ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ :https://www.sansimera.gr/biographies/202
Νίκος Εγγονόπουλος (1907 – 1985)
https://www.youtube.com/watch?v=8gTDuRGJ6T8
Εποχες και συγγραφεις- Νίκος Εγγονόπουλος
https://www.youtube.com/watch?v=AL5aoRhbbCE
Εποχές και Συγγραφείς - «Ο μυστικός ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος» | 21/10/2019 | ΕΡΤ
Παρασκήνιο: Ν. Εγγονόπουλος "Ο κήπος με τ'αμέτρητα παράθυρα" (1907-1985)
Η ΔΕ ΠΟΛΙΣ ΕΛΑΛΗΣΕΝ: Ελευσίς - Νίκος Εγγονόπουλος
Εμπειρίκος- Εγγονόπουλος
Ποιήματα της Παρασκευής #217. Το γλωσσάριο των ανθέων - Ν. Εγγονόπουλος
Αρκεσίλας - Νίκος Εγγονόπουλος
CLOSE UPS Νίκος Εγγονόπουλος «Αυτοπροσωπογραφία» | Nikos Engonopoulos “Self-portrait”
Νίκος Εγγονόπουλος - Bolivar - Official Audio Release
Μπερουτιανό- Ν. Εγγονόπουλος- Ν. Ξυδάκης
Bolivar (αρχή) - Νίκος Εγγονόπουλος
Η λησμονημένη πόλις του Ν. Εγγονόπουλου (20/11/2019) | SNFCC
Αντιθέσεις – Νίκος Εγγονόπουλος
NΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ | Ίχνη της Τέχνης | art@home | ΚΕΠΠΕΔΗΧ – ΚΑΜ
Νίκος Εγγονόπουλος
Νίκος Εγγονόπουλος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Νίκος Εγγονόπουλος (Ελληνικά) |
Γέννηση | 21 Οκτωβρίουιουλ. / 3 Νοεμβρίου 1907γρηγ. Αθήνα |
Θάνατος | 31 Οκτωβρίου 1985[1][2] Αθήνα[3] |
Αιτία θανάτου | έμφραγμα του μυοκαρδίου |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Εθνικότητα | Έλληνες |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Νέα ελληνική γλώσσα[4] |
Σπουδές | Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (από 1932) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος ποιητής συγγραφέας σκηνογράφος ενδυματολόγος |
Εργοδότης | Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Νέλλη Ανδρικοπούλου (1950–1954)[5] |
Ιστότοπος | |
www | |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Νίκος Εγγονόπουλος του Παναγιώτου (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν Έλληνας καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του '30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1907 στην Αθήνα και πραγματοποίησε τις βασικές του σπουδές εσωτερικός σε Λύκειο του Παρισιού. Το 1927 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και μετά την απόλυσή του εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα και γραφέας στο Πανεπιστήμιο, ενώ το 1930 διορίστηκε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων.
Το 1932 γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φώτη Κόντογλου και Α. Ξυγγόπουλου, μαζί με το Γιάννη Τσαρούχη. Έκανε ελεύθερες σπουδές σε Παρίσι, Βιέννη, Μόναχο και Ιταλία. Δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., ζωγραφική, ιστορία της τέχνης και σκηνογραφία από το 1938, διαδοχικά ως επιμελητής, έκτακτος, μόνιμος και τακτικός καθηγητής. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Μόραλης και ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Σε όλο το διάστημα των σπουδών ζωγραφικής ο Εγγονόπουλος παρέμεινε στη θέση του στο Υπουργείο και το 1934 τοποθετήθηκε στην Τοπογραφική Υπηρεσία, όπου μετά από έξι χρόνια μονιμοποιήθηκε με το βαθμό του Σχεδιαστή Α΄ Τάξεως.
Τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του παρουσιάστηκαν το 1938 στην Έκθεση Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως και αποτελούσαν έργα που απεικόνιζαν παλαιά σπίτια της Δυτικής Μακεδονίας. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε και η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα, αρχικά με τη δημοσίευση μεταφράσεων σε ποιήματα του Τριστάν Τζαρά και λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1938, με την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τον τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν.
Το Σεπτέμβριο του 1939 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή, Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής, ενώ το Νοέμβριο πραγματοποιήθηκε η πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής του, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Την ίδια περίοδο εργάστηκε για την παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή στο Θέατρο Κοτοπούλη, σχεδιάζοντας τα κοστούμια των ηθοποιών και συμμετείχε σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη.
Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο.[6]
Το 1945 αποσπάστηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου, θέση που διατήρησε μέχρι το 1956. Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου Αρμός με σκοπό την προώθηση μιας σύγχρονης αισθητικής πρότασης στον ελληνικό χώρο, μαζί με άλλα μέλη στα οποία περιλαμβάνονταν οι ζωγράφοι Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Μόραλης και Τσαρούχης. Παράλληλα εργάστηκε στο Υπουργείο Οικισμού και Ανοικοδομήσεως και σε συνεργασία με την αρχιτεκτονική ομάδα του Δημήτρη Πικιώνη σχεδίαζε νέα κτίρια.
Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με συνολικά 72 έργα του. Την ίδια περίοδο εκλέχθηκε μόνιμος επιμελητής του Πολυτεχνείου και παραιτήθηκε οριστικά από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Το 1958 του απονεμήθηκε το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για την ποιητική συλλογή Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω, ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο από το βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Γεωργίου Α΄. Το κρατικό βραβείο ποίησης θα του απονεμηθεί αργότερα για δεύτερη φορά το 1979, καθώς και το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος. Υπήρξε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής, της Société Européenne de Culture κ.ά. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδού Αναγνωστοπούλου). 'Ηταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).
Πίνακές του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Δημοτικές Πινακοθήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε ιδιωτικές συλλογές.
Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Ποιήματα του Εγγονόπουλου έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά, δανικά, πολωνικά, ουγγρικά και τη βενετική διάλεκτο. Επιπλέον έχουν μελοποιηθεί από το Νίκο Μαμαγκάκη και τον Αργύρη Κουνάδη, ο οποίος έγραψε τη μουσική υπόκρουση στο ποίημα Μπολιβάρ για το δίσκο της εταιρίας Διόνυσος, σε απαγγελία του ίδιου του Εγγονόπουλου.
Το έτος 2007 ανακηρύχθηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας ως "Έτος Ν. Εγγονόπουλου".
Εργογραφία
Ποίηση
- Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938, 1966, 1977)
- Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής (1939, 1966, 1977)
- 7 Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, (1944, 1999, ISBN 960-7721-45-4
- Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, εκδ. Ίκαρος, 1978, ISBN 960-7233-03-4
- Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα, (1944, 1962, 1968, και 1978 εκδ. Ίκαρος, ISBN 960-7233-38-7
- Έλευσις (1948, 1977)
- Η επιστροφή των πουλιών (1946, 1977)
- Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (1978)
- Το μέτρον: ο άνθρωπος. Πέντε ποιήματα και δέκα πίνακες, εκδ. Ύψιλον (2005)
- Μυθολογία = Mythology, μετάφραση David Connolly, Ύψιλον (2006)
- Ωραίος σαν Έλληνας = The Beauty of a Greek: Poems : Ποιήματα, ανθολόγηση και μετάφραση David Connolly, εκδ. Ύψιλον (2007)
Πεζά
- Ο Καραγκιόζης: Ένα ελληνικό θέατρο σκιών, Ύψιλον (1981
- Ν. Εγγονόπουλος, Πεζά κείμενα, εκδ. Ύψιλον (1987)
Δισκογραφία
- Ο Εγγονόπουλος διαβάζει Εγγονόπουλο, Διόνυσος
- 2010 "Η ύδρα των πουλιών" (φωνή Δημήτρης Πουλικάκος, μουσική Socos)
Βιβλιογραφία
- Ν. Εγγονόπουλος (επιμ. Γ. Κεντρωτής), Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά. Συνεντεύξεις, σχόλια και γνώμες, εκδ. Ύψιλον (1999)
- Ν. Εγγονόπουλος (επιμ. Δ. Δασκαλόπουλος), Και σ' αγαπώ παράφορα. Γράμματα στή Λένα: 1959-1967, εκδ. Ίκαρος
- Σχέδια και χρώματα (επιμ. Ερριέτη Εγγονοπούλου), εκδ. Ύψιλον (1996)
- Π.Δ.Καγκελάρη, Αναζητήσεις στη Σύγχρονη Ελληνική Ζωγραφική - Η Συλλογή Καγκελάρη, τόμ.1, Αθήνα 1991. ISBN 960-220-134-7
- Δημοτική Πινακοθήκη Ψυχικού - Κληροδότημα Μ. & Τ. Λέφα, Σύγχρονη Ελληνική Ζωγραφική: Συλλογή Καγκελάρη (κατάλογος έκθεσης), Ψυχικό 2008
Ερμηνεία και κριτική
- Μπολιβάρ ὁ ἀπελευθερωτής: Μιά δοκιμή ἀφιέρωμα στά 30 χρόνια τοῦ Νίκου Ἐγγονόπουλου 1943-1973, Δημήτρης Ιατρόπουλος, Καστανιώτης (1973)
- Ούτως ή άλλως: Αναγνωστάκης, Εγγονόπουλος, Καχτίτσης, Χατζής, Άντεια Φραντζή, Πολύτυπο (1988)
- Ὁ ποιητής Νίκος Ἐγγονόπουλος: Ἐπίσκεψη τόπων καί προσώπων, Ρένα Ζαμάρου, Καρδαμίτσα (1993)
- Εκφράσεις του ποιητικού έργου του Νίκου Εγγονόπουλου, Δημήτρης Καραμβάλης
- Λόγια και ιστορίες από το χωριό των ποδηλάτων: Αφηγηματικά σχήματα στις δύο πρώτες συλλογές του Νίκου Εγγονόπουλου, Έλλη Φιλοκύπρου, Δίαυλος (1996)
- Νικόλαος Ἐγγονόπουλος ἤ Τό θαῦμα τοῦ Ἐλμπασάν καί τοῦ Βοσπόρου: Διάλεξη γιά τόν Νίκο Ἐγγονόπουλο, Ανδρέας Εμπειρίκος, Ἄγρα (1999)
- Επί τα ίχνη του Νίκου Εγγονόπουλου, Νέλλη Ανδρικοπούλου, Ποταμός (2003)
- Διαβάζοντας το παρελθόν στον Εγγονόπουλο: Λογοτεχνία και ιστορία: Από τα ακριτικά τραγούδια μέχρι τα προεπαναστατικά χρόνια, Δημήτρης Βλαχοδήμος, Ίνδικτος (2006)
Παραπομπές
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data
.bnf .fr /ark: /12148 /cb12604440s. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. - ↑ «Grove Art Online» (Αγγλικά) Oxford University Press. Οξφόρδη, Μπέιζινγκστοουκ, Νέα Υόρκη. T026289. ISBN-13 978-1-884446-05-4. ISBN-10 1-884446-05-1.
- ↑ (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 5 Νοεμβρίου 2010. 500100431. Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2019.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data
.bnf .fr /ark: /12148 /cb12604440s. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. - ↑ dp
.iset .gr /en /artist /view .html?id=3234. - ↑ «Νίκος Εγγονόπουλος (1907 – 1985)». Σαν Σήμερα .gr. https://plus.google.com/100994270521586025280. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2016. Εξωτερικός σύνδεσμος στο
|publisher=
(βοήθεια)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Επίσημη ιστοσελίδα για τον Εγγονόπουλο - Βιογραφικό και έργα
- Φωτογραφίες των πινάκων του Εγγονόπουλου - Εικαστικόν
- Νίκος Εγγονόπουλος στη Συλλογή Καγκελάρη (ελληνικά και αγγλικά)
Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ
- Εικαστικά, Νίκος Εγγονόπουλος (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
- Εποχές και συγγραφείς, Ο μυστικός ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
- Η δε πόλις ελάλησεν, Ελευσίς - Ν. Εγγονόπουλος (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
- Παρασκήνιο, Ο κήπος με τ' αμέτρητα παράθυρα (Νίκος Εγγονόπουλος) (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
O Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξε τεχνίτης του χρωστήρα και του στίχου, ένας από τους συνεπέστερους εκπροσώπους του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 1907 και πέρασε τα μαθητικά του χρόνια (1919-1927) εσωτερικός σε σχολείο του Παρισιού. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1927 για να υπηρετήσει τη θητεία του ως ακροβολιστής στο 1o Σύνταγμα Πεζικού. Απολύθηκε το 1928 κι εργάστηκε ως το 1930 ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα, φοιτούσε σε Νυχτερινό Γυμνάσιο.
