https://www.youtube.com/watch?v=HQOZQigMZuw
ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ: Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ | ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ | ΣΠΕΚ 2019
Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Αμμόχωστος, Δεν Ξοφλήσαμε!
ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ -Φάκελος Κύπρου (Β’ Μέρος: Η τουρκική εισβολή)
Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Ποιήματα (1961-2017) | IANOS
"Γλώσσης Επίσκεψις", Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Παιδί με μια φωτογραφία
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,ΑΡΔΑΝΑ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, ΑΡΔΑΝΑ ΙΙ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, Γλυκό τοῦ κουταλιοῦ
Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Τιμητική Εκδήλωση για τον Μεγάλο Έλληνα Ποιητή
Γεννήθηκε στην Αμμόχωστο το 1940.
Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εργάστηκε για λίγο στη Μέση Εκπαίδευση και κατόπι στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές
Πρώτη Πηγή (1961), Το αγγείο με τα σχήματα (1973), Αχαιών Ακτή (1977), Αμμόχωστος Βασιλεύουσα (1982), Θόλος (1989), Μεθιστορία (1995), Δοκίμιν (2000), Αιγιαλούσης Επίσκεψις (2003).
Επίσης έχει μεταφράσει
Ύμνους του Ρωμανού.
Τιμήθηκε με Κρατικά Βραβεία Ποίησης στην Ελλάδα και Κύπρο.
Τιμήθηκε, επίσης, δύο φορές με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1989, 2003) και με το Έπαθλο Καβάφη στην Αίγυπτο.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Κυριάκος Χαραλαμπίδης | |
---|---|
![]() | |
Όνομα | Κυριάκος Χαραλαμπίδης |
Γέννηση | 1940 Άχνα Αμμοχώστου, Κύπρος |
Επάγγελμα/ ιδιότητες | ποιητής και συγγραφέας |
Εθνικότητα | Ελληνική |
Υπηκοότητα | Κύπρος |
Σχολές φοίτησης | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών |
Είδη | Ποίηση |
Αξιοσημείωτα έργα | Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, Μεθιστορία, Δοκίμιν, Κυδώνιον Μήλον |
k-charalambides.com.cy/ | |
δεδομένα ( ) |
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης (Άχνα, 31 Ιανουαρίου 1940) είναι Ελληνοκύπριος ποιητής. Από το 1961 εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, το ελληνικό και το κυπριακό κράτος και από φορείς της Κύπρου, της Ελλάδας και του εξωτερικού. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες και αποτέλεσαν αντικείμενο πολλών αφιερωμάτων και μελετών.
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο ποιητής για τον οποίο ο Τάκης Παπατσώνης έγραψε «ζωογονεί την μαρασμένη και ασθενούσα νεοελληνική Ποίηση. Της ξαναδίνει με το πρέπον δέος το μεγάλο της ηθικό θεμέλιο, έναν νέο και σφριγηλόν Ουμανισμό»[1], γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο (1940). Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου στην Αθήνα και ειδικεύτηκε σε θέματα ραδιοφωνίας στο Μόναχο. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση και για τρεις δεκαετίες στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, απ’ όπου αφυπηρέτησε ως Διευθυντής Ραδιοφωνίας. Μεγάλο μέρος της ποίησής του απηχεί στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 με συνέπεια και την κατοχή του μισού σχεδόν νησιού. Ο ίδιος είναι ένας από τους πρόσφυγες, μιας και το χωριό στο οποίο μεγάλωσε, βρίσκεται στην κατεχόμενη Κύπρο.
Βραβεία
Τρεις συλλογές του τιμήθηκαν με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου - Το Αγγείο με τα Σχήματα (1974), Αχαιών Ακτή (1978), Αμμόχωστος Βασιλεύουσα (1983). Επίσης, η συλλογή Θόλος πήρε το 1989 το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών και η Μεθιστορία, το 1996, το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Ελλάδας. Το 1997 κυκλοφόρησε (μετάφραση και εισαγωγή του ίδιου) το βιβλίο Ρωμανού του Μελωδού: Τρεις Ύμνοι (Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας). Το 1998 ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης τιμήθηκε με το Έπαθλο Καβάφη στην Αίγυπτο. Το 2003 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Το 2006 του απονεμήθηκε το Βραβείο Πολιτιστικής Προσφοράς Τεύκρου Ανθία – Θοδόση Πιερίδη. Το 2007 τιμήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με το Αριστείο Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών. To 2013 έγινε Επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στη συνεδρία της 13ης Ιουνίου 2013 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στον κλάδο της Λογοτεχνίας (Ποίησης) στην Τάξη των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών.
Κριτικές
Πολλοί κριτικοί έχουν εκφραστεί θετικά για το έργο του ποιητή. Σύμφωνα με τον Γιώργο Κεχαγιόγλου, «ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης έχει περάσει, από καιρό, το κατώφλι του καλού ποιητή. Έχει, επίσης, κατακτήσει μία από αδιαφιλονίκητες πρώτες θέσεις ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του και όλου του ελληνισμού. Και δεν θα πούμε τίποτε το τολμηρό ή αναπόδεικτο, αν δεχτούμε, με ανεπιφύλακτη συγκίνηση, ευγνωμοσύνη και αίσθημα δικαιοσύνης, ότι η ‘Αμμόχωστος Βασιλεύουσα’ είναι το αρτιότερο ελληνικό βιβλίο του 1982»[2] Σύμφωνα με τον Ευριπίδη Γαραντούδη, «η προ πολλού κατακτημένη και υψηλή αισθητική αξία της ποίησης του Χαραλαμπίδη τον αναδεικνύει σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής περιόδου».[3] Ο ομότεχνός του Ντίνος Χριστιανόπουλος σε συνέντευξή του[4] δήλωσε γι' αυτόν: «θαυμάζω πολύ έναν Κύπριο ποιητή, τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη. Πρόκειται για μεγάλο ποιητή!».
Έργο
- Πρώτη Πηγή, Αθήνα, 1961.
- Η άγνοια του νερού, με πρόλογο Τάκη K. Παπατσώνη, Ίκαρος: Αθήνα, 1967
- Το αγγείο με τα σχήματα, Λευκωσία, 1973.
- Αχαιών Ακτή, Λευκωσία, 1977; 2η έκδοση, Άγρα: Αθήνα, 2003.
- Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, Ερμής: Αθήνα, 1982; Άγρα: Αθήνα 1997
- Θόλος, Ερμής: Αθήνα, 1989; 1991; Άγρα: Αθήνα, 1998.
- Μεθιστορία, Άγρα: Αθήνα, 1995; 2000.
- Δοκίμιν, Άγρα: Αθήνα, 2000.
- Αιγιαλούσης Επίσκεψις, Άγρα: Αθήνα, 2003.
- Κυδώνιον Μήλον, Άγρα: Αθήνα, 2006.
- Ίμερος, Μεταίχμιο: Αθήνα, 2012
- Στη γλώσσα της υφαντικής, Μεταίχμιο: Αθήνα 2013
Ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί από τον Χρυσόστομο Σταμούλη, το Νότη Μαυρουδή, το Μιχάλη Χριστοδουλίδη, το Μάριο Τόκα, τον Σάββα Σάββα, το Μάριο Μελετίου και τον Γιώργο Καλογήρου.
Μεταφράσεις προς ξένες γλώσσες
- "Selected Poems" μετάφραση στα Αγγλικά από τον Γκρέγκ Ντέλαντι (Greg Delanty) (Southworld Editions, the Munster Literature Center, Cork, Ireland, 2005).
- "Dome" μετάφραση στα Αγγλικά από τον Τζων Μίλιντες (John Milides) (National Center for Hellenic Studies and Research, La Trobe University, Australia 2002).
- "Myth and History" μετάφραση στα Αγγλικά από τον Ντέιβιντ Κόνολι (David Connolly) (Nostos Books, Minneapolis, USA - 2008, προσεχώς.
- "Hier, wo das Wunder nock Wirkt" μετάφραση στα Γερμανικά από τον Χανς Αϊντενάιερ (Hans Eideneier) (Romiosini, Cologne 2000).
- "Methistoria" μετάφραση στα Γαλλικά από τον Ανδρέα Χατζησάββα και τους Φρανσουάς Μπέκερ (Francoise Becker), Μισέλ Μπλανκ (Michel Blanc) και Φρανσουάς Γκάμπενις (Francoise Gabenisch) (Edition Praxandre, Besancon, France, 2007).
- "Ordens tyranni och andra dikter" μετάφραση στα Σουηδικά από την Άννα Μαρία Γκουλ (Anna Maria Gull) (Atlantis, Sweden, 2008,).
Παραπομπές
- ↑ Τ. Κ. Παπατσώνης: Πρόλογος στην Άγνοια του Νερού, 1967
- ↑ Γιώργος Κεχαγιόγλου: περ. Διαβάζω Τεύχος 62, 09.02.1983
- ↑ Ευριπίδης Γαραντούδης, Με τον καημό της χαμένης πατρίδας, Τα Νέα, 15.07.2006
- ↑ Κάπλα, Μαρία. «"Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι έρωτες, μωρό μου!", Ντίνος Χριστιανόπουλος». Ανακτήθηκε στις 27 Ιουνίου 2016.
Πηγές
- Μιχάλης Τσιανίκας, «Το όνομα της Αμμοχώστου», μια κριτική προσέγγιση στην ‘Αμμόχωστο Βασιλεύουσα’, Ίνδικτος, Αθήνα, 2003
- Θεοδόσης Πυλαρινός, «Μεθιστορία», Ηρόδοτος, Αθήνα, 2007
- Περιοδικό Πόρφυρας, τεύχος 124, Κέρκυρα, Ιούλιος - Σεπτέμβριος, 2007.
- Περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 12, Ιούλιος - Οκτώβριος, 1999.
- Περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 163, Μάιος - Ιούνιος 2001.
- Μέντη Δώρα, «Πρόσωπα και Προσωπεία της Ποίησης», εκδόσεις Gutenberg
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Επίσημη Ιστοσελίδα του Κυρικακου Χαραλαμπίδη
- Σωτήρης Γουνέλας: Ανασκαλεύοντας τον μύθο και την ιστορία, Κριτική του βιβλίου Κυδώνιον Μήλον στην Καθημερινή, 21 Ιαν. 2007
- Αιγιαλούσης Επίσκεψις, Άγρα: Αθήνα, 2003.
- ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΚΥΠΡΙΟ ΠΟΙΗΤΗ του Αντ. Κουρσουμπά (Σύλλογος Κυπρίων Επιστημόνων - ανάκτηθηκε 3/1/2007)
- Ντίνος Χριστιανόπουλος: Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι έρωτες μωρό μου
Συνομιλία με τον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη
Η σύντομη συνέντευξη που ακολουθεί αφορά κυρίως στη δέκατη ποιητική συλλογή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη «Κυδώνιον Μήλον» (Άγρα, 2006).
Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στον υποφαινόμενο από τον ποιητή το 2008 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σύγχρονη Άποψη» με τον τίτλο «Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ένας Έλληνας».
Ακολούθως ο ποιητής τίμησε τόσο το πρόσωπό μου όσο και το περιοδικό συμπεριλαμβάνοντας τη συνέντευξη στον τόμο Ολισθηρός Ιστός (Άγρα, 2009), στον οποίο ανθολόγησε τα πιο σημαντικά κριτικά του κείμενα και τις πιο βαρύνουσες μέχρι τότε συνεντεύξεις του.
Αναδημοσιεύουμε εδώ τη συνέντευξη ως χαιρετισμό για τη δημοσίευση το καλοκαίρι που μας πέρασε μίας ακόμη, της ενδέκατης κατά σειρά, ποιητικής συλλογής του Χαραλαμπίδη που φέρει τον τίτλο Ίμερος (Μεταίχμιο, 2012)
Πώς καταλήξατε στην επιλογή του τίτλου «Κυδώνιον Μήλον»;
Καταρχάς θα ήθελα να επισημάνω ότι θεωρώ τον λόγο τον ποιητικό ως κάτι το εδώδιμο. Οι λέξεις για μένα είναι πράγματα υπαρκτά – έχουν όγκο (πλαστικότητα), χρώμα, γεύση και οσμή. Μπορείς να τις αγγίξεις, να τις αγκαλιάσεις, αλλά και να τις νιώσεις τραγανές στον ουρανίσκο σου. Ίσως αυτό να είναι και το πλέον ουσιώδες, γιατί επαληθεύει θεολογικά τη ζώσα ουσία, το λόγο που γίνεται σάρκα, μέσω της οποίας ενανθρωπίζεται η εικόνα του Θεού ή, αντίστροφα, η εικόνα του Ανθρώπου που του δόθηκε η χάρη της θείας μετάληψης. Ένας τέτοιος ευαγγελισμός της ποίησης, φωταγωγημένης από τις «ελευθερώτριες λέξεις» (καταπώς τις αποκάλεσε ο Βιττγκενστάιν), κινεί και τη δική μου ποιητική δημιουργία.
Με τον τίτλο ήθελα ουσιαστικά να διεγείρω τη μνήμη με μια αναγωγή στα αρχέγονα στοιχεία της – μια επαναφορά στο πρωτογενές των λέξεων – ίσως από ένστικτο, γιατί εκείνη τη στιγμή διελάνθανε την προσοχή μου ο στίχος του Ίβυκου (6ος αι. π.Χ.) για τις «Κυδώνιες μηλίδες» (μηλοκυδωνιές). Περισσότερο λαχταρούσα να δηλώσω κατά κάποιον τρόπο την κυπριακή εντοπιότητα, και μου φαίνεται ότι το νι, στο οποίο καταλήγουν οι λέξεις Κυδώνιον και μήλον, διατηρούσε κάτι από αυτήν. Κυρίως συντηρούσε την αρχική ακεραία τους μορφή, πριν φαγωθούν τα δοντάκια τους από τον τροχό του χρόνου και επέλθει η φθορά. Η ανακαίνιση των λέξεων, το εμβάπτισμά τους στο αρχαίο τους κάλλος είναι πάντα στον ορίζοντα της ποιητικής μου δημιουργίας. Μαζί με αυτό, καθώς προχωρώ, υπεισέρχεται μέσα μου εντονότερα η αίσθηση της μουσικής διάταξης του κόσμου. Το «Κυδώνιον μήλον» οφείλει ως ποιητική συλλογή ν’ αντιστέκεται στην εύκολη ανάγνωση. Ξεκινώντας από τον τίτλο, εξαναγκάζει τον αναγνώστη ν’ απορεί. Εξάλλου η απορία είναι το σύνδρομο του παράδοξου.
Οι διασυνδέσεις ανάμεσα στο «Κυδώνιον Μήλον» και το «Δοκίμιν» είναι εμφανείς και πολλαπλές. Πως αντιλαμβάνεστε τη θέση της τελευταία σας συλλογής μέσα στο σύνολο του έργου σας μέχρι στιγμής;
Το «Κυδώνιον μήλον» είναι, θα έλεγα, η φυσική απόληξη μιας εξελικτικής γραμμής που ξεκίνησε με τη «Μεθιστορία» και συνεχίστηκε με το «Δοκίμιν». Και τα τρία αυτά βιβλία επιχειρούν ν’ αναχωνεύσουν τα πολλαπλά επίπεδα της ελληνικής λαλιάς και του πολιτισμού μας μέσα από τη διαστρωμάτωση της ιστορίας. Κυρίως ανταποκρίνονται στη θεωρία μου ότι η ουσία της τέχνης εστιάζεται στη μετατροπή της ζωής και της ιστορίας σε μύθο. Η διαφορά του «Κυδώνιου μήλου» από τα άλλα δύο αδέλφια του είναι ότι διαρθρώνεται με απόλυτη συνειδητότητα ως προς τα θεματικά μοτίβα και τις ποιητικές μου εμμονές. Ως έργο θα το χαρακτήριζα πιο διαφανές, εμπλουτισμένο με αντανακλάσεις αδαμάντινες. Στη θεμελιακή «Μεθιστορία» κυριαρχεί περισσότερο η κυπριακή θεματολογία (αρχαία, βυζαντινή και νεότερη) και επιχειρείται ένα πρώτο άγγιγμα στοιχείων ελληνικής διαχρονίας, συνδυασμένων με «ποιήματα ποιητικής». Στο «Δοκίμιν», που διαιρείται σε δώδεκα ενότητες (εν είδει ζωδιακού κύκλου), επιζητώ να εκφράσω, όπως έγραψα και αλλού, την ύπαρξη ενός Σύμπαντος, θέλω να πω ενός ολόκληρου Κόσμου, που περιλαμβάνει αναρίθμητες όψεις της εξωτερικής ιστορίας και της εσωτερικής ανθρωπογεωγραφίας. Στο «Κυδώνιον μήλον», που αποτελεί το δέκατο ποιητικό βιβλίο μου, κορυφώνεται η μετεξέλιξη του μύθου αλλά και η λεκτική μορφή που τον συνοδεύει συν-παθητικά. Η συνείδηση της ταυτότητας συνεπικουρείται από τη συνείδηση της γλώσσας, αλλά και τα δύο εκφεύγουν του πλαισίου τους, εφόσον καθίστανται οικουμενικές αξίες ή, ακριβέστερα, αισθητικές ποιότητες γεωμετρημένης μαρτυρίας της ζωής.
