Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

,ΕΛΥΤΗΣ Ελεγεία της Οξώπετρας

 Οδυσσέας Ελύτης


Σολωμοῦ συντριβὴ καὶ δέος

Ἀπὸ: «Τὰ ἐλεγεῖα τῆς Ὀξώπετρας»

Ἀναδημοσιεύουμε ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια καὶ είσαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.


Μισόβγαινε ἀπ' τὸν ὕπνο ἡ πολιτεία. Τῶν καμπαναριῶν αἰχμὲς
Κοντοὶ σημαιῶν καὶ κάτι πρῶτα πρῶτα τριανταφυλλιὰ
Στοῦ μικροῦ παραθύρου σου — ποὺ ἀκόμη φώταγε — τὸ μαρμαράκι
Ἄ κεῖ μονάχα νὰ 'ταν
Ἕνα κλωνάρι μὲ δαφνόκουκα νὰ σοῦ ἄφηνα γιὰ καλημέρα
Ποὺ τέτοιας νύχτας τὴν ἀγρύπνια πέρασες. Καὶ τὴ γνωρίζω
Πάνω σ' ἄσπρα χαρτιὰ πιὸ δύσβατα κι ἀπ' τοῦ Μεσολογγιοῦ τὶς πλάκες

Ναί. Γιατί σ' εἶχε ἀνάγκη κάποτε τὰ χείλη σου χρύσωσε ὁ Θεὸς

Καὶ τί μυστήριο νὰ μιλᾶς κι οἱ φοῦχτες σου ν' ἀνοίγονται
Ποὺ κι ἡ πέτρα νὰ ποθεῖ ναοῦ νέου να' ναι τὸ ἀγκωνάρι
Καὶ τὸ κοράλλι θάμνους λείους νὰ βγάνει γιὰ ν' ἀπομιμηθεῖ τὸ στέρνο σου

Ὄμορφο πρόσωπο! Καμένο στῆς λαλιᾶς ποὺ πρωτάκουσες τὴν
ἀντηλιὰ καὶ ἀνεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ πρώτη
Σὲ μιὰ γῆ μπλέ τῆς βιολέτας μ' ἄγριες χαῖτες τρικυμίας
Ὄστρακα κι ἄλλα τοῦ ἥλιου εὑρήματα νὰ γυαλίζει καταγίνονταν
Ὡσὰν τὰ ἐκμαγεῖα τοῦ νοῦ σου νὰ μὴν εἶχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη ἀπ' ὅλες τοῦ θυμοῦ τῶν θεῶν τὶς ἀστραψιὲς
Ἤ γιὰ λίγο νὰ μὴν εἶχε ἀπὸ δική σου χάρη μέσα μου
Μισάνοιχτο μείνει τὸ Ἀκοίταχτο!
Ἀλλ' ὁ λέων περνάει σὰν ἥλιος. Οἱ ἄνθρωποι μόνο

 ἱππεύουν
Κι ἄλλοι πεζοὶ πᾶνε• ὥσπου μέσα στὶς νύχτες χάνονται.
 Παρόμοια

Κεῖνα ποὺ σκυφτὸς ἐπάνω στὸ γραφεῖο μου ζητοῦσα νὰ διασώσω ἀλλ' Ἀδύνατον. Πῶς ἀλλιῶς. Ποὺ καὶ μόνο ἡ σκέψη σου γινωμένη ἀπὸ
καιρὸ οὐρανὸς
Καὶ μόνο ἡ σκέψη σου μοῦ 'κάψε ὅλα τὰ χειρόγραφα
Καὶ μιὰ χαρὰ ποὺ ἡ δεύτερη ψυχή μου
Πῆρε σκοτώνοντας τήν πρώτη, κίνησε μὲ τὰ κύματα νὰ φεύγει
Ὁ ἄγνωστος ποὺ ὑπῆρξα πάλι ὁ ἄγνωστος νὰ γίνω
Φοβερὰ μαλώνοντας οἱ ἄνεμοι
Ἐνῶ τοῦ ἥλιου ἡ λόγχη πάνω στὸ σφουγγαρισμένο πάτωμα ὅπου
Σφάδᾳζα
μ' ἀποτελείωνε.





