https://www.youtube.com/watch?v=XvErS-Plk30
συνέντευξη : Γιάννης Κοντός -- entretien : Iannis Kondos
Νίκος Καλλίτσης - "Απόπειρα" Ποίηση Γ.Κοντού
Γιάννης Κοντός - Οι θόρυβοι τη νύχτα στο σπίτι - Official Audio Release
Γιάννης Κοντός - Η ιστορία ενός σπιτικού μαχαιριού - Official Audio Release
Γιάννης Κοντός - Η μακιγιέζ - Official Audio Release
Γιάννης Κοντός ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Δαυίδ Ναχμίας ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ
Γιάννης Κοντός - Όταν διαλύονται τα μουσικά συγκρο - Official Audio Release
http://cantfus.blogspot.com/2015/01/1943-2015.html
Yiannis Kontos interview I
Γιάννης Κοντός: Ο αθλητής του τίποτα

Ο Γιάννης Κοντός, που πέθανε τα ξημερώματα της Τετάρτης, 21 Ιανουαρίου 2015, στα 72 του, ήταν, όπως λέει ο Γιώργος Ζεβελάκης, ο ποιητής του σιωπηλού πένθους.
Έζησε μετά «το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων» (κατά τον όρο του Λυοτάρ, όπως τουλάχιστον τον χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα), δεν στρατεύθηκε κατά συνέπεια σε καμία τελεολογία, ούτε για να την υμνήσει ούτε για να θρηνήσει το χαμό της. Έζησε μέσα στα βιβλία, μαζί με ανθρώπους του βιβλίου, συνανστράφηκε πρόσωπα της καθημερινότητας, και η στιχουργική του απλώς επιβεβαίωνε το αντιηρωικό της ζωής, μέρα τη μέρα.
Αντί άλλης φλυαρίας, αναδημοσιεύουμε ένα ποίημά του από το 1998. «Ο αθλητής του τίποτα», από την ομώνυμη συλλογή:
Ο ΑΘΛΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ
Τρέχει. Τρέχει με αντίθετο άνεμο.
Περνά βουνά, λίμνες, πόλεις.
Δυσκολίες και δυσκολίες. Φωτιές, πολέμους,
γκρίνιες, οικογένειες.
Λίγες ομορφιές όταν σταματάει να πιει νερό.
Τις βλέπει για λίγο, τις πιάνει, ξεχνιέται.
Και πάλι το κυνηγητό, η κομμένη ανάσα,
οι αποσπασματικές εικόνες, τραίνα που περνούν
με χαρούμενους ανθρώπους.
Και αυτός
σαν κυνηγημένος να προσπαθεί ταυτόχρονα
και άλλα αθλήματα. Να έρχεται τελευταίος
με την ψυχή στο στόμα, να μην τον βλέπει
κανείς, γιατί οι θεατές έχουν ήδη διαλυθεί.
Με βροχές, με χιόνια, με ήλιους, το σώμα
αντέχει, το μυαλό πετάει. Άλλοτε ξεχνάει
- άλλοτε θυμάται.
Σε μια στάση για να δει
το φεγγάρι, συνέχεια σκέπτεται: το βιολέ
απόβραδο, τα χάδια και τις υποσχέσεις.
Και τρέχει, τρέχει, ενώ οι άλλοι συναθλητές του
έχουν τερματίσει και σάρωσαν βραβεία
και ιαχές. Αυτός μόνος τον κύκλο
του χρόνου τρέχει. Χρόνος σε ευθεία
ή τεθλασμένη ή σπείρα.
Δεν κοιτάζει πίσω το ποίημα,
γιατί τον ακολουθούν μύγες, ακρίδες
και μολυσμένος αέρας του πολιτισμού.
Περνώντας βλέπει δέντρα και ουρανό,
βλέπει πουλιά, χαμογελά και λέει
να δραπετεύσει, να πετάξει.
Αλλά δεν γίνεται, είναι προγραμματισμένος
γι αυτόν το ρόλο. Το ρόλο του δρομέα
με το άγνωστο τέρμα.
Νύχτα και μέρα αναβοσβήνουν.
Τα μάτια του συνήθισαν σ' αυτό
το λυκόφως.
Ήρωας του Σάμουελ Μπέκετ
δεν το φαντάστηκε ποτέ ότι θα γίνει.
Τώρα πλησιάζει σε ένα σκοτάδι
που αυτός το βλέπει άπλετο φως.
Φουσκωμένα τα μάγουλα από την προσπάθεια,
είναι σαν να φουσκώνει τα πανιά της
Αργοναυτικής Εκστρατείας.
Πάει και πάει.
Το πέλμα θυμάται το πριν και το
μετά αμετάκλητα. Γίνεται τροχός,
βγάζει σπίθες και πείσμα του έρωτος.
Το τέρμα σφίγγεται βίδα
στο άπειρο ή στην κάθε μέρα.
Ένας διασκελισμός και χάνεται
στην αβεβαιότητα του τέλους
Category Archives: Γιάννης Κοντός
«ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ … ΣΒΗΣΑΝΕ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ»
—της Ελένης Κεχαγιόγλου—
Φαίνεται κάπου
χρωστάω και με σταθερό χέρι
καταγράφω τις διακυμάνσεις
της ψυχής μου.
Από τη συλλογή Ο αθλητής του τίποτα, Κέδρος 1997
Ποιητής της γενιάς του ’70, συνοδοιπόρος δηλαδή του Γιάννη Βαρβέρη, του Μιχάλη Γκανά, της Τζένης Μαστοράκη, του Νάσου Βαγενά, της Δήμητρας Χριστοδούλου και άλλων, ο Κοντός ανήκε στην πολυάριθμη εκείνη ομάδα των ποιητών που σύμφωνα με τον Γ. Π. Σαββίδη εμφανίστηκαν μετά το 1967 και είχαν «έντονες προσωπικότητες και ένα αίσθημα συνοχής». Σύμφωνα με τον ποιητή αυτής της γενιάς και θεωρητικό της, τον Κώστα Παπαγεωργίου, βασικό, και νεωτερικό για την Ελλάδα, χαρακτηριστικό των εκπροσώπων της είναι: «η αμφισβήτηση της γλώσσας από τον εαυτό της και, προκειμένου για την ποίηση, ο διασυρμός, η χλεύη της ποιητικής γλώσσας, η αμφισβήτηση οποιασδήποτε σκοπιμότητάς της εκ μέρους των χειριστών της των ίδιων, των ποιητών», ενώ οι επιρροές τους: οι μπητ Γκίνσμπεργκ, Μπάροους, Κέρουακ, Κόρσο και Φερλινγκέτι, ο Εντσενσμπέργκερ, η Σύλβια Πλαθ, ο Βοσνεσένσκι, αλλά και οι παλαιότεροι Μαγιακόφσκι, Ρεμπώ, Πάουντ και Γουίτμαν. Ο Κοντός δήλωνε επιπλέον φανατικός θαυμαστής του Σάμιουελ Μπέκετ και του γλύπτη Τζιακομέτι και θεωρούσε «ποιητικούς προγόνους» τον Σαχτούρη και τον Καρυωτάκη.
—Η γενιά του 1970 έφερε έναν άλλο αέρα στα ποιητικά πράγματα. Στην αρχή ήμασταν όλοι μαζί. Ήταν και οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής (χούντα, ανελευθερία, φόβος). Μετά, περίπου σε πέντε έξι χρόνια, ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Άλλοι συνέχισαν, άλλοι μείωσαν την παραγωγή τους, άλλοι σταμάτησαν. Συνεχίζω και μάλιστα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με μεγαλύτερη συχνότητα. Δεν είναι μόνο τα ποιήματα. Είναι κείμενα σε εφημερίδες, περιοδικά, κριτικές, κείμενα για ζωγράφους, για θέατρο, ομιλίες. Η αλήθεια είναι ότι η γενιά μας άφησε στίγμα, ύφος και ήθος—
Γιάννης Κοντός, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, Οκτώβριος 2013
Γεννήθηκε το 1943, ακριβώς στο όριο ένταξης στη γενιά αυτή κατά τον Μαρωνίτη ο οποίος ενέταξε στη γενιά τους γεννημένους από το 1943 έως το 1956. Το πρώτο του βιβλίο Περιμετρική εκδόθηκε ακριβώς το 1970, ενώ από την επόμενη χρονιά και μέχρι το 1976 είχε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», το οποίο υπήρξε θρυλικός τόπος συνάντησης συγγραφέων και διανοούμενων τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας• νωρίτερα είχε για λίγο εργαστεί ως ασφαλιστής. Εξέδωσε συνολικά περισσότερες από δεκαπέντε ποιητικές συλλογές (το 2014 εκδόθηκε συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του από τις εκδόσεις Τόπος με τον τίτλο Μυστικά τοπία), δύο πεζά έργα και τρία βιβλία για παιδιά. Παράλληλα, εργάστηκε στο ραδιόφωνο, συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, υπήρξε επί χρόνια ο «άνθρωπος των συγγραφέων» στις εκδόσεις Κέδρος. Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.
Σε υποδεχόταν καθισμένος στο γραφείο του, στον πέμπτο όροφο, Γενναδίου 3, χωρίς τυπικότητες, με μια θερμή οικειότητα που σε έκανε να νιώθεις πως είσαι και συ άνθρωπος του χώρου. Το βιογραφικό, χωρίς ημερομηνία γεννήσεως. Όχι γιατί την κρύβει, έτσι κι αλλιώς σφύζει από νεανικότητα, με τα φουλάρια και τα φοβερά κασκόλ του ν’ ανεμίζουν. Αλλά γιατί αρέσκεται παιχνιδιάρικα να δηλώνει ότι γεννήθηκε όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο του ποίημα, το 1965. Ή όταν εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, το 1970. Άλλωστε, ήδη από την πρώτη εντύπωση, αυτός ο άνθρωπος μόνο ποιητής θα μπορούσε να είναι.
Μάρη Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 30/11/2014
Γεννήθηκε στο Αίγιο, αλλά έζησε στην Αθήνα όπου πρωτοήρθε για να σπουδάσει Οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Αθηνών• φανατικός της μεγαλούπολης —σε συνέντευξή του στην Ελπίδα Πασαμιχάλη, με αφορμή την έκδοση της Ηλεκτρισμένης πόλης—, δήλωνε: «Η μεγάλη πόλη είναι κόμβος όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για τον πολιτισμό. Όλα σχεδόν γίνονται και δημιουργούνται στις μεγαλουπόλεις, όπως το Παρίσι, η Νέα Υόρκη και η Αθήνα. Οι πιο μεγάλες καλλιτεχνικές σχολές γίνονται στις μεγαλουπόλεις. Δεν γίνονται σε μία μικρή πόλη. Δεν είναι μόνο το οικιστικό πρόβλημα και η κίνηση των αυτοκινήτων. Όλα μαζί δημιουργούν τον πολιτισμό».
Παρ’ όλα αυτά, το 2008 δεν είχε αυτοκίνητο ούτε κινητό — και δεν φοβόταν τη μοναξιά: «Εγώ είμαι ευτυχισμένος με τη μοναξιά μου. Η μοναξιά είναι για μένα επιλεγμένος τρόπος ζωής, όπου δεν είμαι μοναχός μου, ούτε μοναχικός. Τη μοναξιά ξέρω και τη δαμάζω. Βέβαια όλα αυτά είναι συνδεδεμένα με τη λογοτεχνία που είναι μία μεγάλη συντροφικότητα. Σκέφτομαι τις λέξεις, τους στίχους, παρατηρώ τα πρόσωπα στο δρόμο και αυτά μου δημιουργούν τα ποιήματα, μου δημιουργούν το βιβλίο».
Ο Γιάννης Κοντός —που στις 21 Ιανουαρίου 2015 πέθανε στο νοσοκομείο, ύστερα από πάλη με τον καρκίνο— ανήκε στους ποιητές που, όπως έγραψε ο Roderick Beaton, «συστηματικά προσγειώνουν το μύθο και εξοικειώνονται μαζί του. Εξετάζουν και διερευνούν, χωρίς να διακατέχονται από αίσθημα κατωτερότητας, τη σύγχρονη συνάντηση των πατροπαράδοτων πολιτιστικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης και της γλώσσας, με το διεθνισμό της ηλεκτρονικής εποχής και της pop κουλτούρας. Κανένας από τους ποιητές αυτούς δεν προσπαθεί να αναβιώσει τις παραδόσεις του παρελθόντος, όπως είχε κάνει η προηγούμενη γενιά, ούτε όμως αγνοούν τους μύθους, την ιστορία, τις παραδόσεις και τη γλώσσα του ελληνικού παρελθόντος».
—ΠΟΙΗΜΑΤΑ—
Ανασκαφές 1972
Οι λέξεις κύλησαν από το στόμα.
Σβήσανε μες στο σκοτάδι.
Κοιτάζεις την άλλη μεριά του σήμερα
και
το άγαλμα του ποιητή σηκώνεται
ζεστό ακόμη, τινάζοντας το χώμα από πάνω του.
Τώρα κατεβαίνει την Σταδίου
γελώντας δυνατά.
(Οι αρχαιολόγοι — οι τυμβωρύχοι
το ’βαλαν στα πόδια βρίζοντας)
.
Από τη συλλογή Απρόοπτα, Κέδρος 1975
Η μεγάλη σιωπή
Με φωνάζουν διάφορες φωνές.
Χρωματιστές, σιδερένιες
—η φωνή σου το απόγευμα σε κίτρινη φοδρα—
Φωνή βωόντος εν τη ερήμω.
Έρημο φως. Έρημος τόπος.
Το χέρι μου βόσκει στην κοιλιά σου.
Η φωτογραφία δείχνει διαδήλωση
ή αιχμαλώτους — έστω, ανθρώπους
που θα χαθούν — στο τέλος
εκεί που σβήνουν όλα, βλέπω
τη γυναίκα μου να φωνάζει:
«πιο κάτω, πιο κάτω το χέρι σου»
ή το φοβερό: «ωραία μέρα σήμερα».
Το σταματημένο χέρι.
Το σταματημένο ποίημα.
Από τη συλλογή Φωτοτυπίες, Κέδρος 1977
7
Έσπασε το μολύβι.
Έσπασε το χέρι.
Έσπασε η γλώσσα.
—Όλοι φωνάζουν—
91
Όταν πεθάνω θα φοράω κάλτσες
—χωρίς παπούτσια— πέτρες στις τσέπες,
για να μη με σηκώνει ο αέρας ή ο διάβολος.
Και θα βαδίζω αδιάφορα με ανοιχτή
ομπρέλα στο οπτικό σου πεδίο.
