https://www.youtube.com/watch?v=81-BxFxkQZA\
Εφυγε από τη ζωή ο ποιητής Μάρκος Μέσκος | ΕΡΤ
Μάρκος Μέσκος - Τα λύτρα
ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ : ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ 60 ΧΡΟΝΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 5-11-2016
Μάρκος Μέσκος, «Το άλογο» | Από την έρευνα στη διδασκαλία
Ευριπίδης Γαραντούδης | Μάρκος Μέσκος, «Το άλογο»| Από την έρευνα στη διδασκαλία
Γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1935.
Σπούδασε Γραφικές Τέχνες στην Αθήνα, όπου και εργάστηκε αρκετά χρόνια.
Ακολούθως μετακόμισε οτη Θεσσαλονίκη.
Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση, αλλά και με την πεζογραφία και τη φιλολογική μελέτη.
Έργα:
Ποιητικά:
Πριν από το θάνατο (1958), Μαυροβούνι (1963), Τα ανώνυμα (1971), Άλογα στον Ιππόδρομο (1973), Ιδιωτικό νεκροταφείο (1975), Τα ισόβια ποιήματα (1977), Τα φαντάσματα της Ελευθερίας (1979), Μαύρο δάσος (1958-1980), συγκεντρωτική έκδοση, (1981), Άνθη στο καταραμένο φίδι (1983), Στον ίσκιο της γης (1986), Τα δέοντα [επιλογή 1958-1990], Δώδεκα Μάηδες (1992), Χαιρετισμοί (1995).
Πεζά:
Παιχνίδια στον Παράδεισο (1978), Κομμένη γλώσσα (1979). Κριτικά: Γνωστοί και φίλοι (1987) κ.ά.
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Μάρκος Μέσκος
Μάρκος Μέσκος | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Μάρκος Μέσκος (Ελληνικά) |
Γέννηση | 7 Σεπτεμβρίου 1935 Έδεσσα |
Θάνατος | 1 Ιανουαρίου 2019 Θεσσαλονίκη |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Ιδιότητα | ποιητής και συγγραφέας |
Ο Μάρκος Μέσκος (Έδεσσα, 7 Σεπτεμβρίου 1935 - 1 Ιανουαρίου 2019) ήταν Έλληνας ποιητής. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.[1]
Ασχολήθηκε με διάφορα είδη λόγου, όπως την πεζογραφία και το δοκίμιο, αλλά εστίασε κυρίως στην ποίηση.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε και πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στην Έδεσσα.
Σπούδασε στο τμήμα γραφικών τεχνών και διακόσμησης του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών, από όπου και αποφοίτησε το 1968.
Αρχικά εργάστηκε στο εμπορικό κατάστημα του πατέρα του, έπειτα, από το 1965, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία της Αθήνας, αλλά και ως επιμελητής εκδόσεων.
Είχε εικονογραφήσει διάφορες ποιητικές συλλογές, τόσο δικές του όσο και άλλων ποιητών, όπως του Ηλία Κεφαλά και του Γιάννη Χρυσανθόπουλου.
Πολύ πριν την εγκατάστασή του στην Αθήνα (από το 1957), είχε συνδεθεί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού Μαρτυρίες. Άρχισε να γράφει ποιήματα σε εφηβική ηλικία και πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1955 με (μετέπειτα αποκηρυγμένο) ποίημα στην Ηπειρωτική Εστία.
Από το 1981 είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου και υπήρξε συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των Χειρογράφων, ενώ το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε..
Η ποιητική του αναγνώριση επισφραγίζεται τις τελευταίες δεκαετίες με το πλήθος σημαντικών βραβείων που του έχουν απονεμηθεί. Το 1996 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του περιοδικού Διαβάζω (πρόκειται μάλιστα για την πρώτη φορά που απονεμήθηκε το βραβείο) για τη συλλογή του Χαιρετισμοί (1995), το 2005 με το βραβείο Καβάφη, το 2006 με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου, και το 2013 με Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Τα λύτρα (2012).
Πέθανε στην Θεσσαλονίκη την 1η Ιανουάριο 2019.
Έργο
Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα νεοελληνικά γράμματα ήταν το 1956 με το ποίημα Ειρήνη στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, (τεύχος 13, Ιανουάριος 1956, σελίδα 46), όπου χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κούλης Αυγερινός.
Έχει χρησιμοποιήσει επίσης κατά καιρούς τα ψευδώνυμα Δημήτρης Γραμματικός και Πέτρος Μηλιώνης. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.
Μάρκος Μέσκος (1935-2019)
Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες και τις γυμνασιακές σπουδές του στην Έδεσσα και εργάστηκε, στη συνέχεια, στο κατάστημα του πατέρα του, γράφοντας ποίηση από την εφηβική ηλικία. Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έγινε το 1956 με το ποίημα “Ειρήνη” που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Επιθεώρηση Τέχνης” (τεύχος 13, Ιανουάριος 1956), με το ψευδώνυμο Κούλης Αυγερινός (χρησιμοποίησε, επίσης, τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα Δημήτρης Γραμματικός και Πέτρος Μηλιώνης). Το 1957, συνδέθηκε με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού “Μαρτυρίες”. Το 1958 χρονολογείται η πρώτη του ποιητική συλλογή, “Πριν από τον θάνατο”. Το 1965 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη. Εκεί έζησε έως το 1980, δουλεύοντας, μεταξύ άλλων, ως γραφίστας σε διαφημιστικά γραφεία και ως επιμελητής εκδόσεων. Το 1981 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και έγινε ιδρυτικό μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού “Χειρόγραφα” και, αργότερα, υπεύθυνος των Αγροτικών Συνεταιριστικών Εκδόσεων (ΑΣΕ), μεταξύ 1987-1993. Δημοσίευσε ποιήματα, πεζογραφήματα και μελέτες του, κατά καιρούς, στα περιοδικά “Επιθεώρηση Τέχνης”, “Εφημερίδα των ποιητών”, “Καινούργια Εποχή”, “Νέα Εστία”, “Νέα Πορεία”, “Ο Λογοτέχνης”, “Μαρτυρίες”, “Σημειώσεις”, “Δεκαπενθήμερος Πολίτης”, “Αντί”, “Ελίτροχος”, “Το Δέντρο”, “Γράμματα και Τέχνες”, κ.ά.
Η πρώτη φάση της ποίησης του Μέσκου σχετίζεται με τραυματικά ιστορικά βιώματα της δεκαετίας του 1940 και εμφορείται από την αίσθηση ενότητας ποιητή και γενέθλιου τόπου, ανθρώπινου υποκειμένου και φύσης. Η έννοια της αντίστασης διατρέχει όλη τη λογοτεχνική του παραγωγή του και, ενώ στις πρώτες του συλλογές αποκρυσταλλώνεται σε μορφές της ελληνικής παράδοσης, όπως αυτές του Διγενή ή των Κλεφτών, σταδιακά κατατείνει όλο και περισσότερο στην αφαίρεση. Άλλα χαρακτηριστικά της ποίησής του είναι η εισβολή του ιστορικού χρόνου στον ατομικό χώρο και η διαπλοκή προσωπικού και συλλογικού. Οι διακρίσεις του περιλαμβάνουν το βραβείο ποίησης του περιοδικού “Διαβάζω” για τη συλλογή “Χαιρετισμοί”, το 1995, το βραβείο ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το 2006, για το σύνολο του έργου και το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το 2013, για τη συλλογή “Τα λύτρα”. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες.
Το 1981 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ύψιλον η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του, που γράφτηκαν από το 1958 έως το 1980, με τίτλο “Μαύρο δάσος”. Το βιβλίο ξανακυκλοφόρησε με τον ίδιο τίτλο δύο φορές, συμπληρωμένο κάθε φορά: το 1999 από τις εκδόσεις Νεφέλη και το 2011, σε δύο τόμους, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Οι εκδόσεις Γαβριηλίδης εξέδωσαν επίσης τα συγκεντρωμένα “Πεζογραφήματά” του, το 2013, και τα “Προσωπικά κείμενα”, το 2014. Τελευταία βιβλία του ήταν το δοκίμιο “Συνηγορία ποιήσεως” (Κίχλη, 2015), η συλλογή πεζών “Εν Βοδενοίς: Κείμενα εκτός εμπορίου από την ενδοχώρα της Έδεσσας” (Έδεσσα, 2016) και οι ποιητικές συλλογές “Άλφα Βήτα” (Κίχλη, 2015), “Στην όχθη του παραδείσου” (Το Ροδακιό, 2016) και “Όνειρα στον Άδη” (Το Ροδακιό, 2018).
Έφυγε από τη ζωή στη Θεσσαλονίκη την 1η Ιανουαρίου 2019, σε ηλικία 83 ετών.
Άλογα στον ιππόδρομο – Μάρκος Μέσκος
«Προαίσθημα»
Από τη στέγη περνούσαν πράγματα πολλά
καπνός πνοές ανέμου φύλλα φθινοπωρινά
ο ίσκιος του ήλιου στο γύρισμα
του χελιδονιού η γλώσσα στο ζενίθ
τα ξυπόλητα πόδια των πουλιών δειλινές ώρες
κόκκινη κλώσα η στέγη
μα εκείνο απομένει: η μαύρη κάργα στην καταχνιά
με το φοβερό ράμφος τοκ τοκ, τοκ τοκ
έμβολο θανάτου στο κρανίο.
Και η σιωπή του κρεμασμένου μέσα.
Ποίηση, Ερμής, 1973, 48 σελ.
Μαύρο δάσος – Μάρκος Μέσκος
Ποιήματα 1958-1986
Το ποίημα τελείωσε: Tίποτε δεν κινήθηκε, παγωμένος ο κόσμος. Σα συνέχεια, το ποίημα τελείωσε. Τα Βοδενά θα χαθούν κι εσύ δυστυχώς θα υπάρχεις. Οι φωτογραφίες σκίζονται και πετιούνται στο ποτάμι. Ταραχή και σιωπή και σιωπή πάλι. Μένει ο χαμένος καιρός στην ψυχή τώρα. Το ειδύλλιο με τις φωτεινές μέρες από το παρελθόν τέλος. Πάλι στο μέλλον, η μοναχική σου ύπαρξη και ο πόνος του κόσμου πάλι. Και φοβάσαι, φοβάσαι πολύ το ποίημα: Μέσα στις φλέβες σου ακίνητο αίμα.
Ποίηση, Ύψιλον, 1981, 270 σελ. / Νεφέλη, 1999, 244 σελ.
Στον ίσκιο της γης – Μάρκος Μέσκος
Θα βραδιάσει σε λίγο
και δάφνες στη βροχή σαπίζουν τους ανθρώπους
πόλη στην καταχνιά κόκκινα σήματα συγκρούονται·
θα βραδιάσει σε λίγο με τη νύχτα του ο καθείς
μα πριν θ’ ανοίξει ο ουρανός δυο μινούτια
εκεί κατά το μπλε δειλινό το δέντρο και τον Οσμανάκο.
Ποίηση, Ύψιλον, 1986, 56 σελ. / Νεφέλη, 1999, 54 σελ.
Άνθη στο καταραμένο φίδι – Μάρκος Μέσκος
1. Που να σε φιλήσω να `ναι μόνο για μένα!
2. Σκοτάδι απροσδότητο – ξαφνικό φιλί` κατάλευκη λάμπει η κρήνη!
3. Μετά το τραγούδι η σιωπή. Μετά τη σιωπή η Αγάπη!
4. Σύννεφα βροχής σκεπάζουν το φεγγάρι. Υπήρξε άλλη Αγάπη;
5. Τι να σου δώσω εγώ τι να σου δώσω; Και την ψυχή μου πάρε!
6. Αγάπη αλαφροΐσκιωτη στη σκάλα βήματα δεν άκουσες ποτέ!
7. Γενναίο λουλούδι λέει το σ` αγαπώ με λόγια που τρεκλίζουν!
8. Μην κλαις μη φοβάσαι. Ασύλητος, από σένα θα τελειώσω.
9. Πότε θα ξυπνήσεις να μιλήσουμε;
10. Στα Τάρταρα πάω και γυρίζω: μαύρο αδιέξοδο, κοντινό μου πουλί, ψυχή μου!
…
Ποίηση, Ύψιλον, 1986 / Νεφέλη, 1998, 35 σελ.
Χαιρετισμοί – Μάρκος Μέσκος
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Υπάρχει μνήμη στο κέντρο της γης. ήλιος στον ουρανό και ουτοπίες.
