Τόνοι και πνεύματα:
Ποια είναι, λοιπόν, τα σημάδια τονισμού – τόνοι;
Βασικά ήταν τρία: οξεία (’ κλίση προς τα δεξιά), βαρεία (‛ κλίση προς τα αριστερά), οξυβάρεια (’‛) ή περισπωμένη. Συγκεκριμένα, στην οξεία το ύψος της φωνής ανέβαινε στο τονισμένο φωνήεν. Στη βαρεία το ύψος της φωνής ήταν καθοδικό, πράγμα που σημαίνει ότι η φωνή κατέβαινε στο ύψος φωνής των άτονων φωνηέντων. Μάλιστα για κάποιο χρονικό διάστημα σημειωνόταν – καταχρηστικά- σε όλα τα μη τονισμένα φωνήεντα. Αργότερα, όμως, η χρήση της βαρείας περιορίστηκε σε λέξεις οξύτονες, που κανονικά έπαιρναν οξεία στη λήγουσα και μετά δεν ακολουθούσε ισχυρό σημείο στίξης (λ.χ. τελεία) ή εγκλιτική λέξη. Η περισπωμένη σημείωνε την άνοδο της φωνής στον πρώτο χρόνο και την κάθοδό της στο δεύτερο χρόνο, αποτελούσε, δηλαδή, μια μορφή σύνθετου θα λέγαμε τόνου. Επομένως απαιτούνται δύο χρόνοι προκειμένου να εκφραστεί, και άρα αφορά μόνο τα μακρά φωνήεντα και τις διφθόγγους. Γι’ αυτό άλλωστε βασικός κανόνας είναι ότι τα βραχέα φωνήεντα δεν παίρνουν ποτέ περισπωμένη, καθώς έχουν μόνο ένα χρόνο.
Τι γίνεται με τις μονοσύλλαβες λέξεις;
Στην ελληνική γλώσσα σχεδόν όλες οι λέξεις, ακόμη και οι μονοσύλλαβες, τονίζονται. Βέβαια, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Συγκεκριμένα, δεν τονίζονται οι παρακάτω μονοσύλλαβες λέξεις:
Þ Τα άρθρα: ὁ, ἡ, οἱ
Þ Η πρόθεση ὡς . Σ’ αυτό το σημείο να προσέξουμε ότι δεν πρέπει να συγχέουμε την πρόθεση ὡς με το σύνδεσμο ὣς, ο οποίος και τονίζεται.
Þ οι προθέσεις ἐκ, ἐν, εἰς, ἐξ: οφείλουμε να προσέξουμε ιδιαίτερα τα ομόηχά τους αριθμητικά ἓν (= ένα), εἷς (= ένας) καὶ ἓξ (= έξι), τα οποία και τονίζονται·
Πνεύματα:
Ψιλὴ ( ᾿) καὶ δασεία ( ῾). Κάθε λέξη που αρχίζει από φωνήεν (α, ε, η, ι, ο, υ, ω)πρέπει να πάρει οπωσδήποτε πνεύμα. Όταν μια λέξη αρχίζει με δίφθογγο (ει, αι, οι, αυ, ευ, ηυ, ου) το πνεύμα πρέπει να μπει πάνω από τη δεύτερο γράμμα του διφθόγγου (π.χ. οἰκία). Στην περίπτωση τώρα που η δίφθογγος έχει «χωριστεί», το πνεύμα μπαίνει πάνω από το πρώτο γράμμα, ενώ η χρήση διαλυτικών είναι περιττή (π.χ. ἄυλος).
Τι γίνεται, όμως, όταν μία λέξη δέχεται και τόνο και πνεύμα; Στην περίπτωση που παίρνει οξεία ή βαρεία, τοποθετούμε τον τόνο δεξιά και το πνεύμα αριστερά (π.χ. ἵδρυμα). Στην περίπτωση που παίρνει περισπωμένη βάζουμε το πνεύμα κάτω από την περισπωμένη (π.χ. οὗτος). Επίσης, ενώ στα πεζά γράμματα ο τόνος και το πνεύμα τοποθετούνται πάνω από το γράμμα, στα κεφαλαία γράμματα μπαίνουν πριν από το γράμμα, δηλαδή (π.χ.Ἔλα).
Πρέπει να τονίσουμε ότι οι περισσότερες λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο παίρνουν ψιλή ( ᾿). Υπάρχουν, όμως, και λέξεις που παίρνουν δασεία. Συγκεκριμένα:
1) Οι λέξεις που αρχίζουν από υ ή από ρ: ὑβρίζω, ῥόδον.
2) Τα άρθρα ὁ, ἡ, αἱ και οι δεικτικές αντωνυμίες ὅδε, ἥδε, οἵδε, αἵδε και οὗτος, αὕτη.
