή την εντύπωση;
Μιχάλης Κατσαρός «Όταν»

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Κατά Σαδδουκαίων την πιο σημαντική ποιητική συλλογή του Μ. Κατσαρού. Τα ποιήματά της εκφράζουν την ανεξάρτητη και αντιεξουσιαστική στάση του ποιητή.

Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.

Ο Μιχάλης Κατσαρός ανήκει στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Έζησε όλα τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και εξέφρασε την ανησυχία και την απογοήτευσή του για τις ειδικότερες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα μ’ έναν ποιητικό λόγο αμιγώς αντιεξουσιαστικό.
Με το ποίημα «Όταν» ο ποιητής επιχειρεί ένα ιδιαίτερα καυστικό σχόλιο για την Ελλάδα του εφησυχασμού των αρχών της δεκαετίας του 1950. Το τέλος του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, που αποτέλεσε και τον τερματισμό των διεκδικήσεων και των προσδοκιών μιας μάχιμης γενιάς, έφερε τη χώρα σε μια περίοδο εσπευσμένης επούλωσης. Οι αριστεροί εκδιώχθηκαν, οι επαναστατικές ιδέες αποσιωπήθηκαν, κι οι πολίτες άνοιξαν κακήν κακώς ένα νέο κεφάλαιο που σήμανε την επιστροφή σε μια κυβερνητικά καθοδηγούμενη νόρμα.
Ο ποιητής στέκει με αγανάκτηση απέναντι στην υποκριτικά γαλήνια κοινωνία, που αφήνει πίσω της την τραυματική εμπειρία του εμφυλίου, χωρίς να έχει αποκομίσει τίποτε από αυτήν. Ο ποιητής σιωπά απέναντι στην ανοησία των συγκαιρινών του που προσπαθούν να επανέλθουν στους τρόπους και στη σκέψη της εποχής που προηγήθηκε του πολέμου, υιοθετώντας εκ νέου την έννομη τάξη, και δίνοντας εκ νέου τα ηνία στους πρότερους δυνάστες τους. Άνθρωποι φοβισμένοι και δειλοί που προτιμούν τη συνειδητή υποταγή τους στους ισχυρούς, από τη συνέχιση ενός διεκδικητικού αγώνα που θα μπορούσε να τους προσφέρει μια πολιτεία σαφώς δικαιότερη, στην οποία οι ίδιοι οι πολίτες θα είχαν τον πρώτο λόγο.

«Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια»

Ο ποιητής σιωπά απέναντι στην κενότητα της καθημερινής φλυαρίας των ανθρώπων, που προτιμούν να συζητούν το ανούσιο, παρά να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα. Εγκλωβισμένοι σε μια ζωή διαψεύσεων και συνεχούς απογοήτευσης, επιλέγουν τα ανώδυνα και τα ασήμαντα, από φόβο μήπως αντιληφθεί κανείς τι είναι αυτό που στ’ αλήθεια ποθούν κι επιζητούν.
Άλλωστε, ο φόβος έχει πια υπονομεύσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωτική τους ορμή και τη διάθεσή τους ν’ αντικρίσουν την αλήθεια των πραγμάτων, ώστε ακόμη κι όταν μιλάνε για τον πόλεμο, το κάνουν με τον ίδιο επιφανειακό και ακίνδυνο τρόπο που μιλούν για τον καιρό. Φοβισμένοι ακόμη κι από την ίδια τους τη δύναμη, αποζητούν το πρόσχαρο και το αδιάφορο, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγουν οτιδήποτε θα τους ανάγκαζε να δουν κατάματα την υποταγή στην οποία έχουν περιέλθει. Έτσι, ενθουσιάζονται πια, όχι με την ποίηση που τους θέτει προβληματισμούς, αλλά με την αισιόδοξη ποίηση που γεμίζει με εικόνες από το Αιγαίο τα σαλόνια τους. Σαφής εδώ ο υπαινιγμός για τα πρώτα εκείνα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, με τα οποία ο μεγάλος ποιητής υμνούσε την ομορφιά και τη γαλήνη, ως αντιστάθμισμα στα δύσκολα βιώματα της εποχής.   

«όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω»

Ο ποιητής σωπαίνει απέναντι στο κλίμα εκφοβισμού της εποχής, όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν υπό διαρκή παρακολούθηση, καθώς η ασφάλεια συγκέντρωνε πληροφορίες και κατέγραφε τους πιθανούς κομμουνιστές. Τα πολιτικά φρονήματα των πολιτών αποτελούσαν αντικείμενο συνεχούς έρευνας, και μπορούσαν να οδηγήσουν οποιονδήποτε ήταν ύποπτος στη φυλακή ή και στην εξορία.
Το νόημα των στίχων βέβαια μπορεί να ιδωθεί και διαφορετικά, αν συσχετιστεί με την επικρατούσα απάθεια που διέκρινε τη στάση των πολιτών. Σε μια κοινωνία που οι περισσότεροι είχαν παραιτηθεί πλέον από κάθε αγωνιστική διάθεση, απέρριπταν εξ ορισμού τις απόψεις οποιουδήποτε προσπαθούσε να τους αφυπνίσει, σαν να επρόκειτο για κάτι που δεν τους αφορούσε καθόλου. Με μια ψυχρή διαδικασία εκλογίκευσης, κάθε πιθανή σκέψη για αντίδραση την κατέτασσαν γρήγορα στις ανεπιθύμητες αριστερές ιδέες και την προσπερνούσαν, θεωρώντας πως δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο για περαιτέρω αντίσταση στη θέληση των κρατούντων.
Ο ποιητής σωπαίνει, λοιπόν, απέναντι σ’ εκείνους που δεν έχουν καμία πρόθεση ν’ ακούσουν για τους αγώνες που πρέπει να δώσουν οι πολίτες. Γνωρίζει, άλλωστε, πως είναι μάταιο να τα βάλει με την απάθεια και την αδρανοποίηση που είχε επιφέρει η πρόσφατη ισχυρή διάψευση που βιώσαν όλοι οι πολίτες.
Στην ίδια κατάσταση αδράνειας, στην ίδια κατάσταση φόβου βρίσκονταν εκείνη την εποχή όλοι οι άνθρωποι, ακόμη κι ο ίδιος ο ποιητής. Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να αντιμετωπίσει ανοιχτά τη σκληρότητα του τότε κυβερνητικού καθεστώτος, γι’ αυτό και όλοι τους, μόλις ένιωθαν πως κάποιος έχει υποψιαστεί τις πραγματικές τους πολιτικές πεποιθήσεις, μιλούσαν διαφορετικά. Όταν ακούω εσένα να μιλάς, σχολιάζει ο ποιητής, φανερώνοντας το άλλο πρόσωπο ακόμη και των αριστερών εκείνης της εποχής, που εύλογα δεν ήθελαν να πέσουν στα χέρια της ασφάλειας.

«Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.»

Ο ποιητής σωπαίνει απέναντι στην κατάφωρη αλλοίωση που οι κυβερνώντες έχουν επιφέρει στην έννοια της ελευθερίας. Όταν ακούει τις σάλπιγγες και τα επαναστατικά τραγούδια, τους υποκριτικούς και ατελείωτους ύμνους για την ελευθερία∙ για τη δήθεν ελευθερία από τους ξένους κατακτητές, έστω κι αν αυτή σημαίνει μια ανελέητη υποδούλωση στους ισχυρούς της χώρας, σωπαίνει. Σωπαίνει διότι αντιλαμβάνεται σε ποια έκταση φτάνει η υποκρισία των κρατούντων, οι οποίοι επιχειρούν να εμπνεύσουν στους πολίτες μια αγωνιστική διάθεση απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς, τη στιγμή που οι ίδιοι επιβάλλουν στρατιωτική πειθαρχία στην εσωτερική οργάνωση της χώρας, ώστε να μην τολμήσει κανείς ν’ αμφισβητήσει την εξουσία τους.
Ο ποιητής σωπαίνει όταν ακούει τους ανθρώπους να γελούν και να νιώθουν ασφαλείς στην έννομη και απολύτως οργανωμένη κοινωνία, γιατί βλέπει πως οι πολίτες δεν κατανοούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν πόσο πραγματικά ανελεύθεροι είναι. Σωπαίνει έκπληκτος από το πόσο γρήγορα η ελληνική κοινωνία πέρασε από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της, στην πλήρη, συνειδητή, αυτόβουλη και μακάρια υποταγή στη θέληση εκείνων που δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ακραία βία, όταν θεώρησαν πως η κυριαρχία τους απειλείται.

«Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.»

Μα η σιωπή του ποιητή δε θα κρατήσει για πάντα, όπως δε θα κρατήσει για πάντα κι αυτή η πρόθυμη αδρανοποίηση των πολιτών. Με λόγο σχεδόν προφητικό, ο ποιητής προβλέπει τον ερχομό εκείνης της μέρας που θα πάψουν πια οι ανούσιες φλυαρίες, διότι οι άνθρωποι δε θα μπορούν ν’ αντέξουν άλλο την εκμετάλλευση και την κοροϊδία των κρατούντων. Τη μέρα που το ασήμαντο θα σωπάσει, κι οι άνθρωποι θα θελήσουν ν’ ακούσουν ξανά ένα λόγο ουσιαστικό, ένα λόγο που θα τους δείξει ξανά το δρόμο προς τη διεκδίκηση των εγγενών δικαιωμάτων τους, τότε ο ποιητής θα μιλήσει, κι όσα θα πει θα σαρώσουν τα πάντα με μια πρωτόγνωρη ένταση. Οι κήποι των σπιτιών θα γεμίσουν με καταρράχτες∙ η αγανάκτηση των πολιτών κι οι επιθυμίες τους που για τόσο καιρό συγκρατήθηκαν, θα ξεσπάσουν πλέον με ορμή. Από τις βρώμικες αυλές των σπιτιών θα προκύψουν οι μαχητές της νέας αυτής κοινωνικής επανάστασης∙ από τα σπίτια των απλών ανθρώπων θα αντληθούν τα όπλα αυτού του κινήματος που θα έρθει να ανατρέψει τα πάντα, και στο οποίο θα συμμετέχουν οι νέοι άνθρωποι έξαλλοι κι εξοργισμένοι με τη μακρόχρονη απάθεια των προηγούμενων γενιών.
Οι νέοι θ’ ακολουθούν με τους δυνατούς εκείνους στίχους, που δεν έχουν ανάγκη ύμνους και μουσικές για να σταθούν. Τους στίχους εκείνους που κρύβουν όλη την αλήθεια για την κατάσταση που ανέχτηκαν οι πολίτες, και για τον κόσμο που δικαιούνται. Οι νέοι θ’ ακολουθούν χωρίς τους ψεύτικους ύμνους για δήθεν εθνικά ιδανικά, που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις για να μασκαρεύουν τους πραγματικούς τους σκοπούς∙ θ’ ακολουθούν ελεύθεροι και ανυπότακτοι απέναντι στην τρομερή εξουσία, που για χρόνια τους καταπίεζε με το φόβο και τη βία.  

«Πάλι σας δίνω όραμα.»

