Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

Γιώργος Σεφέρης: Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα

 







Γιῶργος Σεφέρης - Κίχλη - Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα




Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα

«ΚΙΧΛΗ»

Δαίμονος ἐπιπόνου κατὰ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα,

τί μὲ βιάζεσθε λέγειν, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι.

(Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ)

Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι
ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παράθροφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα-
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χάθηκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.

Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω-
ἀκόμη κα 
μιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς

μ᾿ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ᾿ ρθει νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει-

ἤ, μιὰ γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παράθυροφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.

Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.

Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα

Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μοῦ τὰ πῆραν.
Ἔτυχε νά ῾ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει τὸ κυνῆγι
εἴταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.

Μὴ μοῦ μιλᾷς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.

Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χαθῆκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.

Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεββάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει

ἢ μία γυναῖκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παραθυρόφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πῶς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.

Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.




Tο Σπίτι ως Πατρίδα στον Λόγο του Σεφέρη

Από Ηρακλή Μήλλα (1999-2002). Ανέκδοτο

Tο Σπίτι ως Πατρίδα στον Λόγο του Σεφέρη

     Περιδιαβάζοντας το έργο του Σεφέρη και ειδικά τις ‘Μέρες’, παρατήρησα ότι το ‘πατρικό σπίτι’, δηλαδή το σπίτι των παιδικών χρόνων του ποιητή στην Σκάλα κοντά στην Σμύρνη,  του θυμίζει την ‘πατρίδα’ και ότι αυτή η ανάμνηση τον συγκινεί αφάνταστα. Ενώ η ‘Ελλάδα’, ο ελλαδικός χώρος και ο ελληνισμός, με τον οποίο επίσης ταυτίζεται και ο οποίος εκλαμβάνεται μέσα σε ένα διαχρονικό και ιστορικό πλαίσιο, παρουσιάζεται δίχως να φέρει τους εξίσου φορτισμένους και συναισθηματικούς χαρακτηρισμούς.  

Η διαφορά μεταξύ του σπιτιού και του ιστορικού χώρου, δηλαδή από την μία του καθαρά προσωπικού χώρου και από την άλλη του κοινωνικού,  του συγκεκριμένου και του ιστορικού, δηλαδή του βιωμένου και του φαντασιακού (του νοερού), όπως αυτό προβάλει μέσα από τον λόγο του ποιητή, έγκειται στην συγκινησιακή σχέση των δύο. 

Το σπίτι τον μαγνητίζει, τον μαγεύει, τον ακολουθεί, τον πνίγη με τις μνήμες.

 Ενώ ο εθνικός χώρος τον συγκινεί μεν αλλά του παρέχει και της ευχέρεια να μπορεί να κρίνει, να αναλύει, με άλλα λόγια να αποστασιοποιείται. 

Ο ελλαδικός χώρος κάποτε τον πληγώνει, του θυμίζει καημούς του γένους, την ύπαρξη άλλων ανθρώπων, που του φορτώνουν υποχρεώσεις, καθήκοντα, κάποτε τον κουράζουν, τον εκνευρίζουν. 

Την πατρίδα ως σπίτι την δέχεται ως έχει, ενώ την πατρίδα της πατριδογνωσίας  την αντιμετωπίζει μέσα από μια διαμάχη και σύγκρουση, με κριτική διάθεση και μπορεί μέσα από μια αντιπαράθεση, πάντα βέβαια με αγάπη, με έννοια και με φροντίδα.

     Θέλησα να αντιπαραβάλω την έννοια της ‘πατρίδας’ με αυτές τις δύο συνιστώσες: με το ‘σπίτι’ και την ‘χώρα’. Θα προσπαθήσω εδώ να βγάλω μερικά συμπεράσματα που άπτονται των πολύ κοινών ανθρωπίνων καταστάσεων αλλά  που έχουν και μια ιδεολογική/πολιτική  διάσταση, αντικείμενο της πολιτικής επιστήμης.

*

     Η πατρίδα υπάρχει αν και κάποτε μένει μακριά. Το σπίτι όμως του λείπει και το όραμα του πάντα τον ακολουθεί. Σε  τέτοιο βαθμό που θα είναι δυνατή μια νέα ανάγνωση του ποιητή με γνώμονα αυτή και μόνο τη μνήμη. 

Στην Κίχλη με τις πρώτες κιόλας λέξεις ο ιδιωτικός αυτός χώρος προβάλει σαν κάτι το ζωντανό, σαν μια φυλή, σαν ένα μωρό, με ανθρώπινα καμώματα: κεντά, χαμογελά, πεισματώνει.

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν

.........

δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια

ξέρω πώς έχουν τη φυλή τους, τίποτα άλλο.

Καινούρια στην αρχή, σαν τα μωρά

που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου

κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες

γυαλιστερές πάνω στη μέρα.

Όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζούν

ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν

μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν

μ’ άλλους που θα γύριζαν αν μπορούσαν

ή που χάθηκαν, τώρα που έγινε

ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

     Σημειώνω το ‘θα γύριζαν αν μπορούσαν’. Είναι νομίζω μια εξομολόγηση. 

Στο δοκίμιο του ‘Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη’ γράφει ότι ο Οδυσσέας ‘έχει στο νου του άλλα πράγματα: το δικό του σπίτι. Θα ήθελες να ονομάσουμε αυτό το δικό του σπίτι, το φως;’ Το σπίτι είναι το φως για τον ξενιτεμένο Οδυσσέα, και όχι μόνο:  ‘συλλογίζεται αυτό το αλλόκοτο πράγμα που ο κόσμος ονομάζει σπίτι.

Καταλήγει να το βλέπει σα ζωντανό άνθρωπο, ή σα φάσμα ανθρώπου’ (Δοκιμές Β’, σ. 34).

     Ξέρουμε ότι η εγγραφή της ‘Κίχλης’ τελείωσε στις 31 Οκτωβρίου του 1946 (Μέρες Ε’, σ. 76). 

Μας εξηγεί το λόγο που αναφέρει την Σμύρνη σ’ αυτό το ποίημα: ‘γιατί’ γράφει,  ‘έζησα εκεί παιδί’ (Δοκιμές Β’, σ. 36). 

Καταλαβαίνουμε ότι κάποιοι ξενιτεμένοι θέλουν να γυρίσουν εκεί αλλά δεν μπορούν και περιφέρονται στο απέραντο ξενοδοχείο. 

Παλαιότερα, το 1938, θα γράψει για ‘Τον Γυρισμό του Ξενιτεμένου’ και για την ‘Piazza San Nikolo’ (Ημερολόγια Καταστρώματος, Α’).

Γυρεύω τον παλιό μου κήπο

..........

κι όμως σαν ήμουνα παιδί

έπαιζα πάνω στο χορτάρι

κάτω από μεγάλους ίσκιους

κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές

ώρα πολλή λαχανιασμένος.

......

Γυρεύω το παλιό μου σπίτι

με τ’ αψηλά τα παράθυρα

σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό

γυρεύω την αρχαία κολόνα

που κοίταζε ο θαλασσινός

και

Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα από παλιές κορνίζες

ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας στα σκαλοπάτια

το χέρι που φτιάνει τα σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα

τα χείλια που σβήνουν τη φλόγα του κεριού.

*

     Όλες αυτές οι παραστάσεις επαναλαμβάνονται στον πεζό λόγο του ποιητή. Η αντιπαραβολή του ποιητικού και του πεζού λόγου αναβιβάζει και τους δύο σε ένα επίπεδο καθαρότερης κατανόησης του κόσμου του Σεφέρη. Ποίημα και πεζός λόγος αλληλοσυμπληρώνονται. 

Ξέρουμε π,χ., ότι ο ποιητής επισκέπτεται το πατρικό του σπίτι  το 1950. Διαβάζουμε στις Μέρες, Ε’  για αυτό το σπίτι:

     ‘Από την άλλη όχθη του δρόμου, το μπροστινό κομμάτι του περιβολιού της γιαγιάς έχει γίνει δημόσιος κήπος... Πέρα από το περιβόλι, ξαφνιάστηκα που το μαγκανοπήγαδο βγάζει ακόμη νερό, το γύριζε ένας μικροσκοπικός γάιδαρος. Ζει και η μουριά που το ίσκιαζε, αλλά παρακάτω χάος: ούτε αμπέλια, ούτε λιόδενδρα, ούτε ροδιές, ούτε συκιές: ένας χέρσος τόπος. 

Από το άλλο μέρος, δεξιά, η πιο μεγάλη απουσία, ο γέρο-πλάτανος μας άφησε χρόνους, εκείνο το τεράστιο δέντρο που χαλνούσε τον κόσμο τ’ απογεύματα με το σπουργίτια του. 

Η εκκλησιά μας, ο Άη Νικόλας, έχει γίνει σχολείο. (Βλέπω την μάνα μου, με το ασημένιο εικόνισμα της Παναγιάς στην αγκαλιά της πηγαίνοντας εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο). Κάτι μένει από τ’ αντικρινά της σπίτια, όπου κατοικούσε ο Στέφανος ο Σιμιώνης, ο βαρκάρης μας’ (σ. 201).

     Αυτά επαναλαμβάνονται στα ποιήματα του: το περιβόλι, το μαγκανοπήγαδο, η μουριά, ο ίσκιος, το αμπέλι, οι συκιές,  ο πλάτανος, το σπουργίτια που χαλνούν τον κόσμο, ο Αη Νικόλας, η μάνα, ο βαρκάρης ή ο ψαράς.

Στις ‘Λεπτομέρειες Στην Κύπρο’ (Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’) διαβάζουμε:

Ήταν ωραία όλα, μια περιδιάβαση.

Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο – τ’αλακάτιν,

κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς

μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό,

γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;

Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή

βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου

γιατί την είπες φωνή πατρίδας;

     Είναι ρητορική η ερώτηση. Το σπίτι είναι πατρίδα για τον ποιητή. Και το ‘σπίτι’ των ποιημάτων δεν είναι άλλο από το σπίτι του στην Σκάλα των Βουρλών, όπου έζησε παιδί.

Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τους εδώ, αυτές τις κολόνες,

κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά

σε βούρλα και σε καλάμια νησιά

που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει

ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά

στην θάλασσα....

      Το Χειρόγραφο Σεπ. ’41 (αλλά ξανά δουλεμένο το 1954, σ. 71) ξεκινά με την πατρίδα του την Σκάλα:

 ‘Ήμουν δεκατεσσάρω χρονώ, τον Αύγουστο του 1914 όταν έφυγα από τη Σμύρνη. Είχα πολύ ζωντανά μέσα μου το συναίσθημα του τι θα πει σκλαβιά. 

Τα δύο τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει στην εξοχή, στην Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια’ (σ. 7).

     Το σπίτι λοιπόν είναι ο μόνος τόπος που μπορεί να ονομάσει πατρίδα... Όντως ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τέσσερις φορές την λέξη ‘πατρίδα’ στα ποιήματα του και σε όλες τις περιπτώσεις κάνει λόγο για το σπίτι του ή για κάτι που πλέον δεν έχει.

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες ...

μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας

(Μυθιστόρημα, Η’)

δεν ήξερα που να κοιτάξω μήτε κι εγώ, χωρίς πατρίδα

(Μυθιστόρημα, ΙΣΤ’)

Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο...

Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή...

γιατί την είπες φωνή πατρίδας;

(Λεπτομέρειες στην Κύπρο)

στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,

άραξα μονάχος μ’ αυτό το παραμύθι

(Ελένη)

     Υπάρχει δηλαδή το σπίτι ως πατρίδα όπου ‘βλάστησαν τα παιδικά (του) χρόνια’ Η λέξη ‘βλάστησαν’ μας παραπέμπει σε ένα άλλο χωρίο γραμμένο όταν ο ποιητής αντικρίζει το πατρικό του σπίτι το 1950. 

Το αίσθημα ότι η σχέση με αυτήν την ‘πατρίδα’ είναι σχεδόν βιολογική, σχέση με κάποιο φυσικό κόσμο:

      ‘Είναι ο τόπος σου, είναι ακόμη κάτι πιο βιολογικό, πιο πρωτόγονο, η έλξη  της γης σου – κάτι σαν το μαγνήτη της φωτιάς στην παγωνιά, σαν την πείνα και σαν το ίμερο. 

Δεν το’ χα νιώσει άλλη φορά, τούτο το συναίσθημα, έτσι...Όλα με τραβούν προς τα πίσω. Καθώς ακουμπώ την πένα, αυτή τη στιγμή, ταυτίζομαι με το παιδί των δώδεκα χρονώ που άνοιξε πρώτη φορά ένα τετράδιο για να γράψει  το ημερολόγιο του... Μια τόσο υπερβολική κατάσταση μπορεί να τη βαστάξει κανείς χωρίς να τρελαθεί για λίγες μέρες, όχι περισσότερο. (Μέρες, Ε’, σ. 213, 17/10/1950).

*

     Οι πολλές αναφορές στις Μέρες σ’ αυτό το σπίτι, στην πατρίδα, στα παιδικά χρόνια, στην Σμύρνη και στην Σκάλα ξαφνιάζουν. Από το 1925 μέχρι το 1950, όποτε ο Σεφέρης επισκέπτεται τα πάτρια χώματα, αναφέρει το σπίτι της Σμύρνης και της Σκάλας είκοσι τουλάχιστον φορές.

 Δεν υπάρχει άλλο θέμα που επαναλαμβάνεται σε τέτοια συχνότητα στο λόγο του. Σαν να θέλει ο ποιητής να αποδείξει έμπρακτα ότι το σπίτια όντως ‘πεισματώνουν’. Πιο συχνά το σπίτι εισέρχεται σαν όνειρο, σαν μια οπτασία που ξυπνά τον ποιητή να γράψει στο ημερολόγιο, και άλλοτε πάλη μια ασήμαντη αφορμή φέρνει στην μνήμη αυτό το επίμονο και επίπονο παρελθόν. Αναφέρω μερικά δείγματα γραφής.

     -‘Όνειρο σήμερα την αυγή. Ήμουν στην Σκάλα μπροστά στο σπίτι μας, στο μουράγιο... Έβλεπα το βαποράκι (με τις ρόδες) που έκανε πίσω για να γυρίσει κατά το νησί τ’ Άι-Γιάννη... Είχα μιαν απροσδιόριστη ανησυχία, όπως όταν γυρεύεις κάτι που σου λείπει. Θυμάμαι καλά τα χρώματα, το σκεπασμένο ουρανό, τον αφρό που έκαναν οι ρόδες του χτυπώντας το κύμα... Καθώς το βαποράκι έκανε μπρος, ένα αίσθημα αγωνίας με ξύπνησε’. (Μέρες Α’, σ. 13, 27/8/1925).

     -‘...ότι απόμεινε από μένα, βρίσκεται στην άλλη ακρογιαλιά... Γιατί τώρα να θυμούμαι εκείνη τη γειτόνισσα μας στη Σμύρνη;...(σ. 31, Επίμετρο 1925).  **

     -‘Όνειρο την περασμένη νύχτα. 

Περίμενα τον ερχομό της σ’ έναν απροσδιόριστο τόπο, που έμοιαζε κάπως με την βαπορόσκαλα της Σμύρνης...’ (σ.78, 11/10/1926).

