Σάββατο 28 Μαΐου 2022

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ /ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β :«Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»: μια προσωπική ανάγνωση- Γράφει ο Άγγελος Γ. Χόρτης

 


https://www.youtube.com/watch?v=w6jCwzzVxsM


«Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»: μια προσωπική ανάγνωση


Διαβάζοντας το ποίημα του Γ. Σεφέρη  «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»: μια προσωπική ανάγνωση 

Το ποίημα

Ένας γέροντας στην ακροποταμιά

Στον Νάνη Παναγιωτόπουλο

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε.

Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι

μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα,

όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά.



Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,

όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας

και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό·

μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο,

το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι·

αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώς

το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική

και ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα·

που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι,

κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο,

ο ίδιος προσανατολισμός.



Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη

.Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει 

και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της

 κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.




Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε

γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι

αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα

και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουν

και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών.

Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων

κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια – πέρα χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,

χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα·

όταν κοιτάζουν ίσια – πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα,

όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,

πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλάζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει·

αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας,

στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει,

πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο

αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.

Κάιρο, 20 Ιουνίου 1942

«Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»: μια προσωπική ανάγνωση


Το  ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’» και γράφτηκε στο Κάιρο στις 20 Ιουνίου 1942, όπως φανερώνει η σχετική ένδειξη στο τέλος του. Ο  Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη και ο ποιητής, ως διπλωματικός υπάλληλος, κατοικούσε στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου, έδρα της εξόριστης τότε ελληνικής κυβέρνησης. 

Ο γέροντας είναι ο ίδιος ο Σεφέρης, αν και η ηλικία του (μόλις 42 ετών) δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό. Ωστόσο, η ψυχολογική του κατάσταση, τροφοδοτημένη από τη φρίκη του πολέμου, η βαθιά του πείρα και η έγνοια του για τον άνθρωπο και τη μοίρα του τον κάνουν να αισθάνεται γέρος. Έτσι, σε κάποια στιγμή, νιώθει την ανάγκη, σαν άγρυπνη συνείδηση και ευαίσθητος δέκτης της πραγματικότητας που ζούσε η ανθρωπότητα και της κρίσης του πολιτισμού, να κάμει τους λογαριασμούς του και να στοχαστεί για το μέλλον. Και, καθώς ο ποιητής συνηθίζει να ακουμπάει στα πράγματα (πρβλ. Ο βασιλιάς της Ασίνης, Ελένη, Τελευταίος σταθμός), το ποτάμι, δηλαδή ο Νείλος, που βλέπει μπροστά του, το κάνει σύμβολο του ποιήματος και οδηγό, με τις συνδηλώσεις και τις παραδηλώσεις του, για το χτίσιμο ενός καινούριου κόσμου.

Το ζήτημα του λογαριασμού και της μελλοντικής πορείας της ανθρωπότητας τίθεται ήδη από τον πρώτο στίχο του ποιήματος και επανέρχεται στον πρώτο επίσης στίχο του δεύτερου στροφικού συνόλου και πέμπτο του ποιήματος: «Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε». Ότι ο λογαριασμός αυτός έχει αφετηρία την εμπειρία του παρόντος δίνεται  στους στίχους που ακολουθούν, με τους οποίους ο ποιητής, σαν σοφός γέροντας, καλεί σε υπέρβασή του.

 Οι σκέψεις, τα συναισθήματα, η δράση, η έκθεση στον κίνδυνο δεν αρκούν, για να προχωρήσει η ανθρωπότητα και να ξεπεράσει τη μεγάλη κρίση, που είναι κρίση γενικότερη του πολιτισμού: «Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέφτεσαι μήτε να κινείσαι μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα, όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά» (στ.2-6). Πολύ περισσότερο το χτίσιμο του καινούριου κόσμου, η νέα πλεύση και ο νέος προσανατολισμός της ανθρωπότητας δεν πρέπει να καθοριστούν από τη φρικτή πραγματικότητα.

 Ο πόνος, τα πεινασμένα παιδιά, η σκέψη των νεκρών  συντρόφων, η εικόνα των νέων που θυσίασαν τα νιάτα τους, όλη αυτή η εικόνα θανάτου και έκπτωσης του ανθρώπου δεν πρέπει να καθορίσει την πορεία μας. Το μέλλον δεν μπορεί να οικοδομηθεί στην εκδίκηση που υπαγορεύεται από την αγανάκτηση και την οργή. Κάτι τέτοιο, σκέφτεται, ίσως, ο ποιητής θα διαιωνίσει τη φρίκη και την καταστροφή: (πρέπει, λοιπόν να προχωρήσουμε)  «όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό, μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο, το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι, αλλά με κάποιον άλλο τρόπο μπορεί να θέλω να πω…» (στ.6-10).

