Γιατί, Γιάννης Μαγκλής
ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΓΚΛΗΣ
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
- Πόλεμος και απάνθρωπη βία
- Θύτες και θύματα, νικητές και ηττημένοι
- Ειρήνη και ανθρωπισμός εναντίον πολέμου και θηριωδίας
Θέμα του κειμένου είναι ο παραλογισμός του πολέμου και η αλλοτρίωση που προκαλεί αυτός στον άνθρωπο.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΕΙΔΟΣ: ΔΙΗΓΗΜΑ
Πεζό λογοτεχνικό αφηγηματικό έργο με μικρή (σχετικά με το μυθιστόρημα) έκταση και με ολοκληρωμένη υπόθεση, η οποία είναι πλαστή ή εμπνευσμένη από την πραγματικότητα. Στο διήγημα υπάρχει ενότητα υπόθεσης, τόπου και χρόνου: η υπόθεση τοποθετείται σε συγκεκριμένο τόπο και περιορισμένα χρονικά πλαίσια, ενώ περιστρέφεται γύρω από έ ν α κύριο γεγονός, στο οποίο πρωταγωνιστεί έ ν α κεντρικό πρόσωπο, ο ήρωας του διηγήματος. Ενδέχεται όμως να υπάρχουν και δευτερεύοντα γεγονότα ή πρόσωπα, που έχουν στόχο να φωτίσουν τον πρωταγωνιστή.
ΣΧΟΛΙΑ
1.Το περιεχόμενο του κειμένου είναι αντιπολεμικό. (σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν τα λογοτεχνικά κείμενα που παρουσιάζουν τον πόλεμο από πλευρά ανθρωπιστική, ρεαλιστικά και χωρίς εξιδανικεύσεις - και φυσικά με απορριπτικό τρόπο, τονίζοντας τα δεινά και τις εφιαλτικές στιγμές του, με στόχο να τονίσουν τη σημασία της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών και την αγάπη ως κύρια ανθρωπιστική αξία).
1.Το περιεχόμενο του κειμένου είναι αντιπολεμικό. (σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν τα λογοτεχνικά κείμενα που παρουσιάζουν τον πόλεμο από πλευρά ανθρωπιστική, ρεαλιστικά και χωρίς εξιδανικεύσεις - και φυσικά με απορριπτικό τρόπο, τονίζοντας τα δεινά και τις εφιαλτικές στιγμές του, με στόχο να τονίσουν τη σημασία της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών και την αγάπη ως κύρια ανθρωπιστική αξία).
2.Στο αφηγηµατικό περιεχόµενο δεν υπάρχουν τοπικοί, χρονικοί ή ονοµατικοί προσδιορισμοί, ώστε να µπορούµε να εντοπίσουμε το πότε, πού και ανάµεσα σε ποιους συµβαίνουν τα διαδραµατιζόµενα. Αυτή είναι προφανώς µια επιλογή του συγγραφέα,ο οποίος:
- επιζητεί να δείξει ότι σε έναν πόλεµο δε µετράει ποιος έχει το δίκιο και ποιος το άδικο,
- οι εµπόλεµοι χάνουν την ανθρωπιά τους και γίνονται εναλλάξ αθώα θύµατα και σκληροί θύτες.
- καθιστά έτσι πιο έντονο το αντιπολεμικό μήνυμα
3.Τραγικό πρόσωπο:τραγικό πρόσωπο είναι ο νέος στρατιώτης, αυτός που σκότωσε τον άλλο, γιατί είναι και αυτός θύμα, όχι της μοίρας και των «θεών», αλλά ενός πολέμου που τον έχει αλλοτριώσει, τον έχει εξαγριώσει και εξαχρειώσει, τον έχει κάνει να σκέφτεται μόνο τον εαυτό του
4.Το χαρακτηριστικό γνώρισµα είναι οι συνεχείς ανατροπές.
- Ο νέος στρατιώτης τη µια στιγµή προκαλεί τη συµπάθεια του αναγνώστη, αφού παρουσιάζεται ως θύµα ενός πολέµου που τον έχει διαφθείρει ηθικά, τον κρατά µακριά από αγαπηµένα πρόσωπα και δεν τον αφήνει να απολαύσει «την όµορφη ζωή του ανθρώπου»,
- την άλλη στιγµή όµως προκαλεί την απέχθεια του αναγνώστη, αφού γίνεται ο ίδιος σκληρός εκτελεστής ενός συνανθρώπου του.