     -‘Όνειρο την περασμένη νύχτα: ... 

Έβγαινα από μια τζαμόπορτα που ανοίγει σε μια πλατιά μαρμαρένια σκάλα, τη σκάλα της γιαγιάς μου στη Σμύρνη’ (σ. 82, 27/10/1926).

     -Στην Έδεσα ένα φυσικό φαινόμενο του θυμίζει την πατρίδα: ‘Σφύριζε ο αγέρας όπως στη Σκάλα’  (Μέρες Γ’, σ. 40, 15-16 / 11/1936). 

Στην Κορυτσά μια γυναίκα του θυμίζει τους Άθλιους, ‘ένα από τα πρώτα φιλμ, όταν ήμουν παιδί στην Σμύρνη’ (σ. 92, 27/11/1937).

 Το ίδιο παιχνίδι της μνήμης και στην Αθήνα: ‘Τ’ απόγευμα, γυρίζοντας σπίτι, καθαρίζουν βαρέλια από την πλαϊνή ταβέρνα. Ανάμνηση πολύ παλιά από τη Σκάλα: ξένα καΐκια αραγμένα στο μόλο καθώς βράδιαζε’ (σ. 243, 19/9/1940).

- Και απροσδόκητα, χωρίς φανερό λόγο, ένα παράπονο:

 ‘Αν μπορούσα να ξαναδώ τα δένδρα που πρωτοκοίταξα στη ζωή μου, όλα θα είχαν αλλάξει. Ο κόσμος ολόκληρος. 

Το αίσθημα του ανεπανόρθωτου το αναγνωρίζω, όταν νιώσω, ολωσδιόλου απροσδόκητα, το φωτισμό των παιδικών μου χρόνων που μου σφίγγει την καρδιά’ (σ. 37, 8/11/1936).

     -Αυτά τα παλιά χρόνια πεισμώνουν: 

‘Τώρα τελευταία, στις πιο απροσδόκητες στιγμές συναντιέμαι κάποτε με αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων. Ίσως να είναι η ατμόσφαιρα του πολέμου που με φέρνει τόσο εύκολα στα χρόνια ’14-’18. Ίσως μια στροφή.’ (Μέρες Δ’, σ. 16, 28/1/1941).

    -‘Αυτές οι ξαφνικές αναμνήσεις: 

λ.χ. σήμερα. Ένα ταξίδι οικογενειακό στου Δεσπότη στα Σώκια. Θα πρέπει να ήμουν πάρα πολύ μικρό παιδί.’ Και θυμάται αλυσοδεμένους ανθρώπους σε ένα σταθμό  του τρένου να κάνουν το νερό τους σε μια σκοτεινή γωνιά. (σ.19, 4/2/1941).

     -‘Χτες το πρωί μνήμη της  Σκάλας κατά το φθινόπωρο: Σφύριγμα του βοριά που δυνάμωνε μέσα από τις χαραμίδες των παραθύρων, μέσα από τα σκοινιά των καϊκιών – χαρακτηριστικό σφύριγμα. 

Πρώτα ζεστά φορέματα. Η θάλασσα ολοένα άσπρη από τα κύματα. Συνέχεια να καταλαβαίνεις την δύναμη του καιρού από το χρώμα της θάλασσας., κοιτάζοντας από τζάμια της κρεβατοκάμαρας με το πλατύ μπρούντζινο κρεβάτι. Χρώμα του λαβομάνου, δεξιά κατά το παράθυρο: λαδομπογιά άσπρη και κίτρινη με λουρίδες κυματιστές. 

Καΐκια γυρίζοντας με τις μούδες πιασμένες ή με το φλόκο, ή ολότελα ξυλάρμενα. Οι ψαροπούλες με το μικρό πανί της φουρτούνας: το κότερο. Οι ψαροπούλες δεν ήταν όλα τα ψαράδικα. Ήταν καΐκια που συνόδευαν τις τράτες και κουβαλούσαν το ψάρι για πούλημα. Όλες από τον Τσεσμέ. 

Ένας θαλασσινός λέγοντας στην μητέρα μου, καθώς έδενε τον χαλκά: ‘Κυρία, ταξιδεύουμε, κι ο χάρος είναι στο πλευρό μας’ (σ. 21-22, 9/2/1941).

     -‘Η Αλεξάνδρεια  μου θύμισε πολύ παλιά πράγματα των παιδικών μου χρόνων. Άπειρες εικόνες της Σμύρνης’ (σ. 101, 16/6/1941).

     -Πάλι ένα όνειρο. 

Ήμουν στην Σκάλα ή μάλλον έβλεπα την Σκάλα... Η θέση μου πρέπει να ήταν κάπου εκεί ανάμεσα στο ‘σπιτάκι’ και την ‘βαπορόσκαλα’... Όλα τα πράγματα : χαλκάδες στο μουράγιο, ξύλα, καμάρες, καΐκια, παράθυρα, ήταν πιστά, όπως λέμε πιστό σαν το σκυλί. 

Και είχα το φλογερό συναίσθημα πως όλα αυτά ήταν  δικά μου, σχεδόν φτιαγμένα από το χέρι μου, ή πως ήμουν ένα μικρό παιδί και ήταν τα παιχνίδια του...’ (σ. 268, 6/12/1942).

     -Και την Πρωτοχρονιά΄; 

 ‘Θυμήθηκα παλιές Πρωτοχρονιές στην Σμύρνη.’ (σ. 273, πρωτοχρονιά 1943).

- Στην Αλεξάνδρεια τα κύματα και ο αέρας σφυρίζει, ‘όπως στη Σκάλα’ (σ. 308, 10/10/1943.

     -Και ένα ποίημα που δεν κυκλοφόρησε παρά μόνο στις Μέρες (σ. 135, 26/9/1941):

……….

Τα σπίτια, λίγο να σκύψουν ακόμη, θα πέσουν

όχι πως είναι τόσο χαλασμένα, μόνο

που είναι θεμελιωμένα σε ψυχές παιδιών

και παρακάτω ο σκουριασμένος χαλκάς του μόλου

και παρακάτω ακόμη ο λαβύρινθος

ζωγραφιστός ωσάν τ’ αυλάκια του λογισμού σου, -

Έρημο το λιμάνι – ακόμη λίγο

και θα περιμένεις χρυσόψαρα και σιντριβάνια

μουριές κι ευκάλυπτους: αγκαλιασμένα δένδρα

φωνές και γέλια των παιδιών σε τόσο λίγο τόπο.

…………

και παρακάτω (σ. 136)

ένα απόγευμα του Οχτώβρη εγώ ο Σεφέρης

από την σκλαβωμένη μου πατρίδα λαβωμένος

τριγυρνώντας στεγνός σε ξένα μέρη

... .

 

    -Και πάλι το όνειρο: 

‘Ήμουν σ’ ένα δωμάτιο με δύο παράθυρα που έβλεπαν κατά τη θάλασσα... Πίσω από το πρώτο αυτό δωμάτιο, ένα άλλο, μ’ ένα τραπέζι στρογγυλό, και στο βάθος ένας μπουφές. Όλα αυτά γνώριμα. Ίσως από το σπίτι της Σκάλας. Κάθομαι στο τραπέζι και ανοίγω ένα βιβλίο... ίσως ένα ... οικογενειακό λεύκωμα’ (Μέρες Ε’, σ. 22, 11/12/1945).

     - Βίαια η σκέψη 

Το φύσημα του αέρα με φέρνει βίαια στην Σκάλα (χτες και σήμερα πρωί): το νησί του Άι-Γιάννη, η σπηλιά και η συκιά (βλέπω καθαρά το σχήμα της), με τα δεμένα στο κάθε κλωναράκι αναθηματικά κουρέλια. Άρρωστος σχεδόν από ευαισθησία.’ (σ. 71, 25/10/1946).

* 

     ‘Οι πατρίδες δεν μπορούν να είναι αφηρημένες, είναι ενσαρκωμένες. Τις ενσαρκώνουν οι καλύτεροι, έτσι μετέχουν.’ (Μέρες Δ’, σ. 206, 6/4/1942). \\

Αυτά σκέπτεται και τελικά επισκέπτεται την συγκεκριμένη πατρίδα του. 

Η γραφή είναι τραγική. Καθώς πλησιάζει το σπίτι του τον κυριαρχεί ο τρόμος της μεγάλης συνάντησης: ‘Θεέ  μου τι πάω να κάνω;’ (Μέρες Ε’, σ.196, 1/7/1950). Βλέπει τα Βουρλά και τελικά την Σκάλα (σ.197-199):

           ‘Είμαι δεμένος ολόκληρος με το πρόσωπο της Σκάλας. Αυτό βαραίνει περισσότερο, είμαι ο προσηλωμένος συνεργός σε μια μαγική τελετή που δεν καταλαβαίνω. Ξέρω πως θα συμβεί μια κρίση και δεν μπορώ να υπολογίσω τις συνέπειές της, πως την ετοίμασα εγώ αστόχαστα, πως έκανα ίσως κάτι σαν πρόκληση στους νεκρούς, ένα βιασμό της φύσης των πραγμάτων, μιαν αδιάντροπή πράξη...

     ‘Μια στιγμή, μου φάνηκε παράξενο πως ο πρωινός βοριάς φυσούσε από το ίδιο σημείο... Έπειτα, λίγα πράγματα που δεν αναγνωρίζω, έπειτα, το σπιτάκι μας.

     ‘Τα τζάμια του κάτω παραθύρου σπασμένα, η σιδερένια πόρτα φριχτά σκουριασμένη... Έχω ακόμη στο κλειδί της στην Αθήνα... Τα παραθυρόφυλλα στο επάνω πάτωμα σάπια... Προσπάθησα να κοιτάξω το εσωτερικό του σπιτιού, ξεχώρισα το τζαμωτό χώρισμα της τραπεζαρίας, δεν έφεγγε αρκετά παρακάτω.’

     Και το περιβάλλον (σ. 200):  

‘Αναγνώρισα και δύο τρεις από τις κοντές κολόνες όπου έδεναν τα καΐκια  κι ένα παλιό σκουριασμένο κανόνι για την ίδια χρήση, τότε το έλεγαν από την ναυμαχία του Τσεσμέ. Εκεί στην άκρη, πλάι στο φανάρι, γύρισα απότομα τη ράχη στα σπίτια που με κοίταζαν σαν άρρωστα ζώα. 

Έτσι, που θα ‘λεγες πως μόνο από μένα κρατιούνταν η λίγη ζωή που τους έμενε ακόμη. Κοίταξα τα νησιά μου: η θάλασσα τρομερά ζωντανή κι ο αγέρας που γύρευε να τη συναρμολογήσει με το νεκρό πρόσωπο μιας νέας κοπέλας – καημένη Σκάλα...

     ‘Πάντα το αίσθημα ότι πως όλα έχουν φοβερά στενέψει... Στο δικό μας σπίτι μένουν τα πίσω χτίσματα, κι εδώ όλα κλειστά, δεν μπόρεσα να βρω τ’ αρχικά μου που είχα χαράξει με το μυστρί σ’ ένα τοίχο όταν ήμουν δέκα χρονώ.’

*

     Αυτό ήταν το ύψιστο σημείο, το αποκορύφωμα μιας συνάντησης. Μετά αποκλιμακώνεται σταδιακά το αίσθημα, το σπίτι δεν εμφανίζεται στα όνειρα του τόσο συχνά, δεν το ψάχνει πια όπως άλλοτε, κάπως ηρεμεί.

     Το πρώτο στάδια της αποκλιμάκωσης παρατηρείται στην επίσκεψη του στην Σμύρνη, όπου πάει μετά ακριβώς από την Σκάλα. Ο σημαδιακός χώρος είναι ο παιδικός, ο πολύ οικείος: ) ‘Σα βγήκα (από τα Βουρλά) είχα νιώσει πώς έγινε στήλη άλατος η γυναίκα του Λωτ, όταν κοίταξε πίσω’  (Μέρες Ε’, σ. 203, 2/7/1950). 

Τα άλλα μέρη δεν προκαλούν την ίδια ένταση: ‘Η Σμύρνη έχει χάσει τον ίσκιο της, όπως τα φαντάσματα…Προσπάθησα ν’ αναγνωρίσω το σπίτι του θείου μου, δεν το πέτυχα… Η μνήμη δούλευε με απόλυτη ακρίβεια: δε θα ΄λεγα πως είχα λείψει από τούτα τα μέρη περισσότερο από χρόνο’ (Μέρες Ε’, σ. 197-199, 2/7/1950).

     Θα πρέπει να ήταν συνταρακτική και καθοριστική αυτή η επίσκεψη στην ‘πατρίδα’. Δεν παρατηρούνται οι επίμονες παρουσίες της Σκάλας στα όνειρα του, ούτε γράφει πλέον για γεγονότα που του θυμίζουν το ‘σπίτι’. Ήδη δεν ονειρεύται όπως παλιά: ‘ονειρεύομαι πολύ σπάνια τώρα’ (Μέρες Ζ, 24 Ιουλίου 1959, σ. 120). Μόνο δύο αναφορές, η μία αρκετά νοσταλγική, η δεύτερη μάλλον ως πολιτική κριτική.

- Στο Cambridge ‘... οι σημαίες των κολλεγίων επίπλωναν με πολύ κέφι το γαλάζιο, όπως την Καθαρή Δευτέρα οι χαρταετοί στη Σμύρνη’ (Μέρες Στ., σ 228/7/1950).

- ‘Οι Άγγλοι στην Κύπρο του θυμίζουν τον καιρό των παιδικών χρόνων υπό Τούρκων’ σ. 111, 1/12/1953). 

     Αλλάζει τελείως επίσης ο λόγος του όταν ζει σε έναν εγκαταλελειμμένο από Έλληνες (όχι από τον ίδιο!) χώρο: μιλά πλέον σαν ιστορικός. ‘Σ’ αυτά τα μέρη δεν μπορείς να μη συλλογίζεσαι  ολοένα την παλιά Ρωμιοσύνη. Τέσσερις ή πέντε αρχαιολογίες στη Μικρασία: προκλασική, κλασική, ελληνιστική, βυζαντινή και νεοελληνική.

 Τούτη την τελευταία την αρπάζεις τη στιγμή που βυθίζεται στο χώμα. Μπορείς να διακρίνεις ακόμή τούς λώρους που τη δένουν με τον άνω κόσμο και κόβουνται  ο ένας μετά τον άλλο. Ελληνική γλώσσα, εκκλησίες, σπίτια, παραδομένες χειρονομίες. Έπειτα από δυο γενεές όλα αυτά θα έχουν σβήσει. Και τώρα, για πόσους υπάρχουν ακόμη;’ (Μέρες Ε’, σ. 204, 3/7/1950).

 Αλλά και εδώ παρατηρούμε ότι την ‘ύπαρξη’ του χώρου, αλλά και του εθνικού χώρου, της ‘πατρίδας’ αν θέλετε, την συσχετίζει άμεσα με ύπαρξη των ατόμων που βίωσαν τον χώρο και έχουν αναμνήσεις. ‘Για πόσους υπάρχει ακόμα;’ Τελικά αυτά τα μέρη έχουν έννοια γι αυτούς που τα βιώνει ως ‘συγκεκριμένα’.