ΑΠΟ ΤΟ Γ' ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ

I

Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,

κι αν στο κρυφό μυστήριο ζούν πάντα τα παιδιά σου

με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τα μάτια,

τα μάτια τούτα, να σ' ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,

που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια

(κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τού Βαϊώνε!

Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα·

ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πόχει,

που μέρη τόσα φαίνονται καί μέρη 'ναι κρυμμένα!

Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου,

κι ευθύς εγώ τ' ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;

Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του καί το ξερό χορτάρι.




Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
(Η Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλει την πολιορκία του Μεσολογγίου).

Στο Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων ο ποιητής έχει το μοναδικό προνόμιο της επικοινωνίας με την προσωποποιημένη Μητέρα Πατρίδα. Ο πρώτος κιόλας στίχος αποτελεί αποστροφή προς τη μητέρα πατρίδα στην οποία ο ποιητής εκφράζει την απορία του για τη δυνατότητα και την τιμή που του δίνεται να αντικρίσει τη θεϊκή μορφή της.
Η πατρίδα προσφωνείται μητέρα, για να τονιστεί το ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο που αισθάνονταν όλοι οι Έλληνες με την ελληνική γη είτε ζούσαν στα ελάχιστα απελευθερωμένα εδάφη της είτε στα ακόμη υποδουλωμένα.
Ο ποιητής χαρακτηρίζει την πατρίδα μεγαλόψυχη, διαπνεόμενη δηλαδή από ανωτερότητα και γενναιοδωρία, τόσο στις στιγμές του πόνου όσο και της δόξας. Η Ελλάδα και το ελληνικό έθνος διατηρούν την αξιοπρέπεια και το μεγαλείο της ψυχής τους σε κάθε περίσταση, ακόμη και στις πιο δύσκολες. Τρανό παράδειγμα, άλλωστε, αποτελεί η στάση των πολιορκημένων Μεσολογγιτών, οι οποίοι παρόλο που βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ έναν βέβαιο θάνατο στα χέρια του εχθρού, δεν καταδέχονται να σκεφτούν το ενδεχόμενο της παράδοσης. Με πρωτόγνωρο ψυχικό σθένος αποφασίζουν να πεθάνουν μαχόμενοι, θυσιάζοντας κάθε πιθανότητα επιβίωσης στο ιδανικό της ελευθερίας. Έτσι, οι απλοί άνθρωποι του Μεσολογγίου ξεπερνούν κάθε φόβο και γίνονται ήρωες και διαχρονικά σύμβολα του ανθρώπινου πόθου για ελευθερία και αξιοπρέπεια.
Η εμφάνιση της θεϊκής μητέρας μπροστά στον ποιητή του προκαλεί έκπληξη καθώς αναλογίζεται πως το προνόμιο αυτής της θέασης παρέχεται στον ίδιο κι όχι στα υπόλοιπα παιδιά της πατρίδας που με αυτοθυσία αγωνίζονται και πολεμούν. Ο ποιητής, αν και αισθάνεται αγάπη υπέρμετρης έντασης για την πατρίδα, δε βρίσκεται σε κάποιο πεδίο μάχης, παραμένει ένας παρατηρητής του αγώνα, που προσδοκά με όλη τη θέρμη της καρδιάς του μιαν αίσια έκβαση και μια γοργή απελευθέρωση των Ελλήνων. Εκείνο, επομένως, που τον διακρίνει από τους Έλληνες που πολεμούν και θυσιάζονται για την πατρίδα, είναι η ποιητική του ιδιότητα, το γεγονός δηλαδή πως μπορεί με το έργο του να υμνήσει και να διασώσει στη συλλογική μνήμη την ιερή θυσία των πολιορκημένων Μεσολογγιτών.
