ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΩΝ ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ
ΠΗΓΗ : http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/Theoria%20
arxaia/sximatismos_fonientolikta_afonolikta.htm
arxaia/sximatismos_fonientolikta_afonolikta.htm
1. Ενεστώτας και παρατατικός
Στα φωνηεντόληκτα ασυναίρετα ρήματα το θέμα του ενεστώτα (και του
παρατατικού) λήγει σε ι ή υ (δηλ. ο χαρακτήρας τους είναι ῑ, ῐ - ῡ, ῠ - αι,
ει, οι - αυ, ευ, ου): πρῑ΄ω (= πριονίζω), τῑ΄ω (ποιητ. = τιμώ), χρῑ΄ω (= αλεί
φω)· ἐσθῐ΄ω (= τρώγω) - δακρῡ΄ω, δῡ'ω, ἐξαρτῡ'ω (= παρασκευάζω),
θῡ'ω, ἱδρῡ΄ω, ἰσχῡ'ω, κωλῡ'ω, λῡ΄ω, μηνῡ΄ω, μῡ'ω και μεταγεν. καμμῡ'ω
(αντί καταμῡ΄ω = κλείνω τα μάτια μου), φῡ'ω· ἀνῠ'ω ή ἀνῠ'τω (= τελειώ
νω), ἀρῠ'ω και ἀρῠ'τω (= αντλώ), πτῠ'ω - καίω ή κάω, κλαίω ή κλάω,
παίω, πταίω - κλείω ή κλῄω, σείω – οἴομαι ή οἶμαι (= φρονώ) - (ἀπο)λαύ
ω, θραύω, ψαύω κτλ. - ἀριστεύω, βασιλεύω, βουλεύω (= είμαι βουλευ
τής ή σκέπτομαι), γεύω (= προσφέρω γεύμα), δουλεύω (= είμαι δού
λος), ἐνεδρεύω, θεραπεύω, ἱκετεύω, ἱππεύω, κελεύω, κινδυνεύω, λατρεύ
ω (= υπηρετώ), παιδεύω, πρωτεύω, τοξεύω, φονεύω κτλ. - ἀκούω, κολού
ω (= κολοβώνω), κρούω, λούω κτλ.
παρατατικού) λήγει σε ι ή υ (δηλ. ο χαρακτήρας τους είναι ῑ, ῐ - ῡ, ῠ - αι,
ει, οι - αυ, ευ, ου): πρῑ΄ω (= πριονίζω), τῑ΄ω (ποιητ. = τιμώ), χρῑ΄ω (= αλεί
φω)· ἐσθῐ΄ω (= τρώγω) - δακρῡ΄ω, δῡ'ω, ἐξαρτῡ'ω (= παρασκευάζω),
θῡ'ω, ἱδρῡ΄ω, ἰσχῡ'ω, κωλῡ'ω, λῡ΄ω, μηνῡ΄ω, μῡ'ω και μεταγεν. καμμῡ'ω
(αντί καταμῡ΄ω = κλείνω τα μάτια μου), φῡ'ω· ἀνῠ'ω ή ἀνῠ'τω (= τελειώ
νω), ἀρῠ'ω και ἀρῠ'τω (= αντλώ), πτῠ'ω - καίω ή κάω, κλαίω ή κλάω,
παίω, πταίω - κλείω ή κλῄω, σείω – οἴομαι ή οἶμαι (= φρονώ) - (ἀπο)λαύ
ω, θραύω, ψαύω κτλ. - ἀριστεύω, βασιλεύω, βουλεύω (= είμαι βουλευ
τής ή σκέπτομαι), γεύω (= προσφέρω γεύμα), δουλεύω (= είμαι δού
λος), ἐνεδρεύω, θεραπεύω, ἱκετεύω, ἱππεύω, κελεύω, κινδυνεύω, λατρεύ
ω (= υπηρετώ), παιδεύω, πρωτεύω, τοξεύω, φονεύω κτλ. - ἀκούω, κολού
ω (= κολοβώνω), κρούω, λούω κτλ.
2. Οι άλλοι χρόνοι
Τα φωνηεντόληκτα ασυναίρετα ρήματα σχηματίζουν τους άλλους χρό
νους, εκτός από τον ενεστώτα και παρατατικό, με τις (φαινομενικές) κα
τα
λήξεις: -σω, -σα, -κα, -κειν· -σομαι, -θήσομαι, -θην, -μαι, -μην. Αλλά
στους χρόνους αυτούς ο χαρακτήρας του θέματος, αν είναι βραχύχρο
νος, κανονικά εκτείνεται εμπρός από το σύμφωνο των καταλήξεων, δηλ.
το ῐ ή ῠ γίνεται ῑ ή ῡ.
νους, εκτός από τον ενεστώτα και παρατατικό, με τις (φαινομενικές) κα
τα
λήξεις: -σω, -σα, -κα, -κειν· -σομαι, -θήσομαι, -θην, -μαι, -μην. Αλλά
στους χρόνους αυτούς ο χαρακτήρας του θέματος, αν είναι βραχύχρο
νος, κανονικά εκτείνεται εμπρός από το σύμφωνο των καταλήξεων, δηλ.
το ῐ ή ῠ γίνεται ῑ ή ῡ.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΦΩΝΗΕΝΤΟ
ΛΗ
ΚΤΩΝ
ΑΣΥΝΑΙΡΕ
ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ
ΠΑ
ΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΜΕΡΙΚΕΣ
ΔΙΑ
ΦΟΡΕΣ
Ή ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ
Μερικά φωνηεντόληκτα ασυναίρετα ρήματα έχουν σ εμπρός από τις
καταλήξεις που αρχίζουν από θ, μ, τ (άλλα γιατί αρχικά είχαν σ στο
τέλος του ρηματ. θέματος και άλλα γιατί το πήραν από αναλογία)· επίσης
μερικά παρουσιάζουν και άλλες ανωμαλίες.
καταλήξεις που αρχίζουν από θ, μ, τ (άλλα γιατί αρχικά είχαν σ στο
τέλος του ρηματ. θέματος και άλλα γιατί το πήραν από αναλογία)· επίσης
μερικά παρουσιάζουν και άλλες ανωμαλίες.
