Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ,ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΚΟΚΚΙΝΟ ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ,ΜΥΤΑΡΑΣ

Επιτύμβιον  Μαν. Αναγνωστάκης, «Επιτύμβιον» (ανάγνωση) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]


Επιτύμβιον  Μαν. Αναγνωστάκης, «Επιτύμβιον» (ανάγνωση) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

Το Ποιημα Ανηκει στην ποιητική συλλογή Ο Στόχος (1970), που περιέχει ποιήματα γραμμένα στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974).

Πέθανες — κι έγινες και συ: ο καλός.

Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,

εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

 

Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,

τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.

Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.

(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω

πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).

Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,

ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

 

Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

Τ. Πατρίκιος, «Μπαλλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη»  Δ. Σαββόπουλος, «Πολιτευτής»

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Ποιος ήταν ο αληθινός χαρακτήρας του Λαυρέντη κατά τον ποιητή; Ποιες φράσεις τον αποδίδουν εντονότερα;
  2. Ποια είναι τα κυρίαρχα αισθήματα του ποιητή; Να παρακολουθήσετε τις διακυμάνσεις τους και να βρείτε σε ποιους στίχους κορυφώνονται. Τι νομίζετε ότι προκαλεί αυτά τα αισθήματα;
  3. Να αποδώσετε το νόημα των παρενθετικών στίχων.
  4. Με τη γενίκευση που περιέχει ο τελευταίος στίχος ο Λαυρέντης γίνεται εκπρόσωπος ενός τύπου ανθρώπου: του κάπηλου. Να συνοψίσετε τα γενικά χαρακτηριστικά αυτού του τύπου.
  5. Ο στόχος του ποιητή, με βάση τα στοιχεία που παρέχει το ποίημα, περιορίζεται στο Λαυρέντη ή διευρύνεται; Σε ποιες κατευθύνσεις;
  6. Να σχολιάσετε τον τίτλο του ποιήματος, αφού λάβετε υπόψη τι είναι το επιτύμβιο στην ποιητική μας παράδοση και πώς το χρησιμοποιεί εδώ ο ποιητής.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕΛ. 99
https://www.youtube.com/watch?v=FneP2nTY12k

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ / ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ [Απαγγελία]


Το Ποιημα Ανηκει στην ποιητική συλλογή Ο Στόχος (1970), που περιέχει ποιήματα γραμμένα στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974).
Πέθανες — κι έγινες και συ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
Τ. Πατρίκιος, «Μπαλλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη»  Δ. Σαββόπουλος, «Πολιτευτής»
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
  1. Ποιος ήταν ο αληθινός χαρακτήρας του Λαυρέντη κατά τον ποιητή; Ποιες φράσεις τον αποδίδουν εντονότερα;
  2. Ποια είναι τα κυρίαρχα αισθήματα του ποιητή; Να παρακολουθήσετε τις διακυμάνσεις τους και να βρείτε σε ποιους στίχους κορυφώνονται. Τι νομίζετε ότι προκαλεί αυτά τα αισθήματα;
  3. Να αποδώσετε το νόημα των παρενθετικών στίχων.
  4. Με τη γενίκευση που περιέχει ο τελευταίος στίχος ο Λαυρέντης γίνεται εκπρόσωπος ενός τύπου ανθρώπου: του κάπηλου. Να συνοψίσετε τα γενικά χαρακτηριστικά αυτού του τύπου.
  5. Ο στόχος του ποιητή, με βάση τα στοιχεία που παρέχει το ποίημα, περιορίζεται στο Λαυρέντη ή διευρύνεται; Σε ποιες κατευθύνσεις;
  6. Να σχολιάσετε τον τίτλο του ποιήματος, αφού λάβετε υπόψη τι είναι το επιτύμβιο στην ποιητική μας παράδοση και πώς το χρησιμοποιεί εδώ ο ποιητής.





Επιτύμβιον-Πανδής-Μαυρουδής-Αναγνωστάκης-Pandis-Mavroudis-Anagnostakis



Το  πρόβλημα της ηθικής στάσης  σε μια εποχή ταραγμένη από τα πάθη και την ιδεολογική σύγχυση είναι βασικό στοιχείο της πο...

Υπάρχει όμως και ένα  αίσθημα αισιοδοξίας  ως αποτέλεσμα πικρής εμπειρίας.