ΜΕ ΤΟ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ :ΝΤΥΜΕΝΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ :1930-40
Το 1939 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση. Με επιρροές από τo μεταφυσικό κόσμο του Ντε Κίρικο και την υπερβατικότητα της βυζαντινής τέχνης προσπαθεί να εκφράσει την παγκοσμιότητα του ελληνισμού, μέσα από την πολυσημία της σουρεαλιστικής γραφής.
Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμαλωτίσθηκε από τους Γερμανούς. Μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, απ' όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια.
Το 1944, με νωπές τις αναμνήσεις του πολέμου, παρουσιάζει τον «Μπολιβάρ», την κορυφαία στιγμή της ποίησής του. Μέσα από τη μορφή του Σιμόν Μπολιβάρ, του απελευθερωτή της Νότιας Αμερικής από τους Ισπανούς, ο Εγγονόπουλος δίνει το διαχρονικό πρότυπο του αγωνιζόμενου ανθρώπου, χωρίς τους περιορισμούς φυλής, χώρας ή εποχής. Σύμφωνα με τον επιγραμματικό χαρακτηρισμό του κριτικού Ανδρέα Καραντώνη, το μακροσκελές αυτό ποίημα αποτελεί τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» της γενιάς του '30.
Το 1945 ξεκίνησε πανεπιστημιακή καριέρα στο ΕΜΠ ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου. Το 1969 έγινε καθηγητής στην έδρα Ελεύθερου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης. Η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία έληξε το 1973 με τη συνταξιοδότησή του.
Το 1958 του απονεμήθηκε το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Εν Ανθηρώ Ελληνι Λόγω», ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο με το Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α'. Το 1979 θα του απονεμηθεί εκ νέου το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες».Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985 από ανακοπή καρδίας. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Η καλλιτεχνική δημιουργία τού Νίκου Εγγονόπουλου τοποθετείται στην πρωτοπορία του ελληνικού υπερρεαλισμού. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του αποτέλεσαν η ιδιότυπη χρήση της δημοτικής γλώσσας και οι συμβολικές μορφές του, μέσω των οποίων πρόβαλε το αίτημα για μια ελληνοκεντρική σουρεαλιστική ποίηση και μια νέα έκφραση ελληνικότητας.
Ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου έχουν μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου. Επιπλέον, έχουν μελοποιηθεί από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Αργύρη Κουνάδη και τον Νίκο Μαμαγκάκη.
Βασική Εργογραφία
- Ποιήματα (εκδόσεις «Ίκαρος»)
- Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (εκδόσεις «Ίκαρος»)
- Πεζά Κείμενα (εκδόσεις «Ύψιλον»)
Δισκογραφία
- Ο Εγγονόπουλος διαβάζει Εγγονόπουλο («Λύρα»)
PHOTO GALLERY
ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/202
© SanSimera.gr
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Νίκος Εγγονόπουλος: μια έκθεση με
τα όνειρα, τις φαντασιώσεις και το πάθος
του κορυφαίου δημιουργού
https://www.elculture.gr/blog/article/%ce%bd%ce%af%ce
%ba%ce%bf%cf%82-%ce%b5%ce%b3%ce%b3%ce%bf%
ce%bd%cf%8c%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ: ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΤΙΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΡΥΦΑΙΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ
«Οι λέξεις είναι στοιχεία που τα ξομπλιάζω και τα βάζω χρωματιστά το ένα πλάι στο άλλο»
Τίποτα δεν μπορεί να προετοιμάσει τον επισκέπτη της φετινής έκθεσης του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο, για την έκρηξη του φωτός που αντανακλάται μέσα από τα 100 έργα του κορυφαίου εκπροσώπου της νεοελληνικής τέχνης, Νίκου Εγγονόπουλου.
«Οι λέξεις είναι στοιχεία που τα ξομπλιάζω και τα βάζω χρωματιστά το ένα πλάι στο άλλο», έλεγε ο Εγγονόπουλος. Ο λόγος του ποιητή και η πράξη του ζωγράφου αποτελούν μια ενιαία αδιάσπαστη ενότητα και με την οντότητά τους δημιουργούν τον άξονα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.
Καθώς ο Εγγονόπουλος ήθελε τον εαυτό του καλλιτέχνη της εποχής του, να εκφράζει ελεύθερα και να μεταλλάσσει ιδέες, σκέψεις αισθήσεις και διαισθήσεις σε ποίηση και ζωγραφική, αντιμετώπισε πολλές επιφυλάξεις και δισταγμούς μέχρι να αναδειχθεί σε κυρίαρχο πρωτοπόρο του ελληνικού υπερρεαλιστικού κινήματος.
Οι ρίζες του Εγγονόπουλου φύονται στην ποίηση του Διονυσίου Σολωμού, τον οποίο θεωρούσε τον πρώτο υπερρεαλιστή ποιητή. Συνεπαίρεται από τη μεταφυσική περίοδο της ζωγραφικής του Ντε Κίρικο, τον οποίο θεωρούσε από τις μεγαλύτερες μορφές του παγκόσμιου υπερρεαλιστικού κινήματος, ενώ θαυμάζει τους μεγάλους ανανεωτές της τέχνης Μανέ και Σεζάν. Ο δάσκαλός του, Κωνσταντίνος Παρθένης ήταν αυτός που τον μύησε στα διδάγματα και τις αναζητήσεις και των δυο, ενώ επηρεάστηκε από τον Πάουλ Κλέε και τον Δημήτρη Πικιώνη που διεύρυναν το πεδίο της εικαστικής και γενικότερης καλλιέργειάς του.
Ως αυθεντικός και ένθερμος υποστηρικτής των υπερρεαλιστικών αρχών που άρχισαν να καταφθάνουν στην Ελλάδα δέκα χρόνια από την καταστατική τους δημοσίευση το 1924 από τον Μπρετόν, ο Εγγονόπουλος πρόταξε τον εαυτό του στις επάλξεις του κινήματος, σφυρηλατώντας την καλλιτεχνική του ευαισθησία μες από την απαξίωση και τη χλεύη, κρατώντας πεισματικά μέσα στην πολιτική συνθήκη της δικτατορίας του Μεταξά και αργότερα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την πίστη του στην ανανέωση της ελληνικής παράδοσης μέσω του έργου του, με τόλμη, γνώση και θάρρος.
Ο Εγγονόπουλος ήταν ένας «θαυμάσιος άνθρωπος που δεν είχε σχέση με τα μικρά της ζωής, δεν ήξερε τις δοσοληψίες, τις κακομοιριές», έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Διεκδίκησε ακαταπόνητα το δικαίωμα της απόλυτης και χωρίς όρους ελευθερίας στην τέχνη του, μια τέχνη ακόμα και σήμερα πρωτοποριακή και αντισυμβατική.
Ο σπουδαίος αυτός δημιουργός, όπως οι περισσότεροι της γενιάς του ’30, κατόρθωσε να συνδέσει το διεθνιστικό κίνημα του υπερρεαλισμού με την ελληνική πολιτιστική συνέχεια, τρέφοντας απεριόριστο σεβασμό για την ελληνική πνευματική παράδοση.
Ως ζωγράφος, ποιητής και καθηγητής στο Πολυτεχνείο, ο Εγγονόπουλος ακολούθησε ακούραστα επί πενήντα χρόνια μια διαδρομή που περιείχε άρρηκτα συνδεδεμένες τις τρεις δραστηριότητές του, πιστός μέχρι τέλους στο έμβλημά του, το απόφθεγμα του Οράτιου: «Η ζωγραφική και η ποίηση πρέπει να βασίζονται στην ίδια αρχή».
Ο ίδιος με μοναδικό τρόπο εκφράζει τις αγωνίες του δημιουργού: «Ο ζωγράφος μεταχειρίζεται χρώματα και πινέλα, λάδι, νέφτι και άλλα. Ξέρει όμως ότι πίσω από το τελάρο του υπάρχει μια βαθειά μαύρη τρύπα. Παραμερίζει, με την τόλμη του ονείρου το τελάρο, και σκύβοντας μες στο σκοτεινό βάραθρο βλέπει μακριά, πολύ μακριά, κοντά στο βάθος, κάτι να φωσφορίζει αμυδρά. Στο συναμεταξύ πετούν –αθόρυβα- μαύρα πουλιά, φτερωτά ψάρια και φαντάσματα. Ξανάρχεται στο φως. Αναμεσίς σ΄ αυτόν και το τελάρο του βρίσκεται τώρα ένα θεριό. Αλλά και πάλι δε θα φοβάται».
Χρονολόγιο
1907
21 Οκτωβρίου: Γέννηση του Νίκου Εγγονόπουλου στη συνοικία της Πλάκας, στην Αθήνα. Είναι γόνος της αστικής οικογένειας του Κωνσταντινουπολίτη Παναγιώτη Εγγονόπουλου και της Ερριέττης Ιωαννίδη. Ο πατέρας του ταξιδεύει συχνά στην Κωνσταντινούπολη για τις δουλειές του, όπου και τελικά εγκαθίσταται οικογενειακώς στη συνοικία του Πέρα. Ο Νίκος και ο αδερφός του, ο Κώστας, ξεκινούν να φοιτούν στο γαλλικό ιδιωτικό γυμνάσιο Saint-Michel.
1923
Οι γονείς του τον στέλνουν στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Μπαίνει οικότροφος στο περίφημο λύκειο Henri-IV. Ανακαλύπτει τα κείμενα του Χατζή-Σεχρέτ, ενός Τουρκαλβανού ποιητή που είχε ζήσει στην Αυλή του Αλή Πασά. Όντας εξοικειωμένος μόνο με τη γαλλική λογοτεχνία, η ανάγνωση αυτών των κειμένων τον σημαδεύει βαθιά.
1927
Εγκαταλείπει τις σπουδές του στην ιατρική, για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στην Ελλάδα.
1932
Εγγράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με καθηγητή τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Παράλληλα, συχνάζει στο εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου, τον οποίο θαυμάζει και σέβεται. Εργάζεται στην Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων ως ημερομίσθιος υπάλληλος.
1935
Γνωρίζει τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Η φιλία τους θα διαρκέσει μέχρι τον θάνατο του Εμπειρίκου, το 1975.
1938
Τελειώνει τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών και ολοκληρώνει το πρώτο του έργο, το «Ποιητής και Μούσα». Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, του ζητά να τον βοηθήσει σε μακέτες αρχοντικών σπιτιών για το Υφυπουργείο Τουρισμού.
Κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή, «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν». Επιμελείται τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παράσταση Ο κόσμος ανάποδα, μια θεατρική προσαρμογή του έργου Μέναιχμοι του Πλαύτου, που ανεβαίνει στο θέατρο Κοτοπούλη. Μέχρι το 1965 θα αναλάβει τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία δεκαπέντε ακόμα παραστάσεων.
1939
Κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής.
Παρουσιάζει την πρώτη προσωπική του έκθεση στο σπίτι του Νικόλα Κάλας, όπου τα έργα του προκαλούν σκάνδαλο.
1941
Ο Εγγονόπουλος επιστρατεύεται και βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του αλβανικού μετώπου. Αιχμαλωτίζεται από τους Γερμανούς, δραπετεύει και διασχίζει με τα πόδια σχεδόν τη μισή Ελλάδα. Εγκαθίσταται στο ατελιέ του στην οδό Κυψέλης 12.
