Οδυσσέας Ελύτης
Σολωμοῦ συντριβὴ καὶ δέος
Ἀπὸ: «Τὰ ἐλεγεῖα τῆς Ὀξώπετρας»
Ἀναδημοσιεύουμε ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια καὶ είσαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.
Μισόβγαινε ἀπ' τὸν ὕπνο ἡ πολιτεία. Τῶν καμπαναριῶν αἰχμὲς
Κοντοὶ σημαιῶν καὶ κάτι πρῶτα πρῶτα τριανταφυλλιὰ
Στοῦ μικροῦ παραθύρου σου — ποὺ ἀκόμη φώταγε — τὸ μαρμαράκι
Ἄ κεῖ μονάχα νὰ 'ταν
Ἕνα κλωνάρι μὲ δαφνόκουκα νὰ σοῦ ἄφηνα γιὰ καλημέρα
Ποὺ τέτοιας νύχτας τὴν ἀγρύπνια πέρασες. Καὶ τὴ γνωρίζω
Πάνω σ' ἄσπρα χαρτιὰ πιὸ δύσβατα κι ἀπ' τοῦ Μεσολογγιοῦ τὶς πλάκες
Ναί. Γιατί σ' εἶχε ἀνάγκη κάποτε τὰ χείλη σου χρύσωσε ὁ Θεὸς
Καὶ τί μυστήριο νὰ μιλᾶς κι οἱ φοῦχτες σου ν' ἀνοίγονται
Ποὺ κι ἡ πέτρα νὰ ποθεῖ ναοῦ νέου να' ναι τὸ ἀγκωνάρι
Καὶ τὸ κοράλλι θάμνους λείους νὰ βγάνει γιὰ ν' ἀπομιμηθεῖ τὸ στέρνο σου
Ὄμορφο πρόσωπο! Καμένο στῆς λαλιᾶς ποὺ πρωτάκουσες τὴν
ἀντηλιὰ καὶ ἀνεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ πρώτη
Σὲ μιὰ γῆ μπλέ τῆς βιολέτας μ' ἄγριες χαῖτες τρικυμίας
Ὄστρακα κι ἄλλα τοῦ ἥλιου εὑρήματα νὰ γυαλίζει καταγίνονταν
Ὡσὰν τὰ ἐκμαγεῖα τοῦ νοῦ σου νὰ μὴν εἶχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη ἀπ' ὅλες τοῦ θυμοῦ τῶν θεῶν τὶς ἀστραψιὲς
Ἤ γιὰ λίγο νὰ μὴν εἶχε ἀπὸ δική σου χάρη μέσα μου
Μισάνοιχτο μείνει τὸ Ἀκοίταχτο!
Ἀλλ' ὁ λέων περνάει σὰν ἥλιος. Οἱ ἄνθρωποι μόνο
Κι ἄλλοι πεζοὶ πᾶνε• ὥσπου μέσα στὶς νύχτες χάνονται.
Κεῖνα ποὺ σκυφτὸς ἐπάνω στὸ γραφεῖο μου ζητοῦσα νὰ διασώσω ἀλλ' Ἀδύνατον. Πῶς ἀλλιῶς. Ποὺ καὶ μόνο ἡ σκέψη σου γινωμένη ἀπὸ
καιρὸ οὐρανὸς
Καὶ μόνο ἡ σκέψη σου μοῦ 'κάψε ὅλα τὰ χειρόγραφα
Καὶ μιὰ χαρὰ ποὺ ἡ δεύτερη ψυχή μου
Πῆρε σκοτώνοντας τήν πρώτη, κίνησε μὲ τὰ κύματα νὰ φεύγει
Ὁ ἄγνωστος ποὺ ὑπῆρξα πάλι ὁ ἄγνωστος νὰ γίνω
Φοβερὰ μαλώνοντας οἱ ἄνεμοι
Ἐνῶ τοῦ ἥλιου ἡ λόγχη πάνω στὸ σφουγγαρισμένο πάτωμα ὅπου
Σφάδᾳζα
μ' ἀποτελείωνε.
