Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

ΕΠΙΘΕΤΑ -ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ,ΑΡΧΑΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ



Αποτέλεσμα εικόνας για ΕΠΙΘΕΤΑ

·         ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ

Παραδείγματα κλίσης τρικατάληκτων και δικατάληκτων επιθέτων

α) Τριγενή και τρικατάληκτα σε –ος, -η, -ον 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ σοφὸς
τοῦ σοφοῦ
τῷ σοφῷ
τὸν σοφὸν
(ὦ) σοφὲ
ἡ σοφὴ
τῆς σοφῆς
τῇ σοφῇ
τὴν σοφὴν
(ὦ) σοφὴ
τὸ σοφὸν
τοῦ σοφοῦ
τῷ σοφῷ
τὸ σοφὸν
(ὦ) σοφὸν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ σοφοὶ
τῶν σοφῶν
τοῖς σοφοῖς
τοὺς σοφοὺς
(ὦ) σοφοὶ
αἱ σοφαὶ
τῶν σοφῶν
ταῖς σοφαῖς
τὰς σοφὰς
(ὦ) σοφαὶ
τὰ σοφὰ
τῶν σοφῶν
τοῖς σοφοῖς
τὰ σοφὰ
(ὦ) σοφὰ


Τριγενή και τρικατάληκτα σε –ος, -α, -ον 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ δίκαιος
τοῦ δικαίου
τῷ δικαίῳ
τὸν δίκαιον
(ὦ) δίκαιε
ἡ δικαία
τῆς δικαίας
τῇ δικαίᾳ
τὴν δικαίαν
(ὦ) δικαία
τὸ δίκαιον
τοῦ δικαίου
τῷ δικαίῳ
τὸ δίκαιον
(ὦ) δίκαιον
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ δίκαιοι
τῶν δικαίων
τοῖς δικαίοις
τοὺς δικαίους
(ὦ) δίκαιοι
αἱ δίκαιαι
τῶν δικαίων
ταῖς δικαίαις
τὰς δικαίας
(ὦ) δίκαιαι
τὰ δίκαια
τῶν δικαίων
τοῖς δικαίοις
τὰ δίκαια
(ὦ) δίκαια

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
Το θηλυκό των τρικατάληκτων επιθέτων σε -ος:
1.    λήγει σε , αν πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού υπάρχει σύμφωνο εκτός από το ρ: ἀγαθός, ἀγαθή - πιστός, πιστή. Λήγει σε , αν πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού υπάρχει φωνήεν ή ρ: ἅγιος, ἁγία – γενναῖος, γενναία (εκτός ἀπὸ τὸ ὄγδοος, ὀγδόη).


2.    στην ονομαστική, γενική και κλητική του πληθυντικού τονίζεται όπου τονίζεται στις αντίστοιχες πτώσεις το αρσενικό: ἡ ἁγία – αἱ ἅγιαι, τῶν ἁγίων, (ὦ) ἅγιαι (όπως οἱ ἅγιοι, τῶν ἁγίων, (ὦ) ἅγιοι).


β) Δικατάληκτα τριγενή και δικατάληκτα σε -ος, -ον
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ ἄφθονος
τοῦ, τῆς ἀφθόνου
τῷ, τῇ ἀφθόνῳ
τόν, τὴν ἄφθονον
(ὦ) ἄφθονε
τὸ ἄφθονον
τοῦ ἀφθόνου
τῷ ἀφθόνῳ
τὸ ἄφθονον
(ὦ) ἄφθονον

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ ἄφθονοι
τῶν ἀφθόνων
τοῖς, ταῖς ἀφθόνοις
τούς, τὰς ἀφθόνους
(ὦ) ἄφθονοι
τὰ ἄφθονα
τῶν ἀφθόνων
τοῖς ἀφθόνοις
τὰ ἄφθονα
(ὦ) ἄφθονα


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:

Από τα δευτερόκλιτα επίθετα είναι δικατάληκτα:
3.    τα περισσότερα από τα σύνθετα σε -ος: ὁ, ἡ ἄγονος, τὸ ἄγονον - ὁ, ἡ ἀθάνατος, τὸ ἀθάνατον - ὁ, ἡ ἄκαιρος, τὸ ἄκαιρον - ὁ, ἡ ἄκαρπος, τὸ ἄκαρπον - ὁ, ἡ ἀξιόμαχος, τὸ ἀξιόμαχον - ὁ, ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον κ.ά


4.    τα απλά επίθετα: αἴθριος, αἰφνίδιος, βάναυσος, βάρβαρος, βάσκανος, βέβηλος, γαμήλιος, δόκιμος, ἕωλος (=παλιός), ἥμερος, ἤρεμος, ἥσυχος, κίβδηλος, λάβρος, λάλος, χέρσος, τιθασός (=εξημερωμένος, ήμερος).


5.    μερικά επίθετα σε -ος που χρησιμοποιούνται (στο αρσενικό και το θηλυκό) και ως ουσιαστικά: ὁ, ἡ ἀγωγός, τὸ ἀγωγὸν (=αυτό που οδηγεί, που φέρνει) - ὁ, ἡ βοηθός, τὸ βοηθὸν (=αυτό που βοηθεί) - ὁ, ἡ τιμωρός, τὸ τιμωρὸν - ὁ, ἡ τύραννος, τὸ τύραννον.


6.    Είναι τρικατάληκτα τα παρασύνθετα επίθετα σε -ικος: εὐδαιμονικός, εὐδαιμονική, εὐδαιμονικόν.

·          

·    

·         ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ

1.      Τα επίθετα της β΄ κλίσης ανάλογα με τις καταλήξεις και τα γένη διακρίνονται σε:

α) τριγενή και τρικατάληκτα με καταλήξεις –ος, -η (ή –α), -ον: ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθὸν – γενναῖος, γενναία, γενναῖον

β) τριγενή και δικατάληκτα με καταλήξεις –ος (αρσενικό και θηλυκό), -ον (ουδέτερο): ὁ, ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον.

γ) συνηρημένα τριγενή και τρικατάληκτα: χρυσοῦς, χρυσῆ, χρυσοῦν και συνηρημένα τριγενή και δικατάληκτα: ὁ, ἡ εὔνους, τὸ εὔνουν και δ) αττικόκλιτα επίθετα: ὁ, ἡ ἵλεως, τὸ ἵλεων.


2.      Το αρσενικό και το ουδέτερο γένος των δευτερόκλιτων επιθέτων κλίνονται όπως τα ουσιαστικά της β΄ κλίσης στο αντίστοιχο γένος.


3.      H κλίση του θηλυκού γένους των δευτερόκλιτων τρικατάληκτων επιθέτων είναι ίδια με αυτή των ουσιαστικών της α΄ κλίσης.


4.      Το θηλυκό των δευτερόκλιτων επιθέτων τρικατάληκτων επιθέτων στην ονομαστική, γενική και κλητική πληθυντικού τονίζεται στην σύμφωνα με το αρσενικό.



Καταλήξεις των δευτερόκλιτων επιθέτων
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Αρσενικά
Θηλυκά
Ουδέτερα
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
-ος
-ου
-ῳ
-ον

-ης
-ῃ
-ην

-ας
-ᾳ
-αν
-ον
-ου
-ῳ
-ον
-ον

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Αρσενικά
Θηλυκά
Ουδέτερα
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
-οι
-ων
-οις
-ους
-οι
-αι
-ων
-αις
-ας
-αι

-ων
-οις


·          

·        


ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ

Τα επίθετα της αρχαίας ελληνικής διακρίνονται:
α) ως προς τον αριθμό των γενών σε: τριγενή-διγενή
Τριγενή είναι τα επίθετα που έχουν τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο).
Διγενή είναι τα επίθετα που έχουν δυο μόνο γένη το αρσενικό και το θηλυκό.

β) ως πρός τον αριθμό των καταλήξεων σε: τρικατάληκτα-δικατάληκτα-μονοκατάληκτα
Τρικατάληκτα είναι τα επίθετα που έχουν τρεις διαφορετικές καταλήξεις, μια για κάθε γένος (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο).
Δικατάληκτα είναι τα επίθετα που έχουν δὐο μόνο καταλήξεις, μια κοινή για το αρσενικό και το θηλυκό και μια για το ουδέτερο.
Μονοκατάληκτα είναι τα επίθετα που έχουν μια μόνο κατάληξη για το αρσενικό και το θηλυκό και είναι διγενή.


ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΤΡΙΤΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ

Τα τριτόκλιτα επίθετα διαιρούνται κατά το χαρακτήρα τους, όπως και τα ουσιαστικά, σε φωνηεντόληκτα και συμφωνόληκτα.

Σε όλα τα τριτόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα το θηλυκό γένος:
·         Λήγει σε –α βραχύχρονο: π.χ. ὁ βαθύς, ἡ βαθεῖα,
ὁ πᾶς, ἡ πᾶσα,
ὁ ἐκών, ἡ ἐκοῦσα,
ὁ μέλας, ἡ μέλαινα 
·         Στη γενική του πληθυντικού τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα: π.χ. τῶν βαθειῶν, τῶν πασῶν, τῶν ἑκουσῶν, τῶν μελαινῶν


·         Α. ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ

Τα φωνηεντόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης διακρίνονται σε τρικατάληκτα και δικατάληκτα.

α) Τρικατάληκτα σε -υς, -εια, -υ 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ βαθὺς
τοῦ βαθέος
τῷ βαθεῖ
τὸν βαθὺν
(ὦ) βαθὺ
ἡ βαθεῖα
τῆς βαθείας
τῇ βαθείᾳ
τὴν βαθεῖαν
(ὦ) βαθεῖα
τὸ βαθὺ
τοῦ βαθέος
τῷ βαθεῖ
τὸ βαθὺ
(ὦ) βαθὺ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ βαθεῖς
τῶν βαθέων
τοῖς βαθέσι
τοὺς βαθεῖς
(ὦ) βαθεῖς
αἱ βαθεῖαι
τῶν βαθειῶν
ταῖς βαθείαις
τὰς βαθείας
(ὦ) βαθεῖαι
τὰ βαθέα
τῶν βαθέων
τοῖς βαθέσι
τὰ βαθέα
(ὦ) βαθέα

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ θῆλυς
τοῦ θήλεος
τῷ θήλει
τὸν θῆλυν
(ὦ) θῆλυ
ἡ θήλεια
τῆς θηλείας
τῇ θηλείᾳ
τὴν θήλειαν
(ὦ) θήλεια
τὸ θῆλυ
τοῦ θήλεος
τῷ θήλει
τὸ θῆλυ
(ὦ) θῆλυ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ θήλεις
τῶν θηλέων
τοῖς θήλεσι
τοὺς θήλεις
(ὦ) θήλεις
αἱ θήλειαι
τῶν θηλειῶν
ταῖς θηλείαις
τὰς θηλείας
(ὦ) θήλειαι
τὰ θήλεα
τῶν θηλέων
τοῖς θήλεσι
τὰ θήλεα
(ὦ) θήλεα

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
Τα τριτόκλιτα επίθετα σε –υς, -εια, -υ:
1.      Στο αρσενικό και στο ουδέτερο είναι:

γενικώς οξύτονα: βαθύς, βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ἡδύς, θρασύς, ὀξύς, παχύς, ταχύς, τραχύς, κ.ά.,
βαρύτονα είναι μόνο το θῆλυς, θήλεια, θῆλυ και το ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ (τοῦ ἡμίσεος, της ἡμισείας, τοῦ ἠμίσεος).
2.      Παρουσιάζονται με δυο θέματα:

το ένα σε –υ, από το οποίο σχηματίζονται η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού του αρσενικού και του ουδετέρου, και το άλλο σε –ε, από το οποίο σχηματίζονται όλες οι άλλες πτώσεις και των τριών γενών.
3.      Συναιρούν το χαρακτήρα -ε- με το ακόλουθο –ε- ή -ι- σε –ει-,
(Το επίθετο ἥμισυς συναιρεί πολλές φορές και το -ε- με το –α στο τέλος του ουδετέρου και σχηματίζει και δεύτερο τύπο σε –η: τὰ ἡμίσεα και τὰ ἡμίση.)
4.      Την κλητική του ενικού του αρσενικού τη σχηματίζουν χωρίς κατάληξη –ς

π.χ. (ὦ) βαθύ, (ὦ) ταχύ, (ὦ) θῆλυ, (ὦ) ἥμισυ.
5.      Την αιτιατική του πληθυντικού τη σχηματίζουν όμοια με την ονομαστική

π.χ. τοὺς βαθεῖς, τοὺς ταχεῖς.


β) Δικατάληκτα σε -υς, -υ
Κατά την γ΄ κλίση κλίνονται και μερικά σύνθετα δικατάληκτα επίθετα με β΄συνθετικό ουσιαστικό φωνηεντόληκτο σε –υς, που λήγουν στην ονομαστική το αρσενικό και το θηλυκό σε –υς και το ουδέτερο σε –υ και σχηματίζουν τη γενική σε -υος ή –εος.

Παραδείγματα

Δικατάληκτα σε -υς, -υ, (γεν.-υος)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ εὔβοτρυς
τοῦ, τῆς εὐβότρυος
τῷ, τῇ εὐβότρυϊ
τὸν, τὴν εὔβοτρυν
(ὦ) εὔβοτρυ
τὸ εὔβοτρυ
τοῦ εὐβότρυος
τῷ εὐβότρυϊ
τὸ εὔβοτρυ
(ὦ) εὔβοτρυ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ εὐβότρυ-ες
τῶν εὐβοτρύ-ων
τοῖς, ταῖς εὐβότρυ-σι
τοὺς, τὰς εὐβότρυ-ς
(ὦ) εὐβότρυ-ες
τὰ εὐβότρυ-α
τῶν εὐβοτρύ-ων
τοῖς εὐβότρυ-σι
τὰ εὐβότρυ-α
(ὦ) εὐβότρυ-α


Δικατάληκτα σε -υς, -υ, (γεν. –εος)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ δίπηχυς
τοῦ, τῆς διπήχεος
τῷ, τῇ διπήχει
τόν, τὴν δίπηχυν
(ὦ) δίπηχυ
τὸ δίπηχυ
τοῦ διπήχεος
τῶ διπήχει
τὸ δίπηχυ
(ὦ) δίπηχυ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ διπήχεις
τῶν διπηχέων
τοῖς, ταῖς διπήχεσι
τούς, τὰς διπήχεις
(ὦ) διπήχεις
τὰ διπήχεα και διπήχη
τῶν διπηχέων
τοῖς διπήχεσι
τὰ διπήχεα και διπήχη
(ὦ) διπήχεα και διπήχη

·         Κατά το εὔβοτρυς (= αυτός που έχει αφθονα σταφύλια) κλίνονται: πολύιχθυς, φίλιχθυς, λεύκοφρυς, σύνοφρυς, ἄδακρυς, πολύδακρυς, φιλόδακρυς κ.α.
·         Κατά το δίπηχυς κλίνονται: τρίπηχυς, τετράπηχυς κτλ, διπέλεκυς, τριπέλεκυς κτλ.

·          



B. ΣΥΜΦΩΝΟΛΗΚΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ

Τα συμφωνόληκτα επίθετα της γ΄κλίσης διακρίνονται ανάλογα με τον χαρακτήρα του θέματος σε αφωνόληκτα, ενρινόληκτα , υγρόληκτα και σιγμόληκτα.
I. Αφωνόληκτα επίθετα

α) Τρικατάληκτα
·         Τρικατάληκτα σε –ας, -ασα, -αν
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ πᾶς
τοῦ παντὸς
τῷ παντὶ
τὸν πάντα
(ὦ) πᾶς
ἡ πᾶσα
τῆς πάσης
τῇ πάσῃ
τὴν πᾶσαν
(ὦ) πᾶσα
τὸ πᾶν
τοῦ παντὸς
τῷ παντὶ
τὸ πᾶν
(ὦ) πᾶν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ πάντες
τῶν πάντων
τοῖς πᾶσι
τοὺς πάντας
(ὦ) πάντες
αἱ πᾶσαι
τῶν πασῶν
ταῖς πάσαις
τὰς πάσας
(ὦ) πᾶσαι
τὰ πάντα
τῶν πάντων
τοῖς πᾶσι
τὰ πάντα
(ὦ) πάντα