1942
Συμμετέχει στην «Επαγγελματική Έκθεση Ζωγραφικής» του Ζαππείου, στην οποία θα παίρνει μέρος κάθε φορά που θα του δίνεται η ευκαιρία.
Γράφει το Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα. Εξαιτίας του ποιήματος αυτού, δύο χρόνια αργότερα, θα αναγκαστεί να καταφύγει στο σπίτι του Εμπειρίκου, όπου θα παραμείνει κρυμμένος για δύο μήνες, διωκόμενος από τις γερμανικές αρχές.
1945
Αποσπάται από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων στο ΕΜΠ, ως βοηθός του Δημήτρη Πικιώνη στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου.
1949
Οργανώνεται στο Ζάππειο Μέγαρο η πρώτη έκθεση του καλλιτεχνικού ομίλου «Αρμός», του οποίου είναι συνιδρυτής μαζί με 24 ακόμη Έλληνες καλλιτέχνες (μεταξύ των οποίων είναι οι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Παναγιώτης Τέτσης, Γιώργος Μαυροειδής, Γιώργος Ζογγολόπουλος, Νίκος Νικολάου, Ναταλία Μελά, Ελένη Σταθοπούλου, Κλέαρχος Λουκόπουλος και Νέλλη Ανδρικοπούλου).
1950
Παντρεύεται τη Νέλλη Ανδρικοπούλου. Ο γιος τους, Πάνος, θα γεννηθεί έναν χρόνο αργότερα, ενώ το ζευγάρι θα χωρίσει τελικά το 1954.
1951
Συμμετέχει στην έκθεση του 4oυ Συνεδρίου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου στο Όσλο, καθώς και στην έκθεση της Διεθνούς Ένωσης Αρχιτεκτόνων στην Αθήνα.
1954
Εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 27η Biennale της Βενετίας, με 72 πίνακες. Είναι η πρώτη φορά που η χώρα εκπροσωπείται από έναν μόνον καλλιτέχνη, προκαλώντας έτσι την αποδοκιμασία του Τύπου και αρκετών καλλιτεχνών.
Γνωρίζει την Ελένη Τσιώκου (Λένα), καθηγήτρια μαθηματικών στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου.
1956
Εκλέγεται μόνιμος επιμελητής του ΕΜΠ και διορίζεται στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου. Παραιτείται οριστικά από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων.
1957
Κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω, για την οποία τιμάται με το Πρώτο Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας.
Διορίζεται επιμελητής στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης.
1960
Παντρεύεται τη Λένα και το ζευγάρι εγκαθίσταται στην οδό Αναγνωστοπούλου, όπου ο ζωγράφος μεταφέρει και το ατελιέ του. Έναν χρόνο αργότερα γεννιέται η κόρη τους, Ερριέττη.
1964
Κυκλοφορεί ο δίσκος Ο Εγγονόπουλος διαβάζει Εγγονόπουλο.
1969
Εκλέγεται τακτικός καθηγητής στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας και Τέχνης.
1972
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΜΠ το βιβλίο Ελληνικά σπίτια.
1973
Συνταξιοδοτείται και αποχωρεί από το ΕΜΠ. Το 1976 ανακηρύσσεται ομότιμος καθηγητής του.
1978
Κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, για την οποία τιμάται και πάλι με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
1983
Αναδρομική έκθεση με 105 έργα στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρος Σούτσος. Δεν παρευρίσκεται στα εγκαίνια.
1985
31 Οκτωβρίου: Πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς. Κηδεύεται δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Λίγες μέρες αργότερα, στην Γκαλερί 3 γίνεται μία ατομική έκθεση με τίτλο «Νίκος Εγγονόπουλος ‒ ζωγραφική 1975-1985».
Οι ενότητες της έκθεσης
Η επιρροή της βυζαντινής τέχνης
Προτού ακόμα ξεκινήσει τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, το 1932, ο Νίκος Εγγονόπουλος δείχνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκευτική ζωγραφική. Μυείται στην τέχνη της αγιογραφίας από τον Φώτη Κόντογλου, δίπλα στον οποίο διδάσκεται την τεχνική της αυγοτέμπερας πάνω σε ξύλο. O σεβασμός και η συμπάθεια που δείχνει προς τον δάσκαλό του είναι υπέρμετρα, αλλά όπως φαίνεται, και αμοιβαία, αφού ο Κόντογλου ζητάει μόνο από δύο μαθητές του, τον Νίκο Εγγονόπουλο και τον Γιάννη Τσαρούχη, να τον βοηθήσουν να φιλοτεχνήσει τις τοιχογραφίες του σπιτιού του.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος ασχολείται με την εκκλησιαστική ζωγραφική μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1950, ενώ στη συνέχεια θα εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί την τεχνική της αυγοτέμπερας σε ξύλο, για μη θρησκευτικά όμως θέματα. Για τις βυζαντινές επιρροές στο έργο του, ο ίδιος ο Εγγονόπουλος θα πει: «Δεν συνέχισα, βέβαια, για πολύ την εκκλησιαστική ζωγραφική· δεν είχα την κλίση. Όμως τα βυζαντινά στοιχεία είναι εμφανέστατα σε όλη μου τη δουλειά».
Η γυναίκα
Η μορφή της γυναίκας έχει δεσπόζουσα θέση στο σύνολο του έργου του Νίκου Εγγονόπουλου. Οι γυναίκες με τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά ‒απρόσωπες, με βαριά στήθη, πεταχτές ρώγες και φαρδιά λεκάνη, που υποδηλώνει τη γονιμότητα‒ αποτελούν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ιδιαίτερου ύφους του καλλιτέχνη, για το οποίο δεν ήταν λίγες οι φορές που δέχτηκε επικρίσεις.
Ωστόσο, ο ζωγραφικός κόσμος του Εγγονόπουλου, όσο και αν φαίνεται απόλυτος, σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζει ένα εξιδανικευμένο πρότυπο για τη γυναίκα. Αντίθετα, ο καλλιτέχνης μεταμορφώνει συνεχώς τις ηρωίδες του και τις απεικονίζει άλλοτε να ενσαρκώνουν αλληγορικές έννοιες, άλλοτε να παίρνουν τη μορφή της μούσας και άλλοτε να αναπαριστούν διακεκριμένες μορφές του πνεύματος και των γραμμάτων.
Ζευγάρια
Μια από τις βασικές θεματικές στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου είναι το δίπολο άνδρα-γυναίκας. Είτε αναφερόμενος σε γνωστά ζευγάρια, προερχόμενα από τη μυθολογία ή τη λογοτεχνία, είτε απεικονίζοντας άλλα, άγνωστα, καταφέρνει, χωρίς το έργο του να αποπνέει ωμό ερωτισμό, να μας θέτει ενώπιον μιας έκδηλα αισθησιακής και σαρκικής συνύπαρξης. Παρά την απουσία των προσώπων, στις συνθέσεις του Εγγονόπουλου τα σώματα εκφράζουν και φέρνουν στην επιφάνεια τον πόθο ή την αδιαφορία, τη φλόγα ή την κούραση, την έλξη ή την άπωση του ζευγαριού.
Μυθολογία
Ήδη από το 1938, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών μεγάλων καλλιτεχνών της μοντέρνας τέχνης, καταπιάνεται με πάθος με τον ελληνικό μύθο. Ωστόσο, τα κίνητρά του μοιάζουν να διαφέρουν ριζικά. Κρίνοντας από τη θεματική των έργων που επιλέγει να φιλοτεχνήσει, καθώς και από την οπτική του γωνία, αναδεικνύεται μια πολύ «ευγενική» ελληνική μυθολογία, όπου οι άνθρωποι και οι θεοί φαίνονται πιο ωραίοι, οι ιστορίες αγάπης πιο δυνατές και οι ήρωες πιο επιβλητικοί. Σε όλες αυτές τις συνθέσεις, δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσουμε τη βαθιά υπερηφάνεια του Νίκου Εγγονόπουλου για την ελληνική του καταγωγή.
Ήρωες και πρότυπα
Πολύ σημαντική θέση στο προσωπικό πάνθεον του Νίκου Εγγονόπουλου, εκτός από τους μυθικούς και λογοτεχνικούς ήρωες, κατέχουν και ορισμένα ιστορικά πρόσωπα. Είτε αυτά είναι εμβληματικοί ήρωες και πολεμιστές είτε προέρχονται από τον κόσμο των γραμμάτων, όπως φιλόσοφοι, συγγραφείς και ποιητές, αυτά τα πρόσωπα-σύμβολα του Εγγονόπουλου φανερώνουν την κοσμοπολίτικη πλευρά της παιδείας του.
Στα έργα αυτά μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ιστορικές περιόδους αναφοράς. Ξεκινώντας από την αρχαιότητα, περνώντας στα χρόνια του Βυζαντίου και καταλήγοντας στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, συγκροτείται μια πολιτισμική κληρονομιά που ο Εγγονόπουλος ουδέποτε απαρνήθηκε. Αντλώντας από αυτήν, με πρωτοτυπία και ευρηματικότητα, επιλέγει να φιλοτεχνήσει εξέχουσες μορφές της Ιστορίας, άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο δημοφιλείς, που όμως τον επηρεάζουν και τον εμπνέουν.
Αρχιτεκτονικές
Ο Νίκος Εγγονόπουλος ξεκινά να δημιουργεί τις πρώτες του αρχιτεκτονικές μελέτες ήδη από το 1934, όταν διορίζεται ημερομίσθιος υπάλληλος στην Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων.
Τον Ιανουάριο του 1938 λαμβάνει μέρος για πρώτη φορά στην έκθεση «Τέχνη της νεοελληνικής παράδοσης», στην γκαλερί Στρατηγοπούλου, όπου παρουσιάζει τοπογραφικές μελέτες σπιτιών της δυτικής Μακεδονίας. Συνεργάζεται με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη και τον βοηθάει να κατασκευάσει μακέτες αρχοντικών σπιτιών για το Υφυπουργείο Τουρισμού, ενώ αργότερα, μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ταξιδεύουν μαζί σε όλη την Ελλάδα, σχεδιάζοντας κτίρια σε περιοχές που έχουν καταστραφεί από τις μάχες, αυτή τη φορά για λογαριασμό του Υπουργείου Οικισμού και Ανοικοδόμησης.
Ο Εγγονόπουλος αρχικά χρησιμοποιεί την ακουαρέλα για τις συνθέσεις του, πολύ γρήγορα όμως στρέφεται στην τέμπερα, καθώς πλέον δημιουργεί ολοκληρωμένα έργα και όχι προσχέδια. Αυτή του η επιλογή, σε συνδυασμό με τον τρόπο που δουλεύει τα χρώματα, θα δώσει μια ιδιαίτερη δυναμική και ζωντάνια στις δημιουργίες του. Για τα έργα αυτά, ο ίδιος ο Πικιώνης θα γράψει πολύ εύστοχα: «Τα σπίτια του Εγγονόπουλου είναι “ψυχογραφίες” σπιτιών».
Ο ενδυματολόγος Εγγονόπουλος
Από το 1938 έως το 1965, ο Νίκος Εγγονόπουλος είχε την ευκαιρία να αναλάβει τη σκηνογραφική και ενδυματολογική επιμέλεια για δεκαέξι συνολικά θεατρικές παραστάσεις, μεταξύ των οποίων αρχαίες τραγωδίες, παραστάσεις σύγχρονου θεάτρου, αλλά και μπαλέτα.
Συνεργάστηκε με ένα πλήθος διαφορετικών θεσμών και θιάσων, όπως είναι το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ο θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη, το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, καθώς και με σημαντικούς Έλληνες σκηνοθέτες όπως ο Σωκράτης Καραντινός, ο Κάρολος Κουν, ο Αλέξης Σολομός και ο Νίκος Χατζίσκος.
Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1959, σχεδιάζει τα κουστούμια των παραστάσεων Ίων του Ευριπίδη και Προμηθεύς δεσμώτης του Αισχύλου, που ανεβαίνουν στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, σε σκηνοθεσία του Λίνου Καρζή. Στο πλαίσιο της έκθεσής, παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό τα πρωτότυπα σχέδια των κοστουμιών αυτών.
Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985)
© Ερριέτη Εγγονοπούλου
Εκδ. Ίκαρος
https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/
Το σκάνδαλο της ποιητικής χειρονομίας
Το αιματόχρωμο εξώφυλλο της έξοχα τυπωμένης αυτής συλλογής· οι πορφυρές
ανταύγειες των πέντε, εκτός κειμένου πινάκων που την παραστέκουν, μα προ
παντός τα ίδια τα ποιήματα με τον πληροφοριακό απόλογο που τα συνοδεύει,
μας ανακαλούν στους θυελλώδεις καιρούς του ελληνικού ποιητικού
και ζωγραφικού υπερρεαλισμού. Ένας από τους πρωταγωνιστάς και τους πρώ
τους αυθεντικούς διδασκάλους της "μοντέρνας τέχνης" στην Ελλάδα, ο Νίκος
Εγγονόπουλος. Το κόκκινο πανί του ταύρου, για την εποχή εκείνη ― στα
1938. Δέχτηκε τις περισσότερες και τις πιο ορμητικές επιθέσεις και λοιδορίες για
τους στίχους του. Τον είπανε τρελλό, παράλογο, τερατολόγο, φαρσέρ, κωμωδό.
Τον "ανεβάσανε" σαν περίπτωση και στην επιθεώρηση. Μα ο Εγγονόπουλος
άντεξε, γιατί ήταν ποιητής. Τώρα, όλ' αυτά πέρασαν, και μένει η ποίησή του,
που ολοένα και πιο πολύ αναγνωρίζεται και αγαπιέται από τους νεώ
τερους. [Ανδρέας Καραντώντης, Καθημερινή (25.12.1966)].
Οι παραπάνω γραμμές γράφονται με αφορμή την επανέκδοση των πρώτων ποιη
τικών συλλογών του Ν. Εγγονόπουλου σε συγκεντρωτικό τόμο. 30 σχεδόν χρόνια
νωρίτερα, όταν το 1935 ο Ανδρέας Καραντώνης ξεκινούσε ως διευθυντής του νεόκο
που περιοδικού Τα Νέα Γράμματα, δεν θα μπορούσε ίσως να φανταστεί την υπερρεα
λιστική "θύελλα" που θα ακολουθούσε, όπως εκ των υστέρων την χαρακτηρίζει. Τα Νέα
Γράμματα πάντως, στην πρώτη τους, τουλάχιστον, περίοδο κράτησαν απόσταση από τις
πιο ριζοσπαστικές όψεις του υπερρεαλιστικού κινήματος, ωστόσο η έκδοσή τους αξί
ζει να σημειωθεί ως μια ψηφίδα ενός έτους-σταθμού για τη νεοελληνική ποίηση: την ί
δια χρονιά που εκδίδεται το περιοδικό και φιλοξενεί, μεταξύ άλλων, τα πρώτα ποιήμα
τα του Ελύτη, κυκλοφορούν το Μυθιστόρημα του Σεφέρη και η Υψικάμινος του Ανδρέ
α Εμπειρίκου. Από τα τρία αυτά ονόματα, οι δύο, ο Ελύτης και ο Εμπειρίκος, μαζί με
τον Νίκο Εγγονόπουλο θα αποτελέσουν για την κριτική την υπερρεαλιστική πρωτοπορία
της εποχής, με τέταρτο, εν μέρει ξεχασμένο αλλά αποφασιστικά στην κόψη της πρωτο
πορίας, τον Νικήτα Ράντο (=Nicolas Calas ή Μ. Σπιέρος).
ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975) με την παραγωγή του έως το 1945, ο Μ. Σπιέ
ρος ως μαρξιστής ή και φροϋδομαρξιστής κριτικός στην Ελλάδα από το 1929 έως
το 1934, ή Νίκος Καλαμάρης (1907-1988) ―που είναι το οικογενειακό
του όνομα― ως υπερρεαλιστής δοκιμιογράφος από το 1935 έως το 1938, ή Νι
κήτας Ράντος ως ποιητής στον μεσοπόλεμο και μετά, ή Nicolas Calas ―και στα
ελληνικά Νικόλας Κάλας, όνομα με το οποίο αναφέρεται εδώ― ως δοκιμιογρά
φος στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1938 μέχρι τα μέσα της δεκαε
τίας του 1940, και ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985) με την παραγωγή
του μέχρι και τον Μπολιβάρ (1944), αποτελούν τα πρόσωπα, τα οποία δραστη
ριοποιούνται ως υπερρεαλιστές, αποκλειστικά στην Ελλάδα οι Εμπειρίκος και Εγ
γονόπουλος και εν μέρει ο Κάλας. […] Οι τρεις αυτοί υπερρεαλιστές λειτουρ
γούν, παράλληλα, σε διαφορετικά του υπερρεαλισμού συμφραζόμενα, τα οποί
α με την πάροδο του χρόνου καθίστανται εναργέστερα λόγω και της εκ των
υστέρων γνώσης: γράφουν δοκίμια, ιστορία και κριτική της τέχνης, ψυχανα
λυτικές μελέτες, ποίηση και πεζογραφία, και ζωγραφίζουν. [Χρυσανθόπουλος
2012: 94-95].
Όταν πάντως ο Εγγονόπουλος ετοιμάζεται στα 1938 να εκδώσει την πρώτη του ποιητική
συλλογή, το περιοδικό με το οποίο συντάσσεται και συνεργάζεται είναι Ο Κύκλος,
ενός άλλου ποιητή, του Απόστολου Μελαχρινού. Ποιήματα γράφει από πολύ νωρίτε
ρα, αλλά δεν ήθελε να δημοσιεύσει πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του στη ζωγραφική,
κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη. Έτσι, στον τόμο Υπερεαλισμός Α΄ (1938) όπου συμμετά
σχει ως μεταφραστής του Τριστάν Τζαρά, προαναγγέλονται ως «Έτοιμα για τύπωμα»
δύο κιόλας έργα του. Λίγο αργοτερα, ο, μέχρι τότε γνωστός κυρίως ως ζωγράφος, Εγγονό
πουλος με την έκδοση της πρώτης του συλλογής (Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, εκδ.
Ο Κύκλος) θα προκαλέσει σφοδρότατες αντιδράσεις στην κριτική, που ήδη είχε θέσει
στο στόχαστρο τον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Το δημιουργηθέν σκάνδαλο κι η επακολουθήσασα κατακραυγή εναντίον μου
δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν, βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείρισις
σαν υποδοχή μιας γνήσιας προσφοράς είναι, το λιγότερο, σκληρά άδικη. Περιο
δικά, εφημερίδες, le premier chien coiffé venu, παρωδούσαν και αναδημοσίευαν,
κοροϊδευτικά, τα ποιήματά μου. Μια δε εφημερίδα, από τις μεγάλες, δεν θυ
μούμαι τώρα ποια, αυθαδέστατα, ποδοπατώντας κάθε ιδέα πνευματικής,
τέλος πάντων, ιδιοκτησίας, αναδημοσίευσε, σε μια ή δυο συνέχειες… ολό
κληρο το βιβλίο! Συνοδεία, πάντοτε, χλευαστικών και κακεντρεχών, όσο κι επι
πόλαιων, σχολίων. (Νίκος Εγγονόπουλος, από τις Σημειώσεις στον
συγκεντρωτικό τόμο Ποιήματα, σ. 329)
Μετά πάντως την πρώτη, σκανδαλώδη, έκδοση, θα ακολουθήσει τον αμέσως επόμενο
χρόνο η δεύτερη ποιητική του συλλογή, αυτή τη φορά κάτω από τη στέγη του ψευ
δώνυμου εκδοτικού οίκου «Ιππαλεκτρυών». Την ίδια χρονιά ο Ανδρέας Εμπειρίκος θα
φροντίσει τη διοργάνωση της πρώτης ατομικής έκθεσης ζωγραφικής για τον Εγγονόπου
λο, στο σπίτι του έτερου συνοδοιπόρου τους, του Νικήτα Καλαμάρη.
[…]
έτσι
στους τελευταίους ακριβώς χρόνους της φθίνουσας περιόδου «του '30»
αναμεσής
στους φιλόδοξους με τ' ακαθόριστα σχέδια
τους άγρια λυσσαγμένους ―παρ' όλο το ισχνότατο των εφοδίων τους―
για μιαν όσο μπορούσαν πλατύτερη επικράτηση
τους άγουρους ―σαλιάρηδες― διακονιαραίους και κλέφτες της δόξας
ξεκίνησε νεότατος ο Βελισάριος
παρέα με τον Ανδρέα τον Εμπειρίκο
να δημιουργήσει
και να ζήσει
«Ο Βελισάριος», Η Κοιλάδα με τους Ροδώνες (1978)
Εξώφυλλο Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής.
Η τομή του πολέμου
Ο γοργός ρυθμός έκδοσης ποιητικών συλλλογών δεν θα συνεχιστεί, καθώς μεσολαβεί ο
πόλεμος.
Στρατεύθηκα και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην «γραμμή πυρός», ό
που με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως κα
μιάν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό «ιντερμέδιο» στη
«Διλοχία Πειραιώς», απλούν «πειθαρχικόν λόχον». Γιατί κανείς δεν αγνοεί
ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου «4ης Αυγούστου», ο όρος
«διανοούμενος» συνεπήγετο και την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα από φονι
κότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα με
τους συναδέλφους μου παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατό
πεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από
την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια. (Σημειώσεις, Ποιήματα,
σ. 332)
Στην κατοχική πια Αθήνα, το χειμώνα 1942-3 ο Εγγονόπουλος συνθέτει το εκτενές
ποίημα Μπολιβάρ (με τον υπότιτλο: "Ένα ελληνικό ποίημα"). Το ποίημα θα κυκλοφο
ρήσει χειρόγραφο και θα εκδοθεί τελικά τον Σεπτέμβριο του 1944, λίγο πριν την απο
χώρηση των γερμανικών στρατευμάτωνα από την Αθήνα.
Εξώφυλλο έκδοσης του Μπολιβάρ.
Την ίδια περίοδο, προς το τέλος της Κατοχής, είναι από αυτούς που θα εργαστούν για
την επανακυκλοφορία Των Νέων Γραμμάτων, όπου και δημοσιεύει ποιήματα την ί
δια περίπου περίοδο που προετοιμάζει την έκδοση του Μπολιβάρ.
Γι' αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου
και του Σίμωνος Μπολιβάρ.
Το 1945 ο Ανδρέας Εμπειρίκος θα τον χαιρετίσει ως εξής, από το φιλό
δοξο αλλά τελικά βραχύβιο περιοδικό Τετράδιο:
Νικόλαε Εγγονόπουλε, βράχε τραχύτατε του Ελμπασάν, και πράσινη απα
λή δαντέλλα του Βοσπόρου, σε χαιρετώ αλβανιστί, με το δεξί μου χέρι εμπρός
εις την καρδιά, και τη θερμή παλάμη μου απλωμένη παράλληλα στο οιονδή
πο
τε
χώμα που πατώ.
Εμπειρίκος, Α. 1999. Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το θαύμα του Ελπμασάν και του Βοσπό
ρου. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Τετράδιο 3 (1945).
To 1946 στην πρώτη μεταπολεμική συλλογή του, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η
επιστροφή των πουλιών, προτάσσει στίχους από τα Φύλλα χλόης του Walt
Whitman: "Forth from the war emerging,a book I have made…".
Εξώφυλλο έκδοσης του 1946.
