https://www.youtube.com/watch?v=uY9IRi0Omvs
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΔΙΑΒΑΖΩ 2012 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ 16 5 2012 ΜΕΓΑΡΟ ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΑΝΟΥ
Α. Η ποίηση
Τη στρατευμένη ποίηση υπηρέτησε ο Γιάννης Νεγρεπόντης και ο Θωμάς Γκόρπας, ενώ ο Λουκάς Κούσουλας (1927), φιλόλογος, δίνει μια χαμηλόφωνη ποίηση, στοχαστική που, όπως γράφει ο κριτικός Αλέξης Ζήρας, ξεκίνησε από το λυρισμό του Γιώργου Σεφέρη και είχε εμφανείς σταθμούς το διάλογο με τον Καρυωτάκη, τον Καβάφη και τους αρχαίους δραματουργούς.
Λουκάς Κούσουλας
Γεννήθηκε το 1929 στο χωριό Πολύδροσο (Σουβάλα) της Παρνασσίδας.
Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εργάστηκε ως καθηγητής και σχολικός Σύμβουλος στη Μέση Εκπαίδευση.
Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση και το φιλολογικό δοκίμιο.
Έργα του:
Ποίηση:
Σχηματο-ποίηση (1962), Σχηματοποίηση Β' (1964), Σχηματο-ποίηση Γ' (1965), Ανάβαση στη Φτερόλακκα και αλλού (1975), Παραλλαγές σε ξένα θέματα (1977), Νέα ποιήματα (1996).
Πεζά:
Το Βουνό (1982), Για τα μαύρα μάτια (1994).
Δοκίμια:
Μετά τα φιλολογικά (1983), Η άλλη όψη (1990), Ανθρώπους και κτήνη (1993). Μεταφράσεις:
Πλάτωνος, Ίων, Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι (Α'Β'Γ'Δ'.).
Λουκάς Κούσουλας
Λουκάς Κούσουλας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Λουκάς Κούσουλος (Ελληνικά) |
Γέννηση | 1929 Πολύδροσος Φωκίδας |
Θάνατος | 15 Μαΐου 2019 Αθήνα |
Εθνικότητα | Έλληνες |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά |
Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής φιλόλογος |
Εργοδότης | Το Βήμα Η Καθημερινή Νέα Εστία |
Ο Λουκάς Κούσουλας (1929–2019) ήταν Έλληνας ποιητής και φιλόλογος.
Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεννήθηκε το 1929 στην Πολύδροσο Φωκίδας και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως στη μέση εκπαίδευση ως καθηγητής, γυμνασιάρχης και σχολικός σύμβουλος.
Η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία ξεκίνησε το 1954 με τη δημοσίευση ποιημάτων του στο περιοδικό Νέα Πορεία της Θεσσαλονίκης. Έπειτα συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Το Βήμα και Η Καθημερινή καθώς και μεταξύ άλλων με τα περιοδικά Νέα Εστία, Η Λέξη, Το Δέντρο και Πλανόδιον.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Πέθανε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2019.[1][2][3]
Εργογραφία
- Ποίηση
- Σχηματοποίηση, 1962
- Σχηματοποίηση Β΄, 1963
- Ανάβαση στη Φτερόλακα, 1975
- Παραλλαγές σε ξένα θέματα, 1977
- Νέα Ποιήματα, 1996
- Πεζογραφία
- Το βουνό, 1982
- Για τα μαύρα μάτια, 1994
- Το βουνό, 2004
- Δοκίμια
- Μετά τα φιλολογικά, 1984
- Η άλλη όψη, 1990
- Φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον, 1992
- Ανθρώπους και κτήνη, 1993
- Ιστορίες ποιημάτων κι ένα γράμμα, 1996
- Ο Μακρυγιάννης και το σκάνταλο, 2005
- Μεταφράσεις
- Πλάτωνος Ίων, 1983
- Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, 4 τόμ. 1994-96
- Πλάτωνος Αλκιβιάδης, 2001
Παραπομπές
- ↑ «Κούσουλας, Λουκάς (Σουβάλα Παρνασσίδας, 1929)». Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό. 5. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. Ανακτήθηκε στις 2020-05-26.
- ↑ «.:BiblioNet : Κούσουλας, Λουκάς, 1929-2019». www.biblionet.gr. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2020.
- ↑ «Πέθανε ο ποιητής Λουκάς Κούσουλας». Το Βήμα. 2019-05-16. Ανακτήθηκε στις 2020-05-26.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Λουκάς Κούσουλας στον Πανδέκτη, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
- Λουκάς Κούσουλας στη σελίδα της Εταιρείας Συγγραφέων


Ελλάδα
Ο Λουκάς Κούσουλας γεννήθηκε στη Σουβάλα (Πολύδροσο) του Παρνασσού το 1929.
Υπηρέτησε στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση, ως καθηγητής, γυμνασιάρχης και σχολικός
σύμβου
λος.
Παρουσιάστηκε στα γράμματα το 1955 με ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό
τηςΘεσσαλονίκης "Νέα πορεία".
Έχει δημοσιεύσει: οχτώ ποιητικές συλλογές (δύο συγκεντρωτικές εκδόσεις, "Σχηματο
ποίηση", Καστανιώτης 1984 και "Τα ποιήματα", Δόμος 2003)· τα πεζογραφήματα
"Το βουνό", Εστία 2003 και "Τα μαύρα μάτια", Νεφέλη 1994·
τα δοκίμια λογοτεχνικής κριτικής "Μετά τα φιλολογικά", Καστανιώτης 1983, "Η άλλη
όψη", Λωτός 1990, "Ανθρώπους και κτήνη...", Νεφέλη 1993, "Ιστορίες ποιημάτων κι ένα
γράμμα", Γνώση 1996, "Φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον", Δόμος 1992,
"Ο Μακρυγιάννης και το σκάνταλο", Νεφέλη 2005· μεταφράσεις αρχαίων συγγραφέων,
Πλάτωνος, "Ίων", Καστανιώτης 1993, Πλουτάρχου "Βίοι παράλληλοι", τ. Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄,
Νεφέλη 1994-1996, Πλουτάρχου "Βίοι παράλληλοι", Πατάκης 1999, Πλάτωνος
"Αλκιβιάδης" Α΄ και Β΄, Πόλις 2001.
Συνεργάστηκε στις εφημερίδες "Το Βήμα" και "Η Καθημερινή" καθώς και στα περιοδι
κά "Νέα Εστία", "Η Λέξη", "Το Δέντρο", "Πλανόδιον", κ.ά.
Έφυγε από τη ζωή στις 15 Μαΐου 2019, σε ηλικία 90 ετών.

https://tvxs.gr/news/politismos/pethane-o-poiitis-loykas-koysoylas
Τον θάνατο του συγγραφέα, ποιητή και φιλολόγου, ιδρυτικού μέλους της Λουκά Κούσουλα ανακοίνωσε η Εταιρεία Συγγραφέων. Ήταν 90 ετών.
Για τον θάνατο του Λουκά Κούσουλα η Εταιρεία Συγγραφέων σε ανακοίνωσή της σημειώνει: «Βαθιά καλλιεργημένος και ευφυής, ο Λουκάς Κούσουλας εμφανίστηκε στον χώρο της ποίησης τη δεκαετία του 1950 και από τότε ποτέ δεν έπαψε να παρεμβαίνει με τον παιγνιώδη και αντισυμβατικό του λόγο και με δοκίμια, ποιήματα και διηγήματα, στη σύγχρονη λογοτεχνική ζωή του τόπου.
Μακριά πάντα από τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά βαθιά βυθισμένος στις λογοτεχνικές αναζητήσεις, δίδαξε κυριολεκτικά και μεταφορικά, τη γλώσσα αλλά και την ανατροπή της σε μαθητές και φιλολόγους (μεταξύ άλλων και ως καθηγητής στην επιμόρφωση φιλολόγων). “Εγώ ό,τι έμαθα και ό,τι γράφω το έμαθα διαβάζοντας συναδέλφους λογοτέχνες”, όπως δήλωνε ο ίδιος, μην παραλείποντας να τονίζει πόσο σημαντική είναι η αίσθηση του χιούμορ στη φιλολογία, αλλά και στην αντίληψη της ζωής, εν γένει.
Στους οικείους του εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια και τη συμπαράστασή μας».
Λουκάς Κούσουλας: «Στην κάθε γλυκύτητα είναι μια ορισμένη, δική της ρώμη...»

Λουκάς Κούσουλας, Ενθύμιον [Εκλογή από τα ποιήματα], Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010, σελ. 123
Λουκάς Κούσουλας, Και μόνος και μετά πολλών [Κύκλος Γ’], Γαβριηλίδης, Αθήνα 2011, 197 σελ.
Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, ο Λουκάς Κούσουλας, που πέθανε στις 15 Μαΐου 2019 και κηδεύτηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σουβάλα (Πολύδροσο) του Παρνασσού, ήταν μια ξεχωριστή παρουσία στα ελληνικά γράμματα.
Τα δυο βιβλία του, που περιέχουν επιλογή από τα ποιήματά του και σημαντικά δοκίμια τον φανερώνουν σε όλη την πνευματική παρουσία του.
Έγραψε μακροσκελή ποιήματα-σπουδές, αφηγηματικά, σχολιαστικά, επίμονα και εξόφθαλμα «διακειμενικά», που παλαντζάρουν πλάι πλάι με τα ολιγόλογα δοκίμια του Λουκά Κούσουλα που, από την πλευρά τους, σχεδόν τραγουδιστά, επιχειρηματολογούν.
Την ιδιαιτερότητά του επισήμαινε η Μαρία Τοπάλη, σε ένα κείμενο γι’ αυτόν που δημοσίευσε το μακρινό 2011.
«Δεν έπαψα στιγμή να αναρωτιέμαι πώς προκύπτει ένας άνθρωπος τόσο χαριτωμένος στη ζωή και στην ποίηση», λέει σήμερα η Μαρία Τοπάλη. «Χρυσός κάθε κουβέντα που μοιράστηκα μαζί του. Θα τον κρατήσουμε με τα βιβλία κοντά μας».
Έχει άραγε προγόνους στην ελληνική ποίηση τούτη η προσπάθεια, που φτάνει τώρα στην ωριμότητα; Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 4 του Books’ Journal, Φεβρουάριος 2011.
Θα συζητήσουμε εδώ την περίπτωση του ποιητή και δοκιμιογράφου Λουκά Κούσουλα (1929) με αφορμή δυο «αταίριαστα», εκ πρώτης όψεως, βιβλία: το πρόσφατο, αφ’ ενός, Ενθύμιον (επιλογή από το σύνολο του ποιητικού έργου του που ξεκινά το 1962 με τη Σχηματοποίηση φθάνοντας, μέχρι στιγμής, στο 2008 με Το φεγγάρι του Υμηττού)·
το υπό έκδοση, αφ’ ετέρου, τρίτο μέρος των μινιμαλιστικών, ιδιόρρυθμων ύστερων δοκιμίων του, που ξεκίνησαν μόλις το 2009 με το Και μόνος και μετά πολλών ή όπως-όπως, συνεχίστηκαν ραγδαία το 2010 με τον –περίπου ομώνυμο– Β’ Κύκλο ενώ αναμένεται ο υπό συζήτηση Κύκλος Γ’ μέσα στην άνοιξη του 2011.
Στο Ενθύμιον επιλέγονται 70 ποιήματα από ένα σύνολο 212, αν έχουμε σωστά μετρήσει όσα περιλαμβάνονται στον συγκεντρωτικό τόμο (Τα Ποιήματα, 1962-2002, Δόμος 2003) συν την πρόσφατη συλλογή τού 2008.
Εκλογή από τα ποιήματα ολόκληρης ζωής καθώς ξεκινούν πενήντα χρόνια πίσω προδιαθέτει, φυσικά, για μια στάση σύνοψης, για έναν παραπάνω βαθμό πύκνωσης. η συνέχεια, από την άλλη, αυτών των μάλλον απρόσμενων, των πρόσφατα αρχινισμένων δοκιμιακών θραυσμάτων, που συνιστούν εργασία οπωσδήποτε καινοτόμο, με ανατρεπτικές διαθέσεις και διαστάσεις –έχοντας μάλιστα προηγηθεί η συγκεντρωτική έκδοση των «καθαυτό» κριτικών δοκιμίων του (Μετά τα φιλολογικά, Νεφέλη, 2006)– παραπέμπει σε ερωτηματικά, σε πειραματισμούς, σε αμφισβήτηση.
Ανοίγει ορίζοντες, μάλλον, παρά κατασταλάζει σε πεπατημένη. κατά τούτο, λοιπόν, «αταίριαστα» τα δυο βιβλία που συζητούμε. το ένα τελειώνει· το άλλο… μαρσάρει.
Το πράγμα, ωστόσο, έχει κάπως διαφορετικά. τα πρόσφατα δοκίμια του Κούσουλα που, αν μας επιτρεπόταν ο γλωσσικός αυθορμητισμός, ευχαρίστως θα τα χαρακτηρίζαμε «φευγάτα» (ενώ και με κάθε σοβαρότητα θα αποκαλούνταν «ποιητικά» δοκίμια), αποτελούν την ακριβώς άλλη όψη της κατασταλαγμένης «δοκιμιακής» ποίησής του. ας πάρουμε παραδείγματα κι από τα δυο βιβλία ώστε να φανεί, καλύτερα ίσως έτσι παρά επιχειρηματολογώντας, του λόγου το αληθές. Ένα («φευγάτο») δοκίμιο πρώτα, από το υπό έκδοση τομίδιο:
Στο ταξίδι για τα Κύθηρα, στον μακρινό δρόμο του, κι όσον μακρύτερο τόσο καλύτερα, παράκαμψη την παράκαμψη, παρέκβαση την παρέκβαση, κάνε στάση στη Μέσα Μάνη, στον Άϊ-Νικόλα, παλιά Σελινίτσα. Στη μικρή γλώσσα γης δεξιά τω εισερχομένω, ξάνοιξε μπρος σου τα σπίτια του γιαλού κι ανάμεσα το λιμανάκι με τις ψαρόβαρκες. Ενωτίσου βαθιά τα φάλτσα της μεθύουσας συντροφιάς – δε θα την ξαναβρείς στις δόξες της! Συνέχισε, απόγευμα, για τον πάγκο του Πύργου, αντίκρυ στον ήλιο που βασιλεύει και τέρμα. – Όχι ακόμα! Δ ε ν ε ί ν α ι ώ ρ α! Λείπεται η οπτασία στο ταβερνάκι κι ο γυρισμός: τα Κύθηρα έχουν ήδη πάρει το κατόπι σου κι ακολουθούν… («τα Κύθηρα»)
Διακρίνεται καθαρά η προδιάθεση του γράφοντος, ορίζοντας τον τρόπο. Συγκινημένη και παιγνιώδης. Μια στο συναίσθημα και μια στην κρίση. Λίγη αφήγηση και λίγο μέλος. Ελλειπτικά, όχι από λόξυγκα μανιέρας, μα για να δυναμώσει η ένταση, να φανεί το αναγκαίο.
Όπως και στα δυο προηγούμενα τομίδια του Και μόνος και μετά πολλών… ο Κούσουλας κάνει εδώ με τη γλώσσα –πότε αναλογιζόμενος ένα συμβάν, πότε ξεφυλλίζοντας νοερά έναν «κλασικό», πότε και τα δυο– κάτι ανάλογο με τον μουσικό που κουρδίζει, δοκιμάζει· τραγουδά λιγάκι συνοδεύοντας με την κιθάρα, λέει μια κουβέντα σε κάποιον (που δεν τον βλέπουμε σε πρώτο, ούτε καν σε δεύτερο πλάνο), ξανακουρδίζει, ανάβει τσιγάρο· τραγουδά λιγάκι πάλι και σταματά απότομα, σαν να μπήκε πια εντελώς μέσα στη μουσική του και εκεί πλέον σβήστηκε. Ο αναγνώστης επέχει θέση λαθραίου κοινού σε μια ανεπίσημη πρόβα που επέχει, με τη σειρά της, θέση «περφόρμανς». Γιατί ο καλλιτέχνης είναι, στην περίπτωση του Κούσουλα, οπωσδήποτε μόνος και λιγάκι μακρινός.
Η γλώσσα είναι όργανο στα χέρια του ή γάτα στα πόδια του· δεν είναι κάτι που το μοιράζεται ευθέως μαζί μας. Απλώς μας επιτρέπει να τον παρακολουθήσουμε, από απόσταση. Είναι αφημένος στις στιγμές του μαζί της με κάθε φυσικότητα κι εμπιστοσύνη, όπως αφήνεται κανείς να τον πάνε τα πόδια «από μόνα τους» σε γνώριμη, αγαπημένη διαδρομή, που επιφυλάσσει κάτι διαφορετικό κάθε φορά.
Γράφει, ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο, όπως ακριβώς ξεφυλλίζει κανείς το βιβλίο: άλλοτε ανάλαφρα κι αφηρημένα, άλλοτε με ξαφνικές καταδύσεις που διακόπτονται απότομα, όπως άρχισαν.
Ας δούμε, όμως, και το οφειλόμενο δείγμα από την κατηγορία των ποιημάτων. Διαλέγουμε, αντί όλων των άλλων, ένα πρόσφατο, από τη συλλογή του 2008, που συμπεριλήφθηκε στο Ενθύμιον, υπό τον εύγλωττο τίτλο «η ανάρρωση»:
Εσηκώθην, αισθανθείς ρώμην τινά
...βλέπων πόσον η ζωή ήτο γλυκεία.
