Διδώ Σωτηρίου
ΒΑΘΟΣ ΠΕΔΙΟΥ - Διδώ Σωτηρίου [1995]
https://www.youtube.com/watch?v=Vs8EM9Z0WD
Η Άλκη Ζέη στον γάμο της Διδώς Σωτηρίου: Διαβάστε απόσπασμα από το βιβλίο “Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο”
Στην φωτογραφία από αριστερά: Στον γάμο της Διδώς Σωτηρίου, αριστερά η Άλκη Ζέη οχτώ χρονών, η Διδώ, η αδελφή της Άλκης η Λενούλα εννιάμισι χρονών, η Έλλη Παππά (αδελφή της Διδώς)
“Μόνες στο σπίτι με τον μπαμπά που έχει κι από πάνω άδεια είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί. Καλά, για θάλασσα ούτε κουβέντα.
– Πάρτε κανένα βιβλίο κι ελάτε να διαβάσετε, φωνάζει ο μπαμπάς από τη βεράντα.
Τα βιβλία μας τα κρατούσαμε κιόλας στο χέρι. Του αρέσει να διαβάζουμε εξωσχολικά βιβλία. Κι εμάς μας αρέσει. Ο μπαμπάς όμως δεν ξέρει πώς διαβάζονται τα εξωσχολικά. Μας θέλει καθισμένες απέναντί του στο τραπέζι, εκείνος να διαβάζει το δικό του βιβλίο κι εμείς τα δικά μας. Μπορεί εκείνος να βρίσκει γούστο να διαβάζει τη ζωή του Μπετόβεν και πού και πού να σηκώνει το κεφάλι και να μας κοιτάζει. Εμείς όμως δεν καταλαβαίνουμε τίποτα με τον μπαμπά καταντίκρυ μας. Τα μαθήματα του σχολείου μπορεί να τα διαβάζεις έτσι. Τα εξωσχολικά όμως…
Θα γράψω μια ολόκληρη εργασία. Βέβαια κανείς δεν μου την έχει ζητήσει. Μπορεί να πω στη Διδώ να τη βάλει στην εφημερίδα της.
Διδώ Σωτηρίου
Το βιβλίο «Ματωμένα Χώματα» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1962 και μέχρι το 2008 είχε πουλήσει περισσότερα από 400.000 αντίτυπα...
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/dido-sotiriou-i-singrafeas-pou-egrafe-afta-pou-ezise-sto-petsi-tis-glitose-apo-tin-katastrofi-tis-smirnis-agonisthike-stin-katochi-ke-arnithike-na-egkatalipsi-ti-chora-ston-emfilio/
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/dido-sotiriou-i-singrafeas-pou-egrafe-afta-pou-ezise-sto-petsi-tis-glitose-apo-tin-katastrofi-tis-smirnis-agonisthike-stin-katochi-ke-arnithike-na-egkatalipsi-ti-chora-ston-emfilio/
Διδώ Σωτηρίου
, η συγγραφέας που έγραφε αυτά που «έζησε στο πετσί της».
Γλύτωσε από την καταστροφή της Σμύρνης, αγωνίσθηκε στην κατοχή και αρνήθηκε να εγκαταλείψει
τη χώρα στον εμφύλιο.
l Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004 πέθανε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της
λογοτεχνίας,η Διδώ Σωτηρίου. Όπως έλεγε έζησε έναν φοβερό αιώνα, που ξεκίνησε
με αισιοδοξία και τελείωσε με μια πικρία.Το πραγματικό της όνομα ήταν Διδώ Παππά,
αλλά έγινε γνωστή με το επίθετοτου συζύγου της, του καθηγητή Πλάτωνα Σωτηρίου.
Γεννήθηκε το 1909 στο Αϊδίνι, μια κοσμοπολίτικη πόλη της Μικράς Ασίας, όπου ζούσαν αρμονικά Εβραίοι, Αρμένιοι Τούρκοι. Μικρή απολάμβανε τις βόλτες στην πόλη, όπου παρατηρούσε τις συνήθειες των Τούρκων και τις καμήλες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Διδώ Σωτηρίου
Το 1919 η οικογένεια μετακόμισε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε σε ένα κτίριο, όπου παλαιότερα στεγαζόταν το Αιγυπτιακό Προξενείο. Η Διδώ ερεύνησε τα παρατημένα έγγραφα των Αιγυπτίων και από τότε δεν σταμάτησε ποτέ να μελετά τα γεγονότα που απασχολούσαν τον τόπο. Σε ηλικία 10 ετών είχε δημιουργήσει έναν σύλλογο και μοίραζε φαγητό σε ζητιάνους και τότε ήρθε σε επαφή με τη δημοσιογραφία, καθώς ένας δημοσιογράφος, που βρισκόταν στη Σμύρνη της πήρε συνέντευξη. Η οικογένεια της ήταν εύπορη και οι επαφές του πατέρα της με την καλή κοινωνία ήταν η αιτία που πληροφορήθηκαν έγκαιρα τη μεγάλη καταστροφή του ελληνικού στρατού και πρόλαβε να φύγει από τη Σμύρνη με τους θείους της.
Το 1922 ήρθε στον Πειραιά σαν πρόσφυγας και έζησε από κοντά το μέγεθος της
καταστροφής. Πλέον δεν ήταν το πλουσιοκόριτσο και δεν είχε τις προηγούμενες ανέσεις.
