Ποίηση 1948 | Εγγονόπουλος Nίκος | http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=211&author_id=7
|
τούτη η εποχή του εμφυλίου σπαραγμού δεν είναι εποχή για ποίηση κι' άλλα παρόμοια : σαν πάει κάτι να γραφή είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου
γι' αυτό και τα ποιήματά μου είν' τόσο πικραμένα (και πότε - άλλωστε - δεν είσαν;) κι' είναι - προ πάντων - και τόσο λίγα
| | (από τα Ποιήματα, B΄, Ίκαρος 1977)
| Ποίηση 1948 (ανάγνωση: 221 Kb - 00:29) | (διαβάζει: Εγγονόπουλος Nίκος, Aνέκδοτη ηχογράφηση, Woodberry Poetry Room, 1950)
Προτεινόμενο θέμα: Νίκος Εγγονόπουλος «Ποίηση 1948» https://latistor.blogspot.com/2012/02/1948.html
Ποίηση 1948
τούτη η εποχή του εµφυλίου σπαραγµού δεν είναι εποχή για ποίηση κι άλλα παρόµοια σαν πάει κάτι να γραφεί είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη µεριά αγγελτηρίων θανάτου
γι’ αυτό και τα ποιήµατά µου είν’ τόσο πικραµένα (και πότε -άλλωστε- δεν ήσαν;) κι είναι -προ πάντων- και τόσο λίγα
Ερωτήσεις:
1. Ο Νίκος Εγγονόπουλος εντάσσεται στη γενιά του ’30 που με τη δράση της ανανέωσε την ελληνική ποίηση. Ποια στοιχεία της γενιάς αυτής εντοπίζετε στο συγκεκριμένο ποίημα;
2. Χαρακτηριστικά του ποιήματος είναι το χαμηλόφωνο ύφος, η εξομολογητική διάθεση του ποιητή και η αποφυγή του μελοδραματισμού. Να αιτιολογήσετε τα χαρακτηριστικά αυτά με αναφορές στο ποίημα.
3. Ποια λειτουργία επιτελεί η διακειμενική αναφορά του 5ου στίχου;
4. Να σχολιάσετε σε μια παράγραφο (130-150 λέξεις) το περιεχόμενο της δεύτερης στροφής του ποιήματος.
5. Πώς αντιμετωπίζουν ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Γιώργης Παυλόπουλος το χρέος της ποίησης απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα;
Γιώργης Παυλόπουλος «Το κατώγι»
Βρεθήκαμε τότε κλεισμένοι με τον Ποιητή σ’ ἕνα παλιό σπίτι κι’ ἄρχισα πάλι να ψάχνω για τα χαρτιὰ ἐνός δικοῦ μας που γύρευε Δικαιοσύνη ἀκούγοντας ὁλοένα τη φωνή του να λιγοστεύει χωρίς να παραδίνεται τη φωνή του ν’ ἀντέχει ὅσο εἶναι ὁ κόσμος τοῦτος κι’ ἀκόμη ὅταν κανένας πια δε θα ὑπάρχει Εἴταν σκοτεινὰ κι’ ἀνάβοντας το λυχνάρι για να φωτιστοῦμε εἶδα μια κασέλα και την ἄνοιξα με την τρεμούλα τῆς ἐλπίδας ὅμως δε βρῆκα τίποτε, μονάχα σκόνη ἀπό φθαρμένα πράγματα που ἒλιωναν και τα ’τρωγε ο καιρός και μια πιστόλα φυλαγμένη στο βάθος· δοκίμασα θαρρῶ να την κρατήσω. O ἀγέρας κατεβαίνοντας ἀπό το κάστρο δαιμόνιζε το σπίτι, και στο κατώγι θάλεγες πως κάποιος ξεκάρφωνε τους νεκρούς χῶμα και κόκκαλα. Ἔπειτα ἡσυχία. Και πάλι ὁ ἀγέρας σαν ποδοβολητό ἀλόγου κοντά στον τοῖχο τοῦ περιβολιοῦ ἔφευγε ξαναγύριζε και ξαφνικὰ πηδώντας το λάκο τοῦ ὀνείρου μου μπῆκε στην αὐλή, ἀκούστηκαν στις πλάκες καθαρά τα πέταλά του πέρασε τα χαγιάτια κι’ ἀνέβηκε τριποδίζοντας τη σκάλα. Σπρώχνοντας τότε την πόρτα στάθηκε ανάμεσά μας λυτό ξεκαπίστρωτο λαχανιάζοντας ἱδρωμένο ἕνα ἄσπρο ἄλογο. Μᾶς κοίταξε περίλυπο στα μάτια και σηκώνοντας το πόδι χτύπησε δυνατά στο πάτωμα με την ὁπλή κι’ ἔσπασε το σανίδι. «Σκύψε, τί βλέπεις;» μου εἶπε ὁ Ποιητὴς και γονατίζοντας πάνω ἀπό το μαῦρο ἄνοιγμα εἶδα και γνώρισα κεῖ κάτω πλῆθος ἁλυσοδεμένους γεμάτο το κατώγι λιωμένα κορμιά που στενάζανε και γύρευαν Δικαιοσύνη. Ἔτσι με πήρανε τα κλάματα καθὼς ξημέρωνε και βγῆκα κι’ ἀκούμπησα στον τοῖχο του περιβολιοῦ. Γύρω μου κανείς. Μήτε ὁ Ποιητὴς μήτε το ἄσπρο ἄλογο. Χάραζε ἡ μέρα σκοτεινή. Μονάχα πίσω ἀπό τα κυπαρίσσια το φῶς ἐνός σπαθιοῦ κρεμόταν στον ἀγέρα
[Ἀπρίλης 1969, Συλλογή «Το κατώγι», 1971]
Απαντήσεις:
1. Η ποιητική γενιά του ’30 προκειμένου να εκφράσει τη διάλυση της παλιάς τάξης των πραγμάτων και να ανταποκριθεί στη μεταβολή της ευαισθησίας του ανθρώπου, αναζητά νέους εκφραστικούς τρόπους. Έτσι με βάση τις αρχές του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού θα διαμορφώσει ένα νέο ποιητικό λόγο με βασικά χαρακτηριστικά: τον ελεύθερο στίχο, τη χρήση λεξιλογίου καθημερινής ομιλίας, την κατάργηση τόσο του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας όσο και της λογικής αλληλουχίας του ποιήματος, το οποίο θα λειτουργεί πλέον με τους μηχανισμούς των προεκτάσεων και των συνειρμών. Στο ποίημα του Εγγονόπουλου μπορούμε να διακρίνουμε τα βασικά εξωτερικά-μορφικά χαρακτηριστικά της νεότερης ποίησης, καθώς το ποίημα αυτό δεν έχει ομοιοκαταληξία και μέτρο, ενώ συνάμα δεν υπάρχει ομοιομορφία στις στροφές του (ως προς των αριθμό των στίχων ή των συλλαβών κάθε επιμέρους στίχου), όπως συνέβαινε στην παραδοσιακή ποίηση. Επίσης, ο ποιητικός λόγος βασίζεται στη χρήση λεξιλογίου καθημερινής ομιλίας. Το ποίημα αυτό πάντως διαθέτει λογική αλληλουχία μιας και βασίζεται σε μια λογικά διαρθρωμένη πορεία: θέση-αιτιολόγηση-συνέπειες. Σε ειδικότερη συσχέτιση με το κίνημα του υπερρεαλισμού μπορούμε να διακρίνουμε στο ποίημα του Εγγονόπουλου τον ελεύθερο στίχο, αλλά και την ελλειπτική διατύπωση του ποιητικού λόγου, που δίνεται τεμαχισμένος σε στίχους μονολεκτικούς ή και μονοσύλλαβους, χωρίς σημεία στίξης.
2. Στο ποίημα αυτό ο Εγγονόπουλος προσεγγίζει ένα θέμα που τον πληγώνει και τον ωθεί σε σκέψεις αμφισβήτησης του ρόλου του καθώς του δημιουργείται αίσθηση ότι η προσφορά του ως ποιητή είναι, αν όχι μάταια, τουλάχιστον ελάχιστα εποικοδομητική. Σε τι μπορεί να συνεισφέρει η ποίηση, αναρωτιέται ο Εγγονόπουλος, όταν παντού γύρω του επικρατεί ο θάνατος και το μίσος. Η αίσθηση αυτής της αδυναμίας μετουσιώνεται σε ποιητικό λόγο χαμηλόφωνο, όπου καμία λέξη δεν αποκτά την ηχητική δύναμη του αρχικού κεφαλαίου γράμματος, σα να διστάζει ο ποιητής να δηλώσει το ξεκίνημα του λόγου του. Οι στίχοι είναι τόσο σύντομοι που κάποτε αποτελούνται από μια μονοσύλλαβη λέξη, κι ακούγονται σαν ψίθυρος του ποιητή, που μας δίνει τις σκέψεις του λέξη – λέξη, σα να προχωρά σε μια διστακτική εξομολόγηση. Ο Εγγονόπουλος θα μπορούσε να έχει συνθέσει το ποίημά του σε μια μόνο στροφή, απλώνει όμως τις λέξεις του για να καθοδηγήσει τον αναγνώστη σε μια αργή ανάγνωση, σε μια εμφατική ανάγνωση που δίνει σε κάθε λέξη ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς όσα έχει να πει ο ποιητής είναι πολύ σημαντικά για εκείνον και για την προσωπική του θέση. Η παραδοχή άλλωστε του Εγγονόπουλου ότι αισθάνεται τόσο αδύναμος -σχεδόν περιττός- απέναντι στην τόση σκληρότητα αποτελεί το δίχως άλλο έκφραση πολύ προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων. Παρά το γεγονός πάντως ότι ο ποιητής αναφέρεται σε μια τόσο συγκλονιστική περίοδο της ελληνικής ιστορίας δεν παρασύρεται σε συναισθηματικές εξάρσεις που θα έδιναν στο ποίημά του ένα μελοδραματικό ύφος. Με λιτές, ελλειπτικές διατυπώσεις παρουσιάζει την τραγικότητα της εποχής («εμφυλίου σπαραγμού») και σχολιάζει την επίπτωσή της στην ποίησή του («είν’ τόσο πικραµένα»), μένοντας στο καίριο και ουσιώδες. Ακόμη και στα πλαίσια της παρομοίωσης που αιτιολογεί το πώς αντιλαμβάνεται ο ποιητής την ποιητική δημιουργία σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο (ως αν / να γράφονταν / από την άλλη µεριά / αγγελτηρίων θανάτου), ο Εγγονόπουλος δεν υπονομεύει τη δύναμη και την παραστατικότητα της εικόνας που δημιουργεί με επιπλέον περιγραφές ή αναφορές στη φονική δράση του εμφυλίου. Η λιτότητα, επομένως, και η περιεκτικότητα των στίχων, που καταγράφουν μόνο ό,τι απαιτείται για να δημιουργηθεί μια ικανή εντύπωση στον αναγνώστη, προφυλάσσουν το ποίημα από τον περιττό μελοδραματισμό.