ΤΑ ΡΟΔΙΝ’ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ
Αυτό το αναπάντεχο.
Όχι που είχα τελικά σηκωθεί
-οπωσδήποτε και γι’ αυτό-
αλλά για τη ζωή
που ήτο τόσον γλυκεία.
ούτε όμως μόνο γι’ αυτό.
Ήταν η ειδική αυτή γλυκύτητα
που χρειάστηκε
ρώμην τινά να φανερωθεί
-αλλά μόνον αυτή! Ρώμην
ούτε τόσο μεγάλη ούτε τόσο μικρή.
(Στην κάθε γλυκύτητα
είναι μια ορισμένη, δική της
ρώμη που αντιστοιχεί).
Και ήταν
η χειροπιαστή αυτή τώρα
– γλυκύτητα
ώς τα κατάβαθα.
Που είχα ανέκαθεν την ιδέα της
–κάνε την είχε ερωτικά
ποιήσει ο λογισμός μου
καν τ’ όνειρο–
την είχα όμως ξεχάσει.
Είχε λείψει η σχετική ρώμη.
και ήταν πάλι παρούσα
τώρα εδώ
το πρόσωπό της
ακουμπισμένο στον ώμο μου.
«Στην κάθε γλυκύτητα / είναι μια ορισμένη, δική της / ρώμη που αντιστοιχεί».
Στην καρδιά του ποιήματος, χωρίζοντάς το με το τρίστιχο αυτό σε δυο ίσες εντεκάδες στίχων, ο Λουκάς Κούσουλας βάζει μια παρένθεση για να ανεβάσει έτσι, παρενθετικά, κατά έναν ακόμη τόνο, το διακειμενικό του σχόλιο στον Παπαδιαμάντη.
Καρφώνει εκεί, σ’ αυτό το δεινό σχόλιο, τη ρυθμική και τη φιλοσοφική καρδιά του ποιήματος. Ενώ δηλαδή θα περίμενε κανείς ένα «ειρήσθω εν παρόδω», ο Κούσουλας, κι αυτό είναι κάτι που τον χαρακτηρίζει, επιτελεί την κορύφωση με τον λοξό αυτό τρόπο.
Όσο γίνεται πιο ελαφρά, λιγότερο δραματικά: «στο όριο θραύσεως πάνω στο τσακ», όπως σημειώνει σε ένα άλλο, αντιπροσωπευτικό του τρόπου του παλαιότερο ποίημα (το ποίημα-σχόλιο στο στίχο του δημοτικού τραγουδιού Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα λυγίσει ο κλώνος – από το κεφάλαιο «μεταμορφώσεις»).
Δεν πρόκειται εδώ για τον οικείο στους ποιητές που αποκλήθηκαν «μεταπολεμικοί» (κατηγοριοποίηση, αλλωστε, με φθίνουσα χρησιμότητα όσο εμβαθύνει κανείς στα κυρίως ποιητικά ζητήματα) «χαμηλό τόνο» – μολονότι ο Κούσουλας θητεύει αναμφισβήτητα και στη σχολή αυτή. τον χαμηλό τόνο και τη λιτότητα των «μεταπολεμικών» υπηρετεί χαρακτηριστικά στα πρώτα ποιήματά του.
Πρόκειται για συνθήκη ευδιάκριτη και σε κάμποσα ποιήματα που διατηρούνται στο Ενθύμιον, χαρακτηριζόμενο, κατά τούτο, ως ανθολόγηση, από φιλολογική και αυτοκριτική συνέπεια. Υπάρχει όμως κάτι περισσότερο. Αυτό ακριβώς το περισσότερο και το ιδιαίτερο που με προγραμματική προσήλωση και επιτυχία καλλιεργεί μεν εξ αρχής ο Κούσουλας, το φτάνει, ωστόσο σε πλήρη εξέλιξη μόνο στην όψιμη ποίησή του, οδηγούμενος με αυτήν, όπως και άλλοτε έχουμε επισημάνει, στην καρδιά της μεταμοντέρνας «κατάστασης». μακροσκελή ποιήματα-σπουδές, αφηγηματικά, σχολιαστικά, επίμονα και εξόφθαλμα «διακειμενικά» παλαντζάρουν λοιπόν πλάι πλάι με τα ολιγόλογα δοκίμια που, από την πλευρά τους, σχεδόν τραγουδιστά, επιχειρηματολογούν.
ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΣ
Έχει άραγε προγόνους στην ελληνική ποίηση τούτη η προσπάθεια, που φτάνει τώρα στην ωριμότητα; Ποια είναι, μ’ άλλα λόγια, η γενεαλογία της; νομίζουμε πως ο Κούσουλας ακολουθεί μια πορεία αρκετά μοναχική, χωρίς σαφές προηγούμενο, και γι’ αυτό ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. μοιάζει να προσεγγίζει περίπου ξαφνικά, σε ένα όψιμο δημιουργικό ξέσπασμα, τις πιο σύγχρονες αναζητήσεις εκκινώντας από τα σπλάχνα της παράδοσης, ως καλός κλασικός φιλόλογος που είναι, αλλά και υπερβαίνοντας ένα ρήγμα. τι μεσολάβησε λοιπόν από τους χαμηλούς τόνους αλλά και το ρητό ύφος των πρώτων μεταπολεμικών, που αποτέλεσαν το λίκνο του, μέχρι τη «νέα» ποίηση, της δεκαετίας του 1990 και του 2000, τη «δοκιμιακή», την ευαίσθητα αναστοχαστική, με την οποία εμφανώς συγγενεύει; αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση – το βέβαιο πάντως είναι πως μεσολάβησαν κάποιες δεκαετίες που «γέμισαν», μεταξύ άλλων, και με διάσημες ποιητικές σιωπές.
Σε αυτές θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η εικοσαετής ποιητική σιωπή του ίδιου του Κούσουλα (1975-1995).
Ίσως το άλμα που επιτυγχάνεται, κατόπιν, να οφείλεται με κάποιον τρόπο σε αυτήν ακριβώς την προέλευση και τη διαδρομή.
Από τα γερά, δηλαδή, τα πλούσια ορυκτά της μεγάλης γλωσσικής παράδοσης (από τα αρχαία χρόνια φτάνει, πολύ σχηματικά, μέχρι τη γενιά του ’30), με καλή χρήση του μοντερνιστικού οπλοστασίου και του χαμηλού τόνου που επέβαλαν
οι μεταπολεμικοί καιροί στους ευαίσθητους και πολιτικοποιημένους δέκτες (ας μην ξεχνάμε τούτη την αλληλεπίδραση πολιτικής και ύφους: εκτός από τον Ρίτσο υπήρξε, μ’ άλλα λόγια, και ο Αναγνωστάκης…) ο Κούσουλας συνειδητοποιεί, μετά τις πρώτες δοκιμές, την απότομη και βαθιά μεταβολή των συνθηκών που συντελείται. Υποτάσσεται σε αυτήν; Της επιτρέπει να τον εμποτίσει;
Η ποίηση τα ζητάει κάτι τέτοια ρίσκα, κάτι τέτοιες θυσίες, περισσότερο, καμιά φορά, από το «αυτονόητο» της «ανάγκης για έκφραση». κατά το δικό μας, τουλάχιστον, γούστο.
Οι σελίδες που κρατάμε τώρα στα χέρια μας ωρίμασαν μέσα σε εκείνη τη γόνιμη σιωπή. ας επιχειρήσουμε να επανέλθουμε στο «αταίριαστο» δίπολο της αρχής και να το συνταιριάσουμε με την όποια επίγνωση μεσολάβησε. ως συνδετικό υλικό προτείνουμε τα
«τρία ποιήματα για τη δεύτερη πατρίδα», που χρονολογούνται από το 2005 ώς το 2008. η κατάφαση της πραγματικότητας της Αγίας Παρασκευής, του μεσο-αστικού τοπίου, των ηθών και των λεπτομερειών του, αποτελεί χτύπημα διπλό: εναντίον, αφ’ ενός, του διαρκώς υφέρποντος νεοελληνικού νεορομαντισμού, υπέρ, αφ’ ετέρου, της ποιητικότητας αυτών, των πραγματικών, ελληνικών, τωρινών συμφραζομένων μας. η δεύτερη πατρίδα μας είναι μια Αγία Παρασκευή, διαθέτει καμιά φορά ωραιότατο φεγγάρι (δεν είναι ντροπή να το ευχαριστιόμαστε), γλυκόφωνα κοτσύφια, καλοχτισμένα διαμερίσματα, πλατείες, πράσινο και παιδικές χαρές.
