Οπτικοποίηση ενός από τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη, νεο-υπερρεαλιστικής τεχνοτροπίας, στα πλαίσια του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Λυκείου (Παράδοση και Μοντερνισμός στην ποίηση).Κυριακή Τσιτσιπά
Το Ποιημα Ανηκειστην ποιητική συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο, που κυκλοφόρησε το 1952. Στα ποιήματα της συλλογής αυτής έχουν περάσει οι εμπειρίες του ποιητή από τη στρατιωτική του ζωή και την τραγωδία του εμφύλιου πολέμου (1946-1949).
Να προσέξετε ότι το ποίημα κινείται ανάμεσα σε δυο πραγματικότητες: η μια είναι η πραγματικότητα της αποκριάς. Σ' αυτήν όμως εμπλέκεται η πραγματικότητα του εμφύλιου πολέμου και, γενικότερα, της εφιαλτικής εποχής του.
Μακριά σ' έν' άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο με παγωμένα δόντια
Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ' έν' άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Στο βάθος του ποιήματος προβάλλει η τραγωδία του εμφυλίου πολέμου. Με αυτή τη βάση να διαβάσετε και να ερμηνεύσετε το ποίημα.
Ποιες από τις εικόνες του ποιήματος ανταποκρίνονται στην αποκριά, όπως την ξέρετε;
Με ποιες λέξεις ή φράσεις ο ποιητής μεταπλάθει τις παραπάνω εικόνες, ώστε να εκφράζουν την εφιαλτική εποχή του;
Να διακρίνουν την παραδοσιακή έμμετρη
ποίηση από τη μοντέρνα ποίηση σε επίπεδο
μορφής και εκφραστικών τρόπων.
μοντέρνα ποίηση: ελεύθερος στίχος,
δραματικότητα, άλογη συστοιχία
(=σκοτεινότητα, το ποιητικό σύμβολό είναι
δυσνόητο) κ.ά.
Να κατανοούν τη σημασία του ποιητικού
λεξιλογίου και να αντιλαμβάνονται τον
συγκινησιακό χαρακτήρα της ποίησης.
1. η μεταφορική σημασία των λέξεων στα
ποιήματα και η λειτουργία των λέξεων ως
συμβόλων
2. το ποιητικό σύμβολο ως εμπλουτισμένο
γλωσσικό σημείο με μεταφορικές σημασίες
/ συνδηλώσεις (πέρα από την
κυριολεκτική, λ.χ. ο Οδυσσέας, η Ελένη, τα
τείχη)
3. η συγκινησιακή αλληλουχία των λέξεων
από την οποία προκύπτει το «νόημα» ενός
ποιήματος, η ποίηση ως έκφραση
συναισθήματος και συγκίνησης
Να κατανοούν τους τρόπους με τους οποίους
τα ιστορικά γεγονότα επιδρούν στη ζωή των
ανθρώπων, διαμορφώνοντας την ατομική/
συλλογική συνείδησή τους.
1. το ιστορικό πλαίσιο των λογοτεχνικών
έργων: χρόνος, χώρος, ιστορικά γεγονότα,
χαρακτήρες, οπτική γωνία
2. η επίδραση που ασκούν οι ιστορικές
εξελίξεις στις πράξεις, τα αισθήματα και τις
αντιδράσεις των ηρώων
Να αναπτύσσουν το αισθητικό και γλωσσικό
τους κριτήριο, καθώς και συνδυαστική
κριτική σκέψη.
ομοιότητες και διαφορές του «κώδικα» της
λογοτεχνίας με άλλους σημειωτικούς κώδικες
(εικαστικές τέχνες, μουσική, θέατρο,
κινηματογράφος)
Να κατανοούν την ιστορικότητα των
λογοτεχνικών κειμένων και των ιδεών, οι
οποίες αποτυπώνονται σε αυτά
το ιστορικό και γραμματολογικό πλαίσιο των
λογοτεχνικών κειμένων
τρόποι με τους οποίους η εποχή στην οποία
δημιουργούνται τα λογοτεχνικά επηρεάζει τη
μορφή και το περιεχόμενό τους
Να ευαισθητοποιούνται απέναντι σε
κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά κ.ά.
προβλήματα, παλαιότερα και σύγχρονα.
