Χρόνος (Από την ίδια συλλογή)
Και η στιγμή ένα γοργοπόδαρο ελάφι
που αφήνει πίσω του
μια βουρκωμένη, βελούδινη ματιά
πριν βουτήξει για πάντα στο κενό.
Μυριάμ η Θαλασσινή (το Αστέρι της Θάλασσας)
Με τον καιρό ο χρόνος ρούφηξε το μελάνι.
Έτσι οι γνώστες την βάφτισαν ξανά με κτητική.
Το σίγουρο είναι
πως όταν ο Άγγελος μήνυσε σημάδι,
φόρεσε τα φορέματα το ένα πάνω στ’ άλλο
δεν ήξερε τι να πρωτοσώσει
έκλεισε πίσω της την πόρτα
ενώ ο μεσημεριανός χυλός άχνιζε ακόμα στο τραπέζι.
Ένα μπρούτζινο καθρέφτη μόνο άρπαξε
χάρτη στις ίδιες τις ρυτίδες της.
Όμως ποια γυναίκα;
Οι μηροί, το υπογάστριο, οι αστράγαλοι
όλα γη προγονική.
Ποιο κορμί πλασμένο άμμο;
Πώς να απαρνηθείς καταγωγή;
Πέταξε τα φορέματα στην μέση της ερήμου
στάθηκε ολόγυμνη θαλασσινή
το όνομα της ανάβλυζε νερό
αλμυρή ως στήλη άλατος
δακρυσμένη η Μυριάμ
μόνη πιο μόνη κι από ξένο,
νοστάλγησε.
Γυναίκα του Λωτ την αποκάλεσαν.
Νεκρή Θάλασσα οι αναμνήσεις της.
ποίηση όμως της Χλόης Κουτσουμπέλη συγκλίνει με την ποίηση του Σαχτούρη και όσον αφορά το κλίμα της υπαρξιακής αγωνίας και της διάψευσης. Αναμφίβολα, η ποιητική της ταυτότητα διαμορφώνεται μέσα από το τραύμα και τη ματαίωση. Η αίσθηση της μοναξιάς, του θανάτου και ο συγκρατημένα ελεγειακός τόνος που διαπερνά το ποιητικό της έργο αποτελεί έναυσμα προς τον αναγνώστη για συνεχή και ανατροφοδοτούμενο στοχασμό όσον αφορά τη φθορά, την ποίηση, τον έρωτα, την ακατάβλητη βεβαιότητα του θανάτου.
Ωστόσο η απέκδυση του ποιητικού υποκειμένου στο «Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» δεν είναι θλιβερή. Μια τάση αποστασιοποίησης και ελάφρυνσης, μια τάση αποδόμησης της φθοράς κυριαρχεί. Με θεματική την απώλεια τραγουδά στο τελευταίο της έργο μια ελεγεία ελαφρά ειρωνική και αυτοσαρκαστική.
Fractal
Βασικό θέμα στην ποίηση της Χ.Κ. είναι η γυναίκα. Πρόκειται για γυναίκες που δεν συμβιβάζονται, που απορρίπτουν τα δεδομένα της εποχής τους και την ξεμπροστιάζουν, που έχουν άλλα μυαλά και γεννάνε διαφορετικές, ασυνήθιστες ιδέες. Συνήθως έχουν και διαφορετικές απαιτήσεις τόσο ως προς τον εαυτό τους, όσο κι ως προς το περιβάλλον που τις περισσότερες φορές είναι εχθρικό μαζί τους. Τέτοιες γυναικείες μορφές στα ποιήματά της είναι η Αντιγόνη, η Πηνελόπη, η Άλκηστις, οι τρεις γυναίκες Λάζαροι. Είναι δοκιμαζόμενες στη ζωή, μα και στον έρωτα γυναίκες.
Πηγή : www.paratiritis-news.gr [ https://www.paratiritis-news.gr/politismos/christos-chartomatsidis-syngrafeas-chloi-koutsoubeli-i-poiitria-ton-parormitikon-synaisthimaton/ ]
Χλόη Κουτσουμπέλη, Αντιγόνη
Αντιγόνη
Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντιγόνη, όταν φεύγει.
Ένα δαντελένιο γάντι στα μεταξωτά σεντόνια,
μιαν αχνιστή σταγόνα από λεμόνι
στο μάγουλο του φίλου,
ένα φευγαλέο άγγιγμα στο μπράτσο του εραστή,
ένα αποτύπωμα χειλιών στο πορσελάνινο φλιτζάνι
του τσαγιού που μισοπίνει βιαστικά.