Κατηφορίζοντας, θαρρώ, την Κατάρα και δεξιά, κατʼ εύχήν, η παλιά Βοβούσα
άνθρωποι κάθε εποχής περαστικοί μα η σκοτωμένη ώρα μάταια προσμένει
άλλοι έσπειραν άλλοι θέρισαν και το δίκιο στην άκρη του γκρεμού
πρωτόφαντα όπλα καθώς εξαίσιοι θεοί τα δόλια άλογα του Κορτέζ
σαν όπως εξέρχεσαι της αγάπης κατισχυμένος κι αντηχεί
το χάος με φλογέρες και σκόνη — η άκρη του κόσμου ποια νάναι;
Άπολις εγώ, είπε, κι εγώ με την αυτογνωσία τάχα τί κερδίζω
μόνος, ολομόναχος με την ευχή της μάνας μόνον
στην ανθρωπογεωγραφία Κατράνιτσα ή Βοβούσα ή Γραμματίκοβο ή —
ο κεραυνός του μαχαιριού στην κορυφή της κεφαλής κι ό μόσχος μουγκρίζει
κόκκινο – μαύρο, κόκκινο – μαύρο, κόκκινο – μαύρο… — Πύρ!
αδιέξοδα της ιστορίας πνιγμένες φωνές — η άκρη του κόσμου ποια νάναι;
Αλλοπαρμένα δειλινά κι οι μάγισσες σφυρίζουν μα εκείνος με τον αέρα μιλεί
τι δίνει τώρα για την ψυχή του τί προσφέρει στη βαθιά του πίστη
τον Δημήτριο Γκίνη, πρώην ποιμένα, άγγελο άγγελο των μακρινών ουρανών
σήμερα η θάλασσα μουρμουρίτσα κι αρραβωνιασμένα κύματα γιαλό-γιαλό
αύριον τα ποιήματα φι χι ψι και νετρόνιον ωμέγα
ω μέγα ψεύδος της τέχνης ω μέγα ψεύδος μας –– η άκρη του κόσμου
ποια νάναι;
Γλώσσα του ανέμου της στάχτης σάρκα ήτανε λάθος το πρωΐ και λάθος
το φεγγάρι που λευκάζει τα σεντόνια του Άδη όταν όλοι
σκεφτικοί γυρίζουμε πίσω στην πρώτη φωτιά
κατηφορίζοντας την Κατάρα κι ανηφορίζοντας την Ευχή ––
με το δικό του φιλί με το δικό του χαίρε, ο αδέκαστος
ο γιός της Καλλιόπης ακόμη ζων κι ακόμη ρωτώντας.
Βραβείο Ποίησης – Περιοδικό “Διαβάζω” 1995
Ποίηση, Ύψιλον, 1995, 56 σελ. / Νεφέλη, 1999, 53 σελ.
Κομμένη γλώσσα – Μάρκος Μέσκος
Ονόματα και ιστορίες
Η “Κομμένη Γλώσσα”, βιβλίο με ονόματα και ιστορίες, χαρακτηρίζει το ήθος των πεζογραφημάτων του ποιητή Μάρκου Μέσκου.
Οχτώ κείμενα που αφηγούνται τη δεκαετία του ’40, η σκυτάλη από την “Κομπαρσίτα” στον “Αύγουστο” του 1949, ιδίως.
Ακόμα μια άποψη του πρόσφατου Εμφυλίου πολέμου, διαφορετική από αυτές που γνωρίζουμε. Απλές και υποβλητικές ιστορίες (πλέον), αναδεικνύουν τη δραματικότητα των γεγονότων στην κυριολεξία, η μνήμη ενός δεκατριάχρονου αγοριού που καταγράφει τη σύγκρουση, χρόνο τον χρόνο, αδέκαστα.
Φόβος και πόνος και σπαραγμός εκείνων των τραγικών ημερών (ήδη μια εποχή άλλη). Οι “Πράσινοι” με την κόκκινη καρδιά αντιμέτωποι με τους “Μπλέ”, ήρωες -παλαιστές- ενός αγώνα ουτοπικού, καθήκοντος και ονείρου, αβέβαιων προοπτικών και θανατηφόρων τραυμάτων.
Μέσα στην ψυχή των ανωνύμων πρωταγωνιστών το βουβό κλάμα της Ιστορίας, οι λύσεις που δεν υπήρξαν λύσεις, η αισιοδοξία των νικητών ονομάζεται ματαιότητα, ο θάνατος των ηττημένων -στην πορεία της ζωής- ένα μοιρολόγι ακόμα.
Διηγήματα, Νεφέλη, 1997, 81 σελ.
Τα φαντάσματα της ελευθερίας – Μάρκος Μέσκος
ΤΟ ΚΑΤΟΠΙΝΟ ΜΟΥ ΟΠΛΟ
Στα μάτια των πνιγμένων τα καράβια
είναι μια νοσταλγία ατέλειωτη – θάλασσα η φωνή σου
δε μου κάνει.
Αηδόνια δεν ακούω. Για σε μικρέ βοριά
θα το σκεφτώ πολύ άλλη φορά
αν ξενυχτήσω κάτω από τα δέντρα σου.
Στέκομαι απέναντί σου (ονειρεύομαι, ξυπνώ, συναλλάσσομαι
για το καλό, πονώ και θλίβομαι μαζί σου) να βρω λοιπόν
δεν είναι διόλου δύσκολο
ποια ώρα της φωνής σου μού ταιριάζει.
(Προς το παρόν η ποίηση είναι ψυχή).
Μαυροβούνι, 1963
Ποίηση, Νεφέλη, 1998, 29 σελ.
Παιχνίδια στον παράδεισο – Μάρκος Μέσκος
Τα πεζογραφήματα του βιβλίου “Παιχνίδια στον παράδεισο” του ποιητή Μάρκου Μέσκου έχουν γραφεί και πρωτοεκδοθεί το 1978.
Αποτελούν, εκ πρώτης όψεως, μια “καταγραφή” παιδικών παιχνιδιών (δεκαπέντε συνολικά), στην πόλη της Έδεσσας τη δεκαετία 1935-1945 η οποία βαθμιαία εξελίσσεται σε μια επιστροφή στον χαμένο παράδεισο των παιδικών χρόνων του συγγραφέα, έναν παράδεισο όπου οι τοποθεσίες της πόλης ανακαλούνται νοσταλγικά μέσα από τα ονόματά τους και οι απόηχοι των ιστορικών γεγονότων φθάνουν αλλά και αφομοιώνονται γρήγορα μέσα στις παιδικές συνειδήσεις.
Κοντολογίς, όλα αυτά είναι η αφορμή για να χαραχτεί μέσα στα κείμενα του βιβλίου το “ταπεινό ήθος” μιας ηλικίας και μιας εποχής, και για να ακουστεί ξανά η μυστική παιδική γλώσσα, η “γλώσσα” που γνωρίζει τον άνεμο και τις κραυγές των πουλιών”.
Μέσα στο ιστορικό, πάντοτε, πλαίσιο της εποχής, ο πυρήνας, των πεζογραφημάτων των “Παιχνιδιών στον παράδεισο”, δεν είναι μακριά από την αλήθεια μιας άγραφης κουλτούρας που μόνο στα παιδιά (δυνάμει) επιτρέπει η βίωσή της.
Διηγήματα, Νεφέλη, 1998, 129 σελ.
Μουχαρέμ – Μάρκος Μέσκος
Στα δέκα μου ήξευρα πολλές δουλειές του χωριού. Με την κόσα να κόβω τριφύλλι, να κόβω τη βρίζα κι έπειτα να τη δίνω για τα δεμάτια, στάρι-κριθάρι το καλοκαίρι, ν’ αλωνίζω με τα βόδια από τα χαράματα, με τον “κριβάκι”, το αεράκι που σηκώνεται το απόγιομα, το λίχνισμα, πριν πέσει η νύχτα να μαντρώνω τα ζώα φροντίζοντάς τα, να τσαπίζω καλαμπόκι, καλέμια στα νέα δέντρα να βάζω – γράμματα ελάχιστα, να ‘ναι καλά το στόμα των μεγάλων, δεν χρειάστηκαν και πολλά.
Ταχιά όμως έμαθα και τον φόβο. Που έσφιγγε την ψυχή μου σαν νύχτα σκοτεινή, όταν ακούγονται τα σκυλιά και γαβγίζουν ακροβολημένα. Φόβος από τα πάντα. Ένας παγωμένος αέρας που έφτανε στο χωριό απ’ όλα τα μονοπάτια. Ζαπτιέδες, φορατζήδες, Τουρκαλβανοί ληστές. Αυτοί μαγάριζαν τις γυναίκες, έπαιρναν και τα κορίτσια μαζί με γρόσια απειλώντας. Δεκαπέντε χρόνια από τη γέννησή μου, ξάφνου, όλα έγιναν δύσκολα – από τότε βλέπω εφιάλτες τη νύχτα, κλαίγω και λαφρώνω.
Οι μεγάλοι δεν ήσαν πάντοτε κοντά μας, δούλευαν μακριά από το χωριό, το βιό μας δεν είχεν πόρτες. Μόνον σκυλιά γάβγιζαν μέρα-νύχτα. Όλοι πιέζανε και μας σκοτώνανε, που θ’ ακουμπήσουμε , που; Τα ίδια πάθαιναν και οι παλιοί, “περάσανε όμως και τα ξεχάσαμε”, μουρμούριζαν κάποιοι. Τώρα σαν κάτι να τρίζει, οι Οσμανλήδες ανήσυχοι είναι, το δείχνουν και γίνονται χειρότεροι, αγριεύουν και φοβερίζουν. Όσοι απ’ αυτούς έχουν τσιφλίκια τα παζαρεύουν γλυκομίλητοι με τους δικούς μας, λιγοστούς τσορμπατζήδες. Λιβάδι, δάσος, χωράφια, αμπέλι. Μα δεν κλείνουν ακόμα καπάκια, μήπως πάρουν άλλη τροπή τα πράγματα. Ο φόβος όμως και δικός τους.
Ένας μόνος στο χωριό, ο Ρίστοχατζ-, γιατρός πρακτικός, ειδικός στο νταλάκι, κάνει πως δεν φοβάται. Πομπράτιμος του πατέρα, αγαπημένοι φίλοι χρόνια, σαν βλέπει το παράθυρό του ανοιχτό και τα φύλλα στο πλάι, παίρνει το τραγούδι. Πέντε μινούτια λέει το τραγούδι.
Διηγήματα, Νεφέλη, 1999, 144 σελ.
Ψιλόβροχο – Μάρκος Μέσκος
«Μνημόσυνο»
Πέτρες σημάδια νεκρών πατούσαμε στον λόφο. ξάφνου
περίεργος κρωγμός (από την γκορτσιά την πικραμένη;)
Γύρω γύρω η Μπούκα. στα ψηλά βουνά οι σκοτωμένοι αθώοι.
Καίνε χαμηλά κεριά της χλόης η νύχτα καλπάζει αλλά πριν
ο κρωγμός του πουλιού βρισιά στην ηλιόλουστη μέρα.
Στο τέλος είπεν ο Γιάννης: χωρικός προσευχήθηκα εδώ.
μας διώχνει όμως το αίμα. λίγοι αντέχουν.
Ποίηση, Νεφέλη, 2000, 93 σελ.
Προσωπικά κείμενα – Μάρκος Μέσκος
“Μάλλον χρόνιες εξομολογήσεις, τα “προσωπικά κείμενα” κατάφεραν να ξεφύγουν από την τροχιά εκείνη των στίχων μα που μιλούν πάλι εν ονόματί τους, συγκεντρώνονται εδώ (μνήμες ζωντανών μετά θάνατον τα πιο πολλά) και αφιερώνονται στους ορατούς συνοδοιπόρους. Ο προφορικός και γραπτός τους λόγος, οικεία, θαρρώ, και με όλα τα δικαιώματα συμπαρατάσσεται.”
Μάρκος Μέσκος
Ο τόμος περιλαμβάνει κείμενα για τους εξής λογοτέχνες και θέματα: Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (“Λευκές νύχτες”), Θεόκλητο Καριπίδη, Όμηρο Πέλλα, Γιώργο Κοτζιούλα, νεοελληνικό δημοτικό τραγούδι, Γιώργο Ιωάννου, Άθω Δημουλά, Λουκά Βενετούλια, Νίκο Γκάτσο (“Αμοργός”), Μιχάλη Γκανά, Μάριο Μαρκίδη, Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, Κλείτο Κύρου, Κ.Π. Καβάφη, Ανδρέα Κάλβο, Μάνο Χατζηδάκι, Βασίλη Παπά (“Παράγραφος 1,2”, “Ντοκυμανταίρ”), Μέλπω Αξιώτη, Φρίξο Τζιόβα, Σπύρο Αποστόλου (“Εκμαγείο”), Βικτωρία Θεοδώρου (“Το γαμήλιο δώρο”), Γιάννη Δάλλα, Ανέστη Ευαγγέλου, μεταπολεμική ποίηση της Αριστεράς, Θόδωρο Αγγελόπουλο (“Το βλέμμα του Οδυσσέα”), Οδυσσέα Γιαννόπουλο, Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, κ.ά.