Με τον ανακουφιστικό τούτο ρεαλισμό που, επειδή είναι μεταμοντέρνος δεν αισθάνεται καμιά ανάγκη για σκληρότητα, συνθήματα, ιαχές, σπασμένα μπουκάλια και μολότοφ (μεταφορικά εννοούμενα) έρχονται να συμπλεύσουν τα μινιμαλιστικά δοκίμια. Δείχνοντας, με τη σειρά τους, ότι η ανάγνωση και η γραφή είναι διαδικασίες και αυτονόμησης και αυτοπραγμάτωσης (ο Στάινερ του προηγούμενου τεύχους του ανά χείρας εντύπου θα δήλωνε ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την προσέγγιση που επιφυλάσσει ο Κούσουλας στα κείμενα των μεγάλων κλασικών).
Υπακούουν, κατά συνέπεια, τα μικρά δοκίμια και τα ποιήματα, στα κέφια και στις ορέξεις, στις δυνατότητες και στη συγκυρία, στο χιούμορ και στη συγκίνηση. Δεν υπηρετούν, ευτυχώς, κανέναν «ιερό» σκοπό, δηλωμένο ή άδηλο. ο Κούσουλας μας δείχνει πώς οι σελίδες των άλλων γίνονται δημιουργικά δικές του, όπως και κάθε περιστατικό του βίου του που δημιουργικά, επίσης, διαπλάθει ανακαλώντας το στη γλώσσα. μαρτυρία απόλαυσης και χειραφέτησης, συγγραφικής και αναγνωστικής.
Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: Για τον Λουκά Κούσουλα
Άγγελος Αγγελόπουλος -
Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΑΝΝΗ
Σήμερα πήγα στην πλατεία του Αϊ- Γιάννη, στην καφετέρια που σύχναζε ο ποιητής. Στην πλατεία του ποιητή της γειτονιάς, έτσι έλεγε για τον Λουκά ο φίλος του ο Βαγγέλης. Βάδισα σχεδόν τον ίδιο δρόμο. Αυτόν που έπαιρνε γυρίζοντας στο σπίτι του, στην οδό Ζεφύρων.
Όλα τα σημεία στον χώρο μού θύμιζαν την παρουσία του. Τα δένδρα στην πλατεία, όταν σήκωνε το βλέμμα του. Το αργό βάδισμά του κρατώντας το μπαστούνι του. Το παγκάκι που καθόταν για να ξεκουραστεί, όταν έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Τα σκαλοπάτια με τα γκράφιτι έτσι όπως φαίνονται σε μια συνέντευξή του στην «Καθημερινή».
Τι μπορεί να έχει διαφορετικό αυτή η πλατεία, σκέφτομαι, αν δεν ξέρεις ότι από ‘δω περνούσε και εμπνεόταν ένας ποιητής που έγραψε: «…. γίνεται φαντάζομαι φανερό ποιά μάτια δε βλέπουν, αδύνατον δηλαδή να δουν, τόπον- ενδοξότερον τελικά; -από τούτο το αλωνάκι• την καθημερινή πλατεία του Αϊ-Γιάννη…… ».
Τόσοι άνθρωποι κάθε μέρα διέρχονται βιαστικοί, έχοντας στο μυαλό τους τα δικά τους στενά θέματα, μα κανείς δεν είναι σε θέση να δει αυτό που έβλεπε ο ποιητής που ένωνε τον χώρο αυτό με όλο τον κόσμο κι έκανε τον χρόνο από το παρελθόν να τριγυρίζει σ΄ αυτή την πλατεία.
Ποια μυστικά έκρυβαν αυτά τα δένδρα και τα πουλιά κι ο Υμηττός πιο πέρα, που τον έφερναν πιο κοντά στο δικό του χωριό, στη Σουβάλα του Παρνασσού, εκεί που γεννήθηκε κι έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, αναρωτιέμαι.
Ήταν το 2016 όταν ένας από τους φίλους του μου μίλησε για τον ποιητή και μου χάρισε το βιβλίο του «Και μόνος και μετά πολλών». Από τότε και για τρία χρόνια πάντα προσπαθούσα να τον συναντήσω και να μιλήσω μαζί του.
Έπαιρνα σχεδόν κάθε βδομάδα τον δρόμο για την Αγ. Παρασκευή και βαδίζοντας στα όρια του Υμηττού έφτανα στη μικρή πλατεία. Δεν ήταν μόνο δρόμος αναψυχής και σωματικής άσκησης, αλλά μαζί με την επιστροφή στη συνέχεια, ήταν και δρόμος στοχασμών πριν και μετά τη συνάντηση που, αν είχες ανοιχτά μάτια και αισθήσεις, μπορούσες να καταλάβεις περισσότερα και να διδαχθείς από αυτά που δεν φαίνονταν σε πρώτο επίπεδο.
Τρία τέταρτα της ώρας έκανα για να φτάσω από το σπίτι μου στην καφετέρια- στέκι και όταν έφτανα τον έβλεπα πότε μόνο του σκυμμένο σε ένα βιβλίο και πότε άλλες φορές με την παρέα του να μιλάει για κάποιο λογοτεχνικό θέμα.
Εκεί γνώρισα τους τακτικούς του φίλους, άλλους ποιητές και λογοτέχνες, που τον επισκέπτονταν μια φορά την εβδομάδα και κάποιους άλλους που έρχονταν εκτάκτως. Όλοι τους λάτρεις της λογοτεχνίας, μα το κεντρικό πρόσωπο ήταν πάντα ο Λουκάς Κούσουλας. Γιατί δεν ήταν μόνο η ευφυία το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του. Ήταν το σκωπτικό του χιούμορ και η κρυφή ειρωνεία του ύφους του που σε έκαναν να γελάς και ταυτόχρονα να προβληματίζεσαι.
Είχε κάτι ξεχωριστό πάνω του που τον έκανε ελκυστικό σε ό,τι έλεγε. Γιατί δεν ήταν μόνο πολυμαθής. Είχε έναν καλλιτεχνικό τρόπο να εκφράζεται και να αφηγείται, που σε έκανε να προσηλώνεσαι και να τον παρακολουθείς προσεκτικά για να μην χάσεις τίποτα από αυτά που σου μεταφέρει.
Κάποτε που βρεθήκαμε οι δυο μας του έδειξα ένα πολύ μικρό κείμενο που είχα γράψει και όταν το διάβασε μου είπε «Γράψε κάτι παραπάνω, καημένε!» με αυστηρό ύφος, χωρίς να χάνει κάτι από την ευγένειά του. Μα την επόμενη βδομάδα μου είπε ότι ξαναδιάβασε το κείμενο και του άρεσε, πως έστεκε και στο εξής να μην ρωτάω του άλλους αν τους αρέσει αλλά να κάνω και να γράφω αυτό που εμένα μου γουστάρει, ενώ χτύπαγε με ύφος αγέρωχο το χέρι του πάνω στο τραπέζι.
Ήταν δάσκαλος με όλη τη σημασία της λέξης. Δεν ήταν μόνο ποιητής, γιατί θαρρώ είχε μια τέτοια συγκρότηση που τον έβαζε στην πρώτη γραμμή της πνευματικής πρωτοπορίας, ακόμη και της πιο σύγχρονης εποχής στις μέρες μας.
Ο Λουκάς έφυγε τον Μάη του 2019 κι άφησε πίσω του πλούσιο λογοτεχνικό έργο. Διαβάζω και δεν ξεχνώ «Το βουνό» του και βλέπω στο κείμενο «Ένα ελάφι στον Παρνασσό» την ψυχή του ποιητή να φτερουγίζει στα βουνά και στα λαγκάδια, τον δάσκαλο που συνεχίζει να τραγουδά και πάντα να διδάσκει.
Το μήνυμα δεν έρχεται μόνο σαν ένα καλλιτεχνικό γεγονός, είναι μήνυμα που μας ενώνει με την μήτρα την ίδια που μας έχει γεννήσει. Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού φαίνεται ο τεχνίτης του λόγου, που ξέρει την πέτρα του να σμιλεύει.
Πηγή : www.paratiritis-news.gr [ https://www.paratiritis-news.gr/gnomes/loukas-kousoulas-kai-monos-kai-meta-pollon-v%CE%84-kyklos-ekd-gavriilidi-athina-2010/ ]
ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ, Λουκάς
Λουκάς ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ
«Όμηρος, “Α 43”» [1996]
Λουκάς Κούσουλας.1996. Νέα ποιήματα. Αθήνα: Δόμος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο Λουκάς Κούσουλας. 2003. Τα ποιήματα (1962–2002). Αθήνα: Δόμος.
Λουκάς ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ
«Όμηρος, “Τ 301–302”» [1996]
Λουκάς Κούσουλας.1996. Νέα ποιήματα. Αθήνα: Δόμος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο Λουκάς Κούσουλας. 2003. Τα ποιήματα (1962–2002). Αθήνα: Δόμος.
