Η ποίηση του Τίτου Πατρίκιου την τριακονταετία 1943 – 1973
http://ikee.lib.auth.gr/record/114245/files/lambrou.pdf
ΜΑΘΗΤΕΙΑ ,ΠΗΓΗ:
https://www.sarantakos.com/kibwtos/patrikios16.htm
Ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου (από τη συλλογή "Μαθητεία 1952-1962", Πρίσμα, 1978)
Από την ενότητα "Χρόνια της ασφάλτου": Επιστροφή ενός εξόριστου, Τα λόγια, Η πόλη που γεννήθηκα
Από την ενότητα "Αντιδικίες" Τέλος μιας ηλικίας, Μπαλλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη,
Από την ενότητα "Οι ρίζες κι η βροχή" Οφειλή, Μπροστά στους νεκρούς
Από την ενότητα "Το δάσος και τα δέντρα" (στον Κώστα Κουλουφάκο): Πορεία
Τίτος Πατρίκιος
Οφειλή
Το Ποιημα Ανηκει στη συλλογή Μαθητεία, που περιέχει ποιήματα της περιόδου 1952-1962. Τα δεινά που συσσωρεύει ο ποιητής στους πρώτους στίχους δεν είναι εφευρήματα της φαντασίας του, αλλά χαρακτηριστικά της ταραγμένης εποχής που ακολούθησε στον τόπο μας μετά τον πόλεμο του '40 (Κατοχή - Εμφύλιος).
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει, πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα, δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων, συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες είναι σαν να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω. Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή των άλλων, γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου. Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή κι όσος καιρός μου μένει σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν για να τους ιστορήσω. |
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Με ποιον τρόπο ο ποιητής καταλήγει στα συμπεράσματα που περιέχονται στους 4 τελευταίους στίχους;
- Αν πούμε ότι στο ποίημα υπολανθάνει ένα αίσθημα ενοχής μπορείτε να βρείτε α) από πού απορρέει και β) με ποιες εκφράσεις κυρίως εκδηλώνεται;
- Πώς αντιλαμβάνεται το ρόλο του ο ποιητής;
- Η ποίηση του Πατρίκιου διακρίνεται για τον πεζολογικό της χαρακτήρα. Να δικαιολογήσετε αυτόν το χαρακτηρισμό με βάση το ποίημα.
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ' έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.
Πώς αντιλαμβάνονται ο Πατρίκιος (Οφειλή) και ο Αναγνωστάκης (Στον Νίκο Ε...
Ο Τίτος Πατρίκιος στο ποίημα Οφειλή, με αρκετά στοιχεία πεζολογικής γραφής, καταγράφει το πώς αισθάνεται για το γεγονός ότι ο ίδιος έχει επιζήσει ενός φονικότατου πολέμου, στα πλαίσια του οποίου ο θάνατος επέρχεται από κάθε πιθανή αιτία. Οι άνθρωποι γύρω του πεθαίνουν κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, εκτελούνται, καταδικάζονται σε θάνατο, πεθαίνουν από αρρώστιες ή από την πείνα, σκοτώνονται σε τυχαία (ή όχι και τόσο τυχαία) δυστυχήματα, εκτελούνται από δολοφόνους που έχουν πληρωθεί από εχθρούς ή από φίλους. Ο θάνατος μοιάζει να προετοιμάζεται συστηματικά από κάποιους, ενώ το μόνο που περιμένει τους νεκρούς είναι τυποποιημένοι επικήδειοι, καθώς η υπερβολική παρουσία του θανάτου έχει ψυχράνει τις καρδιές των ανθρώπων.
Ο ποιητής, επομένως, αισθάνεται πως ζει σα να του έχουν χαρίσει τη ζωή, μιας και η σφαίρα που προοριζόταν για εκείνον σκότωσε τελικά κάποιον άλλο, κάποιον συναγωνιστή του. Ο ποιητής θεωρεί ότι ζει ακόμη, γιατί κάποιος άλλος θυσιάστηκε στη θέση του κι αυτή η σκέψη του δημιουργεί έντονα συναισθήματα χρέους και οφειλής απέναντι στους ανθρώπους που σκοτώθηκαν αγωνιζόμενοι για τις ιδέες τους και για την καλυτέρευση της ελληνικής κοινωνίας. Ο ποιητής οφείλει τη ζωή του στους νεκρούς συναγωνιστές και νιώθει πως όσος χρόνος του έχει απομείνει θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την εξύμνηση όλων εκείνων των ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους υπηρετώντας το όνειρο μιας δικαιότερης συνύπαρξης.
Η ποίηση για τον Πατρίκιο είναι το μέσο με το οποίο θα κατορθώσει να αποδώσει την πρέπουσα τιμή στους νεκρούς του εμφύλιου πολέμου, στους ανθρώπους που σκοτώθηκαν αγωνιζόμενοι για τους συνανθρώπους τους.
Με παρόμοιο τρόπο, στα πλαίσια του ίδιου πολέμου και βιώνοντας την κυρίαρχη παρουσία του θανάτου, ο Αναγνωστάκης θεωρεί πως κάποιος πρέπει να μιλήσει για τους φίλους που χάνονται, για τη μητέρα που αναζητά μάταια το παιδί της, για το μικρό παιδί που απομένει μόνο χωρίς τους γονείς του, για τα προδομένα ιδανικά, αλλά και για εκείνους που προσμένουν με αγωνία το βίαιο τέλος της ζωής τους.
Οι δύο ποιητές δεν αφήνουν τη βιαιότητα του πολέμου να κάμψει την ανάγκη τους να καταγράψουν τις απάνθρωπες καταστάσεις που αναγκάστηκαν να ζήσουν και το κυριότερο να μιλήσουν για τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους σ’ έναν αγώνα που αποσκοπούσε στην καλυτέρευση της ζωής των Ελλήνων, αλλά πνίγηκε στο αίμα. Σε αντίθεση με τον Εγγονόπουλο που αισθάνεται πως η ενασχόληση με την ποίηση είναι αταίριαστη σε μια περίοδο τόσων θανάτων και τόσου πόνου, ο Αναγνωστάκης και ο Πατρίκιος πιστεύουν πως η ποίηση μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως μέσο εξύμνησης των ανθρώπων που θυσίασαν τη ζωή τους.
Εγγονόπουλος
"Οφειλή" - Τίτος Πατρίκιος
Ένας από αυτούς ήταν ο Παναγιώτης - δεκαεφτά - δεκαοχτώ χρονών παιδί τότε- που ανέβηκε στον
Ταύγετο. Εκεί συνελήφθη από μια ομάδα Χιτών (οι Χίτες ήταν παρακρατική ομάδα στελεχωμένη κυρίως απο πρώην ταγματασφαλίτες που προσπαθούσαν να αναβαπτισθουν στην εθνική κολυμπήθρα για την συνεργασία τους με τους Γερμανούς, κάνοντας ό,τι ακριβώς και τότε: πλιατσικολογώντας, τρομοκρατώντας και εκτελώντας, μόνο αυτή την φορά στο "όνομα του έθνους") μαζί με καμιά δεκαπενταριά ακόμα άτομα, κυρίως γυναίκες. Αφού τους κράτησαν για κάμποσες μέρες αιχμάλωτους σε ένα αλώνι, τους πήραν απο κει και τους έβαλαν στην σειρά, για να τους μετρήσουν όπως είπαν, στην άκρη ενός μικρού γκρεμού πάνω από ένα ποταμάκι που είχε μικρές λιμνούλες. Ο Παναγιώτης, που κατάλαβε τι θα γινόταν πραγματικά, πήδηξε στο κενό κι αυτό ακριβώς ήταν που τον γλύτωσε. Γιατί την ίδια στιγμή που πηδούσε, οι Χίτες άνοιξαν πύρ και τους εκτέλεσαν όλους και νόμισαν ότι έπεσε κι αυτός από τις σφαίρες. Μέχρι να καταμετρήσουν τα πτώματα και να δουν ότι έλειπες ένας, ο Παναγιώτης είχε το χρόνο να κατορθώσει να διαφύγει .
Σαράντα χρόνια μετά, σε μια εκδρομή στον Ταύγετο για να ψήσουν αρνί, ο ένας έλεγε αστεία, απολάμβανε το φαγητό και το κρασί, "άρμεγε με τα μάτια του το φώς της οικούμένης" (που λεγε κι ο ποιητής). Ο άλλος ήταν σκυφτός,συνοφρυωμένος, με τα μάτια χαμηλωμένα... Μαντέψτε ποιος...
Α! Η ανάρτηση (ως επέκταση στο διήγημα του Ιωάννου "13-12-43") είναι για το ποιήμα του Τίτου Πατρίκιου "Οφειλή"...
Τίτος Πατρίκιος και Μανόλης Αναγνωστάκης: εκλεκτικές συγγένειες (του Ευριπίδη Γαραντούδη)
Ευριπίδης Γαραντούδης [1]
Η μακρά συνοδοιπορία, τόσο η ποιητική όσο και η ιδεολογική, του Μανόλη Αναγνωστάκη, που γεννήθηκε το 1925, και του Τίτου Πατρίκιου, που γεννήθηκε το 1928, κορυφώθηκε και μπορούμε να πούμε ότι κρυσταλλώθηκε σ’ ένα εμβληματικό σημείο διαλόγου μέσα από το ποίημα του Αναγνωστάκη «Επίλογος». Αν και ο «Επίλογος» είναι ένα πολύ γνωστό ποίημα, ας το ξαναθυμηθούμε, για να ξετυλίξουμε εν συντομία το νήμα του διαλόγου του Αναγνωστάκη με τον «φίλο του τον Τίτο»:
Κι όχι αυταπάτες προπαντός.
Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ζω.
«Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,
«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα.»
Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου.Κρίνε για να κριθείς.[2]
Ο «Επίλογος» είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής του Αναγνωστάκη, Ο στόχος, που στο μεγαλύτερο μέρος της συμπεριελήφθη στη συλλογική έκδοση Δεκαοχτώ κείμενα το 1970, στη διάρκεια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Ως επιλογικό ποίημα στην περισσότερο και αμεσότερα πολιτική συλλογή του Αναγνωστάκη και συνάμα ως το θεωρούμενο τελευταίο ουσιαστικά ποίημά του, ο «Επίλογος» λειτουργεί ως μια ποιητική υποθήκη που αναπτύσσει τον προβληματισμό σχετικά με το τι μπορεί να κάνει η ποίηση. Δυστυχώς, σχολιάζει το ποίημα, δεν μπορεί να κάνει κάτι αποτελεσματικό απέναντι στη δύναμη της εξουσίας· ωστόσο προσφέρει τη δυνατότητα της προσωπικής αντίστασης μέσω της έκφρασης της άποψης και της διαμαρτυρίας. Στο κέντρο του «Επιλόγου» τοποθετούνται τα λόγια του φίλου Τίτου. Πρόκειται για στίχους από το ποίημα του Πατρίκιου, «Στίχοι, 2», που γράφτηκε τον Αύγουστο του 1957 και δημοσιεύτηκε στη συλλογή Μαθητεία το 1963:
Στίχοι που κραυγάζουν
στίχοι που ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες
στίχοι που απειλούν την καθεστηκυία τάξη
και μέσα στους λίγους πόδες τους
κάνουν ή ανατρέπουν την επανάσταση,
άχρηστοι, ψεύτικοι, κομπαστικοί,
γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες.
