Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Κ.Π.Καβάφης Άννα Δαλασσηνη

 

Κ.Π.Καβάφης, Άννα  Δαλασσηνη

.....................

Εις το χρυσόβουλλον που έβγαλ’ ο Aλέξιος Κομνηνός για να τιμήσει την μητέρα του επιφανώς, την λίαν νοήμονα Κυρίαν Άννα Δαλασσηνή — την αξιόλογη στα έργα της, στα ήθη — υπάρχουν διάφορα εγκωμιαστικά: εδώ ας μεταφέρουμε από αυτά μια φράσιν έμορφην, ευγενική «Ου το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα, ερρήθη».
.................................................................
Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Τα Ποιήματα, Τ. Β’ 1919 - 1933, Ίκαρος 1963
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΑ


Άννα Δαλασσηνή (; - Κωνσταντινούπολη, 1105)
Μητέρα του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού. Η Άννα καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Δαλασσηνών και παντρεύτηκε τον κουροπαλάτη Ιωάννη Κομνηνό, αδερφό του αυτοκράτορα Ισαακίου Α΄ Κομνηνού. Τα θαυμάσια ψυχικά και πνευματικά της χαρίσματα επηρέασαν βαθιά τη διάπλαση της προσωπικότητας του γιου της Αλέξιου, που αναγνωρίζοντας την αξία της τής εμπιστεύτηκε τη διοίκηση του κράτους με βασιλική εξουσία, όταν ξεκίνησε την εκστρατεία του εναντίον των Νορμανδών (1081). Κατά την περίοδο αυτή η Άννα αποκάλυψε αξιόλογα διοικητικά προσόντα με τα οποία βοήθησε το γιο της σε πολλές περιστάσεις και αργότερα. Το χαρακτήρα και τις αρετές της Άννας Δαλασσηνής περιγράφει ζωντανά η εγγονή της Άννα Κομνηνή στην περίφημη «Αλεξιάδα» της. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Άννα Δαλασσηνή είχε αποσυρθεί στη Μονή του Παντεπόπτου.

Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (Κωνσταντινούπολη, 1057-1118)
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1081-1118), εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή, θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών, μιας από τις ενδοξότερες της βυζαντινής ιστορίας. Γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της γνωστής για το δυναμισμό της Άννας Δαλασσηνής, νυμφεύθηκε την Ειρήνη Δούκαινα, μέλος της ισχυρής οικογένειας των Δούκα. Προερχόμενος από τη στρατιωτική αριστοκρατία της επαρχίας, είχε διακριθεί, πριν γίνει αυτοκράτορας, σε υψηλά στρατιωτικά αξιώματα επί της βασιλείας του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα και του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη, τον οποίο και ανέτρεψε για να καταλάβει την εξουσία.
Ο Αλέξιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του κράτους σε στιγμές δύσκολες. Από τη μια είχε να αντιμετωπίσει την εσωτερική αποδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας, και από την άλλη πλήθος εξωτερικούς εχθρούς. Δέκα μόλις χρόνια πριν (1071), οι Βυζαντινοί είχαν υποστεί μια αποφασιστική για τις συνέπειές της ήττα στο Μαντζικέρτ της Μικράς Ασίας: μια νέα δύναμη, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, εμφανίζεται τότε στο προσκήνιο της ιστορίας και σε μικρό χρονικό διάστημα κυριεύει όλη σχεδόν τη Μικρά Ασία.
Με την ανάρρηση του Αλεξίου στο θρόνο αρχίζει μια γενική προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του κράτους και για την αντιμετώπιση των εισβολέων. Ο Αλέξιος κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του άλλοτε με την επίσημη διπλωματία, άλλοτε στρέφοντας με επιδέξιους χειρισμούς τον ένα εναντίον του άλλου και άλλοτε με την αναμέτρηση στα πεδία των μαχών. Στο διάστημα της βασιλείας του τρία κυρίως σφράγισαν με τις επιπτώσεις τους τις τύχες του Βυζαντίου: η προέλαση και απόκρουση των Νορμανδών της Ιταλίας, η διείσδυση της Βενετίας στις θάλασσες της Ανατολής και η Α΄ σταυροφορία.
Η προέλαση των Νορμανδών προς Α. μπορεί να θεωρηθεί προάγγελος των Σταυροφοριών. Για πρώτη φορά ένας στρατός από τη Δύση, αφού κατέλαβε τις βυζαντινές κτήσεις της Ιταλίας, πέρασε την Αδριατική και εξόρμησε προς τα βυζαντινά εδάφη των Βαλκανίων, με απώτερο σκοπό να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος Κομνηνός κατόρθωσε να τους αναχαιτίσει δύο φορές: Την πρώτη φορά (1081-1085), αντιμετώπισε με πολλή δυσκολία τις στρατιές του Ροβέρτου Γισκάρδου και του γιου του Βοημούνδου στο Δυρράχιο, στα Ιωάννινα και στη Λάρισα. Στη σκληρή εκείνη προσπάθεια ο νέος αυτοκράτορας έφτασε στο σημείο να ρευστοποιήσει ακόμη και τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας για να προετοιμάσει στρατό. Τη δεύτερη φορά (1107-1108) συγκρούστηκε με το Βοημούνδο, που στο μεταξύ είχε πάρει μέρος στην Α΄ Σταυροφορία και είχε ιδρύσει ανεξάρτητη ηγεμονία στην Αντιόχεια (1098). Οι πρώτοι εκείνοι πόλεμοι των Νορμανδών με τους Βυζαντινούς τροφοδοτούσαν την επική ύλη της Δύσης. Εκτός από το μεσαιωνικό έπος που αναφέρεται στα κατορθώματα του Ροβέρτου Γισκάρδου («Gesta Roberti Wiscardi»), μακρινές απηχήσεις υπάρχουν και στο γνωστό γαλλικό έπος του Ρολάνδου («Chanson de Roland»).
Για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς, ο Αλέξιος υπέγραψε με τη Δημοκρατία της Βενετίας (που, σε αντίθεση με το Βυζάντιο, διέθετε αξιόλογο στόλο) την περίφημη συνθήκη του 1082. Με τη συνθήκη εκείνη ο Βυζαντινός αυτοκράτορας παραχωρούσε στους Βενετούς ευρύτατα προνόμια στην Ανατολή, που αποτέλεσαν τις βάσεις για την κυριαρχία της Βενετίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο και ταυτόχρονα κλόνιζαν το βυζαντινό εμπόριο σε Ανατολή και Δύση. Η συνθήκη εκείνη ανανεώθηκε αργότερα και από τους διαδόχους του Αλεξίου, ενώ παράλληλα παραχωρήθηκαν ανάλογα προνόμια και σε άλλες ναυτικές πόλεις της Ιταλίας, που κατόρθωσαν με τον καιρό να πάρουν στα χέρια τους το εμπόριο στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Στα χρόνια του Αλεξίου οργανώθηκε από τον πάπα της Ρώμης Ουρβανό Β΄ και διαφόρους ηγεμόνες της Δύσης η Α΄ Σταυροφορία (1096-1099). Αρχικός σκοπός της ήταν η απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, που είχαν καταληφθεί το 1077 από τους αλλόθρησκους Σελτζουκίδες. Βαθύτερα κίνητρα ήταν η έλξη που ασκούσε το θρυλικό

ασκούσε το θρυλικό για τα πλούτη και τον πολιτισμό του Βυζάντιο, τα φιλόδοξα όνειρα των ηγεμόνων της Δύσης για ανδραγαθίες και πολεμικές περιπέτειες και, πάνω απ’ όλα, η δίψα για την κατάκτηση νέων εδαφών στην Ανατολή. Ανάμεσα στα άλλα επιχειρήματα που επικαλέστηκαν οι Δυτικοί, για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στα εδάφη του Βυζαντίου, ήταν μια δήθεν επιστολή του Αλεξίου Κομνηνού προς τον κόμη Ροβέρτο Α΄ της Φλάνδρας, η οποία θεωρείται σήμερα από τους περισσότερους μελετητές πλαστή. Θα ήταν απίθανο ο Βυζαντινός αυτοκράτορας να ζητήσει την οργάνωση σταυροφορίας από τους καθολικούς σε μια εποχή (1096) που ήταν πια ο ίδιος σε θέση να αντιμετωπίσει μόνος του τους Τούρκους και να ξαναπάρει τα εδάφη που ανήκαν άλλοτε στο Βυζαντινό Κράτος. Εξάλλου, την ίδια εποχή, εσωτερικές διαμάχες των Τούρκων έδιναν στον Αλέξιο την ευκαιρία να αρχίσει επιχειρήσεις για την ανακατάληψη της Μικράς Ασίας. Οι επιχειρήσεις όμως αυτές σταμάτησαν με την άφιξη χιλιάδων σταυροφόρων στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει κατοχυρώνοντας τα δικαιώματα του Βυζαντίου με συνθήκες που υπέγραψε μαζί τους. Σύμφωνα με τις συνθήκες αυτές, ο ίδιος αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει στους σταυροφόρους τρόφιμα και πολεμοφόδια, ενώ εκείνοι αναγνώριζαν με «όρκους» την επικυριαρχία του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Από τις χώρες που θα «απελευθέρωναν» είχαν υποσχεθεί να παραδίδουν στο Βυζάντιο τα εδάφη εκείνα που ανήκαν παλαιότερα σε αυτό. Έτσι, μετά τις πρώτες νίκες σταυροφόρων και Βυζαντινών κατά των Τούρκων στη Νίκαια και στο Δορύλαιο (1097), το Βυζαντινό Κράτος ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Αργότερα όμως, όταν επιτεύχθηκε ο αρχικός σκοπός της Σταυροφορίας, δηλαδή η κατάληψη της Ιερουσαλήμ, οι δυτικοί ηγεμόνες ξεχνώντας τις υποσχέσεις τους, ίδρυσαν αυτόνομα λατινικά κράτη στην Ανατολή, γεγονός που δημιούργησε μια νέα κατάσταση πραγμάτων στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.