Έτσι οι τύποι των ρημάτων αυτών σχηματίζονται κατά τον ακόλουθο πίνα
κα:
κα:
ἀκούω (θ. ἀκουσ-, ἀκου-, ἀκoϜ-, ἀκο-), πρτ. ἤκουον, μέσ. μέλλ. ως ενερ
γ. ἀκούσομαι, αόρ. ἤκουσα, πρκμ. ἀκήκοα (§ 273), υπερσ. ἠκηκόειν.
Παθ. ἀκούομαι, παθ. μέλλ. ἀκουσθήσομαι, παθ. αόρ. ἠκούσθην. Ρηματ. ε
πίθ. ἀκουστός, ἀκουστέος.
γ. ἀκούσομαι, αόρ. ἤκουσα, πρκμ. ἀκήκοα (§ 273), υπερσ. ἠκηκόειν.
Παθ. ἀκούομαι, παθ. μέλλ. ἀκουσθήσομαι, παθ. αόρ. ἠκούσθην. Ρηματ. ε
πίθ. ἀκουστός, ἀκουστέος.
ἀνύω και ἀνύτω (= τελειώνω· θ. ἀνυ- και ἀνυτ-), πρτ. ἤνυον και ἤνυ
τον, μέλλ. ἀνῠ'σω, αόρ. ἤνῠσα, πρκμ. ἤνῠκα. Παθ. ἀνύτομαι, μέσ. αόρ. ἠ
νῠσάμην, παθ. αόρ. ἠνῠ΄σθην, πρκμ. ἤνῠσμαι. Ρηματ. επίθ. ἀνυστός.
τον, μέλλ. ἀνῠ'σω, αόρ. ἤνῠσα, πρκμ. ἤνῠκα. Παθ. ἀνύτομαι, μέσ. αόρ. ἠ
νῠσάμην, παθ. αόρ. ἠνῠ΄σθην, πρκμ. ἤνῠσμαι. Ρηματ. επίθ. ἀνυστός.
γεύω (= προσφέρω γεύμα· θ. γευσ-, γευ-), μόνο ο ενεστώτας. Μέσ. γεύο
μαι, μέσ. μέλλ. γεύσομαι, μέσ. αόρ. ἐγευσάμην, πρκμ. γέγευσμαι. Ρηματ.
επίθ. ἄγευστος, γευστέον.
μαι, μέσ. μέλλ. γεύσομαι, μέσ. αόρ. ἐγευσάμην, πρκμ. γέγευσμαι. Ρηματ.
επίθ. ἄγευστος, γευστέον.
θραύω (θ. θραυσ-, θραυ-), μόνο ο ενεστώτας και ο αόρ. ἔθραυσα. Παθ.
θραύομαι, παθ. αόρ. ἐθραύσθην, πρκμ. τέθραυσμαι. Ρηματ. επίθ. θραυ
στός.
θραύομαι, παθ. αόρ. ἐθραύσθην, πρκμ. τέθραυσμαι. Ρηματ. επίθ. θραυ
στός.
καίω και κάω (θ. καϜ - = καυ-, κα-), πρτ. ἔκαιον και ἔκαον, μέλλ. καύσω,
αόρ. ἔκαυσα, πρκμ. κέκαυκα. Παθ. καίομαι και κάομαι, πρτ. ἐκαόμην (μό
νο), παθ. μέλλ. καυθήσομαι, παθ. αόρ. ἐκαύθην, πρκμ. κέκαυμαι, υπερ
σ. ἐκεκαύμην. Ρηματ. επίθ. ἄκαυ-σ-τος, περίκαυ-σ-τος (αλλά πυρίκαυ-σ-
τος και πυρίκαυ-τος).
αόρ. ἔκαυσα, πρκμ. κέκαυκα. Παθ. καίομαι και κάομαι, πρτ. ἐκαόμην (μό
νο), παθ. μέλλ. καυθήσομαι, παθ. αόρ. ἐκαύθην, πρκμ. κέκαυμαι, υπερ
σ. ἐκεκαύμην. Ρηματ. επίθ. ἄκαυ-σ-τος, περίκαυ-σ-τος (αλλά πυρίκαυ-σ-
τος και πυρίκαυ-τος).
κελεύω (= διατάζω, παραγγέλνω· θ. κελευ- και κελευσ-), πρτ. ἐκέλευον,
μέλλ. κελεύσω, αόρ. ἐκέλευσα, πρκμ. κεκέλευκα. Παθ. κελεύομαι, πρτ. ἐ
κελευόμην, παθ. αόρ. ἐκελεύσθην, πρκμ. κεκέλευσμαι. Ρηματ. επίθ. ἀκέ
λευστος, κελευστέος.
μέλλ. κελεύσω, αόρ. ἐκέλευσα, πρκμ. κεκέλευκα. Παθ. κελεύομαι, πρτ. ἐ
κελευόμην, παθ. αόρ. ἐκελεύσθην, πρκμ. κεκέλευσμαι. Ρηματ. επίθ. ἀκέ
λευστος, κελευστέος.
κλαίω και κλάω (θ. κλαϜ- = κλαυ- και κλαϜj- = κλαι- και κλα-, κλαε- = κλα
η- και κλαιε- = κλαιη-), πρτ. ἔκλαον, μέλλ. κλαύσομαι και κλαήσω ή κλαι
ήσω, αόρ. ἔκλαυσα. Μέσ. αόρ. ἐκλαυσάμην. Ρηματ. επίθ. κλαυ(σ)τός, ἄ
κλαυ(σ)τος.
η- και κλαιε- = κλαιη-), πρτ. ἔκλαον, μέλλ. κλαύσομαι και κλαήσω ή κλαι
ήσω, αόρ. ἔκλαυσα. Μέσ. αόρ. ἐκλαυσάμην. Ρηματ. επίθ. κλαυ(σ)τός, ἄ
κλαυ(σ)τος.