1. τα κοινωνικο-ιστορικά προβλήματα που
προσεγγίζουν τα λογοτεχνικά κείμενα
2. η σχέση του ανθρώπου με την κοινωνία και
την ιστορία και ο τρόπος με τον οποίο αυτά
επηρεάζουν τον άνθρωπο
3. σύγχρονα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά,
οικολογικά προβλήματα και οι επιπτώσεις
τους στην ποιότητα ζωής του ανθρώπου
2
Βιογραφικά στοιχεία:
Ο Μίλτος Σαχτούρης γεννήθηκε το 1919 στην Αθήνα.
Ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του ’21
Γιώργη Σαχτούρη.
Το 1937 εγγράφηκε με προτροπή του πατέρα του στη Νομική Σχολή
του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά μετά τον θάνατό του την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί
αποκλειστικά στην ποίηση, αφού δεν άσκησε ποτέ του κανένα βιοποριστικό επάγγελμα.
Ο
θάνατος της μητέρας τουΑγγελικής το 1955 αποτέλεσε ορόσημο στη ζωή του, όπως ανέφερε
και ο ίδιος:
«Αφού πέθανε κι η μητέρα μου, άρχισα σιγά-σιγά να γδύνομαι μέσα κι έξω μου από
πολλά. Σιγά-σιγά η όρασή μου έγινε διεισδυτικότερη και η ακοή μου οξύτερη, ώστε να βλέπω και
ν’ ακούω τώρα καλύτερα τι μου αποκάλυπταν πίσω από την πρόσοψή τους τα πράγματα».
Αρχίζει
να γράφει – όπως σημειώνει ο Γιάννης Δάλλας –το 1941.
Το 1943 γνωρίζεται με τονΝίκο
Εγγονόπουλο – γνωριμία η οποία και τον καθορίζει – και τον Οδυσσέα Ελύτη.
Τον επόμενο
χρόνο εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με ποίημά του στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Στη
συνέχεια συνεργάστηκε με τα περιοδικά Τα Νέα Ελληνικά, Τραμ, Το Δέντρο, Η Λέξη και Νέα
Εστία.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές:
Η Λησμονημένη (1945), Παραλογαίς (1948), Με το πρόσωπο
στον τοίχο (1952), Όταν σας μιλώ (1956), Τα Φάσματα ή η Χαρά στον άλλο δρόμο (1958), Ο
περίπατος (1960), Τα στίγματα (1962), Σφραγίδα ή η Όγδοη Σελήνη (1964), Το
σκεύος (1971), Χρωμοτραύματα (1980).
Όλες οι παραπάνω συλλογές, εκτός από την τελευταία,
έχουν περιληφθεί στη συγκεντρωτική έκδοσηΠοιήματα (1945-1971) που εκδόθηκε το 1977.
Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές Καταβύθιση (1990), Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998)
και Ποιήματα 1980-1998 (2002).
Τιμήθηκε με τρία βραβεία:Το 1956 με το Α' Βραβείο του διαγωνισμού
«Νέοι Ευρωπαίοι
Ποιητές» της RAI για τη συλλογή του Όταν σας μιλώ, το 1962 με
το Β' Κρατικό Βραβείο
Ποίησης για τη συλλογή του Τα Στίγματα και το 1987 με το
Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το
έργο του Εκτοπλάσματα. Πέθανε στις 29 Μαρτί
ου του 2005.
Η ποίηση του Σαχτούρη:
Ο Μίλτος Σαχτούρης ανήκει στους ποιητές της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς.
Η ποίηση του
γεννιέται μέσα από τη σύγχρονή του ιστορική πραγματικότητα (Κατοχή, Εμφύλιος) αλλά και τα
προσωπικά του βιώματα.
Ιδιαίτερα ο Εμφύλιος, κατά τη διάρκεια του οποίου ο ποιητής
υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, φαίνεται να «χάραξε όσο τίποτα τον Σαχτούρη, που είχε
ένα διαρκές αίσθημα ενοχής, σα να ήταν αυτός υπεύθυνος για το αιματοκύλισμα της φυλής», ενώ
«στοίχειωσε τους στίχους του με αίμα και νεκρούς».