Ο  άξονας της ιστορικότητας , ως ιστορικές στιγμές, ως δράση ανθρώπων, ως κριτική και αυτοκριτική, διαπερνά πολλά ποιήματα...

<ul><li>Σταδιακά αναδιπλώνεται σε ένα πιο  προσωπικό κόσμο.
Επιχειρεί τη  διαφύλαξη των ανθρωπιστικών συναισθημάτων και αξιών  που χάνονται στο σύγχρονο κόσμο.

Μανόλη Αναγνωστάκη, Επιτύμβιον

*

Μανόλη Αναγνωστάκη, Επιτύμβιονhttps://www.lectores.gr › uploads › 2012/11 › Επ... DOC

Τα Βασικά στοιχεία που διαμορφώνουν το ύφος του ποιήματος.  

 

 Αν και συνήθως  στους επιτύμβιους στίχους επαινείται ο θανών, εδώ δίνονται δυο εκδοχές, η άποψη των πολλών και η άμεση αντίληψη του ποιητή που έρχεται σε αντίθεση με τα κούφια εγκωμιαστικά λόγια. Άλλωστε ο τρόπος γραφής, το ύφος και οι διακυμάνσεις της φωνής αναδεικνύουν την ειρωνική και σαρκαστική γλώσσα που σημαίνει πολύ περισσότερα από όσα λέει και που κορυφώνεται με τους στίχους στην παρένθεση και τη γενίκευση στον επίλογο μετεωρισμένο στίχο. Η διαπλοκή του β΄ με το α΄ ρηματικό πρόσωπο και η εμφατική παρουσία της προσωπικής αντωνυμίας «εγώ, συ» δημιουργούν οικείο ύφος, άμεση εμπειρία, δηλαδή βιωματικό πειστικό λόγο.

 

Η διπλή πραγματικότητα

Α΄ στροφή: το «φαίνεσθαι» - η ειρωνεία της υποκρισίας.

      Στην πρώτη στροφή συσσωρεύονται τα χαρακτηριστικά και ονοματοποιημένα επίθετα, τα πολλά στεφάνια, οι τρεις επικήδειοι λόγοι και τα ψηφίσματα, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο νεκρός κατείχε κάποια δημόσια θέση ή ήταν κάποιος που πρόσφερε υπηρεσίες. Η ποιότητα των υπηρεσιών του διευκρινίζεται στη δεύτερη στροφική ενότητα που κατανοείται καλύτερα σε σχέση με τα εξωκειμενικά συμφραζόμενα. Οι τιμές στο νεκρό έχουν σχέση με τη μεσαία αστική τάξη που μετά τον εμφύλιο ξεπουλιέται στις διεθνείς αγορές και τα ντόπια συμφέροντα, όπως λέει ο ποιητής ειρωνικά «για τις υπέροχες υπηρεσίες που πρόσφερες».

 

Β΄ στροφή: το «είναι» - η αλήθεια

      Στη δεύτερη στροφική ενότητα δίνεται η πραγματική εικόνα του θανόντος με το σχήμα αποστροφής  και τον καθημερινό λαϊκό λόγο, όπου οι λέξεις αποδίδουν την ουσία των πραγμάτων και όχι μια φενακισμένη εικόνα για το νεκρό, π.χ.

 

           «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ΄ξερα τι κάθαρμα ήσουν

           τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα».

 

   Το επίρρημα «μόνο» και οι λεκτικές επιλογές «κάθαρμα, κάλπικος παράς, ψέμα», που ηθογραφούν ένα νεκρό χωρίς αξίες. Μέσα από τα αντιθετικά επιτύμβια λόγια ο αναγνώστης εστιάζει στην πραγματική εικόνα του Λαυρέντη και όχι την επίσημη και πεποιημένη των τριών αντιπροέδρων. Στη συνέχεια ο ποιητής με τη λόγια έκφραση, «Κοιμού εν ειρήνη δε θα ΄ρθω την ησυχία σου να ταράξω»,  δηλώνει την πρόθεσή του, η οποία ουσιαστικά έχει αναιρεθεί, διότι η υστεροφημία του νεκρού και η ησυχία του έχει διαταραχθεί και δεν μπορούμε να πούμε ότι ο νεκρός κοιμάται εν ειρήνη. Βέβαια, ο ποιητής δεν στοχεύει μικρόψυχα στο συγκεκριμένο άτομο αλλά στις πράξεις του και σε κάθε «Λαυρέντη», ο οποίος γίνεται αντιπροσωπευτικό όνομα-σύμβολο στον επιλογικό στίχο, π.χ. «Δε θα ΄σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.».