100
Επιμένω: το μαύρο χαμόγελο
του Καρυωτάκη (και η βλακεία σας
πενήντα τρία χρόνια στα ρηχά).
106
Έξω γαβγίζουν οι εφημερίδες.
Μέσα πεταμένα λόγια, μπαγιάτικα.
Από τη συλλογή Τα οστά, Κέδρος 1982
Ο Γιάννης Κοντός, στην εκπομπή Ιχνηλάτες.
Ο σκουπιδιάρης
ή
το πρωτογενές πλεόνασμα της οικονομίας
Μήπως είναι αυτός που μες στη νύχτα μαζεύει
τα όνειρά μας σε σακούλες ή χύμα, και τα πετάει
στη μεγάλη χωματερή του ουρανού;
Βράζει ή παγώνει η νύχτα και τον ακολουθεί.
Από κάπου ακούγεται η πρώτη συμφωνία
του Γούσταβ Μάλερ. Οι δρόμοι βρεγμένοι, γεμάτοι
ρακοσυλλέκτες, ταιριάζουν τα ανόμοια.
Ο γαλαξίας κλεισμένος σε παλιά μπουκάλια μπίρας
βγάζει καπνούς, νοσταλγίες και πάει λέγοντας…
Αυτός -ας πούμε- ο θάνατος φωτογραφίζει τοπία
της αγάπης σου και τα ταχυδρομεί στο πουθενά.
Η νύχτα προχωρά, τελειώνει και αυτός ο επίορκος
συσσωρεύει τα σκουπίδια μπροστά σε ένα άγαλμα
του καθημερινού ανθρώπου. Άγαλμα από γυαλί, φως
και παρελθόν. Πώς περνούν οι ώρες;
Πώς μας δείχνουν οι δείχτες ξυράφια την εφορία
και το Υπουργείο Οικονομικών. Οι πεθαμένοι δεν μιλάνε
και αυτός διαλαλεί τον θάνατο και τα κενά του χρόνου
σε ληγμένα γραμμάτια της συμφοράς.
Ποίημα εν είδει Επιμέτρου στη συλλογή Μυστικά τοπία, Τόπος 201
https://www.ogdoo.gr/politismos/vivlio/giannis-kontos-ta-poiimata-1970-2010-neo
πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013 και ώρα 20.00 στο Polis Art Caf é . Την παρουσίαση συντονίζει ο ποιητής Θανάσης Θ. Νιάρχος και διαβάζουν οι ηθοποιοί: Κώστας Καζάκος, Νικήτας Τσακίρογλου, Ζωή Φυτούση, Πέμη Ζούνη, Λουκία Μιχαλοπούλου και η ποιήτρια Μαριγώ Αλεξοπούλου.
Ο Γιάννης Κοντός αναμφισβήτητα κατέχει εξέχουσα θέση ανάμεσα στους ώριμους ποιητές μας. Με όπλο έναν καρυωτακικής προέλευσης αυτοσαρκασμό και χρησιμοποιώντας μια γλώσσα κρυπτική, αιχμηρή, εκ προθέσεως αντιποιητική και εντυπωσιακά παραστατική, έχει διαμορφώσει μια χαρακτηριστική φωνή. Η ιδιοτυπία και η δύναμη αυτής της φωνής εντοπίζεται, όπως ορθά σημειώνει ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς, στον τρόπο με τον οποίο συνδυάζει την αμεσότητα του προφορικού λόγου με την ευρηματικότητα – γνώρισμα που λειτουργεί κυρίως στον τρόπο που ο Κοντός «εικονογραφεί» αισθήματα και σκέψεις. Μπορεί «κάθε πραγματικότητα να είναι αποκρουστική» (αποστροφή που θα συνυπέγραφε και ο αγαπημένος του Koντού Μίλτος Σαχτούρης), αλλά ο ποιητής ξέρει να δραπετεύει πάντα μέσω μιας ευφυούς μεταφοράς.
Η παρούσα συγκεντρωτική έκδοση όλου του ως σήμερα εκδομένου έργου τού Γιάννη Κοντού επιτρέπει στον νεότερο αναγνώστη να εξοικειωθεί με τον ιδιότυπο λόγο του ενώ, ταυτόχρονα, δίνει τη δυνατότητα στον μυημένο αναγνώστη να απολαύσει τα διαδοχικά στάδια ανάπτυξης της δημοφιλούς ποιητικής του φωνής. Ο Γιάννης Κοντός δημοσίευσε ποίηση για πρώτη φορά το 1965, και το πρώτο του βιβλίο, η Περιμετρική, εκδόθηκε το 1970. Έχει εκδώσει δεκαέξι ποιητικά βιβλία, δύο βιβλία με πεζά κείμενα
(Τα ευγενή μέταλλα, τ. 1 και 2), και τρία βιβλία για παιδιά. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες και έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Το 1973 πήρε τη χορηγία του Ιδρύματος Ford. Το 1978 κυκλοφόρησαν στα αγγλικά δύο επιλογές ποιημάτων του. Η μία, σε μετάφραση Γιάννη Γκούμα, με τίτλο Mercurial Time, και η άλλη, σε μετάφραση Γιάννη Σταθάτου, με τίτλο Danger in the Streets. To 1984 κυκλοφόρησε στα δανέζικα το βιβλίο του Τα οστά, σε μετάφραση W. Gjertøv Pedersen. Το 1986 εκδόθηκε στις ΗΠΑ το βιβλίο Τα οστά και άλλα ποιήματα ’72-’82, σε μετάφραση James Stone. Το 1989 εκδόθηκαν στη Δυτική Γερμανία επίσης Τα οστά, σε μετάφραση Άρη Γεράλδη και Gunnar König. To 1997 εκδόθηκε στα δανέζικα το βιβλίο του Δωρεάν σκοτάδι, σε μετάφραση W. Gjertøv Pedersen. To 2003 κυκλοφόρησε στη Μεγάλη Βρετανία, σε μετάφραση Ντέιβιντ Κόνολι, Ο αθλητής του τίποτα. Το 2006 εκδόθηκε στα σερβικά Ο αθλητής του τίποτα, σε μετάφραση Γκάγκα Ρόσιτς. Σε μετάφραση Νίκου Κατσαλίδα έχουν κυκλοφορήσει στην Αλβανία Ο αθλητής του τίποτα και Τα οστά το 2007.
Την περίοδο 1981-1989 συνεργάστηκε με το ραδιόφωνο της «ΕΡΤ», στο πρώτο πρόγραμμα, και στη συνέχεια, για έξι μήνες, με τον ραδιοφωνικό σταθμό «902 Αριστερά στα FM». Και στους δύο σταθμούς έκανε σειρά εκπομπών για τη λογοτεχνία. Επί σειρά ετών υπήρξε σύμβουλος εκδόσεων στις εκδόσεις «Κέδρος» και στη συνέχεια στις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Έχει κατά διαστήματα συνεργαστεί με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και με τις εφημερίδες Τα Νέα, Το Βήμα της Κυριακής, Ελευθεροτυπία, Αυγή και Καθημερινή. Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο Καλλίτση, με τον τίτλο Απόπειρα. Έχει γράψει κείμενα για σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Τον Απρίλιο του 1992 εκδόθηκε μια επιλογή ποιημάτων του με τίτλο Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά. Το 1999 κυκλοφόρησε η ανθολογία ποιημάτων του Πρόκες στα σύννεφα, που επιμελήθηκε ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης και που συμπλήρωσε με 20 χαρακτικά του. Διδάσκει σε σχολή θεάτρου. Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή Ο αθλητής του τίποτα. Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.
Σελ.: 480 | Σχήμα: 15,3X23,8 | ISBN: 978-960-499-061-0 | Τιμή: 26,00€ | 1η έκδοση: Μάρτιος 2013
Γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943.
Σπούδασε οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς.
Έγραψε τις ποιητικές συλλογές:
Το χρονόμετρο (1970), Τα απρόοπτα (1975), Φωτοτυπίες (1977),
Στη διάλεκτο της ερήμου (1980), Ανωνύμου Μοναχού (1985), Ο αθλητής του τίποτα (1997) κ.ά.
Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο ποίησης (1998).
Γιάννης Κοντός
Γιάννης Κοντός | |
---|---|
![]() Ο Γιάννης Κοντός (δεξιά), με το Νίκο Καλλίτση | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Γιάννης Κοντός (Ελληνικά) |
Γέννηση | 1943[1][2][3] Αίγιο |
Θάνατος | 21 Ιανουαρίου 2015 Αθήνα |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά Νέα ελληνική γλώσσα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής συγγραφέας |
Ο Γιάννης Κοντός (Αίγιο, 1943 – Αθήνα, 21 Ιανουαρίου 2015)[4] ήταν Έλληνας συγγραφέας, ραδιοφωνικός παραγωγός και μεταφραστής.
Βραβεία
Το 1998 τιμήθηκε[6] με Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Ο Αθλητής του Τίποτα» και το 2009 από την Ακαδημία Αθηνών (Βραβείο Ουράνη) για το σύνολο του έργου του.
Στην άκρη του καλοκαιριού, ο μεταξοσκώληκας τρώει φως και βγάζει μετάξι για την νύχτα. | Γιάννης Κοντός |
Εργογραφία
- (2015) Η αρκούδα και το βατραχάκι, εκδ. Παπαδόπουλος
- (2014) Θανάσιμα επαγγέλματα, εκδ. των Φίλων
- (2014) Μυστικά τοπία, εκδ. Τόπος
- (2013) Τα ποιήματα, εκδ. Τόπος
- (2010) Η στάθμη του σώματος, εκδ. Μεταίχμιο
- (2009) Τα παραμύθια του καλού μάγου, εκδ. Κέδρος
- (2008) Ηλεκτρισμένη πόλη, εκδ. Κέδρος
- (2006) Δευτερόλεπτα του φόβου, εκδ. Κέδρος
- (2005) Τα ευγενή μέταλλα, εκδ. Κέδρος
- (2004) Τα Χριστούγεννα έρχονται, εκδ. Κέδρος
- (2002) Η υποτείνουσα της σελήνης, εκδ. Κέδρος
- (2001) Αριστείδης ο μικρός ιπποπόταμος, εκδ. Κέδρος
- (2000) Περιμετρική, εκδ. Κέδρος
- (1999) Πρόκες στα σύννεφα, εκδ. Κέδρος
- (1997) Ο αθλητής του τίποτα, εκδ. Κέδρος
- (1997) Στη διάλεκτο της ερήμου, εκδ. Κέδρος
- (1994) Τα ευγενή μέταλλα, εκδ. Κέδρος
- (1992) Στο γύρισμα της μέρας, εκδ. Κέδρος
- (1991) Το χρονόμετρο, εκδ. Κέδρος
- (1990) Τα οστά, εκδ. Κέδρος
- (1989) Δωρεάν σκοτάδι, εκδ. Κέδρος
- (1987) Τα απρόοπτα, εκδ. Κέδρος
- (1987) Φωτοτυπίες, εκδ. Κέδρος
- (1986) Ανωνύμου μοναχού, εκδ. Κέδρος
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
- (2013) Ημερολόγιο: Παιδιά του κόσμου, εκδ. Γκοβόστη
- (2012) Ποιητικές συνομιλίες, εκδ. Οδός Πανός
- (2012) Τζένη Καρέζη, εκδ. Ίδρυμα Τζένη Καρέζη
- (2011) Μιχάλης Μανουσάκης: Ο χώρος του χρόνου, εκδ. Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων
- (2011) Ο κόσμος του Οδυσσέα Ελύτη, εκδ. Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη
- (2011) Στίχοι στο καβαλέτο, εκδ. Τέχνης "Οίστρος"
- (2008) Δ. Μυταράς: Ζωγραφική 1956-2008, εκδ. Ιανός
- (2008) Λόγος για την Ύδρα, εκδ. Καστανιώτη
- (2007) Παναγιώτης Τέτσης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα
- (2007) Σωτήρης Σόρογκας, εκδ. Καστανιώτη
- (2006) Με τον ρυθμό της ψυχής, εκδ. Κέδρος [επιμέλεια, κείμενα]
- (2005) Lazongas Α4, εκδ. Άγκυρα
- (2005) Παιδιά του κόσμου, εκδ. Επίλογος
- (2004) Το χρονικό του Κέδρου, εκδ. Κέδρος
- (2002) 57 κείμενα για τη Νίκη Καραγάτση, εκδ. Άγρα
- (1999) Αθήνα, διαδρομές και στάσεις, εκδ. Πατάκη
- (1998) Santé, εκδ. Ύψιλον
- (1994) Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, εκδ. Κέδρος
Μεταφράσεις έργων του
Στα Αγγλικά:
- (1985) The bones, selected poems, (tr.by James Stone), New York, The Globe Press
- (1978) Mercurial Time, (tr.by Yannis Goumas), Knotting Bedfordshire, The Sceptre Press
- (1978) Danger in the streets, (tr.by John Stathatos), London, Oxus Press
- (1976) The Unforeseen, (tr.by Yannis Goumas), Green Horse Booklet No 13
Στα Γερμανικά:
- (1990) Die Knochen und die Kreide, (tr.by Aris Geradis und Gunnar Konig), Koln, Romiosini Verlag
Στα Δανικά:
- (1998) Morket som gave, (tr.by W. Gjerlov Pedersen) Husets Forlag
- (1984) Knoglerne, (tr.by W. Gjerlov Pedersen), Husets Forlag
«...Να έχεις ελεύθερες λέξεις στο σπίτι,
να σου κελαηδούν, να φεύγουν οι μανταρινιές
από τον παράδεισο και να ζηλεύει η γειτονιά.
«Το ορφανοτροφείο των λέξεων»
Παραπομπές
- ↑ 1,01,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας, Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας: Gemeinsame Normdatei. 133313581. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ 2,02,1 LIBRIS. 350030. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 3,03,1 CONOR.BG. 21716581.