Θα έλεγε κανείς ότι η doctrina την οποία ήδη αξίωνε η ποίησή σας, μια doctrina ελληνοπρεπής αλλά και παγκόσμια, επιτείνεται και βαθαίνει σαφώς στο «Κυδώνιον μήλον». Πρόκειται για μια doctrina που δε βασίζεται αποκλειστικά στο «ανασκάλεμα της μνήμης» (Σ. Γουνελάς), αλλά κυρίως στον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα λειτουργεί ως «στραγγιστήρι των πολιτισμικών μας στοιχείων», όπως ο ίδιος γράψατε κάπου. Μπορείτε να σχολιάσετε το ζήτημα αυτό;
Η doctrina ως έννοια σημαίνει τόσο την παιδεία όσο και την επιστήμη. Το βάρος, υποθέτω, στην ερώτησή σας πέφτει στην πρώτη, αλλά δεν αποκλείει και τη δεύτερη. Υποστηρίζω από χρόνια ότι η ποίηση είναι επιστήμη – κατά βάθος το ποίημα συντίθεται από μία σειρά μαθηματικών εξισώσεων – ακόμη και οι πλέον «μανικές» δημιουργίες υπόκεινται σε νόμους μυστικούς. Η διερεύνηση του αγνώστου είναι μέρος της ουσίας της τέχνης, και μάλιστα το πιο ευγενές. Πόσο μάλλον για την ποίηση που έχει ως όργανο τον ίδιο το λόγο, μέσω του οποίου διατυπώνεται η πνευματική διάσταση του εγκεφάλου! Αν πρέπει να μιλήσω για τη γλώσσα, φοβάμαι πως θα επαναλάβω πράγματα που έγραψα και αλλού, εφόσον όλα τούτα συναρθρώνουν τυποποιημένες σταθερές μου: Δεν σας αποκρύβω ότι θέλω να χωρέσω μέσα στην ποίησή μου τα πολλαπλά επίπεδα της γλωσσικής μας ιστορίας. Η ίδια η γλώσσα μάς διδάσκει να τη συλλαμβάνουμε ως ένα σύνολο διαστρωματώσεων και ποικιλιών. Δουλεύω με τη γλώσσα και τη μελετώ εις βάθος, χρησιμοποιώ ανεπιφύλακτα καθετί που μου προσφέρει από τις διάφορες φάσεις της ως οικοδομικό υλικό για τη δουλειά μου. Το τελευταίο μου βιβλίο συγκεφαλαιώνει το δεσμό μου με τον Όμηρο και γενικά την αρχαία γραμματεία, τη βυζαντινή φιλολογική παράδοση, το δημοτικό τραγούδι, αλλά και τη διακειμενική μου σχέση και συνομιλία με κλασικούς και μοντέρνους (κάποτε δε και ανατρεπτικούς) δημιουργούς – όχι μονάχα Έλληνες. Προπάντων φωτίζομαι από τους μεγάλους μαστόρους της γλώσσας, και τούτο είναι αποτέλεσμα πολύχρονου μόχθου. Κάποτε είπα ακριβώς ότι επιθυμώ να καταστήσω τη γλώσσα μας ως ένα στραγγιστήρι των πολιτισμικών μας στοιχείων και παράλληλα όργανο με το οποίο η ποίηση θα συνταχθεί. Για μένα το ουσιώδες – επαναλαμβάνω τα λόγια μου – είναι να ανασυντάξω τη γλώσσα, να την ενεργοποιήσω μουσικά στον υπέρτατο βαθμό, ώστε να αγγίξω αδρανοποιημένες ηχητικές περιοχές και μυστηριώδεις δυνατότητες του λόγου. Τι άλλο θα πρέπει να προσθέσω; Ότι στην ουσία χρησιμοποιώ καθετί που χρειάζομαι για να αρθρώσω το δικό μου λόγο, μη λησμονώντας πως η εξάρτησή μου από τα γενετικά στοιχεία του πολιτισμού μας είναι παράλληλα και ένα χρέος. Χρέος να συλλάβεις το ουσιώδες μέσα από όλη αυτή την ποικιλώνυμη διαδικασία, χρέος να υπάρξεις ως Έλληνας της Κύπρου και πολίτης του Κόσμου, μέρος του οποίου είναι η πολυδαίδαλη ιστορία της πατρίδας σου και του έθνους.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Η αντοχή του εθνικού ποιητή στις μέρες μας*
Του Ευριπίδη Γαραντούδη.
Η σταδιακή καταξίωση στην Ελλάδα, τα τελευταία περίπου σαράντα χρόνια, της ποίησης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη (γεννήθηκε το 1940 στην Άχνα της επαρχίας Αμμοχώστου και το 1996 τιμήθηκε με το ελληνικό κρατικό βραβείο ποίησης για το βιβλίο του Μεθιστορία, αφού είχαν προηγηθεί τρία κρατικά βραβεία ποίησης της Κύπρου) ίσως είναι η άλλη όψη της συγκαταβατικής αποδοχής ενός Κύπριου ποιητή που κατόρθωσε να γίνει αποδεκτός από την ελλαδική λογοτεχνική και κριτική κοινότητα, κοινότητα που κατά κανόνα στάθηκε επιφυλακτική απέναντι στους Κύπριους λογοτέχνες. Η γνώμη μου είναι ότι η υψηλή αισθητική αξία της ποίησης του Χαραλαμπίδη τον αναδεικνύει σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της μεταπολεμικής και της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ειδικότερα, η εκτίμηση της μεγάλης αξίας της ποίησής του και η διακρίβωση της θέσης της πιστεύω ότι συναρτώνται κατά βάθος με όλα εκείνα τα διακριτικά γνωρίσματά της που την κάνουν να διαφέρει αισθητά, αν όχι να βρίσκεται στους αντίποδες, σε σύγκριση με τις κυρίαρχες τάσεις της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
Από τη συλλογή Αχαιών ακτή (1977) και σε όλα σχεδόν τα επόμενα βιβλία του Χαραλαμπίδη (Αμμόχωστος Βασιλεύουσα [1982], Θόλος [1989], Μεθιστορία [1995], Δοκίμιν [2000], Αιγιαλούσης επίσκεψις – ένα ποίημα και ένα σχόλιο [2003], Κυδώνιον μήλον [2006], Ίμερος [2012] και Στη γλώσσα της υφαντικής [2013]), κεντρικό θέμα της ποίησής του είναι οι τραγικές, άμεσες και έμμεσες, συνέπειες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο από το 1974 μέχρι σήμερα. Η ελλαδική λογοτεχνία μετά το 1974 και μέχρι τις μέρες μας αναφέρθηκε λίγο, σχεδόν ελάχιστα, στην κυπριακή τραγωδία. Στην ελλαδική ποιητική παραγωγή των τελευταίων σαράντα χρόνων η συγκομιδή των αναφερόμενων στην Κύπρο και στα γεγονότα του 1974 μεμονωμένων ποιημάτων ή ποιητικών συνθέσεων δεν υπερβαίνει τον μικρό διψήφιο αριθμό, όσο για εκείνα τα ποιήματα που είναι γραμμένα από συνομήλικους του Χαραλαμπίδη ελλαδίτες ποιητές μετριούνται στα δάχτυλα.[1] Η εθνική βαρύτητα του γεγονότος της τουρκικής εισβολής και κατοχής ήταν και παραμένει τόσο μεγάλη ώστε αυτή καθεαυτή η επιλογή των ελλαδιτών λογοτεχνών, και ιδίως των ποιητών, της μεταπολιτευτικής εποχής να μην αναφερθούν στην κυπριακή τραγωδία θέτει το ζήτημα μιας ηθικής επιλογής τους. Με άλλα λόγια, τίθεται το ερώτημα αν η στάση της αγνόησης ή της αποσιώπησης της κυπριακής τραγωδίας υποκρύπτει το αίσθημα της ενοχής των ελλαδιτών λογοτεχνών έναντι του κυπριακού ελληνισμού για τα γεγονότα του 1974.
Αρκετά ποιήματα του Χαραλαμπίδη έδωσαν θετική απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχουν ευθύνες για την κυπριακή τραγωδία, στην αρχή και στην εξέλιξή της, και, επίσης, υπαινίχθηκαν σε ποιους αυτές οι ευθύνες αποδίδονται. Παραθέτω ως παράδειγμα το σύντομο ποίημά του «Περί κλάδου ελαίας», αρθρωμένο σε δύο ενότητες:
Έχοντας στη φαρέτρα του
θέσφατα νομικά
με κλάδο ελαίας παρμένο από
το νεκροκράββατο της ιστορίας,
παρόντος του εχθρού προ των πυλών,
η πολυτέλεια, έλεε, της τιμωρίας παρέλκει.
(Όσο για μεταμέλεια ούτε λόγος).
* * *
– Προσέξτε· το κακό φαντάζει αχειροποίητο.
Για να παραγραφούν ανόσιες πράξεις
θα πρέπει να παραγραφεί αυτό το ανόσιον.
Για να παραγραφεί αυτό το ανόσιον
ο χώρος όπου εγένετο πρέπει να μην υπήρξε.
Ψεύτικος σκύλος ψεύτικη μάντρα φυλάγει.
Η Κύπρος δεν υπάρχει· καταργείται
ως χώρος τραγικών συμβάντων.[2]
Το ποίημα αυτό χαρακτηρίζεται από την καταγγελτική οργή και τη βαθιά πίκρα. Αν στην πρώτη ενότητά του σατιρίζεται με δηκτικό τρόπο η κοινότητα των ενδοτικών Ελλήνων πολιτικών, όσοι διαχειρίστηκαν το κυπριακό ζήτημα στο διεθνές πολιτικό σκηνικό, στη δεύτερη ενότητα ο Χαραλαμπίδης ασκεί το δικαίωμα του ποιητή να κρίνει και να αποφαίνεται, ακόμη και σε υψηλούς τόνους και με κυριολεκτική κατά βάση γλώσσα, για την επιλογή της «κατάργησης» της Κύπρου. Θεωρώντας από την απόσταση του χρόνου το ελλαδικό κοινωνικό περιβάλλον της μεταπολίτευσης και το ιδεολογικό κλίμα του, μπορούμε σήμερα να διαπιστώσουμε ότι εξέθρεψαν λογοτέχνες, και ιδίως ποιητές, που επέλεξαν να γράψουν για θέματα περισσότερο ιδιωτικά και λιγότερο επώδυνα απ’ ό,τι η κυπριακή τραγωδία ή, για να αναδιατυπώσω την παραπάνω σκέψη με τους όρους του ποιήματος του Χαραλαμπίδη, επέλεξαν να παραγράψουν το «ανόσιον» και συνεπώς να θεωρήσουν ότι «η Κύπρος δεν υπάρχει». Δυστυχώς, μέχρι σήμερα στον δημόσιο χώρο του τόπου μας εξακολουθεί να εμφανίζεται σποραδικά η άποψη ότι «η Κύπρος δεν υπάρχει».[3]
Ο Χαραλαμπίδης, άνθρωπος που έχει τον καημό της χαμένης πατρίδας και ποιητής με βαθιά ριζωμένη ελληνική εθνική συνείδηση, δεν μπορούσε παρά να επιλέξει –και αυτό συνεχίζει να πράττει μέχρι σήμερα– να υπηρετήσει σταθερά και με συνέπεια μια ποιητική αντίληψη την οποία η ελλαδική μεταπολιτευτική ποίηση εγκατέλειψε στο μακρινό και λαμπρό παρελθόν της. Κάνω λόγο για την αντίληψη της εθνικής ποίησης. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, προσδιορίζω την ποίηση του Χαραλαμπίδη ως εθνική και τον ίδιο, αντιστοίχως, ως εθνικό ποιητή χρησιμοποιώντας τους όρους όχι αξιολογικά, αλλά τυπολογικά, επειδή στην ποίησή του διακρίνω μιαν έγκυρη και κυρίως εκσυγχρονισμένη, διακριτή από το παρελθόν, εκδοχή βασικών γνωρισμάτων που προσδιόριζαν τον τύπο του εθνικού ποιητή στην παλαιότερη ελληνική ποίηση. Τα διακριτικά γνωρίσματα της ποίησης του Χαραλαμπίδη, όπως τα θέματά της, η σχέση της με τη λογοτεχνική παράδοση, το γλωσσικό ήθος της, η προβολή ηθικών αιτημάτων, απορρέουν άμεσα ή συνδέονται με την ιδιότητα του εθνικού ποιητή, αλλά και την πρόθεση να λειτουργήσει ως τέτοιος.
Καταρχάς, λοιπόν, η άποψη του ίδιου του Χαραλαμπίδη για το πώς μπορεί στις μέρες μας να λειτουργεί ως εθνικός ποιητής είναι ρητά διατυπωμένη. Περιορίζομαι να παραθέσω το τέλος της απάντησης που έδωσε, σε συνέντευξή του, το 2006, στο ερώτημα πώς σχολιάζει τον χαρακτηρισμό του ως «του σύγχρονου εθνικού ποιητή του κυπριακού, αλλά και του ευρύτερου ελληνικού χώρου». Αφού, λοιπόν, ο Χαραλαμπίδης έκανε μια αναδρομή στις «αμιγώς πατριδοκεντρικές» συλλογές του, διακρίνοντάς τις από εκείνες που προσδιόρισε ως «μεικτές» συλλογές (αποτελούμενες από «πατριδοκεντρικά» και μη ποιήματα), κατέληξε: «Η γενική εντύπωση παραμένει: ότι ένας Κύπριος ποιητής, βεβαρημένος με εθνικές ευαισθησίες, εξακολουθεί να λειτουργεί με φόντο την πατρίδα. Η συνείδηση του Έθνους, σύμφωνα με την εκτίμηση των πολλών, παραμένει ως το βασικό λογότυπό μου. Αλλά και εγώ δεν έχω λόγους να το απορρίψω, εφόσον, ούτως ή άλλως, λαχταρώ να προεκτείνω την ειδική πατρίδα Κύπρο σ’ αυτό που θα καλούσαμε “γενική πατρίδα των ανθρώπων”, άλλωστε το πρότυπο το δίνει ο Διονύσιος Σολωμός: μιλά για την Ιδέα, που υψώνεται στο κέντρο και απλώνει βαθμηδόν τους κύκλους της».[4] Ως πυρήνα της παραπάνω άποψης διακρίνω ότι η κυριαρχική στην ποίηση του Χαραλαμπίδη «συνείδηση του Έθνους» στηρίζει την επιθυμία για την αναγωγή της ειδικής πατρίδας, της Κύπρου-Ελλάδας, στη «γενική πατρίδα των ανθρώπων». Είναι, επίσης, φανερό ότι τόσο η συνείδηση όσο και η επιθυμία ανάγονται στον γενάρχη της νεότερης ελληνικής ποίησης και ιδρυτικό εθνικό ποιητή της, τον Διονύσιο Σολωμό.