Όμοια με το επίθετο πᾶς, πᾶσα, πᾶν κλίνονται και τα : ἅπας, ἅπασα, ἅπαν – σύμπας, σύμπασα, σύμπαν. 
·         Τρικατάληκτα σε –εις, -εσσα, -εν
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ χαρίεις
τοῦ χαρίεντος
τῷ χαρίεντι
τὸν χαρίεντα
(ὦ) χαρίεν
ἡ χαρίεσσα
τῆς χαριέσσης
τῇ χαριέσσῃ
τὴν χαρίεσσαν
(ὦ) χαρίεσσα
τὸ χαρίεν
τοῦ χαρίεντος
τῷ χαρίεντι
τὸ χαρίεν
(ὦ) χαρίεν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ χαρίεντες
τῶν χαριέντων
τοῖς χαρίεσι
τοὺς χαρίεντας
(ὦ) χαρίεντες
αἱ χαρίεσσαι
τῶν χαριεσσῶν
ταῖς χαριέσσαις
τὰς χαριέσσας
(ὦ) χαρίεσσαι
τὰ χαρίεντα
τῶν χαριέντων
τοῖς χαρίεσι
τὰ χαρίεντα
(ὦ) χαρίεντα

·         Κατά το χαρίεις, -εσσα, -εν (= γεμάτος χάρη, χαριτωμένος) κλίνονται επίθετα που σημαίνουν πλησμονή: ἀστερόεις, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις (= αυτός που έχει πολύ άνεμο ή γρήγορος όπως ο άνεμος), ἰχθυόεις, ὑλήεις (= γεμάτος δράση), φωνήεις (= αυτὀς που έχει φωνή).


·         Τρικατάληκτα σε –ων, -ουσα, -ον

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ ἄκων
τοῦ ἄκοντος
τῷ ἄκοντι
τὸν ἄκοντα
(ὦ) ἆκον
ἡ ἄκουσα
τῆς ἀκούσης
τῇ ἀκούσῃ
τὴν ἄκουσαν
(ὦ) ἄκουσα
τὸ ἆκον
τοῦ ἄκοντος
τῷ ἄκοντι
τὸ ἆκον
(ὦ) ἆκον
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ ἄκοντες
τῶν ἀκόντων
τοῖς ἄκουσι
τοὺς ἄκοντας
(ὦ) ἄκοντες
αἱ ἄκουσαι
τῶν ἀκουσῶν
ταῖς ἀκούσαις
τὰς ἀκούσας
(ὦ) ἄκουσαι
τὰ ἄκοντα
τῶν ἀκόντων
τοῖς ἄκουσι
τὰ ἄκοντα
(ὦ) ἄκοντα

·         Κατά το ἄκων (= μη θέλοντας, ακούσιος) κλίνεται και το ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν (= θέλοντας, εκούσιος) γεν. ἑκόντ-ος, ἑκούσης, ἑκόντ-ος κτλ.



β) Δικατάληκτα επίθετα

Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι τριγενή και δικατάληκτα. Αυτά είναι σύνθετα με β΄ συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδοὺς, κ.α) και κλίνονται όπως το β΄ συνθετικό τους.

ὁ, ἡ εὔχαρις, τὸ εὔχαρι
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ εὔχαρις
τοῦ, τῆς εὐχάριτος
τῷ, τῇ εὐχάριτι
τόν, τὴν εὔχαριν
(ὦ) εὔχαρις
τὸ εὔχαρι
τοῦ εὐχάριτος
τῷ εὐχάριτι
τὸ εὔχαρι
(ὦ) εὔχαρι
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ εὐχάριτες
τῶν εὐχαρίτων
τοῖς, ταῖς εὐχάρισι
τούς, τὰς εὐχάριτας
(ὦ) εὐχάριτες
τὰ εὐχάριτα
τῶν εὐχαρίτων
τοῖς εὐχάρισι
τὰ εὐχάριτα
(ὦ) εὐχάριτα


ὁ, ἡ εὔελπις, τὸ εὔελπι
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ εὔελπις
τοῦ, τῆς εὐέλπιδος
τῷ, τῇ εὐέλπιδι
τόν, τὴν εὔελπιν
(ὦ) εὔελπις
τὸ εὔελπι
τοῦ εὔέλπιδος
τῷ εὐέλπιδι
τὸ εὔελπι
(ὦ) εὔελπι
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ εὐέλπιδες
τῶν εὐελπίδων
τοῖς, ταῖς εὐέλπισι
τούς, τὰς εὐέλπιδας
(ὦ) εὐέλπιδες
τὰ εὐέλπιδα
τῶν εὐελπίδων
τοῖς εὐέλπισι
τὰ εὐέλπιδα
(ὦ) εὐέλπιδα


ὁ, ἡ δίπους, τὸ δίπουν
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ δίπους
τοῦ, τῆς δίποδος
τῷ, τῇ δίποδι
τόν, τὴν δίποδα (δίπουν)
(ὦ) δίπους
τὸ δίπουν
τοῦ δίποδος
τῷ δίποδι
τὸ δίπουν
(ὦ) δίπου
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ δίποδες
τῶν διπόδων
τοῖς, ταῖς δίποσι
τούς, τὰς δίποδας
(ὦ) δίποδες
τὰ δίποδα
τῶν διπόδων
τοῖς δίποσι
τὰ δίποδα
(ὦ) δίποδα


ὁ, ἡ μονόδους, τὸ μονόδουν
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ μονόδους
τοῦ, τῆς μονόδοντος
τῷ, τῇ μονόδοντι
τόν, τὴν μονόδοντα
(ὦ) μονόδους
τὸ μονόδουν
τοῦ μονόδοντος
τῷ μονόδοντι
τὸ μονόδουν
(ὦ) μονόδουν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ μονόδοντες
τῶν μονοδόντων
τοῖς, ταῖς μονόδουσι
τούς, τὰς μονόδοντας
(ὦ) μονόδοντες
τὰ μονόδοντα
τῶν μονοδόντων
τοῖς μονόδουσι
τὰ μονόδοντα
(ὦ) μονόδοντα

·         Όμοια κλίνονται και τα: ἄχαρις, ἄπελπις, φέρελπις, ἄπους, μονόπους, τρίπους, κτλ.

γ) Μονοκατάληκτα (με δυο γένη)

Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης, απλά ή σύνθετα, είναι διγενή και μονοκατάληκτα. Αυτά κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης:
ὁ, ἡ βλὰξ
ὁ, ἡ κόλαξ
ὁ, ἡ ἅρπαξ
ὁ, ἡ γαμψῶνυξ
ὁ, ἡ λογὰς
ὁ, ἡ μιγὰς
ὁ, ἡ φυγὰς
ὁ ἡ ἄπαις
ὁ, ἡ πένης
ὁ, ἡ ἡμιθνὴς
ὁ,ἡ ἀγνὼς
ὁ,ἡ φιλόγελως
τοῦ, τῆς βλακὸς κτλ.
τοῦ, τῆς κόλακος κτλ.
τοῦ, τῆς ἅρπαγος κτλ.
τοῦ, τῆς γαμψώνυχος κτλ.
τοῦ, τῆς λογάδος κτλ.
τοῦ, τῆς μιγάδος κτλ.
τοῦ, τῆς φυγάδος κτλ.
τοῦ, τῆς ἄπαιδος κτλ.
τοῦ, τῆς πένητος κτλ.
τοῦ, τῆς ἡμιθνῆτος κτλ.
τοῦ, τῆς ἀγνῶτος κτλ. (= άγνωστος ή αυτός που αγνοεί),
τοῦ, τῆς φιλογέλωτος κτλ.
(αλλά και κατά την αττική β΄κλίση: ὁ, ἡ φιλόγελως, γεν. φιλόγελω, δοτ. φιλόγελω κτλ.)

