Παρασκευή 4 Μαρτίου 2022

Γιάννης Κοντός :ο βίος ,το έργο του : ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ -Γ. Π. -

 


https://www.youtube.com/watch?v=XvErS-Plk30

συνέντευξη : Γιάννης Κοντός -- entretien : Iannis Kondos





Νίκος Καλλίτσης - "Απόπειρα" Ποίηση Γ.Κοντού

Ερμηνεία ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΜΑΝΟΥ- Complete Album 00:00 Πίσω απο τα καθημερινά (Γιάννης Κοντός) 04:31 Με μαθηματική ακρίβεια (Γιάννης Κοντός) 08:11 Μεσημέρι με υποσχέσεις (Γιάννης Κοντός) 11:50 Μας ληστέψαν (Γιάννης Κοντός 14:35 Απόπειρα (Κιθάρα Κώστας Στρατηγόπουλος) 17:46 Ιδού εγώ εν απογνώσει (Αντώνης Κολυβάς) 20:30 Στεγνή άνοιξη (Γιάννης Κοντός) 24:43 Ισοβίτης (Γιάννης Κοντός) 27:21 Χαμήλωσε (Αντώνης Κολυβάς) 30:33 Μέρες στο ιώδιο (Γιάννης Κοντός) Οι στίχοι του Γιάννη Κοντού είναι απο τις ποιητικές συλλογές Η ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ και ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ και του Αντώνη Κολυβά απο την συλλογή ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΚΑΡΟΛΟ Επαιξαν οι μουσικοί κιθάρες: Θεολόγος Στρατηγός, Κώστας Στρατηγόπουλος ντράμς-κρουστά: Νίκος Αντύπας ηλεκτρικό μπάσσο: Γιώργος Ζηκογιάννης συνθεσάϊζερ: Κώστας Γανωσέλης πιάνο Nίκος Καλλίτσης Ενορχήστρωση Νίκος Καλλίτσης Παραγωγή Κατερίνα Μαριανού LΥRA 1981





Γιάννης Κοντός - Οι θόρυβοι τη νύχτα στο σπίτι - Official Audio Release

Γιάννης Κοντός - Η ιστορία ενός σπιτικού μαχαιριού - Official Audio Release

Γιάννης Κοντός - Η μακιγιέζ - Official Audio Release

Γιάννης Κοντός ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Δαυίδ Ναχμίας ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ


Γιάννης Κοντός - Όταν διαλύονται τα μουσικά συγκρο - Official Audio Release



http://cantfus.blogspot.com/2015/01/1943-2015.html

Yiannis Kontos interview I

Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού
Ανωνύμου μοναχού, 1985
(6ο ποίημα)
Το φαρμακείο


Είμαι ευτυχισμένος όταν ακούω μουσική και κατοικώ στο παλιό φαρμακείο, με τις πορσελάνες, τα φάρμακα, το λίγο φως. Κάθομαι και ζυγίζω ποσότητες φαρμάκων και λέξεων –εκτελώ πολλές φορές ανύπαρκτες συνταγές– όμως δουλεύω με συνέπεια και υπομονή υποδειγματική. Ακίνητος κοιτάζω πίσω από το θαμπό τζάμι τους περαστικούς. Περιμένω να ανοίξει η πόρτα, να ακουστεί το κουδουνάκι, να σηκώσω με κόπο το ημίπληκτο πόδι μου, να το σύρω μέχρι την είσοδο και να χαμογελάσω στον πελάτη. Όπως ανοίγει η πόρτα μπαίνουν μέσα άλλες εποχές – προηγούμενες και επόμενες – και χάνω για λίγο την ισορροπία μου. Τη βρίσκω αμέσως. Αρχίζω να παιδεύω πάλι τη ζυγαριά και το σώμα μου. Χρόνια διανυκτερεύω. Έχω να κοιμηθώ χιλιάδες ώρες  (-i-). Πίνω όλα τα φάρμακα (ποιήματα)  (-ii-)  που φτιάχνω και δε λέω να πεθάνω  (-iii-). Μάλλον δυναμώνω. Φοράω το μαύρο παλτό, το μαύρο κεφάλι. Έξω χιονίζει, δεν ακούει κανείς.    (-iv-)  

Γιάννης Κοντός,

Ανωνύμου μοναχού, 1985
(-i-) Γιώργος Σαραντάρης, "Η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ."
(-ii-) Κ.Π. Καβάφης, "Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X." 
(-iii-) Γιάννης Κοντός, "Κάρβουνο ο ουρανός και η οδοντόβουρτσα/ του πεθαμένου περιμένει. Ο φίλος μου/ από το ιατρείο του κάτω κόσμου/ μου τηλεφωνεί. Μου στέλνει φάρμακα,/ μου στέλνει ποιήματα. Ο φίλος μου, ο επιζών."  (Τα οστά, 1982, ποίημα 64ο, μότο "Ο ΤΑΚΗΣ" - αναφορά στον ποιητή Τάκη Σινόπουλο (1917-1981) που ήταν γιατρός.)

 Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού
Τα απρόοπτα, 1975
(8ο ποίημα της πρώτης ενότητας "Το κατοικίδιο ζώο"): 

Κίνδυνος στην πόλη

Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.
Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο

και ρίχνει στο ψαχνό.

Όλα τον δείχνουν – αλλά
κανείς δεν βλέπει.

Τρέχω – τρέχουμε.

Σκοντάφτω στον εαυτό μου.

Ο ποιητής παριστάνει

το οπωροφόρο δέντρο για να

γλιτώσει τον ξυλοκόπο.

Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού
Φωτοτυπίες, 1977
(από την πρώτη ενότητα "Σχέδιο για διήγημα")
5.
Νοσοκομείο των ξανθών αγγέλων. Ο αγαπημένος μου 
ποιητής χτυπημένος από το αίμα στην καρδιά, κείτεται
μόνο με το σλιπ πάνω στα νερά. Στην άκρη του κρεβατιού,
ο μικρός μου αδελφός και εγώ κοιτάμε το καλοκαίρι. Μια
κυρία από τη Γαλλία μας μιλάει για σουρεαλισμό. Εσύ
κοιμάσαι μέσα στα χόρτα, πλάι σε μια λίμνη με πολλούς
φαντάρους.
15.
Το τραγούδι ξετυλίγεται τριχιά για το λαιμό 
του κρεμασμένου. Και ο κρεμασμένος μπορεί την τελευταία
στιγμή να γλιτώσει. Εσύ όμως που λες το τραγούδι είναι
βέβαιο ότι θα πεθάνεις, με ένα τσιγάρο στο στόμα -
χωρίς να ξέρεις ότι είναι το τελευταίο σου - μιλώντας
ακατάπαυστα για καθημερινές βλακείες, για πολιτική 
οικονομία, για δημόσια οικονομική. Θα πέσεις άπνους
με το τσιγάρο αναμμένο, το κασκόλ στον αέρα και το
αλκοόλ χυμένο στο παντελόνι. Η φωνή σου δεν θα
απειλεί κανένα πια και η τελευταία σου λέξη θα 'ναι
μια πέτρα μπηγμένη στο χώμα.     (-i-)
(-i-) Υπάρχουν σημεία σε ποιήματα του Σταμάτη Πολενάκη που θυμίζουν τους τελευταίους στίχους αυτού του ποιήματος.
40.
Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ,
να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό. Τρέχει η νύχτα.
Σκύβω να πιω, να ξεχάσω. Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου
πρόσωπο. Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή
της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα
που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια σου και το
χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν φωτιά. Όλα τ' άλλα
τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα. Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν,
αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και την τριγωνομετρία.     (-i-) 
(-i-)  Θαρρώ πως το τέλος θα μπορούσε να είναι εμπνευσμένο από τα σημεία του Χ.Λ.Μπόρχες:
"Τα νύχια" (συνεχίζουν να μεγαλώνουν) "απορρίπτοντας τον κόσμο και την έκσταση"και τον στίχο του Μπόρχες (για τη γερμανική γλώσσα) "απρόσιτη όπως η άλγεβρα και η σελήνη." 
~~..~~



(Από τη δεύτερη ενότητα -της συλλογής Φωτοτυπίες-
"Στοιχεία βιομηχανικής και ενεργειακής πολιτικής") 
Στα μισοσκότεινα
Γυμνό το σπίτι, χωρίς πουλιά και έπιπλα.
Αθόρυβες Κυριακές με σβησμένα τσιγάρα  
και ξερούς καφέδες στο πάτωμα - έρωτα στο πάτωμα
ή στο ταβάνι, σαν μύγες -   (-i-)
Γυμνό το μυαλό μου. Μόνο δυο τρία καρφιά
στον τοίχο με μυτερούς ίσκιους και ένα χαλάκι
κόκκινο, μαθημένο να ξεφτάει στα πόδια σου.
Θα στρίψω το αίμα, να μην πηγαίνει
στον εγκέφαλο, να μην σκέφτεται έτσι.
Και η κρεατομηχανή δουλεύει.

(-i-)  Θαρρώ πως οι πρώτοι στίχοι αυτοί είναι εμπνευσμένοι από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου: 
ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
Ήσυχες, φτωχικές Κυριακές της επαρχίας
με τα λαμπρά λιογέρματα, με τις ανύπαντρες γυναίκες,
με τα ποτήρια στο τραπέζι, τις μύγες, τα φύλλα.
Ό,τι κι αν λέγαμε ήταν πρόσθετο και ξένο.
(Γιάννης Ρίτσος)


Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού
Τα οστά, 1982: 
60.
Τρόλεϊ φωτισμένο σαν βιτρίνα
σχίζει τη νύχτα. Ηλεκτρισμός,
καλώδια και ρόδες. Κίτρινο, μαύρο –
και κόκκινη η ακτινογραφία του.
(Η ζωή όμως δεν αστειεύεται.
Σε ράβει με τα δόντια σε τσουβάλι).    (-i-)
Γιάννης Κοντός 

(-i-)  Θαρρώ πως το ποίημα αυτό μαζί με το
    "Κίνδυνος στην πόλη"
Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.

Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο

και ρίχνει στο ψαχνό.  (...)   (Γιάννης Κοντός)
ίσως έχουν εμπνεύσει το ποίημα τού νέου ποιητή Θωμά Ιωάννου:
        ΔΕΝ ΑΣΤΕΙΕΥΤΑΙ
Το παρόν συνωστίζεται γύρω μου
Με πιέζει με το ογκώδες σώμα του
Δε μ’ αφήνει στιγμή
Να πάρω ανάσα
Ορθώνεται σαν τείχος από εικόνες
Βραχυκυκλώνει την όρασή μου
Στερώντας μου κάθε δυνατότητα
Να δω σε βάθος χρόνου
Κι απ’ έξω απ’ το παρόν
Γυρνάει το μέλλον
Σαν άδικη κατάρα
Αυτό δεν αστειεύεται
Χτυπάει στο ψαχνό
(Θωμάς Ιωάννου, 2011)


Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού
Δωρεάν σκοτάδι, 1989
(3ο ποίημα) 
Μαλλιά-κεντήματα-νήματα


Εντέλει παντρεύτηκα τη Λίτσα

από το παλαιότερο βιβλίο μου.
Ήτανε πρίμα μπαλαρίνα,
αλλά ένα ατύχημα
την έκανε να βάφει νήματα
και να κεντάει.
Μαζί με τις δυο κόρες που αποκτήσαμε,
στήσαμε μια μικρή βιοτεχνία.
Όλη μέρα γέλια, τραγούδια και δουλειά.
Τα βράδια έπαιρνα το άλογο,
το πήγαινα στο τέρμα των τρόλεϊ
να το ποτίσω. Το καυσαέριο
ανέμιζε τη χαίτη του. Δεν θυμάμαι

πόσες χρονικές μονάδες ψάχναμε

για νερό. Επιστρέφοντας (βράδυ πάντα)
το τοπίο είχε υποστεί αλλαγές.
Ο κόσμος στις πόρτες μιλούσε μια ξένη γλώσσα.
Στο μέρος του σπιτιού ένα κενό.
Έψαξα, ρώτησα (με νοήματα πια)
και πείστηκα ότι, εφόσον δεν έγινε σεισμός,
το σπίτι είχε απογειωθεί τυλιγμένο στα μαλλιά.








Γιάννης Κοντός
(...) στις 4 το πρωί ο ποιητής Γιάννης Κοντός πέθανε στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα, κατόπιν μετεγχειρητικών επιπλοκών και μιας ενδονοσοκομειακής λοίμωξης.

(...) φιλία με τον ―επίσης επιστήθιο φίλο του και επίσης πρόωρα χαμένο, πάλι από ενδονοσοκομειακή λοίμωξη!― Γιώργο Ιωάννου.  (...) 




Δυο-τρία πράγματα σχετικά με τον Γιάννη Κοντό
|   Τζένη Μαστοράκη (εφ. Τα Νέα, 2001)
* Μ’ αρέσει που δεν αλλάζει με τα χρόνια. Είναι μεγάλη παρηγοριά οι φίλοι που δεν αλλάζουν.


* Μ’ αρέσει που γελάει. Με όλους, με όλα. Γυμνασιακά, του λέω. Μεταδοτικά. Προπαντός παράλογα. Μερικές φορές συμφωνεί.



* Μ’ αρέσει που σηκώνεται ξημερώματα και γράφει. Μ’ αρέσει η διαρκής του σχέση με την ποίηση. Μια ανοιχτή γραμμή.



* Μ’ αρέσει όταν λέει «γράφω», «έγραψα». Το λέει κανονικά. Σαν κανονικός άνθρωπος. Σαν να μιλάει για κάτι που μπορεί να συμβεί σε κάθε κανονικό άνθρωπο.



* Μ’ αρέσει ο τρόπος του όταν παρατηρεί τους ανθρώπους. Παραμορφώνει με μικροσκόπιο. 



* Μ’ αρέσει η σχέση του με τον ιδιωτικό του χώρο. Το δέσιμό του με τα αντικείμενα. Τα άδεια μπουκάλια στο Κουκάκι, στο παράθυρο που έβλεπε στο φωταγωγό. Η προσωπική του πινακοθήκη στο χωλ του Παπάγου. Η αγωνία του να μαζέψει τις φωτογραφίες. 



* Μ’ αρέσει η σχέση του με τα γκαρσόνια. Ονόματα, οικογενειακές λεπτομέρειες. Από τότε που το Κολωνάκι είχε μια αλλιώτικη πλατεία. Ώς το «Greek House» και το «Ιντεάλ».



* Μ’ αρέσει η σχέση του με τα λουλούδια. Και η σχέση του με τα υπαίθρια ανθοπωλεία. 



* Μ’ αρέσει ο Γιάννης των ταξιδιών. Στην Καλαμάτα. Στην Αλεξανδρούπολη. Ο Γιάννης που μας φωνάζει να βάλουμε ζακέτα για να μην κρυώσουμε. Ο Γιάννης που κλείνει τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Ο Γιάννης που χορεύει. Ο Γιάννης που θυμάται τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. Ο Γιάννης που, «πρώτον», δεν πίνει καφέ.



* Μ’ αρέσει η απόλυτη αίσθησή του περί φιλίας. Μ’ αρέσει να τον ακούω να λέει «είναι πολύ φίλος μου», «είναι αδερφός μου». Το εννοεί πάντα.

* Μ’ αρέσει η σχέση του με τα παλιά. Με τους φίλους που δεν υπάρχουν πια. Με τις παλιές του αγάπες. 


* Μ’ αρέσει η σχέση του με το χρόνο. Έχει μιαν απίστευτη ακρίβεια. Κι όμως δε θέλει να του θυμίζω πόσα χρόνια γνωριζόμαστε. Ούτε να του λέω χρόνια πολλά στα γενέθλιά του.



* Μ’ αρέσει η σχέση του με τους νεότερους συγγραφείς. Με τους μαθητές του. Με τα παιδιά των φίλων μας.



* Μ’ αρέσει που θυμώνει εύκολα. Σαν παιδί. Μ’ αρέσει που ξεθυμώνει εύκολα. Σαν παιδί. Μ’ αρέσει που συγχωρεί εύκολα. Σαν μεγάλος.



* Μ’ αρέσει που, όταν είναι αγχωμένος, μου λέει «Μην παθαίνεις άγχος». Μ’ αρέσει που μου λέει «Σκας;» όταν με κάνει να γελάω, όταν σκάει πρώτος στα γέλια. 



* Μ’ αρέσει που είναι πειραχτήρι. Μ’ αρέσει να τον πειράζω με το «Υπ’ όψιν». 



* Μ’ αρέσει που χρειαζόμαστε κι οι δυο έναν ολόκληρο χρόνο για να προγραμματίσουμε μια συνάντηση.



* Μ’ αρέσει που χαίρεται σαν μικρό παιδί την επιβράβευση, τον καλό λόγο. Χωρίς δήθεν. Χωρίς συμπλέγματα.



* Μ’ αρέσει που έχει σταθερές συνήθειες και σταθερές αξίες. 



* Μ’ αρέσει που τα ποιήματά του έχουν σταθερή αξία. Μ’ αρέσουν τα ποιήματά του.  



* Μ’ αρέσει αυτό που ρισκάρει ποιητικά. Ρισκάρει να είναι ο εαυτός του. Δεν έχει προδώσει ποτέ τον αναγνώστη του. Δεν έχει προδώσει ποτέ τα φαντάσματά του. 
(Η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη για τον Γιάννη Κοντό,
εφημερίδα "Τα Νέα", 2001) 


  Top 5 ποιήματα του Γιάννη Κοντού 

του Γιάννη Τζανετάκη

 Πέντε από τα ωραιότερα ποιήματα ενός αγαπημένου ποιητή και φίλου 
«Τι φθορά και αυτή η αιωνιότητα./ Τι σκουλήκι / Μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας. / Μετά, τι γκρεμός, Θεέ μου!».




Δεν με χωράει το σώμα μου 

Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ, 
να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό. 
Τρέχει η νύχτα. Σκύβω να πιω, να ξεχάσω.
 Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο. 
Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή
 της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα
 που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια
 σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν
 φωτιά. Όλα τ’ άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα. 
Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν, 
αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και
 την τριγωνομετρία. 

Από τη συλλογή «Φωτοτυπίες», εκδ. Κέδρος, 1987. 

  Ράλι

 Σήμερα οδηγώ πολύ νευρικά
 και με μεγάλες ταχύτητες την πολυθρόνα μου. 
Ήδη έχω σπάσει τρεις φορές 
το φράγμα του νέφους.
 Έχουν σακατευθεί, έχουν σκοτωθεί 
πολλοί σωσίες μου. Έμεινα μόνος.
 Μόνος οδηγώ αυτόν τον κίνδυνο. 
Περνώ αστραπιαία και με κοιτούν
 με απορία. Ούτε κατάλαβα ποτέ
 γιατί τρέχω έτσι ακίνητος, αφηρημένος, 
κοιτώντας αλλού την ησυχία. 
Τα σήματα της τροχαίας κάποιος
 τα έχει αλλάξει και δείχνουν συνέχεια μονόδρομο.
 Πολλές φορές την πόλη την έχω δει ανάποδα 
ή έχω πέσει σε βαθιά νερά.
 Άλλες φορές οι λακούβες είναι στρωμένες
 με μπαμπάκι, η ορατότητα αρίστη. 
Όπως αντιλαμβάνεσθε,
 όλα μαθηματικώς με οδηγούν
 στην επόμενη στροφή που περιμένει:
 ο γκρεμός, η θάλασσα, η απογείωση.

 Από τη συλλογή «Δωρεάν Σκοτάδι», εκδ. Κέδρος, 1989.  


 Η λύπη του έρωτα

 Σ’ ακούω με όλους τους πόρους μου
 να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα 
χάρτινα κάνοντας ένα θόρυβο
 που προμηνύει μεγάλη θάλασσα. 

Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα
 της ζωής μου. Στο κανάλι σιωπή.

 Ταριχευμένες κινήσεις:
 μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο,
 ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο.
 Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια
 μαγική εικόνα – δεν μπορώ
 να ξεχωρίσω τον κυνηγό – 

Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο
 μυστικά και βροχές. 

Από τη συλλογή «Στη διάλεκτο της ερήμου», εκδ. Κέδρος, 1997.  


 Πώς να σε πάρει ο ύπνος 

Πώς να σε πάρει ο ύπνος με τέτοιες μυρουδιές
 ένα γύρο σου; 
Θαμμένοι σ’ ένα σπίτι αποστειρωμένο,
 μέσα σε γάζες και στο οινόπνευμα. 
Ακουμπισμένοι στο γραμμόφωνο που παίζει
 τα τραγούδια που μας έκαναν άντρες.
 Περνούμε κάτι βδομάδες
 όλο αργές 
και επικίνδυνα σιωπηλές
 Κυριακές.
 Πού και πού πεταγόμαστε από τον λήθαργο
 νομίζοντας ότι ακούμε σφυρίγματα, μουσικές κι ιαχές.
 Τρέχουμε στη μισάνοιχτη πόρτα. Τίποτα.