Όπως όλοι οι πρόσφυγες ήρθε αντιμέτωπη με την πείνα, τις αρρώστιες, αλλά
και το εχθρικό κλίμα από τους ντόπιους. Μετά από λίγο καιρό κατάφεραν να ορθοποδήσουν, τελείωσε το σχολείο και πήγε για σπουδές στο Παρίσι. Τότε ήρθε σε επαφή με τη διανόηση και γνώρισε σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Με το τέλος των σπουδών της επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε να γράφει άρθρα για ζητήματα που απασχολούσαν την κοινωνία. Έγινε ανταποκρίτρια στο εξωτερικό, όπου ήρθε σε επαφή με το κίνημα της Αριστεράς και με σημαντικούς Γάλλους ιδεολόγους.
Στον πόλεμο δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις τη δολοφονία από την πατριωτική πράξη. «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» Την περίοδο της Κατοχής έγινε αρχισυντάκτρια στον Ριζοσπάστη και δούλευε παράνομα στον Υμηττό. Τότε γνωρίστηκε με την Ηλέκτρα, η οποία εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1944 για την αντιστασιακή της δράση. Η Διδώ, η αδερφή της, Έλλη Παππά και άλλες τολμηρές γυναίκες πήραν μέρος στην αντίσταση. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, τη διέγραψαν από το κόμμα και παρότι η οικογένεια της την προέτρεψε να φύγει στο εξωτερικό, παρέμεινε στην Ελλάδα και βίωσε τα γεγονότα από πρώτο χέρι.
«Είδα κομμένα δέντρα που μάχονταν ν’ ανθίσουν μέσα σε σκοτεινούς τάφους.
Είδα πληγωμένα θεριά που παλεύανε ίσαμε την ύστατη πνοή τους να ζήσουνε. Μα σαν
τη βουλή τ’ ανθρώπου να παλεύει για τη ζωή, δε γνώρισα άλλη.»
Δ.Σ. «Ματωμένα Χώματα
Το βιβλίο «Ματωμένα Χώματα» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1962 και μέχρι το 2008 είχε πουλήσει περισσότερα από 400.000 αντίτυπα Οι περιπέτειες του ελληνισμού, η προσφυγιά, ο πόλεμος του ’40, η αντίσταση και ο εμφύλιος σημάδεψαν τη ζωή της και ξεκίνησε να γράφει βιβλία. Όπως έλεγε, η αντίσταση ήταν η πρώτη φορά που οι πρόσφυγες έγιναν ένα με τους υπόλοιπους Έλληνες.
Ο Νίκος Μπελογιάννης, ο οποίος ήταν σύντροφος της αδερφής της και η Ηλέκτρα Αποστόλου, ήταν πρόσωπα που επηρέασαν το έργο της. Το 1959 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Οι νεκροί περιμένουν»,
και αργότερα ακολούθησαν τα «Ματωμένα χώματα», «Εντολή» και «Ηλέκτρα», τα οποία ο κόσμος αγάπησε γιατί όπως έλεγε, τα έγραψε με αγάπη. Βραβεύτηκε δύο φορές με το βραβείο Ελληνοτουρκικής Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί και θεωρείται από τις σημαντικότερες Ελληνίδες συγγραφείς
του περασμένου αιώνα. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες και έχουν
πουλήσει χιλιάδες αντίτυπα.
Όπως είχε αναφέρει, «δεν ήμουν η συγγραφέας που μάζεψεπληροφορίες από
ιστορικά γεγονότα που είχαν γράψει άλλοι, αλλά τα έζησα στο πετσί μου».
Άννα Καρατάσιου...
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ (1909-2004)
Η Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Σμύρνη και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην Αθήνα ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Φοίτησε στο γαλλικό ινστιτούτο Αθηνών και το 1937 παρακολούθησε για λίγους μήνες μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Από το 1936 στράφηκε επαγγελματικά προς τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Γυναίκα (ως αρχισυντάκτρια) και τις εφημερίδες Νέος Κόσμος και Ριζοσπάστης (αρχισυντάκτρια από το 1944), ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάστηκε με τις Μέλπω Αξιώτη, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού, Ηλέκτρα Αποστόλου, Χρύσα Χατζηβασιλείου και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Πήρε μέρος στο συνέδριο της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη το 1935, όπου γνωρίστηκε με τη σύντροφο του Λένιν Αλεξάνδρα Κολοντάι και στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών το 1945 στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 με την έκδοση του μυθιστορήματος «Οι νεκροί περιμένουν». Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Η Διδώ Σωτηρίου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου. Το έργο της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου και της συναισθηματικής συμμετοχής του συγγραφέως στις περιπέτειες των ηρώων της, και αντλεί τη θεματολογία του από τη μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο του εμφυλίου και την μετά τον εμφύλιο περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Με τα «Ματωμένα χώματα» η Σωτηρίου εγκαινίασε την πορεία της προς μια γραφή που συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική με μια προοπτική εξέτασης των θεμάτων της από ιστορική σκοπιά, πορεία που συνέχισε και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά της την «Εντολή», με θέμα την υπόθεση Μπελογιάννη και το «Κατεδαφιζόμεθα». Πέθανε το 2004. .