(Ποιες μάζες; Μεταξύ μας τώρα –
ποιοι σκέφτονται τις μάζες;
Το πολύ μια λύτρωση ατομική, αν όχι ανάδειξη.)
Γι’ αυτό κι εγώ δε γράφω πια
για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια
όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια.
Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω
να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή.
Όσο μπορώ, κι όσο κρατήσω.[3]
Το ποίημα του Πατρίκιου βάζει στο στόχαστρό του τους προγραμματικά αισιόδοξους και μαχητικά ορθόδοξους, εναρμονισμένους με την υψηλή ρητορική του Κόμματος, κομμουνιστές ποιητές, τους «δήθεν επαναστάτες», κατηγορώντας τους για αφέλεια ή και υποκρισία.[4] Από την ανάγνωση του «Στίχοι, 2» γίνεται φανερό ότι ο Αναγνωστάκης στον «Επίλογο» διαλέγεται συνολικά με το ποίημα του φίλου του, υιοθετώντας και προεκτείνοντας τον προβληματισμό του Πατρίκιου από την εποχή της μεταπολεμικής-μετεμφυλιακής Ελλάδας και του ψυχρού πολέμου στα σκληρά χρόνια της νεότερης ιστορικής περιπέτειας, της δικτατορίας. Και στα δύο ποιήματα, λοιπόν, η διαπίστωση της αδυναμίας της ποίησης είναι πικρή, αλλά πεισματική συνάμα ορθώνεται, απέναντι στην κάθε φορά αντίξοη κοινωνική πραγματικότητα, η οφειλή του χρέους της αλήθειας και της προσωπικής αντίστασης. Έτσι και τα δύο ποιήματα κάθε άλλο παρά εκφράζουν ηττοπάθεια, αλλά την επίγνωση μιας πραγματικότητας που οι ποιητές οφείλουν να αντιπαλέψουν.[5]
Με σημείο αφετηρίας τον διάλογο μεταξύ δύο πολιτικών ποιητών και φίλων και σε απόσταση έξι δεκαετιών από το «Στίχοι, 2» του Πατρίκιου και σχεδόν πέντε δεκαετιών από τον «Επίλογο» του Αναγνωστάκη, αξίζει σήμερα να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσά τους, δεδομένου μάλιστα ότι διαθέτουμε την εποπτεία του χρόνου που πέρασε. Πριν σχολιάσω τις συγγένειες, υπάρχει μια εξόφθαλμη διαφορά που σκόπιμο είναι να μην μείνει ασχολίαστη: Από τη μια πλευρά η ολιγογραφία του Αναγνωστάκη, από την άλλη η πολυγραφία του Πατρίκιου. Τα ποσοτικά δεδομένα είναι αναντίρρητα. Το ποιητικό έργο του Αναγνωστάκη εκτείνεται σε περίπου 90 όλα κι όλα ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1941-1970 και συγκεντρωμένα στην έκδοση Ποιήματα, 1941-1971 (1971), ενώ τα δύο μικρά μεταπολιτευτικά βιβλία του, Το περιθώριο ’68-’69 (1979) και ΥΓ. (1992), περιέλαβαν σύντομες το πρώτο και πολύ σύντομες το δεύτερο αυτοβιογραφικού τύπου εγγραφές. Αντιθέτως, μεγάλο μέρος της ποίησης του Πατρίκιου συγκεντρώθηκε σε τέσσερις τόμους Ποιημάτων, που οι τρεις πρώτοι καλύπτουν το έργο της περιόδου 1943-1973,[6] ενώ ο τέταρτος τα ποιήματα των χρόνων 1988-2002.[7] Κάνοντας, λοιπόν, μια σχηματική σύγκριση, διαπιστώνουμε ότι στον χρόνο της συνοδοιπορίας των δύο ποιητών μέχρι το τέλος της δικτατορίας το έργο του Πατρίκιου είναι τουλάχιστον τριπλάσιο σε έκταση σε σύγκριση με εκείνο του Αναγνωστάκη. Δεδομένου μάλιστα ότι ο Πατρίκιος παρέμεινε ποιητικά ενεργός στα χρόνια της μεταπολίτευσης, αφενός δημοσιεύοντας πολλά ανέκδοτα μεταπολεμικά ποιήματά του και αφετέρου γράφοντας και δημοσιεύοντας αρκετά ποιητικά βιβλία και μετά το 2002,[8] όπως και παραμένει ποιητικά δραστήριος στη σύγχρονή μας εποχή της κρίσης, το ποιητικό έργο του είναι αρκετές ακόμα φορές μεγαλύτερο από εκείνο του Αναγνωστάκη, χωρίς μάλιστα να συνυπολογιστεί και η άλλη συγγραφική δημιουργική όψη του Πατρίκιου, η όψη των αφηγηματικών (ημερολογιακών, αυτοβιογραφικών, δοκιμιακών) κειμένων του.[9]
Αν είχε νόημα αυτή η σύγκριση με το ζύγι της ποσότητας είναι επειδή δίνει την αφορμή να επισημανθεί μια καίρια διαφορά ανάμεσα στους δύο ποιητές, η διαφορά της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας τους. Συγκεκριμένα, ο Αναγνωστάκης ήταν ένας πολύ αυστηρά αυτοκρινόμενος ποιητής που υπέβαλε την ποιητική λειτουργία του σε μια διαδικασία πολλαπλών μηχανισμών ελέγχου και, όπως έδειξαν τα μεταπολιτευτικά αυτοβιογραφικού τύπου ποιήματά του, σε μια διαδικασία συμπύκνωσης ή αφαίρεσης, αφαίρεσης που έτεινε να φτάσει μέχρι τη σιωπή. Γι’ αυτό και το έργο του είναι υφολογικά συνεκτικό κι έχει ένα εκφραστικό στίγμα που μπορούμε να αναγνωρίσουμε ως διακριτά δικό του. Ο Πατρίκιος, αντίθετα, ήταν και παραμένει ένας ποιητής που αφήνεται πολύ περισσότερο ελεύθερος στο κάλεσμα της ποίησης, ελέγχοντας πολύ λιγότερο τον εαυτό του. Δεν υπονοώ πάντως ότι η ποιητική ολιγογραφία λειτουργεί ως προτέρημα κι η ποιητική πολυγραφία ως ελάττωμα. Ίσως αυτή η διαφορετική ιδιοσυγκρασία επηρεάστηκε από το γεγονός ότι ο Πατρίκιος μαθήτευσε, την εποχή ιδίως των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, στο ποιητικό εργαστήρι του Γιάννη Ρίτσου – βέβαια η μαθητεία αυτή μειώθηκε με το πέρασμα του χρόνου και με την κατάκτηση της ποιητικής ωριμότητας. Παράλληλη με αυτή του Πατρίκιου ως προς τη μαθητεία στο εργαστήρι του Ρίτσου και την πολυγραφία είναι η περίπτωση του Τάσου Λειβαδίτη. Σε συνδυασμό με την πολυγραφία του Πατρίκιου λειτουργεί και η υφολογική πολυτροπία του· η άφεσή του, με άλλα λόγια, σε εκφραστικές και θεματικές μετατοπίσεις που, χωρίς να αναιρούν την ύπαρξη ενός κέντρου, δείχνουν την εξακτίνωση αυτού του κέντρου προς διάφορες κατευθύνσεις, π.χ. άλλοτε τη λυρική και άλλοτε τη δραματική ποίηση, άλλοτε την ερωτική κι άλλοτε την κοινωνική ποίηση. Οι μετατοπίσεις αφορούν και στη μορφή, η οποία διακυμαίνεται μέσα στον χρόνο από τα μεγάλα συνθετικά ποιήματα μέχρι τα μικρά ολιγόστιχα ποιήματα. Παράλληλα, η υφολογική πολυτροπία του Πατρίκιου ήταν και είναι εύλογη απόρροια της μακράς διαδρομής του ως ποιητή μέσα στον ιστορικό χρόνο που αλλάζει και ώς ένα σημείο αλλάζει και τους ανθρώπους, μέσα στο διάστημα μάλιστα 74 ετών, από το 1943 μέχρι σήμερα.
Ανατρέχοντας, στη συνέχεια, στη βασική εποχή της συνοδοιπορίας Πατρίκιου και Αναγνωστάκη, στα μεταπολεμικά χρόνια, η συγγένειά τους είναι ιδιαίτερα έκδηλη και σε μεγάλο βαθμό ήδη διαπιστωμένη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκείνοι που προσέδωσαν στην πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά το ειδοποιό χαρακτηριστικό της μεταπολεμικότητας είναι οι πολιτικοί ποιητές της. Οι πολύ γνωστοί και εμβληματικοί στίχοι του Αναγνωστάκη, «Όμως εγώ / δεν παραδέχτηκα την ήττα», στίχοι που συμπυκνώνουν απολογιστικά την άμεση εμπλοκή των πολιτικών ποιητών της γενιάς με τη σύγχρονή τους ιστορική εμπειρία, μπορούν να παραβληθούν με πολλούς ομοιόθεμους και ανάλογης διάθεσης στίχους και ποιήματα του Πατρίκιου. Η ιδεολογική σύμπραξη και η ένταξη του Αναγνωστάκη και του Πατρίκιου, όπως και των περισσότερων πολιτικών ποιητών της γενιάς τους, στην Αριστερά επέφερε οδυνηρές επιπτώσεις στη ζωή τους: διώξεις, φυλακίσεις, μιαν ανεκτέλεστη καταδίκη σε θάνατο (στην περίπτωση του Αναγνωστάκη), εξορίες, κοινωνικό στιγματισμό και άλλους αποκλεισμούς. Η αντίσταση, ωστόσο, και των δύο ποιητών και φίλων στην ήττα, που δεν αφορούσε στενά τη στρατιωτικοπολιτική έκβαση της εμφύλιας διαμάχης αλλά την αίσθηση της έκπτωσης και του διασυρμού κάθε ανθρώπινης αξίας, αποτέλεσε το βαθύτερο δημιουργικό κίνητρο και τον ουσιαστικό συνεκτικό πυρήνα του έργου τους. Ο προσδιορισμός της κοινωνικής ταυτότητας του «επιζώντα»[10] και η διατήρηση του αυθεντικού χαρακτήρα της ιδεολογικής πίστης τους έγινε η βασική μέριμνα και αποτέλεσε ένα από τα κύρια θέματά τους. Παράλληλα η κρίση που προκλήθηκε στον κομματικό μηχανισμό της Aριστεράς, ως απόρροια της ήττας της πολιτικής παράταξης, λειτούργησε ως θεματικός ιστός της ποίησής τους. Βασικά θεματικά γνωρίσματα της ποίησης τόσο του Αναγνωστάκη όσο και του Πατρίκιου είναι η απολογιστική στάση ως προς το παρελθόν και η διάθεση για επανέλεγχο της ιστορίας, με γνώμονα το ερώτημα αν τα πράγματα συνέβησαν σωστά ή αν θα μπορούσαν να είχαν συμβεί αλλιώς. Γι’ αυτό είναι εύστοχη η επισήμανση του ποιητή και κριτικού Πάνου Θασίτη ότι οι πολιτικοί ποιητές της γενιάς του όχι μόνο βίωσαν αλλά και εξέφρασαν σταθερά τον «κοινωνικό πόνο»[11] – ο Αναγνωστάκης ηπιότερα και κρυπτικότερα, ο Πατρίκιος αμεσότερα και εντονότερα. Η πεισματική αντίσταση και των δύο ποιητών στην «ήττα», ανεξάρτητα από τους εκφραστικούς τρόπους και τις τεχνοτροπικές τάσεις με τις οποίες εκδηλώθηκε, συγκρότησε ποιητικά έργα που διακρίνονται για το ακλόνητο ήθος και τον ανθρωπισμό τους. Για τους πολιτικούς ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, και με σημείο αναφοράς το έργο τριών από αυτούς, του Άρη Αλεξάνδρου, του Αναγνωστάκη και του Πατρίκιου, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης το 1976 πρότεινε τον εύστοχο όρο «ποιητική και πολιτική ηθική».[12] Ο όρος αυτός σημαίνει ότι ο τρόπος έκφρασης αυτών των ποιητών είναι ομοούσιος και αδιαίρετος από την πολιτική ηθική τους, επειδή αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους όχι ως άτομο αλλά ως ενεργό πολίτη που διεκδικεί τη δημόσια παρουσία του μέσα σε μια ταραγμένη εποχή.
