Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

Κωστής Παλαμάς :η ζωή και το έργο του- Ν.ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-








https://www.youtube.com/watch?v=OU5gkJw6BPA

Ντοκιμαντέρ Κωστής Παλαμάς

Από τη σειρά του Υπουργείου Πολιτισμού.:ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γυμνάσιο Αρχισυνταξία -Σενάριο:Νατάσα Μποζίνη



ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ- http://www.projethomere.com

 

https://www.youtube.com/watch?v=Lgi2OWBLHl0

Κωστής Παλαμάς - Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου

https://www.youtube.com/watch?v=ydIueIzbPpg&t=1s

Κωστής Παλαμάς Ο Τάφος


https://www.youtube.com/watch?v=74q2A2pLNQI

Βασίλης Αρχιτεκτονίδης "Δυο κύκλοι" του Κωστή Παλαμά με τον Κώστα Καραγιάννη

https://www.youtube.com/watch?v=jMIiwHaYPp8

Κωστής Παλαμάς Η Ασάλευτη ζωή




https://www.youtube.com/watch?v=leWlKpreUHs

Ανατολή - Κωστής Παλαμάς


https://www.youtube.com/watch?v=AsXjg3W7JG4

"ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ" ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ


https://www.youtube.com/watch?v=v79NZfF8eLE

Κωστής Παλαμάς - Φοίβος Δεληβοριάς ~ Μια Πίκρα



https://www.youtube.com/watch?v=6vML0yU0-ew

Γ. ΝΤΑΛΑΡΑΣ : ΑΝΑΤΟΛΗ (ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ)

Σ΄ αγαπώ * Κ.Παλαμάς * Γ.Νταλάρας * Δ.Γαλάνη * Μ.Τερζής









Κωστής Παλαμάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%89%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CF%82
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Κωστής Παλαμάς
Κωστής Παλαμάς.jpg
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Κωστής Παλαμάς (Ελληνικά)
Γέννηση13 Ιανουαρίου 1859
Πάτρα
Θάνατος27 Φεβρουαρίου 1943
Αθήνα
Τόπος ταφήςΠρώτο Νεκροταφείο Αθηνών
ΚατοικίαΠάτρα (1859–1867)
Μεσολόγγι (1867–1875)
Αθήνα (1875–1943)
ΕθνικότηταΈλληνες
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΝέα ελληνική γλώσσα[1]
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας
Οικογένεια
ΤέκναΛέανδρος Παλαμάς
Άλκης Παλαμάς
Ναυσικά Παλαμά
ΑδέλφιαΧρίστος Παλαμάς
ΟικογένειαΟικογένεια Παλαμά
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΠρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών
μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
Υπογραφή
Kostis Palamas signature 1939.svg
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα13 Ιανουαρίου 1859[2] - Αθήνα27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν Έλληνας ποιητήςπεζογράφοςθεατρικός συγγραφέαςιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας.


 Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. 


Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι.


Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα, και ασχολούμενων με τη θρησκεία

Ο προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803) είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την περίφημη "Παλαμαία Σχολή" και ο παππούς του Ιωάννης είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης

Ο θείος του Ανδρέας Παλαμάς υπήρξε πρωτοψάλτης και υμνογράφος, τον οποίο ο Κωστής Παλαμάς Μαμαλάκης αναφέρει στα "Διηγήματά" του (Β' έκδοση, 1929, σελ. 200).

Ο Μιχαήλ Ευσταθίου Παλαμάς (αδελφός του Ανδρέα) και ο Πανάρετος Παλαμάς ήταν ασκητές. 

Ο Δημήτριος Ι. Παλαμάς, επίσης θείος του Κωστή, ήταν ψάλτης και υμνογράφος στο Μεσολόγγι.[3] 

Ο πατέρας του ήταν στο επάγγελμα δικαστικός.

Όταν ο ποιητής ήταν σε ηλικία 6 ετών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864 - Φεβρουάριος 1865).

Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά της οικογένειας, το μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και εκείνον και το μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι και ήταν εκπαιδευτικός

Εκεί έζησε από το 1867 ως το 1875 σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία.

Το σπίτι του Παλαμά στην Πάτρα

Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1875, όπου γράφτηκε στην Νομική Σχολή.


Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. 

Το πρώτο του ποίημα το είχε γράψει σε ηλικία 9 ετών, μιμούμενος τα πρότυπα της εποχής του, «ποίημα για γέλια», όπως το χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος. 

Η αρχή του ποιήματος εκείνου ήταν: «Σ' αγαπώ εφώνησα, / κι εσύ μ' αστράπτον βλέμμα /Μη — μ' απεκρίθης — μη θνητέ, / τολμήσης να μιάνης / δια της παρουσίας σου / τας ώρας τας ωραίας / που έζησα στον κόσμον / …».

Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα, φιλολογικά άρθρα, κριτικές και χρονογραφήματα. 

Το 1876 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή Ερώτων Έπη, σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις επιρροές της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. 

Η συλλογή απορρίφθηκε με το χαρακτηρισμό "λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα".

Η πρώτη του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα "Μεσολόγγι". 

Από το 1898 εκείνος και οι δύο φίλοι και συμφοιτητές του Νίκος Καμπάς (με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο) και Γεώργιος Δροσίνης άρχισαν να συνεργάζονται με τις πολιτικές-σατιρικές εφημερίδες "Ραμπαγάς" και "Μη Χάνεσαι". 


Οι τρεις φίλοι είχαν συνειδητοποιήσει την παρακμή του αθηναϊκού ρομαντισμού και με το έργο τους παρουσίαζαν μια νέα ποιητική πρόταση, η οποία βέβαια ενόχλησε τους παλαιότερους ποιητές, που τους αποκαλούσαν περιφρονητικά "παιδαρέλια" ή ποιητές της "Νέας Σχολής".

Ο ποιητής σε ηλικία 10 χρονών
Ο ποιητής σε ηλικία 10 χρονών

Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. 


Το 1887 παντρεύτηκε τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, η οποία του συμπαραστάθηκε σε όλη του τη ζωή και απέκτησαν τρία παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο Λέανδρος Παλαμάς. το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν, αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. 

Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896.

Χειρόγραφο του Κωστή Παλαμά με τις τρεις πρώτες στροφές από το ποίημά του «Οι Αιώνες», γνωστό και με τον τίτλο «Ο Ύμνος των Αιώνων».

Το 1898, μετά το θάνατο του γιου του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση «Ο Τάφος».

Το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ' όπου αποχώρησε το 1928.

 Από την ίδια χρονιά (1897) άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές και συνθέσεις, όπως οι Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), Ασάλευτη Ζωή (1904), Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), Η Φλογέρα του Βασιλιά (1910). 

Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, ο Κωστής Παλαμάς, μαζί με άλλους Έλληνες λογίους, προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Η κηδεία του Κωστή Παλαμά

Πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση).

 Ο γιος του Λέανδρος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου δεν επιθυμούσε η κηδεία του πατέρα του να πάρει εθνοπατριωτική διάσταση, επειδή φοβόταν πως οι Ιταλικές αρχές κατοχής θα του στερούσαν το διαβατήριό του.[4] 

Η κηδεία του ποιητή έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο.

Η οικία Παλαμά

Η οικία του Παλαμά στην Πάτρα σώζεται ως σήμερα στην οδό Κορίνθου 241, στο κέντρο της πόλης. Τρία χρόνια πριν τη γέννηση του Παλαμά στο ίδιο σπίτι γεννήθηκε η μεγάλη Ιταλίδα πεζογράφος Ματθίλδη Σεράο.[5]

  • Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940).[6] 
  • Ανάμεσα σε αυτούς που πρότειναν τον Παλαμά για το βραβείο υπήρξε και ο νικητής του 1916 Καρλ Γκούσταφ Βέρνερ φον Χάιντενσταμ, ο οποίος πρότεινε τον Παλαμά τρεις φορές (1928, 1930 και 1935).[7]
  • Σήμερα "τιμής ένεκεν", μεταξύ άλλων, φέρεται αφιερωμένη στο όνομά του μεγάλη αίθουσα εκθέσεων του πολυχώρου Τεχνόπολις του Δήμου Αθηναίων.

Έργο

Ο Παλαμάς ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους.

Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές.

 Την επιμέλεια της επανέκδοσης των έργων του μετά το θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Λέανδρος Παλαμάς επίσης ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας.

Ποιητικό έργο

Roilos-georgios-poets-parnassos-literary-club.jpg

Το ποιητικό του έργο είναι μεγάλο σε έκταση και σε σημασία και είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του.





Διαμετρικά αντίθετες πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Νίκος Ζαχαριάδης αισθάνθηκαν την ανάγκη να τοποθετηθούν απέναντι στο Δωδεκάλογο του Γύφτου. 

Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει ότι ο Παλαμάς είχε μεγαλύτερη επιρροή από 10 Πρωθυπουργούς. 

Το ενδιαφέρον για το έργο του μειώθηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα, όταν επεκράτησαν διαφορετικά αισθητικά ρεύματα ενώ υποχώρησε και το ενδιαφέρον για την ποίηση γενικότερα.

Οικία Κωστή Παλαμά - το γραφείο του Ποιητή

Οι δύο πρώτες του συλλογές, Τραγούδια της πατρίδος μου και Τα μάτια της ψυχής μου είχαν ακόμα απηχήσεις του ρομαντισμού της Α' Αθηναϊκής Σχολής και κάποια κατάλοιπα καθαρεύουσας. 

Η πρώτη σημαντική στάση στο έργο του ήταν η συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), κυρίως για την ανανεωμένη μετρική της, με την εναλλαγή ιαμβικού και αναπαιστικού ρυθμού (ο ίδιος επισήμανε ότι παρακινήθηκε από την μετρική του Κάλβου), αλλά και για την εκφραστική λιτότητα και σαφήνεια. 

Το επόμενο έργο του, ο Τάφος (1898), αποτελείται από ποιήματα - μοιρολόγια για τον θάνατο του γιου του Άλκη.

Η πρώτη περίοδος της δημιουργίας του κλείνει με την συλλογή Ασάλευτη Ζωή (1904), η οποία περιέχει υλικό από όλα τα προηγούμενα χρόνια της δράσης του. 

Κεντρική θέση στη συλλογή έχουν τα ποιήματα Η Φοινικιά (αναγνωρίζεται ως το καλύτερο ίσως έργο του), Ασκραίος και Αλυσίδες (συναποτελούν την ενότητα "Μεγάλα οράματα") και η ενότητα σονέτων Πατρίδες.

Η κορυφαία έκφραση της "λυρικής σκέψης" του Παλαμά είναι Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907).

Στο πνευματικό του ταξίδι ο Γύφτος θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει τον κόσμον όλο. Θα απαρνηθεί τη δουλειά, την αγάπη, τη θρησκεία, την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και όλες τις πατρίδες, 

αλλά και θα τα αναστήσει όλα μέσα από την Τέχνη, μαζί και τη μεγάλη χίμαιρα της εποχής, τη Μεγάλη Ιδέα.

Θα υμνήσει τον ελεύθερο λαό του, αλλά θα τραγουδήσει και έναν νιτσεϊκό αδάκρυτο ήρωα. Θα καταλήξει προσκυνώντας τη Φύση και την Επιστήμη.


'Η Φλογέρα του βασιλιά (1910) διαδραματίζεται στο Βυζάντιο και αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β' ("Βουλγαροκτόνου") στην Αθήνα. 

Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που έχει γίνει ναός της Παναγίας. 

Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης


Η έμπνευση της Φλογέρας του Βασιλιά είναι αποτέλεσμα και του ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά κυρίως του Μακεδονικού Αγώνα.

Μετά τις μεγάλες συνθέσεις επανήλθε σε μικρότερες λυρικές φόρμες με τις συλλογές Οι καημοί της Λιμνοθάλασσας και Η Πολιτεία και η Μοναξιά (1912), μαζί με τις οποίες εξέδωσε και τα σατιρικά ποιήματά του (Σατιρικά γυμνάσματα)

Στις επόμενες συλλογές του γενικά δεν παρουσιάστηκε κάτι νέο στην ποιητική του εξέλιξη, παρά μόνο στις τελευταίεςΟ κύκλος των τετράστιχων (1929) και Οι νύχτες του Φήμιου(1935) αποτελούνται αποκλειστικά από σύντομα τετράστιχα ποιήματα.

Η σχέση με το δημοτικισμό

Οικία Κωστή Παλαμά- η είσοδος

Η εποχή της εμφάνισης του Κωστή Παλαμά, αλλά και των άλλων ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής συνέπεσε με την έξαρση του προβληματισμού για το γλωσσικό ζήτημα. Το 1888 εκδόθηκε το Ταξίδι μου του Ψυχάρη, ενώ είχε προηγηθεί η διαμάχη Κωνσταντίνου Κόντου-Δημ. Βερναρδάκη, το 1882

Ενώ σταδιακά στην ποίηση η δημοτική καθιερώθηκε (με τη συμβολή και των ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής), στην πεζογραφία (και φυσικά στον επίσημο λόγο) επικρατούσε η καθαρεύουσα. 

Ο Παλαμάς, υποστηρικτής της δημοτικής, υποδέχθηκε με ευνοϊκή κριτική το Ταξίδι μου. Μια μόλις μέρα αφ' ότου το διάβασε, έγραψε το άρθρο "Το επαναστατικόν βιβλίον του κ. Ψυχάρη" εκφράζοντας ενθουσιώδεις κρίσεις, χωρίς βέβαια να παραλείψει να επισημάνει και τις ακρότητες του συγγραφέα. 

Η υποστήριξή του προς όλες τις προσπάθειες καθιέρωσης της δημοτικής ήταν συνεχής και έμπρακτη. 

Συνεργαζόταν με το περιοδικό-όργανο του δημοτικισμού Ο Νουμάς από το πρώτο κιόλας τεύχος και στη δημοτική έγραψε όχι μόνο τα ποιήματα αλλά και τα (λίγα) διηγήματά του.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ενώ στο λογοτεχνικό (και αργότερα και στο κριτικό) έργο χρησιμοποιούσε τη δημοτική, ως Γραμματέας του Πανεπιστημίου ήταν υποχρεωμένος να συντάσσει τα επίσημα έγγραφα σε αυστηρή καθαρεύουσα. 

Όπως ανέφερε ο ίδιος σε επιστολή του, στην φιλολογική του εργασία ήταν "μαλλιαρός" και στην υπηρεσία του "αττικιστής απ' την κορφή ως τα νύχια". 

Η επίσημη θέση του, όπως ήταν φυσικό, δύσκολα μπορούσε να συνδυαστεί με την υποστήριξη στο δημοτικισμό. 

Βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο επιθέσεων, ειδικά κατά τα "Ευαγγελικά" (1901) και τα "Ορεστειακά" (1903). 

Παρά ταύτα ο ίδιος δε δίστασε να δηλώσει δημοσίως ότι ο δημοτικισμός ήταν η αρετή του (1908). 

Λόγω των θεσεών του για το γλωσσικό ζήτημα, υπέστη μια σειρά από διώξεις και για ένα χρονικό διάστημα, απολύθηκε από τη θέση του.

Κατάλογος έργων

Ποιητικό έργο

  • Τραγούδια της πατρίδος μου (1886)
  • Ύμνος εις την Αθηνάν (1889)
  • Τα μάτια της ψυχής μου (1892)
  • Ίαμβοι και ανάπαιστοι (1897)
  • Ο Τάφος (1898)
  • Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης (1900)
  • Η ασάλευτη ζωή (1904)
  • Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907)
  • Η φλογέρα του Βασιλιά (1910)
  • Οι καημοί της λιμνοθάλασσας (1912)
  • Σατιρικά Γυμνάσματα (1912)
  • Η πολιτεία και η μοναξιά (1912)
  • Βωμοί (1915)
  • Τα παράκαιρα (1919)
  • Τα δεκατετράστιχα (1919)
  • Οι πεντασύλλαβοι και Τα παθητικά κρυφομιλήματα- Οι λύκοι- Δυο λουλούδια από τα ξένα (1925)
  • Δειλοί και σκληροί στίχοι (1928)
  • Ο κύκλος των τετράστιχων (1929)
  • Περάσματα και χαιρετισμοί (1931)
  • Οι νύχτες του Φήμιου (1935)
  • Βραδινή φωτιά (1944, μεταθανάτια έκδοση επιμελημένη από τον γιό του Λέανδρο)
  • Η Κασσιανή

Πεζογραφικό έργο

Διηγήματα[8]

  • Ένας ψηφοφόρος, 1887.
  • Το τέλος του ανεμόμυλου, 1887.
  • Το σκολειό και το σπίτι, 1888.
  • Παθήματα δικαστικού, 1888.
  • Παλιό τραγούδι του νέου καιρού, 1890

Θέατρο[8]

  • Τρισεύγενη, δράμα σε τέσσερα μέρη, 1902.[1]

Κατάλογος θεατρικών παραστάσεων βασισμένων στο έργο του Κ. Παλαμά.

Κριτική-Δοκίμιο

Ήταν ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες κριτικούς. 

Σε αυτόν οφείλεται η επανεκτίμηση του έργου των Ανδρέα ΚάλβουΔιονυσίου Σολωμού, της Επτανησιακής Σχολής εν γένει, του Κώστα Κρυστάλλη και άλλων.

  • "Το έργο του Κρυστάλλη" (1894),
  • "Σολωμός Η ζωή και το έργο του" (1901)
  • "Γράμματα" (2 τόμοι, 1904 - 1907)
  • "Ηρωικά πρόσωπα και κείμενα" (1911)
  • "Τα πρώτα κριτικά" (1913)
  • "Αριστοτέλης Βαλαωρίτης" (1914)
  • "Βιζυηνός και Κρυστάλλης" (1916)
  • "Ιούλιος Τυπάλδος" (1916)
  • "Πως τραγουδούμε τον θάνατο της κόρης" (1918)
  • "Πεζοί δρόμοι" (3 τόμοι 1929 - 1933)
  • "Ο Γκαίτε στην Ελλάδα" (1932)
  • "Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου" (1933)
  • "Η ποιητική μου" (1933)
  • "Πεζοί δρόμοι. Κάποιων νεκρών η ζωή" (1934)
  • "Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου" 2ος τόμος (1940).

Μεταφράσεις

  • "Β΄ Ολυμπιόνικος" του Πινδάρου εφημ. ΄΄Εστία΄΄, 1896
  • "ΙΔ΄ Ολυμπιόνικος" Πινδάρου, εφημ. ΄΄Ακρόπολις΄΄, 1896
  • "Πρόας ο Νικίου" υπό Αντρέ Λωρί, έκδοση Διάπλασης των Παίδων, 1898.
  • "Η Ελένη της Σπάρτης" του Αιμ. Βεράρεν 1906.


Σημειώνεται ότι πρώτα έργα του Κωστή Παλαμά που μεταφράστηκαν στην αγγλική γλώσσα ήταν "Η ασάλευτη ζωή", "Η τρισεύγενη", ο "Θάνατος παληκαριού" και ακολούθησαν άλλα. 

Στη δε γαλλική γλώσσα πρώτα ήταν "Ο τάφος", "Ο Δωδεκάλογος του γύφτου", ο "Θάνατος παλληκαριού" κ.ά., ενώ πλείστα αποσπάσματα άλλων συλλογών μεταφράστηκαν σε διάφορες άλλες γλώσσες όπως στη γερμανική, ιταλική, ισπανική αραβική και τουρκική γλώσσα.

Διακρίσεις

  • Ανακήρυξή του σε κορυφαίο πεζογράφο και έναν από τους τρεις κορυφαίους ποιητές όλων των εποχών.
  • Δημιουργία μουσείου με το όνομά του.
  • Δημιουργία ιδρύματος με το όνομά του.
  • Βράβευση του με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών το 1925 από την ακαδημία Αθηνών της οποίας διορίστηκε

μέλος το 1926, ενώ εξελέγη πρόεδρός της το 1930.

Παραπομπές

  1.  Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικάκαθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίαςdata.bnf.fr/ark:/12148/cb125316971. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2.  [|Χιλιαδάκης, Στέλιος] (15 Ιουνίου 1943). «Πότε γεννήθηκε ο Παλαμάς»Νέα Εστία (385): 822.
  3.  Κώνστας Κ.Σ. (1961) Ο Ανδρέας Παλαμάς ο Υμνογράφος. Στερεοελλαδική Εστία, τεύχος 8, 1961, σελ. 113-117
  4.  Κωνσταντίνος Τσάτσος, Λογοδοσία μιας ζωής τομ. 1ος, εκδ. Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 2000 σελ. 167
  5.  «Αυτό το πατρικό σπίτι του Κωστή Παλαμά βγήκε στο "σφυρί."». ΣΚΑΪ Πάτρας. 13 Ιουνίου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2012.
  6.  The Nomination Database for the Nobel Prize in Literature, 1901-1950
  7.  Nominations by Nobel Laureates Nominations made by Nobel Laureates in Literature (1901-1950)
  8. ↑ Άλμα πάνω, στο:8,0 8,1 Κωστής Παλαμάς, Θάνατος Παλληκαριού - Πώς Μεταμορφώθηκε ο Σάτυρος - Τρισεύγενη, Άπαντα Κωστή Παλαμά τόμος 7, Βλάσση Αδελφοί, Αθήνα, 1972.

Δείτε επίσης

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

  • Κ.Θ.Δημαρά, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα 1975
  • Λίνου Πολίτη, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978
  • Λεύκωμα: Κωστής Παλαμάς. 60 χρόνια από τον θάνατό του., Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Αθήνα 2003
  • Αντώνης Γλυτζουρής, «Ο Μωρίς Μαίτερλινκ και οι απόψεις του Παλαμά για το θέατρο», Αριάδνη, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, Τόμος Ένατος, Ρέθυμνο, 2003, σσ. 189-201.
  • Προκόπιου Κώνστα, Ο Παλαμάς μεταφραστής του Πινδάρου, Πλάτων, τομ. 50 (1998), σελ. 227-260

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ



Η ζωή και το έργο του Κωστή Παλαμά. 
Ο ποιητής που “είπε την Ελλάδα” και επηρεάστηκε από τις προσωπικές του τραγωδίες. Νέα εκπομπή Τη ζωή και το έργο του μεγάλου ποιητή Κωστή Παλαμά παρουσιάζει η «Μηχανή του Χρόνου» με τον Χρίστο Βασιλόπουλο, τη Δευτέρα 25 Ιανουαρίου στις 21.00 το βράδυ από το COSMOTE HISTORY. Η εκπομπή μεταδίδεται σε επανάληψη Κυριακή 31 Ιανουαρίου στις πέντε το απόγευμα. Η έρευνα φωτίζει την τραυματική παιδική ηλικία του Κωστή Παλαμά, που γεννήθηκε […] https://www.mixanitouxronou.gr/i-zoi-kai-to-ergo-toy-kosti-palama-o-poiitis-poy-quot-eipe-tin-ellada-quot/...

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/i-zoi-kai-to-ergo-toy-kosti-palama-o-poiitis-poy-quot-eipe-tin-ellada-quot/


https://www.youtube.com/watch?v=xoCnGMpftWc
















Κωστής Παλαμάς

Κωστής Παλαμάς (1859 – 1943)
Κωστής Παλαμάς (1859 – 1943)
Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», η οποία συσπείρωνε νέους ποιητές που αντιδρούσαν στις υπερβολές του αθηναϊκού ρομαντισμού και ενδιαφέρονταν για την καθιέρωση της δημοτικής στον ποιητικό λόγο. 
Στο ποιητικό του έργο, που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές, κυριαρχεί η Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, η πορεία του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης και το πνεύμα της οικουμενικότητας του ελληνικού πολιτισμού\
.Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου του 1859 και καταγόταν από παλαιά μεσολογγίτικη οικογένεια, που είχε να επιδείξει εθνικούς αγωνιστές και πνευματικούς δημιουργούς. 
Σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και μητέρα και πήγε να ζήσει στο Μεσολόγγι με τον θείο του Δημήτριο Παλαμά.
Στο Μεσολόγγι, που τόσο αγάπησε και τραγούδησε νοσταλγικά, έζησε έως το 1875, οπότε έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Δεν άργησε να καταλάβει, πως η πραγματική του κλίση ήταν η ποίηση και εγκαταλείποντας τις σπουδές του αφοσιώθηκε ολόψυχα στην τέχνη του λόγου και ιδιαίτερα του ποιητικού. 
Άλλωστε, από τα εννιά του χρόνια έγραφε στίχους και 

Το 1879 άρχισε να δημοσιογραφεί στις εφημερίδες και τα περιοδικά του καιρού του και το 1886 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Τραγούδια της Πατρίδος μου. Στο βιβλίο αυτό, όπως και στα άλλα δύο που ακολούθησαν, Ο Ύμνος στην Αθηνά (1889) και Τα μάτια της ψυχής (1992), ο Παλαμάς φανερώνει τις πρώτες νεανικές του προσπάθειες, προικισμένος με πλούσια ευγένεια και ευαισθησία.

Μαζί με τον Δροσίνη, τον Πολέμη και άλλους ποιητές της Νέας Σχολής, χρησιμοποιεί τη δημοτική γλώσσα, σε αντίθεση με τους ρομαντικούς καθαρευουσιάνους ποιητές, Σούτσο, Βασιλειάδη, Παράσχο και άλλους.

Στις 27 Δεκεμβρίου του 1887 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας του Μεσολογγίου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Λέανδρο (1891-1958), τη Ναυσικά και τον Άλκη. 

Στις 15 Οκτωβρίου 1897, ο Παλαμάς διορίστηκε γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ένδειξη τιμής για το ποιητικό του έργο. Γι’ αυτό και οι εφημερίδες του καιρού (ΕστίαΆστυΑκρόπολις), επαίνεσαν ζωηρότατα την απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας, Ανδρέα Παναγιωτόπουλου, βρίσκοντας την ευκαιρία να εγκωμιάσουν τον ποιητή. Λέγεται ότι, όταν ο Παλαμάς παρουσιάστηκε να αναλάβει υπηρεσία, ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου, Αλκιβιάδης Κρασσάς, του είπε: «Ελπίζω, κύριε Παλαμά, τώρα που έχετε μια αξιοπρεπή θέση, ότι θα παύσετε... να γράφετε ποιήματα». 

Ευτυχώς, η ελπίδα του διαπρεπούς αστικολόγου της εποχής εκείνης διαψεύστηκε και η ελληνική τέχνη κέρδισε μια κορυφαία ποιητική φυσιογνωμία.

Τον ίδιο χρόνο με τον διορισμό του εκδίδει τη συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, που αποτελεί σταθμό στο έργο του. 

Στο μικρό αυτό βιβλίο, ο ποιητής δείχνει πιο ώριμος, έχει προσωπικό τόνο, δίνει λιτά και επιγραμματικά τις συγκινήσεις που του χαρίζει ο κόσμος της ιστορίας και της ζωής, όπως επισημαίνει η ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη.

Ο θάνατος του μικρού παιδιού του, του Άλκη, συντρίβει την πατρική του καρδιά, που ζητά τη λύτρωση στην ποίηση. Γράφει τότε τον Τάφο (1898), «τα λυρικά αυτά δάκρυα, που αποκρυσταλλώθηκαν σε σταλακτίτες», όπως γράφει ο κριτικός Ανδρέας Καραντώνης.

Το 1904 ο Παλαμάς κυκλοφορεί την ποιητική συλλογή Ασάλευτη Ζωή, έργο ωριμότητας του ποιητή, όπου η αγνή συγκίνηση δένεται σφιχτά με το στοχασμό και τη γλαφυρότητα του στίχου. 

Ακολουθούν ποιητικές συλλογές, όπως Οι καημοί της λιμνοθάλασσαςΠολιτεία και ΜοναξιάΟι Βωμοί και οι δύο μεγάλες επικές συνθέσεις του Ο δωδεκάλογος του γύφτου (1907) και Η φλογέρα του Βασιλιά (1910), που τον ανεβάζουν στην κορυφή του ποιητικού Παρνασσού.

 Τελευταία του ποιητική συλλογή Οι νύχτες του Φήμιου (1935).

Εκτός από ποίηση, ο Παλαμάς έγραψε ένα θεατρικό έργο, την Τρισεύγενη (1903), που ξεχωρίζει για τη γνήσια ποιητική συγκίνηση, μια σειρά διηγημάτων με καλύτερο τον Θάνατο του Παληκαριού και πλήθος κριτικών δοκιμίων.

Το 1926 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 πρόεδρός της. 

Το 1934 ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, καθώς η φήμη του είχε προ πολλού διαβεί τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Ιδιαίτερα τον απασχόλησε το Γλωσσικό Ζήτημα.

 Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του, αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για τον γλωσσικό του αγώνα (προσωρινή απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο).

 Αξιοσημείωτη ήταν η στάση του στα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά.

Ο Κωστής Παλαμάς πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 και η κηδεία του την επομένη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών εξελίχθηκε σε αντικατοχικό συλλαλητήριο.

Η συνεισφορά του Κωστή Παλαμά στα ελληνικά γράμματα υπήρξε τεράστια. Ανανέωσε σημαντικά την ποιητική μορφή, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες της λογοτεχνικής μας παράδοσης, από τον Όμηρο και τον Ρωμανό τον Μελωδό, ως τον Κάλβο, τον οποίο καθιέρωσε, και το δημοτικό μας τραγούδι.

 Παράλληλα, έκανε ένα τεράστιο λογοτεχνικό άνοιγμα προς τις λογοτεχνίες της Ευρώπης, μπολιάζοντας την ποίησή του με τα σύγχρονα ρεύματα του Παρνασσισμού, του Συμβολισμού και του Ρεαλισμού. 

Με αγνό πανανθρώπινο ιδεαλισμό και πηγαία λυρική πνοή, ο Παλαμάς δημιούργησε μια ολόκληρη εποχή κι έγινε δάσκαλος στις νεώτερες γενιές. 

Δίκαια, λοιπόν, θεωρείται, ύστερα από τον Διονύσιο Σολωμό, ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής.




ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

Εμείς οι εργάτες…

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας
ποτίζουμε τη γη για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ' αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας
φτωχή αλουλούδιαστη, άκαρπη μονάχα η αργατιά.

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας
ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί.
πιο δυνατά κι απ’ τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
και με όλο τ' αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί.

Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι
στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή. 
Αγκαλιαστήτε αδέλφια ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη.
Δικαιοσύνη, βρόντηξε και λάμψε, Προκοπή!

Η Ελιά

Eίμαι του ήλιου η θυγατέρα
H πιο απ’ όλες χαϊδευτή.
Xρόνια η αγάπη του πατέρα
Σ’ αυτόν τον κόσμο με κρατεί.
Όσο να πέσω νεκρωμένη,
Aυτόν το μάτι μου ζητεί.
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.

Δεν είμ’ ολόξανθη, μοσχάτη
Tριανταφυλλιά ή κιτριά·
Θαμπώνω της ψυχής το μάτι,
Για τ’ άλλα μάτια είμαι γριά.
Δε μ’ έχει αηδόνι ερωμένη,
M’ αγάπησε μία θεά·
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.

Όπου κι αν λάχω κατοικία,
Δε μ’ απολείπουν οι καρποί·
Ώς τα βαθιά μου γηρατεία
Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή·
Μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη
Kι είμαι γεμάτη προκοπή·
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.

Φρίκη, ερημιά, νερά και σκότη,
Tη γη εθάψαν μια φορά·
Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη
Στο Nώε η περιστερά·
Όλης της γης είχα γραμμένη
Tην εμορφιά και τη χαρά·
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου
Ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί,
Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του
Λίγο προτού να σταυρωθεί·
Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,
Έχει στη ρίζα μου χυθεί·
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη


Η Ξενητεμένη

Ελθέ, μάκαιρα θεά, μάλ’ επήρατον είδος έχουσα, 
Ψυχή γαρ σε καλώ σεμνή, αγίοισι λόγοισι. 
(Έλα, θεά μακαριστή και τρισχαριτωμένη, 
Σε κράζω με ψυχή σεμνή, σε κράζω με άγια λόγια!) 

                        Ορφικός Ύμνος εις Αφροδίτην

Σ’ ένα παλάτι αρχοντικό στον ξακουσμένο τόπο
ξενιτεμένη βρίσκεται κι άφταρτη βασιλεύει
μαρμαρογέννητη θεά, της Μήλος η Αφροδίτη.
Από μπροστά της ο Καιρός περνάει, δεν την αγγίζει,
τα μάτια της δε δέχονται το φως από τον ήλιο,
και λάμπουν όλα γύρω της απ’ τη δική της λάμψη·
τα μάτια της αδάκρυτα σ’ άλλους τα δάκρυα φέρνουν,
τα στήθη της αμάραντα καρδιόχτυπο δεν έχουν,
όμως ραγίζουν τις καρδιές, τα γόνατα λυγίζουν·
τα χείλη της αγέλαστα τους πονηρούς φοβίζουν,
και τα κομμένα χέρια της βαθιά οι καρδιές τα νιώθουν
να ξεριζώνουν στοχασμούς ανάξιους, φαύλα πάθη·
και το παλάτ’ είν’ εκκλησιά που αντί βωμούς και εικόνες
κρατεί τον ίδιο το θεό μέσα φανερωμένο,
κι όλο από Νότο και Βοριά κι Ανατολή και Δύση
μπροστά της κόσμος σέρνεται για να την προσκυνήσει.
Μια μέρα απ’ της Ελλάδας του τα γαλανά ακρογιάλια
πρόβαλεν ένας Ποιητής στο αρχοντικό παλάτι
και ξαγναντεύει τη θεά κι εμπρός της γονατίζει
και σμίγει παρακαλεστά τα χέρια του και λέει:

—Δέσποινα μεγαλόχαρη σε μακρυσμένες χώρες,
στα χώματα της ξενιτιάς Κυρά μαρμαρωμένη,
βασίλισσα που κυβερνάς άλλα βασίλεια τώρα,
θεά που ζεις αθάνατη μακριά απ’ τον Όλυμπό σου!
Απ’ των Κυθήρων τα νερά κι απ’ τους αφρούς της Κύπρος
κι από τον καθαρότατον αέρα της Αθήνας
κι από τ’ Αργίτικα βουνά κι απ’ της Ηλείας τους κάμπους
κι από την ηλιοφώτιστην Ελλάδα, απ’ την πατρίδα
σου φέρνω ένα παράπονο και το σκορπώ απ’ τα βάθη
της φλογισμένης μου καρδιάς γονατιστός μπροστά σου.
Μάρμαρο αθάνατον, οπού σφιχτά σε περιχύνει
τόση ζωή και δύναμη και όση ποτέ δεν έχει
το ευκολοσύντριφτο κορμί λιγόζωου του ανθρώπου,
θεά, τέτοιο παράπονο μην το καταφρονέσεις,
κι α δεν τ’ ακούς να χύνεται στου Πλάτωνα τη γλώσσα
κι α δε μετράει τα λόγια του Ομηρική αρμονία.
Ήρθανε χρόνια δίσεχτα, τα Ομηρικά τραγούδια
σώπασαν πια, βουβάθηκαν οι Πλάτωνες για πάντα,
και των βουνών σου οι μέλισσες μακριά σε ξένα χείλη
το παραιτούν το μέλι τους, και οι ποιητές που τώρα
με τα συντρίμμια απόμειναν στην έρημην Ελλάδα
μιλούν γλώσσ’ ανυπόταχτη, λαχταριστή, θρεμμένη
με των ελληνικών βουνών τον πάναγνον αέρα,
αλλά γλυκιά και γνώριμη στα θεϊκά τ’ αφτιά σου,
γιατ’ είναι γλώσσα της ζωής και γλώσσα της αλήθειας!
Τώρα τα λόγια μου άσχημα κι αν σου φανούν και κρύα,
κι άψυχο το παράπονο, μη με καταφρονέσεις·
όλα μπροστά σου είν’ άψυχα, κι αυτά κι ο κόσμος όλος,
μπροστά σου ακόμα κι οι θεοί, παλιοί και νέοι και όλοι,
δείχνονται σα φαντάσματα που νόημα δεν έχουν.
Κι αν κρύβει ο κόσμος λεβεντιά και νιότη αν κρύβει ακόμα,
είναι γιατί δεν έχασε τη χάρη να σε νιώθει
και να θαμπώνεται από σε και να σε προσκυνάει!

Αυγή, στου κόσμου την αυγήν επρωτοφανερώθης!
Εσ’ είσαι αλάθευτη θεά κι ανίκητη παρθένα,
εσύ και δε γεννήθηκες από κοιλιά μητέρας
και τ’ αστροστέφανου ουρανού κόρη μονάκριβ’ είσαι.
Αμόλυντη κι ατέλειωτη καθώς εκείνος, μένεις
ψηλότερ’ από τις χαρές, ψηλότερ’ απ’ τις λύπες.
Ποτέ, ποτέ δε σ’ άγγιξαν του κόσμου οι αμαρτίες.
Άξιο του Άρη ταίριασμα, κι όχι ερωμένη χαύνη,
βροντολογούσαν άρματα στα θεία σου στήθη επάνω,
κι εκείνοι που σε λάτρευαν ένιωθαν την καρδιά τους
πιο αντρειωμένα να χτυπά, και τ’ άσπρα περιστέρια
παρθένες τα ’φερναν σ’ εσέ, κι οι νικητές του κόσμου,
ορκίζονταν οι Καίσαρες στο μέγα τ’ όνομά σου.
Μα ήρθανε χρόνια δίσεχτα, κι ανήμπορος ο κόσμος
σέρνεται στον κατήφορο, ξεφαντωτής, και πέφτει
και τυφλωμένα πίστεψε το πως κι εσύ του μοιάζεις,
και σε φαντάστηκε τρελή μητέρα που τα πάθη
μικρά, τυφλά κι ακράτητα γεννάς μες στις καρδιές μας
και σε κατέβασε, θεά, κι εσένα ο Πραξιτέλης
απ’ τ’ άγια τ’ άστρα εκεί ψηλά στην ομορφιά της Φρύνης!
Τότε κι εσύ, περήφανη, η καταφρονεμένη
από ένα κόσμον άμυαλον, όμως μητέρα πάντα,
αντί να σιχαθείς τη γη, και παιδεμούς να στείλεις,
της γης τα σπλάχνα τ’ άνοιξες και κρύφτηκες κι εχάθης.
Έτσι απ’ τα ύψη τ’ ουρανού με στοχασμού γοργάδα
ο θυμωμένος κεραυνός τρυπάει τη γη και πάει.

Χιλιάδες χρόνια πέρασαν για να φανείς και πάλι!
Ω! δόξα να ’χει τ’ άγνωστο λισγάρι του χωριάτη
που κύλισε του τάφου σου την πέτρα κι αναστήθης!
Κι είδες τον κόσμο αλλιώτικο, και την Ελλάδαν άλλη
και ξένη την Ανατολή και βάρβαρη τη γη σου,
και σα να μην τη γνώρισες, διάβηκες προς τη Δύση!

Γύρισε πάλι, γύρισε στα μέρη που εγεννήθης!
Ό,τι κι αν είσαι, δύναμη, βασίλισσα, όνειρο, ίσκιος,
θεά της ομορφιάς, πηγή της αρετής, ω Νίκη,
γύρισε πάλι, ω! γύρισε στα μέρη που εγεννήθης.
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν, κι ακόμα σε προσμένει
σα νά ηταν χτες που σ’ έχασε, χλωμός, ξεψυχισμένος,
στα πορφυρά του σάβανα, στ’ ανθόπλεχτο κλινάρι
ο λυγερός σου ο Άδωνις, ο μοσχαναθρεμμένος.
Μοσχοβολούν τριγύρω του σε κρυσταλλένιες γάστρες
κάθε λογής άνθη, καρποί, και φύλλα και κλωνάρια,
σε καλαθάκια ολάργυρα τα μήλα ευωδιάζουν,
κι ανθούνε του δακρύου σου βλαστάρια κι οι ανεμώνες,
και βαλσαμώνουν μυρουδιές απ’ τη Συρία και κάνουν
τον ύπνο σου γλυκύτατο στο νεκροκρέβατό του
κι η χλόη σιμά στα πόδια του φυτρώνει βελουδένια
και πλέκουν αποπάνω του τα δέντρα πυκνούς ίσκιους,
χαϊδευτικά τού γλείφουνε τα χέρια του τ’ αγρίμια,
και φτερουγιάζουν οι έρωτες από ένα δέντρο σ’ άλλο,
και σαν αηδόνια κελαηδούν, σαν πεταλούδες παίζουν,
και τρέχει ακόμα διάφανο ξανθό το θείο του αίμα,
κι από την κάθε στάλα του φυτρώνει κι ένα ρόδο.
Όμως κανείς, ούτε δεντρά κι αηδόνια και λουλούδια,
ούτε χορτάρια πράσινα και μήλ’ αφροπλασμένα,
ούτε ξανθόφτεροι έρωτες κι ανήμερα θηρία,
ούτε χρυσά στολίσματα και δώρα ελεφαντένια,
ούτε ουράνια κι ουδέ γη κι ουδέ θεός κανένας
καμιά δεν έχουν δύναμη να τον νεκραναστήσουν
τον Άδωνι το λυγερό το μοσχαναθρεμμένο·
κι εσύ μονάχα, εσύ, θεά, τα Τάρταρα προστάζεις
νικάς τον Άδη, στη ζωή γυρίζεις τον καλό σου!…
Γύρισε πάλι, γύρισε στα μέρη που εγεννήθης!
Ο λυγερός σου ο Άδωνις άλλαξε τ’ όνομά του.
Γιά ιδές! παρόμοια σαν αυτόν σε καρτερεί, νομίζεις,
νεκρή βασίλισσα η Ελλάς, νεκρή και ξαπλωμένη
σα σε κρεβάτι ολόχρυσο στη γη της την πανώρια·
και γύρω της μοσχοβολά και λάμπ’ η φύσις, ίδια,
φωτοχυμένη, πλούσια, φωλιά για ερωτεμένους,
τον ύπνο της πολύπαθης γλυκαίνει, ναναρίζει,
σκορπίζει χάιδια μητρικά, χίλια τραγούδια λέει,
μα πια δεν έχει δύναμη να της φωνάξει: Σήκω!
Γύρισε πάλι, ω! γύρισε να τη νεκραναστήσεις!
Σε καρτερούν τα Κύθηρα κι η Πάφος σου κι η Αθήνα,
η Σπάρτ’ η ανυπόταχτη, το φημισμένο το Άργος,
θεά, στον Ακροκόρινθο σε καρτερούν, και πέρα
στ’ αγαπημένα σου βουνά, στις ακριβές σου χώρες…
Σε καρτερούν; ω! τί γλυκιά της φαντασίας απάτη!…
Είναι χαμένη η πίστη σου, χαλάσματα οι ναοί σου,
και τα χλωρά στεφάνια σου μαραίνονται σε ξένα
χέρια, τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα,
κι όπου έστεκαν παλάτια σου χρυσομαρμαρωμένα,
γυρνούν αγρίμια, όρνια πετούν, πατούν βαρβάρων πόδια.

Αλλά κι αν χάθ’ η πίστη σου και αν πάνε κι οι ναοί σου,
κάμε, θεά, το θάμα σου, και πλάσε τις καρδιές μας
αγνές, διπλοθεμέλιωτες, άφταρτες εκκλησιές σου.
Γύρισε πάλι, γύρισε στα μέρη που εγεννήθης,
άστρο της νιότης, πρόβαλε, ξανάνιωσέ μας πάλι.
Εσύ που μες στα σωθικά πόθους, φωτιές ανάφτεις,
άναψε μες στα σπλάχνα μας φλόγες, βαθιές αγάπες,
και σπείρε μας τη δύναμη για τα μεγάλα τα έργα!
Κι όπως οι Καίσαρες, προτού να πολεμήσουν, είχαν
σημάδι νίκης κι έκραζαν το ιερό όνομά σου,
κάμε να ξανανθίσουμε και να φανούμε πάλι
ανίκητοι με τ’ όνομα στα χείλη το δικό σου.
Εσύ που διώχνεις το βοριά και σβεις τ’ αστροπελέκι
και τη γαλήνη γαλανή στα πέλαγα στυλώνεις,
διώξε τις έχθρες από μας, τα πρόστυχα τα πάθη,
κράτα τους νιους αμόλυντους, του γέρους τιμημένους,
κι εσύ που στέλνεις μαλακό το αγέρι στο καράβι
κι ίσα το σπρώχνει, ολόισα, με τα πανιά απλωμένα,
μακριά από ξέρες και κακά, στο ποθητό λιμάνι,
διώξε κι απ’ της πατρίδας μας τριγύρω το καράβι
τ’ αχόρταγα τα κύματα, τη μαύρη ανεμοζάλη,
κι ίσα κι ολόισα σπρώξε το με τα πανιά απλωμένα
μακριά από ξέρες και κακά, στης Δόξας το λιμάνι!

Κύπρος

Αφιερώνεται στο φίλο Ν. Κ. Λανίτη,
τον Κύπριον πρωταθλητή

Κ α λ ώ ς μ α ς ή ρ θ α τ ε π α ι δ ι ά ! » Και είχες, φωνή, τη χάρη
πού έχει της μάννας το φιλί,
φωνή, λαχτάρα στην καρδιά, στ' αυτιά ιερό τροπάρι,
στα μάτια Ανατολή.

Τέτοιο ένα « χ α ί ρ ε » βίους, απάνου από τα χρόνια, νέους,
κάτου από τ’ άστρα τ’ αττικά,
σταυραδερφών προσκύνημα, κυπριώτες και αθηναίους
μας έσμιξε γλυκά.

Η Κύπρος. Καιροί πέραοαν. Τώρα ειν’ ορμή κ’ η οργή της.
Με τίναγμ’ άξαφνο γοργό
φτερώνει ή γαλανόλευκη δαρμένο το κορμί της !
Τί; Ελλάδα είμαι κ’ εγώ!»

Και ακούστε; Πολεμόχαρη, να! η Κύπρος μας φωνάζει.
(Βάλε το χέρι Σου ο Χριστός!)
Πλάι της ή δωδεκάνηοη Ροδόνυφη στενάζει,
Και κλαίω γονατιοτός.

Δεν κλαίω. Αγώνων επικών με συνεπαίρνει η φούρια,
οτον τοίχον άρματα παληά
τρίζουν, οτου Ρήγα μουσική πρωτάκουστη τα θούρια,
κυπριώτικη λαλιά.

Κιτρινισμένα στα χαρτιά, πυρώστε μας τα χείλη,
τραγούδια πατριωτικά,
τον ήρωα με τo γέρικο να ιδούμε καρυοφύλλι,
που πέφτει ή που νικά.

Ρήγαινα ολύμπια μυστική, χώρια από τα λιοβόρια
της θλίψης και της αλλαγής,
ίδια η θωριά σου, τ’ όνομα κι αν άλλαξες. Πανώρια,
τη φύτρα σου ευλογείς.

Και ω που παναρμονίζετε, φροντίδα εσύ κ’ έλπίδα,
σεμνή βοηθήτρα των Εθνών,
τη Δίκη για βίους τούς λαούς πίσω απ’ την ίδια ασπίδα,
νέων άνοιγμα ουρανών!

Μα εγώ είμ’ αρχαίος. Ωραίου, χλωρού, νιοφυτρωμένου κόσμου,
Μούσα, ποιητή μη με κρατής!
Πατρίδα μου, τις μοίρες σου ν' αντιλαλήσω δός μου,
δεν είμαι λαλητής.

Γύρω οι πατρίδες, και παντού κι ολόμεσα η Πατρίδα
που όλες τις λέει, όλες τις κλιεί.
Μα ο ξένος, όποιος, θηοαυρός, πυρσός,, τρανός, η ακρίδα.
και ότι κερνά χολή.

Μόνος μεγαλοδύναμος. Κύριος Κυρίω ν, υπάρχει,
Κ’ είνε του Γένους ο θεός
Πορφύρα αποκαλυπτική το ράσο σου, Ιεράρχη,
και ή Κύπρος σου, ναός.

Χώρες, χωριά, εν’ αλάλαγμα και ο άνθρωπος και η φύση,
το κύμα, το βουνό, ο δρυμός,
φωτιά άναψε και πύρωσε στο πράο μεγαλονήσι,
όπου φωτιά, βωμός.

Σαν της εικόνας Φειδιακής, κομμένα της τα χέρια
δεν είνε της άγιας Μητρός,
για τα οφιχταγχαλιάσματα οας καρτερούν ακέρια,
γενναίοι, θαρθή ο καιρός.

Φουντώνουν πλάσματα κ’ οι αχνοί, βρίσκουν γονιό και τα έρμα,
φωνή του Υψίοτου, φωνή λαού.
Σαν άστρου, σα ματιού ένα φως παραφυλάει οτο τέρμα
του δρόμου σας, μακρυού.

«Κ α λ ώ ς μ α ς ή ρ θ α τ ε π α ι δ ι ά ». Ξανά η φωνή τη χάρη
θά ’χη του μητρικού φιλιού,
θα ηχολογήοη και η φωνή, δοξαστικό τροπάρι.
κ ’ η ανατολή; του ήλιου

Κύπρος

Στο σοφό μας φίλο Ν. Γ. Πολίτη

Καλώς μάς ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη,
στη Μακαρία τη γη,
στάζει το μέλι διαλεχτό σαν πρώτα; Ακόμη γίνεται
τ’ ολόγλυκο κρασί;

Η χαρουπιά η ολόχλωρη λέει τα παλιά και τ’ άξια
της αργυρής ελιάς;
Και τ’ αηδονάκι τραγουδεί στην ευωδιά του λάδανου
τα πάθη της καρδιάς;

Κι οι ακρογιαλιές λαχταριστές, τ’ αραξοβόλια ολόβαθα
και τ’ ακροτόπια ορθά,
το καρτερούνε της θεάς το υπέρκαλο ξαγνάντεμα
και δεύτερη φορά;

ADVERTISING

Καλώς μάς ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την πολύχαλκη,
στην καρποφόρα γη,
ακόμα η Μοίρα της οργής, η Μοίρα όλων των όμορφων,
ξεσπάει και καταλεί;

Λυσσάει με την αναβροχιά, με την ακρίδα μαίνεται,
χτυπάει με τη σκλαβιά;
Στ’ ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβησε;
Πέστε το εσείς, παιδιά!

