μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου

Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου


«Ὁ στρατιώτης ποιητής», Μίλτος Σαχτούρης, από τη συλλογή «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο κόσμο», 1958
Δὲν ἔχω γράψει
ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα καρφώνω»

 Στις 29 Ιουλίου 1919 γεννήθηκε ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές, τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία. 

Στο τέταρτο έτος της Νομικής το 1944 αποφάσισε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο και να αφοσιωθεί στη μεγάλη του αγάπη: την ποίηση.


Έχοντας ήδη από το 1938 δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο «Μίλτος Χρυσάνθης» ένα διήγημα στο περιοδικό «Εβδομάδα», ο Σαχτούρης πρωτοέγραψε ποίηση το 1941. Δυο χρόνια αργότερα γνώρισε τους Οδυσσέα Ελύτη και Νίκο Εγγονόπουλο και συνδέθηκε με στενή φιλία με τον τελευταίο. 

Ήταν, όμως, ο Ελύτης εκείνος που τον παρότρυνε να εμφανιστεί στο χώρο των γραμμάτων ως ποιητής, στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» το 1944.

Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Η Λησμονημένη», βιβλίο, το οποίο «είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα», όπως θα δηλώσει αργότερα ο ίδιος. 

Το 1948 εξέδωσε τη συλλογή «Παραλογαίς» και ακολούθησαν πολλές άλλες, με κορυφαία για πολλούς την «Με το πρόσωπο στον τοίχο» το 1952.

Αν και στην αρχή τουλάχιστον της μακρόχρονης πορείας του κατακρίθηκε από πολλούς, ειδικά από τους ποιητές της γενιάς του ’30, οι κριτικοί δεν άργησαν να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στο έργο του σημαντικού αυτού ποιητή. 

Όσον αφορά τα κυρίαρχα θέματα του έργου του, αυτά αφορούν την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής. 

Ο Σαχτούρης θεωρείται ότι επηρεάστηκε σημαντικά από το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και παρά τη κυρίαρχη θέση του παραλόγου και του συμβολισμού στα ποιήματά του, δεν θεωρείται ότι εντάχθηκε ποτέ πλήρως στο ρεύμα αυτό.

 

Διαβάστε ακόμα:

Τιμήθηκε με τρία βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο του διαγωνισμού «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» της RAI για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

 Έργα του Σαχτούρη έχουν μεταφραστεί στη γαλλική, αγγλική, ιταλική, γερμανική, πολωνική και βουλγαρική και ποιήματά του 

έχουν μελοποιηθεί από τους Μάνο Χατζιδάκι, Αργύρη Κουνάδη, Γιάννη Σπανό, Κυριάκο Σφέτσα και Νίκο Ξυδάκη.

O Βρασίδας Καραλής σε κείμενό του στο περιοδικό «Διαβάζω» με τίτλο «Το μυστήριο της ένοχης συνείδησης στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη», αναφέρει: 

«Κανένας άλλος ποιητής μας δεν έχει ποτίσει τις εμπειρίες του στην αποσαθρωτική μαγγανεία της ενοχής όσο ο Μ. Σαχτούρης. 

Οσο και αν άλλοι ερωτοτρόπησαν με αυτό το ρίζωμα, όπως λόχου χάρη ο Δ. Σολωμός στον «Λάμπρο», ο Κ. Καβάφης στα πρώιμα ποιήματά του, ο Κ. Καρυωτάκης στα τελευταία του ποιήματα, όλοι αυτοί βρήκαν τρόπο να ξεφύγουν ή να υπεκφύγουν τον τρομακτικό φόβο του εξατομικευμένου οράματος που γεννάει την ενοχή και τη μετατρέπει σε βάση πνευματικότητας. 

Ο Σολωμός απέδρασε σε μια άσαρκη και άφυλη anima mundi· Ο Καβάφης σε έναν ερωτισμό της περιέργειας για το ανδρικό σώμα, ενώ ο Καρυωτάκης κατέφυγε στη λαγνεία του κατοπτριζόμενου κορμιού του.

Μπορεί όμως κάποιος να αισθάνεται ενοχή μόνο και μόνο επειδή μισεί τη μητέρα του ή επειδή είναι ομοφυλόφιλος ή επειδή δεν είναι ωραίος σαν τον Απόλλωνα;… Αυτές οι επιδερμικές και ανόητες φοβίες δεν διανοίγουν ποτέ την ατομική εσωτερικότητα στη θεωρία της ίδιας της τυχαιότητας και μοναξιάς· δεν στρέφουν το υποκείμενο προς τον εαυτό του. Το απομονώνουν σε ένα δωμάτιο, απ' όπου μοίρεται και κλαίγεται επειδή δεν αρέσει, επειδή το φαινόμενο δεν θεμελιώνει μια σχέση ελκτική προς το βλέμμα που το αντικρίζει. Από αυτές δυστυχώς τις παιδικές αφέλειες, με όλη τη γοητεία της αμέριμνης αθωότητας, είναι γεμάτη η ποίηση, και ειδικά η ελληνική σε βαθμό απελπισίας.

