Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα(αναλυση) ,Δημήτρης Χατζής

από το «Διπλό Βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή

«Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα» αποτελεί το τρίτο από τα εννέα κεφάλαια του μυθιστορήματος του Κώστα Χατζή με τίτλο «Το Διπλό Βιβλίο».
    
      Το έργο και η εποχή του
     Στο «Διπλό Βιβλίο»(1976), το αίτημα της καλύτερης ζωής οδήγησε τους ανθρώπους μακριά από τα σπίτια τους , στα εργοστάσια της Κεντρικής Ευρώπης, για να ζουν σε μικρά κλουβιά, με άθλιες συνθήκες δουλεύοντας αδιαμαρτύρητα, ασταμάτητα, σε χώρους που περισσότερο μοιάζουν με φυλακές.Ο Δ.Χατζής, απογοητευμένος και από τη μεταπολεμική κατάσταση στην Ελλάδα , αλλά κι από τη διαμορφωμένη κατάσταση στον κόσμο, που μοιραία οδηγούν στη σκλαβιά και στην εξαθλίωση τον καθημερινό άνθρωπο, εκφράζει τον πόνο του και πολύ χαρακτηριστικά παρουσιάζει τους «ηττημένους».
     
       Το περιεχόμενο
     Ο Κώστας, ένας φτωχός Έλληνας μετανάστης ζει και εργάζεται ως βιομηχανικός εργάτης στη Γερμανία, σε μια πολυάνθρωπη βιομηχανική πόλη, στη δεκαετία του 1960. Τα βράδια, τελειώνοντας τη δουλειά του στο εργοστάσιο ΑΟΥΤΕΛ που κατασκευάζει λάμπες αυτοκινήτων, περπατά στις μεγάλες λεωφόρους της πόλης και επιστρέφει μόνος και ξένος στο φτωχικό του δωμάτιο, στο σπίτι της Φράου Μπάουμ...
     
      Ο τίτλος:
  • «Μάιος 1828. Στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, εμφανίστηκε ξαφνικά ένας παράξενος άγνωστος νεαρός...
  • Ήταν ρακένδυτος, με δυσκολία περπατούσε και με δυσκολία μιλούσε...
  • Κρατούσε ένα μόνο γράμμα, που εξηγούσε λίγα πράγματα για τον ίδιο και ήξερε να γράφει μόνο το όνομά του: Κάσπαρ Χάουζερ.
  • Φαινότανε δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους, µακριά τους - δεν είχε µιλήσει µε τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έµαθε πώς έζησε τόσα χρόνια, πού κρυβόταν…»
    Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως τίτλο του 3ου κεφαλαίου του βιβλίου του το όνομα αυτού του παιδιού με τον προσδιορισμό στην έρημη χώρα, γιατί θεωρεί ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στον ήρωά του,  τον Κώστα, και στον Κάσπαρ Χάουζερ.*
    
     Είδος:
μυθιστόρημα, που ανήκει στο είδος του κοινωνικού ρεαλισμού: αντλεί τα θέματά του από κοινωνικά προβλήματα και φαινόμενα της εποχής του που τα επεξεργάζεται με τρόπο άμεσο και ρεαλιστικό. Η διάθεσή του είναι στοχαστική, καθώς διεισδύει στα γεγονότα προσπαθώντας να φωτίσει το κοινωνικό τους νόημα.
    
     Ανάλυση
Χώρος: Στουτγκάρδη
Χρόνος: δεκαετία του ´60
Σκηνικές εικόνες:
α) Η επιστροφή στο σπίτι το βράδυ, μετά τη δουλειά στο εργοστάσιο.
β) Mπροστά στη βιτρίνα ενός καταστήματος.
γ) Περπατώντας στην πολύβουη λεωφόρο.
Θέματα που θίγονται
  • Η γοητεία του τεχνολογικού εξοπλισμού
  • Η απώλεια των ιδιαίτερων στοιχείων της προσωπικότητας του ανθρώπου (πολιτιστικά-εθνικά χαρακτηριστικά)
  • Η αίσθηση μικρότητας και αδυναμίας απέναντι στον τεχνοκρατικό πολιτισμό
  • Η αποξένωση των ανθρώπων, η διπλή μοναξιά (ξένος στο νέο περιβάλλον-ξένος και από τις ρίζες του), η δυσκολία-αδυναμία προσαρμογής.

