Η Λαμπρή των Ελλήνων
Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //
Είτε «Πάσχα στα πέλαγα» έκαναν οι Έλληνες, είτε την «Πασχαλιά της Λευτεριάς» περνούσαν, «Χιονισμένο Πάσχα», «Τραγικό Πάσχα» ή «Τη Νύχτα της Εξόδου», η «Πασχαλινή Ιστορία» μοιάζει να είναι και μια υπόθεση συγγραφική εκτός από υπαρξιακή ιστορία των ανθρώπων.Και είτε «Πάσχα στο νησί των γιασεμιών» επέλεγαν, είτε «Πάσχα στο χωριό», η «Μακρινή Ανάσταση» γινόταν η δική τους «Ανάσταση». «Η ημέρα της Λαμπρής», όπως τραγούδησε ο Σολωμός στον «Λάμπρο». Το «Πάσχα των Ελλήνων», όπως το χαρακτήρισε με αμφισημία ο Άγγελος Σικελιανός.
Διότι για τον Έλληνα η Ανάσταση και η Λαμπρή είναι διπλή και τρίδιπλη γιορτή μέσα στο χρόνο. Του Θεανθρώπου και της ψυχής του, της Φύσης και της φύσης του, της Πατρίδας του και του Έθνους. Στην Ελλάδα, όλα την Άνοιξη ανασταίνονται.
Ρεαλιστικά και μεταφορικά.
Στη ζωή μας και στη λογοτεχνία μας.
Την Ανάσταση και τη Λαμπρή στη Ελληνική Λογοτεχνία θα αναζητήσουμε στους συγγραφείς και στα κείμενα που θα ακολουθήσουν.
Οδηγός μας, δυο Πασχαλινές Ανθολογίες. Τα «Πασχαλινά Διηγήματα» των εκδόσεων «Gutenberg» που κυκλοφόρησαν το 1990 σε μια τετράτομη έκδοση και επιλογή- επιμέλεια του Δημήτρη Αρμάου.
Τα «Πασχαλινά διηγήματα» των εκδόσεων «Αρμός».
Αλλά και άλλα βιβλία που σηματοδοτήθηκαν από το Πάσχα και τον σηματοδότησαν.
Το μυθιστόρημα «Πάσχα στο χωριό» του Αντώνη Σουρούνη. Τα Πασχαλινά Διηγήματα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και τα «Διηγήματα της Αγάπης». Το διήγημα της Ελένης Χωρεάνθη «Πάσχα στο νησί των γιασεμιών»….
«Καλά το έλεγεν ο μπαρμπα- Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να μείνουν οι άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίτες, την ημέραν του Πάσχα αλειτούργητοι. Και ουδέποτε πρόρρησις έφθασε τόσον εγγύς να πληρωθή, όσον αυτή’ διότι δις εκινδύνευσε να επαληθεύση, αλλ’ ευτυχώς ο Θεός έδωκε καλήν φώτισιν εις τους αρμοδίους και οι πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του μέρους εκείνου, ηξιώθησαν και αυτοί να ακούσωσι τον καλόν λόγον και να φάγωσι και αυτοί το κόκκινο αυγό…» (Εξοχική Λαμπρή).
«… Γλυκεία Πασχαλιά! Η μήτηρ της χαράς! Γλυκεία μήτηρ! της Πασχαλιάς η ενσάρκωσις.
Άλλ’ ο Χριστός υπεσχέθη να πίη με τους εκλεκτούς του καινόν το γέννημα της αμπέλου εν τη βασιλεία του Πατρός του, και οι υμνωδοί έψαλλαν: «Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ! Δίδου ημίν εκτυπώτερον σου μετασχείν εν τη ανεσπέρω ημέρα της Βασιλείας Σου!» (Παιδική Πασχαλιά)
Ο κατ’ εξοχήν «αναστάσιμος» συγγραφέας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Φόνισσα, Στον Χριστό στο κάστρο, Χριστουγεννιάτικες και Πασχαλινές Ιστορίες) με ό,τι αυτό συνεπάγεται, σε μια πραγματικά ελληνική, εξοχική Λαμπρή των φτωχών. Φύση και Ποίηση, ανθρωπιά και ελπίδα, προσευχή και αρμονία. Αλήθεια, ποιος δεν θυμάται από μας εκείνον τον τρισχαριτωμένο καυγά των παιδιών για μια πασχαλινή λαμπάδα!