ΙΙ. Ενρινόληκτα - Υγρόληκτα επίθετα

α) Ενρινόληκτα Τρικατάληκτα
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ μέλας
τοῦ μέλανος
τῷ μέλανι
τὸν μέλανα
(ὦ) μέλαν
ἡ μέλαινα
τῆς μελαίνης
τῇ μελαίνῃ
τὴν μέλαιναν
(ὦ) μέλαινα
τὸ μέλαν
τοῦ μέλανος
τῷ μέλανι
τὸ μέλαν
(ὦ) μέλαν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ μέλανες
τῶν μελάνων
τοῖς μέλασι
τοὺς μέλανας
(ὦ) μέλανες
αἱ μέλαιναι
τῶν μελαινῶν
ταῖς μελαίναις
τὰς μελαίνας
(ὦ) μέλαιναι
τὰ μέλανα
τῶν μελάνων
τοῖς μέλασι
τὰ μέλανα
(ὦ) μέλανα

Όμοια κλίνεται και το επίθετο ὁ τάλας, ἡ τάλαινα, το τάλαν ( γεν. τοῦ τάλαν-ος, τῆς ταλαίνης, τοῦ τάλαν-ος κτλ.).
β) Ενρινόληκτα δικατάληκτα
·         σε –ων, –ον, (γεν. –ονος)

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ εὐδαίμων
τοῦ, τῆς εὐδαίμονος
τῷ, τῇ εὐδαίμονι
τόν, τὴν εὐδαίμονα
(ὦ) εὔδαιμον
τὸ εὔδαιμον
τοῦ εὐδαίμονος
τῷ εὐδαίμονι
τὸ εὔδαιμον
(ὦ) εὔδαιμον
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ εὐδαίμονες
τῶν εὐδαιμόνων
τοῖς, ταῖς εὐδαίμοσι
τούς, τὰς εὐδαίμονας
(ὦ) εὐδαίμονες
τὰ εὐδαίμονα
τῶν εὐδαιμόνων
τοῖς εὐδαίμοσι
τὰ εὐδαίμονα
(ὦ) εὐδαίμονα

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ σώφρων
τοῦ, τῆς σώφρονος
τῷ, τῇ σώφρονι
τόν, τὴν σώφρονα
(ὦ) σῶφρον
τὸ σῶφρον
τοῦ σώφρονος
τῷ σώφρονι
τὸ σῶφρον
(ὦ) σῶφρον
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ σώφρονες
τῶν σωφρόνων
τοῖς, ταῖς σώφροσι
τούς, τὰς σώφρονας
(ὦ) σώφρονες
τὰ σώφρονα
τῶν σωφρόνων
τοῖς σώφροσι
τὰ σώφρονα
(ὦ) σώφρονα

Όμοια κλίνονται τα επίθετα:
ὁ, ἡ κακοδαίμων
ὁ, ἡ ἀγνώμων
ὁ, ἡ εὐσχήμων
ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων
ὁ, ἡ ἐλεήμων
ὁ, ἡ μνήμων
ὁ, ἡ ἄφρων
ὁ, ἡ μεγαλόφρων
τὸ κακόδαιμον
τὸ ἄγνωμον
τὸ εὔσχημον
τὸ μεγαλόπραγμον
τὸ ἐλεῆμον
τὸ μνῆμον
τὸ ἄφρον
τὸ μεγαλόφρον κ.α.

·         σε –ην, -εν, (γεν.-ενος)

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ ἄρρην
τοῦ, τῆς ἄρρενος
τῷ, τῇ ἄρρενι
τόν, τὴν ἄρρενα
(ὦ) ἂρρεν
τὸ ἄρρεν
τοῦ ἄρρενος
τῷ ἄρρενι
τὸ ἄρρεν
(ὦ) ἄρρεν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ ἄρρενες
τῶν ἀρρένων
τοῖς, ταῖς ἄρρεσι
τούς, τὰς ἄρρενας
(ὦ) ἄρρενες
τὰ ἄρρενα
τῶν ἀρρένων
τοῖς ἄρρεσι
τὰ ἄρρενα
(ὦ) ἄρρενα

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 
1.      Τα σύνθετα σε –ων, -ον, (γεν. –ονος) στη κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού του ουδετέρου ανεβάζουν το τόνο, όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή του α΄ συνθετικού:

π.χ. ὁ, ἡ εὐδαίμων, (ὦ) εὔδαιμον - τὸ εὔδαιμον,
ὁ, ἡ εὐγνώμων, (ὦ) εὔγνωμον - τὸ εὔγνωμον,
ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων, (ὦ) μεγαλόπραγμον - τὸ μεγαλόπραγμον.
αλλά: μεγαλόφρων, (ὦ) μεγαλόφρον – τὸ μεγαλόφρον.
2.      Τα δικατάληκτα ενρινόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: (ὦ) ἐλεῆμον, (ὦ) ἄρρεν.



γ) Υγρόληκτα Δικατάληκτα
·         σε –ωρ, -ορ (γεν. –ορος):

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ ἀπάτωρ
τοῦ, τῆς ἀπάτορος
τῷ, τῇ ἀπάτορι
τόν, τὴν ἀπάτορα
(ὦ) ἀπάτορ
τὸ ἀπάτορ
τοῦ ἀπάτορος
τῷ ἀπάτορι
τὸ ἀπάτορ
(ὦ) ἀπάτορ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ ἀπάτορες
τῶν ἀπατόρων
τοῖς, ταῖς ἀπάτορσι
τούς, τὰς ἀπάτορας
(ὦ) ἀπάτορες
τὰ ἀπάτορα
τῶν ἀπατόρων
τοῖς ἀπάτορσι
τὰ ἀπάτορα
(ὦ) ἀπάτορα

Όμοια κλίνεται το επίθετο: ὁ, ἡ ἀμήτωρ, τὸ ἀμῆτορ. 
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
Τα δικατάληκτα υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: (ὦ) ἀπάτορ.


δ) Ενρινόληκτα και υγρόληκτα μονοκατάληκτα

Μερικά ενρινόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά είναι απλά ή σύνθετα με β΄ συνθετικό τριτόκλιτο ενρινόληκτο ή υγρόληκτο και κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης.
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ μάκαρ
τοῦ, τῆς μάκαρος
τῷ, τῇ μάκαρι
τόν, τὴν μάκαρα
(ὦ) μάκαρ
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ μάκαρες
τῶν μακάρων
τοῖς, ταῖς μάκαρσι
τούς, τὰς μάκαρας
(ὦ) μάκαρες

Όμοια κλίνονται: ὁ, ἡ ἄχειρ, γεν. ἄχειρος, δοτ. ἄχειρι, αιτ. ἄχειρα κτλ,
ὁ, ἡ μακρόχειρ, γεν. μακρόχειρος, δοτ. μακρόχειρι, αιτ. μακρόχειρα κτλ,
ὁ, ἡ ὑψαύχην, γεν. ὑψαύχενος, δοτ. ὑψαύχενι, αιτ. ὑψαύχενα κτλ.
III. Σιγμόληκτα δικατάληκτα

Τα σιγμόληκτα δικατάληκτα επίθετα λήγουν στην ονομαστική του ενικού στο αρσενικό και το θηλυκό γένος σε -ης και στο ουδέτερο γένος σε -ες και διακρίνονται σε οξύτονα και βαρύτονα.

α) Οξύτονα σιγμόληκτα δικατάληκτα σε -ης, -ης, -ες
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ ἀληθὴς
τοῦ, τῆς ἀληθοῦς
τῷ, τῇ ἀληθεῖ
τόν, τὴν ἀληθῆ
(ὦ) ἀληθὲς
τὸ ἀληθὲς
τοῦ ἀληθοῦς
τῷ ἀληθεῖ
τὸ ἀληθὲς
(ὦ) ἀληθὲς
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ ἀληθεῖς
τῶν ἀληθῶν
τοῖς, ταῖς ἀληθέσι
τούς, τὰς ἀληθεῖς
(ὦ) ἀληθεῖς
τὰ ἀληθῆ
τῶν ἀληθῶν
τοῖς ἀληθέσι
τὰ ἀληθῆ
(ὦ) ἀληθῆ

·         Κατά το ἀληθής κλίνονται πολλά οξύτονα: ἀγενής, ἀκριβής, ἀσεβής, ἀσθενής, ἀμελής, ἀτυχής, δυστυχής, ἐπιμελής, εὐγενής, εὐσεβής, εὐτυχής, σαφής, ψευδὴς, κ.ά.