Καλώς μάς ήρθατε, παιδιά, και φέρτε, κελαηδήστε μας
το ευγενικό νησί.
—Μες στη βαθιά της αγκαλιά μητέρα η Άσπρη Θάλασσα
να κρύψει εσέ ζητεί.

Του κάκου· στεριές, πέλαγα, λαοί τριγύρω σου ήμεροι
και βάρβαροι λαοί,
σ’ είδανε, σε ορεχτήκανε, και κατά σε χυθήκανε
και Ασία και Αφρική.

Ρωμαίους και Σαρακηνούς, Τούρκους και Φράγκους γνώρισες.
Ω Ροδαφνούσα εσύ,
από τη Δύση ο βασιλιάς κι ο Ρήγας σ’ ερωτεύτηκαν
απ’ την Ανατολή.

Κι απ’ τον καιρό που σε ήβρανε θαλασσομάχοι Φοίνικες,
ως τώρα που σοφά
πατάει σ’ εσένα ο Βρετανός, πολλούς αφέντες άλλαξες,
δεν άλλαξες καρδιά.

Κι είναι η καρδιά σου εσέ πιστή, και δένεις με γητέματα,
και πήραν από σε
μια ρίζα τα διαβατικά, και μοίρανε τ’ αλλότρια
δική σου χάρη, ω ναι!

Και την Αστάρτη ξέγραψεν η θεία Ποθοκρατόρισσα
που γέννησαν οι αφροί,
κι από της Τύρου το Μελκάρθ, και με τα σπλάχνα σου, έπλασες
τον Έλληνα Ηρακλή.

Κι αφού πετάξανε οι θεοί, και της Παφίας απόμεινε
συντρίμματα ο βωμός,
η Ροδαφνούσα σου έφτασε, και γίνηκε τραγούδι σου,
και σ’ άναψε, καημός.

Και του Ηρακλή το ρόπαλο το πήρε και κυνήγησε
τον ξένο, εκδικητής,
κι εσέ λημέρι του έκαμε, το κάλεσμα προσμένοντας
το μέγα, ο Διγενής.

Εσύ κρυφοζωντάνεψες, ωραίο νησί, και φύλαξες,
εσύ τα προσκυνάς,
της Ρωμιοσύνης τα είδωλα· της Ομορφιάς το είδωλο
και της Παλικαριάς.

Από τα κέδρα του Όλυμπου σκαλίστε γοργοκάραβα,
ω Ακρίτα! Ω Ροδαφνού!
Ή κάμετε καράβια σας τα ολάνθιστα κι ολόδροσα
φτερούγια του Απριλιού,

Και των Ελλάδων τα νεκρά ακρογιάλια γύρα φέρτε τα,
ξυπνήστε ένα βοριά,
απλώστε ένα τρικύμισμα, κι αστράφτε εμπρός και μέσα μας
τα ωραία, τα δυνατά.

Καλώς μάς ήρθατε, παιδιά! Σ’ εσένα, Κύπρο αέρινη,
ω Μακαρία γη,
πήγεν ο μέγας Έρωτας και χτύπησε, κι ανάβρυσε
θαματουργή πηγή.

Στοιχειό οργισμένο την πηγή βαθιά την καταχώνιασε.
Ω χέρι ονειρευτό,
που πάντα σε προσμένουμε, ξεσκέπασε, και φέρε μας
το αθάνατο νερό!

Καλώς μάς ήρθατε παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη,
στη Μακαρία γη,
στ’ ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβησε.
Και ζει, και ζει, και ζει!

Ο Διγενής και ο Χάροντας

Καβάλα πάει ο Χάροντας 
τον Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί... Κλαίει δέρνεται
τ' ανθρώπινο κοπάδι.

Και τους κρατεί στου αλόγου του 
δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο,
της ομορφιάς τ

Και σα να μην τον πάτησε 
του Χάρου το ποδάρι
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλάρη

«Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα 
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ' άγγιξες και δε μ' ένοιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;

Εγώ είμαι η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων,
στην Εφτάλοφην έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.

Δε χάνομαι στα Τάρταρα, 
μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι 
και λαούς ανασταίνω!»

Οι λύκοι

Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι!
Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί,
καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι,
για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.

(Απ’ της μαυρίλας της αραχνίλας την αποθήκη
σε σκονισμένα γυαλιά κλεισμένο, παλιό κρασί,
των εκατό σου χρονών ανοίγω το αρχοντιλίκι
στου ήλιου το φέγγος, τι σε προσμένουν οι δυνατοί

ξανά σαν πάντα και για τη μάχη και για τη νίκη
να τους φτερώσεις το πάτημα τους όπου πατεί.
Σ’ εμέ -κελλάρης λυράρης είμαι,- σ’ εμένα ανήκει
να το κεράσω στα νέα ποτήρια το αρχαίο πιοτί).

Βοσκοί και σκύλοι, λώβα και ψώρα. Τα’ αρνιά; Μουζίκοι.
Ό λαός; Όνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ’ ή οργή,
Δίκη από πάνω θεία των αστόχαστων καταδίκη
και λογαριάζει και ξεπλερώνει όσο αν αργεί.

Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, αρματολίκι,
τα ξεγραμμένα και τα τριμμένα ψέματα, αχνοί,
Ιδέα βυζάχτρα των τετρακόσιων χρόνων, η φρίκη
τώρα, το μάθημα των Ελλήνων ως χτες, εσύ

του ραγιά μάνα βιβλικό, πλάσμα ορφικό, Ευρυδίκη,
του πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μας τον καθρέφτιζες μέσ’ στης Πόλης τό βασιλίκι
τον ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητή

του Ισλάμ. Ή Θράκη προικιό του, ώ δόξα! Και απανωπροίκι
μια Ελλάδα πάλε στην τουρκεμένην Ανατολή,
της Ιωνίας γλυκοξημέρωμα.... Οι λύκοι! Οι λύκοι!
κ’ οι βοσκοί ανάξιοι, λύκοι και οι σκύλοι κι οι αντρείοι δειλοί.

Στης Πολιτείας τη μάντρα οι λύκοι! Παντού είναι λύκοι!
Ξανά στα Τάρταρα Ίσκιος, του ψάλτη λατρεία κ’ εσύ.
Ψόφια όλη ή στάνη. Φέρτε να πιούμε, κούφιο νταηλίκι,
για το αποκάρωμα που μας πρέπει, κι όποιο κρασί.


Ολυμπιακός Ύμνος

Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, αγνέ πατέρα
Του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού,
Κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα
Στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή,
Και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
Και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί.

Κάμποι, βουνά και θάλασσες φέγγουν μαζί σου
Σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.

Παύλος Μελάς

Σε κλαίει ο λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
Στον τόπο, που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου του Απρίλη τα πουλιά
Σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά,
Και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες,
Σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες
Πλατειά του ονείρου μας η γη και απόμακρη. Και γέρνεις
Εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατειά τη δείχνεις, και τη 
φέρνεις Σαν πιο κοντά.

Στη νεολαία μας

Αυτό κρατάει ανάλαφρο μεσ’ την ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,
αυτό το λόγο θα σας πω δεν έχω άλλο κανένα 
Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!

Γράφτηκε από τον Κωστή Παλαμά την 1η Νοεμβρίου 1940, τρεις μέρες μετά την κρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.

Το τραγούδι του τρελλού

Καλοί μου άνθρωποι, ακούστε με, κακός δεν είμαι, ελάτε,
σιγά, να σας τα πω.
Μια μοίρα με κατάτρεξε· μη με πετροβολάτε·
δεν έφταιξα, πονώ.

Στο σταυροδρόμι είχα σταθή, στην πέτρα είχα καθήσει
για να ξεκουραστώ,

Τα παλληκάρια, οι λυγερές, αδιάκοπα μπροστά μου
περάσματα. Γιορτή.
Και το βιολί μου φάνταζε παρατημένο χάμου
σαν άρρωστη ψυχή.

Κι εγώ ήμουν ο παράξενος, ο λαλητής ο πλάνος,
και σαν εμέ, κανείς.
Για τούτους είμουν ο τρελός, για κείνους ο ζητιάνος,
για σας ο αδικητής.

Κι οι γνωριμιές μου αφρόντιστα και αγνώριστα γυρίζαν
και όλοι, όλοι βιαστικά·
χαμογελούσαν οι όμορφες εκεί που μ' αντικρύζαν,
κα

Συρμένη από τη θύμηση του μουσικού βιολιού μου
κι αν κάποτε καμιά
γύρευε σάμπως να σταθή, τ’ αγρίου θολού ματιού μου
την έδιωχνε η φωτιά.

Κάτι έκρυβα στο λογισμό, στην όψη έδειχνα κάτι
που μάκραινε γοργούς
το νιο τον ανοιχτόκαρδο, την κόρη τη δροσάτη
και ξένους και δικούς.

Και πέρασε. Με πλεύρωσε και σα σε δέηση στάθη
και σα γονατιστή·
κ’ ήρθε σα νάθελε από με να μάθη και να πάθη, 
και σαν ανατολή.

Έπαιζε με τον πέπλο της φιλώντας το κορμί της
τ’ αγέρι του βραδιού.
Τ' ανάβλεμμά της χάιδεμα της νιότης. η φωνή της
ρυθμός του τραγουδιού.

Και ντροπαλή και πρόσχαρη και θαρρεμένη· η χάρη 
της κερασιάς που ανθεί,
του χωραφιού στεφάνωμα και του μαγιού καμάρι,
προτού να τρυγηθή.

Σαν ήρθε, γιατί έφυγε; και ποιός θα σε χωρίση
του αποσπερίτη φως
από το βράδυ που φωτάς; Και είχε τα ρόδα η δύση,
τα γιούλια ο Υμηττός.

Ποιό χέρι μου την άρπαξε; Θεός την είχε στείλει;
Δεν έφταιξα. Πονώ.
Δίψα το στόμα μου έκαιγε. Μου δρόσισε τα χείλη
μιας θείας πηγής νερό.

Τ’ αχνάρια από τα πόδια της, φωτίσματα καινούρια, 
πίσω της τρέχω, εκεί
τρέχω, όλο τρέχω, ξέσκισα τη σάρκα στα παλιούρια
και μάτωσα τη γη.

Πέστε μου, που είμαι; στο βουνό; στην πολιτεία; στον κάμπο;
Τρελός δεν είμαι εγώ.
Καλοί μου ανθρώποι, ακούστε με. Σπίτι, άνοιξέ μου, νάμπω,
κήπε, σε λαχταρώ.

Το ξέρω, να το σπίτι, να! μπήκε απ' εκεί, την είδα,
μα η πόρτα του κλειστή.
Τόφερα γύρω ολονυχτίς το σπίτι, ψεύτρα ελπίδα,
και μ’ εύρε εδώ κι η αυγή.

Σκυλιά, και με δαγκώσανε, γειτόνοι, και με πήραν
για κλέφτη, για φονιά·
και βάρδιες, και ξυπνήσανε· και δούλοι, και με δείραν,
Θεέ μου! τι απονιά!

Κλέφτης δεν είμαι ούτε φονιάς. Καλοί μου άνθρωποι, ελάτε,
σιγά, να σας τα πω.
Μια μοίρα με κατάτρεξε· μη με πετροβολάτε,
τον ορφανό! Πονώ.

Το φράχτη σύντριψα, στον κήπο μπήκα, τα πουλιά της
τα ξάφνισα, κ’ εκεί
φίλησα τ' άνθη στη βραγιά, στη γη το πάτημά της.
Κρίμα είν' αυτό, κριτή;

Ήρθα να ιδώ τον ήσκιο της από το παραθύρι
πριν σβήση το κερί,
τον ήσκιο απ' το κεφάλι της την ώρα που θα γύρη
να γλυκοκοιμηθή.

Πετροβολάτε με, άνθρωποι, βασάνισέ με, Αράπη,
στη μαύρη φυλακή.
Το φως μου είν’ αβασίλευτο. Γνώρισα την Αγάπη,
σ’ έζησα πια, ζωή!


Κωστής Παλαμάς 

Εργογραφία

Ο βιβλιογράφος του Κ. Παλαμά Γ.Κ. Κατσίμπαλης εξέδωσε τα εξής τεύχη βιβλιογρα

φίας:

Η παραπάνω σειρά συμπληρώθηκε από τον Κ.Γ. Κασίνη, με φροντίδα του Ιδρύμα

τος Κωστή Παλαμά:

  • Βιβλιογραφία Κωστή Παλαμά, (1911-1925). Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά,
  •  1973.
  • Βιβλιογραφία Κωστή Παλαμά 1932-1942: πρώτη καταγραφή. Αθήνα:
  •  Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1994 [=«Βιβλιογραφία Κωστή Παλαμά 
  • 1932-1942. Πρώτη καταγραφή», Νέα Εστία 1595 (1993): 273-345].

Πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις

*σημειώνονται και ανάτυπα, όχι όμως εξαντλητικά. Επίσης σημειώνονται β' 

εκδόσεις όταν υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις.

Ποίηση

1878

Μισολόγγι. Ποίημα υπό Κωνσταντίνου Μ. Παλαμά. Εκδίδεται δαπάνῃ Αρτέμη

 Γουργουρίνη. Μεσολόγγιον: Τυπογραφείον «Η Δυτική Ελλάς».

1886

Τραγούδια της πατρίδος μου. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον Εστίας. [β΄ έκδοση το 1933 με 

προσθήκη Προλόγου].

1889

Ύμνος εις την Αθηνάν. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον Εστίας. [β΄ έκδοση το 1920, ως

 Ύμνος της Αθηνάς, μαζί με Τα μάτια της ψυχής μου, εκδ. Ζηκάκης].

1892

Τα μάτια της ψυχής μου. Αθήνα: εκ του τυπ. της Εστίας. [β΄ έκδοση το 1920, εκδ.

 Ζηκάκης].

1897

Ίαμβοι και ανάπαιστοι. Αθήνα: εκ του τυπ. της Εστίας, Μάϊσνερ & Καργαδού

ρη. [β΄ έκδοση το 1920, εκδ. Ζηκάκης].

1898

Τάφος. Αθήνα: εκ του τυπ. της Εστίας, Μάϊσνερ & Καργαδούρη. [β΄ έκδοση το 

1911 μαζί με τον «Πρώτο λόγο των Παραδείσων». Η 4η έκδοση διαθέσιμη ψηφια

κά εδώ].

1900

Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης. (Από το Τραγούδι του Ήλιου). Πειραιάς:

 τυπ. Σφαίρα. Έκδοση του «Περιοδικού μας». Με αφιέρωση στον Γεράσιμο Βώ

κο. Ανάτυπο από Το Περιοδικόν μας. Αργότερα, στις δύο αυτοτελείς εκδό

σεις των Βωμών ο Παλαμάς περιλαμβάνει ως 7ο βιβλίο την ποιητικη αυτή σύνθεση

 του 1900.

1904

Η ασάλευτη ζωή. Αθήνα: τυπ. Εστίας. [β΄ έκδοση το 1920 με Πρόλογο, εκδ. Ζηκά

κης].

1907

Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου. Αθήνα: εκ του τυπ. της Εστίας, Μάϊσνερ & Καργα

δούρη. [β΄ έκδοση το 1921].

1910

Η φλογέρα του Βασιλιά με την Ηρωική τριλογία, Πρόλογο κι Επίλογο. Αθήνα: εκ

του τυπ. της Εστίας, Μάϊσνερ & Καργαδούρη. [Β΄ έκδοση το 1920 με προσθήκη

 περιλήψεων του κάθε Λόγου, εκδ. Ι. Κολλάρος].

1912

Οι καημοί της λιμνοθάλασσας και Τα Σατυρικά γυμνάσματα. [Ο Ποιητής και

 τα Νιάτα]. Αθήνα: Φέξης [β΄ έκδοση το 1925 εκ του τυπ. της Εστίας, Μάϊσνερ &

 Καργαδούρη].

Η Πολιτεία και η Μοναξιά. Αθήνα: εκ του τυπ. της Εστίας, Μάϊσνερ & Καργα

δούρη. Ψηφιοποιημένη η β' έκδοση από τον εκδ. οίκο Ι. Σιδέρης.

1915

Βωμοί. Πλήρης τίτλος: Βωμοί (πρώτη σειρά) με τους Χαιρετισμούς της Ηλιογέν

νητης. Αθήνα: εκ του τυπ. της Εστίας, Μάϊσνερ & Καργαδούρη. Ψηφιοποιημένη η

 β' έκδοση από τον εκδ. οίκο Ι. Σιδέρης.

1919

Τα παράκαιρα. Μ' έναν πρόλογο. Αθήνα: Ι. Ν. Σιδέρης [β΄ έκδοση το 1922 από τον

 ίδιο εκδοτικό οίκο].

Τα δεκατετράστιχα. Αλεξάνδρεια (έκδ. Γραμμάτων): τυπ. Κασιμάτη-Ιωνά [β΄

 έκδοση, με την προσθήκη προλόγου, το 1931, εκδ. Δημητράκου].

1924

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Τετρασέλιδο αφιερωματικό, με επετειακή αφορμή 

(βλ. σχετικά εδώ στην ενότητα Χρονολόγιο).

1925

Οι πεντασύλλαβοι - Τα παθητικά κρυφομιλήματα - Οι λύκοι - Δυο λουλούδια από

 τα ξένα. Αθήνα: εκδότης Ι. Δ. Κολλάρος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

1928

Δειλοί και σκληροί στίχοι [Verses mild and harsh]. Επιμ. Κ. Τ. Αργυρόπουλος.

 Σικάγο: τυπ. Ο Νεοελληνικός Μέρκουρι [The Neohellenic Mercury Publishi

ng Company]. Στη συλλογή προτάσσονται τέσσερα εισαγωγικά άρθρα: Carl 

Darling Buck, «The language question», David Harrison Stevens, «Palamas and

 the Western World», Moody Erasmus Prior, «The manuscript of verses mild and 

harsh», Kostis Tamias Argoe [= Κ. Τ. Αργυρόπουλος], «Neohellenic poetry 

from Digenis Akritas to Kostes Palamas». Η β΄ έκδοση (η πρώτη αθηναϊκή) το 

1933: Αθήνα: Ελευθερουδάκης, 1933.

1929

Ο κύκλος των τετράστιχων. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον Α. Καραβία, "Ο Κοραής" εκδ.

 & τυπογρ. οίκος.

1931

Περάσματα και χαιρετισμοί. Αθήνα: τυπ. της Εστίας.

1934

Ισπανία. Αυτοτελές μονόφυλλο, στο πρωτότυπο και σε ισπανική μετάφραση

, με το τετράστιχο ποίημα «Ισπανία», με αφορμή τη βράβευσή του (βλ. σχετικά 

εδώ στο Χρονολόγιο).

1935

Οι νύχτες του Φήμιου. Αθήνα: τυπ. της Εστίας.

1944 [Σεπτ. 1943]

Βραδινή φωτιά. Αθήνα: τυπ. της Εστίας. Μεταθανάτια έκδοση, επιμελημένη

 από τον Λέανδρο Παλαμά. Κυκλοφορεί τον Σεπτέμβριο του 1943 με μεταγενέστε

ρη χρονολογική ένδειξη.

Πεζά-διηγήματα

1901

Θάνατος παλληκαριού. Αθήνα: εκ του τυπ. της Εστίας, Μάϊσνερ & Καργαδούρη.


1920

Διηγήματα. Αθήνα: Ι. Ν. Σιδέρης.

Θέατρο

1903

Τρισεύγενη. Δράμα σε τέσσερα μέρη. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Μεταφράσεις

1898

Laurie, A. Πρόας ο Νικίου: μυθιστορία ής η σκηνή εν Αθήναις κατά τον αιώνα 

του Φιλίππου. Μετά προλόγου υπό Σπυρ. Π. Λάμπρου. Αθήνα: Διάπλασις των Παί

δων.

1916

Verhaeren, É. Η Ελένη της Σπάρτης. Λυρική τραγωδία σε τέσσερα μέρη, φερμένη

 στον ελληνικό στίχο από τον Κωστή Παλαμά. Επιμέλεια: Ν. Ποριώτης. Αθήνα: Τα

 έργα.

1930

Ξανατονισμένη μουσική. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Κριτική-Μελέτες

1894

Το έργον του Κρυστάλλη. (Ανατύπωσις εκ της Εφημερίδος). Αθήνα: Βιβλιοπωλεί

ον της Εστίας.

1901

Διονυσίου Σολωμού, Άπαντα τα ευρισκόμενα. Αθήνα: τυπ. Π. Δ. Σακελλαρίου.

1904

Γράμματα. Αθήνα: εκ του τυπ. της Εστίας, Μάϊσνερ & Καργαδούρη.

1907

Γράμματα 2. Αθήνα: τυπ. της Εστίας.

1911

Ηρωικά πρόσωπα και κείμενα. Αθήνα: εκδ. της Φοιτητικής Συντροφιάς.

1913

Τα πρώτα κριτικά. Αθήνα: Φέξης.

1914

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας [ανάτυπο από το Δελ

τί

ο του Εκπαιδευτικού Ομίλου].

1917

Ιούλιος Τυπάλδος. Αθήνα: τυπ. Π. Δ. Σακελλαρίου.

Βιζυηνός και Κρυστάλλης. Αθήνα: τυπ. Π. Δ. Σακελλαρίου. [Η νέα έκδοση του 1973



 από τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό είναι διαθέσιμη ψηφιακά εδώ].

1918

Πώς τραγουδούμε το θάνατο της κόρης. Αθήνα [ανάτυπο από το Δελτίο του 

Εκπαιδευτικού Ομίλου 6 (1916) [1918]].

1925

Ανατόλ Φρανς. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών.

1927

Γύρω στο Σολωμό. Αθήνα: τυπ. Προμηθεύς.

1928

Πεζοί δρόμοι Α΄. Αθήνα: Ζηκάκης.

Πεζοί δρόμοι Β΄. Αθήνα: Ζηκάκης.

1932

Ο Γκαίτε στην Ελλάδα: χαιρετισμός για την εκατονταετηρίδα του από τον Κωστή 

Παλαμά. Αθήνα: Δημητράκος.

Το έργον του Λάμπρου Πορφύρα. Απόσπασμα εκ των Πρακτικών της Ακαδημί

ας Αθηνών 7 [αναδημοσίευση στη Νέα Εστία 155 (1933): 580-581].

1933

Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου. Η ποιητική μου Α΄. Αθήνα: τυπ. Εστίας.

Διονύσιος Σολωμός. Αθήνα: τύποις Πυρσός Α.Ε. [ανάτυπο από τον ΚΒ'

 τόμο της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας].

Άννα Νοάγιε. Ανάτυπο απο τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών Πρακτικά 8: 

94 -102.

1934

Πεζοί δρόμοι Γ΄. Κάποιων νεκρών η ζωή. Αθήνα: Π. Δημητράκος.

1940

Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου Β΄. Αθήνα: τυπ. Εστίας.

Αλληλογραφία

1934

Αντωνίου Φιλίππου Χαλά. Η αλληλογραφία μου με τον ποιητή μας Κωστή Πα

λαμά. Με πρόλογο του Κωστή Παλμά. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

1943

Γράμματα Κωστή Παλαμά στο Γιώργο Κατσίμπαλη. Αθήνα: Ελληνική Εκδοτική Εται

ρεία ΑΕ.

1949

Θάλεια Κεσίσογλου-Αγγελίδου. Κάποια μιλήματα του Παλαμά στην ψυχή μου

Αθήνα: τυπ. "Η Μέλισσα".

1960

Γράμματα στη Ραχήλ. Επιμ. Γ. Π. Κουρνούτος. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

1964

Λίλη Ιακωβίδη. Η Έξοδος και ανέκδοτα γράμματα. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστί

ας.

1968

Ο Παλαμάς και η Κύπρος : δέκα ανέκδοτα γράμματα του ποιητού : μελέτη. Επιμ.

 Πάτροκλος Σταύρου. Αθήνα: χ.ε.

1977

Ανέκδοτα γράμματα διαφόρων στον Παν. Βεργωτή και δύο γράμματα του Βεργω

τή στον Κωστή Παλαμά. Επιμ. Γ. Αλισανδράτος. Αργοστόλι : Εταιρεία Κεφαλληνια

κών Ιστορικών Ερευνών.

1983

Κ. Παλαμά: ανέκδοτα γράμματα στο Νίκο Β. Φανδρίδη : ο ρόλος της φιλίας στη ζωή

 του ποιητή. Αθήνα: χ.ε.

Συγκεντρωτικές εκδόσεις: το εκδοτικό πρόγραμμα του Ιδρύματος Παλα

μά

Αναλυτικό χρονολόγιο της εκδοτικής τύχης και της κριτικής του παλαμικού έργου

 στην περίοδο των 60 χρόνων από τον θάνατο του Παλαμά μέχρι και το 

2003, σε επιμέλεια Ευριπίδη Γαραντούδη, μπορεί να συμβουλευτεί κανείς στο λεύ

κωμα Κωστής Παλαμάς 2003. Εξήντα χρόνια από τον θάνατό του, Αθήνα, Εθνικό 

Κέντρο Βιβλίου, 2003, σ. 45-56 [τώρα στο Γαραντούδης 2005, βλ. παρακάτω την ε

νότητα της Βιβλιογραφίας].

Το 1962 κυκλοφορούν οι δύο πρώτοι τόμοι των Απάντων, σε συνεργασία των

 εκδοτικών οίκων Μπίρη και Γκοβόστη. Ώς το 1969 εκδίδονται άλλοι 14, «με 

την επιμέλεια του 'Ιδρύματος Παλαμά'», ουσιαστικά δηλαδή του Γ. Κατσίμπαλη.

 Περιλαμβάνουν τις αυτοτελώς εκδομένες συλλογές του Παλαμά (πρωτότυπων 

ποιημάτων και μεταφράσεων), τη μεταθανάτια έκδοση της Βραδινής Φωτιάς,

 συμπληρωμένη με β' μέρος συγκροτημένο από τον Γ. Κατσίμπαλη, καθώς 

και τη συλλογή [Πρόσωπα και μονόλογοι], επίσης συγκροτημένη από τον Γ. Κατσί

μπαλη με ανένταχτα μέχρι τότε ποιήματα, στη βάση ενός σχεδίου του Παλαμά που

 δεν τελεσφόρησε.

  • Άπαντα Α΄-ΛΓ΄. Αθήνα: Μπίρης-Γκοβόστης / Ίδρυμα Κωστή Παλαμά (τόμοι Α΄
  • ΄ το 1962, Γ΄΄ το 1963, Ε΄-ΣΤ΄ το 1964, Ζ΄ το 1965, Η΄΄΄ το 1966, ΙΑ΄-ΙΒ΄
  •  το 1967, ΙΓ΄-ΙΔ΄ το 1968 και ΙΕ΄-ΙΣΤ΄ το 1969). Συγκεκριμένα, οι τόμοι των 
  • Απάντων που περιλαμβάνουν ποιητικά έργα έχουν ως εξής: 1ος τόμος: •
  •  Τραγούδια της πατρίδος μου • Ο ύμνος της Αθηνάς • Τα μάτια της ψυχής 
  • μου • Ίαμβοι και ανάπαιστοι• Ο Τάφος • Ο Πρώτος Λόγος των Παραδείσων /
  •  3ος τόμος: • Η ασάλευτη ζωή • Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης • Ο δωδεκάλο
  • γος του γύφτου / 5ος τόμος: • Η φλογέρα του Βασιλιά • Ηρωική τριλογία 
  • • Οι καημοί της λιμνοθάλασσας • Σατιρικά γυμνάσματα • Ο Ποιητής και τα
  • Νιάτα • Η πολιτεία και η μοναξιά/ 7ος τόμος: • Βωμοί• Τα παράκαι
  • ρα • Τα δεκατετράστιχα• Οι πεντασύλλαβοι • Τα παθητικά κρυφομιλήματα
  •  • Οι λύκοι / 9ος τόμος: • Δειλοί και σκληροί στίχοι • Ο κύκλος των 
  • τετράστιχων • Περάσματα και χαιρετισμοί• Οι νύχτες του Φήμιου / 11ος
  •  τόμος: • Βραδινή φωτιά [με προσθήκη β' μέρους, συγκροτημένου απο τον
  •  Γ. Κατσίμπαλη]• Πρόσωπα και μονόλογοι [συλλογή συγκροτημένη από τον
  •  Γ. Κατσίμπαλη]• Ξανατονισμένη μουσική και άλλες μεταφράσεις 
  • • Η Ελένη της Σπάρτης (του Émile Verhaeren).

Από το 1969 ώς σήμερα έχουν υπάρξει αρκετές ανατυπώσεις. Η πρώτη αυτή σειρά 

των Απάντων συμπληρώθηκε το 1984, όταν εκδόθηκε ο τελευταίος (17ος) 

τόμος: Κωστή Παλαμά, Άπαντα. Ευρετήρια κυρίων ονομάτων και θεμάτων,

 τίτλων και πρώτων στίχων ποιημάτων, τίτλων και πρώτων λέξεων πεζών

Πρόλογος Γ. Κεχαγιόγλου, επιμ. Γ. Κεχαγιόγλου και Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα: Ίδρυμα

 Κωστή Παλαμά.

Το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά προχώρησε στην έκδοση Β' σειράς των Απάντων με

 την έκδοση των Άρθρων και Χρονογραφημάτων. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί οι

 3 πρώτοι τόμοι:

  • Άρθρα και χρονογραφήματα (1882- 1883). Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 
  • 1990.
  • Άρθρα και χρονογραφήματα (1894-1914). Επιμέλεια: Δ. Π. Συναδινός, Κ. Γ. 
  • Κασίνης. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1993.
  • Άρθρα και χρονογραφήματα (1915). Επιμέλεια Κ. Γ. Κασίνης, Δ. Ανανιάδης. 
  • Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 2003.

Το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά προγραμματίζει επίσης την ολοκλήρωση της έκδο

σης της Αλληλογραφίας σε 10 περίπου τόμους. Ανέκδοτες επιστολές του Πα

λαμά έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε τεύχη της Νέας Εστίας και αλλού.

 Μέχρι και το έτος 1969, αυτά βιβλιογραφούνται στους αντίστοιχους τόμους της

 βιβλιογραφίας Κατσίμπαλη. Για τις μέχρι το 1975 δημοσιεύσεις επιστολών 

του έτους 1927 (έτους πυκνής αλληλογραφίας που ακολούθησε τον εορτασμό 

των 50χρονων της ποιητικής του δημιουργίας) βλ. Γιώργος Κεχαγιόγλου, 

«Δυο γράμματα του Παλαμά στον Αιμίλιο Ριάδη», Ελληνικά 28 (1975):

 142-155. Τα χειρόγραφα των δύο επιστολών έχουν ψηφιοποιηθεί 

στην Ψηφιοθήκη του ΑΠΘ. Στη συγκεντρωτική σειρά του Ιδρύματος έχουν 

εκδοθεί ή αναμένονται άμεσα οι παρακάτω τόμοι:

  • Αλληλογραφία Α΄ (1875-1915). Εισαγωγή-Φιλολογική Επιμέλεια-Σημειώσεις 
  • Κ. Γ. Κασίνης. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1975.
  • Αλληλογραφία Β΄ (1916-1928). Εισαγωγή-Φιλολογική Επιμέλεια-Σημειώσεις
  •  Κ. Γ. Κασίνη. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1978.
  • Αλληλογραφία Γ΄ (1929-1941). Εισαγωγή-Φιλολογική Επιμέλεια-Σημειώσεις
  •  Κ. Γ. Κασίνη. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1981.
  • Αλληλογραφία Δ΄. Γράμματα στη Λιλή Ζηρίνη. Εισαγωγή-Φιλολογική Επιμέ
  • λεια- Σημειώσεις Κ. Γ. Κασίνη. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1986.
  • Αλληλογραφία Ε΄. Γράμματα στη Στέλλα Διαλέττη. Επιμέλεια Φ. Δημητρακό
  • πουλος. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1991.
  • Αλληλογραφία Στ'. Γράμματα στην Λιλή Πατρικίου-Ιακωβίδη. Αθήνα: Ίδρυμα
  •  Κωστή Παλαμά, υπό έκδοση.

To 1994 o Κ. Γ. Κασίνης («Για μια φιλολογική έκδοση των Απάντων του Παλαμά», 

Διαβάζω 334) αναγγέλλει την προγραμματιζόμενη νέα έκδοση συνολικά των

 Απάντων σε 45 τόμους (Ποίηση, Κριτική, Διήγημα, Θέατρο, Μετάφραση, Αλλη

λογραφία, Ευρετήρια) από το Ίδρυμα Παλαμά. Το 2013, με αφορμή τη συμπλή

ρωση 70 ετών από τον θάνατο του ποιητή, το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά ανακοί

νωσε εκ νέου τη νέα έκδοση απάντων σε 50 τόμους. Βλ. το πλέον πρόσφατο δημο

σίευμα του Κασίνη Κ. Γ. (2016), «Δεδομένα και ζητούμενα της παλαμικής φιλολο

γίας», στο συλλογικό Η ποίηση και η ποιητική του Κωστή Παλαμά. Πρακτικά

 Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Κωστή Παλαμά. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά.

Το Ίδρυμα Παλαμά στο πλαίσιο της προγραμματισμένης αναθεωρημένης έκδοσης των Απάντων καταλογογραφεί το αρχείο και συγκεντρώνει ανέκδοτα (από

 αρχειακό υλικό - ενδεικτικά σημειώνουμε πως στο μέρος του αρχείου Παλαμά 

που σώζεται στο ΕΛΙΑ υπάρχουν ποιήματα προς τη Στέλλα Διαλέτη, που

 έμειναν αδημοσίευτα), άγνωστα (δημοσιευμένα αλλά μη βιβλιογραφημένα)

 και ανένταχτα (βιβλιογραφημένα αλλά μη ενταγμένα από τον Παλαμά στις

 αυτοτελείς εκδόσεις των συλλογών του) ποιήματα [στην παλαμική βιβλιο

γραφία έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος αθησαύριστα για ποιήματα βιβλιογραφημέ

να μεν αλλά ανένταχτα, δηλαδή ποιήματα που δεν θησαύρισε ο ίδιος ο Παλαμάς

 στις εκδομένες συλλογές του. Καθώς όμως ο όρος συνήθως δηλώνει τα

 μη βιβλιογραφημένα έργα, προτιμήσαμε εδώ μια διαφορετική ορολογία]. 

Εν τω μεταξύ, έχουν εκδοθεί ή επανεκδοθεί ποιητικά έργα του Παλαμά, που δεν

 είχαν συμπεριληφθεί στη σειρά των Απάντων. Μέχρι και το έτος 1969, 

αυτά βιβλιογραφούνται στους αντίστοιχους τόμους της βιβλιογραφίας Κατσίμπα

λη. Ο ειδικός ερευνητής μπορεί να ανατρέξει στα αφιερώματα των περιοδικών

 που σημειώνονται παρακάτω (κυρίως αυτών της Νέας Εστίας, όπου θα βρει 

και σημαντικό όγκο παλαμικής αλληλογραφίας) καθώς και στα παρακάτω 

πιο πρόσφατα (μετά το 1970) επιλεγμένα δημοσιεύματα (αναμένεται η

 συμπλήρωση της παλαμικής βιβλιογραφίας μετά το 1970 με την ευθύνη του

 Ιδρύματος Κωστή Παλαμά - εδώ σημειώνονται μόνο δημοσιεύματα που αφορούν

 (και) ποιητικό υλικό):

  • Δημητρακόπουλος, Φ. 1995. «Αδημοσίευτες επιστολές και ποιήματα του
  •  Κωστή Παλαμά». Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανε
  • πιστημίου Αθηνών, τόμος XXX (1992-1995): 181-205. Πρόκειται για τεκμηρίωση
  •  μιας χειρόγραφης παλαμικής συλλογής με 33 χειρόγραφα ποιήματα (21 
  • αδημοσίευτα) και 39 επιστολές, που είχε γράψει ο Παλαμάς στην Άρτεμη 
  • Ρέσσου. Η μελέτη κυκλοφόρησε και σε ανάτυπο: «Άγνωστα γράμματα και 
  • ποιήματα του Κωστή Παλαμά: I. Προς την Άρτεμη Γ. Ρέσσου. II. Παλαμάς,
  • Merlier και Παπαδιαμάντης: δύο γράμματα του Παλαμά στον Merlier. III.
  •  Ένα γράμμα του Παλαμά στον ΜΙΣΝ. IV. Ένα άγνωστο γράμμα του Παλαμά 
  • στον Καλομοίρη» (το υπ. αρ. II δημοσιεύτηκε και στα Παπαδιαμαντικά Τετρά
  • δια 3 (1995): 164-166.
  • Ανδρειωμένος, Γ. επιμ. 1996. Τω φίλω Νικ. Σταματέλω/ Ενα λεύκω
  • μα με άγνωστα ιδιόχειρα ποιήματα. Αθήνα: Σαββάλας. Η έκδοση βασίστη
  • κε στο υλικό που παρέχει το λεύκωμα στο οποίο γνωστοί ποιητές αφιέ
  • ρωναν κάποιες γραμμές στον λευκαδίτη δικηγόρο και λογοτέχνη Ν. Σταματέ
  • λο. Περιλαμβάνονται άγνωστα ποιήματα των Παλαμά, Ξενόπουλου, Νιρβάνα, 
  • Χατζόπουλου κ.ά.
  • Κατσιγιάννη, Ά. 1996. «O Παλαμάς και η πεζόμορφη ποίηση». Στο H ελευθέ
  • ρωση των μορφών : η ελληνική ποίηση από τον έμμετρο στον ελεύθερο στίχο
  •  (1880-1940). Επιμέλεια Νάσος Βαγενάς. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές
  •  Εκδόσεις Κρήτης, 111-123. Παρουσιάζονται, έπειτα από συστηματική 
  • έρευνα, άγνωστα πεζόμορφα ποιήματα του Kωστή Παλαμά.
  • Μπόρα, Σ. επιμ. 1999. Αρχείο Κωστή Παλαμά. Ευρετήριο. Αθήνα: ΕΛΙΑ.
  •  Το αρχείο αυτό περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και ποιήματα του Κωστή Παλα
  • μά προς τη Στέλλα Διαλέτη, που έμειναν ανένταχτα ενώ μέρος τους μόνο 
  • δημοσιεύτηκε, βλ. Δόξας, Άγγελος. 1966. «Ο Παλαμάς και τα χέρια», Εικόνες 
  • 541: 60-62.
  • Αργυρίου, Α. 2003. «Ο πρώιμος Παλαμάς ήταν άγνωστος και παραμένει». Αντί
  •  793-794: 18-22.
  • Κασίνης, Κ. Γ. 2003. «Τα σημειωματάρια του Παλαμά. Πρώτη συνοπτική παρου
  • σίαση». Αντί 793-794: 24-28 [με πληροφορίες για ανέκδοτες πρώιμες ποιητι
  • κές συλλογές του Παλαμά].
  • Ανδρειωμένος, Γ. 2004. Κωστής Παλαμάς: Ποιήματα στον Ραμπαγά και το
  •  Μη χάνεσαι 1879-1883. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά. 114 συνολικά ποιή
  • ματα (από τα οποία έξι στην καθαρεύουσα).
  • Τσίκης, Ν.Γ. 2006. «Άγνωστα εφηβικά ποιήματα του Κωστή Παλαμά». Νέα
  •  Εστία 1789: 921-935.
  • Καράογλου, Χ.Λ. 2007. «Σημειώματα στο περιθώριο. 1. Ευτράπελα και
  •  μη: Γεώργιος Εξαρχόπουλος Ματθαίου, 2. Φιλολογικά ζητούμενα (Κωστής 
  • Παλαμάς)». Κονδυλοφόρος 6: 140-149.
  • Σαμουήλ, Α. 2007. Ο Παλαμάς και η κρίση του στίχου. Αθήνα: Νεφέλη: στο
  •  Παράρτημα δημοσιεύονται 20 σονέτα που δεν περιλαμβάνονται ούτε στη σει
  • ρά των Απάντων (εκτός από το ένα, με διαφορετική μορφή) ούτε και στην έκδο
  • ση των Σονέτων με επιμέλεια του Κ. Μητσάκη (βλ. παρακάτω). Από τα σονέ
  • τα αυτά 14 δημοσιεύονται και στην έκδοση του Ανδρειωμένου του 2004 (κα
  • θώς πρόκειται για δημοσιεύσεις στον Ραμπαγά και το Μη Χάνεσαι, βλ.
  •  παραπάνω) ενώ ένα ακόμα προέρχεται από την έκδοση Ανδρειωμένος 1996, 
  • βλ. παραπάνω.
  • Χαλκιόπουλος, Γρ. 2009. «Κωστής Παλαμάς. Το ανέκδοτο εφηβικό έργο του».
  •  Εικόνες 369 (διανεμήθηκε με το Έθνος της Κυριακής 22.3.2009): 32-38.
  •  Ανακοινώθηκε η ανακάλυψη στο αρχείο του Δρομοκαΐτειου Ψυχιατρικού
  •  Θεραπευτηρίου ανέκδοτων ποιημάτων του Παλαμά προς τον εφηβικό του έρω
  • τα, την Ισαβέλλα Άννινου.
  • Τσίγκου, Π. 2016. «Αθησαύριστα ποιητικά πρωτόλεια του Κωστή Παλαμά».
  •  Στο Η ποίηση και η ποιητική του Κωστή Παλαμά. Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνε
  • δρίου Κωστή Παλαμά. Τόμος Α'. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, σ. 245-262.
  •  Στο ίδιο, τόμος Β΄, βλ. Βαρελάς. Λ. 2016, «Για τη δημοσιογραφική δράση του
  •  Παλαμά στην Εφημερίδα (1887-1896)», idem, σ. 717-736: δίνει σε παράρτη
  • μα αβιβλιογράφητη επώνυμη κριτική του Παλαμά για τα Αμάραντα του Γ. Δρο
  • σίνη.

Μεμονωμένες φιλολογικές εκδόσεις έργων (επιλογή)

  • Η φλογέρα του Βασιλιά. Φιλολογική επιμέλεια: Κ. Γ. Κασίνης. Αθήνα:
  •  Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1989.
  • Σονέτα. Φιλολογική επιμέλεια Κάρολος Μητσάκης. Αθήνα: Γκοβόστης, 1994.
  • Τρισεύγενη. Φιλολογική επιμέλεια: Βάλτερ Πούχνερ. Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και
  •  Ελένης Ουράνη, 1995.
  • Ο δωδεκάλογος του γύφτου. Ίαμβοι και ανάπαιστοι. Φιλολογική επιμέλεια:
  •  Β. Αθανασόπουλος. Αθήνα: Συλλογή, 1995
  • Φοινικιά. Πρόλογος Ηλία Λάγιου. Αθήνα: Ιδεόγραμμα, 1997. [Από τις ίδιες
  •  εκδόσεις τα επόμενα χρόνια κυκλοφορούν και άλλες ποιητικές συλλογές του
  •  Παλαμά].
  • Ο Τάφος, Ο Κύκλος του Τάφου, Ο Πρώτος Λόγος των Παράδεισων.
  •  [Πρόλογος] Ηλία Λάγιου. Αθήνα: Ιδεόγραμμα, 1998.
  • Ελλάς και Μεσολόγγι. Πρόλογος Κ. Γ. Κασίνης, επιμέλεια-μεταγραφή-γλωσ
  • σάριο Β. Διοσκουρίδης. Αθήνα: Καστανιώτης - Διάττων, 2003 / 
  • Μεσολλόγι: Πινακοθήκη Τέχνης Αιτωλοακαρνανίας (συλλεκτική έκδοση).
  • Η ασάλευτη ζωή. Εισαγωγή: Βρασίδας Καραλής. Επιμέλεια - Γλωσσάριο:
  •  Ηλίας Λάγιος. Αθήνα: Ιδεόγραμμα 2004.
  • Σατιρικά Γυμνάσματα. Νέα σχολιασμένη έκδοση Ξ. Α. Κοκόλη. Αθήνα: Μεταίχ
  • μιο, 2005.

Στο Μαστροδημήτρης (2003) -βλ. παρακάτω- περιλαμβάνεται κριτική έκδοση τριών

 σονέτων με τίτλο «Καλυψῴ Κ. Κατσίμπαλῃ» [πρώτη δημοσίευση στο περ. Εκηβό

λος 14 (Άνοιξη 1986): 1400-1404].

Ανθολογίες (επιλογή)

  • Εκλογή από το ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά 1886-1936 (με πρόλογο
  •  του Λ. Κ. Παλαμά), Αθήνα: τυπ. «Εστία», 1937.
  • Κωστή Παλαμά, Ανθολογία, Εκλογή: Γ. Κ. Κατσίμπαλη και Ανδρέα Καραντώ
  • νη, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1973.
  • Κωστής Παλαμάς, Κ' έχω από σας μια δόξα να ζητήσω. Επιμέλεια και ανθο
  • λόγηση Ηλίας Λάγιος, Αθήνα: Ερμής, 2001.
  • Ανθολογία Κωστή Παλαμά. Επιλογή Κ. Γ. Κασίνης. Αθήνα: Πατάκης, 2003.
  • Κωστής Παλαμάς: Πλάστης κ΄ εγώ μ΄ όλο το νου και μ΄όλη την καρδιά μου
  •  : Εργοβιογραφία, ανθολογία, απαγγελία. Aνθολόγηση Γ. Κ. Κατσίμπαλης, Α.
  •  Καραντώνης · επιμέλεια Κώστας Χατζηαντωνίου · ανθολόγηση Κώστας Χατζη
  • αντωνίου. - 1η έκδ. - Αθήνα : Η Καθημερινή, 2014. (Έλληνες Ποιητές · 3). 
  • Πρόλογος, επιτομή, επιμέλεια: Κώστας Χατζηαντωνίου. Διανεμήθη
  • κε δωρεάν μαζί με την εφημερίδα Καθημερινή 1.3.2014. Περιέχει: CD με
  •  απαγγελίες ποιημάτων από τον Κωστή Παλαμά και τον Γιώργο Κατσίμπαλη
  •  (Copyright: Lyra).

Για μεταφράσεις ποιημάτων του Παλαμά, ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί 

τη βάση βιβλιογραφίας «Μεταφράσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σε άλλες

 γλώσσες» στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία

Βασική βιβλιογραφία (επιλογή)

Δεν καταλογογραφούνται εξαντλητικά τα άρθρα που περιλαμβάνονται στα αφιε

ρώματα περιοδικών που καταγράφονται παρακάτω. Για τους σύμμεικτους τόμους,

 δίνονται ενδεικτικά περιεχόμενα, βλ. τώρα όμως την ψηφιακή βάση "Σύμμεικτα

 της νεοελληνικής φιλολογίας".

  • Agapitos, P. 1994. «Byzantium in the poetry of Kostis Palamas and C.P. Cavafy».
  •  Κάμπος: Cambridge Papers in Modern Greek 2: 1-20.
  • Άγρας, Τ. 1980. Κριτικά. Καβάφης-Παλαμάς. Φιλολογική επιμέλεια Κώστας 
  • Στεργιόπουλος. Αθήνα: Ερμής, Ι. 119-190.
  • Αθανασοπούλου, Μ. 2011. Το Ελληνικό Σονέτο (1895-1936): Μια μελέτη ποιη
  • τικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
  • Ανδρειωμένος, Γ. 2014. Ο Παλαμάς και η πολιτική στην πρώιμη και ύστερη
  •  φάση της ζωής του. Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
  • Ανδριώτης, Ν. Π. 1943. «Η γλώσσα του Παλαμά», Νέα Εστία, 397: 235-236.
  • Αποστολίδου, Β. 1992. Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτε
  • χνίας. Αθήνα: Θεμέλιο.
  • Beaton, Roderick 2015. Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία. Ηράκλει
  • ο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
  • Beaton, R. 1996. Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Αθήνα: Νεφέλη.
  • Βουτιερίδης, Η. 1923. Κωστής Παλαμάς. Το ποιητικό του έργο. Αθήνα: Ζηκάκης.
  • Βουτουρής, Π. 2006. Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα: Παλαμάς - Νίτσε. Αθήνα:
  •  Καστανιώτης.
  • Βουτουρής, Π. επιμ. 2007. Κωστής Παλαμάς, ο ποιητής και ο κριτικός. Αθήνα:
  •  Μεσόγειος.
  • Γαραντούδης, Ε. 2005. Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά. Όψεις της 
  • ποίησής του και της σύγχρονης πρόσληψής της. Αθήνα: Καστανιώτη.
  • Γαραντούδης, Ε., επιμ. 2016. Εισαγωγή στην ποίηση του Παλαμά: επιλογή
  •  κριτικών κειμένων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Για τα 
  • αναλυτικά περιεχόμενα βλ. την ψηφιακή βάση "Σύμμεικτα της νεοελληνικής 
  • φιλολογίας". Περιλαμβάνεται εκτενής εισαγωγή του επιμελητή, χρονολό
  • γιο [1859-1943] του Κ.Γ. Κασίνη, και ανθολογούνται κείμενα για τον Παλαμά
  •  από τους Κ. Χατζόπουλο. Γ. Μ. Αποστολάκη, Γ. Ψυχάρη, Α. Καραντώνη,
  •  Ν. Κάλας, Τ. Άγρα, Α. Σικελιανό, Ι. Συκουτρή, Γ. Θεοτοκά, Κ. Τσάτσο, Κ.Θ. 
  • Δημαρά, Γ. Σεφέρη, Ν. Ζαχαριάδη, Αιμ. Χουρμούζιο, Γ.Θ. Βαφόπουλο,
  •  Ξ.Α. Κοκόλη, Κ.Γ. Κασίνη, Β. Αποστολίδου, Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού, 
  • David Ricks, Ν. Βαγενά, Δ. Καψάλη, Ά. Κατσιγιάννη, Η. Λάγιο, Α. 
  • Σαμουήλ, Π. Βουτουρή, Φρ. Αμπατζοπούλου, R. Beaton, Ν. Δεληγιαννάκη, Ε. 
  • Γαραντούδη.
  • Δασκαλόπουλος, Δ. 1997. «Κωστής Παλαμάς», Η παλαιότερη πεζογραφία 
  • μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1880-1900). Αθήνα: 
  • Σοκόλης. Η΄: 126-150.
  • Δημαράς, Κ. Θ. 1947. Κωστής Παλαμάς. Η πορεία του προς την τέχνη. Αθήνα:
  •  Ίκαρος.
  • Δόξας, Ά. 1959. Παλαμάς. Ψυχολογική ανάλυση του έργου του και της ζωής του
  • . Αθήνα: Εστία.
  • Ζαχαριάδης, Ν. 1945. Ο αληθινός Παλαμάς. Αθήνα: Τα Νέα Βιβλία
  •  [έκδοση τέταρτη]. Διαθέσιμο στα Ψηφιακά Αρχεία ΑΣΚΙ.
  • Ζώρας, Γ. Θ. 1959. Ο Κωστής Παλαμάς ποιητής της εθνικής παράδοσης. Αθήνα.