«…Μια παιδίσκη και εις παις πενταετής ήρχισαν να φιλονικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφωτέρα.
– Όχι, η δική μου η λαμπάδα είναι καλύτερη.
– Όχι, η δική μου.
– Εμένα ο πατέρας μ’ την εδιάλεξε και είναι πιο καλή.
– Εμένα η μάνα μ’ την εστόλισε μοναχή της.
– Και ξέρει να κάνη λαμπάδες η μάνα σ’;
– Τέτοια παλιολαμπάδα!
– Ναι, παλιολαμπάδα; …να!…
– Να κι εσύ!
– Να κι άλλη μια!
Και ήρχισαν να τύπτουν αλύπητα τας κεφαλάς αλλήλων με τας λαμπάδας των, εωσού έβαλαν τα κλάματα και οι δύο». (Παιδική Πασχαλιά).
«…- Χρόνια πολλά κύριοι!… Χρόνια πολλά παιδιά μου!…
ευχήθηκε άμα τελείωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες κι έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος.
– Χρόνια πολλά, καπετάνιε! Χρόνια πολλά!… απάντησαν εκείνοι ομόφωνοι.
– Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας, παιδιά! Ξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι φάνηκε στην άκρη των ματιών του.
– Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε!
Έπειτα πέρασε ένας- ένας, πρώτα οι επιβάτες έπειτα το πλήρωμα, πήραν από το χέρι του το κόκκινο αβγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχές και τα φιλήματα:
– Χριστός Ανέστη.
– Αληθινός ο Κύριος.
– Και του χρόνου σπίτια μας…»
Μικρό απόσπασμα από ένα καθαρά εορταστικό διήγημα του συγγραφέα των βιβλίων «Τα λόγια της πλώρης», «Ο Ζητιάνος» και «Η Λυγερή». Η άμεση δημοτική γλώσσα του πρωτοπόρου διηγηματογράφου αποδίδει την κατάνυξη και τη συγκίνηση που επιβάλλει το θέμα.
Στα «Πειράγματα», επίσης, Πάσχα Θαλασσινό.
«Ήταν Μέγα Σάββατο, δύο ώρες να ξημερώσει’ εις το μικρό προαύλι μιας κατοικίας χαμηλής, εις την άκρην και ανάμεσα του χωριού, η Μαρία εβοηθούσε τον άνδρα της να φορτώσει το άλογό του…»
Το ιδεαλιστικό διήγημα του Πολυλά («Προλεγόμενα», «Η Φιλολογική μας γλώσσα»), λυρικό και δραματικό συνάμα, πλέκει γύρω από το Πάσχα μια ιστορία όπου οι συγκυρίες συνδυάζονται με τον εύθραυστο ψυχισμό της ηρωίδας, οδηγώντας την σ’ ένα τραγικό τέλος.
«Ήτανε να ξημερώσει Μεγάλο Σάββατο, που είδα στον ύπνο μου πως επέθανα!
Επέθανα, και, ως στρίψη ματιών, ευρέθηκα εις τον άλλον κόσμο. Εκεί, ως από ενστίγματος, έτρεξα ευθύς για τον Παράδεισο’ κι έλαβα την τόσον καλήν τύχη να φθάσω εις την στιγμή που ο Θεός έβγαινε να πάει σε περίπατο…»
Το ιστόρημα του Λασκαράτου από τη συλλογή του «Ήθη, Έθιμα και Δοξασίες της Κεφαλονιάς» συνδυάζει το αγαθό σπίρτο του σατιρικού με την πίστη του θεοφοβούμενου ανθρώπου, πάνω στον καμβά μιας «καθόδου στον Άδη».