- ↑ ‘ΤΑ ΝΕΑ’: «Πέθανε ο ποιητής Γιάννης Κοντός»
- ↑ Lifo.gr: "Ο μοναδικός δίσκος σε ποίηση Γιάννη Κοντού με την Αφροδίτη Μάνου"
- ↑ Βιογραφικό του ποιητή, από την βάση δεδομένων της biblionet.gr]
Πηγές
- http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=462&t=291
- http://www.kathimerini.gr/800384/article/politismos/vivlio/giannhs-kontos-o-ey8yvolos-poihths
- http://www.tanea.gr/news/culture/article/5201065/pethane-o-poihths-giannhs-kontos/
- http://www.protothema.gr/culture/article/444422/efuge-apo-ti-zoi-o-poiitis-giannis-kodos/
- https://web.archive.org/web/20160305011305/http://www.ert.gr/epoches-ke-singrafis-giannis-kontos/
- http://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/3418-giannis-kontos
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Σε συνέντευξη του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο Γιάννης Κοντός, είχε πει για την ποίηση: «Η ποίηση καταγράφει τα πάντα, ο ποιητής ως πολίτης και καλλιτέχνης βιώνει τη σύγχρονη κοινωνία, που δυστυχώς είναι σε ένα τέλμα. Όλα τα έχει προσαρμόσει στο θέμα οικονομία».
https://www.protothema.gr/culture/article/444422/efuge-apo-ti-zoi-o-poiitis-giannis-kodos/
Διαβάστε απόσπασμα της συνέντευξης που είχε παραχωρήσει ο αξέχαστος Γιάννης Κοντός
Με τον συγκεντρωτικό τόμο των ποιημάτων σας, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Τόπος, συμπληρώνετε μια τεσσαρακονταετία αδιάλειπτης παρουσίας στην ποίηση. Πώς θα ορίζατε την ταυτότητά της;
Από έφηβος με προσδιόρισε ο μοντερνισμός. Αυτός με οδήγησε στα πρώτα βήματά μου. Αυτός με απελευθέρωσε. Αυτός με καθόρισε και είμαι παιδί της γενιάς του 1930 και των μεταπολεμικών ποιητών. Χωρίς να λησμονώ και τα διδάγματα των παλαιότερων, Ελλήνων και ξένων. Εξάλλου πιστεύω στη συνέχεια της τέχνης.
Η ποίησή σας είναι, μεταξύ άλλων, και μια ποίηση του αστικού τοπίου. Οι ποιητικοί σας ήρωες μοιάζουν να τρομάζουν και ταυτοχρόνως να εξοργίζονται με την απάνθρωπη και συχνά εκφοβιστική όψη του. Αντανακλά αυτό το διαταραγμένο κοινωνικά τοπίο και μιαν εσωτερική ρωγμή της ύπαρξης;
Φυσικά και είμαι ποιητής του άστεως. Η ύπαιθρος χώρα δεν μου λέει τίποτε. Θέλω τους ανθρώπους, τη μεγάλη πόλη, το στρίμωγμα και την ταχύτητα της κινήσεως. Και βέβαια αυτή η πίεση η κοινωνική και η ανθρώπινη πολλές φορές είναι απάνθρωπη, γι αυτό και οι ήρωές μου αντιδρούν. Και φυσικά όλο αυτό το πνεύμα αντανακλά και μια εσωτερική-υπαρξιακή αγωνία στον σύγχρονο άνθρωπο.
Ισχυρές μεταφορές, γρήγορη και ταυτοχρόνως αιφνιδιαστική εναλλαγή των χώρων και των εικόνων: το γράψιμό σας έχει έναν ασθματικό, κάποτε και εσκεμμένα παραληρηματικό ρυθμό. Τι Θέλετε πρωτίστως να εκφράσετε χρησιμοποιώντας μια τέτοια τεχνική;
Είναι η μεγάλη αγωνία για τη διάσταση των ανθρώπων: με την τεχνολογία, το σύστημα των τραπεζών και την παγωμένη αντιμετώπιση από όλες τις κυβερνήσεις που μας βλέπουν σαν αριθμούς. Γι αυτό είμαι φανατικός θαυμαστής του Σάμιουελ Μπέκετ και του γλύπτη Τζιακομέτι.
Είστε ένας ποιητής από τη δουλειά του οποίου δεν έλλειψε ποτέ η ανησυχία για ό,τι συμβαίνει στο πεδίο του συλλογικού. Πιστεύετε ότι η ποίηση είναι σε θέση να αποτυπώσει με κάποιον τρόπο τα εξαιρετικά κρίσιμα χρόνια στα οποία ζούμε;
Η ποίηση καταγράφει τα πάντα, ο ποιητής ως πολίτης και καλλιτέχνης βιώνει τη σύγχρονη κοινωνία, που δυστυχώς είναι σε ένα τέλμα. Όλα τα έχει προσαρμόσει στο θέμα οικονομία.
Ο Καρυωτάκης και ο Σαχτούρης είναι δυο ποιητές τους οποίους έχετε κατονομάσει συχνά ως ποιητικούς σας προγόνους. Πώς συνομιλείτε γενικότερα με το λογοτεχνικό παρελθόν, ελληνικό και ξένο;
Επανέρχομαι, συνομιλώ, μαθαίνω, είμαι πάντα μαθητής με τους ποιητές που αγαπώ και με έχουν επηρεάσει. Ποτέ δεν μένω μόνος, αυτοί είναι το σπίτι μου.
Ανήκετε στην πολυσυζητημένη γενιά του 1970, η οποία έχει χαρακτηριστεί και ως γενιά της αμφισβήτησης ή γενιά της άρνησης. Πώς θα τοποθετούσατε τον εαυτό σας στους κόλπους της γενιάς και πώς αξιολογείτε την πορεία της μέχρι τις ημέρες μας;
Η γενιά του 1970 έφερε έναν άλλο αέρα στα ποιητικά πράγματα. Στην αρχή ήμασταν όλοι μαζί. Ήταν και οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής (χούντα, ανελευθερία, φόβος). Μετά, περίπου σε πέντε έξι χρόνια, ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Άλλοι συνέχισαν, άλλοι μείωσαν την παραγωγή τους, άλλοι σταμάτησαν. Συνεχίζω και μάλιστα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με μεγαλύτερη συχνότητα. Δεν είναι μόνο τα ποιήματα. Είναι κείμενα σε εφημερίδες, περιοδικά, κριτικές, κείμενα για ζωγράφους, για θέατρο, ομιλίες. Η αλήθεια είναι ότι η γενιά μας άφησε στίγμα, ύφος και ήθος.
Παρατηρείτε αλλαγές (κι αν ναι, ποιες ακριβώς) στην ποίηση την οποία γράφουν οι νεώτεροι; Τι περιμένετε από τη δουλειά τους;
Τα τελευταία δέκα χρόνια υπάρχουν φωνές που υπόσχονται πολλά, με άλλον αέρα, σύγχρονη γλώσσα και μια ματιά αιρετική για την κοινωνία. Και βέβαια, όπως δείχνουν, σκάβουν μέσα τους πολύ.
https://www.youtube.com/watch?v=XvErS-Plk30Γιάννης Κοντός: «Φυσικά ένα ποίημα γράφουμε μια ζωή».
Μια παλιά συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στην Ελένη Γκίκα //
«Εν κατακλείδι ό,τι λέμε γύρω από αυτά είναι λόγια του αέρα, το ποίημα μετρά».
Ώσπου να φτάσει στην «Υποτείνουσα της σελήνης» μεσολάβησαν δέκα ποιητικές συλλογές. «Τα ευγενή μέταλλα» σε πεζά κείμενα και ένα παιδικό, «Αριστείδης, ο μικρός ιπποπόταμος» που βρήκε σχήμα και χρώμα από τον Δημήτρη Μυταρά.
Χρειάστηκε, δηλαδή, να προυπάρξουν η «Περιμετρική», «Το χρονόμετρο» και «Τα απρόοπτα», να δούμε «Φωτοτυπίες» «Στη διάλεκτο της Ερήμου», «Τα οστά» πρώτα, ενός «Ανώνυμου μοναχού», κι εκεί περίπου στο «Δωρεάν σκοτάδι», «Όταν πάνω από την όλη ακούγεται ένα τύμπανο», ακριβώς επάνω «Στο γύρισμα της μέρας», «Ο αθλητής του τίποτα» που κατορθώνει το ακατόρθωτο «Πρόκες στα Σύννεφα», να μας μιλήσει για τους «θορύβους τη νύχτα στο σπίτι» για τους «θορύβους τη μέρα στο σπίτι», και ως «ωρολογοποιός» να την χαράξει πια για τα καλά την «Υποτείνουσα στη Σελήνη».
Στο μεταξύ ο ποιητής Γιάννης Κοντός βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1998), μεταφράστηκε… Αλλά δεν έπαψε ποτέ να είναι ο ποιητής του άστεως. Παραμένοντας εσαεί εικαστικός και εξομολογητικός ποιητής. Εξάλλου «χωρίς εμμονές δεν γίνεται έργο», το παραδέχεται. Και «Κάθε βιβλίο έχει το χρόνο του, την ωρίμανσή του, το άρωμά του». Έτσι λοιπόν «Η Υποτείνουσα της σελήνης» είναι αποτέλεσμα «εμπειρίας ζωής, ποιήσεως και αγάπης. Κυρίως αγάπης, γιατί αυτό το βιβλίο μου περιέχει ποιήματα αγάπης». Ο Γιάννης Κοντός έτσι ακριβώς παραδέχεται.
– Ας αρχίσουμε ανάποδα, από το υστερόγραφο του βιογραφικού σας: «Ας ξεχάσουμε τα παραπάνω: Γράφει όλα αυτά τα χρόνια ένα ποίημα, δεν πολυταξιδεύει (επιστρέφει στους ίδιους δρόμους και στην περιπέτεια της μονοτονίας) και δεν απομακρύνεται από την παιδική του ηλικία». Ένα ποίημα γράφουμε μια ζωή;
– Φυσικά ένα ποίημα γράφουμε μια ζωή. Όταν σωρεύεις (εμπειρίες, χρώματα, έρωτες, περιπέτειες, πολιτικές, διάφορους φόβους, γνωριμίες, προδοσίες, κάποιες συναντήσεις που δεν ξεχνάς ποτέ κ.α.), όπως μπαίνει στη μνήμη και ανακατεύεται με τα καθημερινά δημιουργεί το λόγο σου, εν προκειμένω γίνεται ποίημα – αν το θες- και συνεχίζεις ισοβίως ένα ποίημα μακρύ και ατέλειωτο, μια κουβέρτα και με αυτό τυλίγεσαι τα κρύα βράδια. Βλέπετε απαντώ ποιητικά στο ερώτημά σας. Έτσι λειτουργώ. Εξάλλου είναι πράγματα και μυστήρια που είναι μαγικά και δεν εξηγούνται αλλιώς. Επιμένω παρ’ όλες τις αλλαγές, τα νέα στοιχεία, τις τόσες μουσικές, ουσιαστικά ένα ποίημα συνεχίζουμε.
– Αληθεύει, δηλαδή, ότι υπάρχει εμμονή δημιουργού; Και επί τω προκειμένω, η δική σας;
– Χωρίς εμμονές δεν γίνεται έργο. Αν δεν σου τη «βαρέσει» επάνω σε ορισμένα θέματα ή εικόνες δεν «στοιχειώνεις», δεν φαντάζεσαι. Να σας αναφέρω ένα απλό παράδειγμα. Όπως πέφτει το φως την τάδε ώρα του απογεύματος, προβάλλεται μέσα σου ένα συγκεκριμένο πρόσωπο κι έτσι σε σένα, στον εγκέφαλό σου, αυτή η έμμονη εικόνα κινητοποιεί τον μηχανισμό της γραφής και γράφεις. Έτσι απλά, αλλά και περίπλοκα γράφεις ή εισέρχεσαι στην πολύχρονη περιπέτεια της γραφής.
– Επιστροφή στην αρχή. Όμως, χρειάστηκαν δέκα ποιητικά βιβλία για να φτάσετε στην «υποτείνουσα της σελήνης». Θα μπορούσε «Η υποτείνουσα της σελήνης» να είχε γραφτεί νωρίτερα;
– Όχι, βέβαια. Κάθε βιβλίο έχει τον χρόνο του, την ωρίμανσή του, το άρωμά του. Η «Υποτείνουσα της σελήνης», ήρθε τα χρόνια που γράφτηκε. Χρειάστηκε πέντε χρόνια και έπρεπε να προηγηθούν δέκα βιβλία και όχι μόνο. Χρειάστηκε να ζήσω όλα αυτά τα τριάντα και κάτι χρόνια: να δω τέχνες, κινηματογράφο, θέατρο, ζωγραφική, να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους, για να αποκτήσω την εμπειρία της «Υποτείνουσας της σελήνης». Εννοώ εμπειρία ζωής, ποιήσεως και αγάπης. Κυρίως αγάπης, γιατί αυτό το βιβλίο μου περιέχει ποιήματα αγάπης.
– «Όλα θα είναι όπως πριν: υπερσυντέλικος και βελούδο». Όλα είναι όπως πάντα; Επαναλαμβανόμαστε, δηλαδή, και επαναλαμβάνονται αενάως;
– Η ποίηση και η Τέχνη γενικότερα δεν επαναλαμβάνονται ακριβώς, αλλά ρέουν, όπως το ποτάμι και όταν πάμε να περάσουμε απέναντι, το νερό δεν είναι το ίδιο, όπως λέει ο Ηράκλειτος. Φυσικά αενάως ρέων ή χτυπάνε τα κύματα στην ακρογιαλιά ή αυτό που έλεγε ο Σεφέρης: «η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στο ακρογιάλι». ‘Η όπως γυρνάνε τα αστέρια για πάντα στο μυστήριο του ουρανού είναι η ποίηση και σε επέκταση η σκέψη του ανθρώπου.
– Θυμάμαι ένα σχόλιό σας σε μια παλιά μας συνέντευξη για τη μεγάλη σημασία των τίτλων σε κάθε ποίημα. Που πρέπει να είναι να είναι ποίημα αυτοτελές. Και το αναγνωρίζω, βέβαια, τώρα στα ποιήματα «Τι κάνει ο πρωθυπουργός αργά τη νύχτα στο σπίτι του», «Κουρεμένο ποίημα»… επιμένετε και σήμερα σ’ αυτό;
– Ναι, ο τίτλος παραμένει για εμένα ένα από τα δυνατότερα μέρη ενός ποιήματος. Είναι η οροφή, το εύρημα, το αρχιτεκτόνημα της συνθέσεως. Πολλές φορές ένας δυνατός τίτλος αποδυναμώνει το ποίημα ή αντίθετα το βοηθά να αναπτυχθεί ως ιδέα και ως τεχνική. Αποφεύγω τα ποιήματα χωρίς τίτλο. Τα ονομάζω περιπαικτικά ακέφαλα ποιήματα. Την ίδια μεγάλη σημασία δίνω και στο γενικό τίτλο μιας συλλογής ή μιας ενότητας. Ο τίτλος γενικότερα είναι ένα από τα ποιητικά μου επιχειρήματα και επιμένω μέχρι σήμερα.
