ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ ΓΙΑ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Άννα Δαλασσηνή Αναγνωρισμένα
Εις το χρυσόβουλλον που έβγαλ’ ο Aλέξιος Κομνηνός
για να τιμήσει την μητέρα του επιφανώς,
την λίαν νοήμονα Κυρίαν Άννα Δαλασσηνή —
την αξιόλογη στα έργα της, στα ήθη —
υπάρχουν διάφορα εγκωμιαστικά:
εδώ ας μεταφέρουμε από αυτά
μια φράσιν έμορφην, ευγενική
«Ου το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα, ερρήθη».
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Άννα Κομνηνή Αναγνωρισμένα
Στον πρόλογο της Aλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».
Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Βυζαντινός Άρχων, εξόριστος, στιχουργών Αναγνωρισμένα
Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.
Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε
επιμελέστατος. Και θα επιμείνω,
ότι κανείς καλλίτερά μου δεν γνωρίζει
Πατέρας ή Γραφάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων.
Εις κάθε αμφιβολίαν του ο Βοτανειάτης,
εις κάθε δυσκολίαν στα εκκλησιαστικά,
εμένα συμβουλεύονταν, εμένα πρώτον.
Aλλά εξόριστος εδώ (να όψεται η κακεντρεχής
Ειρήνη Δούκαινα), και δεινώς ανιών,
ουδόλως άτοπον είναι να διασκεδάζω
εξάστιχα κι οκτάστιχα ποιών—
να διασκεδάζω με μυθολογήματα
Ερμού, και Aπόλλωνος, και Διονύσου,
ή ηρώων της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου·
και να συνθέτω ιάμβους ορθοτάτους,
όπως —θα μ’ επιτρέψετε να πω— οι λόγιοι
της Κωνσταντινουπόλεως δεν ξέρουν να συνθέσουν.
Aυτή η ορθότης, πιθανόν, είν’ η αιτία της μομφής.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Μανουήλ Kομνηνός Αναγνωρισμένα
Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.
Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει Αναγνωρισμένα
Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.
Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.
Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;
Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.
Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Θεόφιλος Παλαιολόγος Κρυμμένα
Ο τελευταίος χρόνος είν’ αυτός. Ο τελευταίος των Γραικών
αυτοκρατόρων είν’ αυτός. Κι αλίμονον
τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.
Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη
ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος
λέγει «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην».
A Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο,
πόσον καημό του γένους μας, και πόση εξάντλησι
(πόσην απηύδησιν από αδικίες και κατατρεγμό)
οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν.
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Πάρθεν Κρυμμένα
Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
ΠΗΓΗ:www.kavafis.gr
Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω… – Νομίσματα και Κωνσταντίνος Καβάφης
BYZANTINAI HMEPAI
Η θεματογραφία του Καβάφη περιλαμβάνει ιστορικά πρόσωπα του Βυζαντίου ήδη από τα πρωτόλεια ποιήματά του. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, 1081-1118, και οι γυναίκες που πλαισίωσαν τη ζωή και τη δράση του, όπως η μητέρα του Άννα Δαλασσηνή, η σύζυγός του Ειρήνη Δούκαινα και η κόρη του Άννα Κομνηνή, αλλά και ο υπόλοιπος οίκος των Κομνηνών απασχόλησαν τον ποιητή. Αρκετά από τα ποιήματά του αναφέρονται στην περίοδο της παρακμής πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, 1453, και την πτώση της Τραπεζούντας το 1462. Στις Βυζαντιναί Ημέραι περιλαμβάνονται τα ποιήματα Bυζαντινός άρχων, εξόριστος στιχουργών, Άννα Δαλασηνή, Άννα Kομνηνή, Mανουήλ Kομνηνός, Aπό υαλί χρωματιστό και Πᾶρθεν για τους Κομνηνούς και τους Παλαιολόγους, τον οικογενειακό τους περίγυρο, την παρακμή πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την άλωση της Τραπεζούντας.
ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΧΩΝ, ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ, ΣΤΙΧΟΥΡΓΩΝ
Οἱ ἐλαφροὶ ἂς μὲ λέγουν ἐλαφρόν. Στὰ σοβαρὰ πράγματα ἤμουν πάντοτε ἐπιμελέστατος. Καὶ θὰ ἐπιμείνω, ὅτι κανεὶς καλλίτερά μου δὲν γνωρίζει Πατέρας ἢ Γραφάς, ἢ τοὺς Κανόνας τῶν Συνόδων. Εἰς κάθε ἀμφιβολίαν του ὁ Βοτανειάτης, εἰς κάθε δυσκολίαν στὰ ἐκκλησιαστικά, ἐμένα συμβουλεύονταν, ἐμένα πρῶτον. Ἀλλὰ ἐξόριστος ἐδῶ (νὰ ὄψεται ἡ κακεντρεχὴς Εἰρήνη Δούκαινα), καὶ δεινῶς ἀνιῶν, οὐδόλως ἄτοπον εἶναι νὰ διασκεδάζω ἑξάστιχα κι ὀκτάστιχα ποιῶν — νὰ διασκεδάζω μὲ μυθολογήματα Ἑρμοῦ, καὶ Ἀπόλλωνος, καὶ Διονύσου, ἢ ἡρώων τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Πελοποννήσου· καὶ νὰ συνθέτω ἰάμβους ὀρθοτάτους, ὅπως — θὰ μ᾽ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ — οἱ λόγιοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ξέρουν νὰ συνθέσουν. Αὐτὴ ἡ ὀρθότης, πιθανόν, εἶν᾽ ἡ αἰτία τῆς μομφῆς.
1921
ΑΝΝΑ ΔΑΛΑΣΣΗΝΗ
Εἰς τὸ χρυσόβουλλον ποὺ ἔβγαλ᾽ ὁ Ἀλέξιος Κομνηνὸς γιὰ νὰ τιμήσει τὴν μητέρα του ἐπιφανῶς, τὴν λίαν νοήμονα Κυρίαν Ἄννα Δαλασσηνὴ — τὴν ἀξιόλογη στὰ ἔργα της, στὰ ἤθη — ὑπάρχουν διάφορα ἐγκωμιαστικά: ἐδῶ ἂς μεταφέρουμε ἀπὸ αὐτὰ μιὰ φράσιν ἔμορφην, εὐγενικὴ «Οὐ τὸ ἐμὸν ἢ τὸ σόν, τὸ ψυχρὸν τοῦτο ρῆμα, ἐρρήθη».
1927
ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Ὁ βασιλεὺς κὺρ Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς μιὰ μέρα μελαγχολικὴ τοῦ Σεπτεμβρίου αἰσθάνθηκε τὸν θάνατο κοντά. Οἱ ἀστρολόγοι (οἱ πληρωμένοι) τῆς αὐλῆς ἐφλυαροῦσαν ποὺ ἄλλα πολλὰ χρόνια θὰ ζήσει ἀκόμη. Ἐνῶ ὅμως ἔλεγαν αὐτοί, ἐκεῖνος παληὲς συνήθειες εὐλαβεῖς θυμᾶται, κι ἀπ᾽ τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν προστάζει ἐνδύματα ἐκκλησιαστικὰ νὰ φέρουν, καὶ τὰ φορεῖ, κ᾽ εὐφραίνεται ποὺ δείχνει ὄψι σεμνὴν ἱερέως ἢ καλογήρου. Εὐτυχισμένοι ὅλοι ποὺ πιστεύουν, καὶ σὰν τὸν βασιλέα κὺρ Μανουὴλ τελειώνουν ντυμένοι μὲς τὴν πίστι των σεμνότατα.
1905
ΑΠΟ ΥΑΛΙ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΟ
Πολὺ μὲ συγκινεῖ μιὰ λεπτομέρεια στὴν στέψιν, ἐν Βλαχέρναις, τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ καὶ τῆς Εἰρήνης Ἀνδρονίκου Ἀσάν. Ὅπως δὲν εἶχαν παρὰ λίγους πολύτιμους λίθους (τοῦ ταλαιπώρου κράτους μας ἦταν μεγάλ᾽ ἡ πτώχεια) φόρεσαν τεχνητούς. Ἕνα σωρὸ κομάτια ἀπὸ ὑαλί, κόκκινα, πράσινα ἢ γαλάζια. Τίποτε τὸ ταπεινὸν ἢ τὸ ἀναξιοπρεπὲς δὲν ἔχουν κατ᾽ ἐμὲ τὰ κοματάκια αὐτὰ ἀπὸ ὑαλὶ χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον σὰν μιὰ διαμαρτυρία θλιβερὴ κατὰ τῆς ἄδικης κακομοιριᾶς τῶν στεφομένων. Εἶναι τὰ σύμβολα τοῦ τί ἥρμοζε νὰ ἔχουν, τοῦ τί ἐξ ἅπαντος ἧταν ὀρθὸν νὰ ἔχουν στὴν στέψι των ἕνας Κὺρ Ἰωάννης Καντακουζηνός, μιὰ Κυρία Εἰρήνη Ἀνδρόνικου Ἀσάν.