Το ποίημα που κυκλοφόρησε το 1953, λίγα μόλις χρόνια από το τέλος του εμφυλίου πολέμου, και την αιματηρή κατάπνιξη της πρώτης λαϊκής εξέγερσης, κλείνει μ’ έναν στίχο συγκατάβασης από τη μεριά του ποιητή. Πάλι σας δίνω όραμα, σχολιάζει, θέλοντας να τονίσει πως με τους στίχους του επανατοποθετεί το ξέσπασμα των πολιτών σε κάποια μελλοντική εποχή, κατά την οποία ίσως τα πράγματα σταθούν πιο ευνοϊκά. Έτσι, ο ποιητής απαντά στο φόβο, την απάθεια και την απογοήτευση των συγκαιρινών του μ’ έναν προφητικό λόγο, για μια μελλοντικά επερχόμενη νέα επανάσταση των πολιτών.

Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε το 1921 στην Κυπαρισσία και πέθανε στην Αθήνα το 1998. Ασχολήθηκε με την ποίηση και τη ζωγραφική. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Μεσολόγγι (1949), Κατά Σαδδουκαίων (1953), Οροπέδιο (1956), Σύγγραμμα (1975), Σύγχρονες Μπροσούρες (1977), Ενδύματα (1977) κ.ά. Ποιήματά του μελοποίησαν οι Μ. Θεοδωράκης, Αργ. Κουνάδης και Γ. Μαρκόπουλος


Μιχάλης Κατσαρός - Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν

Ο Ηρωικός Ποιητής Μιχάλης Κατσαρός από τον Αλέκο Φασιανό (Πηγή: https://www.facebook.com/MichalisEKatsaros/)

Μουσική-Ερμηνεία: Θανάσης Γκαϊφύλλιας

Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος - Ερμηνεία: Ξανθίππη Καραθανάση


Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος - Ερμηνεία: Τζίμης Πανούσης


Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης - Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης


Μουσική: Μιχάλης Τερζής - Ερμηνεία: Γιώργος Ζωγράφος

Πέντε μελοποιημένα ποιήματα του αγαπημένου μας ποιητή, Μιχάλη Κατσαρού. 

Αντισταθείτε

σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: «καλά είμαι εδώ».
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: «Δόξα σοι ο Θεός».
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία «εισαγωγαί- εξαγωγαί»
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε
στις μουσικές, τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες, σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς, για το σοφό αρχηγό τους.
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία!

και η απάντηση στη λογοκρισία που δέχτηκε το παραπάνω ποίημα:
Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί -καθώς διαβάστηκε

ήταν ένα ζεστό άλογο
ακέραιο
-πριν διαβαστεί-
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσανε τις εντολές της.
Η διαθήκη μου για σένα και για σε

χρόνια καταχωνιάστηκε σε χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους.
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές -είχαν την εξουσία-

με τρόπο εξαφανίσανε την αντίσταση
σ’ ό,τι τους αφορούσε.
Σας κλέψανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν
–τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα-
ποιός είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι.
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος;
Δεν θα μιλάς λοιπόν ποτέ;
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.


Κείμενο του συγγραφέα Νικόλαου Σουβατζή

Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ ΤΟ 1919. 

ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΙΣ 21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1998….

Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το 1919. Πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση μέσα από τις γραμμές του Ε.Α.Μ. και το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου έζησε έως το τέλος της ζωής του.

Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το ποίημα «Μπαρμπερίνικο καράβι» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». 

Το 1949 εκδόθηκε το «Μεσολόγγι», η πρώτη του ποιητική συλλογή. Το 1953 αποτελεί σταθμό στη λογοτεχνική του πορεία, καθώς εκδόθηκε το σημαντικότερο έργο του, η ποιητική συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων».

Σε αυτή ο Μιχάλης Κατσαρός ασκεί κριτική στη σοβιετική γραφειοκρατία. Μόλις τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου έφερε ξανά στο προσκήνιο, μέσα απ’ τα ποιήματά του το ζήτημα της επανάστασης, απευθυνόμενος παράλληλα στους συντρόφους του. 

Οι αναφορές του σε λεγεωνάριους, συγκλητικούς και γενικά στη ρωμαϊκή εποχή θυμίζουν την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Ο Μεγαλέξαντρος», όπου ασκεί κριτική στον υπαρκτό σοσιαλισμό χρησιμοποιώντας μια προσωπικότητα της αρχαιότητας στη μυθική της διάσταση. «Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες, ατελείωτες τις παρελάσεις σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν»

Το «Κατά Σαδδουκαίων» προκάλεσε πλήθος συζητήσεων στους κόλπους της Αριστεράς της εποχής. Ακόμα και άνθρωποι που αγνοούν το έργο του σίγουρα έχουν διαβάσει στίχους του σε τοίχους, προκηρύξεις και πολιτικά έντυπα: 

«Πάρτε μαζί σας νερό.

 Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία»,

 «Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν», 

«Κάτω/ στο βάθος/ τόσα πέλματα βαριά. Ακούω νάρχεται καινούριο βήμα»,

 «Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε/ όπως αυτός ο δραπέτης/ ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο/ απέναντί τους.»

Το 1950 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δημοκρατικός Τύπος» ένα ποίημά του, ίσως το πιο γνωστό του, που συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων».

Αν και ο Μιχάλης Κατσαρός ήταν τότε πολύ νέος το ποίημα έχει τον τίτλο «Η διαθήκη μου».

Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ. Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι και λέει: Δόξα σοι ο Θεός. Αντισταθείτε στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών στον κοντό άνθρωπο του γραφείου στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί στην κρατική εκπαίδευση στο φόρο σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.  Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους. Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία στα εργοστάσια πολεμικών υλών σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια στα θούρια στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους στους θεατές στον άνεμο σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε.

Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία. Το ποίημα αυτό λογοκρίθηκε, από προοδευτικό διανοούμενο κατά τον ποιητή. Συγκεκριμένα παραλείφθηκαν οι στίχοι: στην κρατική εκπαίδευση στο φόρο σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία στα εργοστάσια πολεμικών υλών στα θούρια 

Ο Μιχάλης Κατσαρός διαμαρτυρήθηκε στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας με το ποίημα

«Υστερόγραφο»: 

Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί -καθώς διαβάστηκε- ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο. Πριν διαβαστεί όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια. Η διαθήκη μου για σένα και για σε χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους. Αλλάξανε φράσεις σημαντικές ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς τη νέα βουή στα δάση τον άνεμο τον σκότωσαν – τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα ποιος είναι αυτός που πνίγει. Και συ λοιπόν στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις από φωνή από τροφή από άλογο από σπίτι στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος: Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν. 

Το 1975 στίχοι απ’ το «Κατά Σαδδουκαίων» ακούστηκαν στην ταινία «Ο θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Τους απαγγέλει το μέλος του θιάσου με το προσωνύμιο ποιητής, όταν τον βρίσκουν οι παλιοί σύντροφοί του και του λένε ότι σκέφτονται να ξαναφτιάξουν τον θίασο και να βγουν στους δρόμους.

 Το 1977 η ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε σε δίσκο με μουσική του ίδιου του ποιητή.

Το 1976 η συλλογή του «Οροπέδιο» μελοποιήθηκε από τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ενώ το 1983 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Τα τραγούδια του νέου πατέρα» σε μουσική του ίδιου συνθέτη και ποίηση Μιχάλη Κατσαρού. Το 1983 επίσης το «Κατά Σαδδουκαίων» μελοποιήθηκε απ’ τον Μίκη Θεοδωράκη, μεταφράστηκε στα γερμανικά απ’ τον Dirk Mandel και παρουσιάστηκε στο Metropol – Theater Berlin του Βερολίνου. 

Το 1978 εκδόθηκαν δυο βιβλία με πολιτικές και οικονομικές μελέτες του

Παρότι η ποίησή του αναγνωρίστηκε από πολύ νωρίς ο Μιχάλης Κατσαρός έζησε όλη του τη ζωή μέσα στη φτώχεια. Σύχναζε σε λαϊκά καφενεία, συναναστρεφόταν με ανθρώπους του μόχθου, μετακινούταν με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ποτέ δεν ξεχώρισε τον εαυτό του απ’ το πλήθος. Για αυτό και η ποίησή του είναι απλή, κατανοητή. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με βερμπαλισμούς και φληναφήματα. Είναι ευθύς, αιχμηρός και οι στίχοι του διατηρούν τη ζωντάνια που είχαν όταν γράφτηκαν. Έφυγε από τη ζωή στις 21 Νοεμβρίου 1998….

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/parte-mazi-sas-nero-to-mellon-echei-polli-xirasia-michalis-katsaros-o-anatreptikos-poiitis-poy-oi-stichoi-toy-eginan-synthimata-se-toichoys-kai-prokiryxeis/

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
ενας άγνωστος-γνωστός ποιητής.

Ο Μιχάλης Κατσαρός είναι μία εντελώς ιδιόρυθμη περίπτωση στο χώρο της ποίησης.

Γενήθηκε το 1920 στην Κυπαρισσία Μεσηνίας και 16 χρονών μπήκε πρότακτος στην αεροπορία, όπου τον βρήκε ο πόλεμος.

Στην Κατοχή προσχώρησε στην αντίσταση, και μάλιστα σε διαδήλωση στην Αθήνα θεάθηκε με ταινία στο στήθος που έγραφε «αεροπορία του ΕΛΑΣ».

Συμμετείχε στα Δεκεμβριανά και είναι γνωστό το επεισόδιο γνωριμίας του με έναν άλλο -τότε- Ελασίτη:
Ο Κατσαρός ήταν στά χαρακώματα όρθιος κι αγνάντευε, φορώντας μια μπέρτα ιταλική, λάφυρο του Αλβανικού. Ενας  άλλος που έκανε έρπειν για να δει που πάνε τα Εγγλέζικα τάνκς τον βλέπει και του φωνάζει:
-Τί κάνεις εκεί,συναγωνιστή, θα μας σκοτώσουν.Ο Κατσαρός τον κοιτάει υπεροπτικά:
-Μπά! Και ποιός είσαι εσύ συναγωνιστή;
-Μίκης Θεοδωράκης, διοικητής ΕΛΑΣ νέας Σμύρνης. Κι εσύ;
-Μιχάλης Κατσαρός, ποιητής.

Ήταν ιδιόρυθμος τύπος.Μετά τηνεπελευθέρωση δούλεψε -πριν τον πετάξουν έξω (με βία, με σπρωξίματα και κλωτσιές)από το γραφείο του ως αριστερό-στο Ραδιοφωνικό σταθμό ενόπλων δυνάμεων. Μνημειώδη ήταν τα σαρδαμ-φάρσες που έκανε όταν εκφωνούσε ειδήσεις.

Σε μια περιοδεία της Φρειδερίκης σε έκθεση είχε πεί:
-Η βασσίλισσα Φρειδερίκη συνεχίζει την περίοδόν της στις αίθουσες της εκθέσεως.