– Και εν τοιαύτη περιπτώσει γιατί, εν τέλει, επιδιώκετε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου μέσα από τίτλους να μοιάζει σαν ημερολόγιο;
– Στην Τέχνη υπάρχει και το παιχνίδι πολλών αποχρώσεων και ευρημάτων. Έτσι λοιπόν στο δεύτερο μέρος του βιβλίου μου έχω τίτλους ποιημάτων διάφορες μέρες και ώρες, δημιουργώντας ένα κλίμα ημερολογίου, χωρίς φυσικά να είναι πραγματικό ημερολόγιο αλλά ένα μεταφυσικό. Η επιμονή στις μέρες και στις ώρες δίνουν μια αφετηρία να έχουμε περιπέτεια ζωής. Ιδίως στα ποιήματα που επαναλαμβάνεται μια Τρίτη με τον τρόπο: την ίδια Τρίτη, την ίδια Τρίτη…
– Στο ποίημα «Η ιστορία ενός σπιτικού μαχαιριού» συνυπάρχουν μοναδικά το καθημερινό με το μεταφυσικό, το θρησκευτικό και το ιστορικό. Όλα συγκεντρωμένα επάνω σε ένα εκ πρώτης όψεως ταπεινό μαχαίρι. Έτσι, συμβαίνει συνήθως στη ζωή;
– Το καθημερινό γενικότερα στη δουλειά μου έχει μεγάλο μετρικό. Ναι, η ζωή είναι σύνθεση διαφόρων παραγόντων. Το καθημερινό σε εμένα παίρνει διαστάσεις και αναφορές μεγάλες. Έτσι ένα τυχαίο μαχαίρι γίνεται το κέντρο του κόσμου και ακουμπά όλα τα μεγάλα θέματα της ύπαρξής μας. Αυτό λοιπόν το μαχαίρι στην προκειμένη περίπτωση, μας πάει μακριά και μας δημιουργεί δεσμίδες ερωτημάτων. Έτσι πολλές φορές τα καθημερινά μας πάνε πολύ μακριά, γιατί συνθέτουν τη ζωή.
– «Τα ρολόγια μετράνε λάθος./ Και το μυαλό μου είναι σκαλωμένο/ σε σένα, σχηματίζοντας ορθή γωνία/ με το παρελθόν». Συνυπάρχουν οι χρόνοι μέσα μας; Στη ζωή;
– Ο χρόνος είναι ελαστικός, διαφοροποιείται αναλόγως της φιλοσοφίας και της οπτικής κάθε ανθρώπου. Ο χρόνος δεν είναι ένας. Και φυσικά ο χρόνος μετράει διαφορετικά: σε μια δουλειά, στον έρωτα, στην αναμονή, στο ταξίδι, αναλόγως των εποχών κ.α. Πολλές φορές το βίωμα μιας στιγμής, κρατά και επεκτείνεται στα χρόνια. Γι’ αυτό λέμε: ένα φιλί μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Συνυπάρχουν πολλοί χρόνοι μέσα μας και μετράνε αλλιώς.
– Τι είναι εκείνο που σας μαγεύει σε έναν «ωρολογοποιό»;
– Η λεπτοδουλειά, η ακρίβεια, τα γρανάζια, τα ρουμπίνια. Πολλές φορές ο ωρολογοποιός είναι σαν να κάνει εγχείρηση καρδιάς σ’ αυτό που ο καθένας εννοεί ως χρόνο.
– Αλήθεια, ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο;
– Ποικίλει, απροσδιόριστη, πολλές φορές ελάχιστη, άλλες φορές κατακλύζει τη ζωή μου και τη ζωή αυτών που ενδιαφέρομαι και αγαπώ. Είναι μυστήριο ή πολύ απλό πράγμα. Εξάλλου ο καθένας έχει τον προσωπικό του χρόνο!
– Η ποίηση στέκει πέρα, πάνω ή κάτω απ’ αυτόν;
– Η ποίηση άλλοτε είναι μέσα ή καλύτερα στο κέντρο του χρόνου. Πάλι όμως και εδώ μετράει η προσωπικότητα, οι παραξενιές ή και οι ιδιαιτερότητες του κάθε καλλιτέχνη. Ξέρετε πολλές φορές είναι οι διαθέσεις που καθορίζουν το μέτρημα. Όπως και να έχει το πράγμα η ποίηση παίζει με τον χρόνο και μερικές φορές τον προσπερνά ή τον πάει όπου αυτή θέλει.
– «Να έχει ελεύθερες λέξεις στο σπίτι,/ να σου κελαηδούν, να φεύγουν οι μανταρινιές/ από τον παράδεισο και να ζηλεύει η γειτονιά». Κι εσείς διαθέτετε εκατομμύρια λέξεις στο σπίτι, έτσι δεν είναι; Όλες οι λέξεις, τα πρωινά στο σπίτι βρίσκονται.
– Το οπλοστάσιο και η περιουσία (θα έλεγα η μοναδική) του ποιητή είναι οι λέξεις. Και φυσικά είναι γεμάτο το σπίτι: λέξεις, χρωματιστές, μουσικές, σιδερένιες, πουπουλένιες και ό,τι θέλετε φυτεύετε στον κήπο- σπίτι, όλες τις ώρες και όλες τις εποχές. Σκεφθείτε τον Καβάφη τι ανακάτεψε και τι έφερε στο φως.
– «Έτσι απλά είναι όλα». Έτσι απλά; Και γιατί, εν τοιαύτη περιπτώσει, αργούμε τόσο να τα καταλάβουμε;
– Όντως απλά είναι όλα. Αλλά για τη σοφία της απλότητος, χρειάζεται πείρα, πόνος και δρόμος. Έτσι είναι αυτά, απλά όπως η αγάπη, όπως η βροχή, όπως το πράσινο των δέντρων.
– Πως θα χαρακτηρίζατε την ποίησή σας;
– Θα έλεγα ότι είμαι εξομολογητικός ποιητής. Ποιητής του άστεως. Δεν θα είχα ερέθισμα σε μια εξοχή ή σε μια επαρχία. Θέλω μεγάλη κίνηση, πίεση και μολυσμένη ατμόσφαιρα! Ακόμη το χρώμα και η μουσική, παίζουν βασικό ρόλο στη δουλειά μου. Άφοβα λέω ότι είμαι εικαστικός ποιητής. Γι’ αυτό η ασχολία και η έλξη με κείμενα που έχουν σχέση με τη ζωγραφική και τους ανθρώπους της. Όλα τα βιβλία μου συνοδεύονται από πίνακες. Να μην ξεχάσω το εύρημα και το χιούμορ που χαρακτήριζε παλιότερα την ποίησή μου αλλά και τώρα υπάρχουν αυτά τα στοιχεία διαφοροποιημένα. Ζητάω φως ημέρας, αλλά βολεύομαι καλύτερα από το απόγευμα και μετά. Η νύχτα είναι μεγάλο μάθημα.
Μεγάλο μάθημα και βοήθεια είναι η εμμονή σε παλαιότερους ποιητές. Η επανάληψη και ένα είδος μονοτονίας βοηθά και απελευθερώνει τη φαντασία και το υποσυνείδητο. Η προσήλωση σε ένα πρόσωπο, έχει δημιουργήσει πολλά ποιήματα και συνθέσεις προσθέτω ακόμα. Το μάτι που βλέπει και περιεργάζεται ό,τι το ενδιαφέρει και αποθηκεύει εικόνες και διαθέσεις. Αυτά και άλλα πολλά συνθέτουν τις ψηφίδες των ποιημάτων μου. Είναι ένα σύμπαν που βοηθά τον δημιουργό και άλλους ανθρώπους να τα βγάλουν πέρα στη ζωή. Δεν έχει σημασία τι κατόρθωσαν, προσπάθησαν όμως.
Εξάλλου η ποίηση είναι ένας ζωντανός οργανισμός που τρέφεται με αγάπη και μεγάλες αποστάσεις μοναχικότητος. Ακόμη εξάλλου η Τέχνη είναι ένα ανεξήγητο μυστήριο και ανάγκη του ανθρώπου, ένα σκοτεινό και μαζί φωτεινό αντικείμενο του πόθου μας για έκφραση και επικοινωνία. Εν κατακλείδι ό,τι λέμε γύρω από αυτά είναι λόγια του αέρα, το ποίημα μετρά.
Γιάννης Κοντός, ο ευθύβολος ποιητής

Εργάστηκε για πολλά χρόνια στις εκδόσεις «Κέδρος» και ήταν ο πρώτος αναγνώστης πολλών ποιητικών συλλογών. Ενθάρρυνε και βοήθησε να βρουν τον δρόμο προς τα βιβλιοπωλεία έργα πολλών καταξιωμένων σήμερα ποιητών.
Ο Γιάννης Κοντός αγαπούσε με το ίδιο πάθος την ποίηση, το θέατρο και τη ζωγραφική. Γι’ αυτό και πολλά βιβλία του συνοδεύονταν από έργα Ελλήνων ζωγράφων που συνομιλούσαν με τους στίχους του.
«Με μεγάλη οδύνη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του Γιάννη Κοντού, που υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Ο Γιάννης Κοντός ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του ’70, οξύνους κριτικός και ευθύβολος ποιητής, που συνεισέφερε αποτελεσματικά στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού τοπίου στην Ελλάδα, από τη μεταπολίτευση έως σήμερα», λέει στην ανακοίνωσή της, διόλου τυπική, η Εταιρεία Συγγραφέων και έχει δίκιο σε όλα. Το κριτικό του κομμάτι ήταν διττό, αφού και έγραφε, αλλά και επέλεγε τις συλλογές που άξιζε να εκδοθούν, όταν τα χειρόγραφα έφταναν, τότε, με τα καρότσια στους εκδοτικούς οίκους. Και αναζητούσε πάντα το καινούργιο, στις νέες φωνές, στις νέες ποιητικές γενιές. «Από έφηβο με προσδιόρισε ο μοντερνισμός. Αυτός με οδήγησε στα πρώτα μου βήματα. Αυτός με απελευθέρωσε», έλεγε σε μια τελευταία του συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Βραβεύσεις
Ο Γιάννης Κοντός για τη διαδρομή του αυτή τιμήθηκε το 1998 με Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 2009 από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
Θα τον αποχαιρετίσουμε το Σάββατο 24/1, στις 12.30 το μεσημέρι, στο Νεκροταφείο Παπάγου.
Πέθανε ο ποιητής Γιάννης Κοντός
Την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 71 ετών, άφησε τα ξημερώματα ο ποιητής Γιάννης Κοντός. Ο διακεκριμένος λογοτέχνης νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα.
Ανακοίνωση από την Ελληνική Εταιρεία Συγγραφέων:
"Με μεγάλη οδύνη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του Γιάννη Κοντού, που υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Ο Γιάννης Κοντός ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του '70, οξύνους κριτικός και ευθύβολος ποιητής, που συνεισέφερε αποτελεσματικά στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού τοπίου στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση ως σήμερα. Στους οικείους του εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας."
Γεννημένος στο Αίγιο το 1943, σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε ως ασφαλιστής. Το διάστημα 1971-1976 διατήρησε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», σημείο συνάντησης λογοτεχνών και διανοούμενων κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποίηση το 1965, και με το πρώτο του βιβλίο το 1970, ενώ το 1973 πήρε τη χορηγία του Ιδρύματος Ford. Εξέδωσε δεκαπέντε βιβλία με ποίηση, δύο βιβλία με πεζά κείμενα (Τα ευγενή μέταλλα, τ. 1 και 2), και τρία βιβλία για παιδιά. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.
Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του ραδιοφώνου, καθώς και των εκδόσεων «Κέδρος». Είχε κατά διαστήματα συνεργαστεί με περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού καθώς και με Το Βήμα της Κυριακής, ενώ δίδαξε και σε σχολή θεάτρου.
Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο Καλλίτση, με τον τίτλο «Απόπειρα». Είχε γράψει κείμενα για σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Το 1992 εκδόθηκε μια επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο», σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά.
Το ενδέκατο βιβλίο του, «Πρόκες στα σύννεφα», 1999, είναι μια ανθολόγηση όλων των ποιητικών του βιβλίων, που έκανε ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης, την οποία συμπλήρωσε με 20 χαρακτικά.
Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα» και το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.
Γιάννης Κοντός

Διακεκριμένος σύγχρονος ποιητής και από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της «γενιάς του εβδομήντα».
Ο Γιάννης Κοντός, γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943. Τις βασικές σπουδές του έκανε σε διάφορα σχολεία, λόγω των μετακινήσεων του πατέρα του που ήταν αξιωματικός του στρατού.
Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Λάρισας και το 1967 αποφοίτησε από την Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά (νυν Πανεπιστήμιο Πειραιά).
Αρχικά εργάστηκε ως ασφαλιστής και από το 1971 έως το 1976 διατήρησε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», σημείο συνάντησης λογοτεχνών και διανοούμενων τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1964 από το περιοδικό «Φοιτητική Πορεία» και από τότε συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά.
Το 1970 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή με τίτλο «Περιμετρική». Ακολούθησαν άλλα δεκατέσσερα ποιητικά βιβλία, δύο βιβλία με πεζά κείμενα («Τα ευγενή μέταλλα», τ. 1 και 2), και τρία βιβλία για παιδιά.
Τον Απρίλιο του 1992 εκδόθηκε επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο», σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά και το 1999 το βιβλίο «Πρόκες στα σύννεφα», μία ανθολόγηση του έργου του από τον ζωγράφο Γιάννη Ψυχοπαίδη, συμπληρωμένη με 20 χαρακτικά.
Ποιήματα του Γιάννη Κοντού έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ρωσικά κ.ά.).
Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του ραδιοφώνου, καθώς και των εκδόσεων «Κέδρος». Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο Καλλίτση, με τον τίτλο «Απόπειρα».
Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα» και το 2009 με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.
Ο Γιάννης Κοντός πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 2015, σε ηλικία 72 ετών, έπειτα από μακρά νοσηλεία στο Αττικό Νοσοκομείο.
Κρίσεις για το έργο του
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
Απόγευμα στην Αθήνα
Σκουπίζω τις παλιές φωνές
από το τηλέφωνο.
Μετά κουρδίζω τη συσκευή — ακόμα μπερδεύω
το τηλέφωνο με ρολόι —
Βγάζω το δέρμα μου και κάνω
ένα ζεστό μπάνιο για να ξεχάσω.
Λύνω πολιτικά σταυρόλεξα.
Πέντε καθέτως.