Τα βασικά χαρακτηριστικά, λοιπόν, της μεταπολεμικής εποχής, αποτυπωμένα στην προσωπική περιπέτεια τόσο του Αναγνωστάκη όσο και του Πατρίκιου, μεταπλάστηκαν σταδιακά στην ποίησή τους: το ιδεολογικό όραμα ενός κοινωνικά δικαιότερου κόσμου στην αρχή και η σκληρή διάψευση του οράματος στη συνέχεια, οι απηνείς πολιτικές διώξεις (όπως θεματοποιήθηκαν στη λεγόμενη «ποίηση της δοκιμασίας») και οι κατοπινές δυσκολίες επανένταξης στην κοινωνική ζωή, η βαθμιαία αμφισβήτηση των καταπιεστικών μηχανισμών του αριστερού κομματικού χώρου, η προσπάθεια για τη διατήρηση μιας αριστερής ιδεολογικής ταυτότητας προσαρμοσμένης στις νέες συνθήκες, η μαχητική και αξιοπρεπής προσωπική στάση απέναντι στη δικτατορία. Όσο κι αν στο έργο του Πατρίκιου είναι πολύ πιο διακριτή απ’ ό,τι στο έργο του Αναγνωστάκη μια πρώτη, πολιτικά «στρατευμένη» φάση, η μεταπολεμική ποίηση του Πατρίκιου μπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους, την πολιτική και τη μεταπολιτική, που ωστόσο βρίσκονται σε παλινδρομική και διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, όπως πολύ εύστοχα έδειξε ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος.[13] Το ίδιο πιστεύω ότι ισχύει και για τη μεταπολεμική ποίηση του Αναγνωστάκη. Εντέλει, η πολιτική ηθική τόσο του Αναγνωστάκη όσο και του Πατρίκιου συγκροτήθηκε στη βάση του διανοούμενου που εντάχτηκε και παρέμεινε στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, χωρίς όμως να συντάσσεται άκριτα και άβουλα με την κομματική ηγεσία. Παράλληλα ως ανήσυχοι δημιουργοί και οι δύο αφομοίωσαν, παρά τις μεταξύ τους αποκλίσεις, τα διδάγματα της μοντέρνας ποιητικής παράδοσης και τα μετέφεραν στο έδαφος του κοινωνικού ρεαλισμού, συνδυάζοντάς τα με την ειρωνεία του Καβάφη και την αυτοσαρκαστική διάθεση του Καρυωτάκη.
Διαβάζοντας, πάντως, την ποίησή τους σήμερα αντιλαμβανόμαστε ότι ο όρος «πολιτικός ποιητής» τους περιορίζει αμφότερους. Όπως ήδη επισημάνθηκε, ο Αναγνωστάκης, που θεωρήθηκε τόσο κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής όσο και τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, ως πολιτικός ποιητής κατά βάθος είναι (και) ένας γνήσια υπαρξιακός ποιητής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Νάσο Βαγενά, ο Αναγνωστάκης είναι κατά βάθος υπαρξιακός ποιητής, καθώς «αντιμετωπίζει την ιδεολογική παρακμή ως επιμέρους, δραματική, πτυχή μιας γενικότερης και τραγικής πτώσης».[14] Το ίδιο ακριβώς πιστεύω ότι ισχύει και για την ποίηση του Πατρίκιου, όπου η όσμωση του πολιτικοκοινωνικού και του υπαρξιακού στοιχείου, η σύνδεση της συλλογικότητας με την ατομικότητα, η συνύπαρξη της ψυχοσυναισθηματικής εσωστρέφειας και της ιδεολογικής εξωστρέφειας διαπερνούν ολόκληρο το έργο του, ήδη από τη νεότητά του. Σήμερα είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε καλύτερα από ό,τι στα μεταπολεμικά χρόνια, επειδή η ανάγνωσή μας δεν περιορίζεται από τον φακό της ιδεολογικής ορθότητας, ότι και ο Αναγνωστάκης και ο Πατρίκιος εξέφρασαν τον ιδεολογικό και κοινωνικό προβληματισμό τους σταθερά μέσα από τον υπαρξιακό αντίκτυπό του. Πιστεύω ότι ο Αναγνωστάκης επιλέγοντας να αναφέρει και να τιμήσει στον «Επίλογό» του ειδικά τον Τίτο Πατρίκιο, αναγνώρισε συνολικά τη σύνθετη και πολύπλευρη συνοδοιπορία τους στα μεταπολεμικά χρόνια.
Αλλά μεγαλύτερη ίσως σημασία έχει να αναλογιστούμε τι απέγινε η συνοδοιπορία Πατρίκιου και Αναγνωστάκη στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην εποχή της μεταπολίτευσης, τουλάχιστον στο διάστημα όσο ο Αναγνωστάκης ζούσε, που δεν ήταν μικρό, σχεδόν τρεις δεκαετίες, από το 1974 μέχρι τον θάνατό του, το 2005. Εκ πρώτης όψεως σχηματίζεται η εικόνα του τέλους της συνοδοιπορίας και της μεταξύ τους απόκλισης. Από τη μια πλευρά, ο Αναγνωστάκης υιοθέτησε τη στάση που ονομάστηκε και πολλαπλά σχολιάστηκε ως «σιωπή», την αποχή του, με άλλα λόγια, από τη γραφή ποιημάτων. Από την άλλη πλευρά, στα ίδια χρόνια ο Πατρίκιος φαίνεται να υιοθετεί, εκ πρώτης όψεως, την αντίθετη στάση μιας διαρκούς ποιητικής παρουσίας. Πράγματι, όμως, υπήρξε μια ουσιαστικά διαφορετική στάση των δύο ποιητών; Δεν νομίζω, όπως θα προσπαθήσω να δείξω. Η λεγόμενη «σιωπή» του Αναγνωστάκη υπερτονίστηκε και έτσι ώς ένα σημείο λειτούργησε ως δείκτης της θετικής αξιολόγησης του έργου του, θεωρημένου στη βάση πρωτίστως ιδεολογικών κριτηρίων. Η αλήθεια είναι ότι ο Αναγνωστάκης δεν σώπασε τόσο όσο θεωρήθηκε ότι σώπασε. Και δεν σώπασε επειδή, ως συνέχεια της ποιητικής μεταπολεμικής ολιγογραφίας τους, υπήρξαν τα δύο μικρά μεταπολιτευτικά βιβλία του, Το περιθώριο ’68-’69 και το ΥΓ., ακόμα κι αν τα διαβάσουμε ως κατάδειξη των αιτιών για τις οποίες σίγησε ο ποιητικός λόγος του, από τη στιγμή που ο φορέας του συνέχιζε να ζει, αλλά δεν μπορούσε να προσαρμοστεί σε μια εποχή ξένη στην πραγματική του ανθρώπινη ταυτότητα. Κυρίως, όμως, ο Αναγνωστάκης δεν σώπασε καθώς έγραψε και εξέδωσε το 1987 το δοκίμιό του Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του.[15] Στο απολαυστικό αυτό «δοκιμιακό σχεδίασμα», όπως το ονόμασε, αποκάλυψε μια σημαντική, λανθάνουσα ποιητική όψη του. Επινοώντας ένα φανταστικό πρόσωπο, τον Μανούσο Φάσση, ο Αναγνωστάκης τού απέδωσε, μέσα από ένα σατιρικό δοκίμιο, έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ποιημάτων που έγραψε ο ίδιος, μια σειρά από ιδιωτικά στιχουργήματα, όπου εκμεταλλεύεται την παραδοσιακή μετρική φόρμα και τις ομοιοκαταληξίες και προβάλλει ένα πηγαίο χιούμορ. Επιπλέον, με το ίδιο δοκίμιο ο Αναγνωστάκης άσκησε, μέσα από τη σάτιρα, αναδρομική και συγκαιρινή κριτική στην επικρατούσα, συμβατική και μονοδιάστατη ανάγνωσή του ως σοβαρού πολιτικού ποιητή, ως της ζωντανής ποιητικής συνείδησης της ελληνικής Αριστεράς. Αν μετά το 1987 και για τα υπόλοιπα 18 χρόνια της ζωής του ο Αναγνωστάκης σώπασε, αυτή η σιωπή είναι καταχρηστικό να ερμηνεύεται ως ιδεολογική στάση και πρέπει να αποδοθεί στην ιδιοσυγκρασία του, που αιτιολογεί και την ολιγογραφία του στα μεταπολεμικά χρόνια.