- Στη συνέχεια ο εκτελεστής στρατιώτης µετατρέπεται σε τραγικό θύµα, καθώς µετανιώνει φρικτά και συντρίβεται ο ίδιος από την πράξη του.
- Η τελευταία εικόνα του στρατιώτη-θύτη να κρατά στην αγκαλιά του και να ζητά συγχώρεση από το στρατιώτη-θύµα σφραγίζει δραµατικά την ιστορία και δίνει σαφέστατο αντιπολεµικό µήνυµα.
- Η ψυχή του αναγνώστη συμπάσχει και καθαίρεται στο τέλος μέσω «του ελέου και του φόβου».
Διαφορές-ομοιότητες των ηρώων
ο συγγραφέας βάζει τις ίδιες σκέψεις και τα ίδια λόγια στους δυο στρατιώτες, θέλοντας να δείξει ότι,
- παρά τις διαφορές τους(εθνικές, φυλετικές),
- όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινές ανάγκες(δίψα, κούραση), συναισθήµατα (λύπη,χαρά,ανακούφιση), αγωνίες (επιθυμία για ζωή, επιστροφή) και πόνους.
Μήνυμα
Η επαναλαµβανόµενη προσφώνηση «αδερφέ µου» δίνει το µήνυµα της συναδέλφωσης και της ανθρώπινης αλληλεγγύης.
Γλώσσα
- Ιδιωματικές λέξεις (λόγος των απλών ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου-δεκαετία 1950-60)
- Σύνθετες ποιητικές λέξεις που προσδίδουν γλαφυρότητα και ποιητικότητα.
Ύφος
Απλό και συγκινητικό, γλαφυρό, λυρικό και ποιητικό στη 2η και στην τελευταία παράγραφο
Εκφραστικά μέσα
- Μεταφορές
- Προσωποποιήσεις
- Εικόνες (περιγραφές της φύσης & δραματικές αναπαραστάσεις του πληγωμένου)
- Ασύνδετα σχήματα (με cressendo = κορύφωση)
- Xιαστό (χτύπαγαν τα μηνίγγια, το κεφάλι βούιζε)
Αφηγηματικοί τρόποι
- Αφήγηση γ΄πρόσωπη κυρίαρχη με
- Περιγραφές (αντίθεση πολέμου-ειρήνης) και
- Διαλόγους ενδιάμεσα (ιδιότυπος ο διάλογος του β΄στρατιώτη:τα λόγια που βάζει ο αφηγητής σ' αυτόν και εκφράζει τη συνείδησή του)
- Εσωτερικό μονόλογο
Αφηγηματικές τεχνικές
Εστίαση μηδενική (αφηγητής>πρόσωπα)
Αφηγητής παντογνώστης-ετεροδιηγητικός (αφηγείται ιστορία στην οποία δε μετέχει).
και λίγα λόγια για τον συγγραφέα...
Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί (1956) και αποτυπώνει χαρακτηριστικά το ανθρωπιστικό πνεύμα της πεζογραφίας του Γ. Μαγκλή.
Σουρούπωνε και η μάχη που είχε αρχίσει σύναυγα* κόπασε πια. Λίγη ώρα πριν έπεφτε ακόμη αραιό λιανοντούφεκο. Κάποιος θερμόαιμος χτυπούσε στο πείσμα του οχτρού.
