Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

Γιάννης Δάλλας :ο βίος ,το έργο του

 


ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ
0000008568

https://archive.ert.gr/8568/


Σειρά ντοκιμαντέρ του ΤΑΣΟΥ ΨΑΡΡΑ με θέμα τη ζωή και το έργο σημα

ντικών Ελλήνων λογοτεχνών και την προσφορά τους στην πνευματική 

ζωή του τόπου. Η εκπομπή αναφέρεται στον ποιητή, δοκιμιογράφο και 

πανεπιστημιακό ΓΙΑΝΝΗ ΔΑΛΛΑ.


https://www.youtube.com/watch?v=BpEAXTnviMo

Γιάννης Δάλλας (23.12.1924–24.2.2020) / "ο λόγος τής γραφής"



O ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΓΙΑ ΤΟ POETICANET


3-Γιάννης Δάλλας απαγγέλλει ποιήματά του

Νο11 Γιάννης Δάλλας "Ιανός" απαγγέλλει ποιήματά του


O ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ στο ατελιέ της Γερανίου

"Η σφαγή του Κομμένου" No13 Ο Γιάννης Δάλλας μιλάει για το βιβλίο του και απαγγέλλει αποσπάσματα. 

Η σφαγή του Κομμένου βιβλίο του Γιάννη Δάλλα. Η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδος, ο Σύλλογος Κομμιωτών Αθήνας «Η 16η Αυγούστου», ο Σύλλογος Φιλιππιαδιωτών Αττικής και οι Ηπειρωτικές Εκδόσεις «Πέτρα», προσκάλεσαν την Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008, στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Δάλλα Η σφαγή του Κομμένου

20-Ο Γιάννης Δάλλας απαγγέλλει "Αρχαιολογικός χρόνος"


6-Είμαστε εδώ Γιάννης Δάλλας "Απειρωτάν"

Γιάννης Δάλλας Αναγνώσεις ποιημάτων του Γιάννη Δάλλα [πηγή: Ίδρυμα «Τάκης Σινόπουλος» – Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης] Εποχές και Συγγραφείς. Γιάννης Δάλλας (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_

html-empl/index_a_12_03.html



εικόνα

Γεννήθηκε το 1924 στη Φιλιππιάδα. Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε αρχικά στην ιδιωτική εκπαίδευση και στη συνέχεια ως καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. 

Έργα: 

Ποίηση: 

Federico Garcia Lorca (1948), Εφτά πληγές (1950), Απόπειρα μυθολογίας (1952), Κυκλοδίωκτα (1956), Πόρτες εξόδου (1960), Ανατομία (1971), Το τίμημα (1981), Ο ζωντανός χρόνος (1985), Ο ποιητής και το ποίημα (1988), Αποθέτης (1993). 


Συγκεντρωτικές εκδόσεις: 

Εξαγορά (1965, επιλογή ποιημάτων 1948-1964) και Ποιήματα 1948-1988 (1990). 


Κριτικά και Δοκίμια: 

Εποπτείες (1954), Υπερβατική συντεχνία (1958), Καβάφης και Ιστορία (1974), Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη (1979, β' εκδ. συμπληρωμένη με τίτλο Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης 1997). Οι ψαλμοί του Δαβίδ υπό Ανδρέου Κάλβου — εισαγωγή-σχόλια (1981), 

Ο Καβάφης και η Δεύτερη Σοφιστική (1984), για το οποίο του απονεμήθηκε Κρατικό Βραβείο, Ο ελληνισμός και η θεολογία στον Καβάφη (1986), Σπουδές στον Καβάφη (1987), Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη (1988), Πλάγιος Λόγος (1990), Η ποιητική του Ανδρέου Κάλβου (1992), Ανδρέου Κάλβου Η Ιωνιάς — φιλολογική επιμέλεια (1992), Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί — φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Δάλλας (1997). 

Μεταφράσεις: 

Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί - Ιαμβογράφοι (1977). 


Έχει τιμηθεί με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας, το 1999.

εικόνα

Γιάννης Δάλλας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Γιάννης Δάλλας
Γέννηση1924
Φιλιππιάδα[1]
Θάνατος24  Φεβρουαρίου 2020[2]
Αθήνα
ΕθνικότηταΈλληνες
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ιδιότητασυγγραφέαςποιητής και διδάσκων πανεπιστημίου
Είδος τέχνηςποίηση
ΒραβεύσειςΑ΄ Βραβείο κριτικής-δοκιμίου

Ο Γιάννης Δάλλας (1924-2020) ήταν Έλληνας ποιητήςνεοελληνιστής συγγραφέας, δοκιμιογράφος, πανεπιστημιακός δάσκαλος και μεταφραστής έργων της αρχαίας γραμματείας.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1924 στη Φιλιππιάδα της Πρέβεζας. Ανιψιός του ήταν ο Φραγκίσκος Αλέξανδρος Σαργολόγος, επιχειρηματίας, αρθρογράφος και θεατρολόγος. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα. Υπηρέτησε στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση. Καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Ανέκαθεν υπήρξε ένας αξιόλογος αριστερός διανoούμενος, με ορισμένες παρεμβάσεις στα κοινά θέματα. [3]

Έχει λάβει βραβεύσεις από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία: Το 1987, το Α΄ Βραβείο κριτικής-δοκιμίου: Γιάννης Δάλλας «Ο ελληνισμός και η θεολογία του Καβάφη». Το 1999 του απονέμεται το κρατικό «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας» για το σύνολο του έργου του. Επίσης έχει βραβευτεί με το Βραβείο δοκιμίου Ιδρύματος Π. Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών (2009) για το βιβλίο του "Σολωμός και Κάλβος". Μετέχει στα πρώτα «Καβάφεια» της Αλεξάνδρειας, και προσκαλείται για διαλέξεις και παρουσίαση του έργου του σε Πανεπιστήμια εκτός Ελλάδας, όπου λειτουργούν Τμήματα Μεταβυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών (Μιλάνο, Κατάνια, Βενετία, Στρασβούργο, Βουδαπέστη, Μόσχα, Τυφλίδα, κλπ.) Η ποίησή του μεταφράστηκε αποσπασματικά σε ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Αλβανικά) και πληρέστερα ετοιμάζονται για έκδοση προσεχώς οι δύο τελευταίες συλλογές του στα Ισπανικά από την Isabel Garcia Gálvez και εκτενής επιλογή του ποιητικού έργου του στα Ιταλικά από τον Massimo Cazzulo.

Επίσης εξέδωσε σειρά συγκεντρωτικών μελετημάτων «Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη» (1988) και «Κωνσταντίνος Θεοτόκης, κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας», φιλολογικές εκδόσεις των πεζών του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (Κορφιάτικες Ιστορίες, Κατάδικος, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους), των συνθετικών συλλογών του K. Βάρναλη («Σκλάβοι πολιορκημένοι», 1990 και «Το φως που καίει», 2003) και των έργων του A. Κάλβου «Οι Ψαλμοί του Δαβίδ», (1981) «Η Ιωνιάς», (1992) «Ωδαί», (1997). Δημοσίευσε ακόμη δύο συνθετικά κριτικά βιβλία γύρω από το θέμα της Ποιητικής (1994) και το θέμα του κλασικισμού του Κάλβου (1999), άλλα τέσσερα για την ποίηση του Καβάφη από τα οποία, τα σημαντικότερα είναι τα: «Καβάφης και ιστορία» (1974) και «Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική» (1984) και Σκαπτή ύλη. Από τα Σολωμικά μεταλλεία (2002). Τελευταίες σχετικές εκδόσεις μελετημάτων είναι τα: Σολωμός και Κάλβος. Δύο αντίζυγες ποιητικές (2009) και ολίγο θα τον ξαναγγίξω. Η στρατηγική του εργαστηρίου. Ύστερα Καβαφολογικά (2009). Αρκετά βιβλία δοκιμίων του που αναφέρονται σε θέματα και κείμενα της παλαιότερης, της μεσοπολεμικής και της μεταπολεμικής λογοτεχνίας «Εποπτείες A΄» (1954), «Υπερβατική Συντεχνία» (1958), «Πλάγιος λόγος» (1989), «Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης» (1997), «Ευρυγώνια» (2000), «Μανόλης Αναγνωστάκης-Ποίηση και ιδεολογία» (2000), «Συνεκδοχές» (2010) και «Σύμμεικτα» (2014).

Συστηματική υπήρξε η φιλολογική και μεταφραστική του ενασχόληση με την ποίηση των αρχαίων Λυρικών των αρχαϊκών αιώνων «Ελεγειακοί», «Ιαμβογράφοι», «Μελικοί», «Χορικολυρικοί», (1976-2007) και των Ελληνιστικών επιγραμμάτων, «Ελληνιστικός μικρόκοσμος», «Καλλίμαχος», «Ρουφίνος», «Πλάτωνος τα αποδιδόμενα επιγράμματα», (2008-2009).

Ο χαρακτήρας του ποιητικού του έργου

Ενώ το ποιητικό του έργο φαίνεται να συγγενεύει με τον Μίλτο Σαχτούρη και τον Τάκη Σινόπουλο, διατηρεί με τρόπο κατορθωμένο τον αυτοδύναμο χαρακτήρα του. Στα ποιήματά του υπάρχει το στοιχείο της φυσιολατρείας, αλλά και του παράλογου, κατά τον Λίνο Πολίτη.[4] Κατά τον Mario Vitti ο Δάλλας "ξεκίνησε με θέματα κοινωνικά, ακόμη παρόντα στην Απόπειρα Μυθολογίας (1952), όπου το κακό είναι παντοδύναμο και φρικιαστικό.[5]". Και συνεχίζει ο Vitti: "ο ποιητής δεν μπορεί να διαχωρίσει τον εαυτό του από τα γεγονότα που υπαινίσσεται (όπως την Καισαριανή κατά την Κατοχή), αλλά αυτά δεν αποτελούν τα μόνα θέματα του. Ο Δάλλας είναι ποιητής πολύ καλλιεργημένος για να περιοριστεί σε ένα θέμα μονάχα και να μην μπει στον πειρασμό ενός λόγου πιο σύνθετου. Το 1965 συγκέντρώθηκε το έργο του στον τόμο Εξαγορά. [...] Συνέχισε με ένα λόγο πιο λιτό, πιο ευθύ, με αποχρώσεις πιο λεπτές, κάποτε φτάνοντας στην ειρωνεία.[6]," Ακολούθησαν οι συγκεντρώσεις των ποιημάτων του το 1990 και το 2014 καλύπτοντας τη δημιουργική ποιητική του περίοδο από το 1948-2013.

Κατά τον Τάκη Σινόπουλο "στον Δάλλα το καυτερό βάρος των πραγμάτων κι η εκρηκτικότητα του υλικού του πειθαρχούν στη φόρμα που αποτελεί επίκεντρο του ενδιαφέροντος του, χωρίς αυτή η φόρμα να δίνει την υποψία της κατασκευής.[7]". Ο Γιώργος Αράγης εύστοχα λέει για τις Πόρτες Εξόδου (1962) και την συγκεντρωτική Εξαγορά (1965): "οι στίχοι λιτοί, ακέραιοι, ο ένας καθισμένος πάνω στον άλλον, θυμίζοντας σπόνδυλους κιόνων. Η φράση γυμνή μες στην οργανική της επάρκεια, διοχετεύοντας το ειδικό βάρος των βιωμένων καταστάσεων, Κ' η λέξη τελικά ολοκληρωμένη. Ένα αρμονικό σύνολο, δωρικής στιβαρότητας.[8]" Ο Τάσος Λειβαδίτης αναφερόμενος επίσης στην Εξαγορά αναφέρεται σ' έναν "κόσμο τρομερά αποσπασματικών εικόνων που θυμίζουν ατμόσφαιρα Αποκαλύψεως", σε "ιστορίες που αγγίζουν τα όρια του παρανοϊκού" και σ' "έναν βιβλικό τόνο που συμπλέκεται με αγοραίες εκφράσεις.[9]" Ο Χρήστος Μπράβος σημειώνει για τη συλλογή Το Τίμημα (1981):"Καταθέτω απερίφραστα τη γνώμη μου: θεωρώ το Τίμημα καρπό ωριμότητας του Γιάννη Δάλλα. Ωριμότητας πολύκλωνης. Επισημαίνω ιδιαίτερα την εκφραστική της διάσταση και την ορίζω ως απολάκτιση μιας φιλολογικής "πέμπτης φάλαγγας", που εισχωρούσε στην ποιητική πρόθεση και την τορπίλιζε περνώντας τη "γραμμή" της.[10]". Ο Γιώργος Βέης υπογραμμίζει πως ο λόγος του είναι "οραματικός, ενίοτε κρυπτικός και υπαινικτικός.[11]", ενώ ο Γιώργος Μπλάνας, στην κριτική του για τον Αποθέτη (1993), συγκρίνοντας το έργο με την Σπονδή στον Σέξτο Προπέρτιο του Έζρα Πάουντ σημειώνει πως η ποίηση του ενώ "δείχνει μυθοποιητική, δεν είναι", "δεν ανήκει στον τύπο του σαχτουρικού εξπρεσσιονισμού", αλλά "είναι μια οντολογία που προσπαθεί να μετατρέψει το ον"[12], σε μια από τις πιο σοβαρές έως τώρα αποτιμήσεις του ποιητικού έργου του Γιάννη Δάλλα.

Η Τιτίκα Δημητρούλια σημειώνει με τη σειρά της πως: "δεν μπορεί να αμφισβητήσει [κανείς] σε καμιά περίπτωση την αυθεντικότητα και τη δύναμη των εικόνων του, στην ηρακλείτεια ροή τους, αυτήν εντέλει που τους επιτρέπει να αναδημιουργούν τον κόσμο"[13], ενώ ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου αναφερόμενος στις Γεννήτριες (2004) φωτίζει μια άλλη διάσταση της ποιητικής παρουσίας και πορείας του ποιητή όταν λέει: "ασυμβίβαστος κι όμως συγκαταβατικός, προτείνει την εγκατοίκηση στα μικρά, ανθρώπινα και παραμυθητικά υποκοριστικά, νοσταλγώντας τη θαλπαρωρή των μικρών λέξεων και των λεπτών αποχρώσεων των καθημερινών αισθημάτων.[14]"

Ο Κώστας Βούλγαρης κρίνοντας το ιδιότυπο βιβλίο του Δάλλα Χρονοδείκτες (2004) τονίζει πως πρόκειται για ένα λόγο "σταθερά προ-ποιητικό, σε ανοικτή συνομιλία με τον Τάκη Σινόπουλο", αλλά και "επιγραμματικά ποιητικό", όπου "το πρόσωπο του αφηγητή δείχνει τις ρυτίδες του και τις ραφές του, τη σύνολη περιπέτειά του ως εμπειρία ζωής, προβάλλει ακέραιο, αποσπώντας την εποχή από τη μυθολογία της, φέρνοντας την σε ανθρώπινα μέτρα.[15]"

Στην ποιητική ανασκόπηση του 2015 στην "Εφημερίδα των Συντακτών" ο Πέτρος Γκολίτσης σημειώνει με αφορμή την έκδοση των Υστερόγραφων (2015): "Ο ποιητής Γιάννης Δάλλας με τα «Υστερόγραφά» του (Ηριδανός) μας δίνει μεταξύ άλλων ένα ποίημα αναφοράς, το «Ως ευ παρέστητε». Στην ποίησή του δεν συναντιούνται οι εξορίες του Τίτου Πατρίκιου ή του Τάσου Λειβαδίτη, ούτε η χαμηλή φωνή του Μανώλη Αναγνωστάκη, αλλά ένας τόνος μεταξύ Μαγιακόφσκι (πιο χαμηλός) και Σικελιανού (λιγότερο θεατρικός).[16]"

Εργογραφία

Ποίηση

  • “Federico Garcia Lorca”. Αθήνα: Μαυρίδης, 1948.
  • “Εφτά πληγές”. Μαυρίδης, 1950.
  • “Απόπειρα Μυθολογίας”. Δαμιανάκης, 1952.
  • “Κυκλοδίωκτα”. Κακουλίδης, 1956
  • “Πόρτες εξόδου”. Γιάννενα: Ενδοχώρα, 1962.
  • “Εξαγορά”. Γιάννενα: Ενδοχώρα, 1965.
  • “Ανατομία”. Αθήνα: Κείμενα, 1971.
  • “Το τίμημα.” Αθήνα: Κείμενα, 1981.
  • “Ο ζωντανός χρόνος”. Αθήνα: Κείμενα, 1985.
  • “Δόκιμος σε συντεχνία”. Αθήνα: Στιγμή, 1986.
  • “Ο ποιητής και το ποίημα”. Φλώρινα: Βιβλιοθήκη Πιτόσκα-Βάρνα, 1988.
  • “Ποιήματα 1948-1988″. Αθήνα: Νεφέλη, 1990.
  • “Αποθέτης”. Αθήνα: Συνέχεια, 1993. Γαβριηλίδης, 2005.
  • “Στοιχεία ταυτότητας”. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 1999.
  • “Γεννήτριες”. Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2004.
  • "Περίακτος". Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2011.
  • “Ποιήματα 1988-2013″. Αθήνα: Νεφέλη, 2014.
  • Υστερόγραφα. Αθήνα: Ηριδανός, 2015.
  • Πρωθύστερα. Αθήνα: Ηριδανός, 2018.

Μελέτες - Υπόλοιπο έργο

  • Υπερβατική συντεχνία. Αθήνα: Κοντός, 1958.
  • Καβάφης και ιστορία: αισθητικές λειτουργίες. Αθήνα: Ερμής, 1974.
  • Αρχαίοι λυρικοί Α': Ιαμβογράφοι. Κείμενα, 1976.
  • Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη. Αθήνα: Κείμενα, 1979.
  • Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική. Αθήνα: Στιγμή, 1984.
  • Στο ρεύμα του ποταμού. Αθήνα: Ερμής, 1986. (επανέκδοση: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004).
  • Ο ελληνισμός και η θεολογία στον Καβάφη. Αθήνα: Στιγμή, 1986.
  • Σπουδές στον Καβάφη. Αθήνα: Ερμής, 1987.
  • Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη. Αθήνα: Κέδρος, 1988.
  • Πλάγιος λόγος: Δοκίμια κριτικής εφαρμογής. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 1989.
  • Η ποιητική του Ανδρέα Κάλβου. Αθήνα: Κέδρος, 1994.
  • Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. Αθήνα: Κέδρος, 1997. ISBN 960-04-1171-9
  • Ο κλασικισμός του Ανδρέα Κάλβου: η αρχαία βάση και η υπέρβασή της. Αθήνα: Σοκόλης, 1999.
  • Ρώμος Φιλύρας, ο ιδαλγός της ουτοπίας. Αθήνα: Σοκόλης, 1999.
  • Εις τα άγια νήπια. Ρωμανού του Μελωδού. Αθήνα: Απόστροφος, 1999
  • Ευρυγώνια. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη, 2000.
  • Ζήσης Οικονόμου, μια ποίηση εναντίον του ρεύματος. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001.
  • Κωνσταντίνος Θεοτόκης: κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας. Αθήνα: Σοκόλης, 2001.
  • Τα δημώδη των αρχαίων - Αττικά συμποτικά. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001.
  • Επιγράμματα - Προς Τελχίνες. Καλλίμαχου. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001.
  • Αρχαίοι λυρικοί: Χορικολυρικοί. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2003.
  • Επιγράμματα - Προς Τελχίνες. Καλλίμαχου. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001.
  • Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου: η «Μαϊμού» στα κείμενα του Βάρναλη. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2003.
  • Αρχαίοι λυρικοί: Χορικολυρικοί. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2003.
  • Σκαπτή ύλη από τα Σολωμικά μεταλλεία. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2004.
  • Αρχαίοι λυρικοί: Μελικοί. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2004.
  • “Χρονοδείκτες”. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004
  • Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008.
  • Σολωμός και Κάλβος. Δύο αντίζυγες ποιητικές της εποχής. Αθήνα: Εκδόσεις Νόηση, 2009.
  • Συνεκδοχές. Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος, 2010.
  • Σύμμεικτα, Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg, 2014.

Παραπομπές

  1.  www.lifo.gr/now/culture/271280/efyge-apo-ti-zoi-o-poiitis-giannis-dallas.
  2.  www.lifo.gr/now/culture/271280/efyge-apo-ti-zoi-o-poiitis-giannis-dallas. Ανακτήθηκε στις 24  Φεβρουαρίου 2020.
  3.  «ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Γιάννης Δάλλας»avgi-anagnoseis.blogspot.gr. Ανακτήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2016.
  4.  Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα,1989, σ. 344.
  5.  Mario Vitti, Ιστορία της Νεολληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, γ' έκδοση, 2008, σ. 501.
  6.  Mario Vitti, Ιστορία της Νεολληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, γ' έκδοση, 2008, σσ. 501-502.
  7.  Τάκης Σινόπουλος, Οι Πόρτες Εξόδου του Γιάννη Δάλλα, περ. Εποχές, Νοέμβριος 1963, τχ. 7.
  8.  Γιώργος Αράγης, Η ζωή της τέχνης, Ενδοχώρα, περ. Β', τχ. 37, Νοέμβριος, 1966.
  9.  Τάσος Λειβαδίτης, Κριτική για την Εξαγορά. Επαναδημοσίευση στο περ. Μανδραγόρας, τχ. 49, 2013. σ.132.
  10.  Χρήστος Μπράβος, Απόπειρα Ορισμού, Ο λογοτεχνικός Πολίτης, Κριτική, τχ. 47-48, Ιαν.-Φεβ. 1982, σσ. 128-131.
  11.  Γιώργος Βέης, Λόγος οραματικός, κρυπτικός και υπαινικτικός-Το αίτημα της οντολογικής επιβεβαίωσης, Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 28.7.2000.
  12.  Γιώργος Μπλάνας, Για τον Αποθέτη, Η Κυριακάτικη Αυγή, 19.2.2006.
  13.  Τιτίκα Δημητρούλια, Για την Περίακτο, περ. Τα ποιητικά, εκδ. Γκοβόστης, Δεκ. 2012.
  14.  Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εξοικείωση με τα μεγάλα αισθήματα. Διαιωνίζοντας το παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου, Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 15.10.2004.
  15.  Κώστας Βούλγαρης, Φύλλα ιστορίας και ημερών, Η Κυριακάτικη Αυγή, 22.5.2005.
  16.  Πέτρος Γκολίτσης. «Διαθέσεις και τάσεις»Η Εφημερίδα των Συντακτών. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2016.

Βιβλιογραφία-Μονογραφίες για το έργο του

  • Καλλιόπη Τζωρτζάτου, Un Poete souffleur dans la poesie de Yannis Dallas. Memoire pour l’ obtention du titre DEA – Institut des etudes Neohelleniques, Universite Paris IV, Sorbonn (2002-2003).
  • Massimo Cazzulo, Giannis Dallas, Il sogno di un eretico, Poesie dal 1950-2004. (Δίγλωσση ποιητική ανθολογία με εισαγωγή), Argo, Lecce 2006.
  • Δημήτρης Ρεντίφης, Η σφαγή του Κομμένου του Γιάννη Δάλλα, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2009.
  • Χρύσα Σπυροπούλου, Το παράλογο στην ποίηση του Γιάννη Δάλλα, διδακτορική διατριβή (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2010).
  • Ερωτόκριτος Μωραϊτης, Η Ποιητική του Γιάννη Δάλλα. Η Ιστορία ως τελετουργία, διδακτορική διατριβή (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου 2011).
  • Πέτρος Γκολίτσης, "Όροι και όρια της ποιητικής του Γιάννη Δάλλα", εκδ. ρώμη, 2015.
  • Πέτρος Γκολίτσης, "Πορεία ανάστροφη. Ο ποιητής Γιάννης Δάλλας. Η γέννηση και η συγκρότηση ενός έργου", εκδ. ρώμη, 2017.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Ψηφιακό Αρχείο ΕΡΤ

Έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Γιάννης Δάλλας

Πέθανε ο σημαντικός Έλληνας ποιητής Γιάννης Δάλλας
Έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Γιάννης Δάλλας

Πέθανε ο σημαντικός Έλληνας ποιητής Γιάννης Δάλλας σε ηλικία 96 ετών.

 

Εκτός από ποιητής, υπήρξε συγγραφέας, δοκιμιογράφος, πανεπιστημιακός δάσκαλος και μεταφραστής έργων της αρχαίας γραμματείας. Γεννήθηκε το 1924 στη Φιλιππιάδα της Πρέβεζας και σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα. Έχει λάβει βραβεύσεις από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία. Το 1987, έλαβε το Α΄ Βραβείο κριτικής-δοκιμίου για το έργο του «Ο ελληνισμός και η θεολογία του Καβάφη». Το 1999 του απονέμεται το κρατικό «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας» για το σύνολο του έργου του ενώ έχει βραβευτεί και με το Βραβείο δοκιμίου Ιδρύματος Π. Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών (2009) για το βιβλίο του «Σολωμός και Κάλβος».

 

Ασχολήθηκε συστηματικά με την ποίηση των αρχαίων Λυρικών των αρχαϊκών αιώνων. Το ποιητικό του έργο είναι συγγενικό με αυτό του Μίλτου Σαχτούρη και του Τάκη Σινόπουλου. Διετέλεσε καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και θεωρείται ένας από τους αξιόλογους διανοητές της αριστεράς.

 

Η ποίησή του μεταφράστηκε αποσπασματικά σε ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Αλβανικά) και πληρέστερα ετοιμάζονται για έκδοση προσεχώς οι δύο τελευταίες συλλογές του στα Ισπανικά από την Isabel Garcia Gálvez και εκτενής επιλογή του ποιητικού έργου του στα Ιταλικά από τον Massimo Cazzulo.

 

Κατά τον Mario Vitti o Δάλλας «ξεκίνησε με θέματα κοινωνικά, ακόμη παρόντα στην Απόπειρα Μυθολογίας (1952), όπου το κακό είναι παντοδύναμο και φρικιαστικό [...] ο ποιητής δεν μπορεί να διαχωρίσει τον εαυτό του από τα γεγονότα που υπαινίσσεται (όπως την Καισαριανή κατά την Κατοχή), αλλά αυτά δεν αποτελούν τα μόνα θέματα του. 