Πέντε υποδορίως.
Λέξη με εφτά γράμματα.
Α ν α π ν ο ή.
Κάποιος μου κλείνει το στόμα.
Βλέπω όμως τον πεθαμένο
να οδηγεί ιλιγγιωδώς το αυτοκίνητο.
Κορνάρει, ελίσσεται, τρέχει να προλάβει
ανοιχτό το νεκροταφείο ή το εστιατόριο.
Ένας άνθρωπος έχασε την αφή του
Πρώτα πετούσε — τρόπος του λέγειν —
Τώρα, κάτω στη γη με τυφλά δάκτυλα,
ούτε βλέπει - ούτε ακούει.
Δεν ξεχωρίζει: ξύλο από μέταλλο·
δέρμα από χώμα (αν και αυτά είναι ομοειδή)·
υγρά από στερεά, από ημιστερεά·
και το σύνολο της θαλάσσης (αδιαφόρου χρώματος).
Το απλό «θα σε περιμένω στις επτά»
γίνεται αβεβαιότης, ό,τι σχήμα και αντοχή
να έχει το επτά και το περιβάλλον του.
Τον οδηγούσε ένα μεγαλόσωμο λυκόσκυλο,
μεταδίδοντας με γρυλίσματα διαφόρων τόνων
το είδος και το μέγεθος της αφής τού κόσμου.
Μόνο τις στιγμές του έρωτος έμενε μόνος,
προσπαθώντας να αγγίξει και να δοκιμάσει
την αχμηρότητα των μορφών και των φιλιών.
Εκείνες τις στιγμές το λυκόσκυλο
μύριζε και άκουγε τον ουρανό.
Η βροχή και το παρόν
Βρέχει, όπως στις ρωσικές ταινίες.
Ο ουρανός έσπασε.
Ρίχνει στρατηγούς και διαβόλους.
Ακούω τα παγωμένα φώτα
των αυτοκινήτων να κατεβαίνουν.
Οι καπνοί των τραγουδιών σου
δεν συγκινούν αυτόν που εξουσιάζει.
Φέρνει και ανάβει τη νύχτα
για να ζεστάνει τα γένια του.
Φοβάσαι.
Λίγο ακόμη να κρατήσει η βροχή
θα σβήσει ένα πουλί.
Κίνδυνος στην πόλη
Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.
Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο
και ρίχνει στο ψαχνό.
Όλα τον δείχνουν – αλλά
κανείς δεν βλέπει.
Τρέχω – τρέχουμε.
Σκοντάφτω στον εαυτό μου.
Ο ποιητής παριστάνει
το οπωροφόρο δέντρο για να
γλιτώσει τον ξυλοκόπο.
Μαγική Εικόνα
Άνοιξες την πόρτα και μετά
Άλλη κι άλλη και βρέθηκες
Στη μέση του μεγάλου τσίρκου
Στο κλουβί με τα λιοντάρια.
Είπες: θε μου τι γυρεύω εδώ;
Εγώ πήγαινα στην τουαλέτα.
Μικρός ζωολογικός κήπος
Τα δυο μικρά σου στήθη
χαμογελούν τ’ απόγευμα.
Τη νύχτα ανάβω σπίρτα
για να δω πως κοιμούνται.
Τα δυο μικρά σου τρωκτικά
μου τρώνε τα δάχτυλα
μες στο σκοτάδι.
Το πρωί, φτερά πουλιών
στα χέρια μου.
Ο Ανατόμος
«Δεν τον φοβάμαι το χρόνο»
μου είπε ο χασάπης
κόβοντας, λιανίζοντας, κρεμώντας.
«Δεν πρόκειται να μείνω στον ουρανό,
εδώ, στα χαμηλά θα κατοικώ για πάντα.»
Με κοιτούσε σκουπίζοντας
τα ματωμένα χέρια
στο άσπρο τής ποδιάς.
«Το σπίτι μου είναι κοντά στη λίμνη.
Όλη τη νύχτα ψαρεύω
χέλια και φεγγάρια.»
Τραβάει μαχαιριά
— ευθεία σαν σιωπή —
και αδειάζει την κοιλιά του αρνιού.
«Τα μεσημέρια, όταν βρέχει,
ζωγραφίζω το ίδιο τοπίο.»
Ξεχωρίζει συκώτια από εντόσθια.
«Διαβάζω και ποιήματα.
Μια φορά διάβασα Χαίλντερλιν.»
Του ξέφυγε η καρδιά από τον πάγκο.
Έσκυψε, την πήρε και την κρέμασε
μαζί με τα άλλα.
Ο υδράργυρος χρόνος
ΣΛΑΪΝΤ 1: | Σκληρό χάδι στον αυχένα. Μεμιάς ανοίγουν όλες οι πόρτες. Κλοτσιά και ξερνάς όλα τα μυστικά και το θάνατό σου. Αόριστο πράγμα η ζωή. Άλογο που τρέχει πάνω στη θάλασσα και ξεκολλάνε οι σάρκες και σκορπίζουν τα κόκαλα. Μένει η τελευταία κίνηση στον αέρα και το χλιμίντρισμα |
ΣΛΑΪΝΤ 2: | Ωραία είναι εδώ. Βέβαια τα χάσαμε όλα. Η πατρίδα μας όμως έχει σύνορα απρόσβλητα, μπόλικη θάλασσα και ουρανό να φάνε και οι κότες. Εμείς για την ώρα μασάμε το αλάτι μας και βλέπουμε το φίδι στα χόρτα και τη ρουφιανιά στα νερά. Μπροστά ένας δρόμος μακρύ-σκοινί. Η θηλιά στο λαιμό και με τραβάνε στην πρόοδο με μουσικές. |
ΣΛΑΪΝΤ 3: | Έχετε δει ποτέ θλιμμένη γυναίκα με παλιό κομπιναιζόν, να τρώει σταφύλια το χειμώνα; Ξαφνικά μπαίνει καλοκαίρι και η παραπάνω γυναίκα είναι κοπέλα θεόγυμνη στα χέρια μου και χαμογελάει. Πάλι καλοκαίρι και το γύψινο ομοίωμά της στο κρεβάτι. — Δεν θυμάσαι δε βλέπεις και πέφτεις από τον όγδοο στίχο στο φωταγωγό του ποιήματος — |
Στο φως του κεριού
Η νύχτα έπεσε τόσο απότομα,
που δεν πρόλαβε να την αντιληφθεί
το μάτι μας...
Η νύχτα μπήκε μέσα μας, σβύνοντας
με το χέρι ό,τι μας ανήκει.
(Τόσα χρόνια αναζητήσεις και προσπάθειες).
Κι υπάρχει τόσο φως.
Παράπονο όχι. Αλλά απορία.
Μια τεράστια απορία που προσπαθούμε
να την κρύψουμε μέσα στα χέρια μας
- και δε μπορούμε να δούμε το πρόσωπό σου -
Το νιώθουμε όμως. Βρίσκεται γύρα μας.
Παντού. Γιομάτο αγωνία.
https://www.andro.gr/empneusi/top-5-kontos/
«Τι φθορά και αυτή η αιωνιότητα./ Τι σκουλήκι / Μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας. / Μετά, τι γκρεμός, Θεέ μου!».
Δεν με χωράει το σώμα μου
Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ, να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό. Τρέχει η νύχτα. Σκύβω να πιω, να ξεχάσω. Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο. Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν φωτιά. Όλα τ’ άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα. Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν, αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και την τριγωνομετρία.
Ράλι
Σήμερα οδηγώ πολύ νευρικά και με μεγάλες ταχύτητες την πολυθρόνα μου. Ήδη έχω σπάσει τρεις φορές το φράγμα του νέφους. Έχουν σακατευθεί, έχουν σκοτωθεί πολλοί σωσίες μου. Έμεινα μόνος. Μόνος οδηγώ αυτόν τον κίνδυνο. Περνώ αστραπιαία και με κοιτούν με απορία. Ούτε κατάλαβα ποτέ γιατί τρέχω έτσι ακίνητος, αφηρημένος, κοιτώντας αλλού την ησυχία. Τα σήματα της τροχαίας κάποιος τα έχει αλλάξει και δείχνουν συνέχεια μονόδρομο. Πολλές φορές την πόλη την έχω δει ανάποδα ή έχω πέσει σε βαθιά νερά. Άλλες φορές οι λακούβες είναι στρωμένες με μπαμπάκι, η ορατότητα αρίστη. Όπως αντιλαμβάνεσθε, όλα μαθηματικώς με οδηγούν στην επόμενη στροφή που περιμένει: ο γκρεμός, η θάλασσα, η απογείωση.
Από τη συλλογή «Δωρεάν Σκοτάδι», εκδ. Κέδρος, 1989.
Η λύπη του έρωτα
Σ’ ακούω με όλους τους πόρους μου να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα χάρτινα κάνοντας ένα θόρυβο που προμηνύει μεγάλη θάλασσα. Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα της ζωής μου. Στο κανάλι σιωπή. Ταριχευμένες κινήσεις: μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο, ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο. Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια μαγική εικόνα – δεν μπορώ να ξεχωρίσω τον κυνηγό – Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο μυστικά και βροχές.
Από τη συλλογή «Στη διάλεκτο της ερήμου», εκδ. Κέδρος, 1997.
Πώς να σε πάρει ο ύπνος
Πώς να σε πάρει ο ύπνος με τέτοιες μυρουδιές ένα γύρο σου; Θαμμένοι σ’ ένα σπίτι αποστειρωμένο, μέσα σε γάζες και στο οινόπνευμα. Ακουμπισμένοι στο γραμμόφωνο που παίζει τα τραγούδια που μας έκαναν άντρες. Περνούμε κάτι βδομάδες όλο αργές και επικίνδυνα σιωπηλές Κυριακές. Πού και πού πεταγόμαστε από τον λήθαργο νομίζοντας ότι ακούμε σφυρίγματα, μουσικές κι ιαχές. Τρέχουμε στη μισάνοιχτη πόρτα. Τίποτα. Μόνο ο κρεμασμένος μένει στη θέση του – στον στύλο του ηλεκτρικού – Και Δευτέρα δεν έρχεται ποτέ.
Από τη συλλογή «Περιμετρική», εκδ. Κέδρος, 2000.
Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο
Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο. Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Ένα λιοντάρι με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του. Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων, ο Γιάννης είμαι και δεν θέλω ούτε λιοντάρια ούτε ανθρώπους. Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ.
Από τη συλλογή «Τα οστά», εκδ. Κέδρος, 1982.
Ο Γιάννης Κοντός δια χειρός του ζωγράφου Γιάννη Ψυχοπαίδη.
Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/top-5-kontos/ ]
Γιάννης Κοντός, Ποιήματα /Jannis Kontos, Gedichte
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης, Dirk Uwe Hansen
Το κρυφτό
-Όλο τρέχω πίσω από κηδείες αγνώστων-
Ανοίγω τα συρτάρια μου και βρίσκω ουρανό.
Ψάχνω για τις κάλτσες μου και βρίσκω
παλιές φωτογραφίες.
Χώμα σκεπάζει τους λάκκους. Είναι συνέχεια
χειμώνας. Υπάρχει σκηνοθεσία βροχής.
Βαμμένος γκρίζος ο χάρτινος ορίζοντας.
Με μαχαίρια σκίζουν το χαρτί – έτσι είναι οι αστραπές –
αλλά δεν βρέχει. Μετά γίνομαι παιδάκι.
Είμαι κρυμμένος μέσα στη ντουλάπα – από τότε
με έχει φάει το σκοτάδι –
Verstecken
— Ich laufe immer den Beerdigungszügen Unbekannter hinterher —
Ich öffne meine Schublade und finde einen Himmel.
Ich suche meine Socken und finde
alte Photographien.
Erde füllt die Gruben. Ununterbrochen ist
Winter. Es gibt eine Inszenierung von Regen.
Der papierene Horizont ist in Grau getaucht.
Wie Messer schneiden sie in das Papier — so sind die Blitze —,
aber es regnet nicht. Danach werde ich ein kleines Kind.
Versteckt im Kleiderschrank — seitdem
bin ich vom Dunkel verschluckt —
**
Κοντά στα ύδατα
Ήταν μέρα συνηθισμένη, μαλακιά,
ο καιρός το πήγαινε στη μουσική.
Η σκέψη μου είχε βγει από τη θήκη της
και σε πλησίαζε, ή καθόμαστε πολύ κοντά
και δεν δικαιολογείται αυτή η νοσταλγία.
Τα ποτάμια και οι λίμνες είναι μακριά.
Είμαστε στο λουτρό με αναμμένο θερμοσίφωνο.
Το κόκκινο φως είναι το μάτι του Θεού.
Καπνισμένος από το όνειρο
και επειδή με λένε Ιωάννη,
προσπαθώ να σε βαπτίσω.
Όλο γλιστράς, θέλεις να μείνεις
άπιστη ξανθιά.
Αφαιρούμαι, γίνομαι ένα πλην,
σε ξεχνάω. Αντικατοπτρίζω
τον ερημίτη που ακούει
την ακρίδα να του τραγουδάει
το εωθινό.
Nah am Wasser
Es war ein gewöhnlicher, sanfter Tag,
das Wetter neigte zu Musik.
Mein Denken hatte seine Hülle verlassen
und näherte sich dir, oder wir saßen nah beieinander,
diese Sehnsucht ist also unbegründet.
Die Flüsse und Seen waren weit weg.
Wir sind im Bad mit eingeschaltetem Boiler.
Das rote Licht ist das Auge Gottes.
Rußgeschwärzt vom Traum,
und weil mein Name Johannes ist,
versuche ich dich zu taufen.
Du entgleitest mir, du willst
eine ungläubige Blondine bleiben.
Ich bin in Verlegenheit, werde zu einem Minus
und vergesse dich. Ich spiele
den Eremiten, der hört
wie die Heuschrecke ihm
die Morgenmesse singt.
**
Ο καιρός σήμερα
Ένας άνθρωπος μαζεύει σύννεφα
για την Τρίτη. Δυο άλλοι μιλάνε
σοβαρά περί ανέμων και υδάτων.
Ο χρόνος σήμερα είναι λευκός
και ζαχαρώδης, κολλάει στα ούλα,
σαπίζει τα δόντια. Στο αυτί σου
τα τελευταία τρυφερά λόγια.
Πανσέληνος απόψε και διακρίνονται
όλοι οι δολοφόνοι, με μια λιμνούλα
αμαρτίας δίπλα τους να λάμπει.
Πελιδνοί ξεκινούν και το αθώο χορτάρι
που πατούν τους θολώνει το μάτι.