κλῄω και κλείω (θ. κλαϜ- = κληϜ- ή κλεϜ-), πρτ. ἔκλῃον ή ἔκλειον, μέλλ. κλῄ
σω ή κλείσω, αόρ. ἔκλῃσα ή ἔκλεισα. Μέσ. και παθ. -κλήομαι¹ ή -κλείο
μαι, πρτ. -εκλῃόμην ή -εκλειόμην, παθ. μέλλ. -κλῃ-σ-θήσομαι ή -κλει-σ-
θήσομαι, μέσ. αόρ. -εκλῃσάμην ή -εκλεισάμην, παθ. αόρ. ἐκλῄ-σ-θην
ή ἐκλεί-σ-θην, πρκμ. κέκλῃμαι ή κέκλειμαι, υπερσ. ἐκεκλῄμην ή ἐκε-κλεί
μην. Ρηματ. επίθ. κλῃ-σ-τός ή κλει-σ-τός.
σω ή κλείσω, αόρ. ἔκλῃσα ή ἔκλεισα. Μέσ. και παθ. -κλήομαι¹ ή -κλείο
μαι, πρτ. -εκλῃόμην ή -εκλειόμην, παθ. μέλλ. -κλῃ-σ-θήσομαι ή -κλει-σ-
θήσομαι, μέσ. αόρ. -εκλῃσάμην ή -εκλεισάμην, παθ. αόρ. ἐκλῄ-σ-θην
ή ἐκλεί-σ-θην, πρκμ. κέκλῃμαι ή κέκλειμαι, υπερσ. ἐκεκλῄμην ή ἐκε-κλεί
μην. Ρηματ. επίθ. κλῃ-σ-τός ή κλει-σ-τός.
κρούω (θ. κρουσ-, κρου-), πρτ. ἔκρουον, μέλλ. κρούσω, αόρ. ἔκρουσα,
πρκμ. -κέκρουκα, υπερσ. -εκεκρούκειν. Μέσ. και παθ. κρούομαι,
πρτ. ἐκρουόμην, μέσ. μέλλ. κρούσομαι, μέσ. αόρ. ἐκρουσάμην, πα
θ. αόρ. -εκρούσθην, πρκμ. κέκρου(σ)μαι, υπερσ. ἐκεκρούσμην. Ρηματ. επί
θ. ἀπο-κρουστέον.
πρκμ. -κέκρουκα, υπερσ. -εκεκρούκειν. Μέσ. και παθ. κρούομαι,
πρτ. ἐκρουόμην, μέσ. μέλλ. κρούσομαι, μέσ. αόρ. ἐκρουσάμην, πα
θ. αόρ. -εκρούσθην, πρκμ. κέκρου(σ)μαι, υπερσ. ἐκεκρούσμην. Ρηματ. επί
θ. ἀπο-κρουστέον.
(κατα)λεύω (= λιθοβολώ· θ. λαϜ- = λεϜ- = λευ- και λευσ-), πρτ. κατέλευον,
αόρ. κατέλευσα. Παθ. μέλλ. καταλευσθήσομαι, παθ. αόρ. κατελεύσθην.
Ρηματ. επίθ. λιθό-λευστος.
αόρ. κατέλευσα. Παθ. μέλλ. καταλευσθήσομαι, παθ. αόρ. κατελεύσθην.
Ρηματ. επίθ. λιθό-λευστος.
λούω (θ. λοϜ- = λου- ή λο- και λουσ-), μόνο ο ενεστώτας. Μέσ. λοῦμαι
(από το λόϜομαι, λόομαι), πρτ. ἐλούμην, μέσ. μέλλ. λούσομαι, μέσ. αόρ.
ἐλουσάμην, πρκμ. λέλουμαι (μεταγεν. λέλουσμαι).
(από το λόϜομαι, λόομαι), πρτ. ἐλούμην, μέσ. μέλλ. λούσομαι, μέσ. αόρ.
ἐλουσάμην, πρκμ. λέλουμαι (μεταγεν. λέλουσμαι).
ξύω (θ. ξυσ-, ξυ-·), αόρ. ἔξῡσα. Μέσ. αόρ. ἐξυσάμην, παθ. αόρ. -εξύσθην.
Ρηματ. επίθ. ξυστός.
Ρηματ. επίθ. ξυστός.
παίω (= χτυπώ, θ. παϜ-, πάϜ-j-ω = παίω), πρτ. ἔπαιον, μέλλ. παίσω, αόρ.
ἔπαισα, πρκμ. πέπαικα. Παθ. παίομαι, (πρτ. ἐπαιόμην, μέσ. αόρ. ἐπαισά
μην), παθ. αόρ. ἐπαίσθην. Ρηματ. επίθ. ἀνά-παι-σ-τος.
ἔπαισα, πρκμ. πέπαικα. Παθ. παίομαι, (πρτ. ἐπαιόμην, μέσ. αόρ. ἐπαισά
μην), παθ. αόρ. ἐπαίσθην. Ρηματ. επίθ. ἀνά-παι-σ-τος.
παύω (θ. παυσ-, παυ-), πρτ. ἔπαυον, μέλλ. παύσω, αόρ. ἔπαυσα, πρκμ.
πέπαυκα. Μέσ. και παθ. παύομαι, πρτ. ἐπαυόμην, μέσ. μέλλ. παύσο
μαι, μέσ. αόρ. ἐπαυσάμην, παθ. μέλλ. παυ(σ)θήσομαι, παθ. αόρ. ἐπαύ
(σ)θην, πρκμ. πέπαυμαι, υπερσ. ἐπεπαύμην. Ρηματ. επίθ. ἄπαυ(σ)τος, παυ
(σ)τέον.
πέπαυκα. Μέσ. και παθ. παύομαι, πρτ. ἐπαυόμην, μέσ. μέλλ. παύσο
μαι, μέσ. αόρ. ἐπαυσάμην, παθ. μέλλ. παυ(σ)θήσομαι, παθ. αόρ. ἐπαύ
(σ)θην, πρκμ. πέπαυμαι, υπερσ. ἐπεπαύμην. Ρηματ. επίθ. ἄπαυ(σ)τος, παυ
(σ)τέον.
πρῑ΄ω (= πριονίζω· θ. πρῑ- και πρῑσ-), πρτ. ἔπριον, αόρ. ἔπρισα. Παθ. πρκμ.
πέπρισμαι.
πέπρισμαι.