 

Η στάση του ποιητή

    Στη συνέχεια της δεύτερης στροφής με τους στίχους στην παρένθεση ο ποιητής αποκαλύπτει τα συναισθήματά του και τη στάση του, στάση πολιτική, κοινωνική και υπεύθυνη, που μιλάει με τη σιωπή του, π.χ.

            «(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω

             Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο)».

 

Ο τελευταίος στίχος – Το επιμύθιο του ποιήματος

 

   Η πικρή γεύση και ο εξομολογητικός τόνος δίνονται με την αντίθεση του εγώ και εσύ και με την περιφρόνηση εκείνου που αντιπροσωπεύει ο νεκρός και το «σαρκίο» του. Η σιωπή ως πολιτική στάση δεν μπορεί να θυσιαστεί  για το Λαυρέντη. Ακολουθεί η ολοκλήρωση του νοήματος με το σχήμα του κύκλου, τόσο ως προς τη λόγια έκφραση (διαλογικότητα με τον εκκλησιαστικό λόγο), όσο και ως προς τους σαρκαστικούς χαρακτηρισμούς για το Λαυρέντη, με αναδιάταξη του πρώτου στίχου της πρώτης στροφής, τον ευθύ λόγο, την επιλογή των κεφαλαίων γραμμάτων και την «ομιλούσα στίξη», π.χ.

 

     «Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,

      ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

 

      Δε θα ΄σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.»

    Ο μετεωρισμένος επιλογικός στίχος, η επανάληψη, ο σαρκασμός, η συσσώρευση των επιθέτων, όλα γίνονται φορείς μηνυμάτων με στόχο τον «τιμώμενο» νεκρό και τη φενακισμένη εικονοποίησή του. Με τον επιλογικό στίχο επιτυγχάνεται η διεύρυνση των στόχων του ποιητή, ιδιαίτερα με τη φράση «ούτε δα» και τη σαρκαστική πικρή διάθεση. Η μέθοδος γραφής του Μ. Αναγνωστάκη θυμίζει Καβάφη (π.χ. Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης), το ύφος είναι ρητορικό και μοιάζει με μονόλογο του ποιητή (κοφτή φράση, προσεγμένη δομή,  παρηχήσεις των γραμμάτων λ, ρ, επιλογή του β΄ ρηματικού προσώπου). Ο τελευταίος στίχος δένει με τους δύο πρώτους στίχους και δημιουργεί αίσθηση αποφθεγματική.

 

Ο Λαυρέντης ως σύμβολο – Καταγγελία και ηθική ορθοστασία από τον ποιητή

 

    Το λυρικό εγώ του ποιήματος δε δείχνει να στρέφεται κατά του συγκεκριμένου Λαυρέντη. Ένα ανθρωπάκι, θλιβερό σαρκίο που δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς, και προπαντός όταν τα λόγια του τα ’χει μετρημένα με το σταγονόμετρο. Δε φαίνεται, άλλωστε, να τον ενδιαφέρουν τ’ άτομα, για τα οποία, μάλιστα, διαθέτει όλη την απαιτούμενη κατανόηση. Αν όμως ο Λαυρέντης δεν ενδιαφέρει ως συγκεκριμένο άτομο, ενδιαφέρει και πολύ ως “δείγμα τυπικό” της μεταπολεμικής ελληνικής αστικής κοινωνίας ή της μεσαίας τάξης, στην οποία στοχεύει ο ποιητής. Αυτό φαίνεται σε δυο σημεία του ποιήματος στον πρώτο και στον τελευταίο στίχο. Στον πρώτο στίχο [...] το “και συ” θέλει να πει βέβαια όπως τόσοι και τόσοι όμοιοι σου. Το “και” είναι προσθετικό. Η γενίκευση, όμως, γίνεται ρητά στον τελευταίο στίχο, τον ξεχωρισμένο σαν ουρά, σαν συμπέρασμα ή σαν επιμύθιο. Έτσι, ο Λαυρέντης γίνεται συνεκδοχή. Και το συναίσθημα αντιπαλότητας που διακατέχει τον ποιητή είναι για το όλο, μέσα στο οποίο εντάσσεται το μέρος. Ένα συναίσθημα αντιπαλότητας που συνοδεύεται από πικρή γεύση και από αηδία και που εκφράζεται γλώσσα με δηκτική και σαρκαστική, που θυμίζει Σατιρικά Γυμνάσματα του Παλαμά ή – κυρίως- Καρυωτάκη, προσδιορίζοντας μια στάση γεμάτη ασυμβίβαστη αδιαλλαξία. Το “Επιτύμβιον” εξελίσσεται σ’ ένα αντίλογο που λιθοβολεί με τη γυμνή αλήθεια του, όχι τον ασώματο συνομιλητή, αλλά την κοινωνική πρώτη ύλη που αναπαράγει τους “Λαυρέντηδες”».