Θα διατυπώσω σχηματικά στη συνέχεια μια υπόθεση εργασίας για τον τύπο ή το μοντέλο εθνικού ποιητή στην ποίηση του Χαραλαμπίδη, λαμβάνοντας υπόψη τις προκαταρκτικές, αλλά καίριες παρατηρήσεις και διαπιστώσεις του Δ.Ν. Μαρωνίτη για τον τύπο του εθνικού ποιητή στην εποχή της νεότερης ελληνικής ποίησης.[5] Αν η Μικρασιατική Καταστροφή, όπως υποστήριξε ο Μαρωνίτης, επέφερε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας κι έτσι τερμάτισε τον μακρόχρονο ρομαντικό κύκλο της εθνικής μας ποίησης, κύκλο που άρχισε περίπου το 1780 με τον Ρήγα Φεραίο και τελείωσε το 1922, με τελευταίο ποιητή του κύκλου τον Σικελιανό, μια νεότερη εθνική τραγωδία, η κυπριακή, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, λειτούργησε ως η ιστορική μήτρα για την αναβίωση του τύπου του εθνικού ποιητή από τον Χαραλαμπίδη. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι ο τύπος του εθνικού ποιητή αναβιώνει στην ποίηση του Χαραλαμπίδη σε απόσταση δεκαετιών από ποιήματα της γενιάς του 1930, όπως του Ελύτη, του Εγγονόπουλου, του Ρίτσου και του Σεφέρη, που μπορούμε να εντάξουμε στην εθνική ή πατριωτική ποίηση.[6] Συγγενικές σχέσεις ανάμεσα στην ποίηση του Χαραλαμπίδη και εκείνη παλαιότερων εθνικών ποιητών δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Π.χ. σε σύγκριση με τη σολωμική ποίηση συγγενική είναι η κριτική στάση απέναντι στη βασική γραμμή του μοντέλου του εθνικού ποιητή, κριτική στάση κυρίως με την έννοια του προβληματισμού για το ήθος και τους στόχους της εθνικής ποίησης.[7] Σε σύγκριση, πάλι, με τον τύπο του εθνικού ποιητή στο έργο του Σικελιανού, η συγγένεια έγκειται στο ότι ο ελληνοκεντρισμός διαστέλλεται σε κοσμικό μοντέλο, όχι όμως, στον Χαραλαμπίδη, και σε ενοραματικά προφητικό μοντέλο, όπως συμβαίνει στον Σικελιανό.[8] Κατά τη γνώμη μου, ο τύπος εθνικού ποιητή που ανέπτυξε ο Χαραλαμπίδης αντλεί την καταγωγή του από την ποίηση του Σεφέρη και το βασικό γνώρισμα αυτής της καταγωγικής σχέσης μπορεί να συνοψιστεί με τη διαπίστωση του Μαρωνίτη για το τι διακρίνει και ξεχωρίζει τον τύπο εθνικού ποιητή στον Σεφέρη: «Θα τον ονόμαζα “ποιητική μελέτη της ιστορίας”, κριτική δηλαδή και αυτοκριτική της με τα ανυποχώρητα, εμπειρικά και στοχαστικά, μέτρα της ποίησης, που αντιστέκονται στις υπεραισιόδοξες ή τις υπεραπαισιόδοξες προτάσεις της ηρωικής ή της αντιηρωικής ιδεολογίας της εθνικής ή της επαναστατικής επιλογής».[9] Πιστεύω ότι μέσα από μια τέτοιας αντίληψης ποιητική μελέτη του γενέθλιου και εθνικού τόπου του και του ιστορικού καιρού του, ανατρέχοντας διαρκώς και θεμελιώνοντας στο παρελθόν τη θεώρηση του εδώ και του τώρα, ο Χαραλαμπίδης καθοδηγήθηκε και έφτασε στη βαθιά ουμανιστική και υπερεθνική διάσταση της ποίησής του. Γιατί η ποίησή του αποβλέπει σε ένα οικουμενικό νόημα που υπερβαίνει τα όρια της οποιασδήποτε εθνότητας και δεν είναι άλλο από το νόημα της ιστορίας ως του μηχανισμού άσκησης της βίας και της αδικίας εις βάρος των αδυνάτων από την πλευρά των ισχυρών. Έτσι, η διαρκής ενάσκηση και εντρύφηση του Χαραλαμπίδη στο ερώτημα της ελληνικής ταυτότητάς του είναι το μέτρο της αυτοσυνειδησίας του –ελπίζω και του αναγνώστη του– ως πολίτη στη «γενική πατρίδα των ανθρώπων».
Η παραπάνω σχηματική περιγραφή του τύπου του εθνικού ποιητή στην ποίηση του Χαραλαμπίδη απορρέει ιδίως από την ορατότερη όψη της, εκείνη της θεματικής περιοχής της. Αλλά και ειδικότερα, λιγότερο διακριτά, γνωρίσματα της ποίησής του συνδέονται με ένα ποιητικό πρόγραμμα που εγγράφεται στον ανανεωμένο τύπο του εθνικού ποιητή. Συγκεκριμένα, η ποίηση του Χαραλαμπίδη συνέχεται από τη στέρεα λόγια συγκρότηση του δημιουργού της. Γι’ αυτό στα ποιήματά του εξυφαίνεται μια πυκνή διαλογική σχέση με ολόκληρη την ελληνική λογοτεχνική και γραμματειακή παράδοση: με αρχαιοελληνικά, βυζαντινά και νεότερα κείμενα, το δημοτικό τραγούδι, τη νεότερη ποίηση. Π.χ. μια καίρια όψη της σύνθετης διαλογικής σχέσης του Χαραλαμπίδη με την ελληνική ποιητική παράδοση, όψη που αναπτύχθηκε τόσο σε ποιητικά όσο και σε δοκιμιακά κείμενα του, είναι ο διάλογός του με το έργο του Σολωμού. Ποικίλα κρυμμένα ή λανθάνοντα ίχνη αυτού του διαλόγου εικάζονται βάσιμα στη γλώσσα, στα θέματα, στις μορφές και στις βασικές ιδέες της ποίησης του Χαραλαμπίδη και τέτοια ίχνη έχουν ήδη εντοπιστεί και σχολιαστεί από μελετητές της.[10] Το εργαστήρι του ποιητή Χαραλαμπίδη είναι, επίσης, ένα πολύπτυχο μωσαϊκό κειμένων κάθε είδους, ένα ετερόκλητο υλικό μελέτης που προϋποτίθεται για έναν ποιητή που, όπως ο Καβάφης, θα ομολογούσε: Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Γιατί ο Χαραλαμπίδης είναι ο ποιητής που ίσως όπως κανείς άλλος ανάμεσα στους συγχρόνους του έχει περιδιαβάσει, με οδηγό του κυρίως κειμενικές πηγές, τα μήκη και τα πλάτη της ιστορίας του τόπου του, της Κύπρου και της Ελλάδας. Ο τύπος του εθνικού ποιητή λανθάνει, αλλά ενισχύεται καίρια, σε εκείνη την περιοχή του έργου του Χαραλαμπίδη που εκ πρώτης (θεματικής) όψεως δεν έχει σχέση με την εθνική ποίηση. Π.χ. με τη συλλογή Ίμερος (2012), το ενδέκατο ποιητικό βιβλίο του, που αποτελείται από τριάντα ένα αυτόνομα και τιτλοφορημένα ποιήματα, ο Χαραλαμπίδης έκλινε προς την πλευρά της ερωτικής ποίησης (υπενθυμίζω, πάντως, ότι το ερωτικό στοιχείο υπάρχει και στην παλαιότερη ποίησή του, αλλά όχι με αυτή την πυκνότητα και την αποκλειστικότητα). Με τον τρόπο αυτό βρήκε έναν άλλον, λιγότερο ορατό, πλάγιο, αλλά εξίσου γόνιμο και πρόσφορο δρόμο για να επιστρέψει στον γενέθλιο τόπο του, που για κάθε σημαντικό ποιητή δεν είναι παρά η μητρική του γλώσσα μεταπλασμένη σε ποιητικό λόγο, και η γραμματειακή μνήμη αυτής της γλώσσας αναγεννημένη στο παρόν της δικής του ποίησης. Στα ποιήματα του βιβλίου Ίμερος ο ίμερος του έρωτα γίνεται ίμερος της ποιητικής έκφρασης κι έτσι η ξενότητα ενός ευφορικού και μαζί βαθιά στοχαστικού ποιητικού λόγου, με σπάνια μεταφορικότητα, με στίλβουσες στη λάμψη τους εικόνες, με καταβυθίσεις στο βάθος της γλωσσικής μας μνήμης και αναδύσεις στο φως της ποιητικής λεξιπλασίας, γίνεται εντέλει η οικειότητα μιας λόγιας ποίησης για όσους την αισθάνονται και την καταλαβαίνουν ακόμα με ουσιαστικό θέμα την αρχαιοελληνική ιδίως ιδέα του έρωτα.
Ενώ θα περίμενε κανείς ότι τα ποιήματά του θα βούλιαζαν κάτω από το βάρος της λογιοσύνης τους, αντιθέτως ο Χαραλαμπίδης κατορθώνει να αποτυπώνει τα ίχνη της ελληνικής γλωσσικής διαχρονίας σε λέξεις ποιητικά ζωντανές. Διακριτικός, πάντως αισθητός, είναι ο χρωματισμός της ποιητικής γλώσσας του με λέξεις και φράσεις εκφραστικής παλαιότητας. Η ενσωμάτωση στη γλώσσα των ποιημάτων του λέξεων και φράσεων από το ποιητικό παρελθόν επιφέρει τη σύντηξη του γενικά σύγχρονου λόγου του με τα ίχνη της εκφραστικής παλαιότητας. Η λειτουργικότητα μιας τέτοιας σύντηξης δοκιμάζεται ιδίως με τον ενοφθαλμισμό στα ποιήματά του λέξεων ή φράσεων του κυπριακού ιδιώματος και του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού με τέτοιο τρόπο ώστε να ανακαλείται η γνωστή σολωμική υποθήκη για την επιλεκτική εκμετάλλευση της λαϊκής γλώσσας από τον λόγιο δημιουργό.
Έχει ήδη διαπιστωθεί από τους μελετητές ότι ο ποιητικός λόγος του Χαραλαμπίδη ζωοποιείται κυρίως από τον εκλεπτυσμένο διάλογό του με την καβαφική και τη σεφερική ποίηση. Στο κέντρο της σχέσης με την ποίηση του Καβάφη βρίσκεται η ειρωνική ή και σαρκαστική στάση του Χαραλαμπίδη έναντι της Ιστορίας. Στη σχέση του πάλι με τη σεφερική ποίηση εντοπίζονται αφενός το θεματικό και ηθικό επίκεντρο της ποίησής του, ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί, με σεφερικούς όρους, «ο καημός της ρωμιοσύνης», και, αφετέρου, η αναγωγή της Ιστορίας στον χώρο του μύθου. Εννοώ ότι, όπως ο Σεφέρης, έτσι και ο Χαραλαμπίδης προβάλλει και μνημειώνει τη σκληρή μοίρα, τις αντιξοότητες, τις δυσκολίες και τις αδικίες που χαρακτηρίζουν τη διαχρονική πορεία του ελληνισμού, ιδίως του κυπριακού ελληνισμού, μέσα από τις συμπληγάδες της Ιστορίας. Επίσης, όπως συμβαίνει στη σεφερική ποίηση, έτσι και σε εκείνη του Χαραλαμπίδη η έκφραση του «καημού της ρωμιοσύνης» μεταδίδεται στον αναγνώστη επειδή κατορθώνεται ο συγκερασμός της ατομικής με τη συλλογική εμπειρία και του σύγχρονου με το διαχρονικό βίωμα. Θα έλεγα ότι ο Χαραλαμπίδης και ιστορεί όπως ο Καβάφης και μυθολογεί όπως ο Σεφέρης. Αλλά το ενδιαφέρον στην περίπτωσή του δεν έγκειται στο εν μέρει και εν μέρει μιας τέτοιας εκλεκτικής συγγένειας, αλλά στην αφομοίωσή της· με άλλα λόγια, στη δημιουργική σύνθεση των δύο παλαιότερων εκφραστικών τρόπων ή και ποιητικών μεθόδων. Αλλά, ανεξάρτητα από τη θεματική περιοχή των ποιημάτων του ή την ιχνηλασία των διακειμένων τους, η εντρύφηση του Χαραλαμπίδη στη γραμματειακή, μυθολογική και ιστορική μνήμη –σταθερός άξονας του έργου του– μας ενδιαφέρει επειδή η μνήμη αυτή εκβάλλει πάντοτε στο παρόν, το σχολιάζει και το ανατέμνει, το κρίνει και το αποτιμά, με τους υπαινικτικούς τρόπους της ποίησης.
Εν κατακλείδι, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης εξακολουθεί να γράφει, με βαθιά γνώση και αφομοιωμένη αξιοποίηση της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, με ενεργή ιστορική συνείδηση και ηθική εγρήγορση, με σπάνια γλωσσική ευαισθησία και με πρωτότυπο ποιητικό ρήμα, εθνική ποίηση, ενώ οι άλλοι, άξιοι λόγου, σύγχρονοί του Έλληνες ποιητές δεν πράττουν κάτι ανάλογο. Η διαπίστωση είναι κρίσιμη, επειδή η ποίηση του Χαραλαμπίδη θέτει το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του τύπου του εθνικού ποιητή σήμερα, δηλαδή σε μια εποχή και σε έναν τόπο όπου αυτό το μοντέλο έχει καταστεί προ πολλού ποιητικά ανενεργό και ιδεολογικά ύποπτο ή και επιλήψιμο. Η γνώμη μου είναι ότι τη θετική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα την δίνει η ίδια η ποίηση του Χαραλαμπίδη με την ειδοποιό διαφορά και το αισθητικό κύρος της.
* Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην τελετή αναγόρευσης του ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (29 Νοεμβρίου 2013). Στο κείμενο, όπου εδώ προστέθηκαν οι υποσημειώσεις, αναπτύσσεται μια υπόθεση εργασίας που πρωτοδιατυπώθηκε στη βιβλιοκρισία μου, «Με τον καημό της χαμένης πατρίδας. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Κυδώνιον μήλον, Αθήνα, Εκδ. Άγρα 2006», Τα Νέα, 15 Ιουλίου 2006 («Βιβλιοδρόμιο», σ. 10), και στη μελέτη μου, «The Responsibility of Testimony. Literature and History in Contemporary Cypriot Literature», Études Helléniques / Hellenic Studies, τ. 15, αρ. 2, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2007, σ. 319-326.
[1] Βλ. σχετικά την πρόσφατη μελέτη της Δώρας Μέντη, «Ποιήματα και πεζά με άξονα την Κύπρο και τον κυπριακό αγώνα: μια ιστορικοφιλολογική επισκόπηση (1893-2009)», Τα Ιστορικά, τ. 27, τχ. 52, Ιούνιος 2010, σ. 175-193, και ιδίως την τελευταία ενότητά της, «Η Κύπρος και το κυπριακό στη νεότερη λογοτεχνία (1974-2009)» (σ. 186-193), όπου αξιοποιείται και η παλαιότερη πενιχρή βιβλιογραφία για το θέμα.
[2] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, Αθήνα, Άγρα 1995, σ. 120. Το ποίημα μετά το τέλος του φέρει την χρονική ένδειξη: Μάης 1993.
[3] Βλ., π.χ., το άρθρο της Λώρης Κέζα, «Κύπρος, μια άλλη χώρα», Το Βήμα, 13 Νοεμβρίου 2013. Βλ. επίσης στην ηλεκτρονική σελίδα του Βήματος τα εκατοντάδες αρνητικά στη μεγάλη πλειονότητά τους σχόλια αναγνωστών.
[4] Αντρέα Κωνσταντίνου, «Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Η ευγενής πτωχεία της ποίησης», εφ. Η σημερινή [Λευκωσία], 13 Αυγούστου 2006, σ. 32.
[5] Βλ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ο τύπος του εθνικού ποιητή», Οδυσσέας Ελύτης. Μελετήματα, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, Γραφή και Ανάγνωση 4 2008, σ. 55-82. Πρώτη δημοσίευση της μελέτης στο περ. Πολίτης, τχ. 32, 1980.
[6] Ως τέτοια ποιήματα ο Μαρωνίτης εξετάζει δειγματοληπτικά τα εξής: του Ελύτη, Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1945), του Εγγονόπουλου, Μπολιβάρ (χρόνος σύνθεσης 1942), του Ρίτσου, Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία (χρόνος σύνθεσης 1942-1943), και του Σεφέρη, «Η τελευταία μέρα» (χρόνος σύνθεσης 1939). Στα τρία πρώτα από τα παραπάνω ποιήματα αναγνωρίζεται η εγγραφή, λιγότερο ή περισσότερο, γεγονότων του αλβανικού πολέμου και της Κατοχής.
[7] Για τον τύπο εθνικού ποιητή στο έργο του Σολωμού, Βλ. Μαρωνίτης, ό.π., σ. 64-65.
