Tags


https://antonispetrides.wordpress.com/2014/03/10/o-kyriakos-charalambides-sto-anoikto-panepistnmio-kyprou/


Στις 20 Μαρτίου 2009, στο πλαίσιο της σειράς διαλέξεων “Τηλεγόνεια”, το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου φιλοξένησε τον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη, ο οποίος μας άνοιξε την πόρτα του ποιητικού του εργαστηριού.

Ακολουθεί το βίντεο της ομιλίας και μερική απομαγνητοφώνησή της. Στην ομιλία, ο ποιητής ανασκοπεί την ποιητική το διαδρομή διαβάζοντας και σχολιάζοντας χαρακτηριστικά ποιήματα από τις (δέκα μέχρι τότε) ποιητικές του συλλογές. Δεν παραλείπει να σταθεί ιδιαίτερα σε ζητήματα ποιητικής.

Η ομιλία μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για τους μελετητές του έργου του ποιητή, εξ ου και οι “Λωτοφάγοι” την προσφέρουν με χαρά στο κοινό.

Στον ιστότοπο του ερευνητικού προγράμματος “Ευμενίδες” μπορείτε να βρείτε γενική βιβλιογραφία για τον ποιητή και το έργο του.

00:00. Εισαγωγη απο τον Αντωνη Κ. Πετριδη

«Ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή Έλληνες ποιητές».

02:55. Χαιρετισμος του ποιητη

«Η Τέχνη είναι ένα είδος λειτουργίας»

04:20. Αναφερεται στις μεταφρασεις των Υμνων του Ρωμανου του Μελωδου

Διαβάζει απόσπασμα από τη μετάφραση του Ύμνου στην Ανάσταση του Κυρίου και αναλύει τη μεθοδολογία που κατά τη γνώμη του πρέπει να ακολουθείται κατά τη μεταφορά των αρχαίων ελληνικών κειμένων στα νέα ελληνικά.

«Οι λέξεις μου περνούν μέσα από όλη τη διαδρομή της ελληνικής λαλιάς».

13:38. «Η προσευχη του ταπεινου»

«Στην καθημερινή μου ζωή είμαι ένας καθημερινός άνθρωπος. Όταν όμως λειτουργώ ως ποιητής, γίνομαι αναρχικός, ανατρεπτικός των πάντων».

Διαβάζει ένα ανέκδοτο τότε ποίημα με τίτλο «Η προσευχή του ταπεινού» (συμπεριλαμβάνεται σήμερα στη συλλογή Η Γλώσσα της Υφαντικής, 2013, σ. 60). Σχολιάζει και πάλι τον μεικτό χαρακτήρα της γλώσσας του. Σχολιάζει επίσης την πολλαπλή λειτουργία του έρωτα ως μοτίβου που διαπερνά την ποίησή του.

«Ο έρως. Έρως ζωής. Έρως ορθοδοξίας. Έρως πατρίδος. Παντού έρως».

vlcsnap-2014-03-09-18h42m23s95

16:10. Αναδρομη στην ποιητικη του σταδιοδρομια: Πρωτη Πηγη (1961)

«Ξεκίνησα να γράφω, όταν ήμουν εννιά χρονών. Το πρώτο μου ποίημα ήταν για την ελληνική σημαία που κυμάτιζε από τα τείχη της Αμμοχώστου».

Αναφέρεται στη βοήθεια που του έδωσε για την έκδοση της Πρώτης Πηγής ο Νικηφόρος Βρεττάκος αλλά και συμφοιτητές του, όπως ο Ευαγγελάτος, ο Μπαμπινιώτης, ο Γιατρομανωλάκης, ο Σβολόπουλος και άλλοι.

«Οι άνθρωποι που γνωρίζουμε μας σφραγίζουν».

Αφηγείται ανέκδοτο από τη φοιτητική του ζωή (συνάντηση με τον Τωμαδάκη).

«Ένιωσα να υπάρχω στην Ελλάδα και είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα υπάρχω περισσότερο από ό,τι στην Κύπρο γενικώς».

24:20. Η Αγνοια του Νερου (1967)

Αναφέρεται στο ποίημα «Γράμμα στον κύριο Τάκη Παπατσώνη, ποιητή», που κατέστη η αφορμή να γνωρίσει τον ποιητή και να συνάψει μαζί του μακρά φιλία.

27:15. Το Αγγειο με τα Σχηματα (1973)

Απαγγέλλει το ποίημα «To Άι Γιωρκούδιν» και αναφέρεται στην επίσκεψή του στο Princeton και το Harvard, το οποίο δημοσιεύθηκε σε μετάφραση στο Harvard Review.

«Στο μεγαλύτερο μέρος της “Το Αγγείο με τα Σχήματα” ήταν προϊόν της εμπειρίας που είχα στο Μόναχο. Εκεί γράφτηκαν τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, καθώς εκεί μου ανοίχτηκε ένας κόσμος: είδα τα μουσεία, είδα τις πρωτεύουσες της Ευρώπης, μεγάλα πράματα αυτά για μια ψυχή που διψά να δει και να μάθει. Για να φτάσει κανείς σε ένα αποτέλεσμα αισθητικό, πρέπει να δει πάρα πολλά. Δεν φτάνει το ταλέντο».

Αναφέρεται στον Βρεττάκο, που θεωρούσε τον Καβάφη, όχι τον Σικελιανό, ως τον μεγαλύτερό μας ποιητή, επειδή… «είχε λιγότερο ταλέντο»!

33:49. Αχαιων Ακτη (1977)

Στη συλλογή αυτή, δηλώνει, επέρχεται στην ποίησή του «η πρώτη άνοιξη πατρίδος».

vlcsnap-2014-03-09-18h43m58s20

34:35. Αμμοχωστος Βασιλευουσα (1982)

«Το πιο γνωστό βιβλίο μου ίσως μέχρι και σήμερα».

«Ένιωθα την ανάγκη να γράψω κάτι για την Αμμόχωστο, να διασώσω τον μαθηματικό της τύπο, να τη διατηρήσω στη μνήμη μου, να εξακτινώσω ακτίνες αγάπης προς την πόλη, ώστε να τη διασώσω από το κακό που την απειλεί. […] Μια πόλη-όραμα, που είναι μέσα στην ψυχή μας και δεν μπορεί να χαθεί, ακόμη και αν κονιορτοποιηθεί […] Στην πραγματικότητα δεν μιλώ για την Αμμόχωστο μόνο· μιλώ για τα πάθια της πατρίδας μέσα από ένα σύμβολο».

Διαβάζει και σχολιάζει το ποίημα «Άρδανα». Αναφέρεται στον φίλο του σκηνοθέτη Ανδρέα Μαραγκό, ο οποίος καταγόταν από τα Άρδανα της Αμμοχώστου και τον οποίο καθιστούσε κοινωνό των ποιημάτων της συλλογής, καθώς τα συνέθετε. Ο Μαραγκός του έδωσε την έμπνευση για το συγκεκριμένο ποίημα, αφηγούμενος ένα όνειρό του.

«Είναι κομμάτι από αρχαία τραγωδία, αισθάνομαι, αυτό το ποίημα. Σε μας δόθηκε η κατάρα και η ευλογία συγχρόνως να ανακαλύπτουμε τη ζωή απ᾽ την αρχή εξαιτίας του τραγικού συμβάντος […]. Έχουμε γίνει τραγικοί. Μας δόθηκε μια πολύ μεγάλη τραγωδία και έτσι η ευκαιρία να αναβαθμίσουμε την ύπαρξή μας και να επαναπροσδιορίσουμε τον κόσμο, να αναβαθμίσουμε την ύπαρξή μας. […] Συγκρίνω τον εαυτό μου πολλές φορές με τον τρόπο που γράφουν οι εν Ελλάδι ομότεχνοι. Μου λένε πολλές φορές: ‘Εσύ, Κυριάκο, βγαίνεις από έναν άλλο κόσμο’. Γιατί η Κύπρος είναι ένας άλλος κόσμος· έχει τη σφραγίδα της τραγωδίας απάνω της και αυτό της έχει δώσει μια άλλη προοπτική, μια άλλη δυνατότητα ερμηνείας του κόσμου, το τραγικό αίσθημα. Η τραγωδία για τους σύγχρονους ανθρώπους, είπε ο Αρτώ, είναι πως δεν αντιλαμβάνονται ότι ο κόσμος κρέμεται από μια κλωστή, έτοιμος να πέσει. Εμείς, ακριβώς επειδή μιλούμε για εθνική επιβίωση, έχουμε τη δυνατότητα — και εδώ είναι η ευλογία — να επιτύχουμε την εθνική επιβεβαίωση. Αυτό μοιάζει με λογοπαίγνιο, αλλά η εθνική επιβίωση συμβαδίζει με την επιβεβαίωση, με τα στοιχεία το DNA μας που πρέπει να ανακαλύψουμε. Η Κύπρος κρατά εθνικά στοιχεία που είναι ανενεργά στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι τραγικοί, γι᾽ αυτό και δεν μπορούν να αγγίξουν υψηλές κορυφές».

Διαβάζει το ποίημα «Άρδανα, ΙΙ» (ανήκει στη μεταγενέστερη Μεθιστορία, 1995). Αναφέρεται στις συνθήκες υπό τις οποίες έγραψε το ποίημα.

«Είναι δίκοπο μαχαίρι η τραγωδία. Αν γίνει σύνθημα του εξώστη, αν μας κατακλύσει το συναίσθημα, τότε πνιγόμαστε από το συναίσθημα. Υπάρχει μια συναισθηματική φουσκονεριά, όπως λέω συχνά. Πρέπει να γίνει ένα πενταπόσταγμα. Η τραγωδία δεν θέλει συναίσθημα, θέλει αίσθημα, θέλει αλήθεια της ζωής. Όταν είσαι τραγικός, στέκεις όρθιος και αντικρύζεις τον θεό κατάματα, βεβαίως με αίσθηση του μέτρου πάντοτε και της αρετής».

vlcsnap-2014-03-09-18h42m07s188

51:10. Αιγιαλουσης Επισκεψις (2003)

Σύντομη αναφορά στο μικρό βιβλιαράκι του 2003. Στέκεται ιδιαίτερα στο Σχόλιο, που συνοδεύει το ποίημα. Προσδιορίζει τη σχέση πολιτικής και ποίησης ως σχέση φυσικής αντιπαράθεσης.

56:15. Θολος (1989)

Επιστρέφει στον Θόλο.

«Η Αμμόχωστος Βασιλεύουσα καλύπτει το γεωγραφικό πλαίσιο της κατεχόμενης πατρίδας. Ο Θόλος καλύπτει το ανθρώπινο πλαίσιο, δηλαδή τους αγνοούμενους, τους ανθρώπους που χάθηκαν».

Απαγγέλλει και σχολιάζει το ποίημα «Στα στέφανα της κόρης του». Αναφέρεται ιδιαίτερα στις σχέσεις του ποιήματος με το δημοτικό τραγούδι.

1:00:13. Μεθιστορια (1995)

Στρέφεται προς τη Μεθιστορία. Απαγγέλλει και σχολιάζει το ποίημα «Το Μίζαρον» περιγράφοντας με λεπτομέρειες το βιωματικό του υπόστρωμα.

«Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ γραμματικός, για να περιγράψει την τραγικότητα. Με απλούς τρόπους μπορεί να διαγράψει την τραγωδία, να φτιάξει το πλαίσιό της».

vlcsnap-2014-03-09-18h44m58s107

1:04:10. Δοκιμιν (2000)

Αναφέρεται στην έκδοση της συλλογής Δοκίμιν και στην ιδιαίτερη αντίληψη περί ελληνισμού που το βιβλίο αυτό, όπως και το Κυδώνιον Μήλον (2006), εκφράζει.  

«Συνηθίζω να λέω ότι το Δοκίμιν δεν είναι ένα βιβλίο· είναι ένα γαλαξιακό συγκρότημα, γιατί σε αυτό θέλησα να χωρέσω τα πάντα. Κι επειδή θέλησα να χωρέσω τα πάντα, γι᾽ αυτό και το βιβλίο δεν προσέχτηκε πολύ».

Εκφράζει την απογοήτευση και την πικρία του για τον επαρχιωτισμό που χαρακτηρίζει την κυπριακή κοινωνία.

Απαγγέλλει και σχολιάζει το ποίημα «Παλινωδία», ένα ποίημα ποιητικής, που στηρίζεται στο ερώτημα: «Πώς μπορείς να επιβιώσεις (ακόμη και βιολογικά) σε ένα χώρο που δεν αντέχει την αλήθεια;». Αναφέρεται και στο άρθρο με το οποίο αναλύει το ποίημα «Ποιητική αναγνώριση της μυθικής Ελένης», το οποίο συμπεριλαμβάνεται τώρα στη συλλογή των δοκιμίων του ποιητή, που φέρει τον τίτλο Ολισθηρός Ιστός (Αθήνα, 2009).

Απαγγέλλει και σχολιάζει το ποίημα «Γλυκό του Κουταλιού». Επιμένει ιδιαίτερα σ᾽ αυτό καθώς παρούσες ήταν τέσσερις μαθήτριες του Γυμνασίου, που διδάσκονται το ποίημα. Ειδικές διευκρινίσεις: «το σπίτι τ᾽ αλμυρό»: παραθαλάσσιο το σπίτι αλλά και αλμυρά δάκρυα· «σιμά σε λάκκο»: υπαινιγμός στη Νέκυια· «Κήπος»: ο Κήπος της Εδέμ, επιστροφή στην εδεμική κατάσταση των παιδικών αναμνήσεων· «Γλυκό του Κουταλιού»: λογοπαίγνιο με τη σύγχρονη και αρχαία έννοια της λέξης νόστιμον και της φράσης νόστιμον ἦμαρ· «αντιδωρήματα»: μου δίνει «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν», μου δίνει αυτά που είναι δικά μου· «κρεβατοκάμαρα»: το σημείο της επιστροφής του ξενιτεμένου, υπαινιγμός στο ψ της Οδύσσειας· «η μάνα μου με κοιτάει από ᾽να κάδρο»: όπως η Θεοτόκος στην εκκλησία, η μάνα έχει μετατραπεί σε είδος Παναγίας· «Τροία»: υπαινιγμός στον Αινεία· «σαν καλογέλαστη»: λες και ήταν καλογέλαστη ή πράγματι ήταν καλογέλαστη; Αφήνεται ανοιχτό το ερώτημα· «γαντοφορεμένο»: το επίθετο τονίζει την έννοια του χεριού, διότι το χέρι είναι το κύριο ζητούμενο, ο άνθρωπος εξελίχθηκε σε σχέση με τα άλλα ζώα χάρη στην τελειότητα του χεριού του· «ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη…»: σύνταξη είναι η λογική της γλώσσας αλλά και αυτό που μας συγκροτεί ως ανθρώπους· διά μέσου των αιώνων ο άνθρωπος ωριμάζει και μπορεί να ονειρεύεται, χρειάστηκαν αιώνες για να αρθεί ο άνθρωπος πάνω από το επίπεδο του καρποσυλλέκτη).