β) Βαρύτονα σιγμόληκτα δικατάληκτα σε -ης, -ης, -ες 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ πλήρης
τοῦ, τῆς πλήρους
τῷ, τῇ πλήρει
τόν, τὴν πλήρη
(ὦ) πλῆρες
τὸ πλῆρες
τοῦ πλήρους
τῷ πλήρει
τὸ πλῆρες
(ὦ) πλῆρες
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ πλήρεις
τῶν πλήρων
τοῖς, ταῖς πλήρεσι
τούς, τὰς πλήρεις
(ὦ) πλήρεις
τὰ πλήρη
τῶν πλήρων
τοῖς πλήρεσι
τὰ πλήρη
(ὦ) πλήρη

·         Κατά το πλήρης κλίνονται επίθετα: 
                   i.            σε -ήρης: ὁ, ἡ μονήρης, τὸ μονῆρες, ὁ, ἡ ξιφήρης, τὸ ξιφῆρες,
                ii.            σε -ώδης: ὁ, ἡ δυσώδης, τὸ δυσῶδες, ὁ, ἡ εὐώδης, τὸ εὐῶδες,
             iii.            σε -ώλης: ὁ, ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες (= εντελώς, χαμένο),
ὁ, ἡ προώλης, τὸ προῶλες (= από πριν χαμένο, άξιο να χαθεί πριν από την ώρα του),
ὁ, ἡ πανώλης, τὸ πανῶλες (= εντελώς χαμένο και με ενεργητική σημασία: αυτό που καταστρέφει τα πάντα) κ.α.

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ συνήθης
τοῦ, τῆς συνήθους
τῷ, τῇ συνήθει
τόν, τὴν συνήθη
(ὦ) σύνηθες
τὸ σύνηθες
τοῦ συνήθους
τῷ συνήθει
τὸ σύνηθες
(ὦ) σύνηθες
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ συνήθεις
τῶν συνήθων
τοῖς, ταῖς συνήθεσι
τούς, τὰς συνήθεις
(ὦ) συνήθεις
τὰ συνήθη
τῶν συνήθων
τοῖς συνήθεσι
τὰ συνήθη
(ὦ) συνήθη

·         Κατά το συνήθης κλίνονται επίθετα:
                   i.            σε -ήθης: ὁ, ἡ εὐήθης, τὸ εὔηθες (= αγαθός, απλοϊκός, ανόητος), ὁ, ἡ χρηστοήθης, τὸ χρηστόηθες κ.ά.,
                ii.            σε -έθης: ὁ, ἡ εὐμεγέθης, τὸ εὐμέγεθες, ὁ, ἡ παμμεγέθης, τὸ παμμέγεθες κ.ά.,
             iii.            σε -άντης: ὁ, ἡ ἀνάντης, τὸ ἄναντες (= ανηφορικός ),
ὁ, ἡ κατάντης, τὸ κάταντες (= κατηφορικός),
ὁ, ἡ προσάντης, τὸ πρόσαντες (= ανηφορικός, απόκρημνος) κ.ά.,
              iv.            Επίσης τα επίθετα: ὁ, ἡ αὐθάδης, τὸ αὔθαδες, ὁ, ἡ αὐτάρκης, τὸ αὔταρκες κ.ά.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 
1.      Τα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες έχουν θέμα σε -εσ-. Στα επίθετα αυτά:

α) η ονομαστική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους σχηματίζεται χωρίς κατάληξη, αλλά το βραχύχρονο φωνήεν -ε- που είναι πριν από το χαρακτήρα εκτείνεται σε -η-. Όλες οι άλλες πτώσεις και των τριων γενών σχηματίζονται από το θέμα -εσ-, αλλά ο χαρακτήρας -σ- ανάμεσα στα δυο φωνήεντα αποβάλλεται, και έτσι τα δυο αυτά φωνήεντα συναιρούνται.

β) η κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους, καθώς και η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού του ουδετέρου γένους είναι ίδιες με το θέμα (χωρίς κατάληξη)

π.χ. (ὦ) ἀληθές, τὸ ἀληθές, τὸ ἀληθές, (ὦ) ἀληθές
2.      Τα βαρύτονα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες:

α) αν είναι υπερδισύλλαβα ανεβάζουν τον τόνο στην κλητική του ενικού αριθμού του αρσενικού και του θηλυκού γένους και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού αριθμού του ουδετέρου γένους:

π.χ. ὁ, ἡ συνήθης, (ὦ) σύνηθες - τὸ σύνηθες,
ὁ, ἡ αὐθάδης, (ὦ) αὔθαδες - τὸ αὔθαδες

Εξαίρεση αποτελούν όσα λήγουν σε -ώδης, -ώλης, -ήρης και κλίνονται κανονικά:

π.χ. ὁ, ἡ εὐώδης, (ὦ) εὐῶδες, τὸ εὐῶδες,
ὁ, ἡ ἐξώλης, (ὦ) ἐξῶλες, τὸ ἐξῶλες,
ὁ, ἡ ποδήρης, (ὦ) ποδῆρες, τὸ ποδῆρες

β) στη γενική του πληθυντικού τονίζονται στην παραλήγουσα αντίθετα με τον κανόνα από αναλογία προς τη γενική του ενικού:

π.χ. τῶν συνήθων (όπως τοῦ συνήθους),
τῶν πλήρων (όπως τοῦ πλήρους ),
τῶν εὐώδων (όπως τοῦ εὐώδους)
ΑΝΩΜΑΛΑ ΕΠΙΘΕΤΑ


Τα συνηθέστερα ανώμαλα επίθετα είναι τα εξής:
ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολὺ

ὁ μέγας, ἡ μεγάλη, τὸ μέγα

ὁ πρᾶος, ἡ πραεῖα, τὸ πρᾶον.


Ανώμαλα επίθετα είναι και τα ελλειπτικά: ὁ, ἡ σῶς , τὸ σῶν και ὁ φροῦδος, ἡ φρούδη (και ἡ φροῦδος), τὸ φροῦδον (βλ. Γραμματική της αρχαίας ελληνικής, σελ.113-114, παρ.4 ,5). 
Η κλίση των ανωμάλων επιθέτων

·         ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολὺ
Ενικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομ.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλητ.
ὁ πολὺς
τοῦ πολλοῦ
τῷ πολλῷ
τὸν πολὺν
(ὦ) πολὺ
ἡ πολλὴ
τῆς πολλῆς
τῇ πολλῇ
τὴν πολλὴν
(ὦ) πολλὴ
τὸ πολὺ
τοῦ πολλοῦ
τῷ πολλῷ
τὸ πολὺ
(ὦ) πολὺ

Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομ.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλητ.
οἱ πολλοὶ
τῶν πολλῶν
τοῖς πολλοῖς
τοὺς πολλοὺς
(ὦ) πολλοὶ
αἱ πολλαὶ
τῶν πολλῶν
ταῖς πολλαῖς
τὰς πολλὰς
(ὦ) πολλαὶ
τὰ πολλὰ
τῶν πολλῶν
τοῖς πολλοῖς
τὰ πολλὰ
(ὦ) πολλὰ

·         ὁ μέγας, ἡ μεγάλη, τὸ μέγα
Ενικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομ.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλητ.
ὁ μέγας
τοῦ μεγάλου
τῷ μεγάλῳ
τὸν μέγαν
(ὦ) μέγα
ἡ μεγάλη
τῆς μεγάλης
τῇ μεγάλῃ
τὴν μεγάλην
(ὦ) μεγάλη
τὸ μέγα
τοῦ μεγάλου
τῷ μεγάλῳ
τὸ μέγα
(ὦ) μέγα

Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομ.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλητ.
οἱ μεγάλοι
τῶν μεγάλων
τοῖς μεγάλοις
τοὺς μεγάλους
(ὦ) μεγάλοι
αἱ μεγάλαι
τῶν μεγάλων
ταῖς μεγάλαις
τὰς μεγάλας
(ὦ) μεγάλαι
τὰ μεγάλα
τῶν μεγάλων
τοῖς μεγάλοις
τὰ μεγάλα
(ὦ) μεγάλα

·         ὁ πρᾶος, ἡ πραεῖα, τὸ πρᾶον
Ενικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομ.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλητ.
ὁ πρᾶος
τοῦ πράου
τῷ πράῳ
τὸν πρᾶον
(ὦ) πρᾶε
ἡ πραεῖα
τῆς πραείας
τῇ πραείᾳ
τὴν πραεῖαν
(ὦ) πραεῖα
τὸ πρᾶον
τοῦ πράου
τῷ πράῳ
τὸ πρᾶον
(ὦ) πρᾶον

Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομ.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλητ.
οἱ πρᾶοι
τῶν πραέων
τοῖς πραέσι
τοὺς πράους
(ὦ) πρᾶοι
αἱ πραεῖαι
τῶν πραειῶν
ταῖς πραείαις
τὰς πραείας
(ὦ) πραεῖα
τὰ πραέα
τῶν πραέων
τοῖς πραέσι
τὰ πραέα
(ὦ) πραέα


ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΘΈΤΩΝ/ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ- ΘΕΩΡΙΑ

                                                                  ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
                                    ΕΠΙΘΕΤΩΝ- ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ
Υπάρχουν τρεις βαθμοί για τα επίθετα και τα επιρρήματα: ο θετικός, ο συγκριτικός και ο υπερθετικός.               