Στην αρχή τα ποιήματά του κέρδισαν τον έπαινο  των αριστερών.
Μέχρι που εξέδωσε το » Κατά Σαδδουκαίων».
Ήταν από τους πρώτους που κατάλαβαν τις σταλινικές διαστρεβλώσεις της αριστεράς και με ποιητικό τρόπο κατέθεσε τις προσωπικές του  απόψεις του μέσα στη τις συλλογή αυτή.
Αυτό ήτανε. Η κομματική ιεραρχία τον έθαψε 20 χρόνια. Και βρέθηκε κυνηγημένος και από το κράτος και απομονωμένος από την αριστερά.

Ο κόσμος των ανένταχτων αριστερών και των αυτόνομων τον ξανανακάλυψε στο τέλος της Δικτατορίας και τον αγάπησε καν έναν προφήτη- επαναστάτη- ποιητή   που έδινε στους απογοητευμένους από το χάλι του Σταλινισμού, ελπίδα.
Πέθανε το 1998.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

1.ΣΤΟ ΝΕΚΡΟ ΔΑΣΟΣ

Στο ποίημα αυτό που διαβάζει ο ίδιος είναι αποτυπωμένα τα στναισθήματα κάποιου που πίστεψε στην επανάσταση, είδε την κατάληξή της στη Ρωσία, αλλά δεν υποτάχτηκε στη νέα εξουσία, ούτε έχασε την ελπίδα του.

 Σκέφτεται μόνο
«Πως θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαιές ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΟΒΙΕΤ ΕΞΟΥΣΙΑ

YouTube – Mιχάλης Κατσαρός – Στο νεκρό δάσος

2.ΟΙ ΒΗΣΙΓΟΤΘΟΙ

Οι Βησιγότθοι  είναι αρχικά για τη σταλινική ηγεσία της αριστεράς ,για τις γελοιότητες του σταχανοβισμού( «η εργάτρια Ντούμπιοβα παρήγαγε 15000 ποτήρια) αλλά  και για οποιονδήποτε  γλύφτη της εξουσίας -και γιαυτό θεωρείται ποίηση και όχι μπροσούρα. Εδω υπάρχει το »Υπάρχουν προυποθέσεις για μιά καινούρια άνοιξη»
που παλιότερα το γράφανε σα συνθημα στους τοιχους.

YouTube – Μιχάλης Κατσαρός – Οι Βησιγότθοι

3.Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Αυτό το επόμενο είναι το Αντισταθείτε που όταν δημοσιεύτηκε οι «κριτικοί» της επίσημης αριστεράς το λογόκριναν -,χωρίς να τον ρωτήσουν .
Και ο Κατσαρός απάντησε με το Υστερογραφο, που τελειώνει με το :
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΝΑΠΗΡΗ ΠΑΛΙ ΣΟΥ ΤΑΖΟΥΝ»

YouTube – Αντισταθείτε-Χρήστος Θηβαίος


Όταν ...

Katsaros Mixalis 3https://www.politeianet.gr/selidodeiktis/otan-511

Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω.

Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια και μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.

Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ


Η ποίηση ως επαναστατική πράξη:"Όταν" και "Η διαθήκη μου" του Μιχάλη Κατσαρού (Και λίγα λόγια για το "Τους έχω βαρεθεί" του Βολφ Μπίρμαν)