1925
ΠEPIMENONTAΣ TOYΣ BAPBAPOYΣ
Η σκηνή είναι πιθανότατα φανταστική αλλά το σκηνικό μας υποβάλλει τη Ρώμη της παρακμής λίγο πριν την κατάλυση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας από τους λαούς των μεγάλων επιδρομών.
Κ.Π. Καβάφης και Βυζάντιο (ποιητικές συνομιλίες)
Ούτε εστίασε μόνο στον "ένδοξό μας βυζαντινισμό", αλλά αναφέρθηκε και σε γνωστούς μας από τη φετινή ιστορία αυτοκράτορες και άλλα "βυζαντινά" πρόσωπα. Είναι δε εντυπωσιακή η ευρυμάθειά του όχι μόνο περί τους αρχαίους συγγραφείς , όπως ο Όμηρος όπως είδαμε π.χ. εδώ και εδώ , ή την ύστερη αρχαιότητα, που τον απασχολεί σε πλείστα ποιήματα, αλλά και περί τη βυζαντινή ιστορία και τα βυζαντινά κείμενα. Ο Γ. Σεφέρης (Δοκιμές) αναφέρει τη δηλωμένη από τον ίδιο τον ποιητή εμβριθή μελέτη του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού.
Μια σταχυολόγηση καβαφικών ποιημάτων με βυζαντινή χροιά...
(και στο τέλος επιπλέον ποιητικά σχόλια από τη
βυζαντινολόγο Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ)
[Προφανώς γνώριζε την Απόκρυφη Ιστορία μεγάλου βυζαντινού ιστορικού/ ιστοριογράφου Προκόπιου στην αυλή του Ιουστινιανού, που έγραψε πολλά εγκωμιαστικά σχετικά με τον αυτοκράτορα, αντιπαθούσε όμως τη Θεοδώρα. Μάλιστα -μάλλον μετά το θάνατο του Ιουστινιανού- καταφέρεται εναντίον και των δύο αναφερόμενος στη δαιμονική φύση τους.]
μη βαυκαλίζεσαι πού είναι αδύνατον
καθαίρεσις να γίνει των αγίων εικόνων,
αφού δεν φάνηκεν ακόμη ο αυτοκράτωρ Κόνων.
Ά πατριάρχη δυστυχή μη βαυκαλίζεσαι˙
Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι. Λίγο να βαδίσεις
στην ίσια της οδό που στο Ιπποδρόμιο παύει,
θα δεις παλάτια και μνημεία που θ' απορήσεις.
Όσο κι αν έπαθεν απ' τους πολέμους βλάβη
όσο κι αν μίκραινε, πάντα θαυμάσια χώρα.
Κ' έπειτα μ' εκδρομές, και με βιβλία,
και με σπουδές διάφορες περνά η ώρα.
Το βράδυ μαζευόμεθα στην παραλία
(1081-1185)
Αλέξιος Α΄ Κομνηνός |
Εις το χρυσόβουλον που έβγαλ’ ο Αλέξιος Κομνηνός
για να τιμήσει την μητέρα του επιφανώς,
την λίαν νοήμονα Κυρίαν Άννα Δαλασσηνή—
την αξιόλογη στα έργα της, στα ήθη —
υπάρχουν διάφορα εγκωμιαστικά:
εδώ ας μεταφέρουμε από αυτά μια φράσιν έμορφην, ευγενική
«Οὐ τὸ ἐμὸν ἢ τὸ σόν, τὸ ψυχρὸν τοῦτο ρῆμα, ἐρρήθη».