Στον ποιητή, λοιπόν, προσφέρεται η δυνατότητα να αντικρίσει τη μητέρα πατρίδα προκειμένου να λάβει από εκείνη το πρόσταγμα να υμνήσει την πολιορκία του Μεσολογγίου. Έτσι, ο ποιητής αποκτά μια ξεχωριστή τιμή, αναγνωρίζοντας ωστόσο πως οι υπόλοιποι Έλληνες ζουν διαρκώς στο κρυφό μυστήριο, στην ιδιαίτερη δηλαδή κατάσταση ψυχής όπου κάθε τους σκέψη και κάθε τους όνειρο προσβλέπει στην απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Είτε συνειδητά (λογισμός) είτε ασύνειδα (όνειρο) οι Έλληνες διακατέχονται απ’ τον ασίγαστο πόθο της ελευθερίας που κατευθύνει κάθε τους πράξη, διακρίνονται όμως από τον ποιητή, καθώς εκείνος έχει τη δυνατότητα με το ποιητικό του έργο να εξυμνήσει τις ηρωικές τους προσπάθειες και να τους προσφέρει τον έπαινο που τους αρμόζει.
Η εμφάνιση της «Θεάς» πατρίδας, όπως την προσφωνεί ο ποιητής, δίνεται με τρόπο που καθιστά σαφή την υπερκόσμια υπόσταση της θεϊκής μορφής. Εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά στον ποιητή, χωρίς εκείνος ν’ ακούσει το περπάτημά της ή να τη δει να τον πλησιάζει, κι αμέσως το δάσος κυκλώνει τα πόδια της με φύλλα, με κλαδιά, όπως αυτά που δίνονται στους εκκλησιαζόμενους την Κυριακή των Βαΐων -μια εβδομάδα πριν την Ανάσταση-, πρόκειται για κλαδιά δάφνης, μυρτιάς ή φοίνικα.
Ο ποιητής θέλοντας ν’ αποδώσει τη γαλήνη και την ομορφιά της θεϊκής μορφής την παρομοιάζει με τον ουρανό, που σε κάθε δεδομένη στιγμή αποκαλύπτει κάποια μέρη της εικόνας και του κάλλους του κι άλλα τα κρύβει. Έτσι, σαν ουρανός, τη μορφή και το κάλλος του οποίου δεν μπορεί κανείς ν’ αντικρίσει διαμιάς, στεκόταν μπροστά στον ποιητή η θεϊκή μορφή της πατρίδας, με τη γαλήνη και την ηρεμία που ταιριάζει σ’ όποιον έχει εμπιστοσύνη στη δύναμη και την αξία του.
Ενδιαφέρον έχει η επιλογή του ποιητή να παρουσιάσει το δάσος να τριγυρίζει τα πόδια της Θεάς με φύλλα των Βαΐων και της Λαμπρής, καθώς η ηρωική έξοδος των πολιορκημένων έγινε το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων (10 Απριλίου 1826) και η είδηση της πτώσης του Μεσολογγίου άρχισε να γίνεται γνωστή στους υπόλοιπους Έλληνες κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας. Είναι σα να τοποθετεί έμμεσα ο ποιητής τη συνομιλία του με τη μητέρα πατρίδα τη μέρα της ηρωικής εξόδου, λαμβάνοντας έτσι το πρόσταγμα να ψάλει την πολιορκία του Μεσολογγίου όταν πια έχει ολοκληρωθεί η θυσία των Μεσολογγιτών.
Ο ποιητής εντυπωσιασμένος απ’ την εμφάνιση της θεϊκής πατρίδας αισθάνεται την ανάγκη ν’ ακούσει τη φωνή της, ώστε να τη μοιραστεί μ’ όλον τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται βέβαια πόσο σημαντικό είναι το προνόμιο που του προσφέρεται με τη θέαση της μητέρας πατρίδας, γι’ αυτό και θέλει να μοιραστεί με τους υπόλοιπους Έλληνες την εύνοια αυτή μεταφέροντάς τους τα λόγια της θεϊκής μορφής. Η αγάπη του, άλλωστε, για την πατρίδα γίνεται εμφανής μέσα από έναν στίχο που τον συναντάμε και στο Β΄ Σχεδίασμα, αλλά και στον Κρητικό: «Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.»
Ο ποιητής αγαπά και δοξάζει κάθε σημείο της πατρίδας του, ακόμη κι εκείνα που δεν έχουν την ομορφιά, που εύλογα θα συγκινούσε κάθε άνθρωπο. Κι είναι τελικά η μεγάλη αυτή αγάπη του ποιητή για την Ελλάδα που θα του διασφαλίσει το κάλεσμα της μητέρας πατρίδας να ψάλει την πολιορκία του Μεσολογγίου. Έτσι, σε αντίθεση με την αρχαία παράδοση που ήθελε τους ποιητές να ζητούν τη συνδρομή των μουσών για να ξεκινήσουν το τραγούδι τους -Όμηρος, Ησίοδος-, ο Σολωμός βρισκόμενος σε μια κατάσταση διαρκούς ενδιαφέροντος κι ανησυχίας για την πολύπαθη πατρίδα του, λαμβάνει το πρόσταγμα απ’ την ίδια την Πατρίδα ως αναγνώριση για την προσήλωσή του στον ιερό αγώνα της απελευθέρωσης,