Andrew Paranavitana

Μανόλης Αναγνωστάκης «Επιτύμβιον»

Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Ο Στόχος (1970), που περιέχει ποιήματα γραμμένα
 στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974).

Πέθανες – κι έγινες και συ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα ‘ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θα ‘σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης με πικρή ειρωνεία στηλιτεύει την υποκρισία που διακρίνει
πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι φροντίζουν να δίνουν προς τα έξω μια εικόνα αξιοπρέ
πειας και ενδιαφέροντος για το συλλογικό συμφέρον, ενώ στην πραγματικότητα δεν
είναι παρά οπορτουνιστές που αποζητούν μονάχα την προσωπική τους καταξίωση.
Άνθρωποι σαν το Λαυρέντη του ποιήματος –η ταυτότητα του οποίου δεν έχει κάποια
 ουσιαστική σημασία, καθώς ο Λαυρέντης λειτουργεί περισσότερο ως σύμβολο, ως αντι
προσωπευτικό παράδειγμα ενός γενικότερου ανθρώπινου τύπου- βρίσκονται σε όλους τους
τομείς της κοινωνικής πράξης και αποτελούν φανέρωμα της πτώσης που χαρακτηρίζει πλέ
ον την ελληνική, και όχι μόνο, πολιτεία.
Ακόμη και στους κόλπους της αριστερής παράταξης, που γεννήθηκε ως αντίδραση απέναντι
στην ηθική και πολιτική σήψη των προηγούμενων γενιών και διεκδίκησε την ανανέωση
και την αναδιαμόρφωση της κοινωνίας, με ζητούμενο πάντα την κοινωνική δικαιοσύνη και
την ισότιμη αντιμετώπιση όλων των πολιτών, υπήρξαν αρκετοί άνθρωποι που δε δίστασαν
 να εκμεταλλευτούν τον όποιο σεβασμό απέκτησαν απ’ τους συμπολίτες τους προκειμένου
να εξυπηρετήσουν τελικά ίδια συμφέροντα. Άνθρωποι που ενεπλάκησαν στα πολιτικά και
 κοινωνικά ζητήματα της χώρας ορμώμενοι από μια συγκροτημένη και μαχητική ιδεολογία
 άνθρωποι που ξεκίνησαν την πορεία τους παλεύοντας για τα υψηλά ιδανικά της αρι
στεράς, κατέληξαν τελικά να εκμεταλλεύονται με το χειρότερο τρόπο την εμπιστοσύνη των
πολιτών.
Το δέλεαρ της οικονομικής διασφάλισης και της κοινωνικής ανάδειξης υπήρξε τόσο ισχυ
ρό, ώστε οδήγησε -και οδηγεί- αρκετούς ανθρώπους στην υιοθέτηση μιας απαράδεκτα υποκρι
τικής στάσης, όπου πίσω από κάθε υποτιθέμενα κοινωνικό αγώνα δεν υπήρξε -και δεν υπάρ
χει- τίποτε περισσότερο από την προσωπική φιλοδοξία και απληστία.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης και ο πατριώτης, δεν είναι παρά το προσωπείο που
 θέ
λει να δει η κοινωνία∙ το μόνο προσωπείο που αποδέχεται η κοινωνία, προκειμένου να ανα
γνωρίσει και να επιδαψιλεύσει τιμές και προνόμια στους πολίτες της. Κι αυτό ακριβώς πα
ρουσιάζουν και υπερτονίζουν εκείνοι που με τρόπους επιδέξιους εργάζονται κυρίως για το ατο
μικό τους κέρδος.
Άλλωστε, η ειρωνεία του ποιητή δε στρέφεται μόνο κατά του Λαυρέντη, του υποκριτή και δό
λιου Λαυρέντη, αλλά και κατά της κοινωνίας, η οποία μπροστά στην ανάγκη της να τιμή
σει και να προβάλει ιδεατά και επιθυμητά πρότυπα συμπεριφοράς, εθελοτυφλεί απένα
ντι στις -πασιφανείς κάποτε- ενδείξεις πως ο τιμώμενος πολίτης δεν υπήρξε επί της ουσίας
 παρά ένας ακόμη «κάλπικος παράς», ένα «κάθαρμα». Έτσι, η πολιτεία εξαπατάται οι
κειοθελώς, μην τολμώντας να αποκαλύψει την έκταση της ηθικής και συνειδησιακής παρακ
μής των μελών της εξαπατάται γιατί θέλει να πιστεύει πως αποκρύπτοντας τη μικρό
τητα και την κενότητα των «διακεκριμένων» και «αξιοσέβαστων» πολιτών της, κατορθώνει
να θέσει αξιόλογα πρότυπα για τους υπόλοιπους πολίτες.