 Μόνο ο κρεμασμένος μένει στη θέση του
 – στον στύλο του ηλεκτρικού
 – Και Δευτέρα δεν έρχεται ποτέ.

 Από τη συλλογή «Περιμετρική», εκδ. Κέδρος, 2000. 


  Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο

 Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο. 
Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Ένα λιοντάρι 
με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του.
 Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων,
 ο Γιάννης είμαι και δεν θέλω ούτε λιοντάρια
 ούτε ανθρώπους. Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω
 και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ.

 Από τη συλλογή «Τα οστά», εκδ. Κέδρος, 1982. 

  


    Ο Γιάννης Κοντός (1943-2015).
    Αρχείο The Books' Journal
    Ο Γιάννης Κοντός (1943-2015).

    Ο Γιάννης Κοντός, που πέθανε τα ξημερώματα της Τετάρτης, 21 Ιανουαρίου 2015, στα 72 του, ήταν, όπως λέει ο Γιώργος Ζεβελάκης, ο ποιητής του σιωπηλού πένθους. 

    Έζησε μετά «το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων» (κατά τον όρο του Λυοτάρ, όπως τουλάχιστον τον χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα), δεν στρατεύθηκε κατά συνέπεια σε καμία τελεολογία, ούτε για να την υμνήσει ούτε για να θρηνήσει το χαμό της. Έζησε μέσα στα βιβλία, μαζί με ανθρώπους του βιβλίου, συνανστράφηκε πρόσωπα της καθημερινότητας, και η στιχουργική του απλώς επιβεβαίωνε το αντιηρωικό της ζωής, μέρα τη μέρα. 

    Αντί άλλης φλυαρίας, αναδημοσιεύουμε ένα ποίημά του από το 1998. «Ο αθλητής του τίποτα», από την ομώνυμη συλλογή:

     

    Ο ΑΘΛΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ

    Τρέχει. Τρέχει με αντίθετο άνεμο.

    Περνά βουνά, λίμνες, πόλεις.

    Δυσκολίες και δυσκολίες. Φωτιές, πολέμους,

    γκρίνιες, οικογένειες.

    Λίγες ομορφιές όταν σταματάει να πιει νερό.

    Τις βλέπει για λίγο, τις πιάνει, ξεχνιέται.

    Και πάλι το κυνηγητό, η κομμένη ανάσα,

    οι αποσπασματικές εικόνες, τραίνα που περνούν

    με χαρούμενους ανθρώπους.

     

    Και αυτός

    σαν κυνηγημένος να προσπαθεί ταυτόχρονα

    και άλλα αθλήματα. Να έρχεται τελευταίος

    με την ψυχή στο στόμα, να μην τον βλέπει

    κανείς, γιατί οι θεατές έχουν ήδη διαλυθεί.

    Με βροχές, με χιόνια, με ήλιους, το σώμα

    αντέχει, το μυαλό πετάει. Άλλοτε ξεχνάει

    - άλλοτε θυμάται.

     

    Σε μια στάση για να δει

    το φεγγάρι, συνέχεια σκέπτεται: το βιολέ

    απόβραδο, τα χάδια και τις υποσχέσεις.

    Και τρέχει, τρέχει, ενώ οι άλλοι συναθλητές του

    έχουν τερματίσει και σάρωσαν βραβεία

    και ιαχές. Αυτός μόνος τον κύκλο

    του χρόνου τρέχει. Χρόνος σε ευθεία

    ή τεθλασμένη ή σπείρα.

    Δεν κοιτάζει πίσω το ποίημα,

    γιατί τον ακολουθούν μύγες, ακρίδες

    και μολυσμένος αέρας του πολιτισμού.

     

    Περνώντας βλέπει δέντρα και ουρανό,

    βλέπει πουλιά, χαμογελά και λέει

    να δραπετεύσει, να πετάξει.

    Αλλά δεν γίνεται, είναι προγραμματισμένος

    γι αυτόν το ρόλο. Το ρόλο του δρομέα

    με το άγνωστο τέρμα.

    Νύχτα και μέρα αναβοσβήνουν.

    Τα μάτια του συνήθισαν σ' αυτό

    το λυκόφως.

     

    Ήρωας του Σάμουελ Μπέκετ

    δεν το φαντάστηκε ποτέ ότι θα γίνει.

    Τώρα πλησιάζει σε ένα σκοτάδι

    που αυτός το βλέπει άπλετο φως.

    Φουσκωμένα τα μάγουλα από την προσπάθεια,

    είναι σαν να φουσκώνει τα πανιά της

    Αργοναυτικής Εκστρατείας.

     

    Πάει και πάει.

    Το πέλμα θυμάται το πριν και το

    μετά αμετάκλητα. Γίνεται τροχός,

    βγάζει σπίθες και πείσμα του έρωτος.

     

    Το τέρμα σφίγγεται βίδα

    στο άπειρο ή στην κάθε μέρα.

    Ένας διασκελισμός και χάνεται

    στην αβεβαιότητα του τέλους

    https://ifigeneiasiafaka.com/category/%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%

    Category Archives: Γιάννης Κοντός

    Γιάννης Κοντός

    KONTOS

    .

     «Και τι φρέσκο χώμα που έχουν τα μάτια σου»


    Γιάννης Κοντός

    http://www.iefimerida.gr/news/187816/pethane-ta-ximeromata-o-spoydaios-poiitis-giannis-kontos

    .

    .

     

    Γιάννης Κοντός, Το φίδι του σπιτιού

    Έρπει παντού, τινάζεται κρύβεται
    πίσω από βιβλία. Πίνει το γάλα που του βάζω
    στην κουζίνα. Συνήθως κουλουριάζεται πάνω
    στην τηλεόραση και κοιμάται. Δεν είναι ένα
    απλό παχύ φίδι –των παραμυθιών του παλιού
    καιρού–, είναι ένας κροταλίας. Στην αρχή,
    όπως ήμουν ασυνήθιστος από ερπετά,
    φοβόμουνα. Ήμουνα και μικρός, και όταν το βάλανε
    στην πρίζα και άρχισε να χτυπάει, είχα εφιάλτες.

    .

    Άλλαζε και χρώματα, και με τρόμαζε.
    Ύστερα όμως αγαπηθήκαμε. Έμαθε τις φωνές,
    τις αναπνοές, τους ανθρώπους. Έμαθε να πηγαίνει
    μέχρι τον κήπο. Έκοβε ένα μήλο και το έδινε
    στη γυναίκα μου. Επαναλαμβάνοντας, χαμογελώντας,
    την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης. Τα πρώτα χρόνια
    ήταν άγριο. Μάλιστα, πήγε να πνίξει
    το μικρό μου αδελφό. Τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό του
    και έσφιγγε. Το παιδί το γλιτώσαμε στο «τσακ».
    Μετά, ημέρεψε. Με μένα έπαιζε κιόλας.
    Αλλάξαμε σπίτια, αλλάξαμε διαθέσεις,
    πέθαναν άνθρωποι, πέθαναν έρωτες, ήρθαν άλλοι.
    Αυτό, νεανικό, στιλπνό, και με ήχο δυνατό,
    παραμένει ένα τηλέφωνο που επωάζει την ηρεμία
    και τα απρόοπτα της ζωής μας.

    .



    Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα, από τη συλλογή Ο αθλητής του τίποτα, Το φίδι του σπιτιού, σελ. 306, Εκδόσεις Τόπος, 2013

    Πίνακες: Michelangelo

    www.vatican.va/various/cappelle/sistina_vr/index.html

     

    Γιάννης Κοντός, Ο ηλεκτρολόγος του ποιήματος

    Βρέχει στο τηλέφωνο και δε σ’ ακούω καλά. Βήχει ο καιρός στ’ αυτί μου. Σήμερα μιλούσες γαλλικά. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Είτε γαλλικά όμως, είτε ελληνικά, τα φρούτα σάπισαν, η μουσική ξεράθηκε όπως την ξετύλιγες από το στόμα. Την άκρη της μουσικής κρατούσες, την τριχιά. Προχώραγες, χανόσουνα στον κόσμο. Έκανες κόμπους, έβαζες σημάδια – για να με θυμάσαι. Έσπαγες το φεγγάρι-αυγό, έκανες ομελέτα: «τα τηγανητά πειράζουν το στομάχι». Εδώ φάγαμε όλα τα σίδερα της ζωής και για ένα φεγγάρι θα βαρυστομαχιάσουμε; Ο άλλος εαυτός μου ο σιελ σκοντάφτει στο σιελ χρώμα, στο όνομα Άννα. Αυτά σκέφτομαι και δεν αντιλαμβάνομαι τον κλέφτη με τα λαστιχιένα παπούτσια, τον ηλεκτρολόγο που μπαίνει στην ιστορία και γίνεται βραχυκύκλωμα. Καίγονται οι ασφάλειες. Ένα τσαφ ακούστηκε, μύρισε κάτι καμένο, έπεσε το ατσάλι της νύχτας. Ψάχνω για κερί, ψηλαφώ τους τοίχους να βρω ένα πρόσωπο –έστω ένα ομοίωμα– να μοιάζει με άνθρωπο, να μιλήσουμε, να περάσει η νύχτα. Αν ποτέ περάσει αυτή η νύχτα με τα μεγάλα λευκά ποντίκια.

    Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970-2010) Ο ηλεκτρολόγος του ποιήματος, από τη συλλογή Ανωνύμου μοναχού, σελ. 205, Εκδόσεις Τόπος

    Πίνακας: Juan Martinez Bengoechea

    .

    .

     

    Γιάννης Κοντός, Δευτέρα

     

     
     

    Άγγελος καμικάζι πέφτει στη γη.
    Υπάρχει ακόμη σπόρος στον ουρανό,
    υπάρχει λόγος. Τα λόγια σου στα μάτια μου
    ιαματικά νερά και περνάνε πουλιά
    ακατάπαυστα από τα σωθικά μου.
    Πολλές φορές κυνήγησα το φως
    και δεν μπορούσα να το εντοπίσω.
    Τώρα το μυρίζω και το αποκολλάω
    από το σώμα σου.

    Και τι φρέσκο χώμα που έχουν τα μάτια σου.
    Ύστερα ο καταπέλτης του χρόνου
    με έριξε αλλού και έβοσκα
    χορταράκι στη σελήνη.
    Αέρας φονικός με στροβιλίζει
    προς το μέρος της αγάπης.
    Πετάω άφοβα σε γκρεμούς και θάλασσες.
    Η ανάσα σου προετοιμάζει ουρανούς και
    σκοτάδια. Κοιτάζω τη φόδρα της άλλης μέρας

    και βελούδο πιάνω.

     

    Γυάλινος είμαι στα όνειρά μου,
    με παρελθόν και μαύρα νερά.

     

     
    Γιάννης Κοντός, Δευτέρα, συλλογή Η υποτείνουσα της σελήνης, σελ. 349.  Από το βιβλίο Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970-2010), Εκδόσεις Τόπος, 2013
    Πίνακας: Juan Martinez Bengoechea


    .

     



    «ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ … ΣΒΗΣΑΝΕ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ»

    —της Ελένης Κεχαγιόγλου—

    Φαίνεται κάπου
    χρωστάω και με σταθερό χέρι
    καταγράφω τις διακυμάνσεις
    της ψυχής μου.
    Από τη συλλογή Ο αθλητής του τίποτα, Κέδρος 1997

    Ποιητής της γενιάς του ’70, συνοδοιπόρος δηλαδή του Γιάννη Βαρβέρη, του Μιχάλη Γκανά, της Τζένης Μαστοράκη, του Νάσου Βαγενά, της Δήμητρας Χριστοδούλου και άλλων, ο Κοντός ανήκε στην πολυάριθμη εκείνη ομάδα των ποιητών που σύμφωνα με τον Γ. Π. Σαββίδη εμφανίστηκαν μετά το 1967 και είχαν «έντονες προσωπικότητες και ένα αίσθημα συνοχής». Σύμφωνα με τον ποιητή αυτής της γενιάς και θεωρητικό της, τον Κώστα Παπαγεωργίου, βασικό, και νεωτερικό για την Ελλάδα, χαρακτηριστικό των εκπροσώπων της είναι: «η αμφισβήτηση της γλώσσας από τον εαυτό της και, προκειμένου για την ποίηση, ο διασυρμός, η χλεύη της ποιητικής γλώσσας, η αμφισβήτηση οποιασδήποτε σκοπιμότητάς της εκ μέρους των χειριστών της των ίδιων, των ποιητών», ενώ οι επιρροές τους: οι μπητ Γκίνσμπεργκ, Μπάροους, Κέρουακ, Κόρσο και Φερλινγκέτι, ο Εντσενσμπέργκερ, η Σύλβια Πλαθ, ο Βοσνεσένσκι, αλλά και οι παλαιότεροι Μαγιακόφσκι, Ρεμπώ, Πάουντ και Γουίτμαν. Ο Κοντός δήλωνε επιπλέον φανατικός θαυμαστής του Σάμιουελ Μπέκετ και του γλύπτη Τζιακομέτι και θεωρούσε «ποιητικούς προγόνους» τον Σαχτούρη και τον Καρυωτάκη.

    —Η γενιά του 1970 έφερε έναν άλλο αέρα στα ποιητικά πράγματα. Στην αρχή ήμασταν όλοι μαζί. Ήταν και οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής (χούντα, ανελευθερία, φόβος). Μετά, περίπου σε πέντε έξι χρόνια, ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Άλλοι συνέχισαν, άλλοι μείωσαν την παραγωγή τους, άλλοι σταμάτησαν. Συνεχίζω και μάλιστα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με μεγαλύτερη συχνότητα. Δεν είναι μόνο τα ποιήματα. Είναι κείμενα σε εφημερίδες, περιοδικά, κριτικές, κείμενα για ζωγράφους, για θέατρο, ομιλίες. Η αλήθεια είναι ότι η γενιά μας άφησε στίγμα, ύφος και ήθος—
    Γιάννης Κοντός, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, Οκτώβριος 2013

    KONTOS 2Γεννήθηκε το 1943, ακριβώς στο όριο ένταξης στη γενιά αυτή κατά τον Μαρωνίτη ο οποίος ενέταξε στη γενιά τους γεννημένους από το 1943 έως το 1956. Το πρώτο του βιβλίο Περιμετρική εκδόθηκε ακριβώς το 1970, ενώ από την επόμενη χρονιά και μέχρι το 1976 είχε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», το οποίο υπήρξε θρυλικός τόπος συνάντησης συγγραφέων και διανοούμενων τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας• νωρίτερα είχε για λίγο εργαστεί ως ασφαλιστής. Εξέδωσε συνολικά περισσότερες από δεκαπέντε ποιητικές συλλογές (το 2014 εκδόθηκε συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του από τις εκδόσεις Τόπος με τον τίτλο Μυστικά τοπία), δύο πεζά έργα και τρία βιβλία για παιδιά. Παράλληλα, εργάστηκε στο ραδιόφωνο, συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, υπήρξε επί χρόνια ο «άνθρωπος των συγγραφέων» στις εκδόσεις Κέδρος. Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.

    Σε υποδεχόταν καθισμένος στο γραφείο του, στον πέμπτο όροφο, Γενναδίου 3, χωρίς τυπικότητες, με μια θερμή οικειότητα που σε έκανε να νιώθεις πως είσαι και συ άνθρωπος του χώρου. Το βιογραφικό, χωρίς ημερομηνία γεννήσεως. Όχι γιατί την κρύβει, έτσι κι αλλιώς σφύζει από νεανικότητα, με τα φουλάρια και τα φοβερά κασκόλ του ν’ ανεμίζουν. Αλλά γιατί αρέσκεται παιχνιδιάρικα να δηλώνει ότι γεννήθηκε όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο του ποίημα, το 1965. Ή όταν εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, το 1970. Άλλωστε, ήδη από την πρώτη εντύπωση, αυτός ο άνθρωπος μόνο ποιητής θα μπορούσε να είναι. 
    Μάρη Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 30/11/2014

    Γεννήθηκε στο Αίγιο, αλλά έζησε στην Αθήνα όπου πρωτοήρθε για να σπουδάσει Οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Αθηνών• φανατικός της μεγαλούπολης —σε συνέντευξή του στην Ελπίδα Πασαμιχάλη, με αφορμή την έκδοση της Ηλεκτρισμένης πόλης—, δήλωνε: «Η μεγάλη πόλη είναι κόμβος όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για τον πολιτισμό. Όλα σχεδόν γίνονται και δημιουργούνται στις μεγαλουπόλεις, όπως το Παρίσι, η Νέα Υόρκη και η Αθήνα. Οι πιο μεγάλες καλλιτεχνικές σχολές γίνονται στις μεγαλουπόλεις. Δεν γίνονται σε μία μικρή πόλη. Δεν είναι μόνο το οικιστικό πρόβλημα και η κίνηση των αυτοκινήτων. Όλα μαζί δημιουργούν τον πολιτισμό».

    Παρ’ όλα αυτά, το 2008 δεν είχε αυτοκίνητο ούτε κινητό — και δεν φοβόταν τη μοναξιά: «Εγώ είμαι ευτυχισμένος με τη μοναξιά μου. Η μοναξιά είναι για μένα επιλεγμένος τρόπος ζωής, όπου δεν είμαι μοναχός μου, ούτε μοναχικός. Τη μοναξιά ξέρω και τη δαμάζω. Βέβαια όλα αυτά είναι συνδεδεμένα με τη λογοτεχνία που είναι μία μεγάλη συντροφικότητα. Σκέφτομαι τις λέξεις, τους στίχους, παρατηρώ τα πρόσωπα στο δρόμο και αυτά μου δημιουργούν τα ποιήματα, μου δημιουργούν το βιβλίο».

    Ο Γιάννης Κοντός —που στις 21 Ιανουαρίου 2015 πέθανε στο νοσοκομείο, ύστερα από πάλη με τον καρκίνο— ανήκε στους ποιητές που, όπως έγραψε ο Roderick Beaton, «συστηματικά προσγειώνουν το μύθο και εξοικειώνονται μαζί του. Εξετάζουν και διερευνούν, χωρίς να διακατέχονται από αίσθημα κατωτερότητας, τη σύγχρονη συνάντηση των πατροπαράδοτων πολιτιστικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης και της γλώσσας, με το διεθνισμό της ηλεκτρονικής εποχής και της pop κουλτούρας. Κανένας από τους ποιητές αυτούς δεν προσπαθεί να αναβιώσει τις παραδόσεις του παρελθόντος, όπως είχε κάνει η προηγούμενη γενιά, ούτε όμως αγνοούν τους μύθους, την ιστορία, τις παραδόσεις και τη γλώσσα του ελληνικού παρελθόντος».

    KONTOS

    —ΠΟΙΗΜΑΤΑ—

    Ανασκαφές 1972

    Οι λέξεις κύλησαν από το στόμα.
    Σβήσανε μες στο σκοτάδι.

    Κοιτάζεις την άλλη μεριά του σήμερα
    και

    το άγαλμα του ποιητή σηκώνεται
    ζεστό ακόμη, τινάζοντας το χώμα από πάνω του.

    Τώρα κατεβαίνει την Σταδίου
    γελώντας δυνατά.

    (Οι αρχαιολόγοι — οι τυμβωρύχοι
    το ’βαλαν στα πόδια βρίζοντας)

    .
    Από τη συλλογή Απρόοπτα, Κέδρος 1975

    Η μεγάλη σιωπή

    Με φωνάζουν διάφορες φωνές.
    Χρωματιστές, σιδερένιες
    —η φωνή σου το απόγευμα σε κίτρινη φοδρα—
    Φωνή βωόντος εν τη ερήμω.

    Έρημο φως. Έρημος τόπος.
    Το χέρι μου βόσκει στην κοιλιά σου.

    Η φωτογραφία δείχνει διαδήλωση
    ή αιχμαλώτους — έστω, ανθρώπους
    που θα χαθούν — στο τέλος
    εκεί που σβήνουν όλα, βλέπω
    τη γυναίκα μου να φωνάζει:
    «πιο κάτω, πιο κάτω το χέρι σου»
    ή το φοβερό: «ωραία μέρα σήμερα».

    Το σταματημένο χέρι.
    Το σταματημένο ποίημα.

    Από τη συλλογή Φωτοτυπίες, Κέδρος 1977

    7

    Έσπασε το μολύβι.
    Έσπασε το χέρι.
    Έσπασε η γλώσσα.

