ΠΗΓΗ:https://www.neolaia.gr/2020/03/21/i-pandimia-sti-zografiki-ke-ti-logotexnia/#.Xrv1r9FYOmY.facebook
Η μάσκα του κόκκινου θανάτου – 1842
Του Έντγκαρ Άλλαν Πόε (1809 – 1849)
Στο διήγημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, «Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου», η πλοκή ακολουθεί την ιστορία του πρίγκιπα Πρόσπερο, στην προσπάθειά του να αποφύγει έναν θανατηφόρο λοιμό, γνωστό και ως Κόκκινος Θάνατος, ενώ βρίσκεται κρυμμένος στο αβαείο του.
Ο Κόκκινος Θάνατος αποτελεί μια φανταστική αρρώστια, η οποία, σύμφωνα με τις περιγραφές του Πόε, προκαλεί οξείς πόνους, εκκρίσεις αίματος, ζαλάδας και τελικά κατάρρευση, οδηγώντας το άτομο σε θάνατο σε λιγότερο από μισή ώρα.
Η ιστορία έχει πολλά στοιχεία γοτθικής λογοτεχνίας και συχνά αναλύεται ως μια αλληγορία του αναπόφευκτου ερχομού του θανάτου, ενώ έχουν δοθεί πολλές και διαφορετικές ερμηνείες για τον καθορισμό της πραγματικής φύσης της συγκεκριμένης ασθένειας.
Από τη μια, θεωρείται πως η αρρώστια του κόκκινου θανάτου είναι εμπνευσμένη από τη φυματίωση, καθώς η γυναίκα του Πόε, Βιργινία, έπασχε από την ασθένεια όταν ο Πόε έγραφε την ιστορία. Όπως και ο πρίγκιπας Πρόσπερο, έτσι κι ο Πόε αγνοούσε τους κινδύνους της ασθένειας, ενώ και η μητέρα και ο αδερφός του, αλλά και η ανάδοχος μητέρα του, πέθαναν επίσης από φυματίωση.
Μια εναλλακτική ερμηνεία, από την άλλη, θέλει τον Κόκκινο Θάνατο να αναφέρεται στη χολέρα, καθώς ο Πόε είχε ζήσει μια επιδημία χολέρας στην Βαλτιμόρη του Μαίρυλαντ το 1831, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για τη βουβωνική πανώλη, γνωστή και με το όνομα Μαύρος Θάνατος.
Βαρδιάνος στα σπόρκα – 1893
Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851 – 1911)
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (πέρα από συγγραφέας που έχει στιγματίσει τα μαθητικά μας χρόνια, βλέπε «Φόνισσα» και «Όνειρο στο Κύμα»), είναι ένας από τους διαπρεπέστερους Έλληνες λογοτέχνες («μπαμπάς» των ελληνικών γραμμάτων – αν μας επιτρέπεται ο όρος), με τα διηγήματά του να κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ο «Βαρδιάνος στα σπόρκα» διηγείται την ιστορία της γριάς-Σκεύως, η οποία μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (μολυσμένα, επιχόλερα καράβια) για να να σώσει τον γιο της.
Προκειμένου να δει και να περιποιηθεί το παιδί της, που είχε προσβληθεί από χολέρα, η γριά Σκεύω καταφέρνει, ντυμένη αντρικά, να την προσλάβουν ως «βαρδιάνο» στα καράβια και τελικά πετυχαίνει τον σκοπό της.
Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η επιδημία της χολέρας που έπληξε την Ευρώπη το 1865 (ο Παπαδιαμάντης ήταν τότε δεκατεσσάρων χρονών και θυμάται ζωηρά τις λεπτομέρειες) και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβε η τότε ελληνική κυβέρνηση.
