Με τον τρόπο του Γ.Σ. Iδιαίτερα γνωστό από τον εναρκτήριο στίχο του, το ποίημα αυτό παρουσιάζεται από τον τίτλο του ως «μίμηση ύφους» (a la maniére de), με τη διαφορά ότι ο ποι ητής εμφανίζεται να μιμείται τον εαυτό του, καθώς τα αρχικά παραπέμπουν στο ό νομά του. Tο ποίημα αναπτύσσεται με τη μορφή περιδιάβασης σε τουριστικούς και αρχαιολογικούς τόπους της μεσοπολεμικής Eλλάδας και εστιάζεται στα αι σθήματα αλλοτρίωσης, απραξίας και στασιμότητας, που αποδίδουν τη σχέση των ανθρώπων με τον τόπο, το παρελθόν, τους γύρω τους αλλά και τον εαυτό τους.
*σουραύλι: φλογέρα *βασιλεμένη: περασμένη *χτίκιασαν: ταλαιπώρησαν, βασάνισαν *βαρκαρόλες: τραγούδια που συνηθίζουν οι βενετσιάνοι γονδολιέρηδες *ξέμπαρκοι: ναυτικοί που δεν έχουν μπαρκάρει, άνεργοι *σωσίτριχα: φάρμακα για την τριχόπτωση *ορώμεν...νεκροίς: βλέπουμε ν' ανθίζει νεκρούς το Αιγαίο *αργάτης: βαρούλκο που ανελκύει ή ποντίζει την άγκυρα |
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ |
Γιάννης Ψυχοπαίδης, Πορτρέτο Γ. Σεφέρη
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕ
Με τον τρόπο
του
Γ.Σ.
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos_Politismos/logotexnia/C-MeTonTropo.htm
Iδιαίτερα γνωστό από τον εναρκτήριο στίχο του, το ποίημα αυτό παρου
σιάζεται από τον τίτλο του ως «μίμηση ύφους» (a la maniére de), με τη δια
φορά ότι ο ποιητής εμφανίζεται να μιμείται τον εαυτό του, καθώς
τα αρχικά παραπέμπουν στο όνομά του. Tο ποίημα αναπτύσσεται με τη μο
ρφή περιδιάβασης σε τουριστικούς και αρχαιολογικούς τόπους της με
σοπολεμικής Eλλάδας και εστιάζεται στα αισθήματα αλλοτρίωσης, απρα
ξίας και στασιμότητας, που αποδίδουν τη σχέση των ανθρώπων με τον τό
πο, το παρελθόν, τους γύρω τους αλλά και τον εαυτό τους.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού. Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι* κάπου στις αλαφρόπετρες μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης*. Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Με νελάου»· χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα μ' έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της. Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο με χτίκιασαν* οι βαρκαρόλες*. |
169
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά; O ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχε ται εξ Oμονοίας» «Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν' ευχαριστημένος «βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό». Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι* όλοι ε μείς δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καρά βια· περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν. Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρί σκεται πουθενά· αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε κρατούν «σωσίτριχα»* φωτογραφίζουνται ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ' ένα φόντο με πιτσού νια και με λουλούδια δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτί δες που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του όλα τα πετεινά τ' ουρανού. Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»* είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύ μπι εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO. Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης* καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά. Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει· παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες… Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937. |
Α/π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει.
Καλοκαίρι 1936
Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος
Παράλληλα Κείμενα
Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη και αναγνώσεις [πηγή:
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]
Συμφραστικός Πίνακας Λέξεων στο Ποιητικό Έργο του Γ. Σεφέ
ρη [πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα]
Λεξιλόγιο
*σουραύλι: φλογέρα *βασιλεμένη: περασμένη *χτίκιασαν: ταλαιπώρησαν,
βασάνισαν *βαρκαρόλες: τραγούδια που συνηθίζουν οι βενετσιάνοι γο
νδολιέρηδες *ξέμπαρκοι: ναυτικοί που δεν έχουν μπαρκάρει, άνερ
γοι *σωσίτριχα: φάρμακα για την τριχόπτωση *ορώμεν...νεκροίς: βλέπουμε
ν' ανθίζει νεκρούς το Αιγαίο *αργάτης: βαρούλκο που ανελκύει ή ποντίζει
την άγκυρα, *Α/π: ατμόπλοιο
170
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
- Σε ποιες περιοχές της Eλλάδας αναφέρεται ο ομιλητής του ποιήματος;
- Γιατί επιλέγει ειδικά αυτές;
- Tι νομίζετε ότι φανερώνουν οι φράσεις «έρχεται εξ Oμονοίας» και
- «έρχομαι εκ Συντάγματος» για τους ομιλητές τους;
- Γιατί νομίζετε ότι ο ποιητής αφήνει αμετάφραστο το παράθεμα
- από τον Aγαμέμνονα του Aισχύλου («ορώμεν ... νεκροίς», στ. 35);
- Σχολιάστε τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής παρουσιάζει τη σχέση
- της νεότερης Ελλάδας με την αρχαία.
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗ
ΡΙΟΤΗΤΑ
- Μελετήστε στο βιβλίο της Ιστορίας τα ιστορικά γεγονότα του 1936
- και ελέγξτε αν η κατάσταση και το κλίμα που δίνει στο ποίημά του
- ο Σεφέρης αντιστοιχεί στη σύγχρονή του ιστορική πραγματικότητα.
Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία Γ΄ Γυμνασίου
Η Ελλάδα 1923-1945 [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]
«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει...»
Γιάννης Ψυχοπαίδης, Πορ
τρέτο
Γ. Σεφέρη
Το ποίημα του Σεφέρη στηρίζεται στη διπλή διαχείριση της κεντρι
κής μεταφοράς του ταξιδιού. Αρχικά ο ομιλητής ομολογεί την ευαι
σθησία του που «πληγώνεται» όταν ταξιδεύει σε ελληνικούς τόπους.
Αυτή η πληγή είναι αποτέλεσμα των μυθολογικών συνειρμών του αρ
χαίου μεγαλείου, που προκαλούν τόποι όπως το Πήλιο (Κένταυροι),
η Σαντορίνη (κυκλαδικός πολιτισμός), οι Μυκήνες (κύκλος των Ατρειδών
), συνειρμών που έρχονται σε αντιπαράθεση με την πεζή και ρηχή
πραγματικότητα (βαρκαρόλες) που κυριαρχεί σε «αμυθολόγητα» νησιά
του σύγχρονου τουριστικού ενδιαφέροντος, όπως οι Σπέτσες, ο Πόρος
και η Μύκονος. Το θέμα αυτό αναπτύσσεται στους επόμενους στίχους
(18-33), που περιγράφουν εικόνες της σύγχρονης παρακμής,
υποβάλλοντας αισθήματα αδράνειας και αποπροσανατολισμού. Χαρα
κτηριστικός είναι εδώ ο αποσπασματικός διάλογος, ο οποίος φανερώνει
κυρίως τη συμβολή της αγοραίας καθαρεύουσας στη συλλογική ηθική
κατάπτωση που περιγράφει ο ποιητής. Παράλληλα με τον ομιλητή
του ποιήματος, ωστόσο, ταξιδεύει και η Ελλάδα, ερήμην των κατοίκων
της που μένουν στάσιμοι. Τα καράβια μένουν δεμένα στο λιμάνι, ο
τόπος ταξιδεύει στην ιστορία χωρίς πυξίδα και κυβερνήτη, και όσοι κου
ράζονται από τη μακρόχρονη και άσκοπη αναμονή επιχειρούν τον άνι
σο αγώνα «να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι». Πρόκειται βέ
βαια για τους αυτόχειρες που, σύμφωνα με τον στίχο του Αισχύλου, τα
κορμιά τους ανθίζουν στο Αιγαίο. H κατάληξη του ποιήματος φαίνεται
να εκμεταλλεύεται τη μερική θέα του ονόματος ενός καραβιού,
για να εκφράσει «αντικειμενικά» (αλλά ρητά) το δυσοίωνο προαίσθημα
του ομιλητή για το άμεσο μέλλον. Η χρονολόγηση εξάλλου του ποιήμα
τος (καλοκαίρι 1936) μας επιτρέπει να συνδέσουμε τα αισθήματα
που αυτό εκφράζει με την επερχόμενη μεταξική δικτατορία.
Πηγή: Βιβλίο καθηγητή
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Τετράδιο Γυμνασμάτων , Α΄ (1928–1937)
(1940). Η συλλογή περιλαμβάνει ποιήματα που δεν ανήκαν σε καμιά
ποιητική συλλογή απ' όσες είχε δημοσιεύσει ο Γ. Σεφέρης, ποιήματα
που γράφτηκαν με αφορμή διάφορες περιστάσεις και χαρίστηκαν σε φί
λους, και ποιήματα-ασκήσεις, όπου παρατηρείται η συνειδητή μίμηση
του ύφους ή της θεματολογίας ενός ποιητή. Με τη μεγάλη μετρική ποικι
λία των ποιημάτων που περιλαμβάνει, η συλλογή αυτή φανερώνει τη με
τάβαση από την πρώτη μορφολογική περίοδο του Σεφέρη στη δεύτερη
περίοδο, η οποία είχε ως αφετηριακό σημείο τον ελεύθερο στίχο του
Μυθιστορήματος. Ενοποιητικός παράγοντας όλων των ποιημάτων, παρά
τις διαφορετικές εκφραστικές τους τάσεις, είναι ο διάλογος με τη
μακραίωνη ελληνική παράδοση (Γαραντούδης & Καγιαλής, 2008: 80-81).
Στο συγκεκριμένο ποίημα η Ελλάδα ταυτίζεται με ένα πλοίο που «είναι
έτοιμο να σαλπάρει», ενώ ο λαός της αργεί να το αντιληφεί και βρίσκε
ται ακινητοποιημένος σε μια κατάσταση αναμονής και αγωνίας. Ο τίτ
λος του ποιήματος υποδεικνύει να διαβάσουμε το ποίημα «με τον τρό
πο του Γ. Σεφέρη» και, κατά συνέπεια, να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας
στην ανάγνωση αυτή την καταγραφή στο τέλος του ποιήματος: «Α/π
Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει. Καλοκαίρι 1936». Η καταγραφή
αυτή παραπέμπει στη μυθολογική Αυλίδα και αποκαλύπτει ότι το ταξίδι
που επίκειται είναι ένα ταξίδι οδυνηρό. Η Αυλίδα στην αρχαία
μυθολογία ήταν το λιμάνι όπου παρέμενε αγκυροβολημένος λόγω ά
πνοιας ο ελληνικός στόλος και όπου θυσιάστηκε η Ιφιγένεια για να μπο
ρέσουν να αναχωρήσουν τα πλοία για τον Τρωικό Πόλεμο. Οι αιματηρές
συνέπειες αυτής της θυσίας παρουσιάζονται από τον Αισχύλο στην τρα
γωδία Αγαμέμνων, της οποίας παρατίθεται και ο στίχος 659 («ὁρῶμεν
ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς» σε μετάφραση του ποιητή: «βλέπου
με ν' ανθίζει νεκρούς το Αιγαίο»). Η μυθολογική αναφορά «Αυλίς» και
η δυσοίωνη ονομασία του καραβιού «ΑΓ ΩΝΙΑ 937» αποτελούν
αμφίσημες αναφορές, που μας επιτρέπουν να ερμηνεύσουμε το ποίημα
πολιτικά (Vitti, 1994: 143–145). Η Ελλάδα, «που περιμένει να σαλπά
ρει» μέσα στην ομίχλη της πολιτικής κρίσης το καλοκαίρι του 1936, ίσως
είναι καταδικασμένη να επαναδραστηριοποιήσει τον αρχαίο κύκλο της
βίας και της εκδίκησης, που από τα χρόνια του Ομήρου και του Αι
σχύλου αποτελούσε μέρος της κληρονομιάς του Ελληνισμού (Beaton,
1996: 212). Ο διάλογος με την παράδοση, και πιο συγκεκριμένα η τυ
ραννική επίγνωση της διάρκειας και της επιβίωσης της αρχαίας παράδο
σης, προβάλλεται στο σύγχρονο ιστορικό παρόν, για να καταδείξει τη
μιζέρια και την έλλειψη ταυτότητας της σύγχρονης Ελλάδας (Γαραντού
δης & Καγιαλής, 2008: 82).
Πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα, Ψηφίς, Ψηφιακή Αρχειοθήκη
Γιώργος Σεφέρης
στο βιβλίο «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»
Πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελλη
νική γλώσσα) ,
Συμφραστικός Πίνακας Λέξεων (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα), ,
Εποχές και Συγγραφείς. Γιώργος Σεφέρης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο
της ΕΡΤ],
στο ΕΚΕΒΙ
Αναγνώσεις ποιημάτων στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
στον ΠΟ.Θ.Ε.Γ.
στο B.B.C.
Η δήλωση του Σεφέρη κατά της χούντας στην Ελλάδα (1969)
Γιάννης Ψυχοπαίδης, βιογραφικά και έργα του
στην Εθνική Πινακοθήκη
στο Μουσείο Φρυσίρα
στο paleta art
στο artnet
στο ΙΣΕΤ
στο ΝΙΚΙΑΣ
στο ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΟΥΣΕΙΟ Γ.Ι. ΚΑΤΣΙΓΡΑ
στο art magazine
ταινία «Συνάντηση: Γιάννης Ψυχοπαίδης ( A! Mέρος )» (56:23),
Ήρωες
Τόπος
Χρόνος
Γλώσσα
Στίχος-Μέτρο
Ενότητες
- Ένα αφιέρωμα στη γενια΄του 30 (ιδιαίτερα στους νομπελίστες Σεφέρη και Ελύτη)
- από το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ:
- Έλληνες του πνεύματος & της τέχνης- Γεώργιος Σεφέρης (ΣΚΑΙ):
- Ντοκιμαντέρ του 2001, (Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στον σκηνοθέτη, Στέλιο Χαρα
- λαμπόπουλο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) : γυρισμένο σε τόπους όπου έζησε και έδρα
- σε ο ποιητής: Ελλάδα, Παρίσι, Λονδίνο, Κύπρο, Μικρά Ασία.
Το ποίημα (Βιβλίο του μαθητή, εμπλουτισμένο)
Το ποίημα, γραμμένο το καλοκαίρι του 1936, ανήκει στη συλλογή Τετράδιο γυμνασμάτων
Η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου, μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης (1928-1932) δεν κατα
Μέλη της ΕΟΝ χαιρετούν τον Μεταξά |
Θεματικά κέντρα
- Μυθολογικό παρελθόν – ταπεινό παρόν της σύγχρονης Ελλάδας
- Συλλογική αδράνεια, εφησυχασμός, αποπροσανατολισμός
- Ιστορικός και κοινωνικός προβληματισμός του ποιητή
Η πικρή εξομολόγηση – περιοχές περιδιάβασης του ποιητή
Η ευαισθησία του ποιητή «πληγώνεται», καθώς βιώνει τη διάσταση ανάμεσα στο ηρωικό χθες
- Εσωτερική μετανάστευση, αποκοπή από πολιτισμικές ρίζες-παραδόσεις, ευτέλεια επιλο
- γών-ενδιαφερόντων, επιδεικτική-επίπλαστη συμμετοχή στην αστική ζωή, πληκτική, ανού
- σια καθημερινότητα, «φτιασιδωμένη» ψεύτικη εικόνα.
- Αποσπασματικός διάλογος, παρωδία αγοραίας καθαρεύουσας που συμβάλλει στη συλλο
- γική ηθική κατάπτωση.
- Α΄πληθ., τριπλή επανάληψη(δεν ξέρουμε), μεταφορά (ξέμπαρκοι) : η συλλογική άγνοια
- των Ελλήνων, η επιλογή της στασιμότητας-αδιαφορίας, ενώ ο Ελληνισμός πορεύεται ερή
- μην των Ελλήνων στα πεπρωμένα του.
- Εξαίρεση στο κλίμα αδράνειας, στασιμότητας και εφησυχασμού οι αυτόχειρες που επιχεί
- ρησαν τον άνισο αγώνα, «να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι» και «τα κορμιά
- τους ανθίζουν στο Αιγαίο», δεν έχουν βουλιάξει, γιατί ο θάνατός τους έχει καταξιωθεί.
- Ο Σεφέρης “βλέπει” το Αιγαίο σπαρμένο από ιδανικούς αυτόχειρες, Έλληνες της δικής
- του απελπισιάς, εκεί που ο ηλιοπότης Ελύτης “έβλεπε” γυμνές, λευκόχροες κόρες μες το
- φως. Πάντως, ο γιος του πανεπιστημιακού καθηγητή Σεφεριάδη, ο δαιμονικά ευφυής
- κ. Σεφέρης, ο ερμητικός, μ`όλη τη γοητεία του σκοτεινού, που δεν δίνει καμιά προε
- ξοχή για να πιαστεί ο εύκολος αναγνώστης, ποτέ δεν θα γινόταν ένας ιδανικός αυ
- τόχειρας σαν τον Καρυωτάκη. Ο Γιώργος Σεφέρης, αστός, ιδιοφυής ποιητής, απ`τη στό
- φα και τη μοίρα του τέτοιος, πέθανε ευκλεής στην κλίνη του. Ο Κώστας Καρυωτάκης, από
- αστικό σπίτι κι αυτός, πέθανε αλλιώς…ένας Έλληνας, από το ίδιο εωσφορικό και καταρα
- μένο γένος.
- Αμετάφραστο το παράθεμα από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου (στ. 35). Στόχος να κατα
- δείξει τη μακρόχρονη ενιαία ιστορία της γλώσσας, συνδεδεμένης με την ελληνική συνείδη
- ση, από τον καιρό του Ομήρου ως το δημοτικό τραγούδι, το Δ. Σολωμό και τον Καβάφη.
- Στην υπαινικτική κατακλείδα του ποιήματος κυριαρχεί το αιώνιο σύμβολο, το καράβι-Ελλά
- δα με το μισοσβησμένο όνομα: ΑΓ ΩΝΙΑ 937, έκφραση, ίσως της αγωνίας του ποιητή, ευ
- αίσθητου δέκτη των μηνυμάτων των καιρών για το άμεσο μέλλον.Ως διπλωμάτης ο Σεφέ
- ρης γνώριζε πολλά και "εκ των έσω"
- Η επωνυμία του καραβιού «ΑΓΩΝΙΑ 937» περικλείνει ποικιλότροπους συμβολισμούς. Ο
- ίδιος ο ποιητής υποδεικνύει στον Αντρέα Καραντώνη, «Αλληλογραφία», (1931 -1960):
- «Η τελευταία λέξη θα τυπωθεί ΑΓ ΩΝΙΑ, δηλαδή με μια απόσταση ανάμεσα στο
- Γ και στο Ω.Έχει σημασία γιατί μοιάζει με τον τρόπο που γράφεται στις πρύμνες
- των καϊκιών η λέξη ΑΓ(ΙΟΣ). Σε μια τέτοια οπτική απροσεξία οφείλεται το ποίημα».
- Ο Ξ. Α. Κοκόλης, σχολιάζοντας αυτή τη συλλαβική οπτική μορφή, προσθέτει την εκδοχή
- της χαμένης πατρίδας «Αγία Ιωνία», οπότε το 937 μπορεί να δηλώνει τον αριθμό νη
- ολογίου του καραβιού.
Γιώργος Φαρσακίδης, Το καΐκι της τράτας |
Στον αντίποδα όσων προτείνουν μια «πολιτική ερμηνεία» της κατακλείδας του ποιήμα
Μερικά ποιήματα του Ημερολόγιου καταστρώματος, Α ', περιέχουν καθαρούς υπαινιγμούς σε
Έχει διαδοθεί η πεποίθηση ότι το ποίημα "Με τον τρόπο του Γ. Σ.", γραμμένο το «Καλοκαίρι
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
Την πληγή αυτή την είχε αισθανθεί ο Σεφέρης και τον Αύγουστο του 1935 στο Πήλιο, όπου ση
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης καμιά αλυσίδα δεν έλα
Αδράνεια, αμηχανία, μια άκαρπη αναμονή. Ο τελευταίος στίχος πληροφορεί:
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.
Ακριβώς η κατακλείδα αυτή, με τη δυσοίωνη ονομασία καραβιού «Αγ ωνία 937», οδήγησε σε
Είναι εύλογο να απορήσουμε πώς ο Σεφέρης δεν απέφυγε να δημοσιέψει το «πολιτικό», αντιδ
Mario Vitti, Φθορά και Λόγος, Εισαγωγή στην ποίηση του Γ. Σεφέρη, εκδ. ΕΣΤΙΑ (σελ. 143-145)
![]() |
Ατμόπλοιο ΓΛΑΡΟΣ |
Καλοκαίρι 1936
Από το Ημερολόγιο του Γ. Σεφέρη (Μέρες Γ΄ σσ. 33-34) μαθαίνουμε ότι τον Αύγουστο και μέ
- Ένα από τα πρώτα ατμόπλοια που έκανε δρομολόγια στο Σαρωνικό - και Πόρο-
- ήταν το «ΑΥΛΙΣ». Το ΑΥΛΙΣ (1888−1941), 141 τόνων, μήκους 41 μέτρων, ήταν
- μικρό
- προπολεμικό πλοίο του Φίλιππου Καβουνίδη. Ναυπηγήθηκε στη Σκωτία το 1888 σαν
- θαλαμηγός TIGHNAMARA .
- Αρχικά ήταν θαλαμηγός του Ανδρέα Συγγρού (1891).
- Μετά το θάνατό του (1899) το αγόρασε ο τότε πλοίαρχος πρίγκιπας Γεώργιος- γιος
- του Γεωργίου Α- και μετά από αυτόν (1910), ο Καβουνίδης το έβαλε στη γραμμή Πει
- ραιά- Αίγινα-Μέθανα –Πόρο. Το πλοίο αυτό βυθίστηκε στα τέλη Απριλίου του
- 1941, από τα γερμανικά «στούκας» στις «Λεούσες» Αίγινας, αλλά πρόλαβε να βγά
- λει τους επιβάτες στο νησάκι.
