Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Κ.Γ.Καρυωτάκης,ο αρχαίος ελληνικός μύθος

 Πηγή:frear.gr

Ο αρχαίος ελληνικός μύθος σε κείμενα του Κ. Γ. Καρυωτάκη – γράφει ο Θοδωρής Μπόνης

Ο αρχαίος ελληνικός μύθος σε κείμενα του Κ. Γ. Καρυωτάκη:
Η περίπτωση της Μούσας της λυρικής ποίησης

Ο ρόλος των μύθων είναι «η αρμονική ικανοποίηση των πολλαπλών πόθων», η αλόγιστη συσσώρευση των οποίων δημιουργεί το αίσθημα της οδύνης της ζωής. Η συνεχής έξαρση της φαντασίας απέναντι σε παράλογους πόθους συνδέεται αναπόδραστα με την τάση του ατόμου να απωθεί τον φόβο του θανάτου αντί να τον εξιδανικεύει προκειμένου να τον υπερνικήσει. Ο αμετάβλητος χαρακτήρας των μυθικών συμβόλων συμβάλλει στην αποδοχή και εξιδανίκευση του αναπόφευκτου του θανάτου καθώς και στη διανοητικοποίηση των τυφλών επιθυμιών [1].

Μια από τις πιο συνηθισμένες μυθολογικές επικλήσεις που παρατηρούνται από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή στο πεδίο της ποίησης είναι αυτή της Μούσας, ενώ η σχέση της με τον ποιητή συνιστά θέμα τόσο διαχρονικό όσο και υπερτοπικό [2]. Στη νεοελληνική ποίηση το θέμα «Ποιητής και Μούσα» έχει απασχολήσει σημαντικό αριθμό συγγραφέων, όπως αποδεικνύουν οι περιπτώσεις των Ούγκο Φόσκολο, Ανδρέα Κάλβου, Διονυσίου Σολωμού, Κωστή Παλαμά, Κώστα Βάρναλη, Άγγελου Σικελιανού και Κ. Π. Καβάφη. Σε αντίθεση με τους ομοτέχνους του, η εμφάνιση του Καρυωτάκη και του ως άνω αντιπροσωπευτικού του ποιήματος «Πολύμνια» σηματοδοτεί την απαρχή της ποιητικής πορείας και σύνδεσής του με τον μοντερνισμό, η οποία θα ωριμάσει στα Ελεγεία και Σάτιρες [3]:

Ψεύτικα αισθήματα
ψεύτη του κόσμου!
Μα το παράξενο
φως του έρωτός μου

φέγγει στου σκότεινου
δρόμου την άκρη:
Με το παράπονο
και με το δάκρυ,

κόρη χλωμόθωρη,
μαυροντυμένη.
Κ’ είναι σαν αίνιγμα,
και περιμένει.

Λάμπει το βλέμμα της
απ’ την ασθένεια.
Σάμπως να λιώνουνε
χέρια κερένια.

Στ’ άσαρκα μάγουλα
πως έχει μείνει
πίκρα το νόημα
γέλιου που σβήνει!

Είναι το ανεξήγητο
το μικροστόμα
δίχως το μίλημα,
δίχως το χρώμα.