 

Από το 1948 έως το 2018 εξέδωσε συνολικά 19 ποιητικές συλλογές μεταξύ των οποίων οι: "Federico Garcia Lorca", "Εφτά πληγές", "Απόπειρα Μυθολογίας" και "Κυκλοδίωκτα". Ακουλούθησαν τα έργα: 
"Πόρτες εξόδου". Γιάννενα: Ενδοχώρα, 1962.
"Εξαγορά". Γιάννενα: Ενδοχώρα, 1965.
"Ανατομία". Αθήνα: Κείμενα, 1971.
"Το τίμημα." Αθήνα: Κείμενα, 1981.
"Ο ζωντανός χρόνος". Αθήνα: Κείμενα, 1985.
"Δόκιμος σε συντεχνία". Αθήνα: Στιγμή, 1986.
"Ο ποιητής και το ποίημα". Φλώρινα: Βιβλιοθήκη Πιτόσκα-Βάρνα, 1988.
"Ποιήματα 1948-1988″. Αθήνα: Νεφέλη, 1990.
"Αποθέτης". Αθήνα: Συνέχεια, 1993. Γαβριηλίδης, 2005.
"Στοιχεία ταυτότητας". Αθήνα: Γαβριηλίδης, 1999.
"Γεννήτριες". Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2004.
"Περίακτος". Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2011.
"Ποιήματα 1988-2013″. Αθήνα: Νεφέλη, 2014.
Υστερόγραφα. Αθήνα: Ηριδανός, 2015.
Πρωθύστερα. Αθήνα: Ηριδανός, 2018.



Γιάννης Δάλλας


Ο Γιάννης Δάλλας (1924-2020) γεννήθηκε στη Φιλιππιάδα. 

Ποιητής, νεοελληνιστής και μεταφραστής έργων της αρχαίας γραμματείας. 

Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα. 

Υπηρέτησε στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση (καθηγητής της Φιλοσοφι

κής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου

 Πανεπιστημίου). Eξέδωσε δεκατρείς ποιητικές συλλογές από τις οποίες οι δέκα 

πρώτες περιέχονται στη συγκεντρωτική τους επανέκδοση "Ποιήματα 1948-1988" 

(Νεφέλη, 1990) και οι τρεις επόμενες είναι οι:

 "Αποθέτης" (1993), "Στοιχεία ταυτότητας" (1999) και "Γεννήτριες" (2004).

 Επίσης σειρά συγκεντρωτικών μελετημάτων ("H δημιουργική δεκαετία στην ποίη

ση του Βάρναλη" και "Κωνσταντίνος Θεοτόκης, κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής

 πορείας"), φιλολογικές εκδόσεις των πεζών του Κωνσταντίνου Θεοτόκη 

(Διηγήματα, Oι σκλάβοι στα δεσμά τους), των συνθετικών συλλογών του

 K. Βάρναλη ("Σκλάβοι πολιορκημένοι" και "Tο φως που καίει") και των έργων του

 A. Κάλβου ("Ωδαί", "H Ιωνιάς", "Oι Ψαλμοί του Δαβίδ").

 Δημοσίευσε ακόμη δύο κριτικά βιβλία γύρω από το θέμα της ποιητικής και το θέμα 

του κλασικισμού του Κάλβου και άλλα τέσσερα για την ποίηση του Καβάφη (από 

τα οποία, τα σημαντικότερα είναι τα: "Καβάφης και ιστορία" και "Ο Καβάφης και

 η δεύτερη σοφιστική"). 

Αρκετά δοκίμια που αναφέρονται σε θέματα και κείμενα της παλαιότερης, της μεσο

πολεμικής και της μεταπολεμικής λογοτεχνίας ("Εποπτείες A΄", 1954, "Υπερβατική

 Συντεχνία", 1958, "Πλάγιος λόγος", 1989, "Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης", 1997, 

"Ευρυγώνια", 2000, "Μανόλης Αναγνωστάκης - Ποίηση και ιδεολογία", 2000). 


Tο 2002 κυκλοφόρησε στις εκδόσεις "Άγρα" το βιβλίο του "Σκαπτή ύλη

 - Από τα σολωμικά μεταλλεία". 

Είναι επίσης συστηματικός μεταφραστής των αρχαίων λυρικών και των Αλεξανδρι

νών ποιητών: "Αρχαίοι λυρικοί" ("Χορικολυρικοί", "Μελικοί", "Ελεγειακοί", "Ιαμβο

γράφοι"), τα "Επιγράμματα" του Καλλίμαχου και "Tα δημώδη των αρχαίων" και

 "Αττικά συμποτικά", 2001). 

Τιμήθηκε με τη διάκριση του πρώτου Κρατικού Βραβείου Κριτικής και Δοκιμίου

 (1987) και του Μεγάλου Βραβείου Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του 

(1999).

Βραβεία:
Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων 1999
Βραβείο "Διδώ Σωτηρίου" Εταιρείας Συγγραφέων 2019

Τίτλοι:
Συγγραφέας
Μετάφραση
Επιμέλεια
Εισήγηση
Ανθολόγος
Ευθύνη Σειράς

 https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=6794

09:06
-09:46
 

 

 

Γιάννης Δάλλας

Ο Ηπειρώτης Ποιητής, Δοκιμιογράφος και Μεταφραστής Αρχαίων Ελλήνων Λυρικών

https://www.giannena-e.gr/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82/logotehn%CE%B9%CE%B1_Dallas_G/1-Dallas_Giannis_1_katalogos.aspx







         

       

     

        Οι  ιδέες μου φωσφορισμοί του σώματος     

         Κι  άλλες που μοιάζουν τεθλασμένες αστραπής     

         Βλέπει το σώμα μου και νυχτοπερπατεί     

 

          Μη τις χωρίζετε απ΄  το σώμα μου, αδερφοί....     

  Γιάννης Δάλλας ''από τα βιώματα της εποχής στην ποίηση'' video στο YouTube


    

Γιάννης Δάλλας διαβάζει: "Από την Άρτα των γυμνασιακών μου χρόνων"


    

Γιάννης Δάλλας διαβάζει: "Από την Πόλη των συντεχνιών και των αγώνων" (Γιάννενα)


    

Πέθανε ο ποιητής Γιάννης Δάλλας

https://parallaximag.gr/epikairotita/pethane-giannis-dallas

 Από parallaxi - February 24, 2020 

 Έφυγε σήμερα από την ζωή ο ποιητής Γιάννης Δάλλας σε ηλικία 96 ετών.  

Ο Γιάννης Δάλλας γεννημένος το 1924, ήταν Έλληνας ποιητής, νεοελληνιστής συγγραφέας, δοκιμιογράφος, πανεπιστημιακός δάσκαλος και μεταφραστής έργων της αρχαίας γραμματείας. 

Γεννήθηκε το 1924 στη Φιλιππιάδα της Πρέβεζας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα. Υπηρέτησε στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση. 

Καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. 

Ανέκαθεν υπήρξε ένας αξιόλογος αριστερός διανoούμενος, με ορισμένες παρεμβάσεις στα κοινά θέματα.

 Έχει λάβει βραβεύσεις από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, εξέδωσε σειρά συγκεντρωτικών μελετημάτων ενώ συστηματική υπήρξε η φιλολογική και μεταφραστική του ενασχόληση με την ποίηση των αρχαίων Λυρικών των αρχαϊκών αιώνων. 


Το ποιητικό του έργο φαίνεται να συγγενεύει με τον Μίλτο Σαχτούρη και τον Τάκη Σινόπουλο διατηρεί με τρόπο κατορθωμένο τον αυτοδύναμο χαρακτήρα του. 

Στα ποιήματά του υπάρχει το στοιχείο της φυσιολατρείας, αλλά και του παράλογου, κατά τον Λίνο Πολίτη. 

Κατά τον Mario Vitti o Δάλλας “ξεκίνησε με θέματα κοινωνικά, ακόμη παρόντα στην Απόπειρα Μυθολογίας (1952), όπου το κακό είναι παντοδύναμο και φρικιαστικό. Ποίηση “Federico Garcia Lorca”. Αθήνα: Μαυρίδης, 1948. “Εφτά πληγές”. Μαυρίδης, 1950. “Απόπειρα Μυθολογίας”. Δαμιανάκης, 1952. “Κυκλοδίωκτα”. Κακουλίδης, 1956 “Πόρτες εξόδου”.

 Γιάννενα: Ενδοχώρα, 1962. “Εξαγορά”. 

Γιάννενα: Ενδοχώρα, 1965. “Ανατομία”. 

Αθήνα: Κείμενα, 1971. “Το τίμημα.” Αθήνα: Κείμενα, 1981.

 “Ο ζωντανός χρόνος”. Αθήνα: Κείμενα, 1985. “Δόκιμος σε συντεχνία”. Αθήνα: Στιγμή, 1986. “Ο ποιητής και το ποίημα”. Φλώρινα: Βιβλιοθήκη Πιτόσκα-Βάρνα, 1988. “Ποιήματα 1948-1988″. Αθήνα: Νεφέλη, 1990. “Αποθέτης”. Αθήνα: Συνέχεια, 1993. Γαβριηλίδης, 2005. “Στοιχεία ταυτότητας”. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 1999. “Γεννήτριες”. Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2004. “Περίακτος”. Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2011. “Ποιήματα 1988-2013″. Αθήνα: Νεφέλη, 2014. Υστερόγραφα. Αθήνα: Ηριδανός, 2015. Πρωθύστερα. Αθήνα: Ηριδανός, 2018. Μελέτες – Υπόλοιπο έργο Υπερβατική συντεχνία. Αθήνα: Κοντός, 1958. Καβάφης και ιστορία: αισθητικές λειτουργίες. Αθήνα: Ερμής, 1974. Αρχαίοι λυρικοί Α’: Ιαμβογράφοι. Κείμενα, 1976. Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη. Αθήνα: Κείμενα, 1979. 

Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική. Αθήνα: Στιγμή, 1984. Στο ρεύμα του ποταμού. Αθήνα: Ερμής, 1986. (επανέκδοση: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004). Ο ελληνισμός και η θεολογία στον Καβάφη. Αθήνα: Στιγμή, 1986. Σπουδές στον Καβάφη. Αθήνα: Ερμής, 1987. Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη. Αθήνα: Κέδρος, 1988. Πλάγιος λόγος: Δοκίμια κριτικής εφαρμογής. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 1989. Η ποιητική του Ανδρέα Κάλβου. Αθήνα: Κέδρος, 1994. Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. Αθήνα: Κέδρος, 1997. 

Ο κλασικισμός του Ανδρέα Κάλβου: η αρχαία βάση και η υπέρβασή της. Αθήνα: Σοκόλης, 1999. Ρώμος Φιλύρας, ο ιδαλγός της ουτοπίας. Αθήνα: Σοκόλης, 1999. Εις τα άγια νήπια. Ρωμανού του Μελωδού. Αθήνα: Απόστροφος, 1999 Ευρυγώνια. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη, 2000. Ζήσης Οικονόμου, μια ποίηση εναντίον του ρεύματος. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001. Κωνσταντίνος Θεοτόκης: κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας. Αθήνα: Σοκόλης, 2001. Τα δημώδη των αρχαίων – Αττικά συμποτικά. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001. Επιγράμματα – Προς Τελχίνες. Καλλίμαχου. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001. Αρχαίοι λυρικοί: Χορικολυρικοί. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2003. Επιγράμματα – Προς Τελχίνες. Καλλίμαχου. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001. 

Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου: η «Μαϊμού» στα κείμενα του Βάρναλη. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2003. Αρχαίοι λυρικοί: Χορικολυρικοί. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2003. Σκαπτή ύλη από τα Σολωμικά μεταλλεία. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2004. Αρχαίοι λυρικοί: Μελικοί. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2004. “Χρονοδείκτες”. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004 Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008. Σολωμός και Κάλβος. Δύο αντίζυγες ποιητικές της εποχής. Αθήνα: Εκδόσεις Νόηση, 2009. Συνεκδοχές. Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος, 2010. Σύμμεικτα, Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg, 2014.

 Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ

 Εγώ δεν φοβάμαι τ’ αστέρια είπ’ ο Λουκάς να έν’ αστέρι που τ’ αγκάλιασα χωρίς να καώ ώρες το κοίταζα μες στα μάτια και δεν τυφλώθηκα μου άνοιξε τότε τα φυλλοκάρδια και μπαίνοντας είδα πλατείες και γαλάζιες στοές και στο βάθος τους προτομές από σπάνιους λίθους και κρύσταλλα Που οι δικές μας σκέφτηκα Που εκεί κάτω από πρόστυχα μέταλλα αστέρι μου και χαλκεία τ’ αστέρι γέλασε με τη σκέψη μου κι ύστερα άναψε μια λυχνία πολλών μεγαβάτ ή τι λέω έγινε κομήτης και με προβόδησε ως εδώ εδώ που τόσοι φίλοι ακροβολισμένοι συνέχιζαν ακόμη συνέχιζαν τη χαμένη μάχη πετροβολώντας τα δικά τους αδέσποτα αστέρια και εκείνα σφυρίζαν γύρω τους σαν εξωγήινοι ή αστρίτες.


Read more at: https://parallaximag.gr/epikairotita/pethane-giannis-dallas

ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ // ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ, ΔΟΚΙΜΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ, ΔΟΚΙΜΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

   
ΔΑΛΛΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

«Η Αρχαία Λυρική ποίηση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση»: Θέλω να προλάβω μία εύλογη παρεξήγηση. Ο "προβληματισμός" του θέματος της εισήγησής μου δεν είναι θεωρητικός. Είναι πολύ συγκεκριμένος και θα έλεγα πρακτικής σημασίας και χρησιμότητας.Και εξηγούμαι. Συναρτάται με την ανάθεση που μου έγινε από το ΚΕΜΕ για τη σύνταξη του "Ανθολογίου της αρχαίας λυρικής ποίησης", προκειμένου να περιληφθεί για πρώτη φορά, τη σχολική χρονιά 1977-78, ως μάθημα στη διδακτέα ύλη της Γ' Γυμνασίου. Ανάθεση που οφείλω να ομολογήσω μου δόθηκε εν λευκώ, δηλαδή και η οργάνωση του υλικού αφέθηκε στην προσωπική μου ευθύνη και η μετάφραση μου υποδείχτηκε να προέρχεται από τη δική μου κυρίως συμβολή και περιουσία. Μία μεταφραστική συμβολή γνωστή στους αρμόδιους από την αποσπασματική δημοσίευσή της στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής και μια περιουσία τμηματικά προσφερόμενη, αλλ' αδιάθετη ακόμη εν τω συνόλω.
Πρόκειται για τη συνεχή ενασχόλησή μου αποκλειστικά με τους λυρικούς της ελληνικής αρχαιότητας, για τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια. Μια ενασχόληση που ξεκίνησε ερασιτεχνικά και πάρεργα στην αρχή και εξελίχθηκε στη συνέχεια σε εργασία μεθοδική και παράλληλη προς την κύρια επίδοσή μου. Ξεκίνησε ως προαίρεση και εξελίχθηκε ως συστηματικός μόχθος. Πράγμα που σημαίνει πως την αρχαία λυρική ποίηση την αντιμετώπιζα και την αντιμετωπίζω βασικά σαν ζωντανή λογοτεχνία, μια λογοτεχνία που δεν νεκρώθηκε μαζί με τη γλώσσα της, αλλά που μπορεί και μεταγλωττισμένη να μιλά στη σύγχρονη ευαισθησία. Και στη συνέχεια τη σπούδαζα και συνεχίζω να τη σπουδάζω φιλολογικά, μελετώντας την από κάθε άποψη και προσπαθώντας να την εξετάσω ιστορικά αλλά και κριτικά, στη γενικότερη συνάρτησή της με το περιβάλλον και τα επιμέρους προβλήματά της, μέσα και πέρα από την εποχή της. [...] (Από την έκδοση)

Περιεχόμενα

Α' ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ
Η αρχαία λυρική ποίηση στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Από τη Σαπφώ του Ανατολικού Αιγαίου στη Σαπφώ του Ιονίου - Σαπφώ και Φάων
Β' ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ: ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
Ο Βάρναλης και η ιδεολογία των συμβόλων της κοινωνικής εξέγερσης
Η Βαρναλική ως καρναβαλική αναπαράσταση της ιστορίας και του κόσμου
Ο Μεσοπόλεμος και ο Καρυωτάκης (Γλωσσική "αντίδραση" και σημασιολογικές "διχοστασίες")
Γ' ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΛΟΚΩΝ
Δημήτρης Χατζής: η ποιητική της ιδεολογίας και της πρόζας
Γιώργος Ιωάννου: η κυριαρχία του μοτίβου επί του θέματος
Γιάννης Πάνου: από την ιστορική μυθοπλασία στην αναγωγή των ιδεών
Δ' ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΟΡΩΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΓΕΝΙΑΣ
ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ
Γ. Θέμελη: Ξανατονισμένη μουσική (Ποιήματα Ι, ΙΙ, Ηλιοσκόπιο)
Τάκη Σινόπουλου: Απομυθοποίηση του προσώπου και της εποχής (Νεκρόδειπνος, Πέτρες)
Γ. Παυλόπουλου: Με τις σταθερές του Σεφέρη (Το Κατώγι)
Έκτορος Κακναβάτου: Από τη μεταπολεμική επανήχηση του υπερρεαλισμού ("Fuga" και "Το Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή")
Μιχ. Κατσαρού: Μια αίρεση σε σκηνική διάσταση βάθους (Κατά Σαδδουκαίων)
Ν. Δ. Καρούζου: Νεολογισμοί μιας λειτουργίας καλειδοσκοπικής (Λευκοπλάστες για μικρές και μεγάλες αντινομίες)
Μίλτου Σαχτούρη: Μια "ανάληψη" του όλου (Από τη σκοπιά των τελευταίων συλλογών του)
Πρώτες δημοσιεύσεις


«Γιάννης Δάλλας: Η φυγή ενός μεγάλου» του Γιώργου Δουατζή

«Γιάννης Δάλλας: Η φυγή ενός μεγάλου»

 του Γιώργου Δουατζή

Πιο μέσα, σαν τα έμβρυα στις μήτρες τους
και σαν τους προγραμμένους του βυθού
έτσι στριφογυρνώ κι εγώ και σπαρταρώ

Αχ, έλα εμβρυουλκέ κι εσύ ναυαγοσωστική
έλα και ανάσυρέ με απάνω, Ποίηση

Γιάννης Δάλλας (1924-2020)

Ο Γιάννης Δάλλας ήταν ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους των Γραμμάτων 

μας. Το έργο του πολυδιάστατο, η ζωή του πολυτάραχη, η ψυχή του πάντα νεανική, δο

σμένη ολοκληρωτικά στην Ποίηση.

O αγαπημένος μου φίλος έφυγε στις 8.30 το πρωί, 24 Φεβρουαρίου 2020, απολύτως ήρε

μος, ανάμεσα στους αγαπημένους του, με πλήρη πνευματική διαύγεια. 

Αδελφώθηκε με το σύμπαν. 

Ήταν επιθυμία του, όπως μου είχε πει: «Να βρεθώ κάπου σε μια κορυφή, 

και σε μια νύχτα με Περσείδες, διάττοντες ενός κομήτη που μας έρχεται από τον μακρι

νό αστερισμό του Περσέα κάθε Αύγουστο, να χαθώ και να πέσω κι εγώ μέσα σε έναν

 αστεροειδή, να ξαναγίνω μια ύλη κοσμική. Να αδελφωθώ με το σύμπαν και με ό,τι συμ

βαίνει σε αυτό».

Θα τον θυμάμαι πάντα, κράμα γλυκύτητας και δυναμισμού, με στιβαρή φωνή να απαγ

γέλλει ποιήματά του, να χαμογελάει σαν παιδί, να συγκινείται, να θυμώνει με τους μι

κρόψυχους, να εξεγείρεται με ό,τι άδικο. Είχα την τύχη να τον ζήσω από πολύ κοντά, να

 καταγράψω μια εκ βαθέων εξομολόγησή του για τη ζωή, τη φιλοσοφία και το έργο του.

 

Ήταν το ακριβό υλικό του βιβλίου Γιάννης Δάλλας – Να βγω από μένα (Εκδόσεις Κα

πόν, 2013), όπου κατέγραψα ώρες συζητήσεων μαζί του, συζητήσεων που μου έδωσαν

 τις διαστάσεις της οξύνοιας, της εμβρίθειας, τη στάσης ζωής του. Μεγάθυμος, έδινε 

απλόχερα γνώση και αγάπη στους μαθητές, στους φίλους, στους ομότεχνους, στους αν

θρώπους.

Η προσέγγιση της δουλειάς του μου έδωσε το έναυσμα γι’ αυτό το αποφλοιωτικό ταξίδι 

στον κόσμο του, να τον πλησιάσω και να καταγράψω την εμπειρία ζωής του μέσα από

 τον λόγο του σπουδαίου αυτού ανθρώπου. Η επαφή μας με έκανε να εντρυφήσω στους

 στίχους του και να ανακαλύψω ένα ολόκληρο σύμπαν, πλουσιότατο μεν, δωρικότατο δε.

 Ίσως δεν έχω διαβάσει άλλον ποιητή, που να μπορεί να διαχέει την ευαισθησία του με 

τόσο ιδιαίτερο τρόπο, μέσα σε μια γοητευτική αχλή, με ένα είδος κρυπτικότητας λες, και

 ταυτόχρονα με πολλές διόδους ανοιχτές, για να μπορεί ο αναγνώστης να ανακαλύψει 

τον πλούτο των συναισθημάτων πίσω από τις λέξεις. Ο Δάλλας έχει καταφέρει να κατα

γράψει με δωρι

κούς στίχους κατά έναν μοναδικό τρόπο ολόκληρη τη ζωή του, ό,τι αισθάνθηκε και ό,τι

 πάλεψε κατά τη διάρκειά της.

Με τον λόγο, τους στίχους, τη σκέψη του, ο ποιητής ένωσε την αρχαϊκή ποί

ηση με τη λαϊκή παράδοση, με τον μοντερνισμό της μεταπολεμικής Ευρώ

πης, με τις ανάγκες του σήμερα.

Ο λόγος του ενίοτε στομφώδης, εικονολατρικός έως μαγευτικός.

 Ήταν στιγμές που αυτή η μέτριου αναστήματος ανθρώπινη φιγούρα έπαιρνε τεράστιες

 διαστάσεις μέσα από το υπέροχο μυστήριο του λόγου. Άπλωνε τις λέξεις του στον χώρο

 και μας ταξίδευε, συνοδοιπόρους της σκέψης του. Ε, λοιπόν, αυτός ο λόγος ήταν ίδιος

 ακριβώς και όταν ο Δάλλας μιλούσε ιδιωτικά και δεν απευθυνόταν σε ένα γεμάτο αμφι

θέατρο, αλλά σε έναν μόνο ακροατή. Ήθελε να μην ξεφύγει κάτι από όσα λέει στον συνο

μιλητή του. Λόγος πλήρης. Συμπλήρωνε τις λέξεις με όλα τα συστατικά του προφορικού

 λόγου. Με εκφράσεις προσώπου, κινήσεις σώματος, χροιά, άρθρωση, ένταση φωνής 

και κυρίως με έντονο χρωματισμό των νοημάτων που φέρουν οι λέξεις. Τα «ρ», τα «α»,

 το «ν» στη λήγουσα, η μουσική των λέξεων, είχαν δομική σημασία στον λόγο του Γιάν

νη Δάλλα.

Αντιγράφω, από τον πρόλογο που είχα γράψει: «Το έργο του Γιάννη Δάλλα μάς ανασύ

ρει, ως γνήσια Ποίηση, από τον θολό βυθό της πνευματικής, πολιτικής και κοινωνικής

 ένδειας της εποχής. Είναι έκκληση προς τον καθημερινό άνθρωπο, να υψωθεί ανασυρό

μενος από τη δίνη των χαλκείων και της αυταπάτης που του προσφέρονται αφειδώς από

 τους κάθε λογής εκπροσώπους, τους αντ’ αυτού και τους προστάτες, αφανίζοντας κάθε

 έννοια ποιότητας ζωής και αξιοπρέπειας. Είναι έκκληση του καθημερινού ανθρώπου 

προς την Ποίηση, για να σταματήσει το βύθισμά του στην απελπισία. 

Ζητά ο άπελπις να λειτουργήσει η Ποίηση σαν εμβρυουλκό και να τον φέρει στο φως.

 Να τον ανασύρει σαν ναυαγοσωστική από το τέλμα και τα αδιέξοδα, που επιβλήθηκαν

 ερήμην του, να τον φέρει στην ελπίδα και την εύφορη προοπτική.

»Ένα κάλεσμα προς όλους η φωνή του Γιάννη Δάλλα. Κλήση αφύπνισης, να δούμε από 

της Ποίησης μια χαραμάδα που τη φώναξες Ζωή... τρεις χιλιάδες χρόνια ελληνοσυλλαβίζο

ντας. Είναι η εγερτήρια έκκληση αυτού που στέφθηκε μάρτυς ποιητής σε χρονικά αλώσε

ων, αυτού που είδε να έρχονται αγέννητες ψυχές γυρεύοντάς του σώματα.

»Είναι η πανέκκληση, που προσέλαβα από το έργο, τον ποιητή, τον άνθρωπο, το όλον

 που φέρει ο Γιάννης Δάλλας. Η πρόκληση, να καταπιαστώ με την αιτιώδη αναζήτηση,

 τη διεξοδική μελέτη, την ουσιώδη συζήτηση, την αναγκαία καταγραφή και, τέλος, με 

την προσπάθεια διάχυσης υπό τη μορφή μιας έκδοσης, αυτής της φωτεινής σκέψης. 

Μιας σκέψης, που πηγάζει από τη ζύμωση της γνώσης, της οπτικής, της εμπειρίας που

 φέρει ο δάσκαλος, ο μεταφραστής, ο πανεπιστημιακός, ο δοκιμιογράφος, μα κυρίως, ο 

ποιητής Δάλλας».