Ερμηνεία και κριτική, Νεφέλη, 2000, 286 σελ. / Γαβριηλίδης, 2014, 472 σελ.
Ελεγείες – Μάρκος Μέσκος
ΔΥΟ ΤΡΙΣΤΙΧΑ
Όταν τ’ ανώνυμα άνθη την πέτρα ραγίζουν
αντάρτη ταπεινέ ανιδιοτελή
λάμπρυνε λάμπρυνε την ψυχή μου
όταν το στόμα την αλαλία καταπιεί
χώμα και σκόνη κι αέρας ας μείνει
(ένα κλαδί το δάχτυλό μου να ‘ρχονται τα πουλιά).
(από την ενότητα “Τα πουλιά”)
ΑΦΗΓΗΜΑ
Μικρό παιδί πότε μεγάλωσε πότε αντρειώθηκε πότε
γκριζάρισαν τα μαλλιά του· και καλοκαίρια και χει-
μώνες χελιδονίσματα ανθών και πρωτοβρόχια· να’ ταν
για πάντα κόκκινη η στέγη του σπιτιού η ροδιά να ‘ταν
στον παράδεισο της αυλής -πώς όμως πέρασαν τα χρόνια
αφού το μαύρο κλάμα νύχτωνε διαρκώς τη ζωή του;
ΤΟ ΣΥΝΟΡΟ
Μεταίχμιο ξυράφι· πρέπει ν’ ασκηθείς
με τις πατούσες ισορροπώντας· ένα πουλί ένας ο αέρας
κι ένα το φως
από τη μια πλευρά κι από την άλλη.
ΑΚΟΜΑ
Ξεχασμένος ο γρύλος
άσπρες πεταλούδες στα πέταλα των λουλουδιών
γυρίζει ο καιρός πρώτες ψιχάλες
χειμώνιασε.
Φως αργυρό υπάρχει ακόμα
μέρα γαλάζια στον ουρανό
και σύννεφα χαιρετισμών ακόμα υπάρχουν.
Λευκά στο σκοτάδι, στο μαύρο φως.
14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2001
Κάπως έτσι· παρόμοια όλα.
Κυπαρίσσι λογχίζοντας τα στέρεα της γης
μα τον ουρανό γιατί;
(από την ενότητα “Ο χορός των Αγίων”)
Ποίηση, Ίκαρος, 2004, 91 σελ.
Νερό Καρκάγια – Μάρκος Μέσκος
Πεζογραφήματα
Τα βιώματα πρώτα· μετά οι γραφές.
Μικρές, “προφορικές” ιστορίες, σχεδόν άγνωστες και μηδέποτε ειπωμένες, ενός κόσμου πέραν από τις ορεσίβιες συγκρούσεις του Εμφυλίου (κυρίως) πολέμου, τα μετόπισθεν της καθημερινής ζωής του άμαχου πληθυσμού που πλαγιάζει, υπερβαίνοντας την Εποχή, σε μια λίμνη αίματος και στον απόηχό του ακόμη.
Νερό Καρκάγια, νερό καρά-καγιά, νερό του μαύρου βράχου -δυο συνθηματικές λέξεις που δηλώνουν τα μυστικά θεμέλια της μικρής πόλης (και εκτός των ορίων της) παρατεταμένα.
Διηγήματα, Ίκαρος, 2005, 118 σελ.
Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο – Μάρκος Μέσκος
Σχόλια και αυτοσχόλια για την ποιητική τέχνη και τον ανθρώπινο προσδιορισμό.
Ονομάστηκαν “Στάσιμα” (παλιότερα), κάπου στο σκοτεινό “Φαράγγι”, “Εαρινό Φθινόπωρο” άλλοτε, “Καταφυγή” και απαξιωτικός “Ψίθυρος” τελικά – στο κέντρο η Ποίηση, η αναγκαιότητα και τα σοβαρά της παιχνίδια ένδον.
Φυσικά όλα υπόκεινται, τίποτε δεν ησυχάζει τελεσίδικα· μήτε τα πάθη, μήτε η ακύρωσή τους στις αφετηρίες των γραφών και στις προσωπικές κινητοποιήσεις του αναγνώστη.
Ας φανταστούμε τον Κόσμο έτσι.
Eικονογράφηση: Μάρκος Μέσκος
Ποίηση, Νεφέλη, 2009, 128 σελ.
Ποιήματα: Μαύρο δάσος I – Μάρκος Μέσκος
“Μια μέρα θα βγάλω τους στίχους στον δρόμο
έν δυό, έν δυό, έν δυό
-άλτ! εμπρός μάρς! Έν δυό, έν δυό
ευθυτενείς, σιδερωμένοι
σε κάθε γωνιά να χαιρετούν τ’ άστρα
με το χέρι στο πηλίκιο, έν δυό έν δυό
μια μέρα θα βγάλω τους στίχους στον δρόμο
ν’ αναπνεύσουν
τα πράσινα φύλλα”.
Ποίηση, Γαβριηλίδης, 2011, 278 σελ.
Ποιήματα: Μαύρο δάσος ΙΙ – Μάρκος Μέσκος
“Κάτασπρα σύννεφα φτερά της σελήνης στον ουρανό
να μη μαυρίσουν να μη ραγίσει η φτέρνα της
από τα βάσανα και τις οδοιπορίες μα λόχμη δάσους
που στοιβάζει τ’ άσπρα οστά του θανάτου στο χώμα”.
Ποίηση, Γαβριηλίδης, 2011, 398 σελ.
Τα λύτρα – Μάρκος Μέσκος
“Τώρα
μετράει τό βιός του
πόσα χαράματα πόσες αφιλόξενες νύχτες πόση ξενιτιά
και πόση αντίδωρη αγάπη
χάθηκε στη ζωή του”.
Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2013
Ποίηση, Γαβριηλίδης, 2012, 85 σελ.
Τα ποιήματα της σκάλας – Μάρκος Μέσκος
ΠΑΙΔΙ
Παιδί ονειρεύονταν ποτάμι τον ουρανό
γκρίζο γαλάζιο λευκό
χωρίς αγκάθια ο πορφυρός κάκτος εκεί ψηλά
σημάδι αλαργινό – κανείς δεν το ‘φτασε!
Αδιέξοδα πικρά και απαγορεύσεις απ’ το πρωί
που έπρεπε να υπερβεί·
αν γνωρίζεις εσύ το μυστικό
διαλάλησέ το!
Ποίηση, Γαβριηλίδης, 2013, 56 σελ.
Πεζογραφήματα – Μάρκος Μέσκος
Η συγκεντρωτική συλλογή διηγημάτων του Μάρκου Μέσκου.
Απλά μιλώντας, για τα παιχνίδια της δεκαετίας ’35-’45 (τόσο άραγε διαρκεί μια παιδική ηλικία;), έχουμε κιόλας τον αριθμό δεκαπέντε, χωρίς τούτο να σημαίνει και την πλήρη καταγραφή τους.
Στην ίδια πόλη, Βοδενά ας την ονομάσουμε, από γειτονιά σε γειτονιά πολλά αλλάζουν. Όχι λίγες φορές διακλαδίζονται με άλλον τρόπο, ενώ κρατούνε τον ίδιο κορμό, σίγουρα. Έτσι δικαιολογούνται, ίσως, τυχόν παραλείψεις. Και βέβαια οι κάποιες υπερβάσεις θα οφείλονται στην εξασθενημένη μνήμη και, πιθανόν, στην αγάπη του γράφοντος για τον τόπο του και την εποχή του.
Μα να ‘ναι μόνο παιχνίδια; Ήδη αναγράφηκε το φοβερό χρονικό πλαίσιο της δεκαετίας ’35-’45. Διπλή εποχή, δικτατορία και κατοχή με τα φώτα στον ορίζοντα της απελευθέρωσης, ό,τι για τους μεγάλους -για τον Λαό του τόπου- είναι ο απαγορευμένος καρπός, δεν είναι για τα παιδιά. Μπορούν και παίζουν στη χαραμάδα της πόρτας και στην αχτίνα του ήλιου, όλα μαζί τα μιλέτια των Βαλκανίων, το ταπεινό ήθος και η μυστική παιδική γλώσσα που γνωρίζει τον άνεμο και τις κραυγές των πουλιών…
Διηγήματα, Γαβριηλίδης, 2013, 349 σελ.
Συνηγορία ποιήσεως – Μάρκος Μέσκος
Το βιβλίο, αποτελείται από σημειώσεις περί ποιήσεως και ποιητικής, αποστάγματα από την πολυετή θητεία του Μάρκου Μέσκου στην ποίηση.
Είτε συνιστούν έναν νοερό διάλογο με ομοτέχνους είτε απευθύνονται σε νέους ποιητές, οι στοχασμοί του Μ. Μέσκου ανοίγουν το άδυτο του ποιητικού εργαστηρίου στον αναγνώστη της ποίησης, αποκαλύπτοντας διλήμματα, φόβους και αγωνίες του δημιουργού αλλά και μυστικά της τέχνης του.
“ΛΕΞΕΙΣ ΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ, άγνωστος υπόγειος ρυθμός, ότι το Ποίημα χτυπάει με την οπλή του το χώμα. Σε λίγο, οι έμμονες ιδέες μαζί του θα τρέξουν πετώντας.”
“ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΧΑΡΤΙΟΥ ένας ποιητής κάποτε σημείωνε: “Δώστε μου τρεις λέξεις να σας φτιάξω το καράβι του Κόσμου! Τρεις λέξεις μόνο”.”
“ΟΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΙ, ταμένοι ποιητές ισχυρίζονται πώς κατάφεραν να γίνουν ένα μουσικόν όργανο· όπως κι αν χαϊδέψεις τις χορδές του, εκείνο θα σημάνει Ποίηση.
– Αν, εσύ, μπορείς να σηκώσεις το άχθος, πάρε τον δρόμο.”
Δοκίμιο, Κίχλη, 2015, 32 σελ.
Άλφα Βήτα – Μάρκος Μέσκος
«Μεταίχμια οριακά»
Δύναμη παιδιού
σπαθί και κνούτο και κριός πολιορκητικός που γκρεμίζει
το επίμονο μαύρο·
τύμπανο βουερό που καίει τα πέλματα των γιγάντων
λουλούδια θυσιασμένα αστέρια στα χέρια σου λαμποκοπώντας
χαράματα και θεοσκότεινες νύχτες·
πρόσεξε μη σκοτώσεις το πουλί
πρόσεξε τον ήχο της φωνής
και τη σιωπή που βλέπει γελώντας κρυμμένη.
Ποίηση, Κίχλη, 2015, 84 σελ.
Στην όχθη του παραδείσου – Μάρκος Μέσκος
Σ’ αγαπούσα – το ‘ξερες;
(Κράτησες εσύ το μυστικό σου
για τον άλλον Κόσμο τον άγνωστον…)
Μαζί ποτέ δεν θ’ ανταμώναμε στον κήπο
του Παραδείσου·
πιστό σκυλί
πάρε με πίσω στο Δάσος
με την ψιλή χλόη
νανουρισμένον.
Ποίηση, Το Ροδακιό, 2016, 40 σελ.
Εν Βοδενοίς – Μάρκος Μέσκος
Κείμενα εκτός εμπορίου από την ενδοχώρα της Έδεσσας
Δώδεκα κείμενα γραμμένα από το 1979 έως το 2016 (είχαν κυκλοφορήσει εκτός εμπορίου) κι έχουν άξονα αναφοράς την Έδεσσα (παλιά Βοδενά), τους ανθρώπους και τους χώρους της. Φόρος οφειλόμενος στην γενέτειρα και τα πρόσωπά της, που άφησαν το μικρό ή μεγάλο ίχνος τους στη ζωή της πόλης. Ένα εικονοστάσι ανωνύμων και επωνύμων, ζώντων και κεκοιμημένων.
Πεζά, Δημοτική Κοινωφελή Επιχείρηση Δήμου Έδεσσας, 2016, 102 σελ.
Όνειρα στον Άδη – Μάρκος Μέσκος
“Όνειρα στον Άδη”, εδώ στην άκρη του κόσμου δεν θα πάψει να ονειρεύεται. Άλλη Εποχή συνέχεια των προηγουμένων αναζητώντας τις καλές συμπτώσεις και τους ωραίους ανθρώπους που αντάμωσε.