Με τον Μ. Σαχτούρη όλα αυτά καταρρέουν και διαλύονται· και μαζί του οι δημοτικοφανείς τρόποι μιας ύπαρξης χωρίς εσωτερικές σχέσεις, συγκρούσεις και διλήμματα. 

Πρώτη λογοτεχνική αφετηρία του έργου του είναι ο παραμερισμός της τοπιογραφίας του Οδ. Ελύτη, του Γ. Σεφέρη, του Α. Εμπειρίκου, ακόμα και του Ν. Εγγονόπουλου.

 Σε όλη τη γλωσσική ευφορία και ευτοπία αυτών των συγγραφέων, την πίστη τους στην αρτιμέλεια της γλώσσας και την τελειοποιησιμότητα του κόσμου διά του μύθου, ο Μ. Σαχτούρης αντιτάσσει ένα κολαστήριο ψυχών, μια ακοινώνητη γλώσσα, το άσμα μιας ρημαγμένης Κασσάνδρας».

Ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη μπορείτε να διαβάσετε εδώ 

Ο στρατιώτης ποιητής του Μίλτου Σαχτούρη και ο στρατιώτης φωτογράφος Γεώργιος Προκοπίου


https://www.catisart.gr/o-stratiotis-poiitis-toy-miltoy-sachtoyri-kai-o-stratiotis-fotografos-
georgios-prokopioy/
Δεν έχω γράψει ποιήματα

μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου.

Την μιαν ημέρα έτρεμα,
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο,
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου.

Δεν έχω γράψει ποιήματα,
δεν έχω γράψει ποιήματα,
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω.

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο (1958) κι εκφράζει τα αισθήματα της φρίκης και του φόβου, που κυριαρχούν στην ποίηση του Σαχτούρη και δίνουν μια ζωντανή εικόνα της εποχής του.

Ένα ποίημα – κραυγή του Μίλτου Σαχτούρη, ένα ποίημα που αποδίδει με τον πλέον εναργή τρόπο τη φρίκη που βίωσε ο ίδιος ο ποιητής, αλλά και όλοι οι Έλληνες, τα χρόνια της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου.

Ο Σαχτούρης δηλώνει εμφατικά πως δεν έχει γράψει ποιήματα, θέλοντας να τονίσει στους αναγνώστες του πως ό,τι έχει πρώτιστη σημασία δεν είναι η ποιητική του παραγωγή, αλλά οι σκληρές συνθήκες υπό τις οποίες έζησε τη ζωή του.

 Τα ποιήματά του δεν είναι παρά καταγραφές επώδυνων κι εφιαλτικών βιωμάτων, που δε θα πρέπει να εξετάζονται ως ποιητικά δημιουργήματα, αλλά ως ντοκουμέντα μιας αιματηρής ιστορικής περιόδου.

***

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Γεώργιος Προκοπίου

Λίγο μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το Γενικό Επιτελείο Στρατού με ανακοινώσεις του ζητούσε για εθελοντική κατάταξη φωτογράφους και κινηματογραφιστές για το μέτωπο. Μέσα στο γενικό κλίμα ενθουσιασμού που επικρατούσε τότε, πολλοί ήταν αυτοί που ανταποκρίθηκαν άμεσα.

 Ανάμεσά τους και ο Σμυρνιός ζωγράφος Γιώργος Προκοπίου, που είχε έρθει πρόσφυγας μετά το 1922. Ενώ ορισμένοι πολιτικοί και μεγαλοαστοί «θυμήθηκαν» ότι έπρεπε να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό για σπουδές, για να αποφύγουν τη στράτευση, ο Προκοπίου, σε προχωρημένη πια ηλικία και πάσχοντας από άσθμα και βρογχίτιδα, επιδιώκει με κάθε τρόπο να πάει.

Μετά την αρχική απόρριψη της αίτησής του δεν το βάζει κάτω. Χρησιμοποιεί διάφορα μέσα και φτάνει μέχρι τον Μεταξά για να του δοθεί η άδεια. Και τελικά το πετυχαίνει.

 Στο μέτωπο ο Προκοπίου τράβηξε έναν ικανό αριθμό φωτογραφιών, που θα αποτελούσαν τη βάση για αντίστοιχους ζωγραφικούς πίνακές του. 

