Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη,Διδώ Σωτηρίου -ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ (2)


Διδώ Σωτηρίου




ΒΑΘΟΣ ΠΕΔΙΟΥ - Διδώ Σωτηρίου [1995]

https://www.youtube.com/watch?v=Vs8EM9Z0WD




Η Άλκη Ζέη στον γάμο της Διδώς Σωτηρίου: Διαβάστε απόσπασμα από το βιβλίο “Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο”


Στην φωτογραφία από αριστερά: Στον γάμο της Διδώς Σωτηρίου, αριστερά η Άλκη Ζέη οχτώ χρονών, η Διδώ, η αδελφή της Άλκης η Λενούλα εννιάμισι χρονών, η Έλλη Παππά (αδελφή της Διδώς)
Μόνες στο σπίτι με τον μπαμπά που έχει κι από πάνω άδεια είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί. Καλά, για θάλασσα ούτε κουβέντα.
– Πάρτε κανένα βιβλίο κι ελάτε να διαβάσετε, φωνάζει ο μπαμπάς από τη βεράντα.
Τα βιβλία μας τα κρατούσαμε κιόλας στο χέρι. Του αρέσει να διαβάζουμε εξωσχολικά βιβλία. Κι εμάς μας αρέσει. Ο μπαμπάς όμως δεν ξέρει πώς διαβάζονται τα εξωσχολικά. Μας θέλει καθισμένες απέναντί του στο τραπέζι, εκείνος να διαβάζει το δικό του βιβλίο κι εμείς τα δικά μας. Μπορεί εκείνος να βρίσκει γούστο να διαβάζει τη ζωή του Μπετόβεν και πού και πού να σηκώνει το κεφάλι και να μας κοιτάζει. Εμείς όμως δεν καταλαβαίνουμε τίποτα με τον μπαμπά καταντίκρυ μας. Τα μαθήματα του σχολείου μπορεί να τα διαβάζεις έτσι. Τα εξωσχολικά όμως…
Θα γράψω μια ολόκληρη εργασία. Βέβαια κανείς δεν μου την έχει ζητήσει. Μπορεί να πω στη Διδώ να τη βάλει στην εφημερίδα της.






Διδώ Σωτηρίου



Το βιβλίο «Ματωμένα Χώματα» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1962 και μέχρι το 2008 είχε πουλήσει περισσότερα από 400.000 αντίτυπα... 

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/dido-sotiriou-i-singrafeas-pou-egrafe-afta-pou-ezise-sto-petsi-tis-glitose-apo-tin-katastrofi-tis-smirnis-agonisthike-stin-katochi-ke-arnithike-na-egkatalipsi-ti-chora-ston-emfilio/

Διδώ Σωτηρίου
η συγγραφέας που έγραφε αυτά που «έζησε στο πετσί της». 
Γλύτωσε από την καταστροφή της Σμύρνης, αγωνίσθηκε στην κατοχή και αρνήθηκε να εγκαταλείψει
 τη χώρα στον εμφύλιο.

l Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004 πέθανε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της 
λογοτεχνίας,η Διδώ Σωτηρίου. Όπως έλεγε έζησε έναν φοβερό αιώνα, που ξεκίνησε 
με αισιοδοξία και τελείωσε με μια πικρία.Το πραγματικό της όνομα ήταν Διδώ Παππά,
 αλλά έγινε γνωστή με το επίθετοτου συζύγου της, του καθηγητή Πλάτωνα Σωτηρίου.

 Γεννήθηκε το 1909 στο Αϊδίνι, μια κοσμοπολίτικη πόλη της Μικράς Ασίας, όπου ζούσαν αρμονικά Εβραίοι, Αρμένιοι Τούρκοι. Μικρή απολάμβανε τις βόλτες στην πόλη, όπου παρατηρούσε τις συνήθειες των Τούρκων και τις καμήλες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Διδώ Σωτηρίου 

Το 1919 η οικογένεια μετακόμισε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε σε ένα κτίριο, όπου παλαιότερα στεγαζόταν το Αιγυπτιακό Προξενείο. Η Διδώ ερεύνησε τα παρατημένα έγγραφα των Αιγυπτίων και από τότε δεν σταμάτησε ποτέ να μελετά τα γεγονότα που απασχολούσαν τον τόπο. Σε ηλικία 10 ετών είχε δημιουργήσει έναν σύλλογο και μοίραζε φαγητό σε ζητιάνους και τότε ήρθε σε επαφή με τη δημοσιογραφία, καθώς ένας δημοσιογράφος, που βρισκόταν στη Σμύρνη της πήρε συνέντευξη. Η οικογένεια της ήταν εύπορη και οι επαφές του πατέρα της με την καλή κοινωνία ήταν η αιτία που πληροφορήθηκαν έγκαιρα τη μεγάλη καταστροφή του ελληνικού στρατού και πρόλαβε να φύγει από τη Σμύρνη με τους θείους της.

 Το 1922 ήρθε στον Πειραιά σαν πρόσφυγας και έζησε από κοντά το μέγεθος της
 καταστροφής. Πλέον δεν ήταν το πλουσιοκόριτσο και δεν είχε τις προηγούμενες ανέσεις. 
Όπως όλοι οι πρόσφυγες ήρθε αντιμέτωπη με την πείνα, τις αρρώστιες, αλλά
 και το εχθρικό κλίμα από τους ντόπιους. Μετά από λίγο καιρό κατάφεραν να ορθοποδήσουν, τελείωσε το σχολείο και πήγε για σπουδές στο Παρίσι. Τότε ήρθε σε επαφή με τη διανόηση και γνώρισε σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Με το τέλος των σπουδών της επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε να γράφει άρθρα για ζητήματα που απασχολούσαν την κοινωνία. Έγινε ανταποκρίτρια στο εξωτερικό, όπου ήρθε σε επαφή με το κίνημα της Αριστεράς και με σημαντικούς Γάλλους ιδεολόγους. 

Στον πόλεμο δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις τη δολοφονία από την πατριωτική πράξη. «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» Την περίοδο της Κατοχής έγινε αρχισυντάκτρια στον Ριζοσπάστη και δούλευε παράνομα στον Υμηττό. Τότε γνωρίστηκε με την Ηλέκτρα, η οποία εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1944 για την αντιστασιακή της δράση. Η Διδώ, η αδερφή της, Έλλη Παππά και άλλες τολμηρές γυναίκες πήραν μέρος στην αντίσταση. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, τη διέγραψαν από το κόμμα και παρότι η οικογένεια της την προέτρεψε να φύγει στο εξωτερικό, παρέμεινε στην Ελλάδα και βίωσε τα γεγονότα από πρώτο χέρι.
 «Είδα κομμένα δέντρα που μάχονταν ν’ ανθίσουν μέσα σε σκοτεινούς τάφους. 
Είδα πληγωμένα θεριά που παλεύανε ίσαμε την ύστατη πνοή τους να ζήσουνε. Μα σαν 
τη βουλή τ’ ανθρώπου να παλεύει για τη ζωή, δε γνώρισα άλλη.»
 Δ.Σ. «Ματωμένα Χώματα 

Το βιβλίο «Ματωμένα Χώματα» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1962 και μέχρι το 2008 είχε πουλήσει περισσότερα από 400.000 αντίτυπα Οι περιπέτειες του ελληνισμού, η προσφυγιά, ο πόλεμος του ’40, η αντίσταση και ο εμφύλιος σημάδεψαν τη ζωή της και ξεκίνησε να γράφει βιβλία. Όπως έλεγε, η αντίσταση ήταν η πρώτη φορά που οι πρόσφυγες έγιναν ένα με τους υπόλοιπους Έλληνες.
 Ο Νίκος Μπελογιάννης, ο οποίος ήταν σύντροφος της αδερφής της και η Ηλέκτρα Αποστόλου, ήταν πρόσωπα που επηρέασαν το έργο της. Το 1959  κυκλοφόρησε το βιβλίο «Οι νεκροί περιμένουν», 
και αργότερα ακολούθησαν τα «Ματωμένα χώματα», «Εντολή» και «Ηλέκτρα», τα οποία ο κόσμος αγάπησε γιατί όπως έλεγε, τα έγραψε με αγάπη. Βραβεύτηκε δύο φορές με το βραβείο Ελληνοτουρκικής Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί και θεωρείται από τις σημαντικότερες Ελληνίδες συγγραφείς 
του περασμένου αιώνα. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες και έχουν 
πουλήσει χιλιάδες αντίτυπα.
Όπως είχε αναφέρει, «δεν ήμουν η συγγραφέας που μάζεψεπληροφορίες από 
ιστορικά γεγονότα που είχαν γράψει άλλοι, αλλά τα έζησα στο πετσί μου».

 Άννα Καρατάσιου... 

Αποτέλεσμα εικόνας για ματωμενα χωματα
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ (1909-2004)
Η Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Σμύρνη και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην Αθήνα ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Φοίτησε στο γαλλικό ινστιτούτο Αθηνών και το 1937 παρακολούθησε για λίγους μήνες μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Από το 1936 στράφηκε επαγγελματικά προς τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Γυναίκα (ως αρχισυντάκτρια) και τις εφημερίδες Νέος Κόσμος και Ριζοσπάστης (αρχισυντάκτρια από το 1944), ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάστηκε με τις Μέλπω Αξιώτη, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού, Ηλέκτρα Αποστόλου, Χρύσα Χατζηβασιλείου και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Πήρε μέρος στο συνέδριο της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη το 1935, όπου γνωρίστηκε με τη σύντροφο του Λένιν Αλεξάνδρα Κολοντάι και στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών το 1945 στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 με την έκδοση του μυθιστορήματος «Οι νεκροί περιμένουν». Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Η Διδώ Σωτηρίου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου. Το έργο της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου και της συναισθηματικής συμμετοχής του συγγραφέως στις περιπέτειες των ηρώων της, και αντλεί τη θεματολογία του από τη μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο του εμφυλίου και την μετά τον εμφύλιο περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Με τα «Ματωμένα χώματα» η Σωτηρίου εγκαινίασε την πορεία της προς μια γραφή που συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική με μια προοπτική εξέτασης των θεμάτων της από ιστορική σκοπιά, πορεία που συνέχισε και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά της την «Εντολή», με θέμα την υπόθεση Μπελογιάννη και το «Κατεδαφιζόμεθα». Πέθανε το 2004. .