Τώρα γνωρίζει, το κενό δεν το φοβάται. Βλέπει τώρα καθαρότερα το τραγικό νόημα όσων έζησε.
Ωσάν συνολική εκτίμηση λίγες κορφές διακρίνονται απέναντι (ή κάτω;). Είναι αυτές οι αξίες που θα πίστευε και αγωνίζονταν πάλι για να μείνουν περισσότερο στο στερέωμα.
Ποίηση, Το Ροδακιό, 2018, 48 σελ.
Άλογα στον ιππόδρομο (1973), Ερμής
Μαύρο δάσος (1981), Ύψιλον
Στον ίσκιο της γης (1986), Ύψιλον
Άνθη στο καταραμένο φίδι (1986), Ύψιλον
Χαιρετισμοί (1995), Ύψιλον
Τα φαντάσματα της ελευθερίας (1998), Νεφέλη
Άνθη στο καταραμένο φίδι (1998), Νεφέλη
Χαιρετισμοί (1999), Νεφέλη
Στον ίσκιο της γης (1999), Νεφέλη
Μαύρο δάσος (1999), Νεφέλη
Ψιλόβροχο (2000), Νεφέλη
Ελεγείες (2004), Ίκαρος
Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο (2009), Νεφέλη
Ποιήματα: Μαύρο δάσος I (2011), Γαβριηλίδης
Ποιήματα: Μαύρο δάσος ΙΙ (2011), Γαβριηλίδης
Τα λύτρα (2012), Γαβριηλίδης
Τα ποιήματα της σκάλας (2013), Γαβριηλίδης
Άλφα Βήτα (2015), Κίχλη
Στην όχθη του παραδείσου (2016), Το Ροδακιό
Όνειρα στον Άδη (2018), Το Ροδακιό
Διηγήματα-Αφηγήσεις
Κομμένη γλώσσα (1997), Νεφέλη
Παιχνίδια στον παράδεισο (1998), Νεφέλη
Μουχαρέμ (1999), Νεφέλη
Νερό Καρκάγια (2005), Ίκαρος
Πεζογραφήματα (2013), Γαβριηλίδης
Εν Βοδενοίς (2016), Δημοτική Κοινωφελή Επιχείρηση Δήμου Έδεσσας
Δοκίμια-Μελέτες-Ερμηνεία και κριτική
Προσωπικά κείμενα (2000), Νεφέλη
Προσωπικά κείμενα (2014), Γαβριηλίδης (Ε)
Συνηγορία ποιήσεως (2015), Κίχλη
Συλλογικά έργα
Μικρή ζωολογία (1998), Εκδόσεις Πατάκη
Μια πόλη, ένας συγγραφέας (2001), Μίνωας
Διαφορετικότητα (2017), Πήλιον Όρος
Πηγές: Biblionet, Νεφέλη, Ύψιλον, Ερμής, Γαβριηλίδης, Ίκαρος, Κίχλη, Το Ροδακιό
https://www.karatzova.com/2019/01/blog-post_19.html
Η πρώτη φάση της ποιητικής του δημιουργίας σχετίζεται με τραυματικά ιστορικά βιώματα της δεκαετίας του 1940 και εμφορείται από την αίσθηση ενότητας ποιητή και γενέθλιου τόπου, ανθρώπινου υποκειμένου και φύσης.
Η έννοια της αντίστασης διατρέχει την ποίησή του και, ενώ στις αρχικές του συλλογές αποκρυσταλλώνεται σε μορφές της ελληνικής παράδοσης, όπως αυτές του Διγενή ή των κλεφτών, σταδιακά κατατείνει όλο και περισσότερο στην αφαίρεση. Άλλα χαρακτηριστικά της ποίησής του αποτελούν η εισβολή του ιστορικού χρόνου στον ατομικό χώρο και η οργανική συμπλοκή προσωπικού και συλλογικού.
Μετανάστης
Μέσκος Μάρκος, «Μετανάστης», Μαύρο δάσος (Ποιήματα 1958-1986), Νεφέλη, ΑθήναΟύτε μια νύχτα δε με ζέσταναν τ’ αστέρια σου
σ’ άγρια χρόνια βουκόλος πάνω στα βουνά
να μπερδεύω τ’ αρνιά με τους εχτρούς και τ’ αδέρφια
και να σκοτώνω εχτρούς κι αδέρφια
και να σκοτώνω αρνιά κι εχτρούς
και να σκοτώνω αδέρφια, εχτρούς κι αρνιά,
να τυραννιέμαι και να βασανίζομαι ψάχνοντας
την καρδιά μου στις πολιτείες με τριάντα δραχμές,
χόρτο να μη φυτρώνει πια στα χωράφια
πουλιά να μην έρχονται την Άνοιξη
στάλα στα φρυγμένα χείλια των ποταμιών
κι ένας καημός, ένας βαθύς καημός τραγουδιού και θανάτου…
Γιόμισαν τα μάτια μου μαύρο φως
πέντε χρόνια ανθρακωρύχος στα ορυχεία Σαρλερουά
ποτέ μη λησμονώντας τ’ ακρογιάλια σου που τα πλαταίνει
ο γλυκός θυμός από τα ελάτια του Βερμίου-
μα το ’χω παράπονο πατρίδα…
Μάρκος Μέσκος, «Μετανάστης», Μαύρο δάσος (Ποιήματα 1958-1986), Νεφέλη, Αθήνα 1999.
ΔΕΣ:https://www.ianos.gr/persons/view/detail/persons/meskos-markos-0038874/:
Τα βιβλια του
ΔΕΣ:http://georgakas.lit.auth.gr/simikta/:
Σύμμεικτα Νεοελληνικής Φιλολογίας
Αναλυτική Βιβλιογραφία
http://elpenor.gr/index.php/2013-11-22-08-55-56/2013-11-22-09-01-17/43-2013-11-22-12-45-5
ΜΕΣΚΟΣ,
ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕΣ
ΠΟΤΕ ΣΟΥ;Ο ΧΑΜΑΛΗΣ Ο ΠΕΤΡΟΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ
ΓΗΠΕΔΟΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΝΗ Χ. ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΡΕΛΗ
ΑΣΠΡΙΖΕΙ ΤΟ
ΣΤΗΘΟΣ, ΚΥΜΑΤΑ
ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΝΟΥΝΟ ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΣΑΝ ΤΗ ΦΑΛΑΙΝΑ
ΠΟΥ ΞΕΒΡΑΖΕΙ
ΤΟ ΚΥΜΑ ΚΑΠΟΙΑ
ΝΥΧΤΑΣΤΑΣΙΜΟ ΚΑΙ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ
ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΟΥ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΘΗ
ΜΕΡΙΝΑΚΡΙΝΑ ΤΟΥ ΑΠΡΙ
ΛΗ ΚΑΙ ΜΟΣΧΟΒΟ
ΛΙΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΗ
ΘΗ ΤΟΥ ΑΒΥΣΣΑ
ΛΕΟΥ ΠΡΙΝΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΛΑ
ΘΟΣΔΕΝ ΜΙΛΩ ΜΕ ΤΟ
ΔΑΣΟΣΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΚΙ
ΑΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
ΜΑΥΡΙΣΟΥΝ ΑΠΟ
ΤΟΝ ΧΑΡΟΝΤΑ
ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟΘΑ
ΜΕΝΟΥΣΟ ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ
ΚΑΠΕΤΑΝ ΤΣΑ
ΛΑΝΦΩΝΕΣ ΑΓΟΡΑ ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΡΟΛΟΙ
ΣΤΑΜΑΤΗΜΕΝΟ
ΣΤΟΝ ΙΛΙΓΓΟ ΤΟΥ
ΗΛΙΟΥΣΟΝΕΤΟ 7 ΟΥΤΟΠΙΑ ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟ
ΜΑΣΤΕ ΓΥΡΩ ΤΡΙ
ΓΥΡΩ ΣΤΗΝ ΠΛΑ
ΚΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΜΑΚΡΙΝΕ, ΜΙΚΡΕ
ΜΟΥ ΦΙΛΕΣΤΑΣΙΜΟ ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ – ΜΑΥΡΟ ΔΑΣΟΣ Ι & ΙΙ
- ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ
- –γράφει η Κωνσταντία Γέροντα
–Η αγάπη, βουνά ποτισμένα με ιδρώτα ανταρτών, νεκροί, πόσοι νεκροί και μνήματα, κάθε βήμα και ένα μνήμα, το Βέρμιο, η Έδεσσα (τα ” Βοδενά”), χιόνια που λιώνουν, φιλιά και υγρασία στα σκέλια, πέρδικες που πετάνε ψηλά, ποτάμια, φίδια και αγριοπερίστερα, κρασί που φτιάχνουν σε παλιά υπόγεια πατώντας το οι άντρες και θερισμός· αυτός είναι ο κόσμος του Μάρκου Μέσκου (Ποιήματα, Μαύρο Δάσος Ι, ΙΙ, εκδόσεις Γαβριηλίδη). Σαν ιστορία παλιά που ανασύρει ένας επιζώντας, ίσως του εμφυλίου.
Γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1935 και πέθανε το 2019. Ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Έχει ασχοληθεί με διάφορα είδη λόγου (πεζογραφία, δοκίμιο) αλλά κυρίως με την ποίηση. Έχει πάρει το βραβείο ποίησης του περιοδικού Διαβάζω (1996), το βραβείο Καβάφη (2005), το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου (2006) και το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (2013).
Τα τραυματικά βιώματα του εμφυλίου και η δημοτική παράδοση αποτελούν κεντρικά στοιχεία στο έργο του. Η σχέση του με την Αριστερά είναι έντονη. Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Ψυχή βαθειά” (σενάριο Ιωάννα Καρυστιάνη) για τον ελληνικό εμφύλιο, αρχίζει και τελειώνει με στίχους του (“Σε ποιον θάνατο πήγες. Περνούσε αεράκι από εκεί;” και “Στοχάσου: πόσο κράτησε το Θαύμα· πόσο η κακιά στιγμή”)
Η αγροτική ζωή (“μπαμπάκια και χασίσια”), ο πόνος των λουλουδιών όταν τα κόβουμε, η αγάπη και ο κίνδυνος (“Αγαπώ άρα κινδυνεύω/ γιατί βαδίζω μέσα στην καρδιά μου”), η ανοιχτή πληγή του θανάτου, η μνήμη, η χαρμολύπη, η ‘’πολύγλωσση’’ σιωπή, η Ουτοπία και η ποίηση ως κοινωνική ανατροπή, ο ουρανός, ο Τσέλαν και ‘’Του κανενός το ρόδο’’, σαν άλλο ρόδο ‘’αμάραντο’’ (Ελύτης), της ‘’μακρινής μητέρας’’ (Ελύτης), το δικό μας τριαντάφυλλο, της Γης μας, του επέκεινα (υπερβατικότητα) και του εδώ και τώρα (εμμενειοκρατία). Σαν κύκλος που αγκαλιάζει την πλάση και φωτίζει το τραύμα (της ποίησης? Της ιστορίας?) με φως από πεύκο, ρινίσματα και μια στάλα θλίψης στο νοτισμένο χώμα: αυτή είναι η ποίηση του Μάρκου Μέσκου. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: “Αγάπη τρελή, πολύχρονη δυο μηνών και, ζεστή, μεγάλη, αντιφατική, γελοία, ωραία σαν κυνηγημένο σύννεφο, κλαίουσα στον ποταμό, χαρούμενη με δυο παλαμάκια, αγωνιούσα, ταξιδεύουσα συχνά, επιστρέφουσα πάντα, το τελευταίο αντίο πάλι, τον ουρανό τρυπώντας και τη γη καταρώμενη, φυλακισμένη σε τέσσερις μικρούς τοίχους, πανελεύθερη, μια κίνηση πουλιών για το Βορρά, χιόνια που λιώνουν, φιλιά που αχνίζουν τρέμοντας, παλιόπαιδο του δρόμου, νύχτα με σεντόνια λευκά, τέλος γνωστό, ανονόμαστο άνθος σε κρυμμένο λιβάδι, νύχι της πέρδικας φοβισμένο, μωρό κοιμισμένο στο βυζί, υγρασία στα σκέλια, ποτάμι βαθύ, κόκκινη κατάσαρκη μπλούζα, κουρέλι αγαπημένο, καρφί στο μυαλό, βουνό αγέρωχο, κατεβασιά λύκων, αμνοί βελάζουν, φωτιά μεγάλη, δάκρυα που δεν σβήνουν τίποτε, λευκές ψυχούλες, γκρεμός με αγριοπερίστερα, πουκάμισο φιδιού δεν βρέθηκε, δαχτυλίδι αρχαίο, φωνή τώρα στο κάστρο, στάρι που λυγάει στον κάμπο, κρασί σταφυλίσιο, μια πενιά από ούτι, τα πάνω κάτω του κόσμου, τρελή Αγάπη, Εσύ.”