  • Θεοτοκάς, Γ. 1994. Πνευματική πορεία. Αθήνα: Εστία.
  • Θρύλος, Ά. 1924. Κωστής Παλαμάς. Αθήνα: Αθηνά.
  • Καραβιάς, Π. 1960. Ο Παλαμάς αντιποιητικός. Αθήνα: Δίφρος.
  • Καραντώνης, Α. επιμ. 1955. Παλαμάς - Σικελιανός - Καβάφης. Αθήνα: Αετός.
  • Καραντώνης Α. 1929. Εισαγωγή στο παλαμικό έργο. Αθήνα: Εστία.
  • ---. 1932. Γύρω στον Παλαμά. Αθήνα: Εστία.
  • ---. 1977. Φυσιογνωμίες, τ. Α΄. Αθήνα: Παπαδήμας.
  • Καράογλου, Χ.Λ. 2007. «Σημειώματα στο περιθώριο. 1. Ευτράπελα και
  •  μη: Γεώργιος Εξαρχόπουλος Ματθαίου, 2. Φιλολογικά ζητούμενα (Κωστής
  •  Παλαμάς)». Κονδυλοφόρος 6: 140-149.
  • ---. 2004. «Ο Παλαμάς και η "νοημοσύνη των πορτιέρηδων". Ο ποιητής και
  •  το κοινό του: Μια πολύκροτη σχέση». Κονδυλοφόρος 3: 83-104.
  • Καρβέλης, Τ. 1991. «Από τον ανόθευτο λυρισμό των Καημών της λιμνοθά
  • λασσας στην αιχμηρή γλώσσα των Σατιρικών γυμνασμάτων». Δεύτερη ανά
  • γνωση. Κριτικά κείμενα 1984-1991. Αθήνα: Σοκόλης, 75-91.
  • Κασίνης, Κ. Γ. 1980. Η ελληνική λογοτεχνική παράδοση στη «Φλογέρα του
  •  Βασιλιά». Συμβολή στην έρευνα των πηγών. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά.
  • Κοκόλης, Ξ. Α. 1999. Σαρκολατρεία. Μια αποσιωποιημένη διάσταση
  •  της ποίησης του Κωστή Παλαμά. Θεσσαλονίκη: Εκδοτική Θεσσαλονίκης.
  • ____. 1981. «Οι προβληματισμοί της κριτικής και ο Παλαμάς, 1880-1910»,
  •  Η κριτική στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού 
  • Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ίδρυμα Σχολής Μωραΐτη, 79-144.
  • Κοντογιάννη, Β. 2016. «Ο Κωστής Παλαμάς και οι Χίλιες και Μία Νύχτες
  • : σκιάσεις και φωτισμοί ενός διαλόγου». Σύγκριση 
  • 25: 61-70. Διαθέσιμο doi: http://dx.doi.org/10.12681/comparison.10001.
  • Κοσσυφίδου Μ. επιμ. 2009. «Εμένα μου πρέπει το τραγούδι…». Η μελοποιημέ
  • νη ποίηση του Κωστή Παλαμά. Πάτρα: Δήμος Πατρέων.
  • Κουτσουρέλης Κ. 2010. «Δυστοπία, δυσθυμία, αγορά. Οι Πατρίδες του Κωστή
  •  Παλαμά». Πλανόδιον 49
  • Κριαράς, Ε. 1997. Κωστής Παλαμάς. Ο αγωνιστής του δημοτικισμού και η κάμψη
  •  του. Αθήνα: Γκοβόστης.
  • Κρόκου, Ζ. 2011. Η σύνθεση και η σχηματικότητα στο ποιητικό έργο του Κωστή
  •  Παλαμά. Αθήνα: Γρηγόρη.
  • Λαμπράκη-Παγανού, Α. & Γ. Δ. Παγανός. 1994. Ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός
  •  και ο Κωστής Παλαμάς. Αθήνα: Πατάκης.
  • Λαδογιάννη, Γ. 2010. Εποχές της Κριτικής. Μελέτες για την κριτική του 19ου
  •  και του 20ού αιώνα. Αθήνα: Μανδραγόρας. [Περιλαμβάνει τα άρθρα:
  •  «Το ποιητικό δράμα. Κωστής Παλαμάς», «Ο Σολωμός στην κριτική του
  •  μεσοπολέμου. Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Αποστολάκης, Κώστας 
  • Βάρναλης», «1930, δεκαετία του θεωρητικού συγκρητισμού: Κωστής 
  • Παλαμάς, Τέλλος Άγρας, Νικόλαος Κάλας»]
  • Lascaris, P. 1944. Hommage à Palamas : 8 décembre 1943 [Conférence faite à
  •  la Sorbonne par Mlle P. Lascaris]. Παρίσι: Université. Institut d'etudes byzanti
  • nes et neo-helleniques.
  • Λεμπέσγκ, Φ. - Δ. Ε. Ευαγγέλου. επιμ. 1932. Δώδεκα άρθρα για τον Παλαμά
  • Αθήνα: τυπογραφείο Εστία.
  • Μαστροδημήτρης, Π. Δ. 2003. Παλαμικά. Μελετήματα και Άρθρα
  •  (1973-2003). Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά.
  • Μαυρέλος, Ν. 2005. «Ψυχάρης - Παλαμάς - Επισκοπόπουλος: Το προσκή
  • νιο και το παρασκήνιο μιας διαμάχης». Στον τόμο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη
  •  (επιμ.), Ο Ψυχάρης και η εποχή του. Ζητήματα γλώσσας, λογοτεχνίας και 
  • πολιτισμού, πρακτικά της ΙΑ΄ Επιστημονικής Συνάντησης του Τομέα Μ.Ν.Ε.Σ.
  •  του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνι
  • κών Σπουδών του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 379-391.
  • Μιχαλόπουλος, Φ. 1994. Ο Κωστής Παλαμάς. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά.
  • Μόσχος, Ε. Ν. 1993. Η μεταφυσική αγωνία στον Παλαμά. Αθήνα: Παπαδήμας.
  • Ξενόπουλος, Γ. 1943. «Ο Παλαμάς από κοντά». Νέα Εστία 397: 7-26.
  • Ξούριας, Γ., Θεοδόση Λ., Μούστου Σ. 2010. Κατάλογος της Βιβλιοθήκης 
  • Κωστή Παλαμά. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά.
  • Μόσχος Ε.Ν. επιμ. 2003 Κωστής Παλαμάς. Εξήντα χρόνια από το θάνατό 
  • του (1943-2003). Αθηνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά.
  • Παναγιωτόπουλος, Ι. Μ. 1944. Τα πρόσωπα και τα κείμενα Γ΄Κωστής Παλαμάς.
  •  Αθήνα: Αετός.
  • Παπανικολάου, Β. 2012. «Ιστορι(ογραφικά) ζητήματα και θεατρολογικά δι
  • λήμματα με αφορμή τη διένεξη Κωνσταντίνου Χρηστομάνου με τον Κωστή
  •  Παλαμά για το ανέβασμα της "Τρισεύγενης"». Σκηνή 4: 1-15.
  • Παπανούτσος, Ε. Π. 1949. Παλαμάς-Καβάφης-Σικελιανός. Αθήνα: Ι. Μ. Σκαζίκης.

  • Πολίτης, Λ. 1959. Ερμηνεία της «Ασάλευτης ζωής» του Κωστή Παλαμά. Α΄.
  • Πανεπιστημιακές παραδόσεις. Θεσσαλονίκη: έκδ. Αριστοτέλειου Πανεπιστημί
  • ου Θεσσαλονίκης, 24-37.
  • ____.1973. Μετρικά. Παλαμάς - Σικελιανός. Το σονέτο. Θεσσαλονίκη.
  • ____. 1995. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. 8η έκδ. Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.
  • Πολίτου-Μαρμαρινού, Ε. 1976. Ο Κωστής Παλαμάς και ο Γαλλικός Παρνασσι
  • σμός. Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Αθήνας.
  • ____. 2003. Κωστής Παλαμάς 2003: 60 χρόνια από το θάνατό του. Αθήνα: Εθνι
  • κό Κέντρο Βιβλίου, Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού.
  • ____. 2009. Συγκριτική φιλολογία: απο τη θεωρία στην πράξη. Αθήνα: Ελληνικά
  •  Γράμματα.
  • Πολυμέρου-Καμηλάκη, Αικ. (επιστ. ευθύνη) 2011. Κωστής Παλαμάς, Πρακτικά 
  • Ημερίδας, Ακαδημία Αθηνών 16 Δεκεμβρίου 2009. Αθήνα: Κέντρον Ερεύνης
  •  της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
  • Πούχνερ, Β. 1995. Ο Παλαμάς και το θέατρο. Αθήνα: Καστανιώτης.
  • Ricks, D. 1996. «Palamas and the ancient myth of the poet». Στο P .Mackridge
  •  (επιμ.), Ancient Greek Myth in Modern Greek Poetry: Essays in memory of C. A.
  •  Trypanis. Λονδίνο: Frank Cass.
  • ____. 2013. «Lucretian moments in modern Greek poetry». Στο D. Tziovas 
  • (επιμ), Re-imagining the past: antiquity in modern Greek Culture. Οξφόρδη: 
  • Oxford University Press, 252-265.
  • Σαμουήλ, Α. 2007. Ο Παλαμάς και η κρίση του στίχου. Αθήνα: Νεφέλη.
  • Σαχίνης, A. 1993. Ένας επικός ύμνος του ελληνισμού. «Η φλογέρα του βασιλιά»
  •  του Παλαμά. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά.
  • ____. 1994. Ο Παλαμάς και η κριτική. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά.
  • Σκαρτσής Σ., επιμ. 1992. Πρακτικά ενάτου συμποσίου ποίησης: Κωστής Παλα
  • μάς, η εποχή του και η εποχή μας, Πάτρα: Αχαϊκές Εκδόσεις.
  • Stylianidou, Maria. 2013. «Palamas as verse translator: A study of ξανατονισμέ
  • νη μουσική». Syn-Thèses 6: ηλ. έκδοση http://ejournals.lib.auth.gr/syn-theses/
  • article/view/5125
  • Στυλιανίδου, Μαρία 2015. «Ο Παλαμάς ως μεταφραστής του Sully Prud
  • homme». Στο Ε. Κουρδής - Ε. Λουπάκη (επιμ.), Πρακτικά 4ης
  •  Συνάντησης Ελληνόφωνων Μεταφρασεολόγων.Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γαλ
  • λικής Φιλολογίας ΑΠΘ, ηλ. έκδοση: http://www.frl.auth.gr/sites/4th_trad_
  • congress/speakers.php
  • Συκουτρής, Ι. 1936. Ο Δωδεκάλογος του γύφτου του Κ. Παλαμά : Δύο 
  • διαλέξεις. Αθήνα: χ.ε. [=Τα Νέα Γράμματα 2 (1936): 464 - 574.
  • Τζιόβας, Δ. 2005. Από τον λυρισμό στον μοντερνισμό. Πρόσληψη, ρητορική 
  • και ιστορία στη νεοελληνική ποίηση. Αθήνα: Νεφέλη.
  • Τσάτσος, Κ. 1936. Παλαμάς. Αθήνα: τυπ. Εστίας.
  • Τσούπρου, Στ. 2016. «Rilke, Παλαμάς, Σαχτούρης, Αθανασιάδης: ένα σημείο 
  • συνάντησης». Σύγκριση 25: 99-114.
  • Φιλοκύπρου Ε. 2006. Παλαμάς, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Ελύτης. Η διαρκής ανε
  • πάρκεια της ποίησης. Αθήνα: Μεσόγειος.
  • ____.1997. «Δύο όψεις του Λόγου στην ποίηση του Παλαμά», Ελληνικά 47.1:

  •  95-111.
  • ____. 1995. «Κάτω από τον Ίσκιο του Λόγου του Δημιουργού. Ο Δωδεκάλογος
  •  του Γύφτου, ο Δελφικός Λόγος, ο Ερωτικός Λόγος και ένας Διάλογος με τον
  •  Gérard de Nerval», Σύγκριση 6: 54-77.
  • Fletcher,R. 1984. Kostes Palamas. A Great Modern Greek Poet. Αθήνα: Ίδρυμα
  •  Κωστή Παλαμά.
  • Χατζηγιακουμής, Μ. Κ. 1970. Κωστής Παλαμάς. Διονύσιος Σολωμός. Αθήνα: Ερ
  • μής.
  • Χατζής, Δ. 1963. «Κωστής Παλαμάς». Πυρσός (Δίμηνο εικονογραφημέ
  • νο εκπολιτιστικό μορφωτικό περιοδικό) 1: 16-19. Διαθέσιμο στα Ψηφιακά Αρχεί
  • α ΑΣΚΙ.
  • Hirst, A. 2004. God and the Poetic Ego: The Appropriation of Biblical and Litur
  • gical Language in the Poetry of Palamas, Sikelianos and Elytis. Oxford: Peter Lang
  • .
  • Χουρμούζιος, Αιμ. 1944. Ο Παλαμάς και η εποχή του Α΄. Αθήνα: Πήγασος 
  • Α.Ε., 1944 και Β΄-Γ΄, Αθήνα: Διόνυσος, 1959-1960.
  • 2006. Κωστής Παλαμάς: εξήντα χρόνια από το θάνατό του. Β΄ Διεθνές Συνέδριο,
  •  Γραμματολογικά - Εκδοτικά - Κριτικά - Ερμηνευτικά ζητήματα, Πρακτικά 
  • (δίτομο). Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά 2006. Αναλυτικά περιεχόμενα
  •  στη βιβλιογραφική βάση "Σύμμεικτα Νεοελληνικής Φιλολογίας".
  • 2010. Πρακτικά επιστημονικού συνεδρίου Ι. Π. Μεσολογγίου, 19-20 Ιουνίου
  •  2009: Ο Κωστής Παλαμάς σήμερα. 150 χρόνια από τη γέννησή του. 
  • Αθήνα: Αιτωλική Πολιτιστική Εταιρεία. Αναλυτικά περιεχόμενα στη βιβλι
  • ογραφική βάση "Σύμμεικτα Νεοελληνικής Φιλολογίας".
  • 2016. Η ποίηση και η ποιητική του Κωστή Παλαμά. Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνε
  • δρίου Κωστή Παλαμά. Τόμ. Α΄ - Β΄. Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά.
  •  Αναλυτικά περιεχόμενα στη βιβλιογραφική βάση "Σύμμεικτα Νεοελληνικής 
  • Φιλολογίας"..

Αφιερώματα περιοδικών (επιλογή)

  • Νέα Ζωή 6 (1925) [1926].
  • Ελληνίς 16 (1936).
  • Κυπριακά Γράμματα 7-8 (1936).
  • Τα Νέα Γράμματα 5-6 (1936). Αναλυτικά περιεχόμενα της ανατύπωσης 
  • του αφιερώματος από τις εκδ. Γκοβόστη (1960;) στη βιβλιογραφική βάση 
  • "Σύμμεικτα της Νεοελληνικής Φιλολογίας".
  • Πάφος 8 (1936).
  • Γράμματα (Τεύχος επιμνημόσυνηνο του Κωστή Παλαμά, 1943).
  • Νέα Εστία 397 (Χριστούγεννα 1943) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Παλαμικά Γράμματα 1-3 (1943-44). Βραχύβιο περιοδικό.
  • Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 2 (1949).
  • Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 9 (1950).
  • Νέα Εστία 568 (1951) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Ελληνική Δημιουργία 114 (1952).
  • Νέα Εστία τεύχη 592593 (1952) [ανέκδοτα παλαμικά κείμενα από
  •  το αρχείο Χρ. Ευαγγελάτου: αλληλογραφία και ποιήματα των ετών 
  • 1874/5-1877. Η δημοσίευση έμεινε ημιτελής, καθώς δημοσιεύεται μόνο η 
  • αλληλογραφία, και συνεχίζεται στα τεύχη της Νέα Εστίας 759 και 760, βλ.
  •  το σημείωμα του Κ. Σ. Κώνστα στη Νέα Εστία 760 (1959): 338- 339].
  • Πνευματική Ζωή 13 (1953).
  • Νέα Εστία 616 (1953) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Νέα Εστία 736 (1958) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Νέα Εστία 758, 760 (1959) *βλ. και τη σημείωση παραπάνω για τα τεύχη 
  • 592-593 [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Παρνασσός 1 (1959).
  • Πορεία 33-34 (1959).
  • Νέοι Σταθμοί 4-5 (1959).
  • Σήμερα: στα τεύχη από τον Οκτώβριο του 1961 ώς τον Απρίλιο του 1963 δη
  • μοσιεύεται η σειρά «Τα πρώτα άγνωστα κείμενα του Παλαμά».
  • Η Αυγή 3.3.1963: Αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά, 20 χρόνια απο τον θάνατό
  •  του [διαθέσιμο στα Ψηφιακά Αρχεία ΑΣΚΙ]
  • Νέα Εστία 856 (1963) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Νέα Εστία 952 ((1967) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Νέα Εστία 1024 (1970) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Νέα Εστία 1048 (1971) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Νέα Εστία 1096 (1973) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Κριτικά Φύλλα 12 (1973).
  • Γράμματα 2 (1976).
  • Νέα Εστία 1168 (1976) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Νέα Εστία 1312 (1982) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Καινούργια εποχή Β' 26-27 (1982-3)
  • Τετράδια Ευθύνης 21 (1983). Αφιέρωμα με τίτλο Επιστροφή στον Κωστή Παλα
  • μά : σαράντα χρόνια από τον θάνατό του. Αναλυτικά περιεχόμενα στη βιβλιο
  • γραφική βάση "Σύμμεικτα της Νεοελληνικής Φιλολογίας".
  • Νέα Εστία 1384 (1985) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Νέα Εστία 1408 (1986) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Εκηβόλος 14 (1986).
  • Η λέξη 114 (1993).
  • Νέα Εστία 1595 (Χριστούγεννα 1993) [ψηφιακό αρχείο ΕΚΕΒΙ].
  • Φιλολογική 45 (1993)
  • Διαβάζω 334 (1994).
  • Φιλολογική (1994).
  • Νέα Εστία 1648 (1996).
  • Νέα Εστία 1672 (1997).
  • Κ 3 (2003).
  • Αντί 793-794 (2003).
  • Διαβάζω 446 (2003).
  • Παρουσία 26 (2003).
  • "Κωστής Παλαμάς. Τα χρόνια του και τα χαρτιά του", εφ. Καθημερινή (ένθετο 
  • Επτά Ημέρες, 30.3.2003).
  • Νέα Εστία 1771 (2004).
  • Θέματα Λογοτεχνίας 25 (2004)
  • Αχαϊκά 15 (2009).

Δικτυακές πηγές - Τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ

© 2014 Άγγελα Γιώτη & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Τελευταία ενημέρωση-προσθή

κες: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Νοέμβριος 2016.


Κωστής Παλαμάς:

Ποιήματα, ανθολογία, βιβλία, αποφθέγματα για τον Κωστή Παλαμά (Kostis Palamas)

Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 – Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης.

Ο Παλαμάς ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές.

Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής.

Βραβεύτηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών το 1925 από την Ακαδημία Αθηνών της οποίας διορίστηκε μέλος το 1926, ενώ εξελέγη πρόεδρός της το 1930.

Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940). Ανάμεσα σε αυτούς που πρότειναν τον Παλαμά για το βραβείο υπήρξε και ο νικητής του 1916 Καρλ Γκούσταφ Βέρνερ φον Χάιντενσταμ, ο οποίος πρότεινε τον Παλαμά τρεις φορές (1928, 1930 και 1935).

Πρώτα έργα του Κωστή Παλαμά που μεταφράστηκαν στην αγγλική γλώσσα ήταν “Η ασάλευτη ζωή”, “Η τρισεύγενη”, ο “Θάνατος παληκαριού” και ακολούθησαν άλλα. Στη δε γαλλική γλώσσα πρώτα ήταν “Ο τάφος”, “Ο Δωδεκάλογος του γύφτου”, ο “Θάνατος παλληκαριού” κ.ά., ενώ πλείστα αποσπάσματα άλλων συλλογών μεταφράστηκαν σε διάφορες άλλες γλώσσες όπως στη γερμανική, ιταλική, ισπανική αραβική και τουρκική γλώσσα.

Την επιμέλεια της επανέκδοσης των έργων του μετά το θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Λέανδρος Παλαμάς, επίσης ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας.

Ήταν ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες κριτικούς. Σε αυτόν οφείλεται η επανεκτίμηση του έργου των Ανδρέα ΚάλβουΔιονυσίου Σολωμού, της Επτανησιακής Σχολής εν γένει, του Κώστα Κρυστάλλη και άλλων.

Σήμερα “τιμής ένεκεν” φέρεται αφιερωμένη στο όνομά του μεγάλη αίθουσα εκθέσεων του πολυχώρου Τεχνόπολις στην Αθήνα.

Η θρυλική Καπετάνισσα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα: Συναυλία στο Ίδρυμα Θεοχαράκη

Το Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη παρουσιάζει τη συναυλία “Η θρυλική Καπετάνισσα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα”.

ΟΠΑΝΔΑ: Το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Κολωνού για την ερχόμενη εβδομάδα

Κορυφώνεται στις 28 Σεπτεμβρίου με μια σειρά εξαιρετικών θεατρικών παραστάσεων και συναυλιών το Φεστιβάλ...

Κωστής Παλαμάς – Οι μούσες που αγάπησα, με τον Γρηγόρη Βαλτινό σε καλοκαιρινή περιοδεία

Ο Γρηγόρης Βαλτινός ενσαρκώνοντας τον μεγάλο ποιητή στη θεατρική παράσταση «Κωστής Παλαμάς - Οι...

Η ποίηση μας ενώνει: Βραδιά αφιερωμένη στην ελληνική & παγκόσμια ποίηση από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, οι εκδόσεις Μεταίχμιο διοργανώνουν μια βραδιά αφιερωμένη στην...

8 άνδρες υμνούν τη γυναίκα: Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης & ΚΘΒΕ ενώνουν τις φωνές τους

Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ενώνουν τις δυνάμεις τους,...

Ένα ποίημα για την γέννηση του Κωστή Παλαμά

Ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής, Κωστής Παλαμάς, γεννήθηκε σαν σήμερα, αφήνοντας το προσωπικό του στίγμα...

Αφιέρωμα στην Πρωτοχρονιάτικη ποίηση

Ένας καινούργιος χρόνος, τι μας περιμένει, αναρωτιέται ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης...

Στα Όνειρα των Ποιητών, της Φένιας Χρήστου στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης

Το ΚΘΒΕ παρουσιάζει στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης την παράσταση «Στα όνειρα των ποιητών», στο...

Ρομαντικός περίπατος στην Πλάκα.. αφιερωμένος στον Κωστή Παλάμα από το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης

Το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης διοργανώνει έναν Ρομαντικό περίπατο στην Πλάκα κάτω από...

Η οικία Παλαμά περνά στο υπουργείο Πολιτισμού

Την απαλλοτρίωση ή την απευθείας αγορά της οικίας Παλαμά στην Πλάκα, από το υπουργείο...

Στα Όνειρα των Ποιητών, της Φένιας Χρήστου από το ΚΘΒΕ

Το ΚΘΒΕ παρουσιάζει την παράσταση «Στα όνειρα των ποιητών», σε σύλληψη- σύνθεση & μουσική...

Ανακαλύπτουμε τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή στις πύλες ψηφιακού περιεχομένου του ΕΚΤ

Τόσο η ζωή και το έργο του Κωστή Παλαμά, του κορυφαίου εκπροσώπου της Νέας...

Ο γύρος του χρόνου με ποιήματα – Συλλογικό

Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορεί το νέο παιδικό βιβλίο Ο γύρος του χρόνου με...

Αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά: Συναυλία από την Συμφωνική Ορχήστρα δήμου Αθηναίων στο Θέατρο Ολύμπια

Το Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας φιλοξενεί το αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά από...

Ο Θοδωρής Βουτσικάκης με μελοποιημένα ποιήματα του Παλαμά στον Παρνασσό

Ο αγαπημένος τραγουδιστής Θοδωρής Βουτσικάκης συναντάει την 25μελή Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων του Δήμου Πατρέων σε μια...

https://www.youtube.com/watch?v=JkLfrhYx8o4

Το σπίτι που γεννήθηκα Κωστής Παλαμάς

https://www.youtube.com/watch?v=14KW1d3fvG8

Ο Διγενής * Κ.Παλαμάς * Ελευθερία Αρβανιτάκη * Μιχάλης Τερζής


https://www.ethnos.gr/history/article/147884/hkhdeiatoykosthpalamaxeshkoneithnathhnamiamerasankaishmera

Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 84 χρονών, ο εμβληματικός ποιητής Κωστής Παλαμάς

Η κηδεία του Κωστή Παλαμά ξεσηκώνει την Αθήνα μια μέρα σαν και σήμερα

Το άγαλμα του Κωστή Παλαμά/ copyright: Eurokinissi
Το άγαλμα του Κωστή Παλαμά/ copyright: Eurokinissi

Το ημερολόγιο έγραφε 28 Φεβρουαρίου 1943. Οι Γερμανοί έχουν απλώσει το θανατερό δίχτυ τους στην Ευρώπη και η Αθήνα αγκομαχά. Μια μέρα πριν ο ποιητής του «Τάφου» και του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», ο Κωστής Παλαμάς φεύγει από τη ζωή. Την επομένη η εξόδιος ακολουθία του θα μετατραπεί στη μεγαλύτερη αντιπολεμική διαδήλωση!

 

Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 84 χρονών, ο εμβληματικός ποιητής Κωστής Παλαμάς. Το νέο του θανάτου κυκλοφόρησε αστραπιαία στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Αθήνα. «Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός», γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.

Σπίτι Κωστή Παλαμά
Σπίτι Κωστή Παλαμά
copyright: Eurokinissi

Από νωρίς το πρωί της 28ης Φεβρουαρίου πλήθος λαού άρχισε να συγκεντρώνεται στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας για να αποχαιρετίσει τον σπουδαίο ποιητή, αλλά και για να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα. Στις 11 το πρωί άρχισε η νεκρώσιμος ακολουθία. Οι αρχές της πρωτεύουσας, προσπαθώντας να περιορίσουν το νόημα της παλλαϊκής συγκέντρωσης, εκπροσωπήθηκαν στην κηδεία από τον δοτό πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και από εκπροσώπους των γερμανικών και ιταλικών κατοχικών δυνάμεων. Αυτό δεν απέτρεψε τη μετατροπή της κηδείας σε εκδήλωση πατριωτικής έξαρσης.

«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα», απήγγειλε ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός, δίνοντας το πνεύμα ομόθυμης παρουσίας του λαού στην κηδεία. «Τράνταζε ο Σικελιανός. Το ποίημα δεν ξέρω αν είναι από τα μεγάλα του. Εκείνη την ώρα τάραξε τις ψυχές και πολλοί κλαίγανε. Έδωκε τον τόνο. Δεν υπήρχε θάνατος πια. Τελούνταν μπρος μας η αιωνοποίηση, η αποθέωση ενός θνητού. Τη θλίψη την αντικαθιστούσε η μια πνοή θριάμβου». Είναι τα λόγια του Κωνσταντίνου Τσάτσου που περιγράφουν λιτά και παραστατικά τη μεγάλη στιγμή της Ελλάδας.

 

https://www.alfavita.gr/koinonia/309096_kostis-palamas-opoy-teleionoyn-oi-steries-ta-pelaga-arhinane

Πλούσια παρακαταθήκη άφησε πίσω του. Η πορεία του και το έργο του δεν θα μπορούσε να μείνει ασχολίαστο από την εγχώρια πνευματική διανόηση που τάχθηκε κοντά του, όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης χαρακτηρίζοντάς τον ολόθρο, επιβλητικό, τρανοδύναμο, γκρεμιστή και δημιουργό μαζί, αντίκρυ στο καθολικό νεοελληνικό πρόβλημα, καθώς δεν είχε ουδετεροποιηθεί σε κανένα από τα κοινωνικοπολιτικά  ζητήματα της εποχής του και πάντα υπερασπιστής των καταπιεζόμενων.

«…Η προκοπή δεν είναι για τους δούλους – η προκοπή είναι για τους ελεύθερους, για μας» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.

Εάν μελετήσουμε προσεκτικά το έργο του Κ. Παλαμά, θα διαπιστώσαμε αμέσως πως ο ποιητής μέσα σ' αυτό το πνευματικό, πολιτικό, κοινωνικό χάος προσπαθεί να θεμελιώσει και να πυργώσει μιαν ανώτερη Ελλάδα, γεμάτη αξιοπρέπεια και δύναμη, ελεύθερη από κάθε είδους σκλαβιά, στηριγμένη πάνω στη δική της αξία και ομορφιά. Η διάθεση του αυτή έντονα φαίνεται από το ποιητικό του έργο.

Τὸ πανηγύρι στὰ σπάρτα
Γιὰ κοίτα πέρα καὶ μακριὰ τὶ πανηγύρι
ποὺ πλέκουν τὰ χρυσὰ τὰ σπάρτα στὸ λιβάδι!
Στὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο ἀπ᾿ τὰ σπάρτα
μὲ τὴ γλυκιὰν ἀνατολὴ γλυκοξυπνώντας
νὰ τρέξω βούλομαι κι ἐγὼ στὸ πανηγύρι,
θησαυριστὴς νὰ κλείσω μὲς τὴν ἀγκαλιά μου
σωροὺς τὰ ξανθολούλουδα καὶ τὰ δροσάνθια,
κι ὅλο τὸ θησαυρὸ νὰ τονε σπαταλέψω
στὰ πόδια τῆς ἀγάπης μου καὶ τῆς κυρᾶς μου.
Ὅμως βαθιὰ εἶναι τὸ ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι ὅπως μιᾶς πρόσχαρης ζωῆς εἴκοσι χρόνων
κόβει τὸ λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
ἔτσι τὸν ἄκοπο γοργὸ μοῦ κόβει δρόμο
ἀτέλειωτος ἀνάμεσα ξεφυτρωμένος
ὁ κακὸς δρόμος μὲς τὰ βάλτα καὶ στὰ βούρλα.
Τ᾿ ἀγκαθερὰ φυτὰ ξεσκίζουνε σὰ νύχια
καὶ σὰν τὰ ξόβεργα τὸ χῶμα παγιδεύει
τοῦ κάμπου τοῦ κακοῦ στὰ βούρλα καὶ στὰ βάλτα,
ἐκεῖ ποὺ στὸ φλογόβολο τὸ ἁψὺ τοῦ ἥλιου
(ποῦ δρόσος μιᾶς πνοῆς; ποῦ σκέπασμα ἑνὸς δέντρου;)
σὰν ἀστραπὴ ἀργυρὴ χτυπάει τὰ μάτια ἡ ἅρμη.
Λιγοψυχῶ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι ἀποκάνω καὶ πέφτω, κι ἀποκαρωμένος
νοιώθω στὸ μέτωπο τ᾿ ἀγκάθια, καὶ στὰ χείλια
νοιώθω τὴν πίκρα τῆς ἁρμύρας, καὶ στὰ χέρια
νοιώθω τὴ γλίνα τῆς νοτιᾶς, καὶ στὰ ποδάρια
νοιώθω τὸ φίλημα τοῦ βάλτου, καὶ στὰ στήθη
νοιώθω τὸ χάιδεμα τοῦ βούρλου, νοιώθω ἐντός μου
τὴ μοίρα τοῦ γυμνοῦ καὶ τ᾿ ἀνήμπορου κόσμου.
(Ὦ! ποῦ εἶσαι, ἀγάπη καὶ κυρά μου;) Καὶ σὲ βάθη
δειλινῶν πορφυρῶν, πλούσια ζωγραφισμένων,
τὸ πανηγύρι ποὺ χρυσᾶ τὰ σπάρτα πλέκουν,
τὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο στὰ σπάρτα,
μὲ βλέπει, μὲ καλεῖ, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.

«Χτίστης και οικοδόμος έγειρα το λαχανιασμένο στήθος. Τ' άχαρο κουφάρι σκέβρωσα, για να υψώσω μια κολώνα...».

Κι αλλού:

«Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατ' είμαι εγώ κι ο χτίστης. 
Ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης. 
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι. 
Στου μίσους τα μεσάνυχτα λάμπει ενός πόθου αστέρι...»

Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου
Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου
κι ὅσο περνῶ μὲ κεῖνα
τόσο γλυκὰ τριγύρω μου
μοσκοβολᾶν τὰ κρίνα
τῶν πρωτινῶν ἀπρίληδων... 
Τὰ παιδικίσια χρόνια
μοῦ κελαηδοῦν ἀηδόνια
σὲ νύχτες καὶ σ᾿ ἐρμιές.

Καλῶς τα τὰ χριστόψωμα
καλῶς τον Ἅι Βασίλη! 
Παιδάκια μὲ τὰ κάλαντα
στὰ λυγερόηχα χείλη
σὰ μυστικὸ ξημέρωμα
τοῦ λιβανιοῦ οἱ ἀχνάδες. 
Ἄναψαν οἱ λαμπάδες
κι ἀστράψαν οἱ ἐκκλησιές.

Καλῶς τα τὰ σπιτιάτικα
μεθυστικὰ γιορτάσια!
Στὰ μάτια τοῦ μισόκοπου
μαγιάτικα κεράσια
ροδίζουν καὶ σταλάζουνε
δροσιὰ καὶ γλύκα· ὦ! πόσο! 
Πεινῶ καὶ πάω ν᾿ ἁπλώσω
τὰ χέρια πρὸς αὐτά.

Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι
Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι
στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπή. 
Ξέρω μιὰ πράσινη ραχούλα... 
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ξέρω στὴ χώρα τὴ μεγάλη
τὸν πλούσιο δρόμο τὸν πλατύ, 
μὲ τὰ παλάτια καὶ τοὺς κήπους... 
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ξέρω τὸ πρόσχαρο ἀκρογιάλι, 
ὅλο τὸ κῦμα τὸ φιλεῖ, 
κρινόσπαρτη εἶναι ἡ ἀμμουδιά του... 
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ἀτέλειωτη τραβάει μιὰ στράτα, 
σκίζει μιὰ χέρσα ἁπλοχωριά, 
σκληρὰ τὴ δέρνει τὸ ἀγριοκαίρι
κι ὁ λίβας τὴ χτυπᾶ.

Μιὰ στράτα χιλιοπατημένη, 
τὸν καβαλλάρη νηστικό, 
τὸν πεζοδρόμο διψασμένο
θάφτει στὸν κουρνιαχτό.

Ἐκεῖ τὸ σπίτι μου θὰ χτίσω
μὲ μιὰ βρυσούλα στὴν αὐλή, 
πάντα ἡ γωνιά του θὰ καπνίζει
κι ἡ θύρα του θἆναι ἀνοιχτή.

Τὸ καλοκαίρι
Ὁ κόσμος λάμπει
σὰν ἕνα ἀστέρι, 
βουνὰ καὶ κάμποι, 
δένδρα, νερά, 
γιορτάζουν πάλι, 
καθὼς προβάλει
τὸ καλοκαίρι. 
Θεοῦ χαρά!

Φωνοῦλες γέλια
φέρνει τ᾿ ἀγέρι
μέσ᾿ ἀπ᾿ τ᾿ ἀμπέλια
τὰ καρπερά. 
Παιδιὰ ἀγγελούδια
ψέλνουν τραγούδια
στὸ καλοκαίρι. 
Θεοῦ χαρά!

Τὴν ὥρα τούτη
σκορπᾶ ἕνα χέρι
χάδια καὶ πλούτη, 
κι ἡ γῆ φορᾶ, 
σὰν μιὰ πορφύρα. 
Ζωῆς πλημμύρα
τὸ καλοκαίρι. 
Θεοῦ χαρά!

Ἡ φύσις πέρα
ὦ νέοι καὶ γέροι, 
σὰ μιὰ μητέρα
μᾶς καρτερᾶ. 
Ἡ φύσις ὅλη
σὰν περιβόλι
τὸ καλοκαίρι. 
Θεοῦ χαρά!

Μιὰ πίκρα
Τὰ πρῶτα μου χρόνια τ᾿ ἀξέχαστα τἄζησα
κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι, 
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη, 
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μπροστά μου ἡ πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει, 
καὶ βλέπω τὰ ὀνείρατα κι ἀκούω τὰ μιλήματα
τῶν πρώτων μου χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου τὸ ἴδιο ἀναστέναγμα: 
Νὰ ζοῦσα καὶ πάλι
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη, 
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Μιὰ μένα εἶναι ἡ μοίρα μου, μιὰ μένα εἶν᾿ ἡ χάρη μου, 
δὲν γνώρισα κι ἄλλη: 
Μιὰ θάλασσα μέσα μου σὰ λίμνη γλυκόστρωτη
καὶ σὰν ὠκιανός ἀνοιχτὴ καὶ μεγάλη.

Καὶ νά! μέσ᾿ στὸν ὕπνο μου τὴν ἔφερε τ᾿ ὄνειρο
κοντά μου καὶ πάλι
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη, 
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Κι ἐμέ, τρισαλίμονο! μιὰ πίκρα μὲ πίκραινε, 
μιὰ πίκρα μεγάλη, 
καὶ δὲ μοῦ τὴ γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
τῆς πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ἀκρογιάλι!

Ποιὰ τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
καὶ ποιὰ ἀνεμοζάλη, 
ποὺ δὲ μοῦ τὴν κοίμιζες καὶ δὲν τὴν ἀνάπαυες, 
πανώριο ξαγνάντεμα κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι;

Μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀμίλητη, μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀξήγητη, 
μιὰ πίκρα μεγάλη, 
ἡ πίκρα ποὺ εἶν᾿ ἄσβηστη καὶ μέσ᾿ τὸν παράδεισο
τῶν πρώτων μας χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι.

Καημοὶ τῆς Λιμνοθάλασσας, 1912

Κωστής Παλαμάς:

Ποιήματα, ανθολογία, βιβλία, αποφθέγματα για τον Κωστή Παλαμά (Kostis Palamas)

Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 – Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης.

Ο Παλαμάς ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές.

Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής.

Βραβεύτηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών το 1925 από την Ακαδημία Αθηνών της οποίας διορίστηκε μέλος το 1926, ενώ εξελέγη πρόεδρός της το 1930.

Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940). Ανάμεσα σε αυτούς που πρότειναν τον Παλαμά για το βραβείο υπήρξε και ο νικητής του 1916 Καρλ Γκούσταφ Βέρνερ φον Χάιντενσταμ, ο οποίος πρότεινε τον Παλαμά τρεις φορές (1928, 1930 και 1935).

Πρώτα έργα του Κωστή Παλαμά που μεταφράστηκαν στην αγγλική γλώσσα ήταν “Η ασάλευτη ζωή”, “Η τρισεύγενη”, ο “Θάνατος παληκαριού” και ακολούθησαν άλλα. Στη δε γαλλική γλώσσα πρώτα ήταν “Ο τάφος”, “Ο Δωδεκάλογος του γύφτου”, ο “Θάνατος παλληκαριού” κ.ά., ενώ πλείστα αποσπάσματα άλλων συλλογών μεταφράστηκαν σε διάφορες άλλες γλώσσες όπως στη γερμανική, ιταλική, ισπανική αραβική και τουρκική γλώσσα.

Την επιμέλεια της επανέκδοσης των έργων του μετά το θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Λέανδρος Παλαμάς, επίσης ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας.

Ήταν ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες κριτικούς. Σε αυτόν οφείλεται η επανεκτίμηση του έργου των Ανδρέα ΚάλβουΔιονυσίου Σολωμού, της Επτανησιακής Σχολής εν γένει, του Κώστα Κρυστάλλη και άλλων.

Σήμερα “τιμής ένεκεν” φέρεται αφιερωμένη στο όνομά του μεγάλη αίθουσα εκθέσεων του πολυχώρου Τεχνόπολις στην Αθήνα.

Αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά στον Πολυχώρο Διέλευσις

Με άξονα δημιουργίας το έργο του Κωστή Παλαμά και αφορμή τη συμπλήρωση 160 χρόνων...

Σημειώματα στο περιθώριο – Κωστής Παλαμάς

Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το βιβλίο "Σημειώματα στο περιθώριο" του Κωστή Παλαμά, σε...

Η όπερα «Φροσύνη» από την Ομάδα Ραφή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Το αριστούργημα της Επτανησιακής Σχολής και του λαμπρού εκπροσώπου της Παύλου Καρρέρ, η Όπερα...

Ο Δωδεκάλογος Του Γύφτου: Νέο cd του Γιάννη Χαρούλη και του Λουκά Θάνου

Από την Mimos EMI κυκλοφορεί το cd, "Ο Δωδεκάλογος Του Γύφτου - Κωστή Παλαμά"...

Κωστής Παλαμάς – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Κύκλοι εκδηλώσεων στην Οδησσό και στο Βελιγράδι

Δύο μεγάλες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας τιμώνται αυτές τις μέρες σε δύο Παραρτήματα του...

Ουίσκι Κωστής Παλαμάς

Στο διαμέρισμα της οδού Λέψιους, στην Αλεξάνδρεια, ο Κωνσταντίνος Καβάφης είχε πάντα ένα ουίσκι...

Συναυλία-αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών θα φιλοξενήσει μια βραδιά-αφιέρωμα στον μεγάλο Έλληνα ποιητή Κωστή Παλαμά,...

Τρισεύγενη του Κωστή Παλαμά σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου στο Εθνικό Θέατρο

Η «Τρισεύγενη» το μοναδικό θεατρικό έργο του Κωστή Παλαμά θα παρουσιαστεί στην Κεντρική Σκηνή...

Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κωστής Παλαμάς

Σίνα 48 και Ακαδημίας, ΑθήναΤηλ.: 210 3689724



Τρισεύγενη, του Κωστή Παλαμά στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας

Η παράσταση Τρισεύγενη του Κωστή Παλαμά, σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, παρουσιάζεται στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας.



ΟΚωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 έφευγε από τη ζωή, σε ηλικία 84 ετών. Ήταν βαριά άρρωστος όταν τον συνάντησε ο χάρος στο σπίτι του, στην οδό Περιάνδρου 3 στην Πλάκα. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 9 Φεβρουαρίου του 1943, είχε πάρει τη γυναίκα του Μαρία.

Το νέο του θανάτου του επιφανέστερου ποιητή της γενιάς του 1880 κυκλοφόρησε με αστραπιαία ταχύτητα στην κατοχική Αθήνα. «Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.

Από νωρίς το πρωί της 28ης Φεβρουαρίου πλήθος λαού άρχισε να συγκεντρώνεται στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας για να αποτίσει το ύστατο χαίρε στον μεγάλο ποιητή, αλλά και για να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα.

Λίγα λόγια για τη ζωή του

Όταν ο ποιητής ήταν 6 χρονών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864 - Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά της οικογένειας, το μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και εκείνον και το μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι. Εκεί έζησε από το 1867 ως το 1875 σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία.

leibadaarh
Ραγκίπ Ντουράν
«Στην Τουρκία, ο Ερντογάν μας έμαθε την αξία της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας»
ΕΝΙΣΧΥΣΕ ΤΗΝ
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η 24η Φεβρουαρίου 1898 ήταν μια μάλλον συνηθισμένη μέρα για το μικρό ελληνικό κράτος της εποχής. Ωστόσο, η 24η Φεβρουαρίου 1898 ήταν μια σημαδιακή μέρα για έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της χώρας. Ο θάνατος του γιου του Άλκη, σε ηλικία μόλις 4 ετών, «γέννησε» μια βαθύτατα λυρική συλλογή ποιημάτων, που κατέχουν ξεχωριστή θέση στο σύνολο της εργογραφίας του, τον «Τάφο». Εκτενέστατη ήταν η κριτική του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Πολύβιου Δημητρακόπουλου, που φιλοξενήθηκε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας ΚΑΙΡΟΙ στις 12.05. 

Διαβάστε επίσης: «Ο Παλαμάς και η πολιτική: Στην πρώιμη και ύστερη φάση της ζωής τους» του Γιώργου Ανδρειωμένου

Ο Δημητρακόπουλος ξεκίνησε κάνοντας μια γενική αναφορά στο μέχρι τότε ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά και τις διχόνοιες που προκαλούσε στους λογοτεχνικούς κύκλους το «δυσνόητο» έργο του, για να πλέξει το εγκώμιο του με αφορμή τον «Τάφο» καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «χρειάστηκε να επέλθει ο θάνατος του γιου για να κερδίσει ο πατέρας την αθανασία». 

Τα Χριστούγεννα του 1920 όμως, η ζωή του Κωστή Παλαμά θα αλλάξει, όταν θα γνωρίσει την 20χρονη Ελένη Κορτζά. Ο ποιητής ήταν τότε ήδη 61 ετών και τίποτα δεν προμήνυε τον μεγάλο τρυφερό έρωτα που θα ένιωθε για τη νεαρή Ελένη. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στο σπίτι του ανιψιού του Παλαμά, Χρήστου Ξανθόπουλου. Ο ποιητής εντυπωσιάστηκε από τη φρεσκάδα, την ομορφιά, τη μόρφωση και την ευφράδεια της Ελένης η οποία μάλιστα ευθαρσώς του είπε «Δεν γνωρίζω ποιητή Παλαμά».  

Λέγεται ότι συναντήσεις τους συνεχίστηκαν στο ίδιο σπίτι κάθε Σάββατο, υπό το βλέμμα και άλλων ενδιαφερομένων για τις απόψεις του Παλαμά. «Επέρασα μια νύχτα, τη νύχτα της Δευτέρας προς την Τρίτη, με το λυρικό, το μεθυστικό πυρετό της ενθύμησής σου», της έγραφε μεταξύ άλλων. 

Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). 

Ο γιος του Λέανδρος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου δεν επιθυμούσε η κηδεία του πατέρα του να πάρει εθνοπατριωτική διάσταση, επειδή φοβόταν πως οι Ιταλικές αρχές κατοχής θα του στερούσαν το διαβατήριό του. 

Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.

Δέκα μελοποιημένα ποιήματα του Κωστή Παλαμά

«Μια πίκρα»  Φοίβος Δεληβοριάς

«Το ταξίδι» Σταμάτης Κραουνάκης

«Ο πόνος σου» Νίκος Ξυδάκης

 

«Ο Διγενής» του Μ. Τερζή, ερμηνεία Ελευθερία Αρβανιτάκη

«Σ’αγαπώ» του Μ. Τερζή. Ερμηνεία Γιώργος Νταλάρας, Δήμητρα Γαλάνη 

«Κακή Φωτιά» Υπόγεια Ρεύματα

«Χρυσομαλλούσα» Λαυρέντης Μαχαιρίτσας

«Ίσιος δρόμος» Ορφέας Περίδης 

«Το σπίτι που γεννήθηκα» Λουκάς Θάνος. Ερμηνεία Γιάννης Χαρούλης 

«Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα»  του Μιχάλη Κουμπιού. Ερμηνεία Β. Παϊτέρης

Το tempo24 σας ξεναγεί στο σπίτι του Κωστή Παλαμά - Το "στολίδι" της Πάτρας στην οδό Κορίνθου άνοιξε τις πόρτες του και σας περιμένει - ΔΕΙΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ και ΒΙΝΤΕΟ

στην οδό Κορίνθου

Το ανακαινισμένο σπίτι στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Κωστής Παλαμάς, το οποίο πέρασε από... σαράντα κύματα, μέχρι τελικά να μην καταρρεύσει ή να μην πωληθεί από μεσίτες, πλέον άνοιξε τις πόρτες του και περιμένει όλο τον κόσμο να το επισκεφθεί!

Το βράδυ της Παρασκευής έγινε μια πρώτη εκδήλωση προ των επίσημων εγκαινίων του και υποδέχθηκε εκπροσώπους της πολιτικής, των γραμμάτων και του πνεύματος που θέλησαν να δουν αυτό το εξαιρετικό δημιούργημα, του οποίου την ανακατασκευή ανέλαβαν οι Σπύρος Δεμαρτίνος και Νίκος Μπακρώζης.

Ένα εκπληκτικής αισθητικής κτίριο το οποίο ουσιιαστικά υλοποιεί το μεγάλο όραμα του ομογενούς επιχειρηματία Αθανασίου Στεφανόπουλου, ο οποίος αγόρασε πριν δυο χρόνια το υπό κατάρρευση κτίριο στην οδό Κορίνθου, για να δημιουργήσει τη «Στέγη Γραμμάτων Κωστή Παλαμά».

 

Ο αγιασμός τελέστηκε από τον σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πατρών κ.κ. Χρυσόστομο.

Το tempo24 σήμερα βρέθηκε στο κτίριο και σας ξεναγεί στους χώρους του, ενώ συνομιλεί και με τους Σπύρο Δεμαρτίνο και Νίκο Μπακρώζη.

 

 

 

 

 

19648256_688814621316992_1746922983_o_0.jpg

19648399_688814637983657_1685142778_o.jpg

19749490_688814674650320_1848931011_o.jpg

19648152_688814694650318_1152915793_o.jpg

19723795_688814787983642_943363407_o_0.jpg

19648275_688814807983640_1586098786_o.jpg

19747737_688814817983639_108576022_o.jpg

19620023_688814871316967_1904943437_o.jpg

19726965_688814907983630_770057175_o.jpg

19688319_688814917983629_273921785_o.jpg

19648272_688814921316962_851472065_o.jpg

19724151_688814924650295_990914631_o.jpg

19723846_688814937983627_199237838_o.jpg

19648168_688814947983626_1103085907_o.jpg

19619806_688814961316958_695410460_o.jpg

19619872_688814994650288_145964454_o.jpg

19724015_688815007983620_823286477_o.jpg

19619842_688815011316953_1432915546_o.jpg

19620085_688815031316951_481490493_o.jpg

19619809_688815047983616_716545455_o.jpg

 

Το κτίριο και οι χώροι του

Να σημειωθεί πως τα επίσημα εγκαίνια θα γίνουν στις 13 Ιανουαρίου 2018, ημέρα γέννησης του ποιητή.

