Ποίημα, Αισιοδοξία
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού,
και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράση.
Ας υποθέσουμε πως είμαστε εκεί πέρα,
σε χώρες άγνωστες της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχτή κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της όλη μέρα.
Ας υποθέσουμε πως του καπέλλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν
τα παντελόνια μας και με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε – σημαίες στον άνεμο χτυπούν –
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, – το τραγούδι να μοιάση
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής –
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάση.
Προσέγγγιση
Το ποίημα αυτό του Καρυωτάκη συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική του συλλογή, Ελεγεία και Σάτιρες, που εκδόθηκε το 1928.
Ο πεσιμιστικός ρομαντισμός του ποιητή, ο οποίος την λύτρωση έβλεπε μόνον στον θάνατο, μας οδηγεί σε άλλες εποχές, τότε που οι κοινωνίες ήσαν απλές, η ζωή των ανθρώπων μίζερη, αλλά η άρχουσα τάξη κυβερνούσε απολαμβάνοντας μια ζωή ανέμελη, χωρίς έννοιες και άγχη, γεμάτη κυνήγια, πλούσια φαγοπότια και έρωτες. Για τους απλούς ανθρώπους, τον λαό, οι εποχές και οι κοινωνίες ήσαν πάντα δύσκολες. Μόνο οι πρίγκιπες και οι ευγενείς ζούσαν ξέγνοιαστα και χαίρονταν τη ζωή.
Στις δύσκολες λοιπόν εποχές του λαού η αισιοδοξία του γεννιέται μέσα από υποθετικές καταστάσεις και ουτοπικά όνειρα. Με όπλο του τον έλεγχο και το σαρκασμό ο ποιητής μας καλεί να υποθέσουμε ότι δεν υπάρχουν πια αδιέξοδα στις ζωές των ανθρώπων. Όλα βαίνουν καλώς και το μυαλό απαλλαγμένο από τα προβλήματα της επιβίωσης πετάει. Η φύση καταπράσινη. Τα δάση της ακμάζουν και σφύζουν από τα κελαηδήματα των πουλιών και το άπλετο φως του ήλιου αγκαλιάζει τους ανθρώπους. Σε ένα τέτοιο σκηνικό όλη η πλάση χαίρεται και γελά. Κάτοικοι μιας πατρίδας της Δύσης του Βορρά και απαλλαγμένοι από τα άγχη και τις αγωνίες της καθημερινότητας, θαρρετά, λέει ο ποιητής, πετάμε τα παλτά μας στον αέρα, κίνηση ξεγνοιασιάς κι ανεμελιάς, αδιαφορώντας για το τί θα πουν οι άλλοι. Τέλος, ως αποκορύφωμα της υποθετικής ευτυχίας μας, κάποια τρυφερή και ροζ πλούσια λαίδη θα διώξει τους υπηρέτες της, για να μας υπηρετήσει η ίδια προσωπικά. Όπως στο νησί της Κίρκης, η ίδια η θεά υπηρετεί τον Οδυσσέα, για να τον κερδίσει. Οποία μεγαλεία!
Στους επόμενους στίχους ο ποιητής με όχημα τη λαίδη μας φέρνει στον Μεσαίωνα, τότε που οι πρίγκιπες αρχηγοί των σταυροφοριών ξεκινούσαν να σώσουν τους Αγίους Τόπους από τους αλλόθρησκους. Η ενδυμασία προσαρμόζεται στην εποχή, το μεταφορικό μέσο είναι τα άλογα και στο ξεκίνημα προηγούνται τα λάβαρα. Όλοι εμείς σταυροφόροι μιας ιδέας ξεκινούμε για μια νίκη επιβίωσης. Οι ψυχές μας πάλλουν και το τραγούδι μας γεμάτο ενθουσιασμό ηχεί και φτάνει ψηλά στον ουρανό και κάτω στα έγκατα της γης. Τόση δύναμη έχει, γιατί πηγάζει μέσα από την ψυχή.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Καρυωτάκης, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από την σκληρή του πραγματικότητα, ταξιδεύει με τον ποιητικό του πεσιμισμό σε άλλες ιστορικές εποχές με την υποθετική πρόταση ότι τότε η ανθρώπινη ζωή είχε περισσότερο ενδιαφέρον, γιατί οι άνθρωποι είχαν όραμα, αγωνίζονταν για την πραγματοποίησή του και αισιοδοξούσαν ότι θα το κατορθώσουν. Αντίθετα με τη δική του εποχή, και γιατί όχι και με το δικό μας σήμερα, όπου κυριαρχεί η σιωπή και η απαισιοδοξία, επειδή τα οράματα, τα όνειρα, η αγωνιστικότητα έχουν σιγήσει.
Είναι τόσο δύσκολα τα ανθρώπινα, που για άλλη μια φορά οι άνθρωποι πρέπει να γίνουμε σταυροφόροι, για να διεκδικήσουμε το καλύτερο για μας και τους άλλους.
Ποιητής
Κώστας Καρυωτάκης, ποιητής και πεζογράφος, θεωρείται από πολλούς η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του ’20. Ήταν από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Επηρέασε πολλούς ποιητές, όπως Σεφέρη, Ρίτσο, Βρεττάκο και με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα, στη νεοελληνική ποίηση.
Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός. Λόγω της εργασίας τού πατέρα του, η οικογένεια άλλαζε συχνά τόπο διαμονής. Έτσι ο ποιητής έζησε στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την Αθήνα, τα Χανιά. Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματα σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων». Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.
Το 1917 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με λίαν καλώς. Στην αρχή επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου. Τελικά όμως διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ μετά την οριστική απαλλαγή του από τον Ελληνικό Στρατό για λόγους υγείας, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες. Το δημοσιοϋπαλληλίκι το μίσησε πολύ και το σατίρισε στην ποίησή του. Αλλά θα έλεγε κανείς ότι και το δημοσιοϋπαλληλίκι εκδικήθηκε τον ποιητή, οδηγώντας τον στην αυτοκτονία.
Τον Φεβρουάριο του 1919 δημοσιεύτηκε η πρώτη ποιητική του συλλογή «Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων», αλλά δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα», η κυκλοφορία του οποίου όμως απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας.
Η δεύτερη συλλογή του τα «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του, «Ελεγεία και Σάτιρες».
Το Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του.
Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι γυμνή από φιλολογία, αισθηματισμό και φιλαρέσκεια, στοιχεία που βρίσκονταν άφθονα στους παλιότερους ποιητές. Αποπνέει την αίσθηση του μάταιου, του χαμένου και η στάση του είναι αντιηρωική. Ο Καρυωτάκης γράφει ποιήματα για το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, ως διαμαρτυρία, που φθάνει στο σαρκασμό.