Κάποια μεσάνυχτα
θα σε αγαπήσω,
Μούσα. Τα μάτια σου
θαν τα φιλήσω,

να βρω γυρεύοντας
μες στα νερά τους
τα χρυσονείρατα
και τους θανάτους,

και τη βασίλισσα
λέξη του κόσμου,
και το παράξενο
φως του έρωτός μου

Η «Πολύμνια» ανήκει στα Νηπενθή και στην πρώτη ενότητα της συλλογής που τιτλοφορείται Πληγωμένοι Θεοί. Πρόκειται για ένα ποίημα ποιητικής που γράφτηκε από τον Καρυωτάκη το 1920, δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στο περιοδικό Νουμάς και είναι αφιερωμένο στον σοσιαλιστή ποιητή Ιωσήφ Ραφτόπουλο, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία τριάντα ετών από φυματίωση. Ο ανωτέρω στροφικός διαχωρισμός του ποιήματος πραγματοποιήθηκε από τον Γ. Π. Σαββίδη, ενώ στη δημοσίευσή του από τον Καρυωτάκη και στον Νουμά και στα Νηπενθή οι στίχοι παρατίθενται εν όλω. Πρόκειται για ποίημα τριάντα έξι στίχων, όπου εναλλάσσονται οι προπαροξύτονοι δαχτυλικοί εξασύλλαβοι με τους παροξύτονους δαχτυλικούς πεντασύλλαβους με ομοιοκαταληξία αβγβ. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η Πολύμνια, ως μούσα της αρχαίας λυρικής ποίησης προστάτευε και την ελεγεία, η οποία στην πιο διαδεδομένη δίστιχη μορφή της δομείται σε δαχτυλικό εξάμετρο και δαχτυλικό πεντάμετρο. Παρά τους εσκεμμένους παρατονισμούς και το διασκελισμό των στίχων 26-27 (θα σε αγαπήσω,/ Μούσα.), διατηρούνται ο ρυθμός και το μέτρο του ποιήματος. Παρόλα αυτά, ο συγγραφέας προβαίνει σε μία «ατελή μίμηση» της αρχαίας προσωδίας [4] προσδίδοντας νεωτερική υφή στο ποίημα [5]. Ο βασικός χαρακτήρας του ποιήματος είναι η Πολύμνια, προσωποποιημένη μούσα της λυρικής ποίησης που παρουσιάζεται από τον συγγραφέα ως ασθενική γυναίκα, χλωμή, παραπονεμένη και ντυμένη πένθιμα. Ο Ησίοδος αναφέρει ότι οι Μούσες ήταν στο σύνολό τους εννέα και κάθε μία εκπροσωπούσε διαφορετικό καλλιτεχνικό τομέα, ενώ το τραγούδι τους δεν αποτελούσε μόνο ένα μέσο μετάδοσης πληροφοριών αλλά ήταν, επίσης, μορφή ψυχαγωγίας και παρηγοριάς στα βάσανα των θνητών [6]. Η φωνή τους, ωστόσο, γινόταν αντιληπτή μόνο τη νύχτα και η αγάπη τους για κάποιον μετουσιωνόταν σε γλυκό τραγούδι. Από την άλλη πλευρά, η βασική πεποίθηση που επικρατούσε μεταξύ των ποιητών ήταν ότι τα έργα τους συνιστούσαν μιμήσεις των Μουσών και για αυτόν τον λόγο πίστευαν ότι χρωστούσαν τα πάντα σε αυτές [7].

Πριν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τη μορφή της Πολύμνιας, είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως δεν είναι η πρώτη φορά που συναντάται η Μούσα σε δημοσιευμένο καρυωτακικό κείμενο. Αυτό συμβαίνει στο ποίημα «Ο θάνατος του ποιητή»:

Η Μούσα ήσουνα εσύ.
Και τα χρυσόνειρα τα νιοσβησμένα
τα ‘χα έτσι μπερδεμένα
με τα δικά σου τα χρυσόμαλλα,
που δεν μπορούσα να κοιτάξω τα μαλλάκια σου
δίχως να πλάσω ονείρατα·
κι ήταν το κάθε μου όνειρο
πλεγμένο γύρω στα μαλλιά σου
και μες στην αγκαλιά σου,
αγαπημένη.

Το ποίημα γράφτηκε είτε το 1916 είτε το 1917 και η μορφή της Μούσας στην περίπτωση αυτή είναι διαφορετική καθώς παραπέμπει σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο με ξανθά μαλλιά. Η γυναικεία μορφή της Μούσας απεικονίζεται με χρυσά μαλλιά. Η φωτεινότητα που εκπέμπει η τελευταία αποτελεί πηγή προσδοκιών και θετικών αναμνήσεων για τον ποιητή [8]. Από την άλλη πλευρά, οι προσδοκίες του διαψεύδονται στην «Πολύμνια», καθώς δεν είναι η φυσική της ομορφιά που λάμπει, αλλά «το βλέμμα της απ’ την ασθένεια». Αυτή φαίνεται να είναι η βασική αιτία της στροφής του ποιητικού υποκειμένου που ανατρέπει τα καθιερωμένα πρότυπα ομορφιάς, ανάγοντας τώρα την ασχήμια σε ομορφιά [9]. Η πικρία του για τη ζωή αντανακλάται μέσω της ποίησης: Ο συγγραφέας συμπάσχει με την άρρωστη θεά και η συμπόνια του μετατρέπεται σε ερωτική επιθυμία.