Έξω από το σπίτι του Κωστή Παλαμά, στην οδό Κορίνθου, όποιος βρεθεί βλέπει την ανάπλαση που έχει γίνει εξωτερικά του κτιρίου, ενώ στο ισόγειο μπαίνοντας βρίσκεσαι σε μια μεγάλη αίθουσα, στο εκθετήριο στο οποίο συνεχίζονται οι εργασίες και θα ολοκληρωθούν σε λίγες ημέρες.

Μέσα υπάρχει ήδη η προτομή του Κωστή Παλαμά που είναι έργο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη, το οποίο έχει παραχωρηθεί με χρησιδάνειο και ανήκει στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Πελοποννήσου. 

Εκεί θα υπάρχει και μια μόνιμη έκθεση της ιστορίας του κτιρίου που θα περιλαμβάνει και χειρόγραφα του Κωστή Παλαμά, ενώ στη μεγάλη αίθουσα υπάρχει μια λεπτομερής απεικόνιση του κελιού του Κωστή Παλαμά, όπως διασώζεται στο ίδρυμα που λειτουργεί στην Αθήνα.

Μια υπέροχη μαρμάρινη σκάλα οδηγεί στον πρώτο όροφο και δεξια βρίσκεται το δωμάτιο όπου γεννήθηκε ο Κωστής Παλαμάς, στις 13 Ιανουαρίου του 1859.

Το ενιαίο μεγάλο δωμάτιο θα λειτουργήσει ως ψηφιακό μουσείο, όπου εκεί θα τοποθετηθούν οθόνες τηλεόρασης και προτζέκτορες και θα προβάλλεται οπτικοακουστικό υλικό από το αρχείο της ΕΡΤ και του History Channel, σχετικά με τη ζωή και το έργο του Κωστή Παλαμά, ενώ θα υπάρχει και ένα διαδραστικό τραπέζι, για τις νεότερες ηλικίες.

Στο πίσω μέρος του σπιτιού θα βλέπει το καθημερινό καθιστικό της οικογένειας Παλαμά, με τζάκι του 1840, το οποίο είναι και το μόνο διατηρητέο καλλιτεχνικό στοιχείο του κτιρίου.

Στον ίδιο χώρο υπάρχει ένα δωμάτιο, στο οποίο κοιμόντουσαν τα παιδιά της οικογένειας και ο Κωστής Παλαμάς έβλεπε την ανατολή του ήλιου και του φεγγαριού από τον προμαχώνα του κάστρου μέχρι τα επτά του χρόνια, όταν έφυγαν από το σπίτι, λόγω του θανάτου και των δύο γονιών.

Επίσης, στο χώρο υπάρχει και ένα πιάνο το οποίο έχει κατασκευαστεί στα 1880 στη Βιέννη και δωρήθηκε από πατρινή οικογένεια.

Ακολουθεί ο χώρος της βιβλιοθήκης στον οποίο ήδη έχουν τοποθετηθεί εκδόσεις του Ιδρύματος «Κωστή Παλαμά».






Κωστὴς Παλαμᾶς - Ποιήματα

Ἡ μεγαλοσύνη τῶν ἐθνῶν δὲ μετριέται μὲ τὸ στρέμμα.
Μὲ τῆς καρδιᾶς τὸ πύρωμα μετριέται καὶ τὸ αἷμα.


Ὁ Διγενὴς κι ὁ Χάροντας

Καβάλλα πάει ὁ Χάροντας
τὸν Διγενῆ στὸν Ἅδη,
κι ἄλλους μαζί... Κλαίει, δέρνεται
τ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.

Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του
δεμένους στὰ καπούλια,
τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεμο,
τῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.

Καὶ σὰ νὰ μὴν τὸν πάτησε
τοῦ Χάρου τὸ ποδάρι
ὁ Ἀκρίτας μόνο ἀτάραχα
κοιτάει τὸν καβαλλάρη.

«Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα
δὲν περνῶ μὲ τὰ χρόνια.
Μ᾿ ἄγγιξες καὶ δὲ μ᾿ ἔνοιωσες
στὰ μαρμαρένια ἁλώνια;

Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀκατάλυτη
ψυχὴ τῶν Σαλαμίνων,
στὴν Ἑφτάλοφην ἔφερα
τὸ σπαθὶ τῶν Ἑλλήνων.

Δὲ χάνομαι στὰ Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω,
στὴ ζωὴ ξαναφαίνομαι
καὶ λαοὺς ἀνασταίνω!»


Δόξα στὸ Μεσολόγγι

(1926, ἀπαγγέλθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ποιητή,
στὴν 100η ἐπέτειο τῆς Ἐξόδου στὸ Μεσολόγγι - ἀπόσπασμα)

Γῆ, τοὺς ξάστερους πάντοτε οὐρανούς μου
Κάθε λογῆς κόσμοι ἀστρικοὶ πλουμίζουν,
Ἄστρα ποὺ σβύνουν καὶ ποὺ πέφτουν, ἄστρα
Ποὺ τρεμοφέγγουν,

Πλανῆτες, φωτοσύγνεφα, κομῆτες,
Φῶτα χλωμὰ καὶ φῶτα θάμπωμα, ἥλιοι,
Πὲς τὰ μαργαριτάρια καὶ χρυσάφια,
Πὲς τὰ διαμάντια.

Μὰ ἐσύ, ρουμπίνι ἀπ᾿ τοὺς ἀχνοὺς δεμένο
Μαρτυρικῶν καὶ ἡρωικῶν αἱμάτων.
Στὸν οὐρανὸ τῆς πλάσης, καθὼς εἶναι τοῦ πόλου τὸ ἄστρο,
Τοῦ πόλου τὸ ἄστρο ἐσὺ στοὺς οὐρανούς μου

Τῆς Δόξας, δόξα, ὦ Γῆ! Τὸ Μισολόγγι:
Κι᾿ οἱ μὲ ὀνόματα μύρια γνωρισμένοι
Κόσμο μου ποὺ εἶναι
Κι᾿ οἱ ἀπὸ σπαθιοῦ καταχτητές, καὶ οἱ δάφνες

Τῶν πολεμάρχων οἱ αἱματοβαμμένες,
Κι᾿ οἱ Ἀλέξαντροι
Κι᾿ οἱ Ἑφτάλοφες καὶ οἱ Νίκες
Καὶ οἱ Σαλαμῖνες,

Καὶ μὲ τὶς ἱστορίες οἱ πολιτεῖες
Καὶ στόματα χρυσὰ καὶ οἱ Κυβερνῆτες
Κι᾿ οἱ Ἠράκλειτοι τοῦ Λόγου καὶ τῆς Τέχνης
παντοῦ κι᾿ οἱ Αἰσχύλοι,

Ἀνήμποροι ὅπως κι᾿ ἂν σταθοῦν μπροστά σου,
Καὶ σὲ μιᾶς τρίχας ἤσκιο νὰ θολώσουν
Τὴν ξεκομμένη ἀπ᾿ τοῦ Κυρίου τὴν ὄψη
Φεγγοβολιά σου.

Μισολόγγγι. Χαρὰ τῆς ἱστορίας,
Γῆ ἐπαγγελμένη. Πᾶνε ἑκατὸ χρόνια,
Κι᾿ ἂς πᾶνε. Ἡ θύμηση ἄχρονη μπροστά σου
Θὰ γονατίζει.


Τὸ Τραγούδι τοῦ Σταυροῦ

Κ᾿ ἔγυρ᾿ Ἐκεῖνος τὸ ἄχραντο κεφάλι καὶ ξεψύχησε
στὸ μαῦρο τὸ κορμί μου ἀπάνου·
ἄστρα γινήκαν τὰ καρφιὰ τοῦ μαρτυρίου του, ἄστραψα
Κι ἀπὸ τὰ χιόνια πιὸ λευκὸς τὰ αἰώνια τοῦ Λιβάνου.

Οἱ καταφρονεμένοι μ᾿ ἀγκαλιάσανε
και σὰ βουνὰ καὶ σὰ Θαβὼρ ὑψώθηκαν ἐμπρός μου·
οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου μὲ κατάτρεξαν
γονάτισα στὸν ἤσκιό μου τοὺς δυνατοὺς τοῦ κόσμου.

Τὸν κόσμο ἂν ἐμαρμάρωσα, τὸν κόσμο τὸν ἀνάστησα,
στὰ πόδια μου ἄγγελοι οἱ Καιροί, γύρω μου σκλάβες οἱ Ὧρες.
Δείχνω μία μυστικὴ Χαναὰν στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια·
μὰ ἐδῶ πατρίδες πάναγνες εἴσαστ᾿ ἐσεῖς, τρεῖς Χῶρες!

Ὢ πρώτη ἐσύ, Ἱερουσαλήμ! τοῦ βασιλιᾶ προφήτη σου
μικρὴ εἶν᾿ ἡ ἅρπα γιὰ νὰ εἰπῇ τὴ νέα μεγαλωσύνη.
Τοῦ Σολομῶντα σου ὁ ναὸς μ᾿ ἀντίκρυσε, καὶ ράγισε·
καινούργια δόξα ντύθηκαν τῆς Ἰουδαίας οἱ κρίνοι.

Κ᾿ ὕστερα ὑψώθηκα σ᾿ ἐσένα, ὦ Πόλη, ἑφτάλοφο ὅραμα,
κ᾿ ἔγινα φῶς τῶν οὐρανῶν, τὸ θᾶμα τοῦ Ἰορδάνη,
τοὺς Κωνσταντίνους φώτισα καὶ τοὺς Ἡράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δὲν ἔσβησαν ἐμέ, μηδὲ Σουλτάνοι.

Καὶ ὕστερα, ταξιδευτής, ἦρθα σ᾿ ἐσένα, ἀσύγκριτη,
Ἀθήνα, τῶν ὡραίων πηγή, τῶν ἐθνικῶν κορῶνα,
τὸν ἄγνωστο ἔφερα Θεό, καί, ἀπόκοτος, ἀψήφησα
τὴν πολεμόχαρη Παλλάδα μέσ᾿ τὸν Παρθενώνα.

Καὶ γνώρισα τοὺς ἱλαροὺς θεοὺς καὶ στεφανώθηκα
τὴν ἀγριλιὰ τῆς Ἀττικῆς, τὴ δάφνη ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
καὶ ὢ λόγος πρωταγροίκητος! τοῦ Γολγοθᾶ τὸ σύγνεφο
πῆρε τὴν ἄσπρη ὁμηρικὴ τοῦ Ὀλύμπου λαμπεράδα.

Τὰ εἴδωλα τ᾿ ἀφρόντιστα καὶ τὰ πασίχαρα ἔφυγαν,
ἀλλ᾿ οὔτε πιὰ μεθάει τὴ γῆ τὸ ἀσκητικὸ μεθύσι,
ἂς λάμπῃ ἡ μυστικὴ χαρὰ στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια·
εἶν᾿ ἐδῶ κάπου μιὰ ζωή, καὶ εἶν᾿ ἄξια γιὰ νὰ ζήσῃ.

Μὲ τὰ κλαδιὰ τῆς φοινικιᾶς νέα ὡσαννὰ λαχτάρισα
σ᾿ ἐσένα, ὦ Γῆ Πανάγια καὶ ὦ πρώτη μου πατρίδα.
Σ᾿ ἐσὲ γυρνῶ, Ἱερουσαλήμ, κ᾿ ἕνα τραγούδι φέρνω σου
Εἶναι πλασμένο ἀπὸ ψυχὴ καὶ ἀπὸ φωνὴ Ἑλληνίδα!

(1913)


Ἡ Κασσιανή

Κύριε, γυναίκα ἁμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριὰ τὰ κρίματά μου.
Μά, ὦ Κύριε, πῶς ἡ θεότης Σου μιλᾶ
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου!

Κύριε, προτοῦ Σὲ κρύψ᾿ ἡ ἐντάφια γῆ
ἀπὸ τὴ δροσαυγὴ λουλούδια πῆρα
κι ἀπ᾿ τῆς λατρείας τὴν τρίσβαθη πηγὴ
Σοῦ φέρνω μύρα.

Οἶστρος μὲ σέρνει ἀκολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι ἀφέγγαρο, ἄναστρο μὲ ζώνει,
τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας φωτιὰ
μὲ καίει, μὲ λιώνει.

Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερὰ
τὰ ὑψώνεις νέφη, πάρε τα, Ἔρωτά μου,
κυλᾶνε, εἶναι ποτάμια φλογερὰ
τὰ δάκρυά μου.

Γύρε σ᾿ ἐμέ. Ἡ ψυχὴ πῶς πονεῖ!
Δέξου με Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες καὶ γείραν
ἄφραστα ὡς ἐδῶ κάτου οἱ οὐρανοί.
καὶ σάρκα ἐπῆραν.

Στ᾿ ἄχραντά Σου τὰ πόδια, βασιλιᾶ
μου Ἐσὺ θὰ πέσω καὶ θὰ στὰ φιλήσω,
καὶ μὲ τῆς κεφαλῆς μου τὰ μαλλιὰ
θὰ στὰ σφουγγίσω.

Τ᾿ ἄκουσεν ἡ Εὔα μέσ᾿ στὸ ἀποσπερνὸ
τῆς παράδεισος φῶς ν᾿ ἀντιχτυπᾶνε,
κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονῶ,
σῶσε, ἔλεος κάνε.

Ψυχοσῶστ᾿, οἱ ἁμαρτίες μου λαός,
Τὰ ἀξεδιάλυτα ποιὸς θὰ ξεδιαλύσῃ;
Ἀμέτρητό Σου τὸ ἔλεος, ὁ Θεός!
Ἄβυσσο ἡ κρίση.


Μυστικὴ Παράκληση

Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τὴ γύμνια μου
δὲ φτάνει νὰ σκεπάσῃ,
ἡ μοναξιά μου εἶναι σὰν τ᾿ ἄδειο, σὰν τ᾿ ἀλόγιστο
χυμένο προτοῦ νἄρθῃ ἡ πλάση,
ἡ ἀρρώστια μου βογγάει σὰν τὰ μεγάλα δάση
καθὼς τὰ δέρνει ἡ μπόρα.

Ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.

Ἐσὺ παρθένα, ἐσὺ μητέρα,
κι ἀπὸ δροσιά, κι ἀπὸ κελάϊδισμα
στάλα τοῦ αἰθέρα,
ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.

Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα Ἐσένα πίστεψα
καὶ λάτρεψα μονάχα Ἐσένα
ἀπὸ τὰ πρωτινὰ γλυκοχαράματα
κι ὡς τώρα μὲς στὰ αἱματοστάλαχτα
μιᾶς ὠργισμένης δύσης.

Δέσποινα, στήριξε μ᾿ Ἐσὺ καὶ μὴ μ᾿ ἀφήσῃς.

Δέσποινα,
βῆμα δὲν ἔχω μήτε φτέρωμα,
μὲ γονατίζει τὸ στοιχειὸ τῆς θλίψης.
Ὑψώσου ποιός μοῦ λέει; δὲ δύναμαι,
δύνασαι κάτου Ἐσὺ ὡς ἐμὲ νὰ σκύψῃς;

Ῥίξε ἀπὸ πάνου σου,
στοὺς ἀθανάτους τη θεόπρεπη
παράτησε ἁλουργίδα τοῦ Ὀλύμπου,
ἔλα, κατέβα ὁλόγυμνη, βαφτίσου
στὸν Ἰορδάνη τοῦ δακρύου,
κι ὕστερα κρύψε τὸ τρανὸ κορμὶ τὸ ἡλιόχαρο
στὴ σκέπη τὴ γαλάζια της Ἀειπάρθενης,
ποὺ εἶν᾿ ἡ χαρὰ τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν μαρτύρων.

Δὲν εἶσ᾿ Ἐσὺ τῶν ἐθνικῶν ἡδονολάστρα ἡ Μοῦσα,
τῆς πλαστικῆς καὶ τῆς σκληρῆς
χαρᾶς δὲν εἶσαι ἡ Πιερίδα,
τοῦ σπλάχνους τοῦ τρανοῦ βαθιογάλανη
φορεῖς Ἐσὺ πορφύρα
κι ἀπὸ τοῦ θρήνου κατεβαίνεις τὴν πατρίδα.

Ἄ! δείξου στὸ μικρὸ καὶ τὸν ἀνήμπορο,
καὶ δείξου καθὼς δείχνεσαι στοὺς ταπεινούς,
καὶ φτάσε καθὼς φτάνει στοὺς ἁμαρτωλούς,
καὶ δείξου καθὼς δείχνεται στοὺς σκλάβους
ἡ Ἁγιὰ Λεοῦσα.

Ἄκου, ἕνα-σκούσμα τὸν ἀέρα σπάραξε·
Ποιὸς κλαίει;
Κοίτα, βροχὴ ἀπὸ λάβα βρέχει ἕνας θειφότοπος·
τί κλαίει;
Ἔλα κοντά, ἕνας ἤσκιος ἀργοσάλεψε,
καὶ λέει:
Τοῦ τραγουδιοῦ σου δὲ γυρεύω πιὰ τὸ θρίαμβο,
μηδὲ τὸν κόσμο τὸν ὁλάκριβο, τὴ Λύρα,
μηδὲ τὴ μοίρα
τοῦ δοξασμένου διαλεχτοῦ σου, Δέσποινα!

Λυπήσου,
καὶ πλᾶσε μου,
καὶ στεῖλε μου ἕναν ὕπνο ἥσυχο ἥσυχο,
μὲ τοῦ παιδιοῦ τὸ γλυκανάσασμα,
μαζί μου.


Ὦ λιγοστοί, ὦ διαλεχτοί!

Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως!

Εἶναι μία ἀλήθεια κάτου ἐδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος,

εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ὀμορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει,

κι εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ἀρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη.

Ὦ νέοι, ὦ πρωτοξύπνητοι στὸ φῶς, χαρὲς τ᾿ Ἀπρίλη,

ἀπὸ τοὺς πράσινους κορμοὺς γίνοντ᾿ οἱ ἄσπροι στύλοι!

Στὴ χώρα ἐσεῖς οἱ λειτουργοὶ κι οἱ λατρευτάδες εἶστε·

δὲ φτάνει· ἐμπρὸς! γιὰ τοὺς Θεούς, ὦ νέοι, πολεμεῖστε.


Στὴ Νεολαία μας

Αὐτὸ κρατάει ἀνάλαφρο μὲς στὴν ἀνεμοζάλη
τὸ ἀπὸ τοῦ κόσμου τὴ βοὴ πρεσβυτικὸ κεφάλι,
αὐτὸ τὸ λόγο θὰ σᾶς πῶ, δὲν ἔχω ἄλλο κανένα:
Μεθύστε μὲ τ᾿ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα.

1η Νοεμβρίου 1940


Ἡ ἐληά

Εἶμαι τοῦ ἥλιου ἡ θυγατέρα
ἡ πιὸ ἀπ᾿ ὅλες χαϊδευτή,
κι ἡ τόση ἀγάπη τοῦ πατέρα
σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ κρατεῖ.
Ὅσο νὰ γύρω νεκρωμένη
αὐτὸν τὸ μάτι μου ζητεῖ.
Εἶμαι ἡ ἐληὰ ἡ τιμημένη.

Ὅπου κι ἂν λάχω κατοικία
δὲ μοῦ ἀπολείπουν οἱ καρποὶ
ὡς τὰ βαθιά μου γηρατεῖα
δὲν βρίσκω στὴ δουλειὰ ντροπή.
Μ᾿ ἔχει ὁ Θεὸς εὐλογημένη
κι εἶμαι γεμάτη προκοπή.
Εἶμαι ἡ ἐληά ἡ τιμημένη.

Φρίκη κι ἐρμιά, νερὰ καὶ σκότη
τὴν γὴν ἐθάψαν μιὰ φορά...
Πράσινη αὐγὴ μὲ φέρνει πρώτη
στὸ Νῶε ἡ περιστερά.
Ὅλης τῆς γῆς εἶχα γραμμένη
τὴν ἐμορφάδα καὶ χαρά.
Εἶμαι ἡ ἐληὰ ἡ τιμημένη.

Ἐδῶ στὸν ἥσκιο μ᾿ ἀποκάτου
ἦρθ᾿ ὁ Χριστὸς ν᾿ ἀναπαυθεῖ,
κι ἀκούστηκε ἡ γλυκειὰ λαλιά του
λίγο προτοῦ νὰ σταυρωθεῖ.
Τὸ δάκρυ του, δροσιὰ ἁγιασμένη,
ἔχει στὴ ρίζα μου χυθεῖ.
Εἶμαι ἡ ἐληά ἡ τιμημένη.

Καὶ φῶς πραότατο χαρίζω
ἐγὼ στὴν ἄγρια νυχτιά,
τὸν πλοῦτο πιὰ δὲν τὸ φωτίζω,
σὺ μ᾿ εὐλογεῖς φτωχολογιά.
Κι ἂν ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο διωγμένη,
μὰ φέγγω ἐμπρὸς στὴν Παναγιά.
Εἶμαι ἡ ἐληὰ ἡ τιμημένη.


Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα

Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι,
στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ προσκαλεῖ· ψυχή, καὶ μὲ προσμένει.

Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα ἴδιο στὴν ἴδια στράτα
στὰ μάτια μου ὅλο ὑψώνεται καὶ μ᾿ ὅλα του τὰ νιάτα.

Τὸ σπίτι, ἂς τοῦ νοθέψανε τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα·
καὶ ἀνόθευτο καὶ ἀχάλαστο, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.


Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι

Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι
στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπή.
Ξέρω μιὰ πράσινη ραχούλα...
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ξέρω στὴ χώρα τὴ μεγάλη
τὸν πλούσιο δρόμο τὸν πλατύ,
μὲ τὰ παλάτια καὶ τοὺς κήπους...
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ξέρω τὸ πρόσχαρο ἀκρογιάλι,
ὅλο τὸ κῦμα τὸ φιλεῖ,
κρινόσπαρτη εἶναι ἡ ἀμμουδιά του...
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ἀτέλειωτη τραβάει μιὰ στράτα,
σκίζει μιὰ χέρσα ἁπλοχωριά,
σκληρὰ τὴ δέρνει τὸ ἀγριοκαίρι
κι ὁ λίβας τὴ χτυπᾶ.

Μιὰ στράτα χιλιοπατημένη,
τὸν καβαλλάρη νηστικό,
τὸν πεζοδρόμο διψασμένο
θάφτει στὸν κουρνιαχτό.

Ἐκεῖ τὸ σπίτι μου θὰ χτίσω
μὲ μιὰ βρυσούλα στὴν αὐλή,
πάντα ἡ γωνιά του θὰ καπνίζει
κι ἡ θύρα του θἆναι ἀνοιχτή.


Τὸ καλοκαίρι

Ὁ κόσμος λάμπει
σὰν ἕνα ἀστέρι,
βουνὰ καὶ κάμποι,
δένδρα, νερά,
γιορτάζουν πάλι,
καθὼς προβάλει
τὸ καλοκαίρι.
Θεοῦ χαρά!

Φωνοῦλες γέλια
φέρνει τ᾿ ἀγέρι
μέσ᾿ ἀπ᾿ τ᾿ ἀμπέλια
τὰ καρπερά.
Παιδιὰ ἀγγελούδια
ψέλνουν τραγούδια
στὸ καλοκαίρι.
Θεοῦ χαρά!

Τὴν ὥρα τούτη
σκορπᾶ ἕνα χέρι
χάδια καὶ πλούτη,
κι ἡ γῆ φορᾶ,
σὰν μιὰ πορφύρα.
Ζωῆς πλημμύρα
τὸ καλοκαίρι.
Θεοῦ χαρά!

Ἡ φύσις πέρα
ὦ νέοι καὶ γέροι,
σὰ μιὰ μητέρα
μᾶς καρτερᾶ.
Ἡ φύσις ὅλη
σὰν περιβόλι
τὸ καλοκαίρι.
Θεοῦ χαρά!


Μιὰ πίκρα

Τὰ πρῶτα μου χρόνια τ᾿ ἀξέχαστα τἄζησα
κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μπροστά μου ἡ πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
καὶ βλέπω τὰ ὀνείρατα κι ἀκούω τὰ μιλήματα
τῶν πρώτων μου χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου τὸ ἴδιο ἀναστέναγμα:
Νὰ ζοῦσα καὶ πάλι
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Μιὰ μένα εἶναι ἡ μοίρα μου, μιὰ μένα εἶν᾿ ἡ χάρη μου,
δὲν γνώρισα κι ἄλλη:
Μιὰ θάλασσα μέσα μου σὰ λίμνη γλυκόστρωτη
καὶ σὰν ὠκιανός ἀνοιχτὴ καὶ μεγάλη.

Καὶ νά! μέσ᾿ στὸν ὕπνο μου τὴν ἔφερε τ᾿ ὄνειρο
κοντά μου καὶ πάλι
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Κι ἐμέ, τρισαλίμονο! μιὰ πίκρα μὲ πίκραινε,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
καὶ δὲ μοῦ τὴ γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
τῆς πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ἀκρογιάλι!

Ποιὰ τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
καὶ ποιὰ ἀνεμοζάλη,
ποὺ δὲ μοῦ τὴν κοίμιζες καὶ δὲν τὴν ἀνάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι;

Μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀμίλητη, μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀξήγητη,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
ἡ πίκρα ποὺ εἶν᾿ ἄσβηστη καὶ μέσ᾿ τὸν παράδεισο
τῶν πρώτων μας χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι.

Καημοὶ τῆς Λιμνοθάλασσας, 1912


Τὸ πανηγύρι στὰ σπάρτα

Γιὰ κοίτα πέρα καὶ μακριὰ τὶ πανηγύρι
ποὺ πλέκουν τὰ χρυσὰ τὰ σπάρτα στὸ λιβάδι!
Στὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο ἀπ᾿ τὰ σπάρτα
μὲ τὴ γλυκιὰν ἀνατολὴ γλυκοξυπνώντας
νὰ τρέξω βούλομαι κι ἐγὼ στὸ πανηγύρι,
θησαυριστὴς νὰ κλείσω μὲς τὴν ἀγκαλιά μου
σωροὺς τὰ ξανθολούλουδα καὶ τὰ δροσάνθια,
κι ὅλο τὸ θησαυρὸ νὰ τονε σπαταλέψω
στὰ πόδια τῆς ἀγάπης μου καὶ τῆς κυρᾶς μου.
Ὅμως βαθιὰ εἶναι τὸ ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι ὅπως μιᾶς πρόσχαρης ζωῆς εἴκοσι χρόνων
κόβει τὸ λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
ἔτσι τὸν ἄκοπο γοργὸ μοῦ κόβει δρόμο
ἀτέλειωτος ἀνάμεσα ξεφυτρωμένος
ὁ κακὸς δρόμος μὲς τὰ βάλτα καὶ στὰ βούρλα.
Τ᾿ ἀγκαθερὰ φυτὰ ξεσκίζουνε σὰ νύχια
καὶ σὰν τὰ ξόβεργα τὸ χῶμα παγιδεύει
τοῦ κάμπου τοῦ κακοῦ στὰ βούρλα καὶ στὰ βάλτα,
ἐκεῖ ποὺ στὸ φλογόβολο τὸ ἁψὺ τοῦ ἥλιου
(ποῦ δρόσος μιᾶς πνοῆς; ποῦ σκέπασμα ἑνὸς δέντρου;)
σὰν ἀστραπὴ ἀργυρὴ χτυπάει τὰ μάτια ἡ ἅρμη.
Λιγοψυχῶ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι ἀποκάνω καὶ πέφτω, κι ἀποκαρωμένος
νοιώθω στὸ μέτωπο τ᾿ ἀγκάθια, καὶ στὰ χείλια
νοιώθω τὴν πίκρα τῆς ἁρμύρας, καὶ στὰ χέρια
νοιώθω τὴ γλίνα τῆς νοτιᾶς, καὶ στὰ ποδάρια
νοιώθω τὸ φίλημα τοῦ βάλτου, καὶ στὰ στήθη
νοιώθω τὸ χάιδεμα τοῦ βούρλου, νοιώθω ἐντός μου
τὴ μοίρα τοῦ γυμνοῦ καὶ τ᾿ ἀνήμπορου κόσμου.
(Ὦ! ποῦ εἶσαι, ἀγάπη καὶ κυρά μου;) Καὶ σὲ βάθη
δειλινῶν πορφυρῶν, πλούσια ζωγραφισμένων,
τὸ πανηγύρι ποὺ χρυσᾶ τὰ σπάρτα πλέκουν,
τὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο στὰ σπάρτα,
μὲ βλέπει, μὲ καλεῖ, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.


Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου

Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου
κι ὅσο περνῶ μὲ κεῖνα
τόσο γλυκὰ τριγύρω μου
μοσκοβολᾶν τὰ κρίνα
τῶν πρωτινῶν ἀπρίληδων...
Τὰ παιδικίσια χρόνια
μοῦ κελαηδοῦν ἀηδόνια
σὲ νύχτες καὶ σ᾿ ἐρμιές.

Καλῶς τα τὰ χριστόψωμα
καλῶς τον Ἅι Βασίλη!
Παιδάκια μὲ τὰ κάλαντα
στὰ λυγερόηχα χείλη
σὰ μυστικὸ ξημέρωμα
τοῦ λιβανιοῦ οἱ ἀχνάδες.
Ἄναψαν οἱ λαμπάδες
κι ἀστράψαν οἱ ἐκκλησιές.

Καλῶς τα τὰ σπιτιάτικα
μεθυστικὰ γιορτάσια!
Στὰ μάτια τοῦ μισόκοπου
μαγιάτικα κεράσια
ροδίζουν καὶ σταλάζουνε
δροσιὰ καὶ γλύκα· ὦ! πόσο!
Πεινῶ καὶ πάω ν᾿ ἁπλώσω
τὰ χέρια πρὸς αὐτά.


Γύριζε

«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»

(1908)


Ἀνατολή

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά,
πῶς ἡ ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Εἶναι χυμένη ἀπὸ τὴ μουσική σας
καὶ πάει μὲ τὰ δικά σας τὰ φτερά.

Σᾶς γέννησε καὶ μέσα σας μιλάει
καὶ βογγάει καὶ βαριὰ μοσκοβολάει
μία μάννα· καίει τὸ λάγνο της φιλί,
κ᾿ εἶναι τῆς Μοίρας λάτρισσα καὶ τρέμει,
ψυχὴ ὅλη σάρκα, σκλάβα σὲ χαρέμι,
ἡ λαγγεμένη Ἀνατολή.

Μέσα σας κλαίει τὸ μαῦρο φτωχολόι,
κι ὅλο σας, κ᾿ η χαρά σας, μοιρολόι
πικρὸ κι ἀργό.
Μαῦρος, φτωχὸς καὶ σκλάβος καὶ ἀκαμάτης,
στενόκαρδος, ἀδούλευτος, διαβάτης
μ᾿ ἐσᾶς κ᾿ ἐγώ.

Στὸ γιαλὸ ποὺ τοῦ φύγαν τὰ καΐκια,
καὶ τοῦ μείναν τὰ κρίνα καὶ τὰ φύκια,
στ᾿ ὄνειρο τοῦ πελάου καὶ τ᾿ οὐρανοῦ,
ἄνεργη τὴ ζωὴ νὰ ζοῦσα κ᾿ ἔρμη,
βουβός, χωρὶς καμιᾶς φροντίδας θέρμη,
μὲ τόσο νοῦ,

ὅσος φτάνει σὰ δέντρο γιὰ νὰ στέκει
καὶ καπνιστὴς μὲ τὸν καπνὸ νὰ πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
καὶ κάποτε τὸ στόμα νὰ σαλεύω
κι ἀπάνω του νὰ ξαναζωντανεύει
τὸν καημὸ ποὺ βαριὰ σᾶς τυραννᾷ.

Κι ὅλο ἀρχίζει, γυρίζει, δὲν τελειώνει,
καὶ μία φυλὴ ζῇ μέσα σας καὶ λιώνει.
Καὶ μία ζωὴ δεμένη σπαρταρᾷ,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά.


Ἡ ἀσάλευτη ζωή

Καὶ τ᾿ ἄγαλμα ἀγωνίστηκα γιὰ τὸ ναὸ νὰ πλάσω
στὴν πέτρα τὴ δική μου ἀπάνω,
καὶ νὰ τὸ στήσω ὁλόγυμνο, καὶ νὰ περάσω,
καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω.

καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿ οἱ ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες
στὰ ξόανα τ᾿ ἄπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα,
θυμοῦ γρικῆσαν τίναγμα καὶ φόβου ἀνατριχάδες,
κ᾿ εἴδανε σὰν ἀντίμαχους καὶ τ᾿ ἄγαλμα κ᾿ ἐμένα.

Καὶ τ᾿ ἄγαλμα στὰ κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στὴν ἐξορία.
Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου
καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
ἔσκαψα λάκκο, κ᾿ ἔθαψα στὸ λάκκο τ᾿ ἄγαλμά μου.

Καὶ τοῦ ψιθύρησα: «Ἄφαντο βυθίσου αὐτοῦ καὶ ζῆσε
μὲ τὰ βαθιὰ ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ ἀρχαῖα συντρίμμια,
ὅσο ποὺ νἄρθ᾿ ἡ ὥρα σου, ἀθάνατ᾿ ἄνθος εἶσαι,
ναὸς νὰ ντύση καρτερεῖ τὴ θεία δική σου γύμνια!»

Καὶ μ᾿ ἕνα στόμα διάπλατο, καὶ μὲ φωνὴ προφήτη,
μίλησ᾿ ὁ λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο οὔτε, φῶς, τοῦ κάκου.
Γιὰ δῶ, γιὰ κεῖ, γιὰ πουθενὰ τὸ ἄνθος σου, ὦ τεχνίτη!
Κάλλιο γιὰ πάντα νὰ χαθῆ μέσ᾿ στ᾿ ἄψαχτα ἑνὸς λάκκου.

Ποτὲ μὴν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα του! Κι ἂν ἔρθη κι ἂν προβάλη,
μεστὸς θὰ λάμπη καὶ ὁ ναὸς ἀπὸ λαὸ ἀγαλμάτων,
τ᾿ ἀγάλματα ἀψεγάδιαστα, κ᾿ οἱ πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στὴ νύχτα τῶν μνημάτων!

Τὸ σήμερα εἴτανε νωρίς, τ᾿ αὔριο ἀργὰ θὰ εἶναι,
δὲ θὰ σοῦ στρέξη τ᾿ ὄνειρο, δὲ θάρθ᾿ ἡ αὐγὴ ποὺ θέλεις,
μὲ τὸν καημὸ τ᾿ ἀθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μεῖνε,
κυνηγητὴς τοῦ σύγγνεφου, τοῦ ἴσκιου Πραξιτέλης.

Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα
σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης
μακρότερη ἀπ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»

Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου
λάκκος κι ἂς φάῃ τὸ πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ ἀθάνατα ὅλα
μπορεῖ ν᾿ ἀξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».

1903


Γύρω στὸ ἑφτάστερο τ᾿ ἁμάξι

Γύρω στὸ ἑφτάστερο τ᾿ ἁμάξι
ἀμέτρητοι γιγάντων κόσμοι καὶ θηρίων,
ὁ Γαλαξίας, ἥλιων ὠκεανός, ὁ Ὠρίων,
τὰ Ζώδια, τοῦ Ἀπείρου τέρατα καὶ τρόμοι.

Μουγκρίζει ὁ Λέων στὴν ἐρμιὰ τῶν αἰθερίων,
κι ἡ Λύρα παίζει, καὶ σὰν τρόπαιο καὶ ἡ Κόμη
τῆς Βερενίκης δείχνεται, ρυθμοὶ καὶ νόμοι
μέσα στὸ χάος χάνονται τῶν μυστηρίων.

Καὶ μὲ τὸν Ἥλιο Κρόνος, Ἄρης, Γῆ, Ἀφροδίτη,
σέρνονται φεύγουν, τρέχουνε κυνηγημένοι
πρὸς τοῦ Ἡρακλῆ τὸ μεγαλόκοσμο μαγνήτη.

Μόνο ἡ ψυχή μου, σὰν τὸ πολικὸ τ᾿ ἀστέρι
ἀσάλευτη, ὅμως λαχταρίζοντας προσμένει.
Δὲν ξέρει ἀπὸ ποῦ ἔρχεται, ποῦ πάει δὲν ξέρει.


Πατρίδες

...
Ἐδῶ οὐρανὸς παντοῦ κι ὁλοῦθε ἥλιου ἀχτίνα,
καὶ κάτι ὁλόγυρα σὰν τοῦ Ὑμηττοῦ τὸ μέλι,
βγαίνουν ἀμάραντ᾿ ἀπὸ μάρμαρο τὰ κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ἑνὸς Ὀλύμπου ἡ θεία Πεντέλη.

Στὴν ὀμορφιὰ σκοντάβει σκάφτοντας ἡ ἀξίνα,
στὰ σπλάχνα ἀντὶ θνητοὺς θεοὺς κρατᾶ ἡ Κυβέλη,
μενεξεδένιο αἷμα γοργοστάζ᾿ ἡ Ἀθήνα
κάθε ποὺ τὴ χτυπᾶν τοῦ Δειλινοῦ τὰ βέλη.

Τῆς ἱερῆς ἐλιᾶς ἐδῶ ναοὶ καὶ οἱ κάμποι
ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἐδῶ ποὺ ἀργοσαλεύει
καθὼς ἀπάνου σ᾿ ἀσπρολούλουδο μία κάμπη,

ὁ λαὸς τῶν λειψάνων ζῆ καὶ βασιλεύει
χιλιόψυχος, τὸ πνεῦμα καὶ στὸ χῶμα λάμπει,
τὸ νιώθω, μὲ σκοτάδια μέσα μου παλεύει

Ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα ζοῦν οἱ Φαίακες τοῦ Ὁμήρου
καὶ σμίγ᾿ ἡ Ἀνατολὴ μ᾿ ἕνα φιλὶ τὴ Δύση,
κι ἀνθεῖ παντοῦ μὲ τὴν ἐλιὰ τὸ κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολὴ στὸ γαλανὸ τοῦ Ἀπείρου

...
Πατρίδες! Ἀέρας, γῆ, νερό, φωτιά! Στοιχεῖα,
ἀχάλαστα καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν πλασμάτων,
σὰ θὰ περάσω στὴ γαλήνη τῶν μνημάτων,
θὰ σᾶς ξανάβρω, πρώτη καὶ στερνὴ εὐτυχία!

1895


Κυμοθόη

- Ποιὸς εἶδε τὴ νεράιδα Κυμοθόη,
τοῦ πέλαου τὴ λαχτάρα καὶ τοῦ ἀφροῦ,
ποὺ εἶν᾿ ἔξω ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα τῆς πλάσης
καὶ πέρα ἀπὸ τὰ βρόχια τοῦ καιροῦ;

- Ἐγὼ εἶδα τὴ νεράιδα Κυμοθόη
τῶν πέλαων τὴ χαρὰ καὶ τῶν ἀφρῶν
στὰ πόδια της νὰ σέρνῃ τὸν Ἀσκραῖο,
τὸν ψάλτη τῶν ἡρώων καὶ τῶν καιρῶν.

- Ποιὸς εἶδε τὴ νεράιδα Κυμοθόη;
τὰ κύματα μαγνῆτες καὶ καημοί,
χρυσὰ δελφίνια στὴ φωνή της παίζουν
καὶ στὸ κορμί.

- Ἐγὼ εἶδα τὴ νεράιδα Κυμοθόη,
νὰ ξεθάφτῃ στὴν ἄβυσσο θαφτὸ
τοῦ Βασιλιᾶ τῆς Θούλας τὸ ποτήρι
τ᾿ ὀνειρευτό.

-Ποιὸς εἶδε τὴ νεράιδα Κυμοθόη;
Τὸ πρόσωπό της μιὰ φεγγοβολή,
τὸ φεγγάρι στῆς θάλασσας τοὺς κόρφους
ποὺ τρέμει ἀπάνου τους καὶ τοὺς φιλεῖ.

- Ἐγὼ εἶδα τὴ νεράιδα Κυμοθόη
νὰ ποτίζῃ τὸ θεῖο τραγουδιστὴ
στοῦ βασιλιὰ τῆς Θούλας τὸ ποτήρι...
θνητὸς ἢ θεῖος, μακάριος ποὺ θὰ πιεῖ.


Παρνασσός

«...Διπλὲς ἐμένανε οἱ κορφές, διπλὸ καὶ τ᾿ ὄνομά μου,
ὁ γέρος εἶμαι ὁ Παρνασσὸς καὶ ἡ Λιάκουρα ἡ λεβέντρα.
Κι᾿ εἶμαι σὰν ἕνα ἀντρόγενο, κι᾿ εἶμαι σὰν δυό, σὰν ταίρι
σφιχτοδεμένο ἀχώριστο, μιὰ πλάση κι᾿ ἕνας κόσμος,
π᾿ ὅσο κι᾿ ἂν δείχνονται ἄμοιαστα, τὰ κάνω ἐγὼ καὶ μοιάζουν.
Εἶμαι ἄντρας κόσμος καὶ γυναίκα πλάση, ἀρχαῖος κόσμος,
νιὸς ἥλιος πάντα στ᾿ οὐρανοῦ τοῦ νοητοῦ τ᾿ ἀστέρια.

...

Κ᾿ οἱ βράχοι εἶναι τὰ κάστρα μου, τὰ ἐλάτια εἶν᾿ ὁ στρατός μου,
καὶ τὰ πουλιά μου εἶν᾿ ὁ λαός, κ᾿ οἱ ἀϊτοί μου οἱ πολεμάρχοι,
Στὴν πιὸ ψηλή μου τὴν κορφή, στὸ ἀπάτητο Λυκέρι
λάμπει σὰν τὸ ἡλιοπάλατο παλάτι κρυσταλλένιο
καὶ κάθεται ὁ Κατεβατὸς μέσα ταμπουρωμένος
τύραγνος μέσα στὰ στοιχιά, τῶν ἄνεμων ὁ δράκος,
καὶ τὸ πρωτοπαλλήκαρο κι᾿ ὁ ἀποκρισάρης μου εἶναι.

...

Ἐγὼ εἶμ᾿ ἀκόμα ὁ Παρνασσός, τώρα κι᾿ Λιάκουρα εἶμαι,
κ᾿ ἐγὼ εἶμαι πάντα ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ σὲ καιρὸ κανένα
δὲν τῆς ἀπόλειψε ὁ Θεὸς μ᾿ ὅποιο ὄνομα ἂν τὸν κράξεις».


Ὕμνος εἰς τὴν Ἀθήνα

Χαρὰ σ᾿ ἐσέ, χώρα λευκὴ καὶ χώρα εὐτυχισμένη!
Καμιὰ χώρα σ᾿ ὅλη τη γῆ, καμιὰ στὴν οἰκουμένη
δὲν ηὖρε τέτοιο φυλαχτὸ σὰν τὸ δικό μου μάτι.
Ἀπ᾿ ἄλλες χῶρες πέρασα γοργὰ - γοργὰ τρεχάτη
καὶ μ᾿ εἶδαν τῆς Ἑλλάδας μου τ᾿ ἀγαπημένα μέρη
σὰν ἄνεμο καὶ σὰν ἀϊτὸ καὶ σύννεφο κι ἀστέρι.
Ὅμως σ᾿ ἐσὲ τὸ θρόνο μου αἰώνια θεμελιώνω
καὶ ρίζωσ᾿ ἡ ἀγάπη μου στὰ χώματά σου μόνο.


Τῆς Ἀθηνᾶς ἀνάγλυφο

Πῶς ἀκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ;
Τὴ φοβερή σου περικεφαλαία
βαριὰ πῶς γέρνεις πρὸς τὸ στῆθος, Κόρη;
Ποιὸς πόνος τόσο εἶναι τρανός, ὦ Ἰδέα,

γιὰ νὰ σὲ φτάση! Ὀχτροὶ κεραυνοφόροι
δὲν εἶναι γιὰ δικά σου τρόπαια νέα;
Δὲν ὁδηγεῖ στὸ Βράχο σου τὴν πλώρη
τοῦ καραβιοῦ σου πλέον πομπὴ ἀθηναῖα;

Σὲ ταφόπετρα βλέπω νὰ τὴν ἔχῃ
καρφωμένη μία πίκρα τὴν Παλλάδα.
Ὤ! κάτι μέγα, ἀπίστευτο θὰ τρέχη ...

Χαμένη κλαῖς τὴν ἱερή σου πόλη
ἢ νεκρὴ μέσ᾿ στὸ μνῆμα καὶ τὴν ὅλη
τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ὠιμένα! Ἑλλάδα;

1896


Ὁ θάνατος τῆς Μακαρίας

Στῆς Ἀθήνας τὸ χῶμα ὁ Δίας ὁ Ἀγοραῖος
βλέπει τὰ σπλάχνα τοῦ Ἡρακλῆ γονατισμένα
στὸν ἄγγιχτο βωμό του ὁλάρφανα, ἕρμα, ξένα
ὁ Ἀργίτης φοβερός, ἀνήμπορο τὸ χρέος.

Ψυχοπονετικὸς ὁ ρήγας ὁ Ἀθηναῖος,
ἀλλ᾿ ὢ σκληρότατος χρησμὸς ποὺ τρώει τὰ φρένα!
«Ἀπὸ τὸ αἷμα σου, ὦ τρισεύγενη παρθένα,
θὰ νικηθῇ ὁ ἀνίκητος ὀχτρὸς ὁ νέος!»

Κανένας δὲ σαλεύει, ὠιμέ! παντέρμ᾿ ἡ ὀρφάνια!
Τότε γιομάτη ἀπ᾿ τῶν ἡρώων τὴν περηφάνια,
μιᾶς χώρας κ᾿ ἑνὸς γένους λυτρωτής, ὦ θεία

τρισάξια θυγατέρα τοῦ μεγάλου Ἀλκίδη,
φέρνεις τὰ στήθια στῆς θυσίας τὸ λεπίδι,
καὶ τρισελεύτερη πεθαίνεις, Μακαρία!

1896


Ὁ Ναός

Μοῦ πλήγιασαν τὰ γόνατα στὰ μάρμαρά σου,
ὢ τῆς ἀθώρητης θεᾶς ξεχωρισμένε
ναὲ καὶ καταμόναχε, τῆς θεᾶς ποὺ δείχνει
ἀπὸ τοῦ εἶναι της τὴν ἄβυσσο μονάχα
ἓν᾿ ἄγαλμα, καὶ κεῖνο ἀνθρωποκαμωμένο,
μ᾿ ἕνα πέπλο πυκνὸ καὶ κεῖνο σκεπασμένο.
Καὶ θαρρῶ πὼς ξανοίγω μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς στύλους
καὶ μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς καὶ τοὺς βωμούς σου
τὸν Ἴωνα, τὸν δελφικὸ ἱερέα
ν᾿ ἀλλάζη τὸ λευκὸ λειτουργικὸ χιτώνα
μὲ τὸ ραβδὶ τὸ ροζωτὸ τοῦ στρατοκόπου.
Ἐγὼ δὲν εἶμαι λειτουργός, τοῦ μυστηρίου
τὸ φοβερὸ κλειδὶ δὲν ἔπιασα, κι ἀκόμα
δὲν ἄγγιξα, δειλὰ ἢ ἀπότολμα, τὴν πύλη
ποὺ φέρνει στῆς ζωῆς τ᾿ ἀγνώριστα Ἐλευσίνια.
Ἁμαρτωλὸς κ᾿ ἐγώ, ναέ, στὰ πλήθη μέσα
τ᾿ ἁμαρτωλὰ ποὺ προσκυνᾶν ἐσέ, μὰ τώρα
μοῦ πλήγιασαν τὰ γόνατα στὰ μάρμαρά σου,
κ᾿ αἰσθάνομαι ἕνα πάγωμα νύχτας ἢ τάφου
ἀγάλια ἀγάλια ἀπάνω μου νὰ σκαρφαλώνη
καὶ νὰ τινάξω πολεμῶ τὸ μολυντήρι
τὸ κρύο ἀπὸ τὰ πάνω μου, καὶ λαχταρώντας
ἔξω σέρνω τὰ γόνατα τὰ πληγιασμένα,
ἔξω ἀπ᾿ τοὺς σωριασμένους πάγους θησαυρούς σου,
κι ἀπὸ τοὺς στύλους σου, ἀπ᾿ τὰ δάση ποὺ μὲ πνίγουν,
στὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ στὸ φέγγος τῆς σελήνης.
Πάει τὸ λιβάνι πιὰ τῆς προσευχῆς, καὶ πάει
τ᾿ ὁλόχρυσο μαχαίρι τῆς θυσίας, καὶ πᾶνε
κ᾿ οἱ μεγαλόφωνοι χοροὶ καὶ λευκοφόροι
τῶν ὕμνων γύρω στοὺς βωμοὺς τοὺς φλογισμένους
καὶ παρατώντας σε, ὦ ναέ, ξαναγυρίζω
στῶν καιρῶν τὸ καλύβι τῶν πρωτανθισμένων.


Τ᾿ ὁλόχρυσο ποτάμι

Τρέχ᾿ ἡ ματιά μου ἐλεύθερη, χάνεται, σχίζει
κάτου τὰ κύματα τὰ σύννεφα ψηλά,
καὶ πάει καὶ σταματᾷ ἐκεῖ ποὺ γλυκογγίζει
καὶ μὲ τὴ θάλασσα ὁ οὐρανὸς μιλᾷ.

Κοιμᾶται τ᾿ ἀκρογιάλι, ἡ αὔρα πλέει δειλά,
ἀσπρίζει ἐδῶ πουλὶ κι ἐκεῖ οὐρανὸς μαυρίζει.
Ἡ νύχτα ἐχύθ᾿ ἡ δύσις μοναχὰ ροδίζει,
ἡ μέρα εἶναι νεκρὸς ὁποῦ χαμογελᾷ.