Βελάζουν, μεταμορφώνονται
σε μαύρα πρόβατα.
Das Wetter heute
Ein Mensch sammelt Wolken
für Dienstag. Zwei andere sprechen
ernsthaft über Gott und die Welt.
Die Zeit ist weiß heute und
zuckerhaltig, sie klebt am Zahnfleisch
und lässt die Zähne faulen. In deinem Ohr
die letzten zärtlichen Worte.
Heute ist Vollmond und man erkennt
alle Mörder mit einer Pfütze
von Sünden neben sich, die glänzt.
Gelbsüchtig blass brechen sie auf,
und das unschuldige Gras, auf das sie treten,
trübt ihnen das Auge.
Sie blöken, verwandeln sich in schwarze Schafe.
**
Ο καιρός δεν θα αλλάξει
Βρέχει πίσω από την πλάτη μου.
Ίσως έξω από το σπίτι.
Μη μου πείτε ότι αποφεύγω τη ζωή,
τους ανθρώπους γενικά, ότι ξύνω
τα γένια μου. Kοιτάζω τον τοίχο.
Σας βλέπω ανάγλυφα ή σε σκιές
να μου μιλάτε. Να φεύγετε.
Πλήθος περνάει σήμερα, αέρας φυσάει σήμερα
και κάνει κάτι κύκλους μεγάλους
και κόκκινους, με κέντρο εσένα.
Das Wetter wird sich nicht ändern
Es regnet hinter meinem Rücken.
Vielleicht auch draußen vor dem Haus.
Sagt mir nicht, dass ich das Leben meide,
die Menschen überhaupt, dass ich
nichts tu als mir den Bart zu kratzen.
Ich starre an die Wand. Ich sehe euch als Relief
oder als Schatten mit mir reden und fortgehen.
Eine Menge geht vorbei heute, ein Wind weht heute
und zieht ein paar große
und rote Kreise mit dir als Zentrum.
**
Μάθημα ιχνογραφίας
Την Κυριακή ζωγράφιζε ο γέρος,
με ώχρες, με κεραμιδί, με μπλε.
Κοιτούσα πίσω από τον ώμο του
και τα έβλεπα όλα κόκκινα. Δεν βλέπεις
-μου λέει – με τα μάτια, μόνο με το δέρμα
βλέπεις. Φυσούσε ένας άνεμος άσπρος.
Τραβούσα κάτι γραμμές από ψηλά
μέχρι τα πόδια σου, σαν σκοινιά.
Zeichenstunde
Den Sonntag zeichnete der Alte
mit Ocker, mit Terrakotta, mit Blau.
Ich blickte ihm von hinten über die Schulter
und sah alles in Rot. Du siehst nicht
— sagte er mir — mit den Augen, nur mit der Haut
siehst du. Ein weißer Wind wehte.
Ich zog solche Linien von oben
bis nach unten zu deinen Füßen wie Stricke.
**
Λανθασμένες ταυτίσεις
Δύο κορίτσια με κοιτάνε
επίμονα και μου μιλούν
με πυκνά επίθετα.
Φοράνε άσπρα καπέλα
και από το στόμα τους
τρέχουν λουλούδια
όπως στον πίνακα του Μποτιτσέλι.
Τραβάω την καρέκλα
προς το μέρος τους
και ακούγεται ο θόρυβος
μέχρι την Αγγλία.
Γιατί ήτανε Αγγλίδες
με κόκκινα μαλλιά,
με φακίδες στην πλάτη
και ήτανε σαν πνιγμένες
στο νερό, ακίνητες, ωραίες.
Εκεί όμως που φώναζα
«εεε…τι γίνεται εκεί κάτω;»,
άπλωσαν τα μικρά τους χέρια
και με παρέσυραν στην υγρή ησυχία,
νομίζοντας πιθανώς ότι είμαι
ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
Falsche Identitäten
Zwei Mädchen starren mich an
und sprechen zu mir
mit dichten Adjektiven.
Sie tragen weiße Hüte,
und aus ihren Mündern
kommen Blumen
wie auf dem Gemälde von Botticelli.
Ich rücke meinen Stuhl
in ihre Richtung,
und den Lärm kann man hören
bis nach England.
Sie waren nämlich Engländerinnen
mit roten Haaren,
mit Sommersprossen auf dem Rücken.
Und sie sahen aus wie Ertrunkene
im Wasser: Unbeweglich und schön.
Aber in dem Moment, als ich rief:
“He … was passiert denn da unten?”
streckten sie die kleinen Hände aus
und zogen mich in die nasse Stille —
sie dachten wahrscheinlich, dass ich
Edgar Allen Poe sei.
**
Ήχοι- θόρυβοι- κινήσεις
Το τρένο διασχίζει το χαρτί διαγωνίως,
λες και είναι η Τσεχοσλοβακία. Κάποιος βγάζει
τις ράγες και όλα σβήνουν. Μένει η θερμότητα
στον αέρα και στα μάτια μας. Αυτά μας συνέβαιναν
όταν τραβούσαμε τα έπιπλα για να κάνουμε χώρο,
να γίνει χωράφι, να ερωτευτούμε, να κοιμηθούμε.
Και πώς γλιστρούσανε τα σώματά μας
και οι γλώσσες μας, ψάρια σε νερό λίγων εκατοστών.
Θα έπρεπε κανονικά ύστερα να βρέξει,
αλλά βγήκε ένας ήλιος όμορφος, σπάζοντας
το αυγό, και ο κρόκος ήτανε το ουράνιο σώμα
και επάλλετο. Πήραμε το πρωινό μας.
Μετά βγήκαμε στο μπαλκόνι και κοιτούσαμε
τους κατοίκους, που γυρίζανε διακόπτες,
ενώνανε καλώδια, λαδώνανε πόρτες,
μετακινούσανε σπίτια,
για να βλέπουμε καλύτερα τη θάλασσα.
Töne — Geräusche — Bewegungen
Der Zug überquert das Papier auf der Diagonalen,
als wäre es Tschechoslowakien. Irgendjemand reißt
die Schienen raus und alles verschwindet. Es bleibt die Wärme
in der Luft und auf unseren Augen. Das geschah uns,
als wir die Möbel zur Seite schoben, um Platz zu schaffen,
damit ein freies Feld entsteht, damit wir uns verlieben, damit wir schlafen.
Und wie unsere Körper glitten
und unsere Zungen, Fische im zentimetertiefen Wasser.
Normalerweise hätte es später regnen müssen,
aber es ging eine herrliche Sonne auf, die zerbrach
das Ei, und das Gelbe wurde zum Himmelskörper
und pulsierte. Wir aßen unser Frühstück.
Danach gingen wir hinaus auf den Balkon und schauten
den Hausbewohnern zu, die Schalter umlegten,
Kabel verbanden, Türen ölten,
Häuser versetzten,
damit wir das Meer besser sehen konnten.


Ελλάδα
Ο Γιάννης Κοντός γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943.
Σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε ως ασφαλιστής. Μεταξύ 1971-1976 διατήρησε,
μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο "Ηνίοχος", σημείο συνάντησης λογοτε
χνών και διανοούμενων κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποίηση το 1965, και με το πρώτο του βιβλίο, το
1970.
Έχει εκδώσει δεκαπέντε ποιητικά βιβλία, δύο βιβλία με πεζά κείμενα ("Τα ευγενή μέταλ
λα", τ. 1 και 2), και τρία βιβλία για παιδιά. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί
σε περιοδικά και εφημερίδες.
Το 1973 πήρε τη χορηγία του Ιδρύματος Ford. Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του
ραδιοφώνου καθώς και των εκδόσεων "Κέδρος".
Είχε κατά διαστήματα συνεργαστεί με περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού
καθώς και με το "Το Βήμα της Κυριακής".
Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο
Καλλίτση, με τον τίτλο "Απόπειρα".
Είχε γράψει κείμενα για σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους.
Τον Απρίλιο του 1992 εκδόθηκε μια επιλογή ποιημάτων του με τίτλο
"Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο", σε περιορισμένο αριθμό
αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά.
Το ενδέκατο βιβλίο του, "Πρόκες στα σύννεφα", 1999, είναι μια ανθολόγηση όλων των
ποιητικών του βιβλίων, που έκανε ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης, την οποία
συμπλήρωσε με 20 χαρακτικά. Δίδασκε σε σχολή θεάτρου.
Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή
"Ο αθλητής του τίποτα".
Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το
σύνολο του ποιητικού του έργου.
Βραβεία:
Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών 2009
Πέθανε ο ποιητής Γιάννης
Κοντός
Την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 71 ετών, άφησε τα ξημερώματα ο ποιητής Γιάννης Κοντός. Ο διακεκριμένος λογοτέχνης νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα.
Ανακοίνωση από την Ελληνική Εταιρεία Συγγραφέων:
"Με μεγάλη οδύνη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του Γιάννη Κοντού, που υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Ο Γιάννης Κοντός ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του '70, οξύνους κριτικός και ευθύβολος ποιητής, που συνεισέφερε αποτελεσματικά στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού τοπίου στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση ως σήμερα. Στους οικείους του εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας."
Γεννημένος στο Αίγιο το 1943, σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε ως ασφαλιστής. Το διάστημα 1971-1976 διατήρησε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», σημείο συνάντησης λογοτεχνών και διανοούμενων κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποίηση το 1965, και με το πρώτο του βιβλίο το 1970, ενώ το 1973 πήρε τη χορηγία του Ιδρύματος Ford. Εξέδωσε δεκαπέντε βιβλία με ποίηση, δύο βιβλία με πεζά κείμενα (Τα ευγενή μέταλλα, τ. 1 και 2), και τρία βιβλία για παιδιά. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.
Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του ραδιοφώνου, καθώς και των εκδόσεων «Κέδρος». Είχε κατά διαστήματα συνεργαστεί με περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού καθώς και με Το Βήμα της Κυριακής, ενώ δίδαξε και σε σχολή θεάτρου.
Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο Καλλίτση, με τον τίτλο «Απόπειρα». Είχε γράψει κείμενα για σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Το 1992 εκδόθηκε μια επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο», σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά.
Το ενδέκατο βιβλίο του, «Πρόκες στα σύννεφα», 1999, είναι μια ανθολόγηση όλων των ποιητικών του βιβλίων, που έκανε ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης, την οποία συμπλήρωσε με 20 χαρακτικά.
Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα» και το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.



























































































Με τον Καβάφη και τον Σαχτούρη | [ Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | 22/3/2013 | |
Η ζυγαριά των λέξεων | [ Αντώνης Φωστιέρης, Ποίηση 1970-2005 ] | "Η Αυγή" | 17/6/2012 | |
Το νερό σαν καφκικό είναι | [ Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Νερό ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.659 | 11/6/2011 |
Ξεκλειδώνοντας πόρτες ερμητικά κλειστές | [ Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.640 | 29/1/2011 |
Η μαγική βιογραφία του Μπέργκμαν | [ Ingmar Bergman, Ο μαγικός φανός ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.636 | 30/12/2010 |
Η συνεχής αποκάλυψη του Κώστα Μουρσελά | [ Κώστας Μουρσελάς, Κλειστόν λόγω μελαγχολίας ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.628 | 6/11/2010 |
Η στάθμη του σώματος στο μικρό ποίημα | [ Γιάννης Κοντός, Η στάθμη του σώματος ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.624 | 9/10/2010 |
Η ελληνική εκπαιδευτική περιπέτεια | [ Αλέξης Δημαράς, Από το κοντύλι στον υπολογιστή ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.612 | 17/7/2010 |
Πολλαπλές αναγνώσεις | [ Νίκος Γ. Δαββέτας, Η Εβραία νύφη ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.604 | 21/5/2010 |
Η επανάσταση των ταπεινών και η ελευθερία του καλλιτέχνη | [ Θανάσης Θ. Νιάρχος, Καθάπερ φερομένης βιαίας πνοής ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.595 | 19/3/2010 |
Ο κυματοθραύστης της ζωής είναι η ποίηση, είναι η προσδοκία και το δικαίωμα να μεταδίδουμε | [ Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Ο ποιητής έξω ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.590 | 12/2/2010 |
Ο εναγκαλισμός με τον Ταρκόφσκι | [ Δημήτρης Κοσμόπουλος, Ανάστασις του Ανδρέα Ταρκόφσκι ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.578 | 13/11/2009 |
Ο ποιητής που χρωμάτισε την Πρέβεζα | [ Συλλογικό έργο, Κ. Γ. Καρυωτάκης: πεζά και μεταφράσεις ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.565 | 13/8/2009 |
Γραφή στα όρια του μεταξιού | [ Κώστας Μαυρουδής, Η ζωή με εχθρούς και άλλα κείμενα ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.553 | 22/5/2009 |
Δύο εξέχοντες της γενιάς του '30 αλληλογραφούν | [ Χαράλαμπος Λ. Καράογλου, Γ. Θεοτοκάς - Γ. Κ. Κατσίμπαλης, Αλληλογραφία 1930-1966 ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.529 | 21/11/2008 |
Ο Αρθούρος Ρεμπό και το μέλλον μας | [ Jean Arthur Rimbaud, Εκλάμψεις ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.515 | 8/8/2008 |
Το μικρό ρυάκι που γίνεται μεγάλο ποτάμι | [ Πάνος Τσίρος, Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.514 | 1/8/2008 |
Ποιητής του απέραντου | [ Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα ] | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | τχ.508 | 20/6/2008 |
Διάβασα... το «Υποφωτισμένο» Μάνος Λοΐζος, «ούτε ο θάνατος δεν μπορεί https://atexnos.gr/%ce%bc%ce%ac%ce%bd%ce%bf%cf%82-%ce%bb%ce%bf%ce%90%ce%b6%ce%bf%cf%82-%ce%bf%cf%8d%cf%84%ce%b5-%ce%bf-%ce%b8%ce%ac%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%82-%ce%b4%ce%b5%ce%bd-%ce%bc%cf%80%ce%bf%cf%81%ce%b5/ να τον σβήσει απ’ τη ζωή μας» Γιάννης Κοντός: «Τρία χρόνια που έφυγες και τα βράδια σε βρίσκω στο παλιό σου σπίτι (πλάι από τις ράγιες του ηλεκτρικού), να χαμογελάς με το τσιγάρο στο χέρι. Κοντά σου ολόσωμο το τραγούδι σου «το παλιό ρολόι του μικρού σταθμού». Θυμάσαι όταν περνούσε το τρένο και έτρεχε η βρύση και η μουσική;
| [ Νίκη Χατζηδημη τρίου, Υποφωτισμέ νο ] | "Τα Νέα"/ "Βιβλιοδρόμιο" | 19/1/2008 |
Ορισμένες
επίμονες
τέχνες
στην
ποίησή
του

Ο Γιάννης Κοντός, ένας από τους χαρακτηριστικότερους ποιητές της γενιάς του ’70, άφησε εμφανές και διακριτό το στίγμα του στην ποίηση, ώστε μπορούμε με ασφάλεια να τον κατατάξουμε σε έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής εποχής. Ο Κοντός δημιουργεί με τα δικά του υλικά και τους δικούς του τρόπους ένα ποιητικό οικοδόμημα με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Το οικοδόμημα αυτό, με εξπρεσιονιστικά και μεταυπερρεαλιστικά στοιχεία, επιμονή στο άλογο και το παράλογο, ροϊκότητα θαυμαστή των εικόνων, ποιητικούς αιφνιδιασμούς και πρωτότυπες μεταφορές, ανθρωπομορφισμούς και παραμυθητικούς τόνους, αναδεικνύεται συμπαγές σύνολο με γερά θεμέλια και ευειδή όψη. Ένα από τα κύρια και καίρια χαρακτηριστικά της ποίησής του είναι η γοητεία του απροσδόκητου, μια πηγαία και αυθεντική εκπήγαση της έκπληξης στη γραφή του. Έχω επίσης την αίσθηση ότι η ποίηση του Κοντού δεν είναι παρά μια αντίδραση στο φόβο: «… ο φόβος/ αυτό το κατοικίδιο ζώο/ μπερδεύεται στα πόδια μου τρίζοντας» (Τα απρόοπτα). Ο λόγος του είναι στέρεος και ουσιαστικός, ενίοτε στοχαζόμενος, με αβίαστη προφορικότητα, σαρκασμό και αυτοσαρκασμό. Ο Κοντός είναι παιδί που παίζει με τις λέξεις. Η ποίηση στα χέρια του είναι ένα παιχνίδι, το οποίο μπορεί να διαλύσει ανά πάσα στιγμή και να συναρμολογήσει στη συνέχεια όπως του αρέσει, μεταβάλλοντας την αρχική του υπόσταση.