    Εναλλακτικοί τίτλοι της ανάρτησης θα μπορούσαν να είναι "Μολότωφ με λέξεις", "Οράματα και θάματα", "Το όπλο μου ρίχνει στίχους", "Η σιωπή μου προς απάντηση σας", "Η ποίηση είναι στους δρόμους"... Κάθε τι από τα παραπάνω αποδίδει την ατμόσφαιρα της ποίησης του Μιχάλη Κατσαρού.
     Το ποίημα "Όταν" αποτελείται από δυο εξαιρετικά ανισομερείς  ως προς την έκταση στροφές. Η
 μία πολύστιχη και η άλλη μονόστιχη, γεγονός που- δεν μπορεί- θα 'χει τη σημασία του. Ο τίτλος 
του ποιήματος είναι εξαιρετικά λιτός, μια μόνο λέξη, ο χρονικοϋποθετικός σύνδεσμος "όταν" 
που λειτουργεί ως προπομπός για εκείνα που πραγματεύεται το ποίημα.  Πρόκειται δηλαδή 
να αναφερθούν πράγματα που γίνονται ή θα γίνουν εν ευθέτω χρόνω, αλλά μόνο αν ικανοποιού
νται ορισμένες προϋποθέσεις.
  Το βασικότερο εκφραστικό σχήμα είναι η αντίθεση και πάνω σ΄ αυτό στηρίζεται  η ανάπτυξη
 του ποιήματος. Η αντίθεση αυτή εμφανίζεται
με δύο τρόπους.  Η μία αντίθεση είναι χρονική.  Η πρώτη  «ενότητα» της πρώτης στρο
φής διαδραματίζεται στο τώρα (άρα και ο χρόνο
ς  των ρημάτων είναι ενεστώτας) και η επόμε
νη αναφέρεται στο μέλλον, γεγονός που σημαί
νει ότι χρησιμοποιείται ο μέλλοντας. Η δεύτε
ρη, είναι αυτή ανάμεσα στην ομιλία των πολ
λών και στη σιωπή του ποιητικού υποκειμέ
νου. Και η λέξη "ομιλία" χρησιμοποιείται εδώ 
με το σύνολο του σημασιολογικού της φορτίο
υ, δηλαδή και ως "κουβέντα" και 
ως "συναναστροφή". 
  Στην πρώτη «ενότητα», λοιπόν, το ποιητι
κό υποκείμενο παραθέτει δυο μπουκέτα/δέσμε
ς/πακέτα περιπτώσεων στις οποί
ες αντιπαραβάλλει τη σιωπή του. Πράγ
μα φαινομενικά οξύμωρο, καθώς γράφοντα αυ
τό το ποίημα ουσιαστικά μιλάει. Άρα, η ποίηση του κάποια άλλη σημασία έχει ή μάλλον θα αποκτή
σει, όπως θα συμπεράνουμε αν συνεχίσουμε την ανάγνωση. 
  Βαριέμαι να ξαναγράφω συνεχώς "το ποιητικό υποκείμενο", από δω και πέρα θα γράφω "ο ποιητής
"· άλλωστε ποιητής είναι το ποιητικό υποκείμενο, έτσι δεν είναι; Ο ποιητής, λοιπόν, σωπαίνει αρχικά όταν ακούει να μιλάν για τον  καιρό, δηλαδή απέχει από ανούσιες συζητήσεις, από κοινότυπες κουβέντες που προδίδουν ανία και βαρεμάρα. Σιωπά και όταν ακούει να μιλάνε για τον πόλεμο, όταν τον παρουσιάζουν δηλαδή  εξωραϊσμένο ως κάτι ηρωικό,  ρεαλιστικό,  δίκαιο. Ή ακόμα , απέναντι σε και όσους- ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος είναι σχετικά πρόσφατος- εξάρουν την συμμετοχή τους σ’ αυτόν για να εξάρουν έμμεσα τον εαυτό τους. Συνεπώς, τα βέλη του ποιητή στρέφονται και έναντι όλων εκείνων (αριστερών ή δεξιών) που συμμετείχαν στο αυτονόητο, την
 Εθνική Αντίσταση, και  υπερηφανεύονται γι΄ αυτό ή προσπαθούν να εξαργυρώσουν την συμμετο
χή τους για να αποκομίσουν προσωπικό ή κομματικό όφελος. Μια ερμηνεία που υποστηρίζεται
 από αυτά που ακολουθούν μετά την αναφορά του στην τέχνη μέσω της ποίησης. Διότι ο ποιη
τής σωπαίνει και όταν  έρχεται σε επαφή- και αντιπαράθεση ως εκ τούτου-  με την εξημερωμένη τέ
χνη της εποχής του,  κύριο- αλλά προφανώς όχι μοναδικό -  εκφραστή της οποίας θεωρεί, ό
πως δηλώνει η νύξη "βλέπω το Αιγαίο να γίνεται ποίηση", τον Οδυσσέα Ελύτη. Γιατί πρόκειται για 
μια τέχνη ματαιοδοξίας, κίβδηλη και ωραιοπαθή. Κι αυτό διότι έχει χάσει το σφρίγος και την ορμή 
της, έχει γίνει συμβιβασμός, άρα είναι ακίνδυνη και έχει οδηγήσει τον δημιουργό της να έχει εκπέσει
 σε ρόλο γελωτοποιού της Αυλής, άρα  εκπρόσωπος μιας τέχνης εκφυλισμένης. 
   Στη συνέχεια, ο ποιητής στρέφεται ενάντια στο κλίμα ανελευθερίας το οποίο κατακλύζει 
την μετεμφυλιακή Ελλάδα αλλά και γενικότερα, λιγότερο ή περισσότερο, ως πρακτική ή και 
ως επιθυμία/πρόθεση, όλες τις οργανωμέ
νες κοινωνίες, καθώς η τάση που υπάρχει εί
ναι να ταξινομούνται και να  στοχοποιούνται 
οι άνθρωποι με βάση και μόνο τις ιδέες του
ς. Ταυτόχρονα, όμως στρέφεται και ενάντια 
σε όλους εκείνους που θέτουν ως στόχο 
τους βασικό  να κόψουν στα μέτρα τους τις ιδέ
ες, ορίζοντας με βάση τις δικές τους νόρμες
 τι περιλαμβάνουν και τι όχι αυτές, άρα και
 τι είναι ορθό και τι όχι. Και με αυτόν το τρό
πο εξελίσσονται οι ιδέες από φορείς πνεύμα
τος σε ομολογίες πίστεως. Γιατί  μια πραγματι
κά επαναστατική ιδέα, όταν αντιμετωπίζει μια τέτοια προσέγγιση από τους ίδιους τους υποστηρι
κτές της, εκπίπτει και αφοπλίζεται, ακόμα κι αν είναι μια κήρυγμα αγάπης και δικαιοσύνης. 
Μια κατηγορία που στρέφεται γενικά (π.χ. σε όλους τους "ταλιμπάν" ανεξαρτήτως θρησκείας, 
τους φανατικούς και μισαλλόδοξους  οι οποίοι καπηλεύονται  τα λόγια των ιερών- με ή χω
ρίς εισαγωγικά-  βιβλίων και τα χρησιμοποιούν ως μέσο ελέγχου των μαζών) αλλά και ειδικότε
ρα. Ενάντια δηλαδή στον σταλινισμό και στην τακτική της  «επίσημη γραμμής του Κόμμα
τος», αντιπρόσωπος της οποίας υπήρξε στην Ελλάδα την εποχή εκείνη (και σε λιγότερο βαθ
μό αργότερα, όχι γιατί δεν το επιθυμούσε) το Κ.Κ.Ε. (το οποίο για τον ίδιο ακριβώς λόγο είχε  διαγρά
ψει τον Μιχάλη Κατσαρό παρεμπιπτόντως), πρακτικές δηλαδή που ξεδόντιασαν ουσιαστικά την θεω
ρία του Μαρξ καθιστώντας την πρακτικά σε υποκατάστατο της θρησκείας και ανάγοντάς την σε "ιερό βιβλίο",   μοναδικοί και αλάθητοι ερμηνευτές του οποίου ήταν  οι  Στάλιν και οι συν αυτώ, δρώντας ως  το υπέρτατο ιερατείο. 
   Μέχρι το σημείο αυτό, ο ποιητής έχει συγκρουστεί με το επίσημο πολιτικό κατεστημένο, με την "εξουσία" του μέσου όρου, την κοινοτυπία της καθημερινής ζωής που εκπροσωπεί τους πολλούς, με την πνευματική εξουσία και με την εναλλακτική πολιτική πρόταση εξουσίας (αυτή που εκπροσωπούσε το Κ.Κ.Ε. τότε) . Στρέφεται δηλαδή ενάντια σε όλες τις εξουσίες, ορίζοντας τελικά την σιωπή του- άρα και την ποίηση του που είπαμε ότι οξυμώρως [sic] ντύνει αυτή τη σιωπή- ως σύγκρουση. Η σύγκρουση αυτή γενικεύεται και παίρνει ευρύτερες διαστάσεις με τη χρήση της λέξης "σένα" στον επόμενο στίχο με τον οποίο τελειώνει και η πρώτη παρτί
δα «αψιμαχιών».   Καταλαβαίνουμε εύκολα την αιτία της χρήσης β΄ προσώπου. Προσδίδει στο ποίη
μα δραματικότητα, και βάθος καθώς το μετατρέπει σε  διάλογο κι έτσι η αντίθεση  εντείνεται,  καθώς
 η σιωπή  του ποιητή  γίνεται... εκκωφαντική. Εύλογο όμως είναι το ερώτημα που προκύπτει... Σε 
ποιόν απευθύνεται ; Σε ένα πρώτο επίπεδο αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες 
έχει αναφερθεί μέχρι τώρα και σε όσες άλλες θα μπορούσε. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, δοθέντος 
ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ποίημα, στον αποδέκτη του, δηλαδή στον αναγνώστη. Στρέφεται δηλα
δή ο ποιητής ενάντια ακόμα και σε εκείνον που θα θελήσει να έρθει σε επαφή με το έργο του και μοιρα
ία και εκ των πραγμάτων θα αποπειραθεί να το σχολιάσει, να το ταξινομήσει και να το ερμηνεύσει,
 εν προκειμένω ενάντια σε μένα που κάνω αυτήν την ανάρτηση, ενάντια σε όσους τη διαβάσου
ν, ενάντια σε σας που το σχολιάσατε στην τάξη. Πράγμα που φανερώνει εκ νέου τη συγκρουσια
κή φύση της ποίησης, όπως την αντιλαμβάνεται  ο ποιητής. Δεν τη χρησιμοποιεί για να χαϊδέψει αυ
τιά, δεν λαϊκίζει λέγοντας στους αναγνώστες
 του αυτά που θέλουν να ακούσουν, 
δεν εξωραΐζει καταστάσεις για κολακέψει ,
ώστε να αρέσει και να κερδίσει την αναγνώρι
ση και την αθανασία. Πετάει τους στίχους του 
στη μούρη των αναγνωστών του αδιαφορώ
ντας για την απήχηση ή την ερμηνεία τους, 
γιατί σκοπός του είναι να πει την αλήθεια. 
Φόρα παρτίδα... Αρέσει, δεν αρέσει!
   Εκκινώντας η δεύτερη παρτίδα περιπτώσε
ων στις οποίες αντιδρά ο ποιητής σιωπώ
ντας, χαρακτηρίζει "βέβαια" τα αυτιά του. 
Σχήμα υπαλλαγής βεβαίως. "Βέβαιες" είναι
 οι πληροφορίες που φτάνουν στα αυτιά του ή μάλλον, γενικότερα, στις αισθήσεις του, με βάση αυ
τές καθορίζει την σκέψη του και από εκεί ορμώμενος γράφει τους στίχους του. Κι αυτό σημαίνει 
ότι η ποίηση του βασίζεται σε μια αυθεντική μαρτυρία, συνεπώς το ίδιο αυθεντική είναι και η σιωπή 
του ποιητή. Εκείνη που αντιτίθεται σε  ψιθύρους μακρινούς. Δηλαδή λόγια ακατάληπτα ή λόγια 
που αφορούν λίγους, μουρμουρητά τα οποία δεν κατορθώνουν να γίνουν ποτέ διαυγής και καθα
ρός λόγος. Κι εξελίσσονται σε μια βουβή οργή, η οποία καθώς ποτέ δεν εκφράζεται , διαιωνίζεται αέ
ναα και εν τέλει εξουθενωτικά. Η ίδια σιωπή βρίσκεται αντιμέτωπη με παράξενους ήχους. Λέξεις δηλα
δή που στερούνται σημασίας και άλλα νοήματος. Και κατ’  επέκτασιν όλα εκείνα με τα ο
ποία  καθένας  προσπαθεί να κατευνάσει τους φόβους και τις ανησυχίες του ή να "χορτάσει" το κε
νό  που θεριεύει μέσα του. Και όλες τις θεωρίες - μεταφυσικές, κοινωνικές, αισθητικές, πολιτικές, ..
.-  που διαλαλούν ότι έχουν τη λύση σε όλα εκείνα τα προβλήματα που προκύπτουν από την απου
σία νοήματος, αλλά στην πραγματικότητα αποδεικνύονται μονάχα ψευδοφάρμακα που δρουν τελι
κά αποπροσανατολιστικά, κατασιγάζοντας την όποια ορμή ενδεχομένως έφερνε την αλλαγή.
  Στη συνέχεια στρέφεται με τη σιωπή του ενάντια στους θούριους και της σάλπιγγες, δηλαδή ενά
ντια στην πολεμολαγνεία, την πολεμοκαπηλία κάθε είδους για την υποτιθέμενη υπεράσπιση και 
την κατ' όνομα υποστήριξη μιας «μεγάλης», αφηρημένης ιδέας. Κι ενάντια στους επίσημους λόγους 
οι οποίοι όμως είναι κενοί περιεχομένου και το μοναδικό τους ταλέντο είναι να κρύβουν ακριβώς αυ
τήν την  απουσία σημασίας.  Αλλά πώς εξηγείται το επόμενο; Να είναι δηλαδή, ενάντια και 
στην ελευθερία. Εύκολα, γιατί η ελευθερία στην οποία αντιτίθεται είναι κίβδηλη είναι κατ' όνο
μα ελευθερία, ένας ευφημισμός, η προβιά μιας αθέατης υποδούλωσης. Το ίδιο και οι νόμοι που γίνο
νται ευαγγέλια, δηλαδή ειδωλοποιούνται , θεοποιούνται κι αποσκοπούν τελικά στην κατασκευή 
μιας κατ’ επίφασιν τάξης. Τούτο σημαίνει οδηγούν στο συμβιβασμό, στην θανάτωση 
της δημιουργικότητας, στην ρουτίνα και την ανία, στον εξοστρακισμό της φαντασίας, στην προγρα
φή της ιδιαιτερότητας και του διαφορετικού.  Τέλος, στρέφεται ενάντια  και σε εκείνους που γε
λούν. Διότι προφανώς το γέλιο τους δεν είναι πηγαίο, προκύπτει ως απότοκο της αλλοτριωμένης 
τους ζωής. Ή διότι η χαρά τους ακριβώς προδίδει την άγνοια τους ή την αδιαφορία τους για 
ό,τι πραγματικά συμβαίνει, παρατείνοντας εν τέλει επ’  άπειρον την εθελούσια ομηρία τους.
    Και η «υποενότητα»- και μαζί η « ενότητα»- τελειώνει με τον ποιητή να επαναλαμβάνει την αντίθε
ση του. Σωπαίνει όταν όλοι οι άλλοι- γ' πληθυντικό πια το πρόσωπο- μιλούν. Γιατί πλέον 
έχει αποκαλυφθεί το πραγματικό νόημα της ομιλίας τους.  Τα λόγια των άλλων στα οποία αντιτίθεται
 η σιωπή του ποιητή είναι φλυαρίες, λόγια άσημα, καινά περιεχομένου. Άρα και οι συναναστροφές 
τους εξελίσσονται σε συναγελασμό, αγελοποίηση, μαζοποίηση, εργαλείο αλλοτρίωσης... 
  Την διάσταση με τα παραπάνω  με αυτά η πρώτη λέξη της επόμενης «ενότητας», η οποία μεταφέ
ρει τον αναγνώστη  στο μέλλον, γεγονός που μετατρέπει τον ποιητή σε προφήτη και οραματιστή, και επαναφέρει την ποίηση στην αρχική της κοίτη, όταν η ποίηση θεωρούταν "θεόπνευστη" και ο λόγος των ποιητών δεν λαθροβιούσε στις παρυφές της κοινωνίας, ώστε να μην ακούγεται. Και η επιστροφή αυτή επεκτείνει το "ένθεο" στοιχείο της ποιητικής δημιουργίας, ανατρέποντας το (γιατί δεν πρόκειται για αναπαραγωγή δογματισμών και, ως εκ τούτου, όργανο ελέγχου, όπως συχνά στο συνέβαινε παρελθόν, αλλά ως κάλεσμα απελευθέρωσης ). Διότι η βασική  αντίθεση του ποιήματος, η σιωπή του ποιητή σε σχέση με τα λόγια των άλλων ανθρώπων, θα πάρει διαφορετική μορφή. Οι ''άσημες φλυαρίες" των άλλων είναι αυτές που θα μετατραπούν σε σιωπή,  μια διαφορετική σιωπή όμως από την γόνιμη, όπως θα αποδειχθεί ,σιωπή του ποιητή. Πρόκειται για την νοσηρή σιωπή που θα προκύψει μοιραία και αναπόφευκτα,  όταν οι άλλοι θα έχουν ξοδέψει τα λόγια τους, όπως ένα γιγάντιο άστρο καταναλώνει την ενέργεια του και καταρρέει. Σε αυτές τις συνθήκες του γενικού μηδενισμού θα είναι η κατάλληλη στιγμή ώστε η σιωπή του ποιητή να γί
νει λόγος. Θα εκραγεί σαν σουπερνόβα και καθώς οι συνθήκες θα είναι πλέον κατάλληλες, η λάμ
ψη του  θα εξελιχθεί σε πύρινο λόγο απελευθέρωσης ,καθώς θα έχει διατηρηθεί άφθαρτος και αμίαντος
.
     Η απελευθέρωση αυτή παρουσιάζεται μέσω τριών εικόνων.  Κήποι που γεμίζουνε με καταρρά
κτες: Οι στίχοι θα λειτουργήσουν δηλαδή ως το νερό εξαιτίας του οποίου θα ανθίσει ορμητικά 
σαν καταρράκτης  μια καινούργια ομορφιά, γεμάτη αλήθεια και νόημα αυτήν τη φορά. Βρώμι
κες συνοικίες που γίνονται οπλοστάσια: Οι εξαθλιωμένοι άνθρωποι θα εμπνευστούν από το λόγο 
του ποιητή και θα εξεγερθούν ενάντια στην ασχήμια της προηγούμενης φλυαρίας. 
    Η τρίτη εικόνα, η οποία είναι τελευταία στη σειρά και καταλαμβάνει όχι τυχαία δυο στίχους, εστιά
ζει στους νέους στη στάση τους σε κείνον το μελλοντικό κόσμο που οραματίζεται ο ποιητής.  Και
 όχι τυχαία, καθώς είναι προφανής η σημασία της νέας  γενιάς  για την αλλαγή. Διότι  οι νέοι  με 
την ορμή και το σφρίγος της ηλικίας τους έχουν ενδεχομένως άγνοια  ή αδιαφορία για πιθα
νούς κινδύνους, είναι άφθαρτοι
 από προηγούμενες ήττες και  
έχουν την δυνατότητα και τη θέλη
ση να ρισκάρουν. Κι αυτά 
γιατί ακόμα δεν έχουν παραδο
θεί στον συμβιβασμό και δεν έ
χουν νερώσει το κρασί τους.
 Ο Κατσαρός γράφοντας το ποίη
μα  εν έτει 1953 φαντάζομαι έχει 
στο νου του τους συνομήλικούς 
του  που  ως νέοι σήκωσαν το βά
ρος της Αντίστασης κατά 
του κατακτητή και αισθάνεται πί
κρα, αγανάκτηση κι οργή για
 την αδράνεια, 
την αποστασιοποίηση και 
την ιδιωτεία τους· και για αυτό στρέφεται στους νέους. Όμως και γενικότερα μπορεί να το παρατηρή
σει κανείς αυτό. Τι γίνονται οι νέοι που μεγαλώνουν; Πού πήγαν οι νέοι του 1-1-4 που ξεχείλιζαν 
τους δρόμους της Αθήνας; Τι απέγιναν οι νέοι του Πολυτεχνείου οι οποίοι σχεδόν μόνοι τους 
σε ολόκληρη τη χώρα τόλμησαν να τα βάλουν με τη Δικτατορία; Τι έγινε/γίναμε η γενιά του '90 
που αντιστάθηκε σθεναρά στην "αναπαλαίωση" που επιχείρησε ο τότε υπουργός Παιδείας και εξαι
τίας αυτών δεν φοράτε σήμερα ποδιά; Κι ακόμα ακόμα που πήγαν οι σημερινοί νέοι, οι 15άρηδες 
που γέμισαν τους δρόμους  2008, τα παιδιά που μεγάλωσαν απότομα εν μέσω κρίσης; (Για 
να περιοριστώ μόνο στην Ελλάδα και να αφήσω απέξω τα νεανικά κινήματα της δυτικής Ευρώπης)
 Η απάντηση είναι απλή: Μεγάλωσαν, κουράστηκαν, έκαναν παιδιά, πήραν σκυλιά, βά
λαν αποκωδικοποιητή της Nova. Και στην καλύτερη περίπτωση, κρατάνε μόνο τη γραμμή ανοιχτή 
για τους επόμενους, αλλά παθητικά. Οι ίδιοι αισθάνονται ότι έκαναν το χρέος τους.  Γνωρίζοντάς
 τα αυτά ο ποιητής, στρέφεται στην νέα γενιά . Οι νέοι, άφθαρτοι από την ασχήμια, είναι οι ιδεώ
δεις παραλήπτες του απελευθερωτικού του μηνύματος. Και στην μελλοντική κοινωνία που οραματίζε
ται περιγράφονται "έξαλλοι", τουτέστιν ευρισκόμενοι σε σύγκρουση με οποιονδήποτε κανό
να συμμόρφωσης, με κάθε "τάξη" που αγνοεί και περικόπτει την ελευθερία, τη δημιουργικότητα και 
τη φαντασία τους.  Και θα ακολουθούν στίχους χωρίς ύμνους. Δηλαδή απαλλαγμένους , αν υποθέσου
με ότι αναφέρεται  στην ποίηση ως εκπρόσωπο της τέχνης γενικά,  από οτιδήποτε περιττό φτιασίδι 
γενικότερα από οποιαδήποτε θεωρία/άποψη/ιδέα/γνώμη κ.τ.λ.  δρα ή επιχειρεί να δράσει κανονιστι
κά, άμεσα ή έμμεσα, επιθυμώντας να οδηγήσει τους ανθρώπους οπουδήποτε και με οποιοδήπο
τε σκοπό. Τότε και μόνο τότε,  εν κατακλείδι, και με μπροστάρηδες τους νέους  ως αποτέλεσμα  αυ
τής της διαδικασίας οι άνθρωποι θα κατακτήσουν την πλήρη κι ολοκληρωτική ελευθερία 
από οποιαδήποτε μορφή εξουσίας: Πολιτική, κοινωνικού κομφορμισμού, πνευματι
κή, συναισθηματική…
  Ο μονόστιχος τελευταίος στίχος μπορεί, πιστεύω,  να εκληφθεί ταυτόχρονα σαρκαστι
κά, αυτοσαρκαστικά και κυριολεκτικά. Σαρκαστικά διότι οι άνθρωποι  στρέφονται και πάλι για ελπί
δα και παρηγοριά στο όραμα ενός άλλου, κι ας είναι αυτός  ο ίδιος ο ποιητής που «εξαναγκάζεται»  
να τους δημιουργήσει κάποιο. Αυτοσαρκαστικά, διότι ο ποιητής αντιλαμβάνεται ότι παρουσιάζεται 
ως αυθεντία, άρα ασκεί μια μορφή εξουσίας. Και ως γνήσιος αντιεξουσιαστής και αρνη
τής κάθε  αυθεντίας και όντας πιστός και συνεπής στο όραμά του περί της πλήρους ελευθερί
ας, αυτοϋπονομεύεται αυτοσαρκαζόμενος, γνωρίζοντας όμως  πως ταυτόχρονα ενισχύει αυτά 
που λέει.  Το κυριολεκτικό του πράγματος σχετίζεται με το  νόημα που αντιλαμβάνεται  πως έχει
 η ποίηση και για αυτό το λόγο  ουσιαστικά το οξύμωρο που αναφέρθηκε παραπάνω δεν ισχύει . Γιατί
 η ποίηση  εκλαμβάνεται ως μια συνεχής απελευθερωτική διαδικασία  («Πάλι) και ο ποιητής έχο
ντας συναίσθηση του ρόλου του («σας δίνω») δεν έχει άλλη επιλογή: Γράφει γιατί οραματίζεται
 κι οραματίζεται επειδή γράφει.  Και ξέρει ότι η ποίηση είναι στους δρόμους…