«είμαι ζωγράφος το επάγγελμα»
Με την παραπάνω φράση ξεκινά ο Εγγονόπουλος τις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις
στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών του, το 1966. Η έκδοση αυτή (που
περιλαμβάνει τις 2 πρώτες συλλογές του 1938 και του 1939) θα συμπληρωθεί το 1977
με τον β΄ τόμο, που θα καλύψει την ποιητική παραγωγή του Εγγονόπουλου μέχρι
και το 1957, χρονιά που εκδίδεται η συλλογή Εν ανθηρώ έλληνι λόγω, για την οποία
θα
του απονεμηθεί το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1958. Η πορεία που διέσχισε η
ποίησή του στη δημόσια σφαίρα την περίοδο 1938-1958 οριοθετείται έτσι με δύο
πολύ διαφορετικές υποδοχές των ποιητικών του συλλογών. Ο Εγγονόπουλος θα
συνεχίσει να δημοσιεύει ποιήματα, θεωρητικά κείμενα και μεταφράσεις (Μαγια
κόφσκι, Λοτρεαμόν, Λόρκα, Μποντλέρ, ντε Κίρικο, Πικάσο, Τζαρά, κ.ά) σε περιοδικά
της εποχής, ελληνόγλωσσα αλλά και ξενόγλωσσα· ωστόσο η κύρια δραστηριότητά του
παραμένει η εικαστική, ενώ θα διοριστεί και τακτικός καθηγητής στην έδρα του ελεύ
θε
ρου σχεδίου στο ΕΜΠ. Το 1966 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Γεώργιου Α΄
για
το ζωγραφικό του έργο.
Πηγή: Ψηφιακό Αρχείο Εθνικού Θεάτρου
Επιθέωρηση Τέχνης 99 (1963): κυκλοφορεί με εξώφυλλο και 5
πίνακες του Ν. Εγγονόπουλου και με δημοσίευση της διάλεξης
για τη ζωγραφική που έδωσε στα εγκαίνια της ατομικής του έκθε
σης.
Στον Υπερρεαλισμό δεν προσεχώρησα ποτέ. Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα
μου, όπως είχα μέσα μου το πάθος της ζωγραφικής, από την εποχή που γεννή
θηκα. Αλλά για να βρω τον δρόμο μου τον αληθινό, τον υπερρεαλιστικό, για
να μπορέσω να εκδηλωθώ ελεύθερα και απερίσπαστα, αυτό το χρωστώ σε δύο
κορυφαίους, στις δύο μεγαλύτερες μορφές που παρουσίασε ποτέ, ίσαμε τώρα,
εξ όσων γνωρίζω, το παγκόσμιο υπερρεαλιστικό κίνημα. Ευτύχησα (το λέω
για τρίτη φορά), ευτύχησα να γνωρίσω τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο
και τον μεγάλο ζωγράφο, τον μεγάλο Βολιώτη Γεώργιο ντε Κήρυκο. (Διάλεξη
στο Α.Τ.Ι. στις 6-2-1963. Επιθεώρηση Τέχνης 99, 1963).
Το 1978 συγκεντρώνει ποιήματα της τελευταίας εικοσαετίας, μαζί με κάποια της περιό
δου της Κατοχής και εκδίδει τη συλλογή Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (με 20 έγχρωμους
πίνακες και ένα σχέδιο) , για την οποία θα του απονεμηθεί για δεύτερη φορά το πρώτο
κρατικό βραβείο ποίησης. Το τελευταίο ποίημα της συλλογής κλείνει με τους παρακάτω
στίχους:
του ποιητή
πια μόνη ―θεόθεν― σωτηρία λύσις
παρηγόρηση
μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές
ό εστί
μεθερμηνευόμενο
η κοιλάδα των ροδώνων
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του θα γνωρίσει και νέες τιμές ως ζωγράφος, με αναδρο
μικές εκθέσεις των έργων του, ενώ θα δει και το ποιητικό του έργο μεταφρασμένο
και μελοποιημένο. Το 1985 η κηδεία του θα γίνει δημοσία δαπάνη, σε αναγνώριση
της θέσης του στον χώρο των γραμμά των και των τεχνών.
Το 2007 ορίστηκε ως έτος Νίκου Εγγονόπουλου. Εδώ το ε
ξώφυλλο του επετειακού
λευκώματος
από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
© ΚΕΓ, Θεσσαλονίκη 2014. Σε μια αρχική μορφή του εργοβιογραφικού υλικού για τον
Ν.
Εγγονόπουλου συνέβαλε η Φιλοθέη Κολίτση.
| ||||||||||||||
1907-1985 | ||||||||||||||
|
Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών | ||||||||
Εγγονόπουλος Νίκος | ||||||||
| ||||||||
Βιογραφικό Σημείωμα ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1907-1985) Ο πατέρας του καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της εκεί, η οικογένεια Εγγονόπουλου αποκλείστηκε από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το κα λοκαίρι του 1914. Ο Εγγονόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια (1919-1927) εσωτερικός σε σχολείο του Παρισιού. Στην Αθήνα επέστρε ψε το 1927 για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο 1ο Σύνταγ μα Πεζικού. Απολύθηκε το 1928 και εργάστηκε ως το 1930 ως μεταφρα στής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολου θώντας παράλληλα μαθήματα σε νυχτερινό Γυμνάσιο. Από το 1930 ως το 1933 εργάστηκε ως σχεδιαστής στη διεύθυνση Σχεδίων Πόλεως του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Στο μεταξύ (1932) γράφτηκε στην Ανω τάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα φοίτησε στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου και γνωρίστη κε με το Γιάννη Τσαρούχη και τον Δημήτρη Πικιώνη. Το 1934 μετατέθη κε στην Τοπογραφική υπηρεσία του Υπουργείου και ένα χρόνο αργότε ρα μονιμοποιήθηκε. Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμα λωτίστηκε από τους Γερμανούς σε στρατόπεδο εργασίας, από όπου δρα πέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Το 1945 αποσπάστηκε ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου του Εθνι κού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, όπου το 1956 έγινε μόνιμος επιμελητής και εγκατέλειψε τη θέση του στο Υπουργείο. Ένα χρόνο αργότερα διορί στηκε επιμελητής της έδρας Γενικής Ιστορίας της Τέχνης. Το 1964 παραι τήθηκε από το Πολυτεχνείο, επέστρεψε όμως τρία χρόνια αργότερα, κα θώς εκλέχτηκε έκτακτος μόνιμος καθηγητής στην έδρα Ελευθέρου Σχεδί ου και το 1969 τακτικός καθηγητής στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης. Η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία έληξε το 1973, όταν συμπλήρωσε το όριο ηλικίας και απο χώρησε από το Πολυτεχνείο, όπου το 1976 ανακηρύχτηκε ομότιμος κα θηγητής. Παντρεύτηκε δυο φορές, το 1950 τη Νέλλη Ανδρικοπούλου με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Πάνο, και το 1960 την Ελένη Τσιόκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Εριέττη. Ο Νίκος Εγγονόπουλος υ πήρξε λογοτέχνης, μεταφραστής, ζωγράφος, αγιογράφος και σκηνογρά φος. Η πρώτη του εμφάνιση στον καλλιτεχνικό χώρο πραγματοποιήθηκε το 1938 με την παρουσίαση ζωγραφικών έργων του στα πλαίσια της έκ θεσης Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στίχους του στο περιοδικό Κύκλος του Απόστολου Μελαχρινού και εξέ δωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Μην ομιλείτε εις τον ο δηγόν, ενώ συνεργάστηκε ως σκηνογράφος στην παράσταση του έρ γου του Πλαύτου Μένεχμοι στο θέατρο Κοτοπούλη. Ακολούθησαν οι ποι ητικές συλλογές Κλειδοκύμβαλα της σιωπής (1939), Επιστροφή των που λιών (1946), Έλευσις (1948), Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1956) [για την οποία τιμήθηκε το 1958 με το Πρώτο Βραβείο Ποιήσεως του Υπουργεί ου Εθνικής Παιδείας], Η Κοιλάδα με τους ροδώνες (1978). Δημοσίευσε ποιήματα, θεωρητικά κείμενα και μεταφράσεις (από ποιήματα των Μα γιακόφσκι, Λωτρεαμόν, Λόρκα, Μπωντλαίρ, ντε Κίρικο, Πικάσσο, Τζαρά) στα περιοδικά της εποχής (Νέα Γράμματα, Τετράδιο, Κύκλος, Υπερρεαλι σμός, Ο Ταχυδρόμος, Πάλι, Ευθύνη, Ζυγός, Σπείρα, Cahiers du sud, London magazine, Manna κ.α.), πήρε μέρος σε εκθέσεις ζωγραφικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Ρώμη, Οττάβα, Μόντρεαλ, Βανκούβερ, Βρυξέλλες, Σαν Πάολο κ.α.) και συνεργάστηκε σε πολλές θεατρικές πα ραστάσεις ως σκηνογράφος (του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού θεά τρου Βορείου Ελλάδος, του θεάτρου Κοτοπούλη κ.α.). Το 1979 τιμήθηκε για δεύτερη φορά με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως, ενώ για το ζωγραφικό του έργο είχε τιμηθεί με το παράσημο Χρυσούς Σταυρός του Γεωργίου του Α’ (1966).Τιμήθηκε επίσης με το Παράσημο Ταξίαρχου του Φοίνικος. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά ουγγρικά και μελοποιήθηκαν από το Νίκο Μαμαγκάκη, τον Αρ γύρη Κουνάδη, το Μάνο Χατζιδάκι. Ο Νίκος Εγγονόπουλος πέρασε τα τε λευταία χρόνια της ζωής του σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας. Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς. Είχε προηγουμένως υποβληθεί σε χει ρουργική επέμβαση που του στοίχισε το ένα του πόδι. Η καλλιτεχνική δημιουργία του Νίκου Εγγονόπουλου τοποθετείται στην πρωτοπορία του ελληνικού υπερρεαλισμού, στα πλαίσια της οποίας έδρασε σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του αποτέλε σαν η ιδιότυπη χρήση της δημοτικής γλώσσας και οι συμβολικές μορφές του, μέσω των οποίων πρόβαλε το αίτημα για μια ελληνοκεντρική υπερ ρεαλιστική ποίηση και μια νέα έκφραση της ελληνικότητας. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου Εγγονόπουλου βλ. Βούρτσης Ιάκωβος, «Χρονολόγιο Νίκου Εγγονόπουλου», Διαβάζω381, 1/1998, σ.128-131, Σπητέρης Τώνης Π. – Αργυρίου Αλεξ., «Εγγονόπου λος Νίκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Επτά Ημέρες Καθημερινής, 25/5/1997 και Χατζηφρώτης Ι.Μ., «Εγγονόπουλος Νίκος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λο γοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. | ||||||||
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
της ατέρμονος ζωής. Αθήνα, Εταιρεία Συγγραφέων, 1988. Νίκου Εγγονόπουλου», Η λέξη77, 9/1988, σ.650-657. κοί ποιητές του μεσοπολέμου, σ.205-213 (της εισαγωγής) και 338-340 (της ανθολογίας). Αθήνα, Σοκόλης, 1979. αρ.25, 1/4/1947 (τώρα και στον τόμο Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, σ.149-154. Αθήνα, Γνώση, 1983). Η λέξη1, 1/1981, σ.4-7. στον ελληνικό Τύπο», Διπλή Εικόνα7, 4/1986, σ.62-67. σ.293-294. Αθήνα, Αστερίας, 1974. σσάν και του Βοσπόρου», Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, …δεν άνθησαν ματαίως · Ανθολογία υπερρεαλισμού, σ.331-334. Αθήνα, Νεφέλη, 1980.