Ο Κοντός εξέδωσε όσο ζούσε 14 ποιητικές συλλογές, οι οποίες περιλαμβάνονται στον συγκεντρωτικό τόμο: Τα ποιήματα (1970-2010), 2013. Στις συλλογές αυτές, όπως δημοσιεύονται στον εν λόγω τόμο, γίνονται οι παραπομπές της εργασίας μου.
Διαβάζοντας το σύνολο του ποιητικού έργου του Κοντού, αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχω συναντήσει άλλον ποιητή, νεότερο ή παλαιότερο, που να περιλαμβάνει σε τόσο μεγάλο βαθμό στο έργο του, είτε στο σώμα των ποιημάτων του είτε στους τίτλους είτε στις αφιερώσεις, πλήθος προσώπων από τον συγγραφικό και καλλιτεχνικό κόσμο, αλλά και σαφείς αναφορές στο σύνολο σχεδόν των τεχνών. Πέραν της ευρύτερης κουλτούρας για τον δημιουργό που υποδηλώνει αυτή η παρατήρηση, είναι βέβαιο ότι όλες οι αναφορές του έχουν κατά κάποιον τρόπο συμβάλει στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, του ύφους και των θεμάτων του. Ο Κοντός, ποιητής ανθρωποκεντρικός κατά βάσιν, αφενός βιώνει την έκθεσή του στην κοινωνική καθημερινότητα της πολύβουης πόλης και αφετέρου μετέχει κατά τις επιλογές του σε μια πνευματική πραγματικότητα. Ρουφώντας, λοιπόν, εκείνα με τα οποία έρχεται σε επαφή, διαβάσματα, ακούσματα, θεάματα, συναναστροφές, τα διυλίζει στο προσωπικό του εργαστήριο και αποστάζει ποίηση. Ούτε στο ελάχιστο αυτές οι παραθέσεις δεν έχουν κάποια επιδειξιομανή βάση. Αντιθέτως, αφορμώνται από την αγάπη του ποιητή για τα πρόσωπα και τα πράγματα στα οποία αναφέρεται.
Στη συλλογή του Στο γύρισμα της μέρας ο Κοντός δημοσιεύει ένα ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Αυτοβιογραφία». Παραθέτω ορισμένους στίχους: «Στα δεκαπέντε, ένα βράδυ/ έφυγα από τον κινηματογράφο ακολουθώντας/ τη Νάταλι Γουντ και τον Τζέιμς Ντην./ Θυμάμαι κάτι μεγάλα δωμάτια και μέσα/ άλλα μικρά δωμάτια σαν καμαρίνια./ Σε ένα από αυτά τα μάτια της Ρίτας Χέηγουωρθ/ με παρακολουθούσαν με έκπληξη. Αργότερα γνώρισα/ τον Μάρλον Μπράντο […] Έμεινα χρόνια κοντά τους,/ κάτι ρολάκια έπαιξα κι εγώ. […] Ζωγράφιζα πού και πού./ Κυρίως όμως έπαιζα άλτο σαξόφωνο./ Το κανονικό μου επάγγελμα αργότερα/ ήτανε του κομπάρσου. Σε χιλιάδες ταινίες: […] Τώρα ασκώ το επάγγελμα του υποβολέα./ Σβήνοντας τα φώτα, δυναμώνει η φωνή μου,/ παίρνουν μπρος τα κουρασμένα σώματα/ και αρχίζει η παράσταση.» Στο ποίημα αυτό αποτυπώνονται ορισμένες επίμονες τέχνες, σημαντικές προφανώς για τον ποιητή, τη σχέση των οποίων με την ποίησή του θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε. Στο έργο του, λοιπόν, τέσσερις τέχνες: μουσική, ζωγραφική, κινηματογράφος και θέατρο, καθώς και οτιδήποτε σχετίζεται με αυτές τις τέχνες, μουσικοί και μουσικά έργα, ζωγράφοι και έργα ζωγραφικής, σκηνοθέτες του σινεμά ή του θεάτρου, σενάρια, θεατρικοί συγγραφείς, ηθοποιοί κλπ., παίζουν, εκτός των άλλων, κομβικό ρόλο στον τρόπο της ανάπτυξης κάποιων ποιημάτων του. Να αναφέρω εδώ ότι σύντομες, πλην όμως ουσιαστικές παρατηρήσεις για το θέμα, περιλαμβάνονται και σε ένα ευρύτερο κείμενο για τον Κοντό του ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου, δημοσιευμένο στο περιοδικό Γραφή (τεύχ. 50, Φθινόπωρο 2001). Ο ίδιος ο Κοντός, στο ιδιαίτερα κατατοπιστικό κείμενό του: «Ένα ‘Υστερόγραφο’ από τον ποιητή στη δεύτερη έκδοση της Περιμετρικής που, όμως, θα μπορούσε να είναι και Πρόλογος για το έργο του», το οποίο προτάσσεται στον συγκεντρωτικό του τόμο, αναφέρει πλειάδα προσώπων άμεσα σχετιζομένων με αυτές τις τέχνες, με τα οποία αισθανόταν δημιουργική ώσμωση. Στο ίδιο κείμενο γράφει επίσης για την ποίηση: «Από πάντα ήσουνα η μουσική και η ζωγραφική για μένα», ενώ η σχέση του με τον κινηματογράφο και το θέατρο δηλώνεται ως εξής χαρακτηριστικά: «μπαινόβγαινα σε κινηματογράφους και θέατρα, σε σημείο να είναι οι σκοτεινές αίθουσες προέκταση του δωματίου μου». Επιπλέον, αφθονούν στο έργο του εξαιρετικές μεταφορές με στοιχεία από τον κόσμο των τεχνών αυτών.
Η μουσική αποτελεί για τον Κοντό αναγκαίο αναπνευστήρα. Παντού στο έργο του δηλώνεται η αγάπη και η σχέση του μαζί της: «Η ίδια μουσική παντού, χωρίς οίκτο να μας θυμίζει/ το δρόμο π’ άρχιζε μέσα μας και δεν τελειώνει πουθενά.» (Περιμετρική) – «(Ποτέ δεν κατάλαβα τη γεωμετρία./ Από παιδάκι ήμουνα μουσικός.)» (Τα οστά) – «Είμαι ευτυχισμένος όταν ακούω μουσική…» (Ανωνύμου μοναχού). Από τη λαϊκή και τη ρεμπέτικη μέχρι την έντεχνη ή την κλασική, η μουσική τροφοδοτεί τον Κοντό όχι μόνο με τα πρόσωπα που την υπηρέτησαν, τα ονόματα των έργων τους, την ορολογία της, αλλά και με μια βαθύτερη ψυχική διαπίδυση, που δημιουργείται ανάμεσα στην ποίηση και τη μουσική, μετατρέποντας τις δύο τέχνες σε συγκοινωνούντα δοχεία. Στην ποίησή του, λοιπόν, ο ρυθμός, έστω και ασύμμετρος ενίοτε, η αρμονία αλλά και η αρμονική ασάφεια, η μορφολογική ελευθερία, η βαθιά αίσθηση των ήχων προέρχονται από την τέχνη της μουσικής. Ο Κοντός αγαπά και αναφέρεται σε όλα τα είδη της καλής μουσικής: στη λαϊκή, τη ρεμπέτικη, την κλασική (από το άκουσμα της οποίας έχουν προκύψει ωραία ποιήματα, όπως το: «Μηρυκάζω: πρόσωπα, εικόνες, μουσική» από τη συλλογή Στο γύρισμα της μέρας, εμπνευσμένο από τα Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά του Γκούσταβ Μάλερ), ακόμη και στη βυζαντινή και βεβαίως στην τζαζ και τη ροκ. Στο ποίημα «Όταν διαλύονται τα μουσικά συγκροτήματα», από την Υποτείνουσα της σελήνης, ο ποιητής περιγράφει με πειστικό και παραστατικό τρόπο σκηνές ροκ.
Η αγάπη του Κοντού για το τραγούδι είναι αναμφισβήτητη, όπως φαίνεται από την προβολή των ανθρώπων που το υπηρέτησαν (Γκάτσος, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Παπαϊωάννου, Μπέλλου κ.ά.), αλλά και από την ένθεση στίχων από τραγούδια στα ποιήματά του: «άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο σκοτάδι,/ τη στιγμή π’ ακούγονταν απ’ το ραδιόφωνο/ ένας σκοπός – ‘τάχα τι να γύρεψαν στα χλομά σου μάτια’» (Περιμετρική – Ο στίχος είναι από τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου σε στίχους Νίκου Γκάτσου) – «Μια ψαροπούλα είναι αραγμένη/ μπρος στ’ ακρογιάλι/ το Ζέπο περιμένει…» (Περιμετρική – Στίχοι του Γιάννη Παπαϊωάννου, ενταγμένοι σε ένα ωραίο ποίημα για τον Ανδρέα Ζέπο, τον θρυλικό ψαρά από το Αϊβαλί, που στην κατοχή μοίραζε ψάρια στους άπορους του Πειραιά, αλλά μετά τον πόλεμο πτώχευσε και του κατέσχεσαν το καΐκι) – «Κοίταξε έξω./ Έβρεχε./ Ένα ρεμπέτικο δυνάμωνε τη βροχή./ ‘Τρεις σταγόνες δηλητήριο/ να μου έριχνες απόψε στο πιοτό.’» (Περιμετρική – Ρεμπέτικο τραγουδισμένο από τη Σωτηρία Μπέλλου).
Από την άλλη, οι αναφορές στα σχετιζόμενα με τη μουσική είναι πάμπολλες στο έργο του. «Ακούγονται», λοιπόν, πολλά μουσικά όργανα: τσέμπαλο, ακορντεόν, βιολί, κόρνα, ντραμς, σαξόφωνο, όμποε («Μόλις σβήσουν τα φώτα θα σου πω τ’ όνομά σου/ μ’ ένα όμποε» – Περιμετρική), τρομπέτα, βιολοντσέλο κ.ά. Πολλοί τίτλοι ποιημάτων του είναι δανεισμένοι από τη μουσική ορολογία: «Μουσική δωματίου», «Τοκάτα σε τοπίο», «Σπουδή για σοπράνο» κλπ. Επιπλέον, συναντούμε στα ποιήματά του οξυδερκείς μεταφορές με βάση τη μουσική: «Ένα λαϊκό τραγούδι ξεφλουδίζει τη νύχτα» (Τα απρόοπτα) – «Μελωδίες, μικρά καρφιά επιθυμιών» (Η υποτείνουσα της σελήνης) – «Μια σακούλα με μουσική είναι αυτή η μέρα./ Κι όπως σε σκέφτομαι, σκίζεται και τρέχει/ ζεστή και υγρή η μουσική στην πόλη.» (Δευτερόλεπτα του φόβου).
Έχω την άποψη ότι η ποίηση του Κοντού συγκοινωνεί περισσότερο με την τζαζ. Υπάρχει στη δημιουργία του κάτι από τον ήχο και την πολυμορφία του σαξόφωνου. Μια αίσθηση αυτοσχεδιασμού που παρατηρούμε στη γραφή του συνδέεται σαφώς με τη μουσική αυτή. Κι αν δεχτούμε τον ορισμό του Thelonious Monk ότι «η τζαζ είναι ελευθερία», νομίζω ότι θα ταίριαζε και στην ποίηση του Κοντού. Η ποίησή του είναι ελευθερία, με την έννοια του αυξημένου βαθμού αυτοσχεδιασμού στη γραφή του και της προσπάθειάς του να απελευθερώσει τις ιδέες του, μετατρέποντάς τες σε λέξεις και ποιήματα.
