Λογοτεχνικό κίνημα που εμφανίζεται στη Γαλλία στα μέσα του 19ου αι. ως το Ρομαντισμό.
Δίνει μεγάλη σημασία στην ακρίβεια της έκφρασης και στη λεπτομέρεια
Καλλιεργεί ποίηση απρόσωπη και αντικειμενική
Υιοθετεί απόλυτα ισορροπημένο και ψυχρό ποιητικό τόνο (ποίηση χωρίς αληθινή ζωή, χωρίς ανθρώπινη παρουσία, χωρίς συναίσθημα)
Επιδιώκει την απουσία κάθε συναισθήματος, πάθους, έντασης. Οι Έλληνες παρνασσικοί διατήρησαν αρκετά το συναίσθημα στην ποίησή τους κυρίως όσον αφορά κάποια υποκειμενική στάση απέναντι στα θέματά τους.
Επιδιώκει να εκφράσει την ηρεμία, τη γαλήνη, την απάθεια. Οι Έλληνες παρνασσικοί δεν έφτασαν ποτέ στην τέλεια απάθεια.
Υιοθετεί την πλαστικότητα και την αρμονία της κλασικής τέχνης
Ενδιαφέρεται υπερβολικά για τη μορφή
Σέβεται τους ρυθμικούς, μετρικούς και στιχουργικούς κανόνες
Επεξεργασία του στίχου
Ομοιοκαταληξία
Θέματα: μυθολογία, ιστορία, χαμένοι πολιτισμοί της αρχαιότητας (ελληνικός και ινδικός πολιτισμός)
Δημοτική γλώσσα (γενιά του δημοτικισμού)
Απλότητα στην έκφραση, καθημερινότητα, θέρμη της καθημερινής ομιλίας
Έλληνες ποιητές που έγραψαν κυρίως παρνασσιακά ποιήματα: Κωστής Παλαμάς, Ιωάννης Γρυπάρης, Γεώργιος Δροσίνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Λορέντζος Μαβίλης, Άγγελος Σικελιανός, Κώστας Βάρναλης (μεταγενέστεροι), …
είναι σονέτο (=λυρικό ποίημα που αποτελείται από 14 στίχους που κατανέμονται σε 4 στροφές/οι 2 πρώτες 4στιχες , οι 2 τελευταίες 3στιχες, μέτρο ιαμβικό με 11σύλλαβους στίχους, ομοιοκαταληξία σταυρωτή στις 2 πρώτες στροφές, με ποικίλους συνδυασμούς στις άλλες 2 στροφές).
“Μόνο τ΄ αλάφιασμα του σκλάβου …” : η εικόνα του δούλου στην αρχαία αγορά. Απεικονίζει τη δική του καθημερινότητα: “ … ο ποιητής πιεζόταν από οικονομικές ανάγκες και υποχρεωνόταν να εργάζεται σκληρά αρθρογραφώντας στα διάφορα αθηναϊκά έντυπα για να επιβιώσει”.
Για να δείτε πιο καθαρά και πιο αναλυτικά όλη τη χρονογραμμή της ιστορίας της νέας ελληνικής λογοτεχνίας πατήστε: εδώ.
2.
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
Τάξη: Α΄ τάξη Ημερήσιου Γενικού Λυκείου
Ενότητα: «Παράδοση και Μοντερνισμός στη νεοελληνική ποίηση»
Κωστής Παλαμάς «Αγορά»
Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή Η Ασάλευτη Ζωή (στην ενότητα τα σονέτα). Γράφτηκε το 1896, εποχή που ο ποιητής πιεζόταν από οικονομικές ανάγκες και υποχρεωνόταν να εργάζεται σκληρά αρθρογραφώντας στα διάφορα αθηναϊκά έντυπα για να επιβιώσει. Γενικός Γραμματέας του Παν/μίου Αθηνών διορίστηκε το 1897.
Πάντα διψάς – όπως διψάει το πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά – το βλογημένο σπίτι
και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κόχη.
Διψάς και το καράβι που το πέλαο το ‘χει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,
κι είναι μεστή η ζωή του μ’ όλο τον πλανήτη∙
και το καράβι και το σπίτι σου είπαν∙ «Όχι!»
Μήτε η παράμερη ευτυχία που δε σαλεύει,
μήτε η ζωή π’ όλο και νέα ψυχή της βάνει
κάθε καινούρια γη και κάθε νιο λιμάνι.