1:35:25. Γενικες σκεψεις περι ποιησης, ποιητικης εμπνευσης και μεθοδου

«Αφήνω πάντα τον εαυτό μου διαθέσιμο στο ποίημα. Το ποίημα έρχεται πάντοτε σε μένα».

vlcsnap-2014-03-09-18h45m54s153

https://latistor.blogspot.com/2012/09/blog-post_21.html

Ιστορικό πλαίσιο: Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της τουρκικής εισβολής

Στις 15 Ιουλίου 1974 εκδηλώθηκε στη Λευκωσία το εγκληματικό πραξικόπημα της χούντας και της Αθήνας και των εκεί συνεργατών της κατά του Κύπριου Εθνάρχη Μακαρίου. Ο Ιωαννίδης δεν στόχευε βέβαια στην ένωση, αλλά στην επέκταση της δικτατορίας στην Κύπρο.
Ο Ιωαννίδης θέλησε να δημιουργήσει την εντύπωση, πως το πραξικόπημα ήταν «εσωτερική υπόθεση» της Κύπρου. Και για την ελληνική και για τη διεθνή κοινή γνώμη δεν υπήρξε ωστόσο από την αρχή η παραμικρή αμφιβολία, ότι η παρανοϊκή ενέργεια ετοιμάστηκε και εκτελέστηκε από Ελλαδίτες αξιωματικούς, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ως όργανο την Εθνική Φρουρά.
Ο Κύπριος Εθνάρχης κατόρθωσε να διαφύγει. Από την Πάφο κάλεσε τον λαό ν’ αντισταθεί. Από τη βρετανική βάση του Ακρωτηρίου πήγε πρώτα στη Μάλτα και μετά στο Λονδίνο. Λίγο αργότερα έφτασε στη Νέα Υόρκη. Στις 18 Ιουλίου 1974 μίλησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Καυτηρίασε την πολιτική της «χούντας των στρατηγών» της Αθήνας υπογραμμίζοντας, πως όσα συνέβησαν στη Μεγαλόνησο δεν αποτελούσαν επανάσταση, αλλά εισβολή στο κυρίαρχο και ανεξάρτητο κυπριακό κράτος.
   
Η τουρκική εισβολή

Πέντε μέρες μετά το ιωαννίδικο έγκλημα άρχισε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Τις πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου 1974 [πτώση του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα] η δημοκρατία επέστρεφε στη χώρα, η οποία την εγέννησε και την ελίκνισε. Ο Κύπριος Εθνάρχης δούλεψε στις 2 Ιουλίου 1974 και για την αντιχουντική υπόθεση στην Ελλάδα. Η μεγαλόνησος θυσιάστηκε για την ελλαδική δημοκρατία. Καλό να μη το λησμονούμε.
Το πραξικόπημα της χούντας της Αθήνας κατά του Μακαρίου έδωσε στην Τουρκία το ευπρόσδεκτο πρόσχημα – εφαρμόζοντας παλιά της σχέδια – να εισβάλει στην Κύπρο. Η στρατιωτική επιχείρηση της Άγκυρας έγινε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη (20-22 Ιουλίου 1974) δημιουργήθηκε στον βορρά ένα τουρκικό προγεφύρωμα, το οποίο διευρύνθηκε από την Άγκυρα παράνομα και μετά τη σύναψη συμφωνίας ανακωχής στις 22 Ιουλίου 1974.
Στη δεύτερη φάση (14-16 Αυγούστου 1974) ολοκληρώθηκε το τουρκικό σχέδιο, το οποίο πέρασε στην ιστορία με το όνομα «Αττίλας». Ο στρατός εισβολής είχε στην κατοχή του σχεδόν 37% του κυπριακού εδάφους και δη το από οικονομική άποψη σημαντικότερο τμήμα της μεγαλονήσου.
Για να δικαιολογήσει την εισβολή της, την οποία χαρακτήριζε κυνικά «ειρηνευτική επιχείρηση», η Άγκυρα επικαλέστηκε τη συνθήκη εγγύησης του 1960.
Πρέπει να υπομνησθεί εδώ η διευκρίνιση του Νομικού Τμήματος της Γενικής Γραμματείας του ΟΗΕ, ότι από τη συνθήκη εγγύησης δεν απέρρεε και δικαίωμα μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης. 
Η Άγκυρα πραγματοποίησε το μακροχρόνιο σχέδιο της de facto διαίρεσης της Μεγαλονήσου. Περίπου 200.000 Ελληνοκύπριοι έχασαν τις πατρογονικές εστίες τους.
Οι αγνοούμενοι (1.619 Ελληνοκύπριοι) κι οι εγκλωβισμένοι (αρχικά περίπου 20.000) υπογράμμιζαν την έκταση της κυπριακής τραγωδίας. Η Άγκυρα κι η τουρκοκυπριακή ηγεσία άρχισαν να μεταβάλουν τον δημογραφικού χαρακτήρα του νησιού με συστηματικό αποικισμό από την Τουρκία.

[Οι πληροφορίες έχουν αντληθεί από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, της Εκδοτικής Αθηνών, τόμος ΙΣΤ, σελίδες 479-483]

Ανάλυση του ποιήματος

Το ποίημα, που έχει αφηγηματικό χαρακτήρα, περιγράφει με τρόπο λιτό το γάμο μιας κοπέλας, ο πατέρας της οποίας είναι ένας από τους αγνοούμενους Ελληνοκύπριους∙ για την κατάληξη των οποίων η τουρκική πλευρά δεν είχε την εντιμότητα να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση στις δραματικές εκκλήσεις των οικογενειών τους.

«Είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.

Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.»

Με τους πρώτους κιόλας στίχους γίνεται σαφές πως η ποιητική ιστορία αφορά ένα από τα πρόσωπα που εκδιώχθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες, χάνοντας όχι μόνο την περιουσία τους, αλλά και μέλη της οικογένειάς τους.
Τα τριακόσια στρέμματα γης, που βρίσκονται πλέον υπό την κατοχή των Τούρκων, αποτελούν ασφαλώς μικρότερη απώλεια σε σχέση με τον «αγνοούμενο» πατέρα, ο οποίος υποτίθεται πως έχει σταλεί ως αιχμάλωτος στα βάθη της Ανατολής.

Η αναφορά πως η κοπέλα θα παντρευόταν ένα καλό παιδί λειτουργεί ως παρηγοριά, ως ένδειξη καλής τύχης, αλλά και το κυριότερο ως επιβεβαίωση πως παρά τις τραγικές απώλειες που γνώρισαν οι άνθρωποι του νησιού, συνεχίζουν τη ζωή τους με την προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος.

«Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ’ το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.»

Καθώς η αφήγηση περνά στα γεγονότα του γάμου, έχουμε συνάμα κι ένα πέρασμα στο εξωλογικό στοιχείο με την εμφάνιση του αγνοούμενου πατέρα στην εκκλησία.
Ο αγνοούμενος, αλλά στην πραγματικότητα νεκρός, πατέρας εισέρχεται στο νάρθηκα του ναού -στο τμήμα δηλαδή του ναού που βρίσκεται μπροστά από το κυρίως μέρος του και που ενώνεται μ’ αυτό συνήθως με τρεις πύλες- στέκεται πίσω από μια κολώνα και καμαρώνει την κόρη του.
Η έλευση του πατέρα αποτελεί το κεντρικό σημείο του ποιήματος και αναδεικνύει όλη την τραγικότητα της κατάστασης. Ο άδικος χαμός του από την ωμή βιαιότητα του τουρκικού στρατού, του στέρησε όχι μόνο το δικαίωμα στη ζωή, αλλά και το δικαίωμα να βρεθεί στις χαρές του παιδιού του και να δει τη συνέχεια της οικογένειάς του. Η στιγμή του γάμου της κόρης του, η στιγμή που ως πατέρας θα εμπιστευόταν το παιδί του στα χέρια του συζύγου της και θα βίωνε όλη τη χαρά και την υπερηφάνεια που του αναλογούσε ύστερα από όλες τις έγνοιες και τις θυσίες για να μεγαλώσει το παιδί του, του αφαιρέθηκε με τον πιο βίαιο και αναίσχυντο τρόπο.
Εντούτοις, ο «αγνοούμενος» πατέρας, χάρη στη δύναμη της πατρικής αγάπης, χάρη στη δύναμη της αγάπης αυτής που μοιάζει ικανή να αντιστρέψει ακόμη και το ανέκκλητο του θανάτου, έρχεται στην εκκλησία, έστω και στα κρυφά, έστω και δίνοντας την εντύπωση του «ηλιθίου του χωριού», προκειμένου να βρεθεί στην πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του παιδιού του.
Ό,τι του στέρησαν οι Τούρκοι, ο πατέρας το διεκδικεί με τον πιο απρόσμενο τρόπο, αποδεικνύοντας πως τίποτε και κανείς δεν μπορεί να τον αποτρέψει από το ν’ αντικρίσει με τα μάτια του τη χαρά της κόρης του και να αισθανθεί μαζί της τη βαθιά ευτυχία της.
Έτσι, κρυμμένος πίσω από την κολώνα, σκουπίζει με το μανίκι το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ. Εδώ με το σχήμα υπαλλαγής –ξεσκισμένο και φτωχό είναι το μανίκι- αποδίδονται στο δάκρυ επίθετα που θα έπρεπε να προσδιορίζουν τη λέξη μανίκι. Με τον τρόπο αυτό, όμως, γίνονται με μεγαλύτερη ενάργεια σαφή τα συναισθήματα του πατέρα, καθώς όπως φθαρμένα είναι τα ρούχα και η όψη του, έτσι βεβηλωμένη και ξεσκισμένη είναι κι η ψυχή του. Ο αδικοχαμένος πατέρας, που οι δικοί του τον νομίζουν για ζωντανό, δε έχει πια τη δυνατότητα να βρίσκεται κοντά στους δικούς του και να ζήσει μαζί τους τις χαρές τους, κι αυτό του προκαλεί ανείπωτη οδύνη.
Όπως είναι πίσω από την κολώνα με τα ξεσκισμένα και φτωχικά του ρούχα -αυτά που φορούσε τη μέρα της εισβολής, αυτά που φορούσε όταν οι Τούρκοι τον πέταξαν σε κάποιον ομαδικό τάφο-, κανείς από τους συγγενείς του δεν τον αναγνωρίζει, ενώ βλέποντάς τον κιόλας να δακρύζει θαρρούν πως είναι ο χαζός του χωριού και δεν του δίνουν καμία σημασία.

«Τελειώνει ο γάμος, και να χαίρεστε τα στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
καθένας στ’ αυτοκίνητό του, χάνονται.

Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτός
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.»

Με το τέλος του γάμου, ακολουθεί ο παραδοσιακός χαιρετισμός των νεόνυμφων, το μοίρασμα των κουφέτων και των γλυκισμάτων, και φυσικά η αποχώρηση όλων των καλεσμένων, που ο καθένας παίρνει το αυτοκίνητό του για να γυρίσει σπίτι του και να συνεχίσει τη ζωή του.
Τραγική φιγούρα, όμως, ο στοργικός πατέρας που φεύγει από την εκκλησία, όχι για να γυρίσει σπίτι του, αλλά για να πάρει και πάλι τη θέση του στο χώμα, πέρα από την Πράσινη Γραμμή, στα κατεχόμενα εδάφη.
Η καταληκτική στροφή του ποιήματος αποκαλύπτει πως ο πατέρας, που με συγκίνηση είχε μόλις παρακολουθήσει το γάμο της κόρης του, είναι νεκρός και βρίσκεται θαμμένος στα κατεχόμενα εδάφη, και φυσικά δεν είναι αιχμάλωτος στα «βάθη της Ανατολής» όπως πιστεύουν οι δικοί του.
Η αντίφαση ανάμεσα στο τι πιστεύει η οικογένειά του σχετικά με την τύχη του «αγνοούμενου» πατέρα και στο που πραγματικά βρίσκεται, αποτελεί ένα δραματικό σχόλιο του ποιητή σχετικά με την πείσμωνα απροθυμία της τουρκικής πλευράς να παραδεχτεί τις βαναυσότητες του στρατού της.
Οι οικογένειες 1.619 αγνοούμενων Ελληνοκυπρίων βασανίστηκαν για χρόνια μη γνωρίζοντας που βρίσκονται κι αν ζουν οι δικοί τους άνθρωποι. Η υπόθεση πως οι αγνοούμενοι στάλθηκαν ως αιχμάλωτοι στα ενδότερα της Τουρκίας υπήρξε προφανώς αναληθής, καθώς όλα τα στοιχεία υποδηλώνουν -όπως άλλωστε επισημαίνει κι ο ποιητής- πως οι άνθρωποι αυτοί έχουν θανατωθεί κι έχουν ταφεί στα κατεχόμενα εδάφη.
Ακόμη και σήμερα πολλοί Κύπριοι δεν έχουν λάβει μια θετική απάντηση σχετικά με τη μοίρα των δικών τους και οι εκκλήσεις τους στην Τουρκική κυβέρνηση προσκρούουν σε μια απάνθρωπη σιωπή, που φανερώνει όχι μόνο ενοχή, αλλά και έλλειψη στοιχειώδους σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Θεωρείται, πάντως, βέβαιο πως αν η τουρκική πλευρά επέτρεπε σχετικές έρευνες στα κατεχόμενα εδάφη, θα εντοπίζονταν περιοχές ενταφιασμού των δολοφονημένων Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων.