I
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζούν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα, να σ' ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια
(κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τού Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα·
ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πόχει,
που μέρη τόσα φαίνονται καί μέρη 'ναι κρυμμένα!
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου,
κι ευθύς εγώ τ' ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του καί το ξερό χορτάρι.
Παναγία του Λορέτο (Καραβάτζιο)
Η Παναγία του Λορέτο (ή Η Παναγία των Προσκυνητών) είναι πίνακας ζωγραφικής του Ιταλού ζωγράφου Καραβάτζιο, που δημιουργήθηκε κατά τη χρονική περίοδο 1605 - 1606. Σήμερα βρίσκεται στο παρεκκλήσιο Καβαλέττι (Cavalletti) του ιερού ναού του Αγίου Αυγουστίνου της Ρώμης,
πλησίον της πλατείας (piazza) Ναβόνα.[1] Απεικονίζει την εμφάνιση της ανυπόδητης Παρθένου και του γυμνού Ιησού - βρέφους σε δύο χωρικούς - προσκυνητές.
α) Ωδή Εις Σάμον, απόσπασμα
β) Ωδή Αι Ευχαί, απόσπασμα
2. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, ποιήματα
α) Ο Βασιλεύς Δημήτριος
β) Σοφοί δε προσιόντων
3. Άγγελος Σικελιανός, Η Αναδυομένη
4. Ναπολέων Λαπαθιώτης, Εκ βαθέων
5. Κώστας Καρυωτάκης, Γραφιάς
6. Γιώργος Σεφέρης, Επί ασπαλάθων
7. Γιώργος Σαραντάρης, Να κοιμάσαι νηστικός
8. Φώτης Αγγουλές, Μην ξεκινήσεις άσκοπα
9. Νικηφόρος Βρεττάκος, Η ελληνική γλώσσα
10. Τάκης Σινόπουλος, Ο καιόμενος
11. Μίλτος Σαχτούρης, ποιήματα
α) Ο τρελός λαγός
β) Τα χελιδόνια μου
γ) Οι απομείναντες
12. Γιώργος Σαραντής, Ποιος ήταν ο Αλέξανδρος
13. Νάνος (Ιωάννης) Βαλαωρίτης, Τροία
14. Μανόλης Αναγνωστάκης, Στ' αστεία παίζαμε
15. Τίτος Πατρίκιος, ποιήματα
α) Κουβεντιάζοντας με τον Αρχίλοχο
β) Ξόρκι
γ) Η τύχη μιας ελιάς
16. Κική Δημουλά, Μάρτης
17. Κατερίνα Γώγου, θα 'ρθει καιρός
18. Μαρινέλλα Βλαχάκη, Εξαπάτηση
19. Γιάννης Στίγκας, Τέτοιο αγώνισμα η ποίηση
Υστερόγραφο
Πάντα με γοήτευε η ποίηση!!!
Γέμισε τις χούφτες του θάλασσα
και τις κοίταξε γεμάτος αγωνία.
σε μια ατέλειωτη χειρονομία
και τον αγκάλιασα… η απερίσκεπτη»
Μου γνώρισε το κορμί μου»
Και από τότε
Όλα στο… «εν γένει» κύλησαν»
στο http://vlachaki.blogspot.gr/ μπορείτε να βρείτε πλούσιο υλικό
Πάνω σ' έναν ξένο στίχο*
Ο ΣΕΦΕΡΗΣ έγραψε το ποίημα το 1931 στο Λονδίνο, όπου υπηρετούσε ως διπλωμάτης στο ελληνικό προξενείο. Πρωτοδημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία την 1η Σεπτεμβρίου του 1932 και περιέχεται στη συλλογή Τετράδιο γυμνασμάτων (1940).
Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα. | |||||||||||||||||||
| ματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν | ||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||
Μιας αγάπης με ακατέλυτο* ρυθμό, ακατανίκητης σαν | |||||||||||||||||||
| τη μουσική και παντοτινής | ||||||||||||||||||
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε, | |||||||||||||||||||
| αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς. | ||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||
Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή | |||||||||||||||||||
| μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι αυτή η αγάπη· | ||||||||||||||||||
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά*, | |||||||||||||||||||
| κι ακούω το μακρυνό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας | ||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||
Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το | |||||||||||||||||||
| φάντασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα | ||||||||||||||||||
κι από το μεστωμένο πόθο* να ξαναδεί τον καπνό | |||||||||||||||||||
| που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του | ||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας, ανάμεσα στ' | |||||||||||||||||||
| ασπρισμένα του γένια, λόγια της γλώσσας | ||||||||||||||||||
Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά | |||||||||||||||||||
| και το δοιάκι*, με δέρμα δουλεμένο από το | ||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||
Θα 'λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο | |||||||||||||||||||
| Κύκλωπα που βλέπει μ' ένα μάτι, τις Σειρήνες | ||||||||||||||||||
τόσα περίπλοκα τέρατα, που δεν μας αφήνουν να | |||||||||||||||||||
| στοχαστούμε, πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος | ||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||
Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γί- | |||||||||||||||||||
| νει το ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε | ||||||||||||||||||
Φαντάζομαι πως έρχεται να μ' αρμηνέψει πώς να | |||||||||||||||||||
| φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω | ||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||
Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια, | |||||||||||||||||||
| λες με γνωρίζει σαν πατέρας | ||||||||||||||||||
είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι | |||||||||||||||||||
| στα δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύ-
ξένος στίχος: ο πρώτος στίχος του ποιήματος του Σεφέρη είναι μια παραλλαγή του πρώτου στίχου του σονέτου Το ωραίο ταξίδι του Γάλλου ποιητή Ιωακείμ ντι Μπελαί (1525-1560): Ευτυχισμένος όποιος σαν τον Οδυσσέα ακατέλυτος ρυθμός: ρυθμός ακατάλυτος, ανεξάντλητος, άφθαρτος. κι εκείνος λαχταρώντας | ||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||
μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του | |||||||||||||||||||
| Ερωτόκριτου* με τα δάκρυα στα μάτια· | ||||||||||||||||||
τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας | |||||||||||||||||||
| την αντίδικη* μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα | ||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||
Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του κα- | |||||||||||||||||||
| ραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυ- | ||||||||||||||||||
Και να 'σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυ- | |||||||||||||||||||
| βέρνητος σαν τ' άχερο στ' αλώνι.
ξένος στίχος: ο πρώτος στίχος του ποιήματος του Σεφέρη είναι μια παραλλαγή του πρώτου στίχου του σονέτου Το ωραίο ταξίδι του Γάλλου ποιητή Ιωακείμ ντι Μπελαί (1525-1560): Ευτυχισμένος όποιος σαν τον Οδυσσέα ακατέλυτος ρυθμός: ρυθμός ακατάλυτος, ανεξάντλητος, άφθαρτος. κι εκείνος λαχταρώντας | ||||||||||||||||||
στην Οδύσσεια, α, στ. 57-59: κι εκείνος λαχταρώντας δοιάκι: το πηδάλιο του πλοίου. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ΣΧΕΔΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ Ο Σεφέρης ξεκινώντας από το στίχο του Γάλλου ποιητή εξαρτά την ευτυχία του ανθρώπου που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα από την ύπαρξη μιας αγάπης· σε όλο το ποίημα αναπτύσσεται το μοτίβο της αγάπης είτε με χαρακτηρισμούς που κάνει ο ίδιος ο ποιητής είτε με το προσωπείο που παρεμβάλλει. Το νόημα αυτής της αγάπης θα σας αποκαλυφθεί, αν μελετήσετε προσεχτικά: α) Τα κοινά σημεία που παρουσιάζει η ζωή του ποιητή με τις περιπέτειες του ομηρικού ήρωα.
|