προσώπων. Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1993. Μια προσέγγιση», Διαβάζω369, 12/1996, σ.62-68. νόπουλου. Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998. (κριτική για την Κοιλάδα με τους ροδώνες), Διαβάζω21, 6/1979, σ.70-74. Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, 1996. ντέλα του Βοσπόρου», Ο Ταχυδρόμος669, 4/2/1967, σ.41-52. σμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. ματα, Παράμετροι και Δυνατότητες», Πόρφυρας71-72 (Κέρκυρα), 10/1994 - 3/1995, σ.7-20. Simon & Schuster, 1986. σ.54-55. 4/2/1967. | ||||||||
Εργογραφία
Franchita Gonzalez Battle) Editorial Arcadia, 1981. (μετάφραση Miguel Castillo Didier) Πολυτεχνείου, 1972. 1980. 1987. Ίκαρος, 1966. σιωπής. Αθήνα, Ίκαρος, 1977. Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω. Αθήνα, Ίκαρος, 1977. 1. Για τις μεταφράσεις έργων του Εγγονόπουλου στα αγγλικά και την ελληνική δισκογραφία Εγ γονόπουλου βλ Connoly D., «Παράρτημα · Έργα του Εγγονόπουλου σε αγγλική μετάφραση» και Μπαγέρης Δημήτρης, «Ν.Εγγονόπουλος: Από Τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής στα κλειδοκύμβαλα των συνθετών», Δια βάζω381, 1/1998, σ.155-156 και 140 αντίστοιχα. | ||||||||
Επιπλέον Πληροφορίες Χειρόγραφα του λογοτέχνη υπάρχουν στο Γενικό Αρχείο του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.) Νίκος Εγγονόπουλος – 31Οκτωβρίου 1985Συμπληρώνονται φέτος 35 χρόνια από τον θάνατο του ζωγράφου και ποιητή Νίκου Εγ γονόπουλου που έφυγε από τη ζωή στις 31 Οκτωβρίου 1985. Πρωτοπόρος του υπερ ρεα λιστικού κινήματος στην Ελλάδα, στην ποίηση και τη ζωγραφική, υπήρξε από τους βα σικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30. Με αφορμή την επέτειο θανάτου του, το Αρχείο της ΕΡΤ ψηφιοποίησε και παρουσιάζει την εκπομπή: ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (video) ζει η δημοσιογράφος Μαρία Καραβία. Το επεισόδιο ανιχνεύει τον κόσμο του υπερρε αλισμού του Νίκου Εγγονόπουλου με την ευκαιρία της μεγάλης αναδρομικής έκθε σης του έργου του που οργάνωσε η Εθνική Πινακοθήκη τον Μάρτιο του 1983. Μι λούν στην εκπομπή ο διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης Δημήτρης Παπαστάμος και ο ποιητής και εκδότης Νίκος Καρύδης. Ο Δ. Παπαστάμος αναφέρεται στα ιδιαίτερα στοιχεία που σουρεαλισμού και στην α νάπτυξη του σουρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα με κύριο εκφραστή του τον Εγ γονόπουλο. Έμφαση δίνεται στο ιδιόμορφο στυλ του και στα χαρακτηριστικά του ό πως, η πληθώρα μορφών και αντικειμένων που γεμίζουν τον πίνακα. Η Μαρία Καραβία συνομιλεί με τον Δ. Παπαστάμο για την 50χρονη πορεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Εγγονόπουλου και για τα στοιχεία της τεχνοτροπίας του: τα έντονα χρώματα και το αρχαιοελληνικό παρελθόν. Μιλούν για την ανίχνευση της βυζαντινής παράδοσης στο στοχασμό του και τη ζωγραφική. Αναφέρονται στις επιρροές που δέχτηκε για τα στοιχεία της ελλη νικότητας και της παράδοσης, καθώς και στο βυζαντινότροπο ύφος του που διδάχτη κε από τον δάσκαλό του Φώτη Κόντογλου. Σχολιάζουν επίσης τα αρχιτεκτονικά στοι χεία που απεικονίζονται στο έργο του που υποδηλώνουν τη σχέση του με την παράδο ση της ελληνικής ζωγραφικής. Συζητώντας για το υπερρεαλιστικό κίνημα στην ελλη νική ζωγραφική, εξετάζουν τη θέση του ζωγραφικού έργου του Εγγονόπουλου στη νεοελληνική τέχνη καθώς και τον τρόπο που την επηρέασε. Κατόπιν, η Μ. Καραβία συναντά τον εκδότη του Νίκου Εγγονόπουλου Νίκο Καρύδη, ο οποίος μιλάει για τη μακρόχρονη φιλία τους, και για την προσωπικότητα του καλ λιτέχνη, φανερώνοντας στοιχεία της ιδιωτικής του ζωής. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στην ιδιότητά του ως καθηγητή, κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, στη Σχολή Αρχιτε κτόνων του Ε.Μ.Π. στην έδρα του Ελεύθερου Σχεδίου. Περιγράφει την οικία του που αποτέλεσε το “κλειστό περιβάλλον” του Εγγονόπουλου, τονίζοντας την εσωστρέ φεια του καλλιτέχνη. Τέλος, θίγεται το θέμα της σχέσης των δύο ιδιοτήτων του Εγγο νόπουλου, του ζωγράφου και του ποιητή, δύο ρόλων που συνυπάρχουν. Ακούγεται η φωνή του Ν. Εγγονόπουλου που απαγγέλει απόσπασμα από το ποίημα «Μπολιβάρ», που έγραψε το χειμώνα του 1942-1943 μέσα στην Κατοχή, με κεντρικό του ήρωα τον αντιστασιακό στρατιωτικό και πολιτικό ηγέτη των λαών της Λατινική ς Αμερικής. Στη διάρκεια της εκπομπής παρουσιάζεται μεγάλος αριθμός έργων του ζωγράφου Ν. Εγγονόπουλου από την πρόσφατη αναδρομική έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης Ημ. πρώτης προβολής: 23 Ιουνίου 1983 Έτος παραγωγής: 1983 Σκηνοθεσία: Γιώργος Εμιρζάς Επιμέλεια ρεπορτάζ: Μαρία Καραβία Το πρωτότυπο φιλμ 16mm συντηρήθηκε, ψηφιοποιήθηκε και αποκαταστάθηκε στα εργαστήρια του Αρχείου της ΕΡΤ με τον νέο εξοπλισμό και τις υποδομές που πλέον διαθέτει (film scanner, color correction). Δείτε περισσότερα στο archive.ert.gr ΠΗΓΗ:https://www.klik.gr/gr/el/24-hours/nikos-eggonopoulos-to-ergo-technis-einai-mia- sigopsithuristi-exomologisi-pros-anthropous-eugenikous/ 21Οκτωβρίου 2021Νίκος Εγγονόπουλος | Το έργο τέχνηςείναι μια σιγοψιθυριστή εξομολόγηση προς ανθρώπους ευγενικούς.
Νίκος Εγγονόπουλος https://www.klik.gr/gr/el/24-hours/nikos-eggonopoulos-to-ergo-technis- einai-mia-sigopsithuristi-exomologisi-pros-anthropous-eugenikous/ Ζωγράφος και ποιητής, ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του ’30, ο Νίκος Εγγονόπουλος αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκ φραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με συνολικά 72 έργα του. Την ίδια περίοδο εκλέχθηκε μόνιμος επιμελητής του Πολυτεχνείου και παραιτήθηκε οριστικά από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Τέσσερα χρόνια αργότερα του απονεμήθηκε το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για την ποιητική συλλο γή Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω καιτο 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έρ γο από το βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Γεωργίου Α΄. Το 1979 του απονέμεται για δεύτερη φορά το κρατικό βρα βείο ποίησης, καθώς και το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 1944, έχοντας πρόσφατες τις αναμνήσεις το πολέμου, παρουσιάζειτην κορυφαία στιγμή της ποίησής του, τον "Μπολιβάρ". Μέσα από τη μορφή του απελευθερωτή της Νότιας Αμερικής από τους Ισπανούς, Σιμόν Μπο λιβάρ, ο Εγγονόπουλος δίνει το διαχρονικό πρότυπο του αγωνιζόμενου αν θρώπου, χωρίς τους περιορισμούς φυλής, χώρας ή εποχής. Ο επιγραμμα τικός χαρακτηρισμός του κριτικού Ανδρέα Καραντώνη, για το μακροσκελές αυτό ποίημα είναι ότι αποτελεί "Ύμνο εις την Ελευθερία" της γενιάς του `30. Πίνακές του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Δημοτικές Πινακο θήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε ιδιωτικές συλλογές, ενώ το έργο του πε ριλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια. Ας δούμε, πώς ήταν η σπουδαία αυτή προσωπικότητα, μέσα από τα μά τια των γυναικών που πέρασαν από τη ζωή του... Η πρώτη του σύζυγος Νέλλη Ανδρικοπούλου ( ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια, 1950-54, και απέκτησαν έναν γιο, τον Παναγιώτη), έχει πει: «Γιατί η συμβίωση μου με τον Εγγονόπουλο υπήρξε, αν μη τι άλλο, ασφυκτι κά στενή, τόσο στο γύρω χώρο όσο και στο χώρο τον πνευματικό - μπορεί κιόλας να πει κανείς ότι υπέκυψε σ` αυτή την ασφυξία. Για μένα ο γάμος αυ τός -ο μόνος άλλωστε- δεν ήταν ευκαιριακός. Τον Εγγονόπουλο πάλι, που ήταν άνθρωπος αθεράπευτα μοναχικός, ο έρωτας και η απόφαση ν αλλάξει ριζικά τη ζωή του με το γάμο, τον έριξε σε ταραχή μεγάλη. Έχασε τον ύπνο του κι έτσι με δυο μήνες αρραβώνα παντρευτήκαμε μεσοσαρακο στιάτικα, στις 25 Μαρτίου του 1950, δίχως προβλέψεις πρακτικές για τα πα ραπέρα. Δε θα επεκταθώ εδώ βιογραφικά, τ` απαραίτητα μόνο θ` αναφέρω γιατί είναι, ίσως, ενδιαφέρουσα η αντίληψη του καλλιτέχνη, τότε, για το γά μο, καθώς και η δουλειά του τον καιρό που ζήσαμε και δουλέψαμε μαζί. Ένας υπερρεαλιστής δεν παντρεύεται όπως ένας αστός. Οι στόχοι του Εγγο νόπουλου στο γάμο -κι ο θεός ξέρει αν ήταν άνθρωπος με στόχους (και με στόχαστρα)- ήταν, όπως και στην τέχνη, ριζοσπαστικοί, βαθιά ανατρεπτι κοί. Δε θ` ανεχόταν τις συμβατικές -καμιά από τις συμβατικές- αποστάσεις μεταξύ μας. Οδηγό του είχε, όχι μόνο στη ζωγραφική μα και στη ζωή του, τον αγαπημένο δάσκαλο του Κ. Παρθένη, ο οποίος σε κάποια φάση της ζωής του είχε πάψει να μιλά και δίδασκε ζωγραφική . Ο Εγγονόπουλος έβλεπε τον εαυτόν τον κυρίως σαν ζωγράφο - «επαγγελμα τίας» τόνιζε με τη βαθιά φωνή του χαμογελώντας πονηρά, λαξεύοντας το βλέμμα πίσω απ` τα κοκάλινα γυαλιά και στρώνοντας με τη λευκή του χέρα τα ατίθασα μαλλιά του(…) Όταν ήταν στις καλές τον κουβέντιαζες μ` ευχαρίστηση για όλα τα πνευματι κά και καλλιτεχνικά ζητήματα, κι ο νους του έπιανε πουλιά στον αέρα. Τους γνωστούς μας καλλιτέχνες τους αντιμετώπιζε συνήθως μ` επιθετικότητα. Ζήλευε ωστόσο, έλεγε, την καλλιτεχνική απόδοση στη ζωγραφική της κυρίας Φλωρά-Καράβια, κι ένα στιχάκι, το «μάτια μου σ` αναζητούν τα μάτια μου» από γνωστό τότε ελαφρό τραγουδάκι- θα `θελε, έλεγε, να το `χε γράψει αυτός (…)