Κωνσταντίνος Βολανάκης: «Στην αποβάθρα» |
Ποια από τα παρακάτω χαρακτηριστικά της νεωτερικής – μοντέρνας ποίησης συγκε
- Το ποίημα δεν οργανώνεται σε στροφές με σταθερό αριθμό στίχων αλλά σε άνισα μεταξύ
- τους στροφικά σύνολα ή ενότητες.
- Οι στίχοι είναι ελεύθεροι , δηλαδή: δεν έχουν ορισμένο αριθμό συλλαβών, δεν έχουν μέ
- τρο, ο κάθε στίχος έχει δικό του ρυθμό (Πολλές φορές θυμίζουν πεζό λόγο, χωρίς καν ρυθ
- μό, δεν έχουν ομοιοκαταληξία.
- Χρησιμοποιούνται λέξεις και από τον καθημερινό λόγο, την τεχνική, τις θετικές επιστήμες
- (ακόμη και κακόηχες, αντιποιητικές). Μπορεί να γράψει κάποιος ποίηση με οποιαδήποτε
- λέξη.
- Κατά κανόνα δε χρησιμοποιούνται σημεία στίξης ή χρησιμοποιούνται ακανόνιστα.
- Κυριαρχούν οι εικόνες, η εκφραστική τόλμη, τα πρωτότυπα σύμβολα. Χρησιμοποιούνται
- σχήματα λόγου που αμφισβητούν την κοινή λογική και καταργούν κάθε λογική αλληλου
- χία σε ό,τι αφορά το νόημα, που παραμένει κρυμμένο. Ο αναγνώστης το ανακαλύπτει μό
- νος του προσπερνώντας τις γλωσσικές δυσκολίες, την πολυσημία, την ασάφεια και την
- υπαινικτικότητα των λέξεων.
- Ο τίτλος είναι συχνά προβληματικός, δυσνόητος, δεν προϊδεάζει για το περιεχόμενο του
- ποιήματος.
Παράλληλα κειμενα
- Διαβάστε τα ακόλουθα αυτοσχόλια από το ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη και
- συγκρίνετέ τα με το ποίημα «Με τον τρόπο του Γ.Σ.»
Σάββατο, 22 Αυγούστου 1936
Αύγουστος, Αίγινα, οικία Φλώρου
Από το περασμένο Σάββατο εδώ. Η θάλασσα το μόνο επουλωτικό στοιχείο που μου απομένει:
Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονώτερο συναίσθημα πως δεν εί

- Να σχολιάσετε τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν το δικό τους αίσθημα της πατρί
- δας ο Μ. Γκανάς, ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Τάκης Σινόπουλος.
Τάκης Σινόπουλος, «Δοκίμιο ’73-74. XVI»
7/10/74
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα ακολουθώντας το χυμένο αίμα
το σπαταλημένο.
Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη
Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.
Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που περπατάνε οι δολοφόνοι.
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους.
Από τη συλλογή Το χρονικό (1975)
- Πώς βιώνουν το δικό τους αίσθημα της πατρίδας οι ποιητές, στιχουργοί και τραγου
- δοποιοί στα ποιήματα, στίχους και τραγούδια που θα βρείτε στην ανάρτηση: Στο
- μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει.......
![]() |
Νικόλαος Λύτρας |
Ενότητες
1η: 1-17: περιήγηση, ξενάγηση σε αρχαιολογικούς χώρους και χρόνους του μύθου
2η: 18-46: η μοίρα του σύγχρονου Έλληνα και της σύγχρονης Ελλάδας
Σχόλια:
- Το ιστορικό πλαίσιο του ποιήματος: Γράφεται το καλοκαίρι του 1936, λίγο πριν τη δικτατορία του Ι. Μεταξά. Ένα χρόνο πριν ,ύστερα από μια μακρά πολιτική κρίση, επανήλθε η βασιλεία στο ελληνικό κράτος. Επικρατεί κοινωνική αναταραχή με απεργίες, αγροτικά συλλαλητήρια και αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε αστυνομία και διαδηλωτές. Με δικαιολογία την αποκατάσταση της τάξης επιβάλλεται δικτατορία.
- Ο ποιητής νιώθει απογοήτευση συγκρίνοντας το ένδοξο παρελθόν με το ευτελές και θλιβερό παρόν .
- Οι περιοχές περιήγησης του ποιητή: Πήλιο-Σαντορίνη-Μυκήνες: παραπέμπουν στο ένδοξο μυθολογικό και ιστορικό παρελθόν.
- Η διάσταση ανάμεσα στο μυθολογικό παρελθόν και στο ταπεινό παρόν της σύγχρονης Ελλάδας.
- Η συλλογική αδράνεια.
- Ιστορικός και κοινωνικός προβληματισμός του ποιητή.
Γλώσσα: δημοτική πλούσια, γλαφυρή
Ύφος: στοχαστικό, αφηγηματικό
Μπορείτε να δείτε τα ποιήματα του Γ. Σεφέρη εδώ ποιήματα. Περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του επιλέγοντας Ζωή Σεφέρη. Επίσης σχόλια για τη στάση του εναντίον της δικτατορίας εδώ. Πλούσιο υλικό περιέχει το αρχείο της ΕΡΤ http://www.ert-archives.gr.
Το ποίημα του Σεφέρη από τη συλλογή Τετράδιο Γυμνασμάτων έχει σχολιαστεί εδώ σχόλια.
Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ. Σ.
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.
Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ
μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης.
Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα
μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της.
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες.
Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε
πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά;
Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας»
«Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος
«βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό».
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.
Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ
καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ
ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ
μὲ λουλούδια
δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει
κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες…
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.
Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/george_seferis/various.htm#ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ_ΧΑΡΑΣ
ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ.Σ.
Όχι μόνο η παράδοση αλλά και τα ολέθρια αποτελέσματα της απομάκρυνσης από τις ρίζες εμπνέουν τον Σεφέρη. Τα ποιήματα της περιόδου του πολέμου εκδόθηκαν το 1944 σε μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β'. Ο Σεφέρης, ως ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος, ακολούθησε την ελληνική κυβέρνηση στην Αίγυπτο και δεν υπέφερε καμιά από τις κακουχίες της Κατοχής ούτε τον έλεγχο της γερμανικής λογοκρισίας που υπέστη ο Σικελιανός. Τα χρόνια του πολέμου ήταν για τον Σεφέρη χρόνια εξορίας. Οι προσωπικές δυσκολίες, τις οποίες μαρτυρούν αυτά τα ποιήματα, απορρέουν από το αίσθημα ότι βρίσκεται αποκομμένος από την πατρίδα του και τις παραδόσεις της. Αυτή η αίσθηση της αβάσταχτης απομόνωσης εκφράζεται πιο καθαρά στο ποίημα «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους». Ο ποιητής το συνέθεσε στις αρχές του 1942, όταν βρισκόταν υπηρεσιακά στη Νότια Αφρική, το πιο μακρινό σημείο της εξορίας του.
Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
μετάφραση Ευαγγελία Ζούργου – Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα 1996, Νεφέλη. Σσ. 234- 235 |
- Η διάσταση ανάμεσα στο μυθολογικό παρελθόν και στο ταπεινό παρόν της σύγχρονης Ελλάδας.
- Η συλλογική αδράνεια.
- Ιστορικός και κοινωνικός προβληματισμός του ποιητή.
"Όπου και να ........βαρκαρόλες": Η περιήγηση του ποιητή στην Ελλάδα και η σχέση του μ' αυτή".
Ο στίχος 1 δηλώνει τη θλίψη του ποιητή και την απογοήτευση του, όταν ταξιδεύει σε ελληνικούς τόπους. Βλέπε: http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-C113/351/2368,9023/extras/activities/index08_08_metaselida/index08_08_metaselida_opou_k_na_taksidepsw.html
Η θλίψη και η πληγή του ποιητή είναι αποτέλεσμα των μυθολογικών συνειρμών του αρχαίου μεγαλείου, που προκαλούν τόποι, όπως το Πήλιο, η Σαντορίνη και οι Μυκήνες.
Πήλιο: ο χώρος των Κενταύρων όπου ο ματωμένος χιτώνας του Νέσσου,που έστειλε η Δηιάνειρα, σκότωσε το μεγαλύτερο μυθκό ήρωα, τον Ηρακλή.
Σαντορίνη: σύμβολο του αρχαίου κυκλαδικού πολιτισμού
Μυκήνες: κέντρο του μηκυναϊκού πολιτισμού και κύκλος των Ατρειδών.
Οι τόποι αυτοί έρχονται σε αντιπαράθεση με την πεζή και ρηχή πραγματικότητα (βαρκαρόλες) που κυριαρχεί σε "αμυθολόγητα" νησιά του σύγχρονου τουριστικού ενδιαφέροντος, όπως οι Σπέτσες, ο Πόρος και η Μύκονος. Τα νησιά αυτά έκοψαν τους δεσμούς τους με το ένδοξο παρελθόν τους, έχασαν την ταυτότητα τους και συμβολίζουν την άλογη και άναρχη τουριστική ανάπτυξη που θυσιάζει τα πάντα στο βωμό του κέρδους.
Δεύτερη ενότητα
"Τι θέλουν.......ΑΓΩΝΙΑ 937" Στοχασμός, απογοήτευση και αγωνία για το μέλλον της σύγχρονης Ελλάδας.
Στη δεύτερη ενότητα περιγράφονται εικόνες της σύγχρονης παρακμής και υποβάλλεται το αίσθημα της αδράνειας και του αποπροσανατολισμού. Ο αποσπασματικός διάλογος με τη χρήση της καθαρεύουσας φανερώνει επιφανειακή μόρφωση και ανθρώπους ρηχούς με περιορισμένους ορίζοντες, χωρίς προβληματισμούς και σκέψη. Αυτοί οι άνθρωποι είναι αδρανοποιημένοι και ενδιαφέρονται μόνο για ευτελή πράγματα όπως είναι το παγωτό. Η ζωή τους είναι τετριμμένη, μίζερη και πολύ μακριά από αξίες και ιδανικά.
Ωστόσο η Ελλάδα ταξιδεύει ερήμην των κατοίκων της που μένουν στάσιμοι και αναλώνονται σ' ένα τρόπο ζωής που τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η επιφανειακή αντιμετώπιση των πραγμάτων, η αδιαφορία, η απραξία, ο αποπροσανατολισμός και η αλλοτρίωση.
Τα καράβια μένουν δεμένα στο λιμάνι, ο τόπος ταξιδεύει στην ιστορία χωρίς πυξίδα και κυβερνήτη και όσοι κουράζονται από την άσκοπη αναμονή επιχειρούν "να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι". Είναι αυτοί που επιλέγουν ως λύση την αυτοκτονία και τα κορμιά τους ανθίζουν στο Αιγαίο. Ο ποιητής αφήνει αμετάφραστο το παράθεμα από τον "Αγαμέμνονα" του Αισχύλου με στόχο να συνδέσει το παρόν με το παρελθόν, χρησιμοποιώντας ως συνεκτικό στοιχείο την ελληνική γλώσσα. Ο ποιητής δείχνει μ' αυτόν τον τρόπο το βαθύ σεβασμό του προς την ελληνική γλώσσα που είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη από τον καιρό του Ομήρου ως τη δική του εποχή.
Η απραξία, η αδράνεια και η στασιμότητα εξακολουθούν να υπάρχουν......