ο πρώτο επεισόδιο από την μεταφορά του μυθιστορήματος Τα ματωμένα χώματα στην τηλεόραση»



ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ  Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]   Διδώ Σωτηρίου (εκπομπή «Μονόγραμμα») [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
Όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη
         Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα της Δ. Σωτηρίου Ματωμένα Χώματα είναι ο Μανόλης Αξιώτης, αγρότης από τον Κιρκιντζέ, ο οποίος εκθέτει, με αυτοβιογραφικό λόγο, την οικογενειακή και την προσωπική του ιστορία και, διά μέσου αυτής, καταγράφει την περιπέτεια του μικρασιατικού ελληνισμού. Το απόσπασμα προέρχεται από το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος και αναφέρεται στην πρώτη επίσκεψη του νεαρού αφηγητή στη Σμύρνη το 1910. Πηγαίνοντας στη μεγάλη πολιτεία βρίσκει εργασία, απογαλακτίζεται από την οικογενειακή του εστία και ενηλικιώνεται.
Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη. Θυμούμαι πόσο σκιάχτηκα* μόλις βρέθηκα μοναχός σε μια τόσο μεγάλη πολιτεία. Άγνωστοι, αλλιώτικοι ανθρώποι, άγνωστα και τα σοκάκια. Κανένα δεν ήξερα και κανένας δε μ' ήξερε να με καλωσορίσει· ένιωθα σαν το ξεριζωμένο δεντρί.
         Ακούμπησα σ' ένα χάνι* το τρίχινο ζεμπίλι* με τις αλλαξιές και τα φαγώσιμα που μου 'δωκε η μάνα μου, και βγήκα ν' ανταμώσω το σταφιδέμπορα που θα μ' έπαιρνε στη δούλεψή του. Με την αντρέσα* στο χέρι, με τα πρώτα παπούτσια που φόραγα στη ζωή μου να με στενεύουνε, με το ντρίλινο* φράγκικο*πανταλόνι, κάπως κοντό για τις μακριές κανάρες* μου, να με κόβει κι αυτό στον καβάλο, περπατούσα, άτσαλα, δειλά. Ωστόσο ήμουνα περήφανος για το νέο σουλούπι* μου και κάθε τόσο έσκυφτα και καθάριζα με το χέρι τα παπούτσια μου κι έριχνα κλεφτές, φοβισμένες ματιές ολούθε* ν' αντιληφθώ πού βρίσκομαι κι αν με προσέχουν οι περαστικοί.
         Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν; Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια, με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια* που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά* στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς!
         Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνανε και καθώς ένιφταν* τις μαλτεζόπετρες σκορπούσανε μια ανεσημιά* που μοσκοβόλαγε θαλασσινά. Μύδια, εκατομμύρια μύδια ήταν σφηνωμένα πάνω στις σιδερένιες τραβέρσες* που συγκρατούσαν τις Σκάλες. Αυτές οι Σκάλες, η Εγγλέζικη Σκάλα, η Καινούρια Σκάλα, η Μακριά Σκάλα, λες κι ήταν τα χέρια του μεγάλου λιμανιού. Εδώ γινόταν το μπάρκο· * έφευγε ο βλογημένος καρπός της Ανατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι. «Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρίζεις διά το χρυσόμαλλον δέρας;» Δάσκαλε, δε σ' αποκρίθηκα κατά που πρόσμενες κείνη τη μέρα. Τώρα όμως εδώ καταλαβαίνω την ερώτησή σου, ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου όλες οι ιστορίες που μου διηγήθηκες, καθαρές, στρωτές, παρμένες θαρρείς από τη Χρηστομάθειά* μας. Όμως από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωηρές ιστορίες που άκουσα για τη Σμύρνη από τον παιχνιδιάτορα* το Χρίστο. Τις έλεγε στα πανηγύρια μας κρούοντας το σάζι* του, ένα μακρύ ίσαμ' ένα μέτρο όργανο, που λαλούσε σαν Θεός και μεις τα παιδιά λαχταρούσαμε: «Αχ, πότε θα τηνε γνωρίσουμε τούτη την πολιτεία!».
Άποψη της προκυμαίας της Σμύρνης σε επιστολικό δελτάριο πριν από το 1919
Άποψη της προκυμαίας της Σμύρνης
σε επιστολικό δελτάριο πριν από το 1919
         Όταν ήμουνα πολύ μικρός και πήγαινα με τη μάνα μου στην εκκλησιά σκιαζόμουνα να βλέπω ζωγραφισμένο στον τρούλο το πελώριο μάτι του Θεού. Τώρα ήθελα να γίνω ένα τέτοιο μάτι να τα δω όλα μονομερίς. Και να γίνω κι ένα πελώριο αφτί, ν'ακουμπήσω στον κόρφο τούτης της πολιτείας, ν'ακούσω την καρδιά της. [...]
         Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι ελληνικά, ακόμα κι οι Τούρκοι κι οι Λεβαντίνοι κι οι Οβραίοι κι οι Αρμεναίοι. Στο Φραγκομαχαλά ωστόσο, πολλά μεγάλα καταστήματα είχανε ξενικά ονόματα που δεν τα καταλάβαινα: «Κοντουάρ», «Λουβρ», «Μπον μαρσέ», «Παραντί ντε Νταμ» κι άλλα. Και τι δεν έβρισκες σε τούτα τα μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών, μέχρι σκαρπίνια* για Σταχτοπούτες. Και παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα 'πρεπε να 'ναι εδώ τα παιδιά και πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες!
          Τράβηξα ίσια στην Αγια-Φωτεινή κι άναψα στη χάρη της το κεράκι που μου παράγγειλε η μάνα μου. Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω το καμπαναριό. Είκοσι μέτρα μπόι, τέσσερα πατώματα, όλο μάρμαρο. Κι ανάγλυφος ο Χριστός να κάθεται στο πηγάδι και να τα λέει με τη Σαμαρείτιδα. Κι οι καμπάνες φανταχτερές, γλυκόλαλες, δώρο των μεγάλων δουκώνε της Ρωσίας, και κατάκορφα, στον τρούλο, ο χρυσός σταυρός να λάμπει στον ήλιο, παρηγοριά και σκέπη για τους ραγιάδες, που το 'χαν καύχημα, γιατί ο σταυρός έστεκε πιο ψηλά από την ημισέληνο που ήταν στημένη στο μιναρέ του Ισάρ τζαμί.
          Εκειδά πλάι στον περίβολο της Αγια-Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα κάνει όνειρο να μπω εδώ μέσα, κι ο δάσκαλός μου ο Πυθαγόρας Λάριος με σιγοντάριζε.* Μα ο πατέρας μου τόνε πρόγκηξε: «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή* δεν τόνε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστερεσπέρηδες* και χρειαζούμαστε χέρια.».
          Μόλις άκουσα την καμπάνα της Αγια-Φωτεινής να χτυπάει δώδεκα, τινάχτηκα. Μπρε για πότε μεσημεριάστηκα; Είπα να βιαστώ, να τρέξω για τη δουλειά, μα θυμήθηκα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη φορά, αυτεξούσιος, και τότες μ' έπιασε τρελή χαρά. Χώθηκα μέσα στο πλήθος, στο τσαρσί* κι έπινα τσιτσιμπίρια και σερμπέτια* κόκκινα και πράσινα «μπουζ-γκιμπί, κεκίκ-σουγιού»,* και χαιρόμουνα που σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου 'βαλε στην τσέπη η μάνα μου, κρυφά απ' τον πατέρα. Ύστερα κάτι με σταμάτησε· ο χωριάτης στιμέρνει* τον ακριβοκερδισμένο παρά. Κι είπα να πάω κατευθείαν στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη Χατζησταυρή, να σιγουρέψω τη θέση μου και συνεχίζω έπειτα το σουλάτσο.*
          Τόνε βρήκα τον κυρ φατόρο* πάνω στην άψα* της δουλειάς. Τέτοιες μέρες που κατέβαιναν οι χωριάτες να πουλήσουνε τη σοδειά τους, οι εμπόροι δεν κλείνανε. Μόλις μπήκα στο στενόμακρο μαγαζί με τα πολλά πατάρια, με πήρε από τη μύτη η γνώριμη γλυκόστυφη μυρουδιά της σταφίδας και του σύκου. Ο Χατζησταυρής στεκότανε καταμεσής και ζύγιαζε, όλο φροντίδα. Εργάτες με χαμαλίκες* στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω πορτί, όπου ήταν το ντάμι· * εκεί αφήνανε τις καμήλες, τουςαραμπάδες,* τα γαϊδούρια και τις βοϊδάμαξές τους. Δυο ξυπόλητοι χαμάληδες, με δασά γυμνά τα στήθια, σήκωναν στον ώμο τη μανέλα* που πάνω κει κρεμόταν το καντάρι.* Ο Χατζη- σταυρής μ' ολοστρόγγυλη κοιλίτσα, διπλά προγούλια και ολοκόκκινα, σαν βουτυρωμένα, μάγουλα ξεφώνιζε τις οκάδες.* Είχε μάτι ξύπνιο που σπίθιζε κι έπαιζε ολούθε ακούραστο. Τα χέρια και τα ποδάρια του, πολύ αδύνατα ανάλογα με το σώμα, τον κάνανε να μοιάζει με βάτραχο. Όλες οι κινήσεις του και η σβελτάδα* του κι οι τρόποι του δείχνανε πως είχε δουλέψει κι η αφεντιά του παραγιός.* Και τόντις,* όπως έμαθα αργότερα, παραγιός ήτανε κάποτες, μα ήξερε σου λέει ν' αρπάζει την περίσταση και συνεταιρίστηκε με το Σελήμ εφέντη και πατούσανε κι οι δυο, με το ελεύθερο, πάνω σε καρδιές και σε πορτοφόλια, κι από κει και πέρα τα βολέψανε κι έρεε το χρήμα.
         Πλησίασα τον κυρ Μιχαλάκη, του μίλησα θαρρετά, του 'δωκα και το συστατικό γράμμα που είχα από τη δημογεροντία* του χωριού μας. Αυτό το γράμμα πολύ τον εκολάκεψε, γιατί τ' άρεζε να τον υπολογίζουνε οι ισχυροί. Με ξέταξε με ματιά που τρύπωσε ίσαμε την ψυχή.
         - Ναι, ξέρω, έκανε, μου μίλησαν κι άλλοι για σένα. Θα σε κρατήσω. Με βολεύει που ξέρεις τα τούρκικα. Αύριο πρωί έλα να πιάσεις δουλειά, να σε δοκιμάσω και τα ξαναλέμε για την πλερωμή.
         Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά· αν είχα μουστάκι θα το 'στριβα, τόσο ένιωθα άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου.
         Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια* και στα σοκάκια της Σμύρνης, ίσαμε που με βρήκε η νύχτα. Εργάτες με μακριά ραβδιά ανάβανε τα φανάρια του γκαζιού. Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους για τις λέσχες, τα προβέγγερα και τις «γιαβάν σουπέδες».*Κοπέλες ξεντεκολτεδιασμένες,* μελαψές και πεταχτές σεργιανούσανε, γελούσανε, κορτάρανε. Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λουλούδια. Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο, αγγουράκι, τηγανητό κρέας και θαλασσινά. Μασουλίζανε οι καθιστοί, κι οι σουλατσαδόροι σπόρους,τσεμπλεμπούδες,* παγωμένα αμύγδαλα, λιμπινάρια,* μα και γλασσάδες* και ζαχαρωτά και γλειφιτζούρια.
         Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές* είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί.* Δε μου 'κανε καρδιά να πάω για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ, στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος. "Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!"
         Εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, όσα όνειρα ήθελα, δίχως να τρώω ξύλο...
Δ. Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, Κέδρος
img
Διδώ Σωτηρίου, «Οι νεκροί περιμένουν» (απόσπασμα)  Νίκος Καζαντζάκης, «Οι Αδερφοφάδες» (απόσπασμα)  Η αποδημία - Ο καημός της ξενιτειάς [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Γυμνασίου]  Γεώργιος Βιζυηνός, «Στο χαρέμι» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου]