Συχνά κατατάσσεται στους υπερρεαλιστές ή
Γιάννης Δάλλας,
«Η ποίηση του Σαχτούρη», στο: Νεοελληνική λογοτεχνία:
Οι εισηγήσεις στα συνέδρια ποίησης και
πεζογραφίας, επιμ. Γεώργιος Κ. Ιωαννίδης, Κώστας Λυμπουρής, Σύνδεσμος Ελλήνων Κύπριων Φιλολόγων,
Λευκωσία 1991, σ.149.
Επίσης ο Γιάννης Δάλλας μάς πληροφορεί ότι τα πρώτα του δημοσιεύματα, τα οποία μετά
αποκήρυξε, τα υπέγραψε με το ψευδώνυμο Μίλτος Χρυσάνθης και ότι επίσης ξεκίνησε την πορεία του ως
πεζογράφος:
Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος, Αθήνα 1997, σ. 117.
2 Για τον Σαχτούρη: Κριτικά κείμενα, εισαγωγή-ανθολόγηση Δώρα Μέντη, επιμ. Σάββας Παύλου, Εκδόσεις Αιγαίον,
Λευκωσία 1998, σ. 7, Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ο Μίλτος Σαχτούρης και ο υπερρεαλισμός». Διαδοχικές αναγνώσεις
Ελλήνων υπερρεαλιστών, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1985 (2η έκδ.), σσ. 221-222.
3 Βλ. Νόρα Αναγνωστάκη, «Οι «δύσκολοι καιροί» μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη», Κριτική 10
(Ιούλιος-Αύγουστος 1960) 156-160.
4 Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, «Με το πρόσωπο στον τοίχο», Η Λέξη 123-124 (1994) 574.
νεοϋπερρεαλιστές ποιητές, λόγω της βαθιάς επίδρασης που είχε στην αρχή της ποιητικής του
πορείας από το κίνημα του υπερρεαλισμού, έτσι όπως αυτό εκδηλώθηκε στην Ευρώπη και εν
συνεχεία στην Ελλάδα.
Ωστόσο, ο Σαχτούρης βρίσκει έναν προσωπικό τρόπο έκφρασης, γραφής και οργάνωσης
της ποίησής του μέσα από τον οποίο αρθρώνει έναν δικό του κλειστό, εφιαλτικό ποιητικό κόσμο
με έντονα προσωπικά μοτίβα,
όπως είναι αυτό «του νησιού (Ύδρα), οι σημαίες, τα δίχτυα, τα
πολυβόλα, τα σκάφανδρα, οι νησιώτικες φορεσιές, τα κανόνια που σκούριασαν […] τα μοτίβα της
πληγωμένης ομορφιάς και του βίαιου θανάτου, του μαύρου χρώματος που επαναλαμβάνεται, του
άσπρου που σπιλώνεται, του κόκκινου αίματος που κυριαρχεί παντού».
Ο κόσμος αυτός, ο
οποίος εκκινεί από το προσωπικό βίωμα και καταλήγει να αναχθεί σε συλλογική εμπειρία, συχνά
συνδέεται με τον συμβολισμό, τον εξπρεσιονισμό, αλλά και την παράδοση (όπως η περίπτωση
του παράλογου στοιχείου των δημοτικών τραγουδιών και ιδιαίτερα των παραλογών).
Πρόκειται
για έναν κόσμο εφιαλτικό και τερατώδη, χωρίς ωστόσο να είναι ανυπόστατος: «τελικά δηλαδή ο
κόσμος του Σαχτούρη αναγνωρίζεται.
Αποτελείται από θραύσματα του υπαρκτού κόσμου,
αντανάκλαση μιας πραγματικότητας που γεννήθηκε μέσα και μετά το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,
όπως, αίφνης, τρομακτικός, παραμορφωμένος, ανάκατος (άνθρωποι, ζώα και αντικείμενα) είναι ο
κόσμος στην “Γκερνίκα” του Picasso».
Η ποίηση του Σαχτούρη, αν και συνήθως ολιγόστιχη, με γλωσσική απλότητα και
εκφραστική λιτότητα κατορθώνει με επάρκεια να δημιουργήσει ισχυρές εικόνες, χαρακτηριστικό
που συχνά συνδέει τα ποιήματά του με την σύγχρονή του avant garde ζωγραφική, αφού και ο
ίδιος αξιολογούσε την ποίησή του ως «ζωγραφισμένη ποίηση».