Μόνο τ’ αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει∙
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για τους δικούς σου.
Ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημα Αγορά -βασιζόμενος στην προσωπική του εμπειρία- πραγματεύεται τη σκληρή όψη της ζωής, που αφενός στερεί στον άνθρωπο την πραγμάτωση των επιθυμιών του, κι αφετέρου τον φέρνει αντιμέτωπο με την ανάγκη της επιβίωσης. Ο ποιητής, όπως και κάθε άνθρωπος άλλωστε, καλείται να εργαστεί με εξαντλητικούς ρυθμούς προκειμένου να επιβιώσει, χάνοντας έτσι την επαφή, όχι μόνο με τον εαυτό του αλλά και με τους ανθρώπους γύρω του.
Η αποξένωση του ποιητή από τους δικούς του ανθρώπους, έρχεται να προστεθεί σε μια ζωή που δεν ενέχει τις πηγές της εσωτερικής εκείνης ευχαρίστησης και ικανοποίησης, που θα μπορούσαν να εξισορροπήσουν το κόστος της ψυχικής φθοράς, που επέρχεται από την εξαναγκαστική εργασία, από την εργασία που γίνεται καθαρά για βιοποριστικούς λόγους. Μη έχοντας θέσει τις βάσεις μιας ουσιαστικής εσωτερικής γαλήνης, ο ποιητής βιώνει συνδυαστικά την απογοήτευση της ζωής που δεν έλαβε την επιθυμητή μορφή και της εξουθενωτικής εργασίας.
Πάντα διψάς – όπως διψάει το πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά – το βλογημένο σπίτι
και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κόχη.
Η διαρκής προσδοκία της ψυχής του ποιητή -προσδοκία που παρομοιάζεται με τη δίψα του στεγνού, θερινού τοπίου για τη δροσιά που προσφέρει το πρωτοβρόχι- είναι η ήσυχη, απομονωμένη ζωή, σ’ ένα ευλογημένο με οικογενειακή θαλπωρή σπίτι. Μια ήρεμη ζωή γεμάτη με αγάπη, έστω και σε μια μικρή γωνιά, έστω και σ’ ένα σπίτι μικρό.
Έμφαση δίνεται, μάλιστα, στην ανάγκη της απομόνωσης και της απουσίας των πολλών συναναστροφών. Ο ποιητής θέλει μια ζωή κρυφή, μια ζωή μακριά από τους ανθρώπους, όπως ακριβώς όταν προσεύχεται γαλήνια ένας ερημίτης. Γι’ αυτό και η ζωή που ονειρεύεται χαρακτηρίζεται «ζωούλα» και προσδιορίζεται ως ζωή της «αρνησιάς».
Η επιθυμία του ποιητή να απαρνηθεί τη συχνή επαφή με τους ανθρώπους αντανακλά πιθανώς την αίσθηση της φθοράς που επιφέρει η καθημερινή συναναστροφή, ιδίως όταν αυτή προκύπτει λόγω επαγγελματικής συνύπαρξης και συνεργασίας. Μια καθημερινή συναναστροφή που δεν ταιριάζει στην ανάγκη του πνευματικού ανθρώπου για απομόνωση, περισυλλογή και μελέτη.
Διψάς και το καράβι που το πέλαο το ‘χει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,
κι είναι μεστή η ζωή του μ’ όλο τον πλανήτη∙
και το καράβι και το σπίτι σου είπαν∙ «Όχι!»
Ο ποιητής, βέβαια, σ’ ένα τελείως αντιθετικό φανέρωμα της προσωπικότητάς του, αποζητά και τη γεμάτη περιπέτειες ζωή του ταξιδευτή. Διψά για τη ζωή τη δοσμένη στη θάλασσα, για το καράβι που ταξιδεύει παντού συνοδευόμενο από τα πουλιά και τα κήτη της θάλασσας∙ για τη ζωή εκείνη που είναι γεμάτη από εικόνες και εμπειρίες που αντλούνται απ’ όλα τα μέρη του πλανήτη.
Η επιθυμία αυτή του ποιητή φανερώνει το σύνηθες παράπονο των πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι έχοντας στερηθεί τη δράση και την περιπετειώδη ζωή, λόγω της αφοσίωσής τους στην πνευματική παραγωγή που απαιτεί και επιβάλλει μια στασιμότητα, αποζητούν και συχνά εξιδανικεύουν τη ζωή της εξωτερικής δράσης.