Στους τρεις τελευταίους στίχους ο ποιητής επανέρχεται στον 1ο στίχο και εκφράζει το ίδιο βασανιστικό αίσθημα που του προκαλεί αβάσταχτο πόνο.
Στην κατακλείδα του ποιήματος κυριαρχεί το αιώνιο εθνικό σύμβολο: το καράβι-Ελλάδα που ταξιδεύει ερήμην των Ελλήνων. Η κατάληξη του ποιήματος φαίνεται να εκμεταλλεύεται τη μερική θέα του ονόματος ενός καραβιού για να εκφράσει "αντικειμενικά" αλλά ρητά το δυσοίωνο προαίσθημα του ποιητή για το άμεσο μέλλον. Το αίσθημα αγωνίας του ποιητή για το μέλλον της Ελλάδας είναι απολύτως κατανοητό και δικαιολογημένο. Η χρονολόγηση του ποιήματος συνδέει τα αισθήματα που αυτό εκφράζει με την επερχόμενη δικτατορία του Ι.Μεταξά.
Γλώσσα του ποιήματος
Η γλώσσα ου ποιήματος παρουσιάζει ποικιλία αφού συνδυάζει λέξεις απλές και καθημερινές με τύπους της καθαρεύουσας και τύπους της αρχαιότητας. Η επιλογή αυτών των τύπων γίνεται για συγκεκριμένους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Το ποίημα παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της νεωτερικής ποίησης:
- ελεύθερος ανισοσύλλαβος στίχος
- έλλειψη μέτρου και ομοιοκαταληξίας
- οι στίχοι θυμίζουν πεζό λόγο
- δεν υπάρχουν στροφές με σταθερό αριθμό στίχων.
Στην οδό Αιγύπτου —πρώτη πάροδος δεξιά— Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίζουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. | ||||
5 | Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε | |||
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες | ||||
10 | Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους | |||
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεταιη Τράπεζα Συναλλαγών | ||||
15 | —εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται— | |||
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως —εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν— Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές. Η Ελλάς των Ελλήνων Μ.Αναγνωστάκης
[πηγή: Μιχάλης Γκανάς, Ακάθιστος Δείπνος, «Κείμενα», Αθήνα 1985] | ||||
Ο Γ. Σεφέρης και οι παλινωδίες της κριτικής
http://koutroulis-spyros.blogspot.com/2021/06/blog-post_20.html
«Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατὶ καὶ τὸ τραγούδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγὰ-σιγά, βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατὶ ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.»
Γ.Σεφέρης, Ένας γέροντας στην ακροποταμιά-Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’
-Α’ -
Τις τελευταίες δεκαετίες ο Γ.Σεφέρης και η γενιά του ’30 γίνονται αντικείμενο
της αποδομητικής κριτικής και τοποθετούνται στο ζύγι ενός παράδοξου «αριστερόμε
τρου». Επιχειρείται να αξιολογηθεί η αισθητική αξία και σημασία του δοκιμιακού τους λό
γου με τα ιδεολογικά κριτήρια μιας υποτιθέμενης πολιτικής ορθοδοξίας.
Παραδόξως η «γενιά του ‘30» θεωρείται μύθος ή μυθολογία παρότι όσοι συμμετείχαν
σε αυτή και υπαρκτά πρόσωπα υπήρξαν και έργο δημοφιλές όσο και σημαντικό παρουσία
σαν. Ένα δεύτερο επιχείρημα που εγείρεται εναντίον τους είναι η επιρροή που δέχθηκε
όχι μόνο από τον μοντερνισμό αλλά και από τον τόπο που έζησαν και την παράδοση
του. Βεβαίως το τελευταίο λαμβάνει ως πραγματικότητα ότι ζούμε σε ένα αεθνικό κόσμο, ό
που οι ποιητές θα πρέπει να λειτουργούν ως αποξενωμένα άτομα που δεν θα θρέφονται και
από τις εμπειρίες του τόπου τους και της παράδοσης του.
Ο Σεφέρης όπως και οι περισσότεροι στοχαστές της γενιάς του ’30 ήταν βενιζελικοί
ή βενιζελογενείς ή δραστήριοι στην συνέχεια κεντρώοι όπως ο Γ.Θεοτοκάς[1]. Στα πρώ
τα χρόνια της εμφάνισης τους μπήκαν στο ζύγι του «πατριδόμετρου» και κατηγορήθηκαν
από άλλους συγγραφείς όπως ο Τάκης Παπατσώνης για ξενομανία, ανεπαρκή γνώση
της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Μάλιστα προέτρεπαν να λη
φθούν κατασταλτικά μέτρα εναντίον τους όπως συνέβαινε στην τότε φασιστική Ιταλία. Ο Τί
μος Μαλάνος, μετά την ρήξη του με τον Σεφέρη σε επιστολή του από την Αλεξάνδρεια,
στις 27.2.1950, προς τον Γ.Κατσίμπαλη, τον κατηγορεί γιατί θεωρείται ως ο «Έλιοτ
της Ελλάδας», γεγονός που δείχνει την ασφυχτική ξένη επίδραση που τον αποτρέπει να
«είναι ένας σπουδαίος ποιητής της Ελλάδας»[2]. Στο περίφημο διάλογο Σεφέρη-Τσάτσου,
ο δεύτερος επικρίνει την μοντέρνα ποίηση αφενός με το ίδιο επιχείρημα της αποξένωσης
από τον ελληνισμό και αφετέρου για σχετικισμό. Ο Κ.Τσάτσος από το πρώτα βήματα
του διαλόγου, στο δοκίμιο «Πριν από το ξεκίνημα» (περιοδικό Προπύλαια, Απρίλης 1938)
θα συμπεράνει πως «στης πρωτοποριακής κίνησης τα έργα μόλις διακρίνεται η σφραγίδα
της ελληνικότητας. Το δούλεμα του γλωσσικού οργάνου, αντί να συνεχίζεται, οπισθοδρομεί.
Η αγάπη και η γνώση της γλώσσας αμβλύνεται, και χωρίς αντίρρηση ανακατεύεται
η καθαρεύουσα με τη δημοτική, έτσι που η γλώσσα των πρωτοπόρων ποιητών, με αυτό
το τυχαίο και άχαρο μίγμα, κατάντησε να είναι λιγώτερο ελληνική από τη γλώσσα
των παλαιότερων. Θαρρώ και πως οι εκφραστικές μορφές τους έχουν μια πολύ αμφίβολη σχέ
ση με το πνεύμα και τη ζωή μας»[3]. Το οξύμωρο είναι πως όσοι έγραψαν τόμους για
να καταδικάσουν τον υποτιθέμενο ελληνοκεντρισμό του Γ.Σεφέρη, δεν έγραψαν αντί
στοιχο έργο για να εναντιωθούν στον πράγματι ελληνοκεντρικό Κ.Τσάτσο.
Βεβαίως η ιστορία επεφύλασσε πολλές εκπλήξεις. Ο Κ.Τσάτσος θα συλληφθεί και
θα εξοριστεί από την δικτατορία Μεταξά, ενώ αν και ελληνοκεντρικός θα είναι από
τους πολιτικούς που θα επιδιώξουν και θα επιτύχουν την ένταξη της χώρας μας
στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ο Σεφέρης, ως πρέσβης στο Λονδίνο θα διαφωνήσει με
την Συμφωνία της Ζυρίχης και θα συγκρουστεί με τον πολιτικό του προϊστάμενο Ε.Αβέ
ρωφ. Όταν μερικά χρόνια αργότερα θα γυρίσει στην Αθήνα με το πρώτο ελληνικό Nobel
στις αποσκευές του στο αεροδρόμιο δεν θα τον περιμένει κανείς για να τον τιμήσει.
Επιγραμματικά το κατόρθωμα του Γ.Σεφέρη και της γενιάς του ’30 είναι ότι με
τον μοντερνισμό ανανέωσαν ριζικά την ελληνική ποίηση και συγχρόνως ανέδειξαν πλευρές
του ελληνισμού που δεν είχαν αναδειχθεί επαρκώς ή είχαν αποσιωπηθεί όπως ο Μακρυγιάν
νης και ο Θεόφιλος. Όμως η αναγνώριση τους δεν θα περιοριστεί στη χώρα μας, αλλά
ούτε κυρίως σε αυτή. Οι πολλαπλές μεταφράσεις, οι πολλές σημαντικές μελέτες όπως
του Ο.Μερλιέ, του Ε.Κήλυ και του Μ.Βίττι αποδεικνύουν την διεθνή διάσταση και απήχηση
του έργου του Σεφέρη. Ειδικά ο τελευταίος θα αποφανθεί πως η σεφερική συλλο
γή «Μυθιστόρημα», «αποτελεί ένα ζωντανό οργανισμό πλήρη και αυτοτελή,
μια συνειδητοποίηση της ζωής και της τέχνης από τις πιο γενναίες που γνώρισε ο δυτι
κός πολιτισμός ανάμεσα στους δύο μεγάλους πολέμους».[4]
Η πρώτη εμφάνιση, παρά την άρτια κριτική παρουσίαση του νεαρού τότε Αν
δρέα Καραντώνη, και την θετική σύσταση του Κ.Παλαμά, ούτε εύκολη ήταν , ούτε βάδισε έ
ναν δρόμο ανέφελο και απαλλαγμένο δυσκολιών, αφού αντιμετωπίστηκε σε αρκε
τές περιπτώσεις με περίσκεψη ή και με αρνητισμό ή και με ειρωνεία και επιθετικότητα ό
πως έγινε με την εμφάνιση της ποίησης του Α.Εμπειρίκου και του Ν.Εγγονόπουλου. Όμως
θα επηρεάσουν αναμφίβολα την πρώτη μεταπολεμική γενιά πολλοί εκ της οποίας προέρχο
νται από την αριστερά.