    —Όλοι φωνάζουν—

    91

    Όταν πεθάνω θα φοράω κάλτσες
    —χωρίς παπούτσια— πέτρες στις τσέπες,
    για να μη με σηκώνει ο αέρας ή ο διάβολος.
    Και θα βαδίζω αδιάφορα με ανοιχτή
    ομπρέλα στο οπτικό σου πεδίο.

    100

    Επιμένω: το μαύρο χαμόγελο
    του Καρυωτάκη (και η βλακεία σας
    πενήντα τρία χρόνια στα ρηχά).

    106

    Έξω γαβγίζουν οι εφημερίδες.

    Μέσα πεταμένα λόγια, μπαγιάτικα.

    Από τη συλλογή Τα οστά, Κέδρος 1982

    Ο Γιάννης Κοντός, στην εκπομπή Ιχνηλάτες.

    Ο σκουπιδιάρης
    ή
    το πρωτογενές πλεόνασμα της οικονομίας

    Μήπως είναι αυτός που μες στη νύχτα μαζεύει
    τα όνειρά μας σε σακούλες ή χύμα, και τα πετάει
    στη μεγάλη χωματερή του ουρανού;
    Βράζει ή παγώνει η νύχτα και τον ακολουθεί.
    Από κάπου ακούγεται η πρώτη συμφωνία
    του Γούσταβ Μάλερ. Οι δρόμοι βρεγμένοι, γεμάτοι
    ρακοσυλλέκτες, ταιριάζουν τα ανόμοια.
    Ο γαλαξίας κλεισμένος σε παλιά μπουκάλια μπίρας
    βγάζει καπνούς, νοσταλγίες και πάει λέγοντας…
    Αυτός -ας πούμε- ο θάνατος φωτογραφίζει τοπία
    της αγάπης σου και τα ταχυδρομεί στο πουθενά.
    Η νύχτα προχωρά, τελειώνει και αυτός ο επίορκος
    συσσωρεύει τα σκουπίδια μπροστά σε ένα άγαλμα
    του καθημερινού ανθρώπου. Άγαλμα από γυαλί, φως
    και παρελθόν. Πώς περνούν οι ώρες;
    Πώς μας δείχνουν οι δείχτες ξυράφια την εφορία
    και το Υπουργείο Οικονομικών. Οι πεθαμένοι δεν μιλάνε
    και αυτός διαλαλεί τον θάνατο και τα κενά του χρόνου
    σε ληγμένα γραμμάτια της συμφοράς.

    Ποίημα εν είδει Επιμέτρου στη συλλογή Μυστικά τοπία, Τόπος 201



    https://www.ogdoo.gr/politismos/vivlio/giannis-kontos-ta-poiimata-1970-2010-neo

    πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013 και ώρα 20.00 στο Polis Art Caf é . Την παρουσίαση συντονίζει ο ποιητής Θανάσης Θ. Νιάρχος και διαβάζουν οι ηθοποιοί: Κώστας Καζάκος, Νικήτας Τσακίρογλου, Ζωή Φυτούση, Πέμη Ζούνη, Λουκία Μιχαλοπούλου και η ποιήτρια Μαριγώ Αλεξοπούλου.
    Ο Γιάννης Κοντός αναμφισβήτητα κατέχει εξέχουσα θέση ανάμεσα στους ώριμους ποιητές μας. Με όπλο έναν καρυωτακικής προέλευσης αυτοσαρκασμό και χρησιμοποιώντας μια γλώσσα κρυπτική, αιχμηρή, εκ προθέσεως αντιποιητική και εντυπωσιακά παραστατική, έχει διαμορφώσει μια χαρακτηριστική φωνή. Η ιδιοτυπία και η δύναμη αυτής της φωνής εντοπίζεται, όπως ορθά σημειώνει ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς, στον τρόπο με τον οποίο συνδυάζει την αμεσότητα του προφορικού λόγου με την ευρηματικότητα – γνώρισμα που λειτουργεί κυρίως στον τρόπο που ο Κοντός «εικονογραφεί» αισθήματα και σκέψεις. Μπορεί «κάθε πραγματικότητα να είναι αποκρουστική» (αποστροφή που θα συνυπέγραφε και ο αγαπημένος του Koντού Μίλτος Σαχτούρης), αλλά ο ποιητής ξέρει να δραπετεύει πάντα μέσω μιας ευφυούς μεταφοράς.

    Η παρούσα συγκεντρωτική έκδοση όλου του ως σήμερα εκδομένου έργου τού Γιάννη Κοντού επιτρέπει στον νεότερο αναγνώστη να εξοικειωθεί με τον ιδιότυπο λόγο του ενώ, ταυτόχρονα, δίνει τη δυνατότητα στον μυημένο αναγνώστη να απολαύσει τα διαδοχικά στάδια ανάπτυξης της δημοφιλούς ποιητικής του φωνής. Ο Γιάννης Κοντός δημοσίευσε ποίηση για πρώτη φορά το 1965, και το πρώτο του βιβλίο, η Περιμετρική, εκδόθηκε το 1970. Έχει εκδώσει δεκαέξι ποιητικά βιβλία, δύο βιβλία με πεζά κείμενα

    (Τα ευγενή μέταλλα, τ. 1 και 2), και τρία βιβλία για παιδιά. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες και έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Το 1973 πήρε τη χορηγία του Ιδρύματος Ford. Το 1978 κυκλοφόρησαν στα αγγλικά δύο επιλογές ποιημάτων του. Η μία, σε μετάφραση Γιάννη Γκούμα, με τίτλο Mercurial Time, και η άλλη, σε μετάφραση Γιάννη Σταθάτου, με τίτλο Danger in the Streets. To 1984 κυκλοφόρησε στα δανέζικα το βιβλίο του Τα οστά, σε μετάφραση W. Gjertøv Pedersen. Το 1986 εκδόθηκε στις ΗΠΑ το βιβλίο Τα οστά και άλλα ποιήματα ’72-’82, σε μετάφραση James Stone. Το 1989 εκδόθηκαν στη Δυτική Γερμανία επίσης Τα οστά, σε μετάφραση Άρη Γεράλδη και Gunnar König. To 1997 εκδόθηκε στα δανέζικα το βιβλίο του Δωρεάν σκοτάδι, σε μετάφραση W. Gjertøv Pedersen. To 2003 κυκλοφόρησε στη Μεγάλη Βρετανία, σε μετάφραση Ντέιβιντ Κόνολι, Ο αθλητής του τίποτα. Το 2006 εκδόθηκε στα σερβικά Ο αθλητής του τίποτα, σε μετάφραση Γκάγκα Ρόσιτς. Σε μετάφραση Νίκου Κατσαλίδα έχουν κυκλοφορήσει στην Αλβανία Ο αθλητής του τίποτα και Τα οστά το 2007.

    Την περίοδο 1981-1989 συνεργάστηκε με το ραδιόφωνο της «ΕΡΤ», στο πρώτο πρόγραμμα, και στη συνέχεια, για έξι μήνες, με τον ραδιοφωνικό σταθμό «902 Αριστερά στα FM». Και στους δύο σταθμούς έκανε σειρά εκπομπών για τη λογοτεχνία. Επί σειρά ετών υπήρξε σύμβουλος εκδόσεων στις εκδόσεις «Κέδρος» και στη συνέχεια στις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Έχει κατά διαστήματα συνεργαστεί με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και με τις εφημερίδες Τα Νέα, Το Βήμα της Κυριακής, Ελευθεροτυπία, Αυγή και Καθημερινή. Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο Καλλίτση, με τον τίτλο Απόπειρα. Έχει γράψει κείμενα για σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Τον Απρίλιο του 1992 εκδόθηκε μια επιλογή ποιημάτων του με τίτλο Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά. Το 1999 κυκλοφόρησε η ανθολογία ποιημάτων του Πρόκες στα σύννεφα, που επιμελήθηκε ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης και που συμπλήρωσε με 20 χαρακτικά του. Διδάσκει σε σχολή θεάτρου. Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή Ο αθλητής του τίποτα. Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.

    Σελ.: 480 | Σχήμα: 15,3X23,8 | ISBN: 978-960-499-061-0 | Τιμή: 26,00€ | 1η έκδοση: Μάρτιος 2013




    Γιάννης Κοντός Τα λόγια της πόλης. Αίγιον – Γ. Κοντός (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Παρασκήνιο. Το πέρασμα του χρόνου. Οι ποιητές Τίτος Πατρίκιος, Γιάννης Δάλλας, Γιάννης Κοντός μπροστά σε παλιές φωτογραφίες (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

    εικόνα

    http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_html-empl/index_a_41_02.html


    Γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943.


    Σπούδασε οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς. 


    Έγραψε τις ποιητικές συλλογές: 


    Το χρονόμετρο (1970), Τα απρόοπτα (1975), Φωτοτυπίες (1977), 

    Στη διάλεκτο της ερήμου (1980), Ανωνύμου Μοναχού (1985), Ο αθλητής του τίποτα (1997) κ.ά. 


    Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο ποίησης (1998).



    Γιάννης Κοντός

    Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

    CE%BF%CE%BD%CF%84%CF%8C%CF%82
    Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
    Γιάννης Κοντός
    Kontos kallitsis.png
    Ο Γιάννης Κοντός (δεξιά), με το Νίκο Καλλίτση
    Γενικές πληροφορίες
    Όνομα στη
    μητρική γλώσσα
    Γιάννης Κοντός (Ελληνικά)
    Γέννηση1943[1][2][3]
    Αίγιο
    Θάνατος21  Ιανουαρίου 2015
    Αθήνα
    Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
    Εκπαίδευση και γλώσσες
    Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
    Νέα ελληνική γλώσσα
    Πληροφορίες ασχολίας
    Ιδιότηταποιητής
    συγγραφέας

    Ο Γιάννης Κοντός (Αίγιο1943 – Αθήνα21 Ιανουαρίου 2015)[4] ήταν Έλληνας συγγραφέας, ραδιοφωνικός παραγωγός και μεταφραστής.

    Βραβεία

    Το 1998 τιμήθηκε[6] με Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Ο Αθλητής του Τίποτα» και το 2009 από την Ακαδημία Αθηνών (Βραβείο Ουράνη) για το σύνολο του έργου του.

    Στην άκρη του καλοκαιριού, ο μεταξοσκώληκας τρώει φως και βγάζει μετάξι για την νύχτα.








    Γιάννης Κοντός

    Εργογραφία

    • (2015) Η αρκούδα και το βατραχάκι, εκδ. Παπαδόπουλος
    • (2014) Θανάσιμα επαγγέλματα, εκδ. των Φίλων
    • (2014) Μυστικά τοπία, εκδ. Τόπος
    • (2013) Τα ποιήματα, εκδ. Τόπος
    • (2010) Η στάθμη του σώματος, εκδ. Μεταίχμιο
    • (2009) Τα παραμύθια του καλού μάγου, εκδ. Κέδρος
    • (2008) Ηλεκτρισμένη πόλη, εκδ. Κέδρος
    • (2006) Δευτερόλεπτα του φόβου, εκδ. Κέδρος
    • (2005) Τα ευγενή μέταλλα, εκδ. Κέδρος
    • (2004) Τα Χριστούγεννα έρχονται, εκδ. Κέδρος
    • (2002) Η υποτείνουσα της σελήνης, εκδ. Κέδρος
    • (2001) Αριστείδης ο μικρός ιπποπόταμος, εκδ. Κέδρος
    • (2000) Περιμετρική, εκδ. Κέδρος
    • (1999) Πρόκες στα σύννεφα, εκδ. Κέδρος
    • (1997) Ο αθλητής του τίποτα, εκδ. Κέδρος
    • (1997) Στη διάλεκτο της ερήμου, εκδ. Κέδρος
    • (1994) Τα ευγενή μέταλλα, εκδ. Κέδρος
    • (1992) Στο γύρισμα της μέρας, εκδ. Κέδρος
    • (1991) Το χρονόμετρο, εκδ. Κέδρος
    • (1990) Τα οστά, εκδ. Κέδρος
    • (1989) Δωρεάν σκοτάδι, εκδ. Κέδρος
    • (1987) Τα απρόοπτα, εκδ. Κέδρος
    • (1987) Φωτοτυπίες, εκδ. Κέδρος
    • (1986) Ανωνύμου μοναχού, εκδ. Κέδρος

    Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

    • (2013) Ημερολόγιο: Παιδιά του κόσμου, εκδ. Γκοβόστη
    • (2012) Ποιητικές συνομιλίες, εκδ. Οδός Πανός
    • (2012) Τζένη Καρέζη, εκδ. Ίδρυμα Τζένη Καρέζη
    • (2011) Μιχάλης Μανουσάκης: Ο χώρος του χρόνου, εκδ. Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων
    • (2011) Ο κόσμος του Οδυσσέα Ελύτη, εκδ. Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη
    • (2011) Στίχοι στο καβαλέτο, εκδ. Τέχνης "Οίστρος"
    • (2008) Δ. Μυταράς: Ζωγραφική 1956-2008, εκδ. Ιανός
    • (2008) Λόγος για την Ύδρα, εκδ. Καστανιώτη
    • (2007) Παναγιώτης Τέτσης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα
    • (2007) Σωτήρης Σόρογκας, εκδ. Καστανιώτη
    • (2006) Με τον ρυθμό της ψυχής, εκδ. Κέδρος [επιμέλεια, κείμενα]
    • (2005) Lazongas Α4, εκδ. Άγκυρα
    • (2005) Παιδιά του κόσμου, εκδ. Επίλογος
    • (2004) Το χρονικό του Κέδρου, εκδ. Κέδρος
    • (2002) 57 κείμενα για τη Νίκη Καραγάτση, εκδ. Άγρα
    • (1999) Αθήνα, διαδρομές και στάσεις, εκδ. Πατάκη
    • (1998) Santé, εκδ. Ύψιλον
    • (1994) Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, εκδ. Κέδρος

    Μεταφράσεις έργων του

    Στα Αγγλικά:

    • (1985) The bones, selected poems, (tr.by James Stone), New York, The Globe Press
    • (1978) Mercurial Time, (tr.by Yannis Goumas), Knotting Bedfordshire, The Sceptre Press
    • (1978) Danger in the streets, (tr.by John Stathatos), London, Oxus Press
    • (1976) The Unforeseen, (tr.by Yannis Goumas), Green Horse Booklet No 13

    Στα Γερμανικά:

    • (1990) Die Knochen und die Kreide, (tr.by Aris Geradis und Gunnar Konig), Koln, Romiosini Verlag

    Στα Δανικά:

    • (1998) Morket som gave, (tr.by W. Gjerlov Pedersen) Husets Forlag
    • (1984) Knoglerne, (tr.by W. Gjerlov Pedersen), Husets Forlag

    «...Να έχεις ελεύθερες λέξεις στο σπίτι,
    να σου κελαηδούν, να φεύγουν οι μανταρινιές
    από τον παράδεισο και να ζηλεύει η γειτονιά.

    Έτσι απλά είναι όλα».


    «Το ορφανοτροφείο των λέξεων»

    Γιάννης Κοντός

    Παραπομπές

    Πηγές

    Εξωτερικοί σύνδεσμοι




    Σε συνέντευξη του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο Γιάννης Κοντός, είχε πει για την ποίηση: «Η ποίηση καταγράφει τα πάντα, ο ποιητής ως πολίτης και καλλιτέχνης βιώνει τη σύγχρονη κοινωνία, που δυστυχώς είναι σε ένα τέλμα. Όλα τα έχει προσαρμόσει στο θέμα οικονομία».

    https://www.protothema.gr/culture/article/444422/efuge-apo-ti-zoi-o-poiitis-giannis-kodos/

    Διαβάστε απόσπασμα της συνέντευξης που είχε παραχωρήσει ο αξέχαστος Γιάννης Κοντός

    Με τον συγκεντρωτικό τόμο των ποιημάτων σας, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Τόπος, συμπληρώνετε μια τεσσαρακονταετία αδιάλειπτης παρουσίας στην ποίηση. Πώς θα ορίζατε την ταυτότητά της;
    Από έφηβος με προσδιόρισε ο μοντερνισμός. Αυτός με οδήγησε στα πρώτα βήματά μου. Αυτός με απελευθέρωσε. Αυτός με καθόρισε και είμαι παιδί της γενιάς του 1930 και των μεταπολεμικών ποιητών. Χωρίς να λησμονώ και τα διδάγματα των παλαιότερων, Ελλήνων και ξένων. Εξάλλου πιστεύω στη συνέχεια της τέχνης.

    Η ποίησή σας είναι, μεταξύ άλλων, και μια ποίηση του αστικού τοπίου. Οι ποιητικοί σας ήρωες μοιάζουν να τρομάζουν και ταυτοχρόνως να εξοργίζονται με την απάνθρωπη και συχνά εκφοβιστική όψη του. Αντανακλά αυτό το διαταραγμένο κοινωνικά τοπίο και μιαν εσωτερική ρωγμή της ύπαρξης;

    Φυσικά και είμαι ποιητής του άστεως. Η ύπαιθρος χώρα δεν μου λέει τίποτε. Θέλω τους ανθρώπους, τη μεγάλη πόλη, το στρίμωγμα και την ταχύτητα της κινήσεως. Και βέβαια αυτή η πίεση η κοινωνική και η ανθρώπινη πολλές φορές είναι απάνθρωπη, γι αυτό και οι ήρωές μου αντιδρούν. Και φυσικά όλο αυτό το πνεύμα αντανακλά και μια εσωτερική-υπαρξιακή αγωνία στον σύγχρονο άνθρωπο.

    Ισχυρές μεταφορές, γρήγορη και ταυτοχρόνως αιφνιδιαστική εναλλαγή των χώρων και των εικόνων: το γράψιμό σας έχει έναν ασθματικό, κάποτε και εσκεμμένα παραληρηματικό ρυθμό. Τι Θέλετε πρωτίστως να εκφράσετε χρησιμοποιώντας μια τέτοια τεχνική;
    Είναι η μεγάλη αγωνία για τη διάσταση των ανθρώπων: με την τεχνολογία, το σύστημα των τραπεζών και την παγωμένη αντιμετώπιση από όλες τις κυβερνήσεις που μας βλέπουν σαν αριθμούς. Γι αυτό είμαι φανατικός θαυμαστής του Σάμιουελ Μπέκετ και του γλύπτη Τζιακομέτι.

    Είστε ένας ποιητής από τη δουλειά του οποίου δεν έλλειψε ποτέ η ανησυχία για ό,τι συμβαίνει στο πεδίο του συλλογικού. Πιστεύετε ότι η ποίηση είναι σε θέση να αποτυπώσει με κάποιον τρόπο τα εξαιρετικά κρίσιμα χρόνια στα οποία ζούμε;

    Η ποίηση καταγράφει τα πάντα, ο ποιητής ως πολίτης και καλλιτέχνης βιώνει τη σύγχρονη κοινωνία, που δυστυχώς είναι σε ένα τέλμα. Όλα τα έχει προσαρμόσει στο θέμα οικονομία.

    Ο Καρυωτάκης και ο Σαχτούρης είναι δυο ποιητές τους οποίους έχετε κατονομάσει συχνά ως ποιητικούς σας προγόνους. Πώς συνομιλείτε γενικότερα με το λογοτεχνικό παρελθόν, ελληνικό και ξένο;
    Επανέρχομαι, συνομιλώ, μαθαίνω, είμαι πάντα μαθητής με τους ποιητές που αγαπώ και με έχουν επηρεάσει. Ποτέ δεν μένω μόνος, αυτοί είναι το σπίτι μου.

    Ανήκετε στην πολυσυζητημένη γενιά του 1970, η οποία έχει χαρακτηριστεί και ως γενιά της αμφισβήτησης ή γενιά της άρνησης. Πώς θα τοποθετούσατε τον εαυτό σας στους κόλπους της γενιάς και πώς αξιολογείτε την πορεία της μέχρι τις ημέρες μας;
    Η γενιά του 1970 έφερε έναν άλλο αέρα στα ποιητικά πράγματα. Στην αρχή ήμασταν όλοι μαζί. Ήταν και οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής (χούντα, ανελευθερία, φόβος). Μετά, περίπου σε πέντε έξι χρόνια, ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Άλλοι συνέχισαν, άλλοι μείωσαν την παραγωγή τους, άλλοι σταμάτησαν. Συνεχίζω και μάλιστα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με μεγαλύτερη συχνότητα. Δεν είναι μόνο τα ποιήματα. Είναι κείμενα σε εφημερίδες, περιοδικά, κριτικές, κείμενα για ζωγράφους, για θέατρο, ομιλίες. Η αλήθεια είναι ότι η γενιά μας άφησε στίγμα, ύφος και ήθος.