3. «κι άλλα παρόµοια»: Ο στίχος αυτός του Εγγονόπουλου μας παραπέμπει στο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Ἀπό την σχολήν τοῦ περιωνύμου φιλοσόφου». Ο Εγγονόπουλος μας λέει ότι η εποχή του εμφυλίου δεν είναι εποχή για ποίηση, θέλοντας να δηλώσει πως, όταν το έθνος συνταράζεται από μια τέτοια διαμάχη, δεν μπορούμε να ασχολούμαστε με κάτι τόσο θεωρητικό κι εκλεπτυσμένο, όπως είναι η τέχνη του λόγου. Παράλληλα, ο ποιητής αισθάνεται πως όχι μόνο δεν είναι εποχή για ποίηση αλλά και για οτιδήποτε άλλο παρόμοιο. Την ώρα που μαίνεται ο αδελφοκτόνος πόλεμος, δε θα πρέπει η απάντηση των καλλιτεχνών και των πνευματικών ανθρώπων να είναι η καλλιτεχνική δημιουργία ή οι θεωρητικές συζητήσεις που δεν έχουν τίποτε το ουσιαστικό να προσφέρουν. Ο ποιητής ερχόμενος αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα του μίσους, κατανοεί ότι η ποίηση αλλά και οι υπόλοιπες μορφές τέχνης, μοιάζουν ανώφελες και περιττές. Ο αντίστοιχος στίχος του Καβάφη «κι άλλα ηχηρά παρόμοια» εντάσσεται στις σκέψεις που διατυπώνει ένας ανερμάτιστος νέος για το μέλλον του. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο ήρωας του Καβάφη, όσο είναι νέος προτιμά να διασκεδάσει και να χαρεί τη ζωή του κι αργότερα θα επιστρέψει στα ουσιώδη και σημαντικά, όπως είναι οι οικογενειακές παραδόσεις, το χρέος για την πατρίδα και τα άλλα ηχηρά παρόμοια. Ο νεαρός χρησιμοποιεί αυτή τη φράση βέβαια με περιφρονητική διάθεση, καθώς όλα αυτά -τώρα που ακόμη μπορεί να χαίρεται τη νεότητά του- του φαίνονται αδιάφορα. Ο Εγγονόπουλος, επομένως, μας παραπέμπει στο ποίημα αυτό του Καβάφη για να διακρίνουμε στο στίχο του την περιφρονητική και ειρωνική χροιά που έχει η φράση και να κατανοήσουμε καλύτερα πώς αισθάνεται κι ο ίδιος την ενασχόλησή του με την ποίηση, όταν καθετί γύρω του καταρρέει.
4. Ο Εγγονόπουλος λέγοντας ότι τα ποιήματά του είναι τόσο πικραμένα, αισθάνεται την ανάγκη να προλάβει τις τυχόν αντιρρήσεις των αναγνωστών του αποδεχόμενος ότι πάντοτε η ποίησή του κινείται σε μονοπάτια θλίψης. Έτσι, ο στίχος που τοποθετείται στην παρένθεση αποτελεί ένα σχόλιο, μια προσωπική σκέψη του ποιητή για το ίδιο του το έργο. Ο Εγγονόπουλος καταγράφει τον πόνο που του προκαλεί ο εμφύλιος αλλά δεν μπορεί να ξεχάσει ότι τα γεγονότα αυτού του πολέμου έρχονται ως συνέχεια μια σειράς δύσκολων εποχών για τη χώρα. Η θλίψη που του επιφέρει πάντως ο αποτρόπαιος αυτός εμφύλιος πόλεμος, επηρεάζει την ποίησή του όχι μόνο ποιοτικά, αλλά και ποσοτικά. Ο ποιητής αισθάνεται πως μπροστά στον παραλογισμό και τη μανία αυτού του πολέμου δεν μπορεί να εκφέρει ποιητικό λόγο. Τα ποιήματά του λιγοστεύουν καθώς η φρίκη του εμφυλίου εντείνεται και ο ποιητής αισθάνεται τον εαυτό του ολοένα και πιο αδύναμο να προσφέρει κάτι το ουσιαστικό με το έργο του. [Λέξεις: 153]
5. Ο Γιώργης Παυλόπουλος μέσα από το ποίημα «Το κατώγι» που αποτελεί την αναδιήγηση ενός συμβολικού ονείρου του, παρουσιάζει την υψηλή συναίσθησή του για το χρέος του ποιητή απέναντι στους ανθρώπους κάθε εποχής και τους ειδικούς αγώνες τους. Η διάκριση του αφηγητή από τον «Ποιητή», που τον συνοδεύει στην αναζήτησή του στο κατώγι, μπορεί να εκληφθεί ως η δυαδική υπόσταση του ίδιου του Παυλόπουλου, ο οποίος θέλει ίσως να τονίσει πως πέρα από ποιητής υπήρξε πάντοτε κι ένας απλός άνθρωπος με συναισθήματα, προσωπικές ελλείψεις και αδυναμίες. Η αρχή της ιστορίας βρίσκει τον αφηγητή-Παυλόπουλο μαζί με τον Ποιητή σ’ ένα παλιό σπίτι, όπου αναζητούν τα έγγραφα εκείνα που θα βοηθήσουν ένα δικό τους άνθρωπο να βρει τη Δικαιοσύνη που γυρεύει. Το προσωπικό αυτό ενδιαφέρον για το «δικό τους» άνθρωπο, που περιορίζει αρχικά το σκοπό του ποιητή σε μια μεμονωμένη περίπτωση -δημιουργώντας προσωρινά εύλογες απορίες για το χρέος της ποίησης συνολικά απέναντι στους ανθρώπους- θα διευρυνθεί αμέσως μετά καθώς, όπως θα αποκαλυφθεί, οι άνθρωποι που έχουν την ανάγκη του ποιητή να μιλήσει για τους αγώνες τους είναι πάρα πολλοί. Η αδυναμία πάντως του αφηγητή να εντοπίσει τα χαρτιά που του χρειάζονται και η διαφαινόμενη ματαίωση της επιδίωξής του να βοηθήσει στον αγώνα του δικού του ανθρώπου, δεν προλαβαίνουν να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον του ποιητικού υποκειμένου, καθώς ένας ισχυρός αγέρας αρχίζει να κλονίζει το σπίτι, δημιουργώντας νέες συνθήκες, που στρέφουν την προσοχή του αφηγητή προς το κατώγι. Η γενική αναστάτωση που προκαλεί ο δυνατός αέρας είναι ακόμη πιο έντονη σε σχέση με το κατώγι, όπου μοιάζει σα να ξεκαρφώνει κάποιος νεκρούς ανθρώπους και να πέφτουν μαζί χώμα και κόκαλα. Η μακάβρια αυτή εντύπωση θα επιβεβαιωθεί όταν ο αγέρας, που έχει λάβει πια τη μορφή ενός λευκού αλόγου (συνειρμικά στα πλαίσια του ονείρου ο ποιητής αντιλαμβανόταν την ένταση του αγέρα με ποδοβολητό αλόγου), μπει στο εσωτερικό του σπιτιού και με την οπλή του σπάσει το σανίδι του πατώματος. Τότε ο αφηγητής, με την προτροπή του Ποιητή, θα κοιτάξει μέσα απ’ το άνοιγμα του σανιδιού και θα αντικρίσει πλήθος αλυσοδεμένων ανθρώπων που στενάζουν και γυρεύουν Δικαιοσύνη. Έτσι, η προσπάθεια του αφηγητή-Παυλόπουλου να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει τον αγώνα του δικού του ανθρώπου, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τη διαπίστωση πως δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος που αποζητά τη Δικαιοσύνη, αλλά πλήθος βασανισμένων ανθρώπων. Η εναγώνια απαίτηση για Δικαιοσύνη, μπορεί να γίνει αντιληπτή ως επιθυμία δικαίωσης για τον αγώνα που έδωσαν απέναντι στις ειδικές ιστορικές συνθήκες που βίωσαν. Ένας αγώνας που προφανώς δεν απέδωσε το επιθυμητό αποτέλεσμα, αφήνοντας χιλιάδες ανθρώπους με την πίκρα της αδικίας και της ματαίωσης των ελπίδων τους. Μπροστά στο πλήθος αυτό των ανθρώπων, με το ιερό αλλά αδικαίωτο αίτημα για δικαιοσύνη, ο αφηγητής λυγίζει, καθώς αισθάνεται εξαιρετικά βαρύ το χρέος που του αναλογεί. Γνωρίζει πως πρέπει να μιλήσει και να καταγγείλει την αδικία που έχει γίνει απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους, αλλά αισθάνεται συνάμα και τη δυσκολία του εγχειρήματος αυτού. Πώς να μπορέσει με την ποίησή του να δικαιώσει τους αγώνες, τις προσδοκίες και τις θυσίες τόσων ανθρώπων; Το γεγονός ότι ο αφηγητής μένει μόνος του μετά το τραγικό εύρημα στο κατώγι έχει ιδιαίτερη σημασία. Τόσο το άλογο, που του έδειξε το δρόμο για να εντοπίσει τους χιλιάδες αδικαίωτους ανθρώπους, όσο και ο ποιητής -η δεύτερη φύση του αφηγητή- έχουν πια φύγει, αφήνοντας μόνο του τον άνθρωπο-Παυλόπουλο, που αισθάνεται αδύναμος μπροστά στον πόνο των συνανθρώπων του, αλλά και στο δικό του χρέος. Το ξέσπασμα του αφηγητή δεν αποδίδει το λύγισμα του ποιητή Παυλόπουλου, αλλά το λύγισμα της ανθρώπινης φύσης του, που έρχεται αντιμέτωπη με το δίκαιο αίτημα χιλιάδων ανθρώπων και συνάμα μ’ έναν διόλου ευκαταφρόνητο κίνδυνο. Το σπαθί που κρέμεται στον αέρα είναι η απειλή που θα αντιμετωπίσει ο ποιητής αν επιχειρήσει να μιλήσει για τους αγώνες των συνανθρώπων του, στα πλαίσια ενός ανελεύθερου κράτους, όπως ήταν το 1969 η Ελλάδα υπό των έλεγχο του δικτατορικού καθεστώτος. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πως ο Παυλόπουλος έχοντας πλήρη συναίσθηση του χρέους του να τιμήσει το πλήθος των ανθρώπων που έχει αγωνιστεί για την πατρίδα, βιώνει έντονα την αδυναμία του να εκπληρώσει αυτή του την υποχρέωση υπό τις δυσμενείς συνθήκες της εποχής. Ο ποιητής συγκλονίζεται από την επίγνωση ότι πάρα πολλοί άνθρωποι θυσιάστηκαν, χωρίς ποτέ να τους δοθεί η τιμή και η αναγνώριση που τους ανήκει, και συνάμα αισθάνεται τη δυσκολία που υπάρχει στο να κατορθώσει κάτι το τόσο σημαντικό με το έργο του, ιδίως υπό την πίεση της ιστορικής συγκυρίας. Παρόμοια επίγνωση του υψηλού χρέους της ποίησης εντοπίζουμε και στο ποίημα του Εγγονόπουλου, όπου ο ποιητής απολογείται για την αδυναμία του να γράψει ποίηση μέσα στον παραλογισμό της εποχής του. Ο ποιητής γνωρίζει -γι’ αυτό άλλωστε και απολογείται- πως η ποίηση έχει τη δική της σημαντική προσφορά να επιτελέσει σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους. Εντούτοις, όπως παραστατικά μας το εξηγεί ο ίδιος, αισθάνεται πως μέσα στον σπαραγμό του εμφυλίου πολέμου, η ποίηση χάνει πια τη δύναμή της. Αν επρόκειτο για έναν εθνικό αγώνα, αν επρόκειτο για μια διεκδίκηση ελευθερίας οποιουδήποτε άλλου είδους, ο ποιητής θα ήταν έτοιμος να συνεισφέρει με το έργο του. Μπροστά, όμως, στις κτηνωδίες και τον παραλογισμό ενός πολέμου όπου οι Έλληνες σκοτώνουν τους Έλληνες, νιώθει πως η ποίηση δεν έχει καμία θέση. Ποια θα μπορούσε να είναι άλλωστε η λειτουργία της ποίησης σ’ έναν αδελφοκτόνο αγώνα; Ποιον να υπερασπιστεί ο ποιητής όταν θύτες και θύματα είναι αδέλφια;
Νίκος Εγγονόπουλος: «Ποίηση 1948»Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου https://www.fractalart.gr/nikos-eggonopoulos-1948/ Ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985), εκπρόσωπος του επαναστατικού και ηθελημένα προκλητικού υπερρεαλισμού στην ελληνική πνευματική σκηνή, διακρίνεται τόσο για την ιδιαιτερότητα της προσωπικής του φωνής όσο και για τη διατήρηση μιας έλλογης νοηματικής ακολουθίας, ακόμα και στα πιο δυσπρόσιτα ποιήματά του. Η συνολική παραγωγή του στηρίζεται σταθερά στην ιστορική και λογοτεχνική ελληνική παράδοση. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί δανείζεται λεκτικούς τρόπους απ’ όλα τα στάδια εξέλιξης της νεοελληνικής γλώσσας. Οι αναφορές του σε γεγονότα της συλλογικής μνήμης καθιστούν ευανάγνωστο το διαρκή διάλογό του με την ιστορία. Η αναγωγή στο παράλογο, η τυπογραφική επανάσταση, η αχαλίνωτη φαντασία, η απροσδόκητη εικονοποιία, η πρόκληση, η ανατροπή, το χιούμορ, ο ερωτισμός, η πικρία, η έκπληξη, η συνειδησιακή ροή, η αυτόματη γραφή, η καταστρατήγηση των συντακτικών νημάτων και των γραμματικών δομών και η απουσία στίξης, αποτελούν κοινούς τόπους στην ποίησή του.
Το ποίημα του «Ποίηση 1948», που εντάσσεται στη συλλογή ΕΛΕΥΣΙΣ 1948, ανήκει στα αποκαλούμενα ως ποιήματα ποιητικής. Πρόκειται για αναστοχαστικά ποιήματα, στα οποία οι ποιητές στρέφουν το βλέμμα τους στην ίδια τους την τέχνη, στα εκφραστικά τους μέσα και στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο λόγος τους. Με άλλα λόγια, είναι προγραμματικά ποιήματα που συνδυάζουν την καλλιτεχνική πρόθεση με την αισθητική αποτίμηση. Σ’ αυτά ο ποιητής λειτουργεί ταυτόχρονα ως καλλιτέχνης και ως κριτικός. Ο Γ. Π. Σαββίδης ορίζει τα ποιήματα ποιητικής ως τα ποιήματα που έχουν άμεσα ή έμμεσα αντικείμενο την ποιητική πράξη ή γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία, τις προϋποθέσεις της, τις ατομικές και κοινωνικές συνθήκες και τις συνέπειές της. Έτσι, ο αναγνώστης εισέρχεται στο εκάστοτε ποιητικό εργαστήρι και αφουγκράζεται τον διάλογο που ανοίγουν οι ποιητές με την ίδια την τέχνη τους. Το γεγονός αυτό τοποθετεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος τον δημιουργό ως λειτουργό και την τέχνη του ως πράξη ευθύνης. Θέμα της ποιητικής σύνθεσης είναι η ποιητική δυστοκία, η πνευματική ξηρασία, ο ευνουχισμός της ποίησης, που παρατηρείται σε καιρούς χαλεπούς, όταν απουσιάζει το γόνιμο έδαφος που θα προσφέρει καρπούς λογοτεχνικής συγκομιδής. Η ποίηση σε οριακές καταστάσεις βουβαίνει, δεν δύναται να ευδοκιμήσει και να διαδραματίσει κρίσιμο, καταλυτικό, κοινωνικό, λυτρωτικό ρόλο. Επομένως, ο χαρακτήρας της ποιητικής σύνθεσης είναι επικαιρικός. Ο Εγγονόπουλος αποστασιοποιείται από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις και τις ιδεολογίες τους και αίρεται πάνω από αυτές, χωρίς να τάσσεται με το μέρος κανενός. Υιοθετεί μια μετριοπαθή και ουδέτερη στάση, μια πνευματική ανεξαρτησία ως ανάγκη για τίμια σχέση με τα εργαλεία της δουλειάς του. Το μόνο που επιθυμεί είναι η παύση των εχθροπραξιών, αλλά μέσα στην παραζάλη και τα πάθη του πολέμου δεν εισακούεται. Στην υπό εξέταση σύνθεση, μιλά για ανημποριά της ποίησης να αρθρώσει το λόγο της απέναντι στις επιταγές της σύγχρονης πραγματικότητας, μέσα σε αιματηρές συνθήκες του διχασμένου από τον εμφύλιο σπαραγμό (1946-1949) έθνους. Μέσα σε συνθήκες ακραίας βίας, εμφύλιου μακελειού, σύρραξης, έντασης λόγω της περιρρέουσας ζοφερής, ηλεκτρισμένης και θανατηφόρας ατμόσφαιρας, η ποίηση φαντάζει εξωπραγματική, μάταιη, ανούσια, κενή, άσκοπη, άκαιρη, άγονος γραμμή, νεκρή ζώνη, είδος πολυτέλειας και γι’ αυτό παραχωρεί τη σκυτάλη στην ποιητική σιωπή, η οποία αναδεικνύεται καταλληλότερη, αφού αποδίδει με μεγαλύτερη ένταση την τραγικότητα της εποχής. Στο ποίημα εφαρμόζεται η ρητορική της σιωπής ως εκφραστική της αδυναμίας της ποίησης να υπερβεί τα γεγονότα της εποχής της. Ο Εγγονόπουλος τείνει στο ά-λεκτο, κάτι που αποτυπώνεται με τη λιτότητα, τη βραχυλογία, την άμεση προβολή της συναισθηματικής του φόρτισης και την δηλούμενη ολιγογραφία. Θεωρεί την σιωπή του αρετή, τόλμη, ανθρώπινη συμπεριφορά, αταραξία μέσα στην τρέλα, ευθυκρισία στον παραλογισμό, πολιτική ανεξαρτησία, διαμαρτυρία της λογικής, πολιτική αφατρίαστη. Ξεκινώντας από μια διάθεση έντονης αποστροφής και αποτροπιασμού μπροστά στην εποχή του εμφυλίου σπαραγμού, διακηρύσσει την αναστολή και την αφωνία του ποιητικού λόγου. Οι λέξεις φαντάζουν ανεπαρκείς την ώρα που διακυβεύεται η ανθρώπινη ύπαρξη, καθώς ο θάνατος σπέρνει και θερίζει. Τα λόγια κομπάζουν