πταίω (από το παίω· πβ. πόλεμος - πτόλεμος· πόλις - πτόλις), πρτ. ἔπται
ον, μέλλ. πταίσω, αόρ. ἔπταισα, πρκμ. ἔπταικα. Ρηματ. επίθ. ἄ-πται- σ-
τος.
ον, μέλλ. πταίσω, αόρ. ἔπταισα, πρκμ. ἔπταικα. Ρηματ. επίθ. ἄ-πται- σ-
τος.
πτύω (θ. πτυ- και πτυσ-), αόρ. -έπτῠσα. Ρηματ. επίθ. κατά-πτυστος. Τα λοι
πά μεταγενέστερα.
πά μεταγενέστερα.
σείω (θ. σει-), πρτ. ἔσειον, αόρ. ἔσεισα. Μέσ. και παθ. σείομαι, μέσ. αόρ.
ἐσεισάμην, παθ. αόρ. ἐσεί-σ-θην, πρκμ. σέ-σει-σ-μαι. Ρηματ. επίθ. διά-σει-
σ-τος.
ἐσεισάμην, παθ. αόρ. ἐσεί-σ-θην, πρκμ. σέ-σει-σ-μαι. Ρηματ. επίθ. διά-σει-
σ-τος.
χρῑ'ω (= αλείφω· θ. χρισ-, χρι-), μόνο ο ενεστώτας. Μέσ. και παθ. χρῑ΄
ομαι, πρτ. ἐχρῑόμην, μέσ. αόρ. ἐχρισάμην, πρκμ. κέχρῑμαι, υπερσ. ἐκεχρῑ΄
μην. Ρηματ. επίθ. χριστός (ποιητ. και μεταγεν.).
ομαι, πρτ. ἐχρῑόμην, μέσ. αόρ. ἐχρισάμην, πρκμ. κέχρῑμαι, υπερσ. ἐκεχρῑ΄
μην. Ρηματ. επίθ. χριστός (ποιητ. και μεταγεν.).
ψαύω (θ. ψαϜ- = ψαυ- και ψαυσ-), αόρ. ἔψαυσα. Ρηματ. επίθ. ἄ-ψαυ
στος.
στος.
Όσοι τύποι εδώ σημειώνονται με ένα ενωτικό (-) μπροστά σημαίνουν σύν
θετες λέξεις.
θετες λέξεις.
1. Ενεστώτας και παρατατικός ενεργητ. και μέσης φωνής
Από τα αφωνόληκτα ρήματα (δηλ. όσα έχουν ρηματικό χαρακτήρα π, β,
φ - κ, γ, χ - τ, δ, θ) μερικά σχηματίζουν τον ενεστώτα (και τον παρατατικό)
από το ρηματικό θέμα αμετάβλητο: βλέπ-ω, δρέπ-ω, ἕπ-ομαι, ἕρπ-ω, λεί
π-ω, πέμπ-ω, πρέπ-ει, ῥέπ-ω, σήπ-ω, τέρπ-ω· ἀμείβ-ω, θλῑ 'β-ω, λείβ-ω
(= στάζω), σέβ-ω, τρίβ-ω· ἀλείφ-ω, γλῠ΄φ-ω (= σκαλίζω), γρᾰ'φ-ω, μέμ
φ-ομαι, νῑ΄φ-ω (= χιονίζω), στέφ-ω, στρέφ-ω, τρέφ-ω ǁ διώκ-ω, εἴκ-ω
(= υποχωρώ), ἕλκ-ω, ἥκ-ω (= έχω έρθει), πλέκ-ω, τήκ-ω· ἄγ-ω (ᾰ), ἀρή
γ-ω (= βοηθώ), ἐπείγ-ω (= βιάζω, επιταχύνω), λήγ-ω, ὀρέγ-ω, πνῑ'γ-ω, φεύ
γ-ω· ἄρχ-ω, βρέχ-ω, γλίχ-ομαι (= επιθυμώ), δέχ-ομαι, ἐλέγχ-ω, ἔρχ-ομαι,
εὔχ-ομαι, ἔχ-ω, μάχ-ομαι, τρέχ-ω, ψήχ-ω (= τρίβω), ψῡ'χ-ω || πέτ-
ομαι (= πετώ)· ᾄδ-ω, ἐρείδ-ω (= στηρίζω), ἥδ-ομαι (= ευχαριστιέμαι), κα
θεύδ-ω (= κοιμούμαι), κυλίνδ-ω (= κυλώ), σπένδ-ω (= κάνω σπονδή, στά
ζω), σπεύδ-ω, φείδ-ομαι, ψεύδ-ομαι· αἴθ-ω (= καίω), κλώθ-ω, πείθ-ω,
πλήθ-ω (= είμαι γεμάτος) κ.ά. Τα περισσότερα όμως αφωνόληκτα ρήμα
τα σχηματίζουν τον ενεστώτα και τον παρατατικό από το ρηματικό θέμα
μετασχηματισμένο. Δηλαδή:
φ - κ, γ, χ - τ, δ, θ) μερικά σχηματίζουν τον ενεστώτα (και τον παρατατικό)
από το ρηματικό θέμα αμετάβλητο: βλέπ-ω, δρέπ-ω, ἕπ-ομαι, ἕρπ-ω, λεί
π-ω, πέμπ-ω, πρέπ-ει, ῥέπ-ω, σήπ-ω, τέρπ-ω· ἀμείβ-ω, θλῑ 'β-ω, λείβ-ω
(= στάζω), σέβ-ω, τρίβ-ω· ἀλείφ-ω, γλῠ΄φ-ω (= σκαλίζω), γρᾰ'φ-ω, μέμ
φ-ομαι, νῑ΄φ-ω (= χιονίζω), στέφ-ω, στρέφ-ω, τρέφ-ω ǁ διώκ-ω, εἴκ-ω
(= υποχωρώ), ἕλκ-ω, ἥκ-ω (= έχω έρθει), πλέκ-ω, τήκ-ω· ἄγ-ω (ᾰ), ἀρή
γ-ω (= βοηθώ), ἐπείγ-ω (= βιάζω, επιταχύνω), λήγ-ω, ὀρέγ-ω, πνῑ'γ-ω, φεύ
γ-ω· ἄρχ-ω, βρέχ-ω, γλίχ-ομαι (= επιθυμώ), δέχ-ομαι, ἐλέγχ-ω, ἔρχ-ομαι,
εὔχ-ομαι, ἔχ-ω, μάχ-ομαι, τρέχ-ω, ψήχ-ω (= τρίβω), ψῡ'χ-ω || πέτ-