* σκιάχτηκα: φοβήθηκα * χάνι: πανδοχείο * ζεμπίλι: σάκος * αντρέσα: διεύθυνση * ντρίλινο: από φτηνό βαμβακερό ύφασμα *φράγκικο: γαλλικό * κανάρες: μακριά πόδια (κανιά) * σουλούπι: εμφάνιση * ολούθε: παντού * τράμια: μέσα μεταφοράς, τραμ* σαματάς: θόρυβος * ένιφταν: έπλεναν * ανεσημιά: ανάσα * τραβέρσες: στηρίγματα * μπάρκο: φόρτωση του εμπορεύματος στα πλοία * Χρηστομάθεια: διδακτικό βιβλίο με ηθοπλαστικά διηγήματα * παιχνιδιάτορας: οργανοπαίκτης * σάζι: κρουστό μουσικό όργανο * σκαρπίνια: παπούτσια * σιγοντάριζε: ενθάρρυνε * αεροκοπανιτζής: αργόσχολος * ρεσπέρηδες: αγρότες *τσαρσί: αγορά * τσιτσιμπίρια και σερμπέτια: αρωματικά ποτά * «μπουζγκιμπί, κεκίκ-σουγιού»: παγωμένοι χυμοί *στιμέρνει: εκτιμά, υπολογίζει * σουλάτσο: περίπατος * κυρ φατόρο: το αφεντικό * άψα: ένταση * ντάμι: ζυγαριά *αραμπάδες: κάρα * μανέλα: μοχλός * καντάρι: ζυγαριά * οκά: μονάδα βάρους * σβελτάδα: γρηγοράδα * παραγιός: βοηθός τεχνίτη, υπηρέτης * τόντις: πραγματικά * δημογεροντία: αιρετοί άρχοντες της ελληνικής κοινότητας * μπεζεστένια: στεγασμένες αγορές * προβέγγερα και «γιαβάν σουπέδες»: εσπερινές κοινωνικές συγκεντρώσεις για ψυχαγωγία *ξεντεκολτεδιασμένες: με αποκαλυπτικά ντεκολτέ * τσεμπλεμπούδες: στραγάλια * λιμπινάρια: σπόρια από λούπινα *γλασσάδες: παγωτά * φαμελιές: οικογένειες * λακιρντί: κουβέντα, κουτσομπολιό
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  εξωτερική δικτυακή πηγή


ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις και τα συναισθήματα του αφηγητή μόλις φτάνει στην προκυμαία της Σμύρνης;
2Ποιες μνήμες ξυπνούν στο μυαλό του αφηγητή καθώς αντικρίζει τη μεγάλη πολιτεία;
3
Από ποιες φυλές, έθνη και πολιτισμούς απαρτίζεται ο πληθυσμός της Σμύρνης; Ποια εντύπωση σχηματίζει ο αφηγητής για την κοινωνική ζωή της πόλης;
4O αφηγητής έζησε στο χωριό του δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια, αλλά στη Σμύρνη νιώθει ευτυχισμένος. Βρείτε χωρία στο κείμενο που επιβεβαιώνουν αυτή την παρατήρηση.
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
♦ Ζωγραφίστε το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής με βάση την περιγραφή του αφηγητή.
♦ Βρείτε φωτογραφικό, εικαστικό και άλλο έντυπο υλικό για τη Σμύρνη πριν και μετά την καταστροφή του 1922. Μπορείτε να απευθυνθείτε στην Ένωση Σμυρναίων, στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και στην Εστία Νέας Σμύρνης ή να επισκεφτείτε την ηλεκτρονική διεύθυνση του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού.

ΟΤΑΝ ΠΡΩΤΟΚΑΤΕΒΗΚΑ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

ΟΤΑΝ ΠΡΩΤΟΚΑΤΕΒΗΚΑ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ                                             
 ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

ΘΕΜΑ: Οι πρώτες εντυπώσεις του Μανόλη από τη Σμύρνη και η αίσθηση ανεξαρτησίας που δοκιμάζει απελευθερωμένος από την εξουσία του πατέρα και ξεκινώντας τη ζωή του εργαζομένου.
ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ: Οι πρωτόγνωρες εμπειρίες και τα συναισθήματα ενός εφήβου που περνά πρόωρα στην ενηλικίωση αρχίζοντας τη βιοπάλη.

ΕΝΟΤΗΤΕΣ:
1Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Σεπτέμβρης ήταν του 1910… οι περαστικοί».
2Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Μόλις βγήκα… την καρδιά της».
3Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Οι άνθρωποι στη Σμύρνη… το σουλάτσο».
4Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Τονε βρήκα τον κυρ φατόρο… για την πλερωμή».
5Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Όταν βγήκα έξω… δίχως να τρώω ξύλο».

ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ:
1Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Το άγχος της πρώτης εξόδου στη Σμύρνη.
2Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Ευχάριστες εντυπώσεις από τον περίπατο στην προκυμαία.
3Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Περιήγηση στο Φραγκομαχαλά, προσκύνημα στην Αγία Φωτεινή και βόλτα στην αγορά.
4Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Συμφωνία για εργασία στο μαγαζί του Χατζησταυρή.
5Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Ευχάριστες εντυπώσεις από τη ζωή της πόλης και ο ενθουσιασμός της πρώτης βραδιάς.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ενδοδιηγητικός-ομοδιηγητικός(διηγείται την ιστορία του) και η αφήγηση γίνεται με εστίασηεσωτερική(αφηγητής=πρόσωπα)
Ο αφηγητής συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται ως κεντρικός ήρωας.
Στην αφήγηση κυριαρχεί η προοπτική του ώριμου αφηγητή.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ:
–         Αφήγηση σε α’ πρόσωπο ( αφηγητής ομοδιηγητικός, εσωτερική εστίαση)
–          Περιγραφή.
–          Μονόλογοι.
–          Διάλογοι.
–          Σκέψεις του αφηγητή
Χρόνος:
  • αναδρομική αφήγηση
  • γραμμική με σύντομες αναδρομές
  • προλήψεις
ΓΛΩΣΣΑ:
  • Απλή δημοτική
  • με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι περιέχει σε μεγάλο βαθμό το γλωσσικό ιδίωμα των Μικρασιατών Ελλήνων.
  • στοιχεία της καθημερινής ομιλίας και πολλές ξένες λέξεις(αλληλεπίδραση γλωσσών, χωνευτήρι πολιτισμών):
  • Τουρκικές (μαχαλάδες, αραμπάδες, ντάμι, μπόι, σάζι…)
  • Ιταλικές (φράγκικος, σουλάτσο, τρούλος. καρότσες…)
  • Γαλλικές (αντρέσσα, γλασσάδες…)
  • Αγγλικές (ντρίλινο, τράμια…)
  • Σλαβική (πρόγκηξε)

ΥΦΟΣ
Το ύφος είναι γλαφυρό, περιγραφικό, νοσταλγικό.

ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ:

  • Εικόνες
  • Μεταφορές
  • Παρομοιώσεις
  • Προσωποποιήσεις
  • Ασύνδετο
  • Πολυσύνδετο

ΙΔΕΕΣ – ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ:
–          Πρωταγωνιστεί η Σμύρνη των τελευταίων χρόνων πριν από την Καταστροφή.
–          Κυριαρχούν οι ζωηρές εντυπώσεις του εφήβου, η χαρά και η μαγεία της πρώτης επαφής με το χώρο και τους ανθρώπους.

Τα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ και οι ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ του αφηγητή μόλις φτάνει στη Σμύρνη:
  • φόβος, δειλία (αρχικά): «σκιάχτηκα», «σαν ξεριζωμένο δεντρί», «έριχνα φοβισμένες ματιές»
  • θαυμασμός, έκπληξη (στη συνέχεια): «δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ;Τη θάλασσα; Τα βαποράκια; (…) Ή όλον εκείνο το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; Κι όχι μια μικρή καθημερινή μέρα δουλειάς!»
  • αίσθηση ελευθερίας: «δεν είχα να δώσω λόγο σε κανέναν κι ήμουνα για πρώτη φορά αυτεξούσιος, και τότες μ’ έπιασε τρελή χαρά»
  • χαρά (μετά τη συμφωνία με τον κυρ Μιχαλάκη να δουλέψει): «Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά (…) Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου»
  • όλοι μιλούν ελληνικά (και οι Τούρκοι, κι οι Λεβαντίνοι, κι οι Εβραίοι και οι Αρμεναίοι), αλλά στον Φραγκομαχαλά τα καταστήματα έχουν ξενικό ονόματα

Ο ήρωας αρχικά «σκιάζεται», γιατί βρίσκεται «μονάχος» σε μια μεγάλη πολιτεία. Νιώθει σαν «ξεριζωμένο δεντρί», μη μπορώντας να συνηθίσει τη μοναξιά και την ανωνυμία της μεγαλούπολης και τις φωνές του απρόσωπου πλήθους. Γρήγορα βρίσκει θάρρος και αυτοπεποίθηση, ενώ νιώθει χαρά για τα καινούρια ρούχα και τα παπούτσια του. Η ζωντάνια και η ομορφιά του πρωτόγνωρου τοπίου του προκαλούν κατάπληξη και απορροφούν τις αισθήσεις του.
Μαγεμένος, θαμπωμένος, χαρούμενος, ελεύθερος, χάνεται μέσα στο πλήθος. Μεταμορφωμένος, θέλει να τα δει όλα και αρχίζει να ονειρεύεται.

Οι ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ του αφηγητή. Θυμάται:
  • τα μαθήματα του δασκάλου Π. Λαρίου από το βιβλίο «Χρηστοήθεια»
  • τις ιστορίες του Χρίστου του οργανοπαίκτη για την ομορφιά της Σμύρνης
  • την επίσκεψη με τη μάνα του στην εκκλησία, όταν ήταν μικρός και το πελώριο μάτι του Θεού
  • τη φτώχεια, τη χαμηλή κοινωνική θέση και τον ξυλοδαρμό από τον πατέρα του («εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, δίχως να τρώω ξύλο», «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή δεν τονε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες(=αγρότες), και χρειαζούμαστε χέρια».