Ο ποιητής, λοιπόν, θα ήθελε είτε μια ήρεμη ζωή απομόνωσης, όπως αυτή ταιριάζει σ’ έναν άνθρωπο των γραμμάτων, είτε μιαν εκ διαμέτρου αντίθετη ζωή, γεμάτη περιπέτειες και εμπειρίες, όπως αυτή που στερήθηκε λόγω ακριβώς της ενασχόλησής του με τα γράμματα. Εντούτοις, η ζωή του αρνήθηκε τόσο τη γαλήνη του σπιτιού όσο και τις ενθουσιώδεις περιπέτειες των ταξιδιών.
Μήτε η παράμερη ευτυχία που δε σαλεύει,
μήτε η ζωή π’ όλο και νέα ψυχή της βάνει
κάθε καινούρια γη και κάθε νιο λιμάνι.
Η ζωή του ποιητή δε γνωρίζει ούτε την ευτυχία της απομόνωσης, την ευτυχία που αντλείται από τη γαλήνη της στάσιμης, χωρίς ταξίδια και περιπλανήσεις διαβίωσης, αλλά ούτε και την περιπετειώδη εκείνη ύπαρξη του ταξιδευτή που ενδυναμώνεται με κάθε νέο λιμάνι, με κάθε νέα γη που αντικρίζει.
Μόνο τ’ αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει∙
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για τους δικούς σου.
Το μόνο που γνώρισε μέχρι τώρα ο ποιητής είναι ο μόχθος κι η εξάντληση του «σκλάβου», που δουλεύει ασταμάτητα. Η αναφορά στη χωρίς χαρά ζωή του σκλάβου, δηλώνει την πίκρα που αισθάνεται ο ποιητής για το γεγονός ότι αναγκάζεται να ασχολείται με πράγματα που δεν τον ευχαριστούν καθόλου, μόνο και μόνο για να καλύψει τις βασικές του υποχρεώσεις.
Η προστακτική του ρήματος «σέρνε» και το δεύτερο πρόσωπο που χρησιμοποιεί ο ποιητής συνολικά στα ρήματα του ποιήματος, δημιουργούν την αίσθηση πως απευθύνει το λόγο σε κάποιο άλλο πρόσωπο -μια τακτική που θέτει τον αναγνώστη στο ρόλο του άμεσου αποδέκτη-, αναφέρεται ωστόσο στον ίδιο του τον εαυτό καθώς ο ποιητής προχωρά σ’ έναν σκληρό απολογισμό της ζωής του.
Η αγορά, το κέντρο κάθε οικονομικής δραστηριότητας των πόλεων της αρχαιότητας, είναι ο χώρος στον οποίο οι δούλοι εκτίθονταν γυμνοί, προκειμένου να βρεθεί ο αγοραστής τους. Από την αγορά, από το χώρο αυτό του δουλεμπορίου, αντλείται ο τίτλος του ποιήματος, ώστε να δοθεί έμφαση στην αίσθηση του ποιητή πως έχει καταντήσει ένας σκλάβος. Κι αυτό γιατί παρόλο που η δική του εργασία είναι μισθωτή, είναι τέτοια η απέχθεια που νιώθει ο ποιητής για τον εξαναγκαστικό της χαρακτήρα κι είναι τέτοιο το προσωπικό της κόστος, ώστε θεωρεί πως τίποτε δεν τον διαφοροποιεί από τους δυστυχείς εκείνους σκλάβους της αρχαιότητας.
Καίριο είναι το σχόλιο του τελευταίου στίχου, όπου τονίζεται η αλλοτρίωση, η αποξένωση του ανθρώπου που εργάζεται νυχθημερόν προκειμένου να επιβιώσει. Ο ποιητής αποξενώνεται από τους δικούς του ανθρώπους, αποξενώνεται κι από εκείνους που τυχόν συναντά στο πλαίσιο της εργασίας, καθώς δεν του απομένει ελεύθερος χρόνος για μια ουσιαστική επικοινωνία κι επαφή μαζί τους.
Η αποξένωση, η επιβεβλημένη απόσταση του ποιητή από τους δικούς του ανθρώπους, αλλά κι από τον ίδιο του τον εαυτό και τις σκέψεις του, είναι το ιδιαίτερα βαρύ κόστος της συνεχούς εργασίας, που φθείρει τον ποιητή και τον ωθεί να βλέπει τον εαυτό του ως σύγχρονο σκλάβο.
Το ποίημα Αγορά είναι σονέτο και αποτελεί γέννημα της παρνασσιακής περιόδου του ποιητή. Ακολουθεί την κλασική μορφή των σονέτων (sonetto = μικρό σύντομο τραγούδι) με δεκατέσσερις στίχους, χωρισμένους σε δύο τετράστιχες στροφές και δύο τρίστιχες. Ο στίχος είναι δεκατρισύλλαβος και το μέτρο ιαμβικό, βασίζεται δηλαδή στην εναλλαγή μιας άτονης και μιας τονισμένης συλλαβής.
Η ομοιοκαταληξία στις τετράστιχες στροφές είναι σταυρωτή κι έχει τη μορφή αββα, ενώ στις δύο τρίστιχες στροφές που κατ’ ανάγκη μοιράζονται μια ομοιοκαταληξία μεταξύ τους, έχει τη μορφή γδδ – γεε.
Το ιαμβικό μέτρο βασίζεται στην εναλλαγή μιας άτονης με μια τονισμένη συλλαβή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υποχρεωτικά ο τόνος του μέτρου, που φανερώνεται κατά την ανάγνωση, συμπίπτει με τους τόνους των λέξεων. Στο ακόλουθο παράδειγμα υπογραμμίζονται οι τονισμένες, σύμφωνα με το μέτρο, λέξεις.
κάθε καινούρια γη και κάθε νιο λιμάνι.
ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΩΣΤΗΣ (1859-1943)
Aνατολή
Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, λυπητερά,
πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Είναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.
Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαριά μοσκοβολάει
μια μάννα· καίει το λάγνο της φιλί,
κι είναι της Mοίρας λάτρισσα και τρέμει,
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,
η λαγγεμένη Aνατολή.
Mέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι όλα σας, κι η χαρά σας, μοιρολόι
πικρό κι αργό·
μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης,
στενόκαρδος, αδούλευτος, ― διαβάτης
μ’ εσάς κι εγώ.
Στο γιαλό που τού φύγαν τα καΐκια,
και του μείναν τα κρίνα και τα φύκια,
στ’ όνειρο του πελάου και τ’ ουρανού,
άνεργη τη ζωή να ζούσα κι έρμη,
βουβός, χωρίς καμιάς φροντίδας θέρμη,
με τόσο νου,
όσος φτάνει σα δέντρο για να στέκω
και καπνιστής με τον καπνό να πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
και κάποτε το στόμα να σαλεύω κι
απάνω του να ξαναζωντανεύω τον
καημό που βαριά σάς τυραννά
κι όλο αρχίζει, γυρίζει, δεν τελειώνει.
Και μια φυλή ζει μέσα σας και λιώνει
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά.
(από το K’ έχω από σας μια δόξα να ζητήσω, Eρμής 2001 )
ΑΝΑΤΟΛΗ: ανάγνωση – διαβάζει: Παλαμάς Kωστής, Tραγούδια από τα Γιάννινα με την κομπανία του Nίκου Tζάρα, Φίλοι Mουσικού Λαογραφικού Aρχείου Mέλπως Mερλιέ 2000
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να εντοπίσετε τα εξωτερικά-μορφικά γνωρίσματα του ποιήματος ως προς:
το μέτρο
την ομοιοκαταληξία
τις στροφικές ενότητες (12 μονάδες)
α.2. Με βάση την προηγούμενη απάντησή σας να προσδιορίσετε αν το ποίημα εντάσσεται στην παραδοσιακή ή στη μοντέρνα ποίηση. (5 μονάδες)
α.3. Να σχολιάσετε τον τίτλο του ποιήματος σε σχέση με το περιεχόμενο. (8 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
β
β.1. Να επισημάνετε τη βασική επανάληψη που κυριαρχεί στο ποίημα. Να αναφέρετε τις στροφές στις οποίες την εντοπίζετε και να σχολιάσετε τη λειτουργία της. (10 μονάδες)
β.2.Να βρείτε στο κείμενο πέντε (5) μεταφορές. (5 μονάδες)
β.3. Να αναφέρετε πέντε (5) λέξεις ή εκφράσεις με τις οποίες αποδίδεται το πάθος που κυριαρχεί στα τραγούδια για τα οποία μιλάει το κείμενο. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
α
α.1.,2. Το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Ανατολή» διαθέτει μέτρο. Το μέτρο είναι ιαμβικό, δηλαδή τονίζεται κάθε δεύτερη συλλαβή Γιαννιώ / τικα, / σμυρνιώ / τικα, / πολί / τικα). Επίσης, διαθέτει ομοιοκαταληξία, του τύπου ααβγγβ (ζευγαρωτή) σε κάθε στροφή. Επιπλέον, αποτελείται από έξι ατροφικές ενότητες.