μπροστά στη φρίκη. Η ανάγκη επιβίωσης δεσπόζει ετσιθελικά στην ψυχή κάθε ανθρώπου, όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος. Το ψυχικό πένθος του δημιουργού αναστέλλει τις δημιουργικές του τάσεις, οι οποίες και υποχωρούν ως έκφραση ελάχιστου φόρου τιμής, ως ένδειξη σεβασμού στους νεκρούς. Όταν το έθνος σπαράσσεται, ο νεκρός-ζωντανός και προδομένος Εγγονόπουλος δεν μπορεί να προσποιείται ότι γράφει χαρούμενη και ικανοποιητική σε ποσότητα ποίηση. Η τραγικότητα της εποχής ξεπερνά τη δύναμη του ποιητικού εγώ. Εν τέλει, ο Εγγονόπουλος αισθηματοποιεί την ποιητική του αμηχανία και αισθάνεται υποχρεωμένος να εξομολογηθεί, προκειμένου να από-ενοχοποιηθεί. Με αυτήν την σύνθεση-μινιατούρα απολογείται. Αδύναμος να ανταποκριθεί στο χρέος του ως ποιητής, απέναντι στην τέχνη του και στην εποχή του, για την ποιητική του σιωπή, λόγω των τραγικών συνθηκών, αισθάνεται την ανάγκη να δώσει κάποιες εξηγήσεις. Πιθανοί αποδέκτες της εξομολόγησης του Εγγονόπουλου ενδέχεται να είναι (α) η ποίηση, καθώς δεν εκτελεί το καθήκον του ως λειτουργός της, (β) ο εαυτός του, επειδή ο ίδιος ελπίζει πως έτσι θα λυτρωθεί από την ευθύνη της πνευματικής δυστοκίας, για την οποία νιώθει ένοχος και (γ) η αναγνωστική κοινότητα, που ίσως περιμένει από την ποίηση μια ελπίδα σωτηρίας ή έστω διαφυγής και λύτρωσης από τη μακάβρια πραγματικότητα. Ο τίτλος της ποιητικής σύνθεσης είναι χαρακτηριστικός, καθώς παρέχει τα ερμηνευτικά κλειδιά της στον αναγνώστη. Η έλλειψη οριστικού άρθρου στο ουσιαστικό ποίηση προσδίδει μια καθολική διάσταση. Η ποίηση ως πνευματική λειτουργία και ως λειτουργία τέχνης, τοποθετείται, δοκιμάζεται και παράλληλα καθορίζεται στη σχέση της με τα ιστορικά δρώμενα ενός συγκεκριμένου έτους. Ο συνοδευτικός χρονολογικός προσδιορισμός (1948) προσδίδει ιστορική χρωματικότητα, καθώς φανερώνει πως το ποίημα γράφεται, ενώ μαίνεται ακόμα ο εμφύλιος πόλεμος. Επομένως, ο βασικός θεματικός άξονας του ποιήματος είναι ήδη προκαθορισμένος μέσα από την προσημαντική δύναμη του τίτλου, ο οποίος τροφοδοτεί το συλλογικό με την γενικευτική λέξη ποίηση και με το έτος 1948 αναδεικνύει εμφατικά την έντονη παρουσία του συγκείμενου. Χωρίς εικόνες και συμβολισμούς, προσδιορίζεται η εποχή, δίνεται το θέμα και προβάλλεται το δράμα του ελληνικού λαού. Δομή: 1η στροφική ενότητα (στ. 1-13), 2η στροφική ενότητα (στ. 14-20). Ανάλυση: τούτη η εποχή του εμφυλίου σπαραγμού δεν είναι εποχή για ποίηση κι’ άλλα παρόμοια: Κατατίθεται με τόνο σοβαρό και επίσημο η δήλωση του ποιητή για τον αντιποιητικό χαρακτήρα της εποχής του εμφύλιου σπαραγμού, η οποία επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση της στάσης του ποιητή. Η εποχή του τρόμου καταστρατηγεί τη λογοτεχνική παραγωγή κι αναστέλλει την ποιητική δημιουργία, καθώς η τέχνη αποδεικνύεται κατώτερη της οδυνηρής πραγματικότητας. Με λιτούς στίχους σκιαγραφείται το βαρύ κλίμα, η πένθιμη ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία ο ποιητής νιώθει την ύπαρξή του να συνθλίβεται. του εμφυλίου σπαραγμού: Να σημειωθεί ότι σε εποχές πολιτικής πόλωσης, όπου ο εμφύλιος αποκαλείται συμμοριτοπόλεμος και ανταρτοπόλεμος, ο ψυχραιμότερος, ακριβέστερος και εν τέλει όντως ανθρωπιστής Εγγονόπουλος διαβλέπει την ουσιαστική πτυχή του πολέμου και τον χαρακτηρίζει αναλόγως: εμφύλιος σπαραγμός. Στο σημείο αυτό, μορφολογικά, η πτώση του τόνου -εμφυλίου αντί εμφύλιου- αφενός αποδίδει την οικεία στον ποιητή καθαρεύουσα, αφετέρου αποφεύγει την μετρική κανονικότητα, έτσι ώστε ο στίχος, χάνοντας τον μετρικό βηματισμό της, κινητοποιεί δραστικότερα την προσοχή του αναγνώστη. Η επιλογή της λέξης σπαραγμού δεν είναι τυχαία και διαθέτει έντονη σημασιολογική και συναισθηματική φόρτιση, καθώς δηλώνει την κατασπάραξη, το ξέσκισμα των σαρκών, τον βαρύ ψυχικό πόνο, τη συντριβή και την τεμαχισμένη εικόνα του ποιήματος. Η λέξη συνειρμικά παραπέμπει στην έννοια του σπαράγματος, της αποσπασματικής γραφής, του κατακερματισμένου κι ακρωτηριασμένου λόγου, γεγονός που συνάδει με την θρυμματισμένη ψυχή του ποιητή. Ο αλληλοσπαραγμός των αντιμαχόμενων παρατάξεων, ο κλαυθμός κι ο οδυρμός, ο ψυχικός σπαραγμός, δεν δύνανται να αποδοθούν με λέξεις. Ο πόνος είναι τόσο μεγάλος που δεν χωρά σε στίχους. εποχή: Η επαναφορά της λέξης υπογραμμίζει την αντίθεση ανάμεσα στο «τι είναι» και στο «τι δεν είναι» η εποχή αφενός κι αφετέρου δημιουργεί μια ρυθμικότητα. κι’ άλλα παρόμοια: Στο στίχο αυτό, ο Εγγονόπουλος παραφράζει τον καβαφικό στίχο κι άλλα ηχηρά παρόμοια. Από το καβαφικό διακείμενο παραλείπεται το εξόχως ειρωνικό ηχηρά, με αποτέλεσμα να αμβλύνεται η ειρωνεία, που περιορίζεται, έτσι, στην υπαγωγή της ποίησης σ’ ένα χώρο κι άλλων παρομοίων, δηλαδή στο χώρο της τέχνης. Με αυτό το καβαφικό δάνειο, ο Εγγονόπουλος προτείνει μια συνολική αντιμετώπιση του εμφυλίου απ’ όλους τους καλλιτέχνες. Κάνει λόγο, με κάποια ελαφριά υποτιμητική διάθεση, για άλλες, συναφείς με την ποίηση, τέχνες, για κάθε μορφή πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας (μουσική, θέατρο, ζωγραφική, κ.ά.), που αναστέλλεται λόγω των εξωτερικών συνθηκών. Επομένως, ο στίχος επεκτείνει την αρνητική επίδραση του κλίματος της εποχής, τη στατικότητα, την πνευματική ξηρασία. Τα πάντα τα σκεπάζει ο πόνος. Το μέλημα όλων είναι η επιβίωση και οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση είναι περιττή και παραμερισμένη. Δεν είναι καιρός για τέχνη, γενικά, αλλά εφόσον με τον λόγο αποκαλύπτεται το άκαιρο της ποίησης, η ποίηση, για λίγο, προηγείται και απομονώνεται από τ’ άλλα παρόμοια. Η ειρωνική διατύπωση συγκροτεί την προσωπική οπτική γωνία του ποιητή. Η άνω και κάτω στιγμή εισάγει την επεξήγηση της κατηγορηματικής θέσης με την οποίαν ξεκινά το ποίημα. σαν πάει κάτι να γραφεί είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου κάτι: Κάτι το ελάχιστο εκκολάπτεται και προσπαθεί να γίνει ποίηση. Παρόλη την αδυναμία του να συνθέσει, δεν εγκαταλείπει. Ο ποιητής αν και σπεύδει να δηλώσει πως η εποχή αυτή δεν είναι εποχή για ποίηση, ωστόσο, ο ίδιος παράγει, έστω και κάτι ελάχιστο. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως ο Εγγονόπουλος αντιφάσκει. Μολαταύτα, το ποίημα αυτό ομολογεί την αδυναμία της ποίησης να λειτουργήσει υπό αυτές τις συνθήκες. Το γεγονός αυτό αίρει την αντίφαση, καθώς το ποίημα λαμβάνει μορφή εξομολόγησης, στην οποία τον ωθεί μια εσωτερική ανάγκη να απολογηθεί. Ο ποιητής κάνει μια προσπάθεια να μην στέκει ως απλός παρατηρητής των γεγονότων. Εξάλλου, όπως θα ισχυριστεί ακολούθως, τα ποιήματά του είναι τόσο πικραμένα και τόσο λίγα. Με άλλα λόγια, το ποίημα, στο επίπεδο του νοήματος, ακυρώνει τη γραφή και τη λειτουργία της ποίησης. Στο επίπεδο, όμως, της ποιητικής πράξης ο ποιητικός λόγος έχει ήδη γραφεί και είναι συντελεσμένος. Αυτό σημαίνει ότι η ακύρωση και η κατάργηση της ποιητικής πράξης δεν πραγματώνονται. Έτσι, η άρνηση του ποιητικού λόγου λειτουργεί τελικά μόνο ως φραστικό εύρημα, για να καταγγελθεί μέσα απ’ αυτό η τραγωδία του εμφυλίου σπαραγμού. Το ποίημα, λοιπόν, στην ουσία του περιέχει την άρση και τη θέση της ποιητικής γραφής. Στο επίπεδο του ποιητικού νοήματος, η ποίηση αίρεται· στο επίπεδο της συγκεκριμένης και γραμμένης ποιητικής πράξης, η ποίηση τίθεται. Τελικά, ο ποιητής δεν ακυρώνει τη λειτουργία της ποίησης. Αντίθετα η ποίηση τίθεται και λειτουργεί με τη σφραγίδα, έστω, της πίκρας και της ολιγογραφίας. Αποδεικνύεται λοιπόν, μέσα απ’ αυτήν την αντινομία, ότι η ποιητική έκφραση, ως ανάγκη ζωτική και ως πάθος, δεν ξεπερνιέται, όσο τραγικό κι αν είναι το σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, όσο δυστυχισμένη κι αν είναι η προσωπική ζωή του δημιουργού. Εύκολα μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ανάγκη έκφρασης γίνεται πιο δυνατή μέσα σε αρνητικές καταστάσεις. ως αν/ να γράφονταν / από την άλλη μεριά/ αγγελτηρίων θανάτου: Με μια ρεαλιστικού περιεχομένου παρομοίωση δίνεται, με οξύτητα και δριμύτητα, η ζοφερή εφιαλτική πραγματικότητα του πολέμου και ειδικά η πιο τραγική του εικόνα, αυτή του μαζικού θανάτου. Η παρομοίωση είναι από τις πιο ευρηματικές της συγκαιρινής της εποχής, γιατί μέσα απ’ αυτή χρωματίζεται με τα μελανότερα χρώματα η περιρρέουσα αιματηρή ατμόσφαιρα, καταγγέλλεται η «δολοφονία» των ποιητών (περιθωριοποίηση στην αντι-πνευματική εποχή, εκτελέσεις, εξορίες πνευματικών ταγών), αποκαλύπτεται το ίδιο το περιεχόμενο της ποίησης, καθώς αυτή μιλά για θάνατο, αίμα, ερείπια, ανθρωποθυσίες, που επεκτείνονται στο χώρο και το χρόνο μην αφήνοντας και τα ελάχιστα περιθώρια για ποίηση. Κάθε φορά που ο Εγγονόπουλος ανακινεί μια νέα ατέρμονη απόπειρα ποιητικής γραφής, τα χαρτιά, πάνω στα οποία ξεκινάει να γράψει, φαντάζουν σαν αγγελτήρια θανάτου. Ο Εγγονόπουλος αποδεικνύει τις υπερρεαλιστικές του καταβολές και την αχαλίνωτη φαντασία του. Ότι κι αν γίνεται εκείνη την εποχή έχει τη σφραγίδα, το στίγμα του πολέμου. Καμιά ανθρώπινη δραστηριότητα, πολύ περισσότερο η τέχνη, δεν ξεφεύγει, δεν ανατρέπει, αλλά στον αντίποδα, επιδεινώνει την κατάσταση. Μοιάζει με ιεροσυλία, καπηλεία των νεκρών και των αγώνων τους, είναι εντελώς παράκαιρη στο γενικότερο κλίμα, μοιάζει με μια περιττή και ανούσια πολυτέλεια. Όταν ο θάνατος είναι παρών, η ποίηση από σεβασμό και διακριτικότητα είναι απούσα ή κάνει ελάχιστα αισθητή την παρουσία της. Η οδύνη για τους αδικοφαγομένους είναι αποτρεπτική της γραφής. Η προσπάθεια είναι μάταιη, ατελέσφορη. Μπροστά στο πλήθος των νεκρών, η ποίηση σιωπά. Το αίσθημα του πνιγμού αντανακλάται στο χωρίο με τη χρήση της καθαρεύουσας. Επιπροσθέτως, ο ρόλος της παρομοίωσης είναι να εκφράσει αυτό το κλίμα, αλλά και να δικαιολογήσει την προηγουμένως διατυπωθείσα άποψη του ποιητή ότι η εποχή αυτή δεν είναι εποχή για ποίηση και άλλα παρόμοια. Με άλλα λόγια, η απροσδόκητη παρομοίωση διαδραματίζει ουσιώδη δομικό ρόλο και στηρίζει την ποιητική σύνθεση, καθώς αποτελεί συνδετικό νοηματικό κρίκο, ανάμεσα στην πρώτη υποενότητα της πρώτης στροφικής ενότητας (στ. 1-5) και στην δεύτερη στροφή που έπεται, όπου εξομολογούμενος ο Εγγονόπουλος αιτιολογεί τη σχετική ποιητική του παραίτηση. Επομένως, επικουρικά, η μακάβρια αυτή παρομοίωση δικαιολογεί την ποιητική δυστοκία, την ανημποριά του ποιητή να παραγάγει. γι’ αυτό και τα ποιήματά μου είν’ τόσο πικραμένα (και πότε – άλλωστε – δεν ήσαν;) κι’ είναι – προ πάντων – και τόσο λίγα Η δεύτερη στροφή, ως απόρροια της πρώτης, αφενός μεταβάλλει το ομαδικό βίωμα σε ατομικό με την κυριαρχία του α΄ ενικού προσώπου και αφετέρου αιτιολογεί την ποιητική ολιγογραφία και πίκρα. τα ποιήματά μου/ είν’ τόσο πικραμένα: Η πίκρα του Εγγονόπουλου, που τον συνοδεύει στις ώρες της μοναξιάς, αποτελεί σταθερό συναισθηματικό προσανατολισμό, άξονα και επανερχόμενο μοτίβο στην ποίησή του, λόγω του ότι ο ίδιος βίωσε οριακές καταστάσεις (Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική, προσφυγιά, μεταξική δικτατορία, Β΄ Παγκόσμιος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος). Με τη μεταφορά γίνεται αισθητό πως ο ποιητής δεν δύναται ν’ αποκοπεί από την ποιητική του ιδιότητα και γι’ αυτό περιορίζει την ποιητική του έκφραση σε ποιήματα πικραμένα. Ο αβάσταχτος πόνος, η θλίψη, για όσα δεινά βιώνει το έθνος φωλιάζει και βαραίνει την καρδιά του δημιουργού. Εύλογο επακόλουθο και η ποίησή του να αποβάλλει ψυχικό πένθος. (και πότε – άλλωστε – δεν ήσαν;): Η τοποθετημένη μέσα σε παρένθεση ρητορική ερώτηση διακρίνεται για την βάσανο που την διαπερνά. Επειδή, ακριβώς, ο Εγγονόπουλος δράττει την ευκαιρία να μιλήσει για την πίκρα που διέκρινε εν γένει την ποίησή του (αυτοσχόλιο ποιητικής) κι επειδή αποκλίνει από τα χρονικά συμφραζόμενα και το πλαίσιο, όπου συντίθεται το ποίημα, θέτει το στίχο σε παρένθεση. Οι παύλες και οι παρενθέσεις είναι μόνιμα στοιχεία του έργου του Εγγονόπουλου, δεν λειτουργούν απλά παρενθετικά και διακοσμητικά, αλλά σχολιαστικά. Αποτελούν ένα είδος αποστροφής εις εαυτόν, μια αναδίπλωση και ταυτόχρονα μια εξωτερίκευση της έντασης του έσω κόσμου που βαίνει παράλληλα, αν και όχι διασταυρούμενα, με τον έξω. Εδώ, η αναστοχαστική ερώτηση προς τον εαυτό του αναδεικνύει την θλιβερή όψη της ποίησης του Εγγονόπουλου. Η βαθιά ποιητική θλίψη, που παρουσιάζεται ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησής του, υπογραμμίζεται με την έμφαση στην ποσοτικά περιορισμένη ποιητική παραγωγή του. Πώς να εκφραστεί σε ποίηση ο ανθρώπινος πόνος; Πώς να ανθίσει η ποίηση μέσα στον αλληλοσκοτωμό; – προ πάντων -: Υπογραμμίζει το πάγιο γνώρισμα της ποίησης του Εγγονόπουλου, την ολιγογραφία του. Η βαρύτητα των λόγων ενισχύεται με τις παύλες. και/ τόσο/ λίγα: Σ’ αυτούς τους τελευταίους στίχους παρατηρούμε την πορεία του ποιητή προς μια φθίνουσα ποσοτικά τάση, φόρμα που καταλήγει σε μονολεκτικό, παρατακτικό στίχο, που προκαλεί με την σειρά του έναν επιβλητικό ρυθμό. Η απομόνωση των λέξεων είναι εμπρόθετη, η μορφή στηρίζει το περιεχόμενο, καθώς αντανακλά την ποσοτική μείωση της ποιητικής του παραγωγής. Αν και τα υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά δεν είναι τόσο ευδιάκριτα εδώ, καθώς η δομή του ποιήματος είναι λογικά διαρθρωμένη (θέση, αιτιολόγηση-επιχειρηματολογία, συνέπειες) και τα νοήματα σαφή, ωστόσο, μπορεί κανείς να εντοπίσει κάποιες υπερρεαλιστικές καταβολές. Ας προσπαθήσουμε να κωδικοποιήσουμε μερικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την θητεία του ποιητή στον σουρρεαλισμό: ελλειπτική διατύπωση, τεμαχισμένος – ακρωτηριασμένος – συλλαβικός λόγος που μοιάζει με ψέλλισμα, λέξεις-θραύσματα που παραπέμπουν στην κομματιασμένη καρδιά του ποιητή, θαυμάσια ως προς τη σύλληψη και αλλόκοτη παρομοίωση,[1] αχαλίνωτη φαντασία, απουσία σημείων στίξης, καταστρατήγηση της παραδεδομένης εικόνας του στίχου και ακραία κατάτμησή του, έλλειψη προσωδιακής μετρικής, κυριαρχία του ελεύθερου στίχου, ολιγογραφία, κ.