Νιώθω ότι με το βιβλίο μου για τον Γιάννη Δάλλα εκπλήρωσα κατ’ ελάχιστο τη στοιχειώ

δη υποχρέωση έναντι των δημιουργών, αλλά κυρίως έναντι των επερχομένων γενεών. 

Θέλω να πιστεύω ότι η καταγραφή του έργου και της προσωπικότητας των σημαντικών 

δημιουργών του τόπου μας αποτελεί μια ακόμα ψηφίδα, ως αρχειακό υλικό, στο σύνολο

 αυτού που αποκαλούμε εθνική περιουσία ή πολιτιστική κληρονομιά.

 Ομολογώ πως ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί, ιδιαίτερα στον τόπο μας, δεν θέλου

με να δούμε τις πραγματικές διαστάσεις σημαντικών μορφών και του έργου τους, όσο

 ζουν οι δημιουργοί. Κατά κανόνα, ανακαλύπτουμε τους δημιουργούς και τους τιμούμε

 μετά θάνατον, συνήθως με ιδιαίτερη τάση υπερβολής.


Ο Γιάννης Δάλλας είναι μία σημαντική ψηφίδα στο ψηφιδωτό της ιστορίας και της πολι

τισμικής μας κληρονομιάς. Είναι ο ποιητής με τη γεμάτη ζωή, την πολυσχιδή δράση, τη

 σημαντική εργογραφία. Είναι ο δημιουργός, την ουσία του οποίου προσπάθησα να 

σκιαγραφήσω μέσα από εκ βαθέων εξομολογήσεις, μέσα από αυτοβιογραφικές αφηγή

σεις, τις οποίες παρέθεσα αυτούσιες, χωρίς φτιασίδια και ωραιοποιήσεις.


Ο Γιάννης Δάλλας είναι το ζωντανό αποτύπωμα της ελληνικής ιστορίας κατά τον τελευ

ταίο αιώνα. Έζησε υπολείμματα της τουρκοκρατίας, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την 

Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη μεταπολεμική Ελλάδα, το στήσιμο πανεπιστημιακών σχολών,

 και εκ του σύνεγγυς όλα τα λογοτεχνικά ρεύματα του αιώνα μας. Όλα περνούν μέσα α

πό τον αφηγηματικό λόγο του. Ο Δάλλας έζησε αλλαγές και εποχές, έζησε το πλάσιμο 

της χώρας με τις συνεχείς κοινωνικές αναδιατάξεις. Κυρίως, είχε τη σοφία να δει αυτό

 το πλάσιμο με τη ματιά της χοάνης της ποίησης των 2.500 ετών, ποίησης που μελέτησε,

 μετέφρασε και απέδωσε σε μας τους νεότερους ως υποθήκη για το μέλλον. 

Με τον λόγο, τους στίχους, τη σκέψη του, ο ποιητής ένωσε την αρχαϊκή ποίηση με τη 

λαϊκή παράδοση, με τον μοντερνισμό της μεταπολεμικής Ευρώπης, με τις ανάγκες του

 σήμερα. Οι στίχοι και ο προφορικός λόγος του είναι συνδετικός κρίκος ελληνικότητας.


Ο εξομολογητικός λόγος του Δάλλα αποτυπώνει το σύστημα αξιών που υπηρέτησε με 

συνέπεια. Διάχυτες στον λόγο του, αξίες ζωής, όπως η πίστη στον Άνθρωπο, στην Ελευ

θερία, στη Δημοκρατία. Η αγάπη στους νέους. Η μεγαθυμία, ιδίως προς άλλους ποιητές, 

πράγμα που δυστυχώς απαντάται σπανιότατα σήμερα. Είναι από τους λίγους ποιητές, 

που ως δοκιμιογράφος ανέδειξε το έργο ομοτέχνων του, με ευθύνη, συνέπεια και ευαι

σθησία. Ο Δάλλας σε ό,τι και όσους τον πίκραιναν απλώς γύρισε την πλάτη με αξιοπρέ

πεια και αρνήθηκε κάθε ανάμειξη σε ό,τι μικρό που θα απαξίωνε τα πιστεύω και την πο

ρεία του στον χώρο του πνεύματος που τάχθηκε να υπηρετεί.

«Δεν έχει αξία το έργο, αν δεν αποτελεί εμπειρία. Δεν θα ήταν

δημιούργημα, αλλά επινόηση».

Κλείνω αυτό το σύντομο σημείωμα με τον υπέροχο στίχο του, που χρησιμοποίησα ως προμετωπίδα στην εκ βαθέων εξομολόγησή του: «Η τελευταία δυσκολία μου, να σπάσω τα λουριά. 

Να βγω από μένα...» Ο Γιάννης Δάλλας έχει ήδη σπάσει τα λουριά

Με την υπέρβαση του τρωτού του σώματος και την περιπλάνηση προς την αλήθεια 

του σύμπαντός του.

Ρήσεις Γιάννη Δάλλα:

Ας υποθέσουμε ότι σας ακούν όλοι οι Έλληνες. Θα τους λέγατε...
«Να είσαι ο εαυτός σου, με γνησιότητα. Έτσι δικαιώνεται ο ανθρωπισμός σου, ο προορι

σμός σου, τα πάντα».

Στον νέο ποιητή θα λέγατε...
«Πρόσεξε, στη δημιουργία απαιτείται μια γέννηση των πραγμάτων καινούργια. Μια ο

ντογέννηση. Όπως γεννιέται το σύμπαν, έτσι και η ποίηση είναι η γέννηση ενός νέου κό

σμου. Όσο μπορείς, να είσαι απόλυτος σε αυτό.

 Να πιστέψεις σε δυο πράγματα. Στον 

εαυτό σου για το χάρισμα που σου δόθηκε και στην ποίηση για τη γενεσιουργό της δύνα

μη. Έτσι θα σπάσεις τα δεσμά, θα ανοίξεις νέους ορίζοντες πέρα από στερεότυπα και 

κοινοτοπίες. 

Στόχος, να γίνεις με την τέχνη σου, ει δυνατόν, πρωτοπόρος του καιρού σου».

«Η Ποίηση είναι η τελευταία δύναμη και το αντιστύλιο στην καταστροφή. 

Η μόνη ανιδιοτελής ευαίσθητη στους κραδασμούς και αλληλέγγυη στην πάσχουσα 

ανθρωπότητα».

«Είναι στην περιοχή των αξιών κάτι χρειώδες η Ποίηση για τους ανθρώπους».

«Στην Ποίηση το θέμα της αλήθειας είναι ανοιχτό. Είναι θέμα μιας αναζήτησης σε διαρ

κή εκκρεμότητα. Ακόμα και στο απλούστερο ποίημα πρέπει να υπάρχει το σπέρμα μιας 

φιλοσοφικής ενατένισης».

«Ο δημιουργός είναι ο πλάστης, αλλά όχι με τη θρησκευτική έννοια. 

Είναι πλαστουργός. Ο ποιητής γεννά, πλάθει και αυτός ένα σύμπαν, έναν ολόκληρο κό

σμο».

«Ο ποιητής ήταν πάντα ο τρελός του χωριού, λέγοντας αλήθειες που δεν τολμούσαν οι 

άλλοι».

«Σκοπός του ποιητή είναι όχι να προβάλλει την ιδιαιτερότητά του, αλλά να ανεβάζει 

τους άλλους στην ανώτερη σφαίρα της ευαισθησίας και των αξιών που εκφράζει το έρ

γο του».

«Η δημιουργία με δικαιώνει ως ύπαρξη».

«Η γραφή είναι μαρτυρία και μαρτύριο μαζί».

«Δεν έχει αξία το έργο, αν δεν αποτελεί εμπειρία. Δεν θα ήταν δημιούργημα, αλλά 

επινόηση».

«Ευχή, επιθυμία μου, είναι το έργο μου να λειτουργεί και όταν η γλώσσα του παλιώ

σει.

 Φεύγουν τα στοιχεία που μπορεί να υπήρχαν ζώντος του δημιουργού, όπως ρητορι

κότητα, μυστικισμός, ιδιομορφίες και μένει πια η ουσία του έργου».

«Δεν θέλω να χαθεί η δουλειά μου, γιατί σε αυτή τη ζωή ήρθαμε για να εκφράσουμε

 κάτι. 

Επιθυμώ αυτή η έκφραση να μην πάει χαμένη, να συμβάλει κάπου, να την θυμού

νται με κάποιο τρόπο. 

Μακάρι να επιδράσει και στους νεότερους, όπως σε μένα οι παλαιότε

ροι ποιητές. Μια αλυσίδα είμαστε όλοι, με τους συνδετικούς κρίκους να λειτουρ

γούν».

«Πίστη στη ζωή, τη δημιουργία, την εμπιστοσύνη στους άλλους. 

Αυτήν που οδηγεί στη συναδέλφωση, στη συντροφικότητα με την ευρύτερη έννοια. 

Αυτήν την πίστη έχω ανάγκη».

«Η έμπνευση εκδηλώνεται κατά πολλούς τρόπους, όχι με έναν ρόλο παθητικό, αλλά

 είναι φορές που νιώθεις να υψώνεσαι σαν πίδακας, κι αυτό είναι μια υπέρβαση».

«Αισθάνομαι τον εαυτό μου να παίρνει σταδιακά τη νέα θέση του, ως μέρος του σύ

μπαντος, με το οποίο ο διάλογος γίνεται ολοένα και μεγαλύτερος, φτάνοντας σε 

σημεία που μόνον ένας ποιητής μπορεί να φτάσει. 

Ίσως είναι η τρέλα του ποιητή».

«Αισθάνομαι ταγμένος στην τέχνη μου. Δεν μου ήρθε ως πετριά μεγαλομανίας. 

Μπήκα σιγά σιγά στο μεγάλο αυτό κανάλι και τελικά ένιωσα πλοηγός ταγμένος στο

 ταξίδι της τέχνης μου».

«Τον ένιωσα δυνατά τον έρωτα. Ένιωθα ότι με ξέπλενε από ό,τι μικρό.

 Καθαρτήριο ήταν».

«Υπάρχουν οι λεγόμενες συντεχνίες. Ειρωνεύονται, υποσκάπτουν, συκοφαντούν και

 επικρίνουν ο ένας τον άλλον. Αδιανόητο για μια πνευματική οικογένεια...»

«Πίστη μου είναι πως πραγματικά ένας δάσκαλος πρέπει να λειτουργεί σαν ερωτευ

μένος με τον ρόλο και με τα κείμενα που διδάσκει».

«Το δοκίμιο πρέπει να λειτουργεί ως ενδιάμεσος σταθμός μεταξύ κριτικής και τέ

χνης».

Γιάννης Δάλλας: Μεγάλος δάσκαλος και ποιητής




























Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //            

Στον Γιάννη Δάλλα που έφυγε στις 25 Φεβρουαρίου το πρωί στις 8.30

όπως διαβάσαμε στο fb από τον Αλέξη Ζήρα, χρωστάμε πάρα πολλά,

στον φετινό Φεβρουάριο μόνο τον τρόμο μας. Έχει βαλθεί αυτός ο 

μήνας να μας στερήσει μεγάλους ποιητές.

Ο Γιάννης Δάλλας, ως δοκιμιογράφος, κριτικός και εκδότης εξέδωσε αρκετά δοκίμια

 και φιλολογικές μελέτες, μερικές και σε αυτοτελείς εκδόσεις, με ιδιαίτερη έμφαση τη

 σπουδή της ποίησης και της ποιητικής του Κάλβου, του Σολωμού και του Καβάφη,

 και από τον 20όν αιώνα, εκπροσώπων της γενιάς του ’10 (του Θεοτόκη, του Βάρνα

λη και του Σικελιανού), της γενιάς του ’20 (του Καρυωτάκη, του Φιλύρα και του Άγρα) και των μοντερνιστών της γενιάς του ’30 (του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου και των υπερρεαλιστών Εμπειρίκου και Εγγονόπουλου) και ιδιαίτερα της 

πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, με αυτοτελή και εδώ βιβλία, π.χ. για

 τον Σαχτούρη και τον Αναγνωστάκη. Και τέλος ως μεταφραστής των λυρικών έργων

 των αρχαϊκών χρόνων (Τα Δημώδη και τα Αττικά συμποτικά, οι Ελεγειακοί, οι Ιαμβο

γράφοι, οι Μελικοί και οι Χορικολυρικοί) και ακόμη των επιγραμμάτων της αλεξανδρι

νής εποχής (του Καλλίμαχου, του Ρουφίνου, του Πλάτωνος). Οι τελευταίες σχετικές 

εκδόσεις του είναι Ο ελληνιστικός μικρόκοσμος(Ηριδανός, 2009), οι Συνεκδοχές

(2010) και το Ψαλτήριον του Δαυίδ, μεταφρασθέν υπό Α. Κάλβου (Ίκαρος, 2011).

 

Ο Γιάννης Δάλλας γεννήθηκε το 1924 στη Φιλιππιάδα της Πρέβεζας. Σπούδασε κλα

σική φιλολογία στην Αθήνα. Υπηρέτησε στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση.

 Καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημί

ου Ιωαννίνων και του τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. 


Βραβεύτηκε κατ’επανάληψη με Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία: Το 1987, 

το Α΄ Βραβείο κριτικής-δοκιμίου: Γιάννης Δάλλας «Ο ελληνισμός και η θεολογία του

 Καβάφη».

 Το 1999 του απονέμεται το κρατικό «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας» για το σύνολο 

του έργου του. 

Επίσης έχει βραβευτεί με το Βραβείο δοκιμίου Ιδρύματος Π. Χάρη της Ακαδημίας 

Αθηνών (2009) για το βιβλίο του “Σολωμός και Κάλβος”. Μετέχει στα πρώτα «Καβά

φεια» της Αλεξάνδρειας, και προσκαλείται για διαλέξεις και παρουσίαση του έργου 

του σε Πανεπιστήμια εκτός Ελλάδας, όπου λειτουργούν Τμήματα Μεταβυζαντινών 

και Νεοελληνικών Σπουδών (Μιλάνο, Κατάνια, Βενετία, Στρασβούργο, Βουδαπέστη,

 Μόσχα, Τυφλίδα, κλπ.) 


Η ποίησή του μεταφράστηκε αποσπασματικά σε ξένες γλώσ

σες (Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Αλβανικά) και πληρέστερα ετοιμά

ζονται για έκδοση προσεχώς οι δύο τελευταίες συλλογές του στα Ισπανικά από την

 Isabel Garcia Gálvez και εκτενής επιλογή του ποιητικού έργου του στα Ιταλικά από

 τον Massimo Cazzulo.


Συστηματική υπήρξε η φιλολογική και μεταφραστική του ενασχόληση με την ποίηση

 των αρχαίων Λυρικών των αρχαϊκών αιώνων «Ελεγειακοί», «Ιαμβογράφοι», «Μελικο

ί», «Χορικολυρικοί», (1976-2007) και των Ελληνιστικών επιγραμμάτων, «Ελληνιστι

κός μικρόκοσμος», «Καλλίμαχος», «Ρουφίνος», «Πλάτωνος τα αποδιδόμενα επι

γράμματα», (2008-2009). Στα ποιήματά του υπάρχει το στοιχείο της φυσιολατρείας,

 αλλά και του παράλογου, κατά τον Λίνο Πολίτη.

Κατά τον Τάκη Σινόπουλο “στον Δάλλα το καυτερό βάρος των πραγμάτων κι η εκρη

κτικότητα του υλικού του πειθαρχούν στη φόρμα που αποτελεί επίκεντρο του ενδια

φέροντος του, χωρίς αυτή η φόρμα να δίνει την υποψία της κατασκευής.” 


Ο Τάσος Λειβαδίτης αναφέρεται σ’ έναν «κόσμο τρομερά αποσπασματικών εικόνων

 που θυμίζουν ατμόσφαιρα Αποκαλύψεως», σε «ιστορίες που αγγίζουν τα όρια του 

παρανοϊκού» και σ’ «έναν βιβλικό τόνο που συμπλέκεται με αγοραίες εκφράσεις.» 

Ο Γιώργος Βέης υπογραμμίζει πως ο λόγος του είναι “οραματικός, ενίοτε κρυπτικός

 και υπαινικτικός

Μικρό δείγμα από το ποιητικό έργο του:

Στην Ισμήνη

«Σαν τα παράθυρα που τα χτυπώ κατάμουτρα στην αθανασία / είναι τα λόγια 

μου έτσι ιδανικά στη λύπη και στη μόνωσή τους / είναι τα λόγια μέσα μου σαν 

μια πομπή τυφλών ανθρακωρύχων // Η κρύπτη του ύπνου ελευθερώνει λίγα 

φωτεινά κι αδέσποτα / μετέωρα μες στα στερεώματα. Τα μεταλλεία εφέτος / εί

ναι σκληρά σαν πέτρες για τα θηλυκά μας δάχτυλα / τα δάχτυλά μας μακρινά 

προγονικά συμβόλαια // Πώς να τα ξεριζώσω απ’ τα πλευρά μου απ’ τις θανάσι

μες / πληγές σας απ’ τις λίμνες με τους άσπρους κύκνους / τα δάχτυλά μου 

μακρινά προγονικά συμβόλαια; // Κλείσατε τ’ άστρα σε σοφά συρματοπλέγμα

τα / κλείσατε τις ψυχές σας σ’ άθλια σανατόρια / και συναλλάζεστε τις έννοιες

 σαν εμπόρευμα // Μα εγώ βουτώ μες στη φωτιά και υψώνω αντίκρυ σας / τα 

δάχτυλά μου κηροπήγια του θανάτου σας / γι’ αυτό με βλέπετε με βήματα αλ

λοπρόσαλλα / να δρασκελίζω τις πλατείες με τα μεγάφωνα / τους σαλτιμπά

γκους της στοάς και μες στο βλέμμα τους / ένα ηλιοτρόπι που γελά. Γι’ αυτό με

 βλέπετε / πάνω απ’ τους ύπνους σας να κλείνω τα παράθυρα / κατάμουτρα 

στην ηθική των ήλιων. Ποιος θα βάλει / πριν πέσει η νύχτα σε μια τάξη αυτές

 τις ετοιμόρροπες / φωνές των μάταιων ημερών μας; / Κατεβαίνω τώρα / σε με

ταλλεία κρυφά και τ’ ανεβάζω σαν τετράγωνα / γέλια στις πλάτες μου ώριμα. 

Θα τα λυτρώσω, ω άνθρωποι / ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του ωραίου; 

Ολόγυρα / με τους αγκώνες των βουνών σ’ αρχαίες κοιλάδες / -λίκνα μεγάλα

 της βροχής και της φτωχολογιάς- / τώρα ανεβαίνω κυκλωμένος μ’ αλαφρές

φτερούγες / φτερούγες μέσα μου πλωτές / Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι / 

ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του Ωραίου; Καμπάνες / σαν γλώσσες τρομε

ρές ακούγονται από πέρα- να ‘ναι / τάχα αναστάσιμες ή πένθιμες δεν ξέρω. 

Ξέρω / πως η άθλησή μου ανοίγει σαν κλουβιά τα στήθη σας / κι όλο ανεβαίνω

 κυκλωμένος μ’ αδερφές φτερούγες // Φτερούγες γράμματα ανοιχτά της γης

 που μ’ έχασε / φτερούγες μακρινές θωπείες της γης που θα ‘βρω. (Συλλογή 

«Οι εφτά πληγές», 1950)


Φωνές

Φωνές από την άλλη ζωή που υπήρξε / που ίσως υπάρχει στ’ άδυτα της μνήμης

 / και τώρα την ακούουν τα αισθήματα / των ποιητών / Έχει ξυπνήσει η χώρα /

 κ’ έρχονται ιδού από τ’ αποδυτήρια του ύπνου / συναγερμοί λαών θίασοι αλό

γων / καλπάζοντας με λάβαρα αφθαρσίας / και στις επάλξεις αιωρούνται κήρυ

κες / με τα μεταλλικά τους στόματα αναγγέλλοντας / τους τοκετούς άλλης αυγής

. Φυλάξου / μην κλείσει η μυστική ρωγμή της μνήμης / κ’ εσύ απομείνεις μόνος

 στις κερκίδες / με τη σπασμένη σάλπιγγά σου / Κάτι ξέρει / η μυλόπετρα του ή

λιου μες στο χάος / κι οργίζεται πιο κόκκινη και ψάχνει / κάτω απ’ τις ρίζες του

 καιρού μαζεύοντας / στη φυλλωσιά της μέρας μ’ άγρια δάχτυλα / σπόρους και

 καταιγίδες κι άλλες / φωνές από τα κόκκαλα της ζωής μας

(Συλλογή Κυκλοδίωκτα, 1956)


 Ἐν ἔτει 2013 

«Ὡς εὖ παρέστητε κλεινὲ Γερμανικέ !…»

εἶπε ἕνας τεχνουργὸς ποὺ σ’ ἀναγνώρισε

«Γερμανικὲ τοῦ Τρίτου Ράιχ ἄλλοτε,

»τώρα τῆς Εὐρωζώνης … Εὖ παρέστητε

»σ’ αυτὴν τὴ βαρωνία σας, τοῦ Νότου»

Ἐν ἔτει 2013, ναί !…   Ὅπου τὸ θύμα ὑποχρεώνεται ν’ ἀνακηρύξει καὶ τὸν θύτη

 του εὐεργέτη   Μὲ τὸ κορμί του μὲς στὰ χρέη νὰ αἱμορραγεῖ καὶ τὴν ψυχή του 

ἔξω ν’ ἀντιστέκεται   Σὰν δουλοπάροικος ποὺ σήκωσε κεφάλι

Τί ὀργὴ λαοῦ, ψυχή, καὶ ποιός σὲ συγκρατεῖ;

Καὶ στὶς εἰσόδους τοῦ Προεδρικοῦ τὰ Μ.Α.Τ. μὲ τὸν ἀντίχειρά τους νὰ περνᾶ 

ἀπὀ τὶς στρόφιγγες νεροῦ στὰ δακρυγόνα καὶ ἀκαριαῖα ἐν ἀνάγκῃ στὴ σκανδά

λη

Ἡ τελετὴ συνετελέσθη στὰ ἐνδότερα,

ἡ ὑποδοχή, ἡ παράταξη τοῦ ἀγήματος

κι ἡ ἀνάκρουση τῶν ὕμνων: ἐλεγειακὸς

ὁ ἕνας «Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη …»

κι ἀγέρωχος κι ἐμβατηριακὸς 

ὁ τόνος τοῦ ἡγεμονικοῦ σας «… über alles »

Μιὰ φιέστα κεκλεισμένων τῶν ὁδῶν

Νὰ μᾶς ξανάρθετε, μαγιόροι, νὰ ξανάρθετε

καὶ τὸ χαλὶ ποὺ τότε θὰ ξεδιπλωθεῖ,

ξανάπε ὁ τεχνουργὸς ποὺ παραβρέθηκε,

ἄ ! τὸ χαλὶ νά ’ναι χαλὶ τοῦ αἵματος

χρώματος ἐρυθροῦ βαθέος ἐρυθροῦ

tapisserie σπουδαίου κολoρίστα

ἀπ’ τὴν παλέττα ἑνὸς σφαγείου ἀλὰ Μπέικον


Και η εργογραφία του

ΠΟΙΗΣΗ

  • Federico Garcia Lorca, Θρήνος, Μαυρίδης, 1948.
  • Εφτά πληγές, Μαυρίδης, 1950.
  • Απόπειρα Μυθολογίας, Δαμιανάκης, 1952.
  • Κυκλοδίωκτα, Κακουλίδης, 1956.
  • Πόρτες εξόδου, Ενδοχώρα, 1962.
  • Εξαγορά 1948-1964 [συγκεντρωτική επιλογή], Ενδοχώρα, 1965.
  • Ανατομία, Κείμενα, 1971.
  • Το τίμημα, Κείμενα, 1981.
  • Δόκιμος σε συντεχνία, Στιγμή, 1984.
  • Ο ζωντανός χρόνος, Κείμενα, 1985.
  • Ο ποιητής και το ποίημα, Βιβλιοθήκη Πιτόσκα, 1988.
  • Ποιήματα 1948-1988 [συγκεντρωτική έκδοση], Νεφέλη, 1990.
  • Αποθέτης, Συνέχεια, 1993. (Επανέκδοση-συμπληρωματική), Γαβριηλίδης, 
  • 2005.
  • Στοιχεία ταυτότητας, Γαβριηλίδης, 1999.
  • Γεννήτριες, Τυπωθήτω, 2004.
  • Περίακτος, Τυπωθήτω, 2011.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

  • Στο ρεύμα του ποταμού (αφηγήματα), Ερμής, 1986. (Επανέκδοση με 5 
  • συμπληρωματικά κείμενα), Γαβριηλίδης, 2004.
  • Η σφαγή του Κομμένου, Πέτρα, 2008.
  • Χρονοδείκτες, Γαβριηλίδης, 2004.
  • Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη, Γαβριηλίδης, 2008.

ΔΟΚΙΜΙΑ – ΜΕΛΕΤΕΣ

  • Εποπτείες Α΄, Κακουλίδης, 1954.
  • Υπερβατική συντεχνία, Δοκίμια, Κοντός, 1958.
  • Καβάφης και ιστορία, αισθητικές λειτουργίες, Ερμής, 1974.
  • Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Διηγήματα (Κορφιάτικες ιστορίες), με έντεκα χαράγ
  • ματα του Μάρκου Ζαβιτζιάνου, εισαγωγή-επιμέλεια, Κείμενα, 1978.
  • Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη, Κείμενα, 1979.
  • Οι ψαλμοί του Δαβίδ υπό Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδου, εισαγωγή, φιλολογική
  •  έκδοση, σχόλια, Κείμενα, 1981.
  • Κωνσταντίνος Θεοτόκης, «Οι σκλάβοι και τα Δεσμά τους», προλεγόμενα, 
  • Κείμενα, 1981.
  • Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική, Διδακτορική διατριβή, Στιγμή, 1984.
  • Ο ελληνισμός και η θεολογία στον Καβάφη, Στιγμή, 1987.
  • Σπουδές στον Καβάφη, Από την ανάλυση στην ανασύνθεση. Επενέργεια και
  •  αφομοίωση, Ερμής, 1987.
  • Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη, Μελετήματα, Κέδρος,
  • 1988.
  • Πλάγιος λόγος: Δοκίμια κριτικής εφαρμογής, Καστανιώτης, 1989.
  • Κώστα Βάρναλη, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, επιμέλεια-επίμετρο, Κέδρος, 1991.

  • Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδου, Η Ιωνιάς, εισαγωγή-κριτική έκδοση, επιλεγόμε
  • να, Συνέχεια, 1992.
  • Η ποιητική του Ανδρέα Κάλβου. Η πνευματική συγκρότηση και η τεχνική 
  • των Ωδών, Συνέχεια, 1994.
  • Κωνσταντίνος Θεοτόκης: ο Παπα-Ιορδάνης ο Πασίχαρος και η ενορία του,
  •  φιλολογική επιμέλεια, Συνέχεια, 1994.
  • Ν.Γ. Πεντζίκης: Εγκατάλοιπα Ιωάννη Κνίτελλη, εισαγωγή-παρουσίαση, 
  • Συνέχεια, 1994.
  • Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος, 1997.
  • Ανδρέα Κάλβου, Ωδαί («Καύχημα νέον»), καλλιτεχνική έκδοση με δισέλιδες
  •  εικόνες του Μανώλη Χάρου, Ωκεανίδα, 1997.
  • Ανδρέα Κάλβου, Ωδαί, εισαγωγή-κριτική έκδοση-σχόλια, Ωκεανίδα, 1998.
  • Ρώμος Φιλύρας, ο ιδαλγός της ουτοπίας, ανθολόγηση-παρουσίαση, Γαβριη
  • λίδης, 1999.
  • Ο κλασικισμός του Ανδρέα Κάλβου: η αρχαία βάση και η υπέρβασή της
  • Σοκόλης, 1999.
  • Ευρυγώνια, δοκίμια για την ποίηση και την πεζογραφία, Νεφέλη, 2000.
  • Κωνσταντίνος Θεοτόκης, κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας, Σοκό
  • λης, 2001.
  • Ζήσης Οικονόμου, μια ποίηση εναντίον του ρεύματος, Γαβριηλίδης, 2001.
  • Σκαπτή ύλη από τα Σολωμικά μεταλλεία, Άγρα, 2002.
  • Κώστα Βάρναλη, Το φως που καίει, φιλολογική επιμέλεια-επίμετρο, Κέδρος,
  •  2003.
  • Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου: η «Μαϊμού» στα κείμενα του Βάρνα
  • λη, Γαβριηλίδης, 2003.
  • Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Κορφιάτικες ιστορίες, επίμετρο, Γαβριηλίδης, 2005.

  • Ο Τέλλος Άγρας εξομολογείται. Η αλληλογραφία του με την Μαρία Μακρή,
  •  εισαγωγή-φιλολογική επιμέλεια, Γαβριηλίδης, 2005.
  • Μανόλης Αναγνωστάκης, ποίηση και ιδεολογία, Κέδρος, 2007.
  • Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» [Β΄ Σχεδίασμα], Τα Ιταλικά 
  • περικείμενα, εισαγωγή-μετάφραση Διομήδης Βλάχος, επιλεγόμενα Γιάννης
  •  Δάλλας, Γαβριηλίδης, 2007.
  • Σολωμός και Κάλβος. Δύο αντίζυγες ποιητικές της εποχής, Νόηση, 2009.
  • Ολίγο θα τον ξαναγγίξω. Ύστερα καβαφολογικά, Ηριδανός, 2009.
  • Συνεκδοχές, Ίκαρος, 2010.
  • Το Ψαλτήριον του Δαυίδ, μεταφρασθέν υπό Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδου, με
  •  εισαγωγή και σχόλια, επανέκδοση δίγλωσση και φιλολογικά εμπλουτισμέ
  • νη, Ίκαρος, 2011.
  • Σύμμεικτα (Μελετήματα – Δοκίμια – Κριτικές), Gutenberg, 2014.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

  • Αρχαίοι λυρικοί Α΄. Ιαμβογράφοι, εισαγωγές και σχόλια, Κείμενα, 1976.
  • Ρωμανού του Μελωδού: «Εις τα άγια νήπια», πρωτότυπο κείμενο σε μετά
  • φραση και επίμετρο και με 38 παράλληλα δημιουργήματα με μολύβι του Άγ
  • γ. Γερακάρη, Απόστροφος, 1999.
  • Τα δημώδη των αρχαίων – Αττικά συμποτικά, εισαγωγές και σχόλια, Γαβριη
  • λίδης, 2001.
  • Καλλιμάχου: Τα επιγράμματα – Στους Τελχίνες, εισαγωγές και σχόλια, Γαβρ
  • ιηλίδης, 2001.
  • Χορικολυρικοί, εισαγωγές και σχόλια, Τόμος Α΄, Άγρα, 2003.
  • Μελικοί, εισαγωγές και σχόλια, Τόμος Β΄, Άγρα, 2004.
  • Ελεγειακοί, εισαγωγές και σχόλια, Τόμος Γ΄, Άγρα, 2007.
  • Ιαμβογράφοι, εισαγωγές και σχόλια, Τόμος Δ΄, Άγρα, 2007 (επανέκδοση 
  • εμπλουτισμένη).
  • Ελληνιστικός Μικρόκοσμος (απάνθισμα από την Παλατινή Ανθολογία), εισα
  • γωγές, Ηριδανός, 2008.
  • Ρουφίνου Ερωτικά Επιγράμματα, εισαγωγή και σχόλια, Ηριδανός, 2008.
  • Πλάτωνος: τα αποδιδόμενα Επιγράμματα, εισαγωγή και σχόλια, Ηριδανός,
  •  2009.

Γιάννης Δάλλας 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

1. Εισαγωγή, ο 2ος τόμος των Ποιημάτων

2. «Ως ευ παρέστητε...»

3. Εργογραφία Γιάννη Δάλλα

4. Κ. Π. Καβάφης – Ποιητής «ελληνικός» και οικουμενικός

5. «Από την εποχή του κατακλυσμού ο ποιητής ανήκει στ' αμφίβια»
(εκδήλωση, 4 Απριλίου 2014)

To Αφιέρωμα στον Γιάννη Δάλλα 
έγινε με την επιμέλεια 
των Εκδόσεων ΝΕΦΕΛΗ

 

Γιάννης Δάλλας

Το Αφιέρωμα έγινε με αφορμή την έκδοση του δεύτερου τόμου των

 Ποιημάτων του Γ. Δάλλα

Τα Ποιήματα (1988-2013), μετά από τα Ποιήματα (1948-1988) των εκδό

σεων Νεφέλη, είναι η συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών της τελευ

ταίας δημιουργικής εικοσιπενταετίας του γνωστού ποιητή, δοκιμιογρά

φου και μεταφραστή των αρχαίων λυρικών της πρώτης μεταπολεμι

κής γενιάς Γιάννη Δάλλα. Περιλαμβάνει τις συλλογές Αποθέτης (Συνέ

χεια, 1993), Στοιχεία ταυτότητας (Γαβριηλί
δης, 1999), Γεννήτριες (Τυπωθήτω, 2004), Περίακτος (Τυπωθήτω, 2011) 

και την ανέκδοτη Οριογραμμή. Ο τόμος κλείνει με τους Χρονοδείκτες

που αναφέρονται μεταποιητικά στα πιο νευραλγικά σημεία από τα βιώ

ματα και τα ρεύματα της εποχής.

 Ως δοκιμιογράφος, κριτικός και εκδότης εξέδωσε αρκετά δοκίμια και 

φιλολογικές μελέτες, μερικές και σε αυτοτελείς εκδόσεις, με ιδιαίτερη

 έμφαση τη σπουδή της ποίησης και της ποιητικής του Κάλβου, του 

Σολωμού και του Καβάφη, και από τον 20όν αιώνα, εκπροσώπων της

 γενιάς του ’10 (του Θεοτόκη, του Βάρναλη και του Σικελιανού), της γε

νιάς του ’20 (του Καρυωτάκη, του Φιλύρα και του Άγρα) και των μο

ντερνιστών της γενιάς του ’30 (του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου και

 των υπερρεαλιστών Εμπειρίκου και Εγγονόπουλου) και ιδιαίτερα της

 πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, με αυτοτελή και εδώ

 βιβλία, π.χ. για τον Σαχτούρη και τον Αναγνωστάκη. Και τέλος ως με

ταφραστής των λυρικών έργων των αρχαϊκών χρόνων (Τα Δημώδη

 και τα Αττικά συμποτικά, οι Ελεγειακοί, οι Ιαμβογράφοι, οι Μελικοί και

 οι Χορικολυρικοί) και ακόμη των επιγραμμάτων της αλεξανδρινής ε

ποχής (του Καλλίμαχου, του Ρουφίνου, του Πλάτωνος). Οι τελευταίες 

σχετικές εκδόσεις του είναι Ο ελληνιστικός μικρόκοσμος(Ηριδανός, 

2009), οι Συνεκδοχές (2010) και το Ψαλτήριον του Δαυίδ, μεταφρασθέν

 υπό Α. Κάλβου (Ίκαρος, 2011). 


ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ-ΝΑ ΒΓΩ ΑΠΟ ΜΕΝΑ


























ΓΙΑΝΝΗΣ

ΔΑ

ΛΛΑΣ-ΝΑ 

ΒΓΩ ΑΠΟ 

ΜΕΝΑ

Περίληψη

Μια εκ βαθέων εξομολόγηση που καθηλώνει.
Μια συναρπαστική αφήγηση.
Ένα μαγευτικό ταξίδι στον χρόνο.
Ο Γιάννης Δάλλας σε έναν διάλογο με τον Γιώργο Δουατζή, ανοίγει την 

ψυχή του και μιλάει σε σημερινούς και επερχόμενους.


Η έκδοση περιλαμβάνει επίμετρο του ποιητή Γ. Μπλάνα, στο οποίο κατα

γράφονται όλες οι όψεις της δημιουργικής δουλειάς του Γ. Δάλλα, πλήρη

 εργογραφια, κριτικογραφία, ανέκδοτες φωτογραφίες και χειρόγραφο του 

Γ. Δάλλα.

"Ό,τι με περιβάλλει -το βιώνω στο πετσί μου πια- δεν είναι ο χώρος, είν' ο

 χρόνος. Σαν ένα δάσος από γεγονότα που χτυπιέμαι να τα διαπεράσω και

 να βγω στα ξέφωτα της ιστορίας. Ο χρόνος ο ιστορικός κι ο πιο προσωπι

κός. Η μιά στιγμή δίπλα στην άλλη γύρω μου στενεύοντας σαν κρίκοι ενός

 κατάσαρκου κλοιού. Ο χρόνος, που έγινε η δορά μου και το δέρμα μου.
Η τελευταία δυσκολία μου, να σπάσω τα λουριά. Να βγω από μένα..."

Γιάννης Δάλλας

Πληροφορίες προϊόντος

  • Συγγραφέας Δουατζής, Γιώργος,Δάλλας, Γιάννης, 1924-
  • Eκδότης Καπον
  • ISBN 9789606878640
  • Κωδικός Ευριπίδη 010100047327
  • Έτος κυκλοφορίας 2013
  • Σελίδες 144
  • Διαστάσεις 23χ12
  • Βάρος 221 gr

Δουατζής, Γιώργος

Συγγραφέας

Ο Γιώργος Δουατζής γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 1948. 

 Πρώτη του εμφάνιση το 1971 στην Ποιητική Ανθολογία της Νέας Ελ

ληνικής Γενιάς των εκδόσεων "Άγκυρα". Δεύτερη εμφάνιση, η παράσταση

 χοροδράματος, βασισμένη στο ποίημά του "Αντικρουόμενα σύμβολα και 

πορεία στο φως" τον Μάιο 1973 σε μουσική Γ. Τσαγκάρη και χορογραφία 

Έλλης Παρασκευά. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ρωσικά, γαλ

λικά, γερμανικά, ισπανικά, τσεχικά. www.douatzis.gr


  https://www.oanagnostis.gr/gia-ton-gianni-dalla-eyripidis-garantoydis/

050Ο  
Ευριπίδης
 Γαραντούδης προσφωνεί τον Γιάννη Δάλλα και αποτιμά 
το σύνολο της προσφοράς του στα γράμματα 
στην τελετή απονομής του Μεγάλου Βραβείου του Αναγνώστη, 201 

Με αυτό τον τρόπο σε έναν από τους Χρονοδείκτες του, σύντομα κείμενα-

«απολογίες» στο ομώνυμο βιβλίο του το 2004, ο Γιάννης Δάλλας αποτιμά

 από την αναπόδραστη σκοπιά του επιζώντα μιας άλλης εποχής και με βαθιά

 πίκρα τη συγκομιδή του ποιητικού έργου του. Αλλά το ίδιο έργο, όχι μόνο το

 ποιητικό αλλά ευρύτερα το συγγραφικό, για όσους, παλαιότερους και νεότε

ρους, διασταυρωθήκαμε μαζί του ως αναγνώστες και, από ένα σημείο και πέ

ρα, ως συνοδοιπόροι και συνομιλητές προβάλλει δίχως αμφιβολία επιβλητι

κό στην ποσότητα και πολλαπλά γόνιμο στην ποιότητά του. Αν κάποιος χαρα

κτηρισμός μπορεί να συμπυκνώσει τις αλληλοτεμνόμενες μέσα στον χρόνο 

και σταθερά αλληλοϋποστηριζόμενες συγγραφικές όψεις του Γιάννη Δάλλα 

–ποιητής, πεζογράφος, φιλόλογος νεοελληνιστής, δοκιμιογράφος, μεταφρα

στής της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης–, αυτός ο χαρακτηρισμός νομί

ζω ότι είναι εκείνος που ο ίδιος χρησιμοποίησε ως τίτλο βιβλίου του: δόκι

μος σε συντεχνία. Δόκιμος με τη διττή σημασία του φτασμένου και συνάμα 

του διαρκώς μαθητευόμενου. Η εκλεκτή συντεχνία είναι εκείνη μιας αφοσιω

μένης λογιοσύνης που, στην περίπτωση του Δάλλα, συνδύασε τη στέρεα και

 βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής λογοτεχνίας και της ελ

ληνικής φιλολογίας με την κριτική οξύνοια και την ποιητικά ευαίσθητη ματιά

 στα κείμενα και στα πράγματα. Με καταλύτη της κριτικής οξύνοιας και της 

ποιητικής ευαισθησίας την ακλόνητη ιδεολογική πίστη στο όραμα της Αριστε

ράς.

Οι παραπάνω συντεταγμένες μπορούν να μας προσανατολίσουν στην τεράστι

α έκταση του συγγραφικού έργου του Δάλλα. Αν κανείς περιπλανηθεί σε αυ

τή την έκταση ακολουθώντας τους οδοδείκτες της πορείας του κριτικού και 

του φιλόλογου Δάλλα, θα συναντήσει τους σημαντικότερους δημιουργούς 

της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, ιδίως της ποίησης: πρωτίστως τον Σολω

μό, τον Κάλβο και τον Καβάφη, και δευτερευόντως τον Βάρναλη, τον Σικελια

νό, τον Καρυωτάκη, τον Άγρα, τον Φιλύρα, τον Πεντζίκη, τον Σεφέρη, τον Ε

λύτη, τον Ρίτσο, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Οικονόμου και, από 

τους ποιητές της βιολογικής και ποιητικής γενιάς του Δάλλα, της λεγόμενης

 πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ιδίως τον Αναγνωστάκη και τον Σαχτούρη. Αλ

λά οι 37 μονογραφίες, συλλογές μελετών και φιλολογικά επιμελημένες εκδό

σεις του τιμώμενου του «Αναγνώστη», στη διάρκεια εξήντα χρόνων ακαταπό

νητης εργασίας, από το 1954 μέχρι το 2014, λειτουργούν ως ένα ορυχείο

 πολύτιμων μεταλλευμάτων και για πολλά ακόμα λογοτεχνικά έργα και λογο

τεχνικά φαινόμενα. Και όλη αυτή η βαθιά αναζήτηση του Δάλλα στα λογοτε

χνικά μας κείμενα ανταμείβει τον εταστικό αναγνώστη της, επειδή η νηφά

λια έρευνα του κριτικού και φιλόλογου Δάλλα συνδυάζεται με την αισθητική

 κρίση, συχνά διαθλασμένη μέσα από τον φακό της ιδεολογίας. Αν ορισμένες

 από τις αισθητικές κρίσεις θα τις χαρακτήριζε κανείς μεροληπτικές ή και εμ

μονικές, όπως π.χ. τη σταθερά αρνητική αντίδραση του Δάλλα στον κατά την

 κρίση του γραφικό ελληνοκεντρισμό της ποιητικής γενιάς του 1930, αυτήν

 ακριβώς τη μεροληψία ή εμμονή μπορούμε να εκτιμήσουμε ως αρετή, στον

 βαθμό που ο Δάλλας αντιτάχθηκε στο κυρίαρχο κριτικό ρεύμα. Παράλληλα

 με τον μελετητή, ο συστηματικός μεταφραστής Δάλλας, ο ενδογλωσσικός με

ταφραστής των λυρικών έργων των αρχαϊκών χρόνων (των δημωδών και 

των αττικών συμποτικών, των ελεγειακών, των ιαμβογράφων, των μελικών

 και των χορικολυρικών) και ακόμη των επιγραμμάτων της αλεξανδρινής 

εποχής, επέτυχε τη συνοδοιπορία του αρχαιογνώστη φιλόλογου και του ποιη

τή, κατά βάθος τροχίζοντας, μέσα από τις μεταφράσεις, το γλωσσικό εργαλεί

ο της δικής του ποίησης.

Αν θεωρήσουμε κατά συνθήκη ως δημιουργικότερη έκφανση του συγγραφι

κού έργου του Δάλλα την ποίησή του –προσωπικά πιστεύω ότι οι διάφορες

 συγγραφικές πλευρές του είναι οργανικά δεμένες μεταξύ τους σε ένα πολύ

πτυχο έργο– έχει νόημα να παραχωρήσω τον λόγο στον ίδιο και συγκεκριμέ

να να αναγνώσω δύο από τους Χρονοδείκτες του, όπου αποτιμά από την από

σταση του συντελεσμένου χρόνου-έργου τον εαυτό του ως ποιητή, ανατρέ

χοντας στην αφετηρία και φτάνοντας μέχρι κοντά στο τέρμα:

Βλέπω τι βλέπει και τι νιώθει η νεανική μορφή που ο ίδιος κάποτε υπήρξα. 

Η ασυμβίβαστη μορφή που όλα τα χώνεψε και τα ’χε ξεπεράσει. Τα ’κανε 

σάρκα και οστά και τα ’ριξε στο χωνευτήρι και στον μέσα του μετασχηματι

στή. Τον παρακολουθώ στην φτωχική του κάμαρη που κλείστηκε μέρες πολ

λές, με διαλογισμούς μοναχικούς και με τις φαντασίες ατιθάσευτες και φευ

γαλέες, σαν άλογα ιπποδρομίου να χτυπιούνται οληνύχτα στο χαρτί.

Μοιάζοντας τώρα μ’ ένα κυπαρίσσι που θροεί στα όρια του προσωπικού του

 αγρού και ενός δημόσιου νεκροταφείου. Και πιο βαθιά σαν μία αντένα αθέα

τη που μεταφέρει τα μηνύματα των περιλειπομένων στην επόμενη εποχή κατ

α περνά απ’ την ιστορική ζωή στη γλώσσα και στην ποίηση[2].

Επάνω σε τέτοιες προσωπικές υποθήκες δρομολογήθηκε εξαρχής η ποίηση 

του Δάλλα, από την πρώτη του ποιητική συλλογή, δημοσιευμένη στη διάρκει

α του Εμφυλίου, και αναπτύσσεται μέχρι τις μέρες μας, την εποχή της κρίσης,

 ως λογοδοσία του ανθρώπου στην Ιστορία από τη σκοπιά μιας ιδεολογικά 

σθεναρής πίστης. Ο ποιητής που θεματοποιεί την Ιστορία και έτσι αναμετριέ

ται μαζί της γνωρίζει ότι κατά βάθος είναι αυτός που κατά πάσα πιθανότητα 

θα χάσει. Έχει όμως νόημα να επιμείνει και επιμένει να αναμετριέται. Επειδή, 

συντάσσοντας ως επί το πλείστον το ποιητικό χρονικό ματαιωμένων ελπίδων

 και διαψευσμένων προσδοκιών, συνάμα υπερασπίζεται και διατρανώνει το

 ηθικό κύρος της τέχνης του που αντιστέκεται στην καταδρομή της πραγματι

κότητας. Ως ένας ασυμβίβαστος που εξακολουθεί να μεταφέρει τα μηνύματά 

του στη δική μας, την επόμενη εποχή. Ή, με τα ποιητικά λόγια του Γιάννη 

Δάλλα

 

Είναι το χέρι κι η τρεμόεσσα καρδιά μου

            πιασμένα ακόμη μες στη σιδερή λαβίδα

            ενός τεκτονικού σεισμού διαρκείας


   (Όταν ξυπνώ φρενήρης της νυκτός και γράφω)[3

[1] Γιάννης Δάλλας, Χρονοδείκτες, Αθήνα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2004, σ. 33.


[2] Γιάννης Δάλλας, Χρονοδείκτεςό.π., σ. 94.

[3] Γιάννης Δάλλας, Γεννήτριες, Αθήνα, Τυπωθήτω – Λάλον ύδωρ 2004, σ. 

59.

Πέτρος Γκολίτσης, Όροι και όρια της ποιητικής

 του Γιάννη Δάλλα, εκδ. Ρώμη/Σειρά Θεύθ, 2015.

Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΜΙΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΔΑΛΛΑ

ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΦΤΑ ΠΛΗΓΕΣ (1950)
ΣΤΗΝ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΗ (2013)

«Το σύμπαν σπάζει μες στα δάχτυλά μου», «φως θέλω φως να καταργήσω τʼ άστρα», «κι απʼ τους αστερισμούς ποθώ τη Λύρα», «τη Λύρα τυραννώ στα δάχτυλά μου», μας λέει ο Γιάννης Δάλλας στα 25 του χρόνια, απηχώντας την φωνή του φουτουριστή Μαγιακόφσκι:

Στα παλιά μας παπούτσια κι αν δεν βρίσκονται
στους Όμηρους και τους Οβίδιους
άνθρωποι σαν κι εμάς
βλογιοκομμένοι απʼ την καπνιά,
εμείς
καθένας από μας
κρατάμε μέσα στη γροθιά μας
τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος

Και καταλήγει μισόν αιώνα μετά στο:

Με βρίσκει η νύχτα να βυθοσκοπώ το ποίημα ως τη ρίζα του
κι έτσι να βγαίνει τετραγωνισμένη η αλήθεια του

(«Διαβατήρια, 7»)

Και με αυτά, μεταξύ άλλων, υπόψιν μου αναλογίζομαι: πώς είναι δυνατή μια περίληψη, έστω και εποπτική των ποιητικών συλλογών 70 χρόνων; (πρωτοεμφανίζεται στην αθηναϊκή Νεανική Φωνή, τχ. 9-10, με το σονέτο «Καρυωτάκης» το 1944). Ένας νέος που στο πέρασμα του Χρόνου έγινε ο πολυμήχανος Ποιητής, ο χαλκέντερος με τη βροντερή φωνή που χαίρει του σεβασμού και της εκτίμησης γενεών και γενεών.