«Ετέλειωσε η εκκλησιά. Ο παπάς στεκότανε μπροστά στην Ωραία Πύλη κι αντί δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών… έλεγε Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω…
Όλο το χωριό σταυροκοπιόταν και διπλή χαρά ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό του. Τέτοιαν χαρούμενη Λαμπρή δε θυμόνταν κανείς να έχει δει εκεί- πέρα.
Τελειώνοντας ο παπάς το τελευταίο του Χριστός ανέστη είπε:
Χριστός ανέστη, χωριανοί! Και του χρόνου να είμαστε καλά. Κι ο Μεγαλοδύναμος να μας φέρει καλά τ’ αδέλφια μας που πολεμάνε στο γεφύρι της Πλάκας, στο Λούρο, στην Πρέβεζα και στα Πέντε Πηγάδια..»
Μια από τις πρώτες ιστορίες της λογοτεχνίας μας, όπου η λαμπριάτικη ευχή «Χριστός Ανέστη» επενδύεται με εθνικό περιεχόμενο. Ο συγγραφέας της «Αγάπης» και του «Μάρκου- Μπότσαρη», βασικός εκπρόσωπος της «Ηπειρώτικης σχολής», αναφέρεται στην αργοπορημένη απελευθέρωση της Ηπείρου.
«…Της έριξε μια ματιά κι άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, που κατά το συνήθιο ήταν πολύς αυτή την ημέρα. Κι εκοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό ζητώντας συγχώρηση, και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες, και τέλος οι γυναίκες. Κι ανάμεσά τους ήταν εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως κι ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας ν’ αφήνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της. Τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή, ωχρή τότες, με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαλε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της εκοίταζε. Και μ’ αγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει, ατάραχος, τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνία στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά:
– Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον».
Το ερώτημα του τίτλου, στο διήγημα του Θεοτόκη από τις «Κορφιάτικες ιστορίες», αφορά τον παπά που διστάζει να κοινωνήσει την «αμαρτωλή». Βλέπουμε εδώ το «πνεύμα» της θρησκείας να νικά το «γράμμα» της, τον ανθρωπισμό και την ανωτερότητα του χριστιανισμού να κυριαρχούν μέσα σε μια μεγάλη αυστηρή παράδοση, που ο ίδιος δημιούργησε.
«… Η Ασημίνα τότε έκρυψε το πρόσωπο στις απαλάμες και λύθηκε στα κλάματα. Μα ήτανε δάκρυα γλυκά, καλά, ευτυχισμένα δάκρυα. Δε τη σιχαίνονταν λοιπόν; Άκουσε ο Χριστός τα παρακάλια της!
Και το Πάσχα αυτό γιορτάστηκε λαμπρό μες στην καρδιά της».
Το συναισθηματικό διήγημα της συγγραφέως των βιβλίων «Για λίγη αγάπη», «Με χαμένη πυξίδα», «Οι δρόμοι της ζωής», διαδραματίζεται σε αθηναϊκό περιβάλλον. Ο εορταστικός περίγυρος των ημερών υποδεικνύεται ως το πλέον ενδεδειγμένο περιβάλλον για να εκδηλωθεί η συμπόνια και τα αισθήματα τρυφερότητας προς τους αδικημένους από βάναυση μοίρα.