2

Έργα και λόγια,1 στοχασμοί, -στέκομαι και κοιτάζω-
Λουλούδια μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο. –
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,

Παναγία του Λορέτο (Καραβάτζιο)

Η Παναγία του Λορέτο (ή Η Παναγία των Προσκυνητών) είναι πίνακας ζωγραφικής του Ιταλού ζωγράφου Καραβάτζιο, που δημιουργήθηκε κατά τη χρονική περίοδο 1605 - 1606. Σήμερα βρίσκεται στο παρεκκλήσιο Καβαλέττι (Cavalletti) του ιερού ναού του Αγίου Αυγουστίνου της Ρώμης,

 πλησίον της πλατείας (piazza) Ναβόνα.[1] Απεικονίζει την εμφάνιση της ανυπόδητης Παρθένου και του γυμνού Ιησού - βρέφους σε δύο χωρικούς - προσκυνητές.

Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί
α) Ωδή Εις Σάμον, απόσπασμα
β) Ωδή Αι Ευχαί, απόσπασμα
2. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, ποιήματα
α) Ο Βασιλεύς Δημήτριος
β) Σοφοί δε προσιόντων
3. Άγγελος Σικελιανός, Η Αναδυομένη
4. Ναπολέων Λαπαθιώτης, Εκ βαθέων
5. Κώστας Καρυωτάκης, Γραφιάς
6. Γιώργος Σεφέρης, Επί ασπαλάθων
7. Γιώργος Σαραντάρης, Να κοιμάσαι νηστικός
8. Φώτης Αγγουλές, Μην ξεκινήσεις άσκοπα
9. Νικηφόρος Βρεττάκος, Η ελληνική γλώσσα
10. Τάκης Σινόπουλος, Ο καιόμενος
11. Μίλτος Σαχτούρης, ποιήματα
α) Ο τρελός λαγός
β) Τα χελιδόνια μου
γ) Οι απομείναντες
12. Γιώργος Σαραντής, Ποιος ήταν ο Αλέξανδρος
13. Νάνος (Ιωάννης) Βαλαωρίτης, Τροία
14. Μανόλης Αναγνωστάκης, Στ' αστεία παίζαμε
15. Τίτος Πατρίκιος, ποιήματα
α) Κουβεντιάζοντας με τον Αρχίλοχο
β) Ξόρκι
γ) Η τύχη μιας ελιάς
16. Κική Δημουλά, Μάρτης
17. Κατερίνα Γώγου, θα 'ρθει καιρός
18. Μαρινέλλα Βλαχάκη, Εξαπάτηση
19. Γιάννης Στίγκας, Τέτοιο αγώνισμα η ποίηση
Υστερόγραφο
Λεπτομέρειες
Τη Μαρινέλλα Βλαχάκη τη γνώριζα μόνο ως Ελπίδα Κοντομάρη από το ρόλο της γυναίκας του προέδρου στη σειρά του ΜΕGΑ "Το Νησί". Μόλις πριν μια εβδομάδα ανακάλυψα ότι είναι και μια καταπληκτική ποιήτρια και διηγηματογράφος. Σήμερα τη φιλοξενήσαμε στο σχολείο μας και δράττομαι της ευκαιρίας να σας δώσω μια γεύση από την ποιητική της δημιουργία μέσα από ένα σύντομο πρόλογο που έκανα στην εκδήλωση με τη μορφή ενός καλωσορίσματος



Πάντα με γοήτευε η ποίηση!!!