Με τη γραμμένη στην εποχή της μεταπολίτευσης ποίησή του ο Πατρίκιος αντικρίζει, στην ώρα της ηλικιακής και ποιητικής ωρίμανσής του, τον πρωτεϊκό χαρακτήρα της ποιητικής δημιουργίας· με άλλα λόγια, την ανάγκη, αναζητώντας την ποιητική του αλήθεια, να απεκδυθεί τα παλιά πρόσωπα και προσωπεία της ποίησής του, να αναζητήσει τη νέα ταυτότητά της, αυτήν που υπαγόρευσαν οι νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Κι αυτό κατορθώνεται με προαγωγή θεμάτων και μορφών που είχαν ήδη κατατεθεί στο παλαιότερο έργο του, αλλά που τώρα γνωρίζουν μιαν εντελή μετατροπή και μια νέα μορφοποίησή τους. Ο τόνος αλλάζει. Ο εξημμένος ή και οργισμένος, πικρόχολος και ενίοτε μεταφορικός λόγος των μεταπολεμικών ποιημάτων παραχωρεί τη θέση του σε έναν γυμνό από ψιμύθια και εμπράγματο, ήπιο, οικείο και νηφάλιο λόγο, που προσδέχεται το ύφος μιας κουβεντιαστής και συχνά απευθυνόμενης εις εαυτόν συνομιλίας. Ο διδακτισμός και η αντίδικη διάθεση των μεταπολεμικών ποιημάτων μετατρέπονται σε έναν λόγο που γίνεται εσωστρεφής, αυτοεξομολογητικός και αυτοσχολιαστικός. Το γνωστό από παλιά στοιχείο της ειρωνείας και του σαρκασμού, χωρίς να χάνει τους δημόσιους στόχους του, μεταλλάσσεται σ’ έναν χαμηλότονο, υπονομευτικό αυτοσαρκασμό. Ο Πατρίκιος, ασκώντας πλέον μια ειρωνική διάθεση πιο διακριτική και διαβρωτική, γίνεται και ο ίδιος θύμα της ειρωνείας που ασκεί. Το διανοητικό στοιχείο παραμένει έντονο, όπως και στην παλαιότερη ποίησή του, αλλά τώρα ενισχύονται περισσότερο τα ίχνη των εντοπισμένων σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο προσωπικών βιωμάτων, από ταξίδια, έρωτες, αναγνώσματα, ως η κύρια θεματική ύλη των ποιημάτων του.[16]
Πιστεύω ότι με το μεταπολιτευτικό έργο τους τόσο ο Πατρίκιος όσο και ο Αναγνωστάκης συνέχισαν, με λιγότερο ορατό τρόπο, τη συνοδοιπορία τους, καθώς πέρασαν σε μία νέα φάση, όπου η πολιτική και ποιητική ηθική τους, όπως προσδιορίστηκε από τον Μαρωνίτη για το μεταπολεμικό έργο τους, άλλαξε. Σε ό,τι αφορά τον Πατρίκιο η αλλαγή γίνεται με λιγότερο εξόφθαλμο αλλά ίσως πιο δραστικό τρόπο απ’ ό,τι στον Αναγνωστάκη (κυρίως με το δοκιμιακό σχεδίασμά του για τον Φάσση). Συγκεκριμένα, η ποιητική πράξη του Πατρίκιου, που παλαιότερα οριζόταν σε άμεση σύνδεση με την κοινωνική ένταξη και την πολιτική δράση, παραχωρεί τώρα τη θέση της σε ένα ποιητικό απολογισμό που αποτιμά το τίμημα, θετικό και αρνητικό, του ενεργού πολιτικού παρελθόντος, και τελικά διατρανώνει την πίστη στη στάση ενός πάντα ενεργού, αλλά και αποξενωμένου από την πολιτική δράση, ερωτηματικά αμήχανου και εναγώνια υποψιασμένου διανοούμενου. Κάποιες στιγμές διαπιστώνει συντελεσμένη πια την έκπτωση των ιδεολογικών οραμάτων του – κάποτε και την επιμελώς καλυμμένη φενάκη τους, και κάποιες άλλες εκτιμά βέβαια θετικά την παρελθούσα πολιτική του σύμπραξη, αλλά απολυτρώνεται από το φάσμα του χαμένου οράματος, υιοθετεί τη διαλλακτικότητα ως μια νέα στάση ζωής, αντιλαμβάνεται την ιδεολογικά κατευθυνόμενη και πλασματική διάκριση καλού-κακού ή και τον πειρασμό να δικαιώσει την αντιηρωική στάση. Η όποια μάχη δίνεται πλέον στο πεδίο της ποίησης, και αν η μάχη αυτή κερδίζεται είναι επειδή διατηρείται το ήθος της ειλικρίνειας και η τόλμη να καταξιώνεται ποιητικά ακόμα και η ηττοπάθεια.
Ως δείγμα αυτής της νέας, όψιμης ποιητικής και πολιτικής ηθικής του Πατρίκιου, θα παραθέσω, αντί επιλόγου, το ποίημα «Στίχοι, 3», ακριβώς επειδή διαλέγεται, από απόσταση 25 χρόνων, με το ποίημα «Στίχοι, 2»:
Κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα
είχα γράψει πριν από χρόνια
κι ως σήμερα μου το καταλογίζουν.
Όμως οι στίχοι κάνουν τη δική τους τη δουλειά
δείχνουν τα καθεστώτα, τα κατονομάζουν
ακόμα κι όταν πάνε να εξωραϊστούν
ν’ ανακαινίσουν λίγο τη βιτρίνα
ν’ αλλάξουν επωνυμία και ταμπέλα.
Μάλιστα οι στίχοι κάποτε πετυχαίνουν
σ’ απρόσμενες στάσεις τους ηγέτες
βέβαιους πως κανένας δεν τους βλέπει
με σώβρακο κιτρινισμένο κι ανοιχτό
πριν φορέσουν περισκελίδα ή παντελόνι
με καλαμένια πόδια παντόφλες στραβοπατημένες
πριν βάλουν μπότες ή σκαρπίνια
με την κοιλιά να ξεχειλάει πριν τη ρουφήξουν
για να κουμπώσουν το αμπέχονο ή το σακάκι
με τις μασέλες αφημένες στο ποτήρι
πριν ξαναπροβάρουν τον ιστορικό τους λόγο
με τα προγούλια τους να κρέμονται, τις λάπες
πριν θεληματικό υψώσουν το πηγούνι
πριν ατενίσουν πάντα νέοι το μέλλον.
Οι στίχοι δεν ανατρέπουν καθεστώτα
μα σίγουρα ζούνε πιο πολύ
απ’ όλες τις καθεστωτικές αφίσες.[17]
Το ποίημα «Στίχοι, 3», σύμφωνα με την ένδειξη που το ακολουθεί, γράφτηκε στις 20 Νοεμβρίου 1982, τον δεύτερο χρόνο ύστερα από την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ και την τότε περίφημη άνοδο του λαού στην εξουσία. Αν στην περιγραφή των ηγετών διακρίνεται, κάπου στο βάθος, η τότε ισχυρή μορφή του Ανδρέα Παπανδρέου,[18] η μορφή που συνεπήρε και τα δικά μου νιάτα, μήπως στη σημερινή ανάγνωση του ποιήματος δημιουργούνται άλλοι συνειρμοί, μήπως αχνοφαίνεται η μορφή ενός σύγχρονου ηγέτη, απ’ όσους «ατενίζουν πάντα νέοι το μέλλον»; Ένα ερώτημα όπως αυτό βρίσκεται στην αφετηρία για τη γραφή ενός ακόμα ποιήματος, μακάρι από τον Τίτο Πατρίκιο, του ποιήματος «Στίχοι, 4».
[1] Συνεπτυγμένη μορφή αυτής της μελέτης διαβάστηκε στην εκδήλωση «Κι όπως έλεγε ο φίλος μου ο Τίτος… Αφιέρωμα στον ποιητή Τίτο Πατρίκιο», Ρούστικα Ρεθύμνου, 2 Αυγούστου 2017, που διοργανώθηκε από τον Πανελλήνιο Όμιλο Φίλων του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, σε συνεργασία με το Πνευματικό-Πολιτιστικό Κέντρο Ρουστίκων «Ανέστης και Μανόλης Αναγνωστάκης» και τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ρουστίκων.
[2] Μανόλη Αναγνωστάκη, Τα ποιήματα, Θεσσαλονίκη 1971, Αθήνα, Πλειάς 198010, σ. 167.
[3] Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, ΙΙ, 1953-1959. Τέλος του καλοκαιριού, Τα κοιτάσματα του χρόνου, Αντιδικίες, Μαθητεία, Αθήνα, Κέδρος 1998, σ. 178, με την ένδειξη κάτω από το ποίημα «Αύγουστος 1957». Πρώτη δημοσίευση στη συλλογή Μαθητεία, Αθήνα, Πρίσμα 1963.
[4] Διεξοδική εξέταση του ποιήματος «Στίχοι, 2» και επισήμανση των συνθηκών και των κινήτρων που το γέννησαν, βλ. στη μελέτη του Βασίλη Λέτσιου, «“Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα / Κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες”: Ο “μη πολιτικός” Τίτος Πατρίκιος», Πόρφυρας, τχ. 150, Ιανουάριος-Μάρτιος 2014, σ. 357-366. Η φράση «δήθεν επαναστάτες» είναι του Λέτσιου.
[5] Ο Λέτσιος, ό.π., σ. 362, που συνεξετάζει τα ποιήματα «Στίχοι, 2» και «Επίλογος», εύστοχα σκέφτεται ότι ο Αναγνωστάκης επιλέγει να αναφέρει τους στίχους του Πατρίκιου κάνοντάς τον έτσι παρών στον τόμο Δεκαοχτώ κείμενα, με δεδομένο ότι ο Πατρίκιος δεν συμμετείχε σ’ αυτόν τον συλλογικό τόμο, καθώς εκείνη την εποχή ήταν αυτοεξόριστος στο εξωτερικό.
[6] Βλ. Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, Ι, 1943-1953. Πρώτα ποιήματα, Επιστροφή στην ποίηση, Largo, Μεγάλο γράμμα, Ασκήσεις, Χωματόδρομος, Χρόνια της πέτρας, Αθήνα, Κέδρος 1998, σσ. 251· Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, ΙΙ, 1953-1959, ό.π., σσ. 221· Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, ΙΙΙ, 1959-1973. Μαθητεία ξανά, Θάλασσα επαγγελίας, Παραμορφώσεις, Προαιρετική στάση, Αθήνα, Κέδρος 1998, σσ. 186.
[7] Βλ. Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, IV, 1988-2002. Αντικριστοί καθρέφτες, Η ηδονή των παρατάσεων, Η αντίσταση των γεγονότων, Η πύλη των λεόντων, Αθήνα, Κέδρος 2007, σσ. 223. Μέσα στο φθινόπωρο του 2017 θα εκδοθεί νέα επίτομη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Πατρίκιου από τις εκδόσεις Κίχλη.
[8] Συγκεκριμένα, μετά το 2002 εκδόθηκαν τα ποιητικά βιβλία του: Η νέα χάραξη, Αθήνα, Κέδρος 2007, 20082, 20103· Λυσιμελής πόθος, Αθήνα, Καστανιώτης και Διάττων 2008, Κίχλη 20142· Το σπίτι, Θεσσαλονίκη, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Καλώς Κείμενα 1 2011· Συγκατοίκηση με το παρόν, Αθήνα, Κέδρος 2011, 20122· Σε βρίσκει η ποίηση, Αθήνα, Εκδόσεις Κίχλη 2012, 20132, 20143.