3) Οι αναφορικές αντωνυμίες και τα αναφορικά επιρρήματα (εκτός από τα ἔνθα, ἔνθεν): ὅς, ἥ, ὅ κτλ., ὅπου, ὅθεν κτλ.
4) Οι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας ἡμεῖς, ἡμῶν κτλ.,οὗ, οἷ, ἑ, οι αντωνυμίες ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος και οι λέξεις που σχηματίζονται από αυτές (ἡμέτερος, ἑαυτοῦ, ἑτέρωθεν, ἑκάστοτε κτλ.).
5) Οι σύνδεσμοι ἕως, ἡνίκα, ἵνα, ὅμως, ὁπότε, ὅπως, ὅτε, ὅτι, ὡς, ὥστε.
6) Τα αριθμητικά εἱς, ἕν, ἕξ, ἑπτά, ἑκατόν επίσης τα παράγωγα από αυτά- ἕνδεκα, ἑξακόσιοι, ἑβδομήκοντα, ἑκατοντάκις κτλ.
7) Οι ακόλουθες λέξεις (και όσες είναι παράγωγες από αυτές ή σύνθετες με α’ συνθετικό τις λέξεις αυτές):
Α.- ἁβρός, ἅγιος, ἁγνός, Ἅδης, ἁδρός, ἁθρόος (στην αττική διάλεκτο), αἷμα, Αἷμος, αἱρέω-ῶ, αἱ ἁλαί (= η αλυκή), ἅλας, Ἁλιάκμων, γεν. -όνος, Ἁλίαρτος, ἁλιεύω (μτγν.). Ἁλικαρνασσός, ἅλις (= αρκετά), ἁλίσκομαι-ἅλωσις, ἅλλομαι (=πηδώ), Ἁλόννησος, ἁλουργίς, γεν. -ίδος (μτγν.). ό ἁλς, γεν. του ἁλός (= αλάτι· συχνά σε πληθ. οί ἅλες = αλάτι, αλυκή), ή ἅλς, γεν. της ἁλός (= θάλασσα), ἁλτήρ, πληθ. ἁλτῆρες, ἅλυσις, ἡ ἅλως (= αλώνι), ἅμα, ἅμαξα, ἁμαρτάνω, ἅμιλλα, ἅμμα (= δέσιμο, κόμπος- από το ατττω), ἁνυτω (αλλά και ἀνύ(τ)ω), ἁπαλός, ἅπαξ, ἁπλούς, ἅπτω-ἅπτομαι, ἅρμα, ἁρμόζω, ἁρμονία, ἁρμός, ἅρπαξ – ἁρπάζω, ἁφή, ἁψίκορος, ἁψίς. γεν. -ῖδος.
Ε.- (Ἑβραῖος), το ἕδος (= θρόνος, ναός, άγαλμα), ἕδρα, ἑδώλιον, ἕζομαι (= κάθομαι), εἱλόμην (αόρ. β’ του αἱροῦμαι), εἵμαρται – εἱμαρμένη, εἵργνυμι και εἱργνύω (= εμποδίζω την έξοδο, κλείνω μέσα· ενώ εἴργω = εμποδίζω την είσοδο, αποκλείω), εἱρκτή, Ἑκάβη, ἑκάς (= μακριά), Ἑκάτη, ἑκών, Ἑλένη, Ἑλικών (γεν. -ῶνος), ή ἕλιξ, ἑλίττω (= τυλίγω, στρέφω), ἕλκος, ἕλκω (μεταγ. ελκύω), Ἑλλάς, Ἑλλην, ή ἕλμινς (γεν. -ινθος = σκουλήκι των εντέρων), το ἕλος, ἕνεκα ή ἕνεκεν, ἑξῆς, ἕξω (μέλλ. του ρ. έ~χω), ἑορτή, ἕρκος (= φραγμός), ἕρμα, ἑρμηνεύω, Ἑρμῆς, ἕρπω, ἑσπέρα, ἕσπερος, ἑσπόμην (αόρ. β’ του ἕπομαι), ἑστιάω-ῶ, ἑταῖρος, ἕτοιμος και ἑτοῖμος, εὑρίσκω, ἑφθός (= βραστός· για τα μέταλλα = καθαρισμένος με φωτιά, καθαρός), ἕψω (= βράζω), ἕωλος (= παλιός, όχι πρόσφατος), ἡ ἕως (= πρωί).
Η.- Ἥβη, ἡγέομαι –οῦμαι, ἥδομαι, ἥκιστα, ἥκω, ἧλιξ (= συνομήλικος. σύντροφος), Ἡλιαία, ἥλιος, ἧλος (= καρφί), ἡμερα, ἥμερος, ἡμι-(αχώριστο μόριο), ἥμισυς, ἡ ἡνία και τα ἡνία (= χαλινός), ἧπαρ, Ἥρα, Ἡρακλής, Ἡρόδοτος, ἥρως, Ἡσίοδος, ἥσυχος, ἧττα, ἡττάομαι -ῶμαι, ἥττων, Ἥφαιστος.