    Παρατηρείτε αλλαγές (κι αν ναι, ποιες ακριβώς) στην ποίηση την οποία γράφουν οι νεώτεροι; Τι περιμένετε από τη δουλειά τους;

    Τα τελευταία δέκα χρόνια υπάρχουν φωνές που υπόσχονται πολλά, με άλλον αέρα, σύγχρονη γλώσσα και μια ματιά αιρετική για την κοινωνία. Και βέβαια, όπως δείχνουν, σκάβουν μέσα τους πολύ.

    https://www.youtube.com/watch?v=XvErS-Plk30
    συνέντευξη : Γιάννης Κοντός -- entretien : Iannis Kondos
    Αυτή η 8λεπτη συνέντευξη πραγματοποιήθηκε από μαθητές της Ελληνογαλλικής Σχολής Αγίας Παρασκευής στο πλαίσιο της Γιορτής της Ποίησης στο Lfh, στις 25 Απριλίου 2007. Υποτιτλισμένο στα Γαλλικά.


    Γιάννης Κοντός: «Φυσικά ένα ποίημα γράφουμε μια ζωή».

    Μια παλιά συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στην Ελένη Γκίκα //

     

    kontos-1

     

    «Εν κατακλείδι ό,τι λέμε γύρω από αυτά είναι λόγια του αέρα, το ποίημα μετρά».

     

    Ώσπου να φτάσει στην «Υποτείνουσα της σελήνης» μεσολάβησαν δέκα ποιητικές συλλογές. «Τα ευγενή μέταλλα» σε πεζά κείμενα και ένα παιδικό, «Αριστείδης, ο μικρός ιπποπόταμος» που βρήκε σχήμα και χρώμα από τον Δημήτρη Μυταρά.

    Χρειάστηκε, δηλαδή, να προυπάρξουν η «Περιμετρική», «Το χρονόμετρο» και «Τα απρόοπτα», να δούμε «Φωτοτυπίες» «Στη διάλεκτο της Ερήμου», «Τα οστά» πρώτα, ενός «Ανώνυμου μοναχού», κι εκεί περίπου στο «Δωρεάν σκοτάδι», «Όταν πάνω από την όλη ακούγεται ένα τύμπανο», ακριβώς επάνω «Στο γύρισμα της μέρας», «Ο αθλητής του τίποτα» που κατορθώνει το ακατόρθωτο «Πρόκες στα Σύννεφα», να μας μιλήσει για τους «θορύβους τη νύχτα στο σπίτι» για τους «θορύβους τη μέρα στο σπίτι», και ως «ωρολογοποιός» να την χαράξει πια για τα καλά την «Υποτείνουσα στη Σελήνη».

    Στο μεταξύ ο ποιητής Γιάννης Κοντός βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1998), μεταφράστηκε… Αλλά δεν έπαψε ποτέ να είναι ο ποιητής του άστεως. Παραμένοντας εσαεί εικαστικός και εξομολογητικός ποιητής. Εξάλλου «χωρίς εμμονές δεν γίνεται έργο», το παραδέχεται. Και «Κάθε βιβλίο έχει το χρόνο του, την ωρίμανσή του, το άρωμά του». Έτσι λοιπόν «Η Υποτείνουσα της σελήνης» είναι αποτέλεσμα «εμπειρίας ζωής, ποιήσεως και αγάπης. Κυρίως αγάπης, γιατί αυτό το βιβλίο μου περιέχει ποιήματα αγάπης». Ο Γιάννης Κοντός έτσι ακριβώς παραδέχεται.

     

    kontos2

     

    – Ας αρχίσουμε ανάποδα, από το υστερόγραφο του βιογραφικού σας: «Ας ξεχάσουμε τα παραπάνω: Γράφει όλα αυτά τα χρόνια ένα ποίημα, δεν πολυταξιδεύει (επιστρέφει στους ίδιους δρόμους και στην περιπέτεια της μονοτονίας) και δεν απομακρύνεται από την παιδική του ηλικία». Ένα ποίημα γράφουμε μια ζωή;

    – Φυσικά ένα ποίημα γράφουμε μια ζωή. Όταν σωρεύεις (εμπειρίες, χρώματα, έρωτες, περιπέτειες, πολιτικές, διάφορους φόβους, γνωριμίες, προδοσίες, κάποιες συναντήσεις που δεν ξεχνάς ποτέ κ.α.), όπως μπαίνει στη μνήμη και ανακατεύεται με τα καθημερινά δημιουργεί το λόγο σου, εν προκειμένω γίνεται ποίημα – αν το θες- και συνεχίζεις ισοβίως ένα ποίημα μακρύ και ατέλειωτο, μια κουβέρτα και με αυτό τυλίγεσαι τα κρύα βράδια. Βλέπετε απαντώ ποιητικά στο ερώτημά σας. Έτσι λειτουργώ. Εξάλλου είναι πράγματα και μυστήρια που είναι μαγικά και δεν εξηγούνται αλλιώς. Επιμένω παρ’ όλες τις αλλαγές, τα νέα στοιχεία, τις τόσες μουσικές, ουσιαστικά ένα ποίημα συνεχίζουμε.

     

    – Αληθεύει, δηλαδή, ότι υπάρχει εμμονή δημιουργού; Και επί τω προκειμένω, η δική σας;

    – Χωρίς εμμονές δεν γίνεται έργο. Αν δεν σου τη «βαρέσει» επάνω σε ορισμένα θέματα ή εικόνες δεν «στοιχειώνεις», δεν φαντάζεσαι. Να σας αναφέρω ένα απλό παράδειγμα. Όπως πέφτει το φως την τάδε ώρα του απογεύματος, προβάλλεται μέσα σου ένα συγκεκριμένο πρόσωπο κι έτσι σε σένα, στον εγκέφαλό σου, αυτή η έμμονη εικόνα κινητοποιεί τον μηχανισμό της γραφής και γράφεις. Έτσι απλά, αλλά και περίπλοκα γράφεις ή εισέρχεσαι στην πολύχρονη περιπέτεια της γραφής.

     

    – Επιστροφή στην αρχή. Όμως, χρειάστηκαν δέκα ποιητικά βιβλία για να φτάσετε στην «υποτείνουσα της σελήνης». Θα μπορούσε «Η υποτείνουσα της σελήνης» να είχε γραφτεί νωρίτερα;

    – Όχι, βέβαια. Κάθε βιβλίο έχει τον χρόνο του, την ωρίμανσή του, το άρωμά του. Η «Υποτείνουσα της σελήνης», ήρθε τα χρόνια που γράφτηκε. Χρειάστηκε πέντε χρόνια και έπρεπε να προηγηθούν δέκα βιβλία και όχι μόνο. Χρειάστηκε να ζήσω όλα αυτά τα τριάντα και κάτι χρόνια: να δω τέχνες, κινηματογράφο, θέατρο, ζωγραφική, να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους, για να αποκτήσω την εμπειρία της «Υποτείνουσας της σελήνης». Εννοώ εμπειρία ζωής, ποιήσεως και αγάπης. Κυρίως αγάπης, γιατί αυτό το βιβλίο μου περιέχει ποιήματα αγάπης.

     

    – «Όλα θα είναι όπως πριν: υπερσυντέλικος και βελούδο». Όλα είναι όπως πάντα; Επαναλαμβανόμαστε, δηλαδή, και επαναλαμβάνονται αενάως;

    – Η ποίηση και η Τέχνη γενικότερα δεν επαναλαμβάνονται ακριβώς, αλλά ρέουν, όπως το ποτάμι και όταν πάμε να περάσουμε απέναντι, το νερό δεν είναι το ίδιο, όπως λέει ο Ηράκλειτος. Φυσικά αενάως ρέων ή χτυπάνε τα κύματα στην ακρογιαλιά ή αυτό που έλεγε ο Σεφέρης: «η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στο ακρογιάλι». ‘Η όπως γυρνάνε τα αστέρια για πάντα στο μυστήριο του ουρανού είναι η ποίηση και σε επέκταση η σκέψη του ανθρώπου.

     

    – Θυμάμαι ένα σχόλιό σας σε μια παλιά μας συνέντευξη για τη μεγάλη σημασία των τίτλων σε κάθε ποίημα. Που πρέπει να είναι να είναι ποίημα αυτοτελές. Και το αναγνωρίζω, βέβαια, τώρα στα ποιήματα «Τι κάνει ο πρωθυπουργός αργά τη νύχτα στο σπίτι του», «Κουρεμένο ποίημα»… επιμένετε και σήμερα σ’ αυτό;

    – Ναι, ο τίτλος παραμένει για εμένα ένα από τα δυνατότερα μέρη ενός ποιήματος. Είναι η οροφή, το εύρημα, το αρχιτεκτόνημα της συνθέσεως. Πολλές φορές ένας δυνατός τίτλος αποδυναμώνει το ποίημα ή αντίθετα το βοηθά να αναπτυχθεί ως ιδέα και ως τεχνική. Αποφεύγω τα ποιήματα χωρίς τίτλο. Τα ονομάζω περιπαικτικά ακέφαλα ποιήματα. Την ίδια μεγάλη σημασία δίνω και στο γενικό τίτλο μιας συλλογής ή μιας ενότητας. Ο τίτλος γενικότερα είναι ένα από τα ποιητικά μου επιχειρήματα και επιμένω μέχρι σήμερα.

     

    – Και εν τοιαύτη περιπτώσει γιατί, εν τέλει, επιδιώκετε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου μέσα από τίτλους να μοιάζει σαν ημερολόγιο;

    – Στην Τέχνη υπάρχει και το παιχνίδι πολλών αποχρώσεων και ευρημάτων. Έτσι λοιπόν στο δεύτερο μέρος του βιβλίου μου έχω τίτλους ποιημάτων διάφορες μέρες και ώρες, δημιουργώντας ένα κλίμα ημερολογίου, χωρίς φυσικά να είναι πραγματικό ημερολόγιο αλλά ένα μεταφυσικό. Η επιμονή στις μέρες και στις ώρες δίνουν μια αφετηρία να έχουμε περιπέτεια ζωής. Ιδίως στα ποιήματα που επαναλαμβάνεται μια Τρίτη με τον τρόπο: την ίδια Τρίτη, την ίδια Τρίτη…

     

    – Στο ποίημα «Η ιστορία ενός σπιτικού μαχαιριού» συνυπάρχουν μοναδικά το καθημερινό με το μεταφυσικό, το θρησκευτικό και το ιστορικό. Όλα συγκεντρωμένα επάνω σε ένα εκ πρώτης όψεως ταπεινό μαχαίρι. Έτσι, συμβαίνει συνήθως στη ζωή;

    – Το καθημερινό γενικότερα στη δουλειά μου έχει μεγάλο μετρικό. Ναι, η ζωή είναι σύνθεση διαφόρων παραγόντων. Το καθημερινό σε εμένα παίρνει διαστάσεις και αναφορές μεγάλες. Έτσι ένα τυχαίο μαχαίρι γίνεται το κέντρο του κόσμου και ακουμπά όλα τα μεγάλα θέματα της ύπαρξής μας. Αυτό λοιπόν το μαχαίρι στην προκειμένη περίπτωση, μας πάει μακριά και μας δημιουργεί δεσμίδες ερωτημάτων. Έτσι πολλές φορές τα καθημερινά μας πάνε πολύ μακριά, γιατί συνθέτουν τη ζωή.
    – «Τα ρολόγια μετράνε λάθος./ Και το μυαλό μου είναι σκαλωμένο/ σε σένα, σχηματίζοντας ορθή γωνία/ με το παρελθόν». Συνυπάρχουν οι χρόνοι μέσα μας; Στη ζωή;

    – Ο χρόνος είναι ελαστικός, διαφοροποιείται αναλόγως της φιλοσοφίας και της οπτικής κάθε ανθρώπου. Ο χρόνος δεν είναι ένας. Και φυσικά ο χρόνος μετράει διαφορετικά: σε μια δουλειά, στον έρωτα, στην αναμονή, στο ταξίδι, αναλόγως των εποχών κ.α. Πολλές φορές το βίωμα μιας στιγμής, κρατά και επεκτείνεται στα χρόνια. Γι’ αυτό λέμε: ένα φιλί μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Συνυπάρχουν πολλοί χρόνοι μέσα μας και μετράνε αλλιώς.

     

    – Τι είναι εκείνο που σας μαγεύει σε έναν «ωρολογοποιό»;

    – Η λεπτοδουλειά, η ακρίβεια, τα γρανάζια, τα ρουμπίνια. Πολλές φορές ο ωρολογοποιός είναι σαν να κάνει εγχείρηση καρδιάς σ’ αυτό που ο καθένας εννοεί ως χρόνο.

     

    – Αλήθεια, ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο;

    – Ποικίλει, απροσδιόριστη, πολλές φορές ελάχιστη, άλλες φορές κατακλύζει τη ζωή μου και τη ζωή αυτών που ενδιαφέρομαι και αγαπώ. Είναι μυστήριο ή πολύ απλό πράγμα. Εξάλλου ο καθένας έχει τον προσωπικό του χρόνο!

     

    – Η ποίηση στέκει πέρα, πάνω ή κάτω απ’ αυτόν;

    – Η ποίηση άλλοτε είναι μέσα ή καλύτερα στο κέντρο του χρόνου. Πάλι όμως και εδώ μετράει η προσωπικότητα, οι παραξενιές ή και οι ιδιαιτερότητες του κάθε καλλιτέχνη. Ξέρετε πολλές φορές είναι οι διαθέσεις που καθορίζουν το μέτρημα. Όπως και να έχει το πράγμα η ποίηση παίζει με τον χρόνο και μερικές φορές τον προσπερνά ή τον πάει όπου αυτή θέλει.

     

    – «Να έχει ελεύθερες λέξεις στο σπίτι,/ να σου κελαηδούν, να φεύγουν οι μανταρινιές/ από τον παράδεισο και να ζηλεύει η γειτονιά». Κι εσείς διαθέτετε εκατομμύρια λέξεις στο σπίτι, έτσι δεν είναι; Όλες οι λέξεις, τα πρωινά στο σπίτι βρίσκονται.

    – Το οπλοστάσιο και η περιουσία (θα έλεγα η μοναδική) του ποιητή είναι οι λέξεις. Και φυσικά είναι γεμάτο το σπίτι: λέξεις, χρωματιστές, μουσικές, σιδερένιες, πουπουλένιες και ό,τι θέλετε φυτεύετε στον κήπο- σπίτι, όλες τις ώρες και όλες τις εποχές. Σκεφθείτε τον Καβάφη τι ανακάτεψε και τι έφερε στο φως.

     

    – «Έτσι απλά είναι όλα». Έτσι απλά; Και γιατί, εν τοιαύτη περιπτώσει, αργούμε τόσο να τα καταλάβουμε;

    – Όντως απλά είναι όλα. Αλλά για τη σοφία της απλότητος, χρειάζεται πείρα, πόνος και δρόμος. Έτσι είναι αυτά, απλά όπως η αγάπη, όπως η βροχή, όπως το πράσινο των δέντρων.

     

    – Πως θα χαρακτηρίζατε την ποίησή σας;

    – Θα έλεγα ότι είμαι εξομολογητικός ποιητής. Ποιητής του άστεως. Δεν θα είχα ερέθισμα σε μια εξοχή ή σε μια επαρχία. Θέλω μεγάλη κίνηση, πίεση και μολυσμένη ατμόσφαιρα! Ακόμη το χρώμα και η μουσική, παίζουν βασικό ρόλο στη δουλειά μου. Άφοβα λέω ότι είμαι εικαστικός ποιητής. Γι’ αυτό η ασχολία και η έλξη με κείμενα που έχουν σχέση με τη ζωγραφική και τους ανθρώπους της. Όλα τα βιβλία μου συνοδεύονται από πίνακες. Να μην ξεχάσω το εύρημα και το χιούμορ που χαρακτήριζε παλιότερα την ποίησή μου αλλά και τώρα υπάρχουν αυτά τα στοιχεία διαφοροποιημένα. Ζητάω φως ημέρας, αλλά βολεύομαι καλύτερα από το απόγευμα και μετά. Η νύχτα είναι μεγάλο μάθημα.

    Μεγάλο μάθημα και βοήθεια είναι η εμμονή σε παλαιότερους ποιητές. Η επανάληψη και ένα είδος μονοτονίας βοηθά και απελευθερώνει τη φαντασία και το υποσυνείδητο. Η προσήλωση σε ένα πρόσωπο, έχει δημιουργήσει πολλά ποιήματα και συνθέσεις προσθέτω ακόμα. Το μάτι που βλέπει και περιεργάζεται ό,τι το ενδιαφέρει και αποθηκεύει εικόνες και διαθέσεις. Αυτά και άλλα πολλά συνθέτουν τις ψηφίδες των ποιημάτων μου. Είναι ένα σύμπαν που βοηθά τον δημιουργό και άλλους ανθρώπους να τα βγάλουν πέρα στη ζωή. Δεν έχει σημασία τι κατόρθωσαν, προσπάθησαν όμως.

    Εξάλλου η ποίηση είναι ένας ζωντανός οργανισμός που τρέφεται με αγάπη και μεγάλες αποστάσεις μοναχικότητος. Ακόμη εξάλλου η Τέχνη είναι ένα ανεξήγητο μυστήριο και ανάγκη του ανθρώπου, ένα σκοτεινό και μαζί φωτεινό αντικείμενο του πόθου μας για έκφραση και επικοινωνία. Εν κατακλείδι ό,τι λέμε γύρω από αυτά είναι λόγια του αέρα, το ποίημα μετρά.

     

    Γιάννης Κοντός, ο ευθύβολος ποιητής

     22.01.2015 • 09:
    giannis-kontos-o-eythyvolos-poiitis-2064550Η φιγούρα του συνοδευόταν πάντα με εκείνα τα μεγάλα και μακριά κασκόλ, που φορούσε ο ποιητής Γιάννης Κοντός, ακόμα κι όταν είχαν αρχίσει οι ζέστες. Τον φρόντιζε τον εαυτό του, αλλά δεν επισκεπτόταν συχνά τους γιατρούς. Ετσι, δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως τα προβλήματα καρδιάς που είχε, ταλαιπωρήθηκε το τελευταίο διάστημα στο νοσοκομείο με εγχειρήσεις, θεραπείες, εντατική και χθες τα ξημερώματα έχασε τη μάχη. Ηταν 72 ετών – γεννήθηκε το 1943 στο Αίγιο. Σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε ως ασφαλιστής. Από το 1971 έως το 1976 είχε μαζί με τον Θανάση Νιάρχο το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», που έγινε τόπος συνάντησης διανοουμένων και λογοτεχνών. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1965 και εξέδωσε βιβλίο το 1970. Θεωρείται από τους βασικούς εκπροσώπους της γενιάς του ’70. Και ήταν πολυγραφότατος. Εξέδωσε στη διάρκεια της ζωής του δεκαπέντε ποιητικά βιβλία και δύο πεζά («Τα ευγενή μέταλλα» τόμος 1 και 2).

    Εργάστηκε για πολλά χρόνια στις εκδόσεις «Κέδρος» και ήταν ο πρώτος αναγνώστης πολλών ποιητικών συλλογών. Ενθάρρυνε και βοήθησε να βρουν τον δρόμο προς τα βιβλιοπωλεία έργα πολλών καταξιωμένων σήμερα ποιητών.

    Ο Γιάννης Κοντός αγαπούσε με το ίδιο πάθος την ποίηση, το θέατρο και τη ζωγραφική. Γι’ αυτό και πολλά βιβλία του συνοδεύονταν από έργα Ελλήνων ζωγράφων που συνομιλούσαν με τους στίχους του.

    «Με μεγάλη οδύνη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του Γιάννη Κοντού, που υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Ο Γιάννης Κοντός ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του ’70, οξύνους κριτικός και ευθύβολος ποιητής, που συνεισέφερε αποτελεσματικά στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού τοπίου στην Ελλάδα, από τη μεταπολίτευση έως σήμερα», λέει στην ανακοίνωσή της, διόλου τυπική, η Εταιρεία Συγγραφέων και έχει δίκιο σε όλα. Το κριτικό του κομμάτι ήταν διττό, αφού και έγραφε, αλλά και επέλεγε τις συλλογές που άξιζε να εκδοθούν, όταν τα χειρόγραφα έφταναν, τότε, με τα καρότσια στους εκδοτικούς οίκους. Και αναζητούσε πάντα το καινούργιο, στις νέες φωνές, στις νέες ποιητικές γενιές. «Από έφηβο με προσδιόρισε ο μοντερνισμός. Αυτός με οδήγησε στα πρώτα μου βήματα. Αυτός με απελευθέρωσε», έλεγε σε μια τελευταία του συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

    Βραβεύσεις

    Ο Γιάννης Κοντός για τη διαδρομή του αυτή τιμήθηκε το 1998 με Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 2009 από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

    Θα τον αποχαιρετίσουμε το Σάββατο 24/1, στις 12.30 το μεσημέρι, στο Νεκροταφείο Παπάγου.