Είναι η Αντιγόνη που ξεχνά,
το αραχνοΰφαντο μαντίλι μουσκεμένο
από τα ξαφνικά δάκρυα της στιγμής,
το ομπρελίνο της βαμμένο στα χρώματα
της εύθραυστης βροχής.
Είναι η Αντιγόνη που ξεχνά,
το φόρεμά της θροΐζει καθώς τρέχει,
η βεντάλια της αλλάζει εποχές.
Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντιγόνη.
Γι’ αυτό και πάντα φεύγει.
Μόνο κάποιες νύχτες, αρχίζει κάτι να θυμάται,
τότε φοράει τη νεκρική της μάσκα,
ρίχνει στάχτη στα μαλλιά της,
θαμμένη στη σπηλιά της
θρηνεί τους άταφους νεκρούς της.
Από τη συλλογή Η αποχώρηση της Λαίδης Κάπα (2004) της Χλόης Κουτσουμπέλη
Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Χλόη Κουτσουμπέλη
ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ (2016)
ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ ΣΠΙΤΙΑ
ΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΒΡΕΘΕΙΣ
Αν κάποτε βρεθείς σε ξένη γη
χειμώνα με ομίχλη
και την υγρασία ψόφιο όρνεο
κάτω απ’ το σακάκι
διασχίζεις έρημα χωράφια
και συναντάς μόνο σκιάχτρα
που ριγούνε στο σκοτάδι
και δεν υπάρχει δρόμος
ούτε κορμί
ούτε ένα γερό κονιάκ παρηγοριάς
να τονώσει τα κόκαλα που τρίζουν
θυμήσου πως σε θυμάμαι
πως πλέκω τις ίνες μεταξύ τους
τα νήματα δένω του χρόνου
υφαίνω το κόκκινο χαλί
στην ζεστή κουζίνα
με την χύτρα να κοχλάζει
το ξύλινο τραπέζι
την σούπα, το τυρί και το ψωμί
και κάθισε ξανά απέναντι
αφού το μόνο σπίτι
που μοιράζονται δυο άνθρωποι ποτέ
είναι η μνήμη.
ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ
I
Ο άντρας στην φαντασίωσή της γέρασε.
Πέταξε το μαστίγιο και τα γάντια
κάθεται κουλουριασμένος στην φωτιά
ενώ ο χρόνος
του γλείφει πιστά τα πόδια.
II
Η γυναίκα μεγαλώνει.
Τα ποιήματα μικραίνουν.
Θα πρέπει να παραγγείλει
άλλο μέγεθος πόνου.
III
Τελευταία χτυπούν την πόρτα της
παράξενοι άνθρωποι χελώνες
κουβαλούν λεν
το σπίτι τους στην πλάτη
περπατούν αιώνες
κάποιοι από αυτούς στάζουν νερά
τα σανίδια σαπίζουν
από την υγρασία
Δώσε μας, λένε, ένα κεραμίδι
να βάλουμε από κάτω το κεφάλι
τους δίνω μόνο ένα βελανίδι
τόσο είναι το αντίτιμο
των στίχων.
Κάποιοι ζητούν ένα φτυάρι.
Να θάψουμε λένε την ντροπή.
Στην αυλή μετά βρίσκει παιδικά παιχνίδια
ξεσκισμένα αρκουδάκια
πνιγμένα λαγουδάκια με μάτια χάντρες
κι ένα μουσικό κουτί
μ’ ένα ξεκούρντιστο νανούρισμα.
III
Μερικές φορές έξω από το παράθυρο
περνάει ένας νεαρός
με μία ζώνη δεμένη σφιχτά γύρω απ’ τον λαιμό.
Στο οικοτροφείο περνούσα καλά, της γνέφει
αν εξαιρέσεις τους αλλεπάλληλους βιασμούς,
ένας άλλος σωριάζεται στην τριανταφυλλιά,
την βάφει κόκκινη
στην πλάτη σφηνωμένο ένα μαχαίρι
τραγουδάει για λύκους και μαύρες κουκούλες
και μία σβάστικα που απλώνεται παντού.
IV
Πού και πού χτυπάει την πόρτα ένα κοριτσάκι.
Έχει ένα καλαθάκι με φράουλες
δεν είναι η Κοκκινοσκουφίτσα.