Ι.- ἱδρύω, ἱδρώς, ἱέραξ, ἱερός, ἵημι, ἱκανός, ἱκέτης, ἱκνέομαι –οῦμαι, ἱλάσκομαι, ἱλαρός, ἵλεως, ἱμάς, ἱμάτιον, ἵμερος (= πόθος), ἵππος, (μεταγεν. ἵπταμαι), ἵστημι, ἱστός – ἱστίον, ἱστορία, ἱστορέω -ῶ, ἵστωρ (γεν. -ορος =έμπειρος, γνώστης).
Ο.- ὁδός, ὁλκάς (= πλοίο που ρυμουλκείται, φορτηγό), ὁλκή (= έλξη,εισπνοή, βάρος), ὁ ὁλκός (= μηχάνημα με το οποίο έσερναν τα πλοία, λουρί, χαλινός, τροχιά, αυλάκι), ὅλμος, ὅλος, ὁρμαθός, ὁρμή, ό ὅρμος, ό ὅρος, το ὅριον, ὁρίζω, ὁράω -ῶ, ὅσιος.
Ω.- ὥρα, ὡραίος, ὥριμος.
Η δασεία δηλωνόταν ουσιαστικά με το γράμμα «Η», πριν αυτό χρησιμεύσει προκειμένου να αναπαραστήσει το μακρό «Ε». Λέξεις δηλαδή που δασύνονται έπαιρναν μπροστά το γράμμα «Η», π.χ. ΗΕΛΛΑΣ > Ἑλλάς . Ουσιαστικά η ψιλή δε σήμαινε τίποτε άλλο από την έλλειψη της δασείας και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι λέξεις που δεν έπαιρναν δασεία, βρέθηκαν με ψιλή.
Μερικοὶ πολὺ γενικοὶ κανόνες που σχετίζονται με την ψιλή:
- η αύξηση των ρημάτων παίρνει ψιλή: ἔλεγον…
- το στερητικὸ α- παίρνει ψιλή: ἄγνωστος…
- οι σύνδεσμοι ἀνά, ἀμφί, ἀντί, ἀπό, ἐν, ἐκ/ἐξ, ἐπὶ παίρνουν ψιλὴ: ἀπόφαση, ἔνσταση, ἐκβολή.
Ονομασία των λέξεων από τον τόνο τους:
Ανάλογα με τη θέση που έχει ο τόνος σε μια λέξη και σύμφωνα το είδος του η λέξη αυτή μπορεί να λέγεται:
- Οξύτονη, αν έχει οξεία στη λήγουσα: γαστήρ
- Παροξύτονη, αν έχει οξεία στην παραλήγουσα: μήτηρ
- Προπαροξύτονη, αν έχει οξεία στην προπαραλήγουσα: πράττομεν
- Περισπώμενη, αν έχει περισπωμένη στη λήγουσα, ποιῶ
- Προπερισπώμενη, αν έχει περισπωμένη στην παραλήγουσα: δῶρον
- Βαρύτονη, αν δεν τονίζεται στη λήγουσα: ἄνθρωπος
Γενικοί κανόνες τονισμού:
Ο τονισμός των λέξεων στην αρχαία ελληνική επιτυγχάνεται κατά τους εξής γενικούς κανόνες:
- Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, η προπαραλήγουσα ποτέ δεν τονίζεται (τονίζεται πάντα η παραλήγουσα): (ἡ βασίλισσα ) αλλά τῆς βασιλίσσης, (ἄμεσος) αλλά ἀμέσως.
- Όταν η λήγουσα είναι βραχύχρονη, τονίζεται πάντα η προπαραλήγουσα (οξεία) εφόσον το επιτρέπει ο αριθμός των συλλαβών της λέξης: ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἄμπελος.
- Κάθε βραχύχρονη συλλαβή, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία (ή βαρεία) : τιμώμεθα, παρήγορος, πείθομαι.
- Στα πτωτικά, όπου τονίζεται η ονομαστική του ενικού, εκεί τονίζονται και οι άλλες πτώσεις του ενικού και του πληθυντικού, εκτός αν εμποδίζει η λήγουσα. π.χ. λέων, λέοντος, λέοντι…, λεόντων.
- Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία: νέφος, τόπος, ἀγαθός.