Μὰ καὶ τῆς δύσεως σὲ λίγο φεύγ᾿ ἡ χάρη,
καὶ μέσ᾿ στὴ λίμνη μας θὰ δοῦμε τὸ φεγγάρι
ἕνα ποτάμι ὁλόχρυσο πλατὺ νὰ κάμει.

Καὶ τότε θὰ σοῦ πῶ ἀγάπη μου δροσάτη:
-Μέσ᾿ στὴν καρδιά μας, θάλασσα πάθη γεμάτη,
ὁ Ἔρως εἶν᾿ αὐτὸ τ᾿ ὁλόχρυσο ποτάμι.


Φαντασία

Φαντασία δέσποινα, ἔλα,
τρέξε πρωτοστάτη Νοῦ,
σύρτε ἀδάμαστες δουλεῦτρες,
ὦ νεράιδες τοῦ Ρυθμοῦ,
κι ἀπ᾿ τοῦ πόθου τὰ βαθιά,
τὰ ψηλὰ τοῦ λογισμοῦ
φέρτε, φέρτε, τοῦ μαρμάρου
τ᾿ ἄνθια καὶ τοῦ χρυσαφιοῦ,
τὰ λαμπρόηχα λόγια φέρτε,
καὶ ρυθμίστ᾿ ἕνα παλάτι
καὶ στυλῶστε μέσα ἐκεῖ
τοῦ Ἡλίου τὸ εἴδωλο, καὶ κεῖνο
ὑπερούσια καμωμένο
ἀπὸ ἡλιοφεγγοβολή.


Οἱ θεοί

Καὶ πρωτοεῖδε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος
τοῦ ἥλιου τὴν ἀνατολή,
καὶ νὰ τῆς γλυκαποκρίνεται
γρίκησε μία μουσική,
χίλια λόγια, χίλια ἐγκώμια
πρὸς τῆς μέρας τὴν πηγή.
Κι ὅλα, ὦ θάμα, κι ὅλα, κ᾿ οἱ ὕμνοι,
καὶ τὰ λόγια καὶ τὰ ἐγκώμια,
σκορπιστήκανε στὰ τετραπέρατα,
καὶ τὰ σάρκωσαν οἱ αἰῶνες,
καὶ γινήκανε φωτοθεοὶ
καὶ ἁρμονίας τέρατα.


Τὸ Ἠλιογέννητο

Ἡ χαρὰ τρανὴ στὸν Ὄλυμπο!
Οἱ θεοὶ μοιράζονται τὴ γῆ,
λείπει ὁ Φωτοδότης, καὶ ἄκληρος
θὰ λησμονηθῆ.
Καὶ ἦρθε ὁ Φωτοδότης κ᾿ ἔγνεψε
πρὸς τὴ θάλασσα, καὶ αὐτὴ
σάλεψε καὶ ράγισε καρπόφορη,
καὶ γεννήθη τοῦ Ἡλίου τὸ νησί!
Καὶ ἦταν τὸ νησὶ χιλιόκαλο,
κ᾿ ἔζησαν ἐκεῖ τεχνίτες
καὶ εἴτανε σὰν ὑπεράνθρωποι,
γιατί κάποια ἀγάλματα ἔπλαθαν,
ὅλα ὡραῖα σὰ θεοί,
καὶ ὅλα ζωντανὰ σὰν ἄνθρωποι.


Ὀρφικὸς Ὕμνος

Ἔξω ἀπὸ τοὺς δρόμους τῶν ἀστόχαστων,
λειτουργὸς καὶ ψάλτης ὀρφικός,
ἕναν ὕμνο ξαναφέρνω
μιᾶς λατρείας πανάρχαιας πρὸς τὸ φῶς.
Ἔτρεξε ὡς τὰ τώρα ὁ λογισμός μου,
καταχωνιασμένος ποταμὸς
ξάφνισμα στὸ βούισμα τῶν ἀνθρώπων
τῆς κιθάρας μου ὁ ρυθμός.
Νύχτα ξεκινῶ, νύχτ᾿ ἀνεβαίνω
τὴ δυσκολανέβατη κορφὴ
θέλω μόνος, θέλω πρῶτος
τ᾿ ἀπολλώνιο φῶς νὰ χαιρετίσω,
ἐνῶ κάτου στοὺς ἀνθρώπους
θὰ εἶν᾿ ἀκόμα ὁ ὕπνος καὶ τὸ σκότος.


Μολώχ

Τῶν Ἑλλήνων τὴν πατρίδα
βάρβαροι τὴν ἀτιμάζουν!
Ὅπου ἀνθοπετοῦσαν οἱ Ἔρωτες
παραδέρνει ἡ νυχτερίδα.
Στὴ νυχτιά μας μιὰ πυγολαμπίδα,
τῶν ἀρχαίων ἡ μνήμη, ψευτοφέγγει
κ᾿ εἶναι μιὰ νυχτιὰ ποὺ δὲν τὴ διώχνεις,
τοῦ παντοτινοῦ μας ἥλιου ἀχτίδα!
Καὶ πατρίδα καὶ ψυχὴ ρουφᾶν
βάρβαροι ἀπὸ βάθη καὶ ἀπὸ ὕψη.
Κι ὅταν, μ᾿ ἕνα τρίσβαθο ὤχ!
τῶν Ἑλλήνων θεέ, ρωτοῦμε σέ:
«Εἶσ᾿ ἐσὺ ὁ ξανθὸς Ἀπόλλωνας;»
Ἀποκρίνεσαι:-«Εἶμ᾿ ἐγὼ ὁ Μολώχ!»


Τὸ σαΐτεμα

Καὶ χαμήλωσες, ὦ Φοῖβε, ἀπὸ τὰ ὕψη
τῶν Ὀλύμπων τῶν ἁγνῶν
πρὸς τοῦ χαύνου τὴν πατρίδα,
πρὸς τὴ χώρα τῶν ὀκνῶν.
Κ᾿ ἔπαιξες τὴ λύρα, ἀνάβρυσμα
παναρμονικῶν πηγῶν!
Λόγια σ᾿ ἀπαντήσανε βαρήκοων
καὶ περίγελα τυφλῶν.
Τότε, σὰ νὰ γύρευες τὴν πλάση
νὰ λυτρώσης ἀπὸ μόλυσμα,
κι ἀπ᾿ τ᾿ ἀκάθαρτα ὅλα τὸν ἀέρα,
ἔρριξες τὴ λύρα, κ᾿ ἔγινες
σαϊτευτής, καὶ τὰ σαΐτεψες
τῶν ἀνοήτων τὰ κοπάδια πέρα ὡς πέρα!


Ἔρθης δὲν ἔρθης

Ἔρθης δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
τὸ κουρασμένο κορμὶ νὰ γείρω
στὴν ἔρμη πέτρα τὴ μυστική.

Καὶ θὰ προσμένω καὶ θὰ πεθαίνω
καὶ θἀνασταίνομαι -μιλῶ, μένω-
μὲ τὴ μιλιά σου·
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ σ᾿ ἀγκαλιάζω
καὶ μὲ τὴ σκέψη μου θὰ ταιριάζω
τὴ ζωγραφιά σου.

Νύχτα. Στὸ χῶμα θὰ πάω νὰ ψάξω
τὸ πάτημά σου νὰ βρῶ, θὰ δράξω
γῆ μέσ᾿ στὴ φούχτα νὰ τὴ φιλήσω,
κι ἀπὸ κλωνάρια κι ἀπὸ χορτάρια
μέσα στὰ χέρια δροσιὰ θὰ κλείσω,
σὰν ἀπ᾿ τὴ σάρκα κι ἀπ᾿ τὴ δροσιά σου.
Πέρα τῆς χώρας ἀνάρια ἀνάρια,
παιζογελώντας με, τὰ λυχνάρια
θὰ μ᾿ ἀχνοστέλνουν τὸ φάντασμά σου.
Μ᾿ ὅλα της νύχτας τὰ λυχνιτάρια
θὰ ψάξω νἅβρω τὸ πέρασμά σου.

Καὶ μὲ τὸ σεῖσμα τἀχνοῦ τοῦ τρόμου
ἢ μὲ τὸ κάρφωμα ἐκστατικό,
στὴ γνωρισμένη πλαγιὰ τοῦ δρόμου,
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ καρτερῶ.

Τρελὸ καρτέρι, καὶ ὁλόγυρά μου
ἡ κρυφὴ νύχτα καὶ ἡ σιγανή·
μόνο γιομάτη θὰ εἶν᾿ ἡ καρδιά μου
ἀπὸ τὴν ψάλτρα σου τὴ φωνή.

Καὶ οἱ στρατολάτες ποὺ θὰ περνᾶνε,
καὶ ὅσα τριγύρω μου ριζωμένα,
κάτι ἀπὸ σένα θὰ μοῦ μηνᾶνε,
καὶ θὰ μοῦ παίρνουν κάτι ἀπὸ σένα.

Γιὰ σὲ ξανἅβρα καὶ ξαναπῆρα
τῶν εἴκοσί μου χρονῶν τὴ λύρα,
κ᾿ ἔρριξ᾿ ἀπάνου
στοὺς λυγισμένους μου ὤμους τοῦ πλάνου
πάθους ἀπότομα τὴν πορφύρα.

Τῆς ὁρμῆς εἶμ᾿ ἐγὼ τὸ παιδί,
τανἄσασμα εἶσαι τῶν ἄγριων κρίνων,
τὸ λάτρεμα εἶσαι, τὸ φυλαχτὸ
τῶν ἐρωτόπαθων πελεγρίνων.

Στερνὴ κατάρα, μοῖρα κακὴ
τούτ᾿ ἡ λαχτάρα, κοντά, μακριά σου,
ἢ σπλαχνισμένου ἀγγέλου εὐκὴ
νὰ ξεψυχήσω μὲ τ᾿ ὄνομά σου;

Ἔρθης, δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
στὴν ἔρμη ἀπάνου πέτρα θὰ γείρω,
Ἴσκιε, στὰ πόδια σου τὸ κορμί...


Ἡ ἀπόκριση

Ἀμαδρυάδες, πάρτε με κι ἀκοῦστε με, Αἰγιπάνες,
γάμου κρεββάτια στρώθηκαν, σπαράζει ἡ λαγκαδιά,
νὰ τ᾿ Ἀνθεστήρια! κελαιδοῦν οἱ δελφικοὶ παιάνες,
πλέκονται λάγνα εἰδύλλια σὲ δάση ἀρκαδικά.
Ἡ μέθη ἡ διονύσια ξεσπάει, λυσσάει, καὶ λάμπει
ὡς ποὺ εἶν᾿ ἡ πλάση, καὶ ἀπὸ ποῦ; Δὲν ξέρω ἂν εἶμ᾿ ἐγώ,
ὁ μέγας Πᾶν ἐχώρεσε στὴν ἀγκαλιά μου, ὦ θάμπη!
Μὲ τῶν στοιχείων τὴν ἄγρια, τὴν ἅγια ζήση ζῶ.
Τὸ δῶρο τῶν ὑπέρκαλων γαλήνιων ὁραμάτων,
ὦ Χρυσομίτρα, μοῦ ἔφεραν οἱ τρεῖς θεὲς κ᾿ οἱ ἐννιὰ
στὰ μέτωπα καὶ στ᾿ ἄχραντα κορμιὰ τῶν ἀγαλμάτων
τὴν ἀφρογένεια χόρτασα τῶν ὅλων Ὀμορφιά.
Ἀκούω τ᾿ ἀηδόνια, ἀντιλαλοῦν τ᾿ ἀηδόνια οἱ Σοφοκλῆδες,
Αἰσχύλειοι, ὠκεάνειοι, ὦ γόοι προφητικοί!
Σὲ μία ματιὰ ὁλοπράσινες ἀγνάντια μου Ἀτλαντίδες
γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ χάνονται σ᾿ αὐτή.
Θαλασσομάχοι Φοίνικες μὲ φέρανε ἀπὸ πέρα,
ὁ χαροκόπος εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κοσμογυριστὴς
τέχνες, μιλήματα, εἴδωλα ξαφνίζουν τὸν ἀέρα.
Νυφάδες, ἀγκαλιάστε με, Σάτυροι, ἀκούστ᾿ ἐσεῖς.
Καὶ Σάτυροι καὶ Κένταυροι, νυφάδες Ἀμαδρυάδες,
κ᾿ οἱ Ἑλλάδες οἱ χρυσόλαλες μοῦ εἶπαν μὲ μία φωνή,
μέσ᾿ ἀπὸ χῶρες καὶ βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:
«Γιὰ σὲ τὸ ἀθάνατο κρασὶ δὲν εἶναι, ὦ μεθυστή!»
Καὶ ἡ Ταναγραῖα ἡ λυγερὴ καὶ ἡ φοβερὴ Κασσάντρα,
Μαινάδες κισσοστέφανες, Ὀλύμπιοι θεοί,
ἀπ᾿ τὴ σπηλιὰ τῆς Καλυψῶς ὡς τὴ σοφὴ Ἀλεξάντρα,
οἱ Ἑλλάδες οἱ μουσόθρεπτες μοῦ εἶπαν μὲ μία φωνή:
«Σώπα, χλωμὲ καλόγερε, λάλε καὶ χαῦνε, σώπα,
στὸ μοναστήρι γύρισε καὶ κλείσου στὸ κελλί!»
Καὶ τῶν Πινδάρων οἱ ἥρωες κ᾿ οἱ θέαινες τοῦ Σκόπα
γελοῦνε, καὶ τὸ γέλιο τους βροντόκραχτα ἀντηχεῖ.


Οἱ λύκοι

 Βοσκοί, στὴ μάντρα τῆς Πολιτείας οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
 Στὰ ὅπλα, Ἀκρῖτες! Μακριὰ καὶ οἱ φαῦλοι καὶ οἱ περιττοί,
 καλαμαρᾶδες καὶ δημοκόποι καὶ μπολσεβίκοι,
 γιὰ λόγους ἄδειους ἢ γιὰ τοῦ ὀλέθρου τὰ ἔργα βαλτοί.

 (Ἀπ᾿ τῆς μαυρίλας τῆς ἀραχνίλας τὴν ἀποθήκη
 σὲ σκονισμένα γυαλιὰ κλεισμένο, παλιὸ κρασί,
 τῶν ἑκατό σου χρονῶν ἀνοίγω τὸ ἀρχοντιλίκι
 στοῦ ἡλιοῦ τὸ φέγγος, τί σὲ προσμένουν οἱ δυνατοὶ

ξανὰ σὰν πάντα καὶ γιὰ τὴ μάχη καὶ γιὰ τὴ νίκη
νὰ τοὺς φτερώσεις τὸ πάτημά τους ὅπου πατεῖ.
Σ᾿ ἐμὲ -κελλάρης λυράρης εἶμαι,- σ᾿ ἐμένα ἀνήκει
νὰ τὸ κεράσω στὰ νέα ποτήρια τὸ ἀρχαῖο πιοτί).

Βοσκοὶ καὶ σκύλοι, λῶβα καὶ ψώρα. Τ᾿ ἀρνιά; Μουζίκοι.
Ὁ λαός; Ὄνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ᾿ ἡ ὀργή,
Δίκη ἀπὸ πάνω θεία τῶν ἀστόχαστων καταδίκη
καὶ λογαριάζει καὶ ξεπλερώνει ὅσο ἂν ἀργεῖ.

Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, ἀρματολίκι,
τὰ ξεγραμμένα καὶ τὰ τριμμένα ψέματα, ἀχνοί,
Ἰδέα βυζάχτρα τῶν τετρακόσιων χρόνων, ἡ φρίκη
τώρα, τὸ μάθημα τῶν Ἑλλήνων ὡς χτές, ἐσὺ

τοῦ ραγιᾶ μάνα βιβλικό, πλάσμα ὀρφικό, Εὐρυδίκη,
τοῦ πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μᾶς τὸν καθρέφτιζες μέσ᾿ στῆς Πόλης τὸ βασιλίκι
τὸν ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητὴ

τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ Θρᾴκη προικιό του, ὢ δόξα! Καὶ ἀπανωπροίκι
μιὰ Ἑλλάδα πάλε στὴν τουρκεμένην Ἀνατολή,
τῆς Ἰωνίας γλυκοξημέρωμα.... Οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
κ᾿ οἱ βοσκοὶ ἀνάξιοι, λύκοι καὶ οἱ σκύλοι κ᾿ οἱ ἀντρεῖοι δειλοί.

Στῆς Πολιτείας τὴ μάντρα οἱ λύκοι! Παντοῦ εἶναι λύκοι!
Ξανὰ στὰ Τάρταρα ἴσκιος, τοῦ ψάλτη λατρεία κ᾿ ἐσύ.
Ψόφια ὅλη ἡ στάνη. Φέρτε νὰ πιοῦμε, κούφιο νταηλίκι,
γιὰ τὸ ἀποκάρωμα ποὺ μᾶς πρέπει, κι ὅποιο κρασί.


Τριλογία τοῦ θυμοῦ

Οἱ Καλόγεροι

Εἴμαστ᾿ οἱ ἄνεργοι καὶ οἱ ἄχαροι,
καὶ τῆς ζωῆς εἴμαστ᾿ ἐμεῖς οἱ καταλαλητάδες,
γιὰ νὰ πατᾶμε καὶ νὰ σβήνουμε εἴμαστε
τὰ ὡραῖα καὶ τ᾿ ἀληθινά, τ᾿ ἄνθια καὶ τὶς λαμπάδες.
Τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἡλιόχαρα ὀχτρευόμαστε,
καὶ τὶς ἀγάπες τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ παιδιοῦ τὰ γέλια,
μὲ νεκροσάβανο σκεπάζουμε
τὸ Λόγο τὸν τετράψυχο στὰ γαληνὰ Βαγγέλια.
Εἴμαστ᾿ ὁ κούφιος ἦχος ὁ παράταιρος
στῶν κεραυνῶν τὸ ταίριασμα καὶ στῶν κελαιδημάτων,
χαλάσματα καὶ σκιάχτρα κάνουμε
τοὺς θείους ναοὺς καὶ τὰ λευκὰ κορμιὰ τῶν ἀγαλμάτων.
Μὰ νὰ ὁ ραγιᾶς τὰ σύντριψε τὰ σίδερα,
«Ζωή!» ὁ Τεχνίτης ἔκραξε, Σοφέ, ἀλαλάζεις «Νίκη!»
φύγαμε τότε καὶ τρυπώσαμε
μέσ᾿ στῶν ἐρήμων τὶς μονιὲς καὶ γίναμεν οἱ λύκοι.
Καὶ τώρα κάθε ποὺ ἀπαντήσουμε
τὴν Ὑπατία τὴν ἄτρομην Ἰδέα τὴν ἀστρομάτα,
τὴ σφάζουμε, τὴ χιλιοκομματιάζουμε,
καὶ - ὦ λύσσα! - τὰ κομμάτια της τὰ ρίχνουμε στὴ στράτα.

Ἡ βέργα τοῦ Ζωΐλου

Στὴν πλάση, ἀπὸ τῆς θάλασσας τὴ μάνητα
ὡς τὸν τριγμὸ τοῦ σαρακιοῦ, κι ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ὡς τὸ χνούδι,
καὶ μέσα στὰ βουβὰ καὶ μέσ᾿ στ᾿ ἀσίγητα,
στὰ πάντα δυσκολόβρετο κοιμᾶται ἕνα τραγούδι.
Καὶ τὸ τραγούδι τὸ ξυπνᾶνε οἱ Ὅμηροι,
σάρκα τοῦ δίνουν, ψυχή, φῶς, τὸ κάνουν πλάσμα καὶ ἄστρο,
κ᾿ ὕστερα ἐσεῖς, κιθάρες δρόμο δόστε του!
Μὲ τὸ τραγούδι ὑψώνεται τῆς Πολιτείας τὸ κάστρο,
μέσ᾿ στὸ τραγούδι ὁ Νόμος πρωτοβλάστησε,
κι ἀπὸ τῆς λύρας τὰ ὄνειρα τὰ ἔργα τὰ μεγάλα
οἱ δόξες τῶν ἐθνῶν τῶν κοσμοξάκουστων
κρατοῦνε πρωτοβύζαχτο τοῦ τραγουδιοῦ τὸ γάλα.
Γιὰ τοῦτο πλάστες καὶ προφῆτες οἱ Ὅμηροι,
ἀταίριαστοι, ἀδασκάλευτοι, ἄκακοι, ξένοι, ὡραῖοι
μέσα στὴ θεία τους γλώσσα τὴν ἀγράμματη
Ἡρώων ἀλαλάζει λαός, μιᾶς μάννας καρδιὰ κλαίει.
Μέσα στὴ θεία τους γλώσσα τὴν ἀγράμματη
μὲ πρόσωπο Πεντάμορφης εἶναι γραμμέν᾿ ἡ Ἰδέα,
ζωές, ἀλήθειες, πάθια, λαχταρίσματα,
κι ὅλα ὅσα λέτε, ἀστόχαστοι καὶ ἀνίδεοι, χυδαῖα!
Γιὰ τοῦτο καταριέστε τὸ τραγούδι τους,
ποὺ ρέει γοργὰ μὲ τὰ νερὰ ψηλάθε τὰ καθάρια,
ἐσεῖς, τοῦ Ξεπεσμοῦ λουλούδια ἀτίμητα
σᾶς ἔχει ὁ νοῦς ἀπόπαιδα κ᾿ ἡ ἀσκημιὰ βλαστάρια!
Γιὰ τοῦτο, ἂν κάνουν οἱ Ὅμηροι νὰ τρέμετε,
τρομάρα τοῦ ἀνεμόδαρτου στὸ δέντρο ἀπάνω φύλλου,
τῶν Ὁμήρων τους ἴσκιους δὲν τοὺς τρέμετε.
Κι αὐτοὺς χτυπᾶτε, παίρνοντας τὴ βέργα τοῦ Ζωίλου!

Ὁ ποιητής

Μόνος. Ἕν᾿ ἄδειο ἀπέραντο τριγύρω μου,
καὶ μιᾶς πολέμιας χλαλοῆς ἀσώπαστη ἡ φοβέρα.
Κι ὅταν ἐκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπὴ παγώνει πέρα ὡς πέρα.
Μόνος. Μ᾿ ἀρνήθηκαν οἱ σύντροφοι,
κι ἀπὸ τὸ πλάι μου γνωστικὰ τ᾿ ἀδέρφια τραβηχτῆκαν.
Μ᾿ ἔδειξε κάποιος. - Νὰ τος! - Καταπάνω μου
γυναῖκες, ἄντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιὰ ριχτῆκαν.
Τὸ χέρι τὸ ἀκριβὸ τῆς Ὁδηγήτρας μου,
ποὺ μὲ κρατοῦσε, ἀνοίχτηκε πρὸς ἄλλα χάιδια ... Μόνος.
Σὲ βάθη μυστικὰ περνοῦνε ἀστράφτοντας
τῶν ἀσκητάδων οἱ χαρές, τοῦ μαρτυρίου ὁ θρόνος.
Φωτιά ῾βαλαν, τὸ κάψανε τὸ σπίτι μου,
καὶ σύντριψαν τὴ λύρα μου μὲ τὴ βαθιὰ ἁρμονία.
Τὴν Πολιτεία δυὸ Λάμιες τὴ ρημάζουνε:
ἡ λύσσα τοῦ καλόγερου, τοῦ δασκάλου ἡ μανία.
Τῆς Πολιτείας ἡ πόρτα κλείστηκε,
μὲ διώξανε, ἔρμος βρέθηκα στὰ ἕρμα μονοπάτια
καὶ τῆς Ἰδέας τῆς ἀστρομάτας, ποὺ ἔσφαξαν
ἀπὸ τὴ στράτα μάζωξα τὰ ὁλόφωτα κομμάτια.
Καὶ τἄσπερνα στὸ διάβα μου, καὶ φύτρωναν
ἐδῶ παράδεισοι, κ᾿ ἐκεῖ βασίλεια, κ᾿ ἐκεῖ πέρα
παλάτια κ᾿ ἐκκλησιὲς καὶ δρακοντόκαστρα.
Κι ὅλα στὴν ἴδια εὐφραίνονταν ἀνύχτωτην ἡμέρα.

1901


Ὁ Δελφικὸς Ὕμνος

Τὸν κιθαρίσει κλυτὸν παίδα μεγάλου Διὸς
ἐρῶ σ᾿ ἄτε παρ᾿ ἀκρονιφῆ τόνδε πάγον ...

Ἐσένα τὸν κιθαριστὴ τὸν κοσμοξακουσμένο
θὰ ψάλω, τοῦ τρανοῦ Διὸς Ἐσένα τὸ βλαστάρι,
τὰ λόγια Σου τ᾿ ἀθάνατα θὰ τραγουδήσω, ἐκεῖνα
ποῦ φανερώνεις, ὦ Θεέ, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὅλους,
κοντὰ στὸ χιονοστέφανο τὸ βράχο! Θὰ κηρύξω
τὸ μαντικὸ τὸν τρίποδα πὼς ὤρμησες καὶ πῆρες,
τὸν τρίποδα, ποὺ ὁ δράκοντας ὁ ἐπίβουλος κρατοῦσε
σφυρίζοντας, ἀλύπητος καὶ πὼς μὲ τὸ δοξάρι
τοῦ τρύπησες τὸ παρδαλό, τὸ στρηφογυρισμένο
κορμί! Καὶ πὼς ἐκράτησες παράλυτο μπροστά Σου,
μ᾿ ὅλη του τὴν παλληκαριά, τὸν ἄπιστο Γαλάτη!
Τοῦ βροντεροῦ Διὸς Ἐσεῖς πανώριες θυγατέρες,
ποὺ ὁρίζετε πυκνόδεντρο τὸν Ἑλικώνα, ἐλᾶτε,
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χορούς, ὑμνεῖτε, διαλαλεῖτε
τ᾿ ἀδέρφι Σας τὸ θεϊκό, τὸ χρυσομάλλη Φοῖβο.
Ἀπάνου ἐκεῖ στοῦ Παρνασσοῦ τοὺς δίκορφους στοὺς θρόνους
στὰ κρυσταλλένια τὰ νερὰ τῆς Κασταλίας προβάλλει
ἀνάμεσα στὰ Δελφικὰ τὰ πανηγύρια, ἀφέντης
τοῦ φημισμένου αὐτοῦ βουνοῦ, τοῦ μαντικοῦ του βράχου.
Καὶ χαῖρε, ὦ πολυδόξαστη, μεγάλη χώρα, Ἀθήνα,
τῆς πολεμόχαρης θεᾶς λάτρισσα, ριζωμένη
σὲ γῆν ἀπάνου ἀσάλευτη γι᾿ αὐτή σου τὴ λατρεία!
Καίει τῶν ταύρων τὰ μηριὰ στοὺς ἱεροὺς βωμούς Του
ὁ Ἤφαιστος, καὶ ἀραβικὸ θυμίαμα σκορπίζει
ψηλὰ ψηλὰ ὡς τὸν Ὄλυμπο μαζὶ μὲ τὴ φωτιά Του.
Χίλια λαλήματα κι ὁ αὐλὸς ὁ λυγερὸς κυλάει,
ὕμνους κ᾿ ἡ γλυκερόφωνη χρυσὴ κιθάρα ἁπλώνει
τῶν Ἀθηναίων ὁ λαός, Θεέ, Σὲ προσκυνάει!

1894


Ὁμηρικὸς Ὕμνος

A´. Ἡ Δήμητρα

Ὡς ἡ μὲν Κελεοῖο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱόν,
Δημοφώονθ᾿ ὃν ἔτικτεν ἐΰζωνος Μετάνειρα,
ἔτρεφεν ἐν μεγάροις· ὁ δ᾿ ἀέξατο δαίμονι ἴσος
οὔτ᾿ οὖν σίτον ἔδων, οὗ θησάμενος Δημήτηρ
χρίεσκ᾿ ἀμβροσίη ὡς εἰ θεοῦ ἐκγεγαώτα.

Ὁμηρικὸς Ὕμνος εἰς Δήμητραν

Εἶμαι τὸ φύτρωμα κ᾿ εἶμαι τὸ φούντωμα, ἡ Δήμητρα, ἡ χλόη.
K᾿ εἶμαι τὸ δέντρο κι ὁ ἀνθὸς κι ὁ καρπός, εἶμαι ἡ γῆ ποὺ ἀνασταίνει
κ᾿ ἢ ποὺ ἀνασταίνεται κ᾿ εἶμαι ἡ μητέρα πανάγια της κόρης
ποὺ μοῦ τὴν ἅρπαξε ποιός; κάποιο χέρι θεοῦ θὰ τὴν πῆρε,
μὰ ὅποιος κι ἂν εἶναι, ἀπ᾿ τὸν κόσμο κι ἀπ᾿ ὅπου, ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, ἀπ᾿ τὸν Ἅδη,
ἐμὲ τινάζει ὁ θυμὸς ὅση δύναμη δίνει μου ὁ πόνος,
κ᾿ ἔμεινε ἡ γῆ καθὼς εἴταν, ὁλόγυμνη, ξέρα, νεκρίλα·
θὰ μὲ φωτίσουν τοῦ ἡλιοῦ κ᾿ ἡ ματιὰ κι ὁ πυρσὸς τῆς Ἑκάτης,
ὁδηγητές, νὰ τὴ βρῶ κι ὅπου ἂν εἶναι καὶ σ᾿ ὅποιον, τὸ χέρι
πάει τὸ δικό μου καὶ παίρνει κι ἀδράζει, ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, ἀπ᾿ τὸν Ἅδη,
ὁ Ἥλιος τῶν ὅλων θεωρὸς καὶ μαντεύτρα τῶν ὅλων ἡ Ἑκάτη.

K᾿ ἔψαξα, κοίταξα, γύρισα κι ὅλα βουβά, κρυφὰ πάντα.
K᾿ ἦρθα λιγόχρονη ἀνάπαψη νὰ βρῶ στὴ χώρα σας μέσα
ποὺ βασιλεύει ὁ καλὸς Κελεὸς μὲ τὴν ἄξια γυναίκα,
καὶ μὲ τὶς τέσσερες κόρες, ἡ μιὰ πιὸ καλὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη,
καὶ σὰ γελᾶν καὶ σὰ στέκουν καὶ σὰν περπατοῦν, ρηγοποῦλες
τ᾿ Ἀπριλομάη, Κλεισιδίκη, Δημώ, Κυμοθόη, Καλλινίκη,
καὶ τὸ στερνό σας μ᾿ ἐσᾶς τὸ νιογέννητο βυζασταρούδι
ποὺ παραμάνα του θέλω, σᾶς εἶπα, νὰ πάω νὰ τὸ ζήσω·
ἡ μοίρα θέλησε καὶ σὰ νὰ πρόσταξε θεὸς νὰ τρανέψῃ
δίχως τὰ χρόνια, νέος πάντα χωρὶς γερασιά, χωρὶς μνῆμα,
δίχως τὸ θάνατο, ἀθάνατος μέσ᾿ στοὺς μακάριους, ἀπάνου
κι ἀπὸ καιροὺς κι ἀπ᾿ τὶς ὦρες, τὶς μπόρες κι ἀπ᾿ τὰ θνητὰ πάντα.

Στὰ γόνατά μου τὸ κάθησα, στὴν ἀγκαλιά μου τὸ πῆρα,
μὲ τὰ φιλιά μου τ᾿ ἀνάθρεψα καὶ μὲ τὰ χάδια, καμάρι
θεοῦ κηπουρὸς ποὺ τὸ πότιζε, θεοῦ ποὺ τὸ ζοῦσε ὀργοτόμος.
Ὅταν ἡ νύχτα κρυφὰ καὶ βαθιά μου τ᾿ ὁρμήνευε, στάλα,
στάλα, στ᾿ ἁβρό του κορμὶ καὶ μὲ τὰ χέρια μου τὴν ἀμβροσία
τοῦ τὴν περίχυνα χρίσμα, νὰ βρῇ τὴ θεράπαψη ἀπ᾿ ὅσες ἀρρώστιες
θὰ τοῦ κιντύνευ᾿ ἢ ζωή, δυστυχίες, κακίες, ἀνημπόριες.
Κι ὅταν ἡ νύχτα στερνὴ κι ἀπ᾿ τὰ μάτια μακριὰ τ᾿ ἄλλου κόσμου
μὲ ξεμονάχιαζε, τ᾿ ἄναβα τότε τὸ οὐράνιο, τὸ μέγα
στοιχειὸ τὴ φλόγα, οὐρανέ! τὴ φωτιὰ τὴν ὑπέρτατη, ἐντός της
νά ῾βρῃ μιὰ ἐντέλεια θεοῦ νὰ τὴν τρέφῃ τὴ σάρκα του πάντα,
σῶμα, ψυχή, νοῦς του, ἐντέλειες κ᾿ οἱ τρεῖς, μιὰ τριάδα, μιὰ ἰδέα,
καὶ τίποτ᾿ ἄλλο, ψωμί, πείνα, δίψα, τροφή, τίποτ᾿ ἄλλο,
καὶ τὴν πνοή μου, γιὰ γάλα, θεϊκὴ τοῦ φυσοῦσα στὰ χείλη.

K᾿ ἔτσι, Μετάνειρα, μάνα φιλόστοργη, τῆς Ἐλευσίνας
ἄνασσα καὶ καύχημ᾿, ἀλόγιστη πάντα γυναίκα,
ἦρθες, μίαν ὥρα τῆς μοίρας κακὴ καὶ χαλάστρα, καὶ ξάφνου,
τὸ εἶδες τὸ νέο τὸ κορμὶ σὰν τὸ σίδερο στὴ φωτιὰ μέσα
γιὰ τὴν αἰώνια τὴ ζήση νὰ δένη νὰ δένεται, Ὀλύμπιος,
μὲ τοῦ χεριοῦ μου τὸ θάμα, τῶν πάντων γιατρειὰ ποὺ θεριεύει,
κι ἀντὶ νὰ μείνῃς μπροστά μου στὰ γόνατα δεόμενη, βγάνεις
τρόμου φωνὴ καὶ λαχτάρα κατάρα γιὰ μένα σου φεύγει,
«τρέχτε, γλυτῶστε τό, πάρτε τό, ἡ ξένη μου καίει τὸ παιδί μου!»
κ᾿ ηὗρ᾿ ἡ ἀποθέωση τὸ ἔμποδο ἀπέραστο τῆς κακιᾶς ὥρας
ποὺ θὰ βαστᾶ τὸ θνητὸ γιὰ τὰ ἐγκόσμια στὸ πρόσκαιρο διάβα.
Μήτε Ἡρακλῆς μὲ τὴν Ἥβη, Ἀπολλώνια καὶ μήτε κ᾿ ἡ δόξα,
τρανὴ ὅση ἡ τιμή του κ᾿ ἡ λάμψη του, ἡ δόξα του βαριὰ καὶ τώρα
βρέφος πὼς βρῆκε τὸν ὕπνο στὸν κόρφο μου, στὰ γόνατά μου.
Μὰ καὶ τὸ γέρασμ᾿ ἀλύπητο θὰ ῾ρθῇ καὶ ὁ τάφος καὶ πάντα θ᾿ ἀνοίξῃ.

Ὅμως ἐγώ σας πονῶ κ᾿ εὐλογῶ σας καὶ δὲ σᾶς ξεχάνω,
χτίστε μου ναὸ καὶ βωμὸ στὴν κορφή, στὸ Καλλίχορο ἀπάνου.
Ξεχωριστή μου ἡ θωριὰ κ᾿ ἡ ματιά της φαντάζει σὰ χέρι,
θέλω μ᾿ αὐτὴ σαρκικὰ κι ὅ,τι ἰδῶ νὰ κρατήσω νὰ πάρω,
κ᾿ ἐσᾶς ποὺ ἦρθα ἐδῶ μὲ σᾶς πεθυμιά, ῾χω καὶ μίαν εὐχὴ δίνω
νὰ μὲ γιορτάζετε πάντα στὴ ζωὴ ποὺ θὰ εἶν᾿ ἄλλη ἀπὸ τούτη·
θὰ εἶν᾿ ἀγαθή, διαλεχτή, γαληνὴ καὶ λευκὴ καὶ μακάρια.
Καὶ κυβερνῆτες μ᾿ αὐτὴ καὶ λαοὶ κι ὅσοι προστάζουν ἢ ἀκοῦνε
θὰ τοὺς ταιριάζω στοῦ χρόνου τὸ πέρασμ᾿ ἀπέραστη μέσα
στῆς Ἐλευσίνας λιτῆς καὶ φτωχῆς τὰ μυστήρια τὰ πάντα
πλούσια κι ἀλάλητα καὶ πολυνόητα σὲ καρδιὲς θρῆσκες
ποὺ βλέποντάς τὰς ἀπὸ τ᾿ ὄραμ᾿ ἁγιάζουν τῆς ὅποιας θρησκείας·
ἦρθε ἢ θὰ ῾ρθῇ, κρυφὴ ξέσκεπη, μέσα της πάντα ἡ ἀλήθεια.

Ὅμως ἐγὼ σᾶς πονῶ κ᾿ εὐλογῶ σας καὶ δὲ σᾶς ξεχνάω
καὶ τὴ μοσκόβολη χώρα σας, πρόσωπα, πράματ᾿, ἀγέρα,
καὶ τοὺς ἀνθρώπους λαϊκοὺς καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὶς πανώριες
ποὺ νερὸ φέρναν καὶ ὑδρεύοντας μέσ᾿ στὰ χαλκένια λαγήνια,
στὴ βρυσομάνα ἡ ἐλιὰ ποὺ τὴν ἴσκιωνε, καὶ μοῦ τὸ δῶσαν
καὶ τὸ ἤπια κ᾿ οἱ τέσσερες τρέξαν νὰ ποῦν τῆς μητέρας πὼς ἦρθα
ξένη κι ἀγνώριστη γριὰ γλυτωμένη ἀπὸ χέρια κουρσάρων,
τῶν ἀλαφιῶν τὸ περπάτημα ἰσόθεες κ᾿ οἱ τέσσερες εἶχαν
καὶ τῶν ἀνθῶν ποὺ σαλεῦαν τὴ χάρη κροκόπεπλες δείχναν.
Ὅταν φανοῦν, τοὺς θεοὺς δὲ μποροῦν οἱ θνητοὶ νὰ μαντέψουν.
Μὰ καὶ ἡ μητέρα καὶ οἱ κόρες μπροστά τους κι ἂς εἴμουν γριὰ ξένη
κάπως μυρίζαν θαμπὰ καὶ δειλὰ τὴν ἀφάνταστη ὀλύμπια θεότη,
καὶ σὲ προσκύνημα εὐλάβειας χωρὶς νὰ τὸ θέλουν σταθῆκαν,
κ᾿ ἕνα χαμόγελο πῆρε ν᾿ ἀνθίσῃ στ᾿ ἀχνά μου τὰ χείλη.
Ἄμποτε, κόρες, μητέρα, τὴ ζήση σας ὅμοια σὰ νόημα
στὰ ροδοχείλια σας τὸ χαμογέλιο μου νὰ τὴ φωτίζῃ.

B´. O Δημοφῶν

Νέος ἂς τρανεύω, εἶμ᾿ ἐγὼ τὸ ποὺ ἡ Μοίρα μὲ μοίρανε βρέφος,
τότε σὰν τώρα, σὰν πάντα· ἀδερφές, ἡ μητέρα μου πρῶτα,
ξένοι, δικοί μου, ὁ πατέρας, τ᾿ ἀφάνταστο δράμα τὸ ξέρουν,
στάθηκα ἐγὼ πρῶτος του ἥρωας κ᾿ ἡ θέαινα. Καὶ βρέφος καὶ νέος,
εἴμουνα καὶ εἶμαι. Γραμμένος.

Ἀπὸ παιδάκι ἡ θεὰ παραστέκει φεγγόβολη, ὑπάρχει
μπρός μου ψυχὴ καὶ κορμί. Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ξέρω, δὲν ἔχω,
μήτε ποὺ σκέπτομαι, μήτε ποὺ αἰσθάνομαι, μήτε ποὺ ἐλπίζω.
Παιδί, δὲν ἔπαιξα. Νέος γιὰ τὸν ἄθλο ποτὲ παλληκάρι·
ἄγνωρες δόξες κι ἀγάπες,

πάθη καὶ μίση ποτέ. Μιὰ ἀποκάλυψη τὸ εἶπε σὲ μένα,
μὰ καὶ χωρὶς νὰ τὸ νιώσω, χωρὶς νὰ τὸ πῇ μου ἕνα στόμα,
ξέρω, εἶμ᾿ ἐγὼ ποὺ γεννήθηκα κ᾿ ἔγινα καὶ τρανὸς εἶμαι,
κ᾿ εἶμαι παλιὸς μὲ τὸ φύτρωμα μόλις τῆς τρίχας τοῦ ἐφήβου.
Ἄνθρωπος; Θεάνθρωπος εἶμαι.

Νὰ ἡ Μεγαλόχαρη. K᾿ ἦρθε μὲ κάθησε στὰ γόνατά της,
μ᾿ ἕσφιξε ἡ θεὰ στὴν ἀγκάλη της, τὸ φίλημά της μοῦ φτάνει,
δίνει τὴν πνοὴ καὶ τὸν ἔρωτα καὶ τὴ ζωὴ ποὺ δὲ σβηέται
καὶ τὴν πανίερη τὴ φλόγα ποὺ καίοντας μὲ σκάφτει, μὲ ἀλλάζει,
καὶ τὴ θνητὴ προσωπίδα

παίρνει, μοῦ δίνει τὸ πρόσωπο, κ᾿ εἶμαι ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο Ὀλύμπιος.
Ὅλα δὲν πήγανε σὰ χαλασμένα, δὲ χάθηκαν οὔτε,
μάταια τοῦ κάκου τὰ λὲς καὶ φωνάζεις τοῦ κάκου. Εἶναι πλάνη
πὼς ὅλα χάνονται ἀπείραχτα, εἶν᾿ ὅλα μιᾶς Μοίρας γραμμένα
θεόδοτα κι ἄπαρτα δῶρα.

Ὅ,τι οἱ θεοί μας προσφέρουν, κι ἂν εἶναι στιγμή, κι ἂν εἶναι γιὰ πάντα,
εἶναι τῶν θεῶν ἡ στιγμὴ καὶ τὰ πάντα εἶν᾿ αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Φτάνει τῶν θεῶν ὁ θεὸς μὲ τὴ Μοίρα τῶν θεῶν νὰ τὸ θέλουν,
ποὺ εἶν᾿ ἀπάνου κ᾿ οἱ δυὸ κ᾿ εἶν᾿ ὑπέρτατοι ἀπ᾿ ὅλους, τὸν τρέμουν
κ᾿ οἱ θεοὶ τὸν τάρταρο. Πέφτουν.

Μά ῾στρεξε ἡ εὐκὴ καὶ ξανάρθ᾿ ἡ γιορτή. Ξανανθίζουν οἱ τόποι,
τοῦ Ἥλιου ἡ ματιὰ παντογνώστρα, ὁ πυρσὸς τῆς Ἑκάτης τῶν ὅλων
ξεσκεπαστής. Καὶ τῆς κόρης τὸ ἀνέβα ξανὰ στὴ Μητέρα
θρίαμβος, χαρά. Καὶ βλαστοὶ καὶ πομπὲς εἶν᾿ οἱ χρόνοι, σὰν πρῶτα
γῆ, κ᾿ ἡ Ἐλευσίνα κ᾿ ἡ Ἀθήνα.

Κατηχουμένους ἡ Δέσποινα πάει στοὺς λαοὺς καὶ τοὺς φέρνει,
διαλαλητές, ἱερουργοὶ στῆς λαμπρῆς Ἀττικῆς τὸν ἀέρα
ποὺ εἶν᾿ ἡ ἄνοιξή της παντάνασσα, δαίμονες οἱ στοχασμοί της,
ἀπ᾿ τῆς Ἀθήνας τὰ χώματα στῆς Ἐλευσίνας τὰ πλάγια
κ᾿ εὐλαβικὰ σπρώχνουν τὰ ἔθνη.

Δήμητρα, εὐφραίνεται ἡ γῆ σὰν τῆς ρίχνης χρυσὰ τὰ μαλλιά σου,
κι ὅπου φανῇς καὶ στὴ γῆ μας νησὶ τῶν μακάρων ἡ γῆ μας.
Δράκοντες πάντα φτερώνουν, Τριπτόλεμε, τὸ ἅρμα σου κι ὅταν
ἡ Περσεφόνη κ᾿ ἡ Δήμητρα σ᾿ ἔχουν ἀνάμεσα, πρῶτος
τὴ γῆ, εἶσαι θεός, τὴν ὀργώνεις.

Καὶ μὲ φορέματα καὶ μὲ διαμάντια τῆς δίνεις τῆς φύσης
πάλι τὸ φῶς, τὴ δροσιά, τὴ φωτιά, τὴ φωνὴ καὶ τὸ χρῶμα,
ξάνα τῆς δίνεις τὸ δέντρο, τ᾿ ἀστάχι, τὸ κλῆμα, τὸ φύτρο,
καὶ μὲ τὰ χέρια σου προικιὰ νυφιάτικα ποὺ δὲ μετριένται
κι ἀχειροποίητα τῆς πλάθεις.

Μόνος μου ἐγὼ μόνος θεὸς ἀμνημόνευτος, ἄγνωρος, ξένος
εἶμαι ἀπὸ τότε ποὺ ἡ θέαινα μ᾿ ὀργὴ καὶ μὲ πίκρα βαλμένη
νὰ ταπεινώνῃ θνητοὺς καὶ νὰ κρύβῃ μακάριους, μ᾿ ἀφήνει
παραριμμένο κι ἂς μοῦ εἴταν θρεμμένη ὁλοκλήρωτη ἡ σάρκα
στὴν ἀμβροσία καὶ στὴ φλόγα.

Στὰ γηρατιὰ καὶ στὸ θάνατο παραδομένος θεὸς πάντα
τὰ γηρατιὰ καὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τὰ βρῶ, δὲν τὰ ξέρω.
Καὶ φαγωμένοι οἱ θεοί, ρουφημένοι, καὶ κομματιασμένοι,
γίνονται πάλι οἱ παράνομοι ἀκέριοι, τὸ θέλω τοὺς νόμος,
ξαναγεννιοῦνται, ὅλο ὑπάρχουν.

Ἴακχος. Μοῦ λὲν τοῦτο τ᾿ ὄνομα. Τάχα εἶμ᾿ ἐκεῖνος; Ὤ! τάχα
μὲ τοὺς ἁγνοὺς μυστικοὺς τοὺς πιστούς, μὲ τοὺς ὁσίους ὁ πρῶτος
τὸ χορὸ σταίνω καὶ θεὸς καὶ πατῶ καὶ μὲ στέρεα τὰ πόδια,
κι ὅσο ἀλαφρά, φορεσιά μου τὰ ρόδα, τὰ σμύρτα στεφάνι,
μὲς στὴ νύχτα, εἶμαι τ᾿ ἄστρο;

Εἶμαι ὁ Διόνυσος; ὄχι, τῆς Δήμητρας κρυφὸς νυμφίος,
καὶ τῆς Ἀριάδνης γαμπρὸς καὶ μανία τῶν Βακχίδων ἐκεῖνος.
Δὲν εἶμαι Ἴακχος, οὔτε Διόνυσος ὅσο ἂν τοὺς μοιάζω.
Ἂν ἀπ᾿ ἀνθρώπου κάποια ἥμερη γέννα πηγάζω, ἕνας εἶμαι
θεάνθρωπος, ἄνθρωπος ὄχι.

Εἶν᾿ ὁ πατέρας Κελεὸς μηνυτὴς ὀρθρινὸς τῆς ἡμέρας
ποὺ ξημερώνει καὶ ἡλιόχαρη σὲ ὅλους καὶ πάντα θεῶν εἶναι.
Χέρι ὁ Τριπτόλεμος, δόξα κλητή, διαλεμένη, ὁδηγήτρα,
ὁ Εὔμολπος τῆς συμφωνίας ἱερῆς τελεστῆς πρωτοψάλτης·
δὲ λέει κανεὶς τ᾿ ὄνομά μου.

Κάτου ἀπ᾿ τὸν κόσμο τῶν θεῶν οὐλαμὸς τῶν ἡμίθεων. Καὶ μόνος
μένω μὲ τ᾿ ὄνομα σὰ νὰ μὴν εἶναι τ᾿ ἀμίλητο ἀπ᾿ ὅλους,
ὄνομ᾿ ἀνάκουστο, ἀνάφερτο σὰν τὸ θνητὸ ποὺ τοῦ δόθη·
μ᾿ ἂν εἶν᾿ ἡ πράξη μου ἀργή, τί κυρίαρχο γοργό μου τὸ πνεῦμα,
θεός, θνητὸς ὄχι, δὲν εἶμαι.

Μιὰ βασιλεία, μιὰ γαλήνη, τὰ δυὸ καὶ πανύψηλα τά ῾χω.
Σὰν τὴν πατῶ μὲ τὰ πόδια τὴ γῆ, τῆς φυτρώνουν λουλούδια
κι ὅταν σὲ βλέπω, οὐρανέ, σοῦ φυτρώνουν ἀστέρια. Εἶμαι πάντα
κι ὅπου κι ἂν εἶμαι, παντοῦ. Κι ἄπλαστο ὅ,τι μπορῶ νὰ τὸ πλάσω.
Ἄνθρωπος; ὄχι· θεὸς εἶμαι.

Μέσ᾿ στὰ κοπάδια τοῦ Ἀδμήτου ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο ὁ Φοῖβος διωγμένος
καὶ κοιμισμένος κι ἂν ἔγερνεν, Ὄλυμπος γύρω του ἡ στάνη.
Καὶ ξυπνὸς ὅταν ἡ ἐφτάχορδη λύρα στὰ χέρια τοῦ ἠχοῦσε ἀπὸ Κεῖνον·
στοὺς οὐρανοὺς τοὺς ἑφτὰ γύρω του ὅλα τ᾿ ἀνέβαζε, πέτρες,
φυτὰ καὶ ζῶα τ᾿ ἄκουσμά της.