                                            Ι.  Επίθετα
                                            
Α. Ομαλά παραθετικά
Οι καταλήξεις των παραθετικών είναι:
-          τερος, -τερα, -τερον= για το συγκριτικό
-          τατος, - τατη, -τατον=  για τον υπερθετικό

Επισημάνσεις:
" Στα παραθετικά σε –ότερος, - ότατος ο χαρακτήρας –ο του θέματος:
α) διατηρείται, όταν η συλλαβή μπροστά από το –ο είναι φύσει ή θέσει μακρόχρονη.

Φύσει μακρόχρονη: μια συλλαβή είναι φύσει μακρόχρονη, όταν περιλαμβάνει ένα μακρόχρονο φωνήεν, όπως το ω και το η  (ή κάποιο από τα δίχρονα όπως το α  το υ και το ι, όταν είναι μακρά)  ή  κάποια μακρόχρονη δίφθογγο όπως τα αι, οι, ει, αυ, ευ, ηυ, ου, ᾳ

Θέσει μακρόχρονη: μια συλλαβή είναι θέσει μακρόχρονη, αν έχει βραχύχρονο φωνήεν όπως το ο και το ε ή όπως το α  το υ και το ι ( όταν είναι βραχύχρονα) αλλά ύστερα από αυτό ακολουθούν στην ίδια λέξη δύο ή περισσότερα σύμφωνα ή ένα διπλό σύμφωνο (ξ, ψ, ζ).

Παραδείγματα:
φύσει μακρόχρονες συλλαβές
ξηρός, ξηρ- ότερος , ξηρ-ότατος
γενναῖος, γεναι-ότερος, γενναι- ότατος*         

Σημείωση: Οι δίφθογγοι θεωρούνται μακρόχρονες, με εξαίρεση την αι και την οι, ο οποίες, όταν είναι το τέλος μιας λέξης θεωρούνται βραχύχρονες.

θέσει μακρόχρονες συλλαβές
(στο πρώτο παράδειγμα μετά το βραχύ φωνήεν  ακολουθούν δύο σύμφωνα, ενώ στο δεύτερο   παράδειγμα ακολουθεί ένα διπλό)
σεμνός, σεμν-ότερος, σεμν-ότατος            (2 σύμφωνα)
ἔνδοξ-ος, ἐνδοξ-ότερος, ἐνδοξ-ότατος       (διπλό)      


β) εκτείνεται σε –ω, όταν η συλλαβή μπροστά από το –ο είναι βραχύχρονη.

Παραδείγματα:
νέος, νε-ώτερος, νε- ώτατος 
σοφός, σοφ-ώτερος, σοφ-ώτατος               
                 
( Τα ε και ο είναι βραχέα φωνήεντα. Επίσης δεν έπονται της  συλλαβής    περισσότερα από ένα σύμφωνα ή ένα διπλό.)               

Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα είναι τα επίθετα: στενός, κενός, ξερός
στενός, στεν-ότερος, στεν-ότατος " αν και η προηγούμενη συλλαβή είναι βραχεία, και δεν έπονται περισσότερα από ένα σύμφωνα ή ένα διπλό, δεν σχηματίζει παραθετικά σε στεν -ώτερος,  στεν- ώτατος                      
                            
Ø      Η συλλαβή με δίχρονο θεωρείται συνήθως βραχύχρονη. Παραδείγματος χάριν στο επίθετο « ἥσυχος» το «υ» είναι βραχύ. Επομένως τα παραθετικά του στους άλλους δύο βαθμούς είναι «ἡσυχώτερος», «ἡσυχώτατος».

Ø      Επίσης είναι  βραχύχρονη συλλαβή στα επίθετα που λήγουν σε :
1.      -κος (μαλακός- μαλακώτερος- μαλακώτατος)
2.      -λος(ὁμαλός- ὁμαλώτερος-ὁμαλώτατος)
3.      -νος (πιθανός- πιθανώτερος- πιθανώτατος)
4.      -ρος ( μιαρός- μιαρώτερος- μιαρώτατος)
5.      -τος(δυνατός- δυνατώτερος- δυνατώτατος)
6.      -ος (ἄξιος- ἀξιώτερος - ἀξιώτατος)
7.      -μος (ὠφέλιμος- ὠφελιμώτερος- ὠφελιμώτατος)
8.      -κος ( ἄδικος- ἀδικώτερος- ἀδικώτατος)
9.      -νος
10.  -ρος (γλαφυρός- γλαφυρώτερος- γλαφυρώτατος)

Εξαιρέσεις ( με το δίχρονο της παραλήγουσας μακρό) :
1)Τα επίθετα:
1.      τρᾱνός  
2.      ἀνιᾱρός
3.      φλύᾱρος
4.      ἄκρᾱτος
5.      ἀνίᾱτος
6.      ἐπάρᾱτος
7.      ἰσχῡρός

Παραδείγματα
πιθανός- πιθανώτερος- πιθανώτατος
αλλά
τρᾱνός – τρανότεροςτρανότατος
μιαρός- μιαρώτερος- μιαρώτατος
αλλά
ἀνιᾱρός- ἀνιαρότερος- ἀνιαρότατος
φλύᾱρος- φλυαρότεροςφλυαρότατος
δυνατός- δυνατώτερος- δυνατώτατος
αλλά
ἄκρᾱτος- ἀκρατότεροςἀκρατότατος
ἀνίᾱτος- ἀνιατότερος- ἀνιαρότατος
ἐπάρᾱτος- ἐπαρατότερος- ἐπαρατότατος
γλαφυρός- γλαφυρώτερος- γλαφυρώτατος
αλλά
ἰσχυρός- ἰσχυρότερος- ἰσχυρότατος




2)      Τα επίθετα:
1.      λιτός
2.      ἀκριβός
3.      ψιλός
4.      στυφός
5.      πρᾶος

3) Επίθετα σύνθετα με δεύτερο συνθετικό τα ουσιαστικά:
1.      –θυμός
2.      -κῦρος
3.      –κίνδυνος
4.      -νίκη
5.      -λύπη
6.      -τιμή
7.      -ψυχή

Παράδειγμα:
ἔντιμος ( έχει δεύτερο συνθετικό τη λέξη τιμή. Επομένως το δίχρονο «ι» είναι μακρό)
Άρα :ἔντιμος- ἐντιμότερος- ἐντιμότατος

Συνοπτικός κανόνας:
Τα δίχρονα των επιθέτων πριν την κατάληξη είναι βραχέα με εξαίρεση τα :
1)      τρανός, ἀνιαρός, φλύαρος, ἄκρατος, ἀνίατος, ἐπάρατος, ἰσχυρός
2)      λιτός ,ἀκριβός, ψιλός, στυφός, πρᾶος
3)      τα σύνδετα με τις λέξεις:
θυμός, -κύρος, - κίνδυνος, - νίκη,- λύπη,- τιμή, - ψυχή

                              Αναλογικός σχηματισμός παραθετικών

έστερος, -έστατος
1.      Τα παραθετικά των επιθέτων που λήγουν σε -ων, -ων, -ον ( γεν. –ονος) π.χ εὐδαίμων, εὐδαιμονέστερος, εὐδαιμονέστατος- σώφρων, σωφρονέστερος, σωφρονέστατος.
2.      Τα παραθετικά των επιθέτων που λήγουν σε -ης, -ης, -ες.  Π.χ ἀληθής- ἀληθέστερος- ἀληθέστατος
3.      Τα επίθετα
ἄσμενος," ἀσμενέστερος- ἀσμενέστατος ( αλλά και ἀσμενώτερος- ἀσμενώτατος)
ἄκρατος, "ἀκρατέστερος- ἀκρατέστατος ( αλλά και ἀκρατότερος- ἀκρατότατος)
ἐρρωμένος"ἐρρωμενέστερος- ἐρρωμενέστατος
πένης"πενέστερος- πενέστατος
χαρίεις"χαριέστερος- χαριέστατος