Ύστερα από αγώνες σαράντα περίπου χρόνων, ο Αλέξιος πέτυχε να ξαναδώσει στο Βυζάντιο μεγάλο μέρος από την παλιά του αίγλη. Ανασυγκρότησε το βυζαντινό στρατό, που τον ενίσχυσε και με τμήματα ξένων μισθοφόρων, καθώς και τον ανύπαρκτο σχεδόν, κατά την άνοδό του στο θρόνο, βυζαντινό στόλο. Με σκοπό την αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού, ο Αλέξιος επέφερε αλλαγές στην ιεραρχία και στις αρμοδιότητες των κρατικών υπαλλήλων και χρησιμοποίησε νέες μεθόδους στο φορολογικό σύστημα. Αλλά η παροχή ειδικών προνομίων και φορολογικών απαλλαγών σε μεγάλους γαιοκτήμονες και σε μοναστικά ιδρύματα ενίσχυσε τη μεγάλη γαιοκτησία. Η Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και η Μονή της Πάτμου διασώζουν πολλά έγγραφα του Αλεξίου Κομνηνού, απ’ όπου αντλούμε χρήσιμες πληροφορίες για πολλά θέματα της εποχής, ιδίως σχετικά με την εσωτερική ιστορία του Βυζαντινού Κράτους.
Στην εκκλησιαστική πολιτική του ο Αλέξιος Κομνηνός ενθάρρυνε την Εκκλησία να καταδικάσει τις αιρέσεις της εποχής, όπως ήταν ο «βογομιλισμός»  (θρησκευτική αίρεση που διαδόθηκε πολύ ανάμεσα στους Σλάβους της Βαλκανικής, παίρνοντας, ως ένα βαθμό, και χαρακτήρα κοινωνικής εξέγερσης), ο «νεοπλατωνισμός» (όπως φανερώθηκε στη δίκη του Ιωάννη του Ιταλού) κτλ.
Βασική πηγή για την προσωπικότητα και το έργο του Αλεξίου Κομνηνού αποτελεί η «Αλεξιάς», ένα ιστορικό σύγγραμμα που έγραψε η κόρη του Άννα Κομνηνή, η οποία σκιαγράφησε μια κάπως εξιδανικευμένη εικόνα του μεγάλου πατέρα της, αλλά κατόρθωσε συνάμα να ζωντανέψει με γλαφυρότητα μια ολόκληρη εποχή.

Το ποίημα

Εις το χρυσόβουλλον που έβγαλ’ ο Aλέξιος Κομνηνός
για να τιμήσει την μητέρα του επιφανώς,
την λίαν νοήμονα Κυρίαν Άννα Δαλασσηνή —
την αξιόλογη στα έργα της, στα ήθη —
υπάρχουν διάφορα εγκωμιαστικά:
εδώ ας μεταφέρουμε από αυτά
μια φράσιν έμορφην, ευγενική
«Ου το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα, ερρήθη». 