Δύσκολο λοιπόν να «αφηγηθώ» πώς ο ίδιος έβλεπε μπροστά από την πατρική εστία να περνούν τα Ελληνικά στρατεύματα προς το Αλβανικό μέτωπο, και μετά τη συνθηκολόγηση τα ηττημένα Ιταλικά στρατεύματα να κατεβαίνουν με την υποστήριξη των Γερμανών. Με το «μπουλντόγκ του Τιρόλου» όπως χαρακτήριζε το δεξί χέρι του ιταλού διοικητή της πατρίδας του, στην κατοχή να τον κυνηγά, για να μην μιλήσω και για την «στοιχειωμένη», τότε που σταμάτησε το ρολόγι το Δεκέμβρη του 1944. Όταν ακόμη του ορίζονταν ως τόπος εξορίας η Λήμνος. Και από εκεί ακολούθησαν τα γνωστά, η δικτατορία των συνταγματαρχών με την ποιητική του δήλωση: «καιρός να παραδώσω την κατάθεση μου» (Ανατομία, 1971), ποίημα που διαβάζαμε τον χειμώνα του 1995 μαθητές Γʼ λυκείου, στις καταλήψεις της Θεσσαλονίκης, με σπασμένα παράθυρα και χυμένα και διαλυμένα θρανία μαζί με αλκοόλ για να ζεσταθούμε, και έπειτα η μεταπολίτευση, η κατάρρευση των –ισμών και των αγορών. Κι αυτός εκεί «μάρτυρας ποιητής σε χρονικά αλώσεων», παρών με το «Απειρωτάν» του. Με μια ντουντούκα να το απαγγέλλω δημόσια σε ένα πεζόδρομο της Θεσσαλονίκης, μέσα στα «γεγονότα» του 2008-2012, στα πρόθυρα της κατάρρευσης, να λειτουργεί μοναδικά, ενισχυμένο από το «μέσο» της εκφώνησης:

Η Ενωμένη Ευρώπη φύλλα και φτερά
ο σώζων εαυτόν σωθήτω

Και τώρα ας κατέβουμε στο εργαστήριο μαζί του, εκεί που τροχίζει τα μέταλλα και μεταποιεί την ιστορία μέσω της μυθο-ποιητικής του σε ποίημα. Το σώμα του ποιήματος γίνεται σιγά-σιγά ένα με το πρόσωπό μας. Ο κόσμος αλλάζει ενώ όλα γέρνουν μεταπλασμένα σε τέχνη… Ψήγματα εδώ, μιαν ιδέα εκεί. Πρέπει κανείς να βουτηχτεί σε βάθος χρόνου… όπως οι Δήλιοι κολυμβητές, να τα ανασύρει.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗ ΜΥΘΟΠΟΙΗΤΙΚΗ
(ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ)

Ξεκινάω από την αρχή της ποιητικής εργογραφίας του. Με τις Εφτά Πληγές (1950) προσέρχεται στη νεότερη ποίηση, έχοντας ήδη διαμορφώσει τα ποιητικά του πατήματα, το προσωπικό του βάδισμα, τα άλματα και τις καταβυθίσεις του. Μας λέει:

από μιαν άβυσσο εγώ σʼ άλλη βαθύτερη
χύθηκαν πάλι τα σκυλιά ψηλά στην όψη του

Κʼ η σήψη τώρα κυβερνούσε το στερέωμα

(«Οι τρεις μάγοι, ΙΙΙ»)

Η ποιητική του φωνή, το θέμα που τον απασχολεί, ο διάλογος του με την πνευματική παράδοση του πολιτισμού αποκαλύπτονται ως στοιχεία που δένουν σε ένα καινούργιο μόρφωμα που ανανεώνει προμηνύοντας μια ισόβια ιδιόμορφη ποιητική.
«Σαν τα παράθυρα που τα χτυπώ κατάμουτρα στην αθανασία» (ο πρώτος στίχος της συλλογής, από το ποίημα «Σχεδίασμα ποιητικής»)

είναι τα λόγια μου έτσι ιδανικά στη λύπηκαι στη μόνωση τους
είναι τα λόγια μέσα μου σαν μια πομπή τυφλών ανθρακωρύχων

Η απουσία νοήματος δεν γίνεται πρόθεση, αλλά καλλιτεχνική γλώσσα που δεν παραιτείται από το νόημα, αλλά αντιστέκεται στην τυποποιημένη θα λέγαμε συνείδηση. Διαρρέουν κατόπι στη συλλογή και δένουν οι πολιτισμικές και όχι μόνο απηχήσεις. Παρόν επίσης ένα πέρασμα προς τον Έλιοτ (σε μια πρώτη δημοσίευση του ποιήματος «Τρεις μάγοι» παραπέμπει στο «Ταξίδι των μάγων» του Έλιοτ, αλλά και στο «Άγραφον» του Σικελιανού). Αντιληπτός μαζί με τη σικελιανική αφόρμηση κι ένας νιτσεϊσμός. Η συλλογή στηρίζεται στη φράση του Εμπεδοκλή: «φυγάς θεόθεν και αλήτης». «Φυγάς» με ποιήματα που αναφέρονται στην εξορία, στη φυγή και στη μετοικεσία. «Θεόθεν», με ποιήματα που μας απομακρύνουν από τη μεταφυσική θεολογία, διωγμένος ο ποιητής από τους θεούς (ενδεικτικά τα ποιήματα «Τρεις μάγοι» και «Εν τη Μονή Ρωγών»). Και «αλήτης» με τη σημασία της περιπλάνησης του ποιητή στο δράμα των καιρών και στο σύμπαν.

Ακολουθεί η Απόπειρα Μυθολογίας (1952). Ενδεικτικό σε αυτήν τη συλλογή το μότο του Ρεμπώ: «είμαι ένας μεταφυσικός υλιστής». Εδώ περνάμε «καθαρότερα» σε ένα κλίμα ελιοτικό, με την έννοια της μυθικής μεθόδου και της πανοραμικής θέας του κόσμου. Μια μοντερνιστική συλλογή, συμπληρωματικός αντίποδας της πρώτης. Λυρικός ο τόνος εκεί, εδώ ρητορικός. Το μαγιακοφσκικό στοιχείο δένεται με τη μυθική αίσθηση του Έλιοτ. Αναγνωρίσιμη και η αναφορά στη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα: στο ποίημα «Όραμα αιρετικού» π.χ. η εξέλιξη των ιδεών και των γεγονότων παρουσιάζεται σαν ένας:

κακοήθης όγκος πάντα να μετατοπίζεται
απʼ τηνΚαισαριανήστην Τεργέστη
στο Ράιχσταγκ στην Κορέα

Η συνείδηση του Δάλλα νοεί τα γεγονότα και τα σχολιάζει στο μεταίσθημά τους. Κι από εκεί, πρέπει να σημειωθεί, πως ενώ η συλλογή αυτή ως σύνολο εμφανίζεται λιγότερο χωνεμένη από τις δύο προηγούμενες, έχει ένα βάδισμα, μια υγρότητα, τοποθετώντας τον σε μια θέση ξεχωριστή στη γενιά του. Στην ποιητική του δεν συναντιούνται οι εξορίες του Τίτου Πατρίκιου ή και του Τάσου Λειβαδίτη, ούτε η χαμηλή φωνή, η συνδυασμένη με την οπτική της καθημερινότητας του Μανώλη Αναγνωστάκη, αλλά ένας τόνος υψωμένος πάνω από τα πράγματα, ένας τόνος μεταξύ Μαγιακόφσκι (πιο χαμηλός) και Σικελιανού (λιγότερο θεατρικός), σε συνάρτηση με την ελιοτική πανοραμική οπτική των ανθρωπίνων. Ένα «εγώ» που δεν δέχεται πως ανήκει στην, κατά τον Βύρωνα Λεοντάρη, «ποίηση της ήττας», αλλά σκάβει προς τα μέσα και εκτοξεύεται, εμφανίζοντας ή αφήνοντας πίσω του, την μεταποιητική σκηνή μιας ιεροτελεστίας. Κι έτσι από δαιμονόπληκτος ο ποιητής γίνεται πανοραμικός κι από «ιστορικός» μυθοποιητικός.

Η τρίτη συλλογή είναι τα Κυκλοδίωκτα (1956). Με την καλβική και τη δραματική έννοια η λέξη, σαν να μας περιφέρει η εποχή, να μας διώχνει κυκλικά από το κέντρο της, μα εμείς εκεί επίμονα περιφερόμαστε. Να σημειωθεί πως πρόκειται για συλλογή της στρατιωτικής του θητείας. Παρούσα εδώ και η μυθοποιητική ροπή προς τα μεγάλα ποιήματα. Όλη η αγωνία η σύγχρονη που υπερβαίνει την πολιτική δοκιμασία, αλλά ταυτόχρονα την εμπεριέχει. Μας εισάγει, ενδεικτικά, μέσω της αρχαίας τραγωδίας, στο θέμα της αδελφοκτονίας, στον σύγχρονο εμφύλιο (με το συνθετικό ποίημα «Οικογενειακός θυρεός»). Παρούσες επίσης και οι «φωνές» του Καβάφη και οι αρχαίοι επιτάφιοι λόγοι στο ποίημα «Επινίκια». Ο ποιητής καταθέτει την προσωπική του άποψη. Ο δικός του άγγελος (αγγελιοφόρος) ταπεινός όπως στον προφήτη Τωβία διερωτάται «νικητές τάχα οι νικημένοι;», μετά τη λήξη του εμφυλίου.
Μια πρώτη έως τώρα σύνοψη της ποιητικής του: το δεξιοτεχνικό του κατόρθωμα σε συνδυασμό με την μέθεξη του στα πράγματα μάς βοηθά να διεισδύσουμε όχι μόνο στο επίτευγμα του αισθητικού αποτελέσματος, αλλά και να διαπιστώσουμε τη συνεπέστατη ακολουθία και ταύτιση ανθρώπου και έργου. Το κατόρθωμά του στη μορφοποίησή του, υπογραμμίζει την σοβαρότητα της ύπαρξης κι όχι απλά την σοβαρότητα της καλλιέργειας, η οποία είναι εμφανέστατη πέρα από τον ποιητικό και στον δοκιμιακό του λόγο. Αισθητοποιώντας με την ποιητική του το υπόβαθρο του νοήματος και σε συνδυασμό με τη γόνιμη οδύνη του, συλλαμβάνει τελικά την καταστροφή που συντελέστηκε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα και μας περνά οριστικά στην τραγική γνώση. Εκεί δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Να προσεχθούν μετά τα fragmenta, και τα καλβίζοντα ποιήματα: «Συνείδηση» και «Ο ήλιος ηνίοχος», με τα οποία και κλείνει η συλλογή:


Η γη μαύρη αμνάδα
πιασμένη στα νύχια του
θα σκύψει στο χάος
βελάζοντας
μʼ άσπρα δόντια
(«Ο ήλιος ηνίοχος, ιδ΄»)

Ακολουθείται ομαλά η ποιητική του πορεία από τη συλλογή Πόρτες Εξόδου (1962) με τα τρία τους επίπεδα. Παρούσες στο πρώτο μέρος οι πολιτικές μνήμες με δραματικά στιγμιότυπα πυκνά και άμεσα στα ποιήματα «Η μαρτυρία», «Πώς δεν σκούριασες», «Αντίδικοι», «Ας γράφει ο συνάδελφος». Το πολιτικό παρών όχι με την κομματική έννοια, της στράτευσης, αλλά ως μετεωρισμός, που λειτουργεί ως αίρεση πολιτική και καταδίκη. Ακολουθούν στο δεύτερο μέρος τα ερωτικά («Τα Παρθένια»): «Ο ήλιος είχε τερματίσει τελευταίος […]». Η συλλογή καταλήγει με τον «Εξόριστο του λογικού». Η ποιητική ροπή εδώ έντονα παρούσα, με τον ποιητή να βγαίνει από το πολιτικό και από το ερωτικό, σε μια κορύφωση, με την βαθύτερή του τρέλα «να σχίζει τα δίχτυα του μυαλού» σαν μια αράχνη και να μας αποχαιρετά:

Πύργος της Πίζας ίσως πιο κυρτός όχι άνθρωπος
έτσι ήρθα. Στάθηκα στο φως ένας καρπός που λύνεται

Ώρα να φύγω σʼ άλλη συνοικία. Εκεί θʼ αφήσω
τα έργα της γης αυτά τα σκόρπια μου λαγωνικά
τη ζωή μου ένα παράθυρο που κλείνει προς τα μέσα

Εγώ ο μοναχικός σε σας την κοινοκτημοσύνη μου
εγώ ο τρελός κτλ. κτλ. στους λογικούς […]
»

(«Ο αποχαιρετισμός»)

Μια τρέλα που έρχεται στην περίπτωση του προσωποποιημένη, όχι στην νεοκλασική της εικονοποιία, αλλά μπολιασμένη από τις Ερινύες του Καβάφη σε συνδυασμό με την αράχνη και τον ακίνητο ήλιο, αλλά και την διχόνοια του Κάλβου. Να σημειωθεί και το ποίημα «Δαυίδ ο συνάδελφος», που αναφέρεται αλληγορικά στον ίδιο τον ποιητή. Το ποίημα αρχίζει:

Στην πληχτική επαρχία τί γύρευες Δαυίδ;

Γύρισες επιτέλους από τόσα μέτωπα

Και τελειώνει:

Δαυίδ τη σάλπιγγα κρατώ και προπορεύομαι
εβαρβαρώθη η Ρωμανία – τι περιμένομε!

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

Περνάμε στην κατεξοχήν πολιτική δοκιμασία, στην πολιτική του ποίηση. Η δεύτερη περίοδος που ξεκινά με την Ανατομία (1971), μέσα στη χούντα, και συνεχίζεται με Το Τίμημα (1981), συλλογή στην οποία εντάσσονται και οι «Ισολογισμοί», τα πιο προσωπικά του ποιήματα, και ολοκληρώνεται με τον Ζωντανό Χρόνο (1985).
Στην Ανατομία διεκτραγωδείται υποδόρια και η δοκιμασία της δικτατορίας:

Κι ακούστηκε ο θόρυβος συρτός κι υπόκωφος να δυναμώνει και να τρίζει ο τάπητας των λεωφόρων κάτω απʼ τις ερπύστριες. Σαν κροταλίες κυλιόμενοι απʼ τα βόρεια προάστια προς το Σύνταγμα. Κι όλη η ζωή μου σʼ ανακύκληση –με τις παλιές επισταθμίες πίσω σε κατάρρευση. Οι σπείρες τους σαν βρόχοι γύρω απʼ τη μορφή του σιαμαίου μου αδερφού, σαν συρματόπλεγμα του προγραμμένου μου εαυτού και σαν προσγείωση ανώμαλη του απελεύθερου που υπήρξα και του τεχνουργού που θέλησα να γίνω.

Στο 26ο ποίημα της συλλογής εξιστορείται και η αντίδραση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς με ρητές αναφορές σε πρόσωπα και κείμενα: «Επειδή είμαι ο Γιάννης ο τυφλός οιωνοσκόπος και μου δείχνει ένα παιδί πως στρίβει το κλειδί» (σε αντίθεση με τον γέρο τυφλό Τειρεσία που έχει το κλειδί στην Έρημη χώρα του Έλιοτ). «Βγαίνει ο Μιχάλης που τζακίστη πρώτος νεύοντας αντισταθείτε με φτερά αλμπατρός». Πρόκειται για τον Μιχάλη Κατσαρό (του Κατά Σαδδουκαίων). Μετά «Η Ελένη η Νίκη πόσες νίκες σαν αυγά αντιλόπης κι αποκάτω ο Μαξ ονείρων φαροφύλακας», η Ελένη Βακαλό και ο Τάκης Σινόπουλος (της συλλογής Η γνωριμία με τον Μαξ). «Επειδή ʽσαι εσύ ο Μανόλης σʼ εποχή λιμού κι έμεινε ο Μίλτος ματωμένος και κυνηγός», ο Μανώλης Αναγνωστάκης (της Συνέχειας 3) και ο Μίλτος Σαχτούρης (της συλλογής Παραλογαίς) αντίστοιχα, και τέλος: «Επειδή ʽναι ο Άρης σε διπλά πριονιστήρια επειδή το δάσος δεν απανθρακώθηκε επειδή…», ο Άρης Αλεξάνδρου (της συλλογής Ευθύτης οδών). Περνάνε λοιπόν όλοι οι εκλεκτοί, κι ο Κακναβάτος κι ο Παπαδίτσας, σαν σε ένα προσκλητήριο, από μπροστά μας ένας-ένας. Και στο τέλος, ο ποιητής απευθύνεται στο παιδί του, από την επόμενη γενιά, κληροδοτώντας του την εντολή, με τη φράση:

Φυλάξου Κωνσταντίνε μου Εσύ ʽσαι κληρονόμος των κλουβιών μη μας κοιτάς με φρίκη τώρα που ένας ένας ημερέψαμε Να πάρε το ραβδί και φύτεψέ το μες στην άνυδρη αγορά μπορεί και να πετάξει ένα κλαδί Μπορεί πριν να σφυρίξει η σφαίρα νʼ ακουστεί μια τελευταία φωνή που δεν εξαγοράζεται.

Συγκρατούμε επίσης το 15ο ποίημα, όπου διαβάζουμε:

− Ρυθμός ποιος ρυθμός;
Ρυθμός της τζαζ
και ρυθμός του αγέρα
μες στις κουρτίνες
ο «ρυθμός» εκκινήσατε
σαν σφυρίξει το κέρδος […]

καθώς και το 16ο, που μεταγράφει ποιητικά μια εποχή:

Κι απάνω στα υπερώα οι χρυσοποίκιλτοι
καθένας με μια κούκλα νεωτερισμού στην αγκαλιά του

αλλά και το 14ο, όπου το καφκικό στοιχείο είναι παρόν και δένει με τη «ζωοποίηση», θα λέγαμε, των χρόνων της χούντας:

Ζω σε μια αλλοιωμένη γη

Κάθε πρωί ένας μαδημένος σκύλος στρίβει το κλειδί ανοίγει την πόρτα μου και παίρνει τους δρόμους Καλημερίζει τους άλλους σκύλους χωρίς να ρωτά αν είναι της ράτσας του Είναι όλοι τους κουρεμένοι κι αυτός βιάζεται να φτάσει στο μαγαζί του όπως παλιότερα στους σκουπιδότοπους

Τέλος, στις «Σκαιές πύλες», ποίημα όπου το ομηρικό στοιχείο δουλεύεται διαφορετικά, βλέπουμε τα εξής χαρακτηριστικά:

Από ολομέλεια σʼ ολομέλεια
η ζωή σκοτεινιάζει
Κι ο ποιητής
πώς να ηλεκτρίσει τα πλήθη;
[…]
Ο ποιητής άναυδος στην εξέδρα
μισός χλιμίντρισμα
μισός ιαχή
π ο ύ είναι η αναμενόμενη αυγή;
[…]
ποια ανύπαρκτη γη της επαγγελίας;

Και μένει η πλατεία έρημη
μανιτάρι των παρελάσεων
καθώς μαδήθηκε η ιαχή
χωρίς αντήχηση

Ο ποιητής βιάζεται να κρυφτεί

(− Για πού το ʽσκασε αυτός ο σκίουρος;)

Πίσω απʼ το δάσος των προτομών

Στη συλλογή Το Τίμημα κυριαρχεί ο χώρος, σε αντίθεση με το Ζωντανό χρόνο, όπου ο χρόνος είναι αυτός που καθίσταται −στην επόμενη αυτή συλλογή− πρωταγωνιστής. «Ο χρόνος ύφαλος και ο χρόνος φάρος» γράφει ο ποιητής. Είναι ο χώρος λοιπόν στο Τίμημα ολόγυρα μας όπου έζησε και έδρασε ο ποιητής, χώροςιστορικός-γεωγραφικός-πολιτικός που γενικεύεται όπως στο ποίημα «Σημεία και τέρατα»:

Ανάμεσα σε αυτή την Παμβώτιδα
και τη λίμνη τουΜαραθώνα
χρυσοφόροι Μήδοι παντού

αλλά και στο πεζόμορφο ποίημα «μια ιστορία με το χιόνι», όπου βλέπουμε δύο θεσμικά κτίρια, το διοικητήριο και το δικαστικό μέγαρο, αλλά και ένα καλλιτεχνικό κέντρο, την «Όαση», έργο του Άρη Κωνσταντινίδη, που συγκρατεί τις συζητήσεις και την ένταση μιας εποχής. Η λειτουργία του χώρου και των ποιημάτων είναι συμβολική, και βεβαιώνεται πως, με μια κίνηση από κάτω προς τα πάνω, ο ποιητής είναι και αποκαλύπτεται ως οραματιστής. Ο εδώ χώρος, αυτός που ζούμε, ο κοινός που συναντιόμαστε, εμφανίζεται ως μια συνέχεια, ως το μέρος ενός όλου. Μετά από μια θεομηνία κι ένα κατέβασμα αυτό που ακολουθεί είναι η άνοδος:

[…] Και το χιόνι νʼ ανεβαίνει νʼ ανεβαίνομε κʼ εμείς ψηλότερα κʼ εκεί να χτίζομε καινούργιες δυνατότητες Στην κλίμακα του Ιακώβ που τώρα λύγιζε σαν Γαλαξίας και σαν έλασμα Ώσπου η ζωή κι απάνω εκεί δεν άντεξε και κομματιάστηκε Ένα κομμάτι έβγαλε φτερά και πέταξε με τους πυραύλους και τους αστροναύτες Ακόμα ένα κομμάτι κύλησε απʼ την κλίμακα και κατοικεί με τους υπόγειους ποταμούς και με τα ηφαίστεια Και τέλος το κομμάτι που όλοι βλέπομε και κουβαλούμε απάνω μας πήδηξε έξω κι από τότε ζει εδώ τη δεύτερη ζωή του

Αξίζει να αναφερθούμε και στα ποιήματα «Θεατής ιπποδρομίου», «Θηριομάχοι», «Χαρτιά και σάρκες» και στο «Άλτες επί κοντώ», το οποίο και παραθέτουμε:

Πρώτη φορά ονειρεύτηκε όνειρα να γίνονται ήχοι

Ξύπνησε κι άκουσε την πόρτα του νʼ ανοίγει αθόρυβα
οι τοίχοι του μια διαφάνεια κι αναγνώρισε τα πρόσωπα
γνώριμοι γείτονες με τους παλιούς τους ρόλους σε προπόνηση
ο σφάχτης ο εκκαθαριστής ο τραυματιοφορέας κι άλλοι
άλτες επί κοντώ και κάποιος έδινε το πρόσταγμα
μετακινούσε το σηματοδότη πέρα από τα σύννεφα
σαν να κυμάτιζε ως την οροφή δάσος ραβδούχων
κι ο μακελλάρης των μετόπισθεν τους μοίραζε παράσημα
τώρα η στρατόσφαιρα είναι μέσα μου είπε κʼ ένιωσε
και τη δική του σιλουέτα σʼ ένα πήδημα θανάτου

Άλτες – και να ξανάρχονται ήχοι από ψηλότερα

Στον Ζωντανό χρόνο, ανάμεσα σε ανασκαφές: «κομμάτια αγάλματα συντρίμμια από θριάμβους» («Αρχαιολογικός χρόνος») ο αρχαιολογικός χρόνος αναδεικνύεται κι αυτός ως πολιτικός χρόνος:

Και ξαφνικά μια σκέψη με κεραυνοβόλησε
έτσι θα γίνει και με μένα σκέφτηκα
θαʼ ρθει καιρός που κάποιος θα μας σκάψει
να βγάζει εδώ ιδέες κʼ εκεί συνθήματα
όλα τα λάθη και τʼ αλάθητα που λάτρεψα
κομμάτια τα είδωλα συντρίμμια οι θρίαμβοι μας

Η αναφορά εξάλλου:

[…] από την κόψη των ματιών σε γνώρισα
κι από το αίμα των τετιμημένων
πατρίδα αγέρωχη μες σε γκρεμούς
και σε συναλλαγές σακατεμένη

Με τʼ αρχαγγελικά φτερά πεσμένα

(«H σκηνή και τα πρόσωπα»)

μας αποσαφηνίζει πως ενώ στη Σολωμική υπόσχεση ή την ευχή της «Ελευθερίας» η εικονοποιία είναι νεοκλασική, στον Δάλλα οι πινελιές φαντάζουν μπουζιάνιες (κατά την ζωγραφική του Γ. Μπουζιάνη) και φέρουν συχνά στοιχεία και από τα μεταφυσικά τοπία τύπου Μαξ Έρνστ. Και έτσι παρόλο που κυριαρχεί η εικόνα της σακατεμένης πατρίδας διαγράφεται μια γέφυρα προς μια άλλου τύπου δυνατότητα. Μια γέφυρα που από το πρώτο ποίημα μάς περνά και στο «συμπέρασμα» της συλλογής, στο μήνυμα δηλαδή της δράσης, στην υιοθέτηση ενός ρόλου ενεργητικού, σε μια στάση συν-διαμόρφωσης αντί της παραίτησης και της αισθητικής αυταρέσκειας:

Εγώ κατηφορίζω μʼ όλα τα ψηλώματα
με λόγια αγριοκάτσικα – κʼ η μέρα μου
δεν είναι το κοτσάνι του ηλιοτρόπιου
η μέρα μου χαράζει κατακόκκινη
και με υψωμένη τη γροθιά της

Θέτοντας το ζήτημα της σημασίας της ποίησης στην κοινωνική και την ιστορική της λειτουργία.
Συνοψίζοντας την δεύτερη ποιητική περίοδο του Δάλλα το ποίημα ως ταύτιση μορφής-περιεχομένου γίνεται και μια εκδοχή-προεξοχή του υπαρκτού, εκτέλεση μιας ενιαίας και μεστής ποιητικής βάσης, εκφράζοντας οργανικά και την «εσωτερική» ανάγκη του ανθρώπου-καλλιτέχνη. Ο ποιητής, που εφάπτεται με το ρηγματώδες του πραγματικού, σε λίγα και δύσκολα σημεία εκ των πραγμάτων είναι η αλήθεια (η αποκόλληση δεν πρέπει να είναι τόσο δύσκολη σε αντίθεση με ό,τι νομίζω λανθασμένα υποθέτουμε) κατορθώνει να διατηρήσει τα ανθρώπινα του χαρακτηριστικά εν μέσω και στο σύνολο της καλλιτεχνικής ισόβιας «περιπέτειας» του, απαιτώντας και «επιτυγχάνοντας» όχι μόνο την αυστηρότητα σε ζητήματα ύφους, αλλά και διατηρώντας την δυνατότητα −από ένα μεγάλο από ό,τι φαίνεται απόθεμα− μιας διαρκούς μεταβολής και μετατόπισης που εξασφαλίζει και συγκρατεί την διακριτή προσωπική του σφραγίδα.


ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΠΟΥ ΩΡΙΜΑΣΕ

Τέλος, ακολουθεί η νέα περίοδος, ένα άλλου τύπου άνοιγμα, δηλαδή τα πλέον ώριμα ποιήματα: «το αίτημα, του ποιητή, που ωρίμασε». Οι συλλογές που ξεχωρίζουν και στο σύνολο της ποιητικής του: ο Αποθέτης (1993) ιδίως και τα Στοιχεία Ταυτότητας (1999).
Στον Αποθέτη μετέχουμε σε μια ποιητική μεταμόρφωση. Στην πρώτη ενότητα «Η συνοικία με τις δορές» η δορά αντιστρατεύεται τη μάσκα, φέρεται πιο σαρκικά δεμένη μαζί μας, πιο «υπαρξιακή», πάλλεται ισόβια, ενώ η μάσκα σε ένα στατικό σκηνικό αφαιρείται-προστίθεται για μια-δυο ώρες από τον «σιδηρούν σκηνοθέτη». Οι δορές παίρνουν όλες τις μορφές −του τομαριού, του δέρματος, της επιδερμίδας− και λειτουργούν ως ολόσωμες εσωτερικές μάσκες. Αυτή η ιδέα εφαρμόζεται σε όλα τα επίπεδα: το προσωπικό (στο ποίημα «Τʼ αστέρια» ή «Λουκάς»), το δραματικό, αλλά συγχρόνως και στο πολιτικό ευρύτερα επίπεδο (ενδεικτικά στα ποιήματα «Σαν τον Ακταίωνα», «Ο ρόγχος του αγάλματος»). Ο «Μαρσύας» να τονισθεί δεν χάνει την επαφή του με την ίδια την ποίηση, παλεύει μάλιστα για αυτήν με τον Απόλλωνα. Εξ ου και οι λέξεις στο ποίημα σαν ριπές, σε επανάληψη: «τον χτύπησαν τον τσάκισαν τον έλιωσαν», αλλά και τα «τάμ-τάμ» που μας πηγαίνουν στην ανθρωπολογική παράδοση, στον ανθρωπολόγο της ζούγκλας, «και τα σαξόφωνα» με τις ευνόητες προεκτάσεις και αντιθέσεις τους. Ακολουθούν τα «Διαβατήρια ή πορθμεία» η δεύτερη ενότητα της συλλογής που μας περνά στη τρίτη την «Ανοιχτή γραμμή», όπου δεσπόζει το συνθετικό ποίημα «Καισαριανή-επί τύμβω». Τα διαβατήρια είναι περάσματα από στάση σε στάση ζωής, πορθμεία μεταξύ ζωής και θανάτου. Μπαίνουν μέσα στα ποιήματα, περνούν κι οι αγαπημένοι του, παρούσα και η έσχατη εξαργύρωση του κόσμου. Ο κόσμος κυριολεκτικά εξαργυρώνεται. Μια ποίηση που παίζει με τους ήχους, με τα χρώματα, αλλά και την αφή (παρόν το φαινόμενο της «συναισθησίας»), με μια αμεσότητα παλλόμενη, καινούργια. Οι υπάρξεις σχισμένες σαν τα κράτη (με κόκκινα τύπου Φράνσις Μπέικον, του σφαγμένου θα λέγαμε όντος), κατάσαρκες περιγραφές, με τον ποιητή να παραμένει αδιάκοπα κοντά, αλλά και να διατηρεί ταυτόχρονα μιαν απόσταση.