 Αυτόν τον άλλο τρόπο «υποδεικνύει» το μακρύ ποτάμι, ο Νείλος, τον οποίο βλέπει μπροστά του ο ποιητής και ο οποίος κουβαλά πολυσήμαντα  μηνύματα. Ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει όχι όπως απευχόταν ο ποιητής με τους προηγούμενους στίχους, αλλά όπως μας διδάσκει το μεγάλο ποτάμι, που κινείται αέναα μπροστά, καθώς και οι σημάνσεις-ιδιότητές του, πραγματολογικές και μυθικές, δηλαδή θεός, δρόμος (πλωτός), δικαστής, δωρητής και δέλτα.

 Οι ιδιότητες αυτές συγκλίνουν και έχουν κοινό τόπο την ηθική τάξη, τη δικαιοσύνη, την ειρηνική ζωή, την ευημερία, τους ανοιχτούς ορίζοντες και την πρόοδο, αξίες τις οποίες οραματίζεται ο ποιητής για τη μελλοντική κοινωνία και τις οποίες συμβολίζει το ποτάμι. Γιατί ο Νείλος ως θεός είναι έφορος της ηθικής τάξης, ως δικαστής εγγυητής της δικαιοσύνης, ως δρόμος  ως δέλτα και ως δωρητής αυτός που εξασφαλίζει στους ανθρώπους την ευημερία, μέσα από τις ειρηνικές τους δραστηριότητες, δηλαδή την καλλιέργεια της γης και το εμπόριο: (η ανθρωπότητα πρέπει, λοιπόν, να προχωρήσει)  «καθώς  το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική και ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα» (στ. 11-12). Έτσι, μέσα στον ζόφο  και τη φρίκη του πολέμου, ο ποιητής στέλνει ένα βαθύτατα ανθρωπιστικό μήνυμα. 

Στο σημείο αυτό, στο νου του Σεφέρη, γνώστη σε βάθος της αρχαίας γραμματείας, έρχεται συνειρμικά η ρήση του σκοτεινού Εφέσιου φιλοσόφου, του Ηράκλειτου, για το αιώνιο γίγνεσθαι, την αιώνια κίνηση και αλλαγή, σύμφωνα με την οποία το ποτάμι δεν είναι ποτέ το ίδιο (… «δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης», δηλαδή δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι). Όμως, αυτό ο ποιητής δεν το διατυπώνει με αυταρέσκεια ως σοφολογιότατος, αλλά  ως πολύπειρος σοφός γέροντας που διασώζει την παλιά σοφία και τη μεταφέρει στις νεότερες γενιές σε χαμηλούς τόνους ως συμβουλή, με ταπεινότητα  και χωρίς καμία έπαρση, διαχωρίζοντας τον εαυτό του από τους «παλαιούς γραμματισμένους». 

Ωστόσο, στη συνέχεια, σπεύδει να βεβαιώσει ότι, παρά την αλλαγή, το ποτάμι μένει πάντα το ίδιο και έχει  την ίδια πορεία και τον ίδιο προσανατολισμό: «που δεν είναι ποτές το ίδιο, κατά που δίδασκαν  οι παλαιοί γραμματισμένοι, κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο, ο ίδιος προσανατολισμός» (στ.11-15). Συναιρεί έτσι, κατά κάποιον τρόπο, ο ποιητής τις φιλοσοφικές θεωρίες για το είναι (Παρμενίδης) και το γίγνεσθαι (Ηράκλειτος).

Οι επόμενοι στίχοι, φαίνονται ως παρένθετοι στην ποιητική σύνθεση, αλλά κάτι τέτοιο, με βάση όσα σχολιάσαμε, δεν συμβαίνει. Ο Σεφέρης αντιλαμβάνεται ότι ο στοχασμός  του για την κίνηση και την αλλαγή είναι δύσκολα καταληπτός. Έτσι, καταθέτει τις σκέψεις του για τον ρόλο της ποίησής του, ώστε τα μηνύματα να φτάσουν στους αποδέκτες. Θέλει, λοιπόν, να μιλήσει απλά για την υπόθεση του ανθρώπου και της μελλοντικής κοινωνίας και αυτό σχετίζεται, βέβαια, τόσο με τη ροπή του προς την λιτότητα  όσο και με την επιδίωξή του να «σπάσει» την ερμητικότητα της ποιητικής έκφρασης.