Τονισμός παραλήγουσας:
- Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει οξεία εμπρός από μακρόχρονη λήγουσα («μακρό προ μακρού οξύνεται»): θήκη, κώμη, παιδεύω, πάλη…
- Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη εμπρός από βραχύχρονη λήγουσα («μακρό προ βραχέως περισπάται»): δῆμος, κῆπος, χῶρος… Εξαιρούνται τα σύνθετα: ὥστε, οὔτε, μήτε, εἴτε, εἴθε, ἤτοι (λέξεις δηλαδὴ που παίρνουν οξεία ενώ κανονικά θα έπρεπε να παίρνουν περισπωμένη. Συγκεκριμένα, οι λέξεις οὔτε, μήτε, ὥστε, κ.λπ. προέρχονται απὸ προθέσεις οὔ, μή, ὥς, εἴ, κ.λπ. στις οποίες προστέθηκε το εγκλιτικὸ μόριο τέ. Στη συνέχεια ενώθηκαν οι δύο λέξεις χωρὶς νὰ αλλάξει ὁ τόνος, κι έτσι παρέμεινε ἡ ὀξεία).
- Η θέσει μακρόχρονη συλλαβή ως προς τον τονισμό λογαριάζεται βραχύχρονη: αὖλαξ, κλῖμαξ, μεῖραξ, … Υπάρχει μία περίπτωση όπου είμαστε σίγουροι ότι μία συλλαβὴ με δίχρονο φωνήεν είναι βραχεία: αυτό συμβαίνει όταν το φωνήεν ακολουθείται ή απὸ δύο τουλάχιστον συνεχόμενα σύμφωνα ή ἀπὸ ζ, ξ, ἢ ψ (τά οποία θεωρούνται διπλά: ζ = δ + σ, ξ = κ + σ, ψ = π + σ).
- Η βαρεία σημειώνεται στη θέση της οξείας μόνο στη λήγουσα, όταν δεν ακολουθεί στίξη ή λέξη εγκλιτική: ὁ βασιλεὺς τὴν μὲν πρὸς ἑαυτὸν ἐπιβουλήν οὐκ ᾐσθάνετο…
Η παραλήγουσα των ουσιαστικών, επιθέτων και επιρρημάτων
Πότε ένα δίχρονο (α, ι, υ) στη λήγουσα ή στην παραλήγουσα είναι μακρὸ και πότε βραχύ;
- τα α, ι, υ στην παραλήγουσα είναι πάντα βραχέα: δάσος, κράτος, μύθος, ἄνδρες…
- τα α, ι, υ, της λήγουσας των αρσενικών καί θηλυκών ονομάτων είναι μακρά: ὡραία, τῆς Ἀθήνας, ἡ ὥρα/τῆς ὥρας…
- το α τῆς λήγουσας των ουδετέρων και των επιρρημάτων είναι βραχύ: τὸ σχῆμα, τὸ σῶμα…
- τα ι, υ της λήγουσας των ουδετέρων είναι μακρά: τὸ λουλούδι, τὸ θήλυ….
Παραλήγουσα ρημάτων:
Τονισμός λήγουσας
Η ασυναίρετη ονομαστική, αιτιατική και κλητική των πτωτικών, όταν τονίζονται στη λήγουσα, κανονικά παίρνει οξεία: ὁ ποιητὴς, οἱ ποιηταί, ἡ φωνή, τάς φωνάς, λιμήν, λαβών, λυθείς. Εξαιρέσεις: Παίρνουν περισπωμένη αντίθετα με τον κανόνα, αν και δεν προκύπτουν από συναίρεση:
Οι μονοσύλλαβοι τύποι της ονομαστικής, αιτιατικής και κλητικής που έχουν χαρακτήρα ι,υ,(ου,αυ): ἡ δρῦς, τὴν δρῦν, τάς δρῦς – ὁ βοῦς, τὸν βοῦν, τοὺς βοῦς – ἡ γραῦς..
Η αιτιατική πληθυντικού των ονομάτων σε –ύς (γεν. –ύος), αν και τονίζεται στη λήγουσα
Η ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού των ουδετέρων πῦρ και οὖς.
Η ονομαστική και κλητική ενικού του θηλυκού ἡ γλαῦξ (= κουκουβάγια).
Η κλητική ενικού των ονομάτων σε –εύς: βασιλεῦ.
Προσοχή: Η μακροκατάληκτη γενική και δοτική των πτωτικών, όταν τονίζεται στη λήγουσα, παίρνει περισπωμένη: τοῦ ποιητοῦ, τῷ ποιητῇ, τῶν ποιητῶν, τοῖς ποιηταῖς, τῆς τιμῆς, τῶν τιμῶν, ταῖς τιμαῖς, αὐτοῦ, αὐτῆς, αὐτῶν, αὐταῖς…
Η λήγουσα που προέρχεται από συναίρεση, όταν τονίζεται, κανονικά παίρνει περισπωμένη. π.χ. (τιμάω) τιμῶ, (ἱερέες) ἱερεῖς. Παίρνει όμως οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται. π.χ. (ἐσταὼς) ἐστώς, (κληὶς) κλῄς-κλείς.