Ο ποιητής κατορθώνει, χωρίς μελοδραματισμούς, να αναδείξει τόσο τις τραγικές συνέπειες της εισβολής σε προσωπικό επίπεδο, καθώς χιλιάδες άνθρωποι θανατώθηκαν και χιλιάδες οικογένειες γνώρισαν τον πόνο της απώλειας, όσο και σε εθνικό και πολιτικό επίπεδο τη θρασύδειλη στάση της τουρκικής πλευράς, που όχι μόνο αποσιώπησε τις δολοφονίες των Κύπριων αιχμαλώτων, αλλά αρνήθηκε κιόλας οποιαδήποτε συνδρομή για την επίλυση του ζητήματος των αγνοουμένων.
Μέσα από την προσωπική ιστορία της κοπέλας, η οποία παραμένει σκοπίμως ανώνυμη, καθώς στο πρόσωπό της καθρεφτίζεται ο πόνος χιλιάδων ανθρώπων, ο ποιητής κατορθώνει να συνοψίσει πάμπολλες παρόμοιες ιστορίες Ελληνοκύπριων που πέρασαν τα χρόνια τους με τον διπλό πόνο της απώλειας και της άγνοιας.
Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι εστιάζουν την προσοχή τους στο γεγονός της εισβολής και της παράνομης κατοχής μεγάλου μέρους του νησιού, ο ποιητής επιχειρεί να τονίσει και τις πιο προσωπικές πτυχές του κυπριακού δράματος. Επιχειρεί να αναδείξει τον πόνο των ανθρώπων που δεν έμαθαν ποτέ που βρίσκονται τα αγνοούμενα μέλη της οικογένειάς τους, φέρνοντας στην επιφάνεια ένα ζήτημα που δεν έλαβε ποτέ σε διεθνές επίπεδο τη δέουσα προσοχή.
Τέλος, κεντρική θέση λαμβάνουν και τα αισθήματα των ίδιων των ανθρώπων που χάθηκαν την περίοδο της τουρκικής εισβολής, οι οποίοι έπεσαν θύματα του βάναυσου τουρκικού επεκτατισμού, χάνοντας το δικαίωμα στη ζωή και στα άπειρα μικρά και μεγάλα γεγονότα που είχαν ακόμη να ζήσουν. 

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012http://loukia-gregoriou.blogspot.com/2012/01/blog-post_2806.html

Στα στέφανα της κόρης του, Κ. Χαραλαμπίδη

Το ποίημα ανήκει στη βραβευμένη συλλογή Θόλος, τα ποιήματα της οποίας είναι εμπνευσμένα από τη δοκιμασία της Κύπρου και ειδικότερα από το δράμα των αγνοουμένων μετά την τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974. Πρωταγωνιστικό πρόσωπο του ποιήματος είναι ένας Κύπριος αγνοούμενος πατέρας.

Ερμηνευτική Προσέγγιση
Οι ειρωνικές αντιθέσεις του ποιήματος:
Στο ποίημα ο γάμος αποτελεί τον πυρήνα του ποιητικού μύθου, αλλά χρησιμεύει ως πρόσχημα για να προβληθεί ο νεκρός πατέρας , ο οποίος «κλέβει την παράσταση». Μέσω λοιπόν της αφήγησης ενός γάμου, προβάλλεται ένας αγνοούμενος πατέρας και η τύχη του. Μάλιστα, στο ποίημα  είναι διάχυτη η ειρωνεία και η πικρία, αφού προβάλλεται συνεχώς η αντίθεση ανάμεσα στο ευτυχές γεγονός του γάμου και στην τραγική τύχη του πατέρα / το τραγικό γεγονός της εισβολής στην Κύπρο. Πιο συγκεκριμένα:

α) Η περιουσία της Κυπριωτοπούλας νύφης είναι «υπό κατοχήν», βρίσκεται δηλαδή στα κατεχόμενα από τους Τούρκους εδάφη. Ο γάμος αναγγέλλεται με το επίρρημα «ευτυχώς», το οποίο έρχεται σε ειρωνική αντίθεση με την κατάσταση της νύφης (περιουσία υπό κατοχήν, αγνοούμενος πατέρας).

β) Η παρουσία του πατέρα στο γάμο κυριαρχεί. Όμως ο πατέρας περνά απαρατήρητος και μάλιστα τον θεωρούν τον ηλίθιο του χωριού. Εδώ τονίζεται ειρωνικά η διάσταση ανάμεσα στη ζωή που συνεχίζεται και στα τραγικά γεγονότα της ιστορίας. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο πατέρας, που τόσο επιθυμεί το γάμο της κόρης του και τόσο πολύ συμμετέχει (συναισθηματικά) σ’ αυτόν, περνά απαρατήρητος και μάλιστα θεωρείται και ηλίθιος, αποτελεί μια τραγική και ειρωνική αντίφαση.

γ) Στα επόμενα δύο στροφικά σύνολα η διάσταση αυτή γίνεται εντονότερη, καθώς οι καλεσμένοι του γάμου και ο πατέρας πηγαίνουν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Οι καλεσμένοι θα εξακολουθήσουν να αγνοούν το γεγονός ότι ο πατέρας είναι νεκρός.

Η μοναχική πρωταγωνιστική μορφή του πατέρα:
Πρωταγωνιστικό πρόσωπο είναι ο πατέρας. Η παρουσία του στο γάμο και η συναισθηματική συμμετοχή του σ’ αυτόν τονίζονται ιδιαίτερα («καμάρωνε», «σκούπισε...δάκρυ»). Περιγράφεται επίσης ως διακριτική, μοναχική και σεμνή παρουσία, που το μόνο που ζητά είναι να δει την κόρη του παντρεμένη και ευτυχισμένη («μπήκε...κρυφά», «σκυφτός»). Η συμπάθεια και τρυφερότητα του ποιητή για τον πατέρα φαίνεται άμεσα και από επίθετο «στοργικός», με το οποίο τον χαρακτηρίζει. Ταυτόχρονα, τα επίθετα «φτωχό» και «ξεσκισμένο», που προσδιορίζουν τη λέξη «δάκρυ», δηλώνουν τις κακουχίες και τα βασανιστήρια που υπέστη ο νεκρός πατέρας.
Αντιθέτως, ο γάμος παρουσιάζεται ως κοινωνικό γεγονός και δεν περιγράφεται καθόλου η συναισθηματική συμμετοχή των άλλων προσώπων (του γαμπρού, της νύφης, των καλεσμένων). Η συμμετοχή των καλεσμένων περιγράφεται ως προς την κοινωνική και τυπική της πλευρά.
Τέλος και ο τίτλος του ποιήματος τονίζει την παρουσία του πατέρα στο γάμο με τη χρήση της κτητικής αντωνυμίας του: Δεν αναφέρεται στα στέφανα της κόρης απλώς, αλλά στα στέφανα της κόρης του (=εκείνου, του αγνοούμενου).

Το στοιχείο της εμφάνισης του νεκρού
Το στοιχείο της έκπληξης διατρέχει το ποίημα και κορυφώνεται με την αποκάλυψη ότι ο παριστάμενος στο γάμο πατέρας είναι νεκρός. Ακόμα πιο αιφνιδιαστική αποκάλυψη, ότι ο πατέρας είναι νεκρός και άφησε το μνήμα του για να παραστεί στο γάμο της κόρης του. Εδώ ο ποιητής εκμεταλλεύεται το μοτίβο της παρουσίας του νεκρού δίπλα στους ζωντανούς προκειμένου να εκπληρωθεί μια υπόσχεση ή ένα ηθικό χρέος. Είναι ένα μοτίβο που συναντάμε στα δημοτικά τραγούδια (π.χ. στο τραγούδι «Του νεκρού αδελφού»).

Συναισθήματα που διατρέχουν το ποίημα
Το ποίημα λειτουργεί ως πολιτική διαμαρτυρία για το δράμα και την αδικία της τουρκικής εισβολής, εξαιτίας της οποίας πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ή αγνοούνται και μεγάλο μέρος της Κύπρου βρίσκεται υπό κατοχήν. Εκφράζεται επιπλέον, περισσότερο άμεσα, η πικρία για τη λησμονιά που αναπόφευκτα απλώνεται και καλύπτει το τραγικό γεγονός της εισβολής, καθώς η ζωή συνεχίζεται. Όμως, η τραγική απουσία των αγνοουμένων έχει σημαδέψει οποιεσδήποτε εκδηλώσεις της ζωής αυτών που έμειναν, μοιάζει να μας λέει ο ποιητής.

Στοιχεία τεχνικής
Ο χώρος του ποιήματος είναι η Κύπρος και χρόνος η περίοδος μετά την τουρκική εισβολή. Η δράση όμως τοποθετείται μέσα στο ειδικότερο χωροχρονικό πλαίσιο ενός γάμου. Έτσι υπογραμμίζεται η λήθη του παρελθόντος και ο πόνος για το δράμα του ευρύτερου χώρου (της Κύπρου). Στη σταδιακή κλιμάκωση της πλοκής συμβάλλει και το γεγονός ότι στους πρώτους τρεις στίχους δίνεται η εντύπωση πως η ιστορία της κόρης είναι που απασχολεί τον ποιητή. Στον «πατέρα της» γίνεται μια απλή αναφορά στο δεύτερο στίχο. Στη συνέχεια ωστόσο η κόρη περνά σε δεύτερο πλάνο, καθώς ο γάμος γίνεται το έναυσμα για τη συγκέντρωση του ενδιαφέροντος στο πρόσωπο του πατέρα.
Ο ποιητής είναι ετεροδιηγητικός, αφού δε συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται αλλά παρατηρεί και σχολιάζει τα γεγονότα της δράσης έμμεσα.

Το ποίημα παρουσιάζει ένα χαρούμενο περιστατικό, ένα γάμο. Στο βάθος όμως διακρίνεται το κυπριακό δράμα. Να επισημάνετε τις σχετικές εκφράσεις στο ποίημα.
Το κυπριακό δράμα διακρίνεται μέσα από τους εξής στίχους:
  • «είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν»: πολλοί άνθρωποι έχασαν μετά την τουρκική εισβολή, την περιουσία τους που βρίσκεται στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου από τους Τούρκους.
  • «και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής»: Πολλοί Κύπριοι, όπως και ο πατέρας της κοπέλας, μεταφέρθηκαν από τους Τούρκους στα βάθη της Ανατολής και έκτοτε θεωρούνται αγνοούμενοι.
  • «...πάει κι αυτός στην Πράσινη Γραμμή...»: Ο στίχος αυτός μας πληροφορεί για την ύπαρξη της Πράσινης Γραμμής, της ζώνης που χωρίζει τα κατεχόμενα από τα μη κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου από τους Τούρκους.
  • «παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα»: Ο πατέρας της κοπέλας, όπως και πολλοί άλλοι, θεωρείται αγνοούμενος, ενώ στην πραγματικότητα έχει εκτελεστεί από τους Τούρκους.
Να συγκρίνετε το δεύτερο με τον τελευταίο στίχο. Τι θέλει να δείξει με την αντίφαση αυτή ο ποιητής;
Ο δεύτερος στίχος παρουσιάζει τον πατέρα της κοπέλας ως αγνοούμενο, ο τελευταίος στίχος τον παρουσιάζει νεκρό. Η αντίφαση αυτή τονίζει το δράμα των οικογενειών των αγνοουμένων της Κύπρου. Οι συγγενείς τους δεν ξέρουν τι απέγιναν οι άνθρωποί τους οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους και τα ίχνη τους χάθηκαν μετά την τουρκική εισβολή. Μέσα τους υπάρχει πάντα η ελπίδα ότι θα τους ξαναβρούν και ότι εκείνοι είναι ζωντανοί. Αρνούνται λοιπόν να παραδεχτούν μια πολύ πιθανή πραγματικότητα, την οποία, επιπλέον, είναι δύσκολό να εξακριβώσουν. Ότι, δηλαδή, οι αγαπημένοι τους δεν είναι αγνοούμενοι αλλά νεκροί. Επιπλέον, η αντίφαση αυτή επιτρέπει στον ποιητή να εμφανίσει τον «αγνοούμενο» πατέρα στο γάμο της κόρης του και μόλις στον τελευταίο στίχο να αποκαλύψει ότι είναι νεκρός, προξενώντας έτσι την έκπληξη του αναγνώστη και κορυφώνοντας τη συγκίνηση.

Τι θέλει να δείξει ο ποιητής με την παρουσία του πατέρα και γιατί καταφεύγει στο εξωλογικό στοιχείο;
Η παρουσία του πατέρα στο γάμο της κόρης του δείχνει, κατ’ αρχάς, τα σημάδια που άφησε η τραγωδία των αγνοουμένων στη μνήμη και στην ψυχή των οικογενειών τους. Ειδικότερα, με το εξωλογικό στοιχείο (την εμφάνιση του νεκρού στο γάμο) ο ποιητής θέλει να δείξει ότι, παρ’ ότι η ζωή συνεχίζεται επιφανειακά με τους ίδιους ρυθμούς, γεγονότα και χαρές, η κοινωνία και οι άνθρωποι της Κύπρου είναι ανεξίτηλα σημαδεμένοι από την τραγωδία της εισβολής και την απώλεια των αγαπημένων προσώπων τους. Υπάρχει λοιπόν μια νοερή / συναισθηματική επικοινωνία ανάμεσα στους ζωντανούς της Κύπρου και στους νεκρούς τους. Ο πόνος της απώλειας μυθοποιείται με το εξωλογικό στοιχείο, που θυμίζει το δημοτικό τραγούδι. Επιπλέον, ο ποιητής τονίζει το ηθικό χρέος της μνήμης απέναντι στους νεκρούς και εκφράζει τον προσωπικό του πόνο για το δράμα της Κύπρου.