Μέσα στα «ψεύτικα αισθήματα» της πραγματικής ζωής η ποίησή του δεν έχει κάποια ανταπόκριση αλλά συνιστά το τελευταίο του καταφύγιο –ένα «παράξενο φως» απογοήτευσης και λύτρωσης, ταυτόχρονα. Ο Καρυωτάκης επιλέγει να επαναλάβει τον τρίτο και τον τέταρτο στίχο με μια παραλλαγή («Μα το παράξενο/ φως του έρωτός μου» και «και το παράξενο/ φως του έρωτός μου»). Στόχος του είναι να καταδείξει ότι γνωρίζει εξ αρχής πως το φως είναι και θα παραμείνει παράξενο, καθώς ο έρωτάς του για τη μούσα-ποίηση δεν γίνεται αιτία ανάκτησης της ζωτικότητάς του αλλά της ατομικής του κατάργησης. Η Πολύμνια ενσαρκώνει την ελεγειακή και μελαγχολική ποίηση που αντιστοιχεί στην ποιητική διάθεση του Καρυωτάκη. Ο ποιητής θα ακούσει το τραγούδι της τη νύχτα και θα την αγαπήσει, καθώς η Μούσα γίνεται ύστατη μορφή παρηγοριάς για τον ίδιο (Κάποια μεσάνυχτα/ θα σε αγαπήσω/ Μούσα). Η νεωτερικότητα του ποιήματος αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι ο συγγραφέας υποσκάπτει το παραδοσιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η σχέση ποιητή και Μούσας. Όπως ορθά επισημαίνει η Τσιριμώκου, «όχι μόνον απουσιάζει οποιαδήποτε επίκληση προς τη μούσα, όχι μόνον δεν επιζητείται η εύνοια της θεάς, αλλά, αντίθετα, έχουμε σαφή αντιστροφή της εξάρτησης: Ο ποιητής υπόσχεται στην “άρρωστη μούσα” του το δικό του φιλί, τη δική του πνοή […]» [10]. Παρά τη μη εξιδανίκευσή της, η αισθησιακή μορφή της μούσας προσφέρει στο ποιητικό υποκείμενο μία διέξοδο από την πραγματικότητα (τα χρυσονείρατα) και μετέπειτα την τελική έκβαση (τους θανάτους).

Κατά συνέπεια, προκύπτει η ταυτόχρονη εμφάνιση ευφορικών (χρυσονείρατα) και δυσφορικών (θάνατοι) συναισθημάτων που στοιχειοθετούν τη μη διάζευξη των αντιθέτων. Η συνύπαρξη αντιφατικών καταστάσεων εκφράζεται σε προσωπικό τόνο με το φεγγοβόλημα του παράξενου ερωτικού φωτός [11]. Ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος με ένα δίλημμα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, αν και σε αμφότερες τις περιπτώσεις η συντριβή είναι αναπόφευκτη. Η επιλογή της ζωής ενέχει τον συμβιβασμό του υποκειμένου με έναν κόσμο ανεπιθύμητο και επίπλαστο. Ο δρόμος προς την ανυπαρξία, αφετέρου, συνιστά οριστική απαλλαγή από τα βάσανα με την «απάρνηση της βούλησης για ζωή» [12]. Η ερωτική συνάντηση με την ποίηση σηματοδοτεί μια διττή εμπειρία που επιχειρείται να εκφραστεί με οριστικό τρόπο (και τη βασίλισσα/ λέξη του κόσμου) και η οποία διαμορφώνει την ποιητική του αυτογνωσία: το βίωμα των ονείρων και την απώλειά τους που οδηγεί στο θάνατο [13]. Η παράξενη έλξη που


