Με την πρώτη η Δηιδάμεια επαναφέρεται οτη ζωή και αποχτάει ανθρώπινη υπόσταση, γίνεται πρόσωπο καθημερινό.
Με τη δεύτερη αισθάνεται τον εαυτό της όχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του Κένταυρου (σύμφωνα με το σύμπλεγμα), αλλά του ίδιου του τεχνίτη (σύμφωνα με το ποίημα). Όπως θα διαπιστώσατε η ποιητική διεργασία ακολουθεί την εξής διαδρομή: πίσω από τα σημαινόμενα του συμπλέγματος (ερωτική επιθυμία του Κένταυρου για τη Διηδάμεια) βλέπει τον τεχνίτη, που βαθμιαία ταυτίζεται με τον Κένταυρο.
Πρόκειται για μια ταύτιση που η αφετηρία της δεν είναι μόνο ψυχολογική αλλά και αισθητική: ο καλλιτέχνης, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να ταυτίζεται, να μπαίνει όπως λέμε στο πετσί των προσώπων που ιστορεί ή πλάθει.
Το άγαλμα:
Πρόκειται για λεπτομέρεια του δυτικού αετώματος του ναού του Διός στην Ολυμπία, που εκτίθεται στο εκεί αρχαιολογικό Μουσείο. Το αέτωμα αυτό παριστάνει τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων.
Σύμφωνα με τη μυθολογία οι Λαπίθες ήταν λαός της Θεσσαλίας που κατοικούσε κοντά στο Πήλιο. Οι Κένταυροι ήταν τερατόμορφα όντα με σώμα ανθρώπου ως τη μέση και αλόγου κάτω από τη μέση.
Οταν. λέει ο μύθος, παντρευόταν ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους με τη νύμφη Δηιδάμεια, κάλεσε στο γάμο του το Θησέα, καθώς και τους γείτονές του Κενταύρους. Στο γαμήλιο συμπόσιο ο βασιλιάς των Κενταύρων Ευρυτίων μέθυσε και επιτέθηκε ερωτικά κατά της Δηιδάμειας. Ακολούθησε μάχη και οι Λαπίθες καταδίωξαν τους Κενταύρους.
Η λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεται το ποίημα παριστάνει τον Κένταυρο Ευρυτίωνα να αγκαλιάζει βίαια τη νύμφη Δηιδάμεια. Ολη η παράσταση της μάχης θεωρείται ότι εκφράζει την πάλη του πνεύματος με τα ζωώδη πάθη. Ο τεχνίτης. Ο γλύπτης του αετώματος. Είναι άγνωστος, ανήκει πάντως στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Στηριζόμενοι στην ανωτέρω εισαγωγή και στα σχόλια που αναφέρονται στο μυθολογικό περιεχόμενο του συμπλέγματος να προσέξετε ιδιαιτέρως τα εξής:
Ποια ατμόσφαιρα δημιουργείται με την πρώτη υπέρβαση και τι προσδίδουν σ' αυτή οι στίχοι «Η ομορφιά... στο χρόνο»; (πρώτη στροφική ενότητα)
Τη διαδρομή της ποιητικής διεργασίας (από τη δεύτερη στροφική ενότητα ως το τέλος). Ειδικότερα: α) Πώς αντιμετωπίζει ο ποιητής το σύμπλεγμα και πώς το αναπλάθει; β) Ποια τα στάδια αυτής της ανάπλασης; γ) Ποιο το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα;
Το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τα διάφορα ζητήματα που
προέκυψαν ανέδειξαν μια νέα γενιά λογοτεχνών, με νέες προσδοκίες όσον
αφορά στη λογοτεχνική παραγωγή και στη θεματολογία της.
Συγκεκριμένα,
η ποίησή τους φέρει τα πρόσφατα ίχνη της εμπλοκής τους στην ιστορία,
ενώ η πεζογραφία τους έχει ως θέμα τη μάχη για την απελευθέρωση, τη
σύγκρουση στα μέτωπα της Αντίστασης και του Εμφυλίου. (Vitti: 2003,
477)
Ο Γιώργης Παυλόπουλος και η Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά
Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος (1924-2008)
ανήκει στην πρώτη
μεταπολεμική γενιά λογοτεχνών η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο (1988, 24),
αποδεκατίστηκε στον πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο που ακολούθησε.
Σύμφωνα με την κατάταξη του Αργυρίου (2000, 7-29),
η πρώτη
μεταπολεμική γενιά περιλαμβάνει όσους λογοτέχνες γεννήθηκαν από το 1916
έως το 1928 και των οποίων το έργο επηρεάστηκε από τα γεγονότα του
Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο Γ.Π. Σαββίδης (2000, 624-627) προτείνει
να συμπεριληφθούν στη Γενιά αυτή όσοι λογοτέχνες γεννήθηκαν από το 1918
ως το 1928 και με τον όρο ότι εξέδωσαν την πρώτη συλλογή τους μετά το
1940.
Αναφερόμενος στη συμβολή του Γιώργη Παυλόπουλου στη
μεταπολεμική ποίηση, ο Τσακνιάς (1983) τονίζει ότι αυτή είναι ιδιαίτερα
σημαντική, μια και η φωνή του ποιητή παραμένει βαθύτατα προσωπική,
ακόμη και όταν τα βασικά μοτίβα της δημιουργίας του είναι αντλημένα από
την κοινή δεξαμενή των αιματοβαμμένων εμπειριών της γενιάς του.
Χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιώργη Παυλόπουλου
Ο Παυλόπουλος εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές και ο ίδιος, σε συνέντευξη
που παραχώρησε στον δημοσιογράφο Κώστα Λιόντη, που φιλοξενήθηκε στην
εφημερίδα Η Αυγή την 1η
Ιουνίου 1986, χαρακτήρισε τον εαυτό του
ολιγογράφο:
Είμαι οπωσδήποτε ολιγογράφος.
Όμως πιστεύω ότι ο αριθμός των
ποιημάτων που θα γράψει ένας ποιητής είναι αμετάκλητος και δεν
εκφράζεται ούτε με το «λίγο», ούτε με το «πολύ».
Είναι, επιτρέψατε μου
να πω, ένας αριθμός μαγικός. Τον προϋποθέτουν όλοι οι αριθμοί των
ποιημάτων που γράφτηκαν πριν και που θα γραφούν μετά από αυτόν.
Με
την έννοια ότι η Τέχνη δεν γίνεται με τον Έναν αλλά με τους Πολλούς,
που το άθροισμα των έργων τους είναι αποτέλεσμα μιας βαθιάς
αλληλεγγύης ανάμεσα τους.
Έπειτα, ο αριθμός των ποιημάτων ενός
συγκεκριμένου ποιητή, είναι συνάρτηση της ζωής του, μοναδικής όπως
του κάθε ανθρώπου η ζωή. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα ποίημα
λιγότερο ή ένα ποίημα περισσότερο από τα υπάρχοντα λ.χ. του Μπασό ή
του Βιγιόν, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ διαφορετικό το άθροισμα των
ημερών του βίου αυτών των ποιητών.
Ακόμη θα έλεγα ότι ο αριθμός
αυτός είναι τόσο υποθετικός όσο και πραγματικός, αφού ο χρόνος, είτε το
θέλουμε είτε όχι, θα τον καθορίζει διηνεκώς στη συνείδηση του κόσμου.
Όσον αφορά στα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του
Παυλόπουλου, η Τασούλα Καραγεωργίου (2006, 43) γράφει
ότι πρόκειται για
μια ποίηση κυρίως αφηγηματική,
με ιστορίες παράξενα χτισμένες με μια εικαστική τεχνική και μια
κινηματογραφική οπτική που υπηρετείται εύστοχα από μια γλώσσα
«χωρίς μαλάματα», πυκνή και εκφραστική μέσα στη λιτότητά της, από
την οποία απουσιάζουν τα περιττά επίθετα και τα σχήματα λόγου και
στην οποία κυριαρχεί το ρήμα.
Αναφερόμενη εξάλλου στη θεματολογία και την αφετηρία των ποιημάτων
αυτών, η Καραγεωργίου (2006, 42) επισημαίνει ότι τα ποιήματα του
Παυλόπουλου έχουν συχνά ως αφετηρία τα όνειρα που αξιοποιούνται έπειτα
για τη δημιουργία παράξενων όσο και αινιγματικών ιστοριών, ενώ αντίθετα οι
τίτλοι των ποιημάτων είναι πιο ρεαλιστικοί, μια και αποτελούνται από
ουσιαστικά συνοδευόμενα από οριστικά άρθρα,
όπως για παράδειγμα «Τα
αντικλείδια», «Το σακί», «Το κατώγι», «Ο γλύπτης και ο τεχνίτης».
Η κριτική για το έργο του Γιώργη Παυλόπουλου
Αναφερόμενος στη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου Τα Αντικλείδια (1988),
στην οποία ανήκει το ποίημα«Το άγαλμα και ο τεχνίτης», έγραψε ο Δημήτρης
Μαρωνίτης (1992, 151):
Αισθάνομαι πως τα ποιήματα της τρίτης συλλογής του Παυλόπουλου
[Τα Αντικλείδια], πιασμένα όλα σχεδόν στο δίχτυ του ονείρου, μπορεί
να μοιραστούν στα τρία:
κάποια μιλούν πιο πολύ για το σώμα -του
ανθρώπου και του κόσμου∙
άλλα περισσότερο για τη στάχτη και τη
σκόνη του∙
μερικά για τη βιώσιμη αγάπη του.
Τα πρώτα είναι σκοτεινά
και παιδεμένα∙
τα δεύτεραμαύρα κι απελπισμένα∙
στα τρίτα μπαίνει
κάποιο φως ελπίδας, καθώς εδώ το ποίημα κυνηγά ως το τέλος την
ποίηση, κι η ποίηση το ποίημα.
Στο ίδιο κείμενο (1991, 146-147), ο Μαρωνίτης σχολιάζειτην ποιητική
φωνή του Παυλόπουλου, προβάλλοντας εκείνες τις αρετές που την έκαναν να
ξεχωρίζει,
και δηλώνει ότι:
Η φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να μπορεί ν’
αφηγηθεί, και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της
και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει, να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει.
Και
προπαντός ξέρει να κρατάτον σωστό ρυθμό και τους κυματισμούς που
χρειάζεται η διήγηση, για να παραμένει διήγηση.
Μιλώ για εκείνη την
ηρεμία και την άνεση που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να σχηματιστεί
και να πετάξει λεύτερος, αυτό που έλεγε ο Όμηρος «έπεα πτερόεντα», ή
κάτι τέτοιο.
Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την
απλότητα, τη θέρμη, σχεδόν την τρυφερότητα της αφηγηματικής φωνής
του Παυλόπουλου.