«Τη Μεγαλοβδομάδα, που οι χριστιανοί κάνουν τις ετοιμασίες τους να γιορτάσουν την Ανάσταση, φανερώνεται άξαφνα στο χωριό κανένας ξενιτεμένος, που έρχεται από τη χώρα, ή από την Αθήνα, ή και πιο πέρα ακόμη, από την Αμερική. Βουνά και πέλαγα σκίζει κανείς, για να φτάσει στον τόπο και να χαρεί τη επίσημη μέρα με τους δικούς του…»
Ο συγγραφέας (Ο Ανθισμένος δρόμος, Το πατρικό σπίτι) χρησιμοποιεί ένα τρομερό και δυστυχώς ακόμα μόνιμο ενδεχόμενο, τις ανθρώπινες απώλειες σε στρατιωτικά γυμνάσια, αξιοποιώντας τη σημασία του για τους δικαιολογημένα ανυποψίαστους γονείς- στην περίπτωση αυτή μια φτωχιά χήρα μάννα. Ο εορταστικός περίγυρος δίνει απλά έναν δραματικότερο τόνο, ενώ η δύσκολη ζωή των περασμένων εποχών διαγράφεται ανάγλυφα.
«Η Ναζαρέτ ξυπνούσε μες στ’ αχνόφεγγο της χαραυγής… ξεχώρισαν στον ασπρογάλανον ορίζοντα απόμακρα τ’ αχνορόδινα βουνά της Γαλιλαίας, το Θαβόρ, ο Έρμονας, το Κάρμηλο…»
Με πρότυπα τις απόκρυφες πηγές, ο Πετιμεζάς- Λαύρας (Απλά Λόγια, Εγκόλπια και Σιγαλές Φωνές), περιγράφει μια μέρα μέσα από την παιδική ηλικία του Χριστού, επιδιώκοντας εκεί να ιδωθεί ως προοικονομημένο το θείο Πάθος.
«Γλυκιά ήταν εκείνο το ανοιξιάτικο απομεσήμερο στη μακρινή συνοικία της Ιερουσαλήμ. Η Μαριάμ, αφού περιμάζεψε το σπίτι της, κάθισε στην ανέμη, έφερε βόλτα στα καλάμια τα κόκκινα γνέμα και στάθηκε συλλογισμένη. Χθες ακόμα ο Ιησούς της έστειλε τον κούρσορα το Φωεές, για να την κατασυχάσει.
– Λίγη υπομονή, Κυρά, και μια από τούτες της ημέρες θα ‘ρθει ο Διδάσκαλος να σε δει».
Ένα από τα γνωστότερα κείμενα της θρησκευτικής μας λογοτεχνίας. Αναπλάθει τα γεγονότα του Πάθους από τα Ευαγγέλια και τη δημοτική μας ποίηση και φωτίζει το πεπρωμένο του σταυρικού θανάτου για τον Ιησού μέσ’ απ’ το μητρικό φίλτρο της Παναγίας.
«…Λοιπόν, θα μας έλεγε ο Τζανής όλη την Ακολουθία του Πάσχα, και θα ψέλναμε όλοι μαζί το Χριστός ανέστη. Θ’ ανάβαμε και τα σπαρματσέτα, να κάμουμε την κεροδοσιά να φεγγοβολήσει τ’ αμπρί.
Δεύτε λάβετε φως εκ του ανέσπερου φωτός!…»
Μέσα στην παγωνιά και το σκοτάδι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στήνει ο Μυριβήλης (Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια, Η Ζωή εν Τάφω) δεξιοτεχνικά την κατανυκτική ατμόσφαιρα της πίστης που καλούν οι γιορταστικές μέρες, για να καταλύσει ξανά ο απρόοπτος θάνατος του εμψυχωτή ήρωά του.
«… Ο Γιώργος χώθηκε καταντροπιασμένος μέσα στο πλήθος και χάθηκε, ενώ οι άλλοι, μαζί τώρα, γονιοί και παιδιά, με τις λαμπάδες αναμμένες, γύρισαν στα σπίτια τους συμφιλιωμένοι και αγαπημένοι όπως άλλοτε. Την άλλη μέρα δυο αρνιά ψηνόντουσαν στην αυλή του Θάνου… Κι ενώ οι μεγάλοι, γύρω απ’ τη φωτιά, κουβέντιαζαν παρακολουθώντας το ψήσιμο των λαμπριάτικων αρνιών, αυτός με τη Φρόσω, πίσω από μια πασκαλιά, άλλαζαν το πρώτο τους φιλί».