[9] Τα βιβλία του Πατρίκιου με αφηγηματικά κείμενα είναι: Η συμμορία των δεκατριών, Αθήνα, Διάττων 1990, Κέδρος 20022· Συνεχές ωράριο, Αθήνα, Διάττων 1993, Κέδρος 20002· Στην ίσαλο γραμμή, Αθήνα, Κέδρος 1997, 19982, 19993· Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες, Αθήνα, Κέδρος 2006, 20072· Ο πειρασμός της νοσταλγίας. Σημειώσεις καθημερινότητας, Αθήνα, Εκδόσεις Κίχλη 2015.
[10] Σύμφωνα με το βασικό υπαρξιακό θέμα που επισήμανε η Δώρα Μέντη, «Tο θεματικό μοτίβο του “επιζώντος” στην ποίηση του Mανόλη Aναγνωστάκη», Aντί, τχ. 537-538, 1993, σ. 79-84.
[11] Βλ. Πάνος Θασίτης, «Κοινωνικοί προσδιορισμοί στην ποίηση», Επτά δοκίμια για την ποίηση, Αθήνα, Κέδρος 1979, σ. 72. Η πρώτη δημοσίευση έγινε το 1966.
[12] Βλ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά: Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Αθήνα, Κέδρος 1995. Πρώτη δημοσίευση σε επιφυλλίδες τα έτη 1975-1976.
[13] Βλ. Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Τίτος Πατρίκιος, ποιητής πολιτικός και μεταπολιτικός», στον συλλογικό τόμο Για τον Πατρίκιο, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη 2016, σ. 13-32. Ο Ραυτόπουλος διευκρινίζει: «Λέω “μεταπολιτική” […] με τη γενικότερη έννοια του λόγου πάνω στον ανθρώπινο βίο και τη συμβίωση σε εποχή ιστορικής παρουσίας συντριπτικής, δηλαδή σε εποχή τραγωδίας, που αφήνει μια χαοτική συνείδηση» (σ. 27). Και προσθέτει: «Δεν υπάρχει καθαρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο περιόδους (πολιτική – μεταπολιτική), αλλά παλινδρόμηση και διαλεκτική σχέση» (σ. 27).
[14] Νάσος Βαγενάς, «Ξαναδιαβάζοντας τον Αναγνωστάκη», Το Βήμα, 17 Απριλίου 1994. Αναδημοσίευση: Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Αθήνα, Στιγμή 1994, σ. 125-132.
[15] Βλ. Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, Δοκιμιακό σχεδίασμα του Μανόλη Αναγνωστάκη, Αθήνα, Στιγμή 1987, σσ. 141. Βλ. σχετικά τη μελέτη μου «Tα ποιήματα του Mανούσου Φάσση και η παιδική ασθένεια της έμμετρης ποίησης», Πόρφυρας, τχ. 86, Aπρίλιος-Iούνιος 1998, σ. 615-631. Σε εμπλουτισμένη μορφή στο βιβλίο μου, Από τον μοντερνισμό στη σύγχρονη ποίηση (1930-2006), Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2007, σ. 91-. Τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί αρκετές μελέτες για τον Μανούσο Φάσση.
[16] Οι παρατηρήσεις αυτές πρωτοδιατυπώθηκαν στη βιβλιοκρισία μου για το βιβλίο του Πατρίκιου, Αντικριστοί καθρέφτες, Η λέξη, τχ. 87, Σεπτέμβριος 1989, σ. 840-843, αλλά πιστεύω ότι σε μεγάλο βαθμό ισχύουν για το σύνολο της ποιητικής παραγωγής του Πατρίκιου από την αρχή της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα. Για την εξέλιξη της ποίησης του Πατρίκιου μέσα στον χρόνο, με κύριο γνώμονα ή «ενιαία μήτρα εκπόρευσης και συγκρότησης την προβληματική μιας πολιτικής ανρθωπολογίας», βλ. Παναγιώτης Νούτσος, «Τ. Πατρίκιος: Από την παλαιότερη στη νεότερη ποίησή του», στον συλλογικό τόμο Για τον Πατρίκιο, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη 2016, σ. 79-88. Βλ. επίσης του ίδιου το βιβλίο Κοινωνία, πολιτική στράτευση και ποίηση. Για τον Τίτο Πατρίκιο, Αθήνα, Σαββάλας 2006.
[17] Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, IV, 1988-2002, ό.π., σ. 34. Το ποίημα δημοσιεύτηκε στη συλλογή, Αντικριστοί καθρέφτες, το 1988.
[18] Βλ. τον σχολιασμό του ποιήματος από τον Βασίλη Λέτσιο, ό.π., σ. 363-364, όπου το ποίημα συσχετίζεται με τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες του 1982, στη βάση μιας αναφοράς του Πατρίκιου σε δήλωση της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μαρκούρη.
Από τη συλλογή "Ποιήμα
τα Α'
(1943-1959)
(το πρώτο ποίημα τού Τ. Πατρίκιου 16
Τίποτα κρυμμένο δε μένει.
Κόψε σκληρά τους δεσμούς
που σφιχτά είναι δεμένοι.
Κι αν βρεις; Μηδέν.
Με το χρόνο ρουτίνα θα γίνει.
Να χάσεις πρέπει αν θες
μια θύμηση παντοτινή να μείνει.
Από τη συλλογή "Χρόνια τής πέτρας" 1953-1954
ΕυγνωμοσύνηΩ, τα μαλλιά σου… καθώς τα χτένιζες, άπλωνε γύρω μας ένα δασάκι λεμονιές. Λέγαμε: «Τι τα θέλει αυτά, μέσα στις πέτρες και τ᾿ αλάτι που σφίγγεται η ζωή μας.» Όμως κρυφά σ᾿ ευγνωμονούσαμε. Και τράβαγε η ματιά μας νικημένη τού λαιμού σου την απρόσιτη ανηφοριά ώσπου χανότανε στα φωτεινά μαλλιά σου. Κι όταν το βράδυ ανάβλυζαν απ᾿ το λευκό σου μαξιλάρι και πλημμυρίζαν τούς γυμνούς σου ώμους εμείς το νιώθαμε από τη μοναξιά μας που λιγόστευε. | ΣυλλαβέςΚι ό,τι μ᾿ απόμεινε απ᾿ το πέρασμά σου σιγά σιγά ο χρόνος το λειαίνει σαν ένα βότσαλο τής ποταμιάς. Μονάχα πια για τ᾿ όνομά σου είμαι σίγουρος. Κι όλο το λέω, το ξαναλέω μπρος στη θάλασσα μήπως και κάποια νύχτα, όταν μάς πνίγουνε τα σύρματα κι η πέτρα, το χρειαστώ σα λέξη σωτηρίας κι ανακαλύψω αιφνίδια πως κι αυτό έχει σβήσει. |
Από τη συλλογή "Τέλος τού Καλοκαιριού" 1953-1954
VI | VII |
Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός πού βλέπεις, αυτός πού ξέρεις δεν είμαι μόνο αυτός πού θα ᾿πρεπε να μάθεις. Κάθε επιφάνεια τής σάρκας μου κάπου τη χρωστάω, αν σ᾿ αγγίξω με την άκρη τού δαχτύλου μου σ᾿ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι, αν σού μιλήσει μια λέξη μου σού μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -- θ᾿ αναγνωρίσεις τ᾿ άλλα κορμιά πού πλάθουν το δικό μου; θα βρεις τις πατησιές μου μες σε μυριάδες χνάρια; θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες στη ροή τού πλήθους; Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι-- τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου. Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα-- μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά τού μέλλοντος. Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-- γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν. Μη με γυρέψεις αλλού μονάχα εδώ να με γυρέψεις μόνο σε μένα. | Άνθισες με τον ήλιο πού κάποτε θα βασιλέψει και συντηρούμαι με τον ήλιο πού ως τώρα δεν ανάτειλε. Ανάμεσά μας ετοιμάζεται το σκοτάδι. Στο στέρνο σου χειρονομεί ακόμα ή θάλασσα, στα χείλια σου παγιδεύτηκε η ώρα το δειλινό κουρνιάζει μες στα πόδια σου ο άνεμος σβήνει και ξαναγράφει το φουστάνι σου. Μες στον αμμουδερό μας χώρο πέτρωσε το αρνητικό σου εκμαγείο. |
Από τη συλλογή Μαθητεία (1956-1959)
"Το δάσος και τα δέντρα"
Στίχοι, 2 | Οφειλή |
00:00 00:00 Διαβάζει ο ποιητής | 00:00 00:00 Διαβάζει ο ποιητής |
Στίχοι που κραυγάζουν στίχοι που ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες στίχοι που απειλούν την καθεστηκυία τάξη και μέσα στους λίγους πόδες τους κάνουν ή ανατρέπουν την επανάσταση, άχρηστοι, ψεύτικοι, κομπαστικοί, γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες. (Ποιες μάζες; Μεταξύ μας τώρα ποιοι σκέφτονται τις μάζες; Το πολύ: μια λύτρωση ατομική, αν όχι ανάδειξη.) Γι᾿ αυτό κι εγώ δεν γράφω πια για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια, όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια. Μόνο μιαν άκρη τής αλήθειας να σηκώσω να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή. Όσο μπορώ, κι όσο κρατήσω! | Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει, πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα, δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων, συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες είναι σαν να μού χαρίστηκε η ζωή που ζω. Δώρο τής τύχης, αν όχι κλοπή απ᾿ τη ζωή των άλλων, γιατί η σφαίρα που τής γλίτωσα δε χάθηκε μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου. Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μού δόθηκε η ζωή κι όσος καιρός μού μένει σαν οι νεκροί να μού τον χάρισαν για να τούς ιστορήσω. Νοέμβρης 1957 |
Εποχικές συγκρούσεις | Ένα πρόσωπο |
« Γιατί τόσο πολύ παθιάζεστε και φθείρεστε σ᾿ εποχικές συγκρούσεις;» μάς είπε κάποιος ποιητής σύντροφος παλιός τής εξορίας. « Έχω δει τόσα βασίλεια να γκρεμίζονται κι άλλα να υψώνονται στη θέση τους, τόσους άρχοντες να πέφτουν και τούς επίγονους να ερίζουν για το θρόνο. Μονάχα ή ποίηση είναι αιώνια. Λοιπόν, μη σπαταλιέστε σε πράγματα παροδικά.» Ίσως και να ᾿χε δίκιο απ᾿ τη σκοπιά του, μα αυτή η σκοπιά ακριβώς μάς ήταν απαράδεκτη κι οι αμιγείς ποιητές μάς φαίνονταν ακίνδυνα, παροπλισμένα θωρηκτά. | Σε λέω σύντροφε. Το πρόσωπό σου ένας βράχος χρόνια τ᾿ αλάτι κι άλλο αλάτι στρώματα φυλακής κι εξορίας γεωλογικοί αιώνες σκέπασαν το γέλιο σου, απαρατήρητοι σεισμοί τής καθημερινής σου πάλης γκρέμισαν το φιλί σε μιαν υπόγεια αγνοημένη λίμνη κι είναι το βλέμμα σου ορυχτό κάτω από το σκαμμένο μέτωπό σου. Πολλοί δε βλέπουνε τι υπάρχει πίσω από την πέτρα μα αν ήταν ή ποίηση ένα καμίνι θ᾿ ανάδειχνε στο φως όλο το τρυφερό, κρυμμένο μέταλλό σου. |
Χαμόγελο κατά διαταγήν
πού κατέρρεε
ήρθε για ενίσχυση
ένα χαμόγελο κατά διαταγήν.