Προσοχή: Τα αττικόκλιτα ουσιαστικά φυλάγουν σε όλες τις πτώσεις τον ίδιο τόνο που έχει η ονομαστική ενικού και στην ίδια συλλαβή: ὁ λεώς, τοῦ λεώ, ὁ πρόνεως, τοῦ πρόνεω…
Η λήγουσα τῶν ρημάτων
Όταν ένα ρήμα τονίζεται στη λήγουσα παίρνει περισπωμένη (γενικός κανόνας): ἀγαπῶ, ἀγαπᾶς, ἀγαπᾶ… (οι περιπτώσεις όπου ένα ρήμα τονίζεται στη λήγουσα περιορίζονται στα ρήματα της δεύτερης συζυγίας, στα τρία πρόσωπα του ενικού και στο τρίτο πρόσωπο του πληθυντικού).
Στις σύνθετες λέξεις ο τόνος κανονικά ανεβαίνει ως την τελευταία συλλαβή του πρώτου συνθετικού, αν επιτρέπει η λήγουσα. π.χ. (σοφός) πάνσοφος, (ἐλθέ) ἄπελθε.
Οι δίφθογγοι γενικά είναι μακρόχρονες. π.χ. παιδεύει, ἀνθρώπου. Μόνο οι δίφθογγοι αι και οιλογαριάζονται βραχύχρονες, όταν βρίσκονται στο εντελώς τέλος ασυναίρετης κλιτής λέξης. π.χ. οἱ ναῦται, οἱ ἄνθρωποι. Είναι όμως το αι και οι μακρόχρονα στην κατάληξη της ευκτικής και στο τέλος των επιρρημάτων κι επιφωνημάτων. π.χ. παιδεύοι, παιδεύσαι, οἴκοι, παπαῖ.
Άτονες λέξεις
Δεν παίρνουν τόνο:
ü Τα άρθρα: ὁ, ἡ, οἱ, αἱ
ü Οι προθέσεις: εἰς, ἐν, ἐκ (ἠ ἐξ)
ü Τα μόρια: εἰ, ὡς, οὐ (ἠ οὐκ ή οὐχ)
___________________________________________
Βιβλιογραφία
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Αχιλλέως Α. Τζάρτζανου, Αθήναι 1967
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου, ΟΕΔΒ,
ΠΗΓΗ http://www.schooltime.gr/2014/08/13/tonoi-pneumata-kanones-tonismou-grammatiki-tis-arxaias-ellinikis-glossas/
ΠΗΓΗ http://www.schooltime.gr/2014/08/13/tonoi-pneumata-kanones-tonismou-grammatiki-tis-arxaias-ellinikis-glossas/
Α. ΤΟΝΟΙ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΑ
Ο τονισμός των λέξεων από τους αρχαίους Έλληνες ήταν μουσικοδυναμικός, αλλά δεν έβαζαν τόνους στα γραπτά. Όταν στα ελληνιστικά ή αλεξανδρινά χρόνια η ελληνική γλώσσα έγινε γλώσσα διεθνής κι οι ξένοι λαοί στα κράτη των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου «ελλήνιζαν», δηλαδή μιλούσαν ελληνικά, δεν ήξεραν πώς ακριβώς τονίζονταν οι ελληνικές λέξεις. Γι’ αυτό ο αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο Βυζάντιος στα 200 π.Χ. περίπου επινόησε τους τόνους [323 - 146 π.Χ. ή 31 π.Χ. Ελληνιστική ή Αλεξανδρινή εποχή: από 323 π.Χ. (θάνατος Μ. Αλεξάνδρου) έως 146 π.Χ. (κυρίευση κυρίως Ελλάδας από Ρωμαίους) ή έως 31 π.Χ. (ναυμαχία στο Άκτιο και κυρίευση ελληνιστικής Αλεξάνδρειας Αιγύπτου από Ρωμαίους). Ακολουθεί η περίοδος της Ρωμαιοκρατίας: από 146 π.Χ. ή 31 π.Χ. μέχρι 330 μ.Χ. (κτίση Κωνσταντινούπολης)].
Ι. Είδη τόνων ( 3 ):
1) η οξεία ( ΄ )
1) η οξεία ( ΄ )
2) η βαρεία ( ` )
3) η περισπωμένη ( ~ ) [ή αλλιώς: οξυβαρεία ( ^ )]
Σημείωση: Η βαρεία ( ` ) σημειώνεται στη θέση της οξείας μόνο στη λήγουσα, όταν δεν ακολουθεί στίξη ή λέξη εγκλιτική π.χ. «Πολλοὶ μὲν οἱ κλητοί, ὀλίγοι δὲ οἱ ἐκλεκτοί.»
ΙΙ. Πνεύματα ( 2 ) (= σημεία που μπαίνουν σε λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο):
1) η ψιλή ( ’ ) π.χ. ἀκούω, ἐκεῖ, ἰδέα, οἶκος, ὠκεανὸς, Εὐρώπη, ἔρχομαι, ’Ελευθερία, οὐδὲν, εὖ.