     Στην δεύτερη επίσκεψη του στη Σμύρνη πέφτουν και άλλο οι τόνοι.  ‘Ξαναπήγα (στην Σμύρνη) εκεί που ξέρω πως είναι θεωρητικά το σπίτι μας. Έπειτα τριγυρνούσα ώρες στους δρόμους. (Μέρες Ε’, σ. 211, 16/10/1950). 

‘Καλύτερα έτσι. Αυτός ο σταθμός στη Σμύρνη είναι το κλείσιμο ενός κύκλου που άρχισε τα τελευταία χρόνια της παιδικής μου ηλικίας.  Από δω και πέρα, δεν υπάρχει ούτε ξεκίνημα ούτε φτάσιμο. Υπάρχει ο κόσμος εδώ ή εκεί, όπως είναι ο κόσμος, και δε φτάνει κανείς πουθενά.’ (σ. 213, 17/10/1950). 

Η Σμύρνη δεν έχει την πρώτη της έλξη. Η σημασία ελαττώνεται εάν δεν υπάρχουν προσωπικές αναμνήσεις, εάν δηλαδή ‘οι πατρίδες είναι αφηρημένες: ‘Ροβολήσαμε κάτω από το στενά σοκάκια. Δε θυμούμαι τίποτε από αυτά τα μέρη. Ξαφνίζομαι που δεν μ’ενδιαφέρουν... Έπειτα μου έδειξαν τον τόπο του σπιτιού της γιαγιάς μου, του Βερχανέ: ένα πάρκο έχει καλύψει τα πάντα, σαν την θάλασσα. Δε θα έχω το κουράγιο να ξαναπάω στη Σκάλα. Τέτοια ταξίδια δεν τα κάνει κανείς δύο φορές.’ (σ. 217-218).

     Ποτέ όμως δεν εξαφανίζεται η σχέση με τα πατρικά και ιδιωτικά βιώματα. ‘Αλλά και πάλι και ολοένα αυτό το ένστικτο της γης, αφάνταστο πως τεντώνεται μέσα μου – αυτή η βοή του αίματος ή του χυμού, πρέπει στην αρχή να ήμασταν δέντρα... Αυτή η αίσθηση μιας γυμνής φθινοπωρινής ανάστασης. Τα μάτια μου, νομίζω, γέμισαν, δε χωρούν άλλο.’ (Μέρες Ε’, σ.  225-226, 28/10/1950).

*

     Θα πρέπει να συγκρίνουμε την θέση και την στάση του ποιητή απέναντι των άλλων ‘ιστορικών ελληνικών πατρίδων’ για να γίνει καλύτερα κατανοητή η φόρτιση που προκαλεί ‘ο μόνος τόπος που  μπορεί  να ονομάσει πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης’. 

Η Καισαρεία, η πατρίδα του Σεφέρη Αιγιναμπέογλου, του προπάππου του ποιητή, δεν ενδιαφέρει σχεδόν καθόλου (Μέρες Β’, σ. 62). Ούτε καν την επισκέπτεται όταν ήταν στην Τουρκία και μάλιστα όταν είχε φτάσει μέχρι την Καππαδοκία. Στην περιοχή του Προκοπίου επισκέπτεται μόνο τα μοναστήρια μάλλον σαν ένας οποιοσδήποτε τουρίστας με ενδιαφέροντα για το θέμα. Στις ‘Τρεις Μέρες στα Πετροκομμένα Μοναστήρια της Καππαδοκίας’ (Δοκίμες Β’, σσ. 57-93) συναντάμε ένα οξυδερκή παρατηρητή των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών και ένα ισορροπημένο ερμηνευτή της εποχής των μοναχών.

 Δεν περνά η λέξη πατρίδα αλλά τουναντίον τονίζεται πόσο η ιστορία αυτής περιοχής της ‘Ορθοδοξίας’ και της ‘ντόπιας ανατολίτικής τέχνης’ επηρέασαν τον σύγχρονο κόσμο, τον ελληνικό και τον Δυτικό. ‘Αλλιώς το λογάριαζα αυτό το ταξίδι’.

     Την Κωνσταντινούπολη επισκέπτεται αρκετές φορές. Στις Μέρες βρίσκουμε σκόρπιες μερικές σημειώσεις, κάποτε ούτε αυτές. 

‘Η Χώρα του Αχωρίτου’ (Μέρες Γ’, Απρίλης 1938, σ. 97), ή 

‘Αυτή η φύση με κουράζει με τον αισθηματισμό της, με τα επίσημα και τα κουρελιασμένα φορέματα που φορεί... Ξανά η Πόλη. Αγία-Σοφία. Πάντα το συναίσθημα της αλαφριάς προστασίας αυτής της αρχιτεκτονικής. Σε σκεπάζει χωρίς να σε βαραίνει’ ( 24 Φεβρουαρίου 1939, σ. 110) ή ‘Τείχη, ρωγμές, ορθοί φρουροί του κανενός, ή ριγμένα χάμω σαν τα πεταμένα ζάρια’ (Μέρες Ε’, 30 Σεπτέμβρη 1949, σ. 146, ή ‘Η Σμύρνη έχει χάσει τον ίσκιο της. Η Πόλη τον κρατάει ακόμη. 

Το αποθυμά κανείς αυτό στην ξέσκεπη Ανατολή. Το ξενοδοχείο εδώ (Pera Palace) είναι ό,τι πρέπει να είναι για την Πόλη: απομεινάρια ετοιμόρροπα παλιάς πολυτέλειας’ (Μέρες Ε’, 26 Αυγούστου 1950, σ. 207). Την Πόλη θα την βρούμε μάλλον στα ποιήματα και όχι στις Μέρες.

--------------------------------------------

Ταξίδεψα ένα χρόνο με τον Καπετάν Δυσσέα…

Σα βγήκε ο χρόνος είδα ένα πρωί μιναρέδες

Ο ναύκληρος μου είπε:

‘Είναι η ΑγίαΣοφία, θα σε πάω το βράδυ στις γιναίκες’.

     Μετά θα κάνει λόγο για ‘τις γυναίκες που φορούν μονάχα κάλτες’. Τίποτε άλλο (Ο κ. Στρατής Θαλλασινός Περιγράφει Έναν Άνθρωπο, σ. 118).

     Μόνο θα πρέπει να μνημονεύσουμε μια πολύ παλιά επίσκεψη στην Πόλη, όταν  στις 8 Μαρτίου του 1928, πάει με αεροπλάνο ως ταχυδρόμος του Υπουργείου, και γράφει μόνο μία δευτερεύουσα φράση: ‘Η παιδική μου ζωή που ανάβρυσε  τόσο ξαφνικά στην Πόλη’ (Μέρες Α’, σ. 106). Δεν είναι βέβαια ή Πόλη που τον συνταράσσει αλλά αυτό που η πόλη του θύμισε.

     Σχεδόν τίποτα δεν τον ωθεί για να περιλάβει στις σημειώσεις του, στις Μέρες, κάποιες συναισθηματικές στιγμές από την Προύσα (28 Απρίλη 1949), από την Κόνια, από την Άγκυρα όπου έζησε τρία σχεδόν χρόνια, και όπου έγραφε και αντέγραφε παλιές του εργασίες, ή από άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας που επισκέφτηκε. Τ

ο συνταρακτικότερο γεγονός στην Άγκυρα θα πρέπει να είναι ο θάνατος του γάτου του, του Ραμαζάν (Μέρες Ε’, 14 Οκτώβτη 1949, σ. 147). 

Τα συναισθήματα που έχουν σχέση με κάποιο χώρο και ‘πατρίδα’  πηγάζουν μόνο από κάποιο ‘μαγγανοπήγαδο’ και από την  ‘φωνή πατρίδας’ που βγάζει ή  από κάποιο ‘σπίτι που ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας’, από το βιωμένο, το συγκεκριμένο που διατηρεί η μνήμη, η άκρως προσωπική.

*

     Ας φύγουμε τώρα από τον κόσμο του ποιητικού λόγου και ας πάμε στην ανάλυση της πολιτικής επιστήμης. 

Όχι για να αλλάξουμε ζωή - θα ήταν λάθος - αλλά για να την εμπλουτίσουμε. Ένας είναι ο κόσμος μας και αν ακόμη έχει πολλά γνωστικά πεδία αυτά αποτελούν μια ενότητα, δεν λειτουργούν ανεξάρτητα. Το περιοριζόμαστε σε ένα από αυτά περιορίζει όχι μόνο τους πνευματικούς μας ορίζοντες αλλά και χαρά της ζωής.

     Σύμφωνα λιπών με της σύγχρονη αντίληψη της πολιτικής επιστήμης ο όρος ‘πατρίδα’ ιστορικά εμφανίστηκε και εδραιώθηκε μαζί με το έθνος-κράτος και της αστική κοινωνία. 

Ο όρος σχετίζεται άμεσα με τον εθνικισμό και παρατηρείται μόνο κατά τους τελευταίους αιώνες. Η έννοια της πατρίδας (patrie, homeland) δεν απαντάται πριν η εθνική ταυτότητα κυριαρχήσει μεταξύ ορισμένων λαών. Ή πατρίδα απλός σηματοδοτούσε το άμεσο περιβάλλον μας. Όπως εννοούμε κάποιο χωριό ή μια πόλη (και όχι την ‘πατρίδα’) όταν ρωτούμε ‘από πού είσαι;’[1] 

     Πιο σημαντικό είναι ότι και η έννοια του έθνους (nation) φυσικά είναι νέα. Όταν παρακολουθήσουμε την πορεία της στα Αγγλικά – και αυτό έχει σημασία επειδή η εθνική συνείδηση ανατήχτηκε πολύ νωρίς μεταξύ των άγγλων – βλέπουμε το εξής: στην εποχή των Ρωμαίων στα λατινικά η λέξη ‘natio’ σήμαινε ‘μια ομάδα ανθρώπων’. Στα ελληνικά η λέξη ‘έθνος΄ εκείνη την εποχή είχε μια παρόμοια έννοια. Μετά τον 13. αιώνα, ειδικά στην Γαλλία η λέξη ‘nation’ είχε την έννοια ‘η άποψη των αρχόντων’. 

Για πρώτη φορά τον 16. αιώνα στην Αγγλία η λέξη σημαίνει ‘λαός’. Nation/έθνος με την έννοια του ‘κυρίαρχου λαού με ιδιαιτερότητες’ εμφανίζεται πολύ μεταγενέστερα/.[2]

     Εάν χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Μπ. Άντερσον, το έθνος είναι ‘μια φαντασιακή κοινωνία’.[3] Εννοεί ότι το αίσθημα και η πίστη που εξασφαλίζει την συνοχή της σύγχρονης κοινότητας βασίζεται σε μερικές παραδοχές: άνθρωποι που στην πράξη δεν έρχονται σε επαφή ο ένας με τον άλλο αποδέχονται ότι έχουν ένα κοινό ιστορικό παρελθόν και πολιτισμό, κοινή μοίρα, γλώσσα και θρησκεία. Δεν είναι απαραίτητο αυτό να αληθεύει.

 Οι σχετικοί μύθοι και η ‘ιστορία’ ‘διδάσκεται’ και διαδίδεται με το κεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα του έθνους-κράτους. Δηλαδή αυτό το πιστεύω διαδίδεται και εδραιώνεται. Αυτή η πίστη μετατρέπεται σε μια ταυτότητα – στην εθνική.

     Το σημαντικό συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι οι πιστοί την εθνικής ιδεολογίας δεν συνειδητοποιούν την ιστορική και συγκυριακή και κατά συνέπεια την εφήμερη διάσταση της εθνικής ταυτότητας. Όσοι συνδέονται με την εθνική ιδεολογία πιστεύουν ότι το έθνος είναι αιώνιο, πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Μάλιστα ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι με το να κρίνουν το έθνος αθάνατο και με το να ταυτίζονται με αυτό προσπαθούν να εξασφαλίσουν την δική του αιωνιότητα και αθανασία. Π.χ., ο Seaton-Watson υποστηρίζει ότι ο εθνικισμός είναι μια θρησκεία που αντικατάστησε την παραδοσιακή θρησκεία και την αποκαλεί ‘εθνολατρεία’.[4]

     Με ξάφνιασε και με έβαλε σε σκέψεις ο Σεφέρης ο οποίος προδίδει μια τέτοια ευαισθησία στο θέμα του ‘σπιτιού’ του, ο οποίος ανέφερε ως ‘πατρίδα’ αυτό το σπίτι και ότι σχεδόν καθόλου δεν μεταχειρίστηκε την λέξη ‘πατρίδα’ με την εποχιακή της έννοια. Δεν θα μπορούσε να είναι ενήμερος για τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο της πολιτικής επιστήμης. 

Οι σύγχρονες ερμηνείες κυκλοφόρησαν και εδραιώθηκαν στην δεκαετία του 1970 και 1980. Χώρια που ο ίδιος ανήκε πολιτικά σε μια συντηρητική παράταξη. Την εποχή που υπήρξε κρατικός λειτουργός και πρέσβης, στο περιβάλλον του αφθονούσαν οι ενθουσιασμένοι με της ‘φαντασιακές’ και ‘αφηρημένες’ έννοιες της πατρίδας. Πώς μπόρεσε και έφτιαξε την φράση όπως ‘οι πατρίδες δεν μπορούν να είναι αφηρημένες, είναι ενσαρκωμένες’ (6/4/1942). Πώς ένοιωσε να συνδέεται με ένα χώρο, μια έννοια και μια εικόνα  που τα ορίζει το σπίτι και όχι η ‘πατρίδα΄ όπως τότε οριζόταν από ευρύτερη κοινωνία;

     Πιθανώς ο ποιητής να ήξερε τις απαντήσεις. Δεν θα απαντούσε αν τον ρωτούσαμε. Μπορεί ποτέ να μη προβληματίστηκε με τέτοια θέματα. Έγραψε αυτά που αισθάνθηκε. Και το μεγαλείο του έγκειται ακριβώς σε αυτό. Ο Σεφέρης μπόρεσε και συνδέθηκε με το πραγματικό του περιβάλλον, το προσέγγισε, όπως και έζησε τον κόσμο των συναισθημάτων του. Ξεχώρισε το μόνιμο από το ‘φαντασιακό’, το ιδεολογικό και το εφήμερο. Επέλεξε να γράψει για καταστάσεις που χαρακτηρίζουν την πιο διαχρονική ‘φύση’ του ανθρώπου και όχι τις συγκυριακές τάσεις .  

     Ενδεχομένως σε αυτήν του την ιδιότητα έγκειται και η αντοχή του στο χρόνο. Η κορόνες για την πατρίδα, εθνικές ιδέας όπως η Μεγάλη Ιδέα, εφήμερες ιδεολογίες και ρεύματα της μόδας δεν κυρίευσαν τον ποιητή. Με αυτήν την έννοια φαίνεται πιο σύγχρονος από τους δήθεν προοδευτικούς. Ο Σεφέρης μάλλον παρουσίασε πολλές  από τις πραγματικές, διαχρονικές, ‘κλασικές’ θα μπορούσαμε πτυχές της ανθώπινης κατάστασης. Το ‘σπίτι’ θα πρέπει να αποτελεί ένα από τα πιο καθοριστικά στοιχεία του ανθρώπου. Οι άνθρωποί θα πρέπει να είναι μάλλον σαν τις γάτες, να συνδέονται με την γειτονιά και το ‘σπίτι’. Και όταν βρήσκονται μακριά τους να πονούν.