«Αχθοφόροι μ’ ανθισμένες πλάτες»
«Ο Ποιητής πρέπει να σηκώνει το ηθικό βάρος του κόσμου που φέρει και προσφέρει, αν δεν έχει αυτή τη δυνατότητα δεν είναι ούτε Ποιητής, ούτε Λογοτέχνης, ούτε Καλλιτέχνης»
Μάρκος ΜέσκοςΟ Μάρκος Μέσκος είναι ο σημαντικότερος Ποιητής της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.
Απο το 1958 μέχρι το 2019 είχε δημοσιεύσει 23 ποιητικές συλλογές.Η αξία της Ποίησής του έχει αναγνωριστεί το 1996 με το βραβείο ποίησης του περιοδικού Διαβάζω για τη συλλογή του “Χαιρετισμοί” (1995), το 2005 με το βραβείο Καβάφη, το 2006 με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου, και το 2013 με Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του “Τα λύτρα” (2012).
Αναρωτιέμαι αν η νεα γενιά γνωρίζει το μέγεθος του λόγου του, την ύπαρξη του και αν όχι γιατί…
Η Ποίησή του έχει κάτι το αδιαπραγμάτευτα αρσενικό, με μια απόλυτη αγάπη προσφοράς, έρωτα για την παράδοσή μας, ομολογία ενός ανθρωπισμού, μέσα απο αγώνες κι αντιστάσεις, μα πάνω απ΄όλα λυτρωτικές ομολογίες λαθών και πίστη στην απλότητα.
Οι λέξεις του είναι κραδασμοί αναγνώρισης αξιών που συνεχώς εκλείπουν, η Ποίηση του είναι το καλύτερο μάθημα πατριδογνωσίας πολύ μακριά απο εύκολους πατριωτισμούς και ημιμαθείς πατριδοκαπηλείες.
Είναι μια σταλαγματιά μνήμης στην αφόρητη ξηρασία των χρόνων μας.
Γεννήθηκε στην Έδεσσα κι από το 1981 ήταν κάτοικος Θεσσαλονίκης. Με τίμησε με την φιλία του και κάποιες πολυ σημαντικές για μένα περιπατητικές συνομιλίες. Τον θεωρώ τον σημαντικότερο άνθρωπο του Πολιτισμού μας που γνώρισα.
Σαν σήμερα “έφυγε”… Όμως στην πραγματικότητα οι Ποιητές δεν φεύγουν, …πετούν, μας αφήνουν τις λέξεις τους και πετούν κι εμείς τις κρατάμε φυλαχτό για τις δύσκολες μας ώρες.
Για να προσδιορίζουμε την δική μας ταυτότητα, το χώμα μας, τα μάτια μας, την ψυχή μας, κάθε που τα χάνουμε στην μπερδεμένη μας καθημερινότητα, κάθε που τα χάνουμε ή ξεχνάμε από ποια Ιστορία από ποια αίματα, από ποιες ματαιώσεις προερχόμαστε.
-Τι είναι η “Πατρίδα” , κύριε Μάρκο Μέσκο;
-“Τα παιδικά μας χρόνια και η Συνείδησή μας, που μας κάνει ανθρώπους ή ζώα.
Αλλά αυτή η χώρα έχει έναν τεράστιο Όμηρο, έχει τους ποιητές της Αθηναϊκής Τραγωδίας: τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, τον Σοφοκλή, σπουδαία κεφάλαια, ο Πολιτισμός είναι αυτή η χώρα.
Πατρίδα μου είναι αυτός ο Πολιτισμός.”
Μνημόσυνο
Πέτρες σημάδια νεκρών πατούσαμε στον λόφο. ξάφνου
περίεργος κρωγμός (από την γκορτσιά την πικραμένη;)
Γύρω γύρω η Μπούκα. στα ψηλά βουνά οι σκοτωμένοι αθώοι.
Καίνε χαμηλά κεριά της χλόης η νύχτα καλπάζει αλλά πριν
ο κρωγμός του πουλιού βρισιά στην ηλιόλουστη μέρα.
Στο τέλος είπεν ο Γιάννης: χωρικός προσευχήθηκα εδώ.
μας διώχνει όμως το αίμα. λίγοι αντέχουν.
(Ψιλόβροχο, 2000)
V
Του Σαγγαρίου οι μαχητές αποδεκατισμένοι μα πονηροί
φίλησαν το χέρι της καβουρομάνας Σαλονίκης κι από τότε
κάθε μέρα που ξυπνώ μια σπίνος είμαι μια κοράκι
έτσι μιλώ απʼ τη χαραυγή για το μπουκέτο εκείνο
στο μεθυσμένο το μυαλό του ασίκη Αβραάμ Μπεναρόγια!
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XVI
Πέλμα της χήνας φύλλο συκιάς είναι άνοιξη
στο περιγιάλι χάνεις τον λογαριασμό πόσα κύματα φτάνουν
πόσα καράβια αναχωρούν ή γράμματα ή φιλιά
μέρα και φως και μια βαρκούλα δεμένη με το ψάρι στην κοιλιά–
ψέμα τα χρήματα και ψέμα η ομορφιά δούλη του ανθρώπου
προτού μαζί του πεθάνει.
Το Μεσολόγγι πιο κάτω ψηλά το φεγγάρι σημαία
το αίμα του πια δεν βροντάει και δεν κοκκινίζει τα όνειρα
κουρέλια της πόρτας δεν εμποδίζουν το κρύο της καρδιάς
(άδειο καλάμι, είπες, φυσώ ήχος θλιβερός)
κύματα κύματα κύμα και λευκός γιαλός – δεν φταίμε
τα πράγματα παίρνουν μακρινές διαστάσεις και
τό δέντρο μελαγχολείο βουβά τα πουλιά.
(Τα ισόβια ποιήματα, 1977)
ΙV
Το φως του δρόμου μόνη συντροφιά
μαχαίρι αμφίστομο κάποτε στομώνει
Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι
και τα κεφάλια μας πνίγει η συννεφιά;
Πουλιά-καράβια ξένη προκοπή
μήτε ο ουρανός μήτε ο γιαλός μάς θέλει
σημαία μαύρη κουρέλι απʼ τα βέλη
του μάταιου κόσμου η συγκοπή.
Τί εικόνα τί πέλαο τί δρυμός!
Βουΐζουν όλα στον κόσμο επάνω
πεδίο βολής το λιγόκαιρο πλάνο
ατάλαντος ζωής λογαριασμός.
Άλλα εάν του θανάτου το στόμα πικρό
νέο δεν είναι τα ξέρεις μη φρίττεις
εδώ το πρόβλημα: κανενός πολίτης
καμίας πηγής δεν ήπιαμε νερό.
(Ιδιωτικό Νεκροταφείο, 1975)
XX
Κρίνα του Απρίλη και μοσκοβολιές από τα στήθη
του αβυσσαλέου πρίν
ασύλληπτος ακροβάτης το αεράκι όταν η πληγή είναι άνθος
και όταν κέρματα και γρόσια η αιτία του Κακού αιωνίως
σε μαγεμένη θάλασσα σε γαλαξίες και πετρώματα εύφορα
η πολλαπλή γλώσσα ζώων πτηνών και ανθρώπων αιωνίως
με το μαχαίρι και το μπάμ του ολέθριου θανάτου.
…΄Ηταν λοιπόν νύχτα ή πιο τρομερή
τα κύματα χτυπούσαν τον ουρανό και τα μαύρα αστέρια
βροχή κατακλυσμών χιόνι όλο κόντρα και αστραπόβροντα
και ραγισμένοι ορίζοντες και φίδια των ηφαιστείων κόκκινα
τελώνια σφύριζαν λυσσασμένα η κατάρα του χτες
και η βρισιά θνητών και θεών ασίγαστη μέσα
στο αγκομαχητό των τετρασκότεινων δρακόντων
ήταν λοιπόν νύχτα η πιο τρομερή
κι από το διάτρητο στερέωμα
κύλησαν όρη όλα τα νομίσματα του κόσμου
στον αγύριστο – για πάντα!
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XVIII
Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτον τέλος όχι στην όμορ
φη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων μήτε στον
λόφο με τα κυπαρίσσια• μα στη σκόνη μέσα και στα σκου¬πίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νε
κροί – με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα
και ανέχεια ψυχής κάτω απʼ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.
Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα
συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να
περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειό¬τατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο
θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμα¬ντικά
και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους αν
θρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.
Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον
άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα
και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.
Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πρίν λίγο
σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για
το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στίς ανάγκες και στα καπηλειά• μα κάποιοι
στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
΄Ενας-ένας οι Ποιητές βρυκολακιάζουν.
Όταν πλησίαζε φιλικά η ασχήμια τότε αγαπούσες τα φτερά του
πάρε με, φώναζες, στα ορεινά κρύα νερά στους άγνωστους Γαλαξίες•
ό,τι δεν πρόλαβε να τελειώσει χίλιες σταγόνες στο βουνό χίλιες
πηγές, το ξωτικό γαλάζιο πουλί μια στιγμούλα, λάμψεις και αστραπές
της θυμωμένης μπόρας, μαχαίρια λάμπουν, τα μαστίγια στον αέρα•
όμως τίποτε δεν εμπόδιζε, παραδείγματος χάριν, στην άκρια της λίμνης
τον βρεγμένον όσιο Ναούμ, να συμφιλιώνει ζεύοντας την άρκτο
με τον αμνό, τους φιλόσαρκους αετούς με τα περιστέρια. μόνο η καρα¬-
κάξα στίς κορφές των θάμνων χλεύαζε τον κόσμο τάχα τραγουδώντας
αλλά τώρα, πες μου να χαρείς, ποιος έμεινε όρθιος και πιστεύει;
Σήμερα ξάφνου νεκραναστημένα κυπαρίσσια σήμερα λάμπει ουρανός
(μαζί με τους αρουραίους)• κι αν ξυπνήσεις κάποιαν αυγή μαρμα-
¬ρωμένος γνώριζες όλα τα βάσανα του τέλους, τάξερες. Όσα ντέρτια
έχουν τα πουλιά τα λένε πρωΐ – μετά όνειρα και συγκοπή• μοναδικοί
θαμώνες της σιωπής σου οι χλωμές ανταύγειες οι παραπονεμένες.
Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, στον ύπνο οι μάγισσες ξυπνούσαν
τα καημένα να ξαγρυπνήσουν τον έρωτα και τους νεκρούς. Άραγε
τόθελαν; Α, πόσον ωραίο το φεγγαράκι πού αρμενίζει σιωπηλά, τα
χελιδόνια τιτιβίζοντας στον αέρα! Αν τύχει και δεις στον δρόμο
άλογο δίχως αναβάτη, αύριο–μεθαύριο, πέρασε κι εσύ να πληρωθείς…
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΣΟΝΕΤΟ 7
Η Σαντορίνη ριμάρει με τους πιγκουΐνους τα Βοδενά με το πουθενά
σωτήρια παρένθεση εκείνων που προσφέρουν ακόμη κεράσια στο νερό
βγάλε λοιπόν από το μυαλό σου τους κρατήρες των ηφαιστείων και
μην συχνάζεις εκεί. καλωσόρισε τʼ ανέλπιστα δάση που βουΐζουν
στα όνειρά σου, έτσι να χαρείς, πάρε κάποιο άλλο τραγούδι. Η κουκου-
βάγια πού προαναγγέλλει τα κατάμαυρα και ζητάει συντροφιά
στη δυστυχία έχει κι άλλον σκοπό, της αρχαίας Αθηνάς η σοφία τί
διάολο, τίποτε δεν σούδωσε; (Θλιβερές απαντήσεις πάλιν ακούω,
ενοχές απόμειναν, φτερά περιστεριών χειροκροτήματα ηχούν
ακόμα στίς πλατείες• μακάρι να χτυπούσαν και οι καμπάνες
μουσικές στους δρόμους, μια ψευδαίσθηση αναγκαία και περι–
ποιημένη, τώρα πού αγγίζουν τα φτερά σου άλλες φτερούγες παγωμένες
αν τρέχουν τρελά τα δέντρα όταν φυσσάει μην ακούς λόγια –
μέσα στα τόσα μόνο το κακό επιζεί φωνάζει το αγκάθι παρατεταμένα).