Παρά το γεγονός ότι ο κόσμος
που δημιουργεί είναι ζοφερός και εφιαλτικός, ο Σαχτούρης, εν τέλει, δείχνει να μην είναι
Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ο Μίλτος Σαχτούρης και ο υπερρεαλισμός», ό.π., Γιάννης Δάλλας, «Η ποίηση του
Σαχτούρη», ό.π., σ. 150, Για τον Σαχτούρη: Κριτικά κείμενα, εισαγωγή-ανθολόγηση Δώρα Μέντη, επιμέλεια Σάββας
Παύλου, Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 1998, σσ. 11-12, υποσ. 8.
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκαναφέρει:«για τον
Σαχτούρη ο σουρεαλισμός δεν ήταν μια ποιητική τεχνοτροπία που τη διάλεξε γιατί του πήγαινε, έστω ιδιοσυγκρασιακά.
Ο σουρεαλισμός για τον Μ.Σ. ήταν τρόπος ζωής. […] Γιατί σουρεαλισμός σημαίνει να έχεις να κάνεις με πάνω από
μια πραγματικότητα. Τις βιώνεις όλες συγχρόνως, χωρίς η μία να είναι πιο έντονη, πιο αληθινή από την άλλη»,
βλ.
«Μίλτος Σαχτούρης, ο τρελός λαγός της ελληνικής ποίησης», Αντί 858-859 (2005) 30-31.
6 Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μίλτος Σαχτούρης. Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»,
Αθήνα 1992, σσ. 15-17.
7 Γιάννης Δάλλας, «Η ποίηση του Σαχτούρη», στο: Νεοελληνική λογοτεχνία: Οι εισηγήσεις στα συνέδρια ποίησης και
πεζογραφίας, ό.π., σ. 151.
8 Ό.π., σσ. 154-156.
9 Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ο Μίλτος Σαχτούρης και ο υπερρεαλισμός», ό.π., σσ. 221-222.
10 Ό.π., σσ. 225-226.
Η Νόρα Αναγνωστάκη αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο Σαχτούρης είναι ο ζωγραφικότερος ποιητής που ξέρω. Όχι
γιατί είναι “παραστατικές” οι εικόνες του σε σημείο που σχεδόν κάθε του ποίημα μπορεί να αναπαρασταθεί σαν
ζωγραφική σύνθεση, αλλά γιατί έχει την αίσθηση του χρώματος και των σχημάτων όπως μόνον οι ζωγράφοι την έχουν.
Το σχήμα και το χρώμα είναι όχι διακοσμητικά αλλά ε κ φ ρ α σ τ ι κ ά μέσα. Βαφτίζει το χρώμα σε λέξεις και
αποδίδει χρωματικά τις εννοιολογικές αποχρώσεις των λέξεων. Γι’ αυτόν, το χρώμα είναι ισότιμη πρώτη ύλη με τη
λέξη. […] Νομίζω πως τα χρώματα για τον Σαχτούρη αντιστοιχούν σε βασικά ζωικά υπόβαθρα, σε διαθέσεις
καθορισμένες από τόνους χρωμάτων. Το κάθε χρώμα αντιστοιχεί σε κάποιο κλίμα διάθεσης κι έχει μια σημασία που
υποδηλώνει μια ειδική τάση. Κυριαρχούν το κόκκινο, το άσπρο και το μαύρο. Θα μπορούσα να επιχειρήσω μια
παρακινδυνευμένη ερμηνεία και να πω πως το κόκκινο είναι το χρώμα κάθε ζωικής αντίδρασης· το μαύρο, της
άρνησης· το άσπρο, της απολύτρωσης και του θανάτου»,
βλ. «Οι «δύσκολοι καιροί» μέσα από την ποίηση του
Μίλτου Σαχτούρη», ό.π., σ. 166
Γιάννης Δάλλας,«Η ποίηση του Σαχτούρη», στο: Νεοελληνική λογοτεχνία:Οι εισηγήσεις στα συνέδρια ποίησης
και πεζογραφίας, ό.π., σ. 153. απαισιόδοξος:
«απαισιόδοξος είναι αυτός που δεν ελπίζει σε τίποτα γιατί κατά βάθος δεν
ερωτοτροπεί με τίποτα άλλο παρά με τη δυστυχία του και την κακομοιριά του.