«Επιτύμβιον»
Ο τίτλος του ποιήματος, με τον τύπο της λέξης να παραπέμπει στην αρχαία ελληνική γλώσσα,
 αλλά και στην καθαρεύουσα, λειτουργεί ως ένα ειρωνικό σχόλιο απέναντι στην επισημότη
τα και τη σοβαρότητα με την οποία η πολιτεία τιμά έναν από τους «καλούς» πολίτες της.
Ο ποιητής, παράλληλα, με τη χρήση σύντομων προτάσεων και τα άφθονα σημεία στίξης κατε
υθύνει τον αναγνώστη σε μια αργή ανάγνωση του ποιήματος, δημιουργώντας την αίσθηση
πως πρόκειται για ένα επιτύμβιο επίγραμμα.

«Πέθανες – κι έγινες και συ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.»

Με την πρώτη κιόλας λέξη του ποιήματος, με το ανέκκλητο και το τελεσίδικο του θανά
του, ο ποιητής προδιαθέτει τον αναγνώστη για το μάταιο οποιασδήποτε πιθανής αποκάλυ
ψης εις βάρος του νεκρού. Ο θάνατος επιβάλλει, άλλωστε, ένα στοιχειώδη σεβασμό -έστω κι
 αν δεν έχει κερδηθεί με άξιο τρόπο πάντοτε- απέναντι στο νεκρό που δεν μπορεί να υπερα
σπιστεί τον εαυτό και την τιμή του.
Ο θάνατος, λοιπόν, φέρνει τέλος στις όποιες ενστάσεις για τη δράση και την προσωπικότη
τα του νεκρού και εξαναγκάζει τους άλλους ανθρώπους να του αναγνωρίσουν, όσα και ό,τι
είχε πετύχει όσο ζούσε. Έτσι, ο νεκρός γίνεται πια, και αναγνωρίζεται από την πολιτεία ως
 ένας λαμπρός άνθρωπος, ένας αξιοσέβαστος οικογενειάρχης κι ένας καλός πατριώτης. Αρε
τές, αν μη τι άλλο, αρεστές στην κοινωνία και διαρκώς επιζητούμενες για όλα τα μέλη της.
Η απαρίθμηση των στοιχείων που δείχνουν το μέγεθος της τιμής που αποδόθηκε στο νεκρό
 έρχεται να τονίσει με τρόπο ειρωνικά πομπώδη την αξία που θεώρησε η πολιτεία πως είχαν
οι «υπέροχες» υπηρεσίες που προσέφερε στο κοινωνικό σύνολο. Τιμές, μάλιστα, που φανε
ρώνουν πως ο νεκρός υπήρξε ένας πραγματικά καταξιωμένος πολίτης και προκαλούν προς
 στιγμή την εντύπωση πως ίσως να επρόκειτο για ένα πραγματικά αξιόλογο άνθρωπο.
Ωστόσο, οι αμέσως επόμενοι στίχοι, με τρόπο καβαφικό αποκαλύπτουν πως όλα αυτά δεν
 είναι παρά μια πλάνη.

«Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα ‘ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.»