[8] Για τον τύπο εθνικού ποιητή στο έργο του Σικελιανού, Βλ. Μαρωνίτης, ό.π., σ. 68-69.
[9] Μαρωνίτης, ό.π., σ. 81-82.
[10] Βλ., π.χ., Θεοδόσης Πυλαρινός, Μεθιστορία. Μύθος και ιστορία στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Αθήνα, Ηρόδοτος 2007, σ. 23, 71, 86, 95-96 (σημ. 53), 104, 130, 141-142, 192 και 211. Εκτός από την επισήμανση διακειμενικών σχέσεων με σολωμικά κείμενα, ο Πυλαρινός εστιάζει τη συγγένεια του Χαραλαμπίδη με τον Σολωμό στον πυκνό λυρισμό, στην αναζήτηση ενός ηθικού τρόπου ζωής και στην αξιοποίηση της λαϊκής γλωσσικής παράδοσης και ιδίως του δημοτικού τραγουδιού.
Χαραλαμπί
δης
Κυριάκος
Πέρα από τα διάφορα βραβεία που αναφέρονται πιο πάνω, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης κέρδισε επίσης το 1996 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της
Ελλάδας για το έργο του Μεθιστορία, ενώ το 1998 κέρδισε το Διεθνές Έπα
θλο Καβάφη που απονέμεται από διεθνή επιτροπή ελληνιστών.
Εξάλλου το 2003 τιμήθηκε και πάλι από την Ακαδημία Αθηνών, αυτή τη
φορά με το βραβείο Κ. Ουράνη, για τη συνολική του προσφορά στα ελληνι
κά γράμματα.
Το 2006 τιμήθηκε με το βραβείο πολιτιστικής προσφοράς Ανθία-Πιερίδη,
το οποίο καθιέρωσε το ΑΚΕΛ. Το 2007 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων,
Τεχνών και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σημαντικός σύγχρονος Κύπριος ποιητής.
Γεννήθηκε το 1940 στο χωριό Άχνα της επαρχίας Αμμοχώστου.
Αποφοίτησε από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου το 1958 και
στη συνέχεια σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών (1958-64).
Παρακολούθησε επίσης μαθήματα θεάτρου στην Αθήνα (1962-1963) και
σεμινάριο ραδιοφωνίας στο Μόναχο (1972-1973).
Εργάστηκε ως καθηγητής φιλολογίας στην Κύπρο (1965-1968).
Επίσης κατά το 1966-1967 δίδαξε στη σχολή θεάτρου του Εύη Γαβριηλίδη
στη Λευκωσία.
Το 1968 μεταπήδησε στη ραδιοφωνία, εγκαταλείποντας την εκπαίδευση. Προσελήφθη το 1968 στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου όπου εργάστηκε
ως λειτουργός ραδιοφωνικών προγραμμάτων.
Για πολλά χρόνια μάλιστα προΐστατο της υπηρεσίας πολιτιστικών προ
γραμμάτων του ραδιοφώνου και στις αρχές του 1996 έγινε τμηματάρχης ραδιοφώνου του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου.
Από το αφυπηρέτησε το 2000.
Παράλληλα ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης ανέπτυξε κι άλλη αξιόλογη
δραστηριότητα.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου,
της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του κυπριακού τμήματος του διεθνούς
Ρ.Ε.Ν. κ.α. οργανώσεων.
Επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κυπριακού Συνδέσμου
Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου, μέλος της Πολιτιστικής Επιτροπής του
Δήμου Λευκωσίας, μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής Γραμμάτων της
Μορφωτικής Υπηρεσίας του υπουργείου Παιδείας, μέλος και πρόεδρος
της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου.
Παρουσίασε επίσης ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα
κι έγραψε ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά κείμενα.
Συνεργάστηκε με διάφορα έντυπα της Κύπρου και της Ελλάδας όπου δημο
σίευσε ποίηση, άρθρα, μελέτες και δοκίμια.
Υπήρξε από τους ιδρυτές του φοιτητικού περιοδικού Εστιάς (1960).
Με την ποίηση ασχολήθηκε από τα μαθητικά του χρόνια.
Την πρώτη του ποιητική συλλογή εξέδωσε το 1961.
Έχει τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις.
Ποιήματά του έχουν περιληφθεί σε διάφορες ανθολογίες κι έχουν μεταφρα
στεί σε ξένες γλώσσες.
Καθιερώθηκε επίσης ως ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους Έλληνες
ποιητές.
Εκδομένα έργα του:
1. Πρώτη Πηγή (Αθήνα, 1961)
2. Ἡ Ἄγνοια τοῦ Νεροῦ (Αθήνα, 1967)
3. Τό Ἀγγεῖο μέ τά Σχήματα (Λευκωσία, 1973. Κρατικό βραβείο ποίησης
του κυπριακού υπουργείου Παιδείας)
4. Ἀχαιῶν Ἀκτή (Λευκωσία, 1977. Κρατικό βραβείο ποίησης του κυπριακού
υπουργείου Παιδείας)
5. Ἀμμόχωστος Βασιλεύουσα (Αθήνα, 1982. Κρατικό βραβείο ποίησης του
κυπριακού υπουργείου Παιδείας)
6. Θόλος (Αθήνα, 1989. Βραβείο ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών).
7. Μεθιστορία (Αθήνα, 1995).
Η ρωμαλέα ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη
έχει ως πηγή έμπνευσης
τον κυπριακό χώρο και τον κόσμο της Κύπρου,
ιδιαίτερα δε επικεντρώνεται στη μεγάλη κυπριακή τραγωδία
από το 1974 και εξής, την οποία και προεκτείνει
σε δραματικές πανελλήνιες και πανανθρώπινες διαστάσεις.
Έχει επίσης μεταφράσει και κυκλοφορήσει σε βιβλία δύο ύμνους του Ρω
μανού του Μελωδού:
α) Εις την Αγίαν Γέννησιν του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού (Λευκωσία,
1988)
β) Εις την Ανάστασιν του Κυρίου (Λευκωσία, 1988).
Το 2003 επανεξέδωσε την ποιητική του συλλογή Αχαιών Ακτή αλλά και το
βιβλίο Αιγιαλούσης επίσκεψις.
Το 2006 εξέδωσε το Κυδώνιον Μήλον.
Το 2010 ήταν ο ανθολόγος της έκδοσης
Λευκωσία: Μια πόλη στη λογοτεχνία.
Το 1997 εξέδωσε το έργο Ρωμανού Μελωδού Τρεις Ύμνοι
(μετάφραση και εισαγωγή, βραβείο Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας).
"Aπό τα τείχη της Λευκωσίας"
Ήτανε μια ωραία μέρα του Μαΐου
κι από τα τύχη (μπρούντζινο το φως)
πήχτρα λαός στις πέντε η ώρα
με δάκρυα της Ανατολής κοιτούσε
το αλγεινό μπροστά του γεγονός.
Η φρίκη μαζευότανε στα δάκτυλά του,
ζουλούσε την καρδιά του, μαδούσε τη φωνή
κι έμενε ο λαός συμμαζωμένος
στα τείχη τα ολοκαίνουρια της Λευκωσίας.
Κάθε φορά που τ' άλογα του λυκόφρονα Τούρκου
σέρναν ξωπίσω τους το σώμα του ακριβού
πατέρα κι αδελφού και γιου και άντρα,
σε κάθε του νεκρού περιφορά
η σκοτεινή καρδιά τους σπαρταρά.
Αυτή ‘ναι η μοίρα των αγνοουμένων
Τέκνων της δυστυχούς πατρίδος να τους βλέπεις
Ωσάν σε πανελλήνιους αγώνες πίσω
Από τ' άρματα μέρες εννιά και χρόνια εννιά
Μες στο Δημόσιο Κήπο στα κομμένα
Δέντρα του Απόλλωνα στα αίματα λουσμένους
Και να κατατροπώνουν την ψυχή τους
Σκοτάδια η ψυχή τους στραγγισμένη
Απ' τ' ανελέητο μίσος των αλόγων
Κι η μαύρη ράχη του βουνού θλίψη ζωσμένη
Κι ολόδικοί τους ν' απελευθερώνουν
Εικόνες απ' το Σύμπαν-ο νεκρός τους είναι
Ο Κόσμος όλος το κλειδί και το θεμέλιο
Το πιο αγαπητερό περπάτημα και το διώμα
Το πρόσωπο κι η λάμψη του μες στα λουλούδια
Θέλουν να του φωνάξουν ν' ανεβεί
Μαζί τους πάνω στων τειχών τη ντάπια
Πλην δεν ακούει κανείς όλα είναι μαύρα
Ωσάν την πρώτη μέρα της δημιουργίας
Τα σύγνεφα τα γέρικα βαραίνουν
Στον ανελέητο χτύπο της καρδιάς.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
(ΘΟΛΟΣ)
ΔΕΣ:https://ikarosbooks.gr/846-poiimata-kyriakoy-charalampidi.html
Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Ποιήματα
1961-2017
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αν είχα δροσερό μυαλό, μολύβι που να γράφει
γοργά γοργά μη μας προλάβει ο χρόνος
και χέρι τρισευλογημένο από τους εκπροσώπους
του θείου παντός,
τότε στο βάθος θα 'λαμπε η χαρά μου
και θα κουδούνιζαν
των ουρανίων σωμάτων τα κλαριά.
Η έκδοση έχει επιχορηγηθεί από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτι
σμού της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης ό,τι και να γράφει, ποίηση γράφει, με
αίσθηση ευθύνης μεγίστη για το εργαλείο που χειρίζεται. Προβάλλο
ντας την καταγωγή, την ιθαγένεια και την ηλικία της γλώσσας
και του τόπου, καθοδηγεί στην προβολή του μύθου και της ιστορί
ας, συνδέοντας
πάθη παλαιά και νέα σε νέα σύνθεση, πρόσωπα μυθικά και πραγ
ματικά σε νέα κατασκευή.
Ανθούλα Δανιήλ, apoikia.gr
Η αλήθεια όμως είναι μία και είναι η εξής: Ο Κ. Χαραλαμπίδης
και το έργο του έχουν φτάσει ψηλά, πολύ ψηλά στο ποιητικό στε
ρέωμα! Και εγώ απορρίπτω ασυζητητί πως όποιος φτάνει ψηλά
απομένει μόνος του.
Χρήστος Μαυρής, poiein.gr
ΔΕΣ και:https://www.ianos.gr/persons/view/detail/persons/
charalampidis-kiriakos-0041361
‘Βραβείο Λογοτέχνη για το Σύνολο
του Έργου του’
από τον ΣΠΕΚ για το Έτος 2019
Παρουσίαση του Έργου και των Διακρίσεων του Κύπριου
ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη
https://cultural-association.org/%CE%B2%CF%81%CE%B1%CE%
B2%CE%B5%CE%AF%CE%BF-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%
CE%BF%CF%84%CE%AD%87%CE%BD%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF
%84%CE%BF-%CF%83%CF%8D%CE%BD%CE%BF%CE%BB%CE%
BF-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CF%81/
Παρουσίαση του Έργου και
των Διακρίσεων του Κύπριου
ποιητή Κυριάκου
Χαραλαμπίδη
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, γεννημένος το 1940 στην πολίχνη
Άχνα, κοντά στην Αμμόχωστο, άρχισε να γράφει ποίηση από την
ηλικία των εννέα χρόνων.
Έγραψε τα ακόλουθα έργα:
Την 1η Ποιητική Συλλογή ‘Πρώτη Πηγή’ έγραψε ως φοιτητής το
1961 με τη βοήθεια του Νικηφόρου Βρεττάκου και τη στήριξη συμ
φοιτητών του, όπως ο Ευαγγελάτος, ο Μπαμπινιώτης, ο Γιατρομα
νωλάκης, ο Σβολόπουλος.
Ο Βρεττάκος έδωσε τον τίτλο στη Συλλογή, έκανε διορθώσεις και
έγραψε κριτική στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης».
Κριτική έγραψε και ο Φώτης Κόντογλου.
Η Συλλογή αυτή ήταν έναυσμα για την ποιητική άνοδο του ποιητή
και την ανακάλυψη απ’ αυτόν του κόσμου και της αιτίας του, που
έκτοτε τον κέντριζαν ως θέμα.
Τη 2η Ποιητική Συλλογή του με τίτλο, «Η άγνοια του νερού» (1967,
εκδόσεις «Ίκαρος») προλόγισε ο ποιητής του μεσοπολέμου Τά
κης Παπατσώνης). Ο Χαραλαμπίδης με αυτήν τη συλλογή θέτει
τις βάσεις, την έκφραση και την ισορροπία των πραγμάτων.
Συνειδητοποιεί ότι η ποίηση θα καταστεί η τελεσίδικη μοίρα του.
Ο Παπατσώνης τον παρακινούσε να ζωογονήσει τη μαρασμένη
και ασθενούσα νεοελληνική Ποίηση και να βρει σ’ αυτήν το πρέ
πον δέος, το μεγάλο ηθικό θεμέλιό της με σφριγηλό Ουμανισμό.
Η 3η Ποιητική Συλλογή, «Το αγγείο με τα σχήματα» εκδόθηκε το
1973.
Ο καθηγητής Γ.Π. Σαββίδης, σε άρθρο του στην εφημερίδα
«Το Βήμα» και η Νόρα Αναγνωστάκη στο «Χρονικό ’73» επαίνε
σαν το βιβλίο του. Αρκετά ποιήματα της συλλογής γράφτηκαν
στη Γερμανία, όπου ο ποιητής με εξάμηνη υποτροφία είχε μετεκ
παιδευτεί στη Ραδιοφωνία του Μονάχου.
Στο ποίημα του «Θύελλα και Ορμή» (SturmundDrang) περιγράφει
τη δυναμική έξοδο με δημιουργία, πνοή ενώ κάνει χρήση εκφρα
στικών μέσων και εικόνων.
Πρωτοτυπεί με νέα εκφραστική ευλυγισία και πρωτοφανή πνευμα
τική τόλμη.
Καταγράφεται μια εκπληκτική πρωτοτυπία αντίληψης με μια παρ
θενική λεκτική διατύπωση.
Η Συλλογή τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου.
Όταν βρισκόταν στις ΗΠΑ το ποίημα του «ToΆιΓιωρκούδιν» δημο
σιεύθηκε σε μετάφραση στο Harvard Review.
Στο 4ο βιβλίο «Αχαιών Ακτή» (1977, και επανέκδοση από τις Εκδό
σεις Άγρα, 2003), αποδίδει τον αντίκτυπο και την ανατροπή της
ιστορίας στην ψυχή του ποιητή μετά την Τουρκική εισβολή (1974).
Ο ίδιος δηλώνει ότι με αυτήν επέρχεται στην ποίησή του «η πρώ
τη άνοιξη πατρίδος».
Χαρακτηριστικά τονίζει ότι ‘η τέχνη δοκιμάζεται παράλληλα με
τη δοκιμασία του λαού και οφείλει να αυτορυθμιστεί
μεταποιώντας το προσφερόμενο υλικό σε μια ανώτερη μορφή
αντίληψης του κόσμου και της ιστορίας’.
Η Συλλογή τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου.
Το 5ο βιβλίο με τίτλο «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα» (εκδ. Ερμής,
1982 – επανέκδ. Άγρα, 1997) που περιέχει 47 ποιήματα διασώζει
την αρχέτυπη εικόνα της πόλης στη μνήμη των ανθρώπων.
Επίσης διατηρήσει τη δική του μνήμη και εξακτινώσει ακτίνες
αγάπης προς την πόλη, ώστε να τη διασώσει από το κακό που
την απειλεί, όπως σχολίασε.
Γράφει ότι ‘το βιβλίο έχει πολλαπλή ανάπτυξη.
Αποτελεί μια προστατευτική ασπίδα πάνω από την κατεχόμενη
και συλημένη πόλη.
Παράλληλα, οι γεωγραφικές και ιστορικές συνιστάμενες εστιάζο
νται σε επί μέρους κρίσεις για τα συμβάντα, και σε αλληγορικές
μεταφορές, όπου χωρούν ποικίλες έλξεις και απώσεις, για τη ση
μασία και το εύρος της κυπριακής τραγωδίας, προσδίδοντας σ’
αυτήν διαστάσεις με μονιμότερη ισχύ…κάτι από τους οικουμενι
κούς νόμους της ζωής και από τις αναλογίες των πραγμάτων…
Η κρούστα της ιστορίας υπέκρυπτε την εσωτερική ύλη και τον
ρυθμό της όλης σύνθεσης.’ Το έργο του αναφέρεται στην απώλεια
της γης, δηλαδή στη γεωγραφική πτυχή της τραγωδίας.