Ο Σαχτούρης
καταδιώκεται διαρκώς από την ελπίδα ενός ουρανού. Σκοπεύει πάντα σε κάποιον ουρανό, σε
κάποιον υψηλότερο καθαρό χώρο λύτρωσης. Ο ουρανός είναι ο στόχος του: η γαλήνια όψη της
αποτρόπαιης ζωής, ο τόνος μιας αθωότητας και μιας χαράς, η θέση της καθάρσεως από των
παθημάτων».
Η κριτική στάθηκε ιδιαίτερα σκληρή και χλευαστική, ιδιαίτερα απέναντι στις πρώτες του
ποιητικές συλλογές.
Μάλιστα ο ίδιος αναφέρει σχετικά με την ποιητική συλλογή Με το
πρόσωπο στο τοίχο, στην οποία ανήκει και το ποίημα «Αποκριά»: «Ένα από τα ωραιότερά μου
βιβλία Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952) πούλησε πέντε αντίτυπα! Έτρεχα στα βιβλιοπωλεία να
δώσω βιβλία και τα πιο πολλά τα επέστρεψαν».
Η ποίηση του Σαχτούρη θα επανεξεταστεί από
την κριτική και θα αρχίσει να αναγνωρίζεται μετά τη δεκαετία του 1960, ενώ σήμερα θεωρείται
ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές.
Η ΑΠΟΚΡΙΑ
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια
Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά.
Ό.π. σ. 163.
Αναλυτικά για την στάση της κριτικής απέναντι στη ποίηση του Σαχτούρη βλ. Δώρα Μέντη (εισαγωγή), στο: Για
τον Σαχτούρη: Κριτικά κείμενα, εισαγωγή-ανθολόγηση Δώρα Μέντη, επιμέλεια Σάββας Παύλου, Εκδόσεις Αιγαίον,
Λευκωσία 1998, σσ. 7-22.
15 Από συνέντευξη του ποιητή στην εφημερίδα Καθημερινή, στις 20.2.2000.
Η Συλλογή:
Το ποίημα στην ουσία κλείνει την ποιητική συλλογή με τίτλο Με το πρόσωπο στον τοίχο, η
οποία δημοσιεύεται το 1952.
Πρόκειται για την πιο «ανοικτή» συλλογή, αφού εμπνέεται από τις
εμπειρίες του ποιητή από τη στρατιωτική του ζωή και από τον πρόσφατο Εμφύλιο, ίσως και από
τις μνήμες της Κατοχής.
Ο τίτλος της συλλογής είναι χαρακτηριστικός και παραπέμπει στις
εμπειρίες αυτές, υπονοώντας, ίσως, τόσο τα εκτελεστικά αποσπάσματα, όσο και την αδυναμία
των ανθρώπων να επικοινωνήσουν ουσιαστικά.
Ο τίτλος του ποιήματος:
Το έναρθρο ουσιαστικό «Η αποκριά»,με το οποίο ορίζεται ο τίτλος του ποιήματος, εκ πρώτης
όψεως φαίνεται απλός και κυριολεκτικός, ενώ παραπέμπει στη διονυσιακή γιορτή και το έθιμο
της αποκριάς βασικά χαρακτηριστικά των οποίων είναι το γλέντι, η ευφρόσυνη και παιγνιώδης
διάθεση και η μεταμφίεση, δηλαδή η μεταμόρφωση του ανθρώπου σε κάτι άλλο.
Με την πρώτη
ανάγνωση, ωστόσο, του ποιήματος, γίνεται έκδηλη η ύπαρξη της διπλής υπόστασηςτου τίτλου
και η ύπαρξη δύο κόσμων:της πραγματικής-πολεμικής αποκριάς, η οποία πιθανότατα να
αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη, πραγματική αποκριά κατά τη διάρκεια ή λίγο μετά τον
ελληνικό Εμφύλιο (1946-1949), και της ποιητικής αποκριάς (του ποιητικού ειδώλου της
αποκριάς).
Η διπλή υπόσταση της «αποκριάς»:
Στο ποίημα το ποιητικό υποκείμενο αφήνει