ΦΥΛΕΣ, ΕΘΝΗ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ της Σμύρνης:
  • Έλληνες,
  • Τούρκοι,
  • Εβραίοι,
  • Λεβαντίνοι (Ευρωπαίοι)
=
  • Έντονη κοινωνική ζωή
  • Κοσμοπολίτικος χαρακτήρας
  • Πολυεθνικό-πολυπολιτισμικό περιβάλλον

ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1Η Ομάδα
Ον/μα:
1η ενότητα:  «Σεπτέμβρης ήταν του 1910… οι περαστικοί».
Αφού μελετήσετε την 1η ενότητα του κειμένου να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις:

  1. Να δώσετε έναν πλαγιότιτλο για την ενότητα
  2. Ποιους αφηγηματικούς τρόπους εντοπίζετε στην ενότητα αυτή (Αφήγηση, Περιγραφή, Μονόλογοι,  Διάλογοι, Σκέψεις του αφηγητή); Να δώσετε ένα παράδειγμα για τον καθένα που θα βρείτε.
  3.  Εντοπίστε χωρία όπου υπάρχει αναδρομή στο παρελθόν ή πρόληψη.
  4. Εντοπίστε λέξεις ή φράσεις από το κείμενο που αποτελούν ιδιωματισμούς της Μικράς Ασίας ή ξένο λεξιλόγιο Τουρκικές, Ιταλικές, Γαλλικές ,Αγγλικές, Σλαβική .
  5. Βρείτε δύο εκφραστικά μέσα που υπάρχουν στην ενότητα αυτή.
  6. Ποια συναισθήματα του Αφηγητή κυριαρχούν στην ενότητα αυτή;
2η  Ομάδα
Ον/μα:
2Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Μόλις βγήκα… την καρδιά της».
Αφού μελετήσετε την 2η ενότητα του κειμένου να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις:

  1. Να δώσετε έναν πλαγιότιτλο για την ενότητα
  2. Ποιους αφηγηματικούς τρόπους εντοπίζετε στην ενότητα αυτή (Αφήγηση, Περιγραφή, Μονόλογοι,  Διάλογοι, Σκέψεις του αφηγητή); Να δώσετε ένα παράδειγμα για τον καθένα που θα βρείτε.
  3.  Εντοπίστε χωρία όπου υπάρχει αναδρομή στο παρελθόν ή πρόληψη.
  4. Εντοπίστε λέξεις ή φράσεις από το κείμενο που αποτελούν ιδιωματισμούς της Μικράς Ασίας ή ξένο λεξιλόγιο Τουρκικές, Ιταλικές, Γαλλικές ,Αγγλικές, Σλαβική .
  5. Βρείτε δύο εκφραστικά μέσα που υπάρχουν στην ενότητα αυτή.
  6. Ποια συναισθήματα του Αφηγητή κυριαρχούν στην ενότητα αυτή και ποιες αναμνήσεις ξυπνούν στο μυαλό του , όταν αντικρίζει την πολιτεία ;
3η  Ομάδα
Ον/μα:
3Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Οι άνθρωποι στη Σμύρνη… το σουλάτσο».
Αφού μελετήσετε την 3η ενότητα του κειμένου να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις:
  1. Να δώσετε έναν πλαγιότιτλο για την ενότητα
  2. Ποιους αφηγηματικούς τρόπους εντοπίζετε στην ενότητα αυτή (Αφήγηση, Περιγραφή, Μονόλογοι,  Διάλογοι, Σκέψεις του αφηγητή); Να δώσετε ένα παράδειγμα για τον καθένα που θα βρείτε.
  3. Εντοπίστε χωρία όπου υπάρχει αναδρομή στο παρελθόν ή πρόληψη.
  4. Εντοπίστε λέξεις ή φράσεις από το κείμενο που αποτελούν ιδιωματισμούς της Μικράς Ασίας ή ξένο λεξιλόγιο Τουρκικές, Ιταλικές, Γαλλικές ,Αγγλικές, Σλαβική
  5. Βρείτε δύο εκφραστικά μέσα που υπάρχουν στην ενότητα αυτή
  6. Ποια συναισθήματα του Αφηγητή κυριαρχούν στην ενότητα αυτή και ποιες αναμνήσεις ξυπνούν στο μυαλό του , όταν αντικρίζει την πολιτεία ;
4η  Ομάδα
Ον/μα:
4Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Τονε βρήκα τον κυρ φατόρο… για την πλερωμή».
Αφού μελετήσετε την 4η ενότητα του κειμένου να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις:
  1. Να δώσετε έναν πλαγιότιτλο για την ενότητα
  2. Ποιους αφηγηματικούς τρόπους εντοπίζετε στην ενότητα αυτή (Αφήγηση, Περιγραφή, Μονόλογοι,  Διάλογοι, Σκέψεις του αφηγητή); Να δώσετε ένα παράδειγμα για τον καθένα που θα βρείτε.
  3. Εντοπίστε χωρία όπου υπάρχει αναδρομή στο παρελθόν ή πρόληψη.
  4. Εντοπίστε λέξεις ή φράσεις από το κείμενο που αποτελούν ιδιωματισμούς της Μικράς Ασίας ή ξένο λεξιλόγιο Τουρκικές, Ιταλικές, Γαλλικές ,Αγγλικές, Σλαβική .
  5. Βρείτε δύο εκφραστικά μέσα που υπάρχουν στην ενότητα αυτή.
  6. Ποιες εντυπώσεις προκαλούνται στον ήρωα όταν βρίσκεται στο μαγαζί του Χατζησταυρή; Πώς περιγράφεται ο Χατζησταυρής;

5η  Ομάδα
Ον/μα:…
5Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Όταν βγήκα έξω… δίχως να τρώω ξύλο».
Αφού μελετήσετε την 5η ενότητα του κειμένου να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις:
  1. Να δώσετε έναν πλαγιότιτλο για την ενότητα
  2. Ποιους αφηγηματικούς τρόπους εντοπίζετε στην ενότητα αυτή (Αφήγηση, Περιγραφή, Μονόλογοι,  Διάλογοι, Σκέψεις του αφηγητή); Να δώσετε ένα παράδειγμα για τον καθένα που θα βρείτε.
  3.  Εντοπίστε χωρία όπου υπάρχει αναδρομή στο παρελθόν ή πρόληψη.
  4. Εντοπίστε λέξεις ή φράσεις από το κείμενο που αποτελούν ιδιωματισμούς της Μικράς Ασίας ή ξένο λεξιλόγιο Τουρκικές, Ιταλικές, Γαλλικές ,Αγγλικές, Σλαβική .
  5. Βρείτε δύο εκφραστικά μέσα που υπάρχουν στην ενότητα αυτή.
  6. Ποια συναισθήματα κατακλύζουν τον αφηγητή στην ενότητα αυτή;
6η  Ομάδα
Ον/μα:
1.Ποιες μνήμες ξυπνούν στο μυαλό του αφηγητή καθώς αντικρίζει τη μεγάλη πολιτεία;
 
2. Ποιες φυλές, έθνη, και πολιτισμοί αναφέρονται στο κείμενο; Πώς περιγράφεται η κοινωνική ζωή της πόλης;
3. Πώς περιγράφεται η ζωή του αφηγητή στο χωριό ( εντοπίστε αντίστοιχα  χωρία από το κείμενο).
4. Δίνοντας  χωρία από το κείμενο, επιβεβαιώστε την άποψη ότι στη Σμύρνη ο αφηγητής αισθάνεται ευτυχισμένος.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
  1. Υποθέστε ότι είστε ο Μανόλης και στέλνετε μια επιστολή στη μητέρα, στην οποία εξιστορείτε τις πρώτες σας εντυπώσεις από τη Σμύρνη (100-150 λέξεις).
  2. Υποθέστε ότι είστε ο Μανόλης και γράφετε στο ημερολόγιό σας τις πρώτες σας εντυπώσεις από τη Σμύρνη (100-150 λέξεις).






Διδώ Σωτηρίου «Όταν πρωτοκατέβηκα

 στη Σμύρνη» (ερωτήσεις σχολικού)



















Διδώ Σωτηρίου «Όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη»
 (ερωτήσεις σχολικού)

Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα της Δ. Σωτηρίου «Ματωμένα Χώματα» είναι ο
 Μανόλης Αξιώτης, αγρότης από τον Κιρκιντζέ, ο οποίος εκθέτει, με αυτοβιογραφικό 
λόγο, την οικογενειακή και την προσωπική του ιστορία και, διά μέσου αυτής, 
καταγράφει την περιπέτεια του μικρασιατικού ελληνισμού. Το απόσπασμα προέρ
χεται από το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος και αναφέρεται στην πρώτη επίσκεψη
 του νεαρού αφηγητή στη Σμύρνη το 1910. Πηγαίνοντας στη μεγάλη πολιτεία βρίσκει 
εργασία, απογαλακτίζεται από την οικογενειακή του εστία και ενηλικιώνεται.

«Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη. Θυμούμαι πόσο σκιά
χτηκα μόλις βρέθηκα μοναχός σε μια τόσο μεγάλη πολιτεία. Άγνωστοι, αλλιώτικοι αν
θρώποι, άγνωστα και τα σοκάκια. Κανένα δεν ήξερα και κανένας δε μ’ ήξερε να με καλω
σορίσει· ένιωθα σαν το ξεριζωμένο δεντρί.
         Ακούμπησα σ’ ένα χάνι το τρίχινο ζεμπίλι με τις αλλαξιές και τα φαγώσιμα που 
μου ‘δωκε η μάνα μου, και βγήκα ν’ ανταμώσω το σταφιδέμπορα που θα μ’ έπαιρνε
 στη δούλεψή του. Με την αντρέσα στο χέρι, με τα πρώτα παπούτσια που φόραγα 
στη ζωή μου να με στενεύουνε, με το ντρίλινο φράγκικο πανταλόνι, κάπως κοντό για
 τις μακριές κανάρες μου, να με κόβει κι αυτό στον καβάλο, περπατούσα, άτσαλα, δειλά. 
Ωστόσο ήμουνα περήφανος για το νέο σουλούπι μου και κάθε τόσο έσκυφτα και καθά
ριζα με το χέρι τα παπούτσια μου κι έριχνα κλεφτές, φοβισμένες ματιές ολούθε ν’
 αντιληφθώ πού βρίσκομαι κι αν με προσέχουν οι περαστικοί.
Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυ
πώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι 
να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βου
λιάζουν; Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια, με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια 
τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα
 τράμια που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινό
βγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; κι όχι μια κοι
νή, καθημερινή μέρα δουλειάς!
         Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκει
δά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνανε και καθώς ένιφταν τις μαλτεζόπετρες
 σκορπούσανε μια ανεσημιά που μοσκοβόλαγε θαλασσινά. Μύδια, εκατομμύρια μύ
δια ήταν σφηνωμένα πάνω στις σιδερένιες τραβέρσες που συγκρατούσαν τις Σκάλες. Αυ
τές οι Σκάλες, η Εγγλέζικη Σκάλα, η Καινούρια Σκάλα, η Μακριά Σκάλα, λες κι ήταν τα 
χέρια του μεγάλου λιμανιού. Εδώ γινόταν το μπάρκο· έφευγε ο βλογημένος καρπός της 
Ανατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι. «Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρί
ζεις διά το χρυσόμαλλον δέρας;» Δάσκαλε, δε σ’ αποκρίθηκα κατά που πρόσμενες 
κείνη τη μέρα. Τώρα όμως εδώ καταλαβαίνω την ερώτησή σου, ζωντανεύουν μπρος 
στα μάτια μου όλες οι ιστορίες που μου διηγήθηκες, καθαρές, στρωτές, παρμένες
 θαρρείς από τη Χρηστομάθειά μας. Όμως από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωη
ρές ιστορίες που άκουσα για τη Σμύρνη από τον παιχνιδιάτορα το Χρίστο. Τις έλεγε στα
 πανηγύρια μας κρούοντας το σάζι του, ένα μακρύ ίσαμ’ ένα μέτρο όργανο, που λαλού
σε σαν Θεός και μεις τα παιδιά λαχταρούσαμε: «Αχ, πότε θα τηνε γνωρίσουμε τούτη την
 πολιτεία!».
Όταν ήμουνα πολύ μικρός και πήγαινα με τη μάνα μου στην εκκλησιά σκιαζόμουνα να
 βλέπω ζωγραφισμένο στον τρούλο το πελώριο μάτι του Θεού. Τώρα ήθελα να γίνω
 ένα τέτοιο μάτι να τα δω όλα μονομερίς. Και να γίνω κι ένα πελώριο αφτί, ν’ α
κουμπήσω στον κόρφο τούτης της πολιτείας, ν’ ακούσω την καρδιά της. [...]
         Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι ελληνικά, ακόμα κι οι Τούρκοι κι οι Λεβα
ντίνοι κι οι Οβραίοι κι οι Αρμεναίοι. Στο Φραγκομαχαλά ωστόσο, πολλά μεγάλα καταστή
ματα είχανε ξενικά ονόματα που δεν τα καταλάβαινα: «Κοντουάρ», «Λουβρ», «Μπον 
μαρσέ», «Παραντί ντε Νταμ» κι άλλα. Και τι δεν έβρισκες σε τούτα τα μαγαζιά! Από παρα
δείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών, μέχρι σκαρπίνια για Σταχτοπούτες. Και 
παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα ‘πρεπε να ‘ναι εδώ τα παι
διά και πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες!
Τράβηξα ίσια στην Αγια-Φωτεινή κι άναψα στη χάρη της το κεράκι που μου παράγ
γειλε η μάνα μου. Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω το καμπανα
ριό. Είκοσι μέτρα μπόι, τέσσερα πατώματα, όλο μάρμαρο. Κι ανάγλυφος ο Χριστός να κά
θεται στο πηγάδι και να τα λέει με τη Σαμαρείτιδα. Κι οι καμπάνες φανταχτερές, γλυκόλα
λες, δώρο των μεγάλων δουκώνε της Ρωσίας, και κατάκορφα, στον τρούλο, ο χρυσός 
σταυρός να λάμπει στον ήλιο, παρηγοριά και σκέπη για τους ραγιάδες, που το ‘χαν καύχη
μα, γιατί ο σταυρός έστεκε πιο ψηλά από την ημισέληνο που ήταν στημένη στο μιναρέ του
 Ισάρ τζαμί.
          Εκειδά πλάι στον περίβολο της Αγια-Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. 
Είχα κάνει όνειρο να μπω εδώ μέσα, κι ο δάσκαλός μου ο Πυθαγόρας Λάριος με σιγο
ντάριζε. Μα ο πατέρας μου τόνε πρόγκηξε: «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπα
νιτζή δεν τόνε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες και χρειαζούμαστε χέρια.».
          Μόλις άκουσα την καμπάνα της Αγια-Φωτεινής να χτυπάει δώδεκα, τινάχτηκα.
 Μπρε για πότε μεσημεριάστηκα; Είπα να βιαστώ, να τρέξω για τη δουλειά, μα θυμήθη
κα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη φορά, αυτεξούσιος, 
και τότες μ’ έπιασε τρελή χαρά. Χώθηκα μέσα στο πλήθος, στο τσαρσί κι έπινα τσιτσι
μπίρια και σερμπέτια κόκκινα και πράσινα «μπουζ-γκιμπί, κεκίκ-σουγιού», και χαιρό
μουνα που σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου ‘βαλε στην τσέπη η μάνα μου, κρυφά
 απ’ τον πατέρα. Ύστερα κάτι με σταμάτησε· ο χωριάτης στιμέρνει τον ακριβοκερ
δισμένο παρά. Κι είπα να πάω κατευθείαν στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη Χατζησταυρή,
 να σιγουρέψω τη θέση μου και συνεχίζω έπειτα το σουλάτσο.
          Τόνε βρήκα τον κυρ φατόρο πάνω στην άψα της δουλειάς. Τέτοιες μέρες που κατέβαι
ναν οι χωριάτες να πουλήσουνε τη σοδειά τους, οι εμπόροι δεν κλείνανε. Μόλις μπήκα στο 
στενόμακρο μαγαζί με τα πολλά πατάρια, με πήρε από τη μύτη η γνώριμη γλυκόστυφη 
μυρουδιά της σταφίδας και του σύκου. Ο Χατζησταυρής στεκότανε καταμεσής και ζύ
γιαζε, όλο φροντίδα. Εργάτες με χαμαλίκες στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω 
πορτί, όπου ήταν το ντάμι· εκεί αφήνανε τις καμήλες, τους αραμπάδες, τα γαϊδού
ρια και τις βοϊδάμαξές τους. Δυο ξυπόλητοι χαμάληδες, με δασά γυμνά τα στήθια, σήκω
ναν στον ώμο τη μανέλα που πάνω κει κρεμόταν το καντάρι. Ο Χατζησταυρής μ’ ολοστρόγ
γυλη κοιλίτσα, διπλά προγούλια και ολοκόκκινα, σαν βουτυρωμένα, μάγουλα ξεφώνιζε 
τις οκάδες. Είχε μάτι ξύπνιο που σπίθιζε κι έπαιζε ολούθε ακούραστο. Τα χέρια και 
τα ποδάρια του, πολύ αδύνατα ανάλογα με το σώμα, τον κάνανε να μοιάζει με βάτρα
χο. Όλες οι κινήσεις του και η σβελτάδα του κι οι τρόποι του δείχνανε πως είχε δουλέψει
 κι η αφεντιά του παραγιός. Και τόντις, όπως έμαθα αργότερα, παραγιός ήτανε κάποτες, 
μα ήξερε σου λέει ν’ αρπάζει την περίσταση και συνεταιρίστηκε με το Σελήμ εφέντη 
και πατούσανε κι οι δυο, με το ελεύθερο, πάνω σε καρδιές και σε πορτοφόλια, κι από κει
 και πέρα τα βολέψανε κι έρεε το χρήμα.
         Πλησίασα τον κυρ Μιχαλάκη, του μίλησα θαρρετά, του ‘δωκα και το συστα
τικό γράμμα που είχα από τη δημογεροντία του χωριού μας. Αυτό το γράμμα πολύ τον ε
κολάκεψε, γιατί τα’ άρεζε να τον υπολογίζουνε οι ισχυροί. Με ξέταξε με ματιά που τρύπωσε
 ίσαμε την ψυχή.
         - Ναι, ξέρω, έκανε, μου μίλησαν κι άλλοι για σένα. Θα σε κρατήσω. Με βολεύει που
 ξέρεις τα τούρκικα. Αύριο πρωί έλα να πιάσεις δουλειά, να σε δοκιμάσω και τα ξαναλέμε 
για την πλερωμή.
         Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά· αν είχα μουστάκι θα το ‘στριβα, τόσο ένιωθα
 άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέ
γνοιαστη μέρα της ζωής μου.
         Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια και στα σοκάκια της Σμύρνης, ίσαμε
 που με βρήκε η νύχτα. Εργάτες με μακριά ραβδιά ανάβανε τα φανάρια του γκα
ζιού. Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους για τις λέσχες, 
τα προβέγγερα και τις «γιαβάν σουπέδες». Κοπέλες ξεντεκολτεδιασμένες, μελαψές
 και πεταχτές σεργιανούσανε, γελούσανε, κορτάρανε. Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λου
λούδια. Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινο
φέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο, αγ
γουράκι, τηγανητό κρέας και θαλασσινά. Μασουλίζανε οι καθιστοί, κι οι σουλατσαδό
ροι σπόρους, τσεμπλεμπούδες, παγωμένα αμύγδαλα, λιμπινάρια, μα και γλασσάδες και ζα
χαρωτά και γλειφιτζούρια.
         Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πό
ρτες καθισμένες φαμελιές είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί. Δε μου ‘κανε καρδιά να πάω
 για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως γεννήθηκα κι έζησα
 εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ, στριφογύριζα και της 
μίλαγα σαν ερωτευμένος. «Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!»
         Εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, όσα όνειρα ήθελα, δίχως να τρώω ξύ
λο...»

Δ. Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, Κέδρος

* σκιάχτηκα: φοβήθηκα * χάνι: πανδοχείο * ζεμπίλι: σάκος * αντρέσα: διεύθυνση *
 ντρίλινο: από φτηνό βαμβακερό ύφασμα * φράγκικο: γαλλικό * κανάρες: μακριά πόδια
 (κανιά) * σουλούπι: εμφάνιση * ολούθε: παντού * τράμια: μέσα μεταφοράς, τραμ * σαμα
τάς: θόρυβος * ένιφταν: έπλεναν * ανεσημιά: ανάσα * τραβέρσες: στηρίγματα * μπάρκο:
 φόρτωση του εμπορεύματος στα πλοία * Χρηστομάθεια: διδακτικό βιβλίο με ηθοπλα
στικά διηγήματα * παιχνιδιάτορας: οργανοπαίκτης * σάζι: κρουστό μουσικό όργα
νο * σκαρπίνια: παπούτσια * σιγοντάριζε: ενθάρρυνε * αεροκοπανιτζής: αργόσχολος
 * ρεσπέρηδες: αγρότες * τσαρσί: αγορά * τσιτσιμπίρια και σερμπέτια: αρωματικά ποτά
 * «μπουζγκιμπί, κεκίκ-σουγιού»: παγωμένοι χυμοί * στιμέρνει: εκτιμά, υπολογίζει
 * σουλάτσο: περίπατος * κυρ φατόρο: το αφεντικό * άψα: ένταση * ντάμι: ζυγαριά 
* αραμπάδες: κάρα * μανέλα: μοχλός * καντάρι: ζυγαριά * οκά: μονάδα βάρους
 * σβελτάδα: γρηγοράδα * παραγιός: βοηθός τεχνίτη, υπηρέτης * τόντις: πραγματικά
 * δημογεροντία: αιρετοί άρχοντες της ελληνικής κοινότητας * μπεζεστένια: στεγα
σμένες αγορές * προβέγγερα και «γιαβάν σουπέδες»: εσπερινές κοινωνικές 
συγκεντρώσεις για ψυχαγωγία * ξεντεκολτεδιασμένες: με αποκαλυπτικά ντεκολτέ 
* τσεμπλεμπούδες: στραγάλια * λιμπινάρια: σπόρια από λούπινα * γλασσάδες: παγωτά *
 φαμελιές: οικογένειες * λακιρντί: κουβέντα, κουτσομπολιό

Ερωτήσεις

1Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις και τα συναισθήματα του αφηγητή μόλις 
φτάνει στην προκυμαία της Σμύρνης;