ομαι (= πετώ)· ᾄδ-ω, ἐρείδ-ω (= στηρίζω), ἥδ-ομαι (= ευχαριστιέμαι), κα
θεύδ-ω (= κοιμούμαι), κυλίνδ-ω (= κυλώ), σπένδ-ω (= κάνω σπονδή, στά
ζω), σπεύδ-ω, φείδ-ομαι, ψεύδ-ομαι· αἴθ-ω (= καίω), κλώθ-ω, πείθ-ω,
πλήθ-ω (= είμαι γεμάτος) κ.ά. Τα περισσότερα όμως αφωνόληκτα ρήμα
τα σχηματίζουν τον ενεστώτα και τον παρατατικό από το ρηματικό θέμα
μετασχηματισμένο. Δηλαδή:
1. Τα χειλικόληκτα ρήματα, για να σχηματίσουν το χρονικό θέμα του
ενεστώτα και του παρατατικού στην ενεργ. και μέση φωνή, παίρνουν
στο τέλος του ρηματικού θέματος το πρόσφυμα τ και έτσι με την τροπή
του χαρακτήρα β ή φ σε π λήγουν σε -πτω, -πτομαι:
ενεστώτα και του παρατατικού στην ενεργ. και μέση φωνή, παίρνουν
στο τέλος του ρηματικού θέματος το πρόσφυμα τ και έτσι με την τροπή
του χαρακτήρα β ή φ σε π λήγουν σε -πτω, -πτομαι:
(θ. κοπ-, πβ. κοπ-ὴ) | κόπ-τ -ω κόπ-τ -ομαι | ἔ-κοπ-τ-ον ἐ-κοπ-τ-όμην |
(θ. βλαβ-, πβ. βλάβ-η· βλάβ-τ-ω =) | βλάπ-τ -ω βλάπ-τ -ομαι | ἔ-βλαπ-τ-ον ἐ-βλαπ-τ-όμην |
(θ. κρυφ-, πβ. κρύφ-α· κρύφ-τ-ω =) | κρύπ -τ -ω κρύπ -τ- ομαι | ἔ-κρυπ-τ-ον ἐ-κρυπ-τ-όμην |
Έτσι και τα ρ. ἀστράπ-τ-ω, κλέπ-τ-ω, ῥίπ-τ-ω· σκήπ-τ-ω (= στηρίζω),
τύπ-τ-ω· (καλύβ-τ-ω =) καλύπ-τ-ω· (ἅφ-τ-ω =) ἅπ-τ-ω, (θάφ-τ-ω =) θάπ-
τ-ω, (κύφ-τ-ω =) κύπ-τ-ω, (ῥάφ-τ-ω =) ῥάπ-τ-ω, (σκάφ-τ-ω =) σκάπ-τ-ω
κ.ά.
τύπ-τ-ω· (καλύβ-τ-ω =) καλύπ-τ-ω· (ἅφ-τ-ω =) ἅπ-τ-ω, (θάφ-τ-ω =) θάπ-
τ-ω, (κύφ-τ-ω =) κύπ-τ-ω, (ῥάφ-τ-ω =) ῥάπ-τ-ω, (σκάφ-τ-ω =) σκάπ-τ-ω
κ.ά.
2. Τα ουρανικόληκτα ρήματα, για να σχηματίσουν το χρονικό θέμα του
ενεστώτα και του παρατατικού στην ενεργητική και μέση φωνή, παίρνουν
στο τέλος του ρηματικού θέματος το πρόσφυμα j και συγχωνεύουν
τον ουρανικό χαρακτήρα κ, γ, χ με το jσε ττ ή σσ· έτσι λήγουν σε -ττω,
-ττομαι (ή -σσω, -σσομαι):
ενεστώτα και του παρατατικού στην ενεργητική και μέση φωνή, παίρνουν
στο τέλος του ρηματικού θέματος το πρόσφυμα j και συγχωνεύουν
τον ουρανικό χαρακτήρα κ, γ, χ με το jσε ττ ή σσ· έτσι λήγουν σε -ττω,
-ττομαι (ή -σσω, -σσομαι):
(θ. φυλακ-, πβ. φυλακ-ή· φυλάκ-j-ω =) | φυ λάττ -ω φυ λάττ -ομαι | ἐ-φύλαττ-ον ἐ- φυλαττ-όμην |
(θ. ἀλλαγ-, πβ. ἀλλαγ-ή· ἀλλάγ-j-ω =) | ἀλ λάττ-ω ἀλ λάττ -ομαι | ἤλλαττ-ον ἠλλαττ-όμην |
(θ. ταραχ-, πβ. ταραχ-ή· ταράχ-j-ω =) | τα ράττ -ω τα ράττ -ο μαι | ἐ-τάραττ-ον ἐ- ταραττ-όμην |
Έτσι και τα ρ. (ἑλίκ-j-ω =) ἑλίττω - (κηρύκ-j-ω =) κηρύττω - (πτή-κ-j-ω =)
πτήσσω (= ζαρώνω από φόβο) - (φρίκ-j-ω =) φρίττω - (χαρά-κ-j-ω =) χα
ράττω· (ἀίγ-j-ω = ἀίττω =) ᾄττω (= κινούμαι, με ορμή) - (μάγ-j-ω =)
μάττω (= ζυμώνω, δουλεύω κάτι με τα χέρια, σφουγγίζω) - (πατάγ-j-ω =)
πατάσσω - (πλήγ-j-ω =) πλήττω - (πράγ-j-ω =) πράττω - (ῥάγ-j-ω =) ῥάσσω
(= χτυπώ) - (σπαράγ-j-ω =) σπαράττω - (συ-ρίγ-j-ω =) συ-ρίττω - (σφάγ
-j-ω =) σφάττω - (τάγ-j-ω =) τάττω - (φράγ-j-ω =) φράττω· (ἀνα-πτύχ-j-ω =)
ἀναπτύσσω - (ὀρύχ-j-ω =) ὀρύττω κ.ά.