Η πανούκλα – 1947
Του Αλμπερ Καμύ (1913 – 1960)
Ο πόλεμος -αυτή η «μαύρη πανούκλα»- ξεσπά στην Ευρώπη. Η Γαλλία σπαράζει στις όχθες του Σομ και του Λουάρ, εκατομμύρια οι αιχμάλωτοι στα κρεματόρια. Ο πόλεμος κάνει πιο έντονο τον χωρισμό, την απουσία, την αρρώστια, την ανασφάλεια. Μήπως, όμως δεν είμαστε πάντα υπό απειλή, αποκομμένοι, εξόριστοι, σαρακοφαγωμένοι, όπως το φρούτο από το σκουλήκι;
Η «Πανούκλα», το δεύτερο μετά τον «Ξένο» μεγάλο μυθιστόρημα του Καμύ, καταγράφει τη συμπεριφορά των ανθρώπων σ’ έναν κόσμο που μοιάζει πλέον να μην έχει σκοπό και μέλλον, σ’ έναν κόσμο πνιγηρής επανάληψης και μονοτονίας. Αυτό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους δεν είναι η αυτοκρατορία της σάρκας τους, αλλά οι σιωπές, οι κρυφές πληγές τους, οι σκιές που ρίχνουν στις προκλήσεις της ζωής.
Η άρρωστη πολιτεία – 1914
Της Γαλάτειας Καζαντζάκη (1881 – 1962)
Η Γαλάτεια Καζαντζάκη ήταν η πρώτη στην ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα που ανέδειξε το ζήτημα της λέπρας, μέσα από μια ερωτική ιστορία.
Η «Άρρωστη πολιτεία» αποτελεί μια νουβέλα της συγγραφέως για το νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, η οποία δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1914 από την ίδια, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη.
Η πλοκή στην «Άρρωστη πολιτεία» ακολουθεί τα αντικρουόμενα συναισθήματα και τις σκέψεις που γεννούν στην ηρωίδα, τόσο η αρρώστια και ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο νησί των λεπρών, όσο και ο έρωτας που γνωρίζει στο πρόσωπο ενός δασκάλου. Η πρωταγωνίστρια είναι μια υπερήφανη κοπέλα, που διχάζεται ανάμεσα στην απελπισία, στη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει σωτηρία, και στη «χαρά του έρωτα» που συνάντησε αναπάντεχα στην «πολιτεία των λεπρών».
Το νησί των σημαδεμένων: Σπιναλόγκα – Η Άρρωστη Πολιτεία – 1933
Του Θέμου Κορνάρου (1906 – 1970)
Στον υποβλητικό βράχο της Σπιναλόγκας περπάτησαν, ερωτεύτηκαν, μαρτύρησαν και επιβίωσαν για μισό περίπου αιώνα, άνθρωποι που προέρχονταν από την «απέναντι όχθη», θύματα μιας ολόκληρης εποχής. Στο καστρόχτιστο νησί του Μεραμπέλλου, σ’ έναν χώρο ταυτισμένο με την προκατάληψη, έχτιζαν την ζωή τους από την αρχή οι εκτοπισμένοι, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τις κοινωνικές αντιξοότητες, ώστε να προετοιμάσουν μια αξιοπρεπή αποχώρηση από τον «επίγειο παράδεισο». Ο αποκλεισμός αυτών των ανθρώπων και η καθημερινότητά τους υπήρξαν για πολλά χρόνια ζητήματα ταμπού για την ελληνική κοινωνία και την πεζογραφία της.
Δύο Έλληνες συγγραφείς, ωστόσο, τόλμησαν να θίξουν το ζήτημα της λέπρας, γράφοντας εν θερμώ δύο συγκλονιστικά κείμενα που έμειναν στην Ιστορία: Από τη μια, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, που, όπως αναφέραμε παραπάνω, δημοσίευσε την «Άρρωστη πολιτεία» το 1914, και, από την άλλη, ο Θέμος Κορνάρος, που το 1933 έδωσε στον έξω κόσμο τη δική του καταγγελτική μαρτυρία με τον τίτλο «Σπιναλόγκα».