     Αυτόν τον πόνο μας τον μεταφέρει πού ‘ωραία’ ο ποιητής. Με άλλα λόγια με επιτυχία εξέφρασε τον εσωτερικό του κόσμο και εμείς μπορέσαμε να τον παρακολουθήσουμε. Με αυτήν την έννοια η πολιτική επιστήμη και η ποίηση συναντιόνται και αλληλοσυμπληρώνονται. Αυτοί που μπορούν να κοιτάξουν με εντιμότητα και χωρίς παρωπίδες μπορούν και να υπερβούν τους μύθους των ιδεολογιών και εκφράσουν την πραγματική μας κατάσταση. 

Εμείς οι άνθρωποι πέρα από τις πολλές μας άλλες ιδιότητες συνδεόμαστε πολύ και με το πατρικό μας σπίτι. Όταν αποκοπούμε από αυτό πονάμε πολύ, πέρα από τις έννοιες πατρίδας και του έθνους, της κυριαρχίας, του έθνους-κράτους.          

Βιβλιογραφία

Σεφέρης, Γιώργος. Ποιήματα,  Αθήνα, Ίκαρος, 1985

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Α’, 16/2/1925-17/8/1931,  Αθήνα, Ίκαρος, 1975

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Β’, 24/8/1931-12/2/1934,  Αθήνα, Ίκαρος, 1975

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Γ’, 16/4/1934-14/12/1940,  Αθήνα, Ίκαρος, 1977

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Δ’, 1/1/1941-31/12/1944,  Αθήνα, Ίκαρος, 1993

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Ε’, 1/1/1945-19/4/1951,  Αθήνα, Ίκαρος, 1977

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Στ’, 20/4/1951-4/8/1956,  Αθήνα, Ίκαρος, 1986

Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Ζ’, 1/10/1956-27/12/1960,  Αθήνα, Ίκαρος, 1996

Σεφέρης, Γιώργος. Χειρόγραφο Σεπ. ‘41,  Αθήνα, Ίκαρος, 1980

Σεφέρης, Γιώργος. Πολιτικό Ημερολόγια Α’, 25/11/1935-13/10/1944, Αθήνα, Ίκαρος, 1979.

Σεφέρης, Γιώργος. Πολιτικό Ημερολόγια Β’, 1945-1947, 1949, 1952, Αθήνα, Ίκαρος, 85.

----. Δοκιμές, Πρώτος Τόμος (1936-1947), Αθήνα, Ίκαρος, 1981.

----. Δοκιμές,  Δεύτερος Τόμος (1948-1971), Αθήνα, Ίκαρος, 1981.

**

 


[1] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε τις εργασίες των κάτωθι ερευνητών που πλέον θεωρούνται κλασσικές στο είδος τους: Seton-Watson, E. Gellner, B. Anderson, E.J. Hobsbawm, A. Smith, J. Breuilly, j.G. Kellas, L. Greenfeld.

[2] Βλ. Liah Greenfeld, NationlismFive Roads to Modernity, Harvard un. Press, Λονδίνο, 1991.

[3] Βλ. Imagined Communities, Verso, London, 1983.

[4] Βλ. Nations and StatesWestview PressColorado, 1977, σ. 465. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε μέχρι ένα βαθμό και γιατί ορισμένοι πεθαίνουν οικειοθελώς για την πατρίδα. Αυτός ο θάνατος κατά μια άποψη εξασφαλίζει μια αιωνιότητα

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΕΙΚΑΣΙΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΚΙΧΛΗ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ


Πρόκειται για σημειώσεις που αφορούν τη διδασκαλία του μαθήματος της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας και Γλώσσας που είχα φέτος την τιμή να διδάξω ως συνεργάτης του καθηγητή κ Βιτσέντζο Ρότολο. Δυστυχώς ο κ. Ρότολο βγαίνει στη σύνταξη και δεν θα τον έχουμε του χρόνου στο πανεπιστήμιο. Πρέπει να πως ότι αισθάνομαι τυχερός που μπόρεσα να παρακολουθήσω τις παραδόσεις του και να συνεργαστώ έστω αυτό το τελευταίο εξάμηνο της ακαδημαϊκής του καριέρας μαζί του.

Ελπίζω συνάδελφοι ότι με αυτές τις σημειώσεις - σκηνοθετικές οδηγίες θα μπορέσουμε να ξαναδιαβάζουμε μαζί και να συζητήσουμε ενδεχομένως το υπέροχο αλλά πολύ δύσκολο αυτό ποίημα.ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΕΙΚΑΣΙΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΚΙΧΛΗ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ

A. Μερικά ιστορικά στοιχεία

28.10.1940-6.4.1941 Ελληνοϊταλικός πόλεμος

6.4.1941-20.4.1941 Ελληνογερμανικός πόλεμος

23.4.1941 Ελληνική συνθηκολόγηση. Αρχίζει η κατοχή από την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Βουλγαρία

Ένοπλη αντίσταση από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και άλλες μικρότερες οργανώσεις. Η ελεγχόμενη από τους Βρετανούς εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ βρίσκονται στο Κάιρο. Μαζί με την κυβέρνηση βρίσκεται και ο Σεφέρης.

5.10.1944 Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται στην Ιταλία. Ο Σεφέρης γράφει τον «Τελευταίο σταθμό» στην Cava dei Tirreni

Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα… καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του… ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

18.10.1944 Απελευθέρωση. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του στρατού των αριστερών ανταρτών, του ΕΛΑΣ και τον πολιτικό έλεγχο του ΕΑΜ. Δεν λείπουν οι διώξεις κατά των οπαδών της αντίπαλης πλευράς. Η κυβέρνηση φτάνει στην Αθήνα και προσπαθεί να αφοπλίσει τον ΕΛΑΣ.

3.12.1944 Το EAM αντιδρά στον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Η χωροφυλακή πυροβολεί κατά του άοπλου πλήθους. Υπάρχουν νεκροί. Αρχίζουν τα γεγονότα του Δεκέμβρη, δηλαδή η μάχη της Αθήνας, τα «Δεκεμβριανά».

3.2.1944-10.1.1945 Δεκεμβριανά: Από τη μια μεριά, η χωροφυλακή, η «ταξιαρχία Ρίμινι», βρετανικές δυνάμεις και ένοπλοι ακροδεξιών οργανώσεων και από την άλλη ο ΕΛΑΣ που είχε κάτω από τον έλεγχό του όλη την πόλη εκτός από μια μικρή περιοχή του κέντρου. Η μάχη τελειώνει με την ήττα του ΕΛΑΣ.

12.2.1945 Συμφωνία της Βάρκιζας.

1945 Η άκρα δεξιά εκμεταλλεύεται τη συμφωνία και προβαίνει σε τρομοκρατικές επιθέσεις κατά αριστερών, συμπαθούντων αλλά ακόμη και κατά μετριοπαθών πολιτών.

31.3.1946 Εκλογές. Η αριστερά διαμαρτύρεται κατά της τρομοκρατίας και δεν συμμετέχει. Την προηγούμενη νύχτα ομάδα αριστερών ανταρτών χτυπά στη βόρειο Ελλάδα. Αρχίζει έτσι ο Εμφύλιος Πόλεμος που διαρκεί μέχρι τον Αύγουστο του 1949 με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού του KKE.

22-31.10.1946, Πόρος, ξενοδοχείο «Γαλήνη». Ο Σεφέρης γράφει την «Κίχλη» ως συνέχεια του «Τελευταίου Σταθμού».

Β. Η ΚΙΧΛΗ

Η Ελλάδα βγαίνει από τον πόλεμο (1940-1941) και τη ναζιστική κατοχή κατεστραμμένη (1941-1944). Ακολουθούν τα Δεκεμβριανά, η τρομοκρατία της άκρας δεξιάς και ο εμφύλιος πόλεμος. Ο Σεφέρης όμως τον Οκτώβριο του 1946 βρίσκεται στον Πόρο για διακοπές σε μια ατμόσφαιρα όμορφη, γαλήνια και αισθησιακή. Νιώθει επιτέλους «σπίτι του», αλλά την ίδια στιγμή ανησυχεί για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Υπάρχει μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στη συλλογική του συνείδηση και την ατομική του κατάσταση στον Πόρο. Γράφοντας το ποίημα Κίχλη επιστρέφουν οι κοινές στον Σεφέρη ιδέες και μορφές: Ο Οδυσσέας/Ελλάδα, το σπίτι του, η αισθησιακή γυναίκα (Κίρκη), η συμπαθητική μα αδιάφορη και ανήμπορη μετριότητα (Ελπήνωρ) και το δίκιο ως έκφραση της αρχαίας Δίκης.

Α΄ ΜΕΡΟΣ

Το σπίτι κοντά στη θάλασσα (Πόρος, «Γαλήνη»)

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν…τρελαίνουνται στα καταφύγια

Μιλάει ο ποιητής-Οδυσσέας για την ατομική και εθνική εμπειρία.

Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι…με την ουρά της.

Η αισθησιακή ατμόσφαιρα του Πόρου

δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια…καμιά φορά σα σταματήσω.

Τα σπίτια γεννιούνται, αλλάζουν, αισθάνονται

ακόμη καμιά φορά…κάτω από τη σκάλα

Έρχονται οι εικόνες του Ελπήνορα και της Κίρκης που αδιαφορεί για τους μεθυσμένους συντρόφους του Οδυσσέα. Έχει μάτια μόνο για τον Οδυσσέα

B΄ ΜΕΡΟΣ

Ο ηδονικός Ελπήνωρ

α΄ σκηνή

Ο Ελπήνορας μιλάει στην Κίρκη. Προσπαθεί να την κατακτήσει αλλά εκείνη αδιαφορεί: Στο φεγγάρι τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε. Το φεγγάρι είναι η Κίρκη. Αυτός προσπαθεί να εκφράσει ποιητικά την επιθυμία του γι’ αυτήν και αυτή τον προσγειώνει στην πεζή πραγματικότητα: τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο. Αυτός συνεχίζει με εικόνες που αναφέρονται στην Κίρκη: εσύ’ σαι το ρημάδι…μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν…Αυτή όμως ενοχλείται και του λέει: καληνύχτα.

β΄σκηνή

Το ραδιόφωνο

Το ραδιόφωνο παίζει ένα χαρούμενο τραγούδι σε μορφή μπαλάντας. Οι δύο τελευταίοι όμως στίχοι κάθε στροφής αναφέρονται στην Κίρκη: Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή, άκουσε των ανέμων την ταφή…Γυναίκα που έχασες το φως, άκουσε τραγουδά ο τυφλός…Γυναίκα που έχασες το νου, άκου, περνά το ξόδι του καιρού.

Η Κίρκη έχει χάσει την αφή, την όραση και το νου της. Μπορεί να τα ξαναβρεί όμως αν συνειδητοποιήσει τη δική της αλήθεια αλλά και της εποχής που έρχεται να μας θυμίσει ένας άλλος σταθμός που καλύπτει τον προηγούμενο με το δελτίο ειδήσεων: « Αθήναι…ο πόλεμος…». Η αλήθεια εκφράζεται μέσα από εικόνες θανάτου: των ανέμων η ταφή, το ξόδι (κηδεία) του νερού. Την αλήθεια την φανερώνει ο τυφλός τραγουδιστής-ποιητής: ο Όμηρος. Με αυτόν επανέρχονται τα αιώνια θέματα της Οδύσσειας: πόλεμος, νόστος, έρωτας, θάνατος.

Ο Σεφέρης ονομάζει τον πόλεμο ψυχαμοιβό, αργυραμοιβό των ψυχών.

Γ΄ ΜΕΡΟΣ

Το ναυάγιο της Κίχλης

Άκουσα τη φωνή… απλώνουνταν γαλήνη

Η περιγραφή της εικόνας του ναυαγίου

Κι άλλες φωνές σιγά –σιγά… ο θεός το ξέρει

Η λ (νέκυια) της Οδύσσειας. Η Κίρκη στέλνει τον Οδυσσέα στον κάτω κόσμο. Το κομμάτι μέσα σε εισαγωγικά αποτελεί τις τελευταίες φράσεις της «Απολογίας του Σωκράτη».

Προσοχή: 1. Οδυσσέας – Σεφέρης – Έλληνες μιλούν με τους νεκρούς. Πώς μιλάμε με τους νεκρούς; Μήπως όλα αυτά που μελετούμε και διαβάζουμε, π.χ. Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Δάντη δεν είναι παρά «συζήτηση με νεκρούς»; Μήπως το παρελθόν δεν είναι πάντοτε ζωντανό μέσα στο παρόν; 2. Η λέξη δίκιο είναι το σωστό, η αλήθεια, η δικαιοσύνη, και όχι το «δικαίωμα», το δίκιο είναι πιο κοντά στην αρχαία αντίληψη περί Δίκης (Βλέπε τον Ηράκλειτο: ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα ειδεμή Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσι), 3. Ο Σωκράτης προτιμά το θάνατο από την εξορία. Δεν θα μπορούσε να ζήσει έξω και μακριά από την πόλη-πατρίδα-σπίτι του.

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.

Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.

Η κρίση του δυτικού κόσμου

Το Φως

Το Φως είναι η αλήθεια, η δικαιοσύνη αλλά και το «σπίτι».

Αυτό το κομμάτι μοιάζει μ’ ένα βίντεο-κλιπ με σκηνές που αλλάζουν με ταχύτητα και σταματούν απότομα. Σ’ αυτό συνηγορούν και οι μουσικές εικόνες (ο χορός, τα δοξάρια, τραγούδησε, τα τζιτζίκια)

Τι βλέπουμε; Πολλά πράγματα μαζί.

Τη μοναξιά του ποιητή σε μια κατάσταση στην οποία η πλειοψηφία υιοθετεί ακραίες στάσεις και απόψεις

καθώς περνούν τα χρόνια…λιγότερες φωνές

Τη δυσκολία να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα

Όπως τη νύχτα…μες στο σκοτάδι

Την όμορφη αισθησιακή γυναίκα που όμως μοιάζει με απατηλή εικόνα

ξέρεις…γύμνια

και βγαίνει από τη θάλασσα όπως η Αφροδίτη

βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι

επαναλαμβάνεται η ιδέα του αγάλματος

ο δωρικός χιτώνας…στο σκοτάδι

Τους νέους που πολεμούν και πεθαίνουν

κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα…οι άσπρες λήκυθοι

τον εμφύλιο πόλεμο

που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη

την αγάπη και τον θάνατο

Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη… μιλώ για την αγάπη

σκοτεινή κοπέλα

και στο τέλος την «κάθαρση»

ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει

όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει στο φως

και στη συνέχεια όλα εξαφανίζονται απότομα

πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.