Είναι μια  πόρτα ανοιχτή, όπως λέει και ο Γιώργης Παυλόπουλος. Είναι ένα ξέφωτο για ν’ ακουμπήσεις την ψυχή σου. Πάει καιρός που κι εγώ μουτζούρωνα κάτι φθαρμένες σελίδες. Τώρα πια καταφέρνω - ευτυχώς ακόμα - μόνο να συγκινούμαι ,καθώς σκαλίζω καμιά φορά τις ψυχές των ποιητών.
Η  λογοτεχνική «συνομιλία» μου με τα ποιήματα της Μαρινέλλας Βλαχάκη ήταν μόλις πριν μια εβδομάδα, αφού σαν καλή φιλόλογος  έπρεπε να έρθω «διαβασμένη» στη σημερινή μας συνάντηση. Μπήκα λοιπόν στο blog της και διάβασα τις δυο ποιητικές της συλλογές  «ΚΑΘ΄ΟΔΟΝ» και «ΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΑ», τις οποίες μπορεί κανείς να βρει στο διαδίκτυο.
Μικρά σπαράγματα τα ποιήματά της, επιγράμματα της μνήμης και αποστάγματα της εμπειρίας, ηχούν τα πιο πολλά ως γνωμικά, που εύκολα αποτυπώνονται στη μνήμη και στην καρδιά .Ύφος κουβεντιαστό, ανεπητίδευτο, λέξεις μεστές, καθημερινές δεν παλεύουν να πουν τίποτα περισσότερο από αυτό που δείχνουν, τις στιγμές της ζωής που τόσο γρήγορα, τόσο αβασάνιστα προσπερνάμε στην ταλαίπωρη καθημερινότητά μας.
Τίτλοι μονολεκτικοί και συχνά άναρθροι  παλεύουν να συμπυκνώσουν σε μια λέξη το νόημα και την ουσία του ποιητικού μηνύματος. Η γενέθλια γη της , η Κρήτη, προσφέρει στην ποιητική της παλέτα πλούσιο υλικό για επεξεργασία: τη θάλασσα, το γαλάζιο, τα κοχύλια, την άμμο, τα πλοία, τον Ψηλορείτη, το θυμάρι…

ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ

Σ’ όλη τη ζωή του
ζωγράφιζε τη θάλασσα γαλάζια.
Μα χθες καθώς ανακάτευε το μπλε με τ’ άσπρο

ξαφνικά, ένας φόβος το κυρίευσε.
Άφησε την παλέτα και έτρεξε στην παραλία.

Γέμισε τις χούφτες του θάλασσα

και τις κοίταξε γεμάτος αγωνία.

Κανένα χρώμα.

Κι όλα αυτά τροφοδοτούν την ποιητική της έμπνευση και μετουσιώνουν σε ποίηση μικρές, απλές καθημερινές  στιγμές, «μακρινά» αγαπημένα πρόσωπα δεμένα με νοσταλγικές στιγμές του παρελθόντος.

ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

«Τριάντα χρόνια.
Τριάντα χρόνια στου κρεβατιού την άκρη

σε μια ατέλειωτη χειρονομία

η νεκρή μητέρα μου
με σκεπάζει»

 Κι ο έρωτας:  ήλιος, φως, αρμονία κορμιών και ψυχών, θύμηση γλυκιά τις πιο πολλές φορές.

ΕΡΩΤΑΣ

«Ήταν ένας ήλιος
Κι άπλωσα τα χέρια μου

και τον αγκάλιασα… η απερίσκεπτη»

 
ΥΠΕΡΒΑΣΗ

«Στην κάθε κορύφωση του έρωτά μας
Ένας ήλιος ξεχύνεται μέσα μου

σ’ όλες τις άφωτες γωνιές της ύπαρξής μου
ξημερώνει.»

 
ΑΝΕΞΙΤΗΛΗ ΜΝΗΜΗ
«Τον θυμάμαι συχνά

Μου γνώρισε το κορμί μου»

Τα συναισθήματα γίνονται ποιητικά αποτυπώματα, ουλές που αιμορραγούν μετά από χρόνια.

ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

«Ξαναβρέθηκαν ύστερα από χρόνια
και ψηλάφισαν εκείνες  τις   βαθιές ουλές

Άμα σηκώθηκαν, στα χέρια τους φρέσκες σταγόνες αίμα»

ΒΩΜΟΣ

«Στο όνομα του αυτονόητου στερηθήκαμε
και στερήσαμε λόγια και στιγμές πολύτιμες»

 Σε άλλα πάλι με τις απροσδόκητες συζεύξεις λέξεων, που μου θυμίζουν την αγαπημένη μου Κική Δημουλά,  και από το γοητευτικό πάντρεμα των αταίριαστων, προκύπτουν  γνωμικά που θαρρείς και συμπυκνώνουν σε δυο γραμμές απόσταγμα ζωής και γνώσης.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

«Με παρηγορεί που ο χρόνος είναι αειθαλής
κι ας είναι η ζωή μας φυλλοβόλα»

 ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ

«Τη σιωπή της συγκατάβασής μου
συγκατάνευση την ερμήνευσαν

Και από τότε

Όλα στο… «εν γένει» κύλησαν»

 
ΣΥΝΗΘΕΣ

«Από το ποίημα της ζωής της
έμειναν μονάχα κάτι κοινές λέξεις.