Μα μόλις σε κοίταξαν
οι δυο παλιοί σου σύντροφοι
βούλιαξε το μισό
μέσα στο ρημαγμένο πρόσωπό σου
κι απόμεινε το υπόλοιπο
παγωμένο
σα μορφασμός νεκρού.
Μέσα σου
ίσως υπήρχε ακόμα κάτι τίμιο.
Μαθητεία ξανά (1959-1962)- "Οι ρίζες και η βροχή"
Επισφαλής ΙσορροπίαΘαυμάζαν οι νεότεροι το πως σύντριψε τα πάθη κι είχαν να λεν για τη σοφή, καταχτημένη πια γαλήνη του. Δε βλέπανε τις μάχες με τις πιο άγριες επιθυμίες πίσω από τ᾿ άπληστα, μελαγχολικά του μάτια. | Μισοξεχασμένο ποίημαΕμάς μάς γέννησε η βροχή και τ᾿ άγριο το αστροπελέκι μιας θύελλας κοσμογονικής καταλυτής σεισμός.... Μεγάλα λόγια θα μού πεις, κακή ποίηση, ούτε θυμάμαι ποιος το έχει γράψει, κι όμως τα χρόνια εκείνα έτσι νιώθαμε. |
"Θάλασσα επαγγελίας" (1959-1963)
ΤαξίδιΈσπαγα το κορμί σου σα ζαχαροκάλαμο σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό. Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου την αρμυρή δροσιά τής θαλασσινής σου νύχτας και με ταξίδευες όλο το δρόμο από το αγρίμι ως τον άνθρωπο. Σίφνος, Αύγουστος 1959 | Ψυχρός άνεμοςΚι ό έρωτας για κάτι πού δε βρήκες ούτε διάλεξες δε σ᾿ εγκατέλειψε ποτέ. Διάσχιζε τις βουερές μαχητικές ημέρες βασάνιζε τις ένοπλες νύχτες σημάδευε το δρόμο τον ατέλειωτο πού τον ακολουθούσες με το ένα πόδι στην επιθυμία και το άλλο στην παραίτηση. Δεν μπόρεσες να σχηματίσεις ούτε τ᾿ όνομά του. Και το φωνάζεις ακόμα προς τα μέσα σα μια ριπή ψυχρού ανέμου ως τα σωθικά ορίζοντας την παγωμένη όρθια τρύπα πού γύρω της το σώμα σου αναδεύεται συστρέφεται κι ελπίζει. Παρίσι, Νοέμβρης 1959 |
Υπόγειο τρένο | Σταθμός τού Βορρά |
00:00 00:00 Διαβάζει ο ποιητής | 00:00 00:00 2018 |
Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν θα ξεχαστούν όλα όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαΐ που μάς κρατάει ορθούς. Όλα, έξω από κείνη τη στιγμή που μέσα στο συνωστισμό τού υπόγειου τρένου κρατήθηκες στο μπράτσο μου. Παρίσι Μάης 1960 | Το πλήθος, τα μεγάφωνα, οι αποχαιρετισμοί το πρόσωπό σου ακίνητο στο παράθυρο τού βαγονιού των διπλανών παραγγελίες και υποσχέσεις -- όλα σα να ᾿χαν προβλεφτεί από σκηνοθέτη. Κι άξαφνα θυμήθηκα τον Χρίστο, στην Αθήνα όταν με πήγε να δούμε τη «Σύντομη συνάντηση». Ο αγαπημένος φίλος, έπειτα εχθρός, έπειτα ξένος, η παλιά ταινία, τώρα δεν παίζεται σχεδόν ποτέ, εσύ, πού άρχισες να μεταβάλλεσαι σ᾿ ανάμνηση ακόμα πριν το τραίνο ξεκινήσει. Παρίσι, Αύγουστος 1963 |
ΈΝΑ ΓΡΆΜΜΑ | ΟΙ ΌΧΘΕΣ |
Σαν ένα γράμμα έγινε η ζωή μας με κάποιο μήνυμα πολύ σπουδαίο που χάθηκαν μέσα στα κύματα τούς πρόσφυγες κι ο αποστολέας του κι ο παραλήπτης. Όμως το γράμμα πάει κι έρχεται από ταχυδρομείο σε ταχυδρομείο χωρίς κανένας να τ᾿ ανοίξει χωρίς κανείς να το πετάξει πάντα με την επιγραφή στο φάκελο «επείγον» και τα ξεθωριασμένα ονόματα στις δυο πλευρές που μόνο οι ταχυδρομικοί τα λένε πια όπως προφέρουν οι σοφοί στα εργαστήρια ονόματα οργανισμών που εξαφανίστηκαν. Παρίσι, Νοέμβρης 1959 | Όταν χωρίζανε, σε δεκαπέντε μέρες το πολύ με τη σειρά του ο καθένας αναζήταγε τον άλλο. Κάποτε μπερδέψαν τη σειρά. Όταν ξανασυναντηθήκανε τυχαία ο χρόνος είχε ξεχειλίσει από τις όχθες του όλα εκείνα τα θαυμάσια είχαν σβήσει. Και συνέχισαν για τις άκρες τής ίδιας πολιτείας σα να τραβούσαν για διαφορετικούς ωκεανούς. Παρίσι, Γενάρης 1960 |
ΌΠΩΣ ΟΙ ΓἈΤΕΣ | ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΈΝΟΣ ΧΡΌΝΟΣ |
Όπως οι γάτες όταν αρρωσταίνουν κουρνιάζουν στις πιο απόμερες γωνιές όσο μονάχες τους να γιάνουν, έτσι κι εγώ σ᾿ αυτή την κόχη θ᾿ απομείνω όσο να πάψει το αίμα μου σε κάθε χτύπο υπόγεια να σχηματίζει τ᾿ όνομά σου. Παρίσι., Μάης 1960 | Νομίζαμε πως γνωριζόμαστε καλά. Μα όταν τα κουρασμένα ρούχα μας αρχίσανε να πέφτουν χωρίς προσχήματα ούτε ανταλλάξιμη παραφορά και μείναν τα κορμιά μας απροσποίητα φάνηκε καθαρά πόσο μακρύς ήταν ο δρόμος πόσο ήταν ο χρόνος μας πολιορκημένος, κι εμείς δυο άνθρωποι συνηθισμένοι, περίπου απροσπέλαστοι. Παρίσι, Μάρτης 1962 |
ΜΕΤΑΜΟΡΦΏΣΕΙΣ | ΈΒΔΟΜΟ ΠΆΤΩΜΑ |
Όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα ένα κομμάτι τής αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο ένα κομμάτι τού κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο. Παρίσι, Γενάρης 1960 | Είπες «Δε θα ξεχάσω τίποτα από το φετινό χειμώνα» κι ανέβηκες τις σκάλες σφίγγοντας την τσάντα σου. Μου απόμεινε η στυφή χαρά πως από δω και πέρα θα με πολεμούσες ακόμα και μ᾿ αυτά που σου ᾿μαθα. Παρίσι, Φλεβάρης 1961 |
ΟΜΟΛΟΓΊΑ | ΠΕΡΙΓΡΑΦΈΣ |
Μιλήσαμε πολύ για τις γυναίκες πάντα δειλοί για να παραδεχτούμε την ομορφιά πού μαστιγώνει τη ζωή μας. Παρίσι, Φλεβάρης 1961 | Γυναίκες, σάς περιγράφουμε όπως μάς αρέσει κι εξοργιζόμαστε που δεν χωράτε στις περιγραφές μας. Παρίσι, Γενάρης 1962 |
Προαιρετική Στάση (1967-1973)
Γυναίκα (Παρίσι, Οκτώβρης ᾿70 )
I Έφερες ξανά τη γη μου. Χώμα αλαφρό και κόκκινο πατημένο από τύραννους κι εχθρούς. Έφερες ξανά τις μπόρες τού θαλασσινού φθινόπωρου πού ξέπλεναν τη σκόνη από το πρόσωπό μου κι ένιωθα κάτω από τη σάρκα τα ίδια ραχοκόκαλα βουνών πού μέσα από τα χρόνια κρατάνε την πατρίδα ορθή. II Έφερες ξανά τη γλώσσα μου. Λέξεις παλιές, θαμμένες σ᾿ ερείπια και στάχτες βγαίνουνε τώρα μες στο φως κι αστράφτει η μέρα όπως όταν πρωτόγινε ο κόσμος. Μέταλλο λέξεων πρωτογενές δίψα κι επάρκεια επικοινωνίας. | III Έφερες πάλι τη ροή τού χρόνου άλλοτε επιταχύνοντας, άλλοτε βραδύνοντας τις ώρες πού αρδεύουν τώρα τα χέρσα μου χωράφια χωρίς κανένα από τα αγάλματά μου να καλύψουν. IV Έφερες ξανά την πόλη μου που ζει κι αλλάζει μακριά μου περιέχοντας τα σπίτια μας πού χάθηκαν και το ποτάμι πού σκεπάστηκε. V Έφερες πάλι τ᾿ όνειρο. Άγνωστη θάλασσα, ανεξερεύνητη θάλασσα δικιά μου ηφαιστειογενές νησί στοίχημα με το θάνατο. Μην ξέροντας αν θα βουλιάξουμε ξανά ή αν πιο ψηλά θ᾿ αναδυθούμε. |
Αντικριστοί καθρέφτες (1988)
ΈΤΗ ΦΩΤΌΣ | ΤΟ ΤΡΊΑ ΚΑΡΌ |
Οι απέραντες εκτάσεις μετρημένες μ᾿ έτη φωτός δεν μού λένε τίποτα. Εσύ ήσουνα λίγα μέτρα μακριά και δεν μπορούσα να σ᾿ αγγίξω σαν απλησίαστο απλανή αστέρα. ΕΠΙΚΑΙΡΙΚΉ ΠΟΊΗΣΗΔεν ξέχασα ποτέ τη σπουδαιότητα τής επικαιρικής ποίησης ούτε τής εύληπτης γραφής. Να λοιπόν ένας στίχος σημερινός, ευκολονόητος και πανελλήνιος: « Τι λέτε ρε μαλάκες!» | Εκείνη ή αδιάκριτη ερώτηση «τι σκέφτεσαι;» σαν έχεις ύφος κάπως σκεφτικό δεν μ᾿ ενοχλεί όπως παλιότερα αντίθετα μού δίνει ευχαρίστηση με τις δυνατότητες που προσφέρει. Μπορώ να επινοήσω διάφορες ιστορίες πειστικά ειπωμένες σαν πραγματικές μπορώ ύποπτη να παρουσιάσω την αλήθεια έτσι πού να φανεί σαν ψέμα ή ακόμα μπορώ ν᾿ ανακαλύψω πώς δεν σκεφτόμουν απολύτως τίποτα. Ελάχιστες ώρες στη ζωή μας κυκλοφορούμε με διαφάνεια γυαλιού. |
ΑΠΌΠΕΙΡΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΉΜΑΤΟΣ | Η ΠΡΌΚΛΗΣΗ |