Όταν η Ποίηση διορθώνει την Ιστορία: "Στα στέφανα της κόρης του" (Κυριάκος Χαραλαμπίδης)

   Η Ωραία Ρεϋμένδος, ενώ βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεββάτι της, αρχίζει ξαφνικά να σηκώνεται στον αέρα. Οι παρευρισκόμενοι την αποχαιρετούν και συνεχίζουν ήσυχα τις δουλειές τους, καθώς εκείνη ολοκληρώνει την ανάληψή της στους ουρανούς. Πράγμα λογικό - κι όχι εξωλογικό- εφόσον πρόκειται για ηρωίδα του μυθιστορήματος "Εκατό χρόνια μοναξιά" του κολομβιανού συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, του επιφανέστερου εκπροσώπου της λογοτεχνικής τεχνοτροπίας  που ονομάζεται "μαγικός ρεαλισμός", δηλαδή μιας τεχνοτροπίας που αρέσκεται να αναμιγνύει στοιχεία λυρικά, φανταστικά ή μυθικά με στοιχεία ρεαλιστικά. Μέσα από αυτή την μίξη του καθημερινού με το απίθανο και του πραγματικού με το φανταστικό επιχειρείται να αποδοθεί η ρευστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και να διερευνηθεί αυτή σε όλες της τις πτυχές.
  Στοιχεία από αυτήν την τεχνοτροπία εμφανίζονται στο ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη "Στα στέφανα της κόρης του" που αναφέρεται στην Κύπρο μετά την διχοτόμηση. Για να κάνουμε μια μίνι ιστορική αναδρομή, η "εθνοσωτήριος επανάστασις", η χούντα δηλαδή που πραξικοπηματικά ανέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα, θέλησε το 1974 να "εξαγάγει" το "θεάρεστο" έργο της και στην Κύπρο, οργανώνοντας πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το γεγονός αυτό πυροδότησε μια σειρά γεγονότων τα οποία ακόμα και σήμερα ταλανίζουν την Κύπρο και την Ελλάδα, καθώς το μισό περίπου νησί βρίσκεται υπό Τουρκική κατοχή, έχει αλλοιωθεί η πληθυσμιακή σύνθεση του νησιού και η Λευκωσία παραμένει σήμερα η μοναδική διαιρεμένη ευρωπαϊκή πόλη.
Πέρα από αυτά, μεγάλες ήταν και οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και μια τέτοια περίπτωση- εν είδει παραδείγματος-  αφορά το ποίημα του Χαραλαμπίδη.
 το οποίο επίσης διασκευάζεται και στο ακόλουθο τραγούδι του συγκροτήματος  "Ρόδο του Ανέμου"
 Ο νεκρός -θεωρητικά αγνοούμενος-  πατέρας, ο οποίος βρίσκεται θαμμένος στα βάθη της Τουρκίας, σηκώνεται από τον τάφο του  κι ήσυχα χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας  παρακολουθεί συγκινημένος
Στα στέφανα
την τελετή του γάμου της κόρης του. Το λιτό σε εκφραστικά μέσα (ωστόσο υπόγεια ιδιαίτερα φορτισμένο συναισθηματικά, χωρίς όμως  να καταντά μελοδραματικό), αφηγηματικό αυτό ποίημα βασίζεται στην αντίστιξη ανάμεσα στο ευχάριστο γεγονός του γάμου και στο τραγικό γεγονός της απουσίας του πατέρα, με το δεύτερο τελικά να υπερισχύει. Διάχυτη είναι επίσης και η ειρωνεία ("είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν', "ευτυχώς βρήκε ένα καλό παιδί", "τον πήρανε για τον ηλίθιο του χωρίου", το ασύνδετο σχήμα της τέταρτης στροφής), η οποία λειτουργεί ως όχημα έκφρασης της πίκρας του ποιητικού υποκειμένου. Πικρά που έχει διπλή προέλευση. Από την μια, το ίδιο το γεγονός της εισβολής και της κατοχής. Από την άλλη, η συμπεριφορά των ανθρώπων που ξέχασαν και συνεχίζουν τη ζωή τους παριστάνοντας ότι δεν άλλαξε
της κόρης του
τίποτα. Από την άποψη αυτή, η  αθόρυβη και αθέατη τελικά παρουσία του νεκρού πατέρα λειτουργεί ως σύμβολο της ίδιας της καταστροφής. Με την έννοια ότι όσο κι αν προσπαθούν   οι άνθρωποι να την ξορκίσουν υποκρινόμενοι ότι  την ξέχασαν και την ξεπέρασαν, επειδή αδυνατούν να τη διαχειριστούν,  εκείνη  παραμένει  πάντα εκεί, ούσα τετελεσμένο γεγονός, το ίδιο και οι συνέπειές της. Παρατηρούμε δε πως το ποίημα του Χαραλαμπίδη αποτελεί τον αντίποδα της "Λήθης" του Λορέντζου Μαβίλη (δείτε εδώ για το ποίημα του Μαβίλη). Σε εκείνο οι νεκροί έχουν λησμονήσει (εάν δεν τους ταράζουν οι ζωντανοί) και οι ζωντανοί επιζητούν μάταια την λήθη. Εδώ, αντίθετα, οι ζωντανοί παρουσιάζονται να έχουν ξεχάσει άκοπα και αβίαστα, ενώ οι νεκροί να αρνούνται πεισματικά να λησμονήσουν.
  Η εμφάνιση του νεκρού πατέρα ωστόσο, λειτουργεί, πάντα σε συμβολικό επίπεδο, και  ως παραμυθία.  Και για τον ίδιο και για όλα τα θύματα. Φαίνεται δηλαδή ότι η ποίηση γίνεται φορέας δικαιοσύνης και διορθώνει την αδικία που υπέστησαν από την Ιστορία.   Για αυτό και το φανταστικό/εξωλογικο στοιχείο  δεν στοιχίζεται με το μακάβριο και  το γοτθικό, όπως  σε μια τυπική και ιστορία/ταινία τρόμου.  Στη "Ζητιάνα του Λοκάρνο"  , ας πούμε,  η εμφάνιση του φαντάσματος πυροδοτείται από την επιμονή του, στα όρια της εμμονής, να μην ξεχαστεί και ο τρόμος είναι το αποτέλεσμα.  Διαφορά επίσης διακρίνεται και από περιπτώσεις, όπως, ας πούμε, εκείνη στην παραλογή του "Νεκρού Αδερφού". Εκεί, τον Κωνσταντίνο τον σηκώνει από τον τάφο του μια ηθική υποχρέωση,  ο όρκος που έχει δώσει ο ίδιος στην μάνα του. Και  η φύση με εκφραστή τα πουλάκια φρίττει: "Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!"
   Στο ποίημα του Χαραλαμπίδη τα πάντα κινούνται στο χώρο του ανθρώπινου και είναι τελικά η πατρική αγάπη εκείνη που νικάει το θάνατο για να δοθεί η δυνατότητα στο νεκρό να παραστεί και να μετάσχει στην χαρά του παιδιού του. [Αξίζει να παρατηρήσει κανείς άλλωστε ότι ο πατέρας δεν παρουσιάζεται ως φάντασμα. Έχει διατηρήσει την συνείδησή του και σε κάποιο βαθμό τη υπόσταση του. Βγαίνει από τον τάφο του και επιστρέφει σ' αυτόν σαν να μπαίνει και να βγαίνει από σπίτι του, απηχώντας λαϊκές αντιλήψεις (που έλκουν την καταγωγή τους περισσότερο από τις αντιλήψεις για το θάνατο της αρχαίας ελληνικής θρησκείας),  ότι ο άνθρωπος συνεχίζει να υπάρχει μετά θάνατον με σημείο αναφοράς τον τάφο του, εξ ου και τα κενοτάφια σε περιπτώσεις που δεν καθίσταται δυνατό να βρεθεί η σωρός... Επίσης, δίκην παρέκβασης, να αναφέρω ότι όλως τυχαίως μια ακόμα μεταθανάτια βόλτα που περιγράφεται στο ποίημα "Ο γάμος" του Γιάννη Πατίλη (δείτε το από δω στα παράλληλα κείμενα) ένας γάμος έχει βασικό ρόλο, διόλου τυχαίου προφανώς, καθώς ο γάμος  ως το κατεξοχήν μέσο -επισήμως τουλάχιστον- συνέχειας της ζωής δρα ως αντίδοτο στο θάνατο .  Και, για να συνεχίσω τον συλλογισμό μου,  αυτό που αναφέρθηκε στην αρχή της παραγράφου, ότι δηλαδή τα πάντα κινούνται στο χώρο του ανθρώπινου, γίνεται φανερό ευθύς εξαρχής, από τον τίτλο του ποιήματος ήδη, με  τη χρήση της λαϊκής-  αλλά με έντονη συναισθηματική φόρτιση-  έκφρασης "στέφανα" για τον γάμο και και τη χρήση  της κτητικής αντωνυμία "του".  Όχι δηλαδή ένας οποιοσδήποτε γάμος. Ανοίγεται έτσι μια μικρή ρωγμή στο πέπλο της πραγματικότητας, ώστε να δοθεί η δυνατότητα να αρθούν οι νόμοι της φύσης και οι αδικίες τους.   Το ξέρω γιατί το έχω δει... Και στο δικό μου το γάμο ήρθε ο πατέρας μου, όλοι τον είδαμε, κανείς δεν τρόμαξε...
Και μας  έπαιξε και δυο τραγουδάκια...






ΔΕΣ:https://www.slideshare.net/mpaschoudi89/ss-16493684

Κ.Χαραλαμπίδης Στα στέφανα της κόρης του

Πανελλαδικές online μαθήματα

Ομογενείς online μαθήματα

Modern Greek online

benia1003@gmail.com

Κυριάκος Χαραλαμπίδης «Στα στέφανα της κόρης του»