    Πέθανε ο ποιητής Γιάννης Κοντός


     

    Την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 71 ετών, άφησε τα ξημερώματα ο ποιητής Γιάννης Κοντός. Ο διακεκριμένος λογοτέχνης νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα.

    Ανακοίνωση από την Ελληνική Εταιρεία Συγγραφέων:

    "Με μεγάλη οδύνη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του Γιάννη Κοντού, που υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Ο Γιάννης Κοντός ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του '70, οξύνους κριτικός και ευθύβολος ποιητής, που συνεισέφερε αποτελεσματικά στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού τοπίου στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση ως σήμερα. Στους οικείους του εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας."

    Γεννημένος στο Αίγιο το 1943, σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε ως ασφαλιστής. Το διάστημα 1971-1976 διατήρησε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», σημείο συνάντησης λογοτεχνών και διανοούμενων κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας.

    Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποίηση το 1965, και με το πρώτο του βιβλίο το 1970, ενώ το 1973 πήρε τη χορηγία του Ιδρύματος Ford. Εξέδωσε δεκαπέντε βιβλία με ποίηση, δύο βιβλία με πεζά κείμενα (Τα ευγενή μέταλλα, τ. 1 και 2), και τρία βιβλία για παιδιά. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.

    Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του ραδιοφώνου, καθώς και των εκδόσεων «Κέδρος». Είχε κατά διαστήματα συνεργαστεί με περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού καθώς και με Το Βήμα της Κυριακής,  ενώ δίδαξε και σε σχολή θεάτρου.

    Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο Καλλίτση, με τον τίτλο «Απόπειρα». Είχε γράψει κείμενα για σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Το 1992 εκδόθηκε μια επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο», σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά.

    Το ενδέκατο βιβλίο του, «Πρόκες στα σύννεφα», 1999, είναι μια ανθολόγηση όλων των ποιητικών του βιβλίων, που έκανε ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης, την οποία συμπλήρωσε με 20 χαρακτικά.

    Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα» και το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.



    Γιάννης Κοντός

    Γιάννης Κοντός (1943 – 2015)
    Γιάννης Κοντός (1943 – 2015)

    Διακεκριμένος σύγχρονος ποιητής και από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της «γενιάς του εβδομήντα».

    Ο Γιάννης Κοντός, γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943. Τις βασικές σπουδές του έκανε σε διάφορα σχολεία, λόγω των μετακινήσεων του πατέρα του που ήταν αξιωματικός του στρατού. 

    Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Λάρισας και το 1967 αποφοίτησε από την Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά (νυν Πανεπιστήμιο Πειραιά).

    Αρχικά εργάστηκε ως ασφαλιστής και από το 1971 έως το 1976 διατήρησε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», σημείο συνάντησης λογοτεχνών και διανοούμενων τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας.

    Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1964 από το περιοδικό «Φοιτητική Πορεία» και από τότε συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. 

    Το 1970 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή με τίτλο «Περιμετρική». Ακολούθησαν άλλα δεκατέσσερα ποιητικά βιβλία, δύο βιβλία με πεζά κείμενα («Τα ευγενή μέταλλα», τ. 1 και 2), και τρία βιβλία για παιδιά.

    Τον Απρίλιο του 1992 εκδόθηκε επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο», σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά και το 1999 το βιβλίο «Πρόκες στα σύννεφα», μία ανθολόγηση του έργου του από τον ζωγράφο Γιάννη Ψυχοπαίδη, συμπληρωμένη με 20 χαρακτικά.

    Ποιήματα του Γιάννη Κοντού έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ρωσικά κ.ά.). 

    Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του ραδιοφώνου, καθώς και των εκδόσεων «Κέδρος». Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο Καλλίτση, με τον τίτλο «Απόπειρα».

    Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα» και το 2009 με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.

    Ο Γιάννης Κοντός πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 2015, σε ηλικία 72 ετών, έπειτα από μακρά νοσηλεία στο Αττικό Νοσοκομείο.

    Κρίσεις για το έργο του

    Ο Γιάννης Κοντός, γόνιμα και επιλεκτικά επηρεασμένος στην αρχή από ένιους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς στο μορφικό πεδίο, γράφει σ’ ένα γλωσσικό ιδίωμα, που μπορούμε σχηματικά να ορίσουμε ως μεταϋπερεαλιστικό, όπου όμως ο λόγος παραπέμπει σε καταστάσεις αντλημένες τώρα από τις σύγχρονες συνθήκες μιας αστικοποιημένης και εφησυχάζουσας στην αυτάρκειά της κοινωνίας, ιδωμένες κριτικά, ειρωνικά και απορριπτικά. 

    Πρόκειται για μια ποίηση χωρίς κοινόχρηστα και απλουστευτικά αναγνωριστικά κλειδιά, στην οποία το πραγματικό και το φανταστικό λειτουργούν συμπληρωματικά.

    Αλέξανδρος Αργυρίου, κριτικός λογοτεχνίας

    Η ποίηση του Γιάννη Κοντού δεν ήταν αρχικά ποίηση της (πολιτικής) αμφισβήτησης· έγινε σιγά σιγά, με διακριτικό τρόπο. 

    Με περίπου αφοριστικούς στίχους, έδινε στιγμές της ελληνικής πραγματικότητας, όπως διαμορφωνόταν στα χρόνια της δικτατορίας.

    Ήταν μια ποίηση αντιστασιακή, που αντιστρατευόταν τις πολιτισμικές αξίες που ήθελε να επιβάλει το καθεστώς. 

    Μετά την μεταπολίτευση σαν να ένιωσε ο ποιητής, όπως και πολλοί άλλοι, ποιητές και μη, πως η αντίσταση εκείνη έμεινε, κάπως, στον αέρα, μετέωρη, ατελέσφορη.

    Η δικτατορία ασφαλώς είχε φύγει, αλλά τα πολιτιστικά πρότυπα έμεναν στην θέση τους [...] Έτσι άρχισε μια αναδίπλωση. 

    Στην περίπτωση του Κοντού βοήθησε η έτσι κι αλλιώς πάντα προσεγμένη γλώσσα, ως αυτοπαιδαγωγία. 

    Βοήθησε ακόμα κι ο έρωτας, γιατί εδώ δεν σφραγίστηκε από τα αδιέξοδα που περιέγραψα πιο πάνω [...] Στον Κοντό η πολιτική και ο έρωτας είναι δύο ξεχωριστά ζητήματα - κι εγώ τα είδα μάλιστα και αλληλοδιάδοχα: το ένα έρχεται να αντικαταστήσει το άλλο.

    Μιχάλης Μερακλής, καθηγητής λαογραφίας και κριτικός λογοτεχνίας.

    Οι ποιητές [της γενιάς του εβδομήντα, όπως ο Γιάννης Κοντός] είναι οι πρώτοι έλληνες ποιητές που συστηματικά προσγειώνουν τον μύθο και εξοικειώνονται μαζί του. 

    Εξετάζουν και διερευνούν, χωρίς να διακατέχονται από αίσθημα κατωτερότητας, τη σύγχρονη συνάντηση των πατροπαράδοτων πολιτιστικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης και της γλώσσας, με το διεθνισμό της ηλεκτρονικής εποχής και της popκουλτούρας. 

    Κανένας από τους ποιητές αυτούς δεν προσπαθεί να αναβιώσει τις παραδόσεις του παρελθόντος, όπως είχε κάνει η προηγούμενη γενιά, ούτε όμως αγνοούν τους μύθους, την ιστορία, τις παραδόσεις και τη γλώσσα του ελληνικού παρελθόντος. 

    Έχουν σαφή επίγνωση της κληρονομιάς που τους ανήκει,και την αντιμετωπίζουν ως μια χρήσιμη και αποδοτική παρακαταθήκη. 

    Από την άποψη αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί όπως όλα τα άλλα πολιτισμικά και αισθητικά δεδομένα της σύγχρονης εποχής.


    Οι ποιητές των αρχών της δεκαετίας του εβδομήντα απέχουν από κάθε προσπάθεια ιεράρχησης των αξιών. 

    Χτίζουν την ποίησή τους πάνω σε αντιπαραθέσεις χτυπητές και επιγραμματικές. Συχνά παρωδούν, αλλά ανθίσταται σε κάθε έννοια σύγκλισης ή σύνθεσης [...] 

    Ο Κοντός από τότε εξελίχθηκε σε τεχνίτη του επιγραμματικού λόγου (και κάπου διατύπωσε ρητά την οφειλή του στις σάτιρες του Κ. Καρυωτάκη).

    Ρόντρικ Μπίτον, κριτικός λογοτεχνίας

    Απόγευμα στην Αθήνα

    Σκουπίζω τις παλιές φωνές
    από το τηλέφωνο.
    Μετά κουρδίζω τη συσκευή — ακόμα μπερδεύω 
    το τηλέφωνο με ρολόι —
    Βγάζω το δέρμα μου και κάνω 
    ένα ζεστό μπάνιο για να ξεχάσω.
    Λύνω πολιτικά σταυρόλεξα.
    Πέντε καθέτως.
    Πέντε υποδορίως.
    Λέξη με εφτά γράμματα.
    Α ν α π ν ο ή.
    Κάποιος μου κλείνει το στόμα.
    Βλέπω όμως τον πεθαμένο
    να οδηγεί ιλιγγιωδώς το αυτοκίνητο.
    Κορνάρει, ελίσσεται, τρέχει να προλάβει
    ανοιχτό το νεκροταφείο ή το εστιατόριο.

    Ένας άνθρωπος έχασε την αφή του

    Πρώτα πετούσε — τρόπος του λέγειν —
    Τώρα, κάτω στη γη με τυφλά δάκτυλα, 
    ούτε βλέπει - ούτε ακούει.
    Δεν ξεχωρίζει: ξύλο από μέταλλο·
    δέρμα από χώμα (αν και αυτά είναι ομοειδή)·
    υγρά από στερεά, από ημιστερεά·
    και το σύνολο της θαλάσσης (αδιαφόρου χρώματος).
    Το απλό «θα σε περιμένω στις επτά»
    γίνεται αβεβαιότης, ό,τι σχήμα και αντοχή
    να έχει το επτά και το περιβάλλον του.
    Τον οδηγούσε ένα μεγαλόσωμο λυκόσκυλο,
    μεταδίδοντας με γρυλίσματα διαφόρων τόνων
    το είδος και το μέγεθος της αφής τού κόσμου.
    Μόνο τις στιγμές του έρωτος έμενε μόνος,
    προσπαθώντας να αγγίξει και να δοκιμάσει
    την αχμηρότητα των μορφών και των φιλιών.
    Εκείνες τις στιγμές το λυκόσκυλο 
    μύριζε και άκουγε τον ουρανό.

    Η βροχή και το παρόν

    Βρέχει, όπως στις ρωσικές ταινίες.

    Ο ουρανός έσπασε.
    Ρίχνει στρατηγούς και διαβόλους.
    Ακούω τα παγωμένα φώτα 
    των αυτοκινήτων να κατεβαίνουν.

    Οι καπνοί των τραγουδιών σου
    δεν συγκινούν αυτόν που εξουσιάζει.
    Φέρνει και ανάβει τη νύχτα
    για να ζεστάνει τα γένια του.

    Φοβάσαι.

    Λίγο ακόμη να κρατήσει η βροχή
    θα σβήσει ένα πουλί.

    Κίνδυνος στην πόλη

    Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.

    Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο
    και ρίχνει στο ψαχνό.
    Όλα τον δείχνουν – αλλά
    κανείς δεν βλέπει.

    Τρέχω – τρέχουμε.
    Σκοντάφτω στον εαυτό μου.

    Ο ποιητής παριστάνει
    το οπωροφόρο δέντρο για να
    γλιτώσει τον ξυλοκόπο.

    Μαγική Εικόνα

    Άνοιξες την πόρτα και μετά
    Άλλη κι άλλη και βρέθηκες
    Στη μέση του μεγάλου τσίρκου
    Στο κλουβί με τα λιοντάρια.

    Είπες: θε μου τι γυρεύω εδώ;
    Εγώ πήγαινα στην τουαλέτα.

    Μικρός ζωολογικός κήπος

    Τα δυο μικρά σου στήθη
    χαμογελούν τ’ απόγευμα.
    Τη νύχτα ανάβω σπίρτα 
    για να δω πως κοιμούνται.

    Τα δυο μικρά σου τρωκτικά
    μου τρώνε τα δάχτυλα
    μες στο σκοτάδι.

    Το πρωί, φτερά πουλιών
    στα χέρια μου.

    Ο Ανατόμος

    «Δεν τον φοβάμαι το χρόνο» 
    μου είπε ο χασάπης
    κόβοντας, λιανίζοντας, κρεμώντας.

    «Δεν πρόκειται να μείνω στον ουρανό,
    εδώ, στα χαμηλά θα κατοικώ για πάντα.»
    Με κοιτούσε σκουπίζοντας
    τα ματωμένα χέρια
    στο άσπρο τής ποδιάς.

    «Το σπίτι μου είναι κοντά στη λίμνη.
    Όλη τη νύχτα ψαρεύω
    χέλια και φεγγάρια.»
    Τραβάει μαχαιριά
    — ευθεία σαν σιωπή —
    και αδειάζει την κοιλιά του αρνιού.

    «Τα μεσημέρια, όταν βρέχει,
    ζωγραφίζω το ίδιο τοπίο.»
    Ξεχωρίζει συκώτια από εντόσθια.

    «Διαβάζω και ποιήματα.
    Μια φορά διάβασα Χαίλντερλιν.»
    Του ξέφυγε η καρδιά από τον πάγκο.
    Έσκυψε, την πήρε και την κρέμασε
    μαζί με τα άλλα.

    Ο υδράργυρος χρόνος

    ΣΛΑΪΝΤ 1:Σκληρό χάδι στον αυχένα. Μεμιάς ανοίγουν
    όλες οι πόρτες. Κλοτσιά και ξερνάς όλα
    τα μυστικά και το θάνατό σου. Αόριστο
    πράγμα η ζωή. Άλογο που τρέχει πάνω
    στη θάλασσα και ξεκολλάνε οι σάρκες
    και σκορπίζουν τα κόκαλα. Μένει
    η τελευταία κίνηση στον αέρα και το χλιμίντρισμα
    ΣΛΑΪΝΤ 2:Ωραία είναι εδώ. Βέβαια τα χάσαμε όλα.
    Η πατρίδα μας όμως έχει σύνορα απρόσβλητα,
    μπόλικη θάλασσα και ουρανό να φάνε και οι κότες.
    Εμείς για την ώρα μασάμε το αλάτι μας
    και βλέπουμε το φίδι στα χόρτα
    και τη ρουφιανιά στα νερά. Μπροστά
    ένας δρόμος μακρύ-σκοινί. Η θηλιά στο λαιμό
    και με τραβάνε στην πρόοδο με μουσικές.
    ΣΛΑΪΝΤ 3:Έχετε δει ποτέ θλιμμένη γυναίκα με παλιό
    κομπιναιζόν, να τρώει σταφύλια το χειμώνα;
    Ξαφνικά μπαίνει καλοκαίρι και η παραπάνω γυναίκα
    είναι κοπέλα θεόγυμνη στα χέρια μου και χαμογελάει.
    Πάλι καλοκαίρι και το γύψινο ομοίωμά της στο κρεβάτι.

    — Δεν θυμάσαι
    δε βλέπεις
    και πέφτεις
    από τον όγδοο στίχο
    στο φωταγωγό του ποιήματος —

    Στο φως του κεριού

    Η νύχτα έπεσε τόσο απότομα,
    που δεν πρόλαβε να την αντιληφθεί
    το μάτι μας...
    Η νύχτα μπήκε μέσα μας, σβύνοντας
    με το χέρι ό,τι μας ανήκει.
    (Τόσα χρόνια αναζητήσεις και προσπάθειες). 
    Κι υπάρχει τόσο φως.
    Παράπονο όχι. Αλλά απορία.
    Μια τεράστια απορία που προσπαθούμε
    να την κρύψουμε μέσα στα χέρια μας
    - και δε μπορούμε να δούμε το πρόσωπό σου -
    Το νιώθουμε όμως. Βρίσκεται γύρα μας.
    Παντού. Γιομάτο αγωνία.

    https://www.andro.gr/empneusi/top-5-kontos/

    «Τι φθορά και αυτή η αιωνιότητα./ Τι σκουλήκι / Μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας. / Μετά, τι γκρεμός, Θεέ μου!».

     Δεν με χωράει το σώμα μου 

    Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ, να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό. Τρέχει η νύχτα. Σκύβω να πιω, να ξεχάσω. Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο. Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν φωτιά. Όλα τ’ άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα. Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν, αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και την τριγωνομετρία. 

     Ράλι 

    Σήμερα οδηγώ πολύ νευρικά και με μεγάλες ταχύτητες την πολυθρόνα μου. Ήδη έχω σπάσει τρεις φορές το φράγμα του νέφους. Έχουν σακατευθεί, έχουν σκοτωθεί πολλοί σωσίες μου. Έμεινα μόνος. Μόνος οδηγώ αυτόν τον κίνδυνο. Περνώ αστραπιαία και με κοιτούν με απορία. Ούτε κατάλαβα ποτέ γιατί τρέχω έτσι ακίνητος, αφηρημένος, κοιτώντας αλλού την ησυχία. Τα σήματα της τροχαίας κάποιος τα έχει αλλάξει και δείχνουν συνέχεια μονόδρομο. Πολλές φορές την πόλη την έχω δει ανάποδα ή έχω πέσει σε βαθιά νερά. Άλλες φορές οι λακούβες είναι στρωμένες με μπαμπάκι, η ορατότητα αρίστη. Όπως αντιλαμβάνεσθε, όλα μαθηματικώς με οδηγούν στην επόμενη στροφή που περιμένει: ο γκρεμός, η θάλασσα, η απογείωση. 

    Από τη συλλογή «Δωρεάν Σκοτάδι», εκδ. Κέδρος, 1989.  

     Η λύπη του έρωτα

     Σ’ ακούω με όλους τους πόρους μου να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα χάρτινα κάνοντας ένα θόρυβο που προμηνύει μεγάλη θάλασσα. Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα της ζωής μου. Στο κανάλι σιωπή. Ταριχευμένες κινήσεις: μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο, ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο. Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια μαγική εικόνα – δεν μπορώ να ξεχωρίσω τον κυνηγό – Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο μυστικά και βροχές.

     Από τη συλλογή «Στη διάλεκτο της ερήμου», εκδ. Κέδρος, 1997.  

     Πώς να σε πάρει ο ύπνος 

    Πώς να σε πάρει ο ύπνος με τέτοιες μυρουδιές ένα γύρο σου; Θαμμένοι σ’ ένα σπίτι αποστειρωμένο, μέσα σε γάζες και στο οινόπνευμα. Ακουμπισμένοι στο γραμμόφωνο που παίζει τα τραγούδια που μας έκαναν άντρες. Περνούμε κάτι βδομάδες όλο αργές και επικίνδυνα σιωπηλές Κυριακές. Πού και πού πεταγόμαστε από τον λήθαργο νομίζοντας ότι ακούμε σφυρίγματα, μουσικές κι ιαχές. Τρέχουμε στη μισάνοιχτη πόρτα. Τίποτα. Μόνο ο κρεμασμένος μένει στη θέση του – στον στύλο του ηλεκτρικού – Και Δευτέρα δεν έρχεται ποτέ. 

    Από τη συλλογή «Περιμετρική», εκδ. Κέδρος, 2000.  

     Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο 

    Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο. Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Ένα λιοντάρι με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του. Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων, ο Γιάννης είμαι και δεν θέλω ούτε λιοντάρια ούτε ανθρώπους. Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ. 

    Από τη συλλογή «Τα οστά», εκδ. Κέδρος, 1982.   

    Ο Γιάννης Κοντός δια χειρός του ζωγράφου Γιάννη Ψυχοπαίδη.

    Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/top-5-kontos/ ]

    Γιάννης Κοντός, Ποιήματα /Jannis Kontos, Gedichte

    Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης, Dirk Uwe Hansen

    Το κρυφτό

    -Όλο τρέχω πίσω από κηδείες αγνώστων-
    Ανοίγω τα συρτάρια μου και βρίσκω ουρανό.
    Ψάχνω για τις κάλτσες μου και βρίσκω
    παλιές φωτογραφίες.