     Η ίδια έντονη αμφισβήτηση, η ίδια διάθεση ρήξης, η ίδια απέχθεια για κάθε μορφής εξουσίας, η
 ίδια άρνηση ενάντια σε κάθε  αυθεντία (με ακόμη περισσότερη αυτοϋπονόμευση), η 
ίδια δυσαρέσκεια  για την τάξη και τον μέσο όρο στον οποίο υποβιβάζει εκείνη τον άνθρωπο  και η 
ίδια δίψα για ελευθερία  μπορεί να παρατηρηθεί στο πιο γνωστό ποίημα του Κατσαρού με τίτλο
 «Η διαθήκη μου» (το οποίο πλατύτερα έχει  γίνει δημοφιλές με τον τίτλο «Αντισταθείτε») 
την πνευματική παρακαταθήκη του ποιητή στην ανθρωπότητα.
      «Η διαθήκη μου», όπως και το «Όταν», περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή 
«Κατά Σαδδουκαίων» η οποία εκδόθηκε το 1953 και με την οποία ο Κατσαρός έκοψε τα γεφύρια 
πίσω του, στρεφόμενος, πέρα από το αυταρχικό μετεμφυλιακό κράτος, και ενάντια 
στις ιδεολογικές  αγκυλώσεις που επέβαλλε η «επίσημη»  Αριστερά, την οποία εκπροσωπούσε 
το σταλινικό Κ.Κ.Ε., καθώς και την πρόθεση της να πάρει την επανάσταση «εργολαβί
α», στρεφόμενη  πρωτίστως ενάντια σε οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση, με την κατηγορία 
ότι παραβιάζει την επίσημη γραμμή του κόμματος,  και δευτερευόντως ενάντια στη ανελεύθε
ρη κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα. Αυτή η διάθεση ρήξης του ποιητή είναι πρόδηλη και 
από τον  τίτλο της συλλογής. (Οι Σαδδουκαίοι ήταν αρχαίο ιουδαϊκό θρησκευτικό κίνημα 
που αντιπολιτευόταν τους Φαρισαίους.  Εμφάνιζαν πολλά στοιχεία κοινωνικού κινήματος, έδι
ναν έμφαση στον άνθρωπο, αρνούνταν την ανάσταση και ήταν προσκολλημένοι στην κατά γράμ
μα εφαρμογή του Νόμου. ) Το αποτέλεσμά ήταν να υποστεί ο ποιητής πέρα από τις διώξεις του κρά
τους και την απομόνωση από τους πρώην συντρόφους του (ότι συνέβη δηλαδή και στον ήρωα 
του παρακάτω τραγουδιού).