Με καθαρά γιορταστικό χαρακτήρα, μια ιστορία ενός παιδικού έρωτα που κάνει ένα ουσιαστικό βήμα μέσα στη χαρμοσύνη του Πάσχα.
«… Ετούτη την Ανάσταση την ώρα που βγαίνει ο Κύριος απ’ τον τάφο κι ανεβαίνει στη δόξα του, έπρεπε να τους σηκώσει κι αυτούς απ’ το δικό τους. Το πώς, δεν ήτανε δικός τους λογαριασμός. Ο Θεός έχει δρόμους, που σαστίζει ο νους τ’ ανθρώπου…»
Στο χρονικό του ο συγγραφέας (Μαντώ Μαυρογένους, Ο Γέρος του Μοριά, Το Εικοσιένα και η Κρήτη) αναβιώνει την ανεκδοτολογική παράδοση για τον εξισλαμισμό της Καραμουραταριάς. Οι ήρωές του χρησιμεύουν για να ολοκληρώσει τη ζοφερή του παράσταση, τη συλλογική τραγωδία που κορυφώνεται μέσα στο Πάσχα.
«Ένα χρόνο βαστούσε κιόλας η πολιορκία. Σε λίγες μέρες κλείνει ο χρόνος. Απρίλης μήνας πάλι…Ξημέρωσε Σάββατο του Λαζάρου. Τι να δεις; Όλες οι γυναίκες φορτωμένες τραβούσαν κατά τις ντάπιες…
…- Καλή ψυχή, παιδιά!
– Καλή ψυχή! Αποκρίθηκαν όλοι.
– Να ζει το Μεσολόγγι! Έμπηξε κάποιος μια κραυγή.
– Να ζει το Μεσολόγγι! Απάντησαν όλοι.
Ο γερο- Καψάλης έβαλε φωτιά στο φιτίλι».
Διήγηση καθαρά ιστορική μας μεταφέρει το ρίγος μιας τρομερής στιγμής του απελευθερωτικού Αγώνα: της εξόδου των Μεσολογγιτών (Πάσχα του 1826).
«… Ο τιμονιέρης του καραβιού, ορθός κι ασάλευτος σα μοίρα, κρατώντας με τα δυο χέρια του τη ρόδα, κάρφωνε τα μάτια του στον ορίζοντα, εκεί που ένα κατακόκκινο φεγγάρι στάλαζε στο πέλαγος το αίμα της Μεγάλης Πέμπτης».
Αναπτύσσει μιαν υπόθεση σύγχρονη. Στην ευχάριστη ανάγνωση συνεισφέρει εκτός από το θέμα και ο προσωπικός τόνος της αφήγησης.
«Το Πάσχα του 1827 δεν ήταν χαρούμενη για τους πολεμιστές μας. Πολλές ατυχίες, πολλά λάθη των, και ιδίως η καταραμένη διχόνοια, που είχε σταματήσει την ορμή των παλικαριών, δεν προμηνούσε τίποτε το ευχάριστο για το μέλλον. Έπειτα από έξι χρόνων αγώνες και θυσίες, οι Έλληνες με πόνο έβλεπαν ότι η ελευθερία δεν ξαναγύριζε στα ελληνικά χώματα…».
Αναπλάθει μια διήγηση αυτόπτη, από τα γεγονότα που σφράγισαν τη Λαμπρή του 1827 (έκτο χρόνο της Ελληνικής Επανάστασης).