Σημειώσεις Κωνσταντίνου Μάντη

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Θόλος (1989), τα ποιήματα της οποίας είναι εμπνευσμένα από τη δοκιμασία της Κύπρου και ειδικότερα από το δράμα των αγνοουμένων μετά την τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974.
Στα στέφανα της κόρης του
Είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.
Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.
Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ’ το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.
Τελειώνει ο γάμος, και να χαίρεστε τα στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
καθένας στ’ αυτοκίνητό του, χάνονται.
Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτός
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.
Ιστορικό πλαίσιο: Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της τουρκικής εισβολής
Στις 15 Ιουλίου 1974 εκδηλώθηκε στη Λευκωσία το εγκληματικό πραξικόπημα της χούντας και της Αθήνας και των εκεί συνεργατών της κατά του Κύπριου Εθνάρχη Μακαρίου. Ο Ιωαννίδης δεν στόχευε βέβαια στην ένωση, αλλά στην επέκταση της δικτατορίας στην Κύπρο.
Ο Ιωαννίδης θέλησε να δημιουργήσει την εντύπωση, πως το πραξικόπημα ήταν «εσωτερική υπόθεση» της Κύπρου. Και για την ελληνική και για τη διεθνή κοινή γνώμη δεν υπήρξε ωστόσο από την αρχή η παραμικρή αμφιβολία, ότι η παρανοϊκή ενέργεια ετοιμάστηκε και εκτελέστηκε από Ελλαδίτες αξιωματικούς, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ως όργανο την Εθνική Φρουρά.
Ο Κύπριος Εθνάρχης κατόρθωσε να διαφύγει. Από την Πάφο κάλεσε τον λαό ν’ αντισταθεί. Από τη βρετανική βάση του Ακρωτηρίου πήγε πρώτα στη Μάλτα και μετά στο Λονδίνο. Λίγο αργότερα έφτασε στη Νέα Υόρκη. Στις 18 Ιουλίου 1974 μίλησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Καυτηρίασε την πολιτική της «χούντας των στρατηγών» της Αθήνας υπογραμμίζοντας, πως όσα συνέβησαν στη Μεγαλόνησο δεν αποτελούσαν επανάσταση, αλλά εισβολή στο κυρίαρχο και ανεξάρτητο κυπριακό κράτος.
Η τουρκική εισβολή
Πέντε μέρες μετά το ιωαννίδικο έγκλημα άρχισε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Τις πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου 1974 [πτώση του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα] η δημοκρατία επέστρεφε στη χώρα, η οποία την εγέννησε και την ελίκνισε. Ο Κύπριος Εθνάρχης δούλεψε στις 2 Ιουλίου 1974 και για την αντιχουντική υπόθεση στην Ελλάδα. Η μεγαλόνησος θυσιάστηκε για την ελλαδική δημοκρατία. Καλό να μη το λησμονούμε.
Το πραξικόπημα της χούντας της Αθήνας κατά του Μακαρίου έδωσε στην Τουρκία το ευπρόσδεκτο πρόσχημα – εφαρμόζοντας παλιά της σχέδια – να εισβάλει στην Κύπρο. Η στρατιωτική επιχείρηση της Άγκυρας έγινε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη (20-22 Ιουλίου 1974) δημιουργήθηκε στον βορρά ένα τουρκικό προγεφύρωμα, το οποίο διευρύνθηκε από την Άγκυρα παράνομα και μετά τη σύναψη συμφωνίας ανακωχής στις 22 Ιουλίου 1974.
Στη δεύτερη φάση (14-16 Αυγούστου 1974) ολοκληρώθηκε το τουρκικό σχέδιο, το οποίο πέρασε στην ιστορία με το όνομα «Αττίλας». Ο στρατός εισβολής είχε στην κατοχή του σχεδόν 37% του κυπριακού εδάφους και δη το από οικονομική άποψη σημαντικότερο τμήμα της μεγαλονήσου.
Για να δικαιολογήσει την εισβολή της, την οποία χαρακτήριζε κυνικά «ειρηνευτική επιχείρηση», η Άγκυρα επικαλέστηκε τη συνθήκη εγγύησης του 1960.
Πρέπει να υπομνησθεί εδώ η διευκρίνιση του Νομικού Τμήματος της Γενικής Γραμματείας του ΟΗΕ, ότι από τη συνθήκη εγγύησης δεν απέρρεε και δικαίωμα μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης. 
Η Άγκυρα πραγματοποίησε το μακροχρόνιο σχέδιο της de facto διαίρεσης της Μεγαλονήσου. Περίπου 200.000 Ελληνοκύπριοι έχασαν τις πατρογονικές εστίες τους.
Οι αγνοούμενοι (1.619 Ελληνοκύπριοι) κι οι εγκλωβισμένοι (αρχικά περίπου 20.000) υπογράμμιζαν την έκταση της κυπριακής τραγωδίας. Η Άγκυρα κι η τουρκοκυπριακή ηγεσία άρχισαν να μεταβάλουν τον δημογραφικού χαρακτήρα του νησιού με συστηματικό αποικισμό από την Τουρκία.
[Οι πληροφορίες έχουν αντληθεί από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, της Εκδοτικής Αθηνών, τόμος ΙΣΤ, σελίδες 479-483]
Ανάλυση του ποιήματος
Το ποίημα, που έχει αφηγηματικό χαρακτήρα, περιγράφει με τρόπο λιτό το γάμο μιας κοπέλας, ο πατέρας της οποίας είναι ένας από τους αγνοούμενους Ελληνοκύπριους∙ για την κατάληξη των οποίων η τουρκική πλευρά δεν είχε την εντιμότητα να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση στις δραματικές εκκλήσεις των οικογενειών τους.
«Είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.
Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.»
Με τους πρώτους κιόλας στίχους γίνεται σαφές πως η ποιητική ιστορία αφορά ένα από τα πρόσωπα που εκδιώχθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες, χάνοντας όχι μόνο την περιουσία τους, αλλά και μέλη της οικογένειάς τους.
Τα τριακόσια στρέμματα γης, που βρίσκονται πλέον υπό την κατοχή των Τούρκων, αποτελούν ασφαλώς μικρότερη απώλεια σε σχέση με τον «αγνοούμενο» πατέρα, ο οποίος υποτίθεται πως έχει σταλεί ως αιχμάλωτος στα βάθη της Ανατολής.
Η αναφορά πως η κοπέλα θα παντρευόταν ένα καλό παιδί λειτουργεί ως παρηγοριά, ως ένδειξη καλής τύχης, αλλά και το κυριότερο ως επιβεβαίωση πως παρά τις τραγικές απώλειες που γνώρισαν οι άνθρωποι του νησιού, συνεχίζουν τη ζωή τους με την προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος.
«Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ’ το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.»
Καθώς η αφήγηση περνά στα γεγονότα του γάμου, έχουμε συνάμα κι ένα πέρασμα στο εξωλογικό στοιχείο με την εμφάνιση του αγνοούμενου πατέρα στην εκκλησία.
Ο αγνοούμενος, αλλά στην πραγματικότητα νεκρός, πατέρας εισέρχεται στο νάρθηκα του ναού -στο τμήμα δηλαδή του ναού που βρίσκεται μπροστά από το κυρίως μέρος του και που ενώνεται μ’ αυτό συνήθως με τρεις πύλες- στέκεται πίσω από μια κολώνα και καμαρώνει την κόρη του.
Η έλευση του πατέρα αποτελεί το κεντρικό σημείο του ποιήματος και αναδεικνύει όλη την τραγικότητα της κατάστασης. Ο άδικος χαμός του από την ωμή βιαιότητα του τουρκικού στρατού, του στέρησε όχι μόνο το δικαίωμα στη ζωή, αλλά και το δικαίωμα να βρεθεί στις χαρές του παιδιού του και να δει τη συνέχεια της οικογένειάς του. Η στιγμή του γάμου της κόρης του, η στιγμή που ως πατέρας θα εμπιστευόταν το παιδί του στα χέρια του συζύγου της και θα βίωνε όλη τη χαρά και την υπερηφάνεια που του αναλογούσε ύστερα από όλες τις έγνοιες και τις θυσίες για να μεγαλώσει το παιδί του, του αφαιρέθηκε με τον πιο βίαιο και αναίσχυντο τρόπο.
Εντούτοις, ο «αγνοούμενος» πατέρας, χάρη στη δύναμη της πατρικής αγάπης, χάρη στη δύναμη της αγάπης αυτής που μοιάζει ικανή να αντιστρέψει ακόμη και το ανέκκλητο του θανάτου, έρχεται στην εκκλησία, έστω και στα κρυφά, έστω και δίνοντας την εντύπωση του «ηλιθίου του χωριού», προκειμένου να βρεθεί στην πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του παιδιού του.
Ό,τι του στέρησαν οι Τούρκοι, ο πατέρας το διεκδικεί με τον πιο απρόσμενο τρόπο, αποδεικνύοντας πως τίποτε και κανείς δεν μπορεί να τον αποτρέψει από το ν’ αντικρίσει με τα μάτια του τη χαρά της κόρης του και να αισθανθεί μαζί της τη βαθιά ευτυχία της.
Έτσι, κρυμμένος πίσω από την κολώνα, σκουπίζει με το μανίκι το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ. Εδώ με το σχήμα υπαλλαγής –ξεσκισμένο και φτωχό είναι το μανίκι- αποδίδονται στο δάκρυ επίθετα που θα έπρεπε να προσδιορίζουν τη λέξη μανίκι. Με τον τρόπο αυτό, όμως, γίνονται με μεγαλύτερη ενάργεια σαφή τα συναισθήματα του πατέρα, καθώς όπως φθαρμένα είναι τα ρούχα και η όψη του, έτσι βεβηλωμένη και ξεσκισμένη είναι κι η ψυχή του. Ο αδικοχαμένος πατέρας, που οι δικοί του τον νομίζουν για ζωντανό, δε έχει πια τη δυνατότητα να βρίσκεται κοντά στους δικούς του και να ζήσει μαζί τους τις χαρές τους, κι αυτό του προκαλεί ανείπωτη οδύνη.
Όπως είναι πίσω από την κολώνα με τα ξεσκισμένα και φτωχικά του ρούχα -αυτά που φορούσε τη μέρα της εισβολής, αυτά που φορούσε όταν οι Τούρκοι τον πέταξαν σε κάποιον ομαδικό τάφο-, κανείς από τους συγγενείς του δεν τον αναγνωρίζει, ενώ βλέποντάς τον κιόλας να δακρύζει θαρρούν πως είναι ο χαζός του χωριού και δεν του δίνουν καμία σημασία.
«Τελειώνει ο γάμος, και να χαίρεστε τα στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
καθένας στ’ αυτοκίνητό του, χάνονται.
Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτός
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.»
Με το τέλος του γάμου, ακολουθεί ο παραδοσιακός χαιρετισμός των νεόνυμφων, το μοίρασμα των κουφέτων και των γλυκισμάτων, και φυσικά η αποχώρηση όλων των καλεσμένων, που ο καθένας παίρνει το αυτοκίνητό του για να γυρίσει σπίτι του και να συνεχίσει τη ζωή του.
Τραγική φιγούρα, όμως, ο στοργικός πατέρας που φεύγει από την εκκλησία, όχι για να γυρίσει σπίτι του, αλλά για να πάρει και πάλι τη θέση του στο χώμα, πέρα από την Πράσινη Γραμμή, στα κατεχόμενα εδάφη.
Η καταληκτική στροφή του ποιήματος αποκαλύπτει πως ο πατέρας, που με συγκίνηση είχε μόλις παρακολουθήσει το γάμο της κόρης του, είναι νεκρός και βρίσκεται θαμμένος στα κατεχόμενα εδάφη, και φυσικά δεν είναι αιχμάλωτος στα «βάθη της Ανατολής» όπως πιστεύουν οι δικοί του.
Η αντίφαση ανάμεσα στο τι πιστεύει η οικογένειά του σχετικά με την τύχη του «αγνοούμενου» πατέρα και στο που πραγματικά βρίσκεται, αποτελεί ένα δραματικό σχόλιο του ποιητή σχετικά με την πείσμωνα απροθυμία της τουρκικής πλευράς να παραδεχτεί τις βαναυσότητες του στρατού της.
Οι οικογένειες 1.619 αγνοούμενων Ελληνοκυπρίων βασανίστηκαν για χρόνια μη γνωρίζοντας που βρίσκονται κι αν ζουν οι δικοί τους άνθρωποι. Η υπόθεση πως οι αγνοούμενοι στάλθηκαν ως αιχμάλωτοι στα ενδότερα της Τουρκίας υπήρξε προφανώς αναληθής, καθώς όλα τα στοιχεία υποδηλώνουν -όπως άλλωστε επισημαίνει κι ο ποιητής- πως οι άνθρωποι αυτοί έχουν θανατωθεί κι έχουν ταφεί στα κατεχόμενα εδάφη.
Ακόμη και σήμερα πολλοί Κύπριοι δεν έχουν λάβει μια θετική απάντηση σχετικά με τη μοίρα των δικών τους και οι εκκλήσεις τους στην Τουρκική κυβέρνηση προσκρούουν σε μια απάνθρωπη σιωπή, που φανερώνει όχι μόνο ενοχή, αλλά και έλλειψη στοιχειώδους σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Θεωρείται, πάντως, βέβαιο πως αν η τουρκική πλευρά επέτρεπε σχετικές έρευνες στα κατεχόμενα εδάφη, θα εντοπίζονταν περιοχές ενταφιασμού των δολοφονημένων Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων.
Ο ποιητής κατορθώνει, χωρίς μελοδραματισμούς, να αναδείξει τόσο τις τραγικές συνέπειες της εισβολής σε προσωπικό επίπεδο, καθώς χιλιάδες άνθρωποι θανατώθηκαν και χιλιάδες οικογένειες γνώρισαν τον πόνο της απώλειας, όσο και σε εθνικό και πολιτικό επίπεδο τη θρασύδειλη στάση της τουρκικής πλευράς, που όχι μόνο αποσιώπησε τις δολοφονίες των Κύπριων αιχμαλώτων, αλλά αρνήθηκε κιόλας οποιαδήποτε συνδρομή για την επίλυση του ζητήματος των αγνοουμένων.
Μέσα από την προσωπική ιστορία της κοπέλας, η οποία παραμένει σκοπίμως ανώνυμη, καθώς στο πρόσωπό της καθρεφτίζεται ο πόνος χιλιάδων ανθρώπων, ο ποιητής κατορθώνει να συνοψίσει πάμπολλες παρόμοιες ιστορίες Ελληνοκύπριων που πέρασαν τα χρόνια τους με τον διπλό πόνο της απώλειας και της άγνοιας.
Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι εστιάζουν την προσοχή τους στο γεγονός της εισβολής και της παράνομης κατοχής μεγάλου μέρους του νησιού, ο ποιητής επιχειρεί να τονίσει και τις πιο προσωπικές πτυχές του κυπριακού δράματος. Επιχειρεί να αναδείξει τον πόνο των ανθρώπων που δεν έμαθαν ποτέ που βρίσκονται τα αγνοούμενα μέλη της οικογένειάς τους, φέρνοντας στην επιφάνεια ένα ζήτημα που δεν έλαβε ποτέ σε διεθνές επίπεδο τη δέουσα προσοχή.
Τέλος, κεντρική θέση λαμβάνουν και τα αισθήματα των ίδιων των ανθρώπων που χάθηκαν την περίοδο της τουρκικής εισβολής, οι οποίοι έπεσαν θύματα του βάναυσου τουρκικού επεκτατισμού, χάνοντας το δικαίωμα στη ζωή και στα άπειρα μικρά και μεγάλα γεγονότα που είχαν ακόμη να ζήσουν.

Το Ποιημα Ανηκει στη συλλογή Θόλος (1989), τα ποιήματα της οποίας είναι εμπνευσμένα από τη δοκιμασία της Κύπρου και ειδικότερα από το δράμα των αγνοουμένων μετά την τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974.

Σημειώσεις

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_html-empl/index_a_40_01.html

Advertisements
REPORT THIS ADΑΠΟΡΡΗΤΟ

Ανατολής: Εκεί μετέφεραν οι Τούρκοι τους αιχμαλώτους (αγνοούμενοι).

Πράσινη γραμμή: Η νεκρά ζώνη που διαχωρίζει το ελεύθερο από το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Το ποίημα παρουσιάζει ένα χαρούμενο περιστατικό, ένα γάμο. Στο βάθος όμως διακρίνεται το κυπριακό δράμα. Να επισημάνετε τις σχετικές εκφράσεις στο ποίημα.
  2. Να συγκρίνετε το δεύτερο με τον τελευταίο στίχο. Τι θέλει να δείξει με την αντίφαση αυτή ο ποιητής;
  3. Τι θέλει να δείξει ο ποιητής με την παρουσία του πατέρα και γιατί καταφεύγει στο εξωλογικό στοιχείο;

Παράλληλο κείμενο

ΝΥΜΦΙΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ
Κυριάκου Χαραλαμπίδη

Καθημερνά φορούσε τα καλά
κυριακάτικά της πάθια,
χρόνους σαράντα τον ακαρτερούσε.

Κάτω απ’ τη λάμπα, π’ αναδάκρυζε το φως της,
έπλεκε ατέλειωτη μια λούρα – μην τελειώσει
το νήμα της ζωής του- ξαγρυπνούσε,
μην έρθει αυτός, μεσάνυχτα και κάτι
και της χτυπήσει αργά την πόρτα.

Κάτι σαν όνειρο πήρε τ’ αυτί της ,
κάποια στιγμή το χέρι απ’ το σμιλί της
γλιστράει και τραντάχτηκε η ψυχή της.

«Χρίστο, γρουσέ μου γιε, μεν έσεις έννοιαν,
τ’ αμμάθκια μου εν θα ξανακαμμύσουν.
Που τωροπίς μου ‘κάστηκεν αγροίκουν
το χρώμα της φωνής σουνα ‘τουν ψέμαν ,
να πλέκετουν, να γίνετουν αλήθκεια!
Φιλώ σταυρόν : θα κάμνω Παννυχίδαν
για σένα το πλεχτόν μου. Δε την νύχταν
που ξαγρυπνά μιτά μου τζαι λαλεί μου
«Άντεξε, Πηνελόπη μου, τζι αντέχεις».

Τέτοια στο γιο η γραία μονολογούσε.
Και κείνος, που την άκουγε απ’ το χώμα,
κάθε φορά σκιρτούσε. Δε λαλούσε,
γιατί δεν έπρεπε η μάνα του να ξέρει
σε ποια πλαγιά η άτροφη ψυχή του
τα κόκαλά του, αλίμονο, σκεπάζει.

Η μάνα του συνέχιζε να πλέκει
και μετά θάνατον, συνέχιζε να πλέκει.

Στην έξοδο χορός γερόντων ψέλνει:
«Πιο τυχερή σ’ αυτή την ιστορία,
η Άγια τράπεζα της εκκλησίας
Τιμίου Σταυρού στην πόλη μας εστάθη

ότι με το πλεχτό της εστολίστη».

Σημειώσεις Λουκίας Γρηγορίου

Στα στέφανα της κόρης του, Κ. Χαραλαμπίδη

Το ποίημα ανήκει στη βραβευμένη συλλογή Θόλος, τα ποιήματα της οποίας είναι εμπνευσμένα από τη δοκιμασία της Κύπρου και ειδικότερα από το δράμα των αγνοουμένων μετά την τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974. Πρωταγωνιστικό πρόσωπο του ποιήματος είναι ένας Κύπριος αγνοούμενος πατέρας.