Ωστόσο, διευρύνει την πόλη ως σύμβολο και γράφει :
‘Μια πόλη-όραμα, που είναι μέσα στην ψυχή μας και δεν μπορεί
να χαθεί, ακόμη και αν κονιορτοποιηθεί […]
Στην πραγματικότητα δεν μιλώ για την Αμμόχωστο μόνο• μιλώ
για τα πάθια της πατρίδας μέσα από ένα σύμβολο’.
Η Συλλογή αυτή τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Το μελοποίησε ο Μάριος Τόκας και το εκθείασε ο κορυφαίος κριτι
κός Γ.Π.Σαββίδης.
Το 6ο βιβλίο του με τίτλο «Θόλος» (εκδ. Ερμής, 1989, – επανέκδ.
Άγρα, 1998), έχει ως θεματική την τραγική πτυχή της τύχης των
αγνοουμένων.
Ενώ στη Συλλογή ‘Η Αμμόχωστος Βασιλεύουσα’
καλύπτεται το γεωγραφικό πλαίσιο της κατεχόμενης πατρίδας, η
Συλλογή του ‘Ο Θόλος’ περιέχει 31 τραγικές προσωπογραφίες –
δείχνει το ανθρώπινο δράμα με αγνοούμενους που χάθηκαν.
Η Συλλογή αναπαριστά τον ανθρώπινο σπαραγμό και τις ψυχολο
γικές προεκτάσειςστην κοινωνία.
Στην έννοια «αγνοούμενος» επιχειρεί να αποσώσει την υπαρξια
κή διάστασή της, με όλα τα ιστορικά της συμφραζόμενα (αναφέρε
ται και σε μια περίπτωση ενόςΤουρκοκύπριου αγνοουμένου).
Στο συγκινητικό ποίημά του «Στα στέφανα της κόρης του»,
ο πατέρας της νύφης και αγνοούμενος, βγαίνει από το μνήμα να
παραστεί ανυποψίαστος στους γάμους της κόρης του, και μετά
επιστρέφει να κλειστεί πάλι κάτω απ’ την ταφόπετρά του.
Το ποίημα αυτό παραπέμπει σε ανάλογα τραγικά δημοτικά
τραγούδια. Το έργο «Θόλος» λόγω της τραγωδίας και των
κυπρίων παθών, ευαισθητοποίησε τον Ελληνισμό, και τιμήθηκε
με Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών.
Στο 7ο βιβλίο του με τίτλο «Μεθιστορία» (εκδ. Άγρα,1995, επανεκδ.
2000) που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης στην Ελλάδα,
επιχειρεί να εκφράσει με αριστοτελική χροιά «τα μετά την
ιστορία», μια βαθύτερη και ‘φιλοσοφικότερη’ ερμηνεία της Ιστορί
ας, που εγγίζει τα πράγματα.
Το ιστορικό πλαίσιο έχει ποικίλες εκφάνσεις ιστορικών δεδομένων, επίκαιρων όσο
και παλαιότερων.
Ωστόσο ενέχει μια μυθική μεταποίηση, έτσι ώστε να αποκτούν τα
πράγματα υπερβατικό προσωπικό χαρακτήρα.
Περιέχει δύο αρχαιόθεμα ποιήματα για την Ελένη και τον Ηρακλή
που καθοδηγούν τον αναγνώστη να μη αντικρύζει την ιστορία
παρατακτικά.
Στοχεύει να εκτοπίσει τις ψευδαισθήσεις μιας πραγματικότητας,
η οποία όμως, λόγω ιστορικής δράσης, έχει πια καταστεί πλασμα
τική. Έχει στοιχεία καβαφικά, μείγμα ειρωνείας και ανατροπής,
αλλά κυρίως είναι ένας ύμνος για την αλήθεια, προς το ήθος, τη
δύναμη των ανθρωπίνων πραγμάτων.
Είναι η τραγωδία μετά την τραγωδία, η ιστορία πέρα απ’ την ιστο
ρία. Όπως σχολιάζει σχετικά ο Χαραλαμπίδης ‘Δεν χρειάζεται να
είναι κανείς πολύ γραμματικός, για να περιγράψει την τραγικότη
τα. Με απλούς τρόπους μπορεί να διαγράψει την τραγωδία, να
φτιάξει το πλαίσιό της’ .
Επεκτείνει τη σκέψη του με το εξής σχόλιο για το ποίημα της Συλ
λογής ‘Άρδανα, ΙΙ’ «Είναι δίκοπο μαχαίρι η τραγωδία.
Αν γίνει σύνθημα του εξώστη, αν μας κατακλύσει το συναίσθημα,
πνιγόμαστε από το συναίσθημα…
Η τραγωδία δεν θέλει συναίσθημα, θέλει αίσθημα, θέλει αλήθεια
της ζωής. Όταν είσαι τραγικός, στέκεις όρθιος και αντικρύζεις τον
θεό κατάματα, με αίσθηση του μέτρου πάντοτε και της αρετής».
Το 8ο έργο του «Δοκίμιν» (εκδ. Άγρα, 2000) είναι μία ποιητική σύν
θεση.
Με την αρχαία λέξη «δοκίμιον» (μεσαιωνικό «δοκίμι», κυπρι
ακό «διτζίμιν») εννοείται η δοκιμασία του πνεύματος αλλά και της
αγάπης που πρέπει να κερδίσει ο ποιητής ή ο άνθρωπος, αφού
σηκώσει το βαρύ λιθάρι του και καταξιωθεί με τη γενναιότητα που
επέδειξε κατά τη δημιουργία του έργου του.
Το έργο, για τον ίδιο, οφείλει να είναι αποτέλεσμα έρωτος και κατα
κτήσεως.
Στη Συλλογή αυτή επιχειρεί να διαρθρώσει σπονδυλωτά την ύπαρ
ξη ενός ολόκληρου κόσμου, τις πολλές όψεις της εξωτερικής ιστο
ρίας και της εσωτερικής ανθρωπογεωγραφίας.
Ενυπάρχει ανθρώπινη συμπόνια ακόμα και αίσθηση χιούμορ,
που τονίζει έτσι ακόμα πιο πολύ την τραγική διάσταση.
Με το «Δοκίμιν» ο επιχειρεί ένα είδος ποιητικού δοκιμίου, ως νέου
τρόπου επικοινωνίας.
Δεν θεωρεί το ‘Δοκίμιν’ κανονικό βιβλίο, αλλά, ως ένα γαλαξιακό
συγκρότημα, γιατί ‘σε αυτό θέλησα να χωρέσω τα πάντα’, όπως
λέει…‘κι επειδή θέλησα να χωρέσω τα πάντα, γι᾽ αυτό και το βι
βλίο δεν προσέχτηκε πολύ’.
Το 9ο βιβλίο του με τίτλο «Αιγιαλούσης επίσκεψις – ένα ποίημα
και ένα σχόλιο» (εκδ. Άγρα, 2003), είναι ένα ποίημα ογδόντα στί
χων που συνοδεύεται από ένα αυτοσχόλιο είκοσι δύο σελίδων.
Με αυτό επιχειρεί να διασώσει τη μοναδικότητα του προσώπου
του ανθρώπου που δένεται στενά με τον χώρο της κατεχόμενης
γης (της Καρπασίας).
Δεν είναι βιβλίο ‘πατριωτισμού’ αλλά ‘επο
πτείας της πληγής’, που στη Συλλογή αιμάσσει στην κατεχόμενη
κωμόπολη Αιγιαλούσα. Με ‘καθολική θεώρηση και περίσκεψη’
αναζητεί να προσδιορίσει εκ νέου και να διασώσει ‘το πρόσωπο
του χώρου όπου εντάσσονται ουσιώδη στοιχεία της ψυχικής ενό
τητας’.
Επιπρόσθετα, είναι μια διασύνδεση της σταθερής μνήμης
με τον τόνο της γλώσσας, πανελλήνιας και κυπριακής, καθώς
και με την άλωση του τόπου και την ευθύνη (το χρέος) του ποιητή.
Προσδιορίζει τη σχέση πολιτικής και ποίησης ως σχέση φυσικής
αντιπαράθεσης. Μα εκφράζει με πικρία την απογοήτευση του
για επαρχιωτισμό κάποιων Κυπρίων.
Το ποίημα «Παλινωδία», ένα ποίημα ποιητικής, στηρίζεται στο
ερώτημα: «Πώς μπορείς να επιβιώσεις (και βιολογικά) σ’ ένα χώ
ρο που δεν αντέχει την αλήθεια;».
Βασικά εκφράζει βαθιά ιδίαν αντίληψη για το δράμα του Ελληνι
σμού που συνεχώς μάχεται.
Το 10ο βιβλίο του Χαραλαμπίδη φέρει τον τίτλο «Κυδώνιον μή
λον» (εκδ. Άγρα, 2006). Μέσα από εννέα ενότητες διερευνά τη με
τεξέλιξη του μύθου σε συνομιλία με στοιχεία ελληνικής διαχρονίας
και με νεότερα ξένα στοιχεία. Συναιρεί την εθνική του συνείδηση
με την ευρωπαϊκή με σταθερό στήριγμα τη συνείδηση της Ελληνι
κής γλώσσας, που ενισχύει τις ευρωπαϊκές. Η συλλογή εισάγει και
οικουμενικές αξίες.
Στο 11ο βιβλίο του, με τίτλο «Ίμερος» (Μεταίχμιο,2012), εκφράζε
ται ανοικτά και αποκαλυπτικά.
Δεν είναι όπως σε άλλες Συλλογές συμβολικός, αινιγματικός ή
σιβυλλικός. αφού η θεματική του αφορά τον Έρωτα.
Ο ποιητής είναι επηρεασμένος από το πλατωνικό «Συμπόσιον»
και τον διάλογο Διοτίμας και Σωκράτη («Έρως δ’ εστίν έρως περί
το καλόν, ώστε αναγκαίον Έρωτα φιλόσοφον είναι») Ως ‘καλόν’
ορίζει την ομορφιά, ο δε ίμερος είναι η έντονη ερωτική λαχτάρα
για μια τέτοια ομορφιά που ελλείπει απ’ τη ζωή του ατόμου.
Ο «Ίμερος» στοιχειοθετεί ένα ποιητικό δοκίμιο για τον έρωτα, τη
Ζωή, τα γύρω της και τα υπεράνω της.
Με τη 12η Συλλογή του «Στη γλώσσα της υφαντικής» (εκδ. Μεταίχ
μιο, 2013), αναδεικνύει τη σύγχρονη πραγματικότητα, όπως τη
βλέπει από διάφορες οπτικές γωνίες, με μάτι ή με πνεύμα.
Βλέπει με στοχασμό (και με λίγη ιστορική μνήμη ) την παλλόμενη
ζωή, το μυστήριο της ύπαρξης και της καλλιτεχνικής δημιουργί
ας.
Στη 13η Συλλογή του, «Ηλίου και Σελήνης άλως» (εκδ. Ίκαρος,
2017), επιχειρεί να εκφράσει τη σύζευξη του γήινου με το ουράνιο,
το γάμο του Ηλίου και της Σελήνης σε ρεαλιστικό και παράλληλα σε συμβολικό επίπεδο.
Περιέχει μύθο αλλά μόνο ως περίγραμμα.
Σημασία δίδεται στις ίδιες τις λέξεις που αποκτούν συνείδηση του
‘είναι’ τους.
Έχει εστίαση στην ανέλιξη από το ερωτικό και μητρικό στοιχείο
(από το σώμα, τη φύση, τη ζωή) προς μια ανώτερη και εξανθρωπι
σμένη υπόσταση, με πνευματικές διαστάσεις.
Στη συλλογή του η Αφροδίτη, ως ποιητική persona, παγιώνει
παλαιότερα μοτίβα, ανακαινισμένα στο πλαίσιο της ζωής και του
θανάτου, καθώς κλυδωνίζεται από ποικίλες καταστάσεις του σώ
ματος και της ψυχής.
Επίσης σε άλλα ποιήματα αντιστρέφει τα
πιο πάνω και δίνει μια «χριστιανική» απάντηση στα «αφροδίσια».
Βεβαίως ο Χαραλαμπίδης τολμά να δηλώσει ότι ‘η Ορθοδοξία
περιέχει μεγαλειωδώς τη δυνατότητα της αναίρεσής της’.
Τέλος, με τον 3ο κύκλο ποιημάτων της συλλογής επιχειρεί να
μεταποιήσει την ιστορία σε μύθο και να επαναγάγει το μυθικό
πλέγμα στο μυστήριο της ζωής. Η μυθογνωσία παίρνει συχνά τη
μορφή ενός πολύ δύσκολου ποιήματος-αινίγματος.
Το αίνιγμα προσκαλεί τον αναγνώστη να το αποκωδικοποιήσει.
Στο ποίημα «Κλέεια, Ευδώρη, Κορωνίς, Φαιώ και Φαισύλη» απο
καλύπτει έναν διπλό φιλοσοφικό στοχασμό α) αφενός πικρό,
γιατί το ανθρώπινο θηρίο παρεμβαίνει στην τάξη του σύμπαντος,
και β) αφετέρου αισιόδοξο, αφού το ‘μυστήριο’ παρότι διαταραγ
μένο ‘μένει’. Επιλέγει το φως, αν και ακολουθεί η φρικτή παρέμβα
ση σκότους και θανάτου.
Το συγκεντρωτικό έργο του «Ποιήματα 1961-2017» (Εκδόσεις
Ίκαρος) των δεκατριών ποιητικών συλλογών του προβάλλει σε
χίλιες σελίδες, την ελληνική και οικουμενική διάσταση της ποίη
σής του και την αξία της δημιουργικής προσφοράς του σε 60 χρό
νια.
Η ποίησή του έχει τα διακριτικά στοιχεία που την κάνουν να
διαφέρει αισθητά από τις κυρίαρχες τάσεις της κάθε σύγχρονης
ελληνικής ποίησης. Οι συλλογές μετά το 1977, δηλαδή η ‘Αχαιών
ακτή’ η ‘Αμμόχωστος Βασιλεύουσα’, ο ‘Θόλος’, η ‘Μεθιστορία, το
‘Δοκίμιν’, η ‘Αιγιαλούσης επίσκεψις’, το ‘Κυδώνιον μήλον’, ο ‘Ίμε
ρος’ και ‘Στη γλώσσα της υφαντικής’ έχουν ως κυρίαρχο θέμα τους
τις τραγικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, από
το 1974 ως σήμερα. Ως σύνολο καταξιώθηκαν από κριτές.
Τέλος με τη 14η συλλογή του ‘Σαλιγκάρι και Φεγγάρι’ (εκδ. Καλει
δο
σκόπιο, 2018) ο Χαραλαμπίδης εμφανίζεται με ανανεωμένη φωνή
και συνομιλεί με τα παιδιά.
Είναι κλασική ποίηση σε παραδοσιακό στίχο και ομοιοκαταληξία,
ρυθμό, μουσικότητα, εσωτερική αρμονία, που καθιστά τα παιδιά
κοινωνούς μιας ποίησης που διευρύνει τα όρια της δημιουργικής
φαντασίας τους, της κοινωνικής ευαισθησίας και της αισθητικής
τους τέρψης.
Τα ποιήματα δημιουργούν ευχάριστο και παιγνιώδες ποιητικό πε
δίο και τα εξοικειώνουν με τον ποιητικό λόγο και ρυθμό, με σπά
νιες εικόνες και μεταφορές, διευρύνουν τη λογική τους, τα “ψυχα
γωγούν” με την αρχαία του όρου σημασία και τους καλλιεργούν
την αισθητική (‘Μια φορά κι έναν παππού /είχε μια μικρή αλεπού /
που φορούσε και γυαλιά / να θυμίζει τη γιαγιά’).
Ο ώριμος ποιητής παίζει με τα παιδιά, όπως ο Ηράκλειτος έπαιζε
πεσσούς με τα παιδιά στα σκαλιά του ναού στην Έφεσο.
Εκπέμπει μήνυμα επιστροφής του ανθρώπου στην Αγνότητα.