    Χώμα σκεπάζει τους λάκκους. Είναι συνέχεια
    χειμώνας. Υπάρχει σκηνοθεσία βροχής.
    Βαμμένος γκρίζος ο χάρτινος ορίζοντας.
    Με μαχαίρια σκίζουν το χαρτί – έτσι είναι οι αστραπές –
    αλλά δεν βρέχει. Μετά γίνομαι παιδάκι.
    Είμαι κρυμμένος μέσα στη ντουλάπα – από τότε
    με έχει φάει το σκοτάδι –

    Verstecken

    — Ich laufe immer den Beerdigungszügen Unbekannter hinterher —
    Ich öffne meine Schublade und finde einen Himmel.
    Ich suche meine Socken und finde
    alte Photographien.

    Erde füllt die Gruben. Ununterbrochen ist
    Winter. Es gibt eine Inszenierung von Regen.
    Der papierene Horizont ist in Grau getaucht.
    Wie Messer schneiden sie in das Papier — so sind die Blitze —,
    aber es regnet nicht. Danach werde ich ein kleines Kind.
    Versteckt im Kleiderschrank — seitdem
    bin ich vom Dunkel verschluckt —

    **

    Κοντά στα ύδατα

    Ήταν μέρα συνηθισμένη, μαλακιά,
    ο καιρός το πήγαινε στη μουσική.
    Η σκέψη μου είχε βγει από τη θήκη της
    και σε πλησίαζε, ή καθόμαστε πολύ κοντά
    και δεν δικαιολογείται αυτή η νοσταλγία.
    Τα ποτάμια και οι λίμνες είναι μακριά.
    Είμαστε στο λουτρό με αναμμένο θερμοσίφωνο.
    Το κόκκινο φως είναι το μάτι του Θεού.
    Καπνισμένος από το όνειρο
    και επειδή με λένε Ιωάννη,
    προσπαθώ να σε βαπτίσω.
    Όλο γλιστράς, θέλεις να μείνεις
    άπιστη ξανθιά.
    Αφαιρούμαι, γίνομαι ένα πλην,
    σε ξεχνάω. Αντικατοπτρίζω
    τον ερημίτη που ακούει
    την ακρίδα να του τραγουδάει
    το εωθινό.

    Nah am Wasser

    Es war ein gewöhnlicher, sanfter Tag,
    das Wetter neigte zu Musik.
    Mein Denken hatte seine Hülle verlassen
    und näherte sich dir, oder wir saßen nah beieinander,
    diese Sehnsucht ist also unbegründet.
    Die Flüsse und Seen waren weit weg.
    Wir sind im Bad mit eingeschaltetem Boiler.
    Das rote Licht ist das Auge Gottes.
    Rußgeschwärzt vom Traum,
    und weil mein Name Johannes ist,
    versuche ich dich zu taufen.
    Du entgleitest mir, du willst
    eine ungläubige Blondine bleiben.
    Ich bin in Verlegenheit, werde zu einem Minus
    und vergesse dich. Ich spiele
    den Eremiten, der hört
    wie die Heuschrecke ihm
    die Morgenmesse singt.

    **

    Ο καιρός σήμερα

    Ένας άνθρωπος μαζεύει σύννεφα
    για την Τρίτη. Δυο άλλοι μιλάνε
    σοβαρά περί ανέμων και υδάτων.
    Ο χρόνος σήμερα είναι λευκός
    και ζαχαρώδης, κολλάει στα ούλα,
    σαπίζει τα δόντια. Στο αυτί σου
    τα τελευταία τρυφερά λόγια.

    Πανσέληνος απόψε και διακρίνονται
    όλοι οι δολοφόνοι, με μια λιμνούλα
    αμαρτίας δίπλα τους να λάμπει.
    Πελιδνοί ξεκινούν και το αθώο χορτάρι
    που πατούν τους θολώνει το μάτι.
    Βελάζουν, μεταμορφώνονται
    σε μαύρα πρόβατα.

    Das Wetter heute

    Ein Mensch sammelt Wolken
    für Dienstag. Zwei andere sprechen
    ernsthaft über Gott und die Welt.
    Die Zeit ist weiß heute und
    zuckerhaltig, sie klebt am Zahnfleisch
    und lässt die Zähne faulen. In deinem Ohr
    die letzten zärtlichen Worte.

    Heute ist Vollmond und man erkennt
    alle Mörder mit einer Pfütze
    von Sünden neben sich, die glänzt.
    Gelbsüchtig blass brechen sie auf,
    und das unschuldige Gras, auf das sie treten,
    trübt ihnen das Auge.
    Sie blöken, verwandeln sich in schwarze Schafe.

    **

    Ο καιρός δεν θα αλλάξει

    Βρέχει πίσω από την πλάτη μου.
    Ίσως έξω από το σπίτι.
    Μη μου πείτε ότι αποφεύγω τη ζωή,
    τους ανθρώπους γενικά, ότι ξύνω
    τα γένια μου. Kοιτάζω τον τοίχο.
    Σας βλέπω ανάγλυφα ή σε σκιές
    να μου μιλάτε. Να φεύγετε.
    Πλήθος περνάει σήμερα, αέρας φυσάει σήμερα
    και κάνει κάτι κύκλους μεγάλους
    και κόκκινους, με κέντρο εσένα.

    Das Wetter wird sich nicht ändern

    Es regnet hinter meinem Rücken.
    Vielleicht auch draußen vor dem Haus.
    Sagt mir nicht, dass ich das Leben meide,
    die Menschen überhaupt, dass ich
    nichts tu als mir den Bart zu kratzen.
    Ich starre an die Wand. Ich sehe euch als Relief
    oder als Schatten mit mir reden und fortgehen.
    Eine Menge geht vorbei heute, ein Wind weht heute
    und zieht ein paar große
    und rote Kreise mit dir als Zentrum.

    **

    Μάθημα ιχνογραφίας

    Την Κυριακή ζωγράφιζε ο γέρος,
    με ώχρες, με κεραμιδί, με μπλε.
    Κοιτούσα πίσω από τον ώμο του
    και τα έβλεπα όλα κόκκινα. Δεν βλέπεις
    -μου λέει – με τα μάτια, μόνο με το δέρμα
    βλέπεις. Φυσούσε ένας άνεμος άσπρος.
    Τραβούσα κάτι γραμμές από ψηλά
    μέχρι τα πόδια σου, σαν σκοινιά.

    Zeichenstunde

    Den Sonntag zeichnete der Alte
    mit Ocker, mit Terrakotta, mit Blau.
    Ich blickte ihm von hinten über die Schulter
    und sah alles in Rot. Du siehst nicht
    — sagte er mir — mit den Augen, nur mit der Haut
    siehst du. Ein weißer Wind wehte.
    Ich zog solche Linien von oben
    bis nach unten zu deinen Füßen wie Stricke.

    **

    Λανθασμένες ταυτίσεις

    Δύο κορίτσια με κοιτάνε
    επίμονα και μου μιλούν
    με πυκνά επίθετα.
    Φοράνε άσπρα καπέλα
    και από το στόμα τους
    τρέχουν λουλούδια
    όπως στον πίνακα του Μποτιτσέλι.
    Τραβάω την καρέκλα
    προς το μέρος τους
    και ακούγεται ο θόρυβος
    μέχρι την Αγγλία.
    Γιατί ήτανε Αγγλίδες
    με κόκκινα μαλλιά,
    με φακίδες στην πλάτη
    και ήτανε σαν πνιγμένες
    στο νερό, ακίνητες, ωραίες.
    Εκεί όμως που φώναζα
    «εεε…τι γίνεται εκεί κάτω;»,
    άπλωσαν τα μικρά τους χέρια
    και με παρέσυραν στην υγρή ησυχία,
    νομίζοντας πιθανώς ότι είμαι
    ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε.

    Falsche Identitäten

    Zwei Mädchen starren mich an
    und sprechen zu mir
    mit dichten Adjektiven.
    Sie tragen weiße Hüte,
    und aus ihren Mündern
    kommen Blumen
    wie auf dem Gemälde von Botticelli.
    Ich rücke meinen Stuhl
    in ihre Richtung,
    und den Lärm kann man hören
    bis nach England.
    Sie waren nämlich Engländerinnen
    mit roten Haaren,
    mit Sommersprossen auf dem Rücken.
    Und sie sahen aus wie Ertrunkene
    im Wasser: Unbeweglich und schön.
    Aber in dem Moment, als ich rief:
    “He … was passiert denn da unten?”
    streckten sie die kleinen Hände aus
    und zogen mich in die nasse Stille —
    sie dachten wahrscheinlich, dass ich
    Edgar Allen Poe sei.

    **

    Ήχοι- θόρυβοι- κινήσεις

    Το τρένο διασχίζει το χαρτί διαγωνίως,
    λες και είναι η Τσεχοσλοβακία. Κάποιος βγάζει
    τις ράγες και όλα σβήνουν. Μένει η θερμότητα
    στον αέρα και στα μάτια μας. Αυτά μας συνέβαιναν
    όταν τραβούσαμε τα έπιπλα για να κάνουμε χώρο,
    να γίνει χωράφι, να ερωτευτούμε, να κοιμηθούμε.
    Και πώς γλιστρούσανε τα σώματά μας
    και οι γλώσσες μας, ψάρια σε νερό λίγων εκατοστών.
    Θα έπρεπε κανονικά ύστερα να βρέξει,
    αλλά βγήκε ένας ήλιος όμορφος, σπάζοντας
    το αυγό, και ο κρόκος ήτανε το ουράνιο σώμα
    και επάλλετο. Πήραμε το πρωινό μας.
    Μετά βγήκαμε στο μπαλκόνι και κοιτούσαμε
    τους κατοίκους, που γυρίζανε διακόπτες,
    ενώνανε καλώδια, λαδώνανε πόρτες,
    μετακινούσανε σπίτια,
    για να βλέπουμε καλύτερα τη θάλασσα.

    Töne — Geräusche — Bewegungen

    Der Zug überquert das Papier auf der Diagonalen,
    als wäre es Tschechoslowakien. Irgendjemand reißt
    die Schienen raus und alles verschwindet. Es bleibt die Wärme
    in der Luft und auf unseren Augen. Das geschah uns,
    als wir die Möbel zur Seite schoben, um Platz zu schaffen,
    damit ein freies Feld entsteht, damit wir uns verlieben, damit wir schlafen.
    Und wie unsere Körper glitten
    und unsere Zungen, Fische im zentimetertiefen Wasser.
    Normalerweise hätte es später regnen müssen,
    aber es ging eine herrliche Sonne auf, die zerbrach
    das Ei, und das Gelbe wurde zum Himmelskörper
    und pulsierte. Wir aßen unser Frühstück.
    Danach gingen wir hinaus auf den Balkon und schauten
    den Hausbewohnern zu, die Schalter umlegten,
    Kabel verbanden, Türen ölten,
    Häuser versetzten,
    damit wir das Meer besser sehen konnten.

    Γιάννης Κοντός
    Ελλάδα


    Ο Γιάννης Κοντός γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943. 

    Σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε ως ασφαλιστής. Μεταξύ 1971-1976 διατήρησε,

     μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο "Ηνίοχος", σημείο συνάντησης λογοτε

    χνών και διανοούμενων κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας. 

    Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποίηση το 1965, και με το πρώτο του βιβλίο, το

     1970. 

    Έχει εκδώσει δεκαπέντε ποιητικά βιβλία, δύο βιβλία με πεζά κείμενα ("Τα ευγενή μέταλ

    λα", τ. 1 και 2), και τρία βιβλία για παιδιά. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί 

    σε περιοδικά και εφημερίδες. 

    Το 1973 πήρε τη χορηγία του Ιδρύματος Ford. Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του 

    ραδιοφώνου καθώς και των εκδόσεων "Κέδρος".

     Είχε κατά διαστήματα συνεργαστεί με περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού 

    καθώς και με το "Το Βήμα της Κυριακής". 

    Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο 

    Καλλίτση, με τον τίτλο "Απόπειρα".

     Είχε γράψει κείμενα για σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. 

    Τον Απρίλιο του 1992 εκδόθηκε μια επιλογή ποιημάτων του με τίτλο 

    "Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο", σε περιορισμένο αριθμό

     αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά. 

    Το ενδέκατο βιβλίο του, "Πρόκες στα σύννεφα", 1999, είναι μια ανθολόγηση όλων των

     ποιητικών του βιβλίων, που έκανε ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης, την οποία

     συμπλήρωσε με 20 χαρακτικά. Δίδασκε σε σχολή θεάτρου.

     Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή

     "Ο αθλητής του τίποτα". 

    Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το 

    σύνολο του ποιητικού του έργου.

    Βραβεία:
    Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών 2009

     Twitter

    Πέθανε ο ποιητής Γιάννης

     Κοντός


    Facebook Twitter
    ΑΠΕ-ΜΠΕ/Φώτης Πλέγας Γ.
     
     
     
    0

    Την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 71 ετών, άφησε τα ξημερώματα ο ποιητής Γιάννης Κοντός. Ο διακεκριμένος λογοτέχνης νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα.

    Ανακοίνωση από την Ελληνική Εταιρεία Συγγραφέων:

    "Με μεγάλη οδύνη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του Γιάννη Κοντού, που υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Ο Γιάννης Κοντός ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του '70, οξύνους κριτικός και ευθύβολος ποιητής, που συνεισέφερε αποτελεσματικά στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού τοπίου στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση ως σήμερα. Στους οικείους του εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας."

    Γεννημένος στο Αίγιο το 1943, σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε ως ασφαλιστής. Το διάστημα 1971-1976 διατήρησε, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», σημείο συνάντησης λογοτεχνών και διανοούμενων κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας.

    Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποίηση το 1965, και με το πρώτο του βιβλίο το 1970, ενώ το 1973 πήρε τη χορηγία του Ιδρύματος Ford. Εξέδωσε δεκαπέντε βιβλία με ποίηση, δύο βιβλία με πεζά κείμενα (Τα ευγενή μέταλλα, τ. 1 και 2), και τρία βιβλία για παιδιά. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.

    Επί σειρά ετών ήταν συνεργάτης του ραδιοφώνου, καθώς και των εκδόσεων «Κέδρος». Είχε κατά διαστήματα συνεργαστεί με περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού καθώς και με Το Βήμα της Κυριακής,  ενώ δίδαξε και σε σχολή θεάτρου.

    Το 1980 κυκλοφόρησε δίσκος με μελοποιημένα ποιήματά του από τον συνθέτη Νίκο Καλλίτση, με τον τίτλο «Απόπειρα». Είχε γράψει κείμενα για σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Το 1992 εκδόθηκε μια επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Όταν πάνω από την πόλη ακούγεται ένα τύμπανο», σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, εικονογραφημένη από τον ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά.

    Το ενδέκατο βιβλίο του, «Πρόκες στα σύννεφα», 1999, είναι μια ανθολόγηση όλων των ποιητικών του βιβλίων, που έκανε ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης, την οποία συμπλήρωσε με 20 χαρακτικά.

    Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα» και το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.


    Τίτλοι:
    Συγγραφέας
    Επιμέλεια
    Ανθολόγος
    Κριτικές - Παρουσιάσεις:
    Με τον Καβάφη και τον ΣαχτούρηΓιάννης ΚοντόςΤα ποιήματα ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" 22/3/2013
    Η ζυγαριά των λέξεωνΑντώνης ΦωστιέρηςΠοίηση 1970-2005 ]"Η Αυγή" 17/6/2012
    Το νερό σαν καφκικό είναιΚώστας Γ. ΠαπαγεωργίουΝερό ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.65911/6/2011
    Ξεκλειδώνοντας πόρτες ερμητικά κλειστέςΓιώργος ΜαρκόπουλοςΚρυφός κυνηγός ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.64029/1/2011
    Η μαγική βιογραφία του ΜπέργκμανIngmar BergmanΟ μαγικός φανός ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.63630/12/2010
    Η συνεχής αποκάλυψη του Κώστα ΜουρσελάΚώστας ΜουρσελάςΚλειστόν λόγω μελαγχολίας ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.6286/11/2010
    Η στάθμη του σώματος στο μικρό ποίημαΓιάννης ΚοντόςΗ στάθμη του σώματος ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.6249/10/2010
    Η ελληνική εκπαιδευτική περιπέτειαΑλέξης ΔημαράςΑπό το κοντύλι στον υπολογιστή ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.61217/7/2010
    Πολλαπλές αναγνώσειςΝίκος Γ. ΔαββέταςΗ Εβραία νύφη ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.60421/5/2010
    Η επανάσταση των ταπεινών και η ελευθερία του καλλιτέχνηΘανάσης Θ. ΝιάρχοςΚαθάπερ φερομένης βιαίας πνοής ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.59519/3/2010
    Ο κυματοθραύστης της ζωής είναι η ποίηση, είναι η προσδοκία και το δικαίωμα να μεταδίδουμεΓεωργία ΤριανταφυλλίδουΟ ποιητής έξω ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.59012/2/2010
    Ο εναγκαλισμός με τον ΤαρκόφσκιΔημήτρης ΚοσμόπουλοςΑνάστασις του Ανδρέα Ταρκόφσκι ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.57813/11/2009
    Ο ποιητής που χρωμάτισε την ΠρέβεζαΣυλλογικό έργοΚ. Γ. Καρυωτάκης: πεζά και μεταφράσεις ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.56513/8/2009
    Γραφή στα όρια του μεταξιούΚώστας ΜαυρουδήςΗ ζωή με εχθρούς και άλλα κείμενα ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.55322/5/2009
    Δύο εξέχοντες της γενιάς του '30 αλληλογραφούνΧαράλαμπος Λ. ΚαράογλουΓ. Θεοτοκάς - Γ. Κ. Κατσίμπαλης, Αλληλογραφία 1930-1966 ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.52921/11/2008
    Ο Αρθούρος Ρεμπό και το μέλλον μαςJean Arthur RimbaudΕκλάμψεις ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.5158/8/2008
    Το μικρό ρυάκι που γίνεται μεγάλο ποτάμιΠάνος ΤσίροςΦέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.5141/8/2008
    Ποιητής του απέραντουΓιάννης ΡίτσοςΠοιήματα ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.50820/6/2008
    Διάβασα... το «Υποφωτισμένο»
    Μάνος Λοΐζος, «ούτε ο θάνατος δεν μπορεί https://atexnos.gr/%ce%bc%ce%ac%ce%bd%ce%bf%cf%82-%ce%bb%ce%bf%ce%90%ce%b6%ce%bf%cf%82-%ce%bf%cf%8d%cf%84%ce%b5-%ce%bf-%ce%b8%ce%ac%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%82-%ce%b4%ce%b5%ce%bd-%ce%bc%cf%80%ce%bf%cf%81%ce%b5/ να τον σβήσει απ’ τη ζωή μας»

    Γιάννης Κοντός: «Τρία χρόνια που έφυγες και τα βράδια σε βρίσκω στο παλιό σου σπίτι (πλάι από τις ράγιες του ηλεκτρικού), να χαμογελάς με το τσιγάρο στο χέρι. Κοντά σου ολόσωμο το τραγούδι σου «το παλιό ρολόι του μικρού σταθμού». Θυμάσαι όταν περνούσε το τρένο και έτρεχε η βρύση και η μουσική;

    kontosΤην τελευταία σου άνοιξη βρεθήκαμε για να γίνει ένας δίσκος με ποιήματα από το βιβλίο μου «Τα οστά». Ήθελες στη μελοποιημένη ποίηση, να είναι το ποίημα μπροστά και η μουσική πιο πίσω. Άρχισες να δουλεύεις, αλλά μετά από λίγο μπλέχτηκες στην περιπέτεια για το μεγάλο ταξίδι! Θυμάσαι, Μάνο, τους στίχους του Ελύτη; «Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά Σου ’μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά» / «Σου ’μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά».