Ερμηνευτική Προσέγγιση

Οι ειρωνικές αντιθέσεις του ποιήματος:

Στο ποίημα ο γάμος αποτελεί τον πυρήνα του ποιητικού μύθου, αλλά χρησιμεύει ως πρόσχημα για να προβληθεί ο νεκρός πατέρας , ο οποίος «κλέβει την παράσταση». Μέσω λοιπόν της αφήγησης ενός γάμου, προβάλλεται ένας αγνοούμενος πατέρας και η τύχη του. Μάλιστα, στο ποίημα  είναι διάχυτη η ειρωνεία και η πικρία, αφού προβάλλεται συνεχώς η αντίθεση ανάμεσα στο ευτυχές γεγονός του γάμου και στην τραγική τύχη του πατέρα / το τραγικό γεγονός της εισβολής στην Κύπρο. Πιο συγκεκριμένα:

α) Η περιουσία της Κυπριωτοπούλας νύφης είναι «υπό κατοχήν», βρίσκεται δηλαδή στα κατεχόμενα από τους Τούρκους εδάφη. Ο γάμος αναγγέλλεται με το επίρρημα «ευτυχώς», το οποίο έρχεται σε ειρωνική αντίθεση με την κατάσταση της νύφης (περιουσία υπό κατοχήν, αγνοούμενος πατέρας).

β) Η παρουσία του πατέρα στο γάμο κυριαρχεί. Όμως ο πατέρας περνά απαρατήρητος και μάλιστα τον θεωρούν τον ηλίθιο του χωριού. Εδώ τονίζεται ειρωνικά η διάσταση ανάμεσα στη ζωή που συνεχίζεται και στα τραγικά γεγονότα της ιστορίας. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο πατέρας, που τόσο επιθυμεί το γάμο της κόρης του και τόσο πολύ συμμετέχει (συναισθηματικά) σ’ αυτόν, περνά απαρατήρητος και μάλιστα θεωρείται και ηλίθιος, αποτελεί μια τραγική και ειρωνική αντίφαση.

γ) Στα επόμενα δύο στροφικά σύνολα η διάσταση αυτή γίνεται εντονότερη, καθώς οι καλεσμένοι του γάμου και ο πατέρας πηγαίνουν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Οι καλεσμένοι θα εξακολουθήσουν να αγνοούν το γεγονός ότι ο πατέρας είναι νεκρός.

Η μοναχική πρωταγωνιστική μορφή του πατέρα:

Πρωταγωνιστικό πρόσωπο είναι ο πατέρας. Η παρουσία του στο γάμο και η συναισθηματική συμμετοχή του σ’ αυτόν τονίζονται ιδιαίτερα («καμάρωνε», «σκούπισε…δάκρυ»). Περιγράφεται επίσης ως διακριτική, μοναχική και σεμνή παρουσία, που το μόνο που ζητά είναι να δει την κόρη του παντρεμένη και ευτυχισμένη («μπήκε…κρυφά», «σκυφτός»). Η συμπάθεια και τρυφερότητα του ποιητή για τον πατέρα φαίνεται άμεσα και από επίθετο «στοργικός», με το οποίο τον χαρακτηρίζει. Ταυτόχρονα, τα επίθετα «φτωχό» και «ξεσκισμένο», που προσδιορίζουν τη λέξη «δάκρυ», δηλώνουν τις κακουχίες και τα βασανιστήρια που υπέστη ο νεκρός πατέρας.

Αντιθέτως, ο γάμος παρουσιάζεται ως κοινωνικό γεγονός και δεν περιγράφεται καθόλου η συναισθηματική συμμετοχή των άλλων προσώπων (του γαμπρού, της νύφης, των καλεσμένων). Η συμμετοχή των καλεσμένων περιγράφεται ως προς την κοινωνική και τυπική της πλευρά.

Τέλος και ο τίτλος του ποιήματος τονίζει την παρουσία του πατέρα στο γάμο με τη χρήση της κτητικής αντωνυμίας του: Δεν αναφέρεται στα στέφανα της κόρης απλώς, αλλά στα στέφανα της κόρης του (=εκείνου, του αγνοούμενου).

Το στοιχείο της εμφάνισης του νεκρού

Το στοιχείο της έκπληξης διατρέχει το ποίημα και κορυφώνεται με την αποκάλυψη ότι ο παριστάμενος στο γάμο πατέρας είναι νεκρός. Ακόμα πιο αιφνιδιαστική αποκάλυψη, ότι ο πατέρας είναι νεκρός και άφησε το μνήμα του για να παραστεί στο γάμο της κόρης του. Εδώ ο ποιητής εκμεταλλεύεται το μοτίβο της παρουσίας του νεκρού δίπλα στους ζωντανούς προκειμένου να εκπληρωθεί μια υπόσχεση ή ένα ηθικό χρέος. Είναι ένα μοτίβο που συναντάμε στα δημοτικά τραγούδια (π.χ. στο τραγούδι «Του νεκρού αδελφού»).

Συναισθήματα που διατρέχουν το ποίημα

Το ποίημα λειτουργεί ως πολιτική διαμαρτυρία για το δράμα και την αδικία της τουρκικής εισβολής, εξαιτίας της οποίας πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ή αγνοούνται και μεγάλο μέρος της Κύπρου βρίσκεται υπό κατοχήν. Εκφράζεται επιπλέον, περισσότερο άμεσα, η πικρία για τη λησμονιά που αναπόφευκτα απλώνεται και καλύπτει το τραγικό γεγονός της εισβολής, καθώς η ζωή συνεχίζεται. Όμως, η τραγική απουσία των αγνοουμένων έχει σημαδέψει οποιεσδήποτε εκδηλώσεις της ζωής αυτών που έμειναν, μοιάζει να μας λέει ο ποιητής.

Στοιχεία τεχνικής

Ο χώρος του ποιήματος είναι η Κύπρος και χρόνος η περίοδος μετά την τουρκική εισβολή. Η δράση όμως τοποθετείται μέσα στο ειδικότερο χωροχρονικό πλαίσιο ενός γάμου. Έτσι υπογραμμίζεται η λήθη του παρελθόντος και ο πόνος για το δράμα του ευρύτερου χώρου (της Κύπρου). Στη σταδιακή κλιμάκωση της πλοκής συμβάλλει και το γεγονός ότι στους πρώτους τρεις στίχους δίνεται η εντύπωση πως η ιστορία της κόρης είναι που απασχολεί τον ποιητή. Στον «πατέρα της» γίνεται μια απλή αναφορά στο δεύτερο στίχο. Στη συνέχεια ωστόσο η κόρη περνά σε δεύτερο πλάνο, καθώς ο γάμος γίνεται το έναυσμα για τη συγκέντρωση του ενδιαφέροντος στο πρόσωπο του πατέρα.

Ο ποιητής είναι ετεροδιηγητικός, αφού δε συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται αλλά παρατηρεί και σχολιάζει τα γεγονότα της δράσης έμμεσα.

Το ποίημα παρουσιάζει ένα χαρούμενο περιστατικό, ένα γάμο. Στο βάθος όμως διακρίνεται το κυπριακό δράμα. Να επισημάνετε τις σχετικές εκφράσεις στο ποίημα.

Το κυπριακό δράμα διακρίνεται μέσα από τους εξής στίχους:

  • «είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν»: πολλοί άνθρωποι έχασαν μετά την τουρκική εισβολή, την περιουσία τους που βρίσκεται στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου από τους Τούρκους.
  • «και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής»: Πολλοί Κύπριοι, όπως και ο πατέρας της κοπέλας, μεταφέρθηκαν από τους Τούρκους στα βάθη της Ανατολής και έκτοτε θεωρούνται αγνοούμενοι.
  • «…πάει κι αυτός στην Πράσινη Γραμμή…»: Ο στίχος αυτός μας πληροφορεί για την ύπαρξη της Πράσινης Γραμμής, της ζώνης που χωρίζει τα κατεχόμενα από τα μη κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου από τους Τούρκους.
  • «παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα»: Ο πατέρας της κοπέλας, όπως και πολλοί άλλοι, θεωρείται αγνοούμενος, ενώ στην πραγματικότητα έχει εκτελεστεί από τους Τούρκους.

Να συγκρίνετε το δεύτερο με τον τελευταίο στίχο. Τι θέλει να δείξει με την αντίφαση αυτή ο ποιητής;

Ο δεύτερος στίχος παρουσιάζει τον πατέρα της κοπέλας ως αγνοούμενο, ο τελευταίος στίχος τον παρουσιάζει νεκρό. Η αντίφαση αυτή τονίζει το δράμα των οικογενειών των αγνοουμένων της Κύπρου. Οι συγγενείς τους δεν ξέρουν τι απέγιναν οι άνθρωποί τους οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους και τα ίχνη τους χάθηκαν μετά την τουρκική εισβολή. Μέσα τους υπάρχει πάντα η ελπίδα ότι θα τους ξαναβρούν και ότι εκείνοι είναι ζωντανοί. Αρνούνται λοιπόν να παραδεχτούν μια πολύ πιθανή πραγματικότητα, την οποία, επιπλέον, είναι δύσκολό να εξακριβώσουν. Ότι, δηλαδή, οι αγαπημένοι τους δεν είναι αγνοούμενοι αλλά νεκροί. Επιπλέον, η αντίφαση αυτή επιτρέπει στον ποιητή να εμφανίσει τον «αγνοούμενο» πατέρα στο γάμο της κόρης του και μόλις στον τελευταίο στίχο να αποκαλύψει ότι είναι νεκρός, προξενώντας έτσι την έκπληξη του αναγνώστη και κορυφώνοντας τη συγκίνηση.

Τι θέλει να δείξει ο ποιητής με την παρουσία του πατέρα και γιατί καταφεύγει στο εξωλογικό στοιχείο;

Η παρουσία του πατέρα στο γάμο της κόρης του δείχνει, κατ’ αρχάς, τα σημάδια που άφησε η τραγωδία των αγνοουμένων στη μνήμη και στην ψυχή των οικογενειών τους. Ειδικότερα, με το εξωλογικό στοιχείο (την εμφάνιση του νεκρού στο γάμο) ο ποιητής θέλει να δείξει ότι, παρ’ ότι η ζωή συνεχίζεται επιφανειακά με τους ίδιους ρυθμούς, γεγονότα και χαρές, η κοινωνία και οι άνθρωποι της Κύπρου είναι ανεξίτηλα σημαδεμένοι από την τραγωδία της εισβολής και την απώλεια των αγαπημένων προσώπων τους. Υπάρχει λοιπόν μια νοερή / συναισθηματική επικοινωνία ανάμεσα στους ζωντανούς της Κύπρου και στους νεκρούς τους. Ο πόνος της απώλειας μυθοποιείται με το εξωλογικό στοιχείο, που θυμίζει το δημοτικό τραγούδι. Επιπλέον, ο ποιητής τονίζει το ηθικό χρέος της μνήμης απέναντι στους νεκρούς και εκφράζει τον προσωπικό του πόνο για το δράμα της Κύπρου.

Σημειώσεις Μαρίας Χριστοφόρου – Νάντιας Χατζηγεωργίου

Click to access sta_stefana_tis_koris_tou_tis_eisbolis_ermineftika_scholia.pdf

Δραστηριότητα

Δίνεται το ποίημα του Κ. Χαραλαμπίδη, Νυμφίου Αγνοουμένου. Οι μαθητές καλούνται να εντοπίσουν πώς αποδίδεται από τον ποιητή το δράμα των αγνοουμένων.

Σχόλια για την ποιητική συλλογή

Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Θόλος (1989), η οποία βραβεύτηκε από τηνΑκαδημία Αθηνών (1990).
«Αφορμή για το θέμα της συλλογής έδωσαν τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα της Τουρκικής Εισβολής στην Κύπρο το 1974 και συγκεκριμένα το θέμα των αγνοουμένων. Ο ποιητής θέλησε να δώσει με τη λέξη αγνοούμενος πολυσύνθετες έννοιες και σχέσεις που κρύβονται πίσω από αυτή· θέλησε να δώσει τον ανθρώπινο πόνο και, όπως συμβαίνει στις τραγωδίες, την υπέρβαση του πόνου αυτού. Μια πολύ σημαντική τεχνική που χρησιμοποιεί ο ποιητής στον Θόλο είναι η αμφισημία. Η αμφισημία διακρίνεται όχι μόνο στο επίπεδο της λέξης αλλά και στο επίπεδο της ποιητικής εικόνας, ακόμη και της σύνταξης. Συχνά μάλιστα
συνδυάζεται με την εναλλαγή αφηγηματικών τρόπων και εναλλαγή σκηνών […]. Ήδη από τον τίτλο της συλλογής υπάρχει αμφισημία με τη λέξη “θόλος”» (Ηροδότου, 1993: 33-34). Γράφει ο ίδιος ο ποιητής: «Ο Θόλος ως τίτλος οφείλει ουσιαστικά τη γένεσή του στην έννοια του ουράνιου θόλου, που εκφράζεται συμβολικά με τον θόλο των εκκλησιών μας.
[…] Ήρθε μπροστά μου το σχήμα της εκκλησίας, που συμβολίζει τον ουρανό με το φρικτόν θυσιαστήριόν του, όπου γευόμαστε το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Αυτή την πρόσκληση στο δείπνο της Βασιλείας των Ουρανών ένιωσα να μας κάνουν οι αγνοούμενοι, εμπλουτίζοντας την ιστορία μας και το υπέδαφος της ψυχής μας με άλλη διάσταση» (Χαραλαμπίδης, 2014: 86-87).
Δεν ήταν τυχαία η επιλογή του ποιητή να φιλοτεχνηθεί το εξώφυλλο από τον γνωστό ζωγράφο Διαμαντή. Δηλώνει ο ποιητής σε αυτοσχόλιό του: «Με τον Διαμαντή με συνέδεε βαθιά φιλία, που ξεκινούσε από τον θαυμασμό μου για το έργο του αλλά και από την αναγνώριση και τη συχνή αναφορά του σε στίχους μου. Πήγαινα συχνά στο σπίτι-εργαστήρι του και μιλούσαμε για όλα, από τέχνη μέχρι ελληνική φιλοσοφία, ποίηση και ζωή, όπως τη σάρκωνε ο ελληνικός πολιτισμός, παλαιός και νεότερος. Κάποια στιγμή του ζήτησα να φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο για τα ποιήματα του «Θόλου». Το δέχτηκε, μολονότι ήταν δύσκολος σε αυτά. Επιχείρησε πολλές δοκιμές, τις οποίες μου χάρισε. Ο λόγος που ήθελα να συνδεθεί το όνομά μου με το δικό του, ήταν ακριβώς για να πάρω το χρίσμα και την σκυτάλη ως προς την πίστη μου στον κόσμο της Κύπρου, τον τόσο βαθύ και στέρεο, πονεμένο και αδικημένο, από τον οποίο ωστόσο αναδύεται μια ζωογόνα πνοή. Ο Διαμαντής, πέρα από το καλλιτεχνικό στοιχείο, εκπροσωπούσε αυτόν τον κόσμο, γεγονός που το ένιωσε και το ανέδειξε ο Γιώργος Σεφέρης. Αυτήν, εννοώ, την αρετή θέλησα να εκτυπώσω στο βιβλίο μου για τους Αγνοουμένους και για τούτο διάλεξα στο τέλος ένα έργο του Διαμαντή που δείχνει Αποκαθήλωση. Πρόσεξε δε, ότι η αποκαθήλωση είναι μανάδων, έτσι ώστε η εικόνα να παίρνει μιαν άλλη προέκταση του πόνου και του μαρτυρίου» (Χαραλαμπίδης, 20/6/2017). «Ήθελα ακριβώς να υποβάλω ότι οι μανάδες είναι κι αυτές σταυρωμένες, εφόσον σηκώνουν τον σταυρο του μαρτυρίου τους για τα αγνοούμενα τέκνα τους.