Θα πεθάνει τελικά στα παγωμένα βουνά της Βόρειας Ηπείρου, στις 20 Δεκεμβρίου 1940, ενώ ζωγράφιζε εκ του φυσικού το χιονισμένο Αργυρόκαστρο.

Ο Γεώργιος Προκοπίου (1876-1940) ήταν σημαντικός Έλληνας ζωγράφος, φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Υπήρξε κατεξοχήν πολεμικός ζωγράφος.

Πέθανε από συγκοπή στις 20 Δεκεμβρίου 1940 κοντά στο Τεπελένι της Αλβανίας, εξαντλημένος από τις κακουχίες των επιχειρήσεων και τις αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες. 

Μίλτος Σαχτούρης, Τα κουρασμένα τ’ άλογα χιλιάδες κουρασμένα δάχτυλα τα δείχνουν κι ακόμα παραπάνω από τη δίψα του ο Ποιητής

Σήκω από το κρεβάτι Λάζαρε σου κάνουν δώρο  Πουλιά απελπισμένα δεμένα με σκληρές άσπρες κλωστές σ’ ένα λιβάδι τρυφερό με ανεμώνες όπου μεσ’ απ’ το σύννεφο βγαίνει ένα πουλί πολύ πικρό πολύ λαμπερό πολύ φοβισμένο



 [Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες. Εκεί δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν: τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι Ποιητής, κληρονόμος πουλιών που πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Για του λόγου το αληθές…]



Λάζαρος (από την ποιητική συλλογή ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)


«Είναι όλα νέα σήμερον

έτος δωρήματα ελπίδες


και μόνον την καρδίαν μου


αρχαίαι δέρουν καταιγίδες»


 


Βροχή μεσ’ στις στοές βροχή


χαλάζι μέσα στ’ αυτοκίνητα


με παγωμένα πόδια


για δες πώς σε κοιτάζει ο φρουρός


φωτογραφίες θάνατοι ελπίδες


 


Κάρβουνα μέσα στην καρδιά του Λάζαρου


Σήκω από το κρεβάτι Λάζαρε


σου κάνουν έναν τόπο μακρινό


ένα λιβάδι τρυφερό με ανεμώνες


ένα λιβάδι τρομερό


σήκω απ’ το κρεβάτι Λάζαρε


Λάζαρε εργοστασιάρχη Λάζαρε κακέ


Λάζαρε γίνε ποταμός της άνοιξης


γίνε σκουλαρίκι γίνε σίφουνας


αγάπησε τη ζωή.


 


«Είναι όλα νέα σήμερον»


για δες πώς σε κοιτάζει ο φρουρός


φωτογραφίες θάνατοι ελπίδες


«και μόνον την καρδίαν μου


αρχαίαι δέρουν καταιγίδες»


 


Το εργοστάσιο


Εργοστάσιο εργοστάσιο


νύχτας και φωτιάς


με ήλιους μεγάλους από τριαντάφυλλα


πυροσβεστικές σκάλες


λεύκες-φαντάσματα με κόκκινα φύλλα


πουλιά απελπισμένα δεμένα με σκληρές


άσπρες κλωστές


φριχτά παιχνίδια.


 


Η νύφη


χαμογελάει


με λεκιασμένο μπράτσο


με ραγισμένο χέρι


με τα βαμμένα νύχια


στην προκυμαία πλάι-πλάι το βαπόρι


και παρακάτω η τρικυμία


και παρακάτω ο πνιγμένος


 


Αυτός Εκείνη


 


Τα κουρασμένα τ’ άλογα πλάι στη βρύση


η δίψα


κι ακόμα παραπάνω από τη δίψα


 


Ο Ποιητής


 


Είχε  τους κήπους του κρυμμένους μεσ’ στο στόμα του


που κάηκε και γέμισε καπνούς τη χώρα


 


Εργοστάσιο εργοστάσιο


φρίκης και φωτιάς


 


Κάποτε οι γυναίκες



Κάποτε μεσ’ απ’ το σύννεφο βγαίνει ένα πουλί περνάει πάνω απ’ τα σπίτια και κατεβαίνει στην πόλη




άλλοτε χρόνια έμεινε φυλακισμένο μεσ’ στο φεγγάρι
γι’ αυτό κι είναι πολύ πικραμένο πολύ λαμπερό

μ’ ένα μεγάλο μονάχα όμορφο γυναικείο μάτι





Μεσ’ απ’ το σύννεφο κατεβαίνει μεσ’ στη βροχή

περνάει σα φάντασμα πάνω απ’ τα σπίτια


στους δρόμους το κράζουν πουλί πουλί της βροχής


δεν στέκεται πουθενά γιατί αν σταθεί


χιλιάδες σκορπισμένα δάχτυλα το δείχνουν


γιατί είναι ένα πουλί σκληρό που βάφτηκε με αίμα


π’ αγριεμένο στην πόλη κατεβαίνει με τη βροχή


κι ένα πανέμορφο έχει γυναικείο μάτι


 