Φάε, μου λέει, είναι ματωμένες
και πασαλείβεται με αίμα.
V
Μην έρχεστε σε μένα, τους φωνάζω.
Διαβάστε την πινακίδα,
είμαι από την γενιά του ιδιωτικού οράματος
που ομφαλοσκοπεί.
Μα συνέχεια έρχονται κι άλλοι
χώνονται στους στίχους
μπλέκονται στο αμπάρι
πλημμυρίζουν το κατάστρωμα.
VI
Προχθές ήρθαν χαρούμενοι εκδρομείς.
Κουβαλούσαν μαζί τους σπιτική αρκούδα.
Είχαν καλαθάκια με φαγητό,
στρώσαν καρό τραπεζομάντηλο
τα σώματά τους διάτρητα από σφαίρες.
Ένας από αυτούς ανοίγει ένα κρασί
και της προσφέρει ένα ποτήρι
Πάρε της λέει το νομίζεις για αρχή
αλλά είναι στην πραγματικότητα το τέλος.
VII
Δεν ξέρει πώς να τελειώσει ένα ποίημα.
Ίσως γιατί ποτέ ένα ποίημα δεν τελειώνει
πάπυρος ξεδιπλώνεται στον χρόνο
βούβαλοι χαραγμένοι στις σπηλιές.
Μόνον οι άνθρωποι τελειώνουν.
Ύστερα η γάζα της νύχτας στο οστεοφυλάκιο
μούμιες αναμνήσεις τούς τυλίγει.
VIII
Πούπουλα,
Πούπουλα στο χιόνι.
Και μόνο η ανάσα σου ζωή.
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Θα φορώ το καινούργιο μου παλτό.
Θα φοράς το γαλάζιο σου πουκάμισο.
Θα παίζει την Καζαμπλάνκα
ή το Χιροσίμα αγάπη μου
θα το έχουμε ζήσει αυτό ξανά
στην Βιέννη αρχές του αιώνα
στην Κων/πολη σε έναν τεκέ
στην Βαρκελώνη μέσα στον εμφύλιο.
Το χέρι σου δεν θα αγγίζει το κορμί μου
θα είναι απλώς ένα κομμάτι του
όπως ο ομφαλός
ή μία μοίρα.
Κι έτσι οι δυο μας
στην πηχτή σταγόνα της στιγμής
θα κολυμπήσουμε ο ένας μες στον άλλο.
Και όταν η μαύρη φάλαινα τελικά μας καταπιεί,
κοίτα θα πούμε
εκείνη την μέρα πήγαμε κινηματογράφο.
ΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ ΣΠΙΤΙΑ
Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
πεθαίνουν σε τάφους μαυσωλεία.
Στο σπίτι του κρεμασμένου
υπάρχει πάντα άφθονο σκοινί.
Αν τρεις μέρες κοσκινίσεις
τρως μουχλιασμένο πάντα το ψωμί.
Ο αδελφός ρίχνει μπύρα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα
και αφήνει πάνω ένα πακέτο με τσιγάρα,
μήπως κρυφά πάλι ο πατέρας
τώρα πια που καθόλου δεν πειράζει,
θελήσει να καπνίσει.
Τελικά αποδείχτηκε ότι ο μπαμπάς μου είχε δύο ζωές,
μία δική του, μια δική μας
μόνο που η δική μας έλειπε πάντα σε ταξίδι για δουλειές
ένα άγνωστο κορίτσι κλαίει πάνω στο φέρετρο
άγρυπνες οι νύχτες με τεράστια νύχια
σκίζουν την επιφάνεια του γυαλιού
θα πάμε στην Ζάκυνθο υπόσχεται ο μπαμπάς στην νέα σύζυγο
την ώρα που τον παίρνουν στο φορείο για εγχείρηση
ύστερα κάπως ξεχνάει να αποχαιρετήσει
τους κατιόντες που υποθέτουν συγγενείς.
Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
δεν είχαν ποτέ καλοστρωμένο κυριακάτικο τραπέζι
κανείς δεν τους πέρασε ποτέ το αλάτι
όσο για το βούτυρο απλώς έλιωνε επάνω στις πληγές
αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια
διακριτικά ας αδειάζουν τα σταχτοδοχεία
και ας προσφέρουν πηχτό καφέ παρηγοριάς
σε σεμνά φλιτζανάκια ενός δακρύου.