Υποπτεύομαιπως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης,
που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του
φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε δραματική, πηγαίνοντας να γίνει
αφηγηματική.
Παρουσιάζοντας τα κίνητρα που οδήγησαν τον Παυλόπουλου στη
δημιουργία των ποιημάτων του και αναφερόμενος και αυτός στις αρετές
αυτών των ποιημάτων (οπτική φαντασία, γλωσσική ωριμότητα και ποιητική
διαύγεια),
έγραψε ο Νίκος Λαζαρίδης (1989, 291-293):
Ο Γ. Παυλόπουλος αποφεύγοντας τις παγίδες κινείται με χαρακτηριστική
άνεση μέσα στο λαβύρινθο των ονείρων και με γνώση και μαστοριά,
φωτίζει τις σκιές, τονίζει τις λεπτομέρειες, δραματοποιεί έντεχνα τις
καταστάσεις.
Πάνω απ’ όλα όμως αφήνει να αναδυθούν στην επιφάνεια
εκείνα τα συναισθήματα που αποτελούν και τα βαθύτερα κίνητρα για να
γραφούν αυτά τα ποιήματα:
η νοσταλγία για τη χαμένη νιότη, η αγωνία
του καλλιτέχνη για το έργο του, ο φόβος και τελικά η εξοικείωση με το
θάνατό του […].
Ο Παυλόπουλος είναι ένας ποιητής προικισμένος με δύο
ουσιαστικές αρετές.
Η πρώτη είναι μια φαντασία οπτική.
Η δεύτερη αρετή,
είναι κατ’ εξοχή πεζογραφική: ή αφηγηματική δεξιότητα […].
Αλλά ο Γ.
Παυλόπουλος είναι επίσης ένας ποιητής που τον διακρίνει η γλωσσική
ωριμότητα και μια ποιητική διαύγεια.
Λέγοντας γλωσσική ωριμότητα
εννοώ εκείνη την ικανότητα που επιτρέπει σ’ έναν ποιητή όχι απλώς να
βρίσκει τη σωστή λύση σ’ ένα γλωσσικό πρόβλημα που του δημιουργεί
ένα ποίημα, αλλά και τη μόνη σωστή λύση.
Τέλος, ο Τίτος Πατρίκιος (1995, 3-8) υποστηρίζει ότι ο Παυλόπουλοςείναι ένας πολιτικός ποιητής και ταυτόχρονα ένας ποιητής που ερευνά την
ανθρώπινη ψυχή:
Χωρίς να κάνει πολιτικές διακηρύξεις ούτε να εκθέτει πολιτικά
προγράμματα, ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι ένας βαθύτατα πολιτικός
ποιητής. Γιατί μέσα στη ποίησή του ενσωματώνει και τα όσα συμβαίνουν
γύρω του και τη δική του συμμετοχή και παρατήρηση.
Ταυτόχρονα είναι
ένας ποιητής που αναδιφεί τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. Κι αν στην
κοινωνική μοναξιά βλέπει κάποια δυνατότητα υπέρβασής της χάρη στη
δικαιοσύνη, στην υπαρξιακή μοναξιά βλέπει τη σίγουρη υπέρβασή της
μέσω του έρωτα.
Σχολιασμός του ποιήματος
Πρόκειται για ένα ποίημα το οποίο ξεχωρίζει για τον αφηγηματικό του
χαρακτήρα, μια και το ποιητικό υποκείμενομάς τοποθετεί εξαρχής στον
χώρο όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα (το μουσείο), στον χρόνο που
εκτυλίσσονται (Σαν έκλεινε το μουσείο/αργά τη νύχτα), παρουσιάζει το
πρόσωπο που πρωταγωνιστεί (η Δηιδάμεια) και ξεδιπλώνει σταδιακά την
πλοκή.
Η πρώτη στροφήξεκινά με μια υπερρεαλιστική εικόνα.
Πρόκειται για το
ζωντάνεμα της Δηιδάμειας μετά το κλείσιμο του μουσείου, η οποία αργά τη
νύχτα συνήθιζε και κατέβαινε από το αέτωμα.
Η χρήση του παρατατικού
χρόνου από το ποιητικό υποκείμενο φανερώνει ακριβώς την επανάληψη της
συγκεκριμένης πράξης:
Η Δηιδάμεια κάθε βράδυ, σαν έκλεινε το μουσείο,
αποδεσμευόταν από το βίαιο αγκάλιασμα του Κένταυρου Ευρυπίωνα, έπαυε
να είναι ένα τουριστικό αξιοθέατο και αποκτούσε ζωή,ανθρώπινα
χαρακτηριστικά και συνήθειες, τα οποία παρουσιάζονται με τη χρήση
παραστατικών εικόνων
(έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά/ώρα πολλή
μπροστά στον καθρέφτη/χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της).
Η έμφαση που δίδεται
στις κινήσεις της Δηιδάμειας στην πρώτη στροφή και το αντίστοιχο ποιητικό
λεξιλόγιο
(κατέβαινε από το αέτωμα/Κουρασμένη από τους τουρίστες/έκανε το
ζεστό λουτρό της και μετά/ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη/χτένιζε τα
χρυσά μαλλιά της) προσδίδουν θεατρικά στοιχεία στο ποίημα και παράλληλα
στοιχεία ερωτισμού.
Στο τέλος της πρώτης στροφής, η αναφορά του ποιητικού υποκειμένου
στο γεγονός ότι Η ομορφιά της ήταν για πάντα/σταματημένη μες στο χρόνο
έρχεται σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα και στα
αποτελέσματα που αφήνει το πέρασμα του χρόνου στους ανθρώπους.
Η
ομορφιά της Δηιδάμειας παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο, καθιστώντας τη
σμιλεμένη στο μάρμαρο μορφή ένα διαχρονικό αντικείμενο του πόθου, ενώ
στην πραγματικότητα ο χρόνος αλλοιώνει τους ανθρώπους, μια και η δύναμή
του δεν αφήνει ανεπηρέαστη την όψη τους.
Αυτός που διέσωσε την ομορφιάτης Δηιδάμειας είναι ο ανώνυμος γλύπτης,
ενώ στη συνέχεια το ποιητικό
υποκείμενο της δίδει ζωή και συνέχεια, περιγράφοντας με λεπτομέρεια τη
διαχρονική της ομορφιά και τις κρυφές της συνήθειες.
Οι δύο στίχοι με τους οποίους εισάγεται η δεύτερη στροφή «φωτίζουν»
την πραγματική αιτία που οδηγούσε τακτικά τη Δηιδάμεια να φροντίζει την
εξωτερική της εμφάνιση (βραδινό λουτρό, πολύωρο χτένισμα των ξανθών
μαλλιών της)∙ προετοιμαζόταν για την υποδοχή εκείνου που την παραμόνευε
σε κάποια σκοτεινή γωνιά
(Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί/σε κάποια σκοτεινή
γωνιά να την παραμονεύει).
Πρόκειται για τον ίδιο τον δημιουργό της, τον
ανώνυμο γλύπτη, ο οποίος τη διεκδικούσε επίμονα. Με επιδεξιότητα ερχόταν
πίσω της αθόρυβα/της άρπαζε τη μέση και το στήθος/και μαγκώνοντας τα
λαγόνια της/με το ένα του πόδι/έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα/στο πλάι του
εξαίσιου μηρού της.
Η εικόνα του τρόπου με τον οποίο ο γλύπτης άρπαζε τη
Δηιδάμεια και μεταχειριζόταν το κορμί της εμπεριέχει θεατρικά στοιχεία και
παραπέμπει στις κινήσεις του Κένταυρου Ευρυπίωνα και στο σύμπλεγμα που
κοσμεί το αέτωμα του ναού∙
γλύπτης και Κένταυρος εκφράζουν τον πόθο τους
για την όμορφη νύμφη, με τον πρώτο να εμπλέκεται σε προσωπικό επίπεδο
με το δημιούργημά του και να μιμείται τις κινήσεις του δεύτερου.
Στην τρίτη στροφή το ποιητικό υποκείμενο επικεντρώνεται σε αυτές τις
επιθέσεις.
Όπως αναφέρει, η Δηιδάμεια καθόλου δεν ξαφνιαζόταν από αυτές∙
μάλιστα το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.
Η χρήση του επιρρήματος τάχαφανερώνει ότι η οποιαδήποτε αντίσταση εκ μέρους της ήταν καθαρά τυπική,
σχεδόν ψεύτικη, μια και ανέμενε αυτές τις επιθέσεις, ίσως ακόμη και να τις
επιδίωκε.
Μάλιστα η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η Δηιδάμεια τάχα
αντιστεκόταν χαρακτηρίζεται από λυρικά στοιχεία (σπρώχνοντας/με τον
αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του/και καθώς χανόταν όλη/μες στην αρπάγη του
κορμιού του),προκαλώντας έντονη συγκίνηση, αφού σιγά σιγά ο γλύπτης
μετουσιωνόταν σε Κένταυρο και πλέον η Δηιδάμεια επέστρεφε σε αυτόν,
μέσω μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας.
Η έμφαση που δίδεται στη σκηνή όπου η Δηιδάμεια αποκτά υπόσταση
και φροντίζει με τελετουργικό σχεδόν τρόπο την εξωτερική της εμφάνιση και
στη σκηνή όπου ο γλύπτης τής επιτίθεται, για να καταλήξει και πάλι ως
άγαλμα στην αγκαλιά του Κένταυρου,
θέτει στο προσκήνιο τους δύο άξονες
στους οποίος κινείται το ποίημα.
Ο πρώτος αφορά στην ανάγκη διατήρησης
της νεότητας και
ο δεύτερος στην διατήρηση του έρωτα που δίνει νόημα στην
ανθρώπινη ύπαρξη∙
και οι δύο άξονες προβάλλονται μέσω του ποιητικού
υποκειμένου, το οποίο περιγράφει τη διαρκή μετάβαση της νύμφης από αγαλματένια μορφή στο αέτωμα σε αντικείμενο του πόθου του γλύπτη και
αντίστροφα.
Στην τελευταία στροφή το ποιητικό υποκείμενο αναφέρει ότι,παρόλο
που το κορμί της Δηιδάμειας παραδίδεται βίαια στην αγκαλιά του Κένταυρου
Ευρυπίωνα, του οποίου η αλογίσια οπλή του/την πόναγε κάπου εκεί/γλυκά
στο κόκαλο, η σκέψη της παραμένει στον δημιουργό της, τον οποίο τον
ονειρευότανε παραδομένη/ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του/να τη
λαξεύει ακόμη.