Ύστερα από μιαν απόπειρα μυθιστορήματος ξαναγύρισε στην ποίηση. Τον κούραζε πολύ να φτιάχνει ήρωες από τα εκμαγεία τού προσώπου του. Αν ήταν πάλι να μιλάει μέσα από τις δικές του μάσκες το προτιμούσε με πιο λίγες λέξεις. | Να δω το φοβερό, έλεγα να συγκρατήσω ως το τέλος την εικόνα του όποια κι αν είναι. Από μέσα μου πρόσεχα μην κάνω τίποτα και το προκαλέσω |
ΕΙΚΌΝΕΣ | Ο ΑΎΓΟΥΣΤΟΣ |
Άραγε ποια εικόνα μου θα φτιάχνουν τα παιδιά μου όταν θα είμαι πεθαμένος από χρόνια μέσα σ᾿ εκείνο το απόμακρο για τώρα μέλλον πού πάντα ονειρευόμουνα κάπως να το πλάσω και τότε θα ᾿χει γίνει το κοινότατο παρόν τους, ποια εικόνα μου θα μεταδίδουν στα παιδιά τους; Κι οι μυστικές πλευρές μου που φρόντιζα να κρύβω ή κάποτε τις υποδήλωνα διογκωμένες θα υπάρχουν, ή πρώτες αυτές θα ᾿χουν χαθεί; Θέλουν αιώνες η βροχή κι ό άνεμος για να λειάνουν έναν βράχο όμως συνήθως φτάνουν δυο γενιές όσο να σβήσουν τα εξάρματα τής ζήσης μας. | Κάθομαι έναν Αύγουστο ολόκληρο κλεισμένος κι ολομόναχος να γράψω. Να γράψω τι; Ποιήματα ήδη αρχινισμένα, μισοφτιαγμένα να τα τελειώσω πια ποιήματα μ᾿ αισθήσεις άλλων παλιότερων Αυγούστων. Τού σημερινού Αυγούστου τις αισθήσεις ίσως κάποιον Αύγουστο μελλοντικό τελειωτικά ν᾿ αποτυπώσω στο χαρτί. |
Η ΈΚΠΛΗΞΗ | Ο ΜΈΓΙΣΤΟΣ ΣΤΌΧΟΣ |
Μ᾿ έκπληξη ανακαλύπτω στα κατάβαθά μου ακόμα να θρηνώ πού χάθηκε η επανάσταση όσο κι αν ξέρω πώς αργά ή γρήγορα θα ᾿χα κι εγώ την τύχη εκείνων πού οι νικηφόρες επαναστάσεις τούς συντρίβουν | Ήταν πολύ φιλόδοξος δεν νοιαζότανε να φτάσει ψηλότερα από τούς όμοιους του άλλα να είναι διαφορετικός απ᾿ όλους εκείνους πού τον ξεπερνούσαν. |
Η ηδονή των παρατάσεων 1992
Μοναδική ανταμοιβή | Ξανά οι λέξεις |
Τα προσωπεία κρατάνε περισσότερο το ψεύτικο κρατάει περισσότερο είναι ή μοναδική του ανταμοιβή να επιζεί αφού δεν έχει ζήσει. Η γλώσσα μου00:00 00:00 _ (2008) Τη γλώσσα μου δεν ήταν εύκολο να τη φυλάξω ανάμεσα σε γλώσσες που πήγαιναν να την καταβροχθίσουν όμως στη γλώσσα μου συνέχιζα πάντα να μετράω στη γλώσσα μου έφερνα το χρόνο στα μέτρα τού κορμιού στη γλώσσα μου πολλαπλασίαζα την ηδονή ως το άπειρο μ᾿ αυτή ξανάφερνα στο νου μου ένα παιδί με άσπρο σημάδι από πετριά στο κουρεμένο του κεφάλι. Πάσχιζα να μη χάσω ούτε μία της λέξη Γιατί σ᾿ αυτή τη γλώσσα μού μιλούσαν κι οι νεκροί. | Οι λέξεις μέσα απ᾿ τα λεξικά χιλιάδες ξεχύνονται μόλις τ᾿ ανοίξεις όπως μυρμήγκια μαύρα, κόκκινα, άσπρα, άμα πατήσεις μυρμηγκοφωλιά. Πώς να βρεις, πώς να διαλέξεις μέσα στον συμφυρμό των λέξεων τη μοναδική πού πρέπει, πώς να γλιτώσεις απ᾿ τις άλλες πού κολλάνε πλήθος πάνω σου γυρεύοντας να επιβιώσουν. Όμως οι ανείπωτες λέξεις κάτω από τη γλώσσα οι μοναχικές πού δεν βγαίνουν απ᾿ το στόμα κι εκείνες σιγοτρώνε από μέσα αφήνοντας κουφάρια φυραμένα ανθρώπων πού προσπάθησαν να μιλήσουν όταν πια ήταν αργά. Όσο μπορώ έστω δυο λέξεις να συνδυάζω υπάρχω. |
Οι τυχεροί | Στους δρόμους τού Καΐρου |
Το ᾿χα σκεφτεί κι εγώ: καλύτερα να ᾿χα πεθάνει όσο ακόμα πίστευα. Έπειτα το διόρθωσα: πιο τυχεροί εκείνοι που πεθάναν όσο ακόμα πίστευαν. Χρειάστηκα χρόνια για να πω: πιο τυχεροί όσοι επέζησαν. | Καθώς τα μαλλιά τής μελαχρινής κοπέλας χύνονται ανάκατα, βοστρυχωτά σαν τα κλαδιά των μπάο μπαμπ τρέμω μήπως μ᾿ αγγίξουν και ριζώσουν μέσα μου όπως αναριζώνουν τα κλαδιά των μπάο μπαμπ στους δρόμους τού Καΐρου και δεν μ᾿ αφήσουν πια να φύγω. |
Η αντίσταση των γεγονότων 2000
Ρόδα αειθαλή | Το ακαριαίο |
00:00 00:00 Ρόδα αειθαλή-Διαβάζει ο ποιητής Η ομορφιά των γυναικών πού άλλαξαν τη ζωή μας βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα. Μένει στις επιθυμίες πού κάποτε προκάλεσαν στα λόγια πού έφτασαν έστω αργά στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια τής σάρκας στα δράματα πού δεν έγιναν δημόσια στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις. Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή μένει στα ποιήματα πού γράφτηκαν γι᾿ αυτές ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμά τους ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές. | Ελπίζουμε διαρκώς στο ακαριαίο ανάμεσα στην ιδέα και τη μορφή, στην απόφαση και την εκτέλεσή της, στο φόρεμα και το γυμνό κορμί, στον πόθο και τον οργασμό, ονειρευόμαστε την εκμηδένιση τής απόστασης ανάμεσα στις τρέχουσες αμοιβές και τον με κάποια όρια πλούτο, στις κυμαινόμενες επιβραβεύσεις και την εν ζωῄ εμπεδωμένη δόξα. Καμιά φορά το κατορθώνουμε να εκμηδενίσουμε τον χρόνο αλλά έναν χρόνο πάντα μετρημένο με τα δικά μας όργανα μετρήσεως. |
Πτώση τής θερμοκρασίας | Αυθαιρεσίες |
Άλλαξε απότομα ό καιρός, έκανε κρύο. «Που πας έτσι ντυμένος, πρόσεχε», τού φώναζαν μα εκείνος τίποτα δεν άκουγε πίστευε πώς πάντα θα τον προστατεύουν οι αδυναμίες του. Τις φόραγε κατάσαρκα αφήνοντας να φαίνεται μιαν άκρη μόνο απ᾿ τού πουκάμισου τον ανοιχτό γιακά | Μου άρεσε πού μού ᾿λεγε στον έρωτα λέξεις σε γλώσσα απρόσιτη για μένα λέξεις που αυθαίρετα τούς έδινα όλες τις σημασίες πού θα ᾿θελα να έχουν. |
Τοπίο, 1 | Αγγλόφωνοι μέλλοντες συγγραφείς |
Τ᾿ άγρια ψηλά βουνά τα βάραθρα, τα βράχια όλα σβήνουν από μακριά φαίνονται επίπεδες επιφάνειες πού καμπυλώνουν ελαφρά. Πάντα ή σφαιρικότητα από μακριά κερδίζει. | Κάποιοι από τούς νεαρούς γυμνόστηθους τουρίστες πού μ᾿ ενοχλούν στην Πομπηία, στο Κάπρι, στο Σορρέντο καθώς διαβάζουν φωναχτά αγγλόφωνους οδηγούς κι έπειτα πιο δυνατά τα επεξηγούν στους φίλους τους, κάποιες από τις νεαρές καλλίπυγες τουρίστριες πού παίρνουν πόζες για να φωτογραφηθούν και τα γυμνά μεριά τους δεν μ᾿ αφήνουν να κοιτάξω γύρω μου μνημεία και τοπία μπορεί μια μέρα να ᾿ναι καθιερωμένοι συγγραφείς μεταφρασμένοι και στη γλώσσα μας μυθιστοριογράφοι υπέρβαροι κι αλκοολικοί ποιήτριες με άλουστα γκριζωπά μαλλιά πού εκτός από πεζά πολυδιάστατης γραφής εκτός από στίχους με κρυπτικές παρομοιώσεις θα καταγράφουν σ᾿ ευαίσθητα πονήματα αναμνήσεις απ᾿ την Πομπηία, το Κάπρι, το Σορρέντο, οπού ίσως μνημονεύουν τούς ενοχλητικούς τουρίστες πού παρακολουθούσαν τότε τις κινήσεις τους. |
Η νέα χάραξη (2007)
Οι μάρτυρες | Υπόθεση των συνθηκών |
Οι μάρτυρες της ζωής μου χάνονται ένας ένας. Για τόσα ασήμαντα ή και σπουδαία πού έζησα μένω μονάχα εγώ να μαρτυρήσω και τώρα ποιος να με πιστέψει πώς λέω την αλήθεια. Έτσι μπορώ να μπω μες στο παιχνίδι των κατασκευών για δύσπιστους και εύπιστους μαζί ν᾿ αλλάζω κατ᾿ αρέσκειαν τα πράγματα κάποτε, με λίγη φαντασία, απλώς να τα επινοώ μα τελικά εγκαταλείπω την προσπάθεια οι καταθέσεις παραμένουν ίδιες. Πίσω απ᾿ την πλάτη μου στέκεται ακοίμητος και μ᾿ ελέγχει των πρώτων χρόνων μου ο εαυτός. Μόλυβος, 15 Αυγούστου 2002 | Ήδη από χρόνια πριν φαινόταν παλιομοδίτικο να μιλάς για εξόριστους στα ξερονήσια πού αργοπεθαίνουν στην κόλαση τής πέτρας με γύρω το συρματόπλεγμα τής θάλασσας. Το αναθυμάμαι σήμερα πού πλήθη ανθρώπων ορέγονται τα ίδια γυμνά νησιά για τη ζεστή τους πέτρα πού αναδίδει φως για τη δική τους θάλασσα με το ελεύθερο γαλάζιο για όσα πιστεύουν πώς θα ζήσουν σ᾿ έναν παράδεισο για δεκαπέντε, είκοσι το πολύ, μέρες διακοπών. Ακόμα και το πέρασμα από την κόλαση στον παράδεισο είναι υπόθεση των συνθηκών. Η βιντεοκασέτα00:00 00:00 2018 Κι αν γύριζε ο χρόνος πίσω στην αρχή όπως γυρίζει πίσω μια βιντεοκασέτα το ίδιο αδέξια, με την ίδια ταραχή τα ίδια θα κάναμε, ας τα και γάμησέ τα. |