Ο νεαρός ήρωας όταν βρέθηκε για πρώτη φορά μόνος του στη Σμύρνη, ένιωσε έντονο φό
βο, καθώς οι άνθρωποι γύρω του τού φαίνονταν διαφορετικοί και του ήταν όλοι άγνω
στοι. Ήταν, άρα, φυσικό για ένα νέο παιδί να αισθάνεται ανησυχία και φόβο σε μια 
άγνωστη για εκείνο πόλη που δεν ήξερε κανέναν και δεν τον ήξερε κανείς, ώστε να
βρεθεί ένας άνθρωπος να τον υποδεχτεί και να του γνωρίσει την πόλη. Ένιωθε, έτσι, 
όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει σαν ένα ξεριζωμένο δέντρο.
Τα συναισθήματά του αυτά, όμως, άλλαξαν τελείως μόλις βρέθηκε στην προκυμαία της
 Σμύρνης, μιας και το θέαμα ήταν τόσο εντυπωσιακό ώστε ξέχασε όλες του τις ανησυ
χίες, όπως και τη δειλία του. Η ομορφιά της πόλης και της θάλασσας, η ευδιαθεσία των
 ανθρώπων, καθώς και γενικότερα το πλήθος των εντυπώσεων λειτούργησαν καθησυχαστι
κά για την ταραγμένη ψυχή του. Ο νεαρός ήρωας δεν ήξερε τι να πρωτοδεί σ’ αυ
τή την υπέροχη πόλη και τι να πρωτοθαυμάσει. Από τη μία ήταν η θάλασσα με τα βαπόρια 
της κι η πόλη με τα μαρμαρένια σπίτια, τις καρότσες και τα ιππήλατα τραμ κι από την άλ
λη ήταν το χαρωπό πλήθος του κόσμου που κυκλοφορούσε ξέγνοιαστο και πηγαινοερχό
ταν σε λέσχες και καφενεία σαν να ζούσε σε κάποιο πανηγύρι κι όχι μια καθημερινή μέρα
 δουλειάς.
Αξίζει, μάλιστα, να αναφερθεί πως τα συναισθήματα του νεαρού ήρωα επηρεάζονταν κι α
πό το γεγονός ότι εκείνη τη μέρα φορούσε τελείως διαφορετικά ρούχα απ’ ό,τι συνήθως. 
Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που φορούσε παπούτσια, και το παντελόνι του ήταν
 κάπως κοντό για τα μακριά του πόδια και το ένιωθε να τον κόβει. Περπατούσε, έτσι
, άτσαλα και με δειλία, έχοντας, εντούτοις, ένα περίεργο συναίσθημα περηφάνειας για τη
 νέα του εμφάνιση, γι’ αυτό και κοιτούσε γύρω του, όχι μόνο για να διαπιστώσει που 
βρίσκεται, αλλά και για να δει αν τον προσέχουν οι περαστικοί.

2Ποιες μνήμες ξυπνούν στο μυαλό του αφηγητή καθώς αντικρίζει τη μεγάλη
 πολιτεία;

Ο αφηγητής καθώς κοιτάζει το χώρο του λιμανιού, όπου πραγματοποιούταν καθημερι
νά το εμπόριο και μέσω αυτού εισέρεε στην πόλη το χρυσάφι των κερδών, φέρνει συνειρ
μικά στη σκέψη του την ερώτηση που του είχε κάνει κάποτε ο δάσκαλος για το χρυσόμαλ
λο δέρας και θυμάται πως δεν του είχε δώσει μια πλήρη απάντηση, όπως θα την 
ήθελε ο δάσκαλος. Τώρα, όμως, αισθάνεται πως καταλαβαίνει καλύτερα το νόημα
 της ερώτησης και βλέπει να ζωντανεύουν μπρος στα μάτια του όλες εκείνες οι ιστορίες
 που τους είχε διηγηθεί ο δάσκαλος∙ τις βλέπει μπροστά του καθαρές και στρωτές, σαν 
να έχουν αντληθεί απευθείας από τη Χρηστομάθεια.
Θυμάται, όμως, εξίσου έντονα και τις ιστορίες που άκουγε για τη Σμύρνη από τον οργανο
παίχτη το Χρήστο, που τις έλεγε στα πανηγύρια παίζοντας ένα μεγάλο κρουστό μουσικό
 όργανο, και γεννούσε στην ψυχή των παιδιών τη λαχτάρα να γνωρίσουν κι εκείνα την 
εκπληκτική αυτή πολιτεία. Ενώ, παράλληλα, ξυπνά μέσα του μια ακόμη παιδική μνήμη∙ 
θυμάται πως όταν ήταν μικρός και πήγαινε με τη μητέρα του στην εκκλησία φο
βόταν να βλέπει στον τρούλο ζωγραφισμένο το πελώριο μάτι του Θεού, μα νιώθει πλέον 
πως θα ήθελε να γίνει κι ο ίδιος ένα τέτοιο μάτι, ώστε να δει όλα τα υπέροχα μέρη της
 πόλης σε μια μόλις μέρα∙ θέλει να γίνει κι ένα πελώριο αυτή, για ν’ ακουμπήσει πάνω στο
 στήθος αυτής της πολιτείας και να ακούσει την καρδιά της∙ να νιώσει το δικό της ρυθμό
 και να τη γνωρίσει όσο καλύτερα γίνεται.
Λίγο αργότερα, πάντως, καθώς φτάνει στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής και βρίσκει 
εκεί κοντά την Ευαγγελική Σχολή, φέρνει στη μνήμη του και κάτι που τον στενοχωρεί,
 θυμάται πως όταν ήταν μικρός ονειρευόταν να φοιτήσει εκεί και είχε μάλιστα και την υπο
στήριξη του δασκάλου του, αλλά ο πατέρας του είχε αποτρέψει τον δάσκαλο, λέγοντας 
πως δεν θέλει να κάνει το γιο του αργόσχολο, αφού ως αγροτική οικογένεια είχαν ανάγκη
 από εργατικά χέρια.  

3Από ποιες φυλές, έθνη και πολιτισμούς απαρτίζεται ο πληθυσμός της Σμύρ
νηςΠοια εντύπωση σχηματίζει ο αφηγητής για την κοινωνική ζωή της πόλης;

Η Σμύρνη είναι μια μεγάλη πολυπολιτισμική πόλη με ανθρώπους διαφόρων φυλών και 
εθνοτήτων, όπως πολύ γρήγορα διαπιστώνει ο αφηγητής. Πέρα από τους Έλληνες, υπήρ
χαν Τούρκοι, Εβραίοι, Λεβαντίνοι (δηλ. Ευρωπαίοι) και Αρμένιοι. Κοινό χαρακτηριστικό, 
πάντως, όλων ήταν ότι μιλούσαν ελληνικά, μιας και το ελληνικό στοιχείο ήταν κυρίαρχο 
στην πόλη. Υπήρχαν, βέβαια, στο Φραγκομαχαλά, δηλαδή στην ευρωπαϊκή συνοικία 
της πόλης πολλά καταστήματα με ξενικά ονόματα, που δεν μπορούσε ο αφηγητής 
να τα καταλάβει, και τα οποία αποτελούσαν ένδειξη πως κάθε εθνότητα προσπαθούσε να 
τονίσει με κάποιο τρόπο τη δική της ξεχωριστή ταυτότητα. Στα καταστήματα αυτά μπο
ρούσε κανείς να βρει οτιδήποτε ήθελε, κι αυτό δημιουργεί στον αφηγητή την αίσθηση 
πως σ’ αυτή την πόλη τα παιδιά θα πρέπει να ευτυχισμένα και οι γυναίκες παραχαϊδεμέ
νες, αφού έχουν στη διάθεσή τους τόσα υλικά αγαθά.
Ο αφηγητής διαπιστώνει από την πρώτη στιγμή το ιδιαίτερο κλίμα ευθυμίας που επι
κρατεί στη Σμύρνη, έστω κι αν πρόκειται για μια απλή καθημερινή μέρα, κι όχι για 
κάποια γιορτή, πράγμα που του προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Σύντομα, μάλιστα, θα
 αρχίσει να διαπιστώνει πως η κοινωνική ζωή στη Σμύρνη είναι τελείως διαφορετική απ’ 
όσα είχε γνωρίσει ποτέ στο χωριό του. Την προσοχή του θα τραβήξει περισσότερο 
η εμφάνιση των γυναικών, που κυκλοφορούν στην πόλη όμορφα στολισμένες, και κυρίως
 το γεγονός ότι οι κοπέλες έχουν φορέματα με αποκαλυπτικά ντεκολτέ, διασκεδάζουν με
 προφανή άνεση και ελευθερία, φλερτάρουν και γελούν, απολαμβάνοντας μια σχεδόν ισό
τιμη θέση με αυτή των ανδρών.
Το κλίμα διασκέδασης και ευδιαθεσίας είναι εμφανές όχι μόνο στα κεντρικά σημεία
 της πόλης, όπου έβλεπε κανείς ανθρώπους να κυκλοφορούν συνεχώς κι άκουγες μουσική
 και τραγούδια από τα καφενεία. Ακόμη και τα σπίτια της πόλης, μέχρι και στις πιο απόμα
κρες συνοικίες, ήταν ανοιχτά και γεμάτα με παρέες. Σε όλες τις πόρτες έβλεπες να κάθο
νται οικογένειες και να συζητούν εύθυμα.  
Ο κόσμος, ωστόσο, που διασκέδαζε στην πόλη και στο λιμάνι ήταν η μία πτυχή της ζωής 
στη Σμύρνη, αφού την ίδια στιγμή υπήρχαν κι εκείνοι που εργάζονταν σκληρά, όπως συ
νέβαινε στο μαγαζί του του κυρ Μιχαλάκη Χατζησταυρή, όπου οι εργάτες ξεφόρτωναν το
 εμπόρευμα κι εκείνος το ζύγιζε και το έλεγχε. Σ’ αυτό το περιβάλλον της συνεχούς και 
σκληρής εργασίας θα έμπαινε από το επόμενο κιόλας πρωί ο νεαρός ήρωας.

4O αφηγητής έζησε στο χωριό του δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρό
νια, αλλά στη Σμύρνη νιώθει ευτυχισμένοςΒρείτε χωρία στο κείμενο 
που επιβεβαιώνουν αυτή την παρατήρηση.

«Ωστόσο ήμουνα περήφανος για το νέο σουλούπι μου και κάθε τόσο έσκυφτα και καθάρι
ζα με το χέρι τα παπούτσια μου κι έριχνα κλεφτές, φοβισμένες ματιές ολούθε ν’ αντι
ληφθώ πού βρίσκομαι κι αν με προσέχουν οι περαστικοί.»

Ο δεκαεξάχρονος ήρωας της ιστορίας, Μανόλης Αξιώτης, έχει ζήσει μέχρι τώρα στο χω
ριό του μια σκληρή και φτωχική ζωή, υπό τη συνεχή καταπίεση του πατέρα του. Έτσι, 
η επαφή του με τη Σμύρνη του προσφέρει πρωτόγνωρα συναισθήματα ελευθερίας και
 ευτυχίας. Ήδη από την πρώτη στιγμή δηλώνει πως είναι η πρώτη φορά στη ζωή
 του που φοράει παπούτσια και αισθάνεται περίεργα γι’ αυτό, ωστόσο, παρά το γεγο
νός ότι τα παπούτσια του τον στενεύουν και το παντελόνι του τού είναι κοντό, εκείνο
 νιώθει περήφανος για τη νέα του εμφάνιση και θέλει να διαπιστώσει αν οι περαστικοί
 τον
 προσέχουν.

«Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώ
σεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχα
ρώ.»

Τα αρχικά συναισθήματα ανησυχίας και φόβου που του προκαλεί το γεγονός ότι βρί
σκεται μόνος σε μια άγνωστη για εκείνον πόλη, όπου δεν υπάρχει κανείς που να τον
 γνωρίζει, περνούν αμέσως μόλις βγαίνει στην προκυμαία της Σμύρνης και αντικρύζει 
την ομορφιά της πόλης και το πλήθος του κόσμου. Ο νεαρός ήρωας δεν ξέρει πια τι να 
πρωτοδεί και τι να πρωτοχαρεί από αυτή την πολύβουη πόλη.