 Απορρίπτει γι΄αυτό τον πλούσιο διάκοσμο της ποιητικής μορφής, το κυνήγι της λέξης, στο οποίο θυσιάζεται το νόημα, και καταφάσκει στην απλότητα. Και, καθώς έχει συνειδητοποιήσει το παροδικό και αβέβαιο της ανθρώπινης ζωής, βιάζεται να πει τα λιγοστά του λόγια, «γιατί αύριο η ψυχή μας κάνει πανιά»: «δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά».΄

Ύστερα από την εξομολόγησή του αυτή, ο στοχασμός του ποιητή για το μεγάλο ποτάμι επανέρχεται. Το νόημα της πορείας του, ο δρόμος που μας δείχνει μπορεί να μας βοηθήσει να υπερβούμε τον πόνο,  που είναι σύμφυτος με τον ανθρώπινο βίο, ανοίγοντάς μας τους ευρείς ορίζοντες και τις μεγάλες προοπτικές και βγάζοντάς μας από τον μικρόκοσμο της καθημερινότητας. Αυτό το νόημα δίνεται με τις ειδυλλιακές εικόνες της ειρηνικής ζωής: το μεγάλο ποτάμι να προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα, τα ζώα να βόσκουν και να ξεδιψούν πίνοντας το νερό του και οι άνθρωποι να σπέρνουν και να θερίζουν. Αυτή η πορεία του δεν διακόπτεται, ακόμα και όταν περνά ανάμεσα από   τάφους επιφανών νεκρών αλλά και από μικρές  νεκρικές κατοικίες ανώνυμων ανθρώπων που εγκατέλειψαν τη ζωή,  επειδή ζωή και θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά  μέρη της κοσμικής τάξης. 

Έτσι το ρέμα του Νείλου που τραβάει τον δρόμο του μοιάζει με τα μάτια των ανθρώπων, όταν κοιτάζουν μπροστά, προς το μέλλον, χωρίς δισταγμούς και φόβο στην ψυχή τους, και σαν τον οδοιπόρο,  που ακούραστος, βαδίζει με οδηγό τα αστέρια, γεμάτος ελπίδα και πίστη, για να φτάσει στον προορισμό του, χωρίς κανένας περισπασμός να τον απομακρύνει από τον σκοπό του: «Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος, δεν είμαστε άνθρωποι  μόνο για να πονούμε γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουν και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών. 

Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα χωρίς το φόβο μες την καρδιά τους, χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράγματα ή έστω και για τα μεγάλα όταν κοιτάζουν ίσια- πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα…» (στ. 19-30)

 Σ’ αυτή την αισιόδοξη πορεία της ανθρωπότητας, πορεία των ανοιχτών οριζόντων που οραματίζεται ο ποιητής, ώστε η κοινωνία των ανθρώπων να υπερβεί τη φρικτή πραγματικότητα του πολέμου, αντιπαραβάλλεται, αντιθετικά, η τωρινή ζωή των κλειστών οριζόντων, της προσαρμογής, του εγκλωβισμού, της αδράνειας («το  κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι»), της «δραπέτευσης» σε μια όαση ευτυχίας («το δροσερό περιβολάκι», που παραλληλίζεται με τα όνειρα και τους πόθους των ανθρώπων), ενώ γύρω ελλοχεύει ο θάνατος και η καταστροφή.  Είναι εμφανής εδώ, πιστεύω, η προσωπική εμπειρία του ποιητή, που ζει και ο ίδιος αυτόν τον εγκλωβισμό. 

Πρόκειται για τη  ζωή την οποία επιβάλλει ο πόλεμος στους ανθρώπους, οι οποίοι παρομοιάζονται με το «υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει», τη ζωή «που ήτανε κάποτε σωστή και βούλιαξε μέσα στην άμμο» έχοντας αφήσει πίσω της μόνο μια σκιά, μια ξεθωριασμένη ανάμνηση («το απροσδιόριστο λίκνισμα μιας αψηλής φοινικιάς»), ώστε, θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς, προσθέτω, αν ήταν πράγματι αληθινή. Ωστόσο, η αναφορά της φοινικιάς, συμβόλου αναγέννησης, αφήνει, ίσως, μια χαραμάδα ελπίδας για το μέλλον.

Αυτό το κλίμα της αβεβαιότητας, της ρευστότητας, της αμφιβολίας και του προβληματισμού, στο οποίο υπόκειται η αίσθηση για το προσωρινό της ανθρώπινης ύπαρξης, για τη φθορά και τον θάνατο, επανέρχεται στην ποίηση του Σεφέρη, όπως π.χ στους αριστουργηματικούς στίχους του ποιήματός του «Ο βασιλιάς της Ασίνης», στο οποίο ο ποιητής βλέποντας τα ερείπια της Μυκηναϊκής πόλης Ασίνης στην Αργολίδα, ξεδιπλώνει ποιητικά τους στοχασμούς του «…κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες  κι αναρωτιέται υπάρχουν άραγε ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις  αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες υπάρχουν άραγε εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς υπάρχουν η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες τη ζωή μας αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το βάρος η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς (πρβλ. τον στίχο του ποιήματός μας «το απροσδιόριστο λίκνισμα μιας αψηλής φοινικιάς») σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες το βούρκο…». 

Πίσω από τους στοχασμούς αυτούς, μπορεί να δει κανείς, κατά την άποψή μου, τους στίχους του Ομήρου: «οίη περ φύλλων γενεή τοίη δε και ανδρών…» (Ομήρου Ιλιάδος, Ζ, 146 κ.π. ), δηλαδή, σαν τη γενιά των φύλλων ίδια είναι και η γενιά των ανθρώπων, στίχους που αντικατοπτρίζουν το στοχασμό των αρχαίων σχετικά με τη φθορά και το προσωρινό της ανθρώπινης ζωής. Αυτός ο στοχασμός αναπαράγεται δημιουργικά από τον Σεφέρη και διατυπώνεται υπαινικτικά, όπως στο  ποίημα που μελετούμε, για τη σωστή ζωή που «βούλιαξε (άλλο συνηθισμένο μοτίβο της σεφερικής ποίησης) μέσα στην άμμο».  

Συνοψίζοντας: 

κέντρο του ποιήματος είναι ο πόλεμος (Β’ Παγκόσμιος) και το ποίημα «χτίζεται» στην αντίθεση ανάμεσα στην κατάσταση στην οποία ζουν οι άνθρωποι που βιώνουν τις συνέπειές του και στον οραματισμό για την μεταπολεμική κοινωνία. Ο σκεπτικισμός  του ποιητή που είναι ευδιάκριτος στους τελευταίους στίχους, συνδέεται, κατά την άποψή μου, με τη βαθιά γνώση του  για την κίνηση της ιστορίας και τις ανατροπές που φέρνει ο πόλεμος, διαχρονικά, στη ζωή των ανθρώπων. Όταν αναφέρεται στον πόνο, στα πεινασμένα παιδιά, στους νεκρούς συντρόφους που πέρασαν την Αχερουσία («το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό») στο «μελανιασμένο φως στο πρόχειρο χειρουργείο», στο  παλικάρι που χειρουργήθηκε  το μεσημέρι, στη «ζωή μας που βούλιαξε στην άμμο», έχω την αίσθηση ότι ακούω από τα βάθη των αιώνων τη φωνή του Θουκυδίδη. 

Ο μεγάλος ιστορικός αναφερόμενος στις συμφορές των ανθρώπων κατά τη διάρκεια εμφυλίων πολέμων, με αφορμή τον εμφύλιο στην Κέρκυρα του Πελοποννησιακού πολέμου, παρατηρεί ότι αυτά γίνονται και θα γίνονται όσο η φύση των ανθρώπων μένει η ίδια: «… γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ» (Θουκυδίδου Ιστορίαι Γ,82,1). 

Ο πόλεμος, λοιπόν,δεν αφορά μόνον τον ποιητή και τη γενιά του,αλλά κάθε άνθρωπο και κάθε γενιά οποιασδήποτε εποχής. Έτσι, το προσωπικό γίνεται καθολικό, το επικαιρικό διαχρονικό και αιώνιο. Αυτό όμως το επιτυγχάνει μονον η μεγάλη  ποίηση. Και ο Σεφέρης, που καταγράφει ποιητικά την ανθρώπινη Περιπέτεια, είναι πολύ μεγάλος ποιητής…

ΜΙΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ,ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΤΗΣ

ερμηνεία των στιχων:

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη

.Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει 

και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της

 κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.