Η μεταφορική χρήση του στίχουγλυκά στο κόκαλο τονίζει την
αντίθεση ανάμεσα στον πόνο που προκαλούσε στη Δηιδάμεια ο Κένταυρος
και στο τελικό αποτέλεσμα, που είναι η παραμονή της στην αγκαλιά του
Κένταυρου, να ονειρεύεται, έστω και φοβισμένη τη λαγνεία του/να τη λαξεύει
ακόμη.
Το ποιητικό υποκείμενο σε αυτή την τελευταία στροφή τονίζει τη διαφορά
ανάμεσα στο ιδεατό και στο εφικτό, μια και η Δηιδάμεια θα επέλεγε να
βρίσκεται στην αγκαλιά του γλύπτη, να αφοσιωθεί στον δημιουργό της, όμως
τελικά βρίσκεται εγκλωβισμένη στην αγκαλιά του Κένταυρου.
Έτσι ο
Κένταυρος έχει στην κατοχή του το κορμί της, ενώ ο γλύπτης την ψυχή της,
την οποία κέρδισε με την τέχνη του, μια και είναι αυτός που της έδωσε ζωή,
αρχικά σμιλεύοντας το μάρμαρο και δημιουργώντας και στη συνέχεια
διατηρώντας την πανέμορφη μορφή της στο πέρασμα του χρόνου.
Σχολιάζοντας τον τελευταίο στίχο του ποιήματος (να τη λαξεύει ακόμη),
ο
οποίος αποκαλύπτει τον καλλιτεχνικό έρωτα που τροφοδοτεί με τη σειρά του
την καλλιτεχνική δημιουργία,
γράφει η Τασούλα Καραγεωργίου (2004, 19):
Το ποίημα επιφυλάσσει τη μεγαλύτερη του έκπληξη στον τελευταίο του
στίχο με τη διπλή αποκάλυψη της ταυτότητας του ερώντος κενταύρου και
του χαρακτήρα της ερωτικής του μανίας.
Πρόκειται για τον τεχνίτη του
τίτλου του και για τη μανία του να λαξεύει ακόμη το έργο του, που,
αυτονομημένο πλέον από το δημιουργό του, τον αιχμαλωτίζει στα δίχτυα
μιας ακαταμάχητης ερωτικής πρόκλησης για κοινωνία με την ιδανική
καλλιτεχνική ομορφιά.
Όπως στον αρχαίο μύθο ο γλύπτης ερωτεύεται το
άγαλμα,έτσι και στο ποίημα του Παυλόπουλου η ομορφιά της Δηιδάμειας
ανθίσταται στην απόπειρα παγίδευσής της πυροδοτώντας παράλληλα
την έκρηξη ενός καλλιτεχνικού έρωτα, ο οποίος, καθώς μάταια αναζητεί
την εκπλήρωση του, τροφοδοτεί εις το διηνεκές την καλλιτεχνική
δημιουργία.
Ο τεχνίτης μετεωριζόμενος μεταξύ γης, με την οποία τον
συνδέει η αλογίσια οπλή του, και ουρανού, όπου εγκατοικεί η άφθαρτη
ομορφιά της νύφης, κινείται εντέλει μέσα στο χώρο μιας αντεστραμμένης
θεολογίας.
Σύμφωνα με αυτή, ένας θνητός θεός δημιουργεί άφθαρτα
έργα.
Αυτή είναι η πλέον φιλάνθρωπη και, σε τελευταία ανάλυση,
ανατρεπτική του αδήριτου φυσικού νόμου της φθοράς απάντηση που
δίνει η τέχνη στην τραγική νομοτέλεια της φθοράς και του θανάτου.
Τα θέματα επομένως της φθοράς που επέρχεται από την καταστροφική
δύναμη του χρόνου, του θανάτου που αποτελεί τη φυσική κατάληξη, και του
έρωτα που πολλές φορές παραμένει ανολοκλήρωτοςέρχονται σε αντίθεσημε
την ίδια τη ζωή, την ομορφιά και τα συναισθήματα που συνοδεύουν τον
έρωτα.
Όπως δήλωσε ο Παυλόπουλος στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες
(1998, 24-26),
Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη
δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου να φτάσεις στην
αλήθεια της τέχνης σου.
Η στιγμή αυτής της αλήθειαςείναι απατηλή και
πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας.
Γρήγορα ξαναρχίζεις,
πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση.
Πίσω, ενδεχομένως, από το ποιητικό υποκείμενο κρύβεται ο ίδιος ο
Παυλόπουλος,αφού μέσα από τα θέματα της ζωής, του θανάτου και του
έρωτα που θίγει στο συγκεκριμένο ποίημα επιχειρεί να εξηγήσει τη σχέση που
δημιουργείται ανάμεσα στην ποίηση και στον δημιουργό της.
Συγκεκριμένα, ο
Παυλόπουλος αντιμετωπίζει την ποίηση ως μια ελκυστική υπόσταση που τον
προκαλεί με τη στάση της αλλά είναι αδύνατο να την προσεγγίσει, με
αποτέλεσμα να νιώθει μια διαρκή έλξη και έναν ασίγαστο πόθο γι’ αυτήν.
Αυτός ακριβώς ο πόθος του δημιουργού εκφράζεται στο ποίημα, όπου το
δημιούργημα (η Δηιδάμεια) αποκτά ανθρώπινη υπόσταση και συνήθειες και
γίνεται το αντικείμενο του πόθου του Κένταυρου (με βάση τη μυθολογία), αλλά
και του ίδιου του γλύπτη που τη σμίλεψε, δηλ. του δημιουργού της.
Το ίδιο το
δημιούργημα (η Δηιδάμεια) παίρνει σάρκα και οστά και κάθε βράδυ βιώνει τον
έρωτα που νιώθει γι’ αυτήν ο γλύπτης, όταν κατορθώνει να ξεφύγει, έστω και
για λίγο, από τη βίαιη αγκαλιά του Κένταυρου.
Αυτή ακριβώς η δύναμη που
χαρακτηρίζει τον δημιουργό μεταφέρεται στο δημιούργημα, ενισχύοντας την
αδιάλειπτη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους και τον άρρηκτο δεσμό που
πάντα θα τους ενώνει.
Όπως ανέφερε ο Παυλόπουλος σε συνέντευξη που παραχώρησε στις 7
Ιανουαρίου 2008 στη Λ. Σ. Αρμυριώτη και στο περιοδικό Ύφος,
στην
περίπτωση του ποιήματος «Το άγαλμα και ο τεχνίτης»ο τεχνίτης ταυτίζεται με
το δημιούργημα του, ερωτεύεται αυτό που κάνει, και κατά συνέπεια το ίδιο το
δημιούργημά του, το άγαλμα, μετατρέπεται σε ερωτικό αντικείμενο.
Πρόκειται,
επομένως, για ένα ποίημα ποιητικής, αφού έχει ως γενικό θέμα την ποιητική
τέχνη και την καλλιτεχνική δημιουργία και ταυτόχρονα πραγματεύεται τον
τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός – ποιητής προσλαμβάνει την ποίηση.
Ο
Παυλόπουλος, στην προσπάθειά του να καθορίσει τον ρόλο του δημιουργού –
ποιητή στην ποιητική τέχνη, προβληματίζεται αναφορικά με τη σχέση που
δημιουργείται ανάμεσα στον δημιουργό – ποιητή και στο δημιούργημα –
ποίημα∙ το αποτέλεσμα αυτών των προβληματισμών είναι ένας αριθμός
σχετικών ποιημάτων για την Ποίηση, στα οποία ανήκει και το ποίημα που εξετάζουμε
(Βλ. «Προτάσεις για Συναναγνώσεις» για παραδείγματα άλλων
ποιημάτων Ποιητικής του Γιώργη Παυλόπουλου).
Προτάσεις για συναναγνώσεις
Το ποίημα «Το άγαλμα και ο τεχνίτης» είναι ένα ποίημα ποιητικής που έχει ως
γενικό θέμα την ποιητική τέχνη και την καλλιτεχνική δημιουργία και
ταυτόχρονα πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός – ποιητής
προσλαμβάνει την ποίηση.
Πιο κάτω παρατίθενται μερικά ποιήματα ποιητικής,
τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν για συνανάγνωση
Γιώργης Παυλόπουλος,
«Το Ποίημα»
Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι
γέρος πια φοράει μαύρα.
Ποιος είναι και πού πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει.
Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα
που ποτέ δεν θα γράψει.
Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.
Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του
υπάρχει ένα φίδι χρυσό.
Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της
σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη
χλωμός ο άλλος εαυτός του.
Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα
καλπάζοντας τώρα στο πλάι του
και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει
απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.
Τα αντικλείδια.
Αθήνα, Στιγμή, 1988
Γιώργης Παυλόπουλος,
«Τα Αντικλείδια»
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Τα αντικλείδια.
Αθήνα, Στιγμή,
1988
Γιώργης Παυλόπουλος,
«Ο Άλλος»
Εκεί που πάλευα να τελειώσω το ποίημα
περασμένα μεσάνυχτα
ήρθε και πάλι ξαφνικά με ανοιχτό αμάξι
με δυο γυναίκες αγκαλιά
και κάτω από το παράθυρο μου
"κατέβα άθλιε" μου φώναζε
"παράτα τα που να σε πάρει
σκίσ΄ τα επιτέλους τα χαρτιά"
Κατέβηκα με την ψυχή στο στόμα
όμως ο δρόμος ήταν έρημος
και τσακισμένος ξαναγύρισα στο ποίημα
κι όλη τη νύχτα πάλευα
χωρίς να το τελειώσω.
Λίγος Άμμος,
Αθήνα, Νεφέλη, 1997
Γιάννης Πατίλης,
«Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία»
Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία.
Από κει κουβαλάω με κόπο
Υπέροχα ποιήματα.
Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα.
Αλλά στο δρόμο μού πέφτουνε, σπάνε.
Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις.
Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε.
Μ’ αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω.
Και τα χαλάω μ’ αυτό που υπάρχει.
Ζεστό μεσημέρι,
Αθήνα, 1984
Σόνια Κούμουρου,
«Οι λέξεις και οι Ποιητές»
Λένε πώς οι ποιητές
ξεμοναχιάζουνε τις λέξεις
σ' απόμερα σοκάκια της ψυχής
Τις κάνουν να κλαίνε
να γελάνε να πονούν
Λένε πώς οι ποιητές
ξομολογούν τις λέξεις
κρατώντας τα κλειδιά
των μυστικών
στις μέσα τσέπες
των λυγμών τους
Λένε πώς οι ποιητές
μαγεύουνε τις λέξεις
και γίνονται αγάλματα
καταμεσής του χρόνου
Λένε πώς οι ποιητές
πεθαίνουν με τις λέξεις
που δεν προλάβανε να πουν
να ζήσουν να γευτούνε.