ΔΕΣ:http://elpenor.gr/index.php/2013-11-22-08-55-56/2013-11-22-09-01-17/40-2013-11-22-12-41-09 :
http://www.ekebi.gr/frontoffice/popup.asp?cpage=NODE&cnode=488&act=%CE%91%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7&page=10&magazine=%CE%A4%CE%BF+%CE%94%CE%AD%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF&category=&author=&title=&SearchOCR=&ord=author&p=132
Άρθρα | |||
Σελίδα | Κατηγορία | Συγγραφέας | Τίτλος |
Το Δέντρο - τχ. 19 (2-3/1981) | |||
123 | ΛΟΥΚΑΣ ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ | ΜΙΑ ΧΡΕΩΣΗ (ΠΟΙΗΜΑ) | |
Το Δέντρο - τχ. 48-49 (11-12/1989) | |||
157 | ΛΟΥΚΑΣ ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ | ΜΙΚΡΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ |
Εξηγημένα, του Λουκά Κούσουλα
Ε Ξ Η Γ Η Μ Ε Ν Α
του Λουκά Κούσουλα
Αν αύριο με σκοτώσει η τρέλα,
με το ίδιο της το χέρι αν με χαντακώσει,
σαν το σκυλί ή όπως αλλιώς
το νου σας όσοι αγαπάτε: δεν είναι λόγος
να παρηγορηθείτε αυτό γρηγορότερα,
πως ήταν ατύχημα ότι συμβαίνουν κάτι τέτοια,
ότι τι περιμένεις,
ούτε πάλι να το παρατραβάτε
πως πήγα χαράμι ο ακέρδευτος
και δωρεάν!
Όταν η τρέλα θα με σκοτώνει,
όταν θα πέφτω στο πανηγύρι της,
τελειώνω κανονικά.
Αυτή είναι η αλήθεια.
Όσο αν πάσχισα να το ξεχάσω,
όσες δηλώσεις αποκηρύξεως αν υπέγραψα
δεν κρύβεται άλλο: είμαι
του λογικού οπαδός,
κι εχθρός βαμμένος της τρέλας.
Δίκαια μ’ έχει βαλμένο στο μάτι
κι επόμενο είναι να με πετύχει.
Μαγική εικόνα
—Λουκάς Κούσουλας—
Βλέπεις αυτή
την προβατόσχημη πολυχρωμία,
το τοπίο της άνοιξης με τα πουλιά
και τα λουλούδια του; Είναι τόπος
εγκλήματος· κοίτα τα ίχνη,
το αίμα που το ξεπλένει
η έκτακτη βροχή στη χλόη…
Όλα οργανωμένα.
Τα Τέμπη
—Λουκάς Κούσουλας—
Σαν έχεις μπροστά σου τα Τέμπη,
σαν απαντέχεις τον παράδεισό τους,
κάθε άλλο
παρά που είναι προς θάνατο
να περάσεις το Δομοκό — κι ας είναι Ιούλιος,
και καταμεσήμερο,
κι ας καίονται όσο θέλουν οι καλαμιές,
κι ας πνίγουν ολόθυμο τον αγέρα
καπνιά και στάχτη.
Τέμπη είναι αυτά
κι αξίζουν ό,τι να πεις.
(Μόνο αν κατεβαίνεις από Θεσσαλονίκη
έρχονται όλα ανάποδα).
Η πολυτέλεια των παραθύρων
—Λουκάς Κούσουλας—
Το επιτρέπουν ή όχι οι περιστάσεις,
μακάρι και σε σωστό
στάβλο αναγκεμένος,
μα επί ξύλου κρεμάμενος,
αδύνατο πάντως να παραβλέψω
και… τα παράθυρα!
Κατασκευή σχήμα μέγεθος
— προπαντός: σε τι πάνω
ανοίγουν.
Τι λείπει
ή περισσεύει της Μαριορής
δεν είναι οι εχθροί
που θ’ αποφασίσουν!
Η ζωγραφιά του κόσμου
—Λουκάς Κούσουλας—
Η ζωγραφιά του κόσμου,
όπως και πάσα εξάλλου ζωγραφιά,
δεν είναι να βλέπεται
από κοντά.
Από κοντά, αχ,
σύγχυση μόνο είναι όλα
και σκοτεινιά.
Η ζωγραφιά του κόσμου,
παρά κάθε άλλη αυτή,
χρειάζεται απόσταση
να φανεί.
Χρειάζεται απόσταση, αλίμονο,
την κανονική
και που να βρεθεί.
Πού να βρεθεί που
εμπρός είναι το
βαθύ και πίσω
το ρέμα…
Λουκάς Κούσουλας, Τα Ποιήματα, (1962-2002), εκδόσεις Δόμος
Λουκάς Κούσουλας, από “Τα Ποιήματα”
ΛΟΥΚΑΣ ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ, Τ Α Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α, (1962-2002), εκδόσεις Δόμος
Σε κάθε Θρίαμβο
είμαι παρών˙ ανάμεσα
στους αιχμαλώτους.
Η ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Η ζωγραφιά του κόσμου,
όπως και πάσα εξάλλου ζωγραφιά,
δεν είναι να βλέπεται
από κοντά.
Από κοντά, αχ,
σύγχυση μόνο είναι όλα
και σκοτεινιά.
Η ζωγραφιά του κόσμου,
παρά κάθε άλλη αυτή,
χρειάζεται απόσταση
να φανεί.
Χρειάζεται απόσταση, αλίμονο,
την κανονική
και που να βρεθεί.
Πού να βρεθεί που
εμπρός είναι το
βαθύ και πίσω
το ρέμα…
ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ
…………………………………………………….
Τότε
–ήταν ακόμα καιρός–
κατέβηκε το φεγγάρι.
Φτερούγισε πάνω μου
σα να σημάδευε
το Δάχτυλο του Θεού.
Μου χάρισε μια λιγοστή
ζωή˙ όση αναπνέει
στα κοιμισμένα χρώματα,
στʼ αναπαυμένα δέντρα.
Μια ζωή στην ένταση του ονείρου
ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Καλοκαίρι μου
που είχα συνηθίσει το ρούχο σου
κι είχα τη θερμοκρασία σου στο κορμί μου,
είναι μακριά κιόλας το ακρογιάλι σου
και οι τελευταίοι μου φίλοι.
Παραδίνομαι, αντιστέκομαι
— είναι αργά πια˙ γλιστρά
το φθινόπωρο πάνω μου
τη μεγάλη του σκιά.
Κι είναι άβολες οι μικρές μέρες
σαν την καινούργια μου
φορεσιά,
κι όμορφες πάλι
και παράξενες
σαν τ΄ άγνωστα που αρμενίζουμε
νερά.
Κισμέτι δια να ιδώ τʼ αστεράκι
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
α΄
Ώρα αιχμής στο λεωφορείο,
και τα συνοδευτικά,
οχλαγωγία ταλαιπωρία ναυτία,
στο φόρτε τους ως το μακρινό τέρμα μου…
Με το ένα πόδι κατεβασμένο, σχεδόν μετέωρος,
εδέησε να βρεθώ στην ακτίνα του: χαίρε
αστεράκι! Τι ευτυχία!
β΄
Δε μ΄ έφεραν στο αδιάφορο σπίτι
παρά συνηθισμένες
δοσοληψίες.
Χτύπησα μηχανικά το κουδούνι
και, ώ της μεταμορφώσεως!
την πόρτα μου άνοιξε
σπιτιού τώρα πια,
ναού ή τ΄ ουρανού! τ΄ αστεράκι!
γ΄
Όχι ότι τα μάτια μου χάθηκαν
για τον απέραντο κόσμο.
Πολλού γε και δει να καταφρονήσω
την αδελφική πρασινάδα
και τα πουλιά.
Καθένας όμως με το κισμέτι του.
Το δικό μου ήταν αυτό: να ιδώ
τ΄ αστεράκι!
δ΄
Κάποτε είναι αλήθεια
μʼ αδράχνει μι αβάσταχτη όρεξη
να το φάω!
Να το καταβροχθίσω ακέριο ή
-έχει το νου του φαίνεται ο Θεός-
να το μεταλάβω καλύτερα
ψίχουλο ψίχουλο.
Και το ανάλογο συχώριο εννοείται…
ε΄
Το είδα να προβαίνει σε κορυφή.
Να χορεύει σε σκιές
ανάμεσα και φώτα.
Το είδα νʼ ακουμπά
και να χάνεται σε νερά.
Αστεράκι όμως να κοκκινίζει – όχι, όχι!