Όμως τώρα ήταν πλέρια ησυχία. Ο μεγάλος ήλιος που ολημερίς τσουρουφλούσε φίλους κι οχτρούς είχε γυρίσει πια να ξεκουραστεί. Σιχάθηκε να βλέπει τους ανθρώπους να σκοτώνονται συναμεταξύ τους κι έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει. Ο νέος στρατιώτης ακούμπησε απάνω στο βράχο το ντουφέκι και το κράνος, άνοιξε τα χέρια πλατιά να ξεμουδιάσει το απανωκόρμι, ανάσανε βαθιά κάνα δυο φορές και βιαστικός βάλθηκε να κατηφορίζει την πλαγιά, να φτάξει πιο γρήγορα στη ρεματιά που από χτες είχε σημάνει* μια φλεβίτσα γάργαρο, πεντακάθαρο νερό. Ήτανε δροσιά κάτω εκεί και το βρεμένο χορτάρι μύριζε όμορφα. Ο νέος στρατιώτης έσκυψε πάνω από την ξεχειλισμένη γουρνίτσα* κι ήπιε άφθονο το κρύο νεράκι. Η φλόγα έσβησε από τα σωθικά του. «Αχ, τι δροσιά...», είπε. Έσκυψε πάλι, χούφτιασε το νερό και το 'χυσε στο πρόσωπο κι απάνω στο κεφάλι. Δροσίστηκε, καθαρίστηκε, μέρεψε.* Έγινε άλλος άνθρωπος. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι κοίταξε τον ουρανό και μίλησε χαρούμενα. - Θε μου, όμορφη 'ναι η ζωή του ανθρώπου. Κάνε με το καλό να τελέψει* γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με καρτερά και κοντά στ' αδέρφια μου. Τέλεψε το λόγο, χάιδεψε ακόμα με το χέρι, με το μάτι το δροσερό νεράκι. Σηκώθηκε να φύγει. Αξάφνου άκουσε πλάι του περπατηξιά, εκεί, από την άλλη μεριά της ανηφόρας, κι έστριψε απότομα το κεφάλι να δει. Ένας άλλος στρατιώτης, οχτρός, κατέβαινε και τούτος ξέγνοιαστος και ξαρμάτωτος,* να πιει από τη γουρνίτσα, να δροσιστεί και, με τον τρόπο τούτο, να ευχαριστήσει το Θεό, που τον προστάτεψε και τον φύλαξε και τη μέρα τούτη. Μα ο πρώτος στρατιώτης ξέχασε ολότελα τα όσα τώρα δα είπε αγναντεύοντας τον ήσυχο ουρανό και μονοστιγμής τράβηξε από τη μέση του το πιστόλι και το πρότεινε στον οχτρό. Ο άλλος που ερχότανε διψασμένος από την ολοήμερη κάψα,* κι ένιωθε κιόλας να λαγαρίζει μέσα του το τρεχούμενο νεράκι και να του δροσίζει τα πυρωμένα σωθικά, τρομαγμένος τώρα μπρος στο απλωμένο πιστόλι σήκωσε μονομιάς τα χέρια και κάτι είπε στη γλώσσα του παρακλητικά, με φοβισμένη, συγκινημένη φωνή. Τάχατες ήθελε να πει: - «Κοίταξέ με, αδερφέ μου, είμαι ολομόναχος και άοπλος. Δίψασα πολύ και ήρθα να πιω λίγο νεράκι. Λυπήσου με, είμαι αθώος, χάρισέ μου τη ζωή. Κοίταξε, είμαι νέος πολύ και ξέρεις, μια γριά μάνα που δεν έχει στον κόσμο άλλο κανένα, με καρτερά». Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό. Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό. Ο άνθρωπος κυλίστηκε πάνω στη γης σπαράζοντας και βογκώντας. Ο νέος στρατιώτης, νευρικός πολύ, σίμωσε το χτυπημένο και στάθηκε απάνω του κοιτώντας τον. Ο ξένος ήτανε πεσμένος ανάσκελα. Σάλευε σπασμωδικά, κούναγε τα πόδια κι έσφιγγε τα δυο χέρια του απάνω στο στήθος. Τα χλωμά πονεμένα χείλη κινιόντουσαν σιωπηλά. Τα ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσαν γιομάτα απορία και φόβο το νέο στρατιώτη. Και πάνω σε όλο το πρόσωπο: μέτωπο, μάτια, χείλη, ήταν περιχυμένα ο ανθρώπινος πόνος και το ξάφνιασμα. Του νέου στρατιώτη τού φάνηκε σαν να τόνε ρωτούσε: «Γιατί το 'κανες το κακό τούτο, αδερφέ μου άνθρωπε; Γιατί θέλησες να κριματιστείς,* να πάρεις στο λαιμό σου το αίμα ενός αθώου; Παρακάλαγα το Θεό να μ' έχει καλά και να γυρίσω γρήγορα στο χωριό, ν' αγκαλιάσω τη μανούλα μου και να της φιλήσω τα κουρασμένα ματάκια». Κι