Ο ενδιάμεσος χρόνος,
Λευκωσία, 1999
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με προτεινόμενους ορισμούς της
Ποίησης και κείμενα που μπορούν να αξιοποιηθούν για συναναγνώσεις, βλ
Νεοελληνική Λογοτεχνία [Γ΄ Ενιαίου Λυκείου – Θεωρητική Κατεύθυνση –
Δρ Σαλώμη Χατζηνεοφύτου, Λειτουργός Α.Π. Λογοτεχνίας – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο σ. 11
Θετική Κατεύθυνση (επιλογής)], Αθήνα, ΟΕΔΒ:
Να αναδειχθούν τα βασικά γνωρίσματα της ποίησης του Γιώργη
Παυλόπουλου.
Να τονιστεί η μυθική διάσταση του ποιήματος και να συνδεθεί με την
αλληγορική διάσταση της ποιητικής Τέχνης.
Να σχολιαστούν οι δύο υπερβάσεις και η σημασία τους.
Να κατανοήσουν οι μαθητές τη στενή σχέση που συνδέει τον
καλλιτέχνη με το δημιούργημά του.
Να επισημανθούν οι εκφραστικοί τρόποι (εικόνες, αντιθέσεις,
προσωποποιήσεις) και η λειτουργία τους.
Να σχολιαστούν η γλώσσα και το ύφος του ποιήματος σε σχέση με τη
λειτουργία τους.
Ενδεικτικές Ερωτήσεις
1. Να σχολιάσετε τον τίτλο του ποιήματος σε σχέση με το περιεχόμενό
του, έχοντας υπόψη την ακόλουθη επισήμανση της Τασούλας
Καραγεωργίου (2006, 42): «Τα ποιήματα του Παυλόπουλου έχουν
συχνά ως αφετηρία τα όνειρα που αξιοποιούνται έπειτα για τη
δημιουργία παράξενων όσο και αινιγματικών ιστοριών, ενώ αντίθετα
οι τίτλοι των ποιημάτων είναι πιο ρεαλιστικοί, μια και αποτελούνται
από ουσιαστικά συνοδευόμενα από οριστικά άρθρα».
2. Να εντοπίσετε το ποιητικό υποκείμενο και να εξηγήσετε ποιος,
ενδεχομένως, κρύβεται πίσω από αυτό.
3. Να αναφέρετε τους δύο θεματικούς άξονες του ποιήματος.
4. Να εντοπίσετε και να παρουσιάσετε τα βασικά θέματα που θίγονται
στο ποίημα.
5.
α) Να περιγράψετε την εικόνα με την οποία αρχίζει η πρώτη στροφή
και
β) να αναφερθείτε στο αντίστοιχο ποιητικό λεξιλόγιο, εξηγώντας
τη λειτουργία αυτών των δύο εκφραστικών μέσων.
1 Οι συγκεκριμένες ερωτήσεις συμπληρώνουν τις ερωτήσεις του σχολικού εγχειριδίου (ΚΝΕΛ Γ΄: 51).
6. Να εξηγήσετε τη σχέση ανάμεσα στη μορφή και στο περιεχόμενο της
δεύτερης στροφής, δίδοντας έμφαση στα θεατρικά στοιχεία που τη
χαρακτηρίζουν.
7. Να εντοπίσετε τα λυρικά στοιχεία που εμφανίζονται στην τρίτη
στροφή και να εξηγήσετε τη λειτουργία τους, σε σχέση με την
κατάληξη της Δηιδάμειας.
8. Να σχολιάσετε τη μεταφορική χρήση του στίχου γλυκά στο κόκαλο
της τέταρτης στροφής, κάνοντας αναφορά στη σχέση που υπήρχε
ανάμεσα στη Δηιδάμεια και τον Κένταυρο.
9. Να σχολιάσετε την ακόλουθη δήλωση του Γιώργη Παυλόπουλου στο
περιοδικό Γράμματα και Τέχνες (1998, 24-26), σε σχέση με το ποίημα
«Το άγαλμα και ο τεχνίτης»:
« Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη
ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο
μεταίχμιο ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης
σου».
10. Σύμφωνα με τον Γιώργη Παυλόπουλο, το ποίημα «Το άγαλμα και ο
τεχνίτης» είναι ένα ποίημα ποιητικής.
Να τεκμηριώσετε τη θέση αυτή.
Βιβλιογραφία
Αργυρίου, Αλ. 2000. «Εισαγωγή», στον Τόμο Η ελληνική ποίηση.
Στο ποίημα επιχειρούνται δύο υπερβάσεις:Με την πρώτη η Δηιδάμεια επαναφέρεται στη ζωή και αποχτάει ανθρώπινη υπόσταση, γίνεται πρόσωπο καθημερινό.
Με τη δεύτερη αισθάνεται τον εαυτό της όχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του Κένταυρου (σύμφωνα με το σύμπλεγμα), αλλά του ίδιου του τεχνίτη (σύμφωνα με το ποίημα).
Όπως θα διαπιστώσατε η ποιητική διεργασία ακολουθεί την εξής διαδρομή: πίσω από τα σημαινόμενα του συμπλέγματος (ερωτική επιθυμία του Κένταυρου για τη Διηδάμεια) βλέπει τον τεχνίτη, που βαθμιαία ταυτίζεται με τον Κένταυρο.
Πρόκειται για μια ταύτιση που η αφετηρία της δεν είναι μόνο ψυχολογική αλλά και αισθητική: ο καλλιτέχνης, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να ταυτίζεται, να μπαίνει όπως λέμε στο πετσί των προσώπων που ιστορεί ή πλάθει.
Το άγαλμα: Πρόκειται για λεπτομέρεια του δυτικού αετώματος του ναού του Διός στην Ολυμπία, που εκτίθεται στο εκεί αρχαιολογικό Μουσείο. Το αέτωμα αυτό παριστάνει τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Σύμφωνα με τη μυθολογία οι Λαπίθες ήταν λαός της Θεσσαλίας που κατοικούσε κοντά στο Πήλιο. Οι Κένταυροι ήταν τερατόμορφα όντα με σώμα ανθρώπου ως τη μέση και αλόγου κάτω από τη μέση. Όταν, λέει ο μύθος, παντρευόταν ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους με τη νύμφη Δηιδάμεια, κάλεσε στο γάμο του το Θησέα, καθώς και τους γείτονές του Κενταύρους. Στο γαμήλιο συμπόσιο ο βασιλιάς των Κενταύρων Ευρυπίων μέθυσε και επιτέθηκε ερωτικά κατά της Δηιδάμειας. Ακολούθησε μάχη και οι Λαπίθες καταδίωξαν τους Κενταύρους.
Η λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεται το ποίημα παριστάνει τον Κένταυρο Ευρυπίωνα να αγκαλιάζει βίαια τη νύμφη Δηιδάμεια. Ολη η παράσταση της μάχης θεωρείται ότι εκφράζει την πάλη του πνεύματος με τα ζωώδη πάθη.
Ο τεχνίτης: Ο γλύπτης του αετώματος. Είναι άγνωστος, ανήκει πάντως στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.
Στο ποίημα «Το άγαλμα και ο τεχνίτης» ο Γιώργης Παυλόπουλος καταφεύγει στην προσφιλή του ιδέα των ιστοριών που επαναλαμβάνονται διαρκώς, χωρίς διαφαινόμενο τερματισμό. Η απάντηση του ποιητή στο θάνατο, στη φθορά και στην απώλεια του έρωτα, είναι οι κυκλικές συνθέσεις του που με την αέναη επανάληψή τους, κατορθώνουν να εξουδετερώσουν το αναπόδραστο τέλος που περιμένει καθετί ανθρώπινο. Έτσι, η ζωή, η ομορφιά της νεότητας και το πολύτιμο συναίσθημα του έρωτα, παραμένουν αιώνια προφυλαγμένα από το ολέθριο πέρασμα του χρόνου.
«Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.»
Το ζωντάνεμα της Δηιδάμειας μετά το κλείσιμο του μουσείου δίνει -με τη χρήση έστω του φαντασιακού στοιχείου- μια δικαίωση στην αιώνια νεότητα της σμιλεμένης στο μάρμαρο μορφής. Ο γλύπτης φρόντισε να διασώσει την ομορφιά της γυναικείας μορφής κι ο ποιητής της προσφέρει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει την αιώνια αυτή νεότητα, παρέχοντάς της ζωή μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των επισκεπτών του μουσείου.
Η διαχρονική επιθυμία των ανθρώπων να σταθούν έξω από την καταστροφική δύναμη του χρόνου, που δεν μπορεί ποτέ να πραγματωθεί στον πραγματικό κόσμο, βρίσκει την απάντησή της στην υπερβατική πραγματικότητα της ποίησης. Η ομορφιά της νέας γυναίκας όχι μόνο διαφυλάσσεται, αλλά απολαμβάνει και το προνόμιο μιας κρυφής ζωής.
Η Δηιδάμεια κάθε βράδυ, μόλις κλείνει το μουσείο, αποδεσμεύεται από το σφιχτό αγκάλιασμα του Κένταυρου κι είναι ελεύθερη να απολαύσει μερικές στιγμές ηρεμίας, οι οποίες είναι ωστόσο διαποτισμένες από μια διάθεση ερωτική. Άλλωστε, τόσο το γεγονός ότι η διαρκώς αναγεννώμενη αγαλματένια μορφή έχει σμιλευτεί κι έχει έτσι παραμείνει διαχρονικά το αντικείμενο του πόθου ενός Κένταυρου, όσο και η νεανική ομορφιά του κορμιού της, δεν μπορούν παρά να διαχέουν ερωτισμό σε κάθε της κίνηση.
Το βραδινό λουτρό της νύμφης και το πολύωρο χτένισμα των ξανθών μαλλιών της, που λειτουργούν φαινομενικά ως τρόπος χαλάρωσης και ξεκούρασης από τους πολύβουους και κουραστικά φιλοπερίεργους τουρίστες, είναι στην πραγματικότητα η προετοιμασία για την υποδοχή εκείνου.
«Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.»
Η αιώνια νεότητα της Δηιδάμειας θα παρέμενε ένα δώρο ανώφελο χωρίς την παρουσία εκείνου να τη διεκδικεί επίμονα και να την επιθυμεί ακόρεστα. Ο δικός του διαρκής πόθος είναι που παρέχει την ιδεατή ολοκλήρωση στη δίχως τέλος ύπαρξη της όμορφη νύμφης.
Ο ανώνυμος γλύπτης, ο άνδρας που διέσωσε το κάλλος της νεαρής γυναίκας, είναι αυτός που παραμονεύει στη σκοτεινή γωνιά, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να αρπάξει εκ νέου στα χέρια του το δημιούργημά του. Ο τρόπος με τον οποίο φυλακίζει το κορμί της στο δικό του, δεν είναι άλλος από τον τρόπο που την κρατά αιώνια εγκλωβισμένη ο Κένταυρος στο ερωτικό σύμπλεγμα που κοσμούσε το αέτωμα του ναού.