καλύτερα,
να μην είχα αξιωθεί
στ΄
Μα όπου και να βρεθώ πια˙ στο
δρόμο για τη δουλειά, στα
σύννεφα με τη χαρά, για
ψώνια στην αγορά, με
το θάνατο στην καρδιά,
στην άκρη στη μέση απάνω κάτω,
κισμέτι πια: να ιδώ
τ΄ αστεράκι.
Αφού δεν ελπίζω…
Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ
α΄
Θα πρέπει να έχουν όλα τελειώσει.
Δε γίνεται να συνεχίζει κανένας
αφού δεν ελπίζει—εκτός αν
βάνοντας μπρος από την αρχή
τον κατάλογο των ρημάτων
βρεθεί πάλι κανένα
πρόθυμο να πάρει αυτό πάνω του
καμιά νέα περιπέτεια.
β΄
Τι θα λέγαμε λόγου χάρη
ακολουθώντας τον γνωστό συνειρμό
για το αναπνέω—αποκομμένο από το ελπίζω!
Εφόσον ας πούμε αναπνέω,
σε τίποτα ψηλώματα κατά προτίμηση,
στο αεράκι της πατρίδας,
στώμεν καλώς.
γ΄
Και με άλλα όμως ρήματα
όλο και κάτι γίνεται.
Ξυπνώ, πχ., ντύνομαι περπατώ
-εις το δάσος όταν ο λύκος, ή αλλού…
(Για νʼ αφήσω τα μεγάλα κανόνια,
θιαμαίνομαι νοιάζομαι λαχταρώ…)
Είναι δηλαδή πρώτο το ελπίζω,
θα κάμουμε όμως και χωρίς αυτό.
Εις το ερχόμενον, εάν μου φθάση η ζωή
και η τύχη μου δώσει αρκετήν ησυχίαν,
θέλω (…) προβάλειν στίχους.
ΚΑΛΒΟΣ, Επισημείωσις στις Ωδές
Και οι μεν στίχοι
δε φάνηκαν πουθενά..
Όσοι όμως δύνονται,
έξω από ποιήματα και διαβάζουν
τα σκοτεινά σχέδια μιας ζωής
που γέρασε χωρίς να λάβει αρκετή ησυχία,
φαντάζονται : τι φοβερό
βόδι μάγγωσε τη φωνή του.
……………………………………..
Ξανά οι φαντασίες.
Φαντασίες υποθέσεις και ρεμβασμοί.
Μην ήταν καλύτερα έτσι; Που έδωσε
μια κι έξω το δικό του ρεκόρ-τα δικά του
μέτρα για να κυριολεκτούμε-
κι απεσύρθη στην ώρα του; Μην πέτυχε
την αγαθή μερίδα, κανένα
καταφύγιο αφθόνητο ίσως…
Το κορφιάτικο αιώνος τέταρτον;
Ιόνιος Ακαδημία και νεολαία
-όπως πάντα η νεολαία- ο χολερικός ομότεχνος;
Στο Λάουθ ύστερα, σε ανεμοδαρμένα
τυχόν ύψη ή βάθη,
με τη Σαρλόττα Γουάνταμς παρέα…
Αποκλείεται άραγε η ειρήνη;
Ειρήνη του ποιητή…Γίνεται άραγε,
μπορεί δίχως τους στίχους;
Δε μοιάζει το αηδόνι, όταν
έχει περάσει ο καιρός του;
Προβαίνει στους θάμνους ζαβλακωμένο,
ατενίζει γύρω του το καλοκαίρι αλλά,
έξω από την άνοιξη,
έχει ξεχάσει τι πουλί είναι.
Ή το ασχημόπαπο καλή ώρα!
Χωρίς τον καθρέφτη της λίμνης
δε θα΄ χε μάθει ποτέ ούτε αυτό
τι πουλί είναι: ο ωραιότερος
κύκνος απ΄ όλους, ούτε ιδέα
γι΄ άσχημο ή κι ωραίο παπί!
Που θα είχε όμως απομείνει οριστικά
χωρίς κάποιον καθρέφτη.
Γιατί, τέλος,
αυτό φαίνεται είναι οι στίχοι: ένας
καθρέφτης πάνω απ΄ όλα.
Καθρέφτης από τη μοίρα
να φέρει στο φως τι πρόκειται˙ μαϊμού
αν είναι μαϊμού—εδώ
δεν έχει πέραση η απάτη- αγάλματα
αν είναι αγάλματα.
(Για την Ανθολόγηση : Γιώτα Αργυροπούλου)
https://gerontakos.blogspot.com/2021/05/blog-post_74.html
l
ΛΟΥΚΑΣ ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ (1929)
Θερινός κινηματογράφος
Μας πήραν στο λαιμό τους ένα-δύο ονόματα ηθοποιών· η όλη υπόθεση απεδείχθη για κλάματα. Μείναμε ωστόσο. Πού να πηγαίνεις περασμένη πια η ώρα, χάνοντας ίσως αποπάνω και τη δροσιά. και τα εισιτήρια καλοπληρωμένα... Αφρίσει-ξαφρίσει που λέει κι ο λαός. Το πήραμε εξάλλου ελαφρά. Ωραίο καλοκαιρινό βράδυ με τον κόσμο να σμαριάζει χαρούμενος στα μπαλκόνια και τα ουράνια πάνω μας ανοιχτά. Ξεχώριζαν κάτι αστέρια. Από το ένα στο άλλο, χωρίς να το καταλάβουμε καλά-καλά, ανεπαισθήτως λοιπόν σχηματίσαμε, θαμπή στην ανταύγεια με μια νέα ομορφιά, τη Μεγάλη Άρκτο ολόκληρη. Όχι, δεν ήταν μια χαμένη βραδιά η περιπλάνησή μας στο απρόοπτο καλοκαιρινό σινεμά. |
Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Σχηματο-ποίηση (1962)
Λουκάς Κούσουλας - Βικιπαίδεια
Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Λουκά Κούσουλα
Γράφει: ο Οδυσσέας Κοροβέσης-Ντανόν, μαθητής.
Η συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Λουκά Κούσουλα έγινε στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012, με ειδικότερο άξονα «Τόποι, Διαβάσματα, Άνθρωποι, Ασχολίες, με Σκεπτικισμό και Τρυφερότητα».
Στις 28 του Μάρτη, συναντήσαμε στη βιβλιοθήκη του σχολείου τον Λουκά Κούσουλα. Αν ένα πράγμα μας έμεινε (ή αξίζει να μας μείνει) από αυτή τη συνάντηση σχετικά, όχι μόνο με την λογοτεχνία, αλλά και με ολόκληρη την ζωή, είναι πως «αν κάτι δεν “έχει πλάκα”, πρέπει να το βάζουμε στην πάντα», όπως είπε ο ίδιος.
Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να ξεκινήσει όσα είχε να πει ένας άνθρωπος με τέτοια θεώρηση, παρά με μια ιστορία απολαυστική, γεμάτη «πλάκα». «Από τη λογοτεχνία περιμένουμε κάτι να απολαύσουμε», είπε. «Θέλουμε κάτι να μας μείνει. Και ας μη διδαχτούμε απ’ αυτό.» Με αυτά τα λόγια προετοίμασε μια διήγηση που είχε σχεδιάσει, καθώς ομολόγησε, για εισαγωγή στην προγραμματισμένη μας συνάντηση. Μας εξιστόρησε, λοιπόν, μια παλαιότερη επίσκεψη του σε σχολείο και έπειτα μας ανάγνωσε το σχετικό του κείμενο (τον τρόπο που την είχε ο ίδιος καταγράψει), σε «ανεπτυγμένο λόγο», όπως περιλαμβάνεται στο «Και Μόνος και μετά Πολλών» (και στο φύλλο ανθολόγησης): τα «Ανακλαστικά». Μια χιουμοριστική πρόσληψη της προσδοκίας από τέτοιες περιστάσεις. Όντως, το χαρήκαμε.
Πιάνοντας στα χέρια του την τελευταία δημοσιευμένη επιλογή από τη συνολική του ποιητική παραγωγή, το «Ενθύμιον», εξομολογήθηκε ότι δεν έμεινε τελικά ικανοποιημένος («προέβαλε πολλή δυσκολία»). Περιέγραψε με ποιο πνεύμα συνέθεσε το βιβλίο και αναλογίστηκε ότι θα μπορούσαν να πρυτανεύσουν κι ένα σωρό άλλα κριτήρια, ίσως με καλύτερο αποτέλεσμα.