Τα δύο αυτά κείμενα, της Καζαντζάκη και του Κορνάρου, δημοσιεύονται πρώτη φορά μαζί, ώστε να δημιουργήσουν στον αναγνώστη μια ολοκληρωμένη και ρεαλιστική εικόνα, για «Το νησί των σημαδεμένων», που συγκινεί μέχρι σήμερα όποιον το επισκέπτεται, είτε από την απέναντι ακτή, είτε μέσα από τα βιβλία.
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας – 1985
Του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (1927 – 2014)
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ήταν ένας σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, που θεωρείται μέχρι σήμερα ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού, αλλά κι ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς, όχι μόνο της ισπανόφωνης, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. («Εκατό χρόνια μοναξιά» (1967), «Το φθινόπωρο του Πατριάρχη» (1975), «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» (1981), «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» (1985)
Το μυθιστόρημα «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» παρακολουθεί την τραγική ιστορία αγάπης ανάμεσα στον νεαρό Φλορεντίνο Αρίσα και στη συνομήλική του, Φερμίνα Δάσα, η οποία και διακόπτεται απότομα από τη σφοδρή αντίδραση του πατέρα της.
Ο Φλορεντίνο θα παραμείνει συναισθηματικά ανάπηρος σχεδόν για όλη του τη ζωή, μη μπορώντας να την ξεχάσει, ενώ αντιθέτως η Φερμίνα υποκύπτει στα θέλγητρα ενός γοητευτικού και έμπειρου γιατρού, φτιάχνει οικογένεια και εκλογικεύει την απώλεια του πρώτου άντρα στη ζωή της.
Με φόντο τις ακτές της Καραϊβικής και δαμόκλειο σπάθη την τρομερή αρρώστια της εποχής, τη χολέρα, οι δύο πρωταγωνιστές επιζούν σαν να είναι απρόσβλητοι από την επιδημία, λόγω της δύναμης με την οποία ερωτεύτηκαν και θα συναντηθούν μόνον όταν ο σύζυγος της Φερμίνα πεθάνει και το πεδίο για τον Φλορεντίνο είναι και πάλι ελεύθερο.
«Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν’ ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει μια για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανιούχο χρυσό.
Βρήκε το πτώμα σκεπασμένο με μια κουβέρτα, στο ράντσο που κοιμόταν πάντα, κοντά σ’ ένα σκαμνί με μια μικρή λεκάνη που ο νεκρός είχε μεταχειριστεί για να εξατμίσει το δηλητήριο. Στο πάτωμα, δεμένο στο πόδι του ράντσου, βρισκόταν το ξαπλωμένο σώμα ενός μεγάλου μαύρου δανέζικου σκύλου με χιονάτο στήθος κι από κοντά οι πατερίτσες. Το δωμάτιο, που χρησίμευε για κρεβατοκάμαρα και εργαστήριο ταυτόχρονα, πνηγηρό και στενάχωρο, μόλις είχε αρχίσει να φωτίζεται από τη λάμψη της αυγής μέσα από τ’ ανοιχτό παράθυρο, αλλά το φως ήταν αρκετό για ν’ αναγνωρίσει την εξουσία του θανάτου.»