παράξενη έλξη που νιώθει το συγγραφικό υποκείμενο για την ασθενική μούσα επιχειρείται να εκφραστεί με μία ποιητική λέξη που είναι διαρκής του πόθος [14], αφού κάτι αντίστοιχο είχε αναζητηθεί πρωτύτερα στο Gala (τη λέξη τη λυπητερή θα βρω/ που ακόμα δεν ειπώθη). Το μέλλον για τον συγγραφέα δεν προμηνύεται ελπιδοφόρο και συνειδητοποιείται ο εφήμερος χαρακτήρας της τέχνης [15]. Η οριστική φθορά της σχέσης του με τη θέα καθιστά ανεπαρκή και εν τέλει άχρηστη την ποιητική του ιδιότητα. Αυτό που απορρίπτει ο Καρυωτάκης δεν είναι το νόημα της ποίησης καθαυτό –εξάλλου ο ίδιος ήταν ποιητής και κατανοούσε την ανάγκη ποιητικής δημιουργίας ως βαλσάμου για την ανθρώπινη ψυχή– αλλά αυτό που θα χαρακτήριζε ο Schopenhauer, κατά τον Ferry, ως το «νόημα του νοήματος» [16]. Η κύρια αφορμή για την «Πολύμνια» πηγάζει από το ποίημα του Baudelaire με τίτλο «Η άρρωστη μούσα» («La muse malade»), η οποία παρατηρείται με βαθουλωμένα μάτια και γεμάτα νυχτερινά οράματα [17] (Τι έχεις, Μούσα μου φτωχή, σήμερα δε μου λες;/ Φάσματα νύχτια τ’ αμαυρά τα μάτια σου κοιτάνε,/και βλέπω από την όψη σου μια-μια ν’ αντιπερνάνε/ τρέλα και φρίκη, σκοτεινές, κρύες και σιωπηλές[18].

Η μποντλερική μούσα λαμβάνει συγκεκριμένο νόημα στον Καρυωτάκη ως Πολύμνια, μούσα της λυρικής ποίησης. Σε αμφότερα όμως τα ποιήματα επιτυγχάνεται η υπονόμευση της οικείας αντίληψης για τη Μούσα καθώς η τελευταία αντιμετωπίζεται συγκαταβατικά και όχι ως ζωογόνος δύναμη ή πηγή έμπνευσης. Η μοντέρνα προσέγγιση της πάσχουσας Μούσας αποκλείει από την αφήγηση το υψηλό ύφος και ο λόγος αποκτά έναν καθημερινό χαρακτήρα. Δεν είναι η θεά αυτή που θα αποταθεί στον συγγραφέα, αλλά η συνάντησή τους εναπόκειται στην πρωτοβουλία του ανθρώπου-ποιητή (Κάποια μεσάνυχτα/ θα σε αγαπήσω,/ Μούσα. Τα μάτια σου/ θαν τα φιλήσω). Η ποιητική δραστηριότητα, επομένως, συνιστά το νηπενθές της ασθενικής μούσας της ποίησης [19]. Αντίθετη είναι η άποψη του Τέλλου Άγρα που υποστηρίζει ότι το ποίημα είναι ένας σολωμικός απόηχος: «Η Μούσα του κ. Καρυωτάκη έχει το βλέμμα να “λάμπει απ’ την ασθένεια”. Δεν είναι η Muse malade του Baudelaire: είναι η Μούσα σε εμφάνιση σολωμικής μοναχής» [20]. Οι διαφορετικές απηχήσεις που προσφέρονται από το ποίημα του Καρυωτάκη καταδεικνύουν την πρόθεσή του να διαλέγεται συνθετικά με ποικίλες παραδόσεις επιχειρώντας να τις ανατρέψει εσωτερικά. Χρησιμοποιεί την Πολύμνια του Παλαμά για να αμφισβητήσει την πανταχού παρουσία της, την παντογνωσία της [21], την ιδιότητά της ως πηγή ελευθερίας και έμπνευσης. Η μούσα της λυρικής ποίησης περιορίζεται σε έναν παθητικό ρόλο: Η ποίηση δεν εκλαμβάνεται πλέον ως καταφύγιο αλλά, σαν τον ποταμό της Λήθης που συνδέει την επιφάνεια της γης με τον Κάτω κόσμο, μετατρέπεται σε προθάλαμο που οδηγεί στην οριστική διέξοδο από την οδύνη.

Στον αντίποδα της μοντέρνας «χλωμόθωρης» κόρης εμφανίζεται η παραδοσιακή και ενεργητική Μούσα στο «Τώρα που μήτε ο έρωτας…» όπου ο ποιητής νοσταλγεί τα νεανικά του χρόνια και τη χαρά που του προσέφερε τότε η ποιητική δημιουργία:

Μια πεταλούδα επέταγε και την ακολουθούσα·
Ήταν απάρθενη η ζωή μου, η ζωή του κόσμου. Η μια.
Ο νους μου σάμπως ξύπνημα τη χαραυγή. Και η Μούσα
μου άγγιζε τα μαλλιά.

Δώστε μου τα παιδιάτικα χρόνια μου πόχουν γίνει
στην ηρεμία του δειλινού χρυσός, ωραίος καπνός,
τα χρόνια που ‘ρθανε χαρά, πέρασαν καλοσύνη,
κι έφυγαν ουρανός.