Ύστερα κουβεντιάσαμε γύρω από την εξοικείωση (μια «ρουτινιέρικη εξοικείωση, όμως, όπως γενικά χρειάζεται στην τέχνη») η οποία απαιτείται για την προσέγγιση και της ποίησης, κι έτσι περάσαμε στο θέμα της ηθικής στην ποίηση, που, κατά τον Λ. Κούσουλα, αποτελεί μια πλατύτερη υπόθεση, συγκρινόμενη πάντα με άλλες δραστηριότητες οι οποίες έχουν κοινωνικό αντίκρισμα και προϋποθέτουν δημόσια ευθύνη. Μας ανάγνωσε σχετικώς ένα ποίημα του (το «Μονάχα ο ποιητής» από το φύλλο ανθολόγησης), το οποίο έδωσε «πάτημα» για μιαν αναφορά στη σχέση είναι και φαίνεσθαι στην παράδοση για τη συκοφαντία της γυναίκας του Καίσαρα, και έπειτα μας μίλησε για τη διαμόρφωσή του ως ποιητή.
«Ήμουν νέος και φαινόμουν», συνέχισε με τον γλαφυρό αφηγηματικό του τρόπο. «Ήταν φουντωμένα τα μαλλιά μου και είχα εμπνεύσεις, αλλά δεν μπορούσα να τις εκφράσω. Γίνεσαι ποιητής όταν κρυσταλλώσεις τις εμπνεύσεις σου με λέξεις. Είναι προϋπόθεση να σε διαπερνούν συγκινήσεις, αλλά ποιητή σε κάνει η διατύπωσή τους.» Ακόμα, μας μίλησε για ένα άλλο κομμάτι της ποιητικής του πορείας, μια περίοδο αδράνειας (1975-1995), κατά την οποία δεν έγραφε ποιήματα («και μάλλον υπέφερα») και από την οποία τον έβγαλε μια σειρά επισκέψεων στην Κρήτη (Απρίλιος 1995).
Κι από εκεί πέρασε στον τρόπο με τον οποίο γράφει, ξεκαθαρίζοντας χαρακτηριστικά και φυσικά με διάθεση για «πλάκα»: «Κατά κανόνα, γράφω δύσκολα. Με ταλαιπωρούν τα ποιήματα, και τα ταλαιπωρώ κι εγώ.» Η διαπίστωση αυτή, η δυσκολία δηλαδή στη γραφή, έδωσε αφορμή για μια αναφορά στην κρυπτική και αδιαφανή ποίηση, μορφές τις οποίες ο Λ. Κούσουλας δεν στηρίζει. Αντίθετα δήλωσε, καθώς ήταν όμως ήδη γνωστό, πως αποτελεί υποστηρικτή της διαύγειας. Διευκρίνησε βέβαια πως η διαύγεια δεν συνεπάγεται και ευκολία, αφού, «κανονικά, εύκολα ποιήματα δεν υπάρχουν». Έφερε παράδειγμα διαύγειας χωρίς «ευκολίες» τα «Ρω του Έρωτα» του Ελύτη, που ο ίδιος τα είχε προσδιορίσει ως «ποιήματα για μελοποίηση». «Τον πιστεύω τον Ελύτη σε κάποιους στίχους από αυτό το βιβλίο», είπε, και θυμήθηκε ορισμένες χαρακτηριστικές στροφές.
Έπειτα μας διάβασε κάποια ακόμα ποιήματα του από το φύλλο ανθολόγησης, τα «Πρώτα γενέθλια», μερικά τρίστιχα, την «Ανάρρωση» και άλλα, για τα οποία έκανε διάφορα σχόλια, πάντα απολαυστικά και με χιούμορ.
Αξίζει να μνημονευθεί εδώ το αυτοσχόλιό του για τα «Πρώτα γενέθλια»: «Το ποίημα δεν είναι τόσο σπουδαίο. Αλλ’ απηχεί αισθήματα όσων έχουν ανάλογες εμπειρίες.» Κι αφού έκανε μερικές τεχνικές παρατηρήσεις: «Του “τη σκάω” του αναγνώστη με την προδοσία της ρίμας στο τέλος.»
Σχολιάζοντας τα τρίστιχα: Το «μεγάλο ψάρι» στο α΄ μπορούμε να το δούμε σαν τη «δύναμη της εξουσίας να επιβάλλεται», αλλά κάποιος μπορεί να ξεφύγει με το να γίνει «μικρό πουλί». Τόνισε τη σημασία της σιωπής ανάμεσα στις προτάσεις του δ΄, για να αναδειχτούν οι δύο πραγματικότητες. Άναψε συζήτηση πάνω σ’ αυτό, αλλά ο ίδιος, αφού την παρακολούθησε λίγο, έσπευσε να δηλώσει ότι προτιμάει να διαβάζει και να μη σχολιάζει.
Προς επίρρωση, διάβασε αμέσως έπειτα την «Ανάρρωση», που παραπέμπει με την επιγραφή της στα «Ρόδιν’ Ακρογιάλια», και με την ευκαιρία έκανε μια παρουσίαση του διηγήματος και του αγαπημένου του Παπαδιαμάντη. Έπειτα υπέδειξε τον ουσιώδη δεσμό με τη συνθήκη του ποιήματος: «Το αναπάντεχο δεν είναι η πράξη, αλλά η αντίληψή της, η αντίληψη αυτής της γλυκύτητας.» «Και μου αρέσει πολύ», προσέθεσε. «Χωρίς “ρώμην τινά”, δεν εμφανίζεται η γλυκύτητα στη ζωή – εννοούμενη ποικιλοτρόπως.»
Ακολούθησε κουβέντα για τη σχέση του δημιουργού με το κοινό, για τη σημασία της αποδοχής και της αναγνώρισης. Μνημόνευσε τα λόγια του Τσαρούχη, για τη σταδιακή μείωση των ανθρώπων που προσδοκούσε να αγαπήσουν το έργο του: «Τους τριάντα πραγματικούς αποδέκτες χρειάζεσαι, χωρίς τους οποίους δεν τα καταφέρνεις», κατέληξε. «Άλλωστε, γενικά, όταν είμαστε πολλοί, νοθεύεται το ανθρώπινο είδος…»
Ύστερα αναφερθήκαμε στους τόπους που έπαιξαν ρόλο στα γραπτά του, και του ζητήθηκε να διαβάσει το «Παρνασσός, Ανάβαση 1968», όπου η συντροφιά στάθηκε ιδιαίτερα. Ο Λ. Κούσουλας άρχισε με κάποιο σχόλιο («για να πάρω φόρα»), συνθέτοντας τις παραμέτρους που λειτουργούσαν το έτος 1968: εξέγερση του Μάη, Χούντα στην Ελλάδα, εισβολή στην Πράγα – «να είσαι και “στο μεσοστράτι της ζωής”, με κάποια έννοια». Μετά την απολαυστική ανάγνωση αναφέρθηκε και σε σχετικό κείμενο που συνέγραψε εκ των υστέρων σχετικά με το ποίημα. «Μου είπαν ότι η ιστορία είναι ανώτερη του ποιήματος – πράγμα που απορρίπτω», ολοκλήρωσε αστεϊζόμενος με αποφασιστικότητα. Και συνεχίσαμε με πράγματα πολύ ενδιαφέροντα ως προς την πρόσληψη των λογοτεχνικών κειμένων.
«Ο Παρνασσός δεν είναι βέβαια μόνο το βουνό του Απόλλωνα και των Μουσών. Είναι και του Πολέμου, και της Αντίστασης, και του Εμφυλίου. Κι έτσι τον βιώσαμε κι εμείς – παιδιά, τότε, και καλύτεροι άνθρωποι. Ο Παρνασσός, με τις δυο του κορυφές, που σήμερα έχουν διαπομπευθεί από τη λυσσαλέα οικονομική εκμετάλλευση…» Θυμήθηκε τις ενστάσεις του κοινού σε διάφορες αναγνώσεις αναφορικά με το κεντρικό θέμα/σύμβολο του ποιήματος: «Τι αετοί είναι αυτοί; Έτσι όπως τους περιγράφεις, μπορεί να ήταν και γύπες!» Ή: «Μα είναι φανερό: αντάρτες εννοεί!» Και παραδέχτηκε ότι ένα ποίημα, αν είναι καλό, πρέπει να έχει «πλευρές», να είναι πολυσήμαντο.
Παρατηρήθηκε, πάνω σ’ αυτό, ότι η δυσπιστία δεν είναι ανεξήγητη, ιδίως στη φύση. Και είναι συχνά πηγή της πολυσημίας. Το δέχτηκε με ενθουσιασμό. Και παρατήρησε πως αυτό ακριβώς είναι το πιο αξιέπαινο. «Αυτό έχει “πλάκα”», επανήλθε στο μοτίβο που διέτρεξε όλη μας τη συνάντηση. «Μου αρέσει η έκφραση “έχει πλάκα”. “Έχοντας πλάκα” γίνονται προσφιλή τα μεγάλα έργα, ξεσηκώνοντας, αναστατώνοντας, όπως ο Αλκιβιάδης ή ο Σταυρόγκιν…» Πήγε ο νους του στο «Χωριό Στεπαντσίκοβο» του Ντοστογιέφσκι, και μίλησε λίγο και για τον σπουδαίο Ρώσο συγγραφέα, επίσης μεγάλη του αγάπη. «Αυτά “έχουν πλάκα”», κατέληξε.