Ὅταν τὸ τέλος μου θὰ ῾ρθῇ στὴ γῆ, σ᾿ ἄλλο κόσμο θ᾿ ἀρχίσῃ,
δὲ θὰ μὲ θάψῃ ἕνας λάκκος, καὶ μήτε ἡ φωτιὰ θὰ μὲ λυώσῃ·
θὰ μὲ δεχτῇ μία κορφὴ στῶν τρισμάκαρων ἄσπρη τὴν αἴγλη,
στὴ μουσικὴ κι ἀβασίλευτος ὁ ἦχος ἐγώ· τὸν προσμένουν.
Ἄνθρωπος; ὄχι· θεὸς εἶμαι.

Καὶ τοὺς θεοὺς τῶν ἀέρων καὶ τῶν θαλασσῶν, καὶ τῶν κάμπων,
καὶ τῶν κορφῶν, καὶ ἰδεῶν, καὶ μορφῶν καὶ τεράτων, καὶ πάντων,
τοὺς ὑπεράνθρωπους, ὅσο κι ἂν πλάσματα φαίνονται ἀνθρώπων,
θὰ τοὺς πλευρώσω, θὰ ἰδῶ, θὰ χαρῶ τὴν ἀκέρια τους ὄψη,
καθὼς ταιριάζει στὸν ὅμοιο.

(ἀπὸ τὰ Ἅπαντα, IA´, Μπίρης χ.χ.)


Οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Ἠλιογέννητης

Κάποια ρόδα εἶν᾿ ἕτοιμα ν᾿ ἀνθίσουν
ἐδῶ κάτου κ᾿ ἐδῶ πέρα
μὲ τ᾿ ἀρχαῖα τὰ ροδοκάλια
καὶ προσμένουν τὰ καινούργια ἀηδόνια
νὰ τοὺς γλυκοκελαιδήσουν
μέσ᾿ στὸν ὁλογάλανον ἀέρα.


Ὁ θάνατος τῶν Ἀρχαίων

...
Κι ἀπ᾿ τὶς πόρτες διάπλατες ποὺ ἀνοίξανε
κόσμος βγαίνει, κι ἀργοπάτητο
σέρνει καὶ βαρὺ τὸ πόδι,
κ᾿ εἶναι μία πομπή, καὶ δὲ γνωρίζεις
δέξιμο κι ἂν εἶναι, ξεπροβόδισμα,
γάμος, λιτανεία ἢ ξόδι.

Κ᾿ εἶναι συνοδειὰ χωρὶς ξαφτέρουγα
καὶ χωρὶς σταυροὺς καὶ λάβαρα
καὶ βαγγέλια καὶ παπάδες
ποιᾶς λατρείας μυστήρια εἶν᾿ αὐτά;
Δὲν τὰ διαλαλοῦν ψαλμοί,
δὲν τοὺς φέγγουνε λαμπάδες.

Καὶ γυναῖκες οὔτε, οὔτε παιδιὰ
κι ἄντρες μοναχὰ ἀσπρομάλληδες
καὶ μισοκοπιὲς καὶ παλληκάρια
κ᾿ ἔρχονται μὲ κόπο καὶ σκυφτοὶ
σὰν ἀπὸ κρυψῶνες μέσ᾿ στὴ γῆ,
σὰν ἀπὸ τ᾿ ἀνήλιαγα κελλάρια.

Κοντοστέκουν καὶ τρικλίζουν
ἀσυνήθιστο σὰ νἄχουν
κάτου ἀπὸ τὸν ἥλιο τέτοιο δρόμο
καὶ τὰ μέτωπα στὰ χέρια τους
σάμπως ἀπὸ θάμπος κι ἀπὸ τρόμο.

Κ᾿ ἔτσι πᾶν, καὶ τοὺς τρομάζουν
τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, πέρα ἡ θάλασσα,
τ᾿ ἀκροούρανα, κι ὁ ἀέρας,
κι ὁ οὐρανὸς ἀπάνω τους, καὶ γύρω τους
ἡ μεγάλη πλάση καὶ ἡ ζωὴ
καὶ τὸ παίξιμο τῆς μέρας.

Κ᾿ εἶναι σὰ βγαλμένοι ἀπό ῾να σκύψιμο
σὲ παλιὰ βιβλία δυσκολοσίμωτα,
καὶ σὲ συναξάρια,
καὶ σὲ κάτι τί ἀκριβότερο
ἀπ᾿ τ᾿ ἀράπικα τοπάζια, ἀπ᾿ τὰ χουρμούζικα
τὰ μαργαριτάρια.

Κ᾿ εἶναι σὰ βγαλμένοι ἀπὸ λογάριασμα
μπρὸς σὲ γιατροσόφια ἀπάντεχα,
σὲ δυσκολοξάνοιχτα δεφτέρια.
Κι ὅλοι καθὼς ἔρχονται κλιτοί,
καὶ καθὼς ἀργοζυγώνουν,
τί κρατᾶνε μέσ᾿ στὰ χέρια;

Καὶ ραβδιὰ κρατᾶν προσκυνητάδων
καὶ διαλαλητῶν ἀκροστεφάνωτα
μ᾿ ἀγριλιᾶς καὶ μὲ μυρτιᾶς κλωνάρια
τραχιὰ ἠχοῦν τὰ σάνταλά τους χοντροκάρφωτα
κρέμουνται στοὺς ὤμους τους
ταξιδιώτικα ταγάρια.

Κ᾿ ἕνας ἕνας κι ἀπὸ δυὸ
κι ἀπὸ τρεῖς ἀνταμωμένοι,
κι ἀπὸ τέσσεροι κι ἀκόμα
πιὸ πολλοί, κρατᾶν καὶ σφίγγουν
τυλιγάδια καὶ βιβλία
σὲ χρυσὲς κ᾿ ἐλεφαντένιες
πλούσια σκαλισμένες θῆκες,
καὶ πηγαίνουν μὲ κεῖνα,
καὶ στὰ χέρια καὶ στοὺς ὤμους
καὶ στοὺς κόρφους τὰ βαστᾶνε,
λείψαν᾿ ἅγια σάμπως νἆναι
καὶ θαματουργὲς εἰκόνες
καὶ βαριὰ σταμνιὰ γιομάτα
μὲ τὴ στάχτη τῶν προγόνων.
Τυλιγάδια καὶ βιβλία
πὄχουν πρόσωπα πορφύρες,
ποὺ εἶν᾿ οἱ σάρκες τους μετάξια,
καὶ λογῆς λογῆς τὸ μάκρος
καὶ τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα.
Σκεπασμένα καὶ μακριάθε
τὰ θωρεῖς καὶ λὲς πὼς εἶναι
στύλοι, λὲς βωμοὶ σβησμένοι
καὶ σημαῖες καὶ θυματήρια
καὶ ρηγάδικες κορῶνες.
Σὰν θεῶν ἀγάλματα εἶναι,
σὰν ἀνάγλυφα εἶν᾿ ἡρώων,
προφητῶν ὁράματα εἶναι,
καὶ κιβούρια καὶ μνημούρια.
Τάματα εἶναι καὶ τὰ πᾶνε
νὰ τ᾿ ἀφήσουνε στὰ πόδια
κάποιων εἴδωλων καὶ κόσμων
ποὺ τὰ καρτερᾶν καὶ στέκουν
καὶ γιορτάζουν πανηγύρια
μέσα σὲ ναοὺς καὶ τόπους,
πέρα ὁλόμακρα, καὶ στέκουν
κ᾿ οἱ ναοὶ κ᾿ οἱ τόποι καὶ ὅλα
καὶ προσμένουν καὶ προσμένουν
νὰ φωτοντυθοῦν μὲ κεῖνα.

«Τ᾿ εἶναι τὰ δεφτέρια ποὺ κρατᾶτε
τὰ περγαμηνά,
σεβαστὰ κοπάδια ποὺ τραβᾶτε
σὰ διωγμένα ἀπὸ κακοκαιριά;
Καὶ σὲ τοῦτα τὰ βιβλία,
καὶ στὰ μνήματα ὅλ᾿ αὐτά,
ποιὰ διαμάντια, ποιὰ σοφία,
ποιοὶ νεκροί, ποιὰ κόκκαλα ἱερά;»

Κάτι σάλεψε, κυμάτισαν τὰ πλήθη,
ξέσπασε φωνὴ καὶ μοῦ ἀποκρίθη:

«Εἶν᾿ ἐδῶ κλειστοὶ μέσ᾿ στὰ κιβούρια,
μέσ᾿ στὰ τυλιγάδια εἶναι κρυμμένοι,
- γιὰ νεκροὺς ἡ πλάση ἂς μὴν τοὺς κλαίη! -
ὦ οἱ πηγὲς οἱ ἀθόλωτες τῆς Σκέψης,
οἱ ἀσυγνέφιαστοι τῆς Τέχνης οὐρανοί,
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.

Κ᾿ εἶναι τῆς Ἀλήθειας οἱ διδάχοι,
τῆς ἀκέριας Ὀμορφάδας οἱ πιστοί,
γέροι, ἀπείραχτοι, ὅλο νέοι,
καὶ ἥλιοι ποὺ σοῦ δίνονται νὰ τοὺς χαρῇς
πάντα μέσ᾿ στὸ δρόσος κάποιου Ἀπρίλη
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.
Ἀπὸ τοὺς γιαλοὺς τῆς Ἰωνίας
κι ἀπὸ τῆς Ἀθήνας τὸν ἀέρα
ποὺ ὅλα πνέματα τὰ κάνει καθὼς πνέει,
κι ἀπὸ τῆς Ἑλλάδας τ᾿ ἁγνὰ χώματα,
ἡ Σοφία, ὁ Λόγος, ὁ Ῥυθμὸς
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.

Κ᾿ εἶναι οἱ Πλάτωνες, καὶ πίσω τους,
τῆς Ἰδέας ἥρωες, οἱ φιλόσοφοι,
κ᾿ ἡ Ἀρετὴ μ᾿ αὐτοὺς «ἡ λεβεντιὰ εἶμαι!» λέει
κ᾿ εἶναι οἱ Ὅμηροι, καὶ πίσω τους
ὅλοι οἱ ψάλτες καὶ τῶν Ὀλύμπων οἱ πλάστες
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.

Τὴ στερνὴ πατρίδα τους τὴν παρατᾶν
ἀπὸ φύσημα διωγμένοι ὁρμητικώτατο,
γύφτοι γίνονται κ᾿ Ἑβραῖοι,
ὅμως πάντα, κ᾿ ἐρμοσπίτες, νικητὲς
καὶ τοῦ κόσμου γίνονται πολίτες,
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι!»

«Τοὺς γνωρίζω, τοὺς γνωρίζω,
- μίλησα κ᾿ ἐγώ, -
τοὺς γνωρίζω καὶ τοὺς διαλαλῶ
ξέρω ἀπ᾿ ὅλα τὰ τραγούδια
μὰ γιὰ νὰ τὰ πῶ,
τὰ ταιριάζω τὰ τραγούδια
στὸ δικό μου τὸ σκοπό».

Καὶ τὸ λόγο ποὺ ἀρχινῆσαν
ἔτσι τὸν τελειώνω ἐγώ:
«Καὶ σπρωγμένοι ὡς ἐδῶ πέρα
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι
ἀπὸ ἀνέμους καὶ φουρτοῦνες
καὶ σεισμοὺς καὶ χαλασμούς,
καὶ καραβοτσακισμένοι
καὶ σκληρὰ κατατρεμένοι
κι ἀπὸ ξένους καὶ δικούς!

Καὶ κρυψῶνες ηὕρανε καὶ σκῆτες,
μοναστήρια καὶ κελλιά,
κ᾿ ηὕρανε παλάτια καὶ σκολιά,
καὶ δὲν ηὕρανε τὸν ἥλιο
καὶ τὴ λευτεριά,
καὶ δεθῆκαν κι ἀρρωστήσαν
καὶ χτικάσιαν τ᾿ ἀπολλώνια τὰ κορμιὰ
καὶ γινήκαν βρυκολάκοι καὶ στοιχιά.
Βρῆκαν κάτεργα καὶ κάστρα
καὶ μία πλάση ξένη, μιὰ στενὴ
πλάση ξελογιάστρα.
Ὄρνια γίνανε μπαλσαμωμένα,
λείψανα λυπητερά,
καὶ μαρμαρωμένα βασιλόπουλα,
ἡ ζωὴ καὶ ἡ νιότη καὶ ἡ χαρά.
Γίνανε ἢ σὰν ἄρρωστα λουλούδια
τροπικὰ στὰ θερμοκήπια,
ἢ φυτρώσανε μαζὶ
μὲ τὰ χόρτα ποὺ ἀγκαλιάζουνε τὰ ἐρείπια.
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μέσ᾿ στοῦ δασκάλου τὰ χέρια,
κι ἀποκάτου ἀπ᾿ τὴν κοντόφωτη ματιά,
ζήσανε ζωὴ μέσ᾿ στὰ δεφτέρια,
ζήσανε ζωὴ μέσ᾿ στὴ σκλαβιά,
ζήσανε ζωὴ τυραγνισμένη,
καὶ τοὺς ηὖρε μιὰ λατρεία καταραμένη
σὰν τὰ βάσανα καὶ σὰν τὰ καταφρόνια,
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!»

Κι ἀπ᾿ τοὺς πάπυρους ἐκείνους μιὰ ψυχὴ
θάρρεψα πὼς χύθη,
καὶ γρικήθηκ᾿ ἕνας ὕμνος θριαμβευτής,
κι ἀπ᾿ τῶν τάφων ἔβγαινε τὰ βύθη:

«Θὰ διαβοῦμε καὶ στεριὲς καὶ πέλαγα,
θὰ σταθοῦμε ὅπου τὸ πόδι δὲν μπορεῖ
Τούρκου κανενὸς νὰ μᾶς πατήση
ἀπὸ τὴν πατρίδα μας διωγμένοι,
καὶ σβησμένοι ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολή,
θ᾿ ἀνατείλουμε στὴ Δύση.

Ὅπου πᾶμε, θἄβρουμε πατρίδες
καὶ θὰ πλάσουμε, ἀπ᾿ τὸ Βόσπορο
χαιδευτὰ συνεβγαλμένοι ὡς τὸν Ἁδρία
θὰ φωλιάσουμε στὴ Βενετιά,
θὰ ξαναρριζώσουμε στὴ Ρώμη,
θὰ μᾶς ἀγκαλιάση ἡ Φλωρεντία.

Τ᾿ Ἄλπεια τὰ βουνὰ θὰ δρασκελήσουμε,
θὰ ξαφνίσουμε τὰ ρέματα τοῦ Ρήνου,
στοῦ Βοριὰ θ᾿ ἀσπροχαράξουμε τὰ σκότη,
θὰ χυθοῦμε σὰ μαγιάπριλα τοῦ νοῦ
ὅπου τόποι, ὅπου γεράματα, θὰ σπείρουμε
μίαν Ἑλλάδα καὶ μία νιότη.

Καὶ πλανῆτες μὲ δικό μας φῶς,
τὸ δικό μας φῶς θὰ ρίξουμε
ὅπου θάμπωμα καὶ βράδιασμα στὴ φύση
κι ὁ ἀσκητὴς θὰ φιλιωθῆ μὲ τὴ ζωὴ
καὶ τὸ γάλα τῆς χαρᾶς ξανὰ θὰ πιῆς,
νηστευτή, κ᾿ ἕνα κρασὶ θὰ σὲ μεθύση.

Καὶ ὁ Κελτὸς καὶ ὁ Γότθος κι ὁ Ἀλαμάνος,
κάθε βάρβαρος μ᾿ ἐμᾶς θ᾿ ἀναγαλλιάσει,
κι ὁ Ἰταλὸς ἀπ᾿ ὅλους πρῶτα
ρασοφόροι καὶ ποντίφικες
θὰ προσπέσουνε στὰ πόδια τῆς Ἑλένης
καὶ τὸν κύκνο θὰ λατρέψουνε τοῦ Εὐρώτα.

Τοῦ οἰκοδόμου θὰ τοῦ δείξουνε ρυθμούς,
νόμους τοῦ σοφοῦ, σ᾿ ἐμᾶς θὰ τρέξουν
ὅμοια κυβερνῆτες καὶ τεχνίτες,
πύργοι θὰ ὑψωθοῦν καὶ πολιτεῖες,
καὶ παντοῦ ξανὰ θὰ στηλωθοῦν
τῶν καλῶν καὶ τῶν ὡραίων οἱ δικιοκρίτες.

Μόλις βγοῦμε ἀπ᾿ αὐτὸ δὰ τὸ κοιμητήρι
πρὸς τὸ φῶς καὶ στὰ τετράπλατα τοῦ ἀέρα,
σὰν τὰ πρῶτα θάβρουμε τὰ νιάτα,
κ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὰ στενὰ κιβούρια,
Καίσαρες κι Ἀλέξαντροι, θ᾿ ἀνοίξουμε,
μὲ τοῦ Λόγου τὸ σπαθί, τὴ στράτα.

Ὀλύμπων κορφὲς καὶ Παρνασσῶν!
Κι ἀπ᾿ τὴ σκέψη κι ἀπ᾿ τὰ μέτρα μας
γίνονται ἄνθρωποι καὶ Παρθενῶνες
πέρα ὡς πέρα στὴν ψυχὴ μία νεκρανάσταση!
Τὸ μεγάλο Πάνα ὁλόχαροι
ξαναπροσκυνοῦν οἱ αἰῶνες.

Κ᾿ οἱ κακόσορτοι σοφοὶ καὶ οἱ στέρφοι
δάσκαλοι, ποὺ χρόνια καὶ καιροὺς
ἔτσι μας κρατούσανε σαβανωμένους
καὶ μαζί μας πᾶνε σέρνοντάς μας,
ἅγια στερνολείψανα
τοῦ χαμένου Γένους,

ἔτσι βλέποντάς μας χρυσοφτέρουγους
ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τους νὰ φεύγουμε
σὲ ἀποθέωση ποὺ δὲ θὰ ξαναγίνη,
θὰ πιστέψουν πὼς σαρκώθηκαν χρυσόνειρα
κι ἀπὸ τῆς θεότης μας τ᾿ ἀντίφεγγα
σὰν ἡμίθεοι θὰ φαντάξουν ὡς κ᾿ ἐκεῖνοι!»


Οἱ πολυθεοί

Μακαρισμένος ἐσὺ ποὺ μελέτησες
νὰ τὸν ὀρθώσης ἀπάνω στοὺς ὤμους σου
τὸ συντριμμένο ναὸ τῶν Ἑλλήνων!
Τοῦ Νόμου τ᾿ ἄγαλμα σταίνεις κορῶνα του,
στὶς μαρμαρένιες κολῶνες του σκάλισες
τοὺς λογισμοὺς τῶν Πλωτίνων.

Εἶδες τὸν κόσμο κι ἀτέλειωτο κι ἄναρχο
ψυχῶν καὶ θεῶν, μαζὶ κύριων καὶ ὑπάκουων,
σφιχτοδετὰ κρατημένη ἁρμονία
καὶ τῶν καπνῶν καὶ τῶν ἴσκιων τὰ εἴδωλα
παραμερίζοντας ὅλα, ἴσα τράβηξες
πρὸς τὴν Αἰτία
καὶ σὲ κρυψώνα ἱερό, καὶ σωπαίνοντας
ἔσπειρες, ἔξω ἀπ᾿ τὸ μάτι τοῦ βέβηλου,
κ᾿ ἔπλασες λιόκαλη ἐσὺ σπαρτιάτισσα
τὴ θυγατέρα σου τὴν Πολιτεία.

Στοὺς χριστιανοὺς τοὺς μισόζωους ἀνάμεσα
ξαναζωντάνεψες Ὀλύμπους ἄγνωρους,
ἔθνη καινούργιων ἀθανάτων κι ἄστρων
μέσα σὲ σένα Λυκοῦργοι καὶ Πλάτωνες
ἀπαντηθῆκαν, τὸ λόγο ξανάνιωσες
τῶν Ζωροάστρων.

Κι ἀφοῦ τὸ τέκνο μεγάλωσες, ἔνιωσες
τότε μονάχα τὴν κούραση, κ᾿ ἔγυρες
ζωὴ κατόχρονη ἰσόθεης σκέψης,
κι ἀλαφροπῆρε σε ὁ θάνατος κ᾿ ἔφυγες
τὸ μυστικό, τρισμκάριε, τὸν ἴακχο
μὲ τοὺς Ὀλύμπιους θεοὺς νὰ χορέψης.

Σοφός, κριτὴς καὶ προφήτης μᾶς μοίρασες
ἀπὸ τὸ γάλα ποὺ ἐσένα σὲ πότισε
τῆς οὐρανίας Ἀφροδίτης ἡ ρώγα.
Τοῦ κόσμου ἀφήνεις τὸ τέκνο, τὸ θάμα σου
μὰ ὁ μισερὸς κι ὁ στραβὸς κι ὁ ζηλόφτονος
λυσσομανάει καὶ τὸ ρίχνει στὴ φλόγα.

Ὅμως ὁ ἀέρας τριγύρω στὴ φλόγα σου
πνοὴ σοφίας κι ἀλήθειες πνοὴ γίνεται,
κι ἀπὸ τὴ θράκα τῆς φλόγας πετάχτη
στὸν ἥλιο ὁλόισα ἕνας νοῦς μεγαλόφτερος
τ᾿ ἀποκαΐδια σου κρύβουμε γκόλφια μας,
καὶ θησαυρὸς τῆς φωτιᾶς σου εἶν᾿ ἡ στάχτη!


Ἡ ξενητεμένη

...
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν γιὰ νὰ φανῆς καὶ πάλι!
Ὤ! δόξα νάχη τἄγνωστο λισγάρι τοῦ χωριάτη
ποῦ κύλισε τοῦ τάφου σου τὴν πέτρα κι ἀναστήθης!
Κ᾿ εἶδες τὸν κόσμο ἀλλοιώτικο, καὶ τὴν Ἑλλάδαν ἄλλη
καὶ ξένη τὴν Ἀνατολὴ καὶ βάρβαρη τὴ γῆ σου,
καὶ σὰ νὰ μὴν τὴ γνώρισες, διάβηκες πρὸς τὴ Δύση!

Γύρισε πάλι, γύρισε στὰ μέρη ποὺ ἐγεννήθης!
Ὅτι κι ἂν εἶσαι, δύναμη, βασίλισσα, ὄνειρο, ἴσκιος,
θεὰ τῆς ὀμορφιᾶς, πηγὴ τῆς ἀρετῆς, ὦ Νίκη,
γύρισε πάλι, ὢ γύρισε στὰ μέρη ποὺ ἐγεννήθης.


Ἡ νίκη

Ἐδῶ στὸ ἑλληνικὸ τὸ χῶμα,
τὸ στοιχειωμένο καὶ ἱερό,
ποὺ τὸ ἴδιο χῶμα μένει ἀκόμα
κι ἀπ᾿ τὸν ἀρχαῖο τὸν καιρό,

στὸ χῶμα τοῦτο πάντα ἀνθοῦνε
κ᾿ ἔχουν ἀθάνατη ζωὴ
καὶ μᾶς θαμπώνουν, μᾶς μεθοῦνε
νεράιδες, ἥρωες, θεοί!

Εἶδα τὴ Νίκη τὴ μεγάλη,
τὴ Νίκη τὴν παντοτεινή!
Τὴν εἶδα ἐμπρός μου νὰ προβάλλῃ
μὲ φορεσιὰ ὁλοφωτεινή.

Ἀσύγκριτη σὰν τὴν ἰδέα,
σὰν ὄνειρο λαχταριστή,
εἶδα τὴ Νίκη τὴν ἀρχαία,
τὴ Νίκη τὴν κυματιστή!

Τὴν εἶδα. Μὲ τὸ πέταμά της
δὲν ἔφευγε στοὺς οὐρανούς,
ἐκεῖ ποὺ δύσκολα σιμά της
μπορεῖ νὰ κρατηθῆ κι ὁ νοῦς.

Δὲν ἔτρεχε νὰ φτάσῃ πρώτη,
νὰ στεφανώσῃ φτερωτὴ
τὸ λιονταρόκαρδο στρατιώτη,
τὸν ἐμπνευσμένο τὸν ποιητή.
...
Τὴν εἶδα νὰ περνᾶ μπροστά μου
μὲ φορεσιὰ ὁλοφωτεινὴ
καὶ λύγισα στὴ γῆ ἐκεῖ χάμου
κ᾿ ἔκραξα μὲ τρανὴ φωνή,

γονατιστός, μὲ θαμπωμένα
μάτια, μὲ λαύρα περισσή:
«Χαῖρε θεά, χαῖρε παρθένα,
Ὦ Νίκη, ὦ Νίκη, ὦ Νίκη Ἐσύ!

Ἐσὺ ποὺ δείχνεις πὼς ἀνθοῦνε
ἐδῶ μ᾿ ἀθάνατη ζωή,
πῶς μᾶς ἐμπνέουν καὶ μᾶς μεθοῦνε
νεράιδες, ἥρωες, θεοί!»


Ἡ νίκη

Τὸ τελευταῖο ποίημα τοῦ ποιητῆ,
ἐντὸς τοῦ Β´ παγκοσμίου πολέμου

Παιδιά μου ὁ πόλεμος,
γιὰ σᾶς περνάει θριαμβευτής·
τῶν ἄδικων ὁ πόλεμος
δὲν εἶν᾿ ἐκδικητής
εἶναι ὁ θυμὸς τῆς ἄνοιξης
καὶ τῆς δημιουργίας;

Κι᾿ ἂν εἶναι, καὶ στὸν πόλεμο
μέσα ἡ ζωὴ θυσία,
ὁ τάφος εἶναι πέρασμα
πρὸς τὴν Ἀθανασία!


Ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου

Τὴν ὥρα τὴν ὑπέρτατη ποὺ θὰ τὸ σβῇ τὸ φῶς μου
ἀγάλια-ἀγάλια ὁ θάνατος, ἕνας θὲ νὰ εἶν᾿ ἐμένα
ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου.

Δὲ θὰ εἶν᾿ οἱ κούφιοι λογισμοί, τὰ χρόνια τὰ χαμένα,
τῆς φτώχειας ἡ ἔγνοια, τοῦ ἔρωτα ἡ ἀκοίμητη λαχτάρα,
μιὰ δίψα μέσ᾿ στὸ αἷμα μου, προγονικὴ κατάρα,
μήτε ἡ ζωή μου ἡ ἀδειανὴ συρμένη ἀπ᾿ τὸ μαγνήτη
πάντα τῆς Μούσας, μήτ᾿ ἐσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.

Ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου
θὰ εἶναι πῶς δὲ δυνήθηκα μ᾿ ἐσὲ νὰ ζήσω, ὦ πλάση,
πράσινη ἀπάνου στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, στὰ δάση,
θὰ εἶναι πὼς δὲ χάρηκα σκυφτὸς μέσ᾿ στὰ βιβλία,
ὦ φύση, ὁλάκερη ζωή, κι ὁλάκερη σοφία!


Δεξίλεως

Κι ἀπὸ τὸ πρῶτο μάρμαρο κι ἀπὸ τὸ πρῶτο μνῆμα
ἀκούω φωνὴ ποὺ χύνεται κι ἀκούω φωνὴ ποὺ λέει:
- Ἐμὲ Δεξίλεο μὲ λένε. Ἐγὼ εἶμαι τῆς Ἀθήνας
τὸ λατρεμένο τὸ παιδί, τ᾿ ἀγένειο παλληκάρι.
Μ᾿ ἀνάθρεψαν τὰ βροντερὰ τραγούδια τοῦ Τυρταίου
καὶ τάραξαν τὸν ὕπνο μου τὰ ὄνειρα τοῦ Αἰσχύλου.
Ἔξω στὸ δρόμο, στὴ δουλειά, στοῦ κάμπου τὸν ἀέρα
μούθρεψε ὁ ἥλιος τὸ κορμὶ καὶ τἄνοιξε σὰν ἄνθος
καὶ τὸ Γυμνάσιον ὁ θεὸς ποὺ τὰ βοηθάει τὰ νιάτα
μοῦ τόπλασεν ἁρμονικά, σφικτό, χυτὸ καὶ ὡραῖο.
Κ᾿ ἐγὼ καβάλα, φτερωτὸς μέσα στοὺς πρώτους πρῶτος
συντρόφεψα τὸ ἱερὸ τῆς Ἀθηνᾶς καράβι
κ᾿ ἔλεγα: βάλε μου, θεά, τρανὴ καρδιὰ στὰ στήθη,
δῶσε φτερὰ στὰ πόδια μου καὶ δύναμη στὰ χέρια
νὰ πάω, κ᾿ ἐγὼ ν᾿ ἀγωνιστῶ καὶ νικητὴς νὰ λάμψω
στὸ πήδημα, στὸ πάλεμα, στὸ δρόμο, στὸ λιθάρι,
γιατί δὲν εἶναι πιὸ ἀκριβῆ τιμὴ στὸ παλληκάρι
παρὰ καρδιὰ ἀπὸ σίδερο σὲ φτερωμένο σῶμα.
Κ᾿ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα κ᾿ ἐγὼ τὴ χάρη τῆς ἀγάπης
καὶ σὲ τραπέζια χαρωπὰ ροδοστεφανωμένος
τοὺς στοίχους τοῦ Ἀνακρέοντα τραγούδησα, κ᾿ ἐμπρός μου
σπαρταριστὲς χορεύτριες μὲ λύρες καὶ φλογέρες
μ᾿ ἀποκοιμήσανε τρελὰ στῆς ἀγκαλιᾶς τὴ ζέστη
κ᾿ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα κ᾿ ἐγὼ τῆς δόξας τὴ λαχτάρα,
ἄρχοντας, εἶπα νὰ ὑψωθῶ καὶ στρατηγὸς νὰ γίνω,
στὸ θέατρον ἄξιος ποιητὴς τὰ πλήθη νὰ μαγεύω,
κ᾿ ἐγὼ μιὰ μέρα ν᾿ ἀκουστῶ βροντόφωνα στὴν Πνύκα,
ἀστροπελέκι στοὺς κακούς, καὶ μὲ τοὺς φιλοσόφους,
ἐκεῖ ποὺ τρέχει ὁ Ἰλισσὸς γλυκὰ καὶ ποὺ ξαπλώνει
δροσάτον ἴσκιο ὁ πλάτανος κ᾿ ἐγὼ νὰ ξεδιαλύνω
καὶ τὰ σκοτάδια τῆς ψυχῆς καὶ τὰ κρυφὰ τῆς πλάσης.
Ἀλλ᾿ ἕνας ἀγαθὸς θεός, ποὺ καὶ ποτὲ τὰ μάτια
δὲ σήκωσε ἀπὸ πάνω μου καὶ πάντα μὲ φυλάγει,
αὐτὸς διώρισε γιὰ μὲ μία δόξα πιὸ μεγάλη:
Γιὰ τὴν πατρίδα ν᾿ ἀξιωθῶ, νὰ πάω νὰ πολεμήσω!
καὶ νά! σαλπίζει ἡ σάλπιγγα πολεμιστήριον ἦχο,
κ᾿ ἡ Ἀθήνα μὲ τὰ ὀνείρατα πλατωνικά, ἡ Ἀθήνα
ξυπνάει γοργά, ἀντρειεύεται καθὼς ἡ Ἀθηνᾶ της,
γαλήνια κόρη καὶ μαζὶ Πρόμαχος θεριεμένη.
Ἡ Σπάρτη ἡ ἀνυπόταχτη μᾶς φοβερίζει, ἡ Σπάρτη!
θυμήθηκα τὸν ὅρκο μου καὶ ἀρματωμένος τρέχω
σὲ κυματόπλαστο ἄλογο θεσσαλικὸ ποὺ ἔχει
χαρὰ τὸν πόλεμο καὶ σκάφτει, αὐτιάζεται, δὲ στέκει.
Στὸ χέρι μου ἀνυπόμονο κουνιέται τὸ κοντάρι,
θαρρῶ πὼς μέσα μου ἡ καρδιὰ βροντοχτυπάει τοῦ Κόδρου,
θαρρῶ, εἶναι σὰν τοῦ Αἴαντα ψηλὸ τὸ ἀνάστημά μου,
θαρῶ, τὸ δρόμο ἕνας θεός μου δείχνει καὶ κανένας,
ναί! καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ κόψη τὴν ὁρμή μου.
Μὲ τὸν πολέμιο σμίξαμε στὸν κάμπο τῆς Κορίνθου,
ἡλιοκαμένος καὶ τραχὺς κι ἀκράτητος Σπαρτιάτης,
βορριᾶς χυμάει ἐπάνω μου πελώριος Σπαρτιάτης.
Τὰ χρόνια μου τὰ εἴκοσι πυρώνονται καὶ βράζουν.
Τῆς Σπάρτης ἄντρας εἶσ᾿ ἐσύ, παιδὶ εἶμαι τῆς Ἀθήνας
βοηθᾶτε μέ, ἴσκιοι πατρικοὶ τῶν Μαραθωνομάχων!
σφιχτὰ κρατῶ μὲ τὸ ζερβὶ τὸ χαλινάρι, χύνω
σὰ φλόγα τἄλογο, πετῶ, σκύβω γοργά, τινάζω
τ᾿ ὁλόμακρο κοντάρι μου, κατάστηθα τὸν βρίσκω.
Στὰ πόδια ἐμπρὸς τοῦ ἀλόγου μου κατρακυλάει καὶ πέφτει,
πέφτει κ᾿ ἐκεῖ ποὺ τὸν πατῶ κρυφὰ τὸν καμαρώνω
χωρὶς νὰ χάση τὴν ὁρμή, χωρὶς μιλιὰ νὰ βγάλη,
πέφτει καὶ χάνεται καὶ σβεῖ καὶ φοβερίζει ἀκόμα.

Ἐμὲ Δεξίλεο μὲ λέν, παιδὶ εἶμαι τῆς Ἀθήνας,
πολέμησα καὶ νίκησα κ᾿ ἐγὼ γιὰ τὴν πατρίδα.
Σὲ λίγο ὁ θάνατος ὁρμάει κι ἀλύπητα κ᾿ ἐμένα
μὲ παίρνει ἀπὸ τὴν γῆν αὐτή, μὲ φέρνει σ᾿ ἄλλον κόσμο.
Δὲ μ᾿ ἔρριξε στὰ Τάρταρα, δὲ μ᾿ ἄφησε στὸν Ἅδη,
μακαρισμένο, ἀθάνατο, μ᾿ ἀνάστησε γιὰ πάντα
στὰ μαρμαρένια Ἠλύσια, στὰ Ἠλύσια της Τέχνης.
Ὁ κόσμος φεύγει, ἀλλάζει ἡ γῆ, περνοῦν λαοὶ καὶ κόσμοι
καὶ πέφτουν καὶ μαραίνονται σὰ φθινοπώρου φύλλα.
Κ᾿ ἐγὼ ἐδῶ πέρα ἀσάλευτος κι ἀμάραντος προβάλλω
καὶ τῆς πατρίδας τὸν ἐχθρὸ στὰ πόδια μου τὸν ἔχω.
Ὦ χάρη, ὦ νίκη τῆς ζωῆς, ἀνήκουστη εὐτυχία,
στὰ μαρμαρένια Ἠλύσια, στὰ Ἠλύσια της Τέχνης!


Ρόδου Μοσκοβόλημα

Ἐφέτος ἄγρια μ᾿ ἔδειρεν ἡ βαρυχειμωνιὰ
ποὺ μ᾿ ἔπιασε χωρὶς φωτιὰ καὶ μ᾿ ηὗρε χωρὶς νιάτα,
κι ὥρα τὴν ὥρα πρόσμενα νὰ σωριαστῶ βαριὰ
στὴ χιονισμένη στράτα.

Μὰ χτὲς καθὼς μὲ θάρρεψε τὸ γέλιο τοῦ Μαρτιοῦ
καὶ τράβηξα νὰ ξαναβρῶ τ᾿ ἀρχαῖα τὰ μονοπάτια,
στὸ πρῶτο μοσκοβόλλημα ἑνὸς ρόδου μακρινοῦ
μοῦ δάκρυσαν τὰ μάτια.

1905


Ἓν ἄνθος

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
τὸν Ἱερὸ
ἓν ἄνθος φύτρωσε μονάχο
χλωρὸ χλωρό.

Ἓν ἄνθος ὅμοιο μὲ ἀνεμώνη
περαστική,
ἀθώρητο σ᾿ ὅποιον σιμώνει
στὰ ὕψη ἐκεῖ.

Τὰ μάτια ἀνοίγοντ᾿ ἐκεῖ πέρα
καθὼς βρεθοῦν,
καὶ μὲ τὸν ξάστερον αἰθέρα
σμίγουν, μεθοῦν.

Ἐκεῖ θαμπώνουνε τὰ μάτια
σκόρπια μπροστὰ
καμένα λείψανα, κομμάτια
λαχταριστά.

Κ᾿ ἡ φαντασία ἀμέσως βλέπει
ἡ μαγικὴ
γυμνὴ καὶ δίχως καμιὰ σκέπη
ἀπάνου ἐκεῖ

τὴν Ὀμορφιά, ποὺ τρισμεγάλη,
παντοτεινή,
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ μάρμαρο προβάλλει
καὶ δὲν πονεῖ.

Καὶ κάθεται σὲ δόξας θρόνο,
καὶ δὲ γελᾶ,
δὲν κλαίει καὶ δὲν πλανᾶ καὶ μόνο
φεγγοβολᾶ!

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
τὸν Ἱερὸ
ξανοίγω τἄνθος τὸ μοναχὸ
καὶ τὸ ρωτῶ:
- Ἄνθος, ποὺ μοιάζεις μὲ ἀνεμώνη
περαστική,
ποιὰ μοίρα σ᾿ ἔρριξε ἐδῶ, μόνη
καὶ φτωχική;

Ἐδῶ ἀπὸ τἄστρα ἡ Τέχνη φτάνει,
καὶ λάμπει ἡ γῆ,
κ᾿ ἔπλασε ἡ Φύση ἐσὲ βοτάνι
γιὰ μίαν αὐγή.

Ἐδῶ δὲν ἔρχεται ἡ παρθένα
ἡ γελαστὴ
γιὰ νὰ σὲ κόψη καὶ μ᾿ ἐσένα
νὰ στολιστῆ.

Ἐδῶ μ᾿ εὐλάβεια καὶ τὸ ἀγέρι
μόλις φυσᾶ
ποτὲ σ᾿ ἐσὲ δὲν ἔχει φέρει
λόγια χρυσά,

γλυκὰ φιλιὰ ἀπὸ τὰ ταιράκια
κι ἀπὸ Ὀμορφιὲς
δὲν ἔχεις ἄλλα λουλουδάκια
γιὰ συντροφιές.

Ὁ Παρθενώνας μὲ φεγγάρι
τὴ νύχτα ἐδῶ
νικάει στὴ δόξα καὶ στὴ χάρη
τὸν οὐρανό.

Κ᾿ οἱ ἕξι ἀλύγιστες Παρθένες
στέκουν κι αὐτὲς
λαμπρόστηθες καὶ λαβωμένες
καὶ λατρευτές.

Κι ἀγάλματα, πέτρες, κολῶνες
χωρὶς χαρὰ
σκόρπια τὰ βλέπουν οἱ αἰῶνες
καὶ παγερά.

Σμίγουν ἐδῶ θεοὶ καὶ χρόνοι
παλιοί, χρυσοί.
Ἐδῶ, φτωχή, κρυφὴ ἀνεμώνη,
τί θὲς ἐσύ; -

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
δειλὰ δειλὰ
μὲ βλέπει τἄνθος τὸ μονάχο
καὶ μοῦ μιλᾶ:

- Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος τὸ παρθένο
καὶ τὸ κρυφὸ
ἀπὸ τὸν κόσμο μακρυσμένο
τὸ φῶς ρουφῶ.

Κι ἀνθῶ καὶ χαίρομαι τὰ κάλλη
ποὺ ἔχ᾿ ἡ ζωὴ
μακριὰ ἀπ᾿ τὰ πλήθη κι ἀπ᾿ τὴ ζάλη
κι ἀπ᾿ τὴ βοή.

Κι ἀπὸ τοῦ κάμπου τἄνθη τἄλλα
στέκω μακριά,
δειλό, λογόζωο, μιὰ στάλα,
μέσ᾿ στὴ σκιά.

Μέσ᾿ στὴ σκιὰ ποὺ ρίχνει ἐμπρός μου
μιὰ πέτρα ἁπλὴ
ξεχνῶ τὴν ψεύτική του κόσμου
φεγγοβολή.

Κι ἀγνώριστο, κι ἀχνό, μιὰ στάλα,
ζῶ ταιριαστὰ
μὲ τὰ λαμπρά, μὲ τὰ μεγάλα,
μὲ τἀκουστά.

Γιατί στὸν κόσμο εἶναι ζευγάρι
χαρὰ τοῦ νοῦ
καὶ ἡ δόξα τοῦ τρανοῦ κ᾿ ἡ χάρη
τοῦ ταπεινοῦ.

Γιατί στὸν κόσμο - ἄκου καὶ τάλλο -
καὶ στὸν καιρὸ
δὲν εἶναι τίποτα μεγάλο,
οὔτε μικρό.

Γιατί σὰν τἄστρο φῶς ἀφίνει
καὶ τὸ ξανθὸ
τἄνθος, γιατί καὶ τἄστρο σβύνει
σὰν τὸν ἀνθό.

Κι ὁ Παρθενώνας φεγγοβόλος
ποὺ ἐδῶ θωρῶ
ἐρείπιον εἶναι, ἐρείπιον ὅλος
λυπητερό.

Ἐνῶ σ᾿ ἐμένα φτωχὰ νιάτα,
διαβατικά,
ὅλα εἶν᾿ ἀπείραχτα, δροσάτα,
κι ἁρμονικά.

Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος ποὺ κρυμμένο,
τρεμουλιαστό,
μὲ δροσοδάκρυα ραντισμένο
καὶ γελαστό,

μέσα στὰ κάλλη, στὴ γαλήνη
τὴ ζωντανὴ
ποὺ ἡ Τέχνη ἁπλώνει καὶ ποὺ ἀφίνει
παντοτεινή,

σκορπίζω μίαν ἀνατριχίλα,
μιὰ νέα ζωή,
σά μου χαιδεύει τἀχνᾶ φύλλα
αὔρας πνοή.

Καὶ τὰ λιθάρια τἀκουσμένα
καὶ τὰ παλιὰ
νομίζεις παίρνουν κι ἀπὸ μένα
φεγγοβολιά.

Καὶ κοίτα! καθεμιὰ Καρυάτις
ποὺ καρτερεῖ
καὶ στέκει μὲ τὴν ὀμορφιά της
τὴ λαμπερὴ

καὶ τίποτε δὲν ἔχει πλάνο
κι ἀνθρωπινό,
μοῦ φανερώνει, πρὶν πεθάνω
τὸν οὐρανό.

Καὶ κοίτα! καθεμιὰ Καρυάτις
γλυκὰ γλυκὰ
θαρρῶ μὲ βλέπει στὰ ὄνειρά της
τὰ μυστικά.

Ἐδῶ στὴ δόξα τῶν αἰώνων,
στὸ φῶς τοῦ νοῦ,
ποὺ στέκεις ἡ Ὀμορφιὰ σὲ θρόνον,
ἄστρο οὐρανοῦ,

ἐδῶ στὴν ἔρμη ἀθανασία,
εἶμαι ἡ καρδιά,
ἡ νιοτ᾿ ἡ ἀγάπη κ᾿ ἡ θυσία,
καὶ ἡ μυρουδιὰ

κάποιας παράδεισος, μαζί σου
μὲ δένει τί;
τί ἄλλο ἀκόμα; - Εἶμαι ἡ ψυχή σου,
Ποιητή!


Οὐράνια

...
Ἥλιε, ἐσύ, πηγὴ ἀστείρευτη
κάθε ζωῆς, εἰκόνα
τοῦ ὡραίου ὑπερτέλεια
καὶ τοῦ Ἀπείρου κορῶνα.

Πρὶν ἀρχίσουν τὸ διάβα τους
τῶν θεῶν οἱ λεγεῶνες,
πρῶτο θεὸ σὲ ἀγνάντεψαν
καὶ μοναχὸν οἱ αἰῶνες.

Καὶ πάλι θεὸς ὕστατος
σὲ νεκρικὴ λαμπάδα
τοῦ τελευταίου θρησκεύματος
θὰ φέξης τὴν κρυάδα.

Ἡ γῆ μας γῆ ἄφθαρτων
ἀερικῶν καὶ εἰδώλων,
πασίχαρος καὶ ὑπέρτατος
θεός μας εἶν᾿ ὁ Ἀπόλλων.

Στὰ ἐντάφια λευκὰ σάβανα
γυρτὸς ὁ Ἐσταυρωμένος
εἶν᾿ ὁλόμορφος Ἀδωνις
ροδοπεριχυμένος.

Ἡ ἀρχαία ψυχὴ ζῆ μέσα μας
ἀθέλητα κρυμμένη,
ὁ Μέγας Πᾶν δὲν πέθανεν,
ὄχι, ὁ Πᾶν δὲν πεθαίνει!

...
Μίαν αὐγὴ χειμωνιάτικη
ποῦ φοροῦσε κορῶνα
τὴν καταχνιά, σὰν ὅραμα
εἶδα τὸν Παρθενώνα.

Μαγικὸ μισοδιάφανο
τὸν ἔζωνε μαγνάδι
στὸν ἥλιο ἀγνάντια, κ᾿ ἔλεγεν:
- Ἐγὼ εἶμαι τὸ σημάδι

τοῦ ὡραίου ποὺ δείχνει ἀπόμακρα
στὴν πλατωσιὰ τοῦ Ἀπείρου
καὶ τ᾿ ἄσπρο στέρεο μάρμαρο
σὰν τὸν ἀχνό τοῦ ὀνείρου.

Θαῦμα θαυμάτων μέσα μου
σαλεύει, ἐνῶ κοιμᾶται...
Ἀδέλφια μου, νὰ πλάσουμε
νέαν θρησκείαν ἐλᾶτε!

Ἀσάλευτη, πανύψηλην
ἀλήθεια, ἕνα παλάτι
τῶν ὅλων γιὰ ὅλους! Ἄφραστη
θρησκεία ποὺ νἄχει κάτι

πλέον βαθὺ ἀπ᾿ τὸν Ἔρωτα,
πιὸ μέγα ἀπ᾿ τὴ Θυσία,
καὶ κάτι πλέον ἀπέραντο
κι ἀπ᾿ τὴν Ἀθανασία!


Ὁ Σάτυρος

Ὅλα γυμνὰ τριγύρω μας,
ὅλα γυμνὰ ἐδῶ πέρα,
κάμποι, βουνά, ἀκροούρανα,
ἀκράταγ᾿ εἶναι ἡ μέρα.
Διάφαν᾿ ἡ πλάση, ὁλάνοιχτα
τὰ ὁλόβατα παλάτια
τὸ φῶς χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, τὸ ρυθμό.

Ἐδῶ εἶν᾿ ἀριὰ κι ἀταίριαστα
λεκκιάσματα τὰ δένδρα,
κρασὶ εἶν᾿ ὁ κόσμος ἄκρατο,
ἐδῶ εἶν᾿ ἡ γύμνια ἀφέντρα.
Ἐδῶ εἶν᾿ ὁ ἴσκιος ὄνειρο,
ἐδῶ χαράζει ἀκόμα
στῆς νύχτας τ᾿ ἀχνὸ στόμα
χαμόγελο ξανθό.

Ἐδῶ τὰ πάντα ξέστηθα
κι ἀδιάντροπα λυσσᾶνε
ἀστέρι εἶν᾿ ὁ ξερόβραχος,
καὶ τὸ κορμὶ φωτιά ῾ναι.
Ρουμπίνια ἐδῶ, μαλάματα,
μαργατιτάρια, ἀσήμια,
μοιράζει ἡ θεία σου γύμνια,
τρισεύγενη Ἀττική!

Ἐδῶ ὁ λεβέντης μάγεμα,
ἡ σάρκα ἀποθεώθη,
οἱ παρθενιές, Ἀρτέμιδες,
Ἑρμῆδες εἶναι οἱ πόθοι.
Ἐδῶ κάθε ὥρα ὁλόγυμνη,
θάμα στὰ ὑγρόζωα κήτη,
πετιέται κ᾿ ἡ Ἀφοδίτη
καὶ χύνεται παντοῦ.

- Παράτησε τὸ φόρεμα
καὶ μὲ τὴ γύμνια ντύσου
Ψυχή, τῆς γύμνιας ἱέρισσα,
ναὸς εἶναι τὸ κορμί σου.
Μαγνήτεψε τὰ χέρια μου,
τῆς σάρκας κεχριμπάρι,
τ᾿ ὀλύμπιο τὸ νεχτάρι
τῆς γύμνιας δὸς νὰ πιῶ.

Σκίσε τὸν πέπλο, πέταξε
τὸν ἄμοιαστο χιτώνα
καὶ μὲ τὴ φύση ταίριασε
τὴν πλαστική σου εἰκόνα.
Λύσε τὴ ζώνη, σταύρωσε
τὰ χέρια στὴν καρδιά σου
πορφύρα τὰ μαλλιά σου,
μακρόσυρτη στολή.

Καὶ γίνε ἀτάραχο ἄγαλμα,
καὶ τὸ κορμί σου ἂς πάρη
τῆς τέχνης τὴν ἐντέλεια
ποῦ λάμπει στὸ λιθάρι
καὶ παῖξε καὶ παράστησε
μὲ τῆς ἰδέας τὴ γύμνια
τὰ λυγερὰ τ᾿ ἀγρίμια,
τὰ φίδια, τὰ πουλιά.

Καὶ παῖξε καὶ παράστησε
τὰ ἡδονικά, τὰ ὡραῖα,
λαγάρισε τὴ γύμνια σου
καὶ κάμε τὴν ἰδέα.
Τὰ στρογγυλά, τὰ ὁλόισα,
χνούδια, γραμμές, καμπύλες,
ὦ θεῖες ἀνατριχίλες,
χορεῦτε ἕνα χορό.

Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφὰ λαγκάδια, τοῦ Ἔρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψῶνες,
πόδια ποὺ ἁλυσοδένετε,
βρύσες τοῦ χάιδιου, ὦ χέρια,
τοῦ πόθου περιστέρια,
γεράκια τοῦ χαμοῦ!