Δεν ήθελε ν` αποχωρίζεται τα έργα του που μας κρατούσαν συντροφιά από τους τοίχους, και σπάνια βρισκόταν κανένας πελάτης να μας ζητήσει κάτι άλ λο - κι ήταν φορές που κι αν ζητούσε, έπειτα δεν το `παιρνε. Δεν υπήρχε άλ λωστε τότε, μετά από δέκα χρόνια πόλεμο κι εμφύλιο, αυτό που λέμε αγορά έργων τέχνης σ`αυτόν τον τόπο ένας δυο συλλέκτες εμφανίστηκαν στα τέσ σερα αυτά χρόνια, αλλά αμφιβάλλω αν πουλήθηκαν δυο τρία έργα - δεν θυμά μαι, γιατί οι αγοραπωλησίες ήταν πάντα μια υπόθεση οδυνηρή. Υπήρχε μεγά λη ανάγκη χρημάτων, αλλά ο Εγγονόπουλος ήθελε να κρατά τα έργα του κι εγώ δεν τα είδα ποτέ σαν αντικείμενα οικονομικής εκμετάλλευσης. Κατά τ` άλλα, ζωγράφιζε πάντα προτάσεις του νου και της φαντασίας του. Κι ό,τι δεν υπήρχαν πρόσωπα να το εκφράσουνε στους πίνακες του -τα ελάχι στα που βλέπουμε είναι σαν ξύλινα, εντελώς συμβατικά- το λέγανε, το φωνά ζανε τα σώματα με τις τέτοιες ή άλλες στάσεις τους, πάντα δραματικά ως και στην ακινησία.(…) Το δράμα, η σύγκρουση -η νεύρωση, για να μιλήσει και η ψυχανάλυση- ήταν η μόνιμη θυμική του κατάσταση, απ` όπου πήγαζαν τα κρυφοφάνερα μα σκαρέματα, οι παγίδες, τα σε πολλά επίπεδα ανερμήνευτα - μα και η φανερή πικρία, η επιθετικότητα κι ο σαρκασμός. «Τι `μαι εγώ; Εγγλέζος, για να `χω χιούμορ;» έλεγε, τραβώντας αλέγρα κλοτσιά στην αυτοκρατορία, επικυρώ νοντας κι ανακαλώντας μαζί τα λεγόμενα, εκφράζοντας κιόλας χωρίς να φαί νεται ένα απώτατο πένθος που τον κατείχε, και που συχνά το δήλωνε χαρά. Ίσως μ`αυτό να συνδέονται οι έντεχνα απρόσωπες μορφές στους πίνακες τον, που έτσι κερδίζουν σε μυστήριο και συμβολισμό. Όπως στα έργα τον έτσι και στη ζωή τον ο Εγγονόπουλος δεν τα `χε καλά με τα πρόσωπα. Ήξερε τι κερδίζεις παραμένοντας κρυφός. Το πρόσωπο -η προσωπικότητα- τον άλλου δεν του πήγαινε. Ενα πρόσωπο είναι μια πρό κληση. Αν δεν το ανέχεσαι, πρέπει να τ` αποφύγεις, ή να το εξολοθρεύσεις. Εξ ορισμού όλοι οι άνδρες ήταν κλέφτες, όλες οι γυναίκες πόρνες. "Myho meismycastle" έλεγε, και το σπίτι μας έμεινε κλειστό. Που δε σημαίνει βέβαια πως ζούσε σχεδόν αθέατος μόνο για αυτοπροστασία, μα κι από βα ρεμάρα αφού, έτσι κι αλλιώς, από μέσα του έβγαζε τους κόσμους και τους ανθρώπους που ζωγράφιζε. Αρπαζε ένα περιστατικό ή ένα πρόσωπο που του ταίριαζε από τη μνήμη ή απ` τα βιβλία και κυριολεκτικά «περνούσε την ώρα» του ζωγραφίζοντας, ιστορώντας με τον χρωστήρα, με την προσεχτική ηδονική του ραθυμία, μορφές και πράγματα κάθε εποχής και τόπου.(…) Μια ζωή ο Εγγονόπουλος ζωγράφιζε μονάχα, αναπόδραστα, έκδηλα ή παρα πλανητικά, τον εαυτό του. Κι είναι, πιστεύω, αυτή η αδιάπτωτη βιωματική του παρουσία που σημαδεύει το έργο του. Και που θα σήκωνε μια γερή ψυχανάλυση -στην οποία φυσικά δε θα προσφερόταν ποτέ- που θα `δειχνε πράγματα πολύ απέχοντα από την εικόνα που είχε, που ήθελε να έχει και να έχουμε, του εαυτού του, πολύ απέχοντα από θέσεις μόνιμες που διακήρυττε ή που τις φύλαγε σα μετερίζι - μα τι μ` αυτό; Η ουσία είναι ότι κατόρθωσε ν` αποδώσει το « εσωτερικό του δράμα», τις πολύ υπαρκτές, πιεστικές παρορ μήσεις …
(…)Δεν θέλω βέβαια να συμβάλλω στο πρόσφατο, θλιβερό κιτς της μυθοποίη σης του καλλιτέχνη. Ο νεκρός δεδικαίωται, αλλά οι νεκροί που μακιγιά ρονται μέχρι να γίνουν αγνώριστοι, είναι απωθητικοί. Ο άνθρωπος είναι γεμάτος αντιφάσεις, που στους καλλιτέχνες ειδικά είναι συχνά εντονότατες. Μαζί με την ιδιοφυΐα και τις αρετές του ο Εγγονόπουλος διέθετε όπλα να σκο τώσει κάθε «έρωτα» και κάθε «ερώντα». Η απομόνωση, η καχυποψία, η συστηματική ζήλια, που ήταν ιδίως μέσο μόνιμης ενοχοποίησης μου, και μια γλώσσα που ήξερε να μην είναι πάντα ποιητική, ξεκάνανε το γάμο μας. Τον πλήρωνες τον Εγγονόπουλο, δεν ήταν παίξε γέλασε... Ζώντας σ` αυτή τη μόνιμη θυμική έξαψη -που βέβαια είχε τις πιο απρόβλεπτα οδυνηρές επιπτώσεις- ο Εγγονόπουλος ήταν ωστόσο ο πιο «νοικοκύρης άν θρωπος» τον κόσμου. Ακολουθούσε ακριβή ωράρια στη ζωή και στη δου λειά του. Αν δεν ήταν ανάγκη να βγει για την παράδοση στο Πολυτεχνείο ή για καμιά αγγαρεία, καθότανε στο σπίτι ολημέρα και ζωγράφιζε, τρεις ώρες το πρωί και τρεις τ` απόγεμα, δημιουργώντας πολλούς από τους πιο ωραίους πίνακες του. Μετά καθάριζε σχολαστικότατα τα εργαλεία της δουλειάς του και με την ίδια επιμέλεια βούρτσιζε τα παπούτσια και τα ρού χα του. Επέμενε στην τάξη μέχρι τρέλας, δεν ανεχόταν γρατσουνιά ούτε σε πιάτο ούτε σε βιβλίο -έπρεπε κάποια ώρα να ξαναγοραστούν- κι έτσι κατάφε ρνε να ζει αρχοντικά μέσα στη φτώχεια. Τα ελάχιστα χρήματα που κέρδιζε μου τα `φερνε κρατώντας το χαρτζιλίκι για βιβλία, για τα τσιγάρα Κιρετσιλέρ και για τη μπριγιαντίνη Yardley. Ποτέ τρίτος άνθρωπος δε στάθηκε μεταξύ μας . (...) Ελάχιστοι - μετρώνται στα πέντε δάχτυλα κι ίσως δεν τα φτάνουν- ήταν οι άνθρωποι που πάτησαν στο σπίτι μας, τα τέσσερα χρόνια του γάμου μας, εκτός από τους συγγενείς μας. Ο ένας απ` αυτούς ήταν ο Μπάμπης Ποταμιά νος που ήρθε δήθεν ν` αγοράσει κανένα έργο αλλά δεν πήρε τίποτε. Ένας άλ λος ήταν ο συμπαθής MarioVitti. Η τελευταία συλλογή του Εγγονόπουλου που εκδόθηκε πριν παντρευτούμε, το ΕΛΕΥΣΙΣ τελειώνει με το ποίημα «Ποίηση 1948»:
Ήταν δύσκολα χρόνια το 1950-`54. Ήταν η επαύριον δέκα ετών αγώνα και καταστροφής κι οι άνθρωποι στον τόπο μας μουδιασμένοι. Ζήσαμε μαζί την εκτέλεση του Μπελογιάννη στην Αθήνα, του ζεύγους Ρόζεμπεργκ στις Η.Π.Α. Η αυγή της κατανάλωσης, ή απλώς της άλωσης των πάντων, θα ξημέρωνε δέκα χρόνια μετά. Τα παιδιά δεν πατούσαν ακόμη, ανίσχυρα και πεισμωμένα, κουμπιά σε πανάκριβα κομπιουτεράκια. Σέρνανε ένα σπιρ τόκουτο με μια κλωστή και ταξιδεύανε με το τρενάκι αυτό σε τόπους φαντα στικούς. Ξέραμε λιγότερα. Μας έλειπαν πάρα πολλά. Οι ελπίδες μας δεν ά πλωναν φτερά πολύ μακριά….» Η δεύτερη γυναίκα του, Ελένη Τσιόκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη , την Ερριέτη, παρουσιάζει μια άλλη εικόνα για τον ποιητή: «Καθημερινά μου φανέρωνε κόσμους εκπληκτικούς, καινούργιες πνευματικές εμπειρίες. Ήμουν μαγεμένη. Δεν ήθελα να βάλω τίποτε «ξένο» ανάμεσα μας - άλλωστε δέν χωρούσε. Όμως και για κεινον άρχισε μια εποχή μικρότε ρων σε μέγεθος έργων. Είχε περάσει ο καιρός των μεγάλων συνθέσεων. «Οταν μπορείς να ζήσεις τη ζωή», έλεγε, «είναι κι αυτό τέχνη». Και ζούσα με, ζούσαμε έντονα, συνέχεια μαζί, σε όλα τα επίπεδα. Εκείνος δούλευε πά ντα εντατικά, ίσως όχι τόσο πληθωρικά όσο άλλοτε. Ένα κομμάτι της τέχνης του, ήταν η ζωή μας. Μου `λεγε ότι γεννήθηκε για μένα, ότι ζωγράφι ζε και έγραφε απο πάντα για μένα, ότι ζούσε για μένα. Με το Νίκο ζούσαμε τον έρωτα, αδιάλειπτα, σαν στάση ζωής, για είκοσιεπτά ολόκληρα χρόνια. Μοιραζόμασταν τα πάντα. Και όλα εν μεγάλω. Σε τρομερή ένταση. Χωρίς τους φόβους των μετρίων ανθρώπων. Είχαμε παραδοθεί ολοκληρωτικά ο ένας στον άλλον.