Στην ποιητική αυτή συλλογή το παιδί είναι ισότιμος συνομιλητής
του ενηλίκου. Ο Χαραλαμπίδης το καλεί να κουβεντιάσει με τα
ποιήματά του – καταληπτά ή απροσδιόριστα – συμπληρώνοντας
τα κενά της αφήγησής τους.
Στην παιδικότροπη ποίηση του Χαραλαμπίδη, υπάρχουν υφολο
γικά στοιχεία, πολλά από τα οποία είναι κοινά με αυτά της κύριας
ποίησής του πχ. χιούμορ, ειρωνεία, λυρισμός κ.ά.
Στόχος του είναι η ανάδειξη της συμβολής των ποιημάτων αυτών στην ανανέωση της ποίηση
ς για παιδιά. Τιμήθηκε το 2019 (φέτος) με το Κρατικό Βραβείο Κύπρου στο θέμα ‘Λογοτεχνία για Μικρά παιδιά’.
Η μετάφραση του έργου «Ρωμανός ο Μελωδός – Τρεις ύμνοι»
από τον ποιητή (εκδ. Άγρα, 1997), κατορθώνεται με χρήση του
προσωπικού του λόγου, έτσι ώστε να θεωρεί τη μετάφρασή του
αυτή ως ποιητική-αντιπρότασή του – υποδυόμενος τον Ρωμανό.
Όπως ομολόγησε στο περιοδικό ‘Η λέξη’: ‘’Στην αρχή τον υποδύ
εσαι [τον Ρωμανό], αργότερα ταυτίζεσαι μαζί του.
Από την άλλη δοκιμάζεις και την αντοχή της γλώσσας και τούτο,
πάλι, σε βοηθά να συντάσσεσαι, να συγκροτείσαι ως άνθρωπος.
Με τη μετάφραση θητεύεις στην εγκράτεια και στην άσκηση, στην
ταπεινοφροσύνη και στο σεβασμό προς τον καρπό του πνεύμα
τος του άλλου.
Τί είναι άλλωστε η γραφή;
Ένα δοκίμιο σκέψης· γράφοντας, υποθηκεύεις τον εαυτό σου
στον αναγκαίο στοχασμό. Η διαμόρφωση του μέλλοντός μας εξαρ
τάται από ασκήσεις ακριβείας του μυαλού.
Η ποίηση είναι επιστήμη!’’
Ο δοκιμιακός λόγος, εξάλλου, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη αγκαλιά
ζει πρόσωπα με ζέση, φωτίζει και μεγεθύνει θέματα από τον πά
τριο χώρο, τον Ελληνισμό, τη μυθολογία και την τραγωδία, ενώ
απαντάται και κάποιος διάλογός του με το έργο του Σολωμού.
Στη Συλλογή των δοκιμίων του ‘Ολισθηρός Ιστός’ (2009), ξεχωρίζει το δοκίμιο ‘Ποιητική αναγνώριση
της μυθικής
Ελένης’. Αναμένεται πολύ σύντομα η νεότερη Συλλογή των δοκιμίων του, απ’ τις Εκδόσεις Σοκόλη.
Διακρίσεις και Τιμές
Στην ποιητική διαδρομή του για πάνω από μισό περίπου αιώνα,
ο Χαραλαμπίδης τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, συγκεκριμένα
τις εξής (με χρονολογική σειρά):
1974: Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου για το βιβλίο «Το αγγείο
με τα σχήματα»
1978: Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου για το βιβλίο «Αχαιών
Ακτή»
1983: Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου για το βιβλίο «Αμμόχω
στος Βασιλεύουσα»
1989: Ακαδημία Αθηνών – Βραβείο Μερόπης Οικονόμου για το βι
βλίο «Θόλος»
1996: Κρατικό Βραβείο Ποίησης Ελλάδας για το βιβλίο «Μεθιστορί
α»
1997: Βραβείο Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας
για το βιβλίο «Ρωμανός ο Μελωδός: Τρεις Ύμνοι»
1998: Διεθνές Έπαθλο Καβάφη από το Ίδρυμα Κ.Π.Καβάφης
(εδρεύει στην Αίγυπτο)
2003: Ακαδημία Αθηνών – Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη για
το σύνολο του ποιητικού του έργου
2006: Βραβείο Πολιτιστικής Προσφοράς Τεύκρου Ανθία – Θοδόση
Πιερίδη
2007: Αριστείο Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών της Κυπρια
κής Δημοκρατίας
2013: Επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπι
στημίου Αθηνών
2017: Τιμητικό Βραβείο από το Πανεπιστήμιο του Παλέρμο (Έδρα
Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας) που απονέμεται «σε μια
εξέχουσα προσωπικότητα των Ελληνικών Γραμμάτων για το σύ
νολο του έργου της»
2019: Βραβείο ‘Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης’ από την Ένωση Λογο
τεχνών Κύπρου
Ας σημειωθεί ότι ο ποιητής τιμήθηκε με δύο εξέχουσες θέσεις:
Από το 2013 είναι Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
στον κλάδο Λογοτεχνίας (Ποίησης) στην Τάξη των Γραμμάτων και
Καλών Τεχνών και από το 2019 είναι Μέλος (Ιδρυτικό) της Κυπρια
κής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.
Ανάλυση του έργου του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, ως βάση για το
Σκεπτικό Βράβευσης
Η σταδιακή καταξίωση της ποίησης του Χαραλαμπίδη στην Κύ
προ και στην Ελλάδα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, αντιστρέ
φει την επιφυλακτική στάση των Ελλήνων να αποδεχθούν ένα
Κύπριο λογοτέχνη.
Κατόρθωσε ο ποιητής να γίνει αποδεκτός
από την ελλαδική λογοτεχνική και κριτική κοινότητα, χάρη στο
ταλέντο του και στη νέα πνοή που εμφύσησε στο λογοτεχνικό
χώρο.
Η νεότερη εθνική τραγωδία, η κυπριακή, λειτούργησε από
τον Χαραλαμπίδη εδώ και δεκαετίες ως η ιστορική μήτρα για την
αναβίωση του τύπου του εθνικού ποιητή, κάτι εγκαταλελειμμένο
στην Ελλάδα, από τον καιρό του Σολωμού και του Κάλβου.
Η ποίηση του Χαραλαμπίδη συνέχεται από τη στέρεα λόγια συ
γκρότηση του δημιουργού της.
Με βάση πηγές, έχει περιδιαβάσει, όλη την ιστορία της Κύπρου
και της Ελλάδας και στην ποίησή του υπάρχει έντονη διαλογική
σχέση με την ελληνική λογοτεχνία και την παράδοση μέσα από
βυζαντινά, αρχαιοελληνικά και νεότερα κείμενα, το δημοτικό τρα
γούδι, τη νεότερη ποίηση.
Παρά τη βαριά ανάσα των ποιημάτων του, λόγω του πόνου για
την προσφιλή πατρίδα του που ενσταλάζουν εντός τους, δεν α
πουσιάζει το ερωτικό στοιχείο αφού είναι διάχυτο στη 11η συλλο
γή του ‘Ίμερος’ αν και απαντάται και σε παλαιότερη ποίησή του,
όχι όμως το ίδιο έντονη.
Έρως βασικά είναι και ο ποιητικός δρόμος επιστροφής στη γενέ
θλια γη, στη μητρική γλώσσα με σπάνια μεταφορικότητα, με λα
μπερές εικόνες και καταδύσεις στη γλωσσική μνήμη, και αναδύ
σεις στο φως της δημιουργίας, με θέμα τον έρωτα κατά την αρχαιο
ελληνική ιδέα του.
Κατορθώνει να ενσωματώσει στο σώμα της ποίησής του φράσεις
και λέξεις από το ποιητικό παρελθόν, η δε σύντηξη αυτή, του γενι
κά σύγχρονου και του εκφραστικά παλιού, λειτουργεί θαυμάσια,
με εμβόλιμες κυπριακές και ελληνικές λέξεις από δημοτικά άσμα
τα. Γράφει με βαθιά γνώση της ελληνικής λογοτεχνικής παράδο
σης, την οποία αφομοιώνει και αξιοποιεί ενώ διατηρεί και την ιστο
ρική συνείδηση και μια εγρήγορση για τις πρωταρχικές αξίες, με
ευαισθησία και πρωτότυπο ποιητικό λόγο. Δεν μπορεί να αμφι
σβητηθεί ότι η ποίηση του Χαραλαμπίδη είναι μια σύγχρονη εθνι
κή ποίηση του σήμερα, με αισθητικό κύρος – παρόλο που αυτό
το είδος δεν είναι στις μέρες μας ενεργό αλλά έχει γίνει πια από
μακρο και ιδεολογικά ύποπτο από κάποιους.
Μελετητές του έργου του, όπως οι Πανεπιστημιακοί Καθηγητές
ΘεοδόσηςΠυλαρινός και Ευριπίδης Γαραντούδης, επισημαίνουν
τη διακειμενική σχέση του ποιητή με κείμενα του Σολωμού. Διαπι
στώνουν ένα ανάλογο πυκνό λυρισμό, αξιοποίηση της λαϊκής
γλωσσικής παράδοσης και ιδίως του δημοτικού τραγουδιού. Πα
ράλληλα ο ποιητής εδώ αναζητεί ένα ηθικό τρόπο ζωής.
Προκρίνει, όπως παλιά έπραξε και ο Σικελιανός, μια εθνική ποίη
ση με ελληνοκεντρισμό που να διαστέλλεται σε κοσμικό μοντέλο.
Ορθά επισημαίνει ο Γαραντούδης ότι ο τύπος εθνικού ποιητή που
ανέπτυξε ο Χαραλαμπίδης αντλεί την καταγωγή του από την ποί
ηση του Σεφέρη και το βασικό γνώρισμα αυτής της σχέσης το δια
πίστωσε ο Καθηγητής Δημήτρης Μαρωνίτης.
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης για την Κύπρο, όπως και ο Γιώργος
Σεφέρης για την Ιωνία και την Ελλάδα, διενεργεί ποιητική μελέτη
της γενέθλιας πάτριας γης και του ιστορικού χρόνου της, αλλά και
του παρόντος, με στόχο να φτάσει στη ουμανιστική διάσταση της
ποίησής του, πέρα από έθνος και ιδεολογία• ουμανιστική με την
έννοια ότι αποβλέπει στην άρση ή στην καταγγελία των μηχανι
σμών της ιστορίας που επιβάλλουν την αδικία και ασκούν βία εις
βάρος των αδυνάτων, ευνοώντας τους αδικοπραγούντες ισχυ
ρούς ή τύραννους. Είναι γι’ αυτό που η ποίησή τους εντρυφεί συ
νεχώς και αναζητεί την ελληνική ταυτότητα ως μέτρο της αυτοσυ
νειδησίας του.
Ο Χαραλαμπίδης, με ένα δικό του εκλεπτυσμένο τρόπο, ιστορεί
όπως ο Καβάφης και μυθολογεί όπως ο Σεφέρης. Έχει κάποτε ει
ρωνική στάση έναντι της Ιστορίας, ενώ κάποτε έχει τον ‘καημό
της Ρωμιοσύνης’ και φέρνει στη μνήμη μας την απαίσια μοίρα και
τις κατάφωρες αδικίες σε βάρος του ελληνισμού, κυρίως του μα
χόμενου κυπριακού ελληνισμού. Η μνήμη – στη γραμματειακή, μυ
θολογική και ιστορική διάστασή της – είναι ο κύριος άξονας του
έργου του. Αλλά είναι μια μνήμη που οδηγεί και εκβάλλει στο σή
μερα, την οποία ο ποιητής αποτιμά ευθέως ή με ποιητικούς υπαι
νιγμούς. Εξάλλου ο αρχαιοελληνικός μύθος είναι οδηγός στην ποί
ησή του, όπως τον παρουσιάζει η Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο
Αιγαίου και Μέλος της Επιτροπής Βράβευσης του ΣΠΕΚ Λουίζα
Χριστοδουλίδου στο σύγγραμμά της: «Όψεις του αρχαιοελληνικού
μύθου στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη»,
Εκδόσεις Επιφανίου, Αθήνα 2019.
Γενικά, η ποιητική ‘επιστράτευση’ γεγονότων, χαρακτήρων και κει
μένων της ενιαίας ελληνικής ιστορίας χαρακτηρίζει την ποίηση
όσο και τα δοκίμια του Χαραλαμπίδη.
Σε κάποιες συλλογές του στέκει πολύ κοντά στην παράδοση,
όπως ο Παλαμάς και ο Καβάφης, και δίνει άνετο χώρο στα κείμε
νά του για το Βυζάντιο, και πριν και μετά την άλωση της Κωνστα
ντινούπολης, σε συνδυασμό με την ιστορική πορεία της Κύπρου.
Σε ότι αφορά την εναλλαγή γλωσσικού κώδικα στο ποιητικό έργο
του Χαραλαμπίδη, η Καθηγήτρια Dora E. Solti του Πανεπιστημίου
EötvösLoránd της Ουγγαρίας παρατηρεί τρεις κύριες περιπτώσεις εναλλαγών: α) εναλλαγή
ανάμεσα σε γλώσσες:
ξενόγλωσσες λέξεις, εκφράσεις (αγγλικές, γερμανικές, γαλλικές)
μέσα στο ελληνικό κείμενο,
β) εναλλαγή ανάμεσα στην Κοινή Νεοελληνική και την κυπριακή
διάλεκτο, και
γ) εναλλαγή ανάμεσα στην αρχαία και τη νεοελληνική γλώσσα.
Επίσης τονίζει και τη σχέση της εναλλαγής γλωσσικού κώδικα με
τη διακειμενικότητα. Η ποιητική φωνή του Χαραλαμπίδη στην
ουσία αρθρώνεται με πρότυπο την καθημερινή ομιλία, αλλά και
με πρότυπο την παράδοση μιας λυρικής ποίησης, πυκνής και ελ
λειπτικής.
Η ελλαδική λογοτεχνία στον αντίποδα, ομιλεί ελάχιστα για το κυ
πριακό δράμα.
Ο Χαραλαμπίδης, διατηρεί μέχρι σήμερα τον καημό της χαμένης
πατρίδας και μια βαθιά ριζωμένη ελληνική συνείδηση της Κύπρου.
Γι’ αυτό υπηρετεί σταθερά και με συνέπεια μια ποιητική αντίληψη
την οποία η ελλαδική μεταπολιτευτική ποίηση εγκατέλειψε στο
μακρινό, λαμπρό παρελθόν της, ενώ κάποιοι κριτικοί Κύπρου και Ελλάδας κρίνουν ότι το θέμα
αυτόεξαντλήθηκε.
Ωστόσο, δεν απαντάται από άλλους ποιητές το ερώτημα αν η στά
ση αποσιώπησής τους, της τραγωδίας, υποκρύπτει αίσθημα ενο
χής των Ελλαδιτών λογοτεχνών έναντι του κυπριακού ελληνισμού
για τα τραγικά συμβάντα του 1974.
Αρκετά ποιήματα του Χαραλαμπίδη τόλμησαν και απέδωσαν ευθύ
νες για την κυπριακή τραγωδία, και επιπλέον υπαινίχθηκαν σε
ποιους αποδίδονται οι βαριές ευθύνες.
Έγραψε στίχο, με βαθιά πίκρα και καταγγελτική οργή για όσους
‘η Κύπρος, όπου εγένετο το ανόσιον έγκλημα πρέπει να μην υ
πήρξε ποτέ’.
Όμως, συνέχισε να τα διαλαλεί μα και να μιλά για την Ελλάδα ως
φάρο του ‘Ένιωσα να υπάρχω στην Ελλάδα και είναι αλήθεια ότι
στην Ελλάδα υπάρχω πιο πολύ απ’ ό,τι στην Κύπρο γενικώς’.
Αλλά η ποίησή του δεν ατονεί από το βάρος της ‘λογιοσύνης’ της.
Αποτυπώνει τα ίχνη της ελληνικής γλωσσικής διαχρονίας σε
λέξεις ποιητικά ζωντανές.
Κάποια ποιήματα του είναι αινιγματικά ή ερμητικά όμως προκα
λούν και συγκλονισμό ή αμηχανία αφού δίνουν κλειδιά στον ανα
γνώστη, να προσδιορίσει την κατάληξη.
Κι ο ίδιος λέει : ‘Αφήνω πάντα τον εαυτό μου διαθέσιμο στο ποίη
μα. Το ποίημα έρχεται πάντοτε σε μένα.