   Όταν έστειλε  δε προς δημοσίευση στην δημοκρατική εφημερίδα «Δημοκρατικός Τύπος» 
τη «Διαθήκη», το ποίημα δημοσιεύτηκε τελικά πετσοκομμένο  και λογοκριμένο άγρια. Η οργισμέ
νη αντίδραση του ποιητή ήρθε με το ποίημα «Υστερόγραφο» το οποίο τέλειωνε με το στίχο  «Ελευθε
ρία ανάπηρη πάλι στου τάζουν» (περισσότερα όμως για αυτήν την ιστορία δείτε εδώ).
   Τα βιογραφικά στοιχεία του ποιητή παρατέθηκαν όμως μόνο για να φανεί το ιστορικοινωνικό πλαί
σιο της δημιουργίας του ποιήματος  και  σε τελική ανάλυση ελάχιστα έχουν σχέση με την ερμηνεία 
του. Πόσο μάλλον που ως διαθήκη είναι ένα κείμενο που αναφέρεται στο μέλλον, αποτελεί έκφρα
ση δηλαδή του οραματισμού του ποιητή.  Αν το «Όταν» βασίζεται στην αντίθεση, η επανάληψη είναι
 το στοιχείο που συνέχει δομικά την "Διαθήκη". Πρόκειται για ένα κάλεσμα αντίστασης με σκοπό 
την τελική και ολοκληρωτική απελευθέρωση.  Τα βέλη του ποιητή στρέφονται κι εδώ ενάντια σε
 ότι εμποδίζει την λύτρωση του ανθρώπου. Σταχυολογώντας κάποιες περιπτώσεις για να μην μακρηγορήσω κι επαναλαμβάνομαι, στρέφεται μεταξύ άλλων, ενάντια  στο μέσο ανθρωπάκο που δένεται με τον κόσμο μέσα από σπιτάκι του (θυμηθείτε τον ήρωα του διηγήματος του Μάριου Χάκκα «Το ψαράκι της γυάλας» και πόσο τον «έδεσε με τον κόσμο» το σπίτι που έχτισε και τον έκανε τελικά να είναι εκείνος το ψάρι στην γυάλα)· στην  κρατική εκπαίδευση σκοπός της οποίας πάντα είναι να δημιουργήσει εργαλεία χρήσιμα για την κοινωνία (όποια κοινωνία) και όχι να καλλιεργήσει στους ανθρώπους τα στοιχεία εκείνα που θα τους ολοκληρώσουν· στους φό
ρους που εθίζουν τον άνθρωπο στην έννοια της συναλλαγής και  οδηγούν τη ζωή του σε καθε
στώς ομηρείας, εξαναγκάζοντας τον να πληρώσει για την ύπαρξη του·  στους ελιτιστές  ξερόλες 
που δίνουν εξεζητημένες ονομασίες σε απλές απολαύσεις της ζωής όπως τα ωραία τραγούδια·  
στην αφυδάτωση του πνεύματος και του σώματος των ανθρώπων από αγέλαστα ιερατεία·  
στους κόλακες αυτών που παριστάνουν τους σωτήρες· κ.α. Το κάλεσμα αντίστασης μάλιστα στρέφε
ται κι εναντίον του ιδίου του ποιητή  και αυτών που λέει, και μάλιστα αυτό επαναλαμβάνεται στο τέ
λος κάθε στροφής, εν είδει λάιτ μοτίβ. Γιατί σκοπός του ποιητή δεν είναι  να αντιμετωπιστούν τα λό
για του ως θέσφατο, συνταγή ή ευαγγέλιο· ούτε ο  ίδιος να εκληφθεί ως αυθεντία και  «ήρωας  
της εργατικής τάξης»,
 που θα έλεγε κι ο Τζον Λέννον! Μόνο ως μέσον για αυτό που οραματίζεται και αναφέρει στην τελευ
ταία, μονόστιχη στροφή.  Την ελευθερία!
  Γιατί σκοπός της αντίστασης αυτής σε κάθε μορφή κίβδηλης εξουσίας δεν είναι η στείρα αποδόμη
ση των πάντων και η επικράτηση του ολοκληρωτικού μηδενισμού. Είναι προϋπόθεση για την επίτευ
ξη της πλήρους και απόλυτης ελευθερίας,  η οποία θα αναδυθεί μέσα από μια αρμονική, αταξική 
και αντιεξουσιαστική κοινωνία, αναρχική με άλλα λόγια, που θα αποτελείται από ώριμους 
και συνειδητοποιημένους ανθρώπους που δεν θα χρειάζονται νόμους και κανόνες για να συνυπάρ
ξουν.
   Η συγκεκριμένη αντίληψη βεβαίως δεν εμφανίζεται  μόνο στα ποιήματα  του Κατσαρού.  Αντίστοι
χο είναι το μήνυμα που προκύπτει  από το μελοποιημένο από τον Θάνο Μικρούτσικο σε μετάφρα
ση Δημοσθένη Κούρτοβικ  ποίημα του Βολφ Μπίρμαν «Τους έχω βαρεθεί».
   Κι εδώ το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει την απέχθεια του για όσα προκαλούν τη στασιμότητα 
της κοινωνίας και οδηγούν σε ευτελείς συμβιβασμούς.  Για τις εκφυλισμένες ερωτικές 
και φιλικές  σχέσεις. Για την, σκοπίμως τελικά,  καφκική γραφειοκρατική κρατική δομή που βασανί
ζει τελικά  τους πολίτες. Για όσους πνευματικούς ανθρώπους  ενδιαφέρονται μόνο για την προσωπ
ική τους ευκολία και την καριέρας τους. Για το εκπαιδευτικό σύστημα που παράγει και αναπα
ράγει ανθρώπους υποτακτικούς, κρέας για τα κανόνια. Για τον μέσο, συμβιβασμένο άνθρωπο ο οποί
ος θυματοποιεί τον εαυτό του, παραμένοντας αδρανής και φοβισμένος,  και ενδιαφέρονται μόνο για 
τον μικρόκοσμό του .  Και τέλος για κείνους των ποιητών οι οποίοι έχουν ξεπουληθεί κι εξωραΐ
ζουν καταστάσεις με σκοπό να αποπροσανατολίσουν τους ανθρώπους,  υπηρετώντας 
και εξυπηρετώντας σκοτεινούς σκοπούς.


Μιχάλης Κατσαρός - Ποιήματα

Μιχάλης Κατσαρὸς τοῦ Εὐσταθίου ἐκ Κυπαρισσίας Τριφυλίας (1919-1998). Ποιητὴς μὲ ἔντονη πολιτικοποίηση.


Τὸ σχῆμα μου

Θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω τὸ σχῆμα μου
ὅπως συντρίβεται σὲ δυὸ λιθάρια
θὰ σκεφτῶ ὑπόχρεος ἀπέναντί σου
θὰ στήσω τὴ φοβερὴ ὀμπρέλα μου
μὲ τὶς μπαλένες ἀπ᾿ τὸ πρόσωπό μου
μαύρη ὑγρὴ ἀκατανόητη
ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε ἀσπίδα
ποὺ ἦταν ταπεινὸ κυκλάμινο
καὶ μιὰ ρομφαία.

Θέλω νὰ μιλήσω ἁπλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη
τῶν ἀνθρώπων
καὶ παρεμβαίνουν οἱ θύελλες
παρεμβαίνει τὸ πλῆθος
τὸ στῆθος μου
τὸ τρομερὸ ἡφαίστειο ποὺ λειτουργεῖ
κάτ᾿ ἀπὸ πέτρες.
Τὰ φριχτὰ ἐρωτήματα παραμένουν ἐπίμονα
μαῦρα ὑγρὰ ἀκατανόητα
παραμένουν ἐπίσημα
σὰν σαρτεβάλια.
Ὅσο ἀπ᾿ τὶς μικρὲς καλύβες νὰ γελοῦν
ὅσοι οἱ χωρικοὶ νὰ μπαίνουν στὰ ἐργοστάσια
ὁ πύργος μας καίγεται
θ᾿ ἀφήσουν ἐποχὴ οἱ ἔνδοξες μέρες
ὅλα τ᾿ ἀπόκρυφα χειρόγραφα θὰ ἐπιστραφοῦν
ἀπὸ σοφοὺς καὶ μάντεις.

Μετὰ τὸ θέμα μας χάθηκε.
Δὲν ἔχομε τίποτα νὰ σᾶς ποῦμε
ἔτσι ποὺ ὅλα προδοθήκανε
ἔτσι ποὺ ὅλα λύσαν τοὺς ἁρμοὺς
ἀπὸ πίστη σὲ πίστη
ἀπὸ ὑπόγειο σὲ ὑπόγειο
ἀπὸ πρόσωπο σὲ πρόσωπο
δὲν ἔχομε τίποτα νὰ σᾶς ποῦμε.

Βαθιὰ στὶς ρίζες τοῦ δέντρου σας
μαζὶ μὲ τοὺς τυφλοπόντικες
μαζὶ μὲ τοὺς καταποντισμένους πίθηκους
σὲ σκοτεινοὺς ὑποχθόνιους κρότους
ἀσθμαίνοντας μετατοπίζομαι
-ἀνακατωμένοι οἱ βρόγχοι-
βαθιὰ στὰ ξερὰ λιβάδια σας πέφτει καινούργια
ἀθόρυβη βροχὴ
ὅπου συντρίβει
ὅπου ἀνθίζει τὰ χέρια μας ἀπ᾿ τὶς δικές σας
πληγές
ὅπου γεμίζουν τ᾿ ἄδειά μας σταμνιὰ
κερὶ καὶ μέλι.

Κάποτε θ᾿ ἀνεβοῦμε καθὼς προζύμι
ὁ σιδερένιος κλοιὸς θὰ ραγιστεῖ
τὰ ὄρη σας ὅπως πυκνὰ σύννεφα θὰ χωριστοῦν
οἱ κόσμοι θὰ τρίξουν
στὶς ἔντρομες αἴθουσες οἱ ρήτορες θὰ
σωπάσουν
καὶ θ᾿ ἀκουστεῖ ἡ φωνή μου:
«Οἱ νέοι πρίγκιπες μὲ σάλπιγγες καὶ νέες
στολὲς
οἱ νέοι συμβουλάτορες οἱ νέοι παπάδες
οἱ πρόεδροι καὶ τὰ συμβούλια καὶ οἱ ἐπιτροπὲς
ὅλοι οἱ μάγοι προφεσόροι...»

Περιμένετε αὐτὴ τὴ φωνή.
Ἔτσι θ᾿ ἀρχίζει.

Ποίημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Κατὰ Σαδδουκαίων»


Ἡ διαθήκη μου

Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι
καὶ λέει: καλὰ εἶμαι ἐδῶ.

Ἀντισταθεῖτε σ᾿ αὐτὸν ποὺ γύρισε πάλι στὸ σπίτι
καὶ λέει: Δόξα σοι ὁ Θεός.

Ἀντισταθεῖτε
στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πoλυκατοικιῶν
στὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ- ἐξαγωγαί
στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση
στὸ φόρο
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετάει ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα ὦρες
ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία ποὺ μοιράζει
ἔντυπα ἁγίων λίβανον καὶ σμύρναν
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε πάλι σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται
μεγάλοι
στὸν πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε
στὶς μουσικὲς τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες
σ᾿ ὅλα τ᾿ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι

σ᾿ ὅλους ποὺ γράφουν λόγους γιὰ τὴν ἐποχὴ
δίπλα στὴ χειμωνιάτικη θερμάστρα

στὶς κολακεῖες τὶς εὐχὲς τὶς τόσες ὑποκλίσεις
ἀπὸ γραφιάδες καὶ δειλοὺς γιὰ τὸ σοφὸ
ἀρχηγό τους.

Ἀντισταθεῖτε στὶς ὑπηρεσίες τῶν ἀλλοδαπῶν
καὶ διαβατηρίων
στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ
διπλωματία
στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια
στὰ θούρια
στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους
στοὺς θεατὲς
στὸν ἄνεμο
σ᾿ ὅλους τοὺς ἀδιάφορους καὶ τοὺς σοφοὺς
στοὺς ἄλλους ποὺ κάνουνε τὸ φίλο σας

ὡς καὶ σὲ μένα, σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ
ἀντισταθεῖτε.

Τότε μπορεῖ βέβαιοι νὰ περάσουμε πρὸς τὴν
Ἐλευθερία.


Ἀντισταθεῖτε

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρὸς
Μουσική: Θανάσης Γκαϊφύλιας
Πρώτη ἐκτέλεση: Χρῆστος Θηβαῖος

Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι
καὶ λέει καλὰ εἶμ᾿ ἐδῶ.
Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ πάλι γύριζε στὸ σπίτι
καὶ λέει Δόξα σοι ὁ Θεός.
Στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πολυκατοικιῶν
τὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ-ἐξαγωγαί
στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση καὶ τὸ φόρο
ἀντισταθεῖτε σὲ μένα ἀκόμα ποὺ ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετᾶ ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα
ὧρες ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις.
Στὸν Πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε,
στὶς μουσικές, τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες,
σ᾿ ὅλα τὰ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε,
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι,
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία ποὺ μοιράζει ἔντυπα ἁγίων,
λίβανον καὶ σμύρναν.

Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται μεγάλοι
καὶ γράφουν λόγους πλάι στὴ θερμάστρα.
Στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ διπλωματία,
στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια,
στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους,
στοὺς θεατές, στὸν ἄνεμο...
Ἀντισταθεῖτε.


Αὐτοὺς ποὺ βλέπεις

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη ἐκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Αὐτοὺς ποὺ βλέπεις πάλι θὰ τοὺς ξαναΐδεις
θὰ τοὺς γνωρίσεις πάλι
ἄλλον θὰ λένε Κωνσταντὴ κι ἄλλον Μιχάλη

Αὐτοὺς ποὺ βλέπεις πάλι θὰ τοὺς ξαναΐδεις
θὰ τοὺς γνωρίσεις πάλι
σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο θὰ γυρνοῦν
μὲ περηφάνια πιὸ μεγάλη

Αὐτοὺς ποὺ βλέπεις πάλι θὰ τοὺς ξαναΐδεις
θὰ τοὺς μισήσεις πάλι
ἕναν μονάχα δὲ θὰ βρεῖς
τὸν πιὸ μικρό, τὸν πιὸ πικρό, τὸν πιὸ ἀγαπημένο
τὸν μοναχό, τὸν δυνατὸ καὶ τὸν ἀντρειωμένο

Αὐτὸν δὲ θὰ τὸν ξανεΐδεις νὰ τόνε βασανίσεις
καὶ τὴν μεγάλη του καρδιὰ νὰ τηνε σκίσεις
αὐτὸν δὲ θὰ τὸν ξαναβρεῖς τί τὸν φυλᾶνε τ᾿ ἄστρα
τί τὸν φυλάει ὁ ἥλιος του, τόνε φυλάει τὸ φεγγάρι

Αὐτὸν πού ῾χει τὴ χάρη τὸν πιὸ μικρὸ
τὸν πιὸ πικρὸ καὶ τὸν ἀγαπημένο
αὐτὸν μονάχα ἐγώ, μονάχα ἐγώ, ἐγὼ προσμένω


Ἡ Θαλασσινή

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ἄλλες ἑρμηνεῖες: Βίκυ Μοσχολιοῦ

Στὶς καλύβες μία φορᾶ ζοῦσε ἡ Θαλασσινιά.
Ζοῦσε κάτω στὸ γιαλὸ καὶ λουζόταν στὸ νερό.
Καὶ μία νύχτα ποὺ φυσοῦσε καὶ ζητοῦσε καὶ ζητοῦσε
παλικάρι καὶ παιδὶ ποὺ ἔφυγε μὲς τὴ βροχή.

Ποῦθε πῆγε τὸ παιδὶ Θαλασσινή, ποῦ ῾χει πάει τὸ πουλί;
Ὁ ἀϊτός, τὸ χελιδόνι καὶ μᾶς λιώνανε οἱ πόνοι.
Στὶς καλύβες καίει-καίει τὸ γιαλὸ καίει τὴν ἄμμο, καίει τὸ νερό.
Παλικάρι πιὰ δὲν βρίσκει τ᾿ ὄνειρό της νὰ μεθύσει.

Στὶς καλύβες μία φορὰ ζοῦσε ἡ Θαλασσινιά.
Ζοῦσε κάτω στὸ γιαλὸ καὶ λουζόταν στὸ νερό.


Θὰ σᾶς περιμένω

Θὰ σᾶς περιμένω μέχρι τὰ φοβερὰ μεσάνυχτα ἀδιάφορος-
Δὲν ἔχω πιὰ τί ἄλλο νὰ πιστοποιήσω.
Οἱ φύλακες κακεντρεχεῖς παραμονεύουν τὸ τέλος μου
ἀνάμεσα σὲ θρυμματισμένα πουκάμισα καὶ λεγεῶνες.
Θὰ περιμένω τὴ νύχτα σας ἀδιάφορος
χαμογελώντας μὲ ψυχρότητα γιὰ τὶς ἔνδοξες μέρες.

Πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγὼ θὰ ξαφνιάζω τὰ πλήθη
ὁ ἄνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι καὶ τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.


Κατὰ Σαδδουκαίων

Πλῆθος Σαδδουκαίων
Ῥωμαίων ὑπαλλήλων
μάντεις καὶ ἀστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος ἐξ Ἐφέσου)
περιστοιχίζουν τὸν Αὐτοκράτορα.

Κραυγὲς ἀπ᾿ τὸν προνάρθηκα τοῦ Ναοῦ.
Ἀπ᾿ τὴ φατρία τῶν Ἐβιονιτῶν κραυγές:
Ὁ ψευδο-Μάρκελος νὰ παριστάνει τὸ Χριστό.
Διδάσκετε τὴν ἐπανάστασιν Κατὰ τοῦ πρίγκιπος
Οἱ Χριστιανοὶ νἄχουνε δούλους Χριστιανούς.

Ἡ ἀριστοκρατία τοῦ Ναοῦ νὰ ἐκλείψει.
Ἐγὼ ἀπέναντί σας ἕνας μάρτυρας
ἡ θέλησή μου ποὺ καταπατήθηκε
τόσους αἰῶνες.

Τοὺς ὕπατους ἐγὼ ἀνάδειξα στὶς συνελεύσεις
κι αὐτοὶ κληρονομήσανε τὰ δικαιώματα
φορέσαν πορφυροῦν ἀτίθασον ἔνδυμα
σανδάλια μεταξωτὰ ἢ πανοπλία-
ἐξακοντίζουν τὰ βέλη τους ἐναντίον μου-
ἡ θέλησή μου ποὺ καταπατήθηκε
τόσους αἰῶνες.

Τοὺς ἄλλους ἀπ᾿ τὴν πέτρα καὶ τὸ τεῖχος μου
καθὼς νερὸ πηγῆς τοὺς εἶχα φέρει
ἡ θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ᾿ ἄλογά τους ἀπ᾿ τὸν κάμπο μου.
δὲ μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ δῶ τὸν Αὐτοκράτορα
τοὺς ὕπατους δὲν ἄφηναν νὰ πλησιάσω
σὲ μυστικὰ συμπόσια καὶ ἔνδοξα
τὴ θέλησή μου τὴν καταπατήσανε
τόσους αἰῶνες.

Τώρα κι ἐγὼ ὑποψιάζομαι
ὅλο τὸ πλῆθος τῶν αὐλοκολάκων
ὅλους τοὺς ταπεινοὺς γραμματικοὺς
τοὺς βραβευμένους μὲ χρυσὰ παράσημα
λεγεωνάριους καὶ στρατηλάτες
ὑποψιάζομαι τὶς αὐλητρίδες τὴ γιορτὴ
ὅλους τοὺς λόγους καὶ προπόσεις
αὐτοὺς ποὺ παριστάνουνε τοὺς ἐθνικοὺς
τὸν πορφυροῦν χιτώνα τοῦ πρίγκιπος
τοὺς συμβουλάτορες καὶ τοὺς αἱρετικοὺς
ὑποψιάζομαι συνωμοσία
νύκτα θὰ ρεύσει πολὺ αἷμα
νύχτα θὰ ἐγκαταστήσουν τὴ βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες μὲ νέους στεφάνους
οἱ πονηροὶ ρωμαῖοι ὑπάλληλοι τοῦ

*τοῦ αὐτοκράτορος

τοιμάζουνε κρυφὰ νὰ παραδώσουν
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ καὶ τὴν
ὑπόκλισή τους.

Ἐγὼ πάλι μέσα στὸ πλῆθος διακλαδίζομαι
ἡ θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στὸ πλῆθος
μαζεύω τοὺς σκόρπιους σπόρους μου
γιὰ τὴν καινούρια μακρινή μου ἀνάσταση
μαζεύω.


Μεῖον ὠά

Τὰ μεῖον ὠὰ
ὅταν συγκεντρωθοῦν σὲ καρὲ τετράγωνο
ὅτι
εἶναι μὲ υἱὸν νέο διαφορετικὸ
ἀπὸ Θεὸ
μὲ υἱὸν μαζοὺτ σῶμα ἐξελθὼν
ὅπως πλάνο ἀμερικαὶν πάνω ἀπὸ ἐκρὰν
ἢ ὅ,τι ἄλλο - ἄγνωστο σὲ οὐσία
ἢ σαρκικὸ
ταμεῖον σεπτὸ
ταμεῖον ἐφορίας
ταμεῖον θεάτρου ἱπποδρόμου Μπὰρ
καὶ τὰ μεῖον δεφτέρι
μὲ εἴσπραξη ἐξόφληση
τὰ μεῖον ὠὰ – ὠοὰ
μειοδοτεῖς ἐσὺ μετὰ
μὲ τί μὲ τὲ
μὲ ἂ καὶ μέχρι
νὰ φτάσεις ἧττα
εἶσαι
μὴ μὴ προχωρᾶς στὸ θῆτα
εἶναι ἐκτὸς ταμείου ἐκτὸς ἑπτὰ
ἐνθέμιον Θέμιον
θαρρῶ Θέτις
Τὰ μεῖον ὠὰ
εἶναι νὰ μὴ μπλεχτεῖ ὁ Θεὸς
καὶ σὲ διχάσει.


Μὴ φύγεις

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Μὴν κλαῖς π᾿ ἀκόμα
δὲ μᾶς ἔφυγες ἀπ᾿ τὸν ἀέρα
τὸ δρόμο σου ῾τοιμάζουνε
ἀπὸ πέρα.

Μὴν κλαῖς στὸν οὐρανὸ θὰ πᾶς
καὶ μᾶς ἐδῶ μᾶς παρατᾶς.

Πάρε μαζί σου ἀπ᾿ τὴ γῆ μας
τὸ περιστέρι πού ῾ναι ψυχή μας.

Πάρε ἐλιὰ φιλιά, πάρε τὰ κάλλη
ἀπὸ τὴ γῆ μας τὴ μεγάλη.

Μὴν κλαῖς, μὴ φύγεις, μὴ μᾶς παρατᾶς
εἴμαστε γιοί σου καὶ μᾶς ἀγαπᾶς.

Στὸν οὐρανὸ βαρύθυμος πλανᾶς
τὰ βήματά σου
εἴμαστε μεῖς παιδιά σου,

Μὴ φύγεις μή, μὴ μᾶς παρατᾶς
εἴμαστε γιοί σου καὶ μᾶς ἀγαπᾶς.