Η Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Σμύρνη και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην Αθήνα ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Φοίτησε στο γαλλικό ινστιτούτο Αθηνών και το 1937 παρακολούθησε για λίγους μήνες μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Από το 1936 στράφηκε επαγγελματικά προς τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Γυναίκα (ως αρχισυντάκτρια) και τις εφημερίδες Νέος Κόσμος και Ριζοσπάστης (αρχισυντάκτρια από το 1944), ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάστηκε με τις Μέλπω Αξιώτη, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού, Ηλέκτρα Αποστόλου, Χρύσα Χατζηβασιλείου και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Πήρε μέρος στο συνέδριο της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη το 1935, όπου γνωρίστηκε με τη σύντροφο του Λένιν Αλεξάνδρα Κολοντάι και στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών το 1945 στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 με την έκδοση του μυθιστορήματος «Οι νεκροί περιμένουν». Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Η Διδώ Σωτηρίου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου. Το έργο της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου και της συναισθηματικής συμμετοχής του συγγραφέως στις περιπέτειες των ηρώων της, και αντλεί τη θεματολογία του από τη μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο του εμφυλίου και την μετά τον εμφύλιο περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Με τα «Ματωμένα χώματα» η Σωτηρίου εγκαινίασε την πορεία της προς μια γραφή που συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική με μια προοπτική εξέτασης των θεμάτων της από ιστορική σκοπιά, πορεία που συνέχισε και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά της την «Εντολή», με θέμα την υπόθεση Μπελογιάννη και το «Κατεδαφιζόμεθα». Πέθανε το 2004. .
«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» http://www.real.gr/DefaultArthro.aspx?page=arthro&id=293576&catID=7
ο πρώτο επεισόδιο από την μεταφορά του μυθιστορήματος Τα ματωμένα χώματα στην τηλεόραση»
Όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη
Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα της Δ. Σωτηρίου Ματωμένα Χώματα είναι ο Μανόλης Αξιώτης, αγρότης από τον Κιρκιντζέ, ο οποίος εκθέτει, με αυτοβιογραφικό λόγο, την οικογενειακή και την προσωπική του ιστορία και, διά μέσου αυτής, καταγράφει την περιπέτεια του μικρασιατικού ελληνισμού. Το απόσπασμα προέρχεται από το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος και αναφέρεται στην πρώτη επίσκεψη του νεαρού αφηγητή στη Σμύρνη το 1910. Πηγαίνοντας στη μεγάλη πολιτεία βρίσκει εργασία, απογαλακτίζεται από την οικογενειακή του εστία και ενηλικιώνεται.
Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη. Θυμούμαι πόσο σκιάχτηκα* μόλις βρέθηκα μοναχός σε μια τόσο μεγάλη πολιτεία. Άγνωστοι, αλλιώτικοι ανθρώποι, άγνωστα και τα σοκάκια. Κανένα δεν ήξερα και κανένας δε μ' ήξερε να με καλωσορίσει· ένιωθα σαν το ξεριζωμένο δεντρί.
Ακούμπησα σ' ένα χάνι* το τρίχινο ζεμπίλι* με τις αλλαξιές και τα φαγώσιμα που μου 'δωκε η μάνα μου, και βγήκα ν' ανταμώσω το σταφιδέμπορα που θα μ' έπαιρνε στη δούλεψή του. Με την αντρέσα* στο χέρι, με τα πρώτα παπούτσια που φόραγα στη ζωή μου να με στενεύουνε, με το ντρίλινο* φράγκικο*πανταλόνι, κάπως κοντό για τις μακριές κανάρες* μου, να με κόβει κι αυτό στον καβάλο, περπατούσα, άτσαλα, δειλά. Ωστόσο ήμουνα περήφανος για το νέο σουλούπι* μου και κάθε τόσο έσκυφτα και καθάριζα με το χέρι τα παπούτσια μου κι έριχνα κλεφτές, φοβισμένες ματιές ολούθε* ν' αντιληφθώ πού βρίσκομαι κι αν με προσέχουν οι περαστικοί. Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν; Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια, με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια* που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά* στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς! Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνανε και καθώς ένιφταν* τις μαλτεζόπετρες σκορπούσανε μια ανεσημιά* που μοσκοβόλαγε θαλασσινά. Μύδια, εκατομμύρια μύδια ήταν σφηνωμένα πάνω στις σιδερένιες τραβέρσες* που συγκρατούσαν τις Σκάλες. Αυτές οι Σκάλες, η Εγγλέζικη Σκάλα, η Καινούρια Σκάλα, η Μακριά Σκάλα, λες κι ήταν τα χέρια του μεγάλου λιμανιού. Εδώ γινόταν το μπάρκο· * έφευγε ο βλογημένος καρπός της Ανατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι. «Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρίζεις διά το χρυσόμαλλον δέρας;» Δάσκαλε, δε σ' αποκρίθηκα κατά που πρόσμενες κείνη τη μέρα. Τώρα όμως εδώ καταλαβαίνω την ερώτησή σου, ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου όλες οι ιστορίες που μου διηγήθηκες, καθαρές, στρωτές, παρμένες θαρρείς από τη Χρηστομάθειά* μας. Όμως από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωηρές ιστορίες που άκουσα για τη Σμύρνη από τον παιχνιδιάτορα* το Χρίστο. Τις έλεγε στα πανηγύρια μας κρούοντας το σάζι* του, ένα μακρύ ίσαμ' ένα μέτρο όργανο, που λαλούσε σαν Θεός και μεις τα παιδιά λαχταρούσαμε: «Αχ, πότε θα τηνε γνωρίσουμε τούτη την πολιτεία!».
Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι ελληνικά, ακόμα κι οι Τούρκοι κι οι Λεβαντίνοι κι οι Οβραίοι κι οι Αρμεναίοι. Στο Φραγκομαχαλά ωστόσο, πολλά μεγάλα καταστήματα είχανε ξενικά ονόματα που δεν τα καταλάβαινα: «Κοντουάρ», «Λουβρ», «Μπον μαρσέ», «Παραντί ντε Νταμ» κι άλλα. Και τι δεν έβρισκες σε τούτα τα μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών, μέχρι σκαρπίνια* για Σταχτοπούτες. Και παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα 'πρεπε να 'ναι εδώ τα παιδιά και πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες! Τράβηξα ίσια στην Αγια-Φωτεινή κι άναψα στη χάρη της το κεράκι που μου παράγγειλε η μάνα μου. Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω το καμπαναριό. Είκοσι μέτρα μπόι, τέσσερα πατώματα, όλο μάρμαρο. Κι ανάγλυφος ο Χριστός να κάθεται στο πηγάδι και να τα λέει με τη Σαμαρείτιδα. Κι οι καμπάνες φανταχτερές, γλυκόλαλες, δώρο των μεγάλων δουκώνε της Ρωσίας, και κατάκορφα, στον τρούλο, ο χρυσός σταυρός να λάμπει στον ήλιο, παρηγοριά και σκέπη για τους ραγιάδες, που το 'χαν καύχημα, γιατί ο σταυρός έστεκε πιο ψηλά από την ημισέληνο που ήταν στημένη στο μιναρέ του Ισάρ τζαμί. Εκειδά πλάι στον περίβολο της Αγια-Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα κάνει όνειρο να μπω εδώ μέσα, κι ο δάσκαλός μου ο Πυθαγόρας Λάριος με σιγοντάριζε.* Μα ο πατέρας μου τόνε πρόγκηξε: «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή* δεν τόνε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστερεσπέρηδες* και χρειαζούμαστε χέρια.». Μόλις άκουσα την καμπάνα της Αγια-Φωτεινής να χτυπάει δώδεκα, τινάχτηκα. Μπρε για πότε μεσημεριάστηκα; Είπα να βιαστώ, να τρέξω για τη δουλειά, μα θυμήθηκα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη φορά, αυτεξούσιος, και τότες μ' έπιασε τρελή χαρά. Χώθηκα μέσα στο πλήθος, στο τσαρσί* κι έπινα τσιτσιμπίρια και σερμπέτια* κόκκινα και πράσινα «μπουζ-γκιμπί, κεκίκ-σουγιού»,* και χαιρόμουνα που σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου 'βαλε στην τσέπη η μάνα μου, κρυφά απ' τον πατέρα. Ύστερα κάτι με σταμάτησε· ο χωριάτης στιμέρνει* τον ακριβοκερδισμένο παρά. Κι είπα να πάω κατευθείαν στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη Χατζησταυρή, να σιγουρέψω τη θέση μου και συνεχίζω έπειτα το σουλάτσο.* Τόνε βρήκα τον κυρ φατόρο* πάνω στην άψα* της δουλειάς. Τέτοιες μέρες που κατέβαιναν οι χωριάτες να πουλήσουνε τη σοδειά τους, οι εμπόροι δεν κλείνανε. Μόλις μπήκα στο στενόμακρο μαγαζί με τα πολλά πατάρια, με πήρε από τη μύτη η γνώριμη γλυκόστυφη μυρουδιά της σταφίδας και του σύκου. Ο Χατζησταυρής στεκότανε καταμεσής και ζύγιαζε, όλο φροντίδα. Εργάτες με χαμαλίκες* στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω πορτί, όπου ήταν το ντάμι· * εκεί αφήνανε τις καμήλες, τουςαραμπάδες,* τα γαϊδούρια και τις βοϊδάμαξές τους. Δυο ξυπόλητοι χαμάληδες, με δασά γυμνά τα στήθια, σήκωναν στον ώμο τη μανέλα* που πάνω κει κρεμόταν το καντάρι.* Ο Χατζη- σταυρής μ' ολοστρόγγυλη κοιλίτσα, διπλά προγούλια και ολοκόκκινα, σαν βουτυρωμένα, μάγουλα ξεφώνιζε τις οκάδες.* Είχε μάτι ξύπνιο που σπίθιζε κι έπαιζε ολούθε ακούραστο. Τα χέρια και τα ποδάρια του, πολύ αδύνατα ανάλογα με το σώμα, τον κάνανε να μοιάζει με βάτραχο. Όλες οι κινήσεις του και η σβελτάδα* του κι οι τρόποι του δείχνανε πως είχε δουλέψει κι η αφεντιά του παραγιός.* Και τόντις,* όπως έμαθα αργότερα, παραγιός ήτανε κάποτες, μα ήξερε σου λέει ν' αρπάζει την περίσταση και συνεταιρίστηκε με το Σελήμ εφέντη και πατούσανε κι οι δυο, με το ελεύθερο, πάνω σε καρδιές και σε πορτοφόλια, κι από κει και πέρα τα βολέψανε κι έρεε το χρήμα. Πλησίασα τον κυρ Μιχαλάκη, του μίλησα θαρρετά, του 'δωκα και το συστατικό γράμμα που είχα από τη δημογεροντία* του χωριού μας. Αυτό το γράμμα πολύ τον εκολάκεψε, γιατί τ' άρεζε να τον υπολογίζουνε οι ισχυροί. Με ξέταξε με ματιά που τρύπωσε ίσαμε την ψυχή. - Ναι, ξέρω, έκανε, μου μίλησαν κι άλλοι για σένα. Θα σε κρατήσω. Με βολεύει που ξέρεις τα τούρκικα. Αύριο πρωί έλα να πιάσεις δουλειά, να σε δοκιμάσω και τα ξαναλέμε για την πλερωμή. Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά· αν είχα μουστάκι θα το 'στριβα, τόσο ένιωθα άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου. Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια* και στα σοκάκια της Σμύρνης, ίσαμε που με βρήκε η νύχτα. Εργάτες με μακριά ραβδιά ανάβανε τα φανάρια του γκαζιού. Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους για τις λέσχες, τα προβέγγερα και τις «γιαβάν σουπέδες».*Κοπέλες ξεντεκολτεδιασμένες,* μελαψές και πεταχτές σεργιανούσανε, γελούσανε, κορτάρανε. Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λουλούδια. Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο, αγγουράκι, τηγανητό κρέας και θαλασσινά. Μασουλίζανε οι καθιστοί, κι οι σουλατσαδόροι σπόρους,τσεμπλεμπούδες,* παγωμένα αμύγδαλα, λιμπινάρια,* μα και γλασσάδες* και ζαχαρωτά και γλειφιτζούρια. Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές* είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί.* Δε μου 'κανε καρδιά να πάω για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ, στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος. "Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!" Εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, όσα όνειρα ήθελα, δίχως να τρώω ξύλο...
Δ. Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, Κέδρος
* σκιάχτηκα: φοβήθηκα * χάνι: πανδοχείο * ζεμπίλι: σάκος * αντρέσα: διεύθυνση * ντρίλινο: από φτηνό βαμβακερό ύφασμα *φράγκικο: γαλλικό * κανάρες: μακριά πόδια (κανιά) * σουλούπι: εμφάνιση * ολούθε: παντού * τράμια: μέσα μεταφοράς, τραμ* σαματάς: θόρυβος * ένιφταν: έπλεναν * ανεσημιά: ανάσα * τραβέρσες: στηρίγματα * μπάρκο: φόρτωση του εμπορεύματος στα πλοία * Χρηστομάθεια: διδακτικό βιβλίο με ηθοπλαστικά διηγήματα * παιχνιδιάτορας: οργανοπαίκτης * σάζι: κρουστό μουσικό όργανο * σκαρπίνια: παπούτσια * σιγοντάριζε: ενθάρρυνε * αεροκοπανιτζής: αργόσχολος * ρεσπέρηδες: αγρότες *τσαρσί: αγορά * τσιτσιμπίρια και σερμπέτια: αρωματικά ποτά * «μπουζγκιμπί, κεκίκ-σουγιού»: παγωμένοι χυμοί *στιμέρνει: εκτιμά, υπολογίζει * σουλάτσο: περίπατος * κυρ φατόρο: το αφεντικό * άψα: ένταση * ντάμι: ζυγαριά *αραμπάδες: κάρα * μανέλα: μοχλός * καντάρι: ζυγαριά * οκά: μονάδα βάρους * σβελτάδα: γρηγοράδα * παραγιός: βοηθός τεχνίτη, υπηρέτης * τόντις: πραγματικά * δημογεροντία: αιρετοί άρχοντες της ελληνικής κοινότητας * μπεζεστένια: στεγασμένες αγορές * προβέγγερα και «γιαβάν σουπέδες»: εσπερινές κοινωνικές συγκεντρώσεις για ψυχαγωγία *ξεντεκολτεδιασμένες: με αποκαλυπτικά ντεκολτέ * τσεμπλεμπούδες: στραγάλια * λιμπινάρια: σπόρια από λούπινα *γλασσάδες: παγωτά * φαμελιές: οικογένειες * λακιρντί: κουβέντα, κουτσομπολιό
|
|
ΟΤΑΝ ΠΡΩΤΟΚΑΤΕΒΗΚΑ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
ΟΤΑΝ ΠΡΩΤΟΚΑΤΕΒΗΚΑ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
ΘΕΜΑ: Οι πρώτες εντυπώσεις του Μανόλη από τη Σμύρνη και η αίσθηση ανεξαρτησίας που δοκιμάζει απελευθερωμένος από την εξουσία του πατέρα και ξεκινώντας τη ζωή του εργαζομένου.
ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ: Οι πρωτόγνωρες εμπειρίες και τα συναισθήματα ενός εφήβου που περνά πρόωρα στην ενηλικίωση αρχίζοντας τη βιοπάλη.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ:
1Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Σεπτέμβρης ήταν του 1910… οι περαστικοί».
2Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Μόλις βγήκα… την καρδιά της».
3Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Οι άνθρωποι στη Σμύρνη… το σουλάτσο».
4Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Τονε βρήκα τον κυρ φατόρο… για την πλερωμή».
5Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Όταν βγήκα έξω… δίχως να τρώω ξύλο».
ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ:
1Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Το άγχος της πρώτης εξόδου στη Σμύρνη.
2Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Ευχάριστες εντυπώσεις από τον περίπατο στην προκυμαία.
3Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Περιήγηση στο Φραγκομαχαλά, προσκύνημα στην Αγία Φωτεινή και βόλτα στην αγορά.
4Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Συμφωνία για εργασία στο μαγαζί του Χατζησταυρή.
5Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Ευχάριστες εντυπώσεις από τη ζωή της πόλης και ο ενθουσιασμός της πρώτης βραδιάς.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ενδοδιηγητικός-ομοδιηγητικός(διηγείται την ιστορία του) και η αφήγηση γίνεται με εστίασηεσωτερική(αφηγητής=πρόσωπα)
Ο αφηγητής συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται ως κεντρικός ήρωας.
Στην αφήγηση κυριαρχεί η προοπτική του ώριμου αφηγητή.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ:
– Αφήγηση σε α’ πρόσωπο ( αφηγητής ομοδιηγητικός, εσωτερική εστίαση)
– Περιγραφή.
– Μονόλογοι.
– Διάλογοι.
– Σκέψεις του αφηγητή
Χρόνος:
- αναδρομική αφήγηση
- γραμμική με σύντομες αναδρομές
- προλήψεις
ΓΛΩΣΣΑ:
- Απλή δημοτική
- με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι περιέχει σε μεγάλο βαθμό το γλωσσικό ιδίωμα των Μικρασιατών Ελλήνων.
- στοιχεία της καθημερινής ομιλίας και πολλές ξένες λέξεις(αλληλεπίδραση γλωσσών, χωνευτήρι πολιτισμών):
- Τουρκικές (μαχαλάδες, αραμπάδες, ντάμι, μπόι, σάζι…)
- Ιταλικές (φράγκικος, σουλάτσο, τρούλος. καρότσες…)
- Γαλλικές (αντρέσσα, γλασσάδες…)
- Αγγλικές (ντρίλινο, τράμια…)
- Σλαβική (πρόγκηξε)
ΥΦΟΣ
Το ύφος είναι γλαφυρό, περιγραφικό, νοσταλγικό.
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ:
- Εικόνες
- Μεταφορές
- Παρομοιώσεις
- Προσωποποιήσεις
- Ασύνδετο
- Πολυσύνδετο
ΙΔΕΕΣ – ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ:
– Πρωταγωνιστεί η Σμύρνη των τελευταίων χρόνων πριν από την Καταστροφή.
– Κυριαρχούν οι ζωηρές εντυπώσεις του εφήβου, η χαρά και η μαγεία της πρώτης επαφής με το χώρο και τους ανθρώπους.
Τα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ και οι ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ του αφηγητή μόλις φτάνει στη Σμύρνη:
- φόβος, δειλία (αρχικά): «σκιάχτηκα», «σαν ξεριζωμένο δεντρί», «έριχνα φοβισμένες ματιές»
- θαυμασμός, έκπληξη (στη συνέχεια): «δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ;Τη θάλασσα; Τα βαποράκια; (…) Ή όλον εκείνο το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; Κι όχι μια μικρή καθημερινή μέρα δουλειάς!»
- αίσθηση ελευθερίας: «δεν είχα να δώσω λόγο σε κανέναν κι ήμουνα για πρώτη φορά αυτεξούσιος, και τότες μ’ έπιασε τρελή χαρά»
- χαρά (μετά τη συμφωνία με τον κυρ Μιχαλάκη να δουλέψει): «Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά (…) Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου»
- όλοι μιλούν ελληνικά (και οι Τούρκοι, κι οι Λεβαντίνοι, κι οι Εβραίοι και οι Αρμεναίοι), αλλά στον Φραγκομαχαλά τα καταστήματα έχουν ξενικό ονόματα
Ο ήρωας αρχικά «σκιάζεται», γιατί βρίσκεται «μονάχος» σε μια μεγάλη πολιτεία. Νιώθει σαν «ξεριζωμένο δεντρί», μη μπορώντας να συνηθίσει τη μοναξιά και την ανωνυμία της μεγαλούπολης και τις φωνές του απρόσωπου πλήθους. Γρήγορα βρίσκει θάρρος και αυτοπεποίθηση, ενώ νιώθει χαρά για τα καινούρια ρούχα και τα παπούτσια του. Η ζωντάνια και η ομορφιά του πρωτόγνωρου τοπίου του προκαλούν κατάπληξη και απορροφούν τις αισθήσεις του.
Μαγεμένος, θαμπωμένος, χαρούμενος, ελεύθερος, χάνεται μέσα στο πλήθος. Μεταμορφωμένος, θέλει να τα δει όλα και αρχίζει να ονειρεύεται.
Οι ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ του αφηγητή. Θυμάται:
- τα μαθήματα του δασκάλου Π. Λαρίου από το βιβλίο «Χρηστοήθεια»
- τις ιστορίες του Χρίστου του οργανοπαίκτη για την ομορφιά της Σμύρνης
- την επίσκεψη με τη μάνα του στην εκκλησία, όταν ήταν μικρός και το πελώριο μάτι του Θεού
- τη φτώχεια, τη χαμηλή κοινωνική θέση και τον ξυλοδαρμό από τον πατέρα του («εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, δίχως να τρώω ξύλο», «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή δεν τονε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες(=αγρότες), και χρειαζούμαστε χέρια».