1) η ψιλή ( ’ ) π.χ. ἀκούω, ἐκεῖ, ἰδέα, οἶκος, ὠκεανὸς, Εὐρώπη, ἔρχομαι, ’Ελευθερία, οὐδὲν, εὖ.
2) η δασεία ( ‘ ) π.χ. ἅγιος, ἕδρα, ἡμέρα, ἱστορία, ὕμνος, Ἑλλὰς, ‘Έλληνες, ‘Όμηρος, Ἑλένη.
Σημείωση: Το σύστημα των τόνων και των πνευμάτων γενικεύτηκε τον 9ο αι. μ.Χ. και διατηρήθηκε ως το 1982,όταν η Πολιτεία καθιέρωσε το μ ο ν ο τ ο ν ι κ ό σύστημα στη γραφή της νεοελληνικής γλώσσας, δηλαδή τη γραφή ενός μόνο τονικού σημαδιού (ο ξ ε ί α ς) πάνω στην τονιζόμενη συλλαβή λέξεων με δύο ή περισσότερες συλλαβές.
Β. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΛΕΞΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΝΟ ΤΟΥΣ
Με βάση τον τονισμό της, μία λέξη λέγεται:
1) οξύτονη, όταν τονίζεται στη λήγουσα και παίρνει οξεία, π.χ. θεὸς, ἐμὲ, ὁδὸς, ἐγὼ, γεωργὸς, εἰμὶ, εὐτυχὴς, οὐρανὸς κ.ά.
2) περισπώμενη, όταν τονίζεται στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη, π.χ. πᾶς, νῦν, ἡμεῖς, τῆς, ἀγαπῶ κ.ά.
3) παροξύτονη, όταν τονίζεται στην παραλήγουσα και παίρνει οξεία, π.χ. λόγος, φέρω, μήτηρ, ἐλευθερία κ.ά.
4) προπερισπώμενη, όταν τονίζεται στην παραλήγουσα και παίρνει περισπωμένη π.χ. δῶρον, γλῶσσα, νῆσος.
5) προπαροξύτονη, όταν τονίζεται στην προπαραλήγουσα, η οποία παίρνει πάντοτε οξεία, π.χ. ἄνθρωπος,θάλαττα, δύναμαι, μετέωρος, ‘Όμηρος, πολύχρυσος, ἄγγελος, ἄμπελος, ἔλαφος κ.ά.
Γ. ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ
1ος: Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται π.χ. τῆς θαλάσσης (αλλά: ἡ θάλασσα), τῶν προγόνων (αλλά: οἱ πρόγονοι) κ.ά.
2ος: Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει οξεία μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα(Μακρό προ μακρού οξύνεται) π.χ. τῶν κήπων (αλλά: ὁ κῆπος), τῶν χώρων, κλαίω, οἱ παῖδες (αλλά: τῶν παίδων).
3ος: Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα (Μακρό προ βραχέος περισπάται) π.χ. μῆλον, δῶρον, Φοῖβος, τεῖχος, οἶνος, πρῶτον, γλῶσσα, μοῦσακ.ά.
4ος: Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει π ά ν τ ο τ ε οξεία, ποτέ περισπωμένη π.χ. νήπιον,ἄνθρωπος.
5ος: Κάθε βραχύχρονη συλλαβή, όταν τονίζεται, παίρνει π ά ν τ ο τ ε οξεία, ποτέ περισπωμένη π.χ.νέος, δόξα, καλὸς.
6ος: Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα π.χ. βασίλισσα, ἐπικίνδυνος,ἐπιμελέστατος.
7ος: Οι δίφθογγοι είναι μακρόχρονοι. Εξαιρούνται οι δίφθογγοι οι και αι, που είναι βραχύχρονοι, όταν βρίσκονται ε ν τ ε λ ώ ς στο τέλος της λέξης π.χ. οἱ θεοὶ (αλλά: τοῖς θεοῖς ), αἱ χῶραι (αλλά: ταῖς χώραις).
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ – ΕΝΟΤΗΤΑ 2η
ΕΓΚΛΙΣΗ ΤΟΝΟΥ – ΕΓΚΛΙΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Έγκλιση τόνου ονομάζουμε:
1. την α π ο β ο λ ή του τόνου μίας μονοσύλλαβης ή δισύλλαβης εγκλιτικής λέξης.
ή:
2. τη μ ε τ α τ ό π ι σ η του τόνου μίας μονοσύλλαβης ή δισύλλαβης εγκλιτικής λέξης στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης.
Παραδείγματα:
(1)-αποβολή τόνου:
’Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή.
’Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή.
Γέρων τις ἔλεγεν.
Ὁ πατήρ μου γεωργὸς ἐστι.
(2)-μετατόπιση τόνου:
Χρόνος δίκαιός ἐστι κριτὴς πάντων.
Ἀθηναῖοί εἰσιν πρῶτοι Ἑλλήνων.