«Πιστεύω να συγχωρέσει την αποκοτιά μου ο Χριστός, όντας εγώ, ο ταπεινός και βασανισμένος δούλος του, καταπιάστηκα να γράψω, καταπώς λένε, απόκρυφο Ευαγγέλιο για τη ζωή του. Μπορεί έτσι, αν ευδοκήσει, να κατέβει από τους ουρανούς, και να τον απαντήσουμε ξανά ανάμεσά μας. Να σμίξει ένα κόσμο πολύ πιο πικραμένο και σκληρό από κείνο όπου ήλθε να λυτρώσει την πρώτη φορά, σηκώνοντας στους ώμους του τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ως φαίνεται, το φορτίο, ήτανε ασήκωτο. Κι οι αμαρτίες έμειναν όλες στη Γη, μέσα στο κορμί, την καρδιά και το νου μας…»
Όχι σαν παρατηρητής, αλλά σαν πιστός, ο Λουκής Ακρίτας (Νέος με καλάς συστάσεις, Ο Κάμπος, Αρματωμένοι), σκιτσάρει την κοινωνική εκδοχή του χριστιανισμού, μέσα από μια γρήγορη βιογράφηση του Ιησού, που κορυφώνεται στον σταυρικό του Θάνατο. Στο επίκεντρο του προβληματισμού βρίσκεται η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
«… Λένε πως αυτός πέρασε κάποια Μεγάλη Τρίτη κι έρριξε μια ματιά προς το μέρος που η γυναίκα στηθοκοπιόταν, χωρίς να διακρίνη καλά τίποτε άλλο από ένα μαύρο ίσκιο που η τύψη τον ανέμιζε μπροστά στις εικόνες. Κάπου το είχε μάθει κ’ η περιέργεια μόνο τον έφερε. Δε στάθηκε παρά λίγα λεπτά. Δε λυπήθηκε, δε μετάνοιωσε. Κουτσαίνοντας λίγο- επειδή τώρα τελευταία το ένα του πόδι βάρυνε- παραμέρισε τον κόσμο κι έφυγε, πιστεύοντας πάντα πως αυτό που έγινεν ήταν καλά γινωμένο».
Ανθρώπινα μυστικά κι ανθρώπινα πάθη από τον συγγραφέα των «Ψηλών Βουνών». Ο γολγοθάς της Μαριγούλας και η υπερβατική συνομιλία της με τον Εσταυρωμένο.
«Ποτέ δεν θα το λησμονήσω! Και μόνον η ανάμνησίς του με γοητεύει και τώρα ακόμη. Τι εύμορφον Πάσχα! Νομίζω ότι έκτοτε δεν είδα πλέον τοιούτο φαιδρόν, τοιούτο μελωδικόν κ’ ευώδες Πάσχα. Όλα εγελούσαν ως μικρά παιδία…»
Η Ανάσταση μέσα από τους θαλασοδαρμένους ναύτες αλλά και από τους απλούς ανθρώπους ενός χωριού, τα παιδιά, τον καντηλαναύτη, με κεντρικό άξονα την νίκη επί του θανάτου, όσον αφορά το συγγραφικό μήνυμα.
ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: «Χιονισμένο Πάσχα»
«…Τη αυγή πάνου από την κορφή του χιονισμένου βουνού, που άστραφτε σα χρισμένο με καλάι, πρόβαλε ένας μεγάλος πορφυρός ήλιος, ένας ήλιος λαμπριάτικος. Όλη η λαγκαδιά, φρεσκολουσμένη, τίναζε τη λιγοήμερη νάρκη, λαχταρώντας τα ζεστά του χάδια. Η νοτισμένη γη, που εδώ- εκεί ασπρολογούσε από τα λείψανα του χιονιού, ανάδινε βαριά, μεθυστικά μύρα.
Αναστάσεως ημέρα έψαλε ο «θεολόγος», βαρώντας μ’ ένα λιθάρι το φτωχό σήμαντρο του ερημοκλησιού…»
Περιπετειώδες και θρησκευτικό συνάμα (ένα από μια πλειάδα πασχαλινών διηγημάτων που έχει γράψει ο συγγραφέας), διαδραματίζεται στο ιδανικότερο περιβάλλον.