    Νίκη
     Χατζηδημη
    τρίου

    Υποφωτισμέ
    νο
     ]



    "Τα Νέα"/ "Βιβλιοδρόμιο" 19/1/2008












    Ορισμένες 

    επίμονες 

    τέχνες 

    στην

     ποίησή 

    του


    Με τον Δημήτρη Καλοκύρη, τον Δημήτρη Ποταμίτη και τον Βασίλη Στεριάδη στο σπίτι του Κίμωνα Φράιερ στην Ερέτρια (1975)
    Με τον Δημήτρη Καλοκύρη, τον Δημήτρη Ποταμίτη και τον Βασίλη Στεριάδη στο σπίτι του Κίμωνα Φράιερ στην Ερέτρια (1975)

    Ο Γιάν­νης Κο­ντός, ένας από τους χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρους ποι­η­τές της γε­νιάς του ’70, άφη­σε εμ­φα­νές και δια­κρι­τό το στίγ­μα του στην ποί­η­ση, ώστε μπο­ρού­με με ασφά­λεια να τον κα­τα­τά­ξου­με σε έναν από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους ποι­η­τές της με­τα­πο­λε­μι­κής επο­χής. Ο Κο­ντός δη­μιουρ­γεί με τα δι­κά του υλι­κά και τους δι­κούς του τρό­πους ένα ποι­η­τι­κό οι­κο­δό­μη­μα με ιδιαί­τε­ρη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή. Το οι­κο­δό­μη­μα αυ­τό, με εξ­πρε­σιο­νι­στι­κά και με­ταυ­περ­ρε­α­λι­στι­κά στοι­χεία, επι­μο­νή στο άλο­γο και το πα­ρά­λο­γο, ροϊ­κό­τη­τα θαυ­μα­στή των ει­κό­νων, ποι­η­τι­κούς αιφ­νι­δια­σμούς και πρω­τό­τυ­πες με­τα­φο­ρές, αν­θρω­πο­μορ­φι­σμούς και πα­ρα­μυ­θη­τι­κούς τό­νους, ανα­δει­κνύ­ε­ται συ­μπα­γές σύ­νο­λο με γε­ρά θε­μέ­λια και ευ­ει­δή όψη. Ένα από τα κύ­ρια και καί­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ποί­η­σής του εί­ναι η γοη­τεία του απροσ­δό­κη­του, μια πη­γαία και αυ­θε­ντι­κή εκ­πή­γα­ση της έκ­πλη­ξης στη γρα­φή του. Έχω επί­σης την αί­σθη­ση ότι η ποί­η­ση του Κο­ντού δεν εί­ναι πα­ρά μια αντί­δρα­ση στο φό­βο: «… ο φό­βος/ αυ­τό το κα­τοι­κί­διο ζώο/ μπερ­δεύ­ε­ται στα πό­δια μου τρί­ζο­ντας» (Τα απρό­ο­πτα). Ο λό­γος του εί­ναι στέ­ρε­ος και ου­σια­στι­κός, ενί­ο­τε στο­χα­ζό­με­νος, με αβί­α­στη προ­φο­ρι­κό­τη­τα, σαρ­κα­σμό και αυ­το­σαρ­κα­σμό. Ο Κο­ντός εί­ναι παι­δί που παί­ζει με τις λέ­ξεις. Η ποί­η­ση στα χέ­ρια του εί­ναι ένα παι­χνί­δι, το οποίο μπο­ρεί να δια­λύ­σει ανά πά­σα στιγ­μή και να συ­ναρ­μο­λο­γή­σει στη συ­νέ­χεια όπως του αρέ­σει, με­τα­βάλ­λο­ντας την αρ­χι­κή του υπό­στα­ση.
    Ο Κο­ντός εξέ­δω­σε όσο ζού­σε 14 ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, οι οποί­ες πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στον συ­γκε­ντρω­τι­κό τό­μο: Τα ποι­ή­μα­τα (1970-2010), 2013. Στις συλ­λο­γές αυ­τές, όπως δη­μο­σιεύ­ο­νται στον εν λό­γω τό­μο, γί­νο­νται οι πα­ρα­πο­μπές της ερ­γα­σί­ας μου.
    Δια­βά­ζο­ντας το σύ­νο­λο του ποι­η­τι­κού έρ­γου του Κο­ντού, αντι­λαμ­βά­νο­μαι ότι δεν έχω συ­να­ντή­σει άλ­λον ποι­η­τή, νε­ό­τε­ρο ή πα­λαιό­τε­ρο, που να πε­ρι­λαμ­βά­νει σε τό­σο με­γά­λο βαθ­μό στο έρ­γο του, εί­τε στο σώ­μα των ποι­η­μά­των του εί­τε στους τί­τλους εί­τε στις αφιε­ρώ­σεις, πλή­θος προ­σώ­πων από τον συγ­γρα­φι­κό και καλ­λι­τε­χνι­κό κό­σμο, αλ­λά και σα­φείς ανα­φο­ρές στο σύ­νο­λο σχε­δόν των τε­χνών. Πέ­ραν της ευ­ρύ­τε­ρης κουλ­τού­ρας για τον δη­μιουρ­γό που υπο­δη­λώ­νει αυ­τή η πα­ρα­τή­ρη­ση, εί­ναι βέ­βαιο ότι όλες οι ανα­φο­ρές του έχουν κα­τά κά­ποιον τρό­πο συμ­βά­λει στη δια­μόρ­φω­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας, του ύφους και των θε­μά­των του. Ο Κο­ντός, ποι­η­τής αν­θρω­πο­κε­ντρι­κός κα­τά βά­σιν, αφε­νός βιώ­νει την έκ­θε­σή του στην κοι­νω­νι­κή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της πο­λύ­βου­ης πό­λης και αφε­τέ­ρου με­τέ­χει κα­τά τις επι­λο­γές του σε μια πνευ­μα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ρου­φώ­ντας, λοι­πόν, εκεί­να με τα οποία έρ­χε­ται σε επα­φή, δια­βά­σμα­τα, ακού­σμα­τα, θε­ά­μα­τα, συ­να­να­στρο­φές, τα δι­υ­λί­ζει στο προ­σω­πι­κό του ερ­γα­στή­ριο και απο­στά­ζει ποί­η­ση. Ού­τε στο ελά­χι­στο αυ­τές οι πα­ρα­θέ­σεις δεν έχουν κά­ποια επι­δει­ξιο­μα­νή βά­ση. Αντι­θέ­τως, αφορ­μώ­νται από την αγά­πη του ποι­η­τή για τα πρό­σω­πα και τα πράγ­μα­τα στα οποία ανα­φέ­ρε­ται.
    Στη συλ­λο­γή του Στο γύ­ρι­σμα της μέ­ρας ο Κο­ντός δη­μο­σιεύ­ει ένα ποί­η­μα με τον εύ­γλωτ­το τί­τλο «Αυ­το­βιο­γρα­φία». Πα­ρα­θέ­τω ορι­σμέ­νους στί­χους: «Στα δε­κα­πέ­ντε, ένα βρά­δυ/ έφυ­γα από τον κι­νη­μα­το­γρά­φο ακο­λου­θώ­ντας/ τη Νά­τα­λι Γουντ και τον Τζέιμς Ντην./ Θυ­μά­μαι κά­τι με­γά­λα δω­μά­τια και μέ­σα/ άλ­λα μι­κρά δω­μά­τια σαν κα­μα­ρί­νια./ Σε ένα από αυ­τά τα μά­τια της Ρί­τας Χέ­η­γουωρθ/ με πα­ρα­κο­λου­θού­σαν με έκ­πλη­ξη. Αρ­γό­τε­ρα γνώ­ρι­σα/ τον Μάρ­λον Μπρά­ντο […] Έμει­να χρό­νια κο­ντά τους,/ κά­τι ρο­λά­κια έπαι­ξα κι εγώ. […] Ζω­γρά­φι­ζα πού και πού./ Κυ­ρί­ως όμως έπαι­ζα άλ­το σα­ξό­φω­νο./ Το κα­νο­νι­κό μου επάγ­γελ­μα αρ­γό­τε­ρα/ ήτα­νε του κο­μπάρ­σου. Σε χι­λιά­δες ται­νί­ες: […] Τώ­ρα ασκώ το επάγ­γελ­μα του υπο­βο­λέα./ Σβή­νο­ντας τα φώ­τα, δυ­να­μώ­νει η φω­νή μου,/ παίρ­νουν μπρος τα κου­ρα­σμέ­να σώ­μα­τα/ και αρ­χί­ζει η πα­ρά­στα­ση.» Στο ποί­η­μα αυ­τό απο­τυ­πώ­νο­νται ορι­σμέ­νες επί­μο­νες τέ­χνες, ση­μα­ντι­κές προ­φα­νώς για τον ποι­η­τή, τη σχέ­ση των οποί­ων με την ποί­η­σή του θα επι­χει­ρή­σου­με να ανα­δεί­ξου­με. Στο έρ­γο του, λοι­πόν, τέσ­σε­ρις τέ­χνες: μου­σι­κή, ζω­γρα­φι­κή, κι­νη­μα­το­γρά­φος και θέ­α­τρο, κα­θώς και οτι­δή­πο­τε σχε­τί­ζε­ται με αυ­τές τις τέ­χνες, μου­σι­κοί και μου­σι­κά έρ­γα, ζω­γρά­φοι και έρ­γα ζω­γρα­φι­κής, σκη­νο­θέ­τες του σι­νε­μά ή του θε­ά­τρου, σε­νά­ρια, θε­α­τρι­κοί συγ­γρα­φείς, ηθο­ποιοί κλπ., παί­ζουν, εκτός των άλ­λων, κομ­βι­κό ρό­λο στον τρό­πο της ανά­πτυ­ξης κά­ποιων ποι­η­μά­των του. Να ανα­φέ­ρω εδώ ότι σύ­ντο­μες, πλην όμως ου­σια­στι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις για το θέ­μα, πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και σε ένα ευ­ρύ­τε­ρο κεί­με­νο για τον Κο­ντό του ποι­η­τή Γιώρ­γου Μαρ­κό­που­λου, δη­μο­σιευ­μέ­νο στο πε­ριο­δι­κό Γρα­φή (τεύχ. 50, Φθι­νό­πω­ρο 2001). Ο ίδιος ο Κο­ντός, στο ιδιαί­τε­ρα κα­τα­το­πι­στι­κό κεί­με­νό του: «Ένα ‘Υστε­ρό­γρα­φο’ από τον ποι­η­τή στη δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση της Πε­ρι­με­τρι­κής που, όμως, θα μπο­ρού­σε να εί­ναι και Πρό­λο­γος για το έρ­γο του», το οποίο προ­τάσ­σε­ται στον συ­γκε­ντρω­τι­κό του τό­μο, ανα­φέ­ρει πλειά­δα προ­σώ­πων άμε­σα σχε­τι­ζο­μέ­νων με αυ­τές τις τέ­χνες, με τα οποία αι­σθα­νό­ταν δη­μιουρ­γι­κή ώσμω­ση. Στο ίδιο κεί­με­νο γρά­φει επί­σης για την ποί­η­ση: «Από πά­ντα ήσου­να η μου­σι­κή και η ζω­γρα­φι­κή για μέ­να», ενώ η σχέ­ση του με τον κι­νη­μα­το­γρά­φο και το θέ­α­τρο δη­λώ­νε­ται ως εξής χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «μπαι­νό­βγαι­να σε κι­νη­μα­το­γρά­φους και θέ­α­τρα, σε ση­μείο να εί­ναι οι σκο­τει­νές αί­θου­σες προ­έ­κτα­ση του δω­μα­τί­ου μου». Επι­πλέ­ον, αφθο­νούν στο έρ­γο του εξαι­ρε­τι­κές με­τα­φο­ρές με στοι­χεία από τον κό­σμο των τε­χνών αυ­τών.
    Η μου­σι­κή απο­τε­λεί για τον Κο­ντό ανα­γκαίο ανα­πνευ­στή­ρα. Πα­ντού στο έρ­γο του δη­λώ­νε­ται η αγά­πη και η σχέ­ση του μα­ζί της: «Η ίδια μου­σι­κή πα­ντού, χω­ρίς οί­κτο να μας θυ­μί­ζει/ το δρό­μο π’ άρ­χι­ζε μέ­σα μας και δεν τε­λειώ­νει που­θε­νά.» (Πε­ρι­με­τρι­κή) – «(Πο­τέ δεν κα­τά­λα­βα τη γε­ω­με­τρία./ Από παι­δά­κι ήμου­να μου­σι­κός.)» (Τα οστά) – «Εί­μαι ευ­τυ­χι­σμέ­νος όταν ακούω μου­σι­κή…» (Ανω­νύ­μου μο­να­χού). Από τη λαϊ­κή και τη ρε­μπέ­τι­κη μέ­χρι την έντε­χνη ή την κλα­σι­κή, η μου­σι­κή τρο­φο­δο­τεί τον Κο­ντό όχι μό­νο με τα πρό­σω­πα που την υπη­ρέ­τη­σαν, τα ονό­μα­τα των έρ­γων τους, την ορο­λο­γία της, αλ­λά και με μια βα­θύ­τε­ρη ψυ­χι­κή δια­πί­δυ­ση, που δη­μιουρ­γεί­ται ανά­με­σα στην ποί­η­ση και τη μου­σι­κή, με­τα­τρέ­πο­ντας τις δύο τέ­χνες σε συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία. Στην ποί­η­σή του, λοι­πόν, ο ρυθ­μός, έστω και ασύμ­με­τρος ενί­ο­τε, η αρ­μο­νία αλ­λά και η αρ­μο­νι­κή ασά­φεια, η μορ­φο­λο­γι­κή ελευ­θε­ρία, η βα­θιά αί­σθη­ση των ήχων προ­έρ­χο­νται από την τέ­χνη της μου­σι­κής. Ο Κο­ντός αγα­πά και ανα­φέ­ρε­ται σε όλα τα εί­δη της κα­λής μου­σι­κής: στη λαϊ­κή, τη ρε­μπέ­τι­κη, την κλα­σι­κή (από το άκου­σμα της οποί­ας έχουν προ­κύ­ψει ωραία ποι­ή­μα­τα, όπως το: «Μη­ρυ­κά­ζω: πρό­σω­πα, ει­κό­νες, μου­σι­κή» από τη συλ­λο­γή Στο γύ­ρι­σμα της μέ­ρας, εμπνευ­σμέ­νο από τα Τρα­γού­δια για τα νε­κρά παι­διά του Γκού­σταβ Μά­λερ), ακό­μη και στη βυ­ζα­ντι­νή και βε­βαί­ως στην τζαζ και τη ροκ. Στο ποί­η­μα «Όταν δια­λύ­ο­νται τα μου­σι­κά συ­γκρο­τή­μα­τα», από την Υπο­τεί­νου­σα της σε­λή­νης, ο ποι­η­τής πε­ρι­γρά­φει με πει­στι­κό και πα­ρα­στα­τι­κό τρό­πο σκη­νές ροκ.
    Η αγά­πη του Κο­ντού για το τρα­γού­δι εί­ναι αναμ­φι­σβή­τη­τη, όπως φαί­νε­ται από την προ­βο­λή των αν­θρώ­πων που το υπη­ρέ­τη­σαν (Γκά­τσος, Χα­τζι­δά­κις, Ξαρ­χά­κος, Πα­παϊ­ω­άν­νου, Μπέλ­λου κ.ά.), αλ­λά και από την έν­θε­ση στί­χων από τρα­γού­δια στα ποι­ή­μα­τά του: «άνοι­ξε την πόρ­τα και μπή­κε μέ­σα στο σκο­τά­δι,/ τη στιγ­μή π’ ακού­γο­νταν απ’ το ρα­διό­φω­νο/ ένας σκο­πός – ‘τά­χα τι να γύ­ρε­ψαν στα χλο­μά σου μά­τια’» (Πε­ρι­με­τρι­κή – Ο στί­χος εί­ναι από τρα­γού­δι του Σταύ­ρου Ξαρ­χά­κου σε στί­χους Νί­κου Γκά­τσου) – «Μια ψα­ρο­πού­λα εί­ναι αραγ­μέ­νη/ μπρος στ’ ακρο­γιά­λι/ το Ζέ­πο πε­ρι­μέ­νει…» (Πε­ρι­με­τρι­κή – Στί­χοι του Γιάν­νη Πα­παϊ­ω­άν­νου, ενταγ­μέ­νοι σε ένα ωραίο ποί­η­μα για τον Αν­δρέα Ζέ­πο, τον θρυ­λι­κό ψα­ρά από το Αϊ­βα­λί, που στην κα­το­χή μοί­ρα­ζε ψά­ρια στους άπο­ρους του Πει­ραιά, αλ­λά με­τά τον πό­λε­μο πτώ­χευ­σε και του κα­τέ­σχε­σαν το κα­ΐ­κι) – «Κοί­τα­ξε έξω./ Έβρε­χε./ Ένα ρε­μπέ­τι­κο δυ­νά­μω­νε τη βρο­χή./ ‘Τρεις στα­γό­νες δη­λη­τή­ριο/ να μου έρι­χνες από­ψε στο πιο­τό.’» (Πε­ρι­με­τρι­κή – Ρε­μπέ­τι­κο τρα­γου­δι­σμέ­νο από τη Σω­τη­ρία Μπέλ­λου).
    Από την άλ­λη, οι ανα­φο­ρές στα σχε­τι­ζό­με­να με τη μου­σι­κή εί­ναι πά­μπολ­λες στο έρ­γο του. «Ακού­γο­νται», λοι­πόν, πολ­λά μου­σι­κά όρ­γα­να: τσέ­μπα­λο, ακορ­ντε­όν, βιο­λί, κόρ­να, ντραμς, σα­ξό­φω­νο, όμποε («Μό­λις σβή­σουν τα φώ­τα θα σου πω τ’ όνο­μά σου/ μ’ ένα όμποε» – Πε­ρι­με­τρι­κή), τρο­μπέ­τα, βιο­λον­τσέ­λο κ.ά. Πολ­λοί τί­τλοι ποι­η­μά­των του εί­ναι δα­νει­σμέ­νοι από τη μου­σι­κή ορο­λο­γία: «Μου­σι­κή δω­μα­τί­ου», «Το­κά­τα σε το­πίο», «Σπου­δή για σο­πρά­νο» κλπ. Επι­πλέ­ον, συ­να­ντού­με στα ποι­ή­μα­τά του οξυ­δερ­κείς με­τα­φο­ρές με βά­ση τη μου­σι­κή: «Ένα λαϊ­κό τρα­γού­δι ξε­φλου­δί­ζει τη νύ­χτα» (Τα απρό­ο­πτα) – «Με­λω­δί­ες, μι­κρά καρ­φιά επι­θυ­μιών» (Η υπο­τεί­νου­σα της σε­λή­νης) – «Μια σα­κού­λα με μου­σι­κή εί­ναι αυ­τή η μέ­ρα./ Κι όπως σε σκέ­φτο­μαι, σκί­ζε­ται και τρέ­χει/ ζε­στή και υγρή η μου­σι­κή στην πό­λη.» (Δευ­τε­ρό­λε­πτα του φό­βου).