Κώστας: Ένας ήρωας κοινωνικά αποξενωμένος σε μια ξένη χώρα.
α) Οι λόγοι της μετανάστευσής του στη Γερμανία:
  • Φτώχεια, ανεργία.
  • Δύσκολες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα.
  • Οι γονείς του έχουν πεθάνει,η αδελφή του έχει παντρευτεί μακριά από το χωριό τους, το πατρικό σπίτι είναι έρημο.
β) Η ζωή του στη νέα χώρα-χαρακτηρισμός:
  • Είναι ο μοναδικός ήρωας και αφηγητής του κειμένου, ένα λαϊκό πρόσωπο
  • Ζει μονότονα, χωρίς η ζωή του να παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον και αδυνατεί να προσαρμοστεί στους ρυθμούς ζωής της ξένης πόλης όπου εργάζεται
  • Χάνει τους δεσμούς  του με την πατρική γη. Το καφενείο και ο κινηματογράφος, οι μόνες κοινωνικές εκδηλώσεις στις οποίες  συμμετέχει, που δεν καλύπτουν την ανάγκη του για επικοινωνία
  • Συνειδητοποιεί ότι χάνει σιγά σιγά τον εαυτό του και την εθνική του υπόσταση και ταυτότητα.
  • Μοναξιά και απομόνωση στο δικό του μικρόκοσμο. Η αίσθηση της μοναξιάς που τον διακατέχει τον αναγκάζει να χαράξει ο ίδιος το πικρόχολο, γεμάτο αυτοσαρκασμό και αυτοπεριφρόνηση επίγραμμα της επιτύμβιας στήλης του.
  • Νιώθει σαν το ασήμαντο «μικροβιάκι» μιας σταγόνας νερού. Η αυτοπεποίθησή του είναι χαμηλή, μια μονάδα χαμένη μέσα στο πλήθος των πολλών και των αγνώστων.Αντιλαμβάνεται το πρόβλημα, αλλά νιώθει ανήμπορος να αντιδράσει, παγιδευμένος.

Γλώσσα: Απλή, καθημερινή, άμεση γλώσσα λόγω της λαϊκής καταγωγής του πρωταγωνιστή. Ωστόσο, ο αφηγητής θέλει τον ήρωά του να διατυπώνει μ´ αυτόν τον τρόπο και βαθυστόχαστες σκέψεις.

Ύφος:γλαφυρό, λιτό, με ρεαλιστική παραστατικότητα, τόνος εξομολογητικός.

Σχήματα λόγου: Λιτά εκφραστικά μέσα που έχουν στόχο να δώσουν παραστατικότητα και ζωντάνια στον λόγο του Κώστα, με εικόνες, μεταφορές, παρομοιώσεις, αντιθέσεις, προσωποποιήσεις, ασύνδετο σχήμα.

Αφηγητής: Δραματοποιημένος. Συμμετέχει στα δρώμενα ως πρωταγωνιστής και αφηγείται σε α΄ γραμματικό πρόσωπο.