Ο γλύπτης μιμείται την κίνηση του Κένταυρου, φανερώνοντας έτσι πως τη στιγμή που έπλαθε το έργο του, δεν ήθελε τίποτε περισσότερο από το να είναι εκείνος που θα έχει στην αγκαλιά του την όμορφη νύμφη. Στο έργο αποτυπώνεται έτσι όχι μόνο ο πόθος του μυθικού αρσενικού πλάσματος, αλλά και ο πόθος του ίδιου του καλλιτέχνη.
Η ενασχόλησή του, άλλωστε, με το σύμπλεγμα αυτό και η ιδανική αποτύπωσή του, υποδηλώνουν το ενδιαφέρον και την προσωπική εμπλοκή του δημιουργού με τις μορφές που σμίλευσε στο μάρμαρο.
«Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.»
Η Δηιδάμεια έχει πια συνηθίσει τις νυχτερινές επιθέσεις του, οι οποίες συμπληρώνουν την αιώνια υπόστασή της∙ υπόσταση, άλλωστε, που έλαβε και διαφύλαξε χάρη στο δικό του θαυμασμό, χάρη στη δική του επιμονή να σμιλέψει τη μορφή της.
Η αντίστασή της έτσι στο βίαιο άρπαγμά του είναι τυπική μόνο, καθώς γνωρίζει πως στην αγκαλιά του είναι η πραγματική της θέση. Μα ακόμη περισσότερο καθώς γνωρίζει πως η δική του παρουσία σύντομα θα μετουσιωθεί στην παρουσία του αγαλμάτινου συντρόφου της, του Κένταυρου.
Η απομάκρυνση της Δηιδάμειας από τα χέρια του Κένταυρου είναι σύντομη και δεν της παρέχει τη δυνατότητα μιας διαρκέστερης ελευθερίας. Η νύμφη είναι πλασμένη στο πλευρό του και δεν μπορεί -τώρα πια ούτε και θέλει- να αποδεσμευτεί από αυτόν.
Η επιστροφή της σε αυτόν είναι δεδομένη, αναπόφευκτη και αιωνίως επαναλαμβανόμενη, πιστοποιώντας ξανά και ξανά με τον τρόπο αυτό την ασίγαστη επιθυμία του για εκείνη. Τόσο ο τεχνίτης, ο δημιουργός του ερωτικού συμπλέγματος, όσο και ο Κένταυρος ο πρώτος βίαιος διεκδικητής της, θέλουν και κατέχουν σταθερά μια θέση πλάι της.
Η αιώνια υπόσταση θα ήταν κενή και ανούσια χωρίς την παρουσία του έρωτα, του παντοδύναμου αυτού συναισθήματος που κατορθώνει να προσφέρει νόημα και αξία στη ζωή των ανθρώπων. Ο ποιητής, επομένως, συνδυάζει εδώ τις δύο βασικές επιθυμίες κάθε θνητού που γεύτηκε ποτέ τη ζωή∙ τη διαχρονική διάρκεια της νεότητας και φυσικά την ακατάλυτη παρουσία του έρωτα. Ό,τι για τους απλούς ανθρώπους είναι απαγορευμένο, προσφέρεται απλόχερα στην όμορφη νύμφη, μέσω της φαντασίας του ποιητή. Η αιώνια νεότητά της πλουτίζεται με την αέναη παρουσία του έρωτα, τη δίχως τέλος διεκδίκησή της από τους δύο φανατικά προσηλωμένους σε αυτήν εραστές της.
«Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.»
Καθώς η μεταμόρφωση του τεχνίτη ολοκληρώνεται για άλλη μια φορά και ο Κένταυρος παίρνει τη θέση του, η σκέψη της Δηιδάμειας παραμένει δοσμένη στον δημιουργό της, έστω κι αν το κορμί της αφήνεται στα άγρια ένστικτα του μυθικού πλάσματος. Ανάμεσα στον βίαιο έρωτα του Κένταυρου και τη ζωοποιό δημιουργική δύναμη του γλύπτη, που με τόση αγάπη αποτύπωσε τη μορφή της, η Δηιδάμεια θα προτιμούσε να βρίσκεται στην αγκαλιά του γλύπτη, αυτό όμως δεν είναι εφικτό.
Διατηρεί ωστόσο μέσα της τον δικό του ανθρώπινο πόθο, τη δική του αφοσίωση και την αιώνια προσφορά της τέχνης του∙ μένει πιστή σε αυτόν που την έπλασε και βιώνει γι’ αυτόν τον έρωτα εκείνο που μόνο ένας άνθρωπος βαθιά αφοσιωμένος αξίζει.
Αν ο Κένταυρος κατέχει αιώνια το κορμί της, που διεκδίκησε με τη βιαιότητα του πόθου του, ο τεχνίτης κατέχει την ψυχή της, που τη διεκδίκησε με την επιμονή της τέχνης του, με το χάρισμά του να σμιλεύει και να διαφυλάττει το κάλλος τη στιγμή ακριβώς που βρίσκεται στην ιδανικότερη έκφανσή του.
Ο τεχνίτης κέρδισε τη θέση του στην καρδιά της νύμφης με τη γνήσια αγάπη του για τη διάσωση της μορφής της και με την αφοσίωση που επέδειξε στο σκοπό αυτό.
Με την πρώτη η Δηιδάμεια επαναφέρεται οτη ζωή και αποχτάει ανθρώπινη υπόσταση, γίνεται πρόσωπο καθημερινό.
Με τη δεύτερη αισθάνεται τον εαυτό της όχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του Κένταυρου (σύμφωνα με το σύμπλεγμα), αλλά του ίδιου του τεχνίτη (σύμφωνα με το ποίημα).
Όπως θα διαπιστώσατε η ποιητική διεργασία ακολουθεί την εξής διαδρομή:πίσω από τα σημαινόμενα του συμπλέγματος (ερωτική επιθυμία του Κένταυρου για τη Διηδάμεια) βλέπει τον τεχνίτη, που βαθμιαία ταυτίζεται με τον Κένταυρο.
Πρόκειται για μια ταύτιση που η αφετηρία της δεν είναι μόνο ψυχολογική αλλά και αισθητική: ο καλλιτέχνης, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να ταυτίζεται, να μπαίνει όπως λέμε στο πετσί των προσώπων που ιστορεί ή πλάθει.
Το άγαλμα: Πρόκειται για λεπτομέρεια του δυτικού αετώματος του ναού του Διός στην Ολυμπία, που εκτίθεται στο εκεί αρχαιολογικό Μουσείο. Το αέτωμα αυτό παριστάνει τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων.
Σύμφωνα με τη μυθολογία οι Λαπίθες ήταν λαός της Θεσσαλίας που κατοικούσε κοντά στο Πήλιο. Οι Κένταυροι ήταν τερατόμορφα όντα με σώμα ανθρώπου ως τη μέση και αλόγου κάτω από τη μέση. Οταν. λέει ο μύθος, παντρευόταν ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους με τη νύμφη Δηιδάμεια, κάλεσε στο γάμο του το Θησέα, καθώς και τους γείτονές του Κενταύρους. Στο γαμήλιο συμπόσιο ο βασιλιάς των Κενταύρων Ευρυτίων μέθυσε και επιτέθηκε ερωτικά κατά της Δηιδάμειας.
Ακολούθησε μάχη και οι Λαπίθες καταδίωξαν τους Κενταύρους. Η λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεται το ποίημα παριστάνει τον Κένταυρο Ευρυπίωνα να αγκαλιάζει βίαια τη νύμφη Δηιδάμεια.
Ολη η παράσταση της μάχης θεωρείται ότι εκφράζει την πάλη του πνεύματος με τα ζωώδη πάθη.
Ο τεχνίτης. Ο γλύπτης του αετώματος. Είναι άγνωστος, ανήκει πάντως στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.
Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος Ηλείας, 22 Ιουνίου 1924
– Πύργος Ηλείας, 26 Νοεμβρίου 2008)
εμφανίζεται στα Γράμματα το έτος 1940 με τη δημοσίευση δύο διηγημάτων του στην εφημερίδα Πατρίς του Πύργου.
Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του Πυργιώτικου Παρνασσού, συλλόγου που ίδρυσαν μαθητές Γυμνασίου στα χρόνια της Κατοχής με σκοπό την προαγωγή των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Το πρώτο του ποίημα υπό τον τίτλο «Ο νεκρός Γ.Π.»
πρωτοδημοσιεύεται στο περιοδικό Οδυσσέας (τεύχος 4, Δεκέμβριος 1943) που εξέδιδε ο ίδιος με τους φίλους του στον Πύργο.
Αν και δημοσιεύει ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά, ωστόσο η πρώτη ολοκληρωμένη ποιητική του συλλογή εκδίδεται το 1971 υπό τον τίτλο Το κατώγι (Εκδόσεις Ερμής). Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές Το σακί (Εκδόσεις Κέδρος, 1980), Τα αντικλείδια (Εκδόσεις Στιγμή, 1988), Τριαντατρία χαïκού (Εκδόσεις Στιγμή, 1990), Λίγος Άμμος (Εκδόσεις Νεφέλη, 1997), Πού είναι τα πουλιά (Εκδόσεις Κέδρος, 2004)*.
Σε μία ποιητική διαδρομή με μόλις έξι ποιητικές συλλογές, μολονότι διήρκησε πάνω από 60 χρόνια, ο Γιώργης Παυλόπουλος δικαίως χαρακτηρίζεται ολιγογράφος· τούτο τον χαρακτηρισμό, ο ποιητής τον αποδέχεται σε συνέντευξή του από τον διακεκριμένο δημοσιογράφο κ. Κώστα Λιόντη, η οποία φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα Η Αυγή την 1η Ιουνίου 1986:
«Είμαι οπωσδήποτε ολιγογράφος. Όμως πιστεύω ότι ο αριθμός των ποιημάτων που θα γράψει ένας ποιητής είναι αμετάκλητος και δεν εκφράζεται ούτε με το «λίγο», ούτε με το «πολύ». Είναι, επιτρέψατε μου να πω, ένας αριθμός μαγικός. Τον προϋποθέτουν όλοι οι αριθμοί των ποιημάτων που γράφτηκαν πριν και που θα γραφούν μετά από αυτόν.
Με την έννοια ότι η Τέχνη δεν γίνεται με τον Έναν αλλά με τους Πολλούς, που το άθροισμα των έργων τους είναι αποτέλεσμα μιας βαθιάς αλληλεγγύης ανάμεσα τους. Έπειτα, ο αριθμός των ποιημάτων ενός συγκεκριμένου ποιητή, είναι συνάρτηση της ζωής του, μοναδικής όπως του κάθε ανθρώπου η ζωή.