Η Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου Λουίζα Χριστοδουλί
δου σε ένα πρόσφατο Συνέδριο στην Κύπρο για την Ποίηση του
Κυριάκου Χαραλαμπίδη κατέδειξε την πρόσληψη και αναπαραγω
γή του τυπικού των δημοτικών τραγουδιών και του λαϊκού πολιτι
σμού στο έργο του Χαραλαμπίδη που έχει τις αναγωγές της στη
διαρκή προσήλωσή του στην παράδοση, τη συντήρηση και τη
συνέχειά της.
Όπως έγραψε η Δρ Χριστοδουλίδου: ‘Ο ποιητής μετουσιώνει σε
ποίηση τον ρυθμό του κόσμου της Κύπρου, μέσα από τη λαϊκή
θυμοσοφία, τα γνωμικά, τις προλήψεις, τις λαϊκές δοξασίες, ενώ
αποθησαυρίζει στοιχεία και εικόνες της παράδοσης’.
Τα αφομοίωσε και τα επεξεργάστηκε μέσα από ένα διάλογο γόνι
μο.
Μεταγγίζει αριστοτεχνικά την αίσθηση του δόκιμου ποιητή μέσα
σε καλούπια του δημοτικού τραγουδιού, το οποίο όμως εκσυγχρο
νίζει και εκεί φαίνεται η ποιητική μαστοριά του.
Ως εκ τούτου, τονίζει η Καθηγήτρια, δεν πρόκειται για φολκλορική
μίμηση μα για ανανέωση, αφού τα μοτίβα, οι φόρμες και οι τεχνι
κές της δημοτικής παράδοσης αξιοποιούνται με έναν ιδιαίτερο
τρόπο και μεταποιούνται, ώστε να επιτευχθεί η δημιουργική ανά
πλασή τους.
‘Δεν περιορίζεται σε ένα απλό, γραμματολογικού ή λαογραφικού
τύπου, ενδιαφέρον.
Η εντρύφηση του ποιητή στο δημοτικό τραγούδι εντάσσεται και
σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο θεωρητικού όσο και αισθητικού προσα
νατολισμού’.
Η ταύτιση με τη γη και τα πάθη της, η διαδικασία της γέννησης,
του έρωτα, της φθοράς, του θανάτου και της αναγέννησης, καθώς
και το διπολικό αντιθετικό ζεύγος: ατομικό/ συλλογικό ασυνείδητο
διατρέχουν το ποιητικό του έργο.
‘Ο ποιητής αναδεικνύει τη δημοτική παράδοση και τις σύγχρονες
επιβιώσεις της ως έναν σημαντικό παράγοντα της ενότητας του
ελληνικού λαού και προβάλλει τη μείζονα συνείδησή της, όπως
το έδειξαν ο Σολωμός και ο Σικελιανός.’
Οι ποιητικές μορφές της Μεθιστορίας, ανέρχονται από τον γήινο
κόσμο στη Βασιλεία των Ουρανών. Είναι ιστορικές μορφές Κυπρί
ων μαρτύρων, των οποίων το παρελθόν αναμυθοποιεί ο Χαραλα
μπίδης, και τους δικαιώνει και τους εμφανίζει στον αναγνώστη με
τρόπο μυστικό και μυστηριακό, σαν σε όραμα.
Ένα σολωμικό θαύμα διενεργείται ποιητικά, καθώς οι ήρωες
αυτοί, σαν άλλοι μαχητές του Μεσολογγίου, κινούνται σε έναν κό
σμο μεταμορφωμένο και μυθικό, σ’ έναν κόσμο ονείρου και μαρτυ
ρίου.
Το φυσικό φως που εκπέμπουν, αλλοτριώνεται σε «φως που
πατεί χαρούμενο τον Άδη και τον χάρο» και ακυρώνει τον ιστορι
κό θάνατό τους.
Την οντολογική σημαντικότητα του θανάτου αναιρεί, μεθιστορικά,
κατ’ αντιστοιχία προς τα σολωμικά διακείμενα: το παρουσιάζει
ως φως αγγελικό, «φως αθάνατο», ως το «ξανθό ποτάμι της α
στραπής», ως «ανθοστόλιστο διαμάντι», ως ένα «φως αυθόρμη
το» που βγάζει σαν «λάδανου ευωδιά», ως λουλούδι-αστραπή
που «λαμπάζει», ως «αυγή της μυστικής ημέρας».
Μέσα από σολωμικά διακείμενα, υπάρχει αναλογία ηρωικών μορ
φών του ποιητή με τις ιδανικές μορφές του Σολωμού, στους
«Ελεύθερους Πολιορκημένους», όπου οι ήρωες καταλήγουν
στην αποπνευμάτωση το δε «φως», ως φορέας του αγαθού.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι αναφορικά με την παρουσία
της Ελένης στα νεότερα έργα του, μεταπλάθει αρχαίες ελληνικές
πηγές του μύθου και υπερβαίνει τις επιδράσεις από σχετικές πηγές και μεταγενέστερες
λογοτεχνικές τάσεις.
Όπως αναφέρει ο Καθηγητής Ανδρέας Βοσκός ‘ο ποιητής δίνει
έμφαση στην επίδραση έργων της αρχαίας κυπριακής γραμματεί
ας και στη συμβολική χρήση του ονόματος της Ελένης και των
παρεμφερών μυθολογικών και λογοτεχνικών μοτίβων’ ακόμα και
σε έργα που δεν αναφέρονται πρωτίστως σε αυτήν, με παράδειγ
μα το ‘Αφροδίτη-Ελένη’.
Ο Χαραλαμπίδης γενικά επηρεάζεται από εξωγενείς δυνάμεις.
Εντούτοις, στη διάρκεια της λογοτεχνικής σύνθεσής τουασκεί μια
καθοριστική δύναμη.
Ο ποιητής προσδιορίζει τον καλλιτέχνη-δημιουργό με ένα δικό
του τρόπο και μετέχει στο ρέον κοινωνικό γίγνεσθαι και στις ιστο
ρικοκοινωνικές συνθήκες της Κύπρου – το ίδιο κάνουν και άλλοι
σημαντικοί λογοτέχνες άλλων χωρών ή σχολών.
Ο χαρακτηρισμός του ποιητή ως «σκεύους εκλογής» είναι ευρύς
και φτάνει στα όρια του ποιητή προφήτη, του ποιητή νομοθέτη.
Ο όρος «ποιητής» γίνεται μεταφυσικός σε θέματα πνευματικά και
όχι μόνο.
Συνάμα, ωστόσο, υπάρχουν και αρκετοί ξένοι ποιητές με το έργο
των οποίων ο Χαραλαμπίδης έχει μια μικρότερη ή μεγαλύτερη
εκλεκτική συγγένεια.
Ο Καθηγητής Ευριπίδης Γαραντούδης βρίσκει για παράδειγμα
ότι ποιήματα του Χαραλαμπίδη σχετίζονται με το έργο του Δάντη,
κυρίως την περίφημη Commedia [Θεία Κωμωδία].
Εντοπίζει δοκιμιακά πρότυπα ή πηγές δοκίμια, του Τάκη Κ. Παπα
τσώνη και του T.S. Eliot που διαμόρφωσαν την αντίληψη του Χαρα
λαμπίδη για το δαντικό έργο.
Επιπλέον, υπάρχουν επίσης ποιήματα του Χαραλαμπίδη όπου
υπάρχουν κατά κύριο λόγο κρυπτικά, στοιχεία διαλόγου με τη
Θεία Κωμωδία του Δάντη.
Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα είναι ότι υπάρχουν δύο personae που
απασχολούν έντονα την ποίηση του Χαραλαμπίδη και αυτά τα
πρόσωπα είναι η ωραία Ελένη και ο Χριστός.
Για τον Χριστό εστιάζει κυρίως στο βιβλικό διακείμενο, με επιλεκτι
κές αναφορές στο πρόσωπο του Χριστού, στο οποίο αφιερώνο
νται περισσότερα ποιήματα από όποια άλλη μορφή της δημιουρ
γίας του.
Ο τρόπος με τον οποίο το πρόσωπο του Χριστού μετασχηματίζε
ται αισθητικά από τον ποιητή, είναι συχνά ανατρεπτικός ή και
προκλητικός.
Παρόλα αυτά δεν του αποστερεί τη θεολογική και ιερή υπόστασή
του.
Αναδεικνύει έναν Χριστό οικουμενικό, που εκφράζει το βαθύτερο
αρχετυπικό σχήμα του ποιητικού λόγου του ποιητή και γενικά τη
μεθιστορική προσέγγισή του.
Όσο για την Ελένη, ο Καθηγητής Γιώργος Γιωργή βρίσκει ‘εντυπω
σιακό το πόσο η Ελένη απασχόλησε ποιητικά τον Χαραλαμπίδη.
Ο ποιητής έδωσε πολυδιάστατη και ολοκληρωμένη παρουσία
της Ελένης στη νεοελληνική ποίηση με αφηγήσεις, δοξασίες και
παραλλαγές από τα Κύπρια Έπη, από τον Ευριπίδη ως τον
Γκαίτε, τον Παλαμά, τον Σεφέρη, τον Σινόπουλο και τον Ρίτσο.
Η Ελένη του Χαραλαμπίδη είναι συνισταμένη όλων των αρχαίων
και νεότερων λογοτεχνικών εκδοχών της Ελένης’ – ερωτική και
πανέμορφη, θεά ή πόρνη, αθώα ή ένοχη, ιδιοτελής και πανούργα,
άπιστη ή πιστή, μα πάντα θεϊκή.
Ο ποιητής έγραψε πάνω από δέκα αρχαιόμυθα ποιήματα όπως
η «Παλινωδία», «Στο Παλάτι του Πρωτέα», «Στη γλώσσα της υφα
ντικής», «Μετά θάνατον έρως», «Ελένη», «Έλανδρος», «Στον
αργαλειό», «Αχιλλεύς», «Μενέλαος», «Αυτοείδωλο», «Η παρθένος
Ελένη», ενώ σε άλλα έχει έμμεση αναφορά.
Πλέκει τη γενεαλογία της Ελένης, αναφέρει παιδιά που απέκτησε
με τον Μενέλαο, τον Θησέα, τον Πάρη και τον Αχιλλέα, και ενυφαί
νει τον νέο μύθο της δικής του ποιητικής δημιουργίας.
Επιπλέον, οι λέξεις του περνούν μέσα απ’ όλη τη διαδρομή της ελ
ληνικής λαλιάς.
Θεωρεί πολλαπλή τη λειτουργία του έρωτα• ως μοτίβο διαπερνά
την ποίησή του. Ο έρως. Έρως ζωής. Έρως ορθοδοξίας.
Έρως πατρίδος. Παντού έρως.
Στο ποιητικό έργο του υπάρχει βαθιά συνέχεια και αενάως μετα
μορφωτική δύναμη, στο οποίο έργο αποδεικνύεται η διαρκής πα
ρουσία και επαναφορά του λυρικού αιτήματος, όπως αυτό ορίζε
ται στους αληθινούς ποιητές μας, όπως ο Σολωμός.
Μια εμβριθής λεξιλογική ανάλυση των ποιημάτων του θα αναδείκ
νυε και εξέχοντα λεξικά στοιχεία με βάση τη συχνότητα π.χ.
συχνότητα εμφάνισης της λέξης ‘φως’.
Θα ήταν χρήσιμη μια ερμηνευτική στατιστική ανάλυση ν’ αναδει
χθούν ευρείες σημασιολογικές προεκτάσεις του ποιητικού έργου.
Η σύγχρονη μέθοδος μελέτης του ύφους και παραμέτρων του έχει
ευρείες προεκτάσεις για την ερμηνεία και διαμορφώνει νέο πεδίο
όπου συναντώνται η γλωσσολογία με τη λογοτεχνική θεωρία και
κριτική.
Τέλος, κατά τον Μιχαήλ Πασχάλη, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο
Κρήτης, ο ποιητής Χαραλαμπίδης, είναι κατ’ εξοχήν «αριστοτελι
κός» στη μέθοδο γιατί κινείται ανάμεσα στα «καθ᾽ ἕκαστον» της
ιστορίας και στα «καθόλου» της ποίησης, από επιθυμία να εκφρά
σει ποιητικά την ιστορία ή τη διαλεκτική σχέση της με τον μη-ιστο
ρικό χρόνο και επιπλέον έχει καταστήσει τον «μύθο» ουσιώδες
στοιχείο της ποίησής του.
Σκεπτικό Βράβευσης
του Κυριάκου
Χαραλαμπίδη
Με Απόφαση της Επιτροπής Βράβευσης του Συνδέσμου Πολιτι
σμού Ελλάδας Κύπρου – ΣΠΕΚ και έγκριση της Απόφασης από
το Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΠΕΚ, το ‘Βραβείο Λογοτέχνη για το
Σύνολο του Έργου του’ για το έτος 2019 απονέμεται στον ποιητή
Κυριάκο Χαραλαμπίδη, ο οποίος αποτελεί μια κορυφαία μορφή
των Γραμμάτων της Κύπρου και του Ελληνισμού ευρύτερα,
σε Ελλάδα και Διασπορά.
Είναι ο πιο εμβληματικός εν ζωή Κύπριος ποιητής, και ένας από
τους πιο διαπρεπείς λογοτέχνες των τελευταίων δεκαετιών, με
βεληνεκές που ξεπερνά τα όρια της Κύπρου και της Ελλάδας,
δεδομένου ότι έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες
και έχουν ενταχθεί σε αρκετές ξένες Ανθολογίες.
Το ουσιώδες είναι πως στην ποίησή του διακρίνεται μια έγκυρη
εκσυγχρονισμένη εκδοχή με διακριτικά γνωρίσματα, όπως η
σχέση της ποίησης με τη λογοτεχνική παράδοση, το γλωσσικό
ήθος της, η προβολή καίριων ηθικών αιτημάτων, η στερέωση
της ελληνικής ταυτότητας και αυτοσυνείδησης.
Λειτουργεί με τόλμη και ήθος ως ποιητής του αρχέτυπου και του
σύγχρονου, στον κυπριακό και ευρύτερο ελληνικό χώρο.
Ως Κύπριος ποιητής, με εθνικές ευαισθησίες, εξακολουθεί να
λειτουργεί με βάσεις τις τρεις λέξεις: ‘Πατρίδα’ και ‘Πανελλήνιο’ ‘
Συνείδηση’ και με όραμα του τη ‘γενική πατρίδα των ανθρώπων’,
όπως και η Ιδέα του Σολωμού και η ρήση του Σωκράτης ‘Είμαι
Πολίτης του κόσμου’.
Ιδίως με τις τελευταίες συλλογές του ο Χαραλαμπίδης φτάνει στη
βαθιά ουμανιστική και υπερεθνική διάσταση της ποίησής του.
Ζητεί ένα οικουμενικό μήνυμα για την προάσπιση των δικαιωμά
των του αδύνατου, για την ελληνική ταυτότητα και για τη «γενική
πατρίδα των ανθρώπων».
Ο Χαραλαμπίδης επιχειρεί με ζήλο να γράψει εθνική ποίηση, με
βαθιά γνώση και αφομοιωμένη αξιοποίηση της ελληνικής λόγιας
παράδοσης, με ενεργή ιστορική συνείδηση και ηθική εγρήγορση,
με σπάνια γλωσσική ευαισθησία και με πρωτότυπο ποιητικό ρή
μα, μη επηρεαζόμενος από σύγχρονούς του που δεν το επιχείρη
σαν.
Θέτει με το παράδειγμά του το καίριο ερώτημα: ‘Μπορεί να υπάρ
ξει μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του τύπου του εθνικού ποιητή
σήμερα, σε μια εποχή και σε έναν τόπο όπου αυτό το μοντέλο
έχει καταστεί ήδη ποιητικά ανενεργό ή και ιδεολογικά επιλήψιμο;
’ Η Κύπρος είναι η αφορμή, η πέτρα, η έγνοια της πατρίδας• αλλά
πατρίδα δεν είναι μόνο η Κύπρος μα και η γλώσσα, ο Ελληνι
σμός, ο κόσμος.
Η ποίηση του μοιάζει με πέτρα ριγμένη σε λίμνη όπου κάνει ομό
κεντρους κύκλους μέχρι να καλύψει όλο το εύρος της.
Η ποίηση του φιλοδοξεί ν’ αναχθεί σε μια ασπίδα για την επιβίω
ση λαών με ιστορία.