Αφηγηματικοί τρόποι:
  • Αφήγηση(η εξιστόρηση της διαδρομής)
  • Περιγραφή(απεικόνιση μεμονωμένων στιγμών, π.χ. η στάση στη βιτρίνα, η παραγωγή)
  • Εσωτερικός μονόλογος(η α΄πρόσωπη έκφραση ιδεών, σκέψεων και συναισθημάτων, π.χ.οι σκέψεις του όταν φτάνει στη λεωφόρο.
  • Απευθύνεται σε κάποιο συγγραφέα που σκοπεύει να γράψει την ιστορία του ήρωα (Και να φροντίσεις εσύ, κύριε συγγραφέα...), υπονοώντας μία συνομιλία μεταξύ ήρωα και συγραφέα

Χρόνος: Χρονολογική- Γραμμική αφήγηση των γεγονότων, αφού όλα παρουσιάζονται με τη φυσική σειρά που έγιναν.Η παράθεση των σκέψεων του ήρωα προκαλεί κάποιες επιβραδύνσεις.

*Ο Κώστας στη Γερμανία / Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα:
  • Και οι δύο βρέθηκαν σε μια ξένη χώρα για διαφορετικούς λόγους.
  • Ζουν άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους.
  • Αδυνατούν να επικοινωνήσουν στο νέο περιβάλλον, αφού δεν γνωρίζουν τη γλώσσα.
  • Είναι και οι δύο μόνοι τους.Η χώρα που ζουν είναι γι’ αυτούς μια έρημη χώρα (έλλειψη επικοινωνίας, μοναξιά).
  • Και για τους δύο η έννοια «πατρίδα» δεν καθορίζεται, είναι ασαφής. Δεν έχουν δεσμούς με την πατρική γη:
-       Κώστας: Σαν να΄ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ κι η πατρίδα μου, η καμιά μου πατρίδα.
-       Κάσπαρ Χάουζερ: Μεγάλωσε στο δάσος σαν αγρίμι, δεν έχει σπίτι και πατρίδα.





ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ:

Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα

ΠΗΓΗ:http://filologikagymnasium.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html



«Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα» Δημήτρη Χατζή[1]

ΘΕΜΑΤΙΚΑ  ΚΕΝΤΡΑ
Δ. Χατζής
Μετανάστευση Αποξένωση από την πατρίδα
Απώλεια εθνικής και κοινωνικής ταυτότητας

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ   ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Το επιλεγµένο απόσπασµα συνιστά ένα αντιπροσωπευτικό δείγµα της ρεαλιστικής[2]γραφής του ∆ηµήτρη Χατζή, η οποία έχει ως επίκεντρο της την παρατήρηση του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ο συγγραφέας αναπαριστά πειστικά το λόγο ενός λαϊκού προσώπου που, ως µετανάστης στη Γερµανία, διαπιστώνει την απώλεια της προσωπικής αλλά και της εθνικής του ταυτότητας.
Ο τίτλος: Το κεφάλαιο[3] από όπου προέρχεται το απόσπασµα έχει τον τίτλο «Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρηµη χώρα». Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, «ο Κάσπαρ Χάουζερ ήταν ένα παιδί που βρέθηκε στη Γερµανία, µέσα στο δάσος. Βρέθηκε - δεν ήρθε. Και µεγαλωµένο πια, παλικάρι, δεν ήξερε να µιλήσει καθόλου - καµιάν ανθρώπινη γλώσσα. Όχι πως ήταν βουβό - να µιλήσει δεν ήξερε. Φαινότανε δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους, µακριά τους - δεν είχε µιλήσει µε τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έµαθε πώς έζησε τόσα χρόνια, πού κρυβόταν, πως δε βρήκε ποτέ τους ανθρώπους».
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως τίτλο του κεφαλαίου το όνομα αυτού του παιδιού με τον προσδιορισμό στην έρημη χώρα, γιατί θεωρεί ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στον ήρωα του τον Κώστα, και στον Κάσπαρ Χάουζερ. Μελετώντας το απόσπασμα διαπιστώνουμε ότι και οι δύο, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, βρέθηκαν σε μια χώρα ξένη, άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους, όπου όλοι οι άλλοι μιλούν μια γλώσσα που τους είναι ακατανόητη και δεν έχουν κανέναν να τους περιμένει. Η χώρα στην οποία υποχρεώνονται να ζήσουν είναι γι αυτούς ουσιαστικά μια έρημη χώρα, αφού δεν επικοινωνούν με τους ανθρώπους και βιώνουν ο καθένας τη δική του μοναξιά.
Και για τους δύο η έννοια πατρίδα είναι ασαφής και ακαθόριστη: ο Κώστας δεν έχει κανένα δεσμό με την πατρική γη (Σαν να ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ κι η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα) και ο Κάσπαρ Χάουζερ, μεγαλωμένος στο δάσος σαν αγρίμι, δε νιώθει να ανήκει πουθενά, δεν έχει σπίτι και πατρίδα.