Χρόνος δίκαιός ἐστι κριτὴς πάντων.
Ἀθηναῖοί εἰσιν πρῶτοι Ἑλλήνων.
Εγκλιτικές λέξεις ή εγκλιτικά ονομάζονται μερικές οι μονοσύλλαβες ή οι δισύλλαβες λέξεις που συμπροφέρονται τόσο στενά με την προηγούμενή τους λέξη, ώστε ακούγονται σαν να αποτελούν μαζί της μία λέξη. Γι’ αυτό ο τόνος τους κανονικά ή χάνεται ή ανεβαίνει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξηςως οξεία (εκτός από πέντε περιπτώσεις: Βλέπε: Κανόνες έγκλισης τόνου, ΙΙΙ α-β-γ-δ-ε).
Συχνότερες εγκλιτικές λέξεις της αρχαίας ελληνικής είναι:
α) Οι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών μοῦ, μοὶ, μὲ — σοῦ, σοὶ, σὲ — οὑ, οἱ, ἑ.
β) Όλες οι πτώσεις του ενικού και του πληθυντικού της αόριστης αντωνυμίας τὶς, τὶς, τὶ, εκτός από τον τύπο του ουδέτερου πληθυντικού αριθμού ἄττα (= τινά, μερικά).
γ) Όλοι οι δισύλλαβοι τύποι της Οριστικής του Ενεστώτα των ρημάτων εἰμὶ (= είμαι) και φημὶ (= λέγω).
δ) Τα επιρρήματα ποὺ, ποὶ, ποθὲν — πὼς, πὴ ( ή: πὴ ) — ποτὲ.
ε) Τα μόρια γὲ, τὲ, πὲρ, πὼ, νὺν και το πρόσφυμα δὲ (διαφορετικό από το σύνδεσμο δὲ).
ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΓΚΛΙΣΗΣ ΤΟΝΟΥ:
1ος: Ο τόνος των εγκλιτικών χ ά ν ε τ α ι (αποβάλλεται):
α) Σε όλες τις εγκλιτικές λέξεις (μονοσύλλαβες και δισύλλαβες), όταν η προηγούμενη λέξηείναι οξύτονη ή περισπώμενη: π.χ. ναός τις — καλόν ἐστι — τιμῶ σε — ὑμεῖς ἐστε.
β) Μόνο στα μονοσύλλαβα εγκλιτικά, όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη: π.χ. γέρων τις, ἀλώπηξ τις, παιδίον τι.
2ος: Ο τόνος των εγκλιτικών α ν ε β α ί ν ε ι στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης ως οξεία, όταν η προηγούμενη λέξη είναι:
ή: α) προπαροξύτονη: π.χ. δίκαιός ἐστι — ἔλαφός τις κ.ά.
ή: β) προπερισπώμενη: π.χ. παῖδές εἰσι — νῆσός τις κ.ά.
ή: γ) άτονη: π.χ. ἔν τινι τρόπω — οὔκ ἐστι κ.ά.
ή: δ) εγκλιτική: π.χ. εἴ τίς ἐστί μοι φίλος.
3ος: Ο τόνος των εγκλιτικών μ έ ν ε ι στη θέση του (δηλ. δεν γίνεται έγκλιση του τόνου):
α) Όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη και το εγκλιτικό δισύλλαβο: π.χ. λόγοι τινές — ἀνθρώπων τινῶν — φίλοι εἰσίν.
α) Όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη και το εγκλιτικό δισύλλαβο: π.χ. λόγοι τινές — ἀνθρώπων τινῶν — φίλοι εἰσίν.
β) Όταν η προηγούμενη λέξη έχει πάθει έκθλιψη: π.χ. καλὸν δ’ ἐστίν.
γ) Όταν πριν από την εγκλιτική λέξη υπάρχει στίξη: π.χ. ‘Όμηρος, φασί, τυφλὸς ἦν.
δ) Όταν θέλουμε να δώσουμε στο λόγο έμφαση: π.χ. ’Ήκουσα παρὰ σοῦ τοῦτο.
ε) Όταν υπάρχει αντιδιαστολή: π.χ. Ταῦτα σοί λέγω, οὐκ ἐκείνῳ.
ΓΡΑΠΤΗ ΑΣΚΗΣΗ
@ΤΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΞΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ - ΓΡΑΠΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ?
Να τονίσεις τις παρακάτω λέξεις, εφαρμόζοντας τους κανόνες τονισμού της αρχαίας ελληνικής γλώσσας:
δωρον ‘Ελληνων τεκνον ἡμερα πλουτος παιδες ταυρος γεωργος ἀγγελος νομος δουλος οινος ἀαμπελος σχολειον διδάσκαλος (τῶν) πατερων καλος γυμνασιον ἁγιωτερον λογος
οξεία ( ΄ ) βαρεία ( ` ) περισπωμένη ( ~ )
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΡΑΠΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ
@ΤΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΞΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ - ΓΡΑΠΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ?