Περί τυφλότητος – 1995
Του Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-2010)
Ένας άνθρωπος χάνει ξαφνικά το φως του. Τα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης κλιμακώνονται και η κυβέρνηση αποφασίζει να βάλει σε καραντίνα τους τυφλούς. Ο Πορτογάλος συγγραφέας, Zοζέ Σαραμάγκου, έχει υπολογίσει, με γραφειοκρατική ακρίβεια, όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν σ’ έναν κόσμο που χάνει την όρασή του. Για πόσο καιρό η κίνηση στους δρόμους θα είναι ομαλή; Για πόσο καιρό θα επαρκούν τα τρόφιμα για τις πεινασμένες ορδές; Πόσος χρόνος χρειάζεται για να καταρρεύσει η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, αερίου και νερού; Τι θ’ απογίνουν τα κατοικίδια; Oι σεξουαλικοί φραγμοί; Πόσοι τυφλοί φτιάχνουν μια τυφλότητα;
Kαι τέλος:
Σε έναν κόσμο τυφλών, τι θα έκανες αν έβλεπες;
Ο Λοιμός – 1972
Του Αντρέα Φραγκιά (1921- 2002)
Ο Λοιμός χαρακτηρίστηκε ως μία από τις ευτυχείς στιγμές της μεταπολεμικής πεζογραφίας και γι’ αυτό θεωρείται το σημαντικότερο έργο του Αντρέα Φραγκιά, χάρη στην απλή γλώσσα και την εκφραστική του λιτότητα, αναδεικνύοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην απρόσωπη εξουσία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
«Οι μύγες και οι πέτρες είναι λοιπόν δυο βασικά στοιχεία της φύσης. Μ’ αυτά τα δύο μετριέται η ζωή σου την ημέρα. Το νύχτα, το μέτρο αλλάζει. Έτσι γινόταν -λες- από την αρχή του κόσμου. Πέτρες και μύγες. Όλα σου τα χρόνια κουβαλούσες πέτρες και μάζευες μύγες. Θα πεθάνεις απλώνοντας το χέρι να χουφτιάσεις μια που σου ξεφεύγει. Για να λιγοστέψεις έτσι το χρέος σου πάνω στη Γη. Στη μερίδα σου καταγράφονται πόσες μύγες έχεις πιάσει σ’ όλη σου τη ζωή, πόσες φορές σου έχει πέσει η πέτρα από τα χέρια κι η ολοφάνερη απροθυμία σου να φωνάξεις από το βουνό, πως είσαι ένα χαμένο και γελοίο υποκείμενο. Όλοι οι άνθρωποι, όπου κι αν βρίσκονται, αγωνίζονται την ημέρα με τις μύγες και το βράδυ με τον φόβο. Τα χρέη διπλασιάζονται, οι λογαριασμοί έχουν ανέβει πάρα πολύ και κανένας δεν ξέρει ακριβώς πόσα χρωστάει κι αν είναι απόψε η δικιά σου νύχτα. Αλλά και να μάθεις σήμερα πόσες μύγες χρωστάς, αύριο θα είναι αλλιώς, αφού από ώρα σε ώρα μπορεί να αυξηθεί κάποιο υπόλοιπο. Πόσο αξίζει τάχα μία μύγα;».
Graffito – 2009
Του Παύλου Μάτεσι (1933 – 2013)
Αν παρουσιαστεί στη Bουλή αιφνίδια θανατηφόρα, μεταδοτική ασθένεια;
Aν, για να εμποδίσει εξάπλωση του λοιμού, η Xωροφυλακή χτίσει πόρτες και παράθυρα της Bουλής, μεταφέρει συγγενείς των πολιτικών και δωρολήπτες στην πλατεία της και πραγματοποιήσει ολοκαύτωμα;
Aν ορισμένα πτηνά από τη Bουλή, που θα ανέλθουν «ψηλά», μεταδώσουν το μίασμα σε ουράνια πλάσματα; Aν τα αγάλματα βγουν γαλήνια από τα μουσεία και ζητήσουν ένα ποτήρι νερό;
Kαι εάν ο πολίτης θεάται και τα μετέπειτα έργα του λοιμού: την πρωτεύουσα μεταποιημένη σε επίπεδη, ανθηρή πεδιάδα, όπου οι κάτοικοι (πρώην 6 εκατομμύρια, τώρα 6 χιλιάδες) ευτυχούν πλέον, και όλα τα ανωτέρω τα δουν ως happy end και αποφασίσουν ότι: Bουλή, Nόμοι, Kράτος, τούς είναι περιττά;