Στα 1081, ο Αλέξιος φεύγοντας να πολεμήσει, εμπιστεύτηκε επίσημα όλες τις αυτοκρατορικές εξουσίες στη μητέρα του. Το σχετικό αυτοκρατορικό διάταγμα περιείχε σειρά τιμητικών αναφορών σ’ εκείνη, που χάρη στις ιδιαίτερες ποιότητες του χαρακτήρα της, και κυρίως χάρη στην εμπιστοσύνη που της είχε ο Αλέξιος, κρινόταν σαφώς κατάλληλη να αναλάβει μια τόσο σημαντική ευθύνη.
Ο Καβάφης, που κάποτε αναζητά στην ποίησή του και αναδεικνύει τα ελάχιστα θετικά πρότυπα  από το χώρο της πολιτικής, τιμά εδώ σε πρώτο και εμφανή επίπεδο την Άννα Δαλασσηνή, αλλά στην πραγματικότητα και πιο ουσιαστικά τον γιο της, Αλέξιο Κομνηνό.   
Η Άννα Δαλασσηνή ξεχωρίζει για το ήθος και την ευφυΐα της, που τόσο εύστοχα έθεσε σε λειτουργία προκειμένου να διασφαλίσει τον αυτοκρατορικό θρόνο για το γιο της. Ο ποιητής τη χαρακτηρίζει λίαν νοήμονα κι ακόμη περισσότερο την αποκαλεί εμφατικά Κυρία, θέλοντας να επισημάνει πως η Δαλασσηνή διατήρησε πάντοτε την αξιοπρέπειά της και υπήρξε πρότυπο ηθικής ακεραιότητας. Αξιόλογη στα έργα της και έμφυτα χαρισματική επηρέασε βαθιά τη διαμόρφωση και την πορεία του γιου της.
Ο κύριος έπαινος του ποιητή, ωστόσο, αφορά τον Αλέξιο, ο οποίος σε αντίθεση με τη δεσπόζουσα στάση αχαριστίας και αγνωμοσύνης, που χαρακτηρίζει συνήθως τους ανθρώπους, αναγνωρίζει, αποδέχεται και δηλώνει επίσημα το πόσο ευεργετική υπήρξε για εκείνον η δράση και η προσωπικότητα της μητέρας του. Ενώ, λοιπόν, οι περισσότεροι άνθρωποι στη θέση του θα λησμονούσαν γρήγορα το πόσα όφειλαν στους γονείς τους, εκείνος δεν διστάζει να καταγράψει στο αυτοκρατορικό του διάταγμα όλη την τρυφερότητα και την εκτίμηση που τρέφει για τη μητέρα του, στην οποία και παραχωρεί χωρίς ενδοιασμούς όλες τις αυτοκρατορικές εξουσίες.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει ο ποιητής σε μια φράση πολύ όμορφη και ευγενική, όπως τη χαρακτηρίζει: «Το δικό μου ή το δικό σου, η ψυχρή αυτή λέξη δεν ειπώθηκε». Φράση που φανερώνει πως ανάμεσα στον Αλέξιο και τη μητέρα του δεν υπήρχε καμία διάθεση ανταγωνισμού ή καχυποψίας. Η ανάρρηση του Αλέξιου στο θρόνο και όλα τα ακόλουθα επιτεύγματά του, έστω κι αν βασίστηκαν σε σημαντικό βαθμό στη δράση της μητέρας του, αναγνωρίζονται ως κοινό κτήμα και των δύο. Ο Αλέξιος δεν έχει απολύτως καμία πρόθεση να υποτιμήσει ή να παραγνωρίσει τη συνεισφορά της μητέρας του, κι εκείνη με τη σειρά της δεν έχει κανένα λόγο να αμφισβητήσει το κύρος και την εξουσία του γιου της.
Έτσι, σ’ ένα πλαίσιο συνεχών ανταγωνισμών, όπως ήταν αυτό του Βυζαντίου, ο Αλέξιος Κομνηνός και η μητέρα του, εμφανίζουν μια σύμπνοια κι έναν αλληλοσεβασμό πρωτόγνωρο και αξιέπαινο. Γεγονός, μάλιστα, που αποτελεί πολύ μεγαλύτερη τιμή για τον Αλέξιο, ο οποίος από τη στιγμή που έλαβε την εξουσία είχε κάθε πιθανή ευκαιρία να περιορίσει τη μητέρα του, όπως συνέβη τελικά στα τελευταία χρόνια της ζωής της, οπότε και αποσύρθηκε στη Μονή του Παντεπόπτου.