«Μόλις άκουσα την καμπάνα της Αγια-Φωτεινής να χτυπάει δώδεκα, τινάχτηκα. Μπρε 
για πότε μεσημεριάστηκα; Είπα να βιαστώ, να τρέξω για τη δουλειά, μα θυμήθηκα πως
 δεν είχα να δώσω λόγο σε κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη φορά, αυτεξούσιος, και 
τότες μ’ έπιασε τρελή χαρά.»

Ο νεαρός ήρωας έχει ακόμη το αίσθημα του άγχους που τον διακατείχε στο χωριό του
 πως δεν πρέπει να περνά ούτε στιγμή άεργος, μα μόλις συνειδητοποιεί πως εκεί στη 
Σμύρνη δεν έχει να δώσει λόγο σε κανέναν και πως είναι για πρώτη φορά στη ζωή του
 αυτεξούσιος και ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει, αισθάνεται τρελή χαρά. Εκεί δεν υπήρχε 
ο πατέρας του να τον ελέγχει και να του αναθέτει δουλειές∙ εκεί ήταν μόνος του και μπο
ρούσε να αποφασίσει ο ίδιος για το πώς θα περάσει το χρόνο του.

«Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά∙ αν είχα μουστάκι θα το ‘στριβα, τόσο ένιωθα ά
ντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέ
γνοιαστη μέρα της ζωής μου.»

Μόλις ο Μανόλης διασφαλίζει τη θέση εργασίας στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη, νιώθει 
να πετάει από τη χαρά του, διότι έχει για πρώτη φορά μια δουλειά μακριά από το σπίτι 
του, που θα του αποδίδει χρήματα και θα του επιτρέπει να ορίζει ο ίδιος τη ζωή του∙ αισθά
νεται έτσι άντρας και σκέφτεται πως αν είχε μουστάκι θα το έστριβε.
Η σκέψη πως θα ξεκινούσε δουλειά το επόμενο κιόλας πρωί, τον κάνει να αισθάνεται 
πως το υπόλοιπο της μέρας που απέμενε αποτελούσε την πρώτη και μοναδική απολύτως 
ελεύθερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής του. Αφού δεν χρειαζόταν να πάει για δουλειά μέ
χρι αύριο το πρωί κι εφόσον δεν ήταν κανείς εκεί να τον ελέγχει, ήταν για πρώτη φορά
 τελείως ελεύθερος να κάνει ό,τι ήθελε ο ίδιος.

«Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα
 δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ, στριφογύριζα και της μίλαγα σαν
 ερωτευμένος. «Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!»
         Εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, όσα όνειρα ήθελα, δίχως να τρώω ξύ
λο...»

Ο αφηγητής αισθάνεται τόσο άνετα και τόσο ελεύθερος στη Σμύρνη∙ αισθάνεται πως 
του αρέσει κάθε σημείο αυτής της πόλης, ώστε νιώθει σαν να γεννήθηκε και να έζησε 
εκεί ολόκληρη τη ζωή του. Όταν, μάλιστα, πέφτει να κοιμηθεί, στριφογυρίζει στον ύπνο
 του και μιλούσε στη Σμύρνη σαν να ήταν ερωτευμένος, λέγοντάς της πως είναι πολύ όμορ
φη. Ο νεαρός ήρωας βιώνει ένα έντονο συναίσθημα αγάπης γι’ αυτή την πόλη, αφού είναι 
εκείνη που του προσφέρει αυτή την έξοχη αίσθηση ελευθερίας. Όπως χαρακτηριστικά 
σχολιάζει ο ίδιος, ένιωθε πως εκεί στη Σμύρνη ήταν ελεύθερος να κάνει όσα όνειρα 
ήθελε, χωρίς να τρώει ξύλο από κανέναν.
Ο Μανόλης θα έχει εκεί στη Σμύρνη μια δουλειά που θα του προσφέρει τα αναγκαία χρή
ματα για να ζει μόνος του και να κάνει με απόλυτη ελευθερία τις επιλογές του, αφού δεν
 θα ήταν εκεί οι γονείς του, και ιδίως ο πατέρας του, για να ελέγχουν και να καθοδηγούν
 της αποφάσεις του. Ένιωθε και ήταν ελεύθερος και γι’ αυτό ευτυχισμένος.







Δίδώ Σωτηρίου
«Ματωμένα χώματα»

Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν πρωτοκατέβηκα
στη Σμύρνη. Θυμάμαι πόσο σκιάχτηκα μόλις
βρέθηκα μόνος μου σε μια τέτοια πολι...

Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδίε που σκίζαν
το νερά δίχως να βουλιάζουν;

Τα μεγάλα μαρμάρινα σπίτια με ξύλινα κλειστά, όλα
μυστήριο παράθυρα;


Τις καρότσες με το ρυθμικό τους χτύπο πάνω στο γρανιτένιο
πλακόστρωτο;Τα τράμια που τα σέρνανε άλογα ;


Ή όλον εκείνο τον χαρωπό, ξέγνοιστο κόσμο που
μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία
και έμοιαζε να ζει πανηγ...



… που το είχαν καύχημα ,γιατί ο σταυρός έστεκε πιο
ψηλά από την ημισέληνο που ήταν στημένη στο
μιναρέ του Ισάρ Τζαμί.

Βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα κάνει όνειρα
α μπω εδώ μέσα.


Αυτή ήταν η όμορφη πλευρά της Σμύρνης
…Όμως το 1922 βλέπουμε και την
άσχημη πλευρά της .

600.000 νεκροί
&
1.500.000 πρόσφυγες


ΤΕΛΟΣ!!!

 

Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη. Θυμούμαι πόσο σκιάχτηκα μόλις βρέθηκα μοναχός σε μια τόσο μεγάλη ...



 Î¤Î· θάλασσα; Τα βαποράκια του Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν;

Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια, με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάν...





 Î¤Î± τράμια που τα σέρνανε άλογα;

Ή όλον εκείνο το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύ...

Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνα...
Μύδια, εκατομμύρια μύδια ήταν σφηνωμένα πάνω στις σιδερένιες τραβέρσες που συγκρατούσαν τις Σκάλες. Αυτές οι Σκάλες, η Εγγ...


Εδώ γινόταν το μπάρκο. Έφευγε ο βλογημένος καρπός της Ανατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι.

«Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρίζεις δια το χρυσόμαλλον δέρας;» Δάσκαλε, δε σ΄ αποκρίθηκα κατά που πρόσμενες κείνη τη μέρα.

Τώρα όμως εδώ καταλαβαίνω την ερώτησή σου, ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου όλες οι ιστορίες που μου διηγήθηκες, καθαρές, σ...

Όμως από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωηρές ιστορίες που άκουσα για τη Σμύρνη από τον παιχνιδιάτορα το Χρίστο. Τις έλε...

Όταν ήμουνα πολύ μικρός και πήγαινα με τη μάνα μου στην εκκλησία σκιαζόμουνα να βλέπω ζωγραφισμένο στον τρούλο το πελώριο ...

Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι ελληνικά, ακόμα κι οι Τούρκοι κι οι Λεβαντίνοι κι οι Οβραίοι κι οι Αρμεναίοι.

Στο Φραγκομαχαλά ωστόσο, πολλά μεγάλα καταστήματα είχανε ξενικά ονόματα που δεν τα καταλάβαινα: «Κοντουάρ», «Λούβρ», «Μπον...

Και τι δεν έβρισκες σε τούτα τα μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών, μέχρι σκαρπίνια για Σταχτοπούτες...

Τράβηξα ίσια στην Αγια-Φωτεινή κι άναψα στη χάρη της το κεράκι που μου παράγγειλε η μάνα μου. Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω...


Εκειδά πλάι στον περίβολο της Αγια-Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα κάνει όνειρο να μπω εδώ μέσα, κι ο δάσκαλ...


… Κι είπα να πάω κατευθείαν στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη  Χατζησταυρή, να σιγουρέψω τη θέση μου και συνεχίζω έπειτα το σουλ...

Εργάτες με χαμαλίκες στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω πορτί, όπου ήταν το ντάμι ·  εκεί αφήνανε τις καμήλες, τους αρα...


Δυο ξυπόλητοι χαμάληδες, με δασά γυμνά τα στήθια, σήκωναν στον ώμο τη μανέλα που πάνω κει κρεμόταν το καντάρι. Ο Χατζησταυ...


Πλησίασα τον κυρ Μιχαλάκη, του μίλησα θαρρετά, του ‘δωκα και το συστατικό γράμμα  που είχα από τη δημογεροντία του χωριού ...


Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά  ·  αν είχα μουστάκι θα ΄το ΄στριβα, τόσο ένιωθα άνδρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου...


Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια και στα σοκάκια της Σμύρνης, ίσαμε που με βρήκε η νύχτα.


Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους για τις λέσχες, τα προβέγγερα και τις «γιαβάν σουπέδες». Κοπέλε...


Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η πρ...


Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές είχαν στρωμένο εύθ...


httpΑποτέλεσμα εικόνας για σμυρνη πριν την καταστροφη
Αποτέλεσμα εικόνας για σμυρνη πριν την καταστροφη
ΘΕΜΑ: Οι πρώτες εντυπώσεις του Μανόλη από τη Σμύρνη και η αίσθηση ανεξαρτησίας που δοκιμάζει απελευθερωμένος από την εξουσία του πατέρα και ξεκινώντας τη ζωή του εργαζομένου.
ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ: Οι πρωτόγνωρες εμπειρίες και τα συναισθήματα ενός εφήβου που περνά πρόωρα στην ενηλικίωση αρχίζοντας τη βιοπάλη. 
ΔΟΜΗ 1 η Ενότητα: «Σεπτέμβρης ήταν του 1910… οι περαστικοί». 2 η Ενότητα: «Μόλις βγήκα… την καρδιά της». 3 η Ενότητα: «Οι άνθρωποι στη Σμύρνη… το σουλάτσο». 4 η Ενότητα: «Τονε βρήκα τον κυρ φατόρο… για την πλερωμή». 5 η Ενότητα: «Όταν βγήκα έξω… δίχως να τρώω ξύλο».
ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ: 1 η Ενότητα: Το άγχος της πρώτης εξόδου στη Σμύρνη. 2 η Ενότητα: Ευχάριστες εντυπώσεις από τον περίπατο στην προκυμαία. 3 η Ενότητα: Περιήγηση στο Φραγκομαχαλά, προσκύνημα στην Αγία Φωτεινή και βόλτα στην αγορά. 4 η Ενότητα: Συμφωνία για εργασία στο μαγαζί του Χατζησταυρή. 5 η Ενότητα: Ευχάριστες εντυπώσεις από τη ζωή της πόλης και ο ενθουσιασμός της πρώτης βραδιάς.
ΤΕΧΝΙΚΗ: - Α’ πρόσωπη αφήγηση. - Ο αφηγητής συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται ως κεντρικός ήρωας. - Στην αφήγηση κυριαρχεί η προοπτική του ώριμου αφηγητή.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ- Αναδρομική αφήγηση. - Περιγραφή. - Μονόλογοι. - Διάλογοι. - Σκέψεις του αφηγητή.
ΓΛΩΣΣΑ: Απλή δημοτική με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι περιέχει σε μεγάλο βαθμό το γλωσσικό ιδίωμα των Μικρασιατών Ελλήνων. 
ΙΔΕΕΣ – ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ: - Πρωταγωνιστεί η Σμύρνη των τελευταίων χρόνων πριν από την Καταστροφή. - Κυριαρχούν οι ζωηρές εντυπώσεις του εφήβου, η χαρά και η μαγεία της πρώτης επαφής με το χώρο και τους ανθρώπους