ΦΥΛΕΣ, ΕΘΝΗ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ της Σμύρνης:
- Έλληνες,
- Τούρκοι,
- Εβραίοι,
- Λεβαντίνοι (Ευρωπαίοι)
=
- Έντονη κοινωνική ζωή
- Κοσμοπολίτικος χαρακτήρας
- Πολυεθνικό-πολυπολιτισμικό περιβάλλον
ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1Η Ομάδα
Ον/μα:
1η ενότητα: «Σεπτέμβρης ήταν του 1910… οι περαστικοί».
Αφού μελετήσετε την 1η ενότητα του κειμένου να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις:
- Να δώσετε έναν πλαγιότιτλο για την ενότητα
- Ποιους αφηγηματικούς τρόπους εντοπίζετε στην ενότητα αυτή (Αφήγηση, Περιγραφή, Μονόλογοι, Διάλογοι, Σκέψεις του αφηγητή); Να δώσετε ένα παράδειγμα για τον καθένα που θα βρείτε.
- Εντοπίστε χωρία όπου υπάρχει αναδρομή στο παρελθόν ή πρόληψη.
- Εντοπίστε λέξεις ή φράσεις από το κείμενο που αποτελούν ιδιωματισμούς της Μικράς Ασίας ή ξένο λεξιλόγιο Τουρκικές, Ιταλικές, Γαλλικές ,Αγγλικές, Σλαβική .
- Βρείτε δύο εκφραστικά μέσα που υπάρχουν στην ενότητα αυτή.
- Ποια συναισθήματα του Αφηγητή κυριαρχούν στην ενότητα αυτή;
2η Ομάδα
Ον/μα:
2Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Μόλις βγήκα… την καρδιά της».
Αφού μελετήσετε την 2η ενότητα του κειμένου να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις:
- Να δώσετε έναν πλαγιότιτλο για την ενότητα
- Ποιους αφηγηματικούς τρόπους εντοπίζετε στην ενότητα αυτή (Αφήγηση, Περιγραφή, Μονόλογοι, Διάλογοι, Σκέψεις του αφηγητή); Να δώσετε ένα παράδειγμα για τον καθένα που θα βρείτε.
- Εντοπίστε χωρία όπου υπάρχει αναδρομή στο παρελθόν ή πρόληψη.
- Εντοπίστε λέξεις ή φράσεις από το κείμενο που αποτελούν ιδιωματισμούς της Μικράς Ασίας ή ξένο λεξιλόγιο Τουρκικές, Ιταλικές, Γαλλικές ,Αγγλικές, Σλαβική .
- Βρείτε δύο εκφραστικά μέσα που υπάρχουν στην ενότητα αυτή.
- Ποια συναισθήματα του Αφηγητή κυριαρχούν στην ενότητα αυτή και ποιες αναμνήσεις ξυπνούν στο μυαλό του , όταν αντικρίζει την πολιτεία ;
3η Ομάδα
Ον/μα:
3Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Οι άνθρωποι στη Σμύρνη… το σουλάτσο».
Αφού μελετήσετε την 3η ενότητα του κειμένου να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις:
- Να δώσετε έναν πλαγιότιτλο για την ενότητα
- Ποιους αφηγηματικούς τρόπους εντοπίζετε στην ενότητα αυτή (Αφήγηση, Περιγραφή, Μονόλογοι, Διάλογοι, Σκέψεις του αφηγητή); Να δώσετε ένα παράδειγμα για τον καθένα που θα βρείτε.
- Εντοπίστε χωρία όπου υπάρχει αναδρομή στο παρελθόν ή πρόληψη.
- Εντοπίστε λέξεις ή φράσεις από το κείμενο που αποτελούν ιδιωματισμούς της Μικράς Ασίας ή ξένο λεξιλόγιο Τουρκικές, Ιταλικές, Γαλλικές ,Αγγλικές, Σλαβική
- Βρείτε δύο εκφραστικά μέσα που υπάρχουν στην ενότητα αυτή
- Ποια συναισθήματα του Αφηγητή κυριαρχούν στην ενότητα αυτή και ποιες αναμνήσεις ξυπνούν στο μυαλό του , όταν αντικρίζει την πολιτεία ;
4η Ομάδα
Ον/μα:
4Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Τονε βρήκα τον κυρ φατόρο… για την πλερωμή».
Αφού μελετήσετε την 4η ενότητα του κειμένου να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις:
- Να δώσετε έναν πλαγιότιτλο για την ενότητα
- Ποιους αφηγηματικούς τρόπους εντοπίζετε στην ενότητα αυτή (Αφήγηση, Περιγραφή, Μονόλογοι, Διάλογοι, Σκέψεις του αφηγητή); Να δώσετε ένα παράδειγμα για τον καθένα που θα βρείτε.
- Εντοπίστε χωρία όπου υπάρχει αναδρομή στο παρελθόν ή πρόληψη.
- Εντοπίστε λέξεις ή φράσεις από το κείμενο που αποτελούν ιδιωματισμούς της Μικράς Ασίας ή ξένο λεξιλόγιο Τουρκικές, Ιταλικές, Γαλλικές ,Αγγλικές, Σλαβική .