Η σχέση του Κοντού με τη ζωγραφική είναι επίσης κομβική για την ποίησή του. Η αγάπη του γι’ αυτή την τέχνη είναι γνωστή και δεν είναι τυχαίο ότι έχει γράψει κείμενα για σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Ο Κοντός χρησιμοποιεί τη ζωγραφική για να ταξιδέψει στο βαθύτερο είναι του και να εξορύξει τα προσωπικά του χρώματα, να διακρίνει τη χροιά τους, να δημιουργήσει έναν κόσμο με την ονειρική αίσθηση των χρωματισμών, έναν κόσμο στον οποίο η φαντασία θα συμπληρώνει την πραγματικότητα και θα δημιουργεί μια ζωή με ανατάσεις και όχι βιδωμένη στην καθημερινότητα. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Η ζωγραφική στη ζωή μου» από τη συλλογή Στο γύρισμα της μέρας: «Άφησα το ζεστό σου κρεβάτι,/ τα λευκά σεντόνια, τα ήσυχα νερά/ και πήγα σε κείνες τις πλατείες/ του Ντε Κίρικο, στο υποσυνείδητο,/ με τα κυλιόμενα φεγγάρια./ […]/ Βάδιζα σε ένα πεζοδρόμιο και πήγαινα/ και δεν πήγαινα, λες και πατούσα/ τεντωμένο σύρμα στο κενό./ Άλλο και τούτο, τα μισά τα ζω/ και τα άλλα μισά τα φαντάζομαι./ […]».
Από τη ζωγραφική ο Κοντός έχει δανειστεί τα σχήματα και τα χρώματα. Τα χρώματα είναι πανταχού παρόντα στην ποίησή του. Το κόκκινο, το μαύρο, το λευκό, το κίτρινο, το γκρίζο («Έρχεται ένα γκρίζο, προετοιμάζοντας/ περιπέτεια και μεγάλες νύχτες» – Στο γύρισμα της μέρας) δίνουν ατμόσφαιρα ανάλογη της συναισθηματικής του κατάστασης ή φόρτισης, αναδεικνύοντας δια των λέξεων τις αποχρώσεις του μέσα κόσμου του. Αρκετά ποιήματά του βρίθουν χρωμάτων, δηλούμενων ή υποδηλούμενων. Αναφέρω για παράδειγμα το ποίημα «Μια κανονική Τετάρτη» από την Υποτείνουσα τη σελήνης. Από τη ζωγραφική όμως έχει δανειστεί και την αναπαραστατική της λειτουργία. Πολλά ποιήματα αναπαριστούν την πραγματικότητά του, με αισθητές ή φανταστικές εικόνες (η εικόνα είναι δομικό στοιχείο της ποίησής του), κατά τρόπο που να μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, όπως το ποίημα «Μεταμορφώσεις» από το Δωρεάν σκοτάδι. Να σημειώσω επίσης ότι δεν παρατηρούνται στην ποίησή του νεκρές φύσεις. Ίσως να του ταιριάζει περισσότερο η ζωντανή φύση της ζωγραφικής, η ζωγραφική που δημιουργείται από την ίδια τη φύση, η ζωγραφική που σφύζει από ζωή. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Τα φρούτα και ο άνθρωπος» από τη συλλογή Ο αθλητής του τίποτα: «[…] Τότε ο άνθρωπος/ σηκώνει τα χέρια και κόβει. Το χέρι/ θυμάται τους προγόνους του. Το φρούτο,/ το χάδι, το χνούδι, το φιλί, ο ήλιος/ –η ζωντανή φύση της ζωγραφικής.»
Στην ποίησή του υπάρχουν αναφορές σε ζωγράφους, με τους οποίους αισθάνεται εγγύτητα. Παρατηρούμε μια ροπή στο κίτρινο και τον Βαν Γκογκ: «Πώς εκτείνεται δειλά το κίτρινο,/ στον μήνα Αύγουστο. / Πώς μιλά ο Βαν Γκογκ.» (Η στάθμη του σώματος)· κι αλλού: «Το κίτρινο/ του ζωγράφου έβαφε τα πάντα στο πέρασμά τους» (Ηλεκτρισμένη πόλη). Αλλά και στον Μποτιτσέλι: «Φοράνε άσπρα καπέλα/ και από το στόμα τους/ τρέχουν λουλούδια/ όπως στον πίνακα του Μποτιτσέλι» (Στο γύρισμα της μέρας) ή τον Νταλί: «Τα ρολόγια κρέμονται ξεχειλωμένα/ από ξερά κλαδιά, όπως στον πίνακα/ του Σαλβαντόρ Νταλί: ‘Η επιμονή της ανάμνησης’» (Η υποτείνουσα της σελήνης). Νομίζω, όμως, ότι η ποίησή του ταιριάζει περισσότερο στη ζωγραφική του Ντε Κίρικο, με τον οποίο νιώθει εκλεκτική συγγένεια, κάτι που επιβεβαιώνεται και στο ποίημα «Η ζωγραφική στη ζωή μου». Πολλά από τα μεταφυσικά στοιχεία της ζωγραφικής του Ντε Κίρικο, η αινιγματικότητα των συνθέσεών του και η αμφισημία των αντικειμένων του αντανακλώνται στην ποίηση του Κοντού.
Με τον κινηματογράφο ο Κοντός έχει επίσης αγαπητική σχέση. Δεν είναι ότι είχε δει πολλές ταινίες («Χιλιάδες μέτρα ταινίας/ με τυλίγουν και με ακολουθούν/ στη ζωή μου» – Στο γύρισμα της μέρας). Δεν είναι ότι θαύμαζε πολλούς σκηνοθέτες ή ηθοποιούς. Είναι περισσότερο η τεχνική και η διαδικασία της συγκεκριμένης τέχνης που έχουν επηρεάσει τον τρόπο της γραφής του. Πολλές φορές ο Κοντός ανακαλεί ή δανείζεται τρόπους από την τέχνη του κινηματογράφου για να ξετυλίξει τις ποιητικές του ιδέες και να οργανώσει με φιλμική γραφή τα ποιήματά του. Έτσι, η κίνηση καθώς και η γρήγορη και απροσδόκητη αλληλουχία των εικόνων, η αλλαγή του κλίματος και η αιφνίδια τροποποίηση των συναισθημάτων, οι φωτοσκιάσεις των δρώμενων, το σασπένς, η διαδοχή φωτός και σκότους, ημέρας και νύχτας, ακόμη και η αφηγηματικότητα παραπέμπουν αναμφισβήτητα στην έβδομη τέχνη.
Στην ποίηση του Κοντού χρησιμοποιούνται, είτε στους τίτλους είτε στο σώμα των ποιημάτων, όροι από την ορολογία του σινεμά: σενάριο, φιλμ, ταινία μικρού μήκους κοκ. Επίσης σπουδαίες μεταφορές: «(Αστυνομική ταινία η νύχτα./ Ο χρόνος εγγαστρίμυθος δολοφόνος).» (Τα οστά) – «Τρέχοντας σ’ αυτή την ταινία τρόμου/ μαζί με τους πεθαμένους –ένας πεθαμένος/ παίζει όμποε– δεν ευθύνεται για τίποτα./ Άλλοι γράψανε το σενάριο, άλλοι χειρίζονται/ τις μηχανές, άλλοι ελέγχουν τους φωτισμούς// και ο μέγας σκηνοθέτης έχει πάντα τον τελευταίο λόγο.» (Τα οστά), όπου υπονοείται ο θάνατος ως ο μέγας σκηνοθέτης της ανθρώπινης ζωής.
Πολλά ποιήματά του είναι σενάρια για ταινίες μικρού μήκους. Το ποίημα «Σενάριο», για παράδειγμα, από το Δωρεάν σκοτάδι, έχει χτιστεί με ξεκάθαρη λογική σεναρίου. Άλλα ποιήματά του είναι αυτούσιες ταινίες μικρού μήκους, όπως το ποίημα «Φιλμ» από την Υποτείνουσα της σελήνης, με πρόσωπα, σκηνικό, μουσική, φωτισμούς και πολύ σασπένς.
Σε πολλά ποιήματά του διακρίνουμε πλάνα από διάφορους σκηνοθέτες ή κινηματογραφικά κινήματα. Αναφέρω τον Ταβερνιέ και τη νουβέλ βαγκ στο ποίημα «Ο κύριος Ταβερνιέ» από την Ηλεκτρισμένη πόλη. Η ποίησή του, ωστόσο, συνδέεται περισσότερο με τον Ταρκόφσκι. Διαβάστε, για παράδειγμα, το ποίημα «Βροχερό Λονδίνο» από την Ηλεκτρισμένη πόλη. Οι ποιητικοί συνειρμοί και η ονειρική λογική που παρατηρείται στις ταινίες του Ταρκόφσκι, παρατηρούνται και στην ποίηση του Κοντού. Στη συλλογή Δωρεάν σκοτάδι, ανακαλούμε πλάνα από τον Στάλκερ και τον Καθρέφτη. Περισσότερο, όμως, και από τον Ταρκόφσκι, ο Μπέργκμαν νομίζω ότι ταιριάζει στη γραφή του Κοντού. Η αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και κυρίως των δύο φύλων, η αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον εαυτό του, η αναζήτηση του νοήματος της ζωής, κύρια χαρακτηριστικά του μπεργκμανικού έργου, απασχολούν και τον Κοντό. Αναφέρω ενδεικτικά το ποίημα «Η βρύση στάζει» από την Ηλεκτρισμένη πόλη, στο οποίο μετά την αδυναμία επικοινωνίας του το παντρεμένο ζευγάρι καταλήγει στο στίχο: «–Καλύτερα να μη μιλάμε.»
Τέλος, η αγάπη του Κοντού για το θέατρο τον οδηγεί σε δανεισμό των τρόπων με τους οποίους εκείνο λειτουργεί και εκφράζεται, δίνοντάς του τη δυνατότητα να «σκηνοθετήσει» μικρές παραστάσεις. Ο δραματικός τόνος που έχουν ορισμένα ποιήματά του, οι διάλογοι, η δράση, η αμεσότητα και η ζωντάνια, η εξωτερίκευση των ενδόμυχων σκέψεων των ποιητικών του προσώπων και οι διάφορες ανατροπές παραπέμπουν στο θέατρο και υποδηλώνουν το συσχετισμό της ποίησης του Κοντού με την εν λόγω τέχνη. Κάποια ποιήματά του έχουν γραφτεί με τον τρόπο μιας θεατρικής σκηνής, π.χ. το ποίημα «Ο ανατόμος» από τη συλλογή Στο γύρισμα της μέρας. Ενώ άλλα είναι θεατρικοί μονόλογοι, όπου ένα πρόσωπο μόνο του, σαν να είναι επί σκηνής, εκφράζει μεγαλόφωνα τις σκέψεις του. Αναφέρω ενδεικτικά τα ποιήματα «Ο εφοριακός» από τη συλλογή Ο Αθλητής του τίποτα –όπου ένας εφοριακός σε μια πράξη του θεάτρου της ζωής του φαίνεται να εξομολογείται ή και να αυτοεξομολογείται μπροστά σε μιαν αόρατη πλατεία θεατών, καταγράφοντας «τις διακυμάνσεις της ψυχής» του– και «Μιλάει ο δράκος στον Άγιο Γεώργιο», από τη συλλογή Ανωνύμου μοναχού, ένα κορυφαίο ποίημα, όπου ο δράκος απολογείται με συγκλονιστική δραματικότητα για όσα του καταμαρτυρεί η παράδοση. Δε λείπουν βέβαια και ποιήματα που είναι μικρά θεατρικά μονόπρακτα, κάποτε ακαριαία, με σκηνική και παραστατική οπτική και δύναμη, με καθαρά διαλογική ανάπτυξη, ακόμη και με σκηνικές οδηγίες. Παράδειγμα το ποίημα «Κυριακή απόγευμα (απόσπασμα συζήτησης)» από την Υποτείνουσα της Σελήνης.
Θεατρικοί συγγραφείς και η ατμόσφαιρα των έργων τους διαχέεται σε πολλά ποιήματα του Κοντού. Αναφέρω ενδεικτικά τον Τενεσσή Ουίλιαμς στο ποίημα «Υγρασία στην πόλη» από την συλλογή Ο αθλητής του τίποτα, όπου παρατηρούμε, όπως και στο έργο του Ουίλιαμς, ένα κλίμα παράνοιας· αλλά και τον Μπέκετ. Ο μινιμαλιστικός τόνος της γραφής του Κοντού, μια βαθιά απαισιοδοξία για την ανθρώπινη φύση, που αντανακλάται από την ιδιόρρυθμη αίσθηση του χιούμορ στο έργο του, παραπέμπει στο έργο του Μπέκετ και την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει ο θεατρικός συγγραφέας. Παράδειγμα αποτελεί ένα άλλο κορυφαίο ποίημα του Κοντού, «Ο αθλητής του τίποτα» από την ομώνυμη συλλογή, όπου ο Κοντός ξετυλίγει συνειδητά το ποίημά του σε μπεκετική ατμόσφαιρα.
Ο Κοντός δεν αρέσκεται μόνο να παρακολουθεί τους μεγάλους θεατρικούς δημιουργούς. Τον ενδιαφέρουν επίσης όλοι όσοι σχετίζονται με το θέατρο, ηθοποιοί, κομπάρσοι, υποβολείς, ακόμη και οι υπεύθυνοι για τον καλλωπισμό των ηθοποιών. Γνωρίζει άριστα τους ανθρώπους αυτούς, το άγχος τους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται. Για κάποιους μάλιστα έχει γράψει εξαιρετικά ποιήματα, στα οποία μπαίνει βαθιά στην ψυχολογία τους, αναδεικνύοντας τις λεπτές ιδιαιτερότητες της εργασίας τους. Ενδεικτικά, στο εξαίρετο ποίημα «Η μακιγιέζ» από τη συλλογή Ο αθλητής του τίποτα, φαίνεται η σχέση έρωτος μίσους που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσα στην ηθοποιό και τη μακιγιέζ: «[…]/ Η σταρ φωνάζει, τρέμει, σπάει. Η μακιγιέζ/ (η σκιά) την καθησυχάζει, της μιλά απαλά,/ της βάφει τα νύχια και την πνίγει σιγά σιγά/ όπως την έχει αιχμαλωτίσει μέσα/ στην ίδια της τη ζωή.»
Όλα αυτά εδραιώνουν την πεποίθησή μου ότι ο Κοντός εκφράζεται μεν με την ποίηση, αλλά ζει και αναπνέει με όλες τις τέχνες στις οποίες αναφερθήκαμε. Μπορεί να μην είναι μουσικός, ζωγράφος, σκηνοθέτης, σεναριογράφος ή θεατρικός συγγραφέας, αλλά γνωρίζει τόσο καλά τις τέχνες τους, ώστε να φαίνεται πολλές φορές ότι μέσω των ποιημάτων του ποιεί μουσική, ζωγραφική, κινηματογράφο ή θέατρο. Η ώσμωση των αγαπημένων τεχνών με την ποίησή του είναι ζωτικής σημασίας τόσο για το ποιητικό του οικοδόμημα όσο και για τον ίδιο τον ποιητή.