Συγκεντρωτικά, πρόκειται για μια οπτική ανθρωπολογική και όχι ανθρωπιστική, μια αίσθηση όχι απλώς βιωματική αλλά και βιολογικο-χημική, και μια αντίληψη και συγκίνηση σίγουρα όχι αισθηματική, αλλά νοητική. Έτσι, η μουσική που συνοδεύει τα «Διαβατήρια» δεν μπορεί να είναι άλλη παρά οι ήχοι του όψιμου κυρίως Beethoven, αλλά και η «Τρίτη» του Μάλερ. Μια ποίηση που μας φέρνει τελικά αντιμέτωπους και μας συναρμόζει σε μια «παράδοση», που στην ελληνική γλώσσα και εκφραστική, πηγάζει από τον Κάλβο, περνά στον Καρυωτάκη και τον Σαχτούρη μερικώς, αλλά και στον Σεφέρη, για να καταλήξει στην εποχή μας. Υψιπετείς, κυρίως ο Κάλβος κι ο Δάλλας, γειωμένοι και απογειωμένοι (γειωμένοι που τείνουν σε μια ιδιόμορφη απογείωση ο Καρυωτάκης και ο Σαχτούρης), όψεις και κατόψεις του πραγματικού, διατηρούν οι ποιητές μας τα πρόσωπα τους και την αυτοτέλεια τους, αλλά εντάσσονται και στο ρεύμα δομώντας σύνολα, λογοτεχνικά, που ελευθερώνουν και μια συλλογική εκφραστική. Έτσι, τα αισθητικά τους πρότυπα καταλήγουν να αποτελούν και να μεταφράζονται και με κοινωνικούς, αλλά και πολιτικούς όρους.

Αν στην κινηματογραφική ποιητική τέχνη του Ταρκόφσκι είμαστε πιο κοντά στην οπτική ενός Σέλλινγκ, καθώς όπως αυτός, τείνει να συλλαμβάνει τον κόσμο ώς τη συνεχή δημιουργική δραστηριότητα ενός Απόλυτου Πνεύματος, κι η ένταση της αποκάλυψης και σύλληψης εξαρτάται, διαβαθμίζεται και ποικίλει ανάλογα με τη δημιουργική δυναμική και προδιάθεση του εκάστοτε υποκειμένου, στη «Συνοικία με τις Δορές» του Δάλλα προεξοφλείται το «μη νόημα», η υποτιθέμενη χαμένη πίστη, καθώς όπως μας λέει και ο ίδιος είναι ένας «δορυφόρος που ξέφυγε αναίτια από την τροχιά του». Εμφανίζεται έτσι ο καλλιτέχνης-δημιουργός ως κάποιος που βλέπει πολύ πιο βαθιά και βιώνει αλλιώς τη ροή της ιστορίας του ανθρώπου, τη φυσική και βιολογική εξέλιξη, τους ψυχολογικούς μηχανισμούς, σε αντίθεση ή καλύτερα πέρα από τη προσέγγιση των «αποστειρωμένων» επιστημών (μαθηματικά, χημεία), που πλησιάζουν τον κόσμο ως «deadmatter» (νεκρή ύλη) μες στην αντι-ποιητικότητα τους. Εδώ εντάσσονται και οι ροές του υδάτινου στοιχείου στον Ταρκόφσκι (ως παραλληλία στο «livingflow of life»- δηλ. στη ζωντανή ροή της ζωής) και η σημασία της γεωλογίας στον Δάλλα. Ωστόσο, ενώ ο Ταρκόφσκι «αποδέχεται» τη φθορά και το εφήμερο, ή συμπλέει τουλάχιστον μαζί του προσπαθώντας να το αποδεχτεί, αποβλέποντας ίσως στην ιδεατή συνάντηση της δημιουργικής προβολής του με τη ρέουσα θεϊκή φύση του κόσμου, ο Δάλλας συγκρούεται με τη φύση της φθοράς, αντιδρά, και καθώς δεν μπορεί να μαστιγώσει το υπερ-κόσμιο, το μεταφυσικό απροσέγγιστο, κατά μιαν έννοια, ενδεχομένως να στρέφει την «οργή» του, σε μια διαλεκτική μετα-στροφή, προς το οικονομικοκοινωνικό, γεωπολιτικό και διεθνές περιβάλλον.

Στα Στοιχεία Ταυτότητας (1999) ζει διαφορετικά μέσα στην τεχνοκρατική του εποχή. Εφτά τα μέρη της ποιητικής αυτής συνθέσεως με μότο για το σύνολο: «Η ένυλη στιγμή… Η πιο ρευστή συμπύκνωση του χρόνου». «Τα Ακραία» το πρώτο ποίημα αρχικά αντί εισαγωγής, με ρίζα οντολογική και κοσμολογική οπτική, θεοδικία φυσικά−γιατί όχι;− και κοσμοδικία, ποίημα που παίρνει «θέση», ούτε υπέρ ούτε εναντίον της ζωής (με το ενδεικτικό μότο: «Δεν είμαι απεργοσπάστης της ζωής μα μήτε μισθοφόρος της») και με την τέχνη επίσης παρούσα. Με τα χειρόγραφά του πλέει στα σκοτεινά ποτάμια του θανάτου και του κόσμου, «χαρτιά και σάρκες», καθώς μας λέει ενδεικτικά. Έπεται «Η μηχανή», με «θέμα» μια γυναίκα-μηχανή που ανεβάζει τον ποιητή πάνω-ψηλά σε μια ένωση υπερβατική-ερωτική μαζί της. Το μότο ανάλογο: «Ελευθερώθηκε από τις σάρκες κι έμεινε μετέωρη με τη σπονδυλική της στήλη για απογείωση». Κι ακολουθεί το ποίημα «Εκποίηση», με τη διττή της λέξεως σημασία, ως ποίηση δηλαδή και ως ξεπούλημα με μότο που προλογίζει αυτή τη φορά το ποίημα εσωτερικότερα: «Ο μαύρος αλέκτωρ και το λειρί του να τρέμει ο πρώτος σπασμός της ερχόμενης μέρας». Ποίημα που συναντάμε και τους Άνταμ Σμιθ και Καρλ Μαρξ. Ο ποιητής κατεβασμένος σε μια πολύβοη αγορά του κόσμου. Αξίζει να σημειώσουμε σύντομα εδώ πως δεν διστάζει στα μεγάλα ποιήματα αυτού του έργου να κάνει χρήση και της επιστημονικής ορολογίας, απεναντίας μάλιστα φαίνεται να την επιδιώκει. Μέρος τέταρτο «Οι ιδεοπράκτες», λέξη κοπής δικής του, μια κατολίσθηση καθώς μαθαίνουμε αμέσως: «Σιωπηρή κατολίσθηση λαών και δογμάτων», ποίημα που συνταιριάζει τρία βασικά επίπεδα, τρεις ολισθήσεις-διολισθήσεις: την πτώση του ανθρώπου στην Κόλαση του Δάντη, την κατάβαση στον Αχέροντα, που τον δένει ο ποιητής με το ελληνιστικό νεκυομαντείο, μια βέβαιη κατολίσθηση, και τέλος η οριστική κατάρρευση, η πολιτική του ανατολικού μπλοκ, το τέλος μιας ενώσεως, στην οικονομικοκοινωνική και την ιδεολογική της σημασία. Μετά περνάμε στο «Μάθημα ανατομίας», διόλου τυχαία φυσικά η θέση του ποιήματος, μακριά ή καλύτερα χτυπώντας την έννοια της προόδου, με μότο «επιστημονικό» του βιολόγου Μακ Λιν: «Το άτομο που επισκέπτεται έναν ψυχίατρο είναι συγχρόνως ένας κροκόδειλος ένα άλογο και ένας άνθρωπος» (δηλαδή ένα ερπετό, ένα θηλαστικό και ένα λογικό ον) καθώς μας συμβαίνουν και συνυπάρχουν αυτά τα τρία στάδια ταυτόχρονα. Από εκεί καταλήγουμε στο «Φάντασμα του κόσμου» με τον υπότιτλο: «όπου ο Αρίων της ποίησης συναντά την Σωκρατική Διοτίμα» και μότο: «Πλανήτες και πλάνητες με φθαρμένα πηδάλια με αρνητικά D.N.A.». Το θέμα εδώ η διαστημική περιπλάνηση του ποιητή ως Αρίωνα και μια λύση: «Να εξατμιστούμε εμείς …Να σχηματισθεί άλλη ύλη». Το έργο κλείνει με το «Υ.Γ.», με μότο το «μέγα μεγαλωστί» όπου δένει εν τέλει η φαντασία με την πραγματικότητα: ο ποιητής παρευρίσκεται σε μια ερωτική φαντασίωση που συμβαίνει ταυτόχρονα με την αποκομιδή των οστών του. Έτσι οι συλλογές Αποθέτης και Στοιχεία Ταυτότητας αναδεικνύονται ως τα magnumopera του.

Ακολουθούν οι Γεννήτριες (2004). Ακούγονται «τα ατσάλινα βιολιά του πεπρωμένου» που λειτουργούν όχι απλά ως μότο, αλλά ως ένας χαρακτηρισμός. «Στο Ασκληπιείο του χρόνου» βλέπουμε την έννοια του φαρμακού, του εξιλαστήριου δηλαδή θύματος, που το διώχνουν από την πόλη, όπως τον ποιητή:

Τυλίχτηκα σαν φίδι στο ραβδί της μέρας

Το σώμα μου είνʼ εκεί στο Ασκληπιείο του χρόνου
(Στη δρακοντότρυπα η ουρά μου
οι φαρμακείες μου προς τʼ άστρα)

Στην ενότητα «Τα σκηνικά της νύχτας» βλέπουμε στις «Γήινες νύχτες» τον πυρήνα της καρδιάς μας κόκκινο και στο «Εκμαγείο της νύχτας» σε μια περιγραφή ωμότητας, το Φεγγάρι μαβί και τη Σελήνη ωχρή, ως δύο «σύμβολα» κυριολεκτικά διακριτά:

Το φεγγάρι μαστάρι
που βάφηκε στο αίμα
κι η σελήνη μια σπλήνα
που ένας σκύλος κυνηγημένος
την έσυρε σʼ ένα φαράγγι
τʼ ουρανού

Ας σταθούμε όμως και στο μότο του «Δεύτερο νόστου»:

Η πονεμένη μάνα
έσβηνε στʼ αμόνι της
κι εγώ μες στη φωτιά
μισοπλασμένος

Μια άλλη επίσης νότα στον υπότιτλο της επόμενης ενότητας: «Οι πόθοι μας σε καθημερινή ανάληψη»«Το μυρμηγκάκι που έχει φορτωθεί ένα νταμάρι/και τʼ ανεβάζει διαβίου στη φωλιά του/δεν είναι Σίσυφος». Αξίζουν προσοχής επίσης τα ποιήματα «Τα δύο περιστατικά» και «Η μαγική μονάδα» ως μια αντίστιξη:

Πυρετική οιστρήλατη τρελή
η σαρκοβόρα βούληση για αθανασία […]

Αλλά και το ποίημα «Εικόνα δίπτυχη».Από τη μια ο έρωτας και από την άλλη ο θάνατος, μας περνούν μέσω της διαλεκτικής τους στο «σχήμα της απουσίας». Η επόμενη ενότητα «Οι τύποι των Ήλων» είναι μια ένδειξη πολιτική που κλείνει με την αριστουργηματική «Κατάβαση». Ακολουθούν οι «Γεννήτριες» με τις ηλιοβασίες τους, τα τηλεσκόπια και τις «πλανητικές σκιές σαν ήχους». Η συλλογή κλείνει με το «Υ.Γ.» και το ποίημα «Να ξαναπάρει φώς», όπου και διαβάζουμε:

Κι ο ποιητής να πλησιάζει διαρκώς κυρτώνοντας και φτάνοντας στην εμπατή να γονατίζει βλέποντας στο βάθος να τελούνται και χωρίς εκείνον τα μυστήρια. […] Έτοιμος πάλι να στραφεί, να πάρει και να ξαναπάρει φως και μουσική από την κβαντομηχανή του σύμπαντος

Τελευταία δημοσιευμένη συλλογή η Περίακτος (2011). Τεχνουργημένη με υλικό ζεστό, ανθρώπινο, αλλά και με ύφος όπου χρειάζεται υψιπετές. Κρατά την ετυμολογική της σημασία, τη μηχανή δηλαδή του αρχαίου δράματος που αλλάζει τα θεατρικά σκηνικά, αλλά δηλώνει σαφώς πως ανάλογη είναι κι η «φύση» του κόσμου που μας συμβαίνει. Η συλλογή κινείται γύρω από ακτές: τον Αμβρακικό, τον Αχέροντα, την Παμβώτιδα και το Ιόνιο. Τα σκηνικά είναι και σκηνικά της ζωής του ποιητή: πρώτα τα «Νερά του Νότου», υπονοώντας τα πρωταρχικά στοιχεία, γη και νερό που γεννούν τη ζωή, συνδέοντας τα με ιστορικές αναφορές του Δεσποτάτου και της ναυμαχίας του Άκτιου. Στη 2η ενότητα, «Από κρημνά σʼ άλλα κρημνά», ακολουθεί η άνοδος. Προς χώρους που εκφράζονται από τα ποιήματα όπως το «Απειρωτάν», το «Πίσω από κείνα τα βουνά» του εμφυλίου και την «Ωδή στην Παμβώτιδα». Κι από εκεί μας περνά στην 3η ενότητα, στην πόλη του ποιητικού γενάρχη μας, την «Κορυφώ». Να σημειωθεί πως στη συλλογή δεν υπάρχουν ιντερμέδια, όπως στις νεο-αναγεννησιακές μυθιστορίες, αλλά «παραβάσεις» όπως στην αρχαία κωμωδία. Ο χορός δηλαδή στρέφεται προς το ακροατήριο κι ο ποιητής μας αποκαλύπτει τα προσωπικά του: 1η παράβαση: «Βίος και πολιτεία», πολιτική η διάσταση, 2η παράβαση: «Ο ποιητής σε νέες περιπέτειες», κυριολεκτικά, 3η παράβαση: «Απόλογοι» ως απολογισμός κυρίως με την έννοια της τελικής απολογίας, το τέλος δηλαδή ενός λόγου. Εδώ πέρα από το ποίημα «Πίσω απʼ τους στίχους μου» και το ποίημα «Οι πεθαμένοι ποιητές». Ενώ όλα κερδίζουν σε οικείωση ταυτόχρονα λειτουργούν και σε ένα άλλο επίπεδο, οδηγώντας στην τελευταία ενότητα «Στην αστρική μας γειτονία». Ο ποιητής συσπειρώνει τον εαυτό του μαζί και τον αναγνώστη, αλλά με την αναφορά του στην αστρική γειτονιά ανασκευάζει τον κόσμο ολόκληρο και τον ανυψώνει προς το σύμπαν, προσέχοντας να μην υπάρχει καμία μεταφυσική αναφορά. Έτσι να υπογραμμισθεί εδώ πως ο ποιητής επιβάλει ρητότερατο σύμβολο του, το σύμπαν, όχι με τρόπο μεταφυσικό, αλλά με βιολογικό-χημικό, δηλ. ως ένα άστρο −από την ίδια ύλη θεωρεί πως είναι κι αυτός− που επιστρέφει στην γενέτειρά του, την όντως πατρίδα του.
Κλείνοντας να σημειώσουμε πως φυσικά η ευαισθησία του δεν αποκόπτεται από τα συμφραζόμενα της κι οι αντιλήψεις του δεν δύναται να διαχωριστούν από τη μορφή με την οποία εκφράζονται. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξ αρχής ώριμη ποιητική συνείδηση που στρέφεται αδιάκοπα με προσοχή −εκεί ο στόχος− προς την έκφραση των βαθύτερων και «ουσιωδέστερων», και η γλώσσα−η έκφραση η ποιητική, σε μια σχέση αλληλεπίδρασης− απομακρύνεται από λύσεις κρυπτικές-αποκρυφιστικές, πλάθοντας μορφώματα αυτόνομα, αυτοτελή, προσλήψιμαπου μες στην καθαρότητα τους γεννούν χώρο καινούργιο εκεί που δεν υπήρχε τίποτα, πρόκειται δηλαδή, θα λέγαμε, για νέες προσχώσεις στο πραγματικό. Ο αποδέκτης, θεατής-ακροατής, αν δεν έχει γυμναστεί ή ίσως αν δεν είναι δημιουργός ο ίδιος, με αντίστοιχη κάπως προβληματική, με αντίστοιχα «προβλήματα», ίσως να δυσκολεύεται σε σημεία να αφομοιώσει τα τεκταινόμενα. Τέτοια η πυκνότητα των «πληροφοριών» και των γεγονότων ανά μονάδα χρόνου.

Μια ποιητική που φαίνεται πως θα κλείσει με την ανέκδοτη συλλογή Οριογραμμή. Μια συλλογή με δύο ενότητες που κορυφώνονται η μια προσωπικά, με τη δοκιμασία της ζωής στην αστρική της καύση από τον έρωτα («Για ποια Ελένη») και η άλλη ιστορικά, με μια πολυτροπία φιλοσοφική στη γείωση και στην απογείωση της («Ηρακλείτεια»). Και οι δύο ενότητες, έτσι κι αλλιώς πλασματικά, με διακεκομμένα −και έτσι ελλειπτικά− ποιήματα μιας νέας συγχρονίας. Γραμμένα από έναν ποιητή που ομολογεί πως είναι ένας δια βίου τεχνουργός, με τη συνθετική του όρου σημασία, του ενός ή και των δύο συνθετικών: του δεύτερου ως δημιουργός, που οραματίζεται (στο στυλ π.χ. του Σολωμού και εκείθεν εξαρχής μέχρις Ομήρου)∙ του πρώτου ως τεχνίτης που συνθέτει τεχνικά το ποίημα (σαν τον Καβάφη και εντεύθεν έως τον Έλιοτ και τους θιασώτες του μοντερνισμού). Κι έτσι αναδυόμενος στην ποίηση και από την ποίηση καταδυόμενος στη γλώσσα. Όπως βλέπουμε από τα Ποιήματα 1948-1988, στο ποίημα «Έκκληση»:

Όπως ο Μαγιακόβσκι μέσα στα Σοβιέτ
κι όπως ο Ιωνάς βαθιά στο κήτος

Πιο μέσα, σαν τα έμβρυα στις μήτρες τους
και σαν τους προγραμμένους του βυθού
έτσι στριφογυρνώ κʼ εγώ και σπαρταρώ

Αχ, έλα εμβρυουλκέ κʼ εσύ ναυαγοσωστική
έλα και ανάσυρέ με απάνω, Ποίηση

Και από τα Ποιήματα 1988-2013, καταδυόμενος από την ποίηση στο φώνημα, στα «Λογεία»:

[…] κι όσοι επιζήσαμε να υποχωρούμε προς τα μέσα
με τη φοινικική γραφή, η μισή κυνηγημένη
προς τα ιερογλυφικά και τα συλλαβογράμματα
να χάνεται μες στην Ανατολή κι η άλλη μισή
να ξαναγίνεται φωνή –σπασμός φωνής–
κοχλίας και να κοχλιώνεται βαθιά
μες στο διάφραγμα

(Στα κοσμικά αναλόγια η φωνή ανεπίστροφη)

ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ


Ο Ανέκκλητος κατακλυσμός της Ύλης.

https://www.poeticanet.gr/anekklitos-kataklysmos-ylis-a-31.html

 

 

Μακριά από μένα οι μηχανισμοί τεχνητού φωτός, οι προβολείς ανθρώπων ξένων και οι χειρολαβές χειρισμού τους, οι δοσμένες ιδέες και οι προειλημμένες αποφάσεις. Δεν θα χύσω τα υγρά απ’ τα καλούπια μου σε μια ποιητική που ορθώνεται μπροστά μου μες στη μοναδικότητα της. Νέα «καλούπια» απαιτούνται, νέες οσμώσεις, μια διαρκής πάλη με το πραγματικό στην αέναη μεταμόρφωση του. Ρευστό, γλιστράει. Πρέπει να βρω νέες λαβές, να αυτοσχεδιάσω.

            Στέκομαι εξαντλημένος σε μια γωνία. Κυκλοθυμικός, θλιμμένος βιώνω, κάτω απ’ τη χαρά της συνάντησης (του προσώπου, του έργου) το γεγονός του θανάτου που κουνάει σαν κήτος τη ράχη του. Κουνιέμαι άβολα στους άτακτους ρυθμούς του. Ενεργοποιείται η σύμφυτος επιθυμία μου, δηλαδή η τάση μου προς αταξία και διάλυση[1]. Τα συστατικά μου επιθυμούν να γυρίσουν στις αρχικές τους μορφές, συγκρουόμενα με τον τοίχο του πραγματικού. «Άλλοτε ορμούσα ξιφήρης στα πράγματα / τα διαπερνούσα μα εκείνα αλώβητα / κλείνοντας ήσυχα ήσυχα τις ρωγμές τους πίσω μου / άτρωτα πάλι» («Αγύριστος μετανάστης», από τα Κατάλοιπα της Εξαγοράς). Μια αντίσταση που δεν βυθομετριέται. Χωρίς ρωγμές το πραγματικό επιμένει και με συνθλίβει. «Έμπαινα κ’ έβγαινα κ’ η φωνή μου μετεωρίτης / κεραυνοκρούστης έτσι πίστευα / και πάντα να διαλύομαι πίσω απ’ τους στόχους μου / να πέφτω στα μαγνητικά τους πεδία / κ’ ύστερα να βγαίνω αγνώριστος με ξέφτια και πούπουλα». Δεν θεώμαι βιώνω αυτή την αποσύνθεση, τον ναυαγισμό του υπαρκτού στις όποιες εκδηλώσεις του. Κομμάτια που αποκολλώνται, κλωστές που κρέμονται απ’ το λιωμένο ύφασμα του κόσμου. Κι όλα αυτά τα  βιώνω όχι εντός μου ή εκτός μου, αλλά στον τόπο, τον μόνο τόπο της συνάντησης τους, στο οριακό σημείο, στο μεταίχμιο του κοινού μας αδιεξόδου. «Κι όταν απ’ τα παγοθραυστικά του βορρά», με τη γεωπολιτική διάσταση αλλά και ίσως απ’ τη φιλοσοφία, απ’ τη μεθοδολογία των επιστημών, «έσταζε σ’ όλα της φωνής τα ομοιώματα», έρχεται η ποίηση με τη τεχνουργική της, τις συνδυαστικές της δυνατότητες και την τόσο άμεση μοναδική και βιωματική συνάφεια της, κρούοντας το αδιέξοδο: «εγώ να μένω νύχτες ατελείωτες άναυδος / περιμένοντας να σκάσει επιτέλους το τσόφλι μου / ν’ ακουστεί «κρά κρά» και να ‘ναι από μέσα μου / το γεράκι της ποίησης μου».

            «Απ’ όλες τις φωλιές που ακάθεκτος πέρασα / αγύριστος μετανάστης».  Αγύριστος μετανάστης ο Γιάννης Δάλλας και εξόριστος του πραγματικού: Συγκρούεται μαζί του, τον αποβάλλει μα αυτός επιστρέφει. Θα επιθυμούσε να είναι μετεωρίτης, μα τον πιάνει η φυγόκεντρος και γυρίζοντας τον γύρω-γύρω, τον εκνευρίζει. Κεραυνός τον χωρίζει στα δύο. Και εκεί ακριβώς, κυκλοδίωκτος καθώς κι εγώ, διπλωμένος από φως και από θάνατο, με φως και με θάνατο τον συναντώ. Ο εσωτερικός μας διάλογος συμβαίνει και τώρα. Είμαστε μέσα του. Ελάτε.

            Τροχισμός με μεταλλικά ρινίσματα. Αφήνω κάποια απ’ τα ψήγματα, μεταλλικά που βαίνουν με θερμοκρασίες μειούμενες, στο χαρτί ως μαρτυρίες μιας σχέσης ζωντανής, μιας συνάντησης που σε λίγο θα αφανιστεί. «Τι καννιβαλισμός / μέσ’ απ’ το δάσος / των άβατων λέξεων / να βγει ένα ποίημα / είναι σαν το κυνήγι», «κι όταν στα ξέφωτα / σφαδάσει η ψυχή του / μένει στα χέρια σου / η άδεια δορά του» («Καννιβαλισμός»). Έτσι και το δοκίμιο μου. Όποια απόπειρα. Θα πάψει, θα πάψουμε όπως όλοι μας, τα έργα, τα πρόσωπα. Πρώτα τα πρόσωπα, ο ένας και μετά ο άλλος. Ακολουθούν τα έργα. Σκουριασμένα καρφιά αφαιρούνται απ’ την κάθε μας πράξη. Ο ναυαγισμός των ανθρώπων και των ανθρωπίνων. Αφανισμός  ετεροχρονισμένος. Όπως τα βόδια των Αχαιών. Φύσα το χαρτί αναγνώστη, την οθόνη, να ζωντανέψεις τις παρουσίες μας, τα υπολείμματα φωτός της τριβής μου με το έργο του, με το πρόσωπο του, έργο και πρόσωπο συμπίπτουν στην περίπτωση του, να δεις τις χθόνιες στοές που συναντιόμασταν. Προτού αφανιστείς με τη σειρά σου.