Ο Κώστας: Είναι ο μοναδικός ήρωας και αφηγητής του κειμένου, ένα λαϊκό πρόσωπο που, ζώντας στη Γερμανία ως μετανάστης, συνειδητοποιεί ότι χάνει σιγά σιγά τον εαυτό του και την εθνική του υπόσταση και ταυτότητα. Ζει μονότονα, χωρίς η ζωή του να παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον και αδυνατεί να προσαρμοστεί στους ρυθμούς ζωής της ξένης πόλης όπου εργάζεται. Η αυτοπεποίθηση του είναι χαμηλή και δεν έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον εαυτό του, μια μονάδα χαμένη μέσα στο πλήθος των πολλών και των αγνώστων, που η μοναδική του συντροφιά είναι λίγοι συμπατριώτες του μετανάστες, ενώ έχει διακόψει τους δεσμούς με την πατρίδα του. Η αίσθηση της μοναξιάς που τον διακατέχει τον αναγκάζει να χαράξει ο ίδιος το πικρόχολο, γεμάτο αυτοσαρκασμό και αυτοπεριφρόνηση επίγραμμα της επιτύμβιας στήλης του.
 Μια σχηματική παράσταση του προβλήματος του ήρωα επιχειρείται παρακάτω:

Το παρελθόν του ήρωα: Στο δεύτερο κεφάλαιο του µυθιστορήµατος Tο διπλό βιβλίο ο Χατζής αναπτύσσει το θέµα του ελληνικού παρελθόντος του Κώστα. Καταγόταν από ένα αποµονωµένο χωριό του νοµού Μαγνησίας, τη Σούρπη. ∆εν έµαθε γράµµατα και πριν φύγει µετανάστης στη Γερµανία, εργαζόταν σ’ ένα µικρό εργαστήριο ξυλείας στο Βόλο. Οι γονείς του πέθαναν και η µοναδική αδερφή του παντρεύτηκε κι έφυγε από το πατρικό τους σπίτι. Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Κώστας, έχοντας χάσει τους δεσµούς µε τις ελληνικές καταβολές του, αδυνατεί να προσαρµοστεί στον καινούριο κόσµο. Η ανάμειξη κάθε είδους φυλών, τα µεγάλα πληθυσµιακά µεγέθη και οι ανεξιχνίαστοι για τον ίδιο µηχανισµοί αυτού του κόσµου µεταδίδουν στον Κώστα την αίσθηση ότι η ταπεινή του ύπαρξη εξισώνεται µε τις διαστάσεις ενός µικροβίου και τον οδηγούν στη συναισθηµατική ανάγκη να συντάξει ο ίδιος το πικρόχολο και αυτοσαρκαστικό επίγραµµα της επιτύµβιας στήλης του.
Η αλλοτρίωση του (βιομηχανικού κυρίως) εργαζόμενου που δεν αντλεί τη χαρά της δημιουργίας από την εργασία του και τελικά τη θεωρεί ασήμαντη (όπως και τον εαυτό του ). αποτυπώθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένα στην ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν Μοντέρνοι καιροί (1936). Ενα ενδιαφέρον απόσπασμα μπορείτε να παρακολουθείσετε παρακάτω.