Δεν μπορώ να φανταστώ ένα ποίημα λιγότερο ή ένα ποίημα περισσότερο από τα υπάρχοντα λ.χ. του Μπασό ή του Βιγιόν, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ διαφορετικό το άθροισμα των ημερών του βίου αυτών των ποιητών. Ακόμη θα έλεγα ότι ο αριθμός αυτός είναι τόσο υποθετικός όσο και πραγματικός, αφού ο χρόνος, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα τον καθορίζει διηνεκώς στη συνείδηση του κόσμου».
– Γιώργης Παυλόπουλος, Η Αυγή, 01.06.1986.
Ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Στα ποιήματά του κυριαρχούνη δραματικότητα, η ωριμότητα, η μελαγχολία, η λιτότητα κι η φυσικότητα του λόγου, η βιωματικότητα, ο πεζολογικός κι εξομολογητικός τόνος, η φιλοσοφική διάθεση, ο αλληγορικός και συμβολικός λόγος, η πυκνή έκφραση, η κινηματογραφική αντίληψη.
Αφορμάται από τις εμπειρίες της ζωής του, διο και οι μνήμες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης, του Εμφυλίου Πολέμου, της Δικτατορίας, που στιγμάτισαν και τραυμάτισαν την ψυχή του, κατέχουν εξέχουσα θέση στη θεματογραφία του.
Με τον Γ. Σεφέρη.
Τα ποιήματα του Γιώργη Παυλόπουλου δεν είναι μόνο απολαυστικά αισθητικά, αλλά ταυτοχρόνως αποτελούν και το ταξίδι του ποιητή προς την Αλήθεια.
Ειδικότερα, στο ποίημά του, που ανήκει στη συλλογή Τα αντικλείδια, ομότιτλη με το ποίημα, ο ποιητής θέτει ένα εξαιρετικά σημαντικό ερώτημα αναφορικά με την ουσία και τη φύση της Ποίησης.
Τι είναι Ποίηση; Πώς μπορεί κάποιος να την προσεγγίσει;
Το ερώτημα τούτο, που ταλανίζει τον ποιητή, έχει απασχολήσει πολλούς πνευματικούς ανθρώπους ανά τις εποχές. Από τον πρώτο κιόλας στίχο ο ποιητής αποδίδει τον ορισμό της Ποίησης, ήτοι η Ποίηση είναι μία πόρτα ανοιχτή.
Η εναργής εικόνα της Ποίησης εγγιγμένης φαντασιακά και συμβολικά ωσάν πόρτας εντελώς ανοιχτής σε όλους εξηγεί την ονειρική της προσέγγιση από τον ποιητή.
Βεβαίως, ο Παυλόπουλος παρουσιάζει την Ποίηση ως πόρτα ορθάνοιχτη, που άλλοι προσπερνούν, άλλοι ρίχνουν μια επιπόλαιη ματιά στο εσωτερικό της κι αδιαφορούν, ενώ κάποιοι άλλοι, καθώς αντικρίζουν μόλις φευγαλέα το περιεχόμενό της, αφού η πόρτα κλείνει, σαγηνεύονται.
Οι τελευταίοι στην προσπάθεια τους να διαβούν την πόρτα και να βιώσουν ολοκληρωτικά την εμπειρία της Ποίησης παραδιδόμενοι τόσο εκούσια στα θέλγητρά της προσπαθούν αδιάπαυστα κι εναγωνίως να κατορθώσουν να ανοίξουν την πόρτα.
Κάθε ποίημά τους είναι κι ένα αντικλείδι της πόρτας σε έναν αγώνα που για άλλους αποδεικνύεται μανία, αφού η ομορφιά εκείνης της φευγαλέας ματιάς τούς έχει σκλαβώσει και το συναίσθημα ικανοποίησης, ευτυχίας, πληρότητας, γαλήνης που γέννησε δεν δύναται να συγκριθεί με κανένα άλλο βίωμα.
Η θλίψη που εκφράζει ο Παυλόπουλος στα Αντικλείδια αναφορικά με τις αδυναμίες που καθιστούν τον ποιητή ανά τις εποχές ανίκανο να βιώσει την ουσία της Ποίησης, στο ποίημά του
Ο άλλος από την ποιητική συλλογήΛίγος Άμμος παίρνει νέα μορφή και μεταβάλλεται σε οργή για τη ματαιότητα όλων των επίπονων και κοπιαστικών προσπαθειών του ποιητή να προσεγγίσει την Τέχνη.
Και σε αυτό του το ποίημα ο Γιώργης Παυλόπουλος δηλώνει τον προβληματισμό του σχετικά με την προσέγγιση της Ποίησης από το ποιητικό υποκείμενο, μιας και πιστεύει ότι άσχετα από τις θυσίες και τους κόπους ο θαυμαστός κόσμος της Ποίησης δεν είναι δυνατόν να βιωθεί ολοκληρωτικά, ωστόσο εστιάζει στη δύσκολη ατραπό.
Το δίπολο του ποιητή και του ανθρώπου με τον πρώτο να αντιστέκεται στη ζωή και τον δεύτερο να αντιστέκεται στην Τέχνη υπερθεματίζει τους κλυδωνισμούς, που υπομένει ο ποιητής, καθότι η αφοσίωση στην Τέχνη συνεπάγεται ασκητική στάση ζωής αποστερημένης υλικών απολαύσεων.
Επιπρόσθετα, στο «Ποίημα» από την ποιητική συλλογή Ποιήματα 1943-1997(Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2001) ο Παυλόπουλος εστιάζει στην εμμονή που κατακυριεύει τον ποιητή που αναζητά τον θαυμαστό κόσμο της Ποίησης μέσω του ποιήματος αφορίζοντας ο,τιδήποτε θα μπορούσε να του στερήσει τη δημιουργικότητα του, από κοινωνικές συναναστροφές έως τον έρωτα καθιστώντας εαυτόν με δική του προαίρεση αιχμάλωτο της Ποίησης αφαιμάσσοντας τη λιγοστή ζωή που απέμεινε στο ασθενικό κορμί του.
«Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης σου.
Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση», δήλωνε στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες, τεύχος 83, Φεβρουάριος-Μάιος 1998, ο ποιητής.
Ο Παυλόπουλος θίγει το ζήτημα του έρωτος, της ζωής και του θανάτου, στην προσπάθειά του να εξηγήσει τη σχέση της Ποίησης, ως μιας μαγικής, θελκτικής, αλλά συνάμα κι άπιαστης υπόστασης με το ποιητικό υποκείμενο.
Το άγαλμα και ο τεχνίτης
Ο πόθος του καλλιτέχνη για το δημιούργημά του εκφράζεται με ενάργεια και γλαφυρότητα σε μια εξαίσια ποιητική σύλληψη του Παυλόπουλου φέρουσα τον τίτλοΤο άγαλμα και ο τεχνίτης από τη συλλογή Τα αντικλείδια.
Το δημιούργημα, ήτοι το άγαλμα, η Δηιδάμεια, αποκτά ανθρώπινη υπόσταση και γίνεται το αντικείμενο του πόθου τόσο του Κένταυρου όσο και του γλύπτη που την λάξευσε.
Η Δηιδάμεια ζωντανεύει ως μια νεαρή κι όμορφη γυναίκα που νέμεται ζωής κι έρωτος μονάχα για να βιώσει κάθε βράδυ τον έρωτα του τεχνίτη της ξεφεύγοντας από τη βιαιότητα του πόθου του Κενταύρου.
Η ζωοδότρια δημιουργική δύναμη του καλλιτέχνηπαραλληλίζεται με την καταλυτική δύναμη του έρωτα, το συναίσθημα της βαθιάς αγάπης κι αφοσίωσης.
«Η Κόρη της Αβύσσου»
Στο ποίημα «Η Κόρη της Αβύσσου» από την ποιητική συλλογή Πού είναι τα πουλιά, ο «τεχνίτης» Παυλόπουλος παρουσιάζει τη σαγηνεύτρα λογοτεχνία να πλανεύει χρησιμοποιώντας όλα της τα θέλγητρα τον ποιητή οδηγώντας τον στον γύρο του θανάτου.
Η κόρη της Αβύσσου σχίζει την εβένινη νύχτα καβαλώντας την μηχανή της, αναζητά παντού κάθε νέο συναρπαστικό ανάγνωσμα, πετά στα σκουπίδια φθηνούς συναισθηματισμούς, αγαπά ό,τι αληθινό, αφήνεται να παρασυρθεί στον ονειρικό κόσμο, ζει έντονα κι επικίνδυνα και παρασύρει τον καλλιτέχνη να βιώσει μαζί της ένα γύρο θανάτου.
Η ποιητική πράξη για τον Παυλόπουλο πραγματοποιείται σε συγκινησιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα, όπου το όνειρο, το βίωμα κι η Τέχνη σμίγουν, εξ ου κι η προσέγγιση είναι μόνο ερωτική, διότι ο έρωτας φαίνεται να απέχει ισόποσα από τον θάνατο και τη ζωή.
Ο Γιώργης Παυλόπουλος καταπιάνεται με ποιήματα ποιητικής στην προσπάθειά του να αποκαλύψει τη σχέση της Ποίησης με την πραγματικότητα, αλλά και να ορίσει την οργανική θέση του ποιητή και τον ρόλο της Ποίησης σε κάθε εποχή.
Εκφράζει με αγωνία τους προβληματισμούς του αναφορικά με την Ποιητική Τέχνη, τη φύση, την ουσία και τις δυνατότητές της.
Πρόκειται κατ’ ουσίαν για ένα θεωρητικό προβληματισμό σε μια σισύφεια προσπάθεια να προσεγγίσει τον απροσπέλαστο κόσμο της Ποίησης.
Ο ποιητής μοιάζει να πραγματοποιεί μία κατάβαση στις πιο μύχιες σκέψεις, στα ενδότερα της ψυχής για να ορίσει τη σχέση του με το όλον, ήτοι την Ποίηση, και με το μέρος, δηλαδή το ποίημα.
Στα παρακάτω ομόκεντρα κι ομόθεμα ποιήματα ο ποιητής μας «μιλά» για την Ποίηση και την Ποιητική του.
Τα Αντικλείδια
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν. Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί. Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν. Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν. Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος. Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Ο Άλλος
Εκεί που πάλευα να τελειώσω το ποίημα περασμένα μεσάνυχτα ήρθε και πάλι ξαφνικά με ανοιχτό αμάξι με δυο γυναίκες αγκαλιά και κάτω από το παράθυρο μου “κατέβα άθλιε” μου φώναζε “παράτα τα που να σε πάρει σκίσ΄ τα επιτέλους τα χαρτιά”
Κατέβηκα με την ψυχή στο στόμα όμως ο δρόμος ήταν έρημος και τσακισμένος ξαναγύρισα στο ποίημα κι όλη τη νύχτα πάλευα χωρίς να το τελειώσω.