Σχολιασμός τίτλου

Ο τίτλος του ποιήματος είναι αμφίσημος. Σε αυτόν εντοπίζεται το σχήμα της έλλειψης ως σχήματος λόγου, αφού παραλείπονται σημαντικοί όροι της πρότασης.
Στον τίτλο καταρχάς έχουμε την τελετή ενός γάμου. «Ο νυμφίος της Εκκλησίας προσέρχεται, αλλά παραδόξως είναι ο άγνωστος και ο ξένος που μετέχει απρόσκλητος στα στεφανώματα της κόρης του» (Χαραλαμπίδης, 2017:10).

Στα στέφανα: Από την πρώτη κιόλας λέξη του τίτλου διαφαίνονται δείγματα της ποιητικής γλώσσας του Χαραλαμπίδη. Μέσα στην ιδιότυπη ποιητική του γλώσσα ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης «ενσφηνώνει» λέξεις της κυπριακής ντοπιολαλιάς θυμίζοντάς μας την αγάπη του για την Κύπρο και ορίζοντας την εντοπιότητά του. Η λέξη έχει καθαρά κυπριακό χαρακτήρα και είναι αμφίσημη. Το στεφάνωμα όμως είναι το αποτέλεσμα του στεφανώνειν, μια τελετουργική τοποθέτηση στεφάνου. Αντίθετα στον τίτλο του ποιήματος δηλώνεται το ίδιο το στεφάνι. Η λέξη αυτή μπορεί να υποδηλώνει εμφανέστερα τον στέφανον του μαρτυρίου, τον στέφανον της αρετής και της «δόξης καλώς αθλήσαντος θνητού». Η τέχνη κάνει περίεργες συνάψεις και μπορούμε, αν θέλουμε, να παίξουμε ακόμα και με το όνομα του πρωτομάρτυρα Στέφανου (Χαραλαμπίδης, 2014: 86).

Της κόρης του: Η νύφη δεν κατονομάζεται, υπάρχει ως πρόσωπο. Με τη χρήση της γενικής κτητικής αντωνυμίας του προσδιορίζεται και καθορίζεται ο πατέρας, ο οποίος υπάρχει μέσω της κόρης του.

Είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής

Το ποίημα αρχίζει με αναφορά στα «τριακόσια στρέμματα» (στίχος 1) που νόμιμα κατείχε η πλουσιοκόρη, πριν άνομοι τα αρπάξουν. Για μια ακόμη φορά δεν δηλώνεται η κόρη. Κατά τον ποιητή η λέξη «κατοχή» είναι αμφίσημη και η κόρη καθίσταται σύμβολο ελευθερίας, και τούτο γιατί η διακειμενικότητα ως ένα από τα γνωρίσματα της ποίησης του Χαραλαμπίδη, προβάλλει με τους στίχους του Κωστή Παλαμά: «Η ελευθερία εις τα έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα/ με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα». «Συμβολικά ο αριθμός τριακόσια (300) μπορεί και να θυμίζει τους 300 Ιερολοχίτες ή τα «τρακόσια παραπούλια» από την «9η Ιουλίου» του Βασίλη Μιχαηλίδη. Όλα συγκλίνουν στην έννοια της αντίστασης, της οποίας το κλασικό πρότυπο είναι ακριβώς οι 300 του Λεωνίδα. Φυσικά ο στίχος “είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν” εξωτερικά σημαίνει ότι η κόρη του ποιήματος είχε πατέρα μεγαλοκτηματία» (Χαραλαμπίδης, 31/5/2016). Η λέξη «γη» είναι το ιερό κληροδότημά μας, είναι η ίδια η ψυχή μας. Ο ποιητής τεχνηέντως με το σχήμα λόγου της έλλειψης (στίχος 2) ενώνει τα στρέμματα (τη γη) με τον πατέρα. Είχε άλλοτε «τριακόσια στρέμματα» γης η κόρη αυτή «και (ενν. είχε) τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής».

Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης χαρακτηρίζει τη γλώσσα του ποιητή «παράδοξη», με την έννοια ότι «από την πρώτη συλλογή μέχρι και την τελευταία ο Χαραλαμπίδης παίζει ένα ιδιαιτέρως θελκτικό παιχνίδι, που θα το λέγαμε γλωσσική ποικιλομορφία ή και ποικιλογραφία λέξεων, που με απλά λόγια σημαίνει πως σε ένα ποίημα μπορούν να ενταχθούν ομηρικές λέξεις, τύποι κυπριακής λαλιάς και άγριες, αστρογγύλευτες λέξεις της δημοτικής» (Γιατρομανωλάκης, 12/6/2012).

Γράφει ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης: «Είχε ένα πελώριο πατέρα, που μεγεθύνεται εις βάθος ανακαλώντας συνειρμικά στη μνήμη, του Διονύσιου Σολωμού το στίχο “μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου”» (Χαραλαμπίδης, 2017:10). Η Ανατολή που χωνεύει τον πατέρα στο συγκεκριμένο ποίημα γίνεται πολλαπλάσιο του σκότους υπό ποικίλες σημασίες. Η αναφορά σε «βάθη της Ανατολής» καθιστά φανερό πόσο ο αγνοούμενος πατέρας στενάζει υπό το σκότος της τουρκικής Ανατολίας. Ο πατέρας που για την κόρη του είναι ένας ήλιος, «προχωρεί στα σκοτεινά» καταπώς θα έλεγε ο Σεφέρης. Οδεύει δηλαδή προς το μαρτύριό του σε βάθη δυσθεώρητα. Από την άλλη όμως, η ταύτιση της λέξης «βάθη» με τα σκοτάδια είναι αντίθετη, αντιπαραβάλλεται με την αμφίσημη έννοια της Ανατολής. «Το μαύρο και το φωτεινό διαδέχονται το ένα το άλλο και συναποτελούν εκφάνσεις της μίας και μόνης πραγματικότητας. Συμβαίνει δε αυτό το οξύμωρο: Η καθ’ ημάς Ανατολή, που οι Τούρκοι τη θυμίζουν ανεπίγνωστα με την ονομασία “Ανατόλια”, εκφράζει και την αχανή χώρα που κατέχει τώρα τον πατέρα της κόρης. Έτσι πρωθύστερα το ρήμα «είχε» (παρατατικός) δηλώνει εκείνο που η κόρη δεν έχει κι ούτε πια «κατέχει» (ενεστώτας) υπό την έννοια ότι απώλεσε και γη και πατέρα. Και τούτα πάλι τα δύο (γη και πατέρας) γίνονται ένα, η ταύτισή τους είναι φυσική» (Χαραλαμπίδης, 2014:88). Αυτή η εναλλαγή φωτός και σκιάς εκφράζει κατ’ ουσίαν το τραγούδι της ζωής, την ιστορία δηλαδή του έρωτα και του θανάτου που παραπέμπει και στο δημοτικό τραγούδι «Του νεκρού αδελφού».

Δράση: χωρο-χρονικό πλαίσιο ενός γάμου
Χώρος: Κύπρος (αόριστος, κάπου στις ελεύθερες περιοχές)
Ποιητικό Υποκείμενο – αφηγητής
Χρησιμοποιείται το τρίτο ενικό πρόσωπο (είχε, δεν πρόσεξε, τελειώνει κ.ά).

Λειτουργικότητα:

α) η χρήση του τρίτου ρηματικού προσώπου δημιουργεί μια απόσταση ανάμεσα στο ποιητικό υποκείμενο και σε όσα αυτό αφηγείται
β) ειρωνική αποστασιοποίηση έναντι των καλεσμένων στον γάμο.

Το ποίημα έχει αφηγηματικό χαρακτήρα, με δέση (οικονομική και κοινωνική κατάσταση της κόρης), κορύφωση (γάμος, προσέλευση σ’ αυτόν του νεκρού πατέρα), λύση (τέλος του μυστηρίου και επιστροφή του πατέρα, εκπλήρωση του χρέους του, μνήμα). Ο αφηγητής είναι παντογνώστης.
Το ποίημα εντάσσεται στη νεωτερική ποίηση ποίηση. Ο στίχος είναι ελεύθερος, χωρίς ομοιοκαταληξία. Το ποίημα αποτελείται από πέντε στροφές, οι οποίες δεν έχουν ίσο αριθμό στίχων.

Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί. (στίχος 3)

Ο αφηγητής μάς παραθέτει τα τεκταινόμενα χωρίς να συμμετέχει. Ο τρίτος στίχος λειτουργεί αυτόνομα μέσα σε ολόκληρο το ποίημα. «Εν είδει χορού ο λαός σχολιάζει το γεγονός: Η «φτωχή» προσφυγοπούλα βρήκε «ευτυχώς ένα καλό παιδί» ‒έναν άντρα με χαρακτήρα και καλή ψυχή» (Χαραλαμπίδης, 2014:88).
«Ευτυχώς…η φτωχή»: η σημασία της λέξης ευτυχώς δίνεται με την έννοια της καβαφικής ειρωνείας ‒ ζήτημα καλής τύχης η αποκατάσταση της φτωχής κόρης. Ο Χαραλαμπίδης συνειδητά με τη χρήση της ειρωνείας συνδιαλέγεται και συνομιλεί με τον Καβάφη, όπως κάνει άλλωστε και με τον Σεφέρη, τον Σολωμό, τον Πάουντ, τον Έλιοτ.

Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ’ το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.

Ο ποιητής χρησιμοποιεί την παρουσία του πατέρα (στίχοι 4-11), επιδιώκοντας να προβάλει από τη μια ανθρωπιά και τρυφερότητα και από την άλλη να τονίσει την τουρκική ωμότητα. Ο γάμος αποτελεί τον πυρήνα του ποιητικού μύθου, αλλά χρησιμεύει για να προβληθεί ο νεκρός πατέρας.
Εδώ διαφαίνεται η αντίθεση ανάμεσα στις λέξεις τελετή και μυστήριο «η τελετή είναι έργο των ανθρώπων, ανθρώπινη διαδικασία. Το μυστήριο όμως είναι έργο του Θεού –εξ ουρανών ενέργεια− που πραγματώνεται επί γης όταν τελεσιουγείται […]. Η παρουσία του λοιπόν λαμβάνει διαστάσεις, καθώς εντάσσεται στο “ευρύχωρον σκήνωμα” μιας μεγάλης μυστηριακής πράξης: μυστήριον γάμου, που προκαλεί την έλευση του νεκρού. Τι είναι ο γάμος και τι ο νεκρός; Κατ’ ουσίαν πρόκειται για το μυστήριο της ζωντανής −ένσαρκης− παρουσίας του πατρός. Ο πατέρας εμφανίζεται εντός μυστηρίου και δεν νοείται έξω από αυτό. Όσο διαρκεί το μυστήριο, διαρκεί και η αναστάσιμη παρουσία του. Ο ναός επομένως ενέχει καθοριστική σημασία για τον φωτοτροπισμό του νεκρού. Εντός του ναού τελετουργείται η κυκλοφορία των ψυχών, εφόσον η Εκκλησία είναι και Θριαμβεύουσα· μέσα σ’ αυτήν συνυπάρχουν οι ζωντανοί με τους κεκοιμημένους» (Χαραλαμπίδης, 2017: 15). Είναι ξεκάθαρο ότι ανανοηματοδοτεί την έννοια της πατρικής φιγούρας σε αναστάσιμο αρχέτυπο δίνοντας μια θεολογική θεώρηση στο ποίημα.
Αναντίλεκτα, ο ποιητής σε αυτούς τους στίχους συνδιαλέγεται με το δημοτικό τραγούδι Του νεκρού αδελφού και με ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του, το εξωλογικό στοιχείο, γιατί μ’ αυτό γίνεται πιο ορατή η φρίκη που προκάλεσε η τουρκική εισβολή στον τόπο μας. Εντείνεται η συναισθηματική φόρτιση που κορυφώνεται στον τελευταίο στίχο.
Είναι λοιπόν ο πατέρας παρών, παρατηρεί τον γάμο, αλλά παραμένει απαρατήρητος. «Μπαίνει κρυφά, σαν τον κλέφτη, και στέκει συνεσταλμένα στον προθάλαμο του ναού. Ο νάρθηκας υποδηλώνει την περιθωριακή σχέση του πατέρα με το όλο πλέγμα της τελετής.
Εδώ, στην πλευρά του ναού που έβλεπε προς τη δύση και ανέκαθεν συμβόλιζε το σκοτάδι, γινόταν από τα προχριστιανικά ήδη χρόνια η είσοδος της σταδιακής μύησης. Στο προσδιορισμένο αυτό σημείο, όπου το ημίφως λειτουργεί ζωγραφικά ως κοντράστο, ο πατέρας καμαρώνει την καμαροφρύδα και στεφανωμένη αγγέλισσά του· λάμπει σαν άστρο της αυγής μες στη χαρά του γάμου, λαμπροφορεμένη τα λευκά της. Χαρά του γάμου αλλά και λύπη, μια εξαίσια χαρμολύπη, καθώς αυτή, αρχοντοπούλα της μελαγχολίας, ανακαλεί στο δάκρυ της το πρόσωπό του» (Χαραλαμπίδης, 2017: 17). Η αντίθεση αυτή χρωματίζει τη δική του κατάντια ως «απορριγμένος» .
Με έντονα τα στοιχεία της θεατρικότητας ο Χαραλαμπίδης στέκεται ιδιαίτερα στις λεπτομέρειες προσδίδοντας στο ποίημα παραστατικότητα, αμεσότητα και δραματικότητα.

Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του/ το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ:
Χρησιμοποιώντας το εκφραστικό μέσο της μεταφοράς ο ποιητής σημειώνει: «Καθώς σηκώνει ο πατέρας το μανίκι του για να σκουπίσει τα δάκρυά του (και δε χρειάζεται πληθυντικός για να δηλωθούν αυτά, αρκεί μονάχα η λέξη “δάκρυ”), τότε ακριβώς προσέχουμε τη λεπτομέρεια το μανίκι του ξεσκισμένο. Το ξέσκισμα του μανικιού μεταδίδεται και στο δάκρυ. Αλλ’ ίσως συμβαίνει τ’ αντίθετο: η ιδιότητα του δάκρυου μεταφέρεται και στο ρούχο.

Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: Μπορούμε ν’ αποτολμούμε τέτοια εικόνα; Μπορούμε να φανταστούμε το “ξεσκισμένο δάκρυ”» ” (Χαραλαμπίδης, 2014: 91). «Οι “άλλοι” (πλήθος = καλεσμένοι ντυμένοι με τα επίσημα και τα καλά τους) εγκλωβισμένοι στον “δικό τους νάρθηκα” στην αρχή δεν είδαν τον πατέρα, τώρα τον εκλαμβάνουν για “ηλίθιο του χωριού”. Τον “αφήκανε στην ησυχία του”: έκδηλη η πικρή ειρωνεία και η αντίθεση σε αυτούς τους στίχους. «Ποια “ησυχία” μπορεί να έχει ένας τέτοιος πατέρας, ένας ζωντανός αληθινός νεκρός;(Νεκρός όχι πεθαμένος)» (Χαραλαμπίδης, 2014:92)

Τελειώνει ο γάμος, και να χαίρεστε τα στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
καθένας στ’ αυτοκίνητό του, χάνονται.
(στίχοι 12-14)

Στη συνέχεια αναφέρονται όσα ακολουθούν μετά την τελετή του γάμου: οι ευχές και τα λουκούμια. «Η χαρά προσδιορίζει τον γάμο και υποδηλώνεται μέσα στο ποίημα ως λέξη που χρωματίζει εντονότερα τη διαφορά μεταξύ της ζωής και του θανάτου» (Χαραλαμπίδης, 2014: 92). «Το τέλος του μυστηρίου αποδίδεται με συνοπτικό τρόπο. Ο ευθύς λόγος «να χαίρεστε τα στέφανα», που παρεμβαίνει, ζωντανεύει τον λόγο και προσδίδει θεατρικότητα στο ποίημα. Το τέλος της τελετής περιγράφεται με τη λιτότητα, την πυκνότητα και τη συντομία των δημοτικών τραγουδιών. Το ασύνδετο σχήμα των στίχων 13-14 αισθητοποιεί επιγραμματικά τη διάλυση των προσκεκλημένων, που πήραν κουφέτα και λουκούμια και χάθηκαν με τα αυτοκίνητά τους σαν να βιάζονταν να φύγουν από αυτόν τον χώρο» (Γεωργιάδου, 2005: 132).
«Διαφορετική από την καθιερωμένη σημασία έχει μεταφορικά μέσα στο ποίημα και το ρήμα “χάνονται”. Επιχειρεί να υποβάλει ότι οι καλεσμένοι στον συγκεκριμένο γάμο έχουν χάσει το πρόσωπό τους. Ενώ δηλαδή, με τα ταχύτατα αυτοκίνητά τους, χάνονται και γίνονται, κατά την κοινή έκφραση, καπνός, έχουν ταυτόχρονα απολέσει – εξαιτίας ακριβώς του τρελού ρυθμού της εποχής που τους αφαιρεί τον χρόνο να στοχάζονται – την ταυτότητα και την αλήθεια του προσώπου τους. ‘Οπως άλλωστε βλέπουμε στη συνέχεια, ο μόνος “φυσιολογικός” είναι ο “νεκρός” πατέρας, που ξέρει ακόμα να βαδίζει. Οικολογία εν τη πράξει!» (Χαραλαμπίδης, 4/2/2018).

Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτός
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.
(στίχοι 15-17)

Σε αντιδιαστολή με το ρήμα «χάνονται» έρχεται το επίθετο «στοργικός», το οποίο ως λέξη γεμάτη ενέργεια ακυρώνει την ψυχρότητα του θανάτου. Ο πατέρας περνά σκυφτός την πράσινη γραμμή. «Η είσοδος και η έξοδος του νεκρού έχουν κοινό σημείο την προφύλαξη. Αιτία θαρρώ της πρώτης είναι η συστολή, αιτία της δεύτερης είναι η επιβίωσή του ως νεκρού. (Λεπτομέρεια: ο νεκρός και πελώριος πατέρας “εν τάφω σμικρώ ξενοδοχείται”). Το γεγονός ότι ο νεκρός «παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα», φανερώνει και την πολλαπλή δυνατότητα της έγερσής του. Ο πατέρας, που “είχε” κάποτε “στρέμματα γης”, τώρα “παίρνει” τη θέση του στο “χώμα”. Το παρελθόν συναπαντιέται με το παρόν, στο όνομα της γης και του χώματος. Το χώμα παραμένει ως εγγύηση που γειώνει ρεαλιστικά την αυθαιρεσία των αισθημάτων. Η ζωή κυμαίνεται ανάμεσα στη χαρά και τη λύπη, την ειρήνη και τον πόλεμο, τη γένεση και τη συντριβή, την άνθιση και τη φθορά, αλλά το χώμα υπάρχει πάντα εδώ: εγγύηση της ρίζας, βάση σταθερή του μυστηρίου της ζωής που αδιάλειπτα τελετουργείται» (Χαραλαμπίδης, 2017: 19).

«Το ποίημα είναι μπροστά σας και ο καθένας θα μετρήσει την ευαισθησία του ως προς αυτό. ‘Οσο για μένα, είδα τον νεκρό πατέρα ως ολοζώντανη, σπαρταριστή παρουσία. Επειδή ακριβώς με ρωτούν συχνά κατά πόσο ο πατέρας, που εμφανίστηκε ως άγνωστος στο μυστήριο του γάμου της κόρης του, είναι ζωντανός ή νεκρός, απαντώ σταθερά ως εξής: Το ποίημα δεν αποσκοπεί να εξετάσει αν είναι ή αν δεν είναι ο πατέρας ζωντανός, αλλά τελικά κατά πόσο είμαστε εμείς ζωντανοί.Το ζητούμενο σ’ αυτό το ποίημα είναι να νιώσουμε βαθιά το νόημα της ύπαρξής μας. Η κυπριακή τραγωδία, που προκάλεσε η τουρκική εισβολή, έχει ιστορική αλλά και πνευματική διάσταση. Η ιστορική καλύπτεται από τον πόνο και τα μαρτύρια του λαού μας, όταν θρηνεί τον χαμό των ανθρώπων του και της ίδιας της γης του. Η πνευματική σχετίζεται με την ουσία της τραγωδίας, που είναι να γνωρίσουμε βαθύτερα τον εαυτό μας, με πίστη στην ανάσταση των ανθρώπων και των πραγμάτων. Ο επανερχόμενος «νεκρός» είναι αυτός που εγείρεται από τον τάφο για να διασαλπίσει τη ζωή και την πίστη προς το καλό και το δίκαιο. Η θλίψη λοιπόν διευρύνει την ευαισθησία και καθιστά τον τάφο του πατρός ένα νέο ευαγγελισμό. Χαρείτε, παιδιά τη ζωή, χαρείτε την ομορφιά των πραγμάτων που απορρέει από την ίδια τη ζωή που ο Διονύσιος Σολωμός τη χαρακτήρισε «μέγα καλό και πρώτο». Οι αναλύσεις έχουν βέβαια τη σημασία τους και την αξία τους, αλλά εκείνο που αξίζει πάνω από όλα είναι η ίδια η Ζωή μέσα στο φως και την Άνοιξη. Ανοίχτε κυρίως τις ψυχές σας και τους κρουνούς της ευαισθησίας σας μπροστά στο θαύμα της ζωής. Έχετε τη δύναμη να το κάνετε, γιατί είστε νέοι και αγνοί. Σας εύχομαι ολόψυχα να κρατήσετε αυτή την ιδιότητα, του νέου, στην αγέραστη ψυχή σας για πάντα» (Χαραλαμπίδης, 30/1/2016).

Σχήματα λόγου
Διάχυτη η χρήση ειρωνείας
στίχος 3: χρήση επιρρήματος ευτυχώς
στίχοι 10-11:“άλλοι”(καλεσμένοι)
Τον αφήκανε στην ησυχία
στίχος 14: χάνονται

Αντιθέσεις
δράμα εισβολής ≠ χαρμόσυνο γεγονός γάμου
λύπη ≠ χαρά
φυσική/ πραγματική παρουσία κόσμου ≠μεταφυσική παρουσία πατέρα
κουρελιασμένο ντύσιμο «ηλίθιου»≠ωραίο ντύσιμο καλεσμένων (υπονοείται)
αγνοούμενος = ζωντανός πατέρας (2ος στίχος) ≠ νεκρός πατέρας (τελευταίος
στίχος): ζωή ≠ θάνατος
στοργικό ενδιαφέρον ≠ τυπικότητα
συγκίνηση ≠αδιαφορία

Λειτουργικότητα:
-Εντείνεται η τραγικότητα
-Συναισθηματική φόρτιση
-Παραστατικότητα, ζωντάνια, αμεσότητα

χρήση μεταφοράς:
στίχοι 8-9: «σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ».
στίχος 14: «χάνονται»

Ασύνδετο σχήμα:
στίχοι 13-14

Θεατρικότητα – σκηνοθεσία: «Κατά την τελετή…δάκρυ»
Παρακολουθούμε τον πατέρα να μπαίνει κρυφά στην εκκλησία από το μπροστινό μέρος του ναού και να στέκεται πίσω από μια κολόνα. Σκουπίζει τα δάκρυά του με το μανίκι.

Λειτουργικότητα: εκτός από την παραστατικότητα που δίνει στο ποίημα εντείνει την τραγικότητα του πατέρα.
«Τελειώνει ο γάμος….χάνονται»
***
εξωλογικό στοιχείο: πατέρας: ζωντανός/αιχμάλωτος (στ.2) -νεκρός
(στ.17), ορατός -φάντασμα.
Συσχετισμός με το δημοτικό τραγούδι «Του νεκρού αδελφού»
***
Δισημία, πολυσημία (πολλαπλές σημασίες των λέξεων): υπό κατοχήν δηλώνεται αφενός η δική της περιουσία και αφετέρου οι κατεχόμενες περιοχές. Αυτό όμως υποδηλώνει ότι κτήτορας της περιουσίας της κόρης δεν είναι η ίδια αλλά ο κατακτητής, ο εισβολέας. Συνεπώς υπάρχει δισημία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ

Βαγενάς, Ν. (1994). Η Ειρωνική Γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία: 26-103 Αθήνα: Στιγμή.
Γεωργιάδου, Α. (2005). «Κυριάκος Χαραλαμπίδης “Στα στέφανα της κόρης του”.
Λογοτεχνικές Διαδρομές. Δοκίμια στην αρχαία και σύγχρονη λογοτεχνία. Αθήνα: ΕλληνικάΓράμματα 129-133.
Γιατρομανωλάκης, Γ. (2012). Παρουσίαση ποιητικής συλλογής Ίμερος του Κυριάκου Χαραλαμπίδη», «Σπίτι της Κύπρου», 12/6/2015. Αθήνα.
http://kyprionkinotites.blogspot.gr/2012/10/blog-post.html
Ηροδότου, Μ. (1993). Η λειτουργία της αμφισημίας στο Θόλο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη Modern Greek Studies 1: 31-47.
Πετρίδης, Α. (2014). “Kyriakos Charalampides and the House of Atreus: Four Poems”. Λογείον4: 280-293.
Πιερής, Μ. (1991). «Το αγνοούμενο σώμα της Κύπρου» στο Από το μερτικόν της Κύπρου Αθήνα: 391-395.
Πυλαρινός, Θ. (2009). Για τον Χαραλαμπίδη. Λευκωσία: Αιγαίον.
Φωστιέρη, Α., Νιάρχος, Θ. (2015). «Σε β΄ πρόσωπο. Μια συνομιλία με τον Κυριάκο
Χαραλαμπίδη». Η Λέξη, Τεύχος 163: 419.
http://k-charalambides.com.cy/wp-content/uploads/2014/08/%CE%97-
%CE%9B%CE%95%CE%9E%CE%97-
%CE%A3%CE%A5%CE%9D%CE%95%CE%9D%CE%A4%CE%95%CE%A5%CE%9E%CE%
97-%CE%9A.%CE%A7..pdf
Χαραλαμπίδης, Κ. (2014). «Στα στέφανα της κόρης του» – Αυτοσχόλιο. Νέα Παιδεία 151: 84 -94.
Χαραλαμπίδης, Κ. (2017). «Στα στέφανα της κόρης του» Σύναξη 141: 10-18.
Χριστοδουλίδου, Λ. (2000). «Στη Γλώσσα που πρωτομίλησα. Τα Κυπριακά του Κώστα Μόντη», Πρακτικά Τρίτου Διεθνούς Συνεδρίου Νεοελληνικής Διαλεκτολογίας. Ελληνική Διαλεκτολογική Εταιρεία, τόμος τρίτος. Αθήνα, 387-412.
Χριστοδουλίδου, Λ. (2001). «Η “ένδον” Αμμόχωστος του Κυριάκου Χαραλαμπίδη». Η λέξη τεύχος 163: 358-363.