«… Για όλα τούτα, και για άλλα δε θυμούμαι καλά αυτή τη στιγμή, καμάρωνα κι όλο καμάρωνα στο λαμπριάτικο τραπέζι. Κι ήταν η γλυκύτερη αμοιβή της αγρύπνιας μου ο στοργικός λόγος που έπεσε από τα χείλη της μητέρας, καθώς κοίταζε τα μικρότερα αδέλφια, που είχανε σχεδόν αποκοιμηθεί στα καθίσματά τους:
– Και του χρόνου, παιδί μου. Εσύ μεγάλωσες πια!
Ναι, είχα μεγαλώσει μέσα σε μια νύχτα. Κι ήταν η νύχτα της Λαμπρής».
Πλημμυρισμένο από νοσταλγία για την παιδική βίωση της γιορτής είναι η «Μακρινή Ανάσταση» του συγγραφέα (Αστροφεγγιά και Χαμοζωή, Αιχμάλωτοι). Με τρυφερότητα ο συγγραφέας ανακαλεί την πάγκοινη εμπειρία της πρώτης παρουσίας στο κατανυκτικό μεσονύχτι της Ανάστασης.
«Ακριβώς ένα μήνα πριν απ’ το Πάσχα, ο κυρ- Διονυσάκης απόκτησε ένα αρνί. Αυτό έγινε κυριολεκτικά στην τύχη…
Έκανε μεταβολή και μπήκε αποφασιστικά στο σπίτι. Η κυρα- Μαρία με τα παιδιά τρομαγμένα στην ποδιά της, τον περίμεναν και τον κοιτάζανε κατάματα, σα να μπήκε μέσα ένας φονιάς.
– Άκου ‘δω, γυναίκα, της λέει. Κάτι θα βρεθεί να φάμε κι εμείς. Πάντως πρέπει να σου πω ένα πράμα: εγώ ποτέ στη ζωή μου δε σήκωσα μαχαίρι σε ζωντανό! Αυτός είμαι- αν σ’ αρέσω…»
Μέσα στο πασχαλινό περιβάλλον, η «Πασχαλινή Ιστορία» του Καλιότσου (Τα Ξύλινα σπαθιά, Το συμπόσιο, Πατέρας και γιος), διασκεδάζει με την ανικανότητα του συμπαθητικού ήρωα να σφάξει, για το Πάσχα, ένα αρνάκι που έτυχε λίγες μέρες πρωτύτερα να κερδίσει άθελά του.
«Ο Χριστός ανάστησε τον Λάζαρο πριν να σταυρωθή, για να πιστέψουνε στη δύναμη του οι Ιουδαίοι και για να στερεωθή η πίστη στους μαθητές του, όπως πρωτήτερα είχε μεταμορφωθή στο όρος Θωβώρ για την ίδια αιτία…»
Ο ολόφρεσκος κι ανεπιτήδευτος λόγος του Κόντογλου παραθέτει σ’ αυτό το βιβλίο τα Ευαγγελικά γεγονότα της μεγάλης βδομάδας ξεκινώντας από την Ανάσταση του Λαζάρου και φτάνοντας και μετά την Λαμπρή, ως την Ανάληψη του Κυρίου.
«…Λάβετε, φάγετε… όλοι πλησιάζαμε με χαρά και σεβασμό να κοινωνήσουμε το αναστημένο σώμα και αίμα του Χριστού.
Μετά το αντίδωρο φεύγαμε παρέες παρέες με αναμένες λαμπάδες για να μεταφέρουμε το άγιο φως στο σπίτι, ν’ ανάψουμε το καντήλι στις εικόνες.
Η Καλαμάτα στην αναστάσιμη δόξα της. Άνοιξη, ανοιχτές οι καρδιές. Παιδικό ή νεανικό Πάσχα με κρύο, ή βροχή δεν θυμάμαι’ ούτε λύπη σ’ αυτή την πιο μακριά μέρα του χρόνου, που άρχιζε στις 12 της προηγούμενης νύχτας. Στην πλατεία χωρίζαμε με την Ελένη, για να ξανασυναντηθούμε τα’ απόγευμα στον εσπερινό της αγάπης».