Αναβολές | Δύο διαδηλώσεις |
Αναβάλλουμε συνεχώς εκείνη τη στιγμή πού δεν θα ξανασυναντηθούμε πουθενά· στο μεταξύ πολλές φορές γελάμε μ᾿ ένα σωρό απ᾿ αυτά πού ζήσαμε κάποτε κλαίμε μόνοι μας, κρυφά για όσα δεν πρόκειται να ξανάρθουν. | Μια διαδήλωση τότε αναστάτωσε την πόλη μ᾿ ένα καινούργιο σύνθημα ανάμεσα στα γνωστά: «Εμπρός για τη δημοκρατική ασχήμια». Μετά από πέντε χρόνια μια διαδήλωση ακόμη μεγαλύτερη, πιο μαχητική καλούσε να στρατευτούμε μ᾿ ένα μονάχα σύνθημα: «Εμπρός για την υποχρεωτική ασχήμια». |
Σύντομες αναταράξεις | Ο άλλος γυρισμός |
Καθώς το αεροπλάνο τρανταζόταν ή κοπέλα πού καθόταν δίπλα μού είπε ότι γράφει ποιήματα· μάλιστα όταν η πτήση ηρέμησε μού απάγγειλε ένα από μνήμης. Τηλεφώνησε μια δυο φορές την ξαναείδα, μετά χαθήκαμε έπειτα ξέχασα το όνομά της αργότερα ξέχασα και το πρόσωπο που τότε μού είχε φανεί ωραίο όμως θυμάμαι τον τελευταίο στίχο εκείνου τού ποιήματος «Το σώμα μου δεν συνδικαλίζεται». | Οι πεθαμένοι ποτέ δεν επιστρέφουν αλλά κι οι ζωντανοί πού δεν ξαναγυρνούν γίνονται πια σαν πεθαμένοι. Κάποιες φορές τούς φέρνουμε πίσω με τη μνήμη για να τούς δούμε όπως ήσαν όταν για τελευταία φορά τούς συναντήσαμε να ξανανιώσουμε έστω για μια στιγμή τα όσα ζήσαμε μαζί τους για να βεβαιωθούμε προπαντός πως δεν τούς σκοτώσαμε εμείς. |
Τ᾿ ΑΣΤΈΡΙΑ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΤΉΚΑΜΕ | ΜΙΑ ΕΠΟΧΉ ΒΕΒΑΙΟΤΉΤΩΝ |
Δεν ήσαν περαστικοί κομήτες ούτε καν στιγμιαίοι διάττοντες τ᾿ αστέρια που ονειρευτήκαμε -- το πολύ καύτρες μέσα στη νύχτα απ᾿ τα τσιγάρα που τινάζαμε κι η πύρινη τροχιά τους μόλις που πρόφταινε να λάμψει. Αυτό το λίγο ήταν που γέμιζε τη ζωή μας κι αν κάποτε μιλούσαμε για θάνατο με σιγουριά τον βάζα «Τίτος Πατρίκιος: ο ποιητής της οφειλής» της Τασούλας ΚαραγεωργίουΟ Τίτος Πατρίκιος είναι ο ποιητής που είδε την ποιητική δημιουργία ως πράξη πολιτική, ως ευθύνη ηθική, ως πνευματική παρέμβαση ενός ενεργού πολίτη, χειραφετημένου από άνωθεν εντολές και αλλότριες σκοπιμότητες, ενός συνειδητού ευπατρίδη που τίμησε τον τόπο μας με την έμπρακτη αγάπη των στίχων του. Υπάρχει κάτι αυθεντικά ηρωικό στη φαινομενικά αντιηρωική χαμηλόφωνη ποίηση του Πατρίκιου: συνίσταται στην άρνησή του να υποταχθεί στην ασπρόμαυρη ιδεολογική μονοτονία, η οποία κατά κανόνα εκτρέφει τη στειρότητα της σκέψης και τη μισαλλοδοξία: «Το άσπρο και το μαύρο» Κοίταζα στη Μακρόνησο συχνά Θεματικά τα ποιήματα του Πατρίκιου κινούνται σε ένα εκκρεμές μεταξύ ερωτικής και κοινωνικής ποίησης, με τα δύο αυτά χαρακτηριστικά στοιχεία συχνότατα να συναιρούνται. Το ερωτικό στοιχείο στον Πατρίκιο συνιστά παραμυθία και βάλσαμο για τη θεραπεία των τραυμάτων που προκαλεί η σύγκρουση με τη μελαγχολική νεοελληνική πραγματικότητα. «Σουβάδες ουρανού» Απόμεναν οι καλτσοδέτες σου Εξάλλου στον Πατρίκιο ό,τι σχετίζεται με το ιστορικό γίγνεσθαι του νεότερου ελληνισμού (από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και εξής) συνοδεύεται και από μια δύσκολα να επουλωθεί πληγή: νέος επονίτης παρ’ ολίγον να εκτελεσθεί από τους Γερμανούς στα χρόνια της Αντίστασης, ενώ για τη συμμετοχή του στις τάξεις του αριστερού κινήματος, κατά τη διάρκεια του αιματηρού Εμφυλίου, εξορίζεται πρώτα στη Μακρόνησο (1951-1952) και μετά στον Αϊ-Στράτη (1952-1954). Με δεδομένο ότι ο Πατρίκιος αυτοβιογραφείται, η ενεργός συμμετοχή του στην εθνική αντίσταση και η σύνδεσή του με τη μοίρα της Αριστεράς καθιστούν τα ποιήματά του ξεχωριστές ιστορικές πηγές – ψηφίδες που συνθέτουν το θλιμμένο και πονεμένο πρόσωπο της νεότερης Ελλάδας. Ο Πατρίκιος παρακολουθεί ως ιστορητής και μάρτυρας το δράμα της Αριστεράς και συχνά καταγράφει με συγκίνηση και τρυφερότητα ιστορίες απλών ανθρώπων που βρέθηκαν για τις ιδέες τους στην πρώτη γραμμή μιας ανελέητης σύγκρουσης βιώνοντας τραγικά την εξάντληση των ανθρώπινων αντοχών μπροστά στη βία και τη βαρβαρότητα των βασανιστηρίων. «Γράμματα μετανοίας» Όταν του ζήτησε ο στρατιώτης Ακριβόπουλος Συνολικά στην ποίηση του Πατρίκιου καθρεφτίζεται -και υφολογικά- η σταδιακή μεταμόρφωση στην όψη της νεότερης Ελλάδας από τη φλόγα της Αντίστασης στα πάθη του Εμφυλίου και από τον θρήνο για την ήττα του κινήματος, στη μελαγχολική ατμόσφαιρα της διάψευσης˙ και, τέλος, στην αγωνία μιας υπαρξιακής αναζήτησης, συνοδευόμενης όμως πάντα από βαθιά συμπόνοια για την ανθρώπινη μοίρα -για το πλέον διαρκές και δυσπολέμητο δράμα: τη φθορά και τον θάνατο. Ο Πατρίκιος μπορεί σταδιακά να απεκδύεται το βάρος της κομματικής ένταξης, συνεχίζει όμως ακλόνητος πάντα να επωμίζεται προσωπικές αρχές και αξίες, αυτές που οδήγησαν τον Δ.Ν. Μαρωνίτη να τον εντάξει μαζί με τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Άρη Αλεξάνδρου στο τιμητικό τρίπτυχο των πνευματικών προτύπων της ποιητικής και πολιτικής ηθικής. Ακολουθώντας την σολωμική γραμμή της επιτέλεσης από την ποίηση ενός χρέους (ποίημα του χρέους ονόμαζε ο ποιητής τους Ελεύθερους Πολιορκημένους), ο Πατρίκιος καταθέτει μια ποίηση οφειλής που δεν έχει ως αποδέκτες τις μεγάλες ιδέες, αλλά τους απλούς ανθρώπους που υπηρέτησαν ιδανικά και οράματα και εν τέλει τους παρέσυρε αμείλικτος ο τροχός της ιστορίας σε ένα πρόωρο και βίαιο θάνατο. Κλείνουμε το μικρό αυτό σημείωμα με την «Οφειλή», συγκινητικό ποίημα απολογισμού που εγγράφει την ενοχή αυτού που επέζησε και συνοψίζει την ουσία της ποιητικής του Πατρίκιου σε ένα διαρκές επιτύμβιο μνήμης, ένα αντίδωρο τιμής στους αδικοχαμένους: «Οφειλή» Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
Εισαγωγική ομιλία της Τασούλας Καραγεωργίου, προέδρου της ΠΕΦ, στην εκδήλωση τιμής στον Τίτο Πατρίκιο που οργάνωσε η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων από κοινού με το Σπίτι της Κύπρου στις 30 Οκτωβρίου 2017.
Σημειώσεις [4] Μαθητεία ξανά, εκδόσεις Διάττων 1991με γι᾿ αργότερα. | Μέσα στα χρόνια τα πολλά που γράφω για κάποιον καιρό ύμνησα κι εγώ, πάντως με χαμηλότερη φωνή από άλλους, φανταστικές κατακτήσεις τού ανθρώπου πραγματικότητες που αποδείχτηκαν πλαστές, εξουσίες που τις δέχτηκα για λυτρωτικές ακόμα κι όταν σύνθλιβαν κοντινούς μου νομίζοντας πως σ᾿ εμένα θα χαριστούν -- ύμνησα κι εγώ τον έρωτα και τη φιλία για όλους την ευτυχία σ᾿ επαρκείς δόσεις για καθένα τη νέα πίστη που απαντούσε σ᾿ όλες τις απορίες. Ξανακοιτάζω ποιήματα τόσων ποιητών γραμμένα μέσα σε δυο και τρεις γενιές κελύφη τώρα μιας εποχής βεβαιοτήτων που έφυγε πριν καν τελειώσει ο αιώνας. |