δῶρον Ἑλλήνων τέκνον ἡμέρα πλοῦτος παῖδες ταῦρος γεωργὸς ἄγγελος νόμος δοῦλος οἶνος ἄμπελος σχολεῖον διδάσκαλον (τῶν) πατέρων καλὸς γυμνάσιον ἁγιώτερον λόγος
οξεία ( ΄ ) βαρεία ( ` ) περισπωμένη ( ~ )
ΓΡΑΠΤΗ ΑΣΚΗΣΗ
• λεγω φερω ἀγγελλω εργον λεων γερων συλλεγω λογος νομος Ἀπολλων προσεχω
• ἐγκωμιον εὐαγγελιον φαρμακον δευτερον σημερον δικαιος φαινομαι διδασκαλος στεφανος ευχομαι αἰωνιος τιμιωτερον ειδωλον συμμαχος ἀμπελος τελειος ‘Ησιοδος ‘Ομηρος Ὀδυσσεια υστερον θεμελιον σεμνοτερον ἁγιωτερον
• νησος σημειον χαιρε Σειρηνες Κρητες ἀρχαιος τοιχος τειχος τουτο ἐκεινο κωνος θειος
• στρατιωτης δουλευω φευγω θηκη γνωμη κλαιω αιρω χορευω πιστευω διαβαινω
• βωμος ἰατρος οὐδε καρπος ἀοιδος φυτον στρατηγος ποταμος
• δημος ὑπακουω χρονος οινος καλον ἐπιστημων πονος διωκτης στελλω Ἀθηναιοι Λακεδαιμόνιοι Θηβαιοι Περσαι Σάμιοι Δαρειος Ἀριστειδης
οξεία ( ΄ ) βαρεία ( ` ) περισπωμένη ( ~ )
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΡΑΠΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ
• λέγω φέρω ἀγγέλλω ἔργον λέων γέρων συλλέγω λόγος νόμος Ἀπόλλων προσέχω
• ἐγκώμιον εὐαγγέλιον φάρμακον δεύτερον σήμερον δίκαιος διδάσκαλος φαίνομαι στέφανος εὔχομαι αἰώνιος τιμιώτερον εἴδωλον σύμμαχος ἄμπελος τέλειος Ἡσίοδος Ὅμηρος Ὀδύσσεια ὕστερον θεμέλιον σεμνότερον ἁγιώτερον
• νῆσος σημεῖον χαῖρε Σειρῆνες Κρῆτες ἀρχαῖος τοῖχος τεῖχος τοῦτο ἐκεῖνο κῶνος θεῖος
• στρατιώτης δουλεύω φεύγω θήκη γνώμη κλαίω αἴρω χορεύω πιστεύω διαβαίνω
• βωμὸς ἰατρὸς οὐδὲ καρπὸς ἀοιδὸς φυτὸν στρατηγὸς ποταμὸς
• δῆμος ὑπακούω χρόνος οἶνος καλὸν ἐπιστήμων πόνος διώκτης στέλλω Ἀθηναῖοι Λακεδαιμόνιοι Θηβαῖοι Πέρσαι Σάμιοι Δαρεῖος Ἀριστείδης
οξεία ( ΄ ) βαρεία ( ` ) περισπωμένη ( ~ )
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ: βαρεία ( ` )
ΚΕΙΜΕΝΟ: Αἰσώπου Μῦθος
Ὄνος καὶ Τέττιξ
Ὄνος ἀκούσας φωνῆς τέττιγος ἡδέως αὐτῇ ἐπετέρπετο, καὶ τὸν τέττιγα ἐπηρώτα λέγων:«Τὶ ἆρα τρεφόμενος οὕτω γλυκεῖαν ἔχεις τὴν φωνήν;». Ὁ δὲ τέττιξ τῷ ὄνῳ ἀντέφησεν: «Ἡ ἐμὴ τροφὴ ἀήρ ἐστι καὶ δρόσος». Ὁ δὲ ὄνος τούτου ἀκούσας τοῦ ρήματος ἐνόμισε μέθοδον εὑρηκέναι δι᾿ ἧς ὅμοιαν τῷ τέττιγι σχοίη φωνὴν καὶ τὸ στόμα εὐθὺς ἀνοίξας πρὸς τὸν ἀέρα κεχήνωτο ὡς δεξόμενος δῆθεν δρόσον εἰς διατροφήν, ἕως οὗ τῷ λιμῷ διεφθάρη.
Οὗτος ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ τινα τὰ φυσικὰ τοῖς παρὰ φύσιν ἐξομοιοῡν καὶ τοῖς ἀδυνάτοις ἀφρόνως ἐπιχειρεῖν.
http://paleochori-lesvos.blogspot.gr/2013/10/blog-post_7.html