Παρόλα αυτά, η άρρωστη Πολύμνια μετατρέπεται στο όγδοο ποίημα των Στροφών σε υπεροπτική Μούσα που διέπεται, αντίθετα, από ζωτικότητα, υπερηφάνεια ενώ το πικρό νόημα του γέλιου της που σβήνει γίνεται χλευαστικό. Η ποίηση προσωποποιείται με μία γυναίκα που αποθαρρύνει τον ποιητή, στο μεταξύ τους


που αποθαρρύνει τον ποιητή, στο μεταξύ τους διάλογο, να ελπίζει σε μια μελλοντική καταξίωση:

-Ποιητή, κυλάει το γέλιο μου
μέλι και χλεύη, αλλά
δεν παύεις να σφυροκοπάς
των ήχων τα στεφάνια.
-Κόρη, δουλεύω ανώφελα,
μα η στείρα τι ωφελά
και σιωπηλή του αχάτινου
ματιού σου υπερηφάνια;

Η σκληρότητα και υπερηφάνεια της Κόρης προσιδιάζει περισσότερο στη Μούσα-Ιδέα του Παλαμά. Χωρίς να είναι τόσο ακατάδεκτη όσο στη δεύτερη περίπτωση, θυμίζει τη μούσα στις Εκατό φωνές (Και μοναχά δε μάντεψες το κάτι που ζητούσα·/ ένα ποτήρι δροσερό νερό καθάριο, ω Μούσα). Η σχέση της με τον ποιητή αποκτά εξουσιαστικό χαρακτήρα, γεγονός που κάνει τον τελευταίο να διαμαρτυρηθεί στη «στείρα» άρνησή της να στεφανωθούν. Η προσπάθεια, επομένως, του ποιητή να αποκτήσουν μορφική τελειότητα οι στίχοι του αποβαίνει εκ νέου μάταιη, καθώς η ποίησή του είναι καταδικασμένη στην απόρριψη και τη λήθη. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι τόσο η Κόρη όσο και η Πολύμνια δεν αντιπροσωπεύουν τη μεταφυσική διάσταση της ποίησης, όπως στο έργο του Παλαμά. Πρόκειται για προσωποποιημένες μορφές που δεν διεκδικούν τον ρόλο της θεότητας αλλά υποδεικνύουν έναν προσιτό κόσμο μέσω της ευεργετικής διαδικασίας που χαρακτηρίζει την ποιητική δημιουργία. Παρόλα αυτά, η δραστηριότητα αυτή γίνεται αυτοκαταστροφική όταν τείνει να γνωρίσει τη φρικτή πραγματικότητα. Ο ποιητής αποδέχεται πλέον την αδυναμία του ποιητικού του λόγου να ανατρέψει την αρνητικότητα του κοινωνικού γίγνεσθαι [22].

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Paul Diel, Ο Συμβολισμός στην Ελληνική Μυθολογία, Αθήνα, Εκδόσεις Χατζηνικολή, 2004, σ. 26-27.

2. Δημήτρης Κόκορης, «Τρεις νεωτερικές εκδοχές του θέματος “Ποιητής και Μούσα”: Καρυωτάκης, Ρίτσος, Βαγενάς» στον τόμο Πρακτικά της ΙΒ’ επιστημονικής συνάντησης του Τομέα ΜΝΕΣ του Φιλολογικού Τμήματος του Α.Π.Θ.: «Η νεωτερικότητα στη νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική του 19ου και του 20ου αιώνα» (Θεσσαλονίκη, 27-29/3/2009), Θεσσαλονίκη, Α.Π.Θ., 2010, σ. 563-576.

3. Ό.π.

4. Ο Δημήτρης Κόκορης σημειώνει πως «ο δακτυλικός πεντάμετρος του αρχαίου ελεγειακού διστίχου ήταν, βέβαια, ελλιπής ως προς την άρση του τρίτου και έκτου μετρικού ποδιού, ενώ ανάλογα ελλιπής είναι και ένας πεντασύλλαβος παροξύτονος και δακτυλικός νεοελληνικός στίχους, αφού η τελευταία του μετρική μονάδα του δεν είναι πλήρης (καταληκτικός στίχος). Βλ. Κόκορης, ό.π. και M. L. West, «Το ελεγειακό δίστιχο», Εισαγωγή στην αρχαία ελληνική μετρική, μτφρ. Μ. Ξάνθου, Τ. Τυφλόπουλος, επιμ. Γ. Μ. Παράσογλου, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη] 2004, σ. 37-38.