Στο τιμητικό τόμο για τα τριάντα χρόνια της «Στροφής» που εκδόθηκε για πρώτη φορά
το 1961, δεν θα γράψει επαινετικά μόνο ο παλιός οξύς επικριτής του ο Τ.Παπατσώνης[5]
ή ο Ζήσιμος Λορεντζάτος με το εμβληματικό δοκίμιο «Αναζητώντας το χαμένο κέντρο», αλ
λά και ευάριθμοι που προέρχονται από την αριστερά: ο Μ.Αυγέρης, ο Ν.Βρεττάκος,
η Ν.Αναγνωστάκη, ο Σ.Τσίρκας, ο Α.Αργυρίου, ο Γ.Δάλλας, ο Τ.Σινόπουλος,ο Γ.Παυλόπου
λος. Το συλλογικό αυτό εγχείρημα αποτελεί, δίχως αμφιβολία, σταθμός στην κριτική
του σεφερικού έργου, όχι μόνο του ποιητικού αλλά και των δοκιμίων τού αλλά και
των «Μερών» που είναι εξίσου πολύτιμες για την κατανόησή του. Ο Τ.Παπατζώνης γράφει
πως αυτός και ο Γ.Σεφέρης είναι «δύο φίλοι, που ανάλωσαν το πέρασμα της ζωής
τους ποιώντας «ανάγλυφα μιάς τέχνης ταπεινής» και που το έργο τους το οποιοδήποτε ήταν
και μένει ο Συνέκδημος αυτού του περάσματος»[6]. Ο Ν.Γ.Πεντζίκης επισημαίνει «κατα
νοώ όλα τα συμφραζόμενα της ποιήσεως του σαν κινήσεις χορευτικές. Ο ποιητής Σεφέ
ρης χορεύει, όπως καταλαβαίνουμε ότι άλλεται η καρδιά, μελετώντας
ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα»[7]. Στην ίδια κατεύθυνση ο Νάσος Βαγενάς το 1979 θα εκδώ
σει την εμβληματική του μελέτη «Ο ποιητής και ο χορευτής-μια εξέταση της ποιητικής και
της ποίησης του Σεφέρη»(εκδόσεις Κέδρος), η οποία θα αποτελέσει σταθμός στην κριτική
του σεφερικού έργου. Ο M.Vitti στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης της μονογραφίας του
για τον Σεφέρη επισημαίνει «πριν ακόμα κλείσει χρόνος από την κυκλοφορία του δικού
μου βιβλίου , ήρθε Ο ποιητής και ο χορευτής του Νάσου Βαγενά. Αυτή η μονογραφία σημειώ
νει ένα από τα πιο θετικά αποτελέσματα στο χώρο της ελληνικής κριτικής, κυρίως χάρη σε
μια ευτυχή σύμπραξη: οι τυπικές προδιαγραφές των ξένων πανεπιστημίων βρήκαν εδώ πλή
ρη ανταπόκριση στις ατομικές ικανότητες του ερευνητή για ένα θέμα σύγχρονης ποίηση⸱ η εργασία είναι πλούσια και η επίδειξη ερευνητικού ζήλου πειθαρχημένη»[8]. Στην
ίδια κατεύθυνση ο Edmund Keeley συμπεραίνει ότι η μελέτη του Νάσου Βαγενά «φαίνεται
πως είναι η καλύτερη διερεύνηση του έργου του ποιητή, εκτάσεως βιβλίου που εμφανίστη
κε στην Ελλάδα. Τη χαρακτηρίζει ιδιαίτερη οξυδέρκεια στην κατάδειξη της φύσεως
των σχέσεων του ποιητή με τη γαλλική λογοτεχνία και με τους σχετικούς ποιητές της σύγχρο
νης ελληνικής παράδοσης»[9].
Ο Μ.Αυγέρης, επιστρέφοντας στο αφιέρωμα της «Στροφής», επισημαίνει πως το «έρ
γο του Γιώργου Σεφέρη είναι από τα κορυφαία μέσα στη νέα μας ποίηση. Από τους πρώ
τους ακόμα νεανικούς στίχους του έκαμε εντύπωση η πρωτοτυπία και η πυκνότητα
της έκφρασής του κ’ ήταν φανερή η τάση του ν’ ανοίξει νέους δρόμους. Σε λίγο
θα δικαιολογούσε περισσότερο αυτή την πρώτη εντύπωση, γιατί απότομα παράτησε
την παραδομένη ποιητική μορφή κ’ εγκαινίασε πρώτος αυτός στον τόπο μας το νέο είδος
της πολυρρυθμικής ποίησης, που δε χρησιμοποιεί τα μέτρα και τ’ άλλα καθιερωμένα μου
σικά στοιχεία της παλιάς ποίησης. Το νέο αυτό ποιητικό είδος, που είχε πλατειά διάδοση
στη δυτική ποίηση από κάμποσα χρόνια πρωτήτερα, γενικεύτηκε γρήγορα και στον τόπο
μας κάτω από την ισχυρή επίδραση της ποίησης του Σεφέρη»[10]. Ο ξεριζωμός του Σεφέρη
θα διαμορφώσει την απαισιόδοξη και μελαγχολική τάση του: «απάνω στην πρώτη του νεότη
τα γνώρισε μια καταστροφή, που ξερίζωσε ένα λαό από τον τόπο όπου ζούσε τρείς χιλιά
δες χρόνια και ξερίζωσε και το Σεφέρη με το σπίτι του. Ξαφνικά είδε τους πατριώτες του
να πέφτουν στην άκρα δυστυχία, ν’ αλλάζει ριζικά κ’ η δική του τύχη και γίνεται κι αυ
τός φερέοικος. Ο Σεφέρης είναι ένας εξόριστος απ’ ό,τι ήταν δικό του και οικείο, απ’
ό,τι σημαντικό γι’ αυτόν και για την πατρίδα του: έχασε τα «τιμιώτατα», ό,τι αποτελούσε
τον κόσμο του. Από τότε, και μόλις πήρε συνείδηση του χώρου όπου στο εξής θα
ήταν αναγκασμένος να ζει, έγινε μελετητής ερειπίων»[11]. Τελικά, ο Μ. Αυγέρης συμπεραί
νει «στο βάθος αυτής της ποίησης που μιλάει μ’ απελπισμένα λόγια, υπάρχει ένας πονεμέ
νος πατριώτης, που όλες οι έγνοιες κ’ οι ανησυχίες του είναι για την τύχη της χώρας του⸱βλέ
πει τον κόσμο που την κυβερνά χωρίς ψευδαίσθηση. Η ποίηση του είναι μια απελπισμέ
νη πατριωτική ποίηση στην πλατύτερη σημασία αυτής της έννοιας⸱ μόνο που περιορίζεται
στη μελέτη, στους απόμονους στοχασμούς και στη θεώρηση»[12].
Ο Ν.Βρεττάκος επίσης τονίζει «το βλέμμα του Σεφέρη, καθαρά ελληνικό, αποχτά
μιάν ευρωπαϊκή ευρύτητα. Είναι ένας Έλληνας του κόσμου…Η συμβολή του Σεφέρη
στη νεοελληνική γραμματολογία είναι διπλή: αυτό που είπε και ο τρόπος που βρήκε να το ει
πεί. Χρειάστηκε να μεταφέρει και να ανακατασκευάσει με τα δικά μας παραδοσιακά δεδομέ
να μια καινούργια ποιητική. Τόσο αξιοθαύμαστα νομίζω πως κανείς άλλος δε θα
τα κατάφερνε»[13].
Η Ν.Αναγνωστάκη εξηγεί «αυτό που ζητούσαμε λοιπόν είταν μια φωνή θάμοιαζε με κεί
νη που πνίγαμε όλη μέρα και την ξαναβρίσκαμε όταν μέναμε μόνοι στα σκοτεινά, παραδομέ
νοι στην πίκρα, στο παράπονο, στην αγανάκτηση και στον τρόμο. Ίσως γι’ αυτό η δική
μας γενιά αγάπησε περισσότερο τους «μη ηρωϊκούς» μας ποιητές: τον Καβάφη,
τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη, τον Σεφέρη, που ήξεραν να πειθαρχούν σκληρά, χωρίς κανέ
να γλυκασμό, στη φυσική κάμψη της ραχοκοκκαλιάς, δίχως να χάνουν την περηφάνια
του ανθρώπου»[14].
Ο Σ.Τσίρκας, που από μια αρχική θεωρητική διαφωνία έγινε στην συνέχεια επιστή
θιος φίλος του Γ.Σεφέρη ξεχωρίζει τίς ομιλίες για τον Κ. Παλαμά και τον στρατη
γό Μακρυγιάννη που έδωσε στο Κάιρο κατά την διάρκεια του β’ παγκοσμίου πολέ
μου, μπροστά, όπως γράφει, σε χιλιάδες στρατευμένους και αστράτευτους Έλληνες,
«που συνδυάζουν το βαθύ κριτικό κοίταγμα, με το κήρυγμα για περισσότερη ευθύ
νη, περισσότερη αρετή, περισσότερη αγάπη και φιλοπατρία»[15]. Τελικά συμπεραίνει «ποίη
ση ενός μεγάλου αγώνα, που είναι και μεγάλος πόνος συνάμα». Μ’ αυτή την έννοια, ο Σεφέ
ρης μας έπεισε από καιρό, πως ο Καβάφης είναι όχι μόνο μεγάλος, αλλά κι εθνικός ποιητής.
Μ’ αυτή την έννοια –πιστεύω από καιρό- κι ο Σεφέρης βρίσκεται στην ίδια κορυφή με
τον Καβάφη»[16].
Σε όλους αυτούς τους στοχαστές της αριστεράς, η φιλοπατρία δεν είναι ψόγος, ούτε
η σημασία του εθνική ποιητή είναι αφορμή για επίκριση ή προβληματισμό ή στοιχείο
που μπορεί να ενεργοποιήσει αρνητικά τα πολιτικά και αισθητικά αντανακλαστικά.
Την ίδια θετική κατεύθυνση ακολούθησαν οι μεταγενέστεροι κριτικοί: ο Δ.Μαρωνίτης,
ο Ε.Καψωμένος, ο Μ.Μερακλής, ο Ν.Βαγενάς, o Μ.Αλεξανδρόπουλος, ο Μ.Δημάκης,
ο Γ.Κιουρτσάκης, ο Δ.Καψάλης, ο Σ.Παύλου[17]. Ο Μ.Θεοδωράκης θα μεταμορφώσει
την ποίηση του Σεφέρη και του Ελύτη σε τραγούδι και θα την κάνει γνωστή και προσιτή σε
ένα κόσμο που διαφορετικά θα του ήταν άγνωστη. Λίγο πριν πεθάνει ο Σεφέρης έκανε
την δήλωση κατά της στρατιωτικής δικτατορίας με την οποία προφήτεψε την κυπρια
κή τραγωδία. Οι έγκλειστοι στις φυλακές νέοι του «Ρήγα Φεραίου», δηλαδή της νεολαίας
του ΚΚΕ εσωτ., που κάποιοι όπως ο Ν.Γιανναδάκης και ο Λ.Προγκίδης διακρίθηκαν
στα επόμενα χρόνια ως συγγραφείς, εκδώσαν κάτω από τραγικές συνθήκες ένα μικρό
τόμο αφιερωμένο στο Γ.Σεφέρη.
Ο Νάσος Βαγενάς εύστοχα επισημαίνει: «κοινό σημείο συνάντησης –και, ως ένα βαθ
μό συρροής- αυτών των δύο ρευμάτων, της Θεωρίας και της «αριστερής» προσέγγισης, είναι
η αξιολόγηση του έργου του Σεφέρη κυρίως με όρους ορθοπολιτικούς, ιδιαίτερα με το κριτή
ριο της συμμόρφωσης ή μη προς την απότιση φόρου τιμής στην έννοια της ετερότητας. Το έρ
γο του Σεφέρη, σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά, είναι ελληνοκεντρικό, δηλαδή εθνικιστι
κό, συνεπώς δεν ανταποκρίνεται στα ποιητικά –και φυσικά, όχι μόνο σε αυτά- αιτούμενα
της εποχής μας, και ως εθνικιστικό είναι ουσιοκρατικό, τουτέστιν πολιτικά αντιδραστικό.