Δε θα ‘σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

Ο Αναγνωστάκης αξιοποιεί εδώ τη δραματική (καταστασιακή) ειρωνεία, που τόσο συχνά
χρησιμοποιεί ο Καβάφης στην ποίησή του, ανατρέποντας την αρχική εικόνα που είχε δημιουρ
γήσει για τον τιμώμενο νεκρό. Το επίσημο ύφος της πρώτης στροφής εγκαταλείπεται και με
εκφράσεις λαϊκές, αλλά καίρια καυστικές, ο ποιητής αποκαλύπτει πως ο νεκρός δεν ήταν πα
ρά ένα κάθαρμα, ένας κάλπικος παράς που πέρασε τη ζωή του στο ψέμα και την υποκρισία.
 Όλα όσα η πολιτεία εξέλαβε ως «υπέροχες υπηρεσίες» δεν ήταν παρά τα προπετάσματα κα
πνού, η αναγκαία κάλυψη, ώστε ο Λαυρέντης να μπορεί με ασφάλεια να εξυπηρετεί τα προσω
πικά του συμφέροντα.
Ας προσεχθεί πως η επιλογή του ονόματος Λαυρέντης, το οποίο παραπέμπει σε λαϊκούς ανθρώ
πους είναι σκόπιμη, καθώς ο ποιητής θέλει να υπενθυμίσει το ταπεινό ξεκίνημα πολλών αν
θρώπων, ιδίως από το χώρο της αριστεράς, οι οποίοι στην πορεία ξέχασαν τα ιδανικά και την
 πρότερη κατάστασή τους και κυνήγησαν με επονείδιστο πάθος το χρήμα και την προσωπική
 επιτυχία.
Ο ποιητής είναι ο μόνος που γνωρίζει την αλήθεια για το Λαυρέντη -στοιχείο που υποδει
κνύει μια στενή σχέση με τον εκλιπόντα- κι είναι ο μόνος που θα μπορούσε να ανατρέψει
την εικόνα που είχε δώσει στους άλλους ανθρώπους ο νεκρός. Εντούτοις, ο ποιητής δεν έχει
 καμία πρόθεση να ξεπέσει σε μια τόσο ανώφελη μικροπρέπεια αποκαλύπτοντας
 όσα γνωρίζει για τον με τιμές ενταφιασμένο φίλο του.
Στους παρενθετικούς, άλλωστε, στίχους ο Αναγνωστάκης επισημαίνει στο νεκρό πως σκοπεύ
ει να σιωπήσει και να κρατήσει για τον εαυτό του όλα όσα γνωρίζει κι όλα όσα έχει αντιληφθεί
 σε σχέση με την αλήθεια των προσώπων, ίσως μάλιστα και της ίδιας της παράταξης που με
προσωπικό κόστος υπηρέτησε στη ζωή του. Η σιωπή του ποιητή, που προφανώς θα του προ
σφέρει μια πολύτιμη γαλήνη, είναι πολύ σημαντική για να τη διακινδυνεύσει με μόνο όφε
λος να πει την αλήθεια για το «θλιβερό σαρκίο» του Λαυρέντη. Το άκρως υποτιμητικό σχό
λιο αυτό του ποιητή για τον υποκριτή, καιροσκόπο και ανάξιο Λαυρέντη, έρχεται να
 τονίσει πως όσα σκοπεύει να αποσιωπήσει είναι πολύ πιο ουσιώδη και άρα πολύ πιο «επι
κίνδυνα» από την απληστία και τα ψεύδη του Λαυρέντη.
Αν ο Λαυρέντης υπήρξε ένας απατεώνας που ξεγέλασε τους γύρω του, αλλά και όλη την
πολιτεία, με την υποτιθέμενα αξιόλογη δράση του, αυτό για τον ποιητή συνιστά μια αμελη
τέα ποσότητα σε σχέση με την γενικότερη αθλιότητα και τη διαφθορά που γνώρισε ο ίδιος
 στους χώρους που κινήθηκε. Ο Λαυρέντης είναι ένας από τους πολλούς -και σίγουρα
δε θα είναι ο τελευταίος- που εκμεταλλεύτηκε καταστάσεις και ξεγέλασε τους συμπολί
τες του. Δεν αξίζει ωστόσο να διακινδυνεύσει ο ποιητής την ακεραιότητά του και να γί
νει τόσο μικροπρεπής, ώστε να επιχειρήσει εκ των υστέρων το ξεσκέπασμα της αθλιότητας
ενός νεκρού ανθρώπου.