(…) Δεν είχαμε «κοινωνική» ζωή. Βλέπαμε μόνο λιγοστούς, επιλεγμένους φίλους, στις ονομαστικές εορτές μας. Ο Νίκος ξυπνούσε το πρωί στίς 6 και πήγαινε στο ατελιέ, στό δεύτερο όρο φο του σπιτιού. Εκεί ξυριζόταν, έφτιαχνε τόν καφέ (ήθελε να κάνει μόνος του ορισμένες «οικιακές» προσωπικές εργασίες, όπως το πλύσιμο εσωρούχων - από κομψότητα και διάθεση αυτάρκειας). Στις 9 ανέβαινα κι εγώ στο ατελιέ και καμιά φορά φεύγαμε μαζί για το Πολυτεχνείο ή άλλοτε, όταν δεν είχε μάθημα, έμενε μέχρι τις 2 το μεσημέρι και ζωγράφιζε. Πρέπει να αναφέ ρω ότι ζωγράφιζε πάντα τα πρωινά, λόγω του φωτός κάθε μέρα. Αν μιά μέ ρα δεν ζωγράφιζε έστω και μια πινελιά τον στενοχωρούσε. Κάθε μεσημέρι, σταματούσε τη δουλειά του πιό νωρίς για να πλύνει τα πινέλα του όλα με σαπουνάδα, στην εντέλεια. Διότι έλεγε ότι ο μάστορας πρέπει νά `χει τα σύνερ γα του σε άρτια κατάσταση. Στο ατελιέ μπορούσαμε κι εγώ κι η κόρη μας να πηγαίνουμε ασφαλώς όποτε θέλαμε. Εκεί έγραφε ή ζωγράφιζε· διάβαζε πάντα στό γραφείο του, ποτέ σε πολυθρόνα ή καναπέ. Χρειαζόταν πολύ καιρό και για το παραμικρό έργο. Απο λάμβανε, δεν ασχολιόταν με την παραγωγή έργων (...) Τό μεσημεριανό τραπέζι ήταν ιερό για το Νίκο. Έτρωγε αργά και μιλούσε πο λύ. Συζητούσαμε τα νέα της ημέρας και άλλα πολλά. Στό μεσημεριανό τρα πέζι, συνήθιζε να μας απαγγέλλει. Τήν ώρα εκείνη, καθώς χαλαρώναμε και συζητούσαμε περί παντός επιστητού, συχνά θα ακούγαμε ένα ποίημα του. Ο τόνος της απαγγελίας του ήταν ακριβώς ο ίδιος με κείνον της καθημερινής του ομιλίας. Ήταν κι αυτό ένα στοιχείο της αυθεντικής, ενιαίας προσω πικότητας του -δεν διαχώριζε τέχνη και καθημερινότητα: αυθεντικός και ελεύ θερος. Είχε μιά ακτινοβολία που διαπερνούσε όλους όσους βρισκόταν γύρω του. Είχε τη μοναδική ικανότητα να αφηγείται με τρόπο σπαρταριστό, να ζωντα νεύει τις καταστάσεις που περιέγραφε. Άλλα εκπληκτική ήταν κι η ικανότη τα του να σου μαθαίνει, να σου εξηγεί: όχι στεγνά και δασκαλίστικα, αλλά με χάρη, με χιούμορ, δημιουργώντας ερεθίσματα. Γι` αυτό ήταν καί σπου δαίος δάσκαλος, ιδιαίτερα στην ζωγραφική, που δεν απαιτεί ξερές γνώσεις, αλ λά ξύπνημα της κρυμμένης ευαισθησίας καί των δυνάμεων του υποσυνειδή του. (…)Τά απογεύματα διάβαζε συνήθως. Ανέβαινα πάλι στίς 6.30 γιά νά δούμε ειδήσεις στην τηλεόραση. Παρακολουθούσε μέ έντονο ενδιαφέρον όλη την ε πικαιρότητα. Ταυτόχρονα διακωμωδούσε τις ειδήσεις. Όταν όμως ήθελε να είναι σοβαρός, ερμήνευε τα γεγονότα με σοφία και οξυδέρκεια. Η δικτατορία λ.χ. του ήταν αφόρητη, αλλά και ιδανική πηγή ιλαρότητας. Μιά σάτιρα στοχαστική ήταν η στάση του Νίκου απέναντι σε όλα αυτά, χωρίς μελοδραματισμούς. Η πολιτική επηρέαζε έμμεσα το έργο του. (…)Πηγαίναμε τακτικά οι δυό μας στον κινηματογράφο, θά `λεγα συστηματι κά. Ο Νίκος γνώριζε καλά σκηνοθέτες και είδη. Του άρεσε ο Μπουνιουέλ, ο Βισκόντι, ο Ντέ Σίκα, ο Φελίνι. Πιστεύω ότι σε πάρα πολλά έχω κοπιάρει τόν Εγγονόπουλο. Υιοθέτησα τις θέσεις και τη στάση του. Και με αυτές εκφραζόμουν και προς τα έξω και προς τα μέσα. Άρχισα να διαβάζω πολύ. Άλλωστε, πριν από το γάμο , μου `φερνε κάθε μέρα ένα-δύο βιβλία. Ακολούθησα τό παράδειγμα του : διαβάζω, πολλές φορές, τους μεγάλους, τους κλασικούς. Το επαναλαμβάνω: με το Νίκο βιώναμε τον έρωτα συνεχώς. Ήταν, νο μίζω, μιά θέση ζωής, που είχαν όλοι οι υπερρεαλιστές. Ανήκει στις επιλογές τους. Ίσο χώρο καταλάμβανε κι η γυναίκα. Ανεξάρτητα απ` όσα έγραψαν κα τά καιρούς εναντίον της. Τήν ίδια διάθεση είχα κι εγώ, χωρίς νά είμαι υπερ λίστρια. Ουδέποτε τσακωθήκαμε. Όταν γεννήθηκε η Ερριέττη, στίς 12 Μαρτίου του `61, ο Νίκος (που πίστευε ότι τα παιδιά ανήκουν στις μητέρες) άρχισε να ζη λεύει ελαφρά. Τον ενοχλούσε η απορρόφηση μου από το παιδί. Μου έλεγε ότι έχω το πάθος της κόρης μου. Από μωρό της φερόταν ως ίσος προς ίση. Δέν ή ταν εξουσιαστικός. Ουδέποτε με απόσπασε από το παιδί. Παρ` όλη την ιδιόρρυθμη προσωπικό τητά του, είχε μιά εξαιρετική σχέση με την Ερριέττη. Της κληροδότησε την ε ντολή να είναι αυθεντική κι ελεύθερη. Στην πεποίθηση του αυτή πιστεύω ότι οφείλεται και η καταδίωξη του. Δεν υποτασσόταν σε τίποτε. πολύ φυσική. Αυτά που έδειχνε στή ζωγραφική και στην ποίηση του έμοιαζαν παράλογα. Ήταν ρηξικέλευθα, επαναστατικά. Με ποιά μέσα, στα 1938, θα μπορούσε να τα επιβάλει; Όταν, μάλιστα, κοινωνικά, ήταν ένας α πλός γραφιάς . Ο διασυρμός έφτασε μέχρι το θέατρο. Κορόιδευαν στίχους του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου. Ο Εμπειρίκος το `παιρνε πιό ελαφριά . Ο Νίκος έβλεπε να ποδοπατούν αυτό που είχε δημιουργήσει με το αίμα της καρδιάς του. Δεν ήθελε να γίνεται προκλητικός. Έτσι του έβγαινε. Ήταν στο ίδιο το πετσί του. Το ελεύθερο, ανεξάρτητο πνεύμα του, η ειλικρίνεια του, φαίνεται, ενο χλούσαν. Ενοχλούσε ακόμη το ότι δεν έπαιζε το κοινωνικό παιγνίδι των φιλοφρονήσεων, της κολακείας και δεν εκτιμούσε το περίφημο αστικό κατεστημένο: «Πολύ καλός αυτός, ψηλός και πλούσιος» όπως έλεγε ο ίδιος διακωμωδώντας τους αστούς. Όταν τον πρωτοσυνάντησα ήταν πιο ανοιχτός: στο Πολυτεχνείο περιστοιχιζό ταν από τους σπουδαστές, τους υπαλλήλους, κι άλλο κόσμο. Είχε φίλους, έβλεπε ανθρώπους. Διάλεγε, όμως, πάντα με ποιους θα μιλούσε. Ήταν εκλε κτικός. Έκανε κάτι πολύ απλό: επιζητούσε νά συναναστρέφεται άτομα που είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν μαζί του. Ο Εγγονόπουλος έκανε οικονομία του χρόνου του, με αυστηρές επιλογές. Δεν χασομερούσε με τούς άλλους. φασαρία και κούραση. Ο Νίκος γέμιζε τις μπαταρίες του από αλλού. ήταν πολύ πιό πλούσια από τον πραγματικό κόσμο, για εκείνον που τα αξιο ποιούσε με τη φαντασία του. Σκέφτομαι όμως ότι ένα στοιχείο που συνετέ λεσε στη μοναχικότητά του, ήταν και το ότι αντιπαθούσε τις αυλές -δεν άνη κε ποτέ ο ίδιος σε καμιάν αυλή, κι ούτε την επιθυμούσε γύρω του. Φυσικά η σχέση με τους δασκάλους του και τους μαθητές του, ήταν κάτι εντελώς δια φο ρετικό. Συζητούσαμε τα δημοσιεύματα που τον αφορούσαν. Αν ήταν ανοησίες, τα περιγελούσαμε. Κάποτε-κάποτε, όμως, στενοχωριόταν. Ο καλός λόγος, ωστόσο, τον συγκινούσε. Αντιδρούσε με ανιδιοτελή, σχεδόν παιδικό, τρόπο. Συμμετείχε πάντα στις Πανελλήνιες ζωγραφικές εκθέσεις που γίνονταν κάθε δύο χρόνια, πάντα με ενα-δύο έργα. Πίστευε ότι έπρεπε να δηλώνει την πα ρουσία του. Είχε κάνει στο θέατρο αρκετές σκηνογραφικές εργασίες, όμως μόνο από οικονομική ανάγκη: γνώριζε την φθορά που υφίσταται ο καλλιτέ χνης σ` αυτούς τους χώρους. (…)Στά διαλείμματα της ζωγραφικής «σκάρωνε και μερικά τραγούδια» όπως έλεγε. Έχω την εντύπωση πως όταν δεν ζωγράφιζε, δινόταν στην ποίηση. Νομίζω ότι έγραφε απευθείας. Πολλές φορές μου `λεγε το ποίημα πριν το γρά ψει. Κι υπήρξαν περιπτώσεις που αυτά που άκουσα δεν γράφτηκαν ποτέ. Άλλο τε πάλι μου τα διάβαζε. Την «Ικεσία» μου την έφερε ιδιόχειρη όταν ήμασταν αρ ραβωνιασμένοι. Δεν τον ρωτούσα πάντως για την τύχη των ποιημάτων. Συχνά σημείωνε διάφορες ανεξάρτητες φράσεις· ίσως ήταν το υλικό, από το οποίο αργότερα παρήγε. Τα ακουμπούσε στην άκρη του γραφείου, σε μικρά, προ χειρογραμμένα χαρτιά. Πηγαίναμε πολύ συχνά στα Μουσεία που με ξεναγούσε κατά τον πιο καταπλη κτικό τρόπο, γιατί ήταν συγκινημένος και μου μετέδιδε τη συγκίνηση του και την αγάπη για την τέχνη. Ενημερωνόταν συνεχώς για τα βιβλία από τον «Κάουφμαν». Είχε καταλόγους για τον εαυτό του και για μένα· από τη δική του βιβλιοθήκη, ωστόσο, δεν μου έδινε, ούτε αν ζητούσα. Τό `χε ξεκαθαρίσει από την αρχή. Τα ξαναγόραζε και μας τα `δινε. (…)Αγαπούσε πολύ τους νέους· δεν τους έκρινε, τους κατανοούσε. Ευγενής με τους σπουδαστές, έλεγε ανέκδοτα στη μέση του μαθήματος, άλλαζε τους τόνους για να μην κουράζει. Ήταν πολύ υγιής, σκληραγωγημένος. Κρατούσε μόνιμα ανοιχτό το παράθυρο, φορούσε μόνον τη ρόμπα του εργαστηρίου και πέδιλα. Τα τελευταία χρόνια με το ζόρι δέχτηκε ένα αερόθερμο για το κρύο στο εργαστήριο του. (…) Ήταν ευαίσθητος με τα όνειρα του και, πιθανόν, με την ιδέα του θανάτου· τα δυσάρεστα όνειρα τον πτοούσαν. (…) Έλεγε πάντα πως «πρέπει να ζεις όπως σκέφτεσαι γιατί αν ζήσεις με άλλον τρόπο θα καταλήξεις να σκέφτεσαι όπως ζείς». (…) Θά ήθελα να κλείσω το κείμενο αυτό ομολογώντας ότι στα 27 χρόνια που έζη σα teteatete με τον Εγγονόπουλο κάθε μέρα τον θαύμαζα πιο πολύ και με γοή τευε και με συγκινούσε πιο έντονα. Όταν δε του το εξέφραζα, μου απαντούσε: «Ποτέ αρκετά!»
Βιβλιογραφία:
ΔΕΣ: https://www.ypsilon.gr/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF% CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE% AD%CF%87%CE%BD%CE%B5%CF%82/%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%BF% CF%82-%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CE%BF%CE%BD%CF%8C%CF%80%CE% | ||||||||
- Μυθολογία / Mythology
40,00 €
- Το Μέτρον: ο Άνθρωπος
20,00 €
- Σχέδια και Χρώματα / Sketches and Colours
ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
- Πεζά Κείμενα
13,00 €
- Ο Καραγκιόζης
6,00 €