ά. Η γλώσσα του ποιήματος είναι κατά βάση δημοτική, με ελάχιστες λόγιες εκφράσεις σε καίρια σημεία, ομοιογενής, άμεση, απλή και λιτή. Η γλωσσική ουδετερότητα συμβαδίζει με την γενικότερη υφολογική ουδετερότητα. Ο τόνος είναι χαμηλόφωνος, το ύφος προσωπικό, εξομολογητικό, απλό, απογυμνωμένο, αστόλιστο, κοντά στην τονικότητα και στο φραστικό ήθος μιας απλής κουβέντας, έλλειψη εξεζητημένων εξάρσεων, μελοδραματισμών, εντυπωσιακών λυρισμών, απουσία τολμηρών εκφραστικών σχημάτων λόγου, λιτότητα εκφραστικών μέσων. Ο ρυθμός ασθματικός, μονοκόμματος, αγωνιώδης. Τέλος, ο αναγνώστης του ποιήματος δεν δικαιολογεί τη στάση του λογοτεχνικού εγώ. Αν και έχει στο νου του πως και ο ποιητής είναι άνθρωπος με πάθη, αδυναμίες και φόβους, δεν δικαιολογεί την μειωμένη ποιητική παραγωγή, ως μορφή ασύνειδης λιποταξίας. Σε οριακές καταστάσεις, η πνευματική ηγεσία του εκάστοτε τόπου καλείται να ορθώσει το ανάστημα της, να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα, να διαφυλάξει την εθνική ταυτότητα, να ενθαρρύνει το λαό. ___________________________________________________ [1] Θυμίζει την ροϊδεια τεχνική της κολοκυνθοπληγίας, η οποία λειτουργεί ως ανθυπνωτικό φάρμακο κρατώντας σε εγρήγορση το ενδιαφέρον του απαίδευτου Έλληνα αναγνώστη. Οι ασύμβατες ομαδοποιήσεις, οι απρόοπτες, αλλόκοτες, απροσδόκητες παρομοιώσεις, ο ασυνάρτητος κατάλογος, η σύζευξη αντιθέτων, οι ψηλαφητές ανάγλυφες εικόνες αφυπνίζουν, καθώς προκαλούν σοκ και έκπληξη.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
http://www.enaveria.gr/themata/2005/2005_logotexnia_g_k.pdf
Α. Κείµενο
Ποίηση 1948
τούτη εποχή
του εµφυλίου σπαραγµού δεν είναι εποχή για ποίηση κι άλλα παρόµοια σαν πάει κάτι
να γραφεί είναι
ως αν να γράγονταν από την άλλη µεριά
αγγελτηρίων θανάτου
γι αυτό και τα ποιήµατά µου είν’ τόσο πικραµένα (και πότε –άλλωστε- δεν ήσαν;) κι είναι -προ πάντων και τόσο λίγα
Ν. Εγγονόπουλος «ΕΛΕΥΣΙΣ»,
1948
Στον Νίκο Ε… 1949 Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται µια µέρα Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές Μάνας τρελής στους έρηµους δρόµους Κλάµα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπηµένεςσάπιες σηµαίες Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια Όταν το φως λιγοστεύει Τα ξηµερώµατα. (Μα ποιος µε πόνο θα µιλήσει για όλα
αυτά;)
Μ. Αναγνωστάκης
«ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ», 1949
Β. Ερωτήσεις
1. Ποια στοιχεία του κειµένου επιβεβαιώνουν τη θητεία του
Εγγονόπουλου στον υπερρεαλισµό; (Μονάδες 15)
2. α. Ποιες ενότητες διακρίνετε στο κείµενο του Εγγονόπουλου; (Μονάδες 8)
β. «Είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη µεριά αγγελτηρίων
θανάτου»: να αναλύσετε το νόηµα της παροµοίωσης και να δείξετε το
ρόλο της στη δοµή του κειµένου.
(Μονάδες 12)
3. α. Ποια στοιχεία του ποιήµατος του Αναγνωστάκη δίνουν την
εντύπωση ότι πρόκειται για απάντηση στον Εγγονόπουλο;
(Μονάδες 8)
β. Να σχολιάσετε τη λειτουργία της γλώσσας στο κείµενο του
Αναγνωστάκη.
(Μονάδες 12)
4. α.Πώς συνταιριάζονται στο ποίηµα του Αναγνωστάκη ήχος και
σιωπή, φως και σκοτάδι;
(Μονάδες 10) β. Πώς αντιλαµβάνεστε το νόηµα του στίχου «µα ποιος µε πόνο θα
µιλήσει για όλα αυτά;»;
(Μονάδες 10)
5. Ποιο είναι το θέµα που πραγµατεύονται τα τρία κείµενα; Γιατί είναι
ποιήµατα για την ποίηση; Οι τρεις ποιητές επιλέγουν τελικά την ίδια
στάση; (Μονάδες 25) Οφειλή
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέµους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήµατα,
δολοφονίες από πληρωµένους εχθρών και φίλων,
συστηµατική υπόσκαψη κι έτοιµες νεκρολογίες
είναι σα να µου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
∆ώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή των άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε
µα χτύπησε το άλλο κορµί που βρέθηκε στη θέση µου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα µου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός µου µένει
σαν οι νεκροί να µου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.
Τίτος Πατρίκιος «ΜΑΘΗΤΕΙΑ» 1952 – 1962
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Ο Εγγονόπουλος όχι µόνο έχει θητεύσει στον υπερρεαλισµό αλλά θεωρείται και
από του θεµελιωτές του ως λογοτεχνικού ρεύµατος, ειδικά στην ποίηση. Έτσι και στο
κείµενο αυτό µπορούµε να διακρίνουµε αρκετά στοιχεία υπερρεαλισµού όπως: • Αφαιρετικός λόγος, πύκνωση νοηµάτων •Συνυποδήλωση νοηµάτων, ιστορικών γεγονότων και συναισθηµάτων. Ο
στίχος 2 δε δηλώνει µόνο το ιστορικό πλαίσιο του ποιήµατος αλλά
ταυτόχρονα εκφράζει τη διαφωνία του Εγγονόπουλου µε την επίσηµη
κυβερνητική εκδοχή που θεωρεί ότι ο πόλεµος γίνεται για την κατάπνιξη ενός
αντεθνικού κινήµατος ,ενώ παράλληλα εκφαίνεται και η ατµόσφαιρα του
διχασµού και της οδύνης που διαχέεται στην κοινωνία
• Συνειρµική εκδίπλωση νοηµάτων, αυτόµατη γραφή (στίχος 17)
Και τα τρία αυτά στοιχεία εξυπηρετούν το χαµηλόφωνο ύφος και τον εξοµολογητικό
τόνο του κειµένου.
• Απουσία µέτρου, οµοιοκαταληξίας, στίξης και γενικά η ελευθερία στίχου
• Ο θρυµµατισµός του στίχου που εξυπηρετεί την αναλογία ατµόσφαιρας
ποιήµατος και εποχής αλλά και ποιήµατος – ψυχισµού του ποιητή
• Η έντονη και µακάβρια εικόνα που δηµιουργείται µε την παροµοίωση στους
στίχους 9-13 • Η χρήση της ποίησης ως µέσου σύζευξης του παρόντος µε το παρελθόν, των
ιστορικών γεγονότων και των συναισθηµάτων, γενικών και ατοµικών
Γενικά ο υπερρεαλισµός βοηθάει στην απόδοση µε λιτότητα και χωρίς
µελοδραµατισµό µιας κατάστασης σπαραγµού και θανάτου που χαρακτηρίζει την
εποχή στην οποία αναφέρεται το ποίηµα.
Παράλληλα διευκολύνει τον ποιητή να
κάνει φανερό το στόχο γραφής του ποιήµατος. Ο Εγγονόπουλος µε το ποίηµα αυτό
εξοµολογείται τα συναισθήµατά του σε σχέση µε την εποχή, δικαιολογείται για την
πενιχρή ποιητική του δηµιουργία και εξοµολογείται για τη φαινοµενική απουσία του
από τα δρώµενα.
2. α. Στο κείµενο µπορούµε να διακρίνουµε 3 ενότητες που συντίθενται στη βάση
της νοηµατικής τους σχέσης, του περιεχοµένου.