Ὁ Δοῦλος

Ὁ Δοῦλος ποὺ δραπέτευσε
ἔλεγε προσευχὲς στοὺς φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σὲ λιγδωμένα προσκέφαλα.
Ἐγὼ δὲν ἤλπιζα πὼς μπορεῖ νὰ σωθεῖ.
Οἱ χωροφύλακες ἔχουν γερὴ ὅραση -
δὲ διαλύονται μὲ αὐταπάτες καὶ ψυχοσάββατα.
Τώρα αὐτὸς ποὺ ἐπέμενε νὰ ρωτάει
φαίνεται θἆταν ἀποφασισμένος γιὰ θάνατο
ἢ θἆταν κατάσκοπος ποὺ δὲ φοβᾶται.
Ἐγὼ πάντως
ἐξακολουθῶ νὰ βλέπω τὸν ἐπερχόμενο
μεσαίωνα
μὲ φάλαγγες πιστῶν
μὲ ἀργυρᾶ δισκοπότηρα ἀφρίζοντα αἷμα
μὲ σημαιοστολισμοὺς καὶ παρελάσεις
μὲ ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εἰκόνες ἀπὸ παλιὲς ἐκστρατεῖες
καὶ τυφεκισμοὺς
ἥρωες μὲ αὐστηρὰ βλέμματα
Ἁμὲς δὲ γ᾿ ἐσόμεθα
πληρωμένη ἐκπαίδευση
θεὸς ἀγέρας τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως
κλειδωμένα στὴν ἐποχὴ σὲ χάλκινα θησαυροφυλάκια.
Ἂν ἄξαφνα σᾶς γεννηθεῖ τὸ ἐρώτημα
πὼς τὰ κατάφερε αὐτὸς ὁ θνητὸς
μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ βαρύγδουπο διαπασῶν τῶν ὕμνων
νὰ δραπετεύσει μὲ ἀληθινὸ λαμπερὸν ἥλιο
μὲ ἀληθινὲς ἐξαρτήσεις τοῦ βίου -
ἂν δὲ μπορεῖτε νὰ καταλάβετε
τί τὸν ὁδήγησε σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο διάβημα
ποὺ βρῆκε τὴν ἔξοδο ἀφοῦ γύρω ἦταν μπετὸν
ἀφοῦ γύρω τραγουδοῦσε ἡ φοιτήτρια
ἕνα τραγούδι ἱστορικὸ παλιῶν ἡρώων
τότε
δὲ θά ῾χετε δεῖ κάτι κρυφὲς μικρὲς πόρτες
ὅμως ὁλοφάνερες στὰ μάτια τῶν εἰδικῶν
δὲν θἄχετε δεῖ τὸ ραγισμένο τοῖχο
ὅπου βλασταίνουν κάτι φυτὰ
πάνω σ᾿ ἀσβέστη κίτρινο ἀπ᾿ τὴν πολυκαιρία.
Τὸ ζήτημα πιὰ ἔχει τεθεῖ:
Ἢ θὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ γονατίζουμε
ὅπως αὐτὸς ὁ δραπέτης
ἢ θὰ σηκώσουμε ἄλλον πύργο ἀτίθασο
ἀπέναντί τους.


Ὁ Λάκης

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Στὸ γιοφύρι τὸ παλιὸ
μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρὸ
πιτσιρίκος μὲ μυαλὸ
ἔπαιζες κουτσό.

Τώρα μοῦ μεγάλωσες καὶ κάνεις
πείσματα νὰ μᾶς πεθάνεις,
τώρα κάνεις πιὰ τὸ σοβαρὸ
δὲν μᾶς φέρνεις τὸ νερό.

Λάκη Λάκη Λάκη
ὅπου ἔπαιζες στ᾿ αὐλάκι
κι ἔπαιζες μὲς στὴν αὐλὴ
Λάκη Λάκης τὸ παιδί.

Λάκη Λάκη Λάκη
ποῦ ῾ναι τὸ καινούργιο αὐλάκι
ποῦ ῾ναι ἡ καινούργια αὐλὴ
Λάκη Λάκης τὸ παιδί.


Ὁ πατέρας μὲ τὴ φυσαρμόνικα

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Ἀκούσατε μία παράδοξη παράξενη ἱστορία
γιὰ τὸν πατέρα μὲ τὴ φυσαρμόνικα.

Τελάληδες, κοντραμπασίδες καὶ τῆς μηχανῆς τοῦ τσεβελέκου σπαΐδες
ὅσοι τοῦ πατρὸς ζητᾶτε τὴ γνώση, ἀκαμάτηδες καὶ διακοναρέοι,
ὡραῖοι νέοι καὶ τοῦ δεκάξι Φαρισαῖοι.
Τῆς Σμύρνης μὲ τὴ Γαλλικὴ σχολὴ σπουδαῖοι
ὅσοι ἀκοῦτε μὲ παλιὲς παρέες, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ θέλετε γνώση
τοῦ πατέρα τὴν ἱστορία, ὅσοι γιὰ πατρίδες νύχτες μιλᾶτε τόσοι ἀνθρῶποι,
γυναῖκες παιδιὰ μία ἱστορία λυρικὴ παλιά, γιὰ φυσαρμόνικα καὶ κάποιο πατέρα
γιὰ νύχτα καὶ μέρα ἀκούσατε τὴν ἱστορία στὸν ἀέρα.

Στὴν ἀρχὴ ἦταν οἱ τρεῖς χαλύβδινοι αἰῶνες
στοῦ Μπαρτζελιώτη μὲ καρεκλάκι οἱ Παρθενῶνες
καὶ μετὰ ἦρθε ἡ θάλασσα καὶ μεσόγειος νησιά,
ὁ δρόμος μὲ τὴ βρύση πέτρινη παλιά, παλιῶσαν ὅλα μέσα σὲ μιὰ νυχτιά.
Γέρασε ἡ Ἑλένη γιὰ μία νυχτιὰ καὶ τὸ ῾23 ἤτανε αὐτὸ ποὺ λὲς 1910, ἀποκοτιά!
Πηγάδια ὑπόγεια ποταμοί, μὲ τοῦ νέγρου τὸ μωρὸ στὴ φυλακὴ
οἱ ἀταμάνοι οἱ Κοζάκοι οἱ παλιοί.

Μετὰ δυὸ τροχοὶ ἀλέθαν σιτάρι βροχὴ
μὲ τὴ σιδερολαβὴ τοῦ πυρπολητῆ Κανάρη, ἔλειπε ἡ σιδερένια γροθιά.
Τοῦ πατέρα τὸ σπίτι πάνω σὲ καρφιά, δὲν ἔκλαψε, δὲν ἔκλαψε,
τοῦ Πόντου Ἄρη καθὼς φεύγαν τὰ πουλιά.
Χόρεψε, χόρεψε, χόρεψε μόνος γιὰ πρώτη φορά,
δὲ γύρισε δὲν ἤτανε πατέρας πιά.


Σπίτι

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Ξανθίππη Καραθανάση

Σπίτι μὲ τὰ κεραμίδια σου
σπίτι σπίτι ἀληθινὸ
περιστέρια τὰ στολίδια σου
σπίτι μὲ τὸν οὐρανό.

Ποῦ νὰ εἶσαι
ποῦ νὰ στέκεις
ποῦ νὰ εἶσαι ἀληθινὸ
σπίτι μὲ τὰ κεραμίδια
σπίτι μὲ τὸν οὐρανό.

Ποιὸς νὰ φέρνει νὰ γιομίζει
κάθε ράφι σου παλιὸ
σπίτι τῶν ὀνείρων σπίτι
ποῦ καρτέραγες τὸ γιό.

Ἂν γυρίσει καλοκαίρι
ἂν γυρίσει χειμωνιὰ
σπίτι κάποιος θὰ σοῦ φέρει
ἀνθισμένη λεμονιά.


Στὰ λιθάρια

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Στὸ παλιὸ τὸ λιοτριβεῖο
μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρὸ
στὰ λιθάρια ποὺ γυρίζαν
κι ἐλιῶναν τὸν καρπὸ
πέταξαν ἕνα παιδί, πέταξαν ἕνα παιδὶ
γιὰ νὰ λιώσει νὰ χαθεῖ.

Στὰ λιθάρια, στὰ λιθάρια
οἱ ἀνθρῶποι οἱ κακοὶ
μὲ τὴν στρίγκλα τὴ μαγίστρα
τὸ λουλούδι τὸ σεμνὸ
λιώσαν τὸ παιδὶ μὲ βία
καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ἱστορία.

Τώρα ὁ ἴσκιος του ὁ φρικτὸς
ξέσπασε σὰν κεραυνὸς
στῶν ἀνθρώπων τὴν κακία
καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ἱστορία.


Στὴ γῆ σου

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Τὰ πουλιά σου ἔφυγαν
σὲ κάποια γῆ καὶ σὲ καλοῦνε,
στεριὰ γυρεύουν οἱ ἀητοὶ
καὶ καρτεροῦνε.

Στὴ γῆ στὴ γῆ σου
σὲ προσκαλοῦν οἱ γιοί σου.

Τὰ πουλιὰ διαβῆκαν τὸ γιαλὸ
καὶ φέρανε ἐλιὰ
στὴ γῆ στὴ γῆ σου τὴν παλιὰ
σὲ καρτερᾶν οἱ γιοί σου.


Τὴν εἰκόνα σου

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ἄλλες ἑρμηνεῖες: Νίκος Ξυλούρης
|| Βίκυ Μοσχολιοῦ

Τὴν εἰκόνα σου σεβάστηκα
στὴ φλόγα δὲν ἐκράτησα,
τὴν εἰκόνα τὴν καλὴ
θὰ σοῦ φέρω μίαν αὐγή.

Χρώματα, χρώματα
ἄσε τὰ καμώματα
χρώματα, χρώματα
χρώματα κι ἀρώματα.

Τὴν εἰκόνα σου σεβάστηκα
καὶ κράτησα
καὶ τὰ χέρια μου θὰ ἑνώσω
πρὶν στὴ ζητιανιὰ τὴ δώσω.

Χρώματα, χρώματα
χρώματα κι ἀρώματα
χρώματα, χρώματα
ἄσε τὰ καμώματα.


Τὸ ἀρνί

Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ σκυλὶ
τὸ βόδι τ᾿ ἄλογο καὶ σύ.

περπατᾶνε περπατᾶνε
καὶ ρωτᾶνε καὶ ρωτᾶνε
μὲς στὴ γῆ μας
ποῦ ῾ναι τ᾿ ἀρνί.

Τὸ χαμένο τὸ ἀρνὶ
πάλι πάλι θὰ φανεῖ
τὸ χαμένο τὸ ἀρνὶ
ξανακάλεστο νὰ ῾ρθεῖ.

Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ σκυλὶ
τὸ βόδι τ᾿ ἄλογο καὶ σύ.

Σταματᾶνε σταματᾶνε
καὶ ζητᾶνε καὶ ζητᾶνε
τὸ χαμένο σου παιδί.

Τὸν χειμώνα στὴ σκεπὴ
στὸ λιβάδι στὴ σφαγὴ
ψάξαμε γιὰ τὸ ἀρνὶ
ποὺ τὸ ἔχασες ἐσύ.

Ὁ ἄνθρωπος τὸ χμ!
καὶ τὸ σκυλὶ
τὸ βόδι τ᾿ ἄλογο
καὶ σύ.