στίχος 58: δακρυσμένο γέλιο: δακρυόεν γελάσασα

(Ιλιάδα Ζ΄ Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία: 484)

Τάσος Χατζηαναστασίου

Παλέρμο, Μάιος – Ιούνιος 2003

Δραστηριότητες:

1. Πολλαπλές αναγνώσεις του ποιήματος κατά μέρος και κατά ενότητα

2. Γλωσσική εξομάλυνση, σχολιασμός της γλώσσας του Σεφέρη

3. Δίνεται παράλληλα η μετάφραση στα ιταλικά εν προκειμένω για ατομική μελέτη στο σπίτι

4. Από κοινού αναζήτηση των «πηγών» του Σεφέρη (Όμηρος, Απολογία Σωκράτους, αρχαία τραγωδία, Ερωτόκριτος, κτλ) εφόσον πρόκειται για κλασικούς φιλολόγους

5. Από κοινού ερμηνεία του ποιήματος με βάση τις πληροφορίες που παρέχει ο διδάσκων. Συζήτηση.

6. Θεατρική απόδοση του β΄ μέρους με κατανομή ρόλων

7. Απόπειρα «σκηνοθεσίας» του ποιήματος. Θέματα προς διερεύνηση: πώς φαντάζονται τα πρόσωπα; τι ρούχα θα φορούσαν; πώς θα μιλούσαν κτλ πώς φαντάζονται τον χώρο;

οπτικοακουστικό υλικό

1. φωτογραφίες από την ιστορική συγκυρία (Μικρασιατική Καταστροφή, Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος)

2. βιντεοκασσέτα από το ντοκιμαντέρ «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γιώργος Σεφέρης», (Στέλιος Χαραλαμπόπουλος, παραγωγή ΕΚΚ, ΝΕΤ, Τετρακτύς), εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2001)

Τάσος Χατζηαναστασίου

Το σπίτι κοντά στη θάλασσα (του Γ.Σεφέρη).

Στη φωτογραφία η Σκάλα του Βουρλά πριν το 1922.

(Κάνοντας κλικ στις φωτογραφίες,μεγενθύνονται).

ΠΑΡΑΛΙΑ ΣΚΑΛΑΣ ΒΟΥΡΛΩΝ

Αφορμή γι’ αυτή την ανάρτηση στάθηκε η συνεχιζόμενη και πολυδιαφημιζόμενη τουριστική ατραξιόν γύρω από το σπίτι του Σεφέρη στη Σκάλα των Βουρλών και η συνεχώς προβαλλόμενη πλάνη .

Το περιβόητο  Hotel Seferis,το οποίο βέβαια δεν έχει καμμία σχέση με το σπίτι του παππού του Σεφέρη,του Γ.Τενεκίδη το οποίο ήταν δίπλα στον καφενέ του Μπατή.

Η συγκεκριμένη κατασκευή ήταν οι αποθήκες της οικογένειας Τενεκίδη.

Εψαξα στις «Μέρες Ε΄» και βρήκα τις εντυπώσεις όπως τις κατέγραψε ο ποιητής το 1950  επιστρέφοντας  στα χώματα της παιδικής του ηλικίας.

«1 Ιουλίου 1950″
Έπειτα,κατά τη Σμύρνη:γνώριμος αέρας, γνώριμο ύφος της εξοχής, και τ’ άρωμα των βοτάνων.Έπειτα,σιγά σιγά από μέσα, σου ανεβαίνει στο μυαλό η γνωστή στη μνήμη,και τόσο άγνωστη τώρα,πολιτεία-Θεέ μου,τι πάω να κάνω…

Όπως, αν τύχει
και μπεις μια νύχτα
στην πολιτεία που σ’ ανάθρεψε
κι έπειτα συθέμελη τη χάλασαν και την ξαναχτίσαν
και παλεύεις να μετακινήσεις άλλους καιρούς
για να ξαναβρεθείς…

ΣΚΑΛΑ ΒΟΥΡΛΩΝ ΠΙΝΑΚΑΣ τέλι 1800

«2 Ιουλίου 1950″
Βγήκαμε στον καροτσόδρομο των Βουρλών (τώρα ονομάζονται Urla)…Οι αλλαγές δε με πειράζουν σήμερα, όπως χτες στην παραμορφωμένη Σμύρνη. Είμαι δεμένος ολόκληρος με το πρόσωπο της Σκάλας. Αυτό βαραίνει περισσότερο…είμαι ο προσηλωμένος συνεργός σε μια μαγική τελετή που δεν καταλαβαίνω.Ξέρω πως θα συμβεί μια κρίση και δεν μπορώ να υπολογίσω τις συνέπειές της…πως την ετοίμασα εγώ αστόχαστα,πως έκανα ίσως κάτι σαν πρόσκληση στους νεκρούς,ένα βιασμό της φύσης των πραγμάτων…μια αδιάντροπη πράξη.
Είναι αργά να γυρίσω πίσω-το μηχάνημα έχει ξεκινήσει:είμαι δεμένος στο νήμα αυτής της ακρογιαλιάς , που κάποιος τυλίγει από την άλλη άκρη, συστηματικά,αναπότρεπτα.Όμως αγέρας,χρώμα, ουρανός,άφθαρτα,νικηφόρα-δεν ξέρεις αν το μάτι σου βλέπει ή ψηλαφεί…
Στρίψαμε προς τη θάλασσα:όχι γαλήνη αλλά μια εφιαλτική ακινησία.Το τοπίο ήταν το εσωτερικό μιας σφαίρας,και τα πράγματα,κλεισμένα μέσα σ’ αυτη τη σφαίρα,κι εγώ μαζί τους,μίκραιναν ολοένα και στένευαν και χαλνούσαν,όσο να γίνουν μια τσακισμένη μακέτα των περασμένων, ξεχασμένη σ’ ένα ράφι…



σπιτι σεφερη 1,γιαγιας 2Η δυτική παραλία της Σκάλας με το σπίτι του Γ.Σεφέρη στο κέντρο(1) και το σπίτι της γιαγιάς του(2).Ιούλιος 1950 (ΑρχείοΜΙΕΤ/Αννα Λόντου).

 

παραλια βουρλων σκαλα

Η ξύλινη ΄΄βαπορόσκαλα» δεν υπάρχει αλλά παραξενεύτηκα που έμεναν ακόμη 5-6 από τα χοντρά δοκάρια της.Οι κάμαρες του καφενέ του Μπατή στέκουνται με τα πάνω χτίσματα.

ΚΑΦΕΝΕΣ ΜΠΑΤΗ ΧΘΕΣ

 

ΚΑΦΕΝΕΣ ΜΠΑΤΗ ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ..

 

Ο ΚΑΦΕΝΕΣ ΤΟΥ ΜΠΑΤΗ ΠΡΙΝ ΤΟ ΄22

Έπειτα,λίγα πράγματα που δεν αναγνωρίζω-έπειτα, το «σπιτάκι» μας.
Τα τζάμια του κάτω παραθύρου σπασμένα, η σιδερένια πόρτα φριχτά σκουριασμένη-δε θα την ξανάβαψαν από τα δικά μας τα χρόνια.Έχω ακόμη το κλειδί της στην Αθήνα….Τα παραθυρόφυλλα στο απάνω πάτωμα σάπια-έμοιαζαν να μην κλείνουν ποτέ.Οι τοίχοι λεπροί.Προσπάθησα να κοιτάξω το εσωτερικό του σπιτιού…ξεχώρισα το τζαμωτό χώρισμα της τραπεζαρίας…δεν έφεγγε αρκετά παρακάτω.Καθώς παίρναμε φωτογραφίες, δυο τρία παιδάκια ξετρύπωσαν από τη σκουριασμένη πόρτα σαν μεγάλοι αρουραίοι…

ΣΠΙΤΗ ΣΕΦΕΡΗΗ

Έκανα το γύρο περπατώντας στο βραχίονα του λιμανιού ως το φανάρι-ασβεστωμένο τώρα,μοιάζει από αλάτι…

παραλια βουρλων θαλασσα
Εκεί,στην άκρη,πλάι στο φανάρι, γύρισα απότομα τη ράχη στα σπίτια που με κοίταζαν σαν άρρωστα ζώα.Έτσι,που θα ‘λεγες πως μόνο από μένα κρατιούνταν η λίγη ζωή που τους έμενε ακόμη. Κοίταξα τα νησιά μου: η θάλασσα τρομερά ζωντανή κι ο αγέρας που γύρευε να τη συναρμολογήσει με το νεκρό πρόσωπο μιας νέας κοπέλας-καημένη Σκάλα…
Στο δικό μας σπίτι μένουν τα πίσω χτίσματα-κι εδώ όλα κλειστά…δεν μπόρεσα να βρω τ’ αρχικά μου που είχα χαράξει με το μυστρί σ’ ένα τοίχο όταν ήμουν δέκα χρονώ…

Σεφερης σε βάρκα

Πέρα από το περιβόλι,ξαφνίστηκα που το μαγκανοπήγαδο βγάζει ακόμη νερό-το γύριζε ένας μικροσκοπικός γάιδαρος.Ζει και η μουριά που το ίσκιαζε,αλλά παρακάτω χάος:ούτε αμπέλια,ούτε λιόδεντρα,ούτε ροδιές,ούτε συκιές:ένας χέρσος τόπος.Από το άλλο μέρος,δεξιά, η πιο μεγάλη απουσία:ο γερο-πλάτανος μάς άφησε χρόνους…εκείνο το τεράστιο δέντρο που χαλνούσε τον κόσμο τ’ απογεύματα με τα σπουργίτια του.

Η εκκλησιά μας, του Αγίου Νεκταρίου του Βουρλιώτη,(ο Άης Νικόλας ο μάρτυρας γιά τους Βουρλιώτες),έχει γίνει σχολείο.

Ναός του Αγίου Νεκταρίου BΟΥΡΛΑ

(Βλέπω τη μάνα μου, με το ασημωμένο εικόνισμα της Παναγιάς στην αγκαλιά της πηγαίνοντας εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο)…»

Μα θα ήθελα να κλείσω μ” ένα απόσπασμα από την «Κίχλη».

Το σπίτι κοντά στη θάλασσα.

«…..Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.
Έτυχε να’ ναι τα χρόνια δίσεχτα
πολέμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει…το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου,πήραν πολλούς τα σκάγια
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.

Μη μου μιλάς για τ” αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της
δεν ξερω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα
Όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισμώνουν
μ’ εκείνους που έμειναν, μ’ εκείνους που έφυγαν
μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τα λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω…
ακόμη καμιά φορά,κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ” ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να “ρθεί,πως τον στολίζουν
μ” άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να “ρθεί,να μ” αποχαιρετήσει
ή,μια γυναίκα ελικοβλέφαρη,βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ” τη σκάλα.

Ξέρεις τα σπίτια πεισμώνουν εύκολα σαν τα γυμνώσεις…»


https://ikee.lib.auth.gr/record/299354/files/GRI-2018-22389.pdf

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ 

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 

ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ:

Ο Ηράκλειτος και ο Πλάτωνας στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη Αγγελική Ζαχαρούδη Επιβλέπων καθηγητής: Δημήτρης, Κόκορης Θεσσαλονίκη 2018 

2.6. «Κίχλη» 


Πολύ σημαντικό ποίημα του Σεφέρη, καθώς υπάρχουν πολλά ρεαλιστικά στοιχεία υποσυνείδητες αναφορές, που για να τις ανακαλύψει ο αναγνώστης θα πρέπει να είναι άμεσα συνδεόμενος με την λογοτεχνική παράδοση. Η «Κίχλη» χαρακτηρίζεται ως ένας πειραματισμός. 

Οι ρίζες της βρίσκονται στο Μυθιστόρημα και τα κλαδιά της διαπερνώντας το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ αναπτύσσονται ως τα Τρία Κρυφά Ποιήματα. 

Γράφτηκε στον Πόρο το φθινόπωρο του 1946, δώδεκα χρόνια μετά το Μυθιστόρημα και αποτελεί τη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική συλλογή του Σεφέρη, που εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα το Μάρτιο του 1947.

 Η «Κίχλη» διαιρείται σε τρία άνισα μέρη. Το κάθε μέρος φέρει ένα ή δύο πλαγιότιτλους και αποτελεί σύνολο συμπαγές και αδιάσπαστο.

 Το πρώτο μέρος αποτελεί ένας είδος εισαγωγής, με τίτλο “Το σπίτι κοντά στη θάλασσα” και ο αφηγητής εκμυστηρεύεται τις πληγές που χαράχθηκαν στην ψυχή του από την Μικρασιατική κατάρρευση και τη ναζιστική επιδρομή έτυχε να ΄ναι τα 108

 Κατερίνα Κρίκου – Davis, Διαβάζοντας τον Σεφέρη. Το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄ και το πεζογραφικό έργο του ποιητή, Αθήνα, Ίκαρος, 1989, σ. 102. 45 χρόνια δίσεχτα· πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί. 

Επίσης, αναφέρεται στις αναμνήσεις που παρέμειναν ανεξίτηλες στον εσωτερικό του κόσμο, ενθυμούμενος το σπίτι του, το σπίτι που είχα μου το πήραν, τον σύντροφό του που χάθηκε άδοξα (Ελπήνορας) μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν/ ή που χάθηκαν, τώρα που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο και τέλος, επαναφέροντας στη μνήμη την ελκυστική (Κίρκη) γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη. 

Το δεύτερο και πιο εκτενές μέρος διαιρείται σε δύο μέρη εκ των οποίων το πρώτο έχει τον τίτλο “Ο ηδονικός Ελπήνωρ” και ακολουθεί ένας μεσότιτλος “Το ραδιόφωνο”. Αποτελούν πηγή της καθημερινότητας και της φθοράς των συναισθημάτων και ο ποιητής τα καταγράφει σαν ακούσιος μάρτυρας. Πριν από τους στίχους του ραδιοφώνου, υφίσταται συνομιλία ανάμεσα στον Ελπήνορα και την Κίρκη.

 Το τρίτο και τελευταίο μέρος, της σεφερικής ποιητικής σύνθεσης, το οποίο θα αναλύσουμε εκτενώς φέρει τον τίτλο “Το ναυάγιο της «Κίχλης»” με μεσότιτλο “Το φως”. 

Σε μια από τις βαρκάδες του Σεφέρη στο νησί, στις 2 Οκτωβρίου 1946 παρατήρησε στο βυθό ένα ναυάγιο και διέκρινε το όνομα «Κίχλη» στη βυθισμένη πλώρη ενός σκάφους, 109 γεγονός που αποτέλεσε έναυσμα για τον τίτλο της ποιητικής συλλογής.

 «Το πρωί πήραμε τη βάρκα και πήγαμε γύρω στο Δασκαλειό για μπάνιο. Ανάμεσα στο νησάκι και στην ακτή βουλιαγμένη η «Κίχλη». Μόνο η καμινάδα ξεπερνά λίγα δάχτυλα την επιφάνεια. “Τη βούλιαξαν για να μην την πάρουν οι Γερμανοί” μου λένε. Κοιτάξαμε από πάνω. Το νερό αλαφριά ζαρωμένο και το παιχνίδισμα του ήλιου, έκαναν το καταποντισμένο καραβάκι – φαινότανε αρκετά καθαρά – με τα τσακισμένα του κατάρτια, να κυματίζει σα σημαία, ή μια θαμπή εικόνα μέσα στο μυαλό. 