    Έχω την άπο­ψη ότι η ποί­η­ση του Κο­ντού συ­γκοι­νω­νεί πε­ρισ­σό­τε­ρο με την τζαζ. Υπάρ­χει στη δη­μιουρ­γία του κά­τι από τον ήχο και την πο­λυ­μορ­φία του σα­ξό­φω­νου. Μια αί­σθη­ση αυ­το­σχε­δια­σμού που πα­ρα­τη­ρού­με στη γρα­φή του συν­δέ­ε­ται σα­φώς με τη μου­σι­κή αυ­τή. Κι αν δε­χτού­με τον ορι­σμό του Thelonious Monk ότι «η τζαζ εί­ναι ελευ­θε­ρία», νο­μί­ζω ότι θα ταί­ρια­ζε και στην ποί­η­ση του Κο­ντού. Η ποί­η­σή του εί­ναι ελευ­θε­ρία, με την έν­νοια του αυ­ξη­μέ­νου βαθ­μού αυ­το­σχε­δια­σμού στη γρα­φή του και της προ­σπά­θειάς του να απε­λευ­θε­ρώ­σει τις ιδέ­ες του, με­τα­τρέ­πο­ντάς τες σε λέ­ξεις και ποι­ή­μα­τα.
    Η σχέ­ση του Κο­ντού με τη ζω­γρα­φι­κή εί­ναι επί­σης κομ­βι­κή για την ποί­η­σή του. Η αγά­πη του γι’ αυ­τή την τέ­χνη εί­ναι γνω­στή και δεν εί­ναι τυ­χαίο ότι έχει γρά­ψει κεί­με­να για σύγ­χρο­νους Έλ­λη­νες ζω­γρά­φους. Ο Κο­ντός χρη­σι­μο­ποιεί τη ζω­γρα­φι­κή για να τα­ξι­δέ­ψει στο βα­θύ­τε­ρο εί­ναι του και να εξο­ρύ­ξει τα προ­σω­πι­κά του χρώ­μα­τα, να δια­κρί­νει τη χροιά τους, να δη­μιουρ­γή­σει έναν κό­σμο με την ονει­ρι­κή αί­σθη­ση των χρω­μα­τι­σμών, έναν κό­σμο στον οποίο η φα­ντα­σία θα συ­μπλη­ρώ­νει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και θα δη­μιουρ­γεί μια ζωή με ανα­τά­σεις και όχι βι­δω­μέ­νη στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι το ποί­η­μα «Η ζω­γρα­φι­κή στη ζωή μου» από τη συλ­λο­γή Στο γύ­ρι­σμα της μέ­ρας: «Άφη­σα το ζε­στό σου κρε­βά­τι,/ τα λευ­κά σε­ντό­νια, τα ήσυ­χα νε­ρά/ και πή­γα σε κεί­νες τις πλα­τεί­ες/ του Ντε Κί­ρι­κο, στο υπο­συ­νεί­δη­το,/ με τα κυ­λιό­με­να φεγ­γά­ρια./ […]/ Βά­δι­ζα σε ένα πε­ζο­δρό­μιο και πή­γαι­να/ και δεν πή­γαι­να, λες και πα­τού­σα/ τε­ντω­μέ­νο σύρ­μα στο κε­νό./ Άλ­λο και τού­το, τα μι­σά τα ζω/ και τα άλ­λα μι­σά τα φα­ντά­ζο­μαι./ […]».
    Από τη ζω­γρα­φι­κή ο Κο­ντός έχει δα­νει­στεί τα σχή­μα­τα και τα χρώ­μα­τα. Τα χρώ­μα­τα εί­ναι πα­ντα­χού πα­ρό­ντα στην ποί­η­σή του. Το κόκ­κι­νο, το μαύ­ρο, το λευ­κό, το κί­τρι­νο, το γκρί­ζο («Έρ­χε­ται ένα γκρί­ζο, προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας/ πε­ρι­πέ­τεια και με­γά­λες νύ­χτες» – Στο γύ­ρι­σμα της μέ­ρας) δί­νουν ατμό­σφαι­ρα ανά­λο­γη της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής του κα­τά­στα­σης ή φόρ­τι­σης, ανα­δει­κνύ­ο­ντας δια των λέ­ξε­ων τις απο­χρώ­σεις του μέ­σα κό­σμου του. Αρ­κε­τά ποι­ή­μα­τά του βρί­θουν χρω­μά­των, δη­λού­με­νων ή υπο­δη­λού­με­νων. Ανα­φέ­ρω για πα­ρά­δειγ­μα το ποί­η­μα «Μια κα­νο­νι­κή Τε­τάρ­τη» από την Υπο­τεί­νου­σα τη σε­λή­νης. Από τη ζω­γρα­φι­κή όμως έχει δα­νει­στεί και την ανα­πα­ρα­στα­τι­κή της λει­τουρ­γία. Πολ­λά ποι­ή­μα­τα ανα­πα­ρι­στούν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του, με αι­σθη­τές ή φα­ντα­στι­κές ει­κό­νες (η ει­κό­να εί­ναι δο­μι­κό στοι­χείο της ποί­η­σής του), κα­τά τρό­πο που να μοιά­ζουν με πί­να­κες ζω­γρα­φι­κής, όπως το ποί­η­μα «Με­τα­μορ­φώ­σεις» από το Δω­ρε­άν σκο­τά­δι. Να ση­μειώ­σω επί­σης ότι δεν πα­ρα­τη­ρού­νται στην ποί­η­σή του νε­κρές φύ­σεις. Ίσως να του ται­ριά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο η ζω­ντα­νή φύ­ση της ζω­γρα­φι­κής, η ζω­γρα­φι­κή που δη­μιουρ­γεί­ται από την ίδια τη φύ­ση, η ζω­γρα­φι­κή που σφύ­ζει από ζωή. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι το ποί­η­μα «Τα φρού­τα και ο άν­θρω­πος» από τη συλ­λο­γή Ο αθλη­τής του τί­πο­τα: «[…] Τό­τε ο άν­θρω­πος/ ση­κώ­νει τα χέ­ρια και κό­βει. Το χέ­ρι/ θυ­μά­ται τους προ­γό­νους του. Το φρού­το,/ το χά­δι, το χνού­δι, το φι­λί, ο ήλιος/ –η ζω­ντα­νή φύ­ση της ζω­γρα­φι­κής.»
    Στην ποί­η­σή του υπάρ­χουν ανα­φο­ρές σε ζω­γρά­φους, με τους οποί­ους αι­σθά­νε­ται εγ­γύ­τη­τα. Πα­ρα­τη­ρού­με μια ρο­πή στο κί­τρι­νο και τον Βαν Γκογκ: «Πώς εκτεί­νε­ται δει­λά το κί­τρι­νο,/ στον μή­να Αύ­γου­στο. / Πώς μι­λά ο Βαν Γκογκ.» (Η στάθ­μη του σώ­μα­τος)· κι αλ­λού: «Το κί­τρι­νο/ του ζω­γρά­φου έβα­φε τα πά­ντα στο πέ­ρα­σμά τους» (Ηλε­κτρι­σμέ­νη πό­λη). Αλ­λά και στον Μπο­τι­τσέ­λι: «Φο­ρά­νε άσπρα κα­πέ­λα/ και από το στό­μα τους/ τρέ­χουν λου­λού­δια/ όπως στον πί­να­κα του Μπο­τι­τσέ­λι» (Στο γύ­ρι­σμα της μέ­ρας) ή τον Ντα­λί: «Τα ρο­λό­για κρέ­μο­νται ξε­χει­λω­μέ­να/ από ξε­ρά κλα­διά, όπως στον πί­να­κα/ του Σαλ­βα­ντόρ Ντα­λί: ‘Η επι­μο­νή της ανά­μνη­ση­ς’» (Η υπο­τεί­νου­σα της σε­λή­νης). Νο­μί­ζω, όμως, ότι η ποί­η­σή του ται­ριά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο στη ζω­γρα­φι­κή του Ντε Κί­ρι­κο, με τον οποίο νιώ­θει εκλε­κτι­κή συγ­γέ­νεια, κά­τι που επι­βε­βαιώ­νε­ται και στο ποί­η­μα «Η ζω­γρα­φι­κή στη ζωή μου». Πολ­λά από τα με­τα­φυ­σι­κά στοι­χεία της ζω­γρα­φι­κής του Ντε Κί­ρι­κο, η αι­νιγ­μα­τι­κό­τη­τα των συν­θέ­σε­ών του και η αμ­φι­ση­μία των αντι­κει­μέ­νων του αντα­να­κλώ­νται στην ποί­η­ση του Κο­ντού.

    Με τον κι­νη­μα­το­γρά­φο ο Κο­ντός έχει επί­σης αγα­πη­τι­κή σχέ­ση. Δεν εί­ναι ότι εί­χε δει πολ­λές ται­νί­ες («Χι­λιά­δες μέ­τρα ται­νί­ας/ με τυ­λί­γουν και με ακο­λου­θούν/ στη ζωή μου» – Στο γύ­ρι­σμα της μέ­ρας). Δεν εί­ναι ότι θαύ­μα­ζε πολ­λούς σκη­νο­θέ­τες ή ηθο­ποιούς. Εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο η τε­χνι­κή και η δια­δι­κα­σία της συ­γκε­κρι­μέ­νης τέ­χνης που έχουν επη­ρε­ά­σει τον τρό­πο της γρα­φής του. Πολ­λές φο­ρές ο Κο­ντός ανα­κα­λεί ή δα­νεί­ζε­ται τρό­πους από την τέ­χνη του κι­νη­μα­το­γρά­φου για να ξε­τυ­λί­ξει τις ποι­η­τι­κές του ιδέ­ες και να ορ­γα­νώ­σει με φιλ­μι­κή γρα­φή τα ποι­ή­μα­τά του. Έτσι, η κί­νη­ση κα­θώς και η γρή­γο­ρη και απροσ­δό­κη­τη αλ­λη­λου­χία των ει­κό­νων, η αλ­λα­γή του κλί­μα­τος και η αιφ­νί­δια τρο­πο­ποί­η­ση των συ­ναι­σθη­μά­των, οι φω­το­σκιά­σεις των δρώ­με­νων, το σα­σπένς, η δια­δο­χή φω­τός και σκό­τους, ημέ­ρας και νύ­χτας, ακό­μη και η αφη­γη­μα­τι­κό­τη­τα πα­ρα­πέ­μπουν αναμ­φι­σβή­τη­τα στην έβδο­μη τέ­χνη.
    Στην ποί­η­ση του Κο­ντού χρη­σι­μο­ποιού­νται, εί­τε στους τί­τλους εί­τε στο σώ­μα των ποι­η­μά­των, όροι από την ορο­λο­γία του σι­νε­μά: σε­νά­ριο, φιλμ, ται­νία μι­κρού μή­κους κοκ. Επί­σης σπου­δαί­ες με­τα­φο­ρές: «(Αστυ­νο­μι­κή ται­νία η νύ­χτα./ Ο χρό­νος εγ­γα­στρί­μυ­θος δο­λο­φό­νος).» (Τα οστά) – «Τρέ­χο­ντας σ’ αυ­τή την ται­νία τρό­μου/ μα­ζί με τους πε­θα­μέ­νους –ένας πε­θα­μέ­νος/ παί­ζει όμποε– δεν ευ­θύ­νε­ται για τί­πο­τα./ Άλ­λοι γρά­ψα­νε το σε­νά­ριο, άλ­λοι χει­ρί­ζο­νται/ τις μη­χα­νές, άλ­λοι ελέγ­χουν τους φω­τι­σμούς// και ο μέ­γας σκη­νο­θέ­της έχει πά­ντα τον τε­λευ­ταίο λό­γο.» (Τα οστά), όπου υπο­νο­εί­ται ο θά­να­τος ως ο μέ­γας σκη­νο­θέ­της της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής.
    Πολ­λά ποι­ή­μα­τά του εί­ναι σε­νά­ρια για ται­νί­ες μι­κρού μή­κους. Το ποί­η­μα «Σε­νά­ριο», για πα­ρά­δειγ­μα, από το Δω­ρε­άν σκο­τά­δι, έχει χτι­στεί με ξε­κά­θα­ρη λο­γι­κή σε­να­ρί­ου. Άλ­λα ποι­ή­μα­τά του εί­ναι αυ­τού­σιες ται­νί­ες μι­κρού μή­κους, όπως το ποί­η­μα «Φιλμ» από την Υπο­τεί­νου­σα της σε­λή­νης, με πρό­σω­πα, σκη­νι­κό, μου­σι­κή, φω­τι­σμούς και πο­λύ σα­σπένς.
    Σε πολ­λά ποι­ή­μα­τά του δια­κρί­νου­με πλά­να από διά­φο­ρους σκη­νο­θέ­τες ή κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά κι­νή­μα­τα. Ανα­φέ­ρω τον Τα­βερ­νιέ και τη νου­βέλ βαγκ στο ποί­η­μα «Ο κύ­ριος Τα­βερ­νιέ» από την Ηλε­κτρι­σμέ­νη πό­λη. Η ποί­η­σή του, ωστό­σο, συν­δέ­ε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο με τον Ταρ­κόφ­σκι. Δια­βά­στε, για πα­ρά­δειγ­μα, το ποί­η­μα «Βρο­χε­ρό Λον­δί­νο» από την Ηλε­κτρι­σμέ­νη πό­λη. Οι ποι­η­τι­κοί συ­νειρ­μοί και η ονει­ρι­κή λο­γι­κή που πα­ρα­τη­ρεί­ται στις ται­νί­ες του Ταρ­κόφ­σκι, πα­ρα­τη­ρού­νται και στην ποί­η­ση του Κο­ντού. Στη συλ­λο­γή Δω­ρε­άν σκο­τά­δι, ανα­κα­λού­με πλά­να από τον Στάλ­κερ και τον Κα­θρέ­φτη. Πε­ρισ­σό­τε­ρο, όμως, και από τον Ταρ­κόφ­σκι, ο Μπέρ­γκ­μαν νο­μί­ζω ότι ται­ριά­ζει στη γρα­φή του Κο­ντού. Η αδυ­να­μία ου­σια­στι­κής επι­κοι­νω­νί­ας με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων και κυ­ρί­ως των δύο φύ­λων, η αντι­πα­ρά­θε­ση του αν­θρώ­που με τον εαυ­τό του, η ανα­ζή­τη­ση του νο­ή­μα­τος της ζω­ής, κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του μπερ­γκ­μα­νι­κού έρ­γου, απα­σχο­λούν και τον Κο­ντό. Ανα­φέ­ρω εν­δει­κτι­κά το ποί­η­μα «Η βρύ­ση στά­ζει» από την Ηλε­κτρι­σμέ­νη πό­λη, στο οποίο με­τά την αδυ­να­μία επι­κοι­νω­νί­ας του το πα­ντρε­μέ­νο ζευ­γά­ρι κα­τα­λή­γει στο στί­χο: «–Κα­λύ­τε­ρα να μη μι­λά­με.»

    Τέ­λος, η αγά­πη του Κο­ντού για το θέ­α­τρο τον οδη­γεί σε δα­νει­σμό των τρό­πων με τους οποί­ους εκεί­νο λει­τουρ­γεί και εκ­φρά­ζε­ται, δί­νο­ντάς του τη δυ­να­τό­τη­τα να «σκη­νο­θε­τή­σει» μι­κρές πα­ρα­στά­σεις. Ο δρα­μα­τι­κός τό­νος που έχουν ορι­σμέ­να ποι­ή­μα­τά του, οι διά­λο­γοι, η δρά­ση, η αμε­σό­τη­τα και η ζω­ντά­νια, η εξω­τε­ρί­κευ­ση των εν­δό­μυ­χων σκέ­ψε­ων των ποι­η­τι­κών του προ­σώ­πων και οι διά­φο­ρες ανα­τρο­πές πα­ρα­πέ­μπουν στο θέ­α­τρο και υπο­δη­λώ­νουν το συ­σχε­τι­σμό της ποί­η­σης του Κο­ντού με την εν λό­γω τέ­χνη. Κά­ποια ποι­ή­μα­τά του έχουν γρα­φτεί με τον τρό­πο μιας θε­α­τρι­κής σκη­νής, π.χ. το ποί­η­μα «Ο ανα­τό­μος» από τη συλ­λο­γή Στο γύ­ρι­σμα της μέ­ρας. Ενώ άλ­λα εί­ναι θε­α­τρι­κοί μο­νό­λο­γοι, όπου ένα πρό­σω­πο μό­νο του, σαν να εί­ναι επί σκη­νής, εκ­φρά­ζει με­γα­λό­φω­να τις σκέ­ψεις του. Ανα­φέ­ρω εν­δει­κτι­κά τα ποι­ή­μα­τα «Ο εφο­ρια­κός» από τη συλ­λο­γή Ο Αθλη­τής του τί­πο­τα –όπου ένας εφο­ρια­κός σε μια πρά­ξη του θε­ά­τρου της ζω­ής του φαί­νε­ται να εξο­μο­λο­γεί­ται ή και να αυ­το­ε­ξο­μο­λο­γεί­ται μπρο­στά σε μιαν αό­ρα­τη πλα­τεία θε­α­τών, κα­τα­γρά­φο­ντας «τις δια­κυ­μάν­σεις της ψυ­χής» του– και «Μι­λά­ει ο δρά­κος στον Άγιο Γε­ώρ­γιο», από τη συλ­λο­γή Ανω­νύ­μου μο­να­χού, ένα κο­ρυ­φαίο ποί­η­μα, όπου ο δρά­κος απο­λο­γεί­ται με συ­γκλο­νι­στι­κή δρα­μα­τι­κό­τη­τα για όσα του κα­τα­μαρ­τυ­ρεί η πα­ρά­δο­ση. Δε λεί­πουν βέ­βαια και ποι­ή­μα­τα που εί­ναι μι­κρά θε­α­τρι­κά μο­νό­πρα­κτα, κά­πο­τε ακα­ριαία, με σκη­νι­κή και πα­ρα­στα­τι­κή οπτι­κή και δύ­να­μη, με κα­θα­ρά δια­λο­γι­κή ανά­πτυ­ξη, ακό­μη και με σκη­νι­κές οδη­γί­ες. Πα­ρά­δειγ­μα το ποί­η­μα «Κυ­ρια­κή από­γευ­μα (από­σπα­σμα συ­ζή­τη­σης)» από την Υπο­τεί­νου­σα της Σε­λή­νης.
    Θε­α­τρι­κοί συγ­γρα­φείς και η ατμό­σφαι­ρα των έρ­γων τους δια­χέ­ε­ται σε πολ­λά ποι­ή­μα­τα του Κο­ντού. Ανα­φέ­ρω εν­δει­κτι­κά τον Τε­νεσ­σή Ουί­λιαμς στο ποί­η­μα «Υγρα­σία στην πό­λη» από την συλ­λο­γή Ο αθλη­τής του τί­πο­τα, όπου πα­ρα­τη­ρού­με, όπως και στο έρ­γο του Ουί­λιαμς, ένα κλί­μα πα­ρά­νοιας· αλ­λά και τον Μπέ­κετ. Ο μι­νι­μα­λι­στι­κός τό­νος της γρα­φής του Κο­ντού, μια βα­θιά απαι­σιο­δο­ξία για την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, που αντα­να­κλά­ται από την ιδιόρ­ρυθ­μη αί­σθη­ση του χιού­μορ στο έρ­γο του, πα­ρα­πέ­μπει στο έρ­γο του Μπέ­κετ και την ιδιαί­τε­ρη ατμό­σφαι­ρα που έχει δη­μιουρ­γή­σει ο θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας. Πα­ρά­δειγ­μα απο­τε­λεί ένα άλ­λο κο­ρυ­φαίο ποί­η­μα του Κο­ντού, «Ο αθλη­τής του τί­πο­τα» από την ομώ­νυ­μη συλ­λο­γή, όπου ο Κο­ντός ξε­τυ­λί­γει συ­νει­δη­τά το ποί­η­μά του σε μπε­κε­τι­κή ατμό­σφαι­ρα.
    Ο Κο­ντός δεν αρέ­σκε­ται μό­νο να πα­ρα­κο­λου­θεί τους με­γά­λους θε­α­τρι­κούς δη­μιουρ­γούς. Τον εν­δια­φέ­ρουν επί­σης όλοι όσοι σχε­τί­ζο­νται με το θέ­α­τρο, ηθο­ποιοί, κο­μπάρ­σοι, υπο­βο­λείς, ακό­μη και οι υπεύ­θυ­νοι για τον καλ­λω­πι­σμό των ηθο­ποιών. Γνω­ρί­ζει άρι­στα τους αν­θρώ­πους αυ­τούς, το άγ­χος τους και τις συν­θή­κες κά­τω από τις οποί­ες ερ­γά­ζο­νται. Για κά­ποιους μά­λι­στα έχει γρά­ψει εξαι­ρε­τι­κά ποι­ή­μα­τα, στα οποία μπαί­νει βα­θιά στην ψυ­χο­λο­γία τους, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τις λε­πτές ιδιαι­τε­ρό­τη­τες της ερ­γα­σί­ας τους. Εν­δει­κτι­κά, στο εξαί­ρε­το ποί­η­μα «Η μα­κι­γιέζ» από τη συλ­λο­γή Ο αθλη­τής του τί­πο­τα, φαί­νε­ται η σχέ­ση έρω­τος μί­σους που μπο­ρεί να ανα­πτυ­χθεί ανά­με­σα στην ηθο­ποιό και τη μα­κι­γιέζ: «[…]/ Η σταρ φω­νά­ζει, τρέ­μει, σπά­ει. Η μα­κι­γιέζ/ (η σκιά) την κα­θη­συ­χά­ζει, της μι­λά απα­λά,/ της βά­φει τα νύ­χια και την πνί­γει σι­γά σι­γά/ όπως την έχει αιχ­μα­λω­τί­σει μέ­σα/ στην ίδια της τη ζωή.»

    Όλα αυ­τά εδραιώ­νουν την πε­ποί­θη­σή μου ότι ο Κο­ντός εκ­φρά­ζε­ται μεν με την ποί­η­ση, αλ­λά ζει και ανα­πνέ­ει με όλες τις τέ­χνες στις οποί­ες ανα­φερ­θή­κα­με. Μπο­ρεί να μην εί­ναι μου­σι­κός, ζω­γρά­φος, σκη­νο­θέ­της, σε­να­ριο­γρά­φος ή θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, αλ­λά γνω­ρί­ζει τό­σο κα­λά τις τέ­χνες τους, ώστε να φαί­νε­ται πολ­λές φο­ρές ότι μέ­σω των ποι­η­μά­των του ποιεί μου­σι­κή, ζω­γρα­φι­κή, κι­νη­μα­το­γρά­φο ή θέ­α­τρο. Η ώσμω­ση των αγα­πη­μέ­νων τε­χνών με την ποί­η­σή του εί­ναι ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας τό­σο για το ποι­η­τι­κό του οι­κο­δό­μη­μα όσο και για τον ίδιο τον ποι­η­τή.