Με βάση τα εξωτερικά του γνωρίσματα, το ποίημα αυτό ανήκει στην παραδοσιακή ποίηση.
α.3. Ο τίτλος του ποιήματος είναι «Ανατολή». Ο ποιητής αναφέρεται στην Ανατολή ως γεωγραφικό προσδιορισμό, κι όχι στο φυσικό φαινόμενο της ανατολής του ηλίου. Σύμφωνα με το περιεχόμενο, ο τίτλος ταιριάζει και ανταποκρίνεται σ’ αυτό. Ο ποιητής έχει ως επίκεντρο της σκέψης του τα τραγούδια και τη μουσική των Ιωαννίνων, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης (πολίτικα τραγούδια), που είναι μακρόσυρτα και λυπητερά, σαν την ψυχή του, και με τα οποία κλαίει η φτωχολογιά.
β
β.1. Η βασική επανάληψη που κυριαρχεί στο ποίημα είναι οι στίχοι: «Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα, / μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, / λυπητερά». Η επανάληψη αυτή εντοπίζεται στην πρώτη και στην τελευταία στροφή – και μάλιστα ως πρώτοι στίχοι και ως τελευταίοι στίχοι του ποιήματος. Υπογραμμίζει τη συναισθηματική σχέση του ποιητή μ’ αυτά τα τραγούδια και με τις ανάλογες συνθέσεις. Ο ποιητής σκέφτεται το πάθος και το παράπονο της Ανατολής, όπως αυτό εκφράζεται με τα μακρόσυρτα και λυπητερά τραγούδια της.
β.2. Εντοπίζουμε τις μεταφορές: α) «πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!», β) οι στίχοι «Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει /και βογγάει και βαριά μοσκοβολάει / μια μάννα·», γ) «ψυχή όλη σάρκα», δ) «Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι», ε) «Και μια φυλή ζει μέσα σας και λιώνει».
β.3. Πέντε (5) λέξεις ή εκφράσεις με τις οποίες αποδίδεται το πάθος που κυριαρχεί στα τραγούδι είναι: α) «μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, / λυπητερά», β) «και βογγάει και βαριά μοσκοβολάει / μια μάννα·», γ) «καίει το λάγνο της φιλί», δ) «η λαγγεμένη Ανατολή», ε) «και μια ζωή δεμένη σπαρταρά».
ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Βιογραφικά
Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859 και πέθανε στην Αθήνα το 1943 (γερμανική κατοχή). Δεν έγραψε μόνο ποίηση αλλά και πεζά, θέατρο, κριτική κ.ά. Τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Μεσολόγγι κι ύστερα γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως εγκατέλειψε τις σπουδές για ν’ αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Τραγούδια της Πατρίδος μου», στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονιζόταν απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, που αναδείχτηκε πρωτοπόρος της, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη (Νέα Αθηναϊκή ή Παλαμική Σχολή). Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Η κηδεία του έμεινε ιστορική, για την κοσμοσυρροή και για το ποίημα που διάβασε ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός (βλ. σελ. 202).
Ο ποιητής και η εποχή του
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης, και αναδείχτηκε σε κεντρική μορφή όχι μόνο της ποίησης, αλλά και της κοινωνίας και του έθνους. Το ποιητικό του έργο είναι μεγάλο σε έκταση και σε σημασία, και είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του. Το ενδιαφέρον για το έργο του μειώθηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα, όταν επεκράτησαν διαφορετικά αισθητικά ρεύματα, ενώ υποχώρησε και το ενδιαφέρον για την ποίηση γενικότερα. Η εμφάνιση του Κωστή Παλαμά, αλλά και των άλλων ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, συνέπεσε με την έξαρση του προβληματισμού της εποχής για το γλωσσικό ζήτημα. Η υποστήριξη του Παλαμά προς όλες τις προσπάθειες καθιέρωσης της δημοτικής ήταν συνεχής και έμπρακτη. Συνεργαζόταν με το περιοδικό – όργανο του δημοτικισμού «Ο Νουμάς» από το πρώτο κιόλας τεύχος και στη δημοτική έγραψε όχι μόνο τα ποιήματά του, αλλά και τα (λίγα) διηγήματά του. Πολλές φορές βρέθηκε και στο επίκεντρο επιθέσεων για τις γλωσσικές του ιδέες.