Ο βαρκάρης έλεγε: “Αφού βούλιαξε το ρήμαξαν οι μαυραγορίτες”».110 Όπως σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής σε ένα γράμμα για την «Κίχλη» ,

 Το ναυάγιο της «Κίχλης» είναι ένα οποιοδήποτε ναυάγιο και η «Κίχλη» είναι το μαύρο καράβι που θα μας πάει στον Άδη. 

Στο τέλος του ποιήματος ο Σεφέρης σημειώνει: Πόρος, Γαλήνη, 111 31 Οκτώβρη 1946 για να πληροφορήσει το αναγνωστικό κοινό για τον τόπο και τον χρόνο της ποιητικής σύνθεσης.

Όσον αφορά τη σύνθεση της «Κίχλης» και τα στοιχεία που αποτελούν υπόστρωμα της ποιητικής δημιουργίας, ο Βαγενάς σημειώνει:

 «η τραυματική εμπειρία του ποιητή από τα χρόνια του Παγκοσμίου και του Εμφυλίου πολέμου, τα συναισθήματα που του γέννησε η επαφή του με την ελληνική φύση και κυρίως το αισθησιακό στοιχείο του Πόρου αλλά και τα διάφορα κεντρίσματα από βιβλία τον απασχολούσαν την εποχή που έγραφε το ποίημα». 112 

Το ναυάγιο της «Κίχλης» «Τό ξύλο αὐτό πού δρόσιζε τό μέτωπό μου τίς ὧρες πού τό μεσημέρι πύρωνε τίς φλέβες σέ ξένα χέρια θέλει ἀνθίσει. Πάρ' το, σοῦ τό χαρίζω. δές, εἶναι ξύλο λεμονιᾶς…»

 Ἂκουσα τή φωνή 109 Βοηθητικό πλοίο του ελληνικού στόλου που είχε βυθιστεί σκόπιμα ο καπετάνιος, για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών κατά την διάρκεια της κατοχής. 

110 Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Ε΄, 1945 – 1951, Αθήνα, Ίκαρος, 1977, σ. 51. 111 

Βίλλα της οικογένειας Δραγούμη που διέμενε ο Σεφέρης με τη σύζυγό του, Μαρώ κατά τη διάρκεια των διακοπών τους. 

112 Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. 

Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, Ζ΄ έκδοση, 1996, ό.π., σ. 261. 46 5 

καθώς ἐκοίταζα στή θάλασσα νά ξεχωρίσω ἕνα καράβι πού τό βούλιαξαν ἐδῶ καί χρόνια. τό 'λεγαν «Κίχλη» . ἕνα μικρό ναυάγιο. τά κατάρτια, σπασμένα, κυματίζανε λοξά στό βάθος, σάν πλοκάμια ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τό σκαρί του 10 στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ σβησμένο στό νερό. 

Μεγάλη ἁπλώνουνταν γαλήνη. Κι ἂλλες φωνές σιγά-σιγά μέ τή σειρά τους ἀκολουθῆσαν. ψίθυροι φτενοί καί διψασμένοι πού βγαῖναν ἀπό τοῦ ἣλιου τ' ἂλλο μέρος, τό σκοτεινό. 

15 θά 'λεγες γύρευαν νά πιοῦν αἷμα μιά στάλα. ἢτανε γνώριμες μά δέν μποροῦσα νά τίς ξεχωρίσω. Κι ἦρθε ἡ φωνή τοῦ γέρου, αὐτή τήν ἔνιωσα πέφτοντας στήν καρδιά τῆς μέρας. ἣσυχη, σάν ἀκίνητη: 20 «Κι ἂ μέ δικάσετε νά πιῶ φαρμάκι, εὐχαριστῶ. τό δίκιο σας θά 'ναι τό δίκιο μου. ποῦ νά πηγαίνω γυρίζοντας σέ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλό λιθάρι. Τό θάνατο τόν προτιμῶ. ποιός πάει γιά τό καλύτερο ὁ θεός τό ξέρει». 

25 Χῶρες τοῦ ἣλιου καί δέν μπορεῖτε ν' ἀντικρίσετε τόν ἣλιο. Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καί δέν μπορεῖτε ν' ἀντικρίσετε τόν ἂνθρωπο. Πόρος, «Γαλήνη», 31 τοῦ Ὀχτώβρη 1946 113 

Το εν λόγω ποίημα παρατηρούμε πως αρχίζει με μία φωνή σε ευθύ λόγο το ξύλο αυτό… ξύλο λεμονιάς που πιθανόν να ανήκει στον σύντροφο του Οδυσσέα, τον Ελπήνορα. 

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική παράδοση, πρόσφεραν στους νεκρούς κλωνάρι λεμονιάς, για να προστατεύει το σώμα τους και την ψυχή τους αλλά και την πορεία του μυθικού ήρωα στην μεταθανάτιο ζωή, όταν από το σκοτάδι μεταβαίνει στο φως. Σε σχόλιό του για την γενεαλογία της «Κίχλης», ο Νάσος Βαγενάς αναφέρει: «Με την πορεία του Σεφέρη προς το φως και τη στιγμή της αποκάλυψης φαίνεται να συνδέεται και το “ξύλο”, που το φάντασμα του Ελπήνορα - στην αρχή του τρίτου μέρους - προσφέρει στον Οδυσσέα. 

Αυτό το κλωνάρι, που το συναντάμε σε τόσα σκοτεινά σημεία των μύθων, και που, σύμφωνα με τ’ αρχαία έθιμα ταφής, προσφερόταν στους νεκρούς για να φυλάει το σώμα τους ή να συνοδεύει την ελευθερωμένη ψυχή τους, συμβολίζει την ενότητα της ζωής και τη δύναμη της αυτοανανέωσης μέσα από την πίστη, χάρη στην οποία ο μυθικός ήρωας διασχίζει το σκοτάδι του θανάτου για να ξαναβρεί το δρόμο για τη ζωή. 

Αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να συμβολίζει τη συμφιλίωση των αντιθέσεων που χαρίζει τη στιγμή της αποκάλυψης». 

14 113 Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, Ι΄ έκδοση, 1976, ό.π., σσ. 226 – 227. 114

 Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. 

Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, Ζ΄ έκδοση, 1996, ό.π., σσ. 283 – 284. 47 

Στη συνέχεια του έργου, ο Σεφέρης περιγράφει το ναυάγιο της «Κίχλης» με τη χρήση εικόνων, καθώς το βυθισμένο καράβι αποτελεί γέφυρα που ενώνει τους δύο κόσμους, τον επίγειο και τον μεταθανάτιο.

 Στην περιγραφή του ναυαγίου, ο ποιητής άκουγε διάφορες φωνές που προέρχονταν από τον κάτω κόσμο και επιθυμούσαν να πιούν αίμα κι άλλες φωνές… αίμα μια στάλα μεταξύ των οποίων διακρίνει την ήρεμη φωνή ενός γέρου που έπεφτε στην καρδιά της ημέρας. 

Με βάση μια αναφορά του ίδιου του ποιητή, μας συνδέει με τη Νέκυια115 στη λ ενότητα της Οδύσσειας, 116 στην οποία ο Οδυσσέας προσπαθεί να πάρει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία προσφέροντάς τον αίμα από τα ζώα που είχε θυσιάσει.

 Τη στιγμή εκείνη πλήθος νεκρών συγκεντρώθηκε και ήπιε αίμα, για να ανακαλέσουν στην μνήμη τους τον κόσμο των ζωντανών και να απολογηθούν. Ο Οδυσσέας του Σεφέρη, αναλογίζεται τον πρόσφατο πόλεμο και οι εικόνες των νεκρών φίλων βασανίζουν το μυαλό του. 

Άνθρωποι που διψούν για ζωή και αποτελούν τα πρόσωπα που σήκωσαν όλο το βάρος της αδικίας. Έτσι, φτάνοντας στο μέγιστον μάθημα της αδικίας, υποδεχόμαστε συναισθηματικά το μοιραίο πρόσωπο που δεν θα είναι όμως ο Τειρεσίας της Οδύσσειας αλλά ο Σωκράτης του κώνειου, ο μεγάλος αδικημένος. Και ξαφνικά ακούγεται η φωνή του Σωκράτη, αναφερόμενη στο δικό του θάνατο ρίχνοντας το μέτρο της δικαιοσύνης, που θα μπορούσε να αποτελέσει ίσια τροχιά για την επιστροφή του Οδυσσέα της «Κίχλης».

 Η πίκρα για το άδικο τονώνει πιο πολύ τον καημό του Σωκράτη για το δίκαιο. Ποιος πάει για το καλύτερο ο Θεός το ξέρει, ο άδικος θάνατος, ο δίκαιος νόστος. Η προφητεία τελείωσε και ο Οδυσσέας πρέπει να επιστρέψει στον πάνω κόσμο, στις χώρες του ήλιου και του ανθρώπου. 

Ο Οδυσσέας του Σεφέρη, στοχάζεται στο ζήτημα της δικαιοσύνης και το μέτρο του νόστου που του μετέδωσε ο Σωκράτης και δεν συμβιβάζεται με τα παραχαραγμένα μέτρα των ανυπόμονων ανθρώπων.

 Επιπρόσθετα, ο σεφερικός Οδυσσέας δοκιμάζει το παραπάνω μέτρο στη δική του πείρα που αποτελεί παράλληλα και την ιστορική αλλά και βιολογική πείρα των ανθρώπων. Το θέτει στη ζυγαριά του χρόνου, στα δίχτυα τη σφαγής, η οποία μετατρέπει τον αγώνα της ζωής σε εμφύλιο σπαραγμό. 

Ο ποιητής μελετά τις φωνές που έρχονται από τη μεριά του σκοταδιού και διαπιστώνει πως είναι η φωνή του μεγάλου αδικημένου, του Σωκράτη. Πρόκειται για μία φωνή της Δικαιοσύνης. Χώρες του ήλιου … άνθρωπο. Στα λόγια του γέροντα της «Κίχλης», παρατηρείται πολλή στεναχώρια. 

Η υποταγή του στους άδικους νόμους της πολιτείας πραγματοποιείται από αδυναμία να τους αρνηθεί. Έτσι, προτιμά τον θάνατο από την ζωή «σε ξένους τόπους» που θα ήταν μια επιβίωση του χωρίς νόημα. 

Συνθέτοντας το παραπάνω ποίημα, ο Σεφέρης δημιουργεί την αίσθηση στον αναγνώστη πως επηρεάστηκε από την ήρεμη και ψύχραιμη αντιμετώπιση του Σωκράτη ενάντια στον θάνατο. «Συλλογίζομαι πως η ιδέα της νεκυομαντείας και 115 Στις 9 Οκτωβρίου, 

ο Σεφέρης διάβασε ένα δοκίμιο του Μάθιου Άρνολντ και του διαμόρφωσε την ιδέα να εντάξει στο έργο του το επεισόδιο της Οδύσσειας και το μοτίβο της νέκυιας, βλ. Νάσος Βαγενάς,

 Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, Ζ΄ έκδοση, 1996, ό.π., σσ. 264 – 265. 116 δὴ τότ᾿ ἔπειθ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα μῆλα, τὰ δὴ κατέκειτ᾿ ἐσφαγμένα νηλέϊ χαλκῷ, δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν, ἰφθίμῳ τ᾿ Ἀί̈δῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ: αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ ἥμην, οὐδ᾿ εἴων νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι (μετάφραση Ζ. Σίδερης: 

Τότε είπα στους συντρόφους μου να γδάρουν και να κάψουν τ’ αρνιά, που κείτονταν στη γη σφαγμένα με μαχαίρι, στην Περσεφόνη τάζοντας και στον ανίκητο Άδη. Έπειτα βγάζω απ’ το μηρί το μυτερό σπαθί μου, και κάθισα, μηδ’ άφηνα καθόλου να ζυγώσουν κοντά στο αίμα οι άζωες των πεθαμένων κάρες, προτού ρωτήσω την ψυχή του μάντη Τειρεσία.) 48 του σοφού ήταν κι αυτή παλιά’ δες στο Μυθιστόρημα ΚΔ΄[¼]. 

Έτσι ο Σωκράτης δεν έχει τίποτε άλλο να πει παρά τα λόγια που απολογήθηκε στους κριτές του. Δείχνει το νόστο, μνημονεύοντας τον ίδιο του το θάνατο, το θάνατο του ανθρώπου που προτιμά ν’ αδικηθεί παρά ν’ αδικήσει». 117 

Την προαναφερθείσα άποψη αποδεικνύει ο στίχος 24 «ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει» άμεσα συνυφασμένος με το τέλος της απολογίας του Σωκράτη, στο έργο του Πλάτωνα 42a.118 

Ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως κανείς δεν γνωρίζει την αλήθεια σχετικά με το αν ο κόσμος των νεκρών είναι καλύτερος από των ζωντανών και αντιστρόφως. Μόνο ο Θεός πιθανόν να γνωρίζει, αν οι θνητοί έχουν καλύτερη τύχη από τους αποθανόντες. 

Δεν υπάρχουν εμπειρικά δεδομένα, για να εξάγουμε ορθά συμπεράσματα όσον αφορά τη μεταθανάτιο ζωή και να διατυπωθεί η αλήθεια. Ο όλεθρος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής κατοχής αποτυπώνεται στους τελευταίους στίχους της ποιητικής σύνθεσης, καθώς ο Σεφέρης καταλήγει στη διαπίστωση πως έχει εξαλειφθεί πλέον η αξία της ανθρώπινης ζωής, κάθε πίστη, κάθε προσδοκία και προοπτική. 

Η φωτισμένη ανθρωπότητα στράφηκε προς το σκοτάδι με τα δεινά του πολέμου και τα κράτη έγιναν παρανάλωμα του πυρός, εξαιτίας του μίσους που κυριαρχούσε. Η Ελλάδα κυριαρχήθηκε από την καταχνιά του Εμφυλίου. Όλοι οι χαμένοι σύντροφοι, που τους θρηνεί η οδυσσειακή ψυχή του Σεφέρη είναι μια ανεξάντλητη πείρα αυτού του δύσκολου περάσματος σε μια άλλη ζωή. 

Είπε κάποτε ο Σεφέρης, πως γυρεύουμε την άλλη ζωή πέρα από τ’ αγάλματα. Κι ακόμη, πέρα από τα μάρμαρα φτάνεις στην καρδιά του ήλιου. Πέρα από τα Αργοναυτικά και την Οδύσσεια, πρυτανεύει τώρα το παράδειγμα του Σωκράτη, η μοίρα του Οιδίποδα. 

Το παράδειγμα και η μοίρα σημαίνει πως όταν πληρώσουμε με το τίμημα της ζωής μας, μπορούμε ν’ αντικρύσουμε το φως, τη μοναδική δικαίωση του κόσμου. Μες στη μόνωση της φυλακής, όπως ο πρώτος ν’ ατενίζομε τη λάμψη του ήλιου, τυφλοί εξόριστοι, όπως ο δεύτερος να πλημμυρίσουμε από μιαν άλλη όραση. Η νοσταλγία μας τώρα, νοσταλγία του ουρανού και η οντολογική μας δικαίωση κρίνεται μες στην αγάπη. 119 

Στο ποίημα Το ναυάγιο της «Κίχλης», ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τη μυθική μέθοδο, εμπλουτίζοντας τον ποιητικό λόγο του με ομηρικά και πλατωνικά στοιχεία, ώστε να ταυτιστούν με την σύγχρονη πραγματικότητα. Ενθυμούμενος αρχαίες πηγές και ορμώμενος από την εικόνα του ναυαγίου, βυθίζεται σε σκέψεις και σε μια ονειρική διάσταση. 