(Η παλαιότερη «αριστερή» κριτική, πολιτικώς ορθή και εκείνη, βάσιζε την αρνητική κρίση
της στη διάγνωση ακριβώς του αντιθέτου: ότι το έργο του Σεφέρη ήταν κοσμοπολιτικό, χω
ρίς καμμιά σύνδεση με τους πόθους του έθνους του και του λαού του). Κοινό, επί
σης, χαρακτηριστικό αυτών των δύο ρευμάτων είναι η θεωρητικολογία, λιγότερο εκτεταμέ
νη στην περίπτωση της «αριστερής» κριτικής και περισσότερο σ’ εκείνη της μεταμοντέρνας
που πάσχει από θεωρητική διάρροια. Και στις δύο περιπτώσεις η θεωρητικολογία
αυτή προκαλεί ένα είδος κριτικού γλαυκώματος, με αποτέλεσμα ο κριτικός να βλέπει
στα κείμενα του Σεφέρη πράγματα που δεν υπάρχουν και να μη βλέπει πράγματα
που υπάρχουν»[18].
Ο Ε.Κήλυ συμπεραίνει πως τα ελληνικά στοιχεία όχι μόνο να υπάρχουν στο έργο
του Σεφέρη αλλά και το καθορίζουν με θετικό τρόπο: «Ταυτόχρονα, ο Σεφέρης παρέμε
ινε Έλληνας ως το κόκκαλο. Συνέχισε να παράγει από την προσωπική του εμπειρία μεταφο
ρές χρήσιμες για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα του έθνους του⸱ και συνέχισε να αποδίδει
το πλατύ του όραμα μέσα από τα πιο αντιπροσωπευτικά στοιχεία της Ελλάδας: τα τοπία
της, τους θρύλους της, τη δημοτική λογοτεχνική της παράδοση, το μυθικό και ιστορικό
της παρελθόν. Τούτο αληθεύει, ως ένα σημείο, ακόμη για την πιο προσωπική του συλλογή,
η οποία χαρακτηριστικά τιτλοφορείται Τρία κρυφά ποίηματα, όπου η φωνή είναι κάπως
πιο σκοτεινή κι ακαθόριστη απ’ ό,τι έχουμε δει, κι όπου οι αναφορές στη σύγχρο
νη πραγματικότητα είναι αυστηρά καλυμμένες»[19].
-Β’-
Βαθιά λυρικός, στοχαστικός, και αισθαντικός με όλα τα ζητήματα που τον απασχόλη σαν στην ζωή του, με το μεγάλο του ταλέντο στην γραφή αλλά και με τις βαθιές του γνώσεις στην ιστορία της Ελλάδας, κατάφερε να συνδέσει τα πάντα με ένα λόγο που τελικά τον έκανε να κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση και να καταστεί ως ένα ς από τους κορυφαίους ποιητές της εποχής του. Στην ομιλία του όταν πήρε το Νό μπελ, στις 10 Δεκεμβρίου 1963, ο μεγάλος ποιητής είπε, ανάμεσα στα άλλα: «... Αν ήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο που δεν έχει άλλο αγα θό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τ όπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει εί ναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μι λιέται. Δέ χτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται κάθε τι ζωντανό αλλά δεν παρουσιά ζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης, είναι η αγάπη της για την αν θρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. ...» Άνοιξε ένα νέο δρόμο στην ελλη νική ποί ηση ενώ είναι ένας από τους καλύτερους «μάστορες» της ποιητικής τέ χνης. Το ύ φος του σεμνό και ρεαλιστικό και η έκφρασή του λιτή, αστόλιστη που μιλά ει απλά για τη νεοελληνική πραγματικότητα με τις ατυχίες της και το δράμα της. Πο λλά ποιή ματά του έγιναν τραγούδια από Έλληνες μουσικοσυνθέτες. Χαρακτηριστικά της Ποίησης του Γ. Σεφέρη 1.Κλίμα απαισιοδοξίας Μια πρώτη και γενική αίσθηση που έχει ο αναγνώστης της ποίησης του Σεφέρη είναι η α παισιοδοξία, ένα κλίμα μελαγχολίας, η γεύση της φθοράς και της στάχτης. Το κενό, ο απο κλεισμός, η στέρηση, η νοσταλγία μιας «άλλης ζωής», όλ’ αυτά που επανέρχονται διαρ κώς στην ποίηση του, συντελούν στη δημιουργία αυτής της συννεφιασμένης ποίησης. 2. Ερμητισμός Ποίηση κλειστή, σκοτεινή, δύσκολη, δυσνόητη. 3. Μύθος Αντλεί από ένα κοινόχρηστο υλικό, για να έχει μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας με τον ανα γνώστη. Εντονότερη είναι η παρουσία της ομηρικής και γενικότερα της αρχαίας ελ ληνικής μυθολογίας. Μυθολογικά πρόσωπα, που άλλοτε αναφέρονται ονομαστικά, άλλοτε υπονοούνται, άλλοτε χρησιμεύουν ως η persona του ποιητή και γενικά λειτουργούν ως σήμα τα που εξασφαλίζουν έναν κοινό χώρο συνεννόησης. 4. Persona Συχνά ο ποιητής κρύβεται πίσω από μια persona, ένα προσωπείο. Εξ ονόματος του μιλούν άλλοτε μυθικά πρόσωπα (Τεύκρος), άλλοτε πρόσωπα που επινοεί ο ίδιος. Η χρήση προσωπείου δημιουργεί αληθοφάνεια, επιτρέπει την πιο ελεύθερη έκφραση ή υπο δηλώνει ένα ιδιαίτερο γνώρισμα του ποιητή. 5. Σκηνοθεσία Σε πλείστα ποιήματα του Σεφέρη είναι πολύ έντονη η αίσθηση του σκηνικού, η περιγραφή ενός χώρου ή μιας χρονικής στιγμής, όπου τοποθετείται η δράση και ένα ή περισσότερα πρόσωπα που μιλούν. Για παράδειγμα, στη Σαλαμίνα της Κύπρος έχουμε τη σχεδόν φωτο γραφική απεικόνιση του τοπίου. Συχνά ο χώρος αυτός είναι το ελληνικό, μεσογειακό τοπίο, το κρυφό περιγιάλι, τα πεύκα, ένα λιμάνι, τα καταστρώματα καραβιών, μια αρχαία ή σύγχρονη πόλη. 6. Ελληνικότητα Η ποίηση του Σεφέρη είναι βαθύτατα ελληνοκεντρική. α) Γλώσσα. Μελετά με πάθος και χειρί ζεται με τη μαστοριά ενός ικανότατου τεχνίτη τη μια, ενιαία και αδιαίρετη ελληνική γλώσσα, από τον Όμηρο, τους Κλασικούς, ως τα ιερά κείμενα, τον Ερωτόκριτο και το δημοτικό τραγού δι. β) Αφομοίωση του ιστορικού παρελθόντος. Ο ίδιος ομολογεί πως σε όλη του τη ζωή δεν πέρασε μέρα που να μη διαβάσει λίγες σελίδες, έστω, από το Μακρυγιάννη. γ) Αγάπη για τον ελληνικό χώρο και τον Ελληνισμό. Ταξιδεύει, γνωρίζει καλά τον ελληνικό χώρο και η αγά πη του γι’ αυτόν, μαζί με τη συναίσθηση της τραγικής του μοίρας, του προκαλεί βαθιές, αθεράπευτες πληγές. δ) Αίσθηση του βάρους μιας κληρονομιάς και ε) Αίσθηση της θλίψη ς για τη μοίρα του Ελληνισμού. 7. Δραματικότητα Με τη διπλή έννοια του όρου, δράμα-δράση και σύγκρουση-τραγικότητα. Το πρώτο φαίνεται ήδη με τη σκηνοθεσία και τους μονολόγους ή διαλόγους. Το δεύτερο εκφράζεται ως σύγκρουση με κάτι που μας υπερβαίνει, όπως στην αρχαία τραγωδία. 8.Υπαρξιακός τόνος Το ατομικό γίνεται καθολικό, πανανθρώπινο, ο ποιητής μιλά και προβληματίζεται εξ ονόμ ατος όλων μας για τον άνθρωπο, τη μοίρα, τη ζωή, το νόημα της ύπαρξης, χρησιμοποι ώντας συχνά το α΄ πληθυντικό πρόσωπο. 9. Ειρωνεία Οι ειρωνικοί και σατιρικοί τόνοι είναι συχνοί στην ποίηση του Σεφέρη, αρκετά συγκαλυμμένοι στην εκδομένη από τον ίδιο ποίηση του. 10.Ερωτισμός Ο Σεφέρης είναι ποιητής έντονα ερωτικός και με τη στενότερη και πλατύτερη σημασία του ό ρου. Πολλά ποιήματα του είναι ερωτικά, μ’ ένα πεσιμιστικό χαρακτήρα. Είναι όμως και ερωτικός και με μια πλατύτερη σημασία. Η σχέση του με τον κόσμο, με τα πράγματα είναι σχέ ση ερωτική. 11. Σύμβολα Πολλές λέξεις και έννοιες που λειτουργούν ως σύμβολα επανέρχονται διαρκώς στην ποίη ση του Σεφέρη και η εξοικείωση μαζί τους βοηθά πάρα πολύ τον αναγνώστη παρά την πολυ σημία τους. Τέτοια σύμβολα είναι: α) Από τον ομηρικό κόσμο: Το ταξίδι, ο νόστος, ο Οδυσσέας, οι σύντροφοι του, ο δόλος των Θεών, η Ελένη, ο Πρωτέας κλπ. β) Η στέρνα, το πηγάδι (αλακάτι στην Κύπρο). Συμ βολίζουν το βάθος, τη συσσωρευμένη μνήμη, μας «διδάσκουν τη σιγή», αλλά και η έλλειψη τους συμβολίζει και τη δίψα, τη στέρηση. γ) Η θάλασσα. Είναι το ουσιαστικό που εμφανίζεται πιο συχνά από κάθε άλλο στο έργο του. Τρεις συλλογές ποιημάτων του ονο μάζονται Ημερολόγια Καταστρώματος. Οι μύθοι που χρησιμοποιεί πιο πολύ είναι η Αργοναυ τική εκστρατεία και η Οδύσσεια. Οι τυπικά σεφερικές καταστάσεις είναι δύο: το ταξίδι ή η αναμονή κοντά στη θάλασσα. Η θάλασσα είναι ο χώρος της μνήμης και της νοσταλγίας. δ) Το σπίτι. Είναι ο χώρος της ευτυχίας, της νοσταλγίας, το σύμβολο του γενέθλιου χώ ρου, το βλέπει συχνά εμψυχωμένο. ε) Πέτρες. Συμβολίζουν το βάρος της μνήμης , της ιστορίας, της παράδοσης. στ) Το άγαλμα. Από τα πιο συχνά και πολυσήμαντα σύμβολα του Σεφέρη. Κάποτε μπορεί να είναι ό,τι και οι πέτρες, δηλ. το απομεινάρι του παρελθό ντος, το σύμβολο της παράδοσης, του βάρους της μνήμης. Είναι όμως ακόμα το σύμβολο της αυθεντικότητας, παρά τον ακρωτηριασμό τους. Εκφράζουν την αντίθεση: φθαρτό κορμί -άφθαρτο άγαλμα. 12. Πολιτική Ο Σεφέρης υπήρξε διπλωμάτης αλλά κρατήθηκε έξω από τον πολιτικό στίβο και την κομματική διαμάχη. Η πολιτική περνά στην ποίηση του με την ευρύτερη έννοια του όρου, δηλ. με την έντονη βίωση του ιστορικού γίγνεσθαι που το αντικρίζει εθνικά και πανανθρώπινα . 13. Επιδράσεις Ο Σεφέρης δέχτηκε πολλές επιδράσεις που περνούν άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε υποσυ νείδητα στο έργο του. Τέτοιες επιδράσεις δέχτηκε από τους Γάλλους συμβολιστές, κυρίως το Βαλερύ, από τον Έλιοτ, αλλά και από όλη την ελληνική γραμματεία, από τον Όμηρο ως τον Μακρυγιάννη και τον Καβάφη. Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρου αρίου του 1900 στη Σμύρνη. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1906 στη Σμύρνη και τις ολοκλήρωσε το 1918 στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1914. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνη μα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του. Μετά την επιστρο φή του στην Ελλάδα διορίστη κε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών (1926), αρχίζο ντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυ φώθηκε το 1957, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρε τανία. Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, οπότε και συνταξιο δοτήθηκε. Στις 10 Απριλίου του 1941, μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, είχε νυμφευτεί στην Πλάκα τη Μαρώ Ζάννου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή, η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέ ρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, με θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Οι θαυ μαστές του -Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης - υποστήριξαν ότι η Στροφή εγκαινιάζει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση, ενώ οι επικριτές του, όπως ο Άλκης Θρύλος και ο Τάκης Παπατσώνης, ισχυρίστηκαν ότι η ποίη ση του Σεφέρη είναι σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα. Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γρα φή. Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνι σμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα». Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε, αλλά και το ειδικό βάρος των Κατσίμπαλη και Καραντώνη στα λογοτεχνικά πράγματα, τον βοήθησε να επιβλη θεί ως ένας πολλά υποσχόμενος νέος ποιητής. Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε πλήρω ς διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη: το «ταξί δι», οι «πέτρες», τα «μάρμαρα», τα «αγάλματα», η «θάλασσα», ο «Οδυσσέας» κ.ά. Ε κτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μία σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε τη σημασία της ελλη νικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της, όπως του Γιάν νη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό του έργο είναι μικρό σε ποσότη τα, αλλά σημαντικό. Μετέφρασε δύο έργα του Αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ (Έρημη Χώ ρα και Φονικό στην Εκκλησιά), ενώ μετέφερε στη νέα ελληνική δύο έργα της Βίβλου (Άσμα Ασμάτων και Αποκάλυψη του Ιωάννη). Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ηγετική φυσιογνωμί α της μοντερνιστικής ποίησης του 20ου αιώνα, ήταν ο ποιητής που τον επηρέασε όσο κα νένας άλλος. Από τη δεκαετία του '50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμ βριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αί σθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας. Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC. «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξί ες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να κατα ποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά» τόνισε μεταξύ άλλων. Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδά κτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου τ ου 1971. Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, θα είναι πάνδημη και θα λάβει αντιδικτατο ρικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α' Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας. Πώς ο Γιώργος Σεφέρης κέρδισε το Νόμπελ κόντρα στον Πάμπλο Νερούδα και τον Σά μιουελ Μπέκετ Η επικείμενη βράβευση του ποιητή έγινε γνωστή στον ίδιο στις 24 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Ο Σεφέρης ήταν ανάμεσα σε 80 υποψήφιους συγγραφείς για Νόμπελ. Οι έξι τελικές επιλογές της Επιτροπής ήταν πέρα από τον Σεφέρη, ο Γ.Χ. Ώντεν, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο Γιούκο Νισίμα και ο Άξελ Σάντιμοζ. Πριν από την τελική απόφαση οι φιναλίστ περιορίστηκαν στους τρεις, στον Σεφέρη, τον Ώντεν και τον Νερού δα. Η απόφαση ήταν ομόφωνη. Νερούδα και Μπέκετ έχασαν το Νόμπελ από τον Σεφέρη. Δυστυχώς, υπάρχει και μια αρνητική άποψη για τη βράβευση του Σεφέρη. Αν και κανείς δεν αμφιβάλλει για την συμβολή και την επιρροή που είχε το έργο του ποιητή διεθνώς, πολλοί θεώρησαν ότι η λογοτεχνική αξία του Μπέκετ και του Νερούδα ήταν σαφώς ανώ τερες από εκείνη του Γιώργου Σεφέρη. Το 2013 δόθηκαν στη δημοσιότητα τα πρακτικά της επιτροπής σχετικά με την απονομή Νόμπελ 1963. Ο Σεφέρης είχε προταθεί άλλες δύο φορές, το 1955 και το 1961 και τις δύο φορές από τον Τόμας Έλιοτ. Ο γραμματέας της σουηδικ ής επιτροπής, Άντερς Όστερλουντ, φαίνεται να προτίμησε τον Σεφέρη έναντι των Μπέκετ και Νερούδα, λόγω των απόψεων του ή μάλλον λόγω της απουσίας προκλητικών απόψεων. Σύμφωνα, πάντα με τα πρακτικά της Ακαδημίας, ο Νερούδα ήταν κομουνιστής και ο Μπέ κετ ήταν ανήθικος και μηδενιστής. Έτσι, ο Όστερλουντ φέρεται να προτίμησε να βραβεύσει τον Γιώργο Σεφέρη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Τελικά, ο Νερούδα βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1971 και ο Μπέκετ το 1969. Ἄρνηση Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ κι ἄσπρο σὰν περιστέρι διψάσαμε τὸ μεσημέρι μὰ τὸ νερὸ γλυφό. Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ γράψαμε τ᾿ ὄνομά της ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης καὶ σβήστηκε ἡ γραφή. Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή, τί πόθους καὶ τί πάθος πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος! κι ἀλλάξαμε ζωή. Στροφή Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση σὰ μαῦρο περιστέρι. Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου, ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου... Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου, ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη τὴν τραγικὴ κλεψύδρα βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα στὸ οὐράνιο περιβόλι. (συλλογή Στροφή, ὁμώνυμο ποίημα) Πρωί Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια, τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι. Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία τοῦ φθινοπώρου ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς. Ἀφήγηση(μελοποίηση: Μίλτος Πασχαλίδης) Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε Προσκυνῶ Ἄνοιξη μ.Χ .Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη πάλι τὸ καλοκαίρι χαμογελοῦσε. Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ τί θά ῾τανε καλύτερο νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα. Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς οἱ γέροντες ἀστόχησαν κι ὅλα τὰ παραδώσανε ἀγγόνια καὶ δισέγγονα καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε. Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ μέσα σε φλόγες κίτρινες καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα ἀνοίγοντας παράθυρα στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους. Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ νὰ πάει στὰ ἐπουράνια ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός, ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ τὸν ἱδρωμένο τράχηλο τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε χτυπώντας ἀνωφέλευτα. Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη. 16 Μαρτ. ῾39 Φωτιὲς τοῦ Ἅϊ-Γιάννη Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε. Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές. Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου, μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές. Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου πρέπει νὰ τὸν εὕρεις πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει. Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνάβουν τὶς φωτιὲς καὶ φωνάζουν μπροστὰ στὶς φλόγες μέσα στὴ ζεστὴ νύχτα (Μήπως ἔγινε ποτὲς φωτιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἄναψε κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε) καὶ ρίχνουν ἁλάτι μέσα στὶς φλόγες γιὰ νὰ πλαταγίζουν (Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων, σὰν τὰ χαϊδέψει κάποια ἀνταύγεια). Μὰ ἐσὺ ποὺ γνώρισες τὴ χάρη τὶς πέτρας πάνω στὸ θαλασσόδαρτο βράχο τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε ἡ γαλήνη ἄκουσες ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπῆς μέσα στὸ κορμί σου τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι-Γιάννη ὅταν ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιές καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια. Λονδίνο, Ἰούλιος 1932 Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ. Σ. Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ. Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης. Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου» χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της. Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες. Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά; Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας» «Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος «βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό». Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν. Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ. Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς» εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ. Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά. Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες... τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937. Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936 Ἡ λυπημένη Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς κάθισες πρὸς τὸ βράδυ μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι δείχνοντας πὼς πονεῖς· κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμὴ ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη καὶ δέουνται οἱ λυγμοί· κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπὸ ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη γυρίζει στὸν καρπό· μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμὸς δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει ἔναστρος οὐρανός. Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου - Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις; χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου. - Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο· τὰ δέντρα μοῦ ἔρχουνται ὡς τὴ μέση κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος. - Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις· θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ στὰ γνώριμά σου μονοπάτια θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων σιγὰ-σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου. - Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός. Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη; οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους. - Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς; σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν. - Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου; σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα. - Παλιέ μου φίλε συλλογίσου σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους. - Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος παράξενο πὼς χαμηλώνουν ὅλα τριγύρω κάθε τόσο ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα. Ἀθήνα, ἄνοιξη ῾38 Τριζόνια Τὸ σπίτι γέμισε τριζόνια χτυποῦν σὰν ἄρρυθμα ρολόγια λαχανιασμένα. Καὶ τὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε σὰν αὐτὰ χτυποῦν καθὼς οἱ δίκαιοι σιωποῦν σὰ νὰ μὴν εἶχαν τί νὰ ποῦν. Κάποτε τ᾿ ἄκουσα στὸ Πήλιο νὰ σκάβουνε γοργὰ ἕνα σπήλαιο μέσα στὴ νύχτα. Ἀλλὰ τὸ φύλλο τῆς μοίρας τώρα τὸ γυρίσαμε καὶ μᾶς γνωρίσατε καὶ σᾶς γνωρίσαμε ἀπὸ τοὺς ὑπερβόρειους ἴσαμε τοὺς νέγρους τοῦ ἰσημερινοῦ ποὺ ἔχουνε σῶμα χωρὶς νοῦ καὶ ποὺ φωνάζουν σὰν πονοῦν. Κι ἐγὼ πονῶ κι᾿ ἐσεῖς πονεῖτε μὰ δὲ φωνάζουμε καὶ μήτε κἂν ψιθυρίζουμε, γιατί ἡ μηχανὴ εἶναι βιαστικὴ στὴ φρίκη καὶ στὴν καταφρόνια στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή, Τὸ σπίτι γέμισε τριζόνια. Πρετόρια, 16 Γενάρη ῾42 Φυγή Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας. Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε μὲ τόσο πάθος. Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε μέσα στὴ φυγή. Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός «Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγὲς μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος με τὴν ἀ γάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας. Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνου νται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας. Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας; Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν». (Α. Ἡ Πέτρα) Τὸ φύλλο τῆς λεύκας Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μὴν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος πέρα μακριὰ μιὰ θάλασσα πέρα μακριὰ ἕνα νησὶ στὸν ἥλιο καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιὰ πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι καὶ τὰ μάτια κλειστὰ σὰ θαλασσινὲς ἀνεμῶνες. Ἔτρεμε τόσο πολὺ τὸ ζήτησα τόσο πολὺ στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο σ᾿ ὅλα τὰ δάση γυμνὰ θεέ μου τὸ ζήτησα. Ἀλληλεγγύη Εἶναι ἐκεῖ δὲν μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω μὲ δυὸ μεγάλα μάτια πίσω ἀπ᾿ τὸ κύμα ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ φυσᾶ ὁ ἀγέρας ἀκολουθώντας τὶς φτεροῦγες τῶν πουλιῶν εἶναι ἐκεῖ μὲ δυὸ μεγάλα μάτια μήπως ἄλλαξε κανεὶς ποτέ του. Τί γυρεύετε; τὰ μηνύματά σας ἔρχουνται ἀλλαγμένα ὡς τὸ καράβι ἡ ἀγάπη σας γίνεται μίσος ἡ γαλήνη σας γίνεται ταραχὴ καὶ δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πίσω νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπά σας στ᾿ ἀκρογιάλι. Εἶναι ἐκεῖ τὰ μεγάλα μάτια κι ὅταν μένω καρφωμένος στὴ γραμμή μου κι ὅταν πέφτουν στὸν ὁρίζοντα τ᾿ ἀστέρια εἶναι ἐκεῖ δεμένα στὸν αἰθέρα σὰ μιὰ τύχη πιὸ δική μου ἀπ᾿ τὴ δική μου. Τὰ λόγια σας συνήθεια τῆς ἀκοῆς βουίζουν μέσα στὰ ξάρτια καὶ περνᾶνε μήπως πιστεύω στὴν ὕπαρξή σας μοιραῖοι σύντροφοι, ἀνυπόστατοι ἴσκιοι. Ἔχασε τὸ χρῶμα του πιὰ αὐτὸς ὁ κόσμος καθὼς τὰ φύκια στ᾿ ἀκρογιάλι τοῦ ἄλλου χρόνου γκρίζα ξερὰ στὸ ἔλεος τοῦ ἀνέμου. Ἕνα μεγάλο πέλαγο δυὸ μάτια εὐκίνητα καὶ ἀκίνητα σὰν τὸν ἀγέρα καὶ τὰ πανιά μου ὅσο κρατήσουν, κι ὁ θεός μου. Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β ´Κάποτε συλλογίζομαι πὼς ὅλα τοῦτα ἐδῶ ποὺ γράφω δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ εἰκόνες ποὺ κεντοῦν στὸ δέρμα τους φυλακισμένοι ἢ πελαγίσιοι. Γ. Σ. Στὴ Μάρω * Μέρες τοῦ Ἰουνίου ῾41 * Ὑστερόγραφο * Ἡ μορφὴ τῆς Μοίρας * Kerk str. Oost. Pretoria, Transvaal * Ὁ Στρατὴς Θαλασσινὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀγάπανθους * Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιὰ * Ὁ Στρατὴς Θαλασσινὸς στὴ Νεκρὴ Θάλασσα * Καλλιγράφημα * Μέρες τ᾿ Ἀπρίλη ῾43 * Θεατρίνοι, Μ. Α. * Ἀνάμεσα στὰ κόκκαλα ἐδῶ * Τελευταῖος σταθμός Τελευταῖος Σταθμός Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσαν. Τ᾿ ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζεις ὅπως τὸ φέρει ὁ κόπος τῆς τελειωμένης μέρας καὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες, πιὸ καθαρὰ μπορεῖς νὰ τὸ διαβάσεις. Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζω λίγα φεγγάρια ἀπόμειναν στὴ μνήμη- νησιά, χρῶμα Θλιμμένης Παναγίας, ἀργὰ στὴ χάση ἢ φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριὰ ρίχνοντας κάποτε σὲ ταραγμένους δρόμους ποταμοὺς καὶ μέλη ἀνθρώπων βαριὰ μία νάρκη. Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χα- ράξει σὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι- σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικὸ χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ Θάλασσα τοῦ Σαλέρνο πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι ξεπέρασε τὰ σύννεφα, καὶ γίναν τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο. Σιωπὲς ἀγαπημένες τῆς σελήνης. Εἶναι κι αὐτὸς ἕνας εἱρμὸς τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος ν᾿ ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλο ποὺ ξέφυγε κρυφὰ καὶ φέρνει μαντάτα ἀπὸ τὸ σπίτι κι ἀπὸ τοὺς συντρόφους, καὶ βιάζεσαι ν᾿ ἀνοίξεις τὴ καρδιά σου μὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιὰ καὶ τὸν ἀλλάξει. Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη τὴ Συρία τὸ κρατίδιο τῆς Κομμαγηνῆς πού ῾σβησε σὰν τὸ μικρὸ λυχνάρι πολλὲς φορὲς γυρίζει στὸ μυαλό μας, καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια κι ἔπειτα ἀπόμειναν τόπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια. Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ᾿ τὶς Θάλασσες τοῦ Πρωτέα, ψυχὲς μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες, καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του. Τὸ βροχερὸ φθινόπωρο σ᾿ αὐτὴ τὴ γούβα κακοφορμίζει τὴν πληγὴ τοῦ καθενός μας ἢ αὐτὸ ποὺ θἄ ῾λεγες ἀλλιῶς, νέμεση μοίρα ἢ μοναχὰ κακὲς συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη, ἢ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων. Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους- ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο- χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἕνα ἄσπρο στῆθος μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας καὶ πόδια ποὺ θὰ τρέχανε, κι ἂς εἶναι τόσο κουρασμένα, στὸ παραμικρὸ σφύριγμα τοῦ κέρδους. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακὸς καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο, ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο, ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἀπλώνουν- σὰν ἔρθει ὁ Θέρος προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ᾿ ἄλλο χωράφι- σὰν ἔρθει ὁ Θέρος άλλοι φωνάζουνε γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ ἄλλοι μπερδεύουνται μὲς στ᾿ ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητορεύουν. Ἀλλὰ τὰ ξόρκια τ᾿ ἀγαθὰ τὶς ρητορεῖες, σὰν εἶναι οἱ ζωντανοὶ μακριά, τί θὰ τὰ κάνεις; Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα; Μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή; Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν. Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε. Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμάλωτου τὴ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατάντησε κι αὐτὸς πραμάτεια δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δὲν μπορεῖς. Ἴσως καὶ νἄ ῾θελε νὰ μείνει βασιλιὰς ἀνθρωποφάγων ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανεὶς δὲν ἀγοράζει, νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων ν᾿ ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο τοῦ μπαμποῦ, καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί με τερατώδεις προσωπίδες. Ὅμως ὁ τόπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τοῦ καῖνε σὰν τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις εἴτε στὸ σκοτεινὸ βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες καὶ νύχτες εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θὰ βουλιάξει καθὼς τὸ δείχνουν οἱ στατιστικές, ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες με τὰ δέντρα ἐκεῖνα ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση κι αὐτὰ καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν- ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελόντας λεῦγες καὶ λεῦγες- ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας. Κι ἂ σου μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς εἶναι γιατὶ τ᾿ ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη δὲν κουβεντιάζεται γιατὶ εἶναι ζωντανὴ γιατὶ εἶναι ἀμίλητη καὶ προχωράει- στάζει τὴ μέρα, στάζει στὸν ὕπνο μνησιπήμων πόνος. Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης ποὺ ἔφυγε μ᾿ ἀνοιχτὲς πληγὲς ἀπ᾿ τὸ νοσοκομεῖο ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μὲς στὴ συσκοτισμένη πολιτεία, οὔρλιαζε ψηλαφώντας τὸν πόνο μας- «Στὰ σκοτεινὰ πηγαίνουμε, στὰ σκοτεινὰ προχωροῦμε...» Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά. Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσουν. Cava dei Tirreni, 5 Ὀκτωβρίου ῾44 Μποτίλια στὸ πέλαγο Τρεῖς βράχοι λίγα καμένα πεῦκα κι ἕνα ρημοκλῆσι καὶ παραπάνω τὸ ἴδιο τοπίο ἀντιγραμμένο ξαναρχίζει. τρεῖς βράχοι σὲ σχῆμα πύλης, σκουριασμένοι λίγα καμένα πεῦκα, μαῦρα καὶ κίτρινα κι ἕνα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στὸν ἀσβέστη. καὶ παραπάνω ἀκόμη πολλὲς φορὲς τὸ ἴδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτὰ ὡς τὸν ὁρίζοντα ὡς τὸν οὐρανὸ ποὺ βασιλεύει. Ἐδῶ ἀράξαμε τὸ καράβι νὰ ματίσουμε τὰ σπασμένα κουπιά, νὰ πιοῦμε νερὸ καὶ νὰ κοιμηθοῦμε. Ἡ θάλασσα ποὺ μᾶς πίκρανε εἶναι βαθιὰ κι ἀνεξερεύνητη καὶ ξεδιπλώνει μίαν ἀπέραντη γαλήνη. Ἐδῶ μέσα στὰ βότσαλα βρήκαμε ἕνα νόμισμα καὶ τὸ παίξαμε στὰ ζάρια. Τὸ κέρδισε ὁ μικρότερος καὶ χάθηκε. Ξαναμπαρκάραμε μὲ τὰ σπασμένα μας κουπιά. Ὑστερόγραφο Ἀλλὰ ἔχουν μάτια κάτασπρα χωρὶς ματόκλαδα καὶ τὰ χέρια τοὺς εἶναι λιγνὰ σὰν τὰ καλάμια. Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς. Γνώρισα τὴ φωνὴ τῶν παιδιῶν τὴν αὐγὴ πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς ροβολώντας χαρούμενα σὰ μέλισσες καὶ σὰν τὶς πεταλοῦδες μὲ τόσα χρώματα. Κύριε ὄχι μ᾿ αὐτούς, ἡ φωνή τους δὲ βγαίνει κἂν ἀπὸ τὸ στόμα τους. Στέκεται κεῖ κολλημένα σὲ κίτρινα δόντια. Δική σου ἡ θάλασσα κι ὁ ἀγέρας μ᾿ ἕνα ἄστρο κρεμασμένο στὸ στερέωμα, Κύριε, δὲ ξέρουνε πῶς εἴμαστε ὅ,τι μποροῦμε νὰ εἴμαστε γιατρεύοντας τὶς πληγές μας μὲ τὰ βότανα ποῦ βρίσκουμε πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς ὄχι ἄλλες, τοῦτες τὶς πλαγιὲς κοντά μας, πῶς ἀνασαίνουμε ὅπως μποροῦμε ν᾿ ἀνασαίνουμε μὲ μιὰ μικρούλα δέηση κάθε πρωὶ ποῦ βρίσκει τ᾿ ἀκρογιάλι ταξιδεύοντας στὰ χάσματα τῆς μνήμης. Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς. Ἂς γίνει ἀλλιῶς τὸ θέλημά Σου. Παρουσίαση με θέμα: "Με τον τρόπο του Γ.Σ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ."— Μεταγράφημα παρουσίασης:1 Με τον τρόπο του Γ.Σ.ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ 2 Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει 3 γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί 4 Καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ΄ ακολουθούσε 5 Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βούλιαζαν 6 Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών 7 Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο 8 Ο ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλον μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας» 9 Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει 10 Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά 11 Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει 12 Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά 13 Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει 14 Το καράβι που ταξιδεύει το λένε Α Γ Ω ΝΙ Α 937. 15 Α/π Αυλίς περιμένοντας να ξεκινήσει Γ. Σεφέρη: Με τον τρόπο του Γ.Σhttps://filologein.wordpress.com/2014/03/15/%CE%B3-%CF%83%CE%B5%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B7-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%84%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B3-%CF%83/ |