Στη σειρά «Οι Μεγάλες γιορτές μας», κυριολεκτικά, «το Πάσχα της Αννούλας». Ένα παιδί βιώνει την Σαρακοστή, τον Ευαγγελισμό και το Πάσχα.
Μυθιστόρημα του συγγραφέα (Συμπαίχτες, Ο χορός των ρόδων, Κυριακάτικες ιστορίες) με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αυτοσαρκασμό, χιούμορ και υπαρξιακά διλήμματα. Η εσωτερική ανάσταση κάθε ανθρώπου.
«… και κάτω η θάλασσα γαλήνια κι αινιγματική, ανάμεσα στο νησί μας και στην Ιωνία, να δείχνει πάντα το δρόμο προς την Ανατολή του ελληνικού φωτός, προς τις αλλοτινές πατρίδες, να κρατάει στη μνήμη ακοίμητο κι απέθαντο τον παράδεισο της αντικρινής στεριάς, που κάποτε εκεί ζούσε τα Πάθη του και την Ανάστασή του ο Ελληνισμός. Τη μοναδική Ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα του…
Ποιος ξέρει! Ίσως… Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι.. Τίποτα δεν χάνεται, όταν είναι μέσα στη σκέψη μας. Απολύτως τίποτα δεν πάει χαμένο. Ζει και θα ζει αιώνια».
Ένα παιδί βιώνει το Πάσχα στη Χίο και οι Αλύτρωτες Πατρίδες ζουν αναστημένες στην καρδιά μας.
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΞΕΝΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ («Πασχαλινά Διηγήματα», Εκδ. «Gutenberg», σχόλια: Δημήτρης Αρμάος).
Με δεξιοτεχνικό «συγγραφικό δόλο» και καλή ιστορική εποπτεία ο Ανατόλ Φρανς ζωγραφίζει στον «Έπαρχο της Ιουδαίας» τους όρους ζωής και δράσης του Ιησού μεταξύ των ρωμαιοκρατουμένων Εβραίων, μετρώντας το βαθμό που έγινε αντιληπτό στην εποχή του το θείο Πάθος.
Ο χιλιανός συγγραφέας δίνει μέσα από το διήγημα του στην πασχαλινή ατμόσφαιρα έναν εντελώς εξωτικό τόνο. Σ’ αυτό την ανάγκη της Ανάστασης καλεί μια εκθαμβωτική παραζάλη γεμάτη αποκρυφιστικά σύμβολα.
Ο νομπελίστας συγγραφέας (Βραβείο Νόμπελ 1954) των βιβλίων «Ο αποχαιρετισμός στα όπλα» και «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», στο διήγημά του αυτό, προσπαθεί με τον μέγιστο δυνατό ρεαλισμό να εικάσει την απήχηση του Πάθους στους πρακτικούς αυτουργούς του κι εκφράζει παράλληλα το περιώνυμο χριστιανικό αίσθημα της αιώνιας ενοχής του ανθρώπου για την σταύρωση του Θεού.
Ο Μπόρχες, στοχαστής, ποιητής, συγγραφέας (Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας, Ο Δημιουργός κ.α.) παθιάζεται με τη διανοητική περιπέτεια του πολιτισμού, μεθά με τις σκοτεινές του περιοχές, κι αυτό το αίσθημα επιζητεί ν’ αποκομίσει ο αναγνώστης σχετικά με τα κίνητρα και τις κινήσεις του ανθρώπινου μοχλού στο θείο Πάθος.
Ο ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας περιγράφει ένα γνωστό πασχαλινό έθιμο της καθολικής εκκλησίας στη Ν. Ιταλία: την αναπαράσταση της πορείας προς το Γολγοθά και της Σταύρωσης.
Ο γερμανός συγγραφέας, χωρίς να στέκεται στα ζητήματα της θειότητας του Χριστού και των θαυμάτων, απορεί για τη φοβερή σκληρότητα που η αφοσίωση μπορεί ν’ ανεχθεί και η ανώτερη φύση να επιδείξει, προκειμένου να λάμψει η δύναμη και η αρετή.