            Εδώ και μέρες προσπαθώ να βγω από τα Κυκλοδίωκτα (1956) του. Μου ρίχνω σκοινιά από πάνω, μιλώ μαζί του, μηχανεύομαι τρόπους καθώς ακούω τη μεταλλική βροντερή του φωνή να προκαλεί ρεύματα στο πραγματικό, κυματισμούς απτούς, και ορμώ με δύναμη στο επόμενο έργο του, στις Πόρτες Εξόδου (1962). Αποτρόπαιες πόρτες εξόδου! Αποκρουστικές, απαίσιες, δεν τις επιθυμεί, μα το πραγματικό τις στήνει, τις απαιτεί καθώς λειτουργεί ως στραγγάλη, ως αδιέξοδη ασφυξία. Δεν αρκεί ανάθεμα το. Πόρτες που βγάζουν στην Πολιτεία, στη συνάντηση της με τον μύθο,  εκεί που ίσως μπορέσει να αναπνεύσει, στον έρωτα και στο μετα-λογικό.

            Τρία τα μέρη της ποιητικής συλλογής. Το πρώτο το ομώνυμο, «Πόρτες Εξόδου», το δεύτερο «Τα παρθένια[2]», με μότο «η αγαπημένη εν γυναιξί», και τέλος, «Ο εξόριστος του λογικού»[3]. Από αυτές τις πόρτες εξόδου έρχεται ένας μικρός αέρας, που αναζωογονεί τη δυνατότητα κάπως να υπάρξει ο προγραμμένος, αλλά τελικά αναζωπυρώνει την τρέλα ως φωτιά που σιγοκαίει αδιάκοπα. Προγραμμένος: αυτός για τον οποίο έχει παρθεί μυστική και τελεσίδικη απόφαση για τη θανάτωση του. Χωρίς δίκη. Χωρίς να ερωτηθεί. Καλωσήρθατε λοιπόν στην έρημο του πραγματικού. Επίκειται η εξόντωση σας. Enjoy! «Κόσμος μαζεύτηκε να δει τον σκοινοβάτη // Απάνω στο εξπρές οι μηχανοδηγοί / κάποιος ρωτά μην αναλήφθηκε / ο προγραμμένος σκύβει απ’ τον φεγγίτη // Κι αυτός σε μιαν ιδεατή γραμμή της ύλης / μια ανένδοτη χειρονομία της εποχής» («Σκοινοβάτης»).

            Στο ίδιο κλίμα, διαβάζουμε στον «Μετεωριζόμενο»: «Αυτό το πουλί είναι ο Πέτρος», «του ‘γινε πρόταση να βαλσαμωθεί / κι όμως ξεσκίζει το κλουβί του ουρανού». Ισόβιος, θέλει να κοιτά το εκτυφλωτικό της πραγματικότητας, επιλέγει τη μεγαλύτερη δυνατή έκθεση, «πριν τον προλάβει ο ανέκκλητος κατακλυσμός της ύλης», αντέχοντας όση περισσότερη πραγματικότητα γίνεται[4], με τρόπους συνδυαστικούς, πετώντας με το κεφάλι έξω απ’ το αεροπλάνο, καταπίνοντας τον ίλιγγο, προσπαθώντας ενδεχομένως να μην μεταμορφωθεί: «Ένα χέρι να μην στραγγαλίζει / τον πνίγει τόση μεταμόρφωση», «του μένει ένας τελευταίος λαρυγγισμός / απ’ αυτούς που δεν εξαγοράζονται[5] // Ο φίλος μου ο Πέτρος έχει προκηρυχθεί / λοιπόν θα πεθάνει μετεωριζόμενος». Τεχνουργεί ο Δάλλας, εκ των πραγμάτων, με τα χίλια προσωπεία του.

            Οι «αποτρόπαιες πόρτες εξόδου» εμφανίζονται και ως «δρόμοι παράξενοι σανίδες σωτηρίας». Κάποιοι τρέχουν να βγουν και πέφτουν σε αδιέξοδα, τα τραίνα είναι καταματωμένα και ακίνητα, οι εισπράκτορες και οι οδηγοί των οχημάτων αεροβατούν, ενώ κάποιος «άλλος δρασκελίζει εκατομμύρια σκάλες στην τελευταία του ξέφυγε ο ουρανός». Ένα δρεπάνι κάτω καραδοκεί χωρίς πρόφαση να θερίσει όποια χλόη τολμήσει να ξαναφυτρώσει. Οι επόμενες γενιές, πριν κάνουν δώσουν καρπό, ως σπορά, υποχθόνιες ακόμη, πρέπει να ετοιμάζονται για το δρεπάνι. Όλα αναιρούνται επί τόπου, στο πρώτο ξεδίπλωμα, στο πρώτο άπλωμα, και μέχρι και τα σπίτια, κάστρα μεσαιωνικά τόποι θανάτου, «και τότε ο μηχανικός να ορμά κρατώντας νέα σχέδια ο γεωμέτρης να χαράζει παραλλήλους», ορμούν μήπως και προλάβουν να δομήσουν κάτι, με κάποια διάρκεια ελάχιστη, και τέλος «να κι ένας που γλιστρά», γελοίος προφανώς μα και αξιοθρήνητος, «γυρεύοντας ένα κομμάτι απόλυτου», άνθρωπος επομένως, «τώρα θ’ ανασηκώσει και την τελευταία στέγη σαν ν’ ανοίγει μια καταπακτή / πριν τον προλάβει ο ανέκκλητος κατακλυσμός της ύλης» («Σανίδες σωτηρίας»).

            Εκεί ο ποιητής, πριν τον καταπλακώσει, πριν τον πνίξει ο οριστικός κατακλυσμός της ύλης, στο υποστασιακό αλλά και στο ιστορικό της ξεχείλισμα, μας λέει: «Κρατήσου ακόμα αυτή την άνοιξη από μένα/ κρατήσου με παραφορά / κι όχι σαν χιόνι που έγινε καταρράχτης / ή σαν την πανοπλία που έλιωσε στην εκστρατεία / είμαι χλωρός ακόμα κ’ είναι τα πλευρά μου / σαν τα πλευρά του ποταμού - / φουσκώνει κάποτε και ταξιδεύει / τόσες μορφές ερμητικές τώρα παγόβουνα // Και κάτω ο προγραμμένος του βυθού / γυρεύει πέρασμα σαν τον ξιφία» («Κρατήσου»). Βλέπουμε, αντίστοιχα αλλά και ως προέκταση των παραπάνω, αλλού να αρπάζει φωτιά η ελπίδα, με τη μεταφυσική αλλά και την ιστορική της σημασία, το στερέωμα να αδειάζει, δηλαδή περνάμε σε ένα μετα-θρησκευτικό τόπο, όπου στην κοσμική του εκτροπή «πετάγονται πάνοπλοι / οι αδελφοκτόνοι» και οι χονδρέμποροι των ιδεών, στον μεταπολεμικό χρόνο, σαν ένα μακρύ ποτάμι να τους ρουφάει επιτέλους ο ήλιος «ως τα ριζοδόντια του», κι οι ιδέες των λίγων που σώζονται, του ενός ενδεχομένως, να καταλήγουν «παρόχθια φωλιά / με τ’ αυγά ακλώσσητα», δίνοντας με μοναδικό τρόπο συνολικά το κλίμα της εποχής αλλά και τα νέα οριστικά μας αδιέξοδα: «Γέμισε πάλι ηλεκτροφόρα σύρματα ο ουρανός / κι απάνω ένα πουλί αδειάζοντας τα τελευταία του λόγια» («Ηλεκτροφόρα σύρματα»).

            Σ’ αυτό το κλίμα είναι που επιλέγει και ξαναφορά την «κατατρυπημένη του στολή», αρματηλάτης, και με την κατοικία του, «πολιτεία με ρόδες», βγαίνει στους δρόμους, να συναντήσει τον Άλλον, την εποχή, με «ψήγματα του ήλιου στα μάτια», και ακροάται «τη σκαπάνη να σκάβει τη μνήμη / ένα χέρι να μπαίνει ν’ αδειάζει τα αισθήματα / στα κλαδιά της ψυχής κυνηγημένα πουλιά», κι αυτά ενώ «ο ήλιος μας κοίταζε με το ένα του μάτι / του ενός το βλέμμα βυθίστηκε προς τα μέσα / ο άλλος πήδησε να σωθεί μες στην τρέλα», ενώ «οι αρχηγοί κοίτονταν σε βαθιά πηγάδια» και ο Α.Τ., ο ευγενικός συνύπατος, φίλος, τυχαίος[6],  βάθος δεν έχει τελικά είναι ένα πέτρωμα, τον χτυπά με τη σκαπάνη, σε ένα αρχαιολογικό πέρασμα, ένας μελλοντικός άνθρωπος και αντηχεί «την ηχώ από ξένα σχέδια», το παρελθόν του πάνω σε ξυλοπόδαρα, και αναρωτιέται έτσι ο ποιητής αφού «η δυστυχία σου είναι που δεν έχεις καρδιά», «Εγώ / τι γύρευα κοντά σου ο κυκλοδίωκτος;» («Συνύπατος»). Ασήμαντοι άνθρωποι[7] λοιπόν που ενώ αλλάζουν νομίσματα και βλέμματα, ο ίδιος επιμένει να ταξιδεύει τις αισθήσεις του «όπως ταξιδεύει τους πλανήτες του ο ήλιος», και όταν νυχτώνει κατεβαίνει απ’ το άρμα του και υπνοβατεί μες στα όνειρα με την άρπα του, δίνοντας μια «χειραψία στο Αύριο» («Αρματηλάτης»). Καταλήγει «χιλιάδες μίλια μέσα στη γη» ως τεχνουργός πρωτίστως, χωρίς ξυλοπόδαρα, ακρωτηριασμένος, δεδομένου του πολιτικού κλίματος της εποχής, και εκεί βλέπει έναν άνθρωπο από μπετόν να περνά πότε-πότε να του «ρίχνει τη σκιά του και να διαλύεται» και γυναίκες με κοιλιές άδειες από μητρότητα, και αναφωνεί: «είμαστε πλασμένοι από διαφορετικά υλικά / καθένας σας κι από μια κρυφή ραγισματιά»,  επιλέγοντας «δίχως πόδια» να ζυγώνει «ολοένα τα ηφαίστεια μ’ ένα δαυλί» («Τα ηφαίστεια»).

            Συνοψίζοντας το πρώτο μέρος της συλλογής, κατορθώνει εν ολίγοις με την τεχνουργική του δεινότητα να αναπαριστά και να αναπαράγει με έναν ιδιότυπο τρόπο το αποτέλεσμα της σχέσης του με το πραγματικό στον τόπο του αναγνώστη, τον οποίο θέτει σε μια συμμετοχή και συνδιαμόρφωση, κι αυτό συμβαίνει τόσο μέσω της δημιουργικής χρήσης των μεταφορικών προτάσεων όσο μέσω και των ιδιαίτερων αφηγηματικών του πλοκών[8] και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα ρευστό. Αξιώνει έτσι μοναδικά μέσω του ποιητικού του οχήματος να φτάσει μια εξωγλωσσική πραγματικότητα, όποια και να είναι αυτή, η οποία σίγουρα συμβαίνει[9]. Δημιουργεί με άλλα λόγια έναν κόσμο, ο οποίος συσχετίζεται μες στην παραλληλία του και μες στη συνδιαμόρφωση του με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «αλήθεια», με μικρές ενδεχομένως αποκλίσεις, οι οποίες καταλήγουν να έχουν, αν έχουν, δευτερεύουσα σημασία. Η οντολογική απορία, λοιπόν, επιμένει ιδιότυπα στο σύνολο της ποιητικής του. Διαβάζουμε στο έργο του Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη: «Το εγώ συναντά το πράγμα και τότε γεννιέται και ξαναγεννιέται αέναα ως ύπαρξη. Σαν από γενετήσια επαφή μαζί του, με μια ανταλλαγή των υγρών τους, δημιουργείται με τη χημεία τους μια καινούργια διάσταση του κόσμου. Η οντολογική α-πορία μας θα αρχίσει αργότερα με τις επάλληλες δομές του τεχνοκρατικού περιβάλλοντος και του εξίσου επένθετου υπερεγώ της κοινωνίας, μέσα στον κυκεώνα του τεχνικού πολιτισμού και τη σχιζοφρένεια του παράλογου κόσμου μας»[10].

            Στη συνέχεια περνάμε στον τόπο, ο οποίος στο σύνολο της συλλογής έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο τόπος που διαδραματίζονται μέχρι και τα ερωτικά της συλλογής, «Τα παρθένια» , είναι ένας τόπος από άμμο, «σπυριά της άμμου», ένας τόπος ναυαγισμού, «ναυάγια του καιρού», μια «νεκρόπολη ελεφάντων» («22»). Εκεί ο Δάλλας, βλέπει στο κλείσιμο της ενότητας, την μικρή του δέσποινα, να περνά τα ερείπια με περηφάνια, με βυζαντινή αρχοντιά, σε μια διαρκή απόπειρα εξοικείωσης με τον θάνατο ως γεγονός και ως επικείμενη βεβαιότητα, και να οδεύει πάνω στους πιστούς υπηρέτες τα πόδια της προς την σαρκοφάγο που την περιμένει: «Κι απάνω στους πιστούς υπηρέτες τα πόδια σου / περνάς τα ίδια ερείπια περνάς / με την περηφάνια της Ειρήνης Δούκαινας / η ίδια σαρκοφάγος και σένα σε περιμένει / Λίτσα Ντάτση μικρή μου δέσποινα».

            Προηγουμένως, στο ίδιο ποίημα εμφανίζεται μάλιστα ο ποιητής στα μάτια μου ως ηβοστεοτόμος, μες στην οργή του να πάλλεται, να βρυχάται, να διαθρύπτει το πραγματικό, να το σπάζει μέχρις ωσότου γίνει αδιαίρετο και να τρελαίνεται που θα του καταπιεί (το πραγματικό) μέχρι και τη μικρή του δέσποινα. Την περιγράφει, αναπλάθοντας την, με τη θνητή της ύλη, μπροστά μας: «Υδρόβιος ο λαιμός μέχρι τους ώμους / οι ώμοι σκίρτημα πουλιού ως τη λεκάνη / εκεί κάτω κάνει νερά σκιές φρικιάσεις / δεν ξέρω αν πρέπει να τα πω διαθλάσεις / γεύση νέου κριθαριού αλετρισμός της ήβης / πιο κάτω γάλα θυμωμένης φτέρης». Εκεί, αλετρίζεται η ήβη και βγαίνει γάλα θυμωμένης φτέρης και ως ηβοστεοτόμος διευρύνει τη στενωμένη πύελο του θνητού, του πραγματικού, διαιρώντας το ηβικό οστό για να βγει το έμβρυο ζωντανό[11], να συνεχίσει η ζωή να φτιάξει και να διαλύσει νέες συνειδήσεις, «νέα ελάφια», δηλαδή παιδιά, τα παιδιά του που: «μέσα στο δέρμα μου ακούω τα πατήματα τους». «Σου ανοίγω το στήθος μου να μπεις και να κυνηγήσεις / το αίμα μου αυτή τη ρεματιά για να ταξιδέψεις / μια λίμνη για να καθρεφτίσεις την περηφάνια σου / στα πόδια μου μια φωλιά να κάθεσαι να ονειρεύεσαι / να πέσεις να κοιμηθείς και να ξυπνήσεις με νέα ελάφια // Μέσα στο δέρμα μου ακούω τα πατήματα τους» («9»). Συνδυάζει επομένως στα «Παρθένια»του, την ήβη με την σαρκοφάγο, την νεανική ηλικία, τα χρόνια της αναπαραγωγής με τη μαρμάρινη ή πήλινη θήκη, μέσα στην οποία τοποθετούσαν, κατά την αρχαιότητα, και τοποθετούν έναν ή περισσότερους νεκρούς. Τραγουδά δηλαδή απ’ τη μια ως χορικολυρικός, κρυστάλλινα με φως, και απ’ την άλλη ανεβάζει την ύλη σε τραγικά ύψη και σκοτεινά αδίεξοδα, κρούοντας τις χορδές της ψυχής μας μοναδικά, εκσφενδονίζοντας μας, διασαλπίζοντας την περατότητα μας, την πεπερασμένη μας διάρκεια, ανοίγοντας την πύλη της κάσας μας. Εδώ έγκειται και η ομορφιά των Παρθένων, μέσω της τραγικότητας, μέσα στη λάμψη του προσωρινού. Όπως ο Όμηρος, αλλά και η λαϊκή μας παράδοση[12], δέχεται την εδώ ζωή ως τη μόνη αξιόλογη, ενώ η ψυχή μετά τον θάνατο πηγαίνει σ’ έναν ομιχλώδη Άδη χωρίς ελπίδα να ξαναγυρίσει στη ζωή. Αρνείται δηλαδή να αντιστρέψει, το αμφίβολο και το αναξιόλογο και να το θεωρήσει ως το πρωτεύον και το σημαντικό, κάτι που κάναν οι ορφικοί και ενσωμάτωσαν στις αντιλήψεις τους μετέπειτα, οι πυθαγόρειοι και ο πλατωνικός ιδεαλισμός[13].

            Με δεδομένο αυτό το πλαίσιο μπορούμε τώρα να διασχίσουμε τα «Παρθένια» του. Ξεκινώντας, μας ενημερώνει και τον ακολουθούμε: «Ο ήλιος είχε τερματίσει τελευταίος / είχε χαμηλώσει ο ουρανός σαν κράνος / πήγαινα μόνος μες στη θλίψη της πεδιάδας / κ’ είχα καιρούς να δω τους ομηλίκους / και ξάφνου άρχισε αθόρυβα να βρέχει / απάνω μου άνθη από τους κήπους της Πιερίας // Στην πολιτεία θα μ’ ονειρεύεται η αγαπημένη» («1»). Θλίψη, ξάφνου, αθόρυβα, πολιτεία. Το ποίημα, αντανακλώντας εσκεμμένα την Σαπφώ, «απάνω μου άνθη απ’ τους κήπους της Πιερίας», λειτουργεί ως η πόρτα που περνά ξάφνου και αθόρυβα τον ποιητή στην Πολιτεία των ιδεών και του έρωτα, σε μια νέα συντροφικότητα και συμπόρευση, σε έναν τόπο ονειρικό, συνθετικής προβολής ενός νου που τεχνουργεί και προσπαθεί να επινοήσει τρόπους να συνεχίσει, τρόπους να πορευθεί, εκεί που «ο ύπνος είναι ένας άσπρος τοίχος» και συντελεί στο επίτευγμα της προβολής, σε έναν συνδυασμό του υπερρεαλιστικού με το ιστορικό: «ένα κλειδί σ’ άλλα μαύρα κλειδιά / σε κερδίζει σε ξανακερδίζει σε χάνει», «φύτρωσε και δεν βγαίνει το αγκάθι στο αίμα / σκέφτεσαι τα μάτια της εντευκτήρια των ονείρων / κι ο νους τρελαίνεται σαν το ζαρκάδι» («2»). Ένα εντευκτήριο που είναι απ’ τη μια τόπος συνάντησης και υποδοχής, άρα συγχρονισμού με το πραγματικό στην ερωτική και συντροφική του εκδοχή, ως το μόνο ενδεχομένως ουσιαστικό μας βίωμα, σημείο πραγμάτωσης της δυνατότητας των σχέσεων, αλλά και πέρασμα, σημείο αναμονής, εκεί που ο νους τρελαίνεται σαν το ζαρκάδι, μπροστά στο αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας του, αλλά δεν μπορεί και να παραβλάψει απ’ την άλλη, και γι’ αυτό επίσης σκιρτά, τον επικείμενο κατακλυσμό της ύλης. Εκεί είναι που βλέπει λογικά και το «ζευγάρι σε συρματόπλεγμα» («6») και αναφωνεί: «Προτιμώ άλλη θηλιά / για να πνιγώ», συνεχίζοντας την προβληματική των Ελεγειών του Ντουίνο του Ρ.Μ. Ρίλκε, όπου οι ερωτευμένοι κρύβουν τη μοίρα τους (τη θνητότητα τους δηλαδή) ο ένας απ’ τον άλλον[14]. «Στάθηκες / με μια βούληση άγρια φυτική // Κι ο νους μου πλησιάζει νέον ελάφι / μέσ’ απ’ την ερημιά της εποχής και θέλει / εδώ πίσω απ’ το φως να διημερεύσει / στη χαμηλή σου βλάστηση παλεύοντας / για λίγη αιωνιότητα» («7»). Μέσα και πλάι στο σώμα, η μόνη ίσως λίγη αιωνιότητα που μας αναλογεί, «μες στο χαλάζι των καιρών», «στο δάσος των ημερών σ’ όλες τις λόχμες του αιώνα», μέσα στην συγκεκριμένη δυσχερή ιστορική συγκυρία, «ώσπου η κραυγή μου ν’ αποκριθεί στα ουρλιαχτά σου / να μπω κάτω απ’ το θήραμα του κορμιού σου» («8»). Μέσα απ’ την ερημιά της εποχής, οδηγείται ίσως στο να επιθυμεί εντονότερα να συνυπάρξει συντροφικά και αρμονικά με την αγαπημένη, αλλά απ’ την άλλη η ποίηση, η τεχνουργική, ζητά την αφοσίωση του την αποκλειστική και γι’ αυτό τον καλεί και δεν τον αφήνει, υπενθυμίζοντας του: «η ποίηση σου σ’ ασύλληπτα ύψη / η νεότητα μας σε τούτη τη ζούγκλα («12»), ζούγκλα ερωτική αλλά και ιστορικο-πολιτική. Ένα μπλέξιμο, που λύεται φυσικά με το ανθρώπινο μέτρο.

            Υμνεί τα χέρια της αγαπημένης, σε μια καταπληκτική κορύφωση-στιγμή των «Παρθενίων», ποίημα που λάμπει τεχνουργικά αλλά και συνοψίζοντας: «Τους έπρεπε να δαμάζουν άλογα / να θωπεύουν γενειάδες ηρώων / κι όχι να περιφέρονται δέσμια / σ’ αυτά τα χειρόγραφα// Τα χέρια σου θαυμαστικά του κορμιού σου / θα τα πάρω και θα τα βάλω οικόσημα / σ’ αυτόν και στους άλλους αιώνες» («15»). Επίσης, αναμιγνύει ο ποιητής τον ήλιο και τη σελήνη στο πρόσωπο της καλής του: «Ηλίαση σεληνιασμός οι πατρίδες σου / κ’ εγώ σε μεταφέρω στο κορμί μου», κι ακούμε έκθαμβοι οι μετέχοντες μουσικές εκπληκτικές, νυχτερινές που ορθώνουν νέες έγχορδες αρμονίες καθώς διαβάζουμε: «Ύστερα ανήκεις στη Σελήνη / η ηλακάτη της γνέθει ξεγνέθει / κάνει τα νεύρα σου φόρμιγγες» («16»), ώσπου καταλήγουμε να δούμε την ηρωίδα να μας μιλά με μια μοναδική, πρωτόφαντη ζωντάνια, ακούγοντας την ηχώ απ’ τον εσωτερικό μονόλογο της, μια εντύπωση στην οποία σίγουρα συντελεί το ξεδίπλωμα όλης της συλλογής, μες στην τεχνουργική της λάμψη:  «Τον περιμένω / οληνύχτα τον περιμένω / κι όταν ακούσω τα βήματα / κλείνω σαν αυτόματη πόρτα / μα αυτός υπάρχει πίσω απ’ την πλάτη / έτσι να γυρίσω πίσω χάθηκα / είναι εκεί σαν μια ξένη οικοδομή / που θα κατοικηθεί // Μ’ έχει ο κορμός του κατά μήκος αγκαθωτός / τ’ απάνω χείλι του να τον σκιάζει σαν λύπη / όπου κι αν πιαστώ απορρώγες[15] ακτές / ας με ξεβράσει μιαν ώρα αρχύτερα σκέφτομαι / ας κάνω μια προσπάθεια να πηδήσω / καλύτερα συνεννοούμαι με τη Σελήνη / έξω απ’ το σώμα του // Και κάτω απ’ το σώμα του / τα σπίτια τα χωράφια η σκύλα του εγώ / δικασμένη» («20»). Μια αγαπημένη που βέβαια διατηρεί την παντοδυναμία της μοναξιάς της: «Η παντοδυναμία της μοναξιάς σου», και το ιερό και σεβάσμιο του φύλου της: «Κλεισμένη στη σιωπή του φύλου σου» («18»). Προστατεύει εν τέλει τη μοναξιά του ποιητή συνθήκη αναγκαία ώστε να τεχνουργεί, και εκεί της χρωστούμε πολλά. Κι ας εμφανίζεται κι ας επιμένει η ποίηση να είναι «λαιμοδέτης πέτρινος»  («Γδύσου»): «- Γδύσου – Τι να γδυθώ; / - Εκείνους που σ’ έχτισαν / με τα πιο χοντρά υλικά / και δεν σ’ άφησαν πολεμίστρες // Αλλιώς θα τρελαθείς / Γδύσου / όπως το φίδι το δέρμα του / ο φαντάρος την πανοπλία του / τ’ αποφόρι του ρόλου σου / τα χειρόκτια της συναλλαγής / Γδύσου επιτέλους την ποίηση / τι λαιμοδέτης θέ μου πέτρινος!».