πτήσσω (= ζαρώνω από φόβο) - (φρίκ-j-ω =) φρίττω - (χαρά-κ-j-ω =) χα
ράττω· (ἀίγ-j-ω = ἀίττω =) ᾄττω (= κινούμαι, με ορμή) - (μάγ-j-ω =)
μάττω (= ζυμώνω, δουλεύω κάτι με τα χέρια, σφουγγίζω) - (πατάγ-j-ω =)
πατάσσω - (πλήγ-j-ω =) πλήττω - (πράγ-j-ω =) πράττω - (ῥάγ-j-ω =) ῥάσσω
(= χτυπώ) - (σπαράγ-j-ω =) σπαράττω - (συ-ρίγ-j-ω =) συ-ρίττω - (σφάγ
-j-ω =) σφάττω - (τάγ-j-ω =) τάττω - (φράγ-j-ω =) φράττω· (ἀνα-πτύχ-j-ω =)
ἀναπτύσσω - (ὀρύχ-j-ω =) ὀρύττω κ.ά.
(θ. πλαθ-, πλάθ-j-ω =) | πλάττ-ω πλάττ-ομαι | ἔ - π λ αττ-ον ἐ - π λ α τ τ - ό μ η ν |
(θ. πυρετ-, πυρέτ-j-ω =) | πυρέττ-ω | ἐ -π ύ ρ ε τ τ - ο ν |
(θ. ἐλπιδ-, ἐλπίδ-j-ω =) | ἐλπίζ-ω | ἤ λ π ι ζ - ο ν |
(θ. ὀδ-, ὄδ-j-ω =) | ὄζ-ω (= μυρίζω) | χ ωρίς άλλους χρόνους |
(θ. παιδ-, παίδ-j-ω =) | παίζ-ω | ἔ-παιζ-ον |
3. Τα οδοντικόληκτα ρήματα, για να σχηματίσουν το χρονικό θέμα του
ενεστώτα και του παρατατικού στην ενεργητική και μέση φωνή, παίρνουν
στο τέλος του ρηματικού θέματος το πρόσφυμα j και έπειτα όσα έ
χουν ρηματικό χαρακτήρα θ ή τ τον συγχωνεύουν με το j σε ττ (ή σσ), ε
νώ όσα έχουν ρηματικό χαρακτήρα δ τόν συγχωνεύουν με το j σε ζ:
ενεστώτα και του παρατατικού στην ενεργητική και μέση φωνή, παίρνουν
στο τέλος του ρηματικού θέματος το πρόσφυμα j και έπειτα όσα έ
χουν ρηματικό χαρακτήρα θ ή τ τον συγχωνεύουν με το j σε ττ (ή σσ), ε
νώ όσα έχουν ρηματικό χαρακτήρα δ τόν συγχωνεύουν με το j σε ζ:
Έτσι και τα ρ. ἁρμοδ-j-ω (πβ. ἁρμόδ-ιος)= ἁρμόζω, (ἐρέτ-j-ω =) ἐρέσσω
(= τραβώ κουπί) - (ἐρίδ-j-ω =) ἐρίζω - (κομίδ-j-ω =) κομίζω - (ληίδ-j-ομαι
=) λῄζομαι (= ληστεύω) - (σφραγίδ-j-ω =) σφραγῐ΄ζω - (σχίδ-j-ω =) σχῐ΄ζω
- (φροντίδ-j-ω =) φροντῐ΄ζω - (ψηφίδ-j-ω =) ψηφῐ΄ζω - (κλύδ-j-ω =) κλύ
ζω (= περιβρέχω, ορμώ και σκεπάζω με τα κύματα) - (φράδ-j-ω =) φράζω
(= λέγω) κ.ά.
(= τραβώ κουπί) - (ἐρίδ-j-ω =) ἐρίζω - (κομίδ-j-ω =) κομίζω - (ληίδ-j-ομαι
=) λῄζομαι (= ληστεύω) - (σφραγίδ-j-ω =) σφραγῐ΄ζω - (σχίδ-j-ω =) σχῐ΄ζω
- (φροντίδ-j-ω =) φροντῐ΄ζω - (ψηφίδ-j-ω =) ψηφῐ΄ζω - (κλύδ-j-ω =) κλύ
ζω (= περιβρέχω, ορμώ και σκεπάζω με τα κύματα) - (φράδ-j-ω =) φράζω
(= λέγω) κ.ά.
2. Ενεργητικός και μέσος μέλλοντας.
Ενεργητικός και μέσος αόριστος α΄
Στον ενεργητικό και μέσο μέλλοντα και στον ενεργητικό και μέσο αόρι
στο α΄ ο ρηματικός χαρακτήρας των αφωνόληκτων ρημάτων, όταν βρε
θεί εμπρός από το χρονικό χαρακτήρα σ, παθαίνει τις κανονικές μεταβο
λές, δηλαδή:
στο α΄ ο ρηματικός χαρακτήρας των αφωνόληκτων ρημάτων, όταν βρε
θεί εμπρός από το χρονικό χαρακτήρα σ, παθαίνει τις κανονικές μεταβο
λές, δηλαδή:
α) ο χειλικός χαρακτήρας (π, β, φ) ενώνεται με το χρονικό χαρακτήρα σ σε
ψ:
ψ:
(τρέπ-ω, θ. τρεπ-) τρέψω, ἔτρεψα - τρέψομαι, ἐτρεψάμην
(τρίβ-ω, θ. τριβ-) τρίψω, ἔτριψα - τρίψομαι, ἐτριψάμην
(κρύπτω, θ. κρυφ-) κρύψω, ἔκρυψα - κρύψομαι, ἐκρυψάμην
β) ο ουρανικός χαρακτήρας (κ, γ, χ) ενώνεται με το χρονικό χαρακτήρα σ
σε ξ:
σε ξ:
(φυλάττ-ω, θ. φυλακ-) φυλάξω, ἐφύλαξα - φυλάξομαι, ἐφυλαξάμην
(τάττ-ω, θ. ταγ-) τάξω, ἔταξα - τάξομαι, ἐταξάμην
γ) ο οδοντικός χαρακτήρας (τ, δ, θ) εμπρός από το χρονικό χαρακτήρα σ
αποβάλλεται:
αποβάλλεται:
(ἁρμόττ-ω, θ. ἁρμοτ-) ἁρμόσω, ἥρμοσα
(ψεύδ-ομαι, θ. ψευδ-) ψεύσομαι, ἐψευσάμην
(πείθ-ω, θ. πειθ-) πείσω, ἔπεισα - πείσομαι, ἐπεισάμην.