Καὶ ὁλόκαρδα, κι ἀμπόδιστα
λογάκια, ὦ στόμα, ὦ στόμα,
σὰν τὸ κερὶ τῆς μέλισσας,
σὰν τοῦ ροδιοῦ τὸ χρῶμα.
Τὰ κρίνα τ᾿ ἀλαβάστρινα,
τοῦ ἀπρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τὰ ποτήρια
τοῦ κόρφου σου. - Ὢ νὰ πιῶ,

Νὰ πιῶ στὰ ροδοχάραγα,
στὰ ὀρθά, στὰ σμαλτωμένα,
τὸ γάλα ποὺ ὀνειρεύτηκα
τῆς εὐτυχίας ἐσένα.
Ἐγὼ εἶμαι ἱεροφάντης σου,
βωμοὶ τὰ γόνατά σου,
στὴν πύρινη ἀγκαλιά σου
θεοὶ θαυματουργοῦν.

Μακριά μας ὅσα ἀταίριαστα,
ντυμένα καὶ κρυμμένα,
τὰ μισερὰ καὶ τ᾿ ἄσκημα
καὶ ἀκάθαρτα καὶ ξένα.
Ὀρθὰ ὅλα, ξέσκεπα, ἄδολα,
γῆ, αἰθέρες, κορμιά, στήθια.
Γύμνια εἶναι κ᾿ ἡ ἀλήθεια,
καὶ γύμνια κ᾿ ἡ ὀμορφιά.

- Στὴ γύμνια τὴν ἡλιόκαλη
τῆς ἀθηναίϊσσας μέρας
κι ἀνίσως καὶ φαντάξη σου
κάτι ἄντυτο σὰν τέρας,
κάτι σὰ δέντρο ἀφύλλιαστο
καὶ δίχως ἴσκιου χάρη,
ἀδούλευτο λιθάρι,
ξεραγκιανὸ κορμί,

Κάτι γυμνὸ καὶ ξέσκεπο
στὰ ὀλανοιγμένα πλάτια,
ποὺ ζωντανὸ θὰ τὄδειχναν
μόνο δυὸ φλόγες μάτια,
κάτι ποὺ ἀπὸ τοὺς σάτυρους
κρατιέται, καὶ εἶν᾿ ἀγρίμι,
καὶ εἶν᾿ ἡ φωνή του ἀσήμι, -
μὴ φύγῃς εἶμ᾿ ἐγώ,

Ὁ Σάτυρος. Καὶ ρίζωσα
σὰν τὴν ἐλιὰ ἐδῶ πέρα,
λιγώνω τοὺς ἀγέρηδες
μὲ τὴ βαθιὰ φλογέρα.
Καὶ παίζω καὶ παντρεύονται,
λατρεύονται, λατρεύουν,
καὶ παίζω καὶ χορεύουν
ἀνθρῶποι, ζᾶ, στοιχιά.


Χειμάρρα

Ἂς ἄνθισαν οἱ μυγδαλιές, κι ἂς τὴν κρυφομηνᾶτε
τὴν ἄνοιξη ἀπὸ τώρα
μὲ τὰ γλυκοχαράματα καθὼς γοργοξυπνᾶτε,
πουλάκια εἰρηνοφόρα.

Ἂς εἶναι μέσα μου ἡ καρδιὰ σκληρὰ σφιχτοδεμένη
ἀπὸ ἕνα ρήγα πόνο
ποὺ ἀπάνου σὲ χαλάσματα μαστόρεψε καὶ σταίνει
τὸ μαῦρο του τὸ θρόνο.

Ἂς ἄνθισαν οἱ μυγδαλιές. Νά! Ὁ οὐρανὸς θολώνει,
νά! τοῦ Φλεβάρη ἡ μπόρα
σὲ φοβερίζει ἀτίναχτη μὲ τὄψιμο τὸ χιόνι,
πλάση λευκή, ἀνθοφόρα.

Ἂς κλαίει καὶ μέσα μου ἡ καρδιά. Κι ἀπὸ τὰ κλάματά της
ἀθάνατο λουλούδι,
τῆς μοναξιᾶς παρηγοριά, τῆς Χώρας παραστάτης,
φυτρώνει τὸ τραγούδι.


Ὤ! Πόλη!

Ὤ! Πόλη! Ἐσὺ τοῦ πράσινου διθάλασσο ὅραμα,
Πατρίδα τῆς Πατρίδας μου, οἱ Σουλτάνοι
Σὲ ντρόπιασαν, ἐμάρανέ σε ὁ Ξεπεσμός.
Ὅμως ὁ Ἀθάνατος Ἀϊτὸς δὲ σὲ ξεχνάει.

Ἀπὸ Βοριᾶ, ἀπὸ Δύση κι ἀπ᾿ Ἀνατολή,
Ἀράδα κράδα δοξαστὴς ρηγάδων τροπαιοφόρων,
Γυρνάει τὶς νύχτες πρὸς ἐσὲ νὰ στάξει δάκρυα πύρινα.
Ἀπάνου ἀπ᾿ τοὺς τάφους τῶν Αὐτοκρατόρων.


Ἴαμβοι καὶ Ἀνάπαιστοι

Νερὸν ἤθελα νἄπινα
στῆς Ἄρνας τὰ λαγγάδια,
τῆς ἀρνησιᾶς νὰ μ᾿ ἔζωναν
τὰ τρίσβαθα σκοτάδια.

Τάχα θἄβλεπ᾿ ἀγνώριστα
κι ἀδιάφορα μπροστά μου
ὅλα τ᾿ ἀγαπημένα μου
κι ὅλα τὰ χιλάκριβά μου;

Ἢ τάχα νόμος ἅγιος,
δίχως ἐγὼ νὰ νοιώθω,
πάλι σ᾿ αὐτὰ θὰ μ᾿ ἔφερνε
μ᾿ ἕναν δεύτερο πόθο;

Καβάλλα πάει ὁ Χάροντας
τὸ Διγενῆ στὸν Ἅδη,
κι ἄλλους μαζί... Κλαίει, δέρνεται
τ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.

Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του
δεμένους τὰ καπούλια,
τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεμο,
τῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.

Καὶ σὰ νὰ μὴν τὸν πάτησε
τοῦ Χάρου τὸ ποδάρι,
ὁ Ἀκρίτας μόνο ἀτάραχα
κοιτάει τὸν καβαλλάρη!

- Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα,
δὲν περνῶ μὲ τὰ χρόνια.
Μ᾿ ἄγγιξες καὶ δὲ μ᾿ ἔνοιωσες
στὰ μαρμαρένια ἁλώνια;

Εἶμ᾿ ἐγὼ ἡ ἀκατάλυτη
ψυχὴ τῶν Σαλαμίνων.
Στὴν Ἑφτάλοφην ἔφερα
τὸ σπαθὶ τῶν Ἑλλήνων.

Δὲ χάνομαι στὰ Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω.
Στὴ ζωὴ ξαναφαίνομαι
καὶ λαοὺς ἀνασταίνω!

* * *

Στοῦ σοφοῦ τὸ παράθυρο
ποῦ σκύβει νύχτα μέρα
στῆς μελέτης τ᾿ ἀπόκρυφα,
ἡ Φύσις ἡ μητέρα

ἔστρωσε μοσχομύριστη
δροσερεμένη στράτα
ἀπὸ κρῖν᾿ ἀπριλιάτικα
καὶ ρόδα βελουδάτα.

Τ᾿ ἀταίριαστα καὶ τ᾿ ἄμοιαστα,
ἀδέρφια εἶναι τὰ δύο·
τὸ λουλούδι τ᾿ ὁλόχαρο,
τὸ θλιβερὸ βιβλίο.

Δίδυμα τέκνα γέννησαν
ὁ Φοῖβος κ᾿ ἡ Ἁρμονία
ἐσᾶς, Πολύμνια ψάλτρια,
φιλόσοφε Οὐρανία!

Ἡ πρώτη τὸν ἀμάραντον
ἀνθὸ παντοῦ τρυγάει,
μιὰ πεταλούδαν ἄπιαστην
ἡ ἄλλη κυνηγάει.

Ἀλλὰ τόσο ταιριάζουνε
κι ἀντάμα οἱ δυὸ καὶ χώρια,
ποὺ τὴ μία παίρνουν κάποτε
γιὰ τὴν ἄλλη πανώρια.

* * *

Μὲ πελέκι ἀστραπόμορφον
ἡ ἀλύπητη Ἐπιστήμη
χτυπάει καὶ σπάει τὸ Εἴδωλο
καὶ τὸ ρίχνει συντρίμμι.

Κ᾿ ὕστερα γίνετ᾿ εἴδωλον
ἐκείνη μέσ᾿ στὴν πλάση
ξαναγεννώντας ἄθελα
ὅ,τι ἦρθε νὰ χαλάση.

Κ᾿ ἔτσι ἁλυσίδες γύρω μας
παντοῦ, σκοτάδια θεία.
Κάθε Αἰτία, μυστήριο·
κάθε Ἀλήθεια, θρησκεία.

Ξένε σοφέ, πὼς ἤθελα
τὸ φθαρτό μου τραγούδι
νὰ σμίξω μὲ τοῦ λόγου σου
τὸ ἀθάνατο λουλούδι.

«- Μάθε πὼς τὰ συστήματα
τῶν φιλοσόφων, κάθε
νοῦ τρανοῦ φεγγοβόλημα
κάθ᾿ ἐπιστήμη, μάθε

πὼς δὲν ἀξίζουν τίποτε
τὰ πάντα ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη,
ὅσο ἀξίζει ἕνα φίλημα,
ὅσο ἀξίζει ἕνα δάκρυ!»

* * *

Ἡ μαύρη Λάμια ποὺ ἔκλεισε
στὴν καρδιά της τὸν Ἅδη,
νὰ κατέβω μὲ πρόσταξε
μεσ᾿ στὸ ξερὸ πηγάδι,

νἄβρω τὸ δαχτυλίδι της
ποὺ μέσα ἐκεῖ ἔχει πέσει
μ᾿ ἕνα διαμάντι λιόκαλο
καρφωμένο στὴ μέση.

Ψάχνω, δὲ βρίσκω τίποτε...
Ὦ νύχτα, ὦ τέρας πλάνο!
Στὰ πόδια μου μιὰν ἄβυσσο,
καὶ μιὰ Λάμια ἀποπάνω.

Ἥλιε, ἐσύ, πηγὴ ἀστείρευτη
κάθε ζωῆς, εἰκόνα
τοῦ ὡραίου ὑπερτέλεια
καὶ τοῦ Ἀπείρου κορῶνα.

Πρὶν ἀρχίσουν τὸ διάβα τους
τῶν θεῶν οἱ λεγεῶνες,
πρῶτο θεὸ σὲ ἀγνάντεψαν
καὶ μοναχὸν οἱ αἰῶνες.

Καὶ πάλι θεὸς ὕστατος
σὰ νεκρικὴ λαμπάδα
τοῦ τελευταίου θρησκεύματος
θὰ φέξης τὴν κρυάδα

Ἡ γῆ μας γῆ τῶν ἄφθαρτων
ἀερικῶν καὶ εἰδώλων,
πασίχαρος καὶ ὑπέρτατος
θεός μας εἶναι ὁ Ἀπόλλων.

Στὰ ἐντάφια λευκὰ σάβανα
γυρτὸς ὁ Ἐσταυρωμένος
εἶν᾿ ὁλόμορφος Ἄδωνις
ροδοπεριχυμένος.

Ἡ ἀρχαία ψυχὴ ζῆ μέσα μας
ἀθέλητα κρυμμένη·
ὁ Μέγας Πᾶν δὲν πέθανεν,
ὄχι· ὁ Πᾶν δὲν πεθαίνει!


Βραδινὴ Φωτιά

- Θυμᾶσαι τὴ φτωχούλα τὴν καλύβα
στὸ πλούσιο δάσος, πέρα ἀπ᾿ τὸ χωριό;
- Θυμᾶμαι τὴν καλύβα τὴ φτωχούλα, σὰν ξωκλήσι καὶ σὰν ἀσκηταριό.

—Τον ἀσκητὴ θυμᾶσαι τῆς καλύβας; (Τάχα κλέφτης; καλόγερος; βοσκός;)
- Θυμᾶμαι. Ἀκόμα κλαίει μὲς στὸν ἀγέρα τῆς φλογέρας του ὁ πόνος, μυστικός.

- Θυμᾶσαι τὴ χλωμὴ σωμένη του ὄψη καὶ τ᾿ ἀλαφροσκυμμένο του κορμί;
- Θυμᾶμαι κάτου ἀπ᾿ τὰ δασά του φρύδια τὴ σαγηνεύτρα τῆς ματιᾶς του ὁρμή.

- Θυμᾶσαι τὴ φωτιὰ στὸ πλούσιο δάσος, τὴ βραδινὴ φωτιὰ τὴν ξαφνική;
- Θυμᾶμαι. Λάμια. Στάχτη καὶ ἡ καλύβα. Τὸ πλούσιο δάσος πάει. Ὥρα κακή.

- Θυμᾶσαι; Τί ν᾿ ἀπόγινε; Κανένας δὲν τὸν ξανάειδε πιὰ τὸν ἀσκητή.
—Δεν ξέρω. Ὅμως ἀπάνου ἀπ᾿ ὅλα ὁ νοῦς μου τῆς καλύβας τὴ θύμηση κρατεῖ,
γιατὶ στ᾿ ἀποκαΐδια της γερμένος ἕνας Ἔρωτας, ξέγνοιαστα, σκληρά,
τὰ βρεφικά του ζέσταινε τὰ χέρια καὶ τ᾿ ἀρχαγγελικά του τὰ φτερά.


Δυὸ Μάτια

Τοῦ λύχνου μου τὸ λάδι σώθηκε,
καὶ ξαγρυπνῶ. Τί νύχτα! Ἄστρο κανένα,
στὴν ἄκρη ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι μου ἕνα φάντασμα
κι ἀπάνω μου δυὸ μάτια καρφωμένα.

Ὁ κόσμος δὲν ὑπάρχει. Ἀπὸ τῆς ἄβυσσος
ῥουφήχτηκε τὰ στόματα. Σκοτάδι
Μόνο δυὸ μάτια ὑπάρχουνε στ᾿ ἀνύπαρχτα,
δυὸ μάτια μοναχὰ γιομίζουν τ᾿ ἄδεια.

Μόνο δυὸ μάτια στὰ σκοτάδια φέγγουνε.
Ὅλα κοιμοῦνται, χάνονται, ὅλα σβοῦνε,
μόνο δυὸ μάτια μὲ κοιτάζουν ἄγρυπνα,
δὲν κλείνουνε· ποτὲ δὲ θὰ κλειστοῦνε.


Ἡ Ἀγάπη μας...

Ἡ Ἀγάπη μας παιδούλα στὰ χρόνια.
Τοῦ πάθους μας ἀκόμα δὲν εἶδαν τὴν τρεμούλα τ᾿ ἀηδόνια.

Ἡ Ἀγάπη μας, παιδούλα... μὰ νά, στὸ πρόσωπό της
οὔτε ἡ δροσούλα τῆς αὐγῆς, οὔτε ἡ χαρὰ τῆς νιότης.
Σὰν νά ῾χουνε τὴν ὄψη της αἰῶνες ὀργωμένη.
Κάτι ἄναρχο κι ἀτέλειωτο στὸ πρόσωπό της μένει.

[Βραδινὴ Φωτιὰ Α´]


Στὴ γυναίκα μου

Ἐδῶ τὸ σπίτι ἄνθιζ᾿, ἐδῶ τὸ πράσινο βλαστάρι
μέσα στὸν ἴσκιο τῆς χλωρῆς χλωρῆς κληματαριᾶς.
Περιπλεχτὸ μὲς στὰ χλωρὰ τὸ μυστικὸ φεγγάρι
σὰν πνέμα πρωτοθώρητο κατέβαινε σ᾿ ἐμᾶς.

Ἐδῶ τοῦ πόθου δυὸ πηγὲς μᾶς δρόσιζαν τὰ χρόνια,
ἡ μιὰ στὰ μάτια μας μπροστά, κι ἡ ἄλλη ὀνειρευτὴ
ἡ Μούσα ἐδῶ ἀποκοίμιζε τῆς ἔγνοιας τὰ τρηζόνια
καὶ τὴ μανία ἀνάσταινε τῆς λύρας τὴν ἱερή.

Ἐδῶ γλυκαπολάψαμε τῆς πρωτογεννημένης
τὰ πρῶτα ξεπετάματα, καὶ πῆρε μας τὸ νοῦ,
σὰν ἐρχομὸς παμπόθητος ποὺ δὲν τὸν περιμένεις,
τὸ φέγγος τ᾿ ὁλοστρόγγυλο τοῦ δεύτερου καρποῦ.

Ἐδῶ πρωτοδεχτήκαμε στὴν ἀγκαλιὰ μιὰ μέρα
τὸν τρίτο τὸν ἀσύγκριτο καὶ τὸν περαστικὸ
ποὺ ὁλόγυρά μας ἄλλαξε τὸν κοσμικὸν ἀέρα
τὸ θεῖο κρασὶ στ᾿ ὀλάσπρο φῶς τοῦ Ὀλύμπου προσφερτό.

Ἐδῶ τὰ νιάτα σου ἤτανε καὶ στὴ φροντίδα ἀπάνου
μιὰ ζωγραφιὰ βενέτικη πλατιὰ ζωγραφιστὴ
ἀπὸ τὸ χέρι κανενὸς φεγγόβολου Τισιάνου,
λαμποκοπώντας τὴ χαρὰ σὲ ἁδρότατο κορμί.

Ἐδῶ τὸ σπίτι ἄνθιζ᾿, ἐδῶ τὸ πράσινο βλαστάρι
καὶ τό ᾿κρυβε ἡ κληματαριὰ στὸ ἴσκιο της χλωρή.
Τώρα δὲ μένει τίποτε... Τὸ μυστικὸ φεγγάρι
κλαίει σὲ παλάτι ἀμίλητο, τετράπατο, βαρύ.

Ἐδῶ ἡ ζωὴ ποὺ πέθανεν ἤθελε νεκροθάφτη
κάποιον Ἀπρίλη, ἀνθότατον, ἤθελε τάφον, ὤ!
Ποιὸς νὰ τὴν καταράστηκε; Δὲ βρέθηκε γιὰ δαύτη
παρὰ ἕνα μνῆμα ἀταίριαστο κι ἀναγελαστικό.


Τὰ σκολειὰ χτίστε

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΡΙΩΝ ΣΤΡΟΦΩΝ

… Λιτὰ χτίστε τα, ἁπλόχωρα,
μεγάλα, γερὰ θεμελιωμένα,
ἀπὸ τῆς χώρας, ἀκάθαρτης,
πολύβοης, ἀρρωστιάρας, μακριά.
Μακριὰ τ᾿ ἀνήλιαγα σοκάκια,
τὰ σκολειὰ χτίστε.

Καὶ τὰ πορτοπαράθυρα τῶν τοίχων
περίσσια ἀνοῖχτε, νά ᾿ρχεται ὁ κὺρ Ἥλιος,
διαφεντευτής, νὰ χύνεται,
νὰ φεύγει, ὀνειρεμένο πίσω του
ἀργοσέρνοντας τὸ φεγγάρι.

Γιομίζοντάς τα νὰ τὰ ζωντανεύουν
μαϊστράλια καὶ βοριάδες καὶ μελτέμια
μὲ τοὺς κελαηδισμοὺς καὶ μὲ τοὺς μόσκους,
κι ὁ δάσκαλος, ποιητὴς
καὶ τὰ βιβλία νὰ εἶναι σὰν τὰ κρίνα…


ΟΛΟΝ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ:

Μὲ τὴ φλόγα ποὺ ψαίνει καὶ ποὺ πλάθει,
μὲ τῆς καρδιᾶς τὴ φλόγα, μὲ τοῦ Λόγου
τὴ δύναμη, ξεσκέπαστα, καθάρια,
καὶ μὲ τὰ χέρια, καὶ μὲ τὰ μαχαίρια,
τὸν τόπο πάρτε.

Κάτου σημάδια ποὺ ἔμπηξε τὸ ψέμα!
Τὰ ταξίματα φέρτε στῆς Ἀλήθειας
τῆς ἱερῆς τὸ βωμὸ καὶ τὰ σφαχτάρια.
Στὸν τόπο ἀπάνου ὄχι πολέμων κάστρα·
τὰ σκολειὰ χτίστε!

Λιτὰ χτίστε τα, ἁπλόχωρα, μεγάλα,
γερὰ θεμελιωμένα, ἀπὸ τῆς χώρας
ἀκάθαρτης, πoλύβοης, ἀρρωστιάρας
μακριὰ μακριὰ τ' ἀνήλιαγα σοκάκια,
τὰ σκολειὰ χτίστε!

Καὶ τὰ πορτοπαράθυρα τῶν τοίχων
περίσσια ἀνοῖχτε, νάρχεται ὁ κυρ-Ἥλιος,
διαφεντευτής, νὰ χύνεται, νὰ φεύγει,
ὀνειρεμένο πίσω τοῦ ἀργοσέρνοντας
τὸ φεγγάρι.

Γιομίζοντὰς τα νὰ τὰ ζωντανεύουν
μαϊστράλια καὶ βοριάδες καὶ μελτέμια
μὲ τοὺς κελαϊδισμοὺς καὶ μὲ τοὺς μόσκους•
κι ὁ δάσκαλος, ποιητὴς καὶ τὰ βιβλία
νὰ εἶναι σὰν κρίνα.

Τοῦ τραγουδιοῦ τὴ γλώσσα ἀντιλαλώντας,
καὶ τὰ βιβλία σὰν τὰ τραγούδια νὰ εἶναι!
Στὴ γῆ τῆς ὀμορφιᾶς, ἀρματωμένη
τὴν Ἐπιστήμη, ἡ Ὀμορφιά, χαρά της!
ἀρχὴ σοφίας!

Τὰ σκολειὰ χτίστε, ὑψῶστε τὰ πλατάνια
γιὰ τὸ δροσὸ στῆς ῥεματιᾶς τὴ χάρη,
γιὰ τὸν καρπὸ σπάρτε τὰ ἀμπέλια, ἂς εἶναι
τ᾿ ἀγαθά τους ἁγνὰ κρασιά, καὶ ἂς εἶναι
γοῦρμα σταφύλια,

λογῆς, κεχριμπαρένια, ἄλικα, μαῦρα.
Ὅπου ἁπλωσιά, ὅπου ψήλωμα, ὅπου ὑγεία,
στὰ πέλαα ν᾿ ἀγναντεύουν τὰ καράβια
καὶ τοὺς ἀϊτοὺς νὰ λαχταρᾶν καὶ τ᾿ ἄστρα
στὰ οὐράνια πλάτια.

Καὶ βαθιοὺς τράφους γύρω γύρω σκάφτε
καὶ πύργους πολεμόχαρους ὑψῶστε
καὶ βαρδιατόρους βάλτε νὰ κρατᾶνε
μακριὰ μακριὰ τὸν ψεύτη καὶ τὸν πλάνο
τῆς Ῥωμηοσύνης.

Ξόβεργα καὶ καρφιὰ κρατᾶ καὶ πάει
καὶ πιάνει καὶ καρφώνει καὶ σκοτώνει·
τοῦ φτερωτοῦ πιὸ ἀπ᾿ ὅλα κυνηγάρης,
ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς πεταλοῦδες,
φτάνει στὴ Σκέψη.


Ἀγορά

Πάντα διψᾶς - ὅπως διψάει τὸ πρωτοβρόχι
Στεγνὴ καλοκαιριὰ - τὸ βλογημένο σπίτι,
Καὶ μία κρυφὴ ζωὴ σὰ δέηση ἐρημίτη,
Ἀγάπης κι ἀρνησιᾶς ζωούλα σὲ μία κώχη.
Διψᾶς καὶ τὸ καράβι ποὺ τὸ πέλαο τὄχει

Κι ὅλο τραβάει μὲ τὰ πουλιὰ καὶ μὲ τὰ κήτη,
Κ᾿ εἶναι μεστὴ ἡ ζωή του μ᾿ ὅλο τὸν πλανήτη...

Καὶ τὸ καράβι καὶ τὸ σπίτι σοῦ εἶπαν: «Ὄχι!
Μήτε ἡ παράμερη εὐτυχιὰ ποὺ δὲ σαλεύει,
Μήτε ἡ ζωὴ π᾿ ὅλο καὶ νέα ψυχὴ τῆς βάνει
Κάθε καινούργια γῆ καὶ κάθε νιὸ λιμάνι...
Μόνο τὰ᾿ ἀλάφιασμα τοῦ σκλάβου ποὺ δουλεύει...
Σέρνε στὴν ἀγορὰ τὴ γύμνια τοῦ κορμιοῦ σου,
Ξένος καὶ γιὰ τοὺς ξένους καὶ γιὰ τοὺς δικούς σου».

[Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1896]


Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὰ δέντρα

Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὰ δέντρα τὸ φεγγάρι
Ἀργοϋψώνεται καὶ λάμπει, θεϊκὴ χάρη.
Ἀπὰ σᾶς ἀπάνω, μαῦρα σκιάχτρα, ὦ πόνοι,
Μίαν ἐλπίδα ἔτσι τὸ φῶς της ἀργοϋψώνει.

Νύχτα μου εἶν᾿ ἡ γνώμη, πίκρα καὶ ἡ καρδιά μου.
Μὰ σοῦ φέγγει τὸ φεγγάρι, κάμαρά μου,

Σὲ γιομίζει, καὶ ἀναβρύζει, συντριβάνι
Δακρυοστάλαχτων ἀχτίδων, καὶ σὲ κάνει
Καὶ τοῦ μοιάζεις, καὶ σὲ κάνει, κάμαρά μου,
Μυστικὸ ἱερὸ κρεββάτι κάποιου γάμου.

[Τὰ Παθητικὰ Κρυφομιλήματα, 1920]


Τὰ Φτερά

Toutes blanches et toutes d ᾿ or...
CHARLES VAN LERBERGHE

Ὁλόλευκα, ὁλόχρυσα,
Τὰ φτερὰ τῶν ἀγγέλων μου φαντάζουν.
Ὅμως ὁ ἔρωτας ἔχει φτερὰ ποὺ ἀλλάζουν.
Τὰ μαλακὰ φτερά του ἀράδα - ἀράδα
Τριανταφυλλένια, βυσσινιά,
Κοκκινισμένα σὰν τὴ θάλασσα, τὴν ὥρα
Ποὺ τὴ λιγώνουν τοῦ ἥλιου τὰ φιλιά.
Τὰ ὡραῖα φτερούγια τῶν ἀγγέλων μου
Σαλεύουν πάντα ἀργά,
Καὶ ἀνοίγουν, καὶ εἶν᾿ ἀκόμα σὰν κλειστά.
Ἀλλὰ τὰ λιγερὰ φτερούγια τοῦ Ἔρωτα
Ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν... Δὲν ἀναπαύονται...καρδοῦλες μοιάζουν.

[Ξανατονισμένη μουσική, 1890]


Ἡδονισμός

Ἀπὸ τραγούδια ἕν᾿ ἄυλο κομπολόι
Σ᾿ ἐσὲ δὲν ἦρθα σήμερα νὰ δώσω.
Μὲ τὰ τραγούδια ἐγὼ θὰ σὲ λιγώσω
Καὶ μὲ τὰ ξόρκια, ἀγάπη μου, ἑνὸς γόη.

Γυμνοί. Καὶ σὰν κισσὸς θὰ σκαρφαλώσω
Νὰ φάω τὸ κορμί σου ποὺ μὲ τρώει.
Τοῦ λαγκαδιοῦ σου τὴν δροσάτη χλόη
Μὲ τὸ χέρι θρασὰ θὰ τὴν πυρώσω.

Τὸ κρασὶ ποὺ ξανάφτει καὶ τὸ γάλα
Ποὺ κοιμίζει θὰ φέρω στάλα στάλα,
Μ᾿ ὅλο μου τὸ κορμὶ νὰ σὲ ποτίσω

Καὶ στὰ πόδια σου τ᾿ ἀσπροσκαλισμένα,
Δυὸ βάζα ποὺ μοῦ παίρνουνε τὰ φρένα,
Στερνὴ μανία τὸ μέλι μου θὰ χύσω.

[Βραδυνὴ Φωτιὰ Β´]


...στὴ Μαίρη Κουτσούρη...

...Καὶ μοῦ ῾πανε: «ξεψύχησε μὲ τοὺς δικούς σου στίχους»
Καὶ γὼ εἶπα: «μὲ τῆς ἁρμονίας ὑψώθηκε τοὺς ἤχους...»

Βαρκούλα τὴ ψυχούλα της
Πνοὴ τὴν πῆρε πρίμα
Σὰν ἄνεμος τὴν τύλιξε
Μιᾶς θάλασσας τὸ κύμα...

Μὲ τὸν ποιητὴ θὰ ὑψώθηκε μοίρα συντροφικὴ

Στὴ μεταμόρφωση αὐτή, τοῦ ὀνείρου ἡ μουσική...

Βαρκούλα τὴ ψυχούλα της
Πνοὴ τὴν πῆρε πρίμα
Μὲς στ᾿ ἄπειρο φτερώθηκε
Δὲν ἄραξε σὲ μνῆμα...


Δεκατετράστιχο [69]

Τῆς καρδιᾶς μου τὸ σκόρπισμα γυρεύει
Τὸ μάζεμα τοῦ ἀπόκοσμου σπιτιοῦ σου...
Κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς τὸ πράο του λυχναριοῦ σου τὸ
Μπάλσαμο τῆς χάρης σου γιατρεύει

Εἴτε κ᾿ ἡ ἀγάπη σὲ γλυκοχαϊδεύει,
Καὶ εἴτε χτυπιέται ἀπὸ τὴν ἔγνοια ὁ νοῦς σου,
Τὸ ἄγαλμα τοῦ ἀψεγάδιαστου κορμιοῦ σου
Στὸ βάθρο του ὀρθοστύλωτο μαγεύει.

Τρύπια φελούκα μισοβουλιασμένη
Παραδέρνω σὲ ἀνώφελον ἀγώνα...
Λιμιώνα, ἁπαλὰ κάπου ἀκούμπησέ με...

Μυστικολάτρα ὁρμὴ μ᾿ ἐσὲ μὲ δένει,
Τῆς ζωῆς μου, καλόβολη Μαντόνα,
Τὰ κρίματά σου τὰ ξομολογιέμαι.

[Τὰ Δεκατετράστιχα, 1919]


Δεκατετράστιχο [126]

Θεέ μου! Θεέ μου! Μὰ τίποτε δὲν ἔχω
μέσα μου ποὺ μὲ μιὰ καρδιὰ νὰ μοιάζει!
Πότε στραβὸς μὲ πάει τὸ πεῖσμα, τρέχω,
πότε βουβός, μὲ δένει ἕνα μαράζι.

Ἀπὸ βουλή, ἀπὸ γνώμη δὲν κατέχω.
Ψευτοζῶ μὲ τὸ τώρα, δὲ μὲ νοιάζει
γιὰ τὸ χτές. Καὶ γιὰ τὸ αὔριο; Δὲν προσέχω.
Ἡ ἀρνησιὰ μὲ γυμνώνει, μὲ λεκκιάζει

τὸ ψέμα...Εἶμαι σὰν ἕνα θηλυκὸ
ποὺ ὅλο σὲ ἀργὸ καθρέφτισμα ξεχνιέται,
εἶμαι αὐτὸς ποὺ τὸ μαῦρο του ἑαυτὸ

βλέπει ὅλο ἀγνάντια του...Εἶμαι τὸ κακὸ
ποὺ μὲ τὴν ἴδια του ἀσκημιὰ χτυπιέται
στὴ νύχτα ποὺ ὅλο πιὸ πολὺ σκορπιέται...

[Τὰ Δεκατετράστιχα, 1919]


Ποίημα γιὰ τὸν Καραϊσκάκη

Ἀπό «.

Πόλεμος θἄρχιζε. Στὰ ξάγναντα, μπροστά μου,
κορφή, γκρεμός· τὸ βουνὸ μαῦρο. Ξαφνικὰ
τὸ βουνὸ ἀστράφτει μέσ᾿ στὴν ὑπνοφαντασιά μου
σὰν ἀπὸ φάσγανα γυμνὰ γιὰ φονικά.

Ὅσο κι ἂν ἔγερν᾿ ἐμὲ δείλια πρὸς τὰ χάμου,
μὲ μάτια πρόσμενα ὑψωμένα ἐκστατικὰ
τὰ πρῶτα βόλια νὰ σφυρίξουνε στ᾿ αὐτιά μου
κ᾿ ἔνιωθα κάτι σὰ φτερὸ στὰ σωθικά.

Καὶ νά! ἀπὸ τοῦ βουνοῦ τὴν κορωμένη ράχη
δὲ χύμησε μουγγρίζοντας ἡ ἀντάρα ἡ μάχη.
Τὸ βουνὸ χρυσὴ σκάλα, κλέφτες καὶ κουρσάροι

τὴν κατεβαίνανε, καὶ σ᾿ ὅλους μέσα ποιός;
Ἕνας ξεχώριζε, τοῦ Γένους τὸ καμάρι,
τῆς Καλογριᾶς ὁ Γιός!

[«Τὰ δεκατετράστιχα»,
Ἅπαντα, τόμος 7ος, σ. 420, Ἀθήνα 1972]


Σ᾿ αὐτὸν τὸ λάκκο 3

Σ᾿ αὐτὸν τὸ λάκκο τὸν πιὸ πικρὸ
κι ἀπὸ τὸ μνῆμα, (εἶναι ἀπὸ πλήξη
κι ἀπὸ ἕναν ἄβουλο στοχασμό)
ποιὸς μ᾿ ἔχει ρίξει;

Σ᾿ αὐτὸν τὸ λάκκο τὸν πιὸ βαθὺ
κι ἀπὸ τὸ μνῆμα, γιατί εἶναι πάλι
ἀπὸ μία θύμηση ποὺ δὲ σβεῖ,
ποιὸς μ᾿ ἔχει βάλει;

[Τὰ Παθητικὰ Κρυφομιλήματα, 1920]


Ὅταν ἤμουνα Βασιλιάς...

PIERRE BAUDRY

Στὴν χώρα τὴν ὀνειρευτὴ ποὺ ζοῦσα βασιλιάς,
Σ᾿ ἀγνάντεψα βασίλισσα μπροστά μου νὰ περνᾶς.
Μὰ πρὶν προφτάσω ἴσα μ᾿ ἐσὲ νὰ φτάσω, ἀλλοίμονό μου!
Σὲ χάσανε τὰ μάτια μου στὸ γύρισμα τοῦ δρόμου.

Καὶ τότε τῶν προγόνω μου πετώντας τὴν πορφύρα,
Δάση, βουνά, ζητώντας σε, καὶ κάθε στράτα πῆρα,
Καὶ ἱερωμένους ρώτησα καὶ μαντολόγων πλήθη.
῾μερόνυχτα ὅλο σ᾿ ἔκραζα. Κανεὶς δὲ μ᾿ ἀποκρίθη.

Γιὰ νὰ μπορέσω πιὸ καλὰ νὰ ψάξω ἀπάνου, χάμου,
Γῆ κι οὐρανό, τὴν ἄφησα καὶ τὴν κληρονομιά μου,
Καὶ τράβηξα προσκυνητὴς μακριὰ μακριὰ στὰ ξένα.

Καὶ τώρα ἐγὼ πού, ἀφορισμένος, λείψανο, ρημάδι,
Τοῦ Χάρου διάτα καρτερῶ νὰ κατεβῶ στὸν Ἅδη,
Σὲ ξαναβρίσκω. Πιὸ ὄμορφη σὲ ξαναβρίσκω, ὀϊμένα!

[Ξανατονισμένη μουσική, 1890]


Τὸ χάρισμα

Σοῦ φέρνω ἀπ᾿ τὴ γαλάζια μου πατρίδα
Κι ἀπ᾿ τὰ φωτοσπαρμένα τῆς τὰ μέρη,
Μιᾶς μάγισσας δουλειά, μίαν ἁλυσίδα
Ποῦ ἀνθρώπου δὲ μπορεῖ νὰ πλάσει χέρι.

Εἶδα τὸν ἥλιο κι εἶδα κάθε ἀστέρι,
Μὰ νά ῾χουνε τὴ λάμψη της δὲν εἶδα...
Μονάχα σὲ σοῦ πρέπει, ἁγνό της ταίρι
Ἀγάπη μου εἶσαι σύ, καμαροφρύδα!

Ρουμπίνια ἐδῶ κι ἐκεῖ μαργαριτάρια
Τὴν πλέκουν...ἀπὸ δάκρυα ἔχουν γίνει,
Ὅλο ἀπὸ δάκρυα τὰ μαργαριτάρια

Κι εἶναι ἀπὸ αἷμα κάθε τῆς ρουμπίνι...
Καὶ τὸ διαμάντι ποὺ σφιχτὰ τὴ δένει
Ὁ ἔρωτας εἶναι, πολυαγαπημένη.

[Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, 1892]


Ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴ ζωή

Σὰν πεθάνω, σὰν τὸ κερὶ θὰ σβήσω,
Θὰ πάω μὲ τὰ στοιχεῖα, μηδέν, ἀχνὸς;
Σὰν πεθάνω, σὰν τὸ κερὶ θὰ σβήσω; Κανένας οὐρανός,

Κανένας οὐρανὸς δὲ θὰ μὲ πάρει;
Ἅδης κανεὶς δὲ θὰ μὲ καταπιεῖ;
Κανένας οὐρανὸς δὲ θὰ μὲ πάρει; Τοῦ πόνου μου ἡ πηγὴ

Θὰ χαθεῖ; Δὲ θὰ γίνει γαλαξίας;
Δὲ θὰ σύρει τῶν ἄστρων τὸ χορὸ;
Θὰ χαθεῖ; Δὲ θὰ γίνει γαλαξίας; Ὀλάσπρο ἢ πορφυρὸ

Τὸ ἄστρο τῆς ἀνυπόταχτης ἀγάπης
Τὴ βαθιά μου ἀνυπόταχτη ψυχή,
Τὸ ἄστρο τῆς ἀνυπόταχτης ἀγάπης, Πῶς! Δὲ θὰ τὴ δεχτεῖ;


Ὁ Ὀλυμπιακὸς Ὕμνος

Ἀρχαῖο Πνεῦμ᾿ ἀθάνατο, ἁγνὲ πατέρα
τοῦ ὡραίου, τοῦ μεγάλου καὶ τ᾿ ἀληθινοῦ,
κατέβα, φανερώσου κι ἄστραψε ἐδῶ πέρα
στὴ δόξα τῆς δικῆς σου γῆς καὶ τ᾿ οὐρανοῦ.

Στὸ δρόμο καὶ στὸ πάλεμα καὶ στὸ λιθάρι,
στῶν εὐγενῶν Ἀγώνων λάμψε τὴν ὁρμὴ
καὶ μὲ τ᾿ ἀμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
καὶ σιδερένιο πλάσε κι ἄξιο τὸ κορμί.

Κάμποι, βουνὰ καὶ πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σὰν ἕνας λευκοπόρφυρος μέγας ναός.
Καὶ τρέχει στὸ ναὸ ἐδῶ προσκυνητής σου,
Ἀρχαῖο Πνεῦμ᾿ ἀθάνατο κάθε λαός.

(Ἀσάλευτη Ζωή, 1896)

* Ὁ ὕμνος παραγγέλθηκε στὸν ποιητὴ τὸν Μάϊο τοῦ 1895 ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπὴ Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, ὕστερα ἀπὸ ἐπιμονὴ τῶν Δημ. Βικέλα καὶ Τιμ. Φιλήμονος. Ἡ παραγγελία θεωρήθηκε σὰν μία νίκη τῆς Δημοτικῆς. Μελοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Κερκυραῖο μουσουργὸ Σπύρο Σαμάρα καὶ ἀπετέλεσε τὸν ὕμνο τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, ποὺ ὠργανώθηκαν στὸ Στάδιο τὸ 1896. Ἀπὸ τὸ 1952 εἶναι ὁ ἐπίσημος ὕμνος τῶν Ἀγώνων καὶ ἀκούγεται ἀπὸ τότε σὲ ὅλες τὶς τελετὲς ἔναρξης στὰ Ἑλληνικά.

Πάει καὶ τὸ Λίγο Φῶς...

Πάει καὶ τὸ λίγο φῶς, δετός, ἄνεργος, νύχτα, τρέμω, καίω.
Χέρι ἁπλωμένο, λυτρωμός, ἢ χέρι ποὺ θὰ μὲ συντρίψης,
σαρκικὴ γλύκα μυστική, μόνο μ᾿ ἐσὲ ἀναπνέω,
δὲν ξέρω ποιό σου τ᾿ ὄνομα, σοῦ δέομαι, μὴ μοῦ λείψῃς.


Τὸ Διαμαντένιο του Ὄρθρου μου...

Τὸ διαμαντένιο του ὄρθρου μου πετράδι!
―Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ τὸ πάθος ποὺ δὲν ξέρει
παρὰ ἐσένα οὐρανὸ κ᾿ ἐσένανε ᾅδη,
μὲ τὸ πάθος τυφλό του σφιχτοχέρη.

Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ τὸν ἥλιο, μὲ τὸ ἀστέρι
ποῦ ὁλογλυκαίνει τὸ πικρὸ ἀχνὸ βράδι,
καὶ μὲ τοῦ Γεναριοῦ τὸ καλοκαῖρι,
μ᾿ ἐσᾶς τῆς μυγδαλιᾶς ὁλόανθοι κλάδοι.

Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια,
μὲ τὰ ξερὰ τὰ φύλλα ποὺ χρυσάφι
στρώνουν ταπὶ στ᾿ Ἅγίου Ἀντρεὸς τὸ μῆνα.

Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ τῆς θλίψης τὰ τρηδόνια
καὶ μὲ τῆς ἀναγάλλιασης τὰ κρῖνα.
M᾿ ὅσα οἱ κούνιες κρατᾶν καὶ μ᾿ ὅσα οἱ τάφοι.


Τὸ Φάντασμα

Ὡραῖε νεκρέ, μονάρχη ἐσὺ τοῦ μυστικοῦ οὐρανοῦ μου
ἀστέρινε, ἦρθες πάλι,
σ᾿ ἔφερε ἡ νύχτα, φάντασμα τοῦ λατρευτοῦ μου
στὴν ὀρφανή μου ἀγκάλη.
Καὶ σὲ κρατοῦσα ὅπως ποτὲ δὲν κράτησε μητέρα
τὸ πρωτογέννητο παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της,
καὶ κάποιου πόνου μία ψυχή, χυμένη ἀπ᾿ ἄλλο ἀέρα,
τὴν ὄψη σου τὴν ἅγιαζε μὲ τ᾿ ἀντιφέγγισμά της.
K᾿ εἴσουν ὡραῖος, ὅπως ποτὲ κανένας ἔρωτάς μου
δὲν εἴτανε στῆς νιότης μου τὰ χρόνια,
καὶ σώπαινες, ὅπως ποτὲ δὲ μίλησαν τ᾿ ἀηδόνια
τῶν ποιητῶν στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου.


Ὕμνος τῶν Αἰώνων

Μητέρα μας πολύπαθη, ὦ ἀθάνατη,
δὲν εἶναι μόνο σου στολίδι οἱ Παρθενῶνες·
τοῦ συντριμμοῦ σου τὰ σπαθιὰ στὰ κάμανε
φυλαχτὰ καὶ στεφάνια σου οἱ αἰῶνες.

Καὶ οἱ πέτρες ποὺ τὶς ἔστησε στὸ χῶμα σου
τὸ νικηφόρο χέρι τοῦ Ῥωμαίου,
κ᾿ ἡ σταυροθόλωτη ἐκκλησιὰ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο,
στὸν τόπο τοῦ πολύστυλου ναοῦ τοῦ ἀρχαίου,

Κι αὐτὸ τὸ κάστρο ποὺ μουγγρίζει μέσα του
τῆς Βενετιᾶς ἀκόμη τὸ λιοντάρι,
κι ὁ μιναρὲς ποὺ στέκει, τῆς ὁλόμαυρης
καὶ τῆς πικρότατης σκλαβιᾶς ἀπομεινάρι,

Καὶ τοῦ Σλάβου τὸ διάβα ἀντιλαλούμενο
στ᾿ ὄνομα ποὺ μᾶς ἔρχεται στὸ στόμα
-μὲ τὸ γάλα τῆς μάννας ποὺ βυζάξαμε-
σὰν ξένη ἀνθοβολιὰ στὸ ντόπιο χῶμα,

Ὅλα ἕνα νύφης φόρεμα σοῦ ὑφαίνουνε,
σοῦ πρέπουνε, ὦ βασίλισσα, σὰ στέμμα,
στὴν ὀμορφάδα σου ὀμορφιὰ ἀπιθώσανε
κ᾿ εἶναι σὰ σπλάχνα ἀπ᾿ τὸ δικό σου τὸ αἷμα.

Ὦ τίμια φυλαχτά, στολίδια ἀταίριαστα,
ὦ διαβατάρικα, ἀπὸ σᾶς πλάθετ᾿ αἰώνια,
κόσμος ἀπὸ παλιὰ κοσμοσυντρίμματα,
ἡ νέα τρανὴ Πατρίδα ἡ παναρμόνια!


Ὦ Πηνελόπη, Ἀγρύπνησα...

Ὦ Πηνελόπη, ἀγρύπνησα, ῾τι μοῦ εἶχες γίνει ταῖρι,
τὴ νύχτα ἑνὸς ἑξάμετρού μας φώτιζε τ᾿ ἀστέρι,
γυναῖκα, λύρα, καὶ τὰ δυὸ κυρίαρχα, τόσο ὡραῖα!
Ὅσο δὲν εἴταν τρομερὸ τὸ τόξο σου, Ὀδυσσέα!


Ἔρχομ᾿ Ἐγώ...

Ἔρχομ᾿ ἐγώ, φτάνω ἐγὼ πρὸς Ἐσένα!

K᾿ ἔτσι σὲ ἡμέραν ἠλιόκαλην ὅπως
τὸ βραδινὸ ξαφναπλώνουμε σκότος
κλείνοντας γύρω μας κάθε φεγγίτη
γιὰ νὰ χαρούμ᾿ ἐκεῖ ἀπάνου στὸν τοῖχο
κάποιους ριγμένους μ᾿ ἕν᾿ ἄλλο φῶς ἤσκιους,
ἔτσι στὸ φῶς τῆς ζωῆς μου ἕνα σκότος
ἔξαφν᾿ ἁπλώνω. Τῆς εἶπα τῆς Νύχτας:
―Kλέφτρα, δὲν τρέμω, νὰ ψάξω ῾σὲ στάσου.―
K᾿ ἔκλεισα μέσα μου κάθε φεγγίτη
γιὰ νὰ χαρῶ ξανοιγμένον ἀπάνου
στοῦ μυστηρίου τὸν ἀγκρέμιστο τοῖχο,
ὤ! τὸν ὁλόφωτον ἤσκιον, Ἐσένα!

Καὶ τῆς καρδιᾶς: ―Ξερριζώσου, τῆς εἶπα,
καὶ τῆς βουλῆς μου: ―Παράλυτη πέσε!
Σβύσου! Τῆς μνήμης, τῆς γνώμης: Κοιμήσου!
Τὴ φαντασία τὴν ἔπνιξα, σπρώχνω
κάθε χαρὰ στὸ γκρεμό, κάθε λύπη
τὴ μαχαιρώνω, κι ὀλάγρια μαδώντας
ποδοπατῶ τῆς ἀγάπης τὰ ρόδα.
K᾿ ἔκραξα: ―Μάτια, κλειστῆτε, καὶ χείλη
μοῦ, βουβαθῆτε, κι αὐτιά, μὴν ἀκοῦτε.
Κι ὅταν τὸ εἶναι μου ὁλόγυμνον, ἄλλο,
ξένο καὶ ἀπ᾿ ὅλα του γύρω καὶ ὁλοῦθε
σὰν ἀπὸ ἀέρα καὶ σὰν ἀπὸ λαύρα
τὸ γοργοφύσημ᾿ ἀκράτητο πῆρε
πρὸς τ᾿ ἀξεδιάλυτου χάους τὸ δρόμο,
εἶπα:
―Eσύ τώρα, ἐσὺ τώρα, ἐσὺ τώρα,
γίνε Καρδιά, Φαντασία καὶ Μνήμη,
δείξου Βουλή, γλυκοπρόσταξε Γνώμη,
κᾶψε μὲ Λύπη, Χαρὰ φίλησέ με,
κλεῖσε μ᾿ ἐσὺ στὴν ἀγκάλη σου, ἀγάπη,
στόμα μου ἐσὺ καὶ ἀκοές μου καὶ μάτια.
Κᾶμε μ᾿ Ἐσύ, κλείσου μέσα μου Ἐγώ μου
καὶ μὲ τοῦ εἶναι μου σμίξου τὸ εἶναι!


«Σατυρικὰ γυμνάσματα», δεύτερη σειρά

1.
Στ᾿ ἀκάθαρτα κυλῆστε μας τοῦ βούρκου,
καὶ πιὸ βαθιά. Πατῆστε μας μὲ κάτι
κι ἀπὸ τὸ πόδι πιὸ σκληρό του Τούρκου.

Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλῆδες,
οἰκοπεδοφαγάδες, ἀβοκᾶτοι,

κομματάρχηδες καὶ κοτζαμπασῆδες,
καὶ τῆς γραμματικῆς οἱ μανταρίνοι
καὶ τῆς πολιτικῆς οἱ φασουλῆδες,

ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!
-Ἀμάν! Ἀγά, στὰ πόδια σου! ἄκου! στάσου!
Βυζαντινοὶ — Γασμοῦλοι — Λεβαντίνοι.

Ρωμαίικο, νά! Μὲ γειά σου, μὲ χαρά σου.

μέρος β´

Οἱ βωμοὶ συντριμμένοι καὶ σβησμένα
τὰ πολυκάντηλα ὅλα τῆς λατρείας.
Οὔτ᾿ ἡ Ἀθηνᾶ, πολεμικὴ παρθένα,
καὶ μήτε ἡ εὐλογία τῆς Παναγιᾶς.
Σ᾿ ἀρχαῖα καὶ νέα, παλάτια καὶ ρημάδια
τ᾿ ἄδειο παντοῦ· τὸ κρύο τῆς ἀθεΐας.