Γι’ αυτό και οι γυναίκες ταράζονται μόλις το δουν


άλλες όμως το κρύβουν μεσ’ στους καθρέφτες τους


άλλες το κρύβουν σε βαθιά συρτάρια


κι άλλες βαθιά μες στο σώμα τους


έτσι δε φαίνεται


δεν το βλέπουν οι άνδρες που τις χαϊδεύουν το βράδυ


ούτε το πρωί σαν ντύνονται μπροστά στον καθρέφτη


δεν το βλέπουν


γιατί είναι ένα πουλί πολύ πικρό πολύ λαμπερό


πολύ φοβισμένο.


 



 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό…όπου ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]


Έκτωρ Κακναβάτος, Πώς αντέχεις πέφτοντας στην πύλη του Αυγούστου; Κόφτ’ το λοιπόν να τελειώνουμε!

Στον άλλο γύρο κάποιοι δίκαιοι κερδίζουν την τοξίνη τους κι άλλα τέτοια που υπάρχουν ίσα για να στέκεσαι σ’ εκείνο το θαυμαστικό από κοινό χαρτί που σου επιφυλάσσουν στο τέλος



[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]


Θαυμαστικό από χαρτί (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)


Οι φωνές

τα φυσικά τα ενάλια


τα παρασυμπαθητικά μου


όταν φυσάει εκείνος ο εκδικητικός άνεμος


κι αφήνεται στην τύχη το κοβάλτιο


ρεμβώδες


οι μύστες κι άλλα ραδιενεργά πολύεδρα


οι φρένες σου ασταμάτητες κι η διαδήλωση


μισή αφίσα, πες λεμονοδάσος μέσα σου,


η άλλη μισή το κάτι σάπιο της Δανίας


οι χειρονομίες των άπληστων που εισάγονται


στα γενικά έξοδα με ιεροπραξίες


πιάνεσαι στα δίκρανα


χορωδίες αχινών καγχάζουν


κι οι Διάκριοι.


Πώς αντέχεις;


 


Στον άλλο γύρο κάποιοι δίκαιοι


κερδίζουν λέμε την τοξίνη τους


κι άλλα τέτοια που υπάρχουν


ίσα για να στέκεσαι στα πόδια σου.


Το κύκλωμά σου με τα πράγματα


η συστροφή του


η λογική του κυκλώματος


η ανάγκη για είδωλο


σαν πεινάς την αίσθηση


έστω σαρκώδης


όπως συγκεντρωτικός φακός


έστω εντερική


κι εκείνο το θαυμαστικό από κοινό χαρτί


που σου επιφυλάσσουνε


στο τέλος


 


Εξόν τα τζιτζίκια (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)



Ούτε γι’ αυτό που σε γοήτευε,

το κουνέλι της φρυγμένης γης,


και πρόσφατα που στέγνωνε με τα τζιτζίκια


λήγοντας του Αυγούστου.


Ούτε γι’ αυτό ρωτάς


κι ούτε για τίποτα.


Ποιος ν’ απαντήσει άλλωστε από την αίσθηση


ερήμωσε κι η όχθη ετούτη.


Κι ίσως γι’ αυτό να είναι το χαλίκι


που βρήκε η λύπη μου σαν ήταν φεγγαρόφωτο


σε μονοπάτια


και μόνο της αράχνης η καρδιά ακουγόταν


βαθιά στο χώμα.


Ύστερα εσχίστη κι άνοιξε.


Το γέλιο του ένα μανιτάρι


πέρα ως την άκρη του ουρανού.


Ο τρόμος κάτω βιαστικός έπνιγε τα έμβια


εις διαταγήν Ηρώδη Αντύπα.


 


Εξόν τα τζιτζίκια που αντιστέκονταν


πέφτοντας στην πύλη του αυγούστου.


 


Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)



Η φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δυο σύμφωνα

ο δρόμος στένευε με λέξεις ψόφιες


που μυρίζανε.


Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.


 


Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου:


ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ.


 


Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα


το πρόβλημα του Αιγίσθου:


διαβήτες, Κλυταιμήστρες, τρίγωνα


τα τσιγάρα μου που τέλειωσαν


το πρόβλημα της αποχέτευσης


σε διαμερίσματα Ερινύων


το δυσκίνητο λεωφορείο


ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ - ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ


το κοφτερό τσεκούρι


η μόνη λύση σε Μυκήνες.


 


Κόφ’ το λοιπόν να τελειώνουμε.


 



[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]
ΠΗΓΗ: