Μια γυναίκα από άνεμο»
Του Γιάννη Ρίτσου
«Ένας άνεμος σιγανός φυσούσε μέσα της
κι έπαιζε μ’ ένα μόνο φύλλο-το χαμόγελό της.
Όλοι αγαπήσαν το χαμόγελό της.
Εκείνη δεν αγάπησε κανέναν.
Έμεινε μόνη με τον άφαντο άνεμό της
χάνοντας και το μόνο εκείνο φύλλο. Το «άπειρο», είπε,
είναι ο τέταρτος τοίχος της μοναξιάς μας, όχι η στέγη.»
Έμεινε ανύπαντρη, γέρασε, δεν έγινε ούτε άγαλμα.
Σχολαστική στην καθαριότητα, απ’ τα χαράματα,
χειμώνα καλοκαίρι, σκούπιζε ως πέρα το πεζοδρόμιο.
Μια μέρα μάλιστα φωτογραφήθηκε έτσι με τη σκούπα της
στο δρόμο εκεί, μπρος σε μια ξένη πόρτα. Κι αυτή η φωτογραφία της
απόμεινε όλο όλο από κείνον τον άνεμο και το χαμόγελό της.»
[Γιάννης Ρίτσος, 1909 – 1990. Ποιήματα, τ. 3ος, Κέδρος]
***
«Γυναίκα»
Του Νίκου Καββαδία
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα.
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες;
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.
Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.
Πέτρα θα του ‘ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου ‘φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα. (1951)
[Νίκος Καββαδίας, 1910-1975. Από την ποιητική συλλογή «Τραβέρσο»].
Ινδικός Ωκεανός 1951
13–28. Από την 4η ώς και την 7η στροφή, με πρώτη σχετική χειρονομία την αναφορά στην Αλταμίρα, η ασήμαντη ερωτική ιστορία που δίδει την αφορμή για το ποίημα ανάγεται στο επίπεδο του μύθου και απλώνεται, όπως σημειώσαμε στην Εισαγωγή, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ιστορικού χωροχρόνου.
13-16. Η στροφή αυτή συμπληρώνεται από την ένατη και τελευταία του ποιήματος (στ. 33-36). Η σύνδεση εξασφαλίζεται από το γεγονός ότι οι στροφές ξεκινούν με την ίδια λέξη («βαμμένη») ως τον μοναδικό όρο μιας ελλειπτικής πρότασης. Η τέταρτη στροφή παρουσιάζει τη Γυναίκα ως Πόρνη (πρβλ. και το «διψάς χρυσάφι, 34, «να σε φέγγει φως αρρωστημένο», 33), ως βυθισμένη πλωριά γοργόνα και ως το θηλυκό στοιχείο της προαιώνιας ερωτικής συνεύρευσης, που χάνεται στα βάθη της προϊστορίας.
13. Βαμμένη…κόκκινο φανάρι: Στον Καββαδία, το έντονο μακιγιάζ συνήθως παραπέμπει σε αγοραίες γυναίκες. Η εντύπωση ενισχύεται από την αναφορά στο «κόκκινο φανάρι», χαρακτηριστικό της τοπογραφίας των πορνείων και των κακόφημων συνοικιών· πρβλ. Βάρδια, 216:
«Μπήκανε στην πολιτεία, περάσανε στενούς δρόμους, φωτισμένους με κόκκινα φαναράκια. Μια γυναίκα μπήκε στη μέση και σταμάτησε τα ρικσά. Κατέβηκαν. Φορούσε μαύρο κιμονό με κόκκινα κεντίδια και πούλιες ασημένιες και χρυσές, που παίζανε με τα φώτα του δρόμου. Κρατούσε ένα λυχνάρι με τρία φυτίλια. Ο ασυρματιστής της πήρε το τσιγάρο απ’ το στόμα και τράβηξε. Εκείνη γελούσε. Οι κούληδες πληρώθηκαν, μα δέ φύγανε. Σταθήκανε παραπέρα. Τα μάτια της γυναίκας στριφογυρίζανε μέσα σ’ ένα πηχτό φτιασίδι άσπρο καί πράσινο. Άνοιξε μια πόρτα δίπλα τους καί πρόβαλε μιαν άλλη γυναίκα. Τους έγνεψε».
14. γεμάτη φύκια: Η εικόνα της γυναικείας μορφής που είναι τυλιγμένη με φύκια παραπέμπει στη μορφή της Γοργόνας, της «θαλασσοκόρης του βυθού», όπως ο ποιητής την αποκαλεί στην «Αντινομία», και ίσως, πιο συγκεκριμένα, στην «πλωριά γοργόνα», που μοιάζει να γέρνει «στον πόντο μεθυσμένη» («Πούσι») και που στο «Μαρέα» ο ποιητής τη φαντάζεται να τον προδίδει «μ᾽ έναν πνιγμένο του Νορόνα» (βλ. σχετικό σχόλιο). Πρβλ. «Καραντί», στ. 14: «φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια» (το σχόλιό μας εδώ) και Βάρδια, 123, όπου οι εικόνες της γυναίκας, της πλωριάς γοργόνας και του ιδίου του (θηλυκού) καραβιού δείχνουν να συμπίπτουν:
«Να ‘τανε, λέει, μια γυναίκα στο ψαρόλαδο βαφτισμένη. Βαμμένα τα βρεχάμενά της μοράβια. Καλαφατισμένη με πίσσα. Το σάλιο της αλμυρό. Τα μαλλιά της φύκια, πλοκάμια τά χέρια της».
14. και ροδάνθη: Τα (θαλασσινά) φύκια και τα (στεριανά) ροδάνθη είναι τόσο ασύμβατα μεταξύ τους εκ πρώτης όψεως όσο το φίδι και η σμέρνα (βλ. σχόλιο στον στ. 2). Στη φαντασία όμως του ποιητή συνθέτουν ακριβώς την «αμφίβια» εικόνα της Γυναίκας, στις κυριολεκτικές στεριανές και τις φαντασιακές θαλασσινές υποστάσεις της.
14. Μοίρα: «Δύο λέξεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως σχεδόν συνώνυμες, ή τουλάχιστον που ανήκουν σε παρόμοιο σημασιολογικό πεδίο, Μοίρα και ορίζω, κυριαρχούν στο ποίημα. Μοίρα ανήκει στη
. και ροδάνθη: Τα (θαλασσινά) φύκια και τα (στεριανά) ροδάνθη είναι τόσο ασύμβατα μεταξύ τους εκ πρώτης όψεως όσο το φίδι και η σμέρνα (βλ. σχόλιο στον στ. 2). Στη φαντασία όμως του ποιητή συνθέτουν ακριβώς την «αμφίβια» εικόνα της Γυναίκας, στις κυριολεκτικές στεριανές και τις φαντασιακές θαλασσινές υποστάσεις της.
14. Μοίρα: «Δύο λέξεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως σχεδόν συνώνυμες, ή τουλάχιστον που ανήκουν σε παρόμοιο σημασιολογικό πεδίο, Μοίρα και ορίζω, κυριαρχούν στο ποίημα. Μοίρα ανήκει στη Γυναίκα, ορίζω στη θάλασσα» (Saunier 2004: 139). Βλ. και αμέσως επόμενο σχόλιο.
15-16. καβάλαγες…Αλταμίρα: Το σπήλαιο της Αλταμίρα στην Ισπανία είναι διάσημο για τις παλαιολιθικές του τοιχογραφίες, οι οποίες είναι τόσο εντυπωσιακές που χάρισαν στο σπήλαιο την προσωνυμία «Καπέλα Σιστίνα της λίθινης εποχής». Για τον χώρο ανακαλύψτε περισσότερα εδώκαι εδώ. Στην Αλταμίρα απεικονίζονται μορφές άγριων ζώων, κυρίως βισώνων, κάπρων, ελαφιών, κατσικιών και (ασέλωτων φυσικά) άγριων αλόγων — ζώων, δηλαδή, που οι άνθρωποι τότε κυνηγούσαν είτε για το κρέας τους είτε για άλλους λόγους. Η εικόνα της γυναίκας που «καβαλά ασέλωτο» αφενός παραπέμπει στο δάμασμα τέτοιων άγριων ζώων, αφετέρου ανακαλεί αναπόφευκτα τη σεξουαλική στάση που φέρει τη γυναίκα από πάνω να «ιππεύει» και τροποντινά να «δαμάζει» το άγριο αρσενικό. Στους στίχους αυτούς ο Καββαδίας ενδέχεται να απηχεί την παλαιότερη πεποίθηση ότι οι παλαιολιθικές αυτές ζωγραφιές ήταν οι ίδιες ένας τρόπος να δαμαστεί το πνεύμα των άγριων ζώων. Εξαιρετικό είναι εν προκειμένω το σχόλιο του Saunier (2004: 139-40):
«Η Μοίρα […] αντιπροσωπεύεται από τη Γυναίκα, από καταβολής κόσμου. Αυτό υπονοεί και η παρουσία της Γυναίκας σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα (στ. 16). Οι σπηλιές της Αλταμίρας είναι όντως παμπάλαιες (15000-13000 π.Χ.), αλλά η ίδια η λέξη, που ήδη ομοιοκαταληκτεί με το Μοίρα, μπορεί να εννοηθεί ιταλο-ελληνικά και ως alta Μοίρα, δηλαδή όχι (ή όχι μόνο) αρχαία Μοίρα, αλλά υψηλή, ακραία Μοίρα, όπως λένε alta moda. Η Μοίρα αυτή δεν είναι παντοδύναμη, με την έννοια ότι δεν ορίζει τη θεμελιώδη επιλογή του ανθρώπου (αυτό μόνο η θάλασσα είναι ικανή να το κάνει), αλλά καθορίζει τον τρόπο ζωής του, τα παθήματα της ζωής του. Είναι μια καταστρεπτική δύναμη (όπως φαίνεται από το επίθετο μοιραίος) που οδηγεί στο θάνατο. Η πορεία αυτή συμβολίζεται στο ποίημα από την εξέλιξη της εικόνας της πέτρας. Στην αρχή, υπάρχει μια μάχη σ’ ένα βράχο (στ. 4): η παρουσία της πέτρας παραμένει αόριστη. Πιο πέρα, η έκφραση «Πέτρα θα του ‘ριξα» (στ. 29) είναι πιο συγκεκριμένη, αλλά μεταφορική. Το οριστικό νόημα τής πέτρας φαίνεται καθαρά στον τελευταίο στίχο: «ώς να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα» (στ. 36). Ταφόπετρα. Δεν στερείται σημασίας τό ότι ο θάνατος που τον προκαλεί η Γυναίκα είναι — όπως είναι η ίδια — στεριανός. Προφητική δήλωση».
17. σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει: Ο (στεριανός) γλάρος και το (θαλασσινό) δελφίνι ανακαλούν και πάλι το ζεύγος φίδι-σμέρνα της πρώτης στροφής. Πρβλ. από τη Βάρδια, σελ. 99:
«Λατρεύω τους γλάρους» — μου πε κάποτε ένα ωραίο κορίτσι. Περήφανα πουλιά. «Τι λες μωρή… Στεριανά σαν και σένα. Τραβούν ανοιχτά για να φάνε. Μόλις νιώσουνε καταιγίδα, κουρνιάζουνε στα λιμάνια. Παίζει το δελφίνι με τις πλώρες τότε, σαλτάρουνε πολλοί μαζί, χυμάνε και του βγάνουν τα μάτια, το κομματιάζουνε και το τρώνε… Πουλιά του προλιμένα. Ξέρω ᾽γω κάτι πετούμενα ίσα με το μικρό σου δάχτυλο, που βλέπεις στον ωκεανό και δεν καταδέχονται νά ξεκουραστούν στο κατάρτι.»
Εύστοχα σχολιάζει ο Μώρος (σελ. 5):
«Οι συμβολισμοί είναι οφθαλμοφανείς:
Είχα μια φιλενάδα, τη Gaby, και τα τόκιζα. Καθόταν σε μια σοφίτα στα στενά, κάτω από τις Ακούλες. Όμορφη κοπέλα, αλλά ξεσχισμένη από την κορφή ως τα νύχια. Ψεύτρα, κλέφτρα. Μια νύχτα — θα φεύγαμε ξημερώματα για το Αλγέρι — αντί να με ξυπνήσει στις τέσσερις καθώς της είχα πει, με σήκωσε δυο ώρες πρωτύτερα. Χειμώνας. Όπως ντυνόμουνα, η γλώσσα της πήγαινε κορδέλα. Να μου φέρεις . . . Μην το ξεχάσεις, γράφ’ το …».
32. Αμαρτωλός…φταίξει: Το ποίημα επαναπροσδιορίζει την έννοια της αμαρτίας ως άρνησης να γευτεί κανείς τις χαρές της ζωής, προφανώς τις σαρκικές και δη τις ερωτικές. Γράφει ο Saunier (2004: 140-141):
«Τό ποίημα διακηρύσσει ταυτόχρονα την αμετάκλητη επιλογή της θάλασσας και την παραδοχή της στεριανής ηδονής, της πορνείας της Γυναίκας, του εξευτελισμού, και τελικά του στεριανού θανάτου του ναυτικού. Αυτή τη Μοίρα την αποδέχεται πλήρως ο ποιητής, που επιμένει να εξαντλήσει τις ηδονές της στεριάς πριν σαλπάρει — δηλαδή πριν παραδοθεί στη θάλασσα. Τό τελευταίο οξύμωρο σχήμα («Αμαρτωλός [… ] πού δε φταίξει») φωτίζει θαυμάσια τη θέση του ποιητή: η πορνεία της Γυναίκας είναι αναπόσπαστα δεμένη με την ενοχή του ποιητή και με την εύθυμη (εδώ) παραδοχή, από τον ίδιο, αυτής της ενοχής.
33. αρρωστημένο: Ο επιθετικός προσδιορισμός περιγράφει μάλλον τον χαμηλό φωτισμό των κακόφημων συνοικιών. Δεν μπορεί όμως και παρά να παραπέμπει στα «παράσημα» που αποκομίζει από κει, ως αιώνιο θυμητάρι των συνευρέσεών του, ο ναυτικός.
34. Βαμμένη…μέτρα: Βλ. σχόλιο στον στ. 13-6. Η αναφορά στην εμπορική-συναλλακτική φύση της ερωτικής σχέσης με τη Γυναίκα ουδόλως μειώνει την αξία και τη σημασία της στον Καββαδία.
34. Πάρε. Ψάξε. Μέτρα: Στην ιστορία της Γιουδήθ, η κοπέλα είναι που βομβαρδίζει τον αφηγητή με προστακτικές (φίλησέ με, δάγκασέ με, χάιδεψε, κοίταξέ με, άσε με να σε βαστάξω, στάσου να σου πω ένα παραμύθι). Στο τέλος μόνο, αφού οι αντιστάσεις του κάμπτονται, ανταποκρίνεται κι αυτός: «Κάνε όπως θέλεις. Ό,τι βρεις κλέψε. Δείξε μου το μονάχα».
35. Εδώ κοντά σου… να μένω: Ο αμφίσημος αυτός στίχος συνοψίζει όλο το νόημα του ποιήματος. Εφόσον ο ποιητής επιλέγει «αμετάκλητα», όπως γράφει ο Saunier, τη θάλασσα, πώς μένει «ασάλευτος» κοντά στην Πόρνη; Η απάντηση βεβαίως βρίσκεται στην αντιφατική πολυπρισματικότητα της Γυναίκας, που είναι Μία και Πολλές την ίδια στιγμή, που συνέχει, συνθέτει και συμφύρει όλα της τα προσωπεία στο πολυπροσδιορισμένο Ένα του Προαιώνιου Θηλυκού, από το οποίο ο ποιητής αδυνατεί να απομακρυνθεί.
36. Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα: Βλ. επίσης το παράθεμα από τον Saunier, πιο πάνω. Ο «θλιβερός πολύ» θάνατος στην πέτρα, δηλαδή στη στεριά, κλείνει το ποίημα με έναν τόνο ιδιαίτερα πικρό.
ΠΗΓΗ : Λωτοφάγοι
***
«Θα ΄ρθει καιρός»
Της Κατερίνας Γώγου
«Θα ‘ρθεί καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
– μη βλέπεις εμένα – μην κλαις. Εσύ είσ’ η ελπίδα
άκου θα ‘ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θά `μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι – σκέψου ! – θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι, καταπίεση, μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία – δε θέλω να λέω ψέματα –
δύσκολοι καιροί.
Και θάρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά –
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρ’ όλα αυτά Μαρία».
[Κατερίνα Γώγου, 1940-1993, «Το ιδιώνυμο»]
Self-Portrait in a Straw Hat», Eλίζαμπεθ Bιτζί-Λεμπρούν / Photo: Wikipedia
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Λέει η Πηνελόπη
And your absence teaches me
what art could not
Daniel Weissbort
Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
—απουσία από τη ζωή—
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.
Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
«πού είσαι, έλα, σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα ’σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ’χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά…
Η εκλεκτή καρδιά σου
—εκλεκτή γιατί τη διάλεξα—
θα ’ναι πάντα αλλού
κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος
κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρωδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τί ανθρώπινη παρουσία
τί απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σα να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. 1977. Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης. Θεσσαλονίκη: Εγνατία/Τραμ. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. 1999. Ποιήματα (1963–1977). Αθήνα: Καστανιώτης.
- Πολύ μακιγιάζ και λίγα ρούχα, αποτελούν πάντα ένα
- αλάνθαστο σημάδι απελπισία
- σε μια γυναίκα.
Oscar Wilde, 1854-1900, Ιρλανδός συγγραφέας