5. Δημήτρης Κόκορης, ό.π.

6. Mary Lefkowitz, Θνητοί και Αθάνατοι: Οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων και ο ρόλος τους στη ζωή των ανθρώπων, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2005, σ. 36.

7. K. Kerenyi, Η μυθολογία των Ελλήνων, μτφρ. Δημήτρης Λ. Σταθόπουλος, Αθήνα, Γαλαξίας, 1968, σ. 116.

8. Απόστολος Μπενάτσης, «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…», Κώστας Καρυωτάκης, Από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2004, σ. 161.

9. Ό.π., σ. 163. Ο Καρυωτάκης, ωστόσο, δεν αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα ποιητή που επιχειρεί αυτήν την ανατροπή. Αντίστοιχη μεταστροφή συναντούμε και στο ποίημα του Ουράνη, «Σε μια Φθισική» και σε αρκετά ακόμη κείμενα. Πρόκειται για γνωστό ρομαντικογενές στερεότυπο:

Ω! Σ’αγαπώ έτσι άρρωστη κι ωχρή και λυπημένη·
Είσαι για μένα εκείνο που πεθαίνει
Άκλαυτα, αργά και μυστικά·
[…………………………………………]

Και σ’ αγαπάω, γιατί μονάχα εσύ μου δίνεις
την ηδονή, μέσ’ στ’ άταχτό σου το κρεβάτι, που μεθάει
όπως ο λύχνος που φωτίζει μας λαμπρότερα
εκείνες τις στιγμές που ξεψυχάει…

Βλ. Κώστας Ουράνης, Ποιήματα, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας» Ιωάννου Δ. Κολλάρου & ΣΙΑΣ Α.Ε., σ. 32-33.

10. Λίζυ Τσιριμώκου, «Η λυρική μουσολογία του Μπωντλαίρ και του Καρυωτάκη», Εντευκτήριο, τχ. 27/1994, σ. 40.

11. Απόστολος Μπενάτσης, «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…», Κώστας Καρυωτάκης, Από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα, ό.π., σ. 166.

12. Arthur Schopenhauer, Αφορισμοί για την πρακτική σοφία της ζωής, μτφρ. Δημήτρης Υφαντής, Αθήνα, Ροές, 2010, σ. 38.

13. Έλλη Φιλοκύπρου, Παλαμάς, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Ελύτης: Η διαρκής ανεπάρκεια της ποίησης, Αθήνα, Μεσόγειος, 2006, σ. 112-113.

14. Απόστολος Μπενάτσης, «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…», Κώστας Καρυωτάκης, Από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα, ό.π., σ. 166.

15. Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ο κριτικός λόγος του Κ. Γ. Καρυωτάκη», Συμπόσιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, Πρέβεζα, 11-14 Σεπτεμβρίου 1986, επιμ. Μέμη Μελισσαράτου, Πρέβεζα, Δήμος Πρέβεζας, 1990, σ. 47.

16. Luc Ferry, Η ωραιότερη ιστορία της φιλοσοφίας, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Αθήνα, Πατάκης, 2016, σ. 325.

17. Κώστας Στεργιόπουλος, Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη, 2005, σ. 65.

18. Γαλλική ανθολογία· 1800-1940·, μτφρ. Γ. Σημηριώτη, Αθήνα, Χρυσή Δάφνη, 1948, σ. 37.

19. Λίζυ Τσιριμώκου, «Ποιητική αλχημεία: Μπωντλαίρ-Καρυωτάκης», Επιστημονικό Συμπόσιο: Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), 1998, σ. 77.

20. Τέλλος Άγρας, «Ο Καρυωτάκης και οι κριτικοί του», Νέα Εστία, τχ. 1065 (15.11.71), σ. 1574.

21. Άντεια Φραντζή, «Η ποιητική στην ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη», Επιστημονικό Συμπόσιο: Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997), ό.π., σ. 138-139.

22. Έλλη Φιλοκύπρου, Παλαμάς, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Ελύτης: Η διαρκής ανεπάρκεια της ποίησης, ό.π., σ. 119. Βλ. και σ. 125.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Νικόλαος Γύζης.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.