- Βρείτε δύο εκφραστικά μέσα που υπάρχουν στην ενότητα αυτή.
- Ποιες εντυπώσεις προκαλούνται στον ήρωα όταν βρίσκεται στο μαγαζί του Χατζησταυρή; Πώς περιγράφεται ο Χατζησταυρής;
5η Ομάδα
Ον/μα:…
5Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Όταν βγήκα έξω… δίχως να τρώω ξύλο».
Αφού μελετήσετε την 5η ενότητα του κειμένου να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις:
- Να δώσετε έναν πλαγιότιτλο για την ενότητα
- Ποιους αφηγηματικούς τρόπους εντοπίζετε στην ενότητα αυτή (Αφήγηση, Περιγραφή, Μονόλογοι, Διάλογοι, Σκέψεις του αφηγητή); Να δώσετε ένα παράδειγμα για τον καθένα που θα βρείτε.
- Εντοπίστε χωρία όπου υπάρχει αναδρομή στο παρελθόν ή πρόληψη.
- Εντοπίστε λέξεις ή φράσεις από το κείμενο που αποτελούν ιδιωματισμούς της Μικράς Ασίας ή ξένο λεξιλόγιο Τουρκικές, Ιταλικές, Γαλλικές ,Αγγλικές, Σλαβική .
- Βρείτε δύο εκφραστικά μέσα που υπάρχουν στην ενότητα αυτή.
- Ποια συναισθήματα κατακλύζουν τον αφηγητή στην ενότητα αυτή;
6η Ομάδα
Ον/μα:
1.Ποιες μνήμες ξυπνούν στο μυαλό του αφηγητή καθώς αντικρίζει τη μεγάλη πολιτεία; |
…
2. Ποιες φυλές, έθνη, και πολιτισμοί αναφέρονται στο κείμενο; Πώς περιγράφεται η κοινωνική ζωή της πόλης;
3. Πώς περιγράφεται η ζωή του αφηγητή στο χωριό ( εντοπίστε αντίστοιχα χωρία από το κείμενο).
4. Δίνοντας χωρία από το κείμενο, επιβεβαιώστε την άποψη ότι στη Σμύρνη ο αφηγητής αισθάνεται ευτυχισμένος.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
- Υποθέστε ότι είστε ο Μανόλης και στέλνετε μια επιστολή στη μητέρα, στην οποία εξιστορείτε τις πρώτες σας εντυπώσεις από τη Σμύρνη (100-150 λέξεις).
- Υποθέστε ότι είστε ο Μανόλης και γράφετε στο ημερολόγιό σας τις πρώτες σας εντυπώσεις από τη Σμύρνη (100-150 λέξεις).
http
ΘΕΜΑ: Οι πρώτες εντυπώσεις του Μανόλη από τη Σμύρνη και η αίσθηση ανεξαρτησίας που δοκιμάζει απελευθερωμένος από την εξουσία του πατέρα και ξεκινώντας τη ζωή του εργαζομένου.
ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ: Οι πρωτόγνωρες εμπειρίες και τα συναισθήματα ενός εφήβου που περνά πρόωρα στην ενηλικίωση αρχίζοντας τη βιοπάλη.
ΔΟΜΗ 1 η Ενότητα: «Σεπτέμβρης ήταν του 1910… οι περαστικοί». 2 η Ενότητα: «Μόλις βγήκα… την καρδιά της». 3 η Ενότητα: «Οι άνθρωποι στη Σμύρνη… το σουλάτσο». 4 η Ενότητα: «Τονε βρήκα τον κυρ φατόρο… για την πλερωμή». 5 η Ενότητα: «Όταν βγήκα έξω… δίχως να τρώω ξύλο».
ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ: 1 η Ενότητα: Το άγχος της πρώτης εξόδου στη Σμύρνη. 2 η Ενότητα: Ευχάριστες εντυπώσεις από τον περίπατο στην προκυμαία. 3 η Ενότητα: Περιήγηση στο Φραγκομαχαλά, προσκύνημα στην Αγία Φωτεινή και βόλτα στην αγορά. 4 η Ενότητα: Συμφωνία για εργασία στο μαγαζί του Χατζησταυρή. 5 η Ενότητα: Ευχάριστες εντυπώσεις από τη ζωή της πόλης και ο ενθουσιασμός της πρώτης βραδιάς.
ΤΕΧΝΙΚΗ: - Α’ πρόσωπη αφήγηση. - Ο αφηγητής συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται ως κεντρικός ήρωας. - Στην αφήγηση κυριαρχεί η προοπτική του ώριμου αφηγητή.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ: - Αναδρομική αφήγηση. - Περιγραφή. - Μονόλογοι. - Διάλογοι. - Σκέψεις του αφηγητή.
ΓΛΩΣΣΑ: Απλή δημοτική με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι περιέχει σε μεγάλο βαθμό το γλωσσικό ιδίωμα των Μικρασιατών Ελλήνων.
ΙΔΕΕΣ – ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ: - Πρωταγωνιστεί η Σμύρνη των τελευταίων χρόνων πριν από την Καταστροφή. - Κυριαρχούν οι ζωηρές εντυπώσεις του εφήβου, η χαρά και η μαγεία της πρώτης επαφής με το χώρο και τους ανθρώπους
|