Αξίζει να αναφέρουμε ακόμα, πως ο Λ. Κούσουλας «δασκάλεψε» στην πολύχρονη υπηρεσία του, ως εκπαιδευτικός σύμβουλος ή διδάσκων στη ΣΕΛΜΕ, πολλούς καθηγητές, κάποιοι από τους οποίους βρέθηκαν και στο δικό μας ακροατήριο (επιδίωξαν να βρεθούν μάλιστα) και θυμήθηκαν με συγκίνηση τη σχέση τους μαζί του.
Από την απρόσιτη έδρα στο πλευρό των μαθητών
Καταχωρήθηκε: 28-3-2012
http://www.preveza-info.gr/mobile_node.php?id=5892
Τιμητική εκδήλωση από τους Αγναντίτες στον πρωτοπόρο φιλόλογο Λουκά Κούσουλα, που άρχισε να καλλιεργεί υποδειγματικά το εύοσμο άνθος του εξανθρωπισμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος
Του Χαράλαμπου Γαλιάνδρα-Αρτινού
Ποτέ ένας εκπαιδευτικός δεν έδωσε τόσα πολλά μέσα σε τόσο λίγο χρόνο, μόλις 18 μηνών, στους μαθητές του γυμνασίου Αγνάντων όσο ο πρωτοπόρος φιλόλογος Λουκάς Κούσουλας.
Το διακεκριμένο σήμερα ποιητή και πεζογράφο καθηγητή τίμησαν, σε πανηγυρική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Τζουμέρκων (Ι.Λ.Ε.Τ.), η Αδελφότητα Αγναντιτών Αττικής και ο Σύνδεσμος Φοιτησάντων στο Γυμνάσιο Αγνάντων.
Οικοδεσπότης, παρουσιαστής και ξεναγός στην εκδήλωση ο πρόεδρος της Ι.Λ.Ε.Τ., φιλόλογος-κριτικός λογοτεχνίας κ. Κώστας Μαργώνης, ο οποίος προλογίζοντας είπε για τον τιμώμενο:
«Θεωρούμε χρέος μας να τιμούμε τους δημιουργούς, τους ανθρώπους που με το μόχθο τους και το ταλέντο τους μετουσιώνουν την εμπειρία της ζωής, ατομικής και προσωπικής, σε πνευματικό και καλλιτεχνικό έργο. Αυτούς, που κατά τον Ερνστ Φίσερ μεταμορφώνουν την εμπειρία σε μνήμη, τη μνήμη σε έκφραση και την ύλη σε μορφή. Ένας απ΄αυτούς είναι και ο Λουκάς Κούσουλας ο οποίος έχει αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη του περάσματός του από το Γυμνάσιο Αγνάντων. Αυτόν τον άνθρωπο και κορυφαίο δάσκαλο τιμούμε σήμερα, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά πως οι Αγναντίτες και οι Τζουμερκιώτες όχι μόνο δεν ξεχνούν, αλλά γνωρίζουν και να τιμούν».
Ο Λ. Κούσουλας, σεμνός και πολυτάλαντος, διακρίθηκε για τον τρόπο διδασκαλίας, την αγάπη του για τη μαθητιώσα νεολαία , την ευρηματική γραφή και βεβαίως για την ευαισθησία και την ανθρωπιά του.
Για τον πρωτοπόρο δάσκαλο και τη διδασκαλία του μίλησε ο πρόεδρος της Αδελφότητας Αγναντιτών Αττικής κ. Χρήστος Χριστοδούλου, λέγοντας πως «… σε μια δύσκολη εποχή ήταν ο πρωτοπόρος που κατέβηκε από την υπερυψωμένη και απρόσιτη έδρα του καθηγητής, γιατί ένιωθε πιο άνετα όταν καθόταν στα θρανία μαζί με τους μαθητές του. Εκεί άκουγε πιο καθαρά τα καρδιοχτύπια των μαθητών του, ένιωθε ζεστούς τους ανασασμούς και τους αναστεναγμούς τους και δάκρυζαν πιο πολύ τα μάτια του από τη σπιρτάδα του κρεμμυδιού, από το καθημερινό προσφάι τους, που το φανέρωνε η… κρεμμυδίλα. Τους καταλάβαινε και τους συμπονούσε. Ήταν ένας από τους λίγους Έλληνες εκπαιδευτικούς που άρχισε να καλλιεργεί υποδειγματικά το εύοσμο άνθος του εξωραϊσμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Στόλιζε το σχολείο με ανθρωπιά την εποχή του κουρέματος «εν χρω», του χαστουκιού και της αποβολής «δια παντός», του δόγματος «ο μη δαρείς, ου παιδεύεται».
Για το πλούσιο, πολύμορφο και πολύτροπο έργο του μας διαφώτισε λεπτομερώς κι εμπεριστατωμένα ο διακεκριμένος φιλόλογος Θεόδωρος Γ. Γόγολος. Στάθηκε, κυρίως, στην ποιητική πλευρά της ευαίσθητης λογιοσύνης και την ιδιοτυπία της γραφής του, μιλώντας μας για το διακριτικά ευρηματικό και ανατρεπτικό λόγο που χρησιμοποιεί. Διευκρινίζοντας πως με τη βαθιά πνευματική και ψυχική του καλλιέργεια ουσιαστικά μετατρέπει τη φιλολογική ερμηνεία σε ποιητική παντρεύοντας αγαστά τα δύο αυτά είδη.
Για το δοκιμιακό λόγο του είπε πως εισάγει ένα τρόπο ανοίκειο έως τώρα με ένα ύφος αυστηρώς προσωπικό και αμίμητο. Με αιφνίδιες ανατροπές, συχνές αλλαγές ύφους, παράξενες συζεύξεις λογίων και λαϊκών στοιχείων στη ροή του λόγου, που κρατούν σε συνεχή εγρήγορση τον αναγνώστη.
Σύντομους χαιρετισμούς απηύθυναν ο στρατηγός ε.α. κ. Βασίλης Φλωράκης, εκ μέρους των φοιτησάντων στο γυμνάσιο Αγνάντων, ο κ. Ηλίας Αγγέλης, δάσκαλος και ο εκπαιδευτικός Χάρης Ζάχος, που εκφράστηκε τραγουδιστά και «γρατσουνώντας» την κιθάρα του για τα όσα ήθελε να πει.
Ποιήματά του διάβασαν οι Κ. Μαργώνης, Χρ. Παπακίτσςος, Μ. Στεργιώτης και ο τιμώμενος, ο οποίος κατασυγκινημένος και καταχειροκροτούμενος έκλεισε την εκδήλωση, ατενίζοντας με το μειλίχιο ύφος του και το διακριτικό χαμόγελό του την ευτυχισμένη και δακρυσμένη σύζυγό του, φιλόλογο και συγγραφέα, γνωστή Αγναντίτισσα κ. Αγγελική Ζολώτα.
Μόνιμο αναγνωριστικό της εγγραφής: | |
Τύπος περιεχομένου (τρόποι διαβούλευσης): | Κείμενο |
Τίτλος : | Ένας διάλογος για την ποίηση / Γ. Σεφέρης, Κ. Τσάτσος; επιμέλεια Λουκάς Κούσουλας Ένας διάλογος για την ποιότητά του / Γ. Σεφερής, Κ. Τσάτσος; Επιμέλεια Λουκάς Κούσουλας |
Αλφάβητο τίτλου: | Ελληνικά |
Συγγραφέας: | Σεφέρης, Γιώργος (1900-1971) . Συγγραφέας Σεφέρης, Γιώργος (1900-1971) . Συγγραφέας Τσάτσος, Κωνσταντίνος Δ. (1899-1987) . Συγγραφέας Τσάτσος, Κωνσταντίνος Δ. (1899-1987) . Συγγραφέας Κούσουλας, Λουκάς (1929-....) . Επιστημονικός Επιμελητής Κούσουλας, Λουκάς (1929-....) . Επιστημονικός Επιμελητής |
ημερομηνία(ες): | 1979 |
Γλώσσες) : | Νέα Ελληνικά (μετά το 1453) |
Χώρα : | Ελλάδα |
Εκδότες): | Αθήνα: Ερμής , 1979 |





































































Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: για την αισθητική, όχι για τον Θεό | [ Ζήσιμος Λορεντζάτος, Ο Παπαδιαμάντης του Ζήσιμου Λορεντζάτου ] | "The Books' Journal" | τχ.16 | Φεβρουάριος 2012 |