ούστερος,-ούστατος
1.      Το επίθετο ἁπλοῦς
2.      Όσα επίθετα έχουν ως δεύτερο συνθετικό νοῦς ( εὔνους, δύσνους)
ἁπλοῦς- ἁπλούστερος- ἁπλούστατος
εὔνους- εὐνούστερος- εὐνούστατος
αίτερος, -αίτατος
Τα επίθετα:
 παλαιός" παλαίτερος- παλαίτατος
γεραιός" γηραίτερος-γηραίτατος( με αποβολή του –ο )
σχολαῖος" σχολαίτερος-σχολαίτατος( με αποβολή του –ο)
ἴσος" ἰσαίτερος- ἰσαίτατος
αλλά ἄνισος- ἀνισώτερος- ἀνισώτατος
ἴδιος" ἰδιαίτερος- ἰδιαίτατος
μέσος" μεσαίτερος- μεσαίτατος
ὄρθιος" ὀρθιαίτερος- ὀρθιαίτατος
ὄρθριος" ὀρθριαίτερος- ὀρθριαίτατος
ὄψιος" ὀψιαίτερος- ὀψιαίτατος
πλησίος" πλησιαίτερος- πλησιαίτατος
πρῷος" πρῳαίτερος- πρῳαίτατος
προὔργου" προὐργιαίτερος-προὐργιαίτατος
εὔδιος" εὐδιαίτερος- εὐδιαίτατος
συχος " ἡσυχαίτερος- ἡσυχαίτατος ( και ἡσυχώτερος- ἡσυχώτατος)
φίλος" φιλαίτερος- φιλαίτατος
και φίλτερος και φίλιων - φίλτατος

ίστερος, -ίστατος
Τα μονοκατάληκτα επίθετα, όπως:
ἅρπαξ" ἁρπαγίστερος- ἁρπαγίστατος
βλάξ" βλακίστερος- βλακίστατος
λάλος" λαλίστερος- λαλίστατος
κλέπτης" κλεπτίστερος- κλεπτίστατος
πλεονέκτης" πλεονεκτίστερος- πλεονεκτίσταοτος
ἄχαρις" ἀχαρίστερος- ἀχαρίστατος

Β. Ανώμαλα παραθετικά
  1. Ανώμαλα λέμε τα παραθετικά μερικών επιθέτων, επειδή σχηματίζονται από μία ή περισσότερες ρίζες, διαφορετικές από τη ρίζα του θετικού βαθμού.
    Τα παραθετικά αυτά έχουν καταλήξεις:
–(ι)ων, -(ι)ων, -(ι)ον για το συγκριτικό και
-(ι)στος, (ι)στη, -(ι)στον για τον υπερθετικό.
Τα κυρίως ανώμαλα παραθετικά επιθέτων είναι τα εξής:


Θετικός
Συγκριτικός (αρσ. και θηλ.)
Συγκριτικός (ουδ.)
Υπερθετικός
1 ἀγαθός-ή-όν
ὁ/ἡ ἀμείνων
ὁ/ἡ λῴων
ὁ/ἡ κρείττων
ὁ/ἡ βελτίων
τό ἄμεινον
τό λῷον
τό κρεῖττον
τό βέλτιον 
ἄριστος-η-ον
λῷστος-η-ον
κράτιστος-η-ον
βέλτιστος-η-ον
2. αἰσχρός-ά-όν
ὁ/ἡ αἰσχίων
τό αἴσχιον
αἴσχιστος-η-ον
3. καλός-ή-όν
ὁ/ἡ καλλίων
τό κάλλιον
κάλλιστος-η-ον
4.  μικρός-ά-όν
ὁ/ἡ μικρότερος-α
ὁ/ἡ ἐλάττων
ὁ/ἡ ττων
τό μικρότερο
τό ἔλαττον
τό ἧττον
μικρότατος-η-ον
ἐλάχιστος-η-ον
κιστα (επίρ.)
5. ὀλίγος-η- ον
ὁ/ἡ μείων
τό μεῖον
ὀλίγιστος-η-ον
6. μακρός-ά-ον
ὁ/ἡ μακρότερος-α-ον
τό μακρότερον
μακρότατος-η-ον
μήκιστος-η-ον
7. πολύς- πολλή-πολύ
ὁ/ἡ πλείων
τό πλέον
πλεῖστος-η-ον
8. ταχύς- ταχεῖα- ταχύ
ὁ/ἡ θάττων
τό θᾶττον
τάχιστος-η-ον
9. κακός-ή-όν
ὁ/ἡ κακίων
ὁ/ἡ χείρων
τό κάκιον
τό χεῖρον
κάκιστος
χείριστος
10. άδιος-α-ον
ὁ/ἡ ᾷων
τό ῥᾷον
ᾷστος-η-ον
11. μέγας- μεγάλη- μέγα
ὁ/ἡ μείζων
τό μεῖζον
μέγιστος-η-ον
12. ἡδύς- εῖα- ύ
ὁ/ἡ ἡδίων
τό ἥδιων
ἥδιστος-η-ον
13.ἐχθρός- ά -όν
ὁ/ἡ ἐχθίων
και ἐχθρότερος
τό ἔχθιον
ἔχθιστος-η-ον
ἐχθρότατος


Ο συγκριτικός βαθμός των επιθέτων αυτών είναι δικατάληκτα τριτόκλιτα επίθετα και κλίνονται ανάλογα:
                               Αρσενικά- θηλυκά                                Ουδέτερο

                  Ενικός
               Πληθυντικός
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
κλητ.
ὁ,           βελτίων
τοῦ, τῆς   βελτίονος
τῷ, τῇ      βελτίονι/βελτίω
τόν, τήν  βελτίονα
ὦ              βέλτιον
τό        βέλτιον
τοῦ      βελτίονος
τῷ       βελτίονι
τό        βέλτιον
ὦ         βέλτιον

                  Ενικός
               Πληθυντικός
Ονομ.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
κλητ.
οἱ, αἱ         βελτίονες/βελτίους    
τῶν            βελτιόνων
τοῖς, ταῖς  βελτίοσι
τους, τάς  βελτίονας/ βελτίους
ὦ                βελτίονες / βελτίους

τά          βελτίονα/βελτίω
τῶν        βελτιόνων
τοῖς        βελτίοσι
τά           βελτίονα /βελτίω
ὦ            βελτίονα /βελτίω

Γ. περιφραστικά παραθετικά
Ø      Σχηματίζονται περιφραστικά στο συγκριτικό βαθμό από το ποσοτικό επίρρημα «μᾶλλον»  και το θετικό βαθμό του επιθέτου και στον υπερθετικό από  τον υπερθετικό βαθμό του ποσοτικού επιρρήματος «μάλιστα» και το θετικό βαθμό του επιθέτου.
Ø      Σχηματίζουν περιφραστικά παραθετικά:
1)Όλα τα επίθετα που σχηματίζουν μονολεκτικά παραθετικά, σχηματίζουν και περιφραστικά.
2)Οι μετοχές.
Π.χ δυνάμενος, μᾶλλον δυνάμενος, μάλιστα δυνάμενος
συμφέρων, μᾶλλον συμφέρων, μάλιστα συμφέρων
ὠφελῶν, μᾶλλον ὠφελῶν, μάλιστα ὠφελῶν
3) το μονοκατάληκτα επίθετα που χρησιμοποιούνται και ως ουσιαστικά.
εἴρων, μᾶλλον εἴρων, μάλιστα εἴρων
ἔνδακρυς, μᾶλλον ἔνδακρυς, μάλιστα ἔνδακρυς
εὔελπις μᾶλλον εὔελπις μάλιστα εὔελπις
κόλαξ μᾶλλον κόλαξ μάλιστα κόλαξ
ὑβριστής, μᾶλλον ὑβριστής, μάλιστα ὑβριστής
φιλόφελως, μᾶλλον φιλόφελως, μάλιστα φιλόφελως

Δ. ελλειπτικά παραθετικά
Τα περισσότερα ελλειπτικά παραθετικά παράγονται από επιρρήματα, προθέσεις οι μετοχές. Σε μερικά λείπει ο θετικός βαθμός ή και ένας από τους  άλλους δύο βαθμούς.