Η πρώτη ενότητα εκτείνεται από
τους στίχους 1 – 5.
Στην ενότητα αυτή ο ποιητής διατυπώνει µια προσωπική του
άποψη. Υποστηρίζει την ακαταλληλότητα της εποχής του «εµφυλίου σπαραγµού» για
την ποιητική αλλά και κάθε άλλη καλλιτεχνική έκφραση.
Η δεύτερη ενότητα
περιλαµβάνει τους στίχους 6-13.
Στους στίχους αυτούς ο Εγγονόπουλος δικαιολογεί,
τεκµηριώνει την προηγουµένως διατυπωθείσα άποψη.
Αναδεικνύει την, κατά τη
γνώµη του, ασύµβατη φύση της ποίησης µε την τραγικότητα της εποχής.
Οι
υπόλοιποι στίχοι του κειµένου αποτελούν την τρίτη ενότητα.
Σ’ αυτήν ο ποιητής
δείχνει την επίδραση της ταραγµένης εποχής στο δικό του ποιητικό έργο. Έτσι
επιβεβαιώνει την άποψη που έχει εκφράσει αφού η ιστορική πραγµατικότητα, όχι
µόνο η τότε αλλά και η εκάστοτε, επιδρά τόσο στην ατµόσφαιρα των κειµένων του,
που είναι τόσο πικραµένα, αλλά και, προ πάντων, στον όγκο της ποιητικής του
παραγωγής, αφού τα ποιήµατά του είναι και τόσο λίγα.
Μπορούµε βέβαια να
υιοθετήσουµε και το χωρισµό σε στροφές που το ίδιο το ποίηµα ακολουθεί.
Έτσι θα
διακρίνουµε δύο ενότητες: την πρώτη, η πρώτη στροφή, που αναφέρεται στη σχέση
της ποίησης µε την εποχή και τη δεύτερη, η δεύτερη στροφή, που αναφέρεται στην
επίδραση που δέχεται ο ποιητής από την ιστορική πραγµατικότητα.
β. Με την παροµοίωση αυτή ο ποιητής τονίζει την εφιαλτική πραγµατικότητα του
πολέµου και ειδικά την πιο τραγική του εικόνα, αυτήν του θανάτου που µάλιστα είναι
ιδιαίτερα µαζικός. Ότι κι αν γίνεται εκείνη την εποχή έχει τη σφραγίδα, το στίγµα του
πολέµου. Καµιά ανθρώπινη δραστηριότητα, πολύ περισσότερο η τέχνη, δεν ξεφεύγει,
δεν ανατρέπει την κατάσταση.
Αντίθετα µάλιστα, σύµφωνα µε τη γνώµη του ποιητή,
η τέχνη επιδεινώνει την κατάσταση. Μοιάζει µε ιεροσυλία, καπηλεία των νεκρών και
των αγώνων τους, είναι εντελώς παράταιρη στο γενικότερο κλίµα, µοιάζει µε µια
περιττή και ανούσια πολυτέλεια.
Αυτό το αίσθηµα πνιγµού αντανακλάται στο χωρίο
µε τη χρήση της καθαρεύουσας.
Ο ρόλος της παροµοίωσης είναι να εκφράσει αυτό το
κλίµα αλλά και να δικαιολογήσει την προηγουµένως διατυπωθείσα άποψη του ποιητή
(δεν είναι εποχή για ποίηση και άλλα παρόµοια).
Ταυτόχρονα έχει και δοµικό ρόλο
στο ποίηµα αφού αποτελεί συνδετικό κρίκο, νοηµατικό και δοµικό, ανάµεσα στις δύο
άλλες ενότητες του ποιήµατος.
3. α. Πολλά στοιχεία κάνουν το κείµενο του Αναγνωστάκη να µοιάζει απάντηση
στο κείµενο του Εγγονόπουλου.
Πρώτα απ’ όλα ο τίτλος έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Η ύπαρξη ηµεροµηνίας και µάλιστα µεταγενέστερης δηλώνει κοινή αντίληψη περί
τίτλου ενώ δεν πρέπει να ξεχνάµε πως το ποίηµα απευθύνεται στον Νίκο Ε… που
κάλλιστα µπορούµε να θεωρήσουµε ότι είναι ο Εγγονόπουλος.
∆εν πρέπει κανείς να
παραβλέψει το κοινό θέµα των δύο κειµένων, το κοινό ιστορικό πλαίσιο και τη
συµφωνία για την τραγικότητα της εποχής.
Αξιοσηµείωτες είναι και οι οµοιότητες
στην τεχνική των δύο κειµένων (ελεύθερος στίχος, ελάχιστη στίξη κλπ).
Ο ίδιος ο
Αναγνωστάκης βέβαια αρνείται ότι πρόκειται για απάντηση στον Εγγονόπουλο αλλά
αναφέρεται σ’ έναν νεκρό φίλο του και συναγωνιστή.
Στοιχείο που επιτείνει την
άποψη ότι πρόκειται για απάντηση είναι και ο στίχος σε παρένθεση που δείχνει την
πρόθεση από µέρους του Αναγνωστάκη για έναν ευρύτερο ποιητικό διάλογο. Υπό το
πρίσµα αυτό µπορούµε πράγµατι να θεωρήσουµε το ποίηµα του Αναγνωστάκη ως
απάντηση στον Εγγονόπουλο.
β. Ο βασικός στόχος του Αναγνωστάκη είναι να δώσει µε το κείµενό του µια
ξεκάθαρη και ρεαλιστική απεικόνιση της πραγµατικότητας του εµφυλίου πολέµου
στην Ελλάδα.
Κατά συνέπεια κάθε εκφραστικό µέσο στο κείµενο εξυπηρετεί αυτόν
το στόχο. Τον ίδιο λοιπόν ρόλο επιτελεί και η γλώσσα, οι συγκεκριµένες λέξεις, ο
τρόπος µε τον οποίο εκφράζεται ο ποιητής.
Πιο συγκεκριµένα, βλέπουµε να
κυριαρχούν τα ρήµατα και τα ουσιαστικά.
Τα ρήµατα γενικά δίνουν την «ενέργεια»
στο κείµενο, αποδίδουν το φορτισµένο µε αρνητικά συναισθήµατα κλίµα. Όλα τα
ρήµατα στο ποίηµα δηλώνουν την απώλεια, τη φθορά και το θάνατο που
χαρακτηρίζει την εποχή.
Το µεγαλύτερο όµως συναισθηµατικό βάρος κουβαλάνε τα
ουσιαστικά στο ποίηµα. Τα ουσιαστικά συγκεκριµενοποιούν το συναίσθηµα,
καταγράφουν τα δρώντα, τα πάσχοντα πρόσωπα.
Τόσο αυτές οι λέξεις που
αναφέρονται σε πρόσωπα (φίλοι, µάνα κλπ), όσο και οι άλλες (ερείπια, εφιάλτες κλπ)
έχουν ειδική βαρύτητα, διπλό περιεχόµενο.
Πρόκειται για λέξεις που κουβαλάνε
φόρτιση όχι µόνο συναισθηµατική αλλά και κοινωνική, ιδεολογική.
Η περιεκτικότητά
τους αυτή πυκνώνει το λόγο, εντείνει τη συνδηλωτική λειτουργία του και κάνει το
ύφος λιτό και απότοµο, τραχύ.
Έτσι φανερώνεται ο µεγάλος πόνος, ο σπαραγµός της
εποχής αλλά και του ποιητή.
Την κορύφωση της τραγικότητας και της
συναισθηµατικής φόρτισης επιτυγχάνουν τα επίθετα.
Χωρίς να είναι πολλά είναι
όµως χαρακτηριστικά αφού δηλώνουν ξεκάθαρα τα τραγικά αδιέξοδα της εποχής και
των ανθρώπων (τρελής, έρηµους, τρυπηµένες, σάπιες κλπ).
Ο λόγος χρησιµοποιείται
από τον Αναγνωστάκη ώστε να αποδοθεί µε πληρότητα το κλίµα της καταστροφής,
του πόνου και της οδύνης που κυριαρχεί στην Ελλάδα εκείνη την εποχή.
4. α. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το δέσιµο ήχου και σιωπής αλλά και φωτός
σκοταδιού στο ποίηµα του Αναγνωστάκη .
Η σιωπή της νύχτας «σπάει» από τις
φωνές της τρελής µάνας και το αναπάντητο κλάµα του παιδιού.
Η σιωπή αντανακλά
το θάνατο που πλανάται στην ατµόσφαιρα. Το ίδιο όµως αποδίδει και ο ήχος αφού οι
συγκεκριµένοι ήχοι δεν είναι τίποτε περισσότερο από τις τραγικότερες εκφάνσεις της
απανθρωπιάς του πολέµου.
Ενώ λοιπόν σιωπή και ήχος αλληλοαναιρούνται, αφήνουν
στο τέλος την ίδια πικρή γεύση, δηλώνουν το αδιέξοδο του πολέµου.
Ανάλογη είναι
και η σχέση φωτός σκοταδιού. Το φως της ηµέρας αναιρεί το σκοτάδι της νύχτας. Το
σκοτάδι αντικατοπτρίζει το θάνατο αλλά και το φως της ηµέρας οδηγεί στο θάνατο,
αφού το ξηµέρωµα φέρνει µαζί του τις εκτελέσεις. Ήχος και σιωπή, φως και σκοτάδι
αλληλοαναιρούνται αλλά οδηγούν στον ίδιο παρονοµαστή, στο ίδιο τραγικό
αδιέξοδο.
Είναι κι αυτό µια συνέπεια του πολέµου. Η ζωή των ανθρώπων
αποδοµείται τόσο πολύ που καµιά µεταβολή, καµιά εξέλιξη δεν µπορεί να αναιρέσει
την ατµόσφαιρα του θανάτου. Είναι µια εποχή αδιεξόδου και αυτό καταγράφεται µε
σαφή και απόλυτο τρόπο στο ποίηµα του Αναγνωστάκη.