♦ 

«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962)
ΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΕΙΔΟΣ: Είναι απόσπασμα από  μυθιστόρημα. Τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος είναι τα εξής: α) ο μύθος είναι εκτεταμένος, πολύπτυχος, πολύπλοκος, β) τα γεγονότα σπάνια παρουσιάζονται με σειρά χρονική-συνήθως διαπλέκονται διαφορετικά επίπεδα χρόνου, γ) είναι πολυπρόσωπο και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες διαγράφονται με πληρότητα, δ)  μύθος αναπτύσσεται σε πολλά επίπεδα χώρου.
ΤΟ ΘΕΜΑ: Οι πρώτες εντυπώσεις του Μανόλη από τη Σμύρνη και η αίσθηση ανεξαρτησίας που δοκιμάζει απελευθερωμένος από την εξουσία του πατέρα και ξεκινώντας τη ζωή του εργαζομένου.
ΤΗ ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ: Οι πρωτόγνωρες εμπειρίες και τα συναισθήματα ενός εφήβου που περνά πρόωρα στην ενηλικίωση αρχίζοντας τη βιοπάλη.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ:
1η:«Σεπτέμβρης ήταν…οι περαστικοί» Το άγχος της πρώτης εξόδου στη Σμύρνη.
2η: «Μόλις βγήκα στην προκυμαία….να ακούσω την καρδιά της» Ευχάριστες εντυπώσεις από τον περίπατο στην προκυμαία.
3η:  «Οι άνθρωποι στη Σμύρνη…..και συνεχίζω έπειτα το σουλάτσο» Περιήγηση στον Φραγκομαχαλά, προσκύνημα στην Αγία Φωτεινή και βόλτα στην αγορά.
4η: «Τονε βρήκα…..και τα ξαναλέμε για την πλερωμή» Η συμφωνία για εργασία στο μαγαζί του Χατζησταυρή.
5η: «΄Οταν βγήκα έξω…δίχως να τρώω ξύλο» Ευχάριστες εντυπώσεις από  τη ζωή της πόλης και ο ενθουσιασμός της πρώτης βραδιάς
ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΟΙ  ΑΞΟΝΕΣ: εξάρτηση – ανεξαρτησία, παιδική ηλικία – ενηλικίωση, πόλη – χωριό
Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  πρωτοπρόσωπος αφηγητής που συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται ως κεντρικός ήρωας (ομοδιηγητικός). Εσωτερική εστίαση (βλέπει τα πράγματα από την  εσωτερική οπτική γωνία ενός προσώπου). Ο αφηγητής αφηγείται τα γεγονότα  όταν πλέον είναι ώριμος  (αυτοβιογραφικός  χαρακτήρας).
Ο ΧΡΟΝΟΣ  ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ: Ο αφηγητής αφηγείται γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν (αναδρομική αφήγηση). Τα αφηγείται  με χρονολογική (γραμμική) σειρά και με μικρές αναδρομές στο παρελθόν αλλά και προλήψεις, δηλαδή αναφορές στο μέλλον. Οι αναδρομές στο παρελθόν επεκτείνουν την πλοκή της αφήγησης προς τα πίσω, δίνουν περισσότερες πληροφορίες για τον ήρωα, αποκαλύπτουν τα συναισθήματά του.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ: α) αναδρομική αφήγηση, β)περιγραφή (εικόνες οπτικές, ηχητικές, οσφρητικές, κινητικές), γ) μονόλογοι, δ) σκέψεις του αφηγητή
Η ΓΛΩΣΣΑ: Απλή δημοτική με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι περιέχει σε μεγάλο βαθμό το γλωσσικό ιδίωμα των Μικρασιατών Ελλήνων και λέξεις ξενικής προέλευσης που αποτυπώνουν τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης. Συγκεκριμένα συναντάμε λέξεις τουρκικές (μαχαλάδες, αραμπάδες, ντάμι, μπόι, σάζι…), ιταλικές (φράγκικος, σουλάτσο, τρούλος. καρότσες…), Γαλλικές (αντρέσσα, γλασσάδες…), αγγλικές (ντρίλινο, τράμια…), σλαβική (πρόγκηξε).
ΦΥΛΕΣ, ΕΘΝΗ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ:                                                                                             α)Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Λεβαντίνοι (Ευρωπαίοι)                                                                                 β)Έντονη κοινωνική ζωή                                                                                                                           γ)Κοσμοπολίτικος χαρακτήρας                                                                                                                     δ)Πολυεθνικό-πολυπολιτισμικό περιβάλλον
ΤΑ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ: Επίθετα,   Παρομοιώσεις, Μεταφορές, Προσωποποιήσεις, Πολυσύνδετα, Ασύνδετα, Αποστροφές («Δάσκαλε δε σ’αποκρίθηκα…», « Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη»)
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ:
φόβος, δειλία (αρχικά): «σκιάχτηκα», «σαν ξεριζωμένο δεντρί», «έριχνα φοβισμένες ματιές»
θαυμασμός, έκπληξη (στη συνέχεια): «δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ; Τη θάλασσα; Τα βαποράκια; (…) Ή όλον εκείνο το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; Κι όχι μια μικρή καθημερινή μέρα δουλειάς!»
αίσθηση ελευθερίας: «δεν είχα να δώσω λόγο σε κανέναν κι ήμουνα για πρώτη φορά αυτεξούσιος, και τότες μ’ έπιασε τρελή χαρά»
χαρά (μετά τη συμφωνία με τον κυρ Μιχαλάκη να δουλέψει): «Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά (…) Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου»
όλοι μιλούν ελληνικά (και οι Τούρκοι, κι οι Λεβαντίνοι, κι οι Εβραίοι και οι Αρμεναίοι), αλλά στον Φραγκομαχαλά τα καταστήματα έχουν ξενικό ονόματα

ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ: Φόβος, δειλία (αρχικά),θαυμασμός, έκπληξη, μαγεία  (πελώριο μάτι και πελώριο αυτί), αισιοδοξία
ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ:
Θυμάται
α)τα μαθήματα του δασκάλου Π. Λαρίου από το βιβλίο «Χρηστοήθεια»,
β) τις ιστορίες του Χρίστου του οργανοπαίκτη για την ομορφιά της Σμύρνης,
γ) την επίσκεψη με τη μάνα του στην εκκλησία, όταν ήταν μικρός και το πελώριο μάτι του Θεού,
δ) τη φτώχεια, τη χαμηλή κοινωνική θέση και τον ξυλοδαρμό από τον πατέρα του («εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, δίχως να τρώω ξύλο», «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή δεν τονε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες(=αγρότες), και χρειαζούμαστε χέρια».
Η  ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ: Ο Μανόλης περιδιαβαίνοντας τα σοκάκια της Σμύρνης διαπιστώνει πως πρόκειται για πόλη με έντονη κοινωνική ζωή. Του κάνει εντύπωση ο χαρωπός και ξέγνοιαστος κόσμος που μπαινοβγαίνει στις λέσχες και τα καφενεία, τα μεγάλα καταστήματα του Φραγκομαχαλά και  η κοινωνική ζωή στην πόλη τη νύχτα. Όλα αυτά τον θάμπωσαν και τον σαγήνευσαν, τον έκαναν να λατρέψει την πόλη και να μιλά σαν ερωτευμένος
Η  ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ:Ο αφηγητής, γιος ενός αγρότη, φεύγει στα 16 του από την οικογενειακή εστία και κατεβαίνει ολομόναχος στη Σμύρνη, για να μπει στη βιοπάλη, στη δούλεψη ενός σταφιδέμπορου. Την πρώτη μέρα απολαμβάνει την ελευθερία του αλλά από την επόμενη κιόλας θα γνωρίσει τις δυσκολίες της βιοπάλης και θα υποχρεωθεί να ενηλικιωθεί απότομα. Η πρώιμη απεξάρτηση των αγοριών από τις οικογένειές τους ήταν συνηθισμένο φαινόμενο για τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις σε εκείνα τα μέρη στις αρχές του 20ου αιώνα.
ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ:
α) η αγωγή των παιδιών για την αγροτική τάξη γίνεται με τον ξυλοδαρμό,
β)η εξουσία του πατέρα είναι απόλυτη
γ) η μητέρα είναι πιο τρυφερή και ελαστική αλλά εκδηλώνει τη στοργή της κρυφά από  το αυστηρό βλέμμα του πατέρα,
δ) οι μορφωμένοι θεωρούνται αργόσχολοι και η μόρφωση των παιδιών περιττή.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ:
α)αφηγητής: νιώθει έκθαμβος, ελεύθερος, ανεξάρτητος,
β) ο πατέρας: αυστηρός, σκληρός, με απόλυτες αντιλήψεις,
γ)η μητέρα: υποταγμένη, στοργική,  δ)ο δάσκαλος: φωτισμένος εκπαιδευτικός, αφοσιωμένος στους μαθητές του,
ε) ο Χρίστος: λαϊκός οργανοπαίκτης που εξάπτει τη φαντασία με τις αφηγήσεις του,
στ) ο Χατζησταυρής: κλασικός αυτοδημιούργητος έμπορος, επιτυχημένος, εργατικός,  αεικίνητος, πονηρός, συνετός.
  Η ταινία της Μαρίας Ηλιού για το πώς ήταν η κοσμοπολίτικη Σμύρνη στα παράλια της Δυτικής Ανατολίας, στις αρχές του 20ου αιώνα; Πώς ζούσαν οι Έλληνες δίπλα στις άλλες κοινότητες; Γιατί ήταν τόσο μοναδικό αυτό το λιμάνι της Μεσογείου που ακόμα και σήμερα, 90 χρόνια μετά την Καταστροφή,
http://blogs.sch.gr/earkouli/2015/02/15/%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AD%CE%B2%CE%B7%CE%BA%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CF%83%CE%BC%CF%8D%CF%81%CE%BD%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%B4%CF%8E-%CF%83%CF%89/



το περίφημο καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής


στην προκυμαία ...


Όταν πρωτοκατέβηκα 

στη

 Σμύρνη,

 Διδώ Σωτηρίου
απόσπασμα από το μυθιστόρημα,

 Ματω

μένα χώματα

Picture

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ.pdf
Download File


ΟΤΑΝ ΠΡΩΤΟΚΑΤΕΒΗΚΑ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ_ΑΝΑΛΥΣΗ-ΦΥΛΛΟ_
ΕΡΓΑΣΙΑΣ.pdf
Download File


ΕΙΚΟΝΕΣ-Η ΣΜΥΡΝΗ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ.pdf
Download File

ΠΡΟΤΑΣΗΠαρακάτω αναφέρω ενδεικτικά κάποια έργα της ίδιας 

συγγραφέως που πιθανά ενδιαφέρουν τους μαθητές αλλά και τους καθηγη

τές....


Picture
Picture

Picture
Picture

Picture