Παραδείγματα σχη
ματισμού ενεργητ.
και μέ
σου μέλλοντα και ε
νερ
γη
τ. και μέσου αορ. α΄
των α
φωνόλη
κτων ρημάτων
Ρήματα τρέπω (θ. τρε
π-),
τάττω
(θ. ταγ-), πείθω (θ.
πει
θ-)
π-),
τάττω
(θ. ταγ-), πείθω (θ.
πει
θ-)
Χρόνοι | Οριστική | Υποτακτική | Ευκτική | Προ στα κτική | Απαρέμφατο | Μετοχή |
Ενεργ. Μέλλ. | τρέψω τάξω πείσω | τρέψοιμι τάξοιμι πείσοιμι | τρέψειν τάξειν πείσειν | τρέψων τάξων πείσων | ||
Ενεργ. Αόρ. α΄ | ἔτρεψα ἔταξα ἔπεισα | τρέψω τάξω πείσω | τρέψαιμι τάξαιμι πείσαιμι | τρέ ψον, -άτω τά ξον πεῖ σον | τρέψαι τάξαι πεῖσαι | τρέψας τάξας πείσας |
Μέσος Μέλλ. | τρέψομαι τάξομαι πείσομαι | τρεψοίμην ταξοίμην πεισοίμην | τρέψεσθαι τάξεσθαι πείσεσθαι | τρεψόμενος ταξόμενος πεισόμενος | ||
Μέσος Αόρ. α΄ | ἐτρεψάμην ἐταξάμην ἐπεισάμην | τρέψωμαι τάξωμαι πείσωμαι | τρεψαίμην ταξαίμην πεισαίμην | τρ έ ψ αι , - ά σ θ ω τ ά ξ α ι π ε ῖ σ αι | τρέψασθαι τάξασθαι πείσασθαι | τρεψάμενος ταξάμενος πεισάμενος |
Τα υπερδισύλλαβα ρήματα σε -ίζω, όσα έχουν ρηματικό χαρακτήρα δ,
σχηματίζουν τον ενεργητ. και μέσο μέλλοντα χωρίς το χρονικό χαρα
κτήρα σ σε -ιῶ και -ιοῦμαι (που κλίνεται κατά τα συνηρημένα σε -έω). Π.χ.
του ρ. κομίζω (θ. κομιδ-):
σχηματίζουν τον ενεργητ. και μέσο μέλλοντα χωρίς το χρονικό χαρα
κτήρα σ σε -ιῶ και -ιοῦμαι (που κλίνεται κατά τα συνηρημένα σε -έω). Π.χ.
του ρ. κομίζω (θ. κομιδ-):
οριστική | ευκτική | απαρέμφατο | μετοχή | |
Ενεργ. μέλλ. | κομιῶ κομιεῖς κομιεῖ κομιοῦμεν κομιεῖτε κομιοῦσι(ν) | κομιοῖμι ή κομιοίην κομιοῖς ή κομιοίης κομιοῖ ή κομιοίη κομιοῖμεν κομιοῖτε κομιοῖεν | κομιεῖν | κομιῶν κομιοῦσα κομιοῦν |
Μέσος μέλλ | κομιοῦμαι κομιεῖ κομιεῖται κομιούμεθα κομιεῖσθε κομιοῦνται | κομιοίμην κομιοῖο κομιοῖτο κομιοίμεθα κομιοῖσθε κομιοῖντο | κομιεῖσθαι | κομιούμενος κομιουμένη κομιούμενον |
Όμοια και πορίζω - ποριῶ, ποριοῦμαι· νομίζω - νομιῶ· ἀγωνίζομαι - ἀγω
νιοῦμαι· λογίζομαι - λογιοῦμαι· φροντίζω - φροντιῶ κ.ά. (αλλά: κτίζω - κτί
σω, σχίζω - σχίσω κτλ.).
νιοῦμαι· λογίζομαι - λογιοῦμαι· φροντίζω - φροντιῶ κ.ά. (αλλά: κτίζω - κτί
σω, σχίζω - σχίσω κτλ.).
3. Ενεργητικός παρακείμενος και υπερσυντέλικος
Από τα αφωνόληκτα ρήματα:
1. Τα οδοντικόληκτα σχηματίζουν τον ενεργητ. παρακείμενο και υπερσυ
ντέλικο όπως τα φωνηεντόληκτα, δηλ. με το χρονικό χαρακτήρα κ· α
λλά εμπρός από αυτόν αποβάλλουν τον οδοντικό χαρακτήρα του ρηματι
κού θέματος: κομίζω (θ. κομιδ-), παρακείμ. κε-κόμι-κα, υπερσ. ἐ-κε-κομί-
κειν πείθω (θ. πειθ-), » πέ-πει-κα, » ἐ-πε-πεί-κειν.
ντέλικο όπως τα φωνηεντόληκτα, δηλ. με το χρονικό χαρακτήρα κ· α
λλά εμπρός από αυτόν αποβάλλουν τον οδοντικό χαρακτήρα του ρηματι
κού θέματος: κομίζω (θ. κομιδ-), παρακείμ. κε-κόμι-κα, υπερσ. ἐ-κε-κομί-
κειν πείθω (θ. πειθ-), » πέ-πει-κα, » ἐ-πε-πεί-κειν.