            Τα «Παρθένια», όπως είδαμε και στην αρχή, τελειώνουν στον τόπο του ναυαγισμού και της σαρκοφάγου, εκεί που τα νερά φρικιάζουν, τρέμουν, ελευθερώνοντας τις ανεπαίσθητες ανατριχιάσεις τους στην επιφάνεια του πραγματικού, ταυτιζόμενα με τη ρευστότητα του. Έτσι, θα μπορούσαμε να τα συνοψίσουμε ενδεχομένως  απ’ τη μια μέσω μιας θνητότητας που ρέει και απ’ την άλλη μέσω της έννοιας της διάθλασης, που μετασχηματίζει σε ένα καίριο σημείο τη σύσταση του φωτός στην πορεία του: «κάνει νερά σκιές φρικιάσεις / δεν ξέρω αν πρέπει να τα πω διαθλάσεις», διαθλάσεις στο σώμα ή μέσω του σώματος της ερωτικής συντρόφου αλλά και του σώματος του πραγματικού. Η διάθλαση με τη φυσική της σημασία, δηλαδή, το σπάσιμο της ακτίνας, του φωτός στα δυό, εκεί που εκτρέπεται η ίδια ακτίνα, ο έρωτας στο πέρασμα του μέσα από ένα διαφανές σώμα, το σώμα του άλλου ή της επίγνωσης της θνητότητας και μετατρέπεται σε κάτι άλλο με διαφορετική αυτή τη φορά πυκνότητα, μια πυκνότητα που στα πλαίσια μιας γης, μιας ύπαρξης που τρέφεται με σάρκες και τις ανανεώνει σε μια αιώνια ανακύκληση, τη μια γενιά μετά την άλλη, σταματά τελικά την πορεία του φωτός καθιστώντας τη συνέχεια αδιέξοδη ή και αδύνατη. Από εκεί μεταπηδάμε, εκ των πραγμάτων, στην «Εξορία του λογικού».

            Το τραγικό μεγαλείο της συλλογής κορυφώνεται στο τρίτο μέρος της, εκεί όπου ο ποιητής εμφανίζεται όχι απλά ως εξόριστος του λογικού αλλά και ως εξόριστος του πραγματικού, επειδή «επιλέγει» να συγκρούεται μαζί του, επειδή προσπαθεί να σταθεί μπροστά του[16] ή και μετά απ’ αυτό (όπως είδαμε πριν, μετά τον στόχο, στο ποίημα «Αγύριστος μετανάστης»). Εναντιώνεται όχι μόνο στον αδιαπέραστο τοίχο του πραγματικού, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό. Φέρεται ως ον ριγμένο στον κόσμο και προσπαθώντας να βρει τη θέση του προβάλλει πάνω του όλες του τις δυνατότητες. Προτάσσει έτσι τον οντολογικό δεσμό στη σχέση του «υποκειμένου-αντικειμένου» παρά οποιαδήποτε γνωστική σχέση[17]: «Κρύψου σε μια καλύβα την εμπαίζει ο άνεμος / άνεμοι πιο ψηλοί απ’ τα λογικά» («Το κιόσκι»). Το άλεκτο εκδηλώνεται ως υπερτροφικό και το λεκτό φαντάζει ισχνό, μα δεδομένου ότι «η γλώσσα αποτελεί τον πρωταρχικό όρο κάθε ανθρώπινης εμπειρίας»[18], το άλεκτο δεν μπορεί παρά να είναι συνάρτηση του λεκτού. «Η σύλληψη αρθρώνεται, καθώς και η επιθυμία»[19]. Εδώ εντάσσεται και η κορυφαία εκφραστική της ποιητικής τέχνης, όπου το λεκτό και το άλεκτο αλληλοπροσδιορίζονται δυναμώνοντας στην ενεργητική τους σχέση. Στην περίπτωση του Δάλλα, επιπρόσθετα, στις Πόρτες εξόδου το πραγματικό μαστιγώνεται και αντανακλά με την ηχώ του αυτόν τον αλληλοπροσδιορισμό. Σε σημεία μάλιστα ενδεχομένως φαίνεται και να το μαλώνει, διότι θέτει το θέμα της εξόδου όχι μόνο στα πλαίσια της επίγνωσης του επικείμενου θανάτου, αλλά και λόγω της διαρκούς αίσθησης εγκλωβισμού που τον διέπει. Έτσι, το αδιέξοδο φέρεται να απορροφά το σύνολο της υπαρξιακής του θέσης: «κουτάλες κι ανακάτευε τα σπλάχνα σου / με σπερματσέτα τριγυρνάς τις κάμαρες / τυφλά περάσματα διαδρόμους του αίματος / βγάλε περίπατο την ξένη του κορμιού σου / πριν σ’ αφανίσει η νύχτα μες στα φύλλα της // Πρωί μα δεν θα ξημερώσει στα όνειρα σου». Η ξένη του κορμιού του είναι η σύντροφος κι ο αφανισμός πλησιάζει με την κατακλυσμιαία του δύναμη. Γνωρίζει πως δεν θα ξημερώσει στα όνειρα του και επιμένει ωστόσο να ανακατεύει τα σπλάχνα του, «επιλέγει» να προκαλεί στον εαυτό του δυσφορία κρατώντας σπερματσέτα, φωτίζοντας τις πληγές, τους διαδρόμους του αίματος, τα αδιέξοδα και τα τυφλά περάσματα. Επιλέγει μάλιστα να κρατά σπερματσέτα και όχι κερί, σε μια λεπτομέρεια με τη σημασία της, καθώς πρόκειται στην κυριολεξία για το κητόσπερμα, δηλαδή τη λευκή μάζα που χρησιμοποιείται για κερί και βρίσκεται μες στο ρευστό λίπος μερικών κοιλοτήτων του κρανίου διαφόρων κητών, εικόνα που εντάσσεται οργανικά στη σύλληψη και στην εκτέλεση της ποιητικής του, μέσα σε ένα σύνολο, εικαστικό, πλαστικό αλλά και κινηματογραφικό, απαράμιλλης εκφραστικής.

            Τα παραπάνω συναντιούνται επίσης και σε μια αλλιώτικη, αυτόνομη αλλά και συμπληρωματική εκδοχή, στο αριστουργηματικό ποίημα «Η τρέλα», σε μια απ’ τις καλύτερες στιγμές της νεοελληνικής ποίησης. Βλέπουμε την τρέλα να έρχεται προσωποποιημένη, όχι σε μια νεοκλασική εικονοποιεία, αλλά ενδεχομένως σαν τις Ερινύες του Καβάφη σε συνδυασμό με την αράχνη του Κάλβου, δυναμωμένες απ’ τη Δάλλεια αισθητική, που φέρει από την Νικόπολη[20] μέχρι και τον Μπουζιάνη: «Έρχεται / σκύψε το κεφάλι / γίνε ένα άγαλμα / τινάξου πιο λοξά / ή πέσε στα όνειρα / βγες / κολυμπώντας / στην ακτή του λογικού // Η αράχνη του μυαλού / σκίζει τα δίχτυα της /  Τώρα στα δίχτυα αυτά / που ήταν τα νεύρα σου / τα έντομα γίνονται / θηρία της λευτεριάς». Τα νεύρα που στην προηγούμενη ενότητα, στα «Παρθένια» γίνονταν φόρμιγγες και ακούγονταν έγχορδες μελωδίες, τώρα γίνονται ιστός αράχνης όπου γιγαντώνονται τα έντομα, η αράχνη του μυαλού σκίζει τα δίχτυα, και περνάμε στην ελευθερία, στην έκθεση του μετα-λογικού, δεδομένου μάλιστα και του προ-λογικού βρυχηθμού. Εκεί είναι που «τρέχει στην πλάτη η μυρμηγκοφωλιά» κι «ο ήλιος έξω τρέχει μαύρη μέλισσα». «Το σώμα μου είναι ισθμός χωρίς διόδια» («Η βίζιτα»).

            Ακολουθούν οι ορισμοί της τρέλας: «κλειδί –δεν πιάνει- απ’ άλλη πόρτα / κάτω απ’ τις λέξεις άλλες λέξεις κάτω απ’ τη φύση μια χημεία που πάντα γίνεται», «ξενιτιά του λογικού», «αλλαγή φρουράς», «κατάστημα που χρεοκόπησε δημοπρασία στους ένοικους», αλλά επίσης και «Πουλί χωρίς στερέωμα», «σπίτι χωρίς μπετόν», «διαδήλωση χωρίς συνθήματα», όπου εδώ την φαντάζομαι την τρέλα σαν μια σιωπηλή μαζική διαμαρτυρία, αλλά και ως «νύχτα έκταση νύχτας προϊόν της νύχτας» («Ορισμοί»), που ξεδιπλώνεται, κάνοντας ίσως «κρά κρά» όπως προηγουμένως η ποίηση.

            Η αγαπημένη, ξαναεμφανίζεται αλλά τώρα μετά τα ερείπια, σε ένα μετα-λογικό, μετα-φυσικό ολότελα ερημικό τοπίο, σε ένα τόπο τρέλας που τίποτα δεν ηχεί, παρά η τρέλα του εξόριστου του λογικού: «Μου γράφει γράμματα σαν κάρβουνα / μα μήτε στάχτη για τους απογόνους», σε μια σπαρακτική εικαστική αλλά και κινηματογραφική στιγμή, θυμάται πως «Είμαι καννίβαλος που χάθηκε / μέσα στη ζούγκλα της καρδιάς της», κι αυτά ενώ επιμένει «ο αγκαθωτός καιρός να διαβαίνει / και τα μυαλά μας γίνονται έμβολα». Αναφωνεί στο τέλος, καθώς τα πνευμόνια ξεμένουν από αέρα: «Αγαπημένη που είσαι στο κλουβί / κ’ εγώ φυλάκιο έξω στο σύμπαν» («Η αγαπημένη»). Σε αυτό ακριβώς το κλίμα είναι επόμενο να ακολουθεί ένα ποίημα σαν το «Ξόρκι», όπου δεν μας μένει παρά να σιωπήσουμε βουβοί μπροστά στο ποιητικό κατόρθωμα αυτού του ανθρώπου, εκεί που ανοίγουν οριστικά νέες δυνατότητες εκφραστικής: «Ω τρέλα κεφαλαίο πτηνό / κουρνιάζεις στου κορμιού τη μοναξιά / μες στα συννεφιασμένα μου μυαλά / τσιμπάς τα μαλακά μου μέρη / σκύβεις και ξεδιψάς στο αίμα μου / το αίμα μου φωνάζει «βοήθεια»// Ώρα κινδύνου. Έρχεται η Σελήνη / θα στήσω το κορμί μου σκιάχτρο», ένα σκιάχτρο που συνομιλεί και με τον οδοδείκτη του πρώτου μέρους, εκεί σε ιστορικο-πολιτικά συμφραζόμενα: «Κ´εμεινα εγώ σαν δείχτης που ξεχάστηκε / σε μια χαμένη διασταύρωση» («Η μαρτυρία»), αλλά και: «Ο ημεροδείχτης δείχνει Δεκέμβρης / το ρολόγι σταμάτησε στο ‘44», ενώ «ο σημαιοφόρος δίπλωσε τη σημαία» («Ο νοών νοείτω»), σε μια δήλωση παραίτησης-ήττας οριστικής, αντίστοιχης με την απομάκρυνση απ’ τον λόγο και την κατάρρευση του, ώστε να συνδυαστεί η τρέλα με το ιστορικό, να πατήσει στο ελαστικό υλικό του, που άλλοτε λειτουργεί ως εκτοξευτήρας που εκτοξεύει άτσαλα κι άλλοτε ως ρουφήχτρα που πνίγει δίχως έλεος. «Έτσι κι ο μελλοθάνατος / σαν πέσουν οι προβολείς / προς που να πετάξει; / γύρισε κ’ είδε / το πουλί μες στο αίμα / την αγάπη του ψάρι / τη ζωή μπρος στα πόδια του / χαμηλωμένη λάμπα// Την ώρα του γαλατά / ξανασπρίζουν τη μάντρα» («Ας γράφει ο συνάδελφος»), απ’ τα αίματα των εκτελεσμένων σαφώς. Η λάμπα που χαμηλώνει παραπέμπει στη μόνη πηγή φωτισμού, χαμηλά στο σκοτάδι, στο έργο «Η 3η Μαΐου 1808: Τουφεκισμός στο όρος του Πρίνθιπε Πίο», του Γκόγια, αλλά και στην κρεμάμενη, ηλεκτρική και γυμνή λάμπα στην «Γκέρνικα» του Πικάσο, σε μια σαφέστατη αναλογία, σε μια ακόμη εκπληκτική στιγμή. Έτσι, ο τρελός μας, ο εξόριστος του λογικού, φέρνει για να εξευμενίσει τα σκοτάδια του, «θεούς σκαλιστούς σε γαλαζίτη», μα «πιο μέσα έλιωνε ο εφέστιος γέροντας / αυτός που δούλευε σε φύλλα ψευδαργύρου / τις προσωπίδες του θανάτου» («Ο νέος σοφιστής») και μας αποχαιρετά λοξός ως κτίριο: «Πύργος της Πίζας ίσως πιο κυρτός όχι άνθρωπος / έτσι ήρθα. Στάθηκα στο φως ένας καρπός που λύνεται // Ώρα να φύγω σ’ άλλη συνοικία. Εκεί θ’ αφήσω / τα έργα της γης αυτά τα σκόρπια μου λαγωνικά / τη ζωή μου ένα παράθυρο που κλείνει προς τα μέσα // Εγώ μοναχικός [αφήνω] σε σας την κοινοκτημοσύνη μου / εγώ ο τρελός κ.τλ. κ.τλ. στους λογικούς» («Αποχαιρετισμός»).

            Η συλλογή κλείνει με το ποίημα «Δαυίδ ο συνάδελφος», τον οποίο τον φαντάζομαι ως τον Γιωσέφ, το φίλο εβραίο του ποιητή, των μαθητικών του χρόνων[21], που χάθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, του τρίτου Ράιχ, Μπούχενβαλντ. Τον φαντάζεται να επιστρέφει από τόσα μέτωπα και να κάθεται μικρόσωμος, ενήλικας, στην πόρτα του εμπορικού του, πατημένος «σαν φίδι απ’ τους λαούς με το κεφάλι απέξω». Σε μια συγκινητική στιγμή μεγάλης ανθρωπιάς αλλά και γλυκύτητας τον βλέπουμε να τον τοποθετεί τον νεκρό κάτω απ’ την στέγη ενός σπιτικού, να τον περιμένει μια ψυχή, να του ετοιμάζει το λουτρό και να του αλλάζει τις πληγές και με ένα δαδί να του φέγγει να ανέβει στην κλίνη για να αποκοιμηθεί με το μέλι του μαστού, με την καλή συμβία. Η λέξη που επιλέγει ο ποιητής, δηλαδή «η ψυχή» μας βάζει να κινούμαστε σε τρία επίπεδα, γεγονός καταπληκτικό από μόνο του, πόσο μάλλον ως εκδήλωση-κορύφωση αλλά και αποκορύφωση της τόσης φόρτισης. Ένα επίπεδο πραγματικό→φανταστικό, φανταστικό→πραγματικό,  αλλά και σε ένα επίπεδο μεταφυσικό. Και εδώ είναι που καλεί ο ποιητής τον παιδικό του φίλο, να φύγει απ’ τον έρωτα και να γυρίσει στα παιδικά του χρόνια, εκεί όπου τον άφησε: «Διώξε την Δαυίδ / κράτα την πρώτη σου ερωμένη τη σφεντόνα». Παιδιά αλλά και ενήλικες μαζί, με οργή συσσωρευμένη, νεκροί και ζωντανοί ταυτόχρονα, να αρχίσουν να εκσφενδονίζουν: «Τα γιγαντόσωμα ανθρωπάρια ιδές τα εκεί / με εμπόρων λεοντές με αστών φερσίματα / κ’ εσύ στο φάτνωμα ημερεύεις τα σκυλιά / κ’ είσαι όλος δοξασία και μαύρη συλλογή / βλέπεις με το ‘να μάτι ακούς με το ν’ αυτί / πράγματα φοβερά να ψιθυρίζονται έξω // Δαυίδ τη σάλπιγγα κρατώ και προπορεύομαι / εβαρβαρώθη η Ρωμανία – τι περιμένομε!». Τελειώνει λοιπόν η συλλογή με μια προτροπή, μετά τον λυγμό, που πνίγει εντός του.  

            Συνοψίζοντας, ο Δάλλας, με την τεχνουργική του, την ορμή του και τα πολλά του πρόσωπα μας καλεί να ριζώσουμε μαζί του στο κοινό συμβολικό έδαφος της ανθρωπότητας. Με δεδομένες τις οικονομικές, κοινωνικές και τις πολιτισμικές περιστάσεις εντός των οποίων εκ των πραγμάτων τεχνουργεί το έργο του, φαίνεται να προτάσσει τον ναυαγισμό του υπαρκτού, τον επικείμενο δηλαδή αφανισμό μέσω του ανέκκλητου κατακλυσμού της ύλης. Ωστόσο, δεν μένει ποτέ μόνο στο οντολογικό ή υποστασιακό χώρο αλλά πάντα περνά και στην πολιτική-μυθοποιητική διάσταση. Ένα πολιτικο-ιστορικό που δυσχεραίνει την ήδη υπάρχουσα ασφυκτική αίσθηση του ανθρώπου. Εκεί, χωρίς να πρωτεύουν οι εξορίες, δεν κλείνεται στην εποχή, αλλά απεναντίας ανοίγεται προτρέποντας, αφυπνίζοντας συνειδήσεις και φωτίζοντας την εποχή του αλλά και την ανθρώπινη συνθήκη μέσω του βιώματος του, αξιώνοντας το οικουμενικό και το διαχρονικό σε πείσμα της μεταμοντέρνας α-νοησίας στο ενδο-γλωσσικό της στραμπούληγμα και κλείσιμο. Σηκώνει τη σάλπιγγα απ’ τα χώματα και τη σφεντόνα απ’ τα παιδικά του χρόνια και την γέρνει στην ανάγκη και καταπάνω μας, άλλοτε για να συνέλθουμε κι άλλοτε για να δομήσουμε μια Συνείδηση που θα ρέει, στη σχέση της με τον κόσμο (ως universe).

            Σ’ αυτό το πλαίσιο τελικά, οι Πόρτες εξόδου δεν φέρονται ως δυνατότητες, μα πραγματώνονται ως γεγονότα. Συμβαίνουν ως ξεδιπλωνόμενα πολύπτυχα, πολιτικά-μυθοποιητικά, ερωτικά και μετα-λογικά, με την κοσμολογική οπτική του ποιητή πάντα παρούσα, με ίνες ποικίλες σε νέους συνδυασμούς πλεγμένες, με νέες αντοχές, σχηματίζοντας νέα σύνολα που ελευθερώνουν καινούργιες αποχρώσεις, νέους τρόπους της ύπαρξης, που ξάφνου αναιρούνται και μας παρασέρνουν στον καταποντισμό τους, σε μια συντριβή που καλούμαστε να μετέχουμε, μαζί με τον δημιουργό τους και την κοσμολογική του συνείδηση, εκεί που το σύμπαν διαστέλλεται, «ακολουθώντας» τη θεωρία του «πληθωρισμού των κόσμων»:  «Αγαπημένη που είσαι στο κλουβί / κ’ εγώ φυλάκιο έξω στο σύμπαν», αλλά και «Μετέωροι λίθοι / κυνηγούν το σώμα σου // Γη και σου άνοιξα / χιλιάδες ηφαίστεια // Θα πρέπει τώρα / ν’ αλλάξω πλανήτη («21»).

Πέτρος Γκολίτσης


[1] Η Πλατωνική έννοια, στο κοσμολογικό της όμως πλαίσιο, συναντάται στον Τίμαιο, τον Φαίδρο και τον Πολιτικό.  Στην ψυχανάλυση εμφανίζεται ως ορμή-θέληση να γίνει η οργανική ύλη ανόργανη.

[2] Ο τίτλος από τα ομώνυμα χορικολυρικά τραγούδια της αρχαϊκής εποχής, τα εμπνευσμένα και εκτελεσμένα από χορούς παρθένων. 

[3] Στη συλλογή Πόρτες εξόδου προστίθενται και τα ποιήματα από τα Κατάλοιπα της εξαγοράς. Η Εξαγορά (1965), συγκεντρωτική επιλογή ποιημάτων των ετών 1950-1965, είχε περιλάβει και μερικά ανέκδοτα ποιήματα ως τότε ποιήματα της συλλογής Πόρτες εξόδου, περασμένα και στην επανέκδοση τη συγκεντρωτική του 1990 (Γιάννης Δάλλας, Ποιήματα, 1948-1988, εκδ. Νεφέλη, 1990), στην αρμόδια θέση.

[4] Πρβλ, «Οι άνθρωποι / δεν μπορούν να αντέξουν πολλή πραγματικότητα», από τα Τέσσερα Κουαρτέτα του T.S. Eliot, (μτφρ. Κλείτος Κύρου, εκδ. ύψιλον, 2η έκδοση, 1994, σ.40).

[5] Βλ. «Να σωπάσω ε, μα χρωστώ μια σφαίρα / από κείνες τις τελευταίες που δεν εξαγοράζονται». (Δ.Ν. Παπαδίτσας, Εντός παρενθέσεως).

[6] Βλ. και Γιάννης Δάλλας, Χρονοδείκτες, εκδ. Γαβριηλίδης, 2004, σ.92.

[7] Πρβλ το TheHollowmen(ασήμαντοι άνθρωποι) του T.S. Eliot αλλά και τα Τέσσερα Κουαρτέτα: «στεφανωμένα με σκόνη τα φτωχά πλάσματα».

[8] Για το συγκεκριμένο ζήτημα, των αφηγηματικών πλοκών και των μεταφορικών προτάσεων βλ και PaulRicoeur, Περί ερμηνείας, εκδ. Έρασμος, 2η έκδοση, 2008.

[9] Στις διαρκώς ανανεώσιμες εκδοχές της.

[10] Γιάννης Δάλλας, Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη, εκδ. Γαβριηλίδης, 2008, σ.27.

[11] Απ’ τον πυελογεννητικό σωλήνα.

[12] Σε μια από τις μεγαλύτερες πρωτοτυπίες της νεοελληνικής σκέψης, σύμφωνα με τον G. Saunier, «ο δημοτικός ποιητής αγνοεί τελείως το προπατορικό αμάρτημα και δεν γνωρίζει καμία μεταθανάτια ελπίδα». Έτσι, εμφανίζεται ξένη προς τη νεοελληνική σκέψη η διδασκαλία του χριστιανισμού. Βλ. GuySaunier, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Τα μοιρολόγια, εκδ. Νεφέλη, 1999, σ.23, και Ευαγγελή Αρ. Ντάτση, «Η πολιτική δυναμική των πολιτισμικών αξιών», Η ποιητική του λαϊκού πολιτισμού, εκδ. Βιβλιόραμα, 2004, σ. 116. Η MargaretAlexiou στο TherituallamentinGreektradition(CambridgeUniversityPress, 1974), μελετά την ιστορία του θρήνου των νεκρών από τον Όμηρο μέχρι τις μέρες μας και τα συμπεράσματα της είναι σύμφωνα με τα παραπάνω.

[13] Βλ. Τάσος Αρβανιτάκης, Πλάτων, Περί της κινήσεως, εκδ. Ζήτρος, 2000, σ.330.

[14] «Α, μα αυτοί [οι εραστές] μόνο που κρύβουν ο ένας απ’ τον άλλον τη μοίρα τους!», Ρ.Μ. Ρίλκε, Οι ελεγείες του Ντουίνο, μτφρ, Δ. Γκότσης, εκδ. Αρμός, 2000, σ.28.

[15] Απόκρημνες, απότομες.

[16] Με την έννοια του Vorstehen(να στέκεσαι μπροστά) του Μ. Χάιντεγγερ, στην οντολογική του σημασία. Επίσης, διαβάζουμε στο έργο του Γιάννη Δάλλα, Από την ύπαρξη στη συνύπαρξη: «Για την αυθεντική [με την χαιγντεγγεριανή σημασία υποθέτω] ύπαρξη ποτέ δεν υπάρχει παγίωση. Δεν υπάρχει συμβατική επιβίωση, παρατεταμένη μακροημέρευση, φυσικός μαρασμός και τέλος ο θάνατος. Υπάρχει, κάθε στιγμή, η διαθεσιμότητα της για επανύπαρξη. Και επανύπαρξη δεν σημαίνει εξέλιξη της αρχικής της μορφής. Δεν σημαίνει διαφοροποίηση του εγώ της απέναντι στην πραγματικότητα. Σημαίνει κυριολεκτικά αναγέννηση της μέσα στα πράγματα.», (εκδ. Γαβριηλίδης, 2008, σ. 29).

[17] Βλ. PaulRicoeur, Περί ερμηνείας, εκδ. Έρασμος, 2η έκδοση, 2008, σ. 34.

[18] Ό.π. σ. 36.

[19] Βλ, τη Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ, όπου το έχει ήδη δείξει, αλλά και τον Φρόυντ που εξάγει το συμπέρασμα πως δεν υπάρχει συναισθηματική εμπειρία τόσο βαθιά θαμμένη, τόσο κρυμμένη ή τόσο διεστραμμένη ώστε να μην μπορεί να φτάσει στη σαφήνεια της γλώσσας και έτσι να αποκαλυφθεί με την ιδιαίτερη έννοια της, χάρη στην πρόσβαση της επιθυμίας στη σφαίρα της γλώσσας. «Η ψυχανάλυση, ως θεραπεία μέσω της ομιλίας, βασίζεται σ’ αυτήν ακριβώς την υπόθεση, στην υπόθεση της πρωταρχικής εγγύτητας της επιθυμίας του λόγου», βλ. ό.π. σ. 37.

[20] «απ’ το μπλέ της Νικόπολης και την ώχρα του δεσποτάτου μου / και με κάτι εναέτια και ψηφίδες απ’ την αλεξανδρινή μου θητεία // Από καταποντισμένες πατρίδες το ύφος μου», Γιάννης Δάλλας, Χρονοδείκτες, εκδ. Γαβριηλίδης, 2004, σ. 95.

[21] Βλ. Γιάννης Δάλλας, Οι εφτά πληγές.


Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Απριλίου 2011