Το πάθος του Παλαμά για την ποίηση είναι γνωστό σε όλους τους μελετητές του, έτσι ομολογημένο όπως είναι συχνά από τον ίδιο. Στην Ποιητική μου, μάλιστα, διευκρινίζει §ότι αυτό που ενοποιεί τον πολυδιάστατο εαυτό του (Πρβλ. Εἶμαι ὄχι μέ τό, ἀλλά μέ τά ἐγώ μου, 1493) είναι το πάθος του για το Τραγούδι. Κάτι ἀσάλευτο μέσα στά πολυσάλευτα. Κι ακόμα ότι ο τίτλος της σημαντικής συλλογής του Ἀσάλευτη Ζωή συγκρατεῖ δυό συναπτά νοήματα μέσα του. Το ἓνα, ἐξωτερικώτερο, τῆς άκινησίας, τοῦ ἀταξίδευτου, τοῦ πολύ ὀλίγο περιπατητικοῦ, τοῦ καθιστικοῦ τῆς ζωής τοῦ ποιητῆ. Τό άλλο, οὐσιαστικώτερο, θυμίζει τόν Ἀπαρασάλευτο ἀπό παιδάκι ἔρωτά μου πρός τό στίχο. (I 494-495).
Ο έρωτάς του αυτός τον έκανε να στοχαστεί βαθιά πάνω στη φύση και τη λειτουργία της ποίησης, προκειμένου, βέβαια, να την υπηρετήσει αποτελεσματικότερα. Στην αγωνιώδη προσπάθειά του να συλλάβει «τί εἶναι» και «τί κάνει» η ποίηση βοηθήθηκε, όπως είναι επόμενο, από τη δια βίου επαφή του με τα ίδια τα ποιητικά κείμενα, ελληνικά και ξένα, αλλά και από τη μελέτη καθαρά θεωρητικών έργων αισθητικής και ποιητικής. Όχι μόνον ακολουθώντας τις ανεξιχνίαστες ροπές του ποιητικού ταλέντου αλλά και αξιοποιώντας την αναμφισβήτητη οξυδέρκεια και συνδυαστική ικανότητα του πνεύματός του, κατέληξε αφενός σε ορισμένες αποφασιστικής σημασίας επιλογές, σε ό,τι αφορά την ποιητική του δημιουργία, και αφετέρου στη διατύπωση συγκεκριμένων θεωρητικών απόψεων για την ποίηση, πολλές από τις οποίες ισχύουν και για τη λογοτεχνία γενικότερα.
Σε μια πρώτη φάση και σε κείμενα που ανάγονται ήδη στην τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα ο Παλαμάς διαπιστώνει, με τη βοήθεια και των γάλλων Παρνασσικών, την αξία και τη σημασία που έχει για το ποίημα και την ποίηση αυτό που γενικά ονομάζουμε μορφή. Από τη διαπίστωση αυτή απορρέει σειρά ολόκληρη σκέψεων, συχνά επιγραμματικών ή και αφοριστικών, για την ανάγκη διαρκούς επεξεργασίας της ποιητικής μορφής.
1894 : Κάθε σωστός ποιητής δέ μπορεῖ παρά νά εἶναι καί τεχνίτης. (ΣΤ 151)
Ο Παλαμάς είχε πολύ νωρίς συνειδητοποιήσει ότι αυτό που συνήθως ονομάζουμε «περιεχόμενο» ενός ποιητικού κειμένου και στο οποίο η παραδοσιακή κριτική αναζητούσε συχνά την αξία του ποιήματος είναι αποτέλεσμα ή συνάρτηση της γλωσσικής μορφής και ότι, επομένως, ο διαχωρισμός «μορφής» – «περιεχομένου» είναι στην πράξη αδύνατος.