2. Τα χειλικόληκτα και ουρανικόληκτα σχηματίζουν τον ενεργητικό
παρακείμενο και υπερσυντέλικο χωρίς το χρονικό χαρακτήρα κ, αλλά
το χαρακτήρα του ρηματ. θέματος, αν είναι άφωνο ψιλόπνοο ή μέσο, τον
τρέπουν στο αντίστοιχό του δασύπνοο (δηλ. το π ή β σε φ και το κ ή γ σε
χ·):
παρακείμενο και υπερσυντέλικο χωρίς το χρονικό χαρακτήρα κ, αλλά
το χαρακτήρα του ρηματ. θέματος, αν είναι άφωνο ψιλόπνοο ή μέσο, τον
τρέπουν στο αντίστοιχό του δασύπνοο (δηλ. το π ή β σε φ και το κ ή γ σε
χ·):
ρήμα | παρακείμενος | υπερσυντέλικος |
κόπτω (θ. κοπ-) | κέ-κοφ-α | ἐ-κε-κόφ-ειν |
τρίβω (θ. τριβ-) | τέ-τριφ-α | ἐ-τε-τρίφ-ειν |
γράφω (θ. γραφ-) | γέ-γραφ-α | ἐ-γε-γράφ-ειν |
κηρύττω (θ. κηρυκ-) | κε-κήρυχ-α | ἐ-κε-κηρύχ-ειν |
τάττω (θ. ταγ-) | τέ-ταχ-α | ἐ-τε-τάχ-ειν |
ταράττω (θ. ταραχ-) | τε-τάραχ-α | ἐ-τε-ταράχ-ειν |
3. Όσα έχουν ε εμπρός από τον ρηματ. χαρακτήρα τρέπουν συνήθως
στον ενεργ. παρακείμενο και υπερσυντέλικο το ε αυτό σε ο:
στον ενεργ. παρακείμενο και υπερσυντέλικο το ε αυτό σε ο:
ρήμα | παρακείμενος | υ π ε ρ σ υ ν τ έ λ ι κ ο ς |
κλέπτω (θ. κλεπ-) | κέ-κλοφ-α | ( ἐ-κε-κλόφ-ειν) |
τρέπω (θ. τρεπ-) | τέ-τροφ-α | ( ἐ-τε-τρόφ-ειν) |
φέρω (θ. ἐνεκ-) | ἐν-ήνοχ-α | ἐ ν - ηνόχ-ειν |
(αλλά: πλέκ-ω, πέ-πλεχ-α, ἐ-πε-πλέχ-ειν).
4. Παθητικός μέλλοντας α΄ και παθητ. αόριστος α΄
Στον παθητ. μέλλοντα α΄ και τον παθητ. αόριστο α΄ ο ρηματικός χαρακτή
ρας των αφωνόληκτων ρημάτων εμπρός από το θ του χρονικού προ
σφύματος θη (θε) παθαίνει τις κανονικές μεταβολές, δηλαδή:
ρας των αφωνόληκτων ρημάτων εμπρός από το θ του χρονικού προ
σφύματος θη (θε) παθαίνει τις κανονικές μεταβολές, δηλαδή:
α) αν είναι ψιλόπνοο ή μέσο χειλικό (π, β), τρέπεται στο αντίστοιχό του δα
σύπνοο φ:
σύπνοο φ:
λείπ-ω (θ. λειπ-), λειφ-θήσομαι, ἐ-λείφ-θην καλύπ-τ-ω
(θ. καλυβ-), καλυφ-θήσομαι, ἐ-καλύφ-θην
β) αν είναι ψιλόπνοο ή μέσο ουρανικό (κ, γ), τρέπεται στο αντίστοιχό του
δασύπνοο χ:
δασύπνοο χ:
κηρύττω (θ. κηρυκ-), κηρυχ-θήσομαι, ἐ-κηρύχ-θην
ἄγ-ω (θ. ἀγ-), ἀχ-θήσομαι, ἤχ-θην
γ) αν είναι οδοντικό (τ, δ, θ) τρέπεται σε σ:
ἁρμόττω¹ (θ. ἁρμοτ-), — ἡρμόσ-θην
ψεύδομαι (θ. ψευδ-), ψευσ-θήσομαι, ἐψεύσ-θην
πείθομαι (θ. πειθ-), πεισ-θήοομαι, ἐ-πείσ-θην.
1. Το ρ. ἁρμόττω έχει και παράλληλο τύπο ἁρμόζω με θ. ἁρμοδ- (πβ. ἁρμό
δ-ιος) και ἁρμογ- (πβ. ἁρμογή, ἐφαρμογή).
δ-ιος) και ἁρμογ- (πβ. ἁρμογή, ἐφαρμογή).
5. Παρακείμενος και υπερσυντέλικος της μέσης φωνής
Τα αφωνόληκτα ρήματα σχηματίζουν τον παρακείμενο και τον υπερσυ
ντέλικο της μέσης φωνής, όπως τα φωνηεντόληκτα, με τις καταλήξεις -
μαι (-σαι, -ται κτλ.) και -μην (-σο, -το κτλ.), αλλά κατά το σχηματισμό των
τύπων στους χρόνους αυτούς συμβαίνουν τα κανονικά πάθη του χαρακτή
ρα εμπρός από τις προσωπικές καταλήξεις· π.χ.
ντέλικο της μέσης φωνής, όπως τα φωνηεντόληκτα, με τις καταλήξεις -
μαι (-σαι, -ται κτλ.) και -μην (-σο, -το κτλ.), αλλά κατά το σχηματισμό των
τύπων στους χρόνους αυτούς συμβαίνουν τα κανονικά πάθη του χαρακτή
ρα εμπρός από τις προσωπικές καταλήξεις· π.χ.
γέ-γραφ-μαι = γέ-γραμ-μαι, γέ-γραφ-σαι = γέ-γραψαι κτλ.
Για την κλίση του παρακείμενου και υπερσυντέλικου μέσης φωνής των α
φωνόληκτων ρημάτων δες εδώ.
φωνόληκτων ρημάτων δες εδώ.
1. Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου, ΟΕΔΒ
2. Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αχ. Τζάρτζανος, ΟΕΔΒ
3. Γραμματική Αρχαίας Ελληνικής, Λιναρδής Ιωάννης, εκδ. Χατζηθωμά, Θε
σσαλονίκη, 2007
σσαλονίκη, 2007