Οι φωνές που αισθάνεται ότι ακούει δεν είναι παρά ένας καταιγισμός συναισθημάτων και σκέψεων του ίδιου, που τον οδηγούν σε μια ψευδαίσθηση. Χρησιμοποιεί τη μυθολογία ως θεμέλιο λίθο μιας νέα τάξης και αυτή η τάξη παρουσιάζεται με τους όρους μιας αγάπης που ξαναγεννιέται από την βαναυσότητα. Πρόκειται πιθανότατα για το πιο σκοτεινό και υπαινικτικό ποίημα ενός κατεξοχήν σκοτεινού και υπαινικτικού ποιητή. Είναι μία ξεκάθαρη δήλωση ότι η αγάπη, με κάθε σημασία της λέξης, αποτελεί τον στόχο της αναζήτησης που χαρακτήριζε την ποίησή του της προηγούμενης δεκαετίας. 120 


 117 Γιώργος Σεφέρης, «Μια σκηνοθεσία για την “Κίχλη”», Δοκιμές Β΄

 φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, Ε΄ έκδοση, 1984, σσ. 52 – 53. 118 «ὁπότεροι δέ ἡμῶν ἔρχονται ἐπί ἂμεινον πρᾶγμα, ἂδηλον παντί πλήν ἢ τῷ θεῷ.»(Ποιοί από μας πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα, είναι άγνωστο σε όλους εκτός από το θεό.) 119 Γιάννης Δάλλας, «Μια αίσθηση πέρα από τον Καβάφη. Με το κλειδί της “Κίχλης”» στο Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, φιλολ. επιμ. Γ. Π. Σαββίδης - Λ. Ζενάκος, Αθήνα, Νεφέλη, 1989, σσ. 298 – 300. 120 Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία / μτφρ. Ευαγγελία Ζουργού - Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1996, σσ. 241, 243. 49 

Με Το Ναυάγιο της «Κίχλης» , έχουμε κατάδυση στο σκοτάδι, μια ομηρική Νέκυια. Στις 14 Γενάρη 1942 ο Σεφέρης γράφει «Είναι βράδυ και δύσκολο, δεν μου φτάνουν οι ζωντανοί πρώτα γιατί δεν μιλούν κι ύστερα γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω». Με τέτοιες μνήμες ο οδυσσειακός ήρωας του ποιήματος ξεκινάει πάλι να συναντήσει τους πεθαμένους, για να μάθει πώς να προχωρήσει παρακάτω. Όμως δεν θα συναντήσει τον Τειρεσία αλλά τον πιο δίκαιο ανάμεσα στους δίκαιους, τον Σωκράτη, που απολογείται. Η «Κίχλη» αναδείχτηκε από τις σημαντικότερες ποιητικές στιγμές του Σεφέρη, με όλο το βάρος του συμβολισμού που περικλείει και είναι η δυσκολότερη ποίηση, ουσιαστική και καλλιτεχνική που συναντούμε στη νεοελληνική γραμματεία, κυρίως με τους νέους τρόπους που εισάγονται. Ο ποιητής ήταν μέτοχος της ευρωπαϊκής ποίησης του καιρού του και αυτό αποδεικνύεται από το πανευρωπαϊκό κύρος που απολαμβάνει σήμερα η ποίησή του. Είναι μια ποίηση με τις ελληνικές ρίζες βυθισμένες στο απώτερο παρελθόν (αρχαιότητα) και στον δραματικό σύγχρονο κόσμο (Μικρασιατική καταστροφή).

 Συνοψίζοντας, η «Κίχλη» είναι η ζωή που συμβολίζεται με ένα ναυάγιο, φέρνοντας στην επιφάνεια της ψυχής αντικατοπτρισμούς από τη θάλασσα των παθών μέσα σε αγγελικό και μαύρο φως της ανθρώπινης υπόστασης. 121 

Η «Κίχλη» είναι ένα ποίημα σκοτεινό, που οι λεπτομέρειες και τα μυστικά είναι φανερές μόνο στον ίδιο τον ποιητή. 

Από το ναυάγιο της Κίχλης: το φως (ερμηνευτική προσέγγιση)

Η ποιητική σύνθεση του Γιώργου Σεφέρη “Κίχλη” ολοκληρώθηκε στις 31-10-1946, στη γνώριμη γραφομηχανή του στον Πόρο. Αποτελείται από τρία μέρη: α) το σπίτι κοντά στη θάλασσα β) ο ηδονικός Ελπήνωρ και γ) το ναυάγιο της Κίχλης και το φως.

Κίχλη, σημαίνει το πουλί - τσίχλα. Εδώ είναι το συμβολικό όνομα ενός καραβιού, το ταξίδι, δηλαδή, που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος (αδύναμο πουλί) στην ψυχή και στο βάθος της γνώσης του εαυτού του, του κόσμου της φύσης για να βρει την ανθρώπινή του ταυτότητα στο φως, την ουσία δηλαδή του πολιτισμού του, τοπικού και παγκόσμιου και το νόημα της ζωής και της κοινωνίας που χτίζει. 

Η “Κίχλη” αποτελεί μια σημαντική πρόταση ζωής και αποκαλύπτει τη σεφερική ιδεολογία, εφόσον η γενιά του ’30 στη νεοελληνική ποίηση κατά τον Mario Vitti είναι ξεχωριστή, γιατί αναδύει για πρώτη φορά τις ιδεολογικές κοσμοθεωρίες των ποιητών της με μοναδικό τρόπο, μέσα από ένα ρεύμα αλλαγής και επαναστατικής τροχιάς των πραγμάτων.

Το φως

Το φως είναι σαν σύμβολο ο σκοπός του ανθρώπου να επιβάλει στον κόσμο την αγάπη, τη φωτεινότητα των αρετών που τον ξεχωρίζουν και για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να δούμε τον ήλιο μ’άλλα μάτια (στίχος 30), να αλλάξουμε συνείδηση, ζωή που την πήραμε λάθος, να πραγματώσουμε πρώτα το βασίλειο της αγάπης μέσα μας, γιατί πληθαίνουν οι κριτές που μας καταδικάζουν (εξωτερικοί - εσωτερικοί), δηλαδή να καταπνίξουμε τα τέρατα μέσα μας και ταυτόχρονα τα στοιχειά του κοινωνικού συστήματος που μας γεννά και μας εξαθλιώνει. Για τη σεφερική ιδεολογία, τη λεγόμενη «Πανάρχαιο δράμα», κατά τον M. Vitti, ο άνθρωπος μηδενίζει την ύπαρξή του ανάμεσα στη σύγχρονη θλίψη και το χαμένο παρελθόν και αυτομηδενίζεται, ως άβουλο θύμα της τραγικότητας του εαυτού του και των καιρών, γιατί τα πιο πολλά τα δέχεται απαθής και δεν αντιδρά, δεν επαναστατεί. Αυτό το κατάντημα, αυτό το δράμα δίχως κάθαρση σύμφωνα με τον ποιητή, εκφράζει ο μέσος άνθρωπος που επιδιώκει το βόλεμα στη ρουτίνα της καθημερινότητας, τη γαλήνη, την ησυχία του να μην “είσαι τίποτα”, να μην παίρνεις θέση στα πράγματα που διαδραματίζονται γύρω σου. Αυτοί οι άνθρωποι κατά το Σεφέρη είναι οι νικημένοι της θάλασσας και της αγάπης, αυτοί δηλαδή που δεν ταξίδεψαν ποτέ στα βάθη της ουσίας των πραγμάτων με το νου ή στους μυχούς της ψυχής τους και της αγάπης. Αυτοί που δεν έχουν μέσα τους τίποτα, δε συναισθάνονται, δεν μπορούν να πάρουν και να δώσουν, μένοντας βουβοί και σκοτεινοί, και έτσι δεν αλλάξουν τον εαυτό τους και τον κόσμο. Αυτοί οι μεγάλοι ουδέτεροι – η σιωπηλή πλειονότηταη συνενοχή είναι σκοτάδι.

κίχλη


Αυτοί οι άνθρωποι είναι στο “Φως” ένα νυχτερινό ζώο στη δημοσιά του κόσμου που γυαλίζουν τα μάτια του, έρμοι και μόνοι (στ. 34-35). Η ιστορία μας πάλι, ιχνογραφεί μια απάνθρωπη ροή βίας και βαρβαρότητας γεμάτη ποταμούς αιμάτων και θάνατο, δόλο και απάτες, πάθη και καινούργιες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών (βλέπε Ελένη). Καθώς στο στίχο 43 «τα παιδιά βουλιάζουν μέσα στο μαύρο φως», τα παιδιά μ’άλλα λόγια από σύμβολο της ζωής, γίνονται σύμβολο του θανάτου, του ναυαγίου της Κίχλης, του ανθρώπινου ναυάγιου (στ. 40) «μ’ένα νόμισμα στα δόντια», επιθανάτιο οβολό-πορθμείο στον περατάρη Χάρο, για το πέρασμα στον κάτω κόσμο. Τα παιδιά πεθαίνουν νωρίς ψυχικά και πνευματικά, όπως και ο κόσμος μας και το σύστημα της αδικίας που τον δομεί και κυριαρχεί αξιακά με τις κίβδηλες αξίες, τα αντιπρότυπά του και εξουσιάζει οικονομικά καταστρέφοντας την ανθρώπινη ζωή και την ουσία “άνθρωπος” μαζί με τη φύση για το κέρδος. 

Αλλά πιο πρώτα, ο ποιητής πριν φτάσει στο τέλος της σύνθεσης: φώς – σκοτάδι = αγγελικό και μαύρο φως, θα μελετήσει και τις άλλες φωνές που έρχονται από τη μεριά του σκοταδιού (από την ηθική πλευρά τώρα), από το μέρος που βαραίνει η αδικία. Γίνεται κριτής τώρα και υψώνει τη φωνή της Δικαιοσύνης και της αιώνιας διαμαρτυρίας, που προφέρεται από τα χείλη ενός λαού για λογαριασμό όλων των αδικημένων της ζωής: 
«χώρες του ήλιου που δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο – χώρες του ανθρώπου που δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο». 
Αλλά το φως ξεδιπλώνει και την υποκειμενική περιπέτεια της ζωής. Στο βάθος όλα υποκειμενικά είναι, από τον τρόπο που τα συλλαμβάνεις. Και το ατομικό και το γενικό. Μιλώντας για τον εαυτό σου μέσα στους άλλους μιλάς για όλη την ανθρώπινη εμπειρία. Φτάνει, βέβαια, να έχεις το χάρισμα να αποδεσμεύεις ουσίες, στιγμές αντιπροσωπευτικές της ύπαρξης, και να υποχρεώνεις έτσι όλη την ανθρώπινη υπόσταση. Μ’αυτό τον τρόπο, φτάνεις στην επιθυμητή γενικότητα και όχι σε νωχελικές θεωρήσεις και ιδεολογήματα σπουδαστηρίου. 



Καθώς περνούν τα χρόνια – 
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν
κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές, 
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του, είναι στο σκοτάδι  

Εδώ υπάρχουν, η ανθρώπινη πείρα, η σοφία και η ανθρώπινη πίκρα, όλα αποκτημένα με τα σκληρά βιώματα του λαού μας, με καταβολές ανυπολόγιστες πολιτισμικά και πολύτιμες θυσίες. Εδώ, βλέπουμε την πάλη ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, με επικράτηση του πρώτου. Κοιτώντας τώρα στις ανθρωποσφαγές των αιώνων, το σκοτάδι θα συναντήσουμε “πίσω από τον ήλιο” γιατί το σκοτάδι είναι το μισό του ήλιου (διαλεκτική αντίθεση). 

Αγγελικό και μαύρο, φως, γέλιο των κυμάτων, δακρυσμένο γέλιο… 

Θα χρειαστεί κάποιος μόχθος να συναιρέσουμε το αγγελικό και το μαύρο φως, να βρούμε δηλαδή τη σύνθεση που δείχνει τις αντιθέσεις της ζωής να συμπτύσσονται σε μια θέση, που είναι η αληθινή ζωή. Η ζωή μας εμπιστεύεται τα μυστικά της, την αλήθεια της, μια ζωή με νόημα όπου η χαρά και η λύπη γίνονται ένα και το καλό συνεργάζεται με το κακό. Αφού και η Αντιγόνη, η κόρη του γέροντα Οιδίποδα, από ένα περιβάλλον άγριου σπαραγμού και μίσους θα γίνει το σύμβολο της αγάπης και της εξιλέωσης. «Όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θα αγαπήσει στο φως». Έτσι, η φωτεινή ζωή μας καθησυχάζει τους φόβους της νύχτας. Αλλά, ως πότε θα ζητάμε αυτό το φως, φτάνοντας σε ένα φεγγερό σκοτάδι; Στο αγγελικό και μαύρο φως που ο ποιητής δοξολογεί και εμείς θέλουμε μόνο το αγγελικό φως και δεν κατανοούμε πως η διαλεκτική νομοτέλεια δεν το επιτρέπει χωρίς την αντίθεσή του.

Το όραμα

Ο άνθρωπος λοιπόν κινδυνεύει, γιατί εύκολα τρίβεται, διαβρώνεται, είναι αδύναμο πουλί, ένα δεμάτι χόρτο, έτσι δεν έχει ηθική εσωτερική βούληση και συνείδηση, ούτε ο πολιτικός, ούτε ο επιστήμονας, ούτε ο καλλιτέχνης, ούτε ο απλός άνθρωπος. Γιαυτό και η Κίχλη ναυαγεί. Εξάλλου, ο άνθρωπος εμμονικά εμπιστεύεται και με πείσμα ό,τι βλέπει, και ιδιαίτερα ο Έλληνας, υπερτροφικά εγωκεντρικός και υποκειμενικός θεωρεί “αλήθεια” ό,τι αυτός πιστεύει αγνοώντας τη συλλογικότητα. Γιαυτό και η πορεία του είναι αυτή του Οιδίποδα που καταλήγει στη συντριβή και στην αυτοτύφλωση, ζητιάνος της ζωής, που τον κρατάει από το χέρι όμως, η μικρή Αντιγόνη, το παιδί της αντίστασης και της πραγματικής αλήθειας. Και όλα αυτά, γιατί ο Οιδίποδας δεν έβλεπε με το πάναγνο εσωτερικό φως, αλλά με τις εξωτερικές αισθήσεις που αρκετές φορές εξαπατούν, ή με την απόλυτη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και τον εαυτό του, που πολλές φορές μας ξεγελούν όταν αγνοούμε τις απόψεις των άλλων και την αλήθεια τους. Τέλος, το κάλεσμα στη μικρή Αντιγόνη, σύμβολο της αντίστασης (14 ετών ήταν στο μύθο), με το στεφάνι στα μαλλάκια της και σκοτεινή από το γύρω κόσμο, να τραγουδήσει για την εποχή που θα’ρθει, όπου ο Σκορπιός, σύμβολο της κακίας, θα βασιλέψει και ο τύραννος μέσα στον άνθρωπο θα πεθάνει το φως δικαιώνεται με ό,τι συμβολίζει. 
Όλοι μας κρύβουμε μέσα μας έναν μικρό τύραννο για τον εαυτό μας και τους άλλους. Όταν η αγάπη θα πλημμυρίσει την ψυχή μας με το φως της, «όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θα αγαπήσει στο φως» (στ. 74). Τότε, ο άνθρωπος θα πάψει να είναι κίχλη, αδύναμο πουλάκι και θα βρει τον εαυτό του και τη δύναμη στη φωτεινή του διάσταση με την αγάπη, την ηθική και τη δικαιοσύνη. Τότε θα ενωθεί η φύση και ο άνθρωπος και θα πανηγυρίσουν αλλάζοντας τον απάνθρωπο κόσμο μας για πάντα. 