όσο ο νέος στρατιώτης τον κοίταζε, θάρρευε ότι τα πικραμένα χείλη του πληγωμένου τού μίλαγαν, του έλεγαν τον πόνο και το παράπονό του. «Κι ακόμα, σα να του 'λεγε, μια κοπελίτσα με περίμενε. Είχαμε κάνει όνειρα πολλά μαζί και καρτέραγε να σταματήσει ο καταραμένος πόλεμος να γυρίσω στο χωριό. Μα τώρα, αδερφέ μου, να, κοίταξε πώς με κατάντησες». Ένα σκληρό χέρι έσφιγγε την καρδιά του νέου στρατιώτη. Σιδερένιος κύκλος πέρασε γύρω από το κεφάλι του, του το 'σφιγγε και τον πόναγε. Τα μάτια καίγανε. Τον έπιασε παράξενο κακό κι άρχισε να τρέχει την ανηφόρα. Γλίστραγε, έπεφτε, πετιόταν απάνω και ξανά πάλι έτρεχε. Μεσοστρατίς του βουνού σταμάτησε. Δεν μπορούσε άλλο. Λαχάνιασε, πιάστηκε η καρδιά του, κουράστηκαν τα πόδια, λύγισαν τα γόνατα. Έμεινε εκεί ασάλευτος με το κεφάλι σκυμμένο να σκέφτεται. Μα να σκεφτεί δεν μπορούσε. Χτύπαγαν τα μηνίγγια, το κεφάλι βούιζε. Αξάφνου, χωρίς καλά καλά να ξέρει τι κάνει, βάλθηκε να τρέχει πάλι την πλαγιά κατηφορίζοντας. Μέσα στο μυαλό του τώρα καρφώθηκε μια σκέψη: να προφτάξει, να βοηθήσει το χτυπημένο. - Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει. Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε το χτυπημένο. Τον άγγιξε· ήτανε ζεστός. Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ' αγκάλιασε ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί τόνε συνεπήραν. Σιγά, προσεχτικά, τον έφερε ίσαμε τη γουρνίτσα και τον ακούμπησε απάνω στο γρασίδι· πήρε το νερό, που με λαχτάρα κατέβηκε να πιει, και του 'βρεξε τα μαλλιά, του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, του 'σβησε το λεπτό ματωμένο αυλάκι που 'χε στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του στομάτου. Του πήρε το χέρι, το άπλωσε απάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το απαλοχάιδευε. - Αδερφέ μου, του 'λεγε γλυκά, τρυφερά, αδερφέ μου, συχώρα με· και τα δάκρυα τρέχαν καυτά. Η νύχτα κατέβηκε ολούθες και απλωμένο σκοτάδι τούς τύλιξε. - Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης συντριμμένος. Συχώρα με, καλέ μου, δεν το 'θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ' ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. Πως μάνα και σένα σε περιμένει στο φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω. Θυμήθηκε τα λόγια που τους μάθαιναν κι έστρεψε πέρα το βλέμμα ανταριασμένο και άγριο μες στο σκοτάδι. Ύστερα τόνε συνεπήρε πάλι ο πόνος. Απαλοχάιδευε το χέρι του χτυπημένου και τα δάκρυα ξεχείλιζαν και το μούσκευαν. Όμως ο άλλος πια δεν άκουγε· μήδ' ένιωθε. Η ψυχή του είχε πετάξει και το τυραγνισμένο κορμί άρχισε να σκεβρώνει.* Το σκοτάδι πύκνωσε πιότερο και σκέπασε τους δυο ανθρώπους: φονιά και θύμα, που στέκονταν πλάι πλάι και που ο ένας απαλοχάιδευε το χέρι του άλλου και του μουρμούριζε λόγια αγάπης και πόνου, σα να 'τανε φίλοι παλιοί, σα να 'τανε αδέρφια. Λόγια αγάπης που ο άλλος πια δεν άκουγε.
Γ. Μαγκλής, Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί,
Δωρικός
* σύναυγα: ξημερώματα * είχε σημάνει: είχε εντοπίσει * γουρνίτσα: μικρή πηγή * μέρεψε: ημέρωσε * να τελέψει: να τελειώσει* ξαρμάτωτος: χωρίς όπλα * κάψα: ζέστη * να κριματιστείς: να αμαρτήσεις * να σκεβρώνει: να κυρτώνει
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
|
|
B7%CF%82_%CE%9C%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%AE%CF%82