Οι  χρειαζούμενες
για τις συνήθεις καθημερινές της ανάγκες»

στο http://vlachaki.blogspot.gr/ μπορείτε να βρείτε πλούσιο υλικό
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!

Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·
Κι αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·
Αθάνατη ‘σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;»
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα ‘π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,

U

Πάνω σ' έναν ξένο στίχο*

Ο ΣΕΦΕΡΗΣ έγραψε το ποίημα το 1931 στο Λονδίνο, όπου υπηρετούσε ως διπλωμάτης στο ελληνικό προξενείο. Πρωτοδημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία την 1η Σεπτεμβρίου του 1932 και περιέχεται στη συλλογή Τετράδιο γυμνασμάτων (1940).

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρ-

 

ματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν
τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

 

Μιας αγάπης με ακατέλυτο* ρυθμό, ακατανίκητης σαν

 

τη μουσική και παντοτινής

γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε,

 

αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.

 

Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή

 

μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι αυτή η αγάπη·

κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά*,

 

κι ακούω το μακρυνό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας
που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι*.

 

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το

 

φάντασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα
από του κυμάτου την αρμύρα

κι από το μεστωμένο πόθο* να ξαναδεί τον καπνό

 

που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του
και το σκυλί του που γέρασε προσμένοντας
στη θύρα.

 

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας, ανάμεσα στ'

 

ασπρισμένα του γένια, λόγια της γλώσσας
μας, όπως τη μιλούσαν πριν τρεις χιλιάδες χρό-
νια.

Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά

 

και το δοιάκι*, με δέρμα δουλεμένο από το
ξεροβόρι, από την κάψα κι από τα χιόνια.

 

Θα 'λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο

 

Κύκλωπα που βλέπει μ' ένα μάτι, τις Σειρήνες
που σαν τις ακούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα
και τη Χάρυβδη απ' ανάμεσό μας·

τόσα περίπλοκα τέρατα, που δεν μας αφήνουν να

 

στοχαστούμε, πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος
που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή
και με το σώμα.

 

Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γί-

 

νει το ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε
την Τροία.

Φαντάζομαι πως έρχεται να μ' αρμηνέψει πώς να

 

φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω
τη δική μου Τροία.

 

Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια,

 

λες με γνωρίζει σαν πατέρας

είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι

 

στα δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύ-
μωνε ο αγέρας,



Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντι-

 

σμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν
έναν.

Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πε-

 

θαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου
απομέναν.

 

Μιλά... βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να

 

δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη
η γοργόνα

να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα

 

στην καρδιά του χειμώνα.

Γ. Σεφέρης, «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους»


ξένος στίχος: ο πρώτος στίχος του ποιήματος του Σεφέρη είναι μια παραλλαγή του πρώτου στίχου του σονέτου Το ωραίο ταξίδι του Γάλλου ποιητή Ιωακείμ ντι Μπελαί (1525-1560):

Ευτυχισμένος όποιος σαν τον Οδυσσέα
έκανε ένα ωραίο ταξίδι

(Heureux qui, comme Ulysse, a fait un beau
voyage)

ακατέλυτος ρυθμός: ρυθμός ακατάλυτος, ανεξάντλητος, άφθαρτος.
τριγυρισμένος από την ξενιτιά:
 Ο Σεφέρης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα το 1914, σπούδασε στο Παρίσι από το 1918-1924 και από το 1926 ως τη χρονιά που έγραψε το ποίημα ζει στο Λονδίνο.
δρολάπι: δυνατό ανεμόβροχο.
από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό κτλ. αναφορά στην Οδύσσεια, α, στ. 57-59:

κι εκείνος λαχταρώντας
και μονάχα καπνό απ' τον τόπο του να 



 

μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του

 

Ερωτόκριτου* με τα δάκρυα στα μάτια·

τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας

 

την αντίδικη* μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα
μαρμαρένια σκαλοπάτια.