Συγκριτικός
Υπερθετικός
(ἄνω)
ἀνώτερος
ἀνώτατος
(κάτω)
κατώτερος
κατώτατος
(πρό)
πρότερος
πρῶτος
(ὑπέρ)
ὑπέρτερος
ὑπέρτατος
(ἐπικρατῶν)
ἐπικρατέστερος
-
(προτιμῶν)
προτιμότερος
-
-
ὕστερος
ὕστατος
-
-
ὕπατος
-
-
ἔσχατος

Δεν σχηματίζουν παραθετικά:
1) Όσα δηλώνουν:
- ύλη: λίθινος, γήινος, ἀργυροῦς κά.
-τοπική/χρονική σχέση: χερσαῖος, θαλάσσιος, θερινός, ἡμερήσιος κά.
-μέτρο: χερσαῖος, πηχυαῖος,
-καταγωγή/συγγένεια: πατρ ῷος, μητρῷος κ.ά.
-μόνιμη κατάσταση: θνητός, νεκρός κ.ά.
2) Μερικά σύνθετα με α’ συνδετικό το στερητικό –ἀ: ἀθάνατος, ἄψυχος, ἄυλος, ἄυπνος
3) Μερικά σύνθετα με α’ συνδετικό τα πᾶς, ὑπέρ: πάνσοφος, πάντιμος, πάγκαλος- ὑπερμεγέθης, ὑπέρλαμπρος

                                    ΙΙ.  Επιρρήματα
Τα επιρρήματα που παράγονται από επίθετα στο θετικό βαθμό έχουν κατάληξη – ως( όπως στη γενική πληθυντικού μόνο που αντί για «ν» βάζουμε «ς»). Στο συγκριτικό βαθμό σχηματίζονται όπως στην αιτιατική ενικού, ουδετέρου γένους συγκριτικού βαθμού και στον υπερθετικό, όπως στην αιτιατική πληθυντικού, ουδετέρου γένους, υπερθετικού βαθμού.

Επίθετο
                                    Επίρρημα 

Θετικός
Συγκριτικός
Υπερθετικός           
δίκαιος
δίκαιως
δικαιότερον
δικαιότατα
σοφός
σοφῶς
σοφώτερον
σοφώτατα
ἀληθής
ἀληθῶς
ἀληθέστερον
ἀληθέστατα
σώφρων
σωφρόνως
σωφρονέστερον
σωφρονέστατα
ἡδύς
ἡδέως
ἥδιον
ἥδιστα
καλός
καλῶς
κάλλιον
κάλλιστα


Τα επιρρήματα εὖ, ὀλίγον, πολύ σχηματίζουν το συγκριτικό και τον υπερθετικό βαθμό με βάση τα επίθετα στα οποία ανήκουν.

                                           Επιρρήματα
Επίθ.
Θετικός
Συγκριτικός
Υπερθετικός

ἀγαθός
εὖ
ἄμεινον
κρεῖττον
βέλτιον 
ἄριστα
κράτιστα
βέλτιστα
ὀλίγος
ὀλίγον
ἔλαττον
μεῖον
ἧττον
ἐλάχιστα
ὀλίγιστα
κιστα
πολύς
πολύ
πλέον
πλεῖστα
(ή πλεῖστον)

Το επίρρημα μάλα:

Θετικός
Συγκριτικός
Υπερθετικός
μάλα
μᾶλλον
μάλιστα

Τα τοπικά επιρρήματα παίρνουν καταλήξεις –τέρω, τάτω


Συγκριτικός
Υπερθετικός
ἄνω
ἀνωτέρω
ἀνωτάτω
ἄπωθεν
ἀπωτέρω
ἀπωτάτω
ἐγγύς


ἐγγυτέρω
ἐγγύτερον
ἔγγιον
ἐγγυτάτω
ἐγγύτατα
ἔγγιστα
ἔξω
ἐξωτέρω
ἐξωτάτω
ἔσω
ἐσωτέρω
ἐσωτάτω
κάτω
κατωτέρω
κατωτάτω
πόρρω
πoρρωτέρω
πόρρωτάτω
πέρα
περαιτέρω
-

Τα χρονικά επιρρήματα με τις παραγωγικές καταλήξεις : - (αί)τερον, - (αί)τατα


Συγκριτικός
Υπερθετικός
πάλαι
παλαίτερον
παλαίτατα
πρωί
πρωιαίτερον ή
πρῳαίτερον
πρωιαίτατα ή
πρῳαίτατα
ὀψε
ὀψιαίτερον
ὀψιαίτατα


1)      Να συμπληρώσετε τα κενά βάζοντας τα επίθετα που βρίσκονται στην παρένθεση στον τύπο που σας ζητείται.
(τερος,-α,-ον/τατος,-η,-ον  ή- ώτερος,-α,-ον/ τατος,-η,-ον)

1.      Μὴ γίγνου πρεσβυτέρων_____________(πρᾶος, αρσ. συγκριτικός) καὶ ἐπισκόπων______________(ὁσιος, αρσ. συγκριτικός).
2.      Ἐπεὶ τοῖς γε κομψοτέροις καὶ ______________(γλαφυρός, δοτ. πληθ. αρσ. συγκριτικός ) τῶν ζῴων οὐκἔστι φυγὴ κακοῦ τέλος.
3.      Ὑμεῖς δὲ ὄντες _______________ (πλούσιος, ονομ. πληθ. αρσ. συγκριτικός ) πάντων πεποιήκατε πολλὰ καὶ αἰσχρὰ ἕνεκα κερδέων.
4.  Πάντα δὲ περιεσκεμμένως δραματουργῶν τὰς πρὸς Ἡρώδην ὁδοὺς ταῖς διαβολαῖς ἐποιεῖτο  _______________(τεχνικός, θηλ. αιτ. πληθ. υπερθετικός).
5.Μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ____________ ( τίμιος, ονομ. ουδ. συγκρικτικός) καὶ ______________(σεμνός, ονομ. ουδ. συγκρικτικός) καὶ ______________ (ἅγιος, ονομ. ουδ. συγκρικτικός).
6.      ________________(αἱρετός, ονομ. αρσ. συγκρικτικός) ἐστι ὁ θάνατος τοῦ ἀτίμου βίου.
7. Πάντα γὰρ Ἀντίπατρος ἦν, καὶ τὰ πικρότατον Ἀλεξάνδρῳ, πάντα ἦν ἡ Ἀντιπάτρου μήτηρ, σύμβουλος κατ’ αὐτῶν μητρυιᾶς_______________ (χαλεπός,ονομ.ενικού.θηλ. συγκριτικός)καὶ _____________ τι (πολύ, ουδ. αιτ. ενικού, συγκριτικός)  προγόνων μισοῦσα τοὺς ἐκ βασιλίδος. 
8.       Βοιωτοὶ _______________ ( βάρβαρος, ονομ. πληθ., αρσ. συγκριτικός) τυγχάνουσι ὄντες ἢ Θετταλοί.
9.       _________________ (σκληρός, ονομ. ενικού ,αρσ. συγκριτικός) σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν.
10.   Σοφοῖς ὁμιλῶν ἐκβήσει______________ (σοφός, ονόμ. ενικού ,αρσ. συγκριτικός).
11.   Τί γὰρ ἂν τούτων ____________ (ἀνιαρός, αιτ. ενικού, ουδ. συγκριτικός) ἀκούσειεν;
12.  Τὸ τῶν κρηνῶν ὕδωρ _____________ (ψυχρός, ονομ. ουδ. υπερθετικός) καὶ _____________(διαυγής, ονομ. ουδ. υπερθετικός) ἐστι.
13.Ἐθεράπευον Ἀντίπατρον ἤδη, συναφίστα δ’ ἕκαστον τὰ τοῦ βασιλέως προστάγματα, παραγγείλαντος τοῖς _____________ (τίμιος, αρσ. δοτ. πληθ. υπερθετικός) μήτε προσιέναι μήτε προσέχειν τοῖς περὶ Ἀλέξανδρον.
14.      Ἐκεῖνοι ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας συνεβάλοντο, στρατηγὸν μὲν Θεμιστοκλέα,____________ (ἱκανός, αιτ. ενικού, αρσ. υπερθετικός) εἰπεῖν καὶ γνῶναι καὶ πρᾶξαι, ναῦς δὲ____________ (πολύς, αιτ. πληθ. θηλ. συγκριτικός, β’ τύπος)   τῶν ἄλλων συμμάχων, ἄνδρας δ’______________( ἔμπειρος, αιτ. πληθ, αρσ. υπερθετικός).