(Χαιρετισμοί, 1995)
Πες μου χελιδονάκι πώς σχηματίζεις το λάμδα ανεβαίνοντας τον ουρανό;
(Ψιλόβροχο, 2000)
Ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Το βουνό γονάτιζε νύχτα με το τσεκούρι και χαραυγές
τα ξύλα στην πόλη κατέβαζε με τα μουλάρια.
Στέργιο τον έλεγαν κι είχε πέντε παιδιά –όλα κορίτσια.
Παράλυτος πήγε από κακή ασθένεια και γυναίκες.
Καί τη γυναίκα είχε του σπιτιού
αυτός φωνές και χωρατά καθώς ξεφόρτωνε τα ζώα στην αυλή
κι εκείνη σιωπηλά επιτιμώντας τον
γιατί πουλάει το βουνό τόσο φθηνά
καί χαραμίζει τη ζωή του.
(Άλογα στον Ιππόδρομο, 1973)
ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ
Από τη στέγη περνούσαν πράγματα πολλά
καπνός πνοές ανέμου φύλλα φθινοπωρινά
ο ίσκιος του ήλιου στο γύρισμα
του χελιδονιού η γλώσσα στο ζενίθ
τα ξιπόλητα πόδια των πουλιών δειλινές ώρες
κόκκινη κλώσα ή στέγη
μα εκείνο απομένει: η μαύρη κάργα στην καταχνιά
με το φοβερό ράμφος τοκ τοκ, τοκ τοκ
έμβολο θανάτου στο κρανίο.
Και η σιωπή του κρεμασμένου μέσα.
(Άλογα στον Ιππόδρομο, 1973)
ΙV
Το φως του δρόμου μόνη συντροφιά
μαχαίρι αμφίστομο κάποτε στομώνει
Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι
και τα κεφάλια μας πνίγει η συννεφιά;
Πουλιά-καράβια ξένη προκοπή
μήτε ο ουρανός μήτε ο γιαλός μάς θέλει
σημαία μαύρη κουρέλι απʼ τα βέλη
του μάταιου κόσμου η συγκοπή.
Τί εικόνα τί πέλαο τί δρυμός!
Βουΐζουν όλα στον κόσμο επάνω
πεδίο βολής το λιγόκαιρο πλάνο
ατάλαντος ζωής λογαριασμός.
Άλλα εάν του θανάτου το στόμα πικρό
νέο δεν είναι τα ξέρεις μη φρίττεις
εδώ το πρόβλημα: κανενός πολίτης
καμίας πηγής δεν ήπιαμε νερό.
(Ιδιωτικό Νεκροταφείο, 1975)
ΙΙΙ
Κάποτε θʼ ασπρίσουν τα μαλλιά σου θα ʼσαι ένα τίποτε
άνθη κερασιάς ρόδα στους κήπους και αγάπη — ποια αγάπη;
Χελιδόνια πού κλειδώνουν τον αέρα της νυχτερίδας γκρεμός
καί το φεγγάρι απάτη από χαρτί. Στο ποταμάκι κάθονται
συλλογισμένοι οι φίλοι
στο χέρι καθρεφτίστηκες κι εσύ
υγρό κόκκινο φύλλο τα χείλια σου μα ξάφνου
σταφύλια σάπια κατεβασιά στον Άδη—
η λήθη βρέχει σήμερα όχι ο ουρανός.
Πριν απʼ τον κόσμο και μετά τον κόσμο η Γη μωρό στα σεντόνια
του τάφου
τρωκτικά ρολόγια το φως τρυπάει περισσότερο κι αν βρέξει κάποτε
αυτοστιγμεί κλείνει τʼ ομπρελίνο στα μάτια πόνος οξύς
η βροχή όρθια σκάλα
ψηλά ψηλά ό ουρανός πώς να μισέψεις; Μόνον
οι μεταλλωρύχοι σκαρφαλώνουν στον ουρανό από τη μαύρη
νύχτα στο λίγο αέρι
ήλιος και χρυσάνθεμα και λυπημένη παρηγοριά και γλάροι εξόριστοι
και φεγγαρόψαρα του βυθού — για σε δαμάλια σφαγμένα. Ξένα
λοιπόν
και τα όνειρα, στα μάτια να σε κοιτάξω και να πεθάνω
να σε φιλήσω και να χαθώ απʼ τον κόσμο
μπροστά ένα ασήκωτο δειλινό κρασί το ποτίζεις να λαφρώσει
πιο κάτω είναι καλύτερα (βαθύ μουρμούρισμα χόρτα θαλασσινά)
ο ήλιος φεύγει
φεύγω κι εγώ
με τον ύπνο περνώ και με καπνό τον άσπρο φράχτη.
(Τα ισόβια ποιήματα, 1977)
IV
Και πώς βρέθηκε παροπλισμένο μουλάρι στον μώλο
αμίλητο στα τέσσερα και την ουρά πέρα δώθε
άραγε να νοεί γιατί στον λαιμό η τριχιά
γιατί στερνή βάρκα θα φέρει ψάρι του πετρελαίου
και γιατί στα σύρματα χελιδονάκι τιτιβίζει
ξετρελαμένο εκείνο από χαρά
κι αυτό με την κεφάλα κάτω στη θλίψη.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
V
Του Σαγγαρίου οι μαχητές αποδεκατισμένοι μα πονηροί
φίλησαν το χέρι της καβουρομάνας Σαλονίκης κι από τότε
κάθε μέρα που ξυπνώ μια σπίνος είμαι μια κοράκι
έτσι μιλώ απʼ τη χαραυγή για το μπουκέτο εκείνο
στο μεθυσμένο το μυαλό του ασίκη Αβραάμ Μπεναρόγια!
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
VI
Γριά κυρα-Λισάβετ θα σε πάω στη Μηχανιώνα
τσίλικο τʼ αμάξι και κρασάκι όπως σʼ αρέσει
μην πονάς θα βρούμε στο φεγγάρι κάποια θέση —
κάντρο των μελλοντικών αντικέρ στον κουφόν αιώνα!
Θα ʼναι εκεί η Μαρία με τον Σταύρο και τον Τόλη
ούτε γάτα ούτε ζημιά ήσυχα στο περιγιάλι
μοναχά μια νύχτα μακρινά τα φώτα κι η βαβούρα ζάλη ––
στο αδειανό κεφάλι μας κολλημένο ένα πιστόλι.
Ζωντανοί νεκροί το χάραμα για τη Σαλονίκη πίσω
μελαγχολικό τραγούδι απʼ τα παλιά λησμονημένο
τα Ντεπώ και τα Κουλέ Καφέ με αεράκι ξένο
και σημερινό —τί λες;— λέω πάλι νʼ αγαπήσω…
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
VII
Πλατεία Ελευθερίας, πλατεία σύναξης των Εβραίων
Πλατεία των καϊκιών είναι το λιμάνι
που συνωστίζονται κατάρτια κι άλμπουρα και ιστοί
ώρα δειλινού και σούρουπο μουντό
να δούνε κινηματογράφο με χρώματα εξαίσια
κατά τον ΄Ολυμπο και τις ακτές της Κατερίνης.
Ο καλύτερος μου φίλος θα με προδώσει.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XIX
Κι αν το ρολόι σταματημένο στον ίλιγγο του ηλίου
κι αν η θάλασσα παφλάζει στον πάτο της σιωπής
κι αν αθέατα άλογα βουλιάζουν στο χρυσάφι ακόμα
αν η στροφή του κόσμου στο βάραθρο οδηγεί των αιμάτων
κι αν θάνατος είναι των αγριμιών οι φωνές
ας πούμε ακόμη δυο λόγια
παραδείγματος χάριν η Καρατζιόβα παράγει
πιπέρια μπαμπάκι καπνό και χασίσια
κι όταν παζάρι ημέρα Πέμπτη και με όποιον καιρό
οι μάνες δημόσια θηλάζουν στον μαστό
τα νεογνά βλαστάρια και τα πίτσκα*.
* αρτιγέννητα
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XX
Κρίνα του Απρίλη και μοσκοβολιές από τα στήθη
του αβυσσαλέου πρίν
ασύλληπτος ακροβάτης το αεράκι όταν η πληγή είναι άνθος
και όταν κέρματα και γρόσια η αιτία του Κακού αιωνίως
σε μαγεμένη θάλασσα σε γαλαξίες και πετρώματα εύφορα
η πολλαπλή γλώσσα ζώων πτηνών και ανθρώπων αιωνίως
με το μαχαίρι και το μπάμ του ολέθριου θανάτου.
…΄Ηταν λοιπόν νύχτα ή πιο τρομερή
τα κύματα χτυπούσαν τον ουρανό και τα μαύρα αστέρια
βροχή κατακλυσμών χιόνι όλο κόντρα και αστραπόβροντα
και ραγισμένοι ορίζοντες και φίδια των ηφαιστείων κόκκινα
τελώνια σφύριζαν λυσσασμένα η κατάρα του χτες
και η βρισιά θνητών και θεών ασίγαστη μέσα
στο αγκομαχητό των τετρασκότεινων δρακόντων
ήταν λοιπόν νύχτα η πιο τρομερή
κι από το διάτρητο στερέωμα
κύλησαν όρη όλα τα νομίσματα του κόσμου
στον αγύριστο — για πάντα!
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
XVIII
Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτον τέλος όχι στην όμορ
φη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων μήτε στον
λόφο με τα κυπαρίσσια• μα στη σκόνη μέσα και στα σκου¬πίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νε
κροί — με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα
και ανέχεια ψυχής κάτω απʼ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.
Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα
συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να
περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειό¬τατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο
θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμα¬ντικά
και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους αν
θρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.
Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον
άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα
και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.
Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πρίν λίγο
σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για
το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στίς ανάγκες και στα καπηλειά• μα κάποιοι
στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Υπάρχει μνήμη στο κέντρο της γης. ήλιος στον ουρανό και ουτοπίες.
Κατηφορίζοντας, θαρρώ, την Κατάρα και δεξιά, κατʼ εύχήν, η παλιά Βοβούσα
άνθρωποι κάθε εποχής περαστικοί μα η σκοτωμένη ώρα μάταια προσμένει
άλλοι έσπειραν άλλοι θέρισαν και το δίκιο στην άκρη του γκρεμού
πρωτόφαντα όπλα καθώς εξαίσιοι θεοί τα δόλια άλογα του Κορτέζ
σαν όπως εξέρχεσαι της αγάπης κατισχυμένος κι αντηχεί
το χάος με φλογέρες και σκόνη — η άκρη του κόσμου ποια νάναι;
Άπολις εγώ, είπε, κι εγώ με την αυτογνωσία τάχα τί κερδίζω
μόνος, ολομόναχος με την ευχή της μάνας μόνον
στην ανθρωπογεωγραφία Κατράνιτσα ή Βοβούσα ή Γραμματίκοβο ή —
ο κεραυνός του μαχαιριού στην κορυφή της κεφαλής κι ό μόσχος μουγκρίζει
κόκκινο – μαύρο, κόκκινο – μαύρο, κόκκινο – μαύρο… — Πύρ!
αδιέξοδα της ιστορίας πνιγμένες φωνές — η άκρη του κόσμου ποια νάναι;
Αλλοπαρμένα δειλινά κι οι μάγισσες σφυρίζουν μα εκείνος με τον αέρα μιλεί
τι δίνει τώρα για την ψυχή του τί προσφέρει στη βαθιά του πίστη
τον Δημήτριο Γκίνη, πρώην ποιμένα, άγγελο άγγελο των μακρινών ουρανών
σήμερα η θάλασσα μουρμουρίτσα κι αρραβωνιασμένα κύματα γιαλό-γιαλό
αύριον τα ποιήματα φι χι ψι και νετρόνιον ωμέγα
ω μέγα ψεύδος της τέχνης ω μέγα ψεύδος μας –– η άκρη του κόσμου
ποια νάναι;
Γλώσσα του ανέμου της στάχτης σάρκα ήτανε λάθος το πρωΐ και λάθος
το φεγγάρι που λευκάζει τα σεντόνια του Άδη όταν όλοι
σκεφτικοί γυρίζουμε πίσω στην πρώτη φωτιά
κατηφορίζοντας την Κατάρα κι ανηφορίζοντας την Ευχή ––
με το δικό του φιλί με το δικό του χαίρε, ο αδέκαστος
ο γιός της Καλλιόπης ακόμη ζων κι ακόμη ρωτώντας.