Γ. Ηρακλέους φιλόλογος

Βιβλιογραφία 

Μηνάς Δημάκης, Μια αντιπροσωπευτική φωνή των χρόνων μας, Εστία, Αθήνα 1970.
Γιώργος Ηρακλέους, “Ερμηνευτικές προϋποθέσεις της σεφερικής ποίησης (Ένας τρόπος διδακτικής προσέγγισης)”, Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 13-14, Άνοιξη 1991. 
Ανδρέας Καραντώνης, Ο ποιητής Σεφέρης, Γαλαξίας, Αθήνα 1971.
Η Λέξη, τ. 53, [Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη], Μάρτης-Απρίλης 1986.
Νέα Εστία, Αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη, τ. 1087, 15/10/1972.

 

Λιβίσι. Το Μουσείο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Από το βιβλίο του Πέτρου Μεχτίδη, «Παράλια της Μικράς Ασίας, Ελλήνων μνήμες» σελ. 159

Νίκος Εγγονόπουλος
Νίκος Εγγονόπουλος

Γιῶργος Σεφέρης - Ποιήματα



 https://www.youtube.com/watch?v=-BTpu2j8uo0


Γιώργος Σεφέρης Μυθιστόρημα

Μπήκαμε στο σπίτι που έμενε ο Γιώργος Σεφέρης
Σαλόνι οικίας Γ. Σεφέρη. Δεξιά φαίνεται το παλιό ραδιόφωνο έπιπλο
Αλλά και στο σπίτι του Γιάννη Τσαρούχη και την έπαυλη Ζούρα με το Open House Athens
Έλενα Ντάκουλα

Facebook
Twitter
E-mail
SHARES
940
A-A+0
Open House Athens 2019: Τι είδαμε στο σπίτι του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Τσαρούχη και την έπαυλη Ζούρα
Για 6η συνεχόμενη χρονιά, το προηγούμενο Σαββατοκύριακο (6 & 7/4), το Open House Athens, ένας από τους σημαντικότερους διεθνείς θεσμούς για την ανάδειξη και προώθηση της αρχιτεκτονικής, έδωσε την ευκαιρία στους Αθηναίους να επισκεφθούν κτίρια και κατοικίες με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό αλλά και ιστορικό ενδιαφέρον, εντός και εκτός της πόλης της Αθήνας.


Επισκεφθήκαμε τρία από αυτά.


ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΜΕΝΕ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Όποιον δρόμο κι αν ακολουθήσεις για να πας στο σπίτι του Γιώργου Σεφέρη (1900-1971), στην οδό Άγρας, κάπου πίσω από το Καλλιμάρμαρο, τίποτα δεν σε προδιαθέτει για το όμορφο, «ήσυχο», κάτασπρο σπίτι με τα μπλε πορτοπαράθυρα που θα συναντήσεις, το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να είναι σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί. Μία απλή, σεμνή επιγραφή στον εξωτερικό τοίχο μαρτυράει ότι εκεί έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ένας από τους πιο διακεκριμένους έλληνες ποιητές με το όνομά του να είναι γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο.

Γεώργιος Σεφέρης
ΣΧΕΤΙΚΑ
Συνεχίζουν να ξεδιπλώνονται οι «Μέρες» του Γιώργου Σεφέρη
Συνεχίζουν να ξεδιπλώνονται οι «Μέρες» του Γιώργου Σεφέρη
«Το οικόπεδο αυτό το βρήκε η σύζυγος του ποιητή, η Μαρώ, αναγνωρίζοντας το σημείο ως το ιδανικό για την ησυχία που επεδίωκε ο σύντροφός της» ακούσαμε στην ξενάγηση που έγινε στο σπίτι το οποίο άνοιξε για πρώτη φορά στο κοινό, στο πλαίσιο της πολύ πετυχημένης δράσης Οpen House Athens.

Η Μαρώ Σεφέρη

Η οικία χτίστηκε μεταξύ του 1960 και 1963 από τον γνωστό αρχιτέκτονα Παναγή Μανουηλίδη, όσο ο ποιητής βρισκότανε στο Λονδίνο. Η μονοκατοικία σχεδιάστηκε όπως οι παλιές, όπου η ζωή του σπιτιού εξελισσόταν γύρω από έναν προστατευμένο χώρο που σχημάτιζε μία εσωτερική αυλή.

ΣΧΕΤΙΚΑ
Επιστροφή στο σπίτι-μουσείο του Γιάννη Τσαρούχη, που άνοιξε ξανά
Επιστροφή στο σπίτι-μουσείο του Γιάννη Τσαρούχη, που άνοιξε ξανά
Οικία Σεφέρη. Άγρας 20
Την πανέμορφη αυτή αυλή, την οποία αγαπούσε ιδιαίτερα ο ποιητής και εκεί είχε δεχθεί μεταξύ πολλών γνωστών προσωπικοτήτων τον διάσημο ποιητή Ezra Pound, φροντίζει και περιποιείται η σημερινή ιδιοκτήτρια και κάτοικος του σπιτιού, η κα Άννα Λόντου, κόρη της Μαρώς Σεφέρη από τον πρώτο της γάμο. Με την ανακαίνιση που έκανε πριν μερικά χρόνια, προσπάθησε να διατηρήσει τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και την ατμόσφαιρα του σπιτιού και να αναδείξει την ιστορικότητά του.

Εσωτερική αυλή της οικίας Γ. Σεφέρη
Μπαίνοντας μέσα στο φωτεινό σαλόνι όπου η βιβλιοθήκη καλύπτει έναν ολόκληρο τοίχο και η πανέμορφη αυλή αποτελεί μία φυσική προέκτασή του και πριν το μάτι αρχίζει να πέφτει πάνω στα έπιπλα, στα κάδρα, στις φωτογραφίες και στα αντικείμενα, αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε ένα ιερό μέρος και σε κυριεύει μία ιδιαίτερη συγκίνηση μόνο με τη σκέψη ότι εκεί έζησε ο μεγάλος μας ποιητής.

Σκέφτεσαι το ποιους δέχθηκε αυτό το σαλόνι, το τι ωραίες συζητήσεις άκουσαν αυτοί οι τοίχοι, το τι γράφτηκε πάνω στο μεγάλο ξύλινο γραφείο, το πόσο έντονες στιγμές χαράς έζησαν οι ένοικοί του με το βραβείο Νόμπελ το 1963, αλλά και την πίκρα που ίσως θα αισθάνθηκαν όταν το 1967 του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη λόγω της ιστορικής δήλωσής του κατά της Χούντας, και νιώθεις ένα ρίγος αλλά και την ενέργεια που βγάζει αυτός ο χώρος, όπου παντού κυριαρχεί η φυσιογνωμία του νομπελίστα ποιητή.

Ασημένια ταμπακιέρα, υπογεγραμμένη από τους συναδέλφους του στην πρεσβεία της Άγκυρας, δώρο όταν αποχώρησε το 1950
Τίποτα εκεί μέσα δεν είναι κραυγαλέο και στημένο. Κυριαρχεί μία ζεστασιά και αρμονία παρόλο που το κάθε τι έχει τη δική του χώρα προέλευσης και όλα μαζί αποτελούν ένα συναρπαστικό μείγμα ανατολής και δύσης. Αυτή η διττότητα ήταν εμφανής και στη ζωή του με τον ίδιο να ισορροπεί ανάμεσα σε δύο alter ego, στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη και τον διπλωμάτη Γεώργιο Σεφεριάδη, όπως ήταν το πραγματικό του επίθετο.

Επιγραφή στο εξωτερικό της οικίας
Χαλιά από την Περσία και την Τουρκία, καρέκλες και πορσελάνες από την Ολλανδία, καλαίσθητα αντικείμενα αγορασμένα από δημοπρασίες στο Λονδίνο όπου ζούσε πολλά χρόνια, καθώς και από μέρη που υπηρέτησε ή ταξίδεψε κατά τη διάρκεια της διπλωματικής του σταδιοδρομίας, μικροαντικείμενα που κατασκεύαζε ο ίδιος, συγκροτούν και κοσμούν τον προσωπικό του χώρο αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ευαισθησίες και εσωτερικές πτυχές της προσωπικότητάς του «εκπατρισμένου», όπως πολλές φορές χαρακτήριζε τον εαυτό του, ποιητή και διπλωμάτη, αλλά και φανατικού ερασιτέχνη φωτογράφου.

Σαλόνι οικίας Γ. Σεφέρη. Οι δύο καρέκλες είναι από την Ολλανδία, αγορασμένες από δημοπρασία στο Λονδίνο
Ένα από τα πολύ αγαπημένα του αντικείμενα ήταν η κούκλα τίγρης. Όταν κάποτε χάθηκε το μάτι της και η κα Λόντου του είπε να αγοράσει μία καινούργια, εκείνος αρνήθηκε και αντ' αυτού σκέπασε το μάτι με ένα επικάλυμμα, της έβαλε κι ένα κολιέ με χάνδρες και την ονόμασε τίγρη-πειρατή.

Στην αγαπημένη του γωνιά, στο γραφείο, εκτός από τα βιβλία, τα διάφορα δώρα και τα αναμνηστικά, κυριαρχούν οι πολλές φωτογραφίες από συναντήσεις με σημαντικούς ανθρώπους όπως ο Ezram Pound, αλλά και από προσωπικές, οικογενειακές στιγμές χαλάρωσης και ανεμελιάς και όλες μαζί συνθέτουν το συναρπαστικό άλμπουμ της ζωής ενός πνευματικού και πολυταξιδεμένου πολίτη του κόσμου, ερωτευμένου μέχρι το τέλος της ζωής του με τη σύζυγό του, τη Μαρώ. Και πάνω απ' όλα αυτά, ίπταται η «κυρία Ζεν», ένα κουκλάκι που είχε φτιάξει από καρύδι και λίγα βελανίδια, κάποια μέρα διακοπών στον αγαπημένο του Πόρο.

Ο χώρος του γραφείου του ποιητή
Φεύγοντας από αυτό το πολύ ιδιαίτερο σπίτι, μου ήρθαν στο μυαλό οι στίχοι από το ποίημα Piazza san Nicolò: «Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα από τις παλιές κορνίζες/ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας στα σκαλοπάτια/το χέρι που φτιάνει τα σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα/τα χείλια που σβήνουν τη φλόγα του κεριού. Κι όλα τούτα είναι παλιές ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν/δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε».

Κι όμως στον τελευταίο στίχο θα διαφωνήσουμε με τον ποιητή. Τα όσα είδαμε και τα όσα ακούσαμε σε αυτή τη σύντομη επίσκεψη κάθε άλλο παρά παλιές ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν ήταν...

ΙΔΡΥΜΑ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ


Σπίτι Γιάννη Τσαρούχη
Eκτός από το σπίτι του Γιώργου Σεφέρη, μας δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθούμε και άλλο ένα σπίτι το οποίο κατοικήθηκε από έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή, τον Γιάννη Τσαρούχη (1910-1989).

Γιάννης Τσαρούχης
Το ατελιέ, αντίγραφα από γνωστούς πίνακες (τα πρωτότυπα βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη), προσωπικά του αντικείμενα, τα έπιπλα που χρησιμοποιούσε βρίσκονται στο σπίτι (χρονολογίας 1965) με μερικά νεοκλασικά στοιχεία, που έζησε ο καλλιτέχνης μέχρι το τέλος της ζωής του και τώρα εκεί στεγάζεται το Ίδρυμα «Γιάννης Τσαρούχης». Η αποκατάσταση της κατοικίας ξεκίνησε με πρωτοβουλία της Documenta το 2014, που θέλησε να το συμπεριλάβει στους χώρους των εκθέσεων που πραγματοποίησε.

Το πρώτο έργο του Γιάννη Τσαρούχη, που έκανε στην ηλικία των 7 ετών.
Φωτογραφία από το ατελιέ του καλλιτέχνη, όπου φιλοξενούσε και τους καλεσμένους του
Στο Ισόγειο του σπιτιού είναι οι χώροι που ζούσε ο καλλιτέχνης, δηλαδή το δωμάτιο και το σαλόνι του, ενώ στον όροφο ήταν το ατελιέ του και ο εκθεσιακός του χώρος.

Μεταλλικές κατασκευές στην οροφή, περιμετρικά του δωματίου, αντίστοιχες μ'αυτές που υπάρχουν στο Μουσείο του Λούβρου. Κρεμούσε τα εκθέματα χωρίς να τρυπάει τους τοίχους
ΕΠΑΥΛΗ ΖΟΥΡΑ

Η έπαυλη Ζούρα βρίσκεται στην συμβολή των οδών Εμμ. Μπενάκη & Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά και κτίστηκε το 1872. Ο αρχιτέκτονας παραμένει άγνωστος, αν και έχει αποδοθεί στον Θεόφιλο Χάνσεν. Ανήκε στην οικογένεια Βουδούρη. Αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία του Ιωάννη Τρικούπη και αργότερα στην οικογένεια Ζούρα, απ' όπου έχει πάρει το όνομά της.

Έπαυλη Ζούρα
Πλέον είναι ιδιοκτησίας της Κλέλιας Χατζηιωάννου και χρησιμοποιείται ως πολιτισμικό και μορφωτικό κέντρο. Ως προς την αρχιτεκτονική κατατάσσεται στην κατηγορία πυργοειδών μεσαιωνικών επαύλεων, με έντονα στοιχεία μπαρόκ.

Στον κήπο της Έπαυλης Ζούρα
Αποτελείται από το υπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο, όροφο και τη σοφίτα. Χρησιμοποιείται και το διπλανό κτίριο, το οποίο ήταν το υποστατικό του Ιωάννη Τρικούπη, όπου έβαζε τις άμαξές του και γι' αυτό τον λόγο το ύψος της πόρτας είναι αρκετά ψηλό. Τώρα αυτό χρησιμοποιείται ως κατοικία του νυχτοφύλακα.

Έπαυλη Ζούρα
Οι περισσότερες πληροφορίες αντλήθηκαν κατά την διάρκεια των ξεναγήσεων από τους εξαιρετικούς και ενημερωμένους εθελοντές του Οpen House Athens.

https://www.naftemporiki.gr/story/1444321/giorgos-seferis-otan-to-fos-xoreuei-milo-dikaia