Το Ποίημα
Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι γέρος πια φοράει μαύρα. Ποιος είναι και που πηγαίνει κανείς δεν ξέρει. Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα που ποτέ δεν θα γράψει. Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του. Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του υπάρχει ένα φίδι χρυσό. Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη χλωμός ο άλλος εαυτός του. Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα καλπάζοντας τώρα στο πλάι του και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.
Το άγαλμα και ο τεχνίτης
Στην Ισμήνη και στον Στέλιο Τριάντη
Σαν έκλεινε το μουσείο αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια κατέβαινε από το αέτωμα. Κουρασμένη από τους τουρίστες έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της. Η ομορφιά της ήταν για πάντα σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει. Ερχόταν πίσω της αθόρυβα της άρπαζε τη μέση και το στήθος και μαγκώνοντας τα λαγόνια της με το ένα του πόδι έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε κάθε φορά που της ριχνόταν. Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια. Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του και καθώς χανόταν όλη μες στην αρπάγη του κορμιού του τον ένιωθε να μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του την πόναγε κάπου εκεί γλυκά στο κόκαλο και τον ονειρευότανε παραδομένη ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του να τη λαξεύει ακόμη.
Η Κόρη της Αβύσσου
Στη μνήμη του Φρανσουά, του Κάρολου και του Αρθούρου
Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι στην όψη της χορεύουν φλόγες από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί με μια κιθάρα και δισάκι διαβάζει κάτω από τις γέφυρες Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει. Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων με του διαβόλου τ’ αντικλείδια κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω απ’ τη θάλασσα ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική με δέος, ηδονή και τρόμο στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Την ποθούν, μα τους περιφρονεί τους δήθεν εραστές του απολύτου το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με» τα παίζει όλα, η Θεατρίνα, με προκαλεί ποζάροντας σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα» εγώ δεν την πιστεύω την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα πηδάει τους τάφους των ονείρων μου τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση γέρνω γλυκά στην πλάτη της κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.
Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.
***
*Η ποιητική συλλογή Της Γύφτισσας (Πύργος 1996) αποτέλεσε ιδιωτική έκδοση εκτός εμπορίου.
Επίσης κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1943-1997(Εκδόσεις Νεφέλη, 2001) και η συλλογήΝα μη τους Ξεχάσωτον Νοέμβρη του 2008 (Εκδόσεις Κέδρος, 2008) λίγες μόνο μέρες μετά τον θάνατό του.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, στην περιβόητη σύγκρουση των δύο θεσσαλικών λαών Κενταύρων και Λαπιθών –προσφιλέστατο θέμα της καλλιτεχνίας– ο Θησεύς, φίλος του Πειρίθου (Πειρίθοος – ους, πείρα+θοός = ταχύς πειρατής), βασιλιά των Λαπιθών, στη διάρκεια της γαμήλιας τελετής, σώζει τη γυναίκα του από τις ασελγείς και υβριστικές πράξεις των Κενταύρων.
Η διασωθείσα σύζυγος, καθώς αναφέρει ο Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς, 30) ονομάζεται Δηιδάμεια(δήιος = εχθρικός, φονικός + δάμνημι = δαμάω). Ασφαλώς, δεν πρέπει να συγχέεται με την ομώνυμηΔηιδάμεια,θυγατέρα του βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη, η οποία με τον Αχιλλέα απέκτησε τον Νεοπτόλεμο (Απολλόδ. Γ174).
Το όνομα Ιπποδάμεια αναφέρεται στον Ομηρο (Ιλ. Β 742, Νεών Κατάλογος), προκαλώντας έτσι σύγχυση με την περίφημη για την καλλονή της θυγατέρα του βασιλιά της Πίσας Οινόμαου, την οποία έλαβε ως σύζυγο, έπαθλο σε νίκη αρματοδρομίας, ο Πέλοψ, γιος του Ταντάλου (πρβλ. Πινδ. Ολυμπ. Ι70, ΙΧ10, Ευριπ. Ιφιγ. Ταύρ. 1 κ.ε.).
Ο Απόλλων πλαισιώνεται από δύο ήρωες. Στα δεξιά του θεού απεικονίζεται ο Πειρίθους, ο νεαρός βασιλιάς των Λαπιθών που τελούσε τους γάμους του με τη Δηιδάμεια, ο οποίος ορμά με σηκωμένο το σπαθί του κατά του Κενταύρου Ευρυτίωνα που έχει αρπάξει τη νύφη. Στα αριστερά του θεού απεικονίζεται ο γνωστός ήρωας Θησέας, φίλος του Πειρίθου, που παρευρισκόταν στη γαμήλια γιορτή του φίλου του. Είναι έτοιμος να χτυπήσει με πέλεκυ ένα Κένταυρο για να ελευθερώσει μία Λαπιθα.
Και από τις δύο μορφές των ηρώων λείπουν αρκετά τμήματα του σώματος.
Ακολουθούν συμπλέγματα Λαπιθών και Κενταύρων, ενώ στις γωνίες του αετώματος παρακολουθούν τη μάχη με αγωνία ξαπλωμένες Λαπίθες. Τρία συμπλέγματα Λαπιθών, Λαπιθιδών και Κενταύρων σε κάθε πλευρά συνθέτουν τη φοβερή σύγκρουση των δύο κόσμων (ανθρώπου και Κενταύρου).
Τα δύο συμπλέγματα κάθε πλευράς αποτελούνται από δύο μορφές και το τρίτο από τρεις.
Οι Κένταυροι έχουν αρπάξει τις Λαπιθες που προσπαθούν να ελευθερωθούν, ενώ προς βοήθειά τους τρέχουν οι νεαροί Λαπίθες. Από τα συμπλέγματα των μορφών που χαρακτηρίζονται από έντονες, όλο δυναμισμό κινήσεις, ιδιαίτερη θέση κατέχει εκείνο του βασιλιά των Κενταύρων Ευρυτίωνα και της νύφης Δηιδάμειας.
Ο Ευρυτίων, έχει αρπάξει την Δηιδάμεια, ενώ εκείνη γέρνει το σώμα της προς τα πίσω και με τον αριστερό της αγκώνα απωθεί το πρόσωπό του, σε μία προσπάθεια να απελευθερωθεί από το βίαιο αγκάλιασμα. Προς βοήθειά της τρέχει ο σύζυγός της Πειρίθους.
Το μοναδικής ομορφιάς πρόσωπο της Δηιδάμειας έρχεται σε αντίθεση με τα άγρια, κτηνώδη χαρακτηριστικά του Ευρυτίωνα.
Η Ιπποδάμεια από το ανατολικό αέτωμα του Ναού του Διός στην Ολυμπία
Μυθική ηρωίδα, κόρη του βασιλιά της Πίσας Οινομάου και της Στερόπης. Το όνομά της σημαίνει «αυτή που δαμάζει τους ίππους». Ήταν πολύ όμορφη και την διεκδικούσαν αρκετοί μνηστήρες, ωστόσο επειδή ο πατέρας της είχε μάθει από χρησμό ότι θα τον σκοτώσει ο σύζυγός της, καθιέρωσε έναν αγώνα αρματοδρομίας για τους υποψήφιους μνηστήρες, όπου νικούσε πάντα ο ίδιος χάρη στα ανίκητα φτερωτά του άλογα, δώρα του πατέρα του, Άρη. Δεκατρείς μνηστήρες είχαν χάσει τη ζωή τους, όταν έφθασε στην Ολυμπία ο Πέλοπας από τη Λυδία. Η Ιπποδάμεια τον ερωτεύθηκε αμέσως μόλις τον είδε. Αυτός αναδείχθηκε νικητής στην αρματοδρομία, νυμφεύθηκε την Ιπποδάμεια και βασίλεψε στην περιοχή για πολλά χρόνια, ως συνετός ηγέτης. Μαζί απέκτησαν πολλά παιδιά, μεταξύ των οποίων τον Ατρέα, το Θυέστη, τον Αλκάθοο, τον Πυτθέα, τον Πλεισθένη και τρεις κόρες. Ο Πέλοπας απέκτησε και ένα νόθο γιο με τη Νύμφη Αξιόχη, τον Χρύσιππο, που αποφάσισαν να σκοτώσουν η Ιπποδάμεια και τα παιδιά της, για να μη χάσουν από αυτόν το βασίλειό τους. Τότε ο Πέλοπας τους έδιωξε από την Ήλιδα και η Ιπποδάμεια πήγε στη Μιδέα της Αργολίδας, όπου και πέθανε. Μετά το θάνατό της ο Πέλοπας έφερε τα οστά της στην Ολυμπία και ιδρύθηκε προς τιμήν της ένα τέμενος, μέσα στην ιερή Άλτι, που περικλειόταν από χαμηλό περίβολο. Εκεί έμπαιναν μόνο γυναίκες, μία φορά το χρόνο για να τιμήσουν τη μυθική βασίλισσα. Η Ιπποδάμεια από ευγνωμοσύνη στην Ήρα καθιέρωσε προς τιμήν της τα Ηραία, αγώνες δρόμου γυναικών, που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια.
Διαγωνισμα
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ (μονάδες 4Χ25)
1. Στο ποίημα υπάρχουν δύο υπερβάσεις που θέτουν σε κίνηση την ποιητική διεργασία.
Ποιες είναι αυτές οι υπερβάσεις και ποια διαδρομή ακολουθεί η φαντασία του ποιητικού
υποκειμένου;
2. Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος χρησιμοποιεί ιστορικής σημασίας λέξεις που συ
νενώνουν τις ιστορικές περιόδους. Στο ποίημα που σας δόθηκε ποιες είναι οι ιστορικές
περίοδοι και με ποιες λέξεις συνταιριάζονται.
3
«Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.»
3 .Πώς αντιδρά η Δηιδάμεια στην επίθεση του Κενταύρου-καλλιτέχνη; Τι νιώθει η αιώνια
ωραία νύμφη για αυτόν το φιλήδονο; (στο παραπάνω κείμενο)
4.Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το ποίημα του Γ. Παυλόπουλου που σας
δόθηκε με το απόσπασμα από το έργο του Oscar Wilde «Το πορτραίτο του Ντόριαν
Γκραίυ». Ποιο είναι αυτό που κατέχει η Δηιδάμεια και το επιθυμεί διακαώς ο Ντόριαν
Γκραίυ;
Παράλληλο κείμενο:
OscarWilde «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ»
«Και τώρα, καθώς στεκόταν και ατένιζε το απείκασμα της ομορφιάς του, η περιγρα
φή έλαμψε εμπρός του με σάρκα και οστά. Αλήθεια? θα ερχόταν μια μέρα που το πρόσω
πό του θα ήταν μαραμένο και γεμάτο ρυτίδες, τα μάτια του θαμπά και άχρωμα, η χάρη
του κορμιού του σωσμένη και παραμορφωμένη. Η πορφύρα, θα χανόταν από τα χείλη
του και το χρυσάφι θα έσβηνε από τα μαλλιά του. Η ζωή που θα έπλαθε την ψυχή του έ
μελλε να ρημάξει το κορμί του. Θα γινόταν άχαρος, απαίσιος και τρομακτικός.