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΣΟΝΕΤΟ 7
Η Σαντορίνη ριμάρει με τους πιγκουΐνους τα Βοδενά με το πουθενά
σωτήρια παρένθεση εκείνων που προσφέρουν ακόμη κεράσια στο νερό
βγάλε λοιπόν από το μυαλό σου τους κρατήρες των ηφαιστείων και
μην συχνάζεις εκεί. καλωσόρισε τʼ ανέλπιστα δάση που βουΐζουν
στα όνειρά σου, έτσι να χαρείς, πάρε κάποιο άλλο τραγούδι. Η κουκου-
¬βάγια πού προαναγγέλλει τα κατάμαυρα και ζητάει συντροφιά
στη δυστυχία έχει κι άλλον σκοπό, της αρχαίας Αθηνάς η σοφία τί
διάολο, τίποτε δεν σούδωσε; (Θλιβερές απαντήσεις πάλιν ακούω,
ενοχές απόμειναν, φτερά περιστεριών χειροκροτήματα ηχούν
ακόμα στίς πλατείες• μακάρι να χτυπούσαν και οι καμπάνες
μουσικές στους δρόμους, μια ψευδαίσθηση αναγκαία και περι–
¬
ποιημένη, τώρα πού αγγίζουν τα φτερά σου άλλες φτερούγες παγωμένες
αν τρέχουν τρελά τα δέντρα όταν φυσσάει μην ακούς λόγια —
μέσα στα τόσα μόνο το κακό επιζεί φωνάζει το αγκάθι παρατεταμένα).
(Χαιρετισμοί, 1995)
Ο ΧΟΡΟΣ
Μάτια κλειστοί μάτια στο φως — ποιο ταξίδι;
Στροφές στροφές στο ταψί με τα γόνατα και του Μαγιού οι μυρω-
¬διές τα κόκκινα κοράσια ανταμώνουν τον πικρόν Καρατζιόβα
αχ! μην πάνε τζάμπα, μόνοι κι αγκαλιασμένοι να χορέψουν πουλιά
στον αέρα• άσπίδες-όρκοι κρυφοί στις ρεματιές, πατούσες ματωμένες
χαμηλά το τραγούδι — στη μνήμη των νεκρών φίλων χορεύουν σαν
αγαπημένη (κι άφαντη) δικαιοσύνη (όση βροχή μπορεί να κρατήσουν
τα φύλλα στα δέντρα). Πουλιά περίεργα τσιμπολογούνε το νερό
παίρνοντας το ελάχιστο μερτικό τους• τόσο μόνο. Στον θάνατον
επιστρέφουνε στη μακρινή πατριδα έλεγαν οι μεγάλοι. Με κομμέ-
¬νη γλώσσα τραυλίζουν μιλώντας, μουσικές κοκαλωμένες στη λίμνη.
Μα εγώ δεν θέλω τίς οξιές που ανθίζουνε στο βιός του Σουλεϊμάν
αγά, επιθυμώ πιο πολύ τον άλλον τον Αράμικο — φθόγγοι πού σηκώ-
¬νονται από την άβυσσο, για να πετάξουν, ψυχανεμίσματα μυστικών μικρών
ελπίδων, κλέφτες σιωπηλοί σαν τʼ αεράκι πού κόπασε• εσύ
φυλάξου όταν ηχήσει βαριά ό ρυθμός: το μαστίγιο υψωμένο
θα σε λιανίσει εάν δεν λυγίσεις• με το χώμα ένα γίνου και
μη λησμονήσεις όταν θαρθεί ή σειρά σου πόσο πονούσες σακάτης
βήμα το βήμα μια στον αέρα μια κάτω στην πέτρα την παγερή, ά-
πλερος σύντροφος κι εσύ, τόσους αιώνες τόσοι αγώνες τόσοι χοροί
πληγές πού χορεύουν μάτια χέρια πόδια μέτωπο πληγές• και μαντίλι.
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
΄Ενας-ένας οι Ποιητές βρυκολακιάζουν.
Όταν πλησίαζε φιλικά η ασχήμια τότε αγαπούσες τα φτερά του
πάρε με, φώναζες, στα ορεινά κρύα νερά στους άγνωστους Γαλαξίες•
ό,τι δεν πρόλαβε να τελειώσει χίλιες σταγόνες στο βουνό χίλιες
πηγές, το ξωτικό γαλάζιο πουλί μια στιγμούλα, λάμψεις και αστραπές
της θυμωμένης μπόρας, μαχαίρια λάμπουν, τα μαστίγια στον αέρα•
όμως τίποτε δεν εμπόδιζε, παραδείγματος χάριν, στην άκρια της λίμνης
τον βρεγμένον όσιο Ναούμ, να συμφιλιώνει ζεύοντας την άρκτο
με τον αμνό, τους φιλόσαρκους αετούς με τα περιστέρια. μόνο η καρα¬-
κάξα στίς κορφές των θάμνων χλεύαζε τον κόσμο τάχα τραγουδώντας
αλλά τώρα, πες μου να χαρείς, ποιος έμεινε όρθιος και πιστεύει;
Σήμερα ξάφνου νεκραναστημένα κυπαρίσσια σήμερα λάμπει ουρανός
(μαζί με τους αρουραίους)• κι αν ξυπνήσεις κάποιαν αυγή μαρμα-
¬ρωμένος γνώριζες όλα τα βάσανα του τέλους, τάξερες. ΄Όσα ντέρτια
έχουν τα πουλιά τα λένε πρωΐ — μετά όνειρα και συγκοπή• μοναδικοί
θαμώνες της σιωπής σου οι χλωμές ανταύγειες οι παραπονεμένες.
Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, στον ύπνο οι μάγισσες ξυπνούσαν
τα καημένα να ξαγρυπνήσουν τον έρωτα και τους νεκρούς. Άραγε
τόθελαν; Α, πόσον ωραίο το φεγγαράκι πού αρμενίζει σιωπηλά, τα
χελιδόνια τιτιβίζοντας στον αέρα! Αν τύχει και δεις στον δρόμο
άλογο δίχως αναβάτη, αύριο-μεθαύριο, πέρασε κι εσύ να πληρωθείς…
(Χαιρετισμοί, 1995)
Ο ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ
Όμορφος είναι• φεύγει.
Χτυπώντας το ένα στήθος πονούσε και τʼ άλλο, τα μάτια έκλαιγαν
μαζί. Σε γέλασα, φώναζες πάλι, είπα δεν θα γεράσω, άσπρα μαλλιά
στην κεφαλή μου δεν θα δεις — όσα τα βήματα σου τόσα γρόσια.
Κι από το ξέφωτο ευλογούσε η Άγια Παρασκευή, χαρά μεγάλη,
πλαγιασμένες οι πέτρες όπως κι οι ανώνυμοι αιώνες τώρα νεκροί.
Λίγο-λίγο πιο σιωπηλός κι από την γκορτσιά τη φαρμακωμένη
ζούσες ψευτοζούσες αγκαλιά με την αυτογνωσία των αγελάδων
τί να κάνει το χωριό ράγισε• με φωνές τρομαγμένες κύλισε
πιο κάτω• και δεν αρκούσε το τραγούδι του Φώτη πού γύρισε πί¬-
σω καλώντας ζωντανούς νεκρούς για την ανάσταση. Του κάκου!
(Λίγοι φωνάζουν κανείς δεν ακούει)• στον αέρα οράματα
φαντάσματα εκτελέσεις όταν οι γυναίκες έχυναν τα μαλλιά τους
στο ποτάμι πλένοντάς τα. Τώρα στους τάφους χαμογελούν φωτο¬-
γραφίες ξεθωριασμένες, μπλοκάρει από τα στενά ήχος λάλος αντί––
του αντίλαλου ολάκερη η μάνα σύνθημα-παρασύνθημα: Θάνατος.
(Χαιρετισμοί, 1995)
Η ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Όλα τα πολλά και μεγάλα.
Θροΐζει η χλόη, τʼ αστέρια της γης διαμάντια σπασμένα και πάχνη
πρόσεχε τα βήματά σου με θάμπος κομπιάζουν και λοξοδρομούν
συχνά. ποια, καλή μου, η επόμενη σκέψη, θριαμβικές αψίδες μονο¬-
πάτια και θάμνοι ανώνυμοι, μην τάχα σαλέψουν οί αρμονίες
η γαλήνη, η ευδία στους ουρανούς, η μοίρα η γαλανή που τυφλά θροΐζει.
Μα νύχτωσε. Σβήνουν τα κάλλη της ημέρας τα ψεύδη τέλος.
Ο ίσκιος με τον ίσκιο αναμετράται (αρουραίος μικρός
στην αντίπερα όχθη λακίζει) σωσίες του σκοταδιού τα μαύρα
ερέβη την επιστροφή νοσταλγούν τίς πρώτες περπατησιές
εκεί πού γεννήθηκαν εκεί νʼ αποθάνουν. Στα φίλια κυπαρίσσια
τα μαγικά της νύχτας σε μια πλαγιά του λόφου Προφήτης Ηλίας
έστω λησμονημένοι έστω πηλός και σκόνη και πέτρα του τόπου
κόκαλα πού πέρασαν τη λίμνη καθώς πρέπει τιμητικά
με σεβασμό με ρούχα καθαρά όχι σαν αδέσποτα σκυλιά στο αμπέλι.
(Δεν ξεύρω ψυχή μου τί θα μας σώσει) — αν έχεις πανσέληνο πληρώνεις.
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΟΝΕΙΡΑ
(Ελπίζεις σαλπίζεις νύσταξες πάλι).
Του γλύπτη Δημήτρη Καλαμάρα
Ξεστράτιζαν πάντα ασύλληπτοι ιππότες στο δάσος χαράματα κελαηδημένα
και σπαρταρούσε η βροχή πάνω στα νερά σκορπώντας τα σημάδια
τίποτε δεν στέριωνε, γκρεμισμένα βάσκανα προδομένα, καπνός και πάνε
με άλλο πρόσωπο άλλων τον ύπνο να χτυπήσουν, πλούτη να ρημάξουν
και να πλανέψουν φωτεινά γαλάζια μάτια οδηγώντας τα στα σκοτάδια.
Ανήσυχα τα κυπαρίσσια στον αέρα — διάβασέ τα• σκιές του παρελθόντος
σαν ήλιος λάμπουν μα τώρα η ανοησία της σκουριάς αρχή ποιας
αγάπης; Κρύα τα χέρια της αγαπημένης από καιρό κι αυτήν που
φιλούσες είναι ήδη νεκρή. Σαν το σκυλί που όλη νύχτα συλλαβίζει
στα βάραθρα πεταμένο. Λοιπόν; Χρείαν έχεις ονείρων.
Το κενό (πάλι) του έφιππου αναβάτη να περάσει τα ψηλά βουνά
χάδια στη φεγγερή σελήνη σύντροφοι παλιοί να κλείσουν τα βλέφαρά του•
πλησίον οί γαλαξίες πλησίον οι συντριβές μάντεψε την υπόσχεσή τους
την άγραφη αν μπορείς• με τον υβίσκο συντάξου πού έχει μιας μέρας ζωή
ο ανθός του, άχαρες πέτρες πού επιζούν στο χώμα, τίποτε άλλο.
Σε γυροφέρνουν ξανά κι αν βαλτώνεις χωρίς όνειρα ελπίζουν εκείνα
για σένα — άγνωστα τραγούδια ενθύμια όσων σκέπασεν η λήθη η τυφλή
σκοποί αλλοτινοί σα να μην χάνονται στα τρίστρατα του κόσμου. Εσύ τώρα
βάλε μυαλό, καλού κακού μην κόβεις λουλούδια τη νύχτα — πονάνε. Σαν
κατάρα, συνήθεια παλιά, επιστρέφουν και τα όνειρα πίσω.
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΦΥΛΛΑ
Πόσα μηνύματα λάβατε πόσα στείλατε;
Περπατούνε τα φύλλα με φως και σκιά τάματα του αέρα
μάταια και προδομένα. Δεν τα σώζουν όλες οι αγαθοεργίες
του κόσμου ας πούμε ένα ποτήρι κρύο νερό ένας χορός
ένας γάμος μια συνέλευση αυστηρή στα περίεργα χρόνια
χτες — οι κρεμασμένοι αιωρούνται συχνά αλλά αυτούς
λησμόνησε τους, θάψτε τους επιτέλους. Τί λέγαμε λοιπόν
για τʼ άνθη τους καρπούς τα φύλλα στα κατάρτια των δέντρων
μια ψυχούλα σβήνει ένα φύσημα λαμπερό και πάνε και πάνε
ταξίδια χωρίς προορισμό ας όψεται ο Βοριάς και ο χτικιάρης
Νότος πού κιτρινίζει την προδοσία (πρώιμη και φαρμακερή).