Εκλεκτός της τέχνης του, δόθηκε στη έλξη της Τέχνης και την υ
πηρέτησε με ταλέντο, πίστη, αφοσίωση μα και με ατομική ευθύνη,
ήθος και επίγνωση, στον ιερό σκοπό του.
Η υψηλή αισθητική αξία της ποίησης του Χαραλαμπίδη τον ανα
δεικνύει ως έναν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ποιητές
των τελευταίων 50 χρόνων.
Εκτιμώντας τη μέγιστη προσφορά του στα Γράμματα, ο Σύνδε
σμος Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου του απονέμει το
‘Βραβείο Λογοτέχνη για το Σύνολο του Έργου του’.
Δρ Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
Πρόεδρος της Επιτροπής ‘Βραβείο
Λογοτέχνη για το Σύνολο του Έργου του’.
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου (20 Μαρτίου 2009)
10MonMar 2014
Posted Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ
inTags
Αχαιών Ακτή, Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Δοκίμιν, Η Άγνοια του Νερού, Θόλος, Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Κυδώνιον Μήλον, Πρώτη Πηγή, Τηλεγόνεια, Το Αγγείο με τα Σχήματα, ελληνική λογοτεχνία της Κύπρου
Στις 20 Μαρτίου 2009, στο πλαίσιο της σειράς διαλέξεων “Τηλεγόνεια”, το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου φιλοξένησε τον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη, ο οποίος μας άνοιξε την πόρτα του ποιητικού του εργαστηριού.
Ακολουθεί το βίντεο της ομιλίας και μερική απομαγνητοφώνησή της. Στην ομιλία, ο ποιητής ανασκοπεί την ποιητική το διαδρομή διαβάζοντας και σχολιάζοντας χαρακτηριστικά ποιήματα από τις (δέκα μέχρι τότε) ποιητικές του συλλογές. Δεν παραλείπει να σταθεί ιδιαίτερα σε ζητήματα ποιητικής.
Η ομιλία μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για τους μελετητές του έργου του ποιητή, εξ ου και οι “Λωτοφάγοι” την προσφέρουν με χαρά στο κοινό.
Στον ιστότοπο του ερευνητικού προγράμματος “Ευμενίδες” μπορείτε να βρείτε γενική βιβλιογραφία για τον ποιητή και το έργο του.
00:00. Εισαγωγη απο τον Αντωνη Κ. Πετριδη
«Ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή Έλληνες ποιητές».
02:55. Χαιρετισμος του ποιητη
«Η Τέχνη είναι ένα είδος λειτουργίας»
04:20. Αναφερεται στις μεταφρασεις των Υμνων του Ρωμανου του Μελωδου
Διαβάζει απόσπασμα από τη μετάφραση του Ύμνου στην Ανάσταση του Κυρίου και αναλύει τη μεθοδολογία που κατά τη γνώμη του πρέπει να ακολουθείται κατά τη μεταφορά των αρχαίων ελληνικών κειμένων στα νέα ελληνικά.
«Οι λέξεις μου περνούν μέσα από όλη τη διαδρομή της ελληνικής λαλιάς».
13:38. «Η προσευχη του ταπεινου»
«Στην καθημερινή μου ζωή είμαι ένας καθημερινός άνθρωπος. Όταν όμως λειτουργώ ως ποιητής, γίνομαι αναρχικός, ανατρεπτικός των πάντων».
Διαβάζει ένα ανέκδοτο τότε ποίημα με τίτλο «Η προσευχή του ταπεινού» (συμπεριλαμβάνεται σήμερα στη συλλογή Η Γλώσσα της Υφαντικής, 2013, σ. 60). Σχολιάζει και πάλι τον μεικτό χαρακτήρα της γλώσσας του. Σχολιάζει επίσης την πολλαπλή λειτουργία του έρωτα ως μοτίβου που διαπερνά την ποίησή του.
«Ο έρως. Έρως ζωής. Έρως ορθοδοξίας. Έρως πατρίδος. Παντού έρως».
16:10. Αναδρομη στην ποιητικη του σταδιοδρομια: Πρωτη Πηγη (1961)
«Ξεκίνησα να γράφω, όταν ήμουν εννιά χρονών. Το πρώτο μου ποίημα ήταν για την ελληνική σημαία που κυμάτιζε από τα τείχη της Αμμοχώστου».
Αναφέρεται στη βοήθεια που του έδωσε για την έκδοση της Πρώτης Πηγής ο Νικηφόρος Βρεττάκος αλλά και συμφοιτητές του, όπως ο Ευαγγελάτος, ο Μπαμπινιώτης, ο Γιατρομανωλάκης, ο Σβολόπουλος και άλλοι.
«Οι άνθρωποι που γνωρίζουμε μας σφραγίζουν».
Αφηγείται ανέκδοτο από τη φοιτητική του ζωή (συνάντηση με τον Τωμαδάκη).
«Ένιωσα να υπάρχω στην Ελλάδα και είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα υπάρχω περισσότερο από ό,τι στην Κύπρο γενικώς».
24:20. Η Αγνοια του Νερου (1967)
Αναφέρεται στο ποίημα «Γράμμα στον κύριο Τάκη Παπατσώνη, ποιητή», που κατέστη η αφορμή να γνωρίσει τον ποιητή και να συνάψει μαζί του μακρά φιλία.
27:15. Το Αγγειο με τα Σχηματα (1973)
Απαγγέλλει το ποίημα «To Άι Γιωρκούδιν» και αναφέρεται στην επίσκεψή του στο Princeton και το Harvard, το οποίο δημοσιεύθηκε σε μετάφραση στο Harvard Review.
«Στο μεγαλύτερο μέρος της “Το Αγγείο με τα Σχήματα” ήταν προϊόν της εμπειρίας που είχα στο Μόναχο. Εκεί γράφτηκαν τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, καθώς εκεί μου ανοίχτηκε ένας κόσμος: είδα τα μουσεία, είδα τις πρωτεύουσες της Ευρώπης, μεγάλα πράματα αυτά για μια ψυχή που διψά να δει και να μάθει. Για να φτάσει κανείς σε ένα αποτέλεσμα αισθητικό, πρέπει να δει πάρα πολλά. Δεν φτάνει το ταλέντο».
Αναφέρεται στον Βρεττάκο, που θεωρούσε τον Καβάφη, όχι τον Σικελιανό, ως τον μεγαλύτερό μας ποιητή, επειδή… «είχε λιγότερο ταλέντο»!
33:49. Αχαιων Ακτη (1977)
Στη συλλογή αυτή, δηλώνει, επέρχεται στην ποίησή του «η πρώτη άνοιξη πατρίδος».
34:35. Αμμοχωστος Βασιλευουσα (1982)
«Το πιο γνωστό βιβλίο μου ίσως μέχρι και σήμερα».
«Ένιωθα την ανάγκη να γράψω κάτι για την Αμμόχωστο, να διασώσω τον μαθηματικό της τύπο, να τη διατηρήσω στη μνήμη μου, να εξακτινώσω ακτίνες αγάπης προς την πόλη, ώστε να τη διασώσω από το κακό που την απειλεί. […] Μια πόλη-όραμα, που είναι μέσα στην ψυχή μας και δεν μπορεί να χαθεί, ακόμη και αν κονιορτοποιηθεί […] Στην πραγματικότητα δεν μιλώ για την Αμμόχωστο μόνο· μιλώ για τα πάθια της πατρίδας μέσα από ένα σύμβολο».
Διαβάζει και σχολιάζει το ποίημα «Άρδανα». Αναφέρεται στον φίλο του σκηνοθέτη Ανδρέα Μαραγκό, ο οποίος καταγόταν από τα Άρδανα της Αμμοχώστου και τον οποίο καθιστούσε κοινωνό των ποιημάτων της συλλογής, καθώς τα συνέθετε. Ο Μαραγκός του έδωσε την έμπνευση για το συγκεκριμένο ποίημα, αφηγούμενος ένα όνειρό του.
«Είναι κομμάτι από αρχαία τραγωδία, αισθάνομαι, αυτό το ποίημα. Σε μας δόθηκε η κατάρα και η ευλογία συγχρόνως να ανακαλύπτουμε τη ζωή απ᾽ την αρχή εξαιτίας του τραγικού συμβάντος […]. Έχουμε γίνει τραγικοί. Μας δόθηκε μια πολύ μεγάλη τραγωδία και έτσι η ευκαιρία να αναβαθμίσουμε την ύπαρξή μας και να επαναπροσδιορίσουμε τον κόσμο, να αναβαθμίσουμε την ύπαρξή μας. […] Συγκρίνω τον εαυτό μου πολλές φορές με τον τρόπο που γράφουν οι εν Ελλάδι ομότεχνοι. Μου λένε πολλές φορές: ‘Εσύ, Κυριάκο, βγαίνεις από έναν άλλο κόσμο’. Γιατί η Κύπρος είναι ένας άλλος κόσμος· έχει τη σφραγίδα της τραγωδίας απάνω της και αυτό της έχει δώσει μια άλλη προοπτική, μια άλλη δυνατότητα ερμηνείας του κόσμου, το τραγικό αίσθημα. Η τραγωδία για τους σύγχρονους ανθρώπους, είπε ο Αρτώ, είναι πως δεν αντιλαμβάνονται ότι ο κόσμος κρέμεται από μια κλωστή, έτοιμος να πέσει. Εμείς, ακριβώς επειδή μιλούμε για εθνική επιβίωση, έχουμε τη δυνατότητα — και εδώ είναι η ευλογία — να επιτύχουμε την εθνική επιβεβαίωση. Αυτό μοιάζει με λογοπαίγνιο, αλλά η εθνική επιβίωση συμβαδίζει με την επιβεβαίωση, με τα στοιχεία το DNA μας που πρέπει να ανακαλύψουμε. Η Κύπρος κρατά εθνικά στοιχεία που είναι ανενεργά στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι τραγικοί, γι᾽ αυτό και δεν μπορούν να αγγίξουν υψηλές κορυφές».
Διαβάζει το ποίημα «Άρδανα, ΙΙ» (ανήκει στη μεταγενέστερη Μεθιστορία, 1995). Αναφέρεται στις συνθήκες υπό τις οποίες έγραψε το ποίημα.
«Είναι δίκοπο μαχαίρι η τραγωδία. Αν γίνει σύνθημα του εξώστη, αν μας κατακλύσει το συναίσθημα, τότε πνιγόμαστε από το συναίσθημα. Υπάρχει μια συναισθηματική φουσκονεριά, όπως λέω συχνά. Πρέπει να γίνει ένα πενταπόσταγμα. Η τραγωδία δεν θέλει συναίσθημα, θέλει αίσθημα, θέλει αλήθεια της ζωής. Όταν είσαι τραγικός, στέκεις όρθιος και αντικρύζεις τον θεό κατάματα, βεβαίως με αίσθηση του μέτρου πάντοτε και της αρετής».
51:10. Αιγιαλουσης Επισκεψις (2003)
Σύντομη αναφορά στο μικρό βιβλιαράκι του 2003. Στέκεται ιδιαίτερα στο Σχόλιο, που συνοδεύει το ποίημα. Προσδιορίζει τη σχέση πολιτικής και ποίησης ως σχέση φυσικής αντιπαράθεσης.
56:15. Θολος (1989)
Επιστρέφει στον Θόλο.
«Η Αμμόχωστος Βασιλεύουσα καλύπτει το γεωγραφικό πλαίσιο της κατεχόμενης πατρίδας. Ο Θόλος καλύπτει το ανθρώπινο πλαίσιο, δηλαδή τους αγνοούμενους, τους ανθρώπους που χάθηκαν».
Απαγγέλλει και σχολιάζει το ποίημα «Στα στέφανα της κόρης του». Αναφέρεται ιδιαίτερα στις σχέσεις του ποιήματος με το δημοτικό τραγούδι.
1:00:13. Μεθιστορια (1995)
Στρέφεται προς τη Μεθιστορία. Απαγγέλλει και σχολιάζει το ποίημα «Το Μίζαρον» περιγράφοντας με λεπτομέρειες το βιωματικό του υπόστρωμα.
«Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ γραμματικός, για να περιγράψει την τραγικότητα. Με απλούς τρόπους μπορεί να διαγράψει την τραγωδία, να φτιάξει το πλαίσιό της».
1:04:10. Δοκιμιν (2000)
Αναφέρεται στην έκδοση της συλλογής Δοκίμιν και στην ιδιαίτερη αντίληψη περί ελληνισμού που το βιβλίο αυτό, όπως και το Κυδώνιον Μήλον (2006), εκφράζει.
«Συνηθίζω να λέω ότι το Δοκίμιν δεν είναι ένα βιβλίο· είναι ένα γαλαξιακό συγκρότημα, γιατί σε αυτό θέλησα να χωρέσω τα πάντα. Κι επειδή θέλησα να χωρέσω τα πάντα, γι᾽ αυτό και το βιβλίο δεν προσέχτηκε πολύ».
Εκφράζει την απογοήτευση και την πικρία του για τον επαρχιωτισμό που χαρακτηρίζει την κυπριακή κοινωνία.
Απαγγέλλει και σχολιάζει το ποίημα «Παλινωδία», ένα ποίημα ποιητικής, που στηρίζεται στο ερώτημα: «Πώς μπορείς να επιβιώσεις (ακόμη και βιολογικά) σε ένα χώρο που δεν αντέχει την αλήθεια;». Αναφέρεται και στο άρθρο με το οποίο αναλύει το ποίημα «Ποιητική αναγνώριση της μυθικής Ελένης», το οποίο συμπεριλαμβάνεται τώρα στη συλλογή των δοκιμίων του ποιητή, που φέρει τον τίτλο Ολισθηρός Ιστός (Αθήνα, 2009).
Απαγγέλλει και σχολιάζει το ποίημα «Γλυκό του Κουταλιού». Επιμένει ιδιαίτερα σ᾽ αυτό καθώς παρούσες ήταν τέσσερις μαθήτριες του Γυμνασίου, που διδάσκονται το ποίημα. Ειδικές διευκρινίσεις: «το σπίτι τ᾽ αλμυρό»: παραθαλάσσιο το σπίτι αλλά και αλμυρά δάκρυα· «σιμά σε λάκκο»: υπαινιγμός στη Νέκυια· «Κήπος»: ο Κήπος της Εδέμ, επιστροφή στην εδεμική κατάσταση των παιδικών αναμνήσεων· «Γλυκό του Κουταλιού»: λογοπαίγνιο με τη σύγχρονη και αρχαία έννοια της λέξης νόστιμον και της φράσης νόστιμον ἦμαρ· «αντιδωρήματα»: μου δίνει «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν», μου δίνει αυτά που είναι δικά μου· «κρεβατοκάμαρα»: το σημείο της επιστροφής του ξενιτεμένου, υπαινιγμός στο ψ της Οδύσσειας· «η μάνα μου με κοιτάει από ᾽να κάδρο»: όπως η Θεοτόκος στην εκκλησία, η μάνα έχει μετατραπεί σε είδος Παναγίας· «Τροία»: υπαινιγμός στον Αινεία· «σαν καλογέλαστη»: λες και ήταν καλογέλαστη ή πράγματι ήταν καλογέλαστη; Αφήνεται ανοιχτό το ερώτημα· «γαντοφορεμένο»: το επίθετο τονίζει την έννοια του χεριού, διότι το χέρι είναι το κύριο ζητούμενο, ο άνθρωπος εξελίχθηκε σε σχέση με τα άλλα ζώα χάρη στην τελειότητα του χεριού του· «ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη…»: σύνταξη είναι η λογική της γλώσσας αλλά και αυτό που μας συγκροτεί ως ανθρώπους· διά μέσου των αιώνων ο άνθρωπος ωριμάζει και μπορεί να ονειρεύεται, χρειάστηκαν αιώνες για να αρθεί ο άνθρωπος πάνω από το επίπεδο του καρποσυλλέκτη).
1:35:25. Γενικες σκεψεις περι ποιησης, ποιητικης εμπνευσης και μεθοδου
«Αφήνω πάντα τον εαυτό μου διαθέσιμο στο ποίημα. Το ποίημα έρχεται πάντοτε σε μένα».
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
Ελληνική ΠοίησηΑ' Έκδοση: 2019
Φωτογραφία εξωφύλλου:
Ρήσος Χαρίσης
Σελίδες: 910
Διαστάσεις: 13 x 20,5 εκ.
ISBN: 978-960-572-271-5
Εύδοξος: 94642789Διαβάστε ένα απόσπασμα