Καθώς τα συλλογιζόταν όλα αυτά, ένας οξύς πόνος τον διαπέρασε σαν μαχαίρι,
κάνοντας και την τελευταία ίνα του κορμιού του να ριγήσει. Τα μάτια του σκούρυναν,
πήραν το χρώμα του αμέθυστου και σκεπάστηκαν από αχλύ δακρύων. Ένιωσε ένα χέρι
από πάγο να πλακώνει την καρδιά του.
... Τί θλιβερό! μουρμούρισε ο Ντόριαν Γκραίυ, ενώ τα μάτια του είχαν κολλήσει
στην εικόνα του εαυτού του. Τί θλιβερό! Εγώ θα γεράσω, θα γίνω απαίσιος και φρικαλέ
ος, αλλά το πορτραίτο θα μείνει πάντα νέο. Ποτέ δεν θα γεράσει παραπάνω από τούτη
τη μέρα του Ιουνίου... Αχ, να μπορούσε να γίνει ανάποδα! Να ήμουν εγώ εκείνος που
θα μείνει πάντα νέος και το πορτραίτο αυτό που θα γερνά! Γι’ αυτό... γι’ αυτό... θα ‘δινα τα
πάντα. Ναι? δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο που δεν θα έδινα. Θα έδινα και την ψυχή μου
Ο Γιώργης Παυλόπουλος εμπνεόμενος από το σύμπλεγμα με τη μυθολογική σημασία, του Κενταύρου Ευρυτίωνα και της Νύμφης Διηδάμειας —έτσι όπως αναπαριστάται από τον άγνωστο γλύπτη, ονειρεύεται και αναπλάθει ονειρευόμενος, τη σχέση του τεχνίτη και του μοντέλου του.
Ανάλυση Για Τις Δύο Υπερβάσεις Του Ποιήματος
Με την πρώτη η Διηδάμεια επαναφέρεται στη ζωή και αποχτά ανθρώπινη υπόσταση, γίνεται πρόσωπο καθημερινό.
Με τη δεύτερη αισθάνεται τον εαυτό της όχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του Κενταύρου (σύμφωνα με το σύμπλεγμα) αλλά του ίδιου του τεχνίτη (σύμφωνα με το ποίημα). Όπως θα διαπιστώσετε η ποιητική διεργασία ακολουθεί την εξής διαδρομή:
Πίσω από τα σημαινόμενα του συμπλέγματος (ερωτική επιθυμία του Κένταυρου για τη Διηδάμεια) βλέπει τον τεχνίτη που βαθμιαία ταυτίζεται με τον Κένταυρο:
Πρόκειται για μια ταύτιση που η αφετηρία της δεν είναι μόνο ψυχολογική αλλά και αισθητική: ο καλλιτέχνης, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να ταυτίζεται, να μπαίνει όπως λέμε στο πετσί των προσώπων που ιστορεί ή πλάθει.
Περί Του Αναφερομένου Αγάλματος
Πρόκειται για λεπτομέρεια του δυτικού αετώματος του ναού του Διός στην Ολυμπία, που εκτίθεται στο εκεί αρχαιολογικό Μουσείο. Το αέτωμα αυτό παριστάνει τη μάχη μεταξύ των Λαπιθών και Κενταύρων. Σύμφωνα με τη μυθολογία οι Λαπίθες ήταν λαός της Θεσσαλίας που κατοικούσε κοντά στο Πήλιο.
Οι Κένταυροιήταν τερατόμορφα όντα με σώμα ανθρώπων ως τη μέση και αλόγου κάτω από τη μέση.
Όταν —λέει ο μύθος παντρευόταν ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους με τη νύμφη Διηδάμεια, κάλεσε στο γάμο του το Θησέα, καθώς και τους γείτονες του Κενταύρους.
[A4] Στο γαμήλιο συμπόσιο ο βασιλιάς των Κενταύρων Ευρυτίων μέθυσε και επιτέθηκε ερωτικά κατά της Διηδάμεια.
Ακολούθησε μάχη και οι Λαπίθες καταδίωξαν τους Κενταύρους. Η λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεται το ποίημα παριστάνει τον Κένταυρο Ευρυτίωνα να αγκαλιάζει βίαια τη νύμφη Διηδάμεια.
Όλη η παράσταση της μάχης θεωρείται ότι εκφράζει τη μάχη του πνεύματος με τα ζωώδη πάθη.
[A3] Ο τεχνίτης—Ο γλύπτης του αετώματος.
Είναι άγνωστος, ανήκει πάντως στο μέσο του 5ου αι. π.Χ.
Ιστορία Και Μύθος Του Ποιήματος
Ο τεχνίτης μεταμορφώνεται σε Κένταυρο ,εξ αιτίας της επιθυμίας του και αντιστοίχως το μοντέλο σε Νύμφη ,εξ αιτίας της ομορφιάς της.
Η ορμητικότητα, το πάθος, η ερωτική του εκδήλωση δεν αφήνουν αδιάφορες —ούτε την ωραία νύμφη, ούτε και το ωραίο μοντέλο του καλλιτέχνη.
Ταυτιζόμενες οι δύο, εκδηλώνουν αναπαριστώντας πιστά, το αρχέτυπο
του ζευγαριού που συνενώνεται σε ερωτική πράξη: ορμητικότης, ομορφιά, πόθος, επιθυμία για εκπλήρωση του πόθου, γυναικεία αποδοχή, γυναίκα -θήραμα, αντρική επιθετικότης, άνδρας- κυνηγός.
Δηλαδή η
Υπέρβαση A΄ συντελείται με την αναγωγή μέσω της φαντασίας στην εποχή του συμπλέγματος στη δράση για τη δημιουργία του καλλιτεχνήματος (γλύπτης - μοντέλο)
και η Υπέρβαση B΄ συντελείται με το συμβολισμό που εμπεριέχει το σύμπλεγμα: (η ερωτική επιθυμία που γίνεται αποδεκτή).
Τα Γλωσσικά Μέσα
Οι λέξεις που χρησιμοποιεί συχνά ο ποιητής σε όλα τα ποιήματα του, συναντώνται και σ' αυτό το ποίημα: Ιστορικής σημασίας λέξεις, που συνενώνουν τις ιστορικές περιόδους —εδώ την αρχαιότητα με τη σύγχρονη εποχή -π.χ. τουρίστες Όπως "αλογίσια οπλή", "αέτωμα" — μνήμες πολέμου "παραμονεύει", "σκοτεινή γωνιά" — "φόβος", "αρπάγη", "αλογίσια οπλή" ξανά, και τέλος — πάντα ο θάνατος "κόκαλο", "μαγκώνοντας", "σταματημένη μες στο χρόνο".
Η Γενική Θεματική Ενότητα Του Ποιήματος
(Η ένταξη του ποιήματος στη συλλογή «Αντικλείδια») Εδώ δεν υπάρχει κανένα αντικλείδι.
Ο σκεπτόμενος άνθρωπος - εδώ μπορούμε να πούμε: σκέπτομαι άρα δημιουργώ - που είναι ο ποιητής, εκείνος που «αναπλάθει πλάθοντας» με τις λέξεις του κάτι, ένα μύθο, διακρίνει καθαρά το ατέλειωτο «βάθος» και τη σημασία της διαδρομής μέσα στο χρόνο. Τα αντικλείδια είναι φαινομενικά —μπορεί να πει κανείς πως ίσως να χρειάζονται για τον απλό θεατή που όμως τα δίνει ο ποιητής, δημιουργώντας τα μέσω της τέχνης του που δεν ψάχνει για «ατελείωτη αρμαθιά αντικλείδια» αλλά τα δημιουργεί ο ίδιος μέσω της ενόρασης, της διαίσθησης, της ευαισθησίας, του ψυχικού του σθένους εν γένει, καθιστώντας έτσι την Ποίηση «μια πόρτα ανοιχτή».
Σημειώσεις Ποιήματος
Στο τέλος της στροφής, επιχειρείται και η κορύφωση του νοήματος της στροφής: εδώ, η ομορφιά της ανέπαφη απ' το χρόνο. Εδώ παρατηρείται αφ' ενός η απορία: ποιος ερχόταν, και η κατάδειξη της ερωτικής επιθυμίας Στο μέσο του ποιήματος η β΄υπέρβαση:Ο Kένταυρος ταυτίζεται με τον τεχνίτη που τον έφτιαξε, είναι το ίδιο πρόσωπο. Εδώ επιχειρείται μια υποενότητα με θέμα την επιθυμία, που συμβαδίζει με την ορμητικότητα του Kένταυρου, το φόβο που εμπνέει, με τη λαγνεία που εμπεριέχει τα δύο στοιχεία: φόβος, ορμητικότης, συναντιόνται με την αποδοχή του ρόλου ως ποθούμενο αντικείμενο και εξισώνονται με το συναίσθημα της προσμονής για την ερωτική συνάντηση. Μεταμόρφωση μέσω υπέρβασης, υπέρβαση α΄και του τεχνίτη και του μοντέλου του
Αναγωγή στο αρχέτυπο της ερωτικής συνεύρεσης μέσω της κατάδειξης των στοιχείων που περιγράφουν την παρούσα κατάσταση των προσώπων του ποιήματος που συνενούνται - τα στοιχεία αυτά στην ορμητικότητα του πόθου αφ' ενός, στην αποδοχή και απαντοχή του μοντέλου αφ' ετέρου, συμβολίζοντας το ερωτικό στοιχείο Υπέρβαση β΄που είναι αρχετυπικά συνυφασμένο με τη συνεύρεση -του άνδρα και της γυναίκας εν κατακλείδι. Πρόκειται για το δυτικό αέτωμα του ναού της Ολυμπίας
Μεταμόρφωση μέσω υπέρβασης, της οπλής από σύμβολο πολέμου και πόνου σε σύμβολο ερωτικής υπεροχής αλλά και δυνάστευσης εκ της φύσεως της αρχικής νοηματικής προέλευσης της λέξης κατά τον ποιητή.
Οι τουρίστες που συρρέουν να θαυμάσουν τα αρχιτεκτονήματα του αρχαιολογικού χώρου της Ολυμπίας
Από την παρουσίση του βιβλίου -εκδόσεις Ύφος- στην Αθήνα, παρόντος του κ. Γ. Παυλόπουλου