Η επιλογή του Αναγνωστάκη να μη μιλήσει για το πραγματικό ποιόν του Λαυρέντη, πέρα
από άλλες πιθανές προεκτάσεις, δείχνει και το προσωπικό ήθος του ποιητή, ο οποίος κρίνει
 σωστά πως είναι ανούσιο να καταφύγει στην προσφιλή τακτική των κενών ανθρώπων,
 που θεωρούν πως μιλώντας και αποκαλύπτοντας πράγματα για τους άλλους ενισχύ
ουν οι ίδιοι την αξία τους. Ο Αναγνωστάκης σέβεται τον εαυτό του και απορρίπτει οποια
δήποτε σκέψη να εκθέσει το νεκρό μια επιλογή που τελικά θα στοίχιζε περισσότερο στον ποι
ητή, στην αξιοπρέπειά του και στον αυτοσεβασμό του, απ’ ό,τι ενδεχομένως θα ωφελούσε
την πεισματικά εθελοτυφλούσα κοινωνία.
Ο ποιητής, άλλωστε, καταφεύγει στην επίκριση του Λαυρέντη, όχι γιατί θέλει να μιλήσει
για το συγκεκριμένο πρόσωπο -είναι προφανές άλλωστε πως το όνομα Λαυρέντης δεν
είναι το πραγματικό όνομα του νεκρού-, αλλά γιατί θέλει να παρουσιάσει και να στηλιτεύσει
 μια πραγματικά επιζήμια για την κοινωνία κατάσταση. Στόχος του ποιητή είναι η τάση των
 ανθρώπων να επιζητούν την προσωπική τους διασφάλιση εις βάρος του συλλογικού συμφέρο
ντος. Μια τάση που λαμβάνει τραγικές διαστάσεις αν ληφθεί υπόψη πως χαρακτηρίζει ακόμη
και ανθρώπους της αριστεράς που όντας νεότεροι αγωνίστηκαν με πάθος για την κοινωνία και
 φάνηκε πως βάζουν το κοινό όφελος πάνω απ’ το ατομικό, πάνω απ’ τον εαυτό τους.
Ο ποιητής βλέπει με αγανάκτηση ανθρώπους της γενιάς του να παραμερίζουν τα
ιδανικά του παρελθόντος, να εγκαταλείπουν την πίστη στο συλλογικό αγώνα, να αδιαφορούν
 για την αξία της από κοινού προσπάθειας, και να επιδιώκουν μόνο την προσωπική τους ανά
δειξη. Άνθρωποι που κάποτε διέγνωσαν τη δύναμη που θα μπορούσε να έχει μια συλ
λογική αντίδραση των πολιτών απέναντι στα κακώς κείμενα της πολιτείας, έγιναν τελικά μέ
ρος του προβλήματος, μόνο και μόνο για να κερδίσουν χρήματα, ισχύ και καταξίωση.
Προφανές, βέβαια, πως η επίσημη πολιτεία, η πολιτεία που αποδίδει τις τιμές δεν επιθυμεί
πολίτες με αγωνιστική διάθεση, ούτε πολίτες που θα αδιαφορήσουν για τα «στέφανα» και
τα «ψηφίσματα», διεκδικώντας όχι πια την ατομική καταξίωση, αλλά το συλλογικό ανέ
βασμα της κοινωνίας με μια ουσιαστική αντίδραση απέναντι σε ό,τι και σε όποιους υπονο
μεύουν σταθερά την ανθρώπινη αξία. Η επίσημη πολιτεία επιθυμεί και επιβραβεύει τους
 «καλούς», τους «λαμπρούς» ανθρώπους, τους «οικογενειάρχες» και τους «πατριώτες»,
 έστω κι αν όλα αυτά βρίθουν υποκρισίας και ψεύδους, έστω κι αν όλα αυτά γίνονται μόνο για
την εικόνα και δεν αποτελούν ουσιαστικές ποιότητες.
Η επανάληψη όλων αυτών των χαρακτηριστικών που προσφέρουν τιμή σε κάθε άνθρω
πο, κάνει αισθητή την ειρωνική διάθεση του ποιητή, ο οποίος δεν μπορεί παρά να αντικρίζει
 με απέχθεια την υποκρισία του ατομισμού, τη στιγμή μάλιστα που γνωρίζει πόσα θα μπο
ρούσαν αν πετύχουν οι πολίτες, πόσα θα μπορούσαν να κερδίσουν, αν ξεκινούσαν και πάλι
 από κοινού τους αγώνες για την αναγέννηση της κοινωνίας.