Φύλλα πλημμύρες, στρουθία στάλες στον ουρανό, ελάχιστες σάρκες
πετούν χάνοντας το βάρος της ομορφιάς της μοναξιάς ποιος
ξέρει; Στο μονάκριβο πόδι η χαρά τους όσο διαρκεί αεροδρομούν
επί των επάλξεων και σιωπηλά αιωνίως στα στρωσίδια
των τάφων. Θρύμματα μόσκου καθώς αντιστέκεται ή σκόνη. Όμως
φύλλα• χιλιάδες μπαϊράκια τα κρασάτα οι ώχρες τα πορτοκαλιά
να τα μνημονεύσουμε. Ακόμα και τʼ αειθαλή πού ψεύδονται συνεχώς.
Άνεμοι φθινοπωρινοί αγιάζι του πάγου τα μοιρολόγια τους
μα θα ξανάρθουν τα φύλλα, το λένε οι απρόβλεπτοι οιωνοί
της παμπάλαιας τάξης. προπαντός τα φύλλα της πικροδάφνης.
(Χαιρετισμοί, 1995)
ΙΧΝΗ
Την άλλη μέρα χάνονται σιωπηλά τα σημάδια
στιγμές – στιγμές παίρνει σημασία το δρομάκι που στρίβει
αθέατο αθόρυβο χαμένο το νερό μέσα στο χώμα
σκιές πουλιών περαστικών η γλώσσα πάει αλλού το αίσθημα μένει
τέλος η βλέπουσα σιωπή τον νικητήριο επίλογο τον άδικο.
Σκόνη• χάδι του ανέμου γυρίζουν τα μυστήρια στην ερημιά
χορός φαντασμάτων στους ανώνυμους τάφους πηχτό σκοτάδι
μια ζωή ανταμώνουν οι γυναίκες στο ταχυδρομείο της ξενιτιάς
σταυροδρόμι και παντομίμα μουγγή έσχατη παρηγορία
ψυχές περνώντας το γεφύρι της νύφης χάφτουν οι δράκοι
πώς να πιστέψω τίς μεταμορφώσεις ήρθες θα φύγεις
κακήν κακώς ένοχα βράδια χαράματα αλαζονικά
και γλυκύτατα στην αντίφαση κεντημένα ποια νάναι ολάκερη η αλήθεια
τι άλλο άραγε μένει (δεν ζει κι ο παππούς να ρωτήσω
μόνον ή λέξη καρναφίλι ξεμύτιζε ευωδιάζοντας) — τίποτε άλλο.
(Χαιρετισμοί, 1995)
Μνημόσυνο
Πέτρες σημάδια νεκρών πατούσαμε στον λόφο. ξάφνου
περίεργος κρωγμός (από την γκορτσιά την πικραμένη;)
Γύρω γύρω η Μπούκα. στα ψηλά βουνά οι σκοτωμένοι αθώοι.
Καίνε χαμηλά κεριά της χλόης η νύχτα καλπάζει αλλά πριν
ο κρωγμός του πουλιού βρισιά στην ηλιόλουστη μέρα.
Στο τέλος είπεν ο Γιάννης: χωρικός προσευχήθηκα εδώ.
μας διώχνει όμως το αίμα. λίγοι αντέχουν.
(Ψιλόβροχο, 2000)
Πες μου χελιδονάκι πώς σχηματίζεις το λάμδα ανεβαίνοντας τον ουρανό;
(Ψιλόβροχο, 2000)
Πέσε βροχούλα σιγαλά
με το νερό μαλάκωσε το χώμα
τα ράμφη των χελιδονιών να πάρουν
λάσπη για τη φωλιά τους.
(Ψιλόβροχο, 2000)
Ένα δάχτυλο ένα φύλλο ένας σπουργίτης
δείχνουν τον άνεμο τον άνεμο τον άνεμο!
(Ψιλόβροχο, 2000)
Τρυφερά μοσκάρια αντάμωναν στο λειβάδι
πρόβατα ενός μηνού κοιτάζονταν στα μάτια.
(μην άνθρωποι τάχα;).
(Ψιλόβροχο, 2000)
Το δάσος βούιζε. τίποτε δεν ήταν.
(ανέκδοτο)
ΤΟ ΚΑΤΟΠΙΝΟ ΜΟΥ ΟΠΛΟ
Στα μάτια των πνιγμένων τα καράβια
είναι μια νοσταλγία ατέλειωτη – θάλασσα η φωνή σου
δε μου κάνει.
Αηδόνια δεν ακούω. Για σε μικρέ βοριά
θα το σκεφτώ πολύ άλλη φορά
αν ξενυχτήσω κάτω από τα δέντρα σου.
Στέκομαι απέναντί σου (ονειρεύομαι, ξυπνώ, συναλλάσσομαι
για το καλό, πονώ και θλίβομαι μαζί σου) να βρω λοιπόν
δεν είναι διόλου δύσκολο
ποια ώρα της φωνής σου μού ταιριάζει.
(Προς το παρόν η ποίηση είναι ψυχή).
Μαυροβούνι, 1963
Ένδοξη έξοδος από τη ζωή
αγαπώ άρα κινδυνεύω
από τα δύο μήλα πήρα τον έναν καρπό
και το λουλούδι χτικιασμένο πήγαινε προς το φως
τα βήματα μας πίσω απʼ τη φωτιά
τα βήματα μας κάτω από τη στάχτη
θλιμένοι καβαλιέροι πεζοί εραστές
του έτους τρίτη εποχή και σημαία
θα πάμε λοιπόν στο τέλος του κόσμου
Τα φαντάσματα της ελευθερίας, 1979
μακρινή μου πόλη σπίτι μυθικό σε φτάνω
ξαστέρωσε μʼ όλο το φως και τώρα ο δρόμος νάτος
να η πλαγιά να η αυλή να τʼ ονειρεμένο δέντρο
και να του ανθρώπου χνάρι
αν δεν σʼ ανταμώσω τίποτε δεν είμαι
χόρεψε και τραγούδησε αφού σʼ αγαπώ
(Τα φαντάσματα της ελευθερίας, 1979)
ΧΩΡΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ
Ι
Έσφιξα τα χέρια των συγχωριανών μου
–τη μοίρα οργωμένη από τʼ αλέτρι
τον ήλιο και τʼ αγκάθια από τα χερσοχώραφα
και την οργή τους.
II
Ο ουρανός θρυμματισμένος όνειρα
κάπα στην αγρύπνια του βοσκού κι αμίλητη φλογέρα.
Τη νύχτα αυτή όσα τα μάτια τʼ ουρανού
τόσα τα πρόβατα στη γη.
ΙΙΙ
Ζέψαν τα βόδια από τίς τέσσερεις χαράματα
αφού τον αδερφό του ήλιο με την πλούσια κόμη
ξαπλώσανε στον κύκλο του αλωνιού
σπυρί σπυρί κουρσεύοντας το στάρι.
IV
Βάλτους δεν έχουμε δω να κρώζουνε τα νεροπούλια
τα καλοκαίρια δω άνεμος δε βογγάει, τʼ αρνιά
σκαρίζουνε, τα καριοφύλια κοιμούνται.
Πούθε έρχεται κάθε μεσάνυχτα η παιδική φωνή
τρέλα γεμάτη καί παράπονο;
Πριν από τον Θάνατο, 1958
Μάρκος Μέσκος
Γεννήθηκε το 1935 στην Εδεσσα της Μακεδονίας, όπου και τέλειωσε τις εγκύκλιες σπουδές
του.
Στο εμπορικό του πατέρα του κατόπιν και από το 1965 στην Αθήνα. Γραφίστας και καλλιτεχνι
κός διευθυντής σε διαφημιστικά γραφεία, επιμελητής εκδόσεων και ενδιαμέσως αρκετές πρό
σκαιρες δουλειές του ποδαριού. Το 1981 επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη.
Έγραψε ποίηση (πρώτη συλλογή Πριν από το Θάνατο-1958), πεζά κείμε-να καθώς και δοκίμια
προσωπικών αφορμήσεων.
Μέλος της ομάδας του περιοδικού Σημειώσεις στην Αθήνα και των Χει-ρογράφων στη Θεσσαλο
νίκη.
Εργασίες του, ακόμη, υπάρχουν κατά καιρούς στον τοπικό τύπο της ι-διαίτερης πατρίδας του,
σε περιοδικά και ανθολογίες.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε άλλες γλώσσες.
Βραβεύτηκε με το βραβείο ποίησης του περιοδικού Διαβάζω το 1996 για τη συλλογή Χαιρετι
σμοί και με το βραβείο Καβάφη 2005.
Εργογραφία Μάρκου Μέσκου
ΠΟΙΗΣΗ
1958 Πριν από τον Θάνατο (εκδ. Περ. Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη)
1963 Μαυροβούνι (ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη)
1971 Τα ανώνυμα (ιδιωτική έκδοση, Αθήνα)
1973 Άλογα στον ιππόδρομο (εκδ. Ερμής, Αθήνα)
1975 Ιδιωτικό νεκροταφείο (ιδιωτική έκδοση εκτός εμπορίου, Αθήνα)
1977 Τα ισόβια ποιήματα (εκδ. Σημειώσεις, Αθήνα)
1977 Δώδεκα Μάηδες (12 τραγούδια με το ψευδώνυμο Δημήτρης Γραμματικός), περ. Εδεσσαϊ
κά Χρονικά, τ. 11, 19922η (έκδοση σε βιβλίο), Έδεσσα
1979 Τα φαντάσματα της ελευθερίας (έκδοση περ. Σημειώσεις, Αθήνα/Νεφέλη 1998)
1981 Μαύρο δάσος (συγκεντρωτική έκδοση όλων των ποιημάτων 1958-1980 και η ανέκδοτη
σειρά Μαύρο Μαντίλι [εκδ. Ύψιλον, Αθήνα] και Νεφέλη 19992η χωρίς τη συλλογή Τα φαντά
σματα της ελευθερίας)
1983 Άνθη στο καταραμένο φίδι (ιδιωτική έκδοση/Αθήνα, Ύψιλον 19862η/Νεφέλη 19983η)
1986 Στον ίσκιο της γης (Ύψιλον, Αθήνα/19982η Νεφέλη).
1995 Χαιρετισμοί (Ύψιλον, Αθήνα/Νεφέλη 19992η)
Βραβείο ποίησης του περιοδικού Διαβάζω-1996
2000 Ψιλόβροχο (εκδ. Νεφέλη, Αθήνα)
2005 Ελεγείες (Ίκαρος, Αθήνα)
1979 Διαλογή (επιλογή 25 ποιημάτων από τις συλλογές Μαυροβούνι και Άλογα στον ιππόδρο
μο, έκδοση Μουσικός Αύγουστος, Αθήνα)
1990 Τα δέοντα (μία επιλογή 1958-1990, έκδοση Δήμου Έδεσσας)
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
1978 Παιχνίδια στον Παράδεισο (ιδιωτική έκδοση, Αθήνα/19902η Χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη/
19983η Νεφέλη, Αθήνα)
1979 Κομμένη γλώσσα (Έρασμος, Αθήνα/19972 Νεφέλη, Αθήνα)
1999 Μουχαρέμ (Νεφέλη, Αθήνα)
2002 Το φωτοστέφανο του νεωτέρου Αγίου Βοδενιώτη του λαϊκού (ιδιωτική έκδοση
2005 Νερό Καρκάγια, πεζογραφήματα (Ίκαρος, Αθήνα)
ΔΟΚΙΜΙΑ
1987 Γνωστοί και φίλοι (Έρασμος, Αθήνα)
2000 Προσωπικά κείμενα (Νεφέλη, Αθήνα)
ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΕΙΣ
1978 Όμηρος Πέλλας: Διηγήματα (Κέδρος, Αθήνα/19862η Στιγμή, Αθήνα)
1991 Όμηρος Πέλλας: Ομιλίες (Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη)
1993 Τέος Σαλαπασίδης: Δώδεκα ποιήματα (ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη)
2000 Μανόλης Αναγνωστάκης (έκδ. Ερμής, Αθήνα)
2000 Κλείτος Κύρου (έκδ. Ερμής, Αθήνα)
ΑΛΛΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1978 Το σπαραγμένο σώμα του Χρήστου Νέπκα (εισαγωγή στα τραγούδια του αυτοδίδακτου
μουσικοσυνθέτη Χρήστου Νέπκα) (ιδιωτική έκδοση, Αθήνα)
1991 Ο Όμηρος Πέλλας στην Έδεσσα (ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη)
Comment