β. Κατά πρώτο λόγο ο στίχος αυτός αποτελεί µια παράλληλη σκέψη του ποιητή, µια
σκέψη σε δεύτερο χρόνο. Αυτή η σκέψη θέλει να δώσει µια διαφορετική προοπτική
στον όλο ποιητικό συλλογισµό.
Καταρχάς, πρέπει να δούµε σε ποιους αναφέρεται το
ερώτηµα αυτό. Με το στίχο αυτό ο Αναγνωστάκης απευθύνεται στους υπόλοιπους
ποιητές και θέτει ένα ερώτηµα που στην ουσία είναι ρητορικό.
Ο ίδιος έχει απαντήσει
γράφοντας το ποίηµα και δηλώνοντας τη γνώµη του για τη θέση της ποίησης και του
ποιητή απέναντι στην εποχή.
Το ερώτηµα πλέον µετακυλίεται στους υπόλοιπους
ποιητές που καλούνται κι αυτοί να πάρουν θέση.
Ο στίχος λοιπόν αυτός είναι το
έναυσµα για την έναρξη ενός ιδιότυπου ποιητικού διαλόγου.
Ο Αναγνωστάκης θέλει
να προβληµατίσει τους υπόλοιπους ποιητές και να τους προτρέψει να εκφραστούν
χωρίς να λαµβάνουν υπόψη τους τις αρνητικές συνθήκες και τις διώξεις πεποιθήσεων
της εποχής κι έτσι να ανταποκριθούν στην ευθύνη του ρόλου τους.
Μπορούµε ακόµη
να πούµε πως αναφέρεται και σ’ όλους τους αναγνώστες του µε σκοπό να εγείρει
έναν γενικότερο προβληµατισµό για το ρόλο της ποίησης.
Το σίγουρο πάντως είναι
ότι ο στίχος αυτός δεν «αφήνει» το ποίηµα να τελειώσει αφού µε την ύπαρξη του
ερωτήµατος ανοίγει ένας νέος κύκλος προβληµατισµού γύρω από το ποίηµα.
5. Μπορούµε να συναντήσουµε πολλές οµοιότητες περιεχοµένου µεταξύ των τριών
ποιηµάτων. Αφορµή ποιητικής συγγραφής είναι και για τους τρεις ποιητές η τραγική
ιστορική συγκυρία των εµφυλιακών και µετεµφυλιακών χρόνων.
Στα ποιήµατά τους
είναι κυρίαρχες οι εικόνες του θανάτου, του διχασµού, του φόβου και της οδύνης που
συνθέτουν την τότε πραγµατικότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Παρά το διαφορετικό
τους ύφος, οι ποιητές συµφωνούν στην τραγικότητα και τον αδιέξοδο χαρακτήρα της
εποχής.
Κοινό σηµείο όµως των τριών ποιηµάτων είναι και το ότι αποτελούν
ποιήµατα για την ποίηση.
∆εν αρκούνται δηλαδή στο να καταγράψουν ή να
σχολιάσουν την ιστορική πραγµατικότητα, αλλά δηλώνουν και την άποψή τους για το
ρόλο της ποίησης και το χρέος του ποιητή µέσα σ’ αυτήν την εποχή καθώς και για
την επίδραση της εποχής στην ποιητική τους δηµιουργία.
Έτσι ο Εγγονόπουλος πιστεύει ότι δεν ταιριάζει στην ποίηση να καταγράφει και να
σχολιάζει την ιστορική πραγµατικότητα, ειδικά σε τέτοιες τραγικές εποχές. ∆ε θεωρεί
χρέος του ποιητή να σχολιάζει την πραγµατικότητα και να χρησιµοποιεί την πένα του
για να εκφράσει τις απόψεις του. Μια τέτοια ενέργεια κάνει την ποίηση να µοιάζει
παράταιρη και ιερόσυλη.
Μάλιστα, µας δηλώνει και την επίδραση της εποχής στην
ποίησή του. Έτσι η εποχή συνθλίβει την έµπνευσή του και παράλληλα φορτίζει
αρνητικά την ατµόσφαιρα του έργου του.
Ο Αναγνωστάκης από την άλλη ακολουθεί έναν δρόµο πιο µαχητικό. Εκλαµβάνει την
ποίηση ως µέσο καταγγελίας των τεκταινοµένων. Θεωρεί ότι η ποίηση και ο ίδιος ως
ποιητής έχουν χρέος όχι µόνο να καταγράψουν την ιστορική πραγµατικότητα αλλά
και να τη σχολιάσουν, να την καυτηριάσουν, να εκφράσουν την άποψή τους.
Έτσι η
ποίησή του αποδίδει µε ωµό ρεαλισµό την πραγµατικότητα και µοιάζει να αποτίει
φόρο τιµής στους «χαµένους φίλους». Αυτό µάλιστα δεν αποτελεί µόνο χρέος
συνείδησης αλλά και ευθύνη απέναντι στην κοινωνία, στους συνανθρώπους του.
Είναι χρέος και µάλιστα ύψιστο του ποιητή να εκφράζεται για να καθοδηγεί τους
συνανθρώπους του, να τους ευαισθητοποιεί και να τους παρακινεί σε δράση.
Ο
Αναγνωστάκης, κινούµενος στα πλαίσια της «αντιστασιακής ποίησης», προσπαθεί να
δηµιουργήσει στους αναγνώστες του µηχανισµούς εσωτερικής αντίστασης και να
προωθήσει έτσι την αντίδραση προς την καθεστηκυία τάξη.
Παράλληλα, µε την
αποστροφή του προς τους άλλους ποιητές, «µα ποιος µε πόνο θα µιλήσει για
όλα αυτά;», προσδίδει στην ποίηση και µια ακόµη ιδιότητα. Την καθιστά βήµα και
αφορµή διαλόγου, ανταλλαγής απόψεων κι επικοινωνίας µεταξύ των ποιητών.
Ανταποκρινόµενος στο κάλεσµα ποιητικού διαλόγου ο Τίτος Πατρίκιος ταυτίζεται µε
την άποψη του Αναγνωστάκη.
Αισθάνεται κι αυτός το ίδιο χρέος προς την κοινωνία
και τους ανθρώπους που έδωσαν τα πάντα στον υπέρ των ιδεών τους αγώνα. Θεωρεί
ότι ο ποιητής και η ποίηση οφείλουν, σε τέτοιες εποχές, να µη σιωπούν ως ένδειξη
της πίκρας τους αλλά και του σεβασµού τους στις κατεστραµµένες ζωές των
συνανθρώπων τους, τις ρηµαγµένες κοινωνίες, τα αδικαίωτα όνειρα και τις
γκρεµισµένες ιδεολογίες.
Γι αυτό και όχι µόνο δηλώνει ότι η έµπνευσή του
αφορµάται από την ιστορική πραγµατικότητα αλλά την καταγράφει αναλυτικά για να
αναδείξει τη βαρβαρότητά της. Ταυτόχρονα θεωρεί χρέος του όχι µόνο ποιητικό αλλά
και ηθικό – προσωπικό ν’ αφιερώσει την ποίησή του στους «νεκρούς φίλους».
Είναι
το ελάχιστο που µπορεί να κάνει για ν’ ανταποδώσει το µεγάλο δώρο που του
δόθηκε: την ίδια τη ζωή.
Και οι τρεις ποιητές γράφουν ποιήµατα µε σαφείς πολιτικές αποχρώσεις και
χαρακτηριστικά.
Παρά τη φαινοµενική διαφωνία τους, δεν απέχουν ιδιαίτερα µεταξύ
τους. Απλώς ο Αναγνωστάκης και ο Πατρίκιος είναι πιο µαχητές, δίνουν σαφή
κοινωνικό χαρακτήρα στη διαφωνία τους κι ενδιαφέρονται για τη γενικότερη
κοινωνική αντίδραση.
Ζητούν από την ποίηση να γίνει µπροστάρης στους
ιδεολογικούς και κοινωνικούς αγώνες, να προσφέρει στο λαό ιδεολογικά ερείσµατα
και πολιτική συνείδηση. Είναι µια στάση που υπαγορεύεται και από τις αριστερές του
πεποιθήσεις.
Αντίθετα ο Εγγονόπουλος, µε πιο έντονα στοιχεία εσωτερικότητας,
αρκείται στην προσωπική του αποδοκιµασία χωρίς να θέλει να δώσει στην ποίησή
του ρόλο και χαρακτήρα µανιφέστου.
Το θέµα αυτό το έχουν διαπραγµατευτεί και άλλοι ποιητές. Μεταξύ αυτών και ο
Γιώργος Σεφέρης που µοιάζει να κρατάει µια ενδιάµεση στάση σε µια εποχή επίσης
ταραγµένη, αυτήν της κατοχής.
Γράφει λοιπόν ο Σεφέρης στον «Τελευταίο Σταθµό»
(Ηµερολόγιο Καταστρώµατος Β΄)
…ένα παρθένο δάσος σκοτωµένων φίλων το µυαλό µας.
Κι α σου µιλώ µε παραµύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αµίλητη και προχωράει·
Στάζει τη µέρα στάζει στον ύπνο
µνησιπήµων πόνος.
Να µιλήσω για ήρωες να µιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε µ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκοµείο
ίσως µιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του µες στη συσκοτισµένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο µας· «Στα σκοτεινά
πηγαίνουµε στα σκοτεινά προχωρούµε…».
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά. Επιµέλεια: Πετροµελίδης Βασίλης, Φιλόλογος |
|