Σὰν ἀγριμιῶν καὶ σὰν ἀρνιῶν κοπάδια
ζοῦν οἱ ζωές, τρῶν, τρώγονται καὶ πᾶνε.
Κι ἀπάνου ἀπ᾿ ὅλα τῶν θεῶν τὰ βράδια
ὑπέρθεα ξωτικὰ φεγγοβολᾶνε
μακριὰ ἀπὸ μᾶς Ἰδέα καὶ Ἐπιστήμη.

Βάρβαροι σὲ ναοὺς τὶς προσκυνᾶνε.

Τ᾿ ἄτι σου ἀκόμα μᾶς πατᾷ, Μπραΐμη!

4
Σκύλος κοκκαλογλύφτης φέρνει γύρα
κράκ! τάκ! τῆς γειτονιᾶς τοὺς τενεκέδες.
Ὁ ποσαπαίρνης μὲ τὸ θεσιθήρα

γιὰ τὴν πατρὶς καυγᾶ στοὺς καφενέδες.
Οἱ γάτοι λυγεροὶ στὰ κεραμίδια
ταιριάζουν ἐρωτόπαθους γιαρέδες.

Φαγοπότι, ξαπλωταριό, τὰ ἴδια.
Τὰ θέατρα, τὶς ταβέρνες, τὰ πορνεῖα,
φάμπρικες, μπάνκες, σπίτια, ἀποκαΐδια,

τ᾿ ἀνταμώνει ἀττικώτατη ἁρμονία.
Καὶ κοιμισμένη στὰ ὄνειρά της βλέπει
μουρλὴ γλωσσοκοπάνα Πολιτεία

τὸν Περικλῆ. Μὰ ὁ Χασεκὴς τῆς πρέπει.


Σταλμένο τοῦ ποιητῆ Λ. Μαβίλη

Στὴ σιγαλιὰ ἡ ψυχή σου εἶναι φευγάτη,
μόνη· μισεῖς τὸ στόμα ποὺ γαυγίζει,
ἀλλ᾿ ὦ τοῦ ἀρχοντικοῦ σονέττου ἐργάτη,
τῆς πατρίδας ἡ ἀγάπη σὲ φλογίζει.

Σ᾿ ἀλαβαστρένια γάστρα ὁλογιομάτη
ἀπ᾿ ἁγνὴ ντόπια γῆ μοσκομυρίζει
καὶ τρέμει ἕνα λουλούδι ὀνείρου,
κάτι ποὺ δύσκολα ὁ καθεὶς τὸ ξεχωρίζει.

Γάστρα εἶν᾿ ὁ στίχος, καὶ λουλούδι ὁ νοῦς σου.
Μὰ τὴ γάστρα τὴ σύντριψ᾿ ἕνα χέρι,
κ᾿ ἡ γαλανὴ ὀμορφιὰ τοῦ λουλουδιοῦ σου

τὸν καπνὸ τῆς μπαρούτης ηὗρε ταίρι
στὴν Κρήτη, στὴν κορώνα τοῦ πελάγου,
μάννα τῆς ρίμας καὶ τοῦ τουρκοφάγου.

1896


Μικρούλα

Ἔλα μικρούλα, καὶ στ᾿ ἀχνὸ
ἂς πᾶμε ἐκεῖνο τὸ βουνὸ
νὰ χτίσουμε καλύβι.
Τὸ βλέπεις; Σύγνεφα πολλὰ
σὰ γερο - γίγας κουβαλᾷ
στὴ ράχη του καὶ σκύβει.

Ἐκεῖ τὰ χιόνια του ὁ Χιονιᾶς
μὲς στὴν καρδιὰ τῆς σκοτεινιᾶς
διπλόχουφτα σωριάζει.

καὶ σὰν παλεύουν τὰ στοιχειά,
πύρινη γλῶσσα σὰν ὀχιὰ
ὁ κεραυνὸς τινάζει.

Ἐκεῖ εἶναι ὁ Λύκος ποὺ πεινᾷ,
καὶ λάμπει του στὰ σκοτεινὰ
τὸ λιμασμένο μάτι...
Ὤ, πᾶμε, ναί. Σὰν ἀλυχτᾷ,
θὰ μ᾿ ἀγκαλιάζῃς πιὸ σφιχτὰ
στοῦ πόθου τὸ κρεβάτι.


Ὁ γκρεμιστής

Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!


Βραχώρι

Πόσες μᾶς θρέψανε στιγμές, καὶ πῶς τὶς λησμονοῦμε!
Τοῦ Ζαλοκώστα τὸ τραγούδι ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι,
ψάλτης του καθὼς τό ῾λεγα στῶν χρόνων μου τῶν νέων
τὸ λυρικό, τὸ ἀκράταγο μεθύσι:
«Τριίππουρος πασὰς κινεῖ ἀπὸ Βραχώρι πνέων
                                           ἄγρια μίση …».

Χαρά, τρισύλλαβο ὄνομα λαμπρόηχο, τὸ Βραχώρι!
κ᾿ ἐσὺ λαμπρή, τῆς Ρούμελης χαρά, δουλεύτρα κόρη,
κι᾿ ἂν ἄλλο πῆρες, ὄνομα θαμμένο στὰ βιβλία,
μ᾿ ἀρέσει τ᾿ ἀρματωλικὸ ὄνομά σου
μὲ τοῦτο, καὶ ὁλοζώντανη, τὴ βλέπει ἡ φαντασία
                                           τὴ ζωγραφιά σου.

Ηὗρα μές᾿ στὰ λαγκάδια σου παρθένα κατατόπια.
Καὶ ἀπὸ τοὺς βράχους τῆς Κλεισούρας, κάστρα σὰν κυκλώπεια
πέρασα στὰ νερόχαρα τοῦ Ἀλάμπεη τὰ γιοφύρια
παιδὶ γιὰ νὰ ῾ρθῶ ἀσήμαντο σ᾿ ἐσένα.
Κῆποι, νερά, σπίτια πουλιά, γαστροῦλες, παραθύρια
                                            σ᾿ Ἐσὲ ἦταν ἕνα.

Θυμοῦμαι: Κάποιας λίμνης σου φανταχτερῆς μία μέρα
θωριά, σὰ νὰ μὲ φτέρωσε σ᾿ ἄλλου πλανήτη ἀέρα,
καὶ τ᾿ Ἀσπροπόταμου ἄκουσα κι ἀπὸ μακριὰ τὸ ρέμα
νὰ μοῦ βουίζη, ὁρμὴ ἑνὸς πλάστη κόσμου.
Δειλός, ὀκνός, μὰ ὀρθώνονταν μὲ ξαναμμένο τὸ αἷμα
                                            τὰ νιάτα ἐμπρός μου.

Τῆς Μούσας ὑποτακτικός, δικούς μου ἀνοίγω δρόμους
καὶ δένω τὶς ἀγάπες μου στῆς ἁρμονίας τοὺς νόμους.
-Πρόκοβε, γῆ, πληθαίνοντας τὸ γνώριμο βοτάνι,
τὴν ὥρα, ἡδονικὰ σὰν τὸ ροφοῦμε,
μές᾿ στοὺς ἀχνούς του γαλανοὺς πιὸ γαληνὴ μᾶς κάνει
                                                       νὰ τὴ χαροῦμε.

Πρόκοβε, χώρα εὐλογητή, καθάρια, καρποφόρα.
Μέρες καὶ Μοῖρες τάχα ποιὲς μᾶς καρτεροῦνε, χώρα;
Καὶ ὁ καταλύτης πόλεμος κι᾿ ἡ πλουτοδότρα εἰρήνη
θυσίας βωμοί, πάντα νὰ ζεῖ ἡ Πατρίδα.
Γιὰ ὅσα περνοῦν ἢ μέλλονται βοηθὸς Θεὸς ἂς δίνῃ
                                                θύμηση, ἐλπίδα.

Γραμμένο γιὰ τὸ «Θάρρος». Ἀθήνα, 14-12-1926.


Χριστούγεννα

Τί φῶς καὶ χρῶμα κι ἐμορφιὰ νὰ σκόρπιζε τ᾿ ἀστέρι,
ὁποὺ στὴν κούνια τοῦ Χριστοῦ, τοὺς μάγους ἔχει φέρει!...

Νἄμουν τοῦ σταύλου ἕν᾿ ἄχυρο, ἕνα φτωχὸ κομμάτι,
τὴν ὥρα π᾿ ἄνοιγ᾿ ὁ Χριστὸς στὸν ἥλιο του τὸ μάτι!

Νὰ ἰδῶ τὴν πρώτη του ματιὰ καὶ τὸ χαμόγελό του,
τὸ στέμμα τῶν ἀκτίνων του γύρω στὸ μέτωπό του.

Νὰ λάμψω ἀπὸ τὴ λάμψι του κι᾿ ἐγὼ σὰν διαμαντάκι
κι᾿ ἀπὸ τὴ θεία του πνοὴ νὰ γίνω λουλουδάκι.

Νὰ μοσκοβοληθῶ κι᾿ ἐγὼ ἀπὸ τὴν εὐωδία,
ποὺ ἄναψε στὰ πόδια του τῶν Μάγων ἡ λατρεία...

Ἄχ, ἄχ, χριστουγεννιάτικο τῆς φαμελιᾶς τραπέζι,
ποὺ ταίρι ταίρι ἡ ὄρεξη μὲ τὴν ἀγάπη παίζει!

Τὰ ποτηράκια ἠχοῦν γλυκά, λαμποκοποῦν τὰ πιάτα,
γύρω φαιδρὰ γεράματα καὶ προκομένα νιάτα!

Γάλλος στὴ μέση ὁλόζεστος μοσχοβολᾶ, ῥοδίζει,
μοιράζει ἡ μάνα γνωστικὰ καὶ τὴ χαρὰ σκορπίζει...

Καὶ νά, ἀρχίζει ἀκούραστη ὁ πάππος ὁμιλία,
τῶν Χριστουγέννων μιὰ γνωστὴ πανάρχαια ἱστορία...

Νἄμουν τοῦ σταύλου ἕνα ἄχυρο ἕνα φτωχὸ κομμάτι
Τὴν ὥρα π᾿ ἄνοιγ᾿ ὁ Χριστὸς στὸν ἥλιο του τὸ μάτι!


Ὁ ἑλληνικὸς ὕμνος
Mistral (βραβεῖο Νόμπελ λογοτεχνίας 1904)
μετάφραση: Κωνσταντῖνος Παλαμᾶς

Μὲ τὴν αὐγὴ καὶ ἡ θάλασσα μενεξεδένια
λάμπει, καὶ μὲ τὸ φῶς τὰ πάντα ξανανιώνουν.
Νὰ ἡ ἄνοιξη γυρίζει, νὰ τὸ χελιδόνι
στὸν Παρθενώνα ξαναχτίζει τὴ φωλιά του!
Πανίερη Ἀθηνᾶ, τίναξε τὸ πουλί σου
στ᾿ ἀμπέλια μας ἀπάνω τὰ σαρακωμένα.
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.

Ἀγάλια ἀγάλια ἀποχρυσώνεται τὸ κύμα,
νὰ ἡ ἄνοιξη γυρίζει, μέσ᾿ στὰ κορφοβούνια
τοῦ Προμηθέα τὰ σπλάχνα σκίζοντας ἕνα ὄρνιο
μεγάλο, ἀσάλευτο ξανοίγεται μακριάθε
γιὰ νὰ διώξεις τὸ μαῦρο γύπα ποὺ σὲ τρώει,
ἁρμάτωσέ μας, νέε νησιώτη, τὸ καράβι.
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.

Τ᾿ ἀνάκρασμα τ᾿ ἀκοῦτε τῆς ἀρχαίας Πυθείας;
«Νίκη στῶν ἡμιθέων τ᾿ ἀγγόνια!» Ἀπὸ τὴν Ἴδη
ὡς τῆς Νικαίας τ᾿ ἀκρογιάλια ξανανθίζουν
αἰώνιες οἱ ἐλιές. Μὲ τ᾿ ἄρματα στὰ χέρια
ἐμπρός! Τὰ ὕψη τῶν βουνῶν ἂς τ᾿ ἀνεβοῦμε,
τοὺς Σαλαμίνικους ἀντίλαλους ξυπνώντας!
Ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.

Κ᾿ ἔλα, ἑτοιμάστε τὰ λευκὰ φορέματά σας,
ἀρραβωνιαστικές, γιὰ νὰ στεφανωθῆτε
στὸ γυρισμὸ τοὺς ἀκριβούς σας μέσ᾿ στὸ λόγγο
γι᾿ αὐτοὺς ποὺ σᾶς γλυτώσανε κόφτε τὴ δάφνη.
Ἀγνάντια στὴ σκυφτὴ καὶ ντροπιασμένη Εὐρώπη,
ἂς πιοῦμε ξέχειλη τὴ δόξα παλληκάρια.
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.

Ὅ,τι ἔγινε μπορεῖ νὰ ξαναγίνει, ἀδέρφια!
Στῶν πυρωμένων τούτων βράχων τὴν λαμπάδα
μὲ σάρκα θεία μπόρεσ᾿ ὁ ἄνθρωπος νὰ νοιώσῃ
τὸ φωτερώτερο κι ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄνειρά του.
Κι ἡ χριστιανὴ ψυχὴ βωβὴ ἐκεῖ πέρα θὰ εἶναι;
Κ᾿ ἐμεῖς ἑνὸς κορμιοῦ ξερόκλαδα ἐκεῖ πέρα;
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.

Τὸ Μαραθώνιο πεζοδρόμο ἀκολουθώντας
κι ἂν πέσουμε, τὸ χρέος μας ἔχουμε κάμει!
Καὶ μὲ τὸ αἷμα τοῦ προγόνου μας Λεωνίδα
τὸ αἷμα μας, θριάμβων αἷμα, ταιριασμένο,
θὰ πορφυρώσει τὸν καρπὸ τὸν κοραλλένιο
καὶ τὸ σταφύλι τὸ κρεμάμενο στὸ κλῆμα.
Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.

Τῆς ἱστορίας μας φέγγουν τρεῖς χιλιάδες χρόνια,
Ὀρθοί! Καὶ πρόβαλε ἀπὸ τώρα τὸ παλάτι
στὸν τόπο ἐκεῖ ποὺ λύθηκαν τὰ κακὰ μάγια,
κι ὁ φοίνικας ξαναγεννιέται ἀπὸ τὴ στάχτη.
Στὶς ἀμμουδιὲς τῆς Μέκκας διῶξέ το ἥλιε,
τὸ μισοφέγγαρο μακριὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό μας...
Ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα,
θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.


Ἡ ἀρχή

Σὲ ξένη χώρα γυριστὴς καλέστηκα σὲ γάμο,
ἡ νύφη εἶναι πεντάμορφη, καὶ μάγος ὁ γαμπρός,
καὶ καβαλλάρης βρίσκομαι καὶ τρέχω νὰ προκάμω·
δὲν ἔχει ὁ δρόμος τελειωμὸ κι ὅλο τραβάω ἐμπρός.

Ὅλο καὶ δρόμος, κι ὅλο ἐμπρός· μὰ ὅσο νὰ φτάσω σὲ ἄκρη,
τοῦ ἀλόγου ἀσημοπέταλου βαστῶ τὴ γαύρη ὁρμή,
καὶ συμμαζεύω συνετά του ταξιδιοῦ τὰ μάκρη
μὲ κάποιους ἤχους ποὺ ξυπνοῦν ἐντός μου σὰν καημοί.

Ἦχοι παλιοὶ καὶ γνώριμοί μου γλυκοψιθυρίζουν
τῶν γυναικῶν τὶς ὀμορφιές, τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν,
λουλούδια μου μοσκοβολοῦν κι ἀνθοὶ ποὺ δὲ μυρίζουν
ἔχουν τὴ γλώσσα τῶν βουβῶν ὁλάνοιχτων ματιῶν.

Καὶ ξανασμίγω ἀθέλητα καὶ ξαναλέω τὴ ρίμα
ποὺ ἀντιλαλεῖ μονοτροπα τὶς φλόγες τῶν καρδιῶν,
κι ὅσα φιλάκια σπαταλᾶ στὴν ἀμμουδιὰ τὸ κύμα
κι ὅσα πουλάκια κελαϊδᾶν στὰ χείλη τῶν παιδιῶν.

Ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 105


Ἀγάπες

Ἄλλοι ἀγαπᾶν τὰ ντροπαλὰ καὶ τὰ μικρούλια,
μέσ᾿ στὰ κλουβιὰ γλυκοταΐζουν τὰ πουλάκια,
μὲ τοῦ περιβολιοῦ στολίζονται τὰ γιούλια,
καὶ πίνουν τὸ νερὸ ποὺ κελαϊδεῖ στὰ ρυάκια.

Εὐφραίνουν ἄλλους γύρω στῆς γωνιᾶς τὰ θράκια
τὰ παραμύθια· ἄλλοι γρικᾶν τὰ νυχτοπούλια
καὶ σπαρταρᾶν· κι ἄλλοι, τρανοῦ καημοῦ σκλαβάκια,
λιβάνι καῖνε ἁγνὸ στῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.

Κι ἄλλοι βαθιοὺς διψᾶν τοὺς ἴσκιους μέσ᾿ στὰ δάση,
καὶ σεντεφένια τὴν αὐγή, καὶ ματωμένη
τὴ δύση, τὴ γυμνὴ ἐρημιὰ φωτοκαμένη·

ἐσένα ἀγάπη δὲ σὲ δένει μὲ τὴν πλάση·
ἐκεῖ ποὺ σμίγ᾿ ἡ θάλασσα μὲ τὸν αἰθέρα
δρόμο ζητᾶς γιὰ νὰ διαβῆς· νὰ φύγης πέρα!

1896

Ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 29


Ἀγορά

Πάντα διψᾶς –ὅπως διψάει τὸ πρωτοβρόχι
στεγνὴ καλοκαιριὰ– τὸ βλογημένο σπίτι,
καὶ μιὰ κρυφὴ ζωὴ σὰ δέηση ἐρημίτη,
ἀγάπης καὶ ἀρνησιᾶς ζωούλα σὲ μιὰ κώχη.

Διψᾶς καὶ τὸ καράβι ποὺ τὸ πέλαο τὸ ᾿χει,
κι ὅλο τραβάει μὲ τὰ πουλιὰ καὶ μὲ τὰ κήτη,
κ᾿ εἶναι μεστὴ ἡ ζωὴ τοῦ μ᾿ ὅλο τὸν πλανήτη·
καὶ τὸ καράβι καὶ τὸ σπίτι σου εἶπαν : «Ὄχι!

Μήτε ἡ παράμερη εὐτυχιὰ ποὺ δὲ σαλεύει,
μήτε ἡ ζωὴ π᾿ ὅλο καὶ νέα ψυχὴ τῆς βάνει
κάθε καινούργια γῆ καὶ κάθε νιὸ λιμάνι·

μόνο τ᾿ ἀλάφιασμα τοῦ σκλάβου ποὺ δουλεύει·
σέρνε στὴν ἀγορὰ τὴ γύμνια τοῦ κορμιοῦ σου,
ξένος καὶ γιὰ τοὺς ξένους καὶ γιὰ τοὺς δικούς σου.»

1896

Ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 28


Χαλάσματα

Γύρισα στὰ ξανθὰ παιδιάτικα λημέρια,
γύρισα στὸ λευκό της νιότης μονοπάτι,
γύρισα γιὰ νὰ ἰδῶ τὸ θαυμαστὸ παλάτι,
γιὰ μὲ χτισμένο ἀπ᾿ τῶν Ἐρώτων τ᾿ ἅγια χέρια.
Τὸ μονοπάτι τὸ ᾿πνιξαν οἱ ἀρκουδοβάτοι,
καὶ τὰ λημέρια τὰ ᾿καψαν τὰ μεσημέρια,
κ᾿ ἕνας σεισμὸς τὸ ᾿ρριξε κάτου τὸ παλάτι,
καὶ μέσ᾿ στὰ ἐρείπια τώρα καὶ στ᾿ ἀποκαΐδια
ἀπομένω παράλυτος· σαῦρες καὶ φίδια
μαζί μου ἀδερφοζοῦν οἱ λύπες καὶ τὰ μίση·
καὶ τὸ παλάτι ἕνας σεισμὸς τό ῾χει γκρεμίσει.

Ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 72


Τραγούδι ἑνὸς πατέρα

Ὢ τοῦ σπιτιοῦ μου πρωτογέννητο καμάρι,
θυμᾶμαι τοῦ ἐρχομοῦ σου τὴν ἁγία τὴ μέρα·
μιὰ χαραυγούλα σὰν μαργαριτάρι
λεύκαινέ τον ἀστρόσπαρτο ἀκόμα αἰθέρα.

Τὸ ρόδο ὁλόδροσο δὲν ἔμοιαζες πρὶν πάρῃ
ν᾿ ἀνοίξῃ, ἀγκαλιασμένο ἀπ᾿ τὴ χλωρὴ μητέρα,
σὰν ἄπλερο καὶ σὰν ἐλεεινὸ σφαχτάρι
ἦρθες ριμμένο ἀπὸ σκληρόχερο ἐδῶ πέρα,

καὶ σὰ νὰ ζήταγες βοήθεια, ἄρχισες θρῆνο
πιὸ θλιβερὸ ἀπὸ χτύπο νεκρικῆς καμπάνας,
κ᾿ ἔσμιξε μὲ τὸ βόγγο τὸ στερνὸ τῆς μάννας

ὁ πρῶτος θρῆνος. Ἄρχισε τὸ μέγα Δράμα!
Τ᾿ ἀκολουθῶ, κ᾿ αἰστάνομαι μπροστὰ σὲ κεῖνο
ἐλέου καὶ φόβου μυστικὸ μέσα μου κλάμα.

1894

Ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 35


Τὸ φάντασμα

Ὡραῖε νεκρέ, μονάρχη ἐσὺ τοῦ μυστικοῦ οὐρανοῦ μου
ἀστέρινε, ἦρθες πάλι,
σ᾿ ἔφερε ἡ νύχτα, φάντασμα τοῦ λατρευτοῦ μου
στὴν ὀρφανή μου ἀγκάλη.
Καὶ σὲ κρατοῦσα ὅπως ποτὲ δὲν κράτησε μητέρα
τὸ πρωτογέννητο παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της,
καὶ κάποιου πόνου μιὰ ψυχή, χυμένη ἀπ᾿ ἄλλο ἀέρα,
τὴν ὄψη σου τὴν ἅγιαζε μὲ τ᾿ ἀντιφέγγισμά της.
Κ᾿ εἴσουν ὡραῖος, ὅπως ποτὲ κανένας ἔρωτάς μου
δὲν εἴτανε στῆς νιότης μου τὰ χρόνια,
καὶ σώπαινες, ὅπως ποτὲ δὲ μίλησαν τ᾿ ἀηδόνια
τῶν ποιητῶν στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου.

1906

Ἡ πολιτεία καὶ ἡ μοναξιά, 1912
Ἅπαντα, τόμ. Ε´, σελ. 470


Σὲ μιὰ ποὺ πέθανε

Ζωούλα ἐσύ, ποὺ σ᾿ ἔσβησε τὸ φύσημα τοῦ Χάρου
στὴν ἀγκαλιὰ τῶν ἁπαλῶν ὀνείρων τῆς αὐγῆς,
στὴ σκαλιστὴ δὲ δύναμαι λαμπράδα τοῦ μαρμάρου
νὰ σ᾿ ἀναστήσω ἀθάνατη, φτωχὸς τραγουδιστής.

Ὦ σωπασμένη μουσική, ποὺ ἡ μνήμη δὲ μπορεῖ μου,
νὰ θυμηθῇ τὸν ἦχο σου καὶ νὰ τὸν ξαναπῇ,
γι᾿ αὐτὸ μὲ κάτι πιὸ βαθὺ τὴ δένεις τὴν ψυχή μου,
ἐσὺ ἀτραγούδιστη κ᾿ ἐσὺ ἀζωγράφιστη πνοή.

Σὰ μακρινὸ ξημέρωμα χάραξες μέσ᾿ στὸ νοῦ μου,
πολὺ γλυκό, πολὺ δειλό, πολὺ διαβατικό.
Μιὰ μέρα ἀπάνω ἀπὸ τ᾿ ἁγνὸ κεφάλι τοῦ παιδιοῦ μου
ἀνθοῦ χαμόγελο ἔσκυψες καὶ χάϊδεμ᾿ ἀγαθό.

Καὶ κάτι μέσα μου ἄφησες ξανθὸ σὰν κεχριμπάρι,
καὶ πέρασες ἀγύριστη. Καὶ τώρα στὴ βραδιά,
ποὺ ἀργὰ ἀνεβαίνει μέσα μου, τὴν ὄψη σου ἔχει πάρει
τῶν γαλανῶν παραμυθιῶν ἡ ἄϋλη ξωτικιά.

Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 115


Τοὺς μενεξέδες...

Τοὺς μενεξέδες ἔλυωσε
τὸ πέταλο τοῦ ἀλόγου,
τὴ φοινικιὰ τὴ σώριασε
γοργὰ τὸ ἀργὸ πριόνι,
τοῦ κήπου ἡ πόρτα κλείστηκε,
γυρνῶ στὸ σπίτι, πάει,
σεισμὸς τὸ ξεθεμέλιωσε·
στὸ μνῆμα πάω, μὲ διώχνει.

Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 146


Καὶ τέτοιος...

Καὶ τέτοιος ποὺ εἶμαι, καὶ μὲ τέτοια
καρδιά, πουλὶ ὁλοτρέμουλο σ᾿ ἀρρωστημένα στήθια,
ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς καὶ τοὺς μεστοὺς τοῦ κόσμου
ἐγὼ εἶμαι πιὸ κοντὰ στὸ φῶς καὶ στὴν ἀλήθεια.

Γι᾿ αὐτὸ μουγκρίζει μέσα μου βαθιά,
καὶ μ᾿ ὅλη τὴν ἀχάμνια μου καὶ μ᾿ ὅλο τὸ μαράζι,
πρὸς ὅλους τοὺς μεστοὺς καὶ δυνατοὺς τοῦ κόσμου
μιὰ καταφρόνεση. Καὶ μοῦ ταιριάζει.

Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 146


Πάει τὸ ταξίδι...

Πάει τὸ ταξίδι, φτάσαμε. Τ᾿ ὡραῖο νησάκι νά το!
Διπλὰ ἀκρογιάλια. Τ᾿ ἀνοιχτό, φῶς ὅλο, τὸ χιονάτο,
μὲ τὰ γραμμένα ἐρείπια καὶ μὲ τὰ μαυροπούλια·
καὶ τ᾿ ἄλλο. Ὢ δάση ἀπὸ μυρτιές, ὢ κῆποι ἀπὸ ζουμπούλια,
καὶ κάτω ἀπὸ τῆς νεραντζιᾶς τῆς φουντωτῆς τα κλώνια,
ὢ ἴσκιοι! οἱ ἔρωτες μιλοῦνε, ἀντιμιλοῦν τ᾿ ἀηδόνια.
Τὸ ἕν᾿ ἀκρογιάλι Ἐδῶ! μᾶς λέει, τ᾿ ἄλλο ἀκρογιάλι Νἄμε!
Βαρκούλα, ποῦ θ᾿ ἀράξουμε; Βαρκάρη, ποῦ θὰ πᾶμε;

Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 155


Τὸν πόνο σου...

Τὸν πόνο σου ἐδῶ πέρα μὴ τὸν παρατᾶς,
μὲ μιὰ φροντίδα μητρικὴ ταξίδεψέ τον,
ὅπου ζωή, ὅπου ὄνειρο, στὰ μακρινὰ καὶ στὰ ψηλά·
καὶ πήγαινέ τον ὕστερα καὶ ριζοφύτεψέ τον
ἐκεῖ στὴ χώρα τὴν κατανάκρη τοῦ ἀμίλητου·
στὰ μάτια του συμμάζωξε καὶ θάψε τὴ φωνή του,
κι ἀνίσως δὲ βαστάξουνε τὰ μάτια του καὶ κλείσουνε,
κλεῖσε κ᾿ ἐσὺ τὰ μάτια σου καὶ πέθανε μαζί του.

Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 158


Ἀλάφρωσε...

Ἀλάφρωσε ἀπὸ τὸ λαμπρὸ τραγούδι τὴ φωνή σου,
ρίξε στὸ ἀσκέπαστο τὸ φῶς τὸ πράσινο κρυστάλλι,
στὸ πιὸ δειλὸ ψιθύρισμα βυθίσου
ποῦ ψιθυρίζει στὸ πιὸ ἥσυχο ἀκρογιάλι,
καὶ γίνε κάτι ποὺ ὅλο σβεῖ κι ὅλο σιγὰ ρωτάει...
Ἔτσι μπορεῖ νὰ ᾿ρθῇ ξανὰ καὶ ἀπόκριση νὰ φέρη
τ᾿ ὡραῖο πουλί, ποὺ τρόμαξε καὶ πέταξε καὶ πάει
ἀπὸ τὸν ἦχο ποὺ ξαφνίζει δυνατὸς τὸ ἀγέρι.

Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 170


Σιωπή

Μιὰ ψεύτρα εἶν᾿ ἡ βοή, τὰ λόγια εἶναι μαχαίρια,
παντοῦ εἶν᾿ ἡ πλάνη. Τραγουδάει σὲ κάθε ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια
καὶ μιὰ Σειρήνα ἕνα τραγούδι ἐπίβουλο θανάτου,
τρομάρα καὶ σπαρτάρισμα κάθε φωνὴ ἀπὸ κάτου,
κάθε ἁρμονία ἀπὸ ψηλά. Σιωπή, Σιωπή, μητέρα,
δός μου νὰ πιῶ στὸν κόρφο σου νέο γάλα, νέον αἰθέρα,
καὶ κάτι ποὺ δὲ λέγεται καὶ κάτι ποὺ ἀνασταίνει.
—Τοῦ κάκου· κάποιος μέσα μου μιλεῖ καὶ δὲ σωπαίνει...

Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 171


Νύχτα θὰ ξεκινούσαμε...

Νύχτα θὰ ξεκινούσαμε, θ᾿ ἀφήναμε τὴν πόλη,
στὸ λόφο θ᾿ ἀνεβαίναμε, ἀπὸ τὴ θάλασσα ὅλη,
στὴ δόξα του ὅλη ὅλο τὸν ἥλιο ὁλόχυτι νὰ ἰδοῦμε·
τῶν πρωτοπλάστων πρόσμενε ἡ χαρὰ νὰ τὴ χαροῦμε.

Μὰ ὁ ὕπνος μᾶς ἐγέλασε, καὶ ἀργήσαμε στὴν πόλη,
κ᾿ ὕστερα φύγαμε ἄπραχτοι πρὸς ἄλλο ἀραξοβόλι.
Ὅλα τοῦ ἥλιου τὰ ὄνειρα, σᾶς ὠνειρεύτηκα· ὅμως
ὅπου ξυπνήσω, ἀνήλιαγος πάντα στὴ νύχτα ὁ δρόμος.

Ἡ ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 175


Στὸν ποιητὴ ποὺ ἔγινε κριτικός μου

Ὅ,τι κι ἂν κάμεις,
ὅπου νὰ δράμεις,
ἀπ᾿ ὅποιο γένος,
δικός μου ἢ ξένος,
τοῦ κάκου! Ἐμπρός σου
πάντα θὰ μ᾿ ἔχεις,
πίσω μου τρέχεις·
τὸ τρέξιμό σου
νὰ μὴν τὸ βιάζῃς
καὶ λαχανιάζεις.
Νὰ μὲ θυμᾶσαι,
τέτοιος ὁ νόμος:
ὁ πεζοδρόμος
μιᾶς ἔγνοιας θά ῾σαι
κ᾿ ἐγὼ μιᾶς χάρης
ὁ καβαλλάρης.

Οἱ πεντασύλλαβοι, 1925
Ἅπαντα, τόμ. Ζ´, σελ. 461


Δὲν ξέρω ἐγὼ...

Δὲν ξέρω ἐγὼ κανένα θεὸ Χρέος,
ἕνα θεὸ ἐγὼ ξέρω· τὴν Ἀγάπη.
Ἀγάπη, ἀπὸ τὸ χρέος σου εἶμαι ὡραῖος.

Ἐσὺ μὲ κάνεις δοῦλο, ἐσὺ σατράπη,
φτερὰ τὰ κάνεις τὰ σκοινιὰ τοῦ γάμου·
πότε μὲ δέρνεις, βέργα ἑνὸς ἀράπη,

πότε ἀνθεῖς, περιβόλι ὁλόγυρά μου.
Ἐσὺ μὲ τὰ βαθιά τα καταφρόνια
μὲ γιομίζεις· πλαταίνεις τὴν καρδιά μου,

σὰ θάλασσας ἀγέρας τὰ πλεμόνια.
Ἔρωτα ἐσύ, μονάρχη καὶ γενάρχη!
Ἐσὺ τυφλὴ καὶ ἡ Μοίρα, ἐσὺ καὶ ἡ Πρόνοια.

Ὅ,τι δὲν ἀγαποῦμε, δὲν ὑπάρχει.

Σατιρικὰ γυμνάσματα, 1912
Ἅπαντα, τόμ. Ε´, σελ. 260


Σ᾿ ἀγαπῶ...

Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ τὴ γλώσσα
τοῦ πουλιοῦ τ᾿ ἀηδονιοῦ
καὶ μὲ τ᾿ ἄφραστα· μ᾿ ὅσα
στὸ θαμπό μου τὸ νοῦ

μισοζοῦν, ἀργορεύουν,
ἀπὸ χάος λαός,
κ᾿ ἐναγώνια γυρεύουν
τὴ μορφὴ καὶ τὸ φῶς.

Σ᾿ ἀγαπῶ μ᾿ ὅλα τ᾿ ἄστρα
τοῦ βαθιοῦ μου οὐρανοῦ.
Στήσου, ἀγάπη μου πλάστρα
στὸ θαμπό μου τὸ νοῦ,

καὶ τῶν ἴσκιων τὸ σμάρι
βουΐζει γύρω σου, ὢ πῶς!
ἀπὸ σὲ γιὰ νὰ πάρη
τὴ μορφὴ καὶ τὸ φῶς.

Τὰ παράκαιρα, 1919
Ἅπαντα, τόμ. Ζ´, σελ. 188


Ἀπὸ τὸ «βιβλίο τῶν ὡρῶν»

Rainer Maria Rilke

Σβύσε τὰ μάτια μου· μπορῶ νὰ σὲ κοιτάζω,
τ᾿ αὐτιά μου σφράγισέ τα, νὰ σ᾿ ἀκούω μπορῶ.
Χωρὶς τὰ πόδια μου μπορῶ νὰ ρθῶ σ᾿ ἐσένα,
καὶ δίχως στόμα, θὰ μπορῶ νὰ σὲ παρακαλῶ.
Κόψε τὰ χέρια μου, θὰ σὲ σφιχταγκαλιάζω,
σὰ νὰ εἶταν χέρια, ὅμοια καλά,
μὲ τὴν καρδιά.
Σταμάτησέ μου τὴν καρδιά, καὶ θὰ καρδιοχτυπῶ
μὲ τὸ κεφάλι.
Κι ἂν κάμῃς τὸ κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, ἐγὼ
μέσα στὸ αἷμα μου θὰ σ᾿ ἔχω πάλι.

28.1.24

Ξανατονισμένη μουσική, 1930
Ἅπαντα, τόμ. ΙΑ´, σελ. 417


Τὸ τραγούδι τῶν ἄσπρων μαλλιῶν

Σὰ νὰ σὲ βλέπω γιὰ πρώτη φορὰ
κάθε φορὰ ποὺ εἶσ᾿ ἐμπρός μου·
λάμπανε κι ἄλλη φορὰ ἔτσι χλωρὰ
τ᾿ ἄνθια, τὰ νιάτα τοῦ κόσμου;

Πάντα σὲ βλέπω γιὰ πρώτη φορὰ
κι ἄσπρα εἶναι πιὰ τὰ μαλλιά μου,
ποὺ εἶσαι ἡ χαρὰ τοῦ παιδιοῦ· λαχταρᾶ
σὰν ἀπὸ φῶς μιᾶς αὐγῆς ἡ καρδιά μου.

Γιὰ τὴν Παράδεισον, Εὔα, ὁ Θεὸς
τώρα πρωτόπλασ᾿ ἐσένα;
Κι ἔγινε ἡ θάλασσα τώρα ναὸς
γιὰ τῆς Παφίας Ἀφροδίτης τὴ γέννα;

Τάχα νεοφώτιστος τώρα
πρώτη φορὰ καὶ λατρεύω;
Μέσ᾿ στὴν ἀφάνταστη χώρα
πῶς ἐγώ, ἀγύρευτος, πῶς σὲ γυρεύω!

Βραδινὴ φωτιά, 1944
Ἅπαντα, τόμ. ΙΑ´, σελ. 107


Ταπεινωσύνη

Ἡ περηφάνια μου εἶναι νὰ σταθῶ
γυμνὸς μπροστά σου· κάτου ἡ περηφάνια!
Σοῦ φέρνω τὴν ψυχή μου, ἀστάλωτον ἀνθὸ
τὴ σκέψη μου σοῦ φέρνω, τὴν ὀρφάνια,
σοῦ φέρνω τὴν ἀγάπη μου, τὴ φτώχια.
Ἦρθα, καὶ θέλω νὰ δεθῶ στοῦ πόθου σου τὰ βρόχια.

Σοῦ φέρνω τὸ γυαλὶ ποὺ καθρεφτίζει
τοῦ ἡλιοῦ τὰ γέρματα ὅλα, ὅλα τ᾿ ἀστέρια·
ὅπως σ᾿ ἀρέσει κ᾿ ἡ ὄρεξή σου ὅπως ὁρίζει,
σύντριψέ το μὲ τὰ χρυσά σου χέρια.

Στὴ χώρα τῶν ἀπέραντων ὀνειρευτὰ
ταξίδια, εὐτυχισμένα κατευόδια...
Κάλλιο ἀπὸ σᾶς ἔχω τὴ γῆ ποὺ μὲ πατᾶν τὰ λατρευτά,
τὰ πλαστικά σου πόδια...

Βραδινὴ φωτιά, 1944
Ἅπαντα, τόμ. ΙΑ´, σελ. 75


Ἡδονισμός

Ἀπὸ τραγούδια ἒν᾿ ἄυλο κομπολόϊ
σ᾿ ἐσὲ δὲν ἦρθα σήμερα νὰ δώσω.
Μὲ τὰ παιγνίδια ἐγὼ θὰ σὲ λιγώσω
καὶ μὲ τὰ ξόρκια, ἀγάπη μου, ἑνὸς γόη.

Γυμνοί. Καὶ σὰν κισσὸς θὰ σκαρφαλώσω
γιὰ νὰ φάω τὸ κορμί σου ποὺ μὲ τρώει.
Τοῦ λαγκαδιοῦ σου τὴ δροσάτη χλόη
μὲ τὸ χέρι θρασὰ θὰ τὴν πυρώσω.

Τὸ κρασὶ ποὺ ξανάφτει καὶ τὸ γάλα
ποὺ κοιμίζει, θὰ φέρω στάλα-στάλα,
μ᾿ ὅλο μου τὸ κορμί, νὰ σὲ ποτίσω.

Καὶ στὰ πόδια σου τ᾿ ἀσπροσκαλισμένα,
δύο βάζα ποὺ μοῦ παίρνουνε τὰ φρένα,
στερνὴ μανία τὸ μέλι μου θὰ χύσω.

Βραδινὴ φωτιά, 1944
Ἅπαντα, τόμ. ΙΑ´, σελ. 109


Ὅπου διαβεῖς...

Ὅπου διαβεῖς, τὸ διάβα σου
βάζει παντοῦ σημάδια,
στὶς μέρες βάζει ἰσκιώματα,
φεγγάρια στὰ σκοτάδια.

Καὶ σὲ κρατεῖ. Ὅθε διάβηκες,
ἐκεῖ σε ξαναβρίσκει·
τὰ φεγγάρια εἶν᾿ εἰκόνες σου,
λογισμοί σου εἶν᾿ οἱ ἴσκιοι.

Κι ἂν πάψῃ σου τὸ πέρασμα,
δὲ θὰ πάψῃ τὸ δράμα.
Τὰ σημάδια σου μέσα του,
σκότος καὶ φῶς, ἀντάμα.

Βωμοί, 1915
Ἅπαντα, τόμ. Ζ´, σελ. 167


Πρωΐ...

Πρωΐ· μέσα στ᾿ ἀκύμαντα
νερὰ πρὸς τ᾿ ἀκρογιάλι
τῶν σπιτιῶν βαθειά, ὁλόλευκη
ἡ ζωγραφιὰ προβάλλει.

Σὰν ἀπὸ χέρι ἀπότολμο
ξεχωριστοῦ τεχνίτη
φανταστικὸ σὰν ἄυλο
δείχνεται κάθε σπίτι.

Ἀλλ᾿ ὁ ἥλιος ὑψώθηκεν,
ἦρθε τὸ μεσημέρι.
Κ᾿ ἡ ζωγραφιά; Τὴν ἔσβησε
τὸ κύμα καὶ τ᾿ ἀγέρι...

Ἴαμβοι καὶ ἀνάπαιστοι, 1897
Ἅπαντα, τόμ. Α´, σελ. 359


Μιὰ ζωή

Στὸ Βασιλάδι χτύπησα μὲ τὸ σκληρὸ καμάκι
γιὰ τὸ ξανθὸ αὐγοτάραχο τὸν κέφαλο, ψαράς.
Ξενύχτησα στῆς Κλείσοβας τὸ πρόσχαρο ἐκκλησάκι,
ξεφαντωτὴς ἁμαρτωλός, τοῦ πειρασμοῦ ραγιάς.

Ἅη Σώστη, ἐσὺ μὲ ξάφνισες· τοῦ πλατιοῦ πέλαου βόγγοι,
καὶ τὰ καράβια τ᾿ ἄφταστα καὶ τὰ διαβατικά!
Μ᾿ ἔδειρες, λιμνοθάλασσα, μὲ πῆρες, Μισολόγγι.
Δαρμοί, πληγὲς ἀγιάτρευτες, ὀνείρατ᾿ ἀδειανά.

Οἱ καημοὶ τῆς λιμνοθάλασσας, 1912
Ἅπαντα, τόμ. Ε´, σελ. 192


Στὸ σπίτι μας...

Στὸ σπίτι μας δὲν ἔμπαινες, πετοῦσες
καημένη θειὰ Βγενούλα, ἀμάχη, μπόρα,
σὰ νὰ μὴν εἶχες μὲ κανένα γνώρα,
δὲν ἔστεκες, δὲν ἄκουες, δὲν κοιτοῦσες.

Οἱ Παναγιὲς οἱ χαμηλοβλεποῦσες
τοῦ δρόμου σοῦ κρατούσανε τὴ φόρα·
στὸ εἰκονοστάσι ἀγνάντια ρασοφόρα
γονατισμένη καὶ παρακαλοῦσες:

«Οὐράνια Χάρη, βόηθα τ᾿ ὀρφανό,
καὶ στὸ κατατρεμένο σκέπη γίνε!»
Πάντα ἡ θωριά σου μέσ᾿ στὰ μάτια μου εἶναι,

κ᾿ ἐγώ, καὶ πάντα, τὸ κατατρεμένο.
Μὰ σκέπη ἀπὸ κανέναν οὐρανὸ
δὲν περίμενα, μήτε περιμένω.

Τὰ δεκατετράστιχα, 1919
Ἅπαντα, τόμ. Ζ´, σελ. 334


Στὸν ποιητὴ Μ. Μαλακάση

Καὶ καβαλλάρης πέρναγες, ξανθόμαλλο παιδάκι,
καὶ τάραζε τὸ διάβα σου τὸ σιγαλὸ σοκκάκι,
στὰ πράσινα παράθυρα καὶ πίσω ἀπ᾿ τὰ καφάσια
νὰ σ᾿ ἀγναντέψουν τρέχανε τ᾿ ἀπάρθενα κοράσια.
Τώρα ὁ καιρὸς ξεφούντωσε τὰ φουντωτὰ μαλλιά σου
καὶ τὴν ξανθὴ ξεθώριασε θωριά σου,
καὶ στρατολάτης πέρασες ἀλλοῦ καὶ ταξιδεύεις·
μὰ τώρα εὐγενικώτερο φαρὶ καβαλλικεύεις,
καὶ τ᾿ ἄλογό σου φτερωτό, καὶ πᾶς νὰ τὸ ποτίσῃς
μὲ τὸ νερὸ τῆς Κασταλίας τῆς βρύσης.

Οἱ καημοὶ τῆς λιμνοθάλασσας, 1912
Ἅπαντα, τόμ. Ε´, σελ. 189


Ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνια

Στὸ φίλο Ν. Καμπᾶ

Ὁ καιρός, ἡ μελέτη, ἡ ξενιτιά,
τὴ σκέψη ἀλλοῦ σου γύρανε, σοῦ σβύσαν
τὰ τραγούδια... Θυμᾶσαι; ντροπαλὰ
τὰ τραγούδια τὸ στόμα σου φιλῆσαν.

Ἐμένα μ᾿ ηὖρεν ἄπραγο ἡ νυχτιά,
τὸ πόδια μου συχνὰ παραστρατίσαν,
μὰ ἡ Μούσα γαληνὴ φεγγοβολᾶ,
τὰ μητρικά της χέρια μὲ κρατῆσαν.

Τάχα καὶ ποιοὺς νὰ λάτρεψες θεούς,
ἀπὸ πίσω ποιὲς χίμαιρες νὰ πῆρες;
Δὲν ξέρω· ἂν εἶναι ἀταίριαστες οἱ μοῖρες,

δὲν κάνουν οἱ καρδιὲς τοὺς ἀδερφούς;
Σὲ ξανακούω, στὸ πλάι μου σ᾿ ἀγναντεύω,
κι ἀπὸ χαρὰ ὁ ἀσάλευτος σαλεύω.

1912

Ἡ πολιτεία καὶ ἡ μοναξιά, 1912
Ἅπαντα, τόμ. Ε´, σελ. 475


Κάποτε κάπου...

Κάποτε κάπου ἀφάνταστο τραγούδησα τραγούδι
σὲ τοῦτον τὸ σκοπό,
κάποτε, πρώτη καὶ στερνὴ φορά· καὶ δὲν τὸ βρίσκω
γιὰ νὰ τὸ ξαναπῶ.

Στ᾿ ἄδειο σεντούκι του γυρτὸς ὁ σφιχτοχέρης, ἴδιος,
πάθος, χαμός, ὢ λύπη!
Τοῦ τρέμουνε τὰ δάχτυλα σὰ νὰ μετρᾶν ἀκόμα
τὸ θησαυρὸ ποὺ λείπει.

Βαστῶ μιᾶς φλόγας τὸν καπνὸ κ᾿ ἑνὸς καπνοῦ τὸν ἴσκιο
σὲ τοῦτον τὸ σκοπό.
Κάποτε κάπου ἀφάνταστο τραγούδησα τραγούδι·
ξανὰ δὲ θὰ τὸ πῶ.

Τὰ παθητικὰ κρυφομιλήματα, 1925
Ἅπαντα, τόμ. Ζ´, σελ. 479


Καὶ μέσ᾿ στὸν τάφο...

Καὶ μέσ᾿ στὸν τάφο ἀσάλευτο καὶ μεσ᾿ στὸ ζόφο ποὺ μὲ κλεῖ,
σὰν κάποιο σάλεμα μὲ πάει πρὸς τὴν ἀνατολή,
μὲ τὴν ἀσύγκριτην αὐγὴ ποὺ ὁ Χάρος δὲν τὴ σβύνει.
Καὶ λάμπει ἡ λυρικὴ ψυχὴ καὶ μεσ᾿ στὸ μνῆμα ἐκείνη!

1939

Πρόσωπα καὶ μονόλογοι
Ἅπαντα, τόμ. ΙΑ´, σελ. 193


Ἀγρύπνησα...

J᾿ai fait ce que je pus...
Victor Hugo

Ἀγρύπνησα, ὑπηρέτησα, ἔκαμα ὅ,τι μποροῦσα,
κ᾿ εἶδα πὼς εἶχε ὁ πόνος μου συχνὰ γιὰ πληρωμὴ
περίγελο. Μὲ μάτιασε τὸ μίσος, καὶ ἀποροῦσα,
γιατὶ πολὺ καὶ ὑπόφερα καὶ δούλεψα πολύ.

27.2.22

Ξανατονισμένη μουσική, 1930
Ἅπαντα, τόμ. ΙΑ´, σελ. 240


Τὸ τέλος

Σὲ ξένη χώρα γυριστῆς καλέστηκα σὲ γάμο,
ἡ νύφη εἴταν πεντάμορφη καὶ μάγος ὁ γαμπρός,
καὶ καβαλλάρης βρέθηκα κ᾿ ἔτρεχα νὰ προκάμω·
δὲν εἶχε ὁ δρόμος τελειωμό, κι ὅλο τραβοῦσα ἐμπρός.

Καὶ ἡ ξένη χώρα εἶν᾿ ὅραμα, κ᾿ εἶναι καπνὸς τὸ ἄτι,
καὶ ὁ γάμος ἀγγελόσκιασμα, καὶ –ὢ ξύπνημα σκληρὸ–
πάντα εἶμ᾿ ἐγὼ ὁ παράλυτος καὶ ρέβω στὸ κρεββάτι.
Ἦχοι παλιοὶ καὶ γνώριμοι, μονάχα ἐσὰς κρατῶ.

Καὶ σᾶς κρατῶ καθὼς κρατεῖ τὸ ἀξέχαστο παιγνίδι
ἀπὸ τὴ θέρμη λυώνοντας καὶ λάμποντας μαζὶ
ἀπὸ νιοφύτρωτα λευκὰ φτεράκια γιὰ ταξίδι,
τὸ βαριαρρωστημένο, τὸ χαδιάρικο παιδί.

Ἐγώ, τ᾿ ἀδέξιο, τ᾿ ἄβουλο παιδὶ τ᾿ ὀνειροπλάνο.
Ἦχοι παλιοὶ καὶ γνώριμοι, στ᾿ ἀφράτα σας φτερὰ
πάρτε μ᾿ ἐσεῖς καὶ φέρτε μὲ νὰ γιάνω ἢ νὰ πεθάνω
στὸν ἴσκιο τοῦ λευκοῦ σπιτιοῦ μέσα σὲ μιὰ ἀγκαλιά.

Ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 126