Η έξοχη διατύπωση των παραπάνω στίχων, οι οποίοι συχνά διαβάζονται αποκομμένοι από το υπόλοιπο ποίημα ως ένα σχόλιο του Σεφέρη για την ποιητική τέχνη, εκφράζουν την αγωνία του ποιητή για τη δυνατότητα των στίχων του να περάσουν προς τα έξω το μήνυμα που ο ίδιος επιθυμεί. 
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως τόσο η τέχνη της μουσικής, όσο και η τέχνη της ποίησης έχουν επιβαρυνθεί από την τάση των δημιουργών να κοσμούν με όλο και πιο περίτεχνο τρόπο τα έργα τους, ώστε κάποτε η ουσία της δημιουργούμενης τέχνης να καθίσταται απρόσιτη ή να χάνει την αρχική της αξία. 
Στην προσπάθειά τους να δώσουν ολοένα και πιο διαφοροποιούμενα, ολοένα και πιο ξεχωριστά έργα, οι μουσικοί, αλλά και οι ποιητές, αντί να εστιάζουν στο πώς θα βαθύνουν την ουσία και πώς θα διευρύνουν το περιεχόμενο του έργου τους, αναλώνονται σε εξωτερικής υφής τεχνάσματα, σε επουσιώδεις τρόπους κόσμησης των δημιουργημάτων τους, με αποτέλεσμα το έργο αντί να κερδίζει, να κατακρημνίζεται υπό το περιττό βάρος των στοιχείων ωραιοποίησης.

Η ποίηση, κατά το Σεφέρη, δεν έχει ανάγκη περαιτέρω κόσμησης, δε χρειάζεται νέους ή περισσότερους τρόπους για να γίνει ελκυστική σ’ ένα ευρύτερο ίσως κοινό, καθώς το αποτέλεσμα είναι εν τέλει το αντίθετο του επιθυμητού. Ο ποιητικός λόγος έχει πια βαρύνει, έχει γίνει δύσκολα προσλήψιμος απ’ τους αναγνώστες, κι αυτό οδηγεί σε μια αδυναμία επικοινωνίας του ποιητή με το κοινό του. Αυτό που χρειάζεται, ιδίως σε περιόδους τόσο κρίσιμες, όσο είναι τα χρόνια που συνθέτει ο Σεφέρης το ποίημα αυτό, είναι η δυνατότητα μιας απλής και καθαρής έκφρασης, ώστε οι σκέψεις του δημιουργού να φτάσουν ατόφιες στον αναγνώστη.

Ο Σεφέρης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, θεωρεί πως τώρα είναι ο καιρός να πουν οι ποιητές και οι πνευματικοί άνθρωποι εν γένει τα λιγοστά, αλλά προφανώς σημαντικά, λόγια τους∙ δεν υπάρχει το περιθώριο της αναβολής ή έστω της ψευδαίσθησης πως μπορούν να μεταθέσουν για αργότερα, για μια καλύτερη πιθανώς περίοδο, την τοποθέτησή τους για όσα συμβαίνουν.

Με το λακωνικό αυτό τρόπο ο ποιητής έρχεται να δικαιολογήσει την εν καιρώ πολέμου, τη μέσα στη δίνη των γεγονότων τοποθέτησή του για ένα τόσο σημαντικό θέμα, όπως είναι αυτό του πολιτικού μέλλοντος της χώρας. Τώρα, σχολιάζει ο ποιητής, πρέπει να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί αύριο η ψυχή μας κάνει πανιά. Τώρα πρέπει να πάρουμε θέση και όχι αύριο, και όχι αφότου θα έχει κριθεί η κατάσταση στη χώρα.

Ο ίδιος, ίσως παρακινδυνευμένα, ίσως κιόλας γιατί γνωρίζει την κρισιμότητα των όσων σύντομα θα πρέπει να αποφασιστούν, παίρνει θέση και δίνει τη δική του ψήφο υπέρ των παραδοσιακών τρόπων, υπέρ του κατεστημένου τρόπου πολιτικής οργάνωσης. Ο ποιητής δεν επιθυμεί την επικράτηση του κομμουνισμού, και καθώς βλέπει πως στην Ελλάδα ο κόσμος βιώνει μια πρωτόφαντη τραγωδία, που πολύ πιθανώς θα τους ωθήσει σε μια εξίσου καινοφανή απόφαση, η οποία θα ανατρέψει δια παντός την κατάσταση στην ελληνική κοινωνία, δε διστάζει να εκφράσει την άποψή του. Το κάνει ωστόσο με την ποιητική εκείνη προσέγγιση και διατύπωση, η οποία αφήνει το μήνυμά του έκθετο σε πολλαπλές αναγνώσεις και ίσως παρερμηνεύσεις. Θα ήθελε να του δοθεί η χάρη να μιλήσει απλά, να μιλήσει απολύτως ξεκάθαρα, ωστόσο κάτι τέτοιο θα έφερνε την ποίησή του στο επίπεδο ενός πολιτικού σχεδόν κηρύγματος, κι αυτό ο ποιητής το αποφεύγει, σεβόμενος την τέχνη του.