 

Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του κα-

 

ραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυ-
χή σου να γίνεται τιμόνι.

Και να 'σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυ-

 

βέρνητος σαν τ' άχερο στ' αλώνι.


Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντι-

 

σμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν
έναν.

Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πε-

 

θαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου
απομέναν.

 

Μιλά... βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να

 

δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη
η γοργόνα

να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα

 

στην καρδιά του χειμώνα.

Γ. Σεφέρης, «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους»


ξένος στίχος: ο πρώτος στίχος του ποιήματος του Σεφέρη είναι μια παραλλαγή του πρώτου στίχου του σονέτου Το ωραίο ταξίδι του Γάλλου ποιητή Ιωακείμ ντι Μπελαί (1525-1560):

Ευτυχισμένος όποιος σαν τον Οδυσσέα
έκανε ένα ωραίο ταξίδι

(Heureux qui, comme Ulysse, a fait un beau
voyage)

ακατέλυτος ρυθμός: ρυθμός ακατάλυτος, ανεξάντλητος, άφθαρτος.
τριγυρισμένος από την ξενιτιά:
 Ο Σεφέρης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα το 1914, σπούδασε στο Παρίσι από το 1918-1924 και από το 1926 ως τη χρονιά που έγραψε το ποίημα ζει στο Λονδίνο.
δρολάπι: δυνατό ανεμόβροχο.
από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό κτλ. αναφορά στην Οδύσσεια, α, στ. 57-59:

κι εκείνος λαχταρώντας
και μονάχα καπνό απ' τον τόπο του να 

 

στην Οδύσσεια, α, στ. 57-59:

κι εκείνος λαχταρώντας
και μονάχα καπνό απ' τον τόπο του να δει ν'
ανηφορίζει,
ανέλπιδος ποθεί το θάνατο

(μτφρ. Ν. Καζαντζάκης - I. Κακριδής)

δοιάκι: το πηδάλιο του πλοίου.
το τραγούδι του Ερωτόκριτου: ο ποιητής αναφέρεται στις λαϊκές εκδόσεις (φυλλάδες) του Ερωτόκριτου του Βιτσέντζου Κορνάρου, που είχε δει στη Σμύρνη σε παιδική ηλικία. Το ποίημα είχε μεγάλη διάδοση στους ανθρώπους του λαού.
αντίδικος: αντίπαλος, εχθρικός.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΣΧΕΔΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ

Ο Σεφέρης ξεκινώντας από το στίχο του Γάλλου ποιητή εξαρτά την ευτυχία του ανθρώπου που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα από την ύπαρξη μιας αγάπης· σε όλο το ποίημα αναπτύσσεται το μοτίβο της αγάπης είτε με χαρακτηρισμούς που κάνει ο ίδιος ο ποιητής είτε με το προσωπείο που παρεμβάλλει. Το νόημα αυτής της αγάπης θα σας αποκαλυφθεί, αν μελετήσετε προσεχτικά:

α) Τα κοινά σημεία που παρουσιάζει η ζωή του ποιητή με τις περιπέτειες του ομηρικού ήρωα.
β) Το ρεαλισμό με τον οποίο παρουσιάζει τον Οδυσσέα στη μορφή, στην ομιλία και στους τρόπους.
γ) Τη σύνδεση του ομηρικού ήρωα με τους απλούς ανθρώπους της πατρίδας του και τον Ερωτόκριτο.
δ) Τα πολύπλοκα τέρατα (Κύκλωπας, Σειρήνες κτλ.) που μας εμποδίζουν να δούμε τον Οδυσσέα στις ανθρώπινες διαστάσεις του και
ε) Τις συμβουλές του Οδυσσέα στον ποιητή.
Μετά τη μελέτη των στοιχείων αυτών να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις:

  1. Ποια χαρακτηριστικά έχει αυτή η αγάπη;
  2. Τι περιεχόμενο δίνει ο ποιητής στην έννοια αυτής της αγάπης;

Γ. Σεφέρης (σχέδιο του Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα)

 

 

 

 

 

 

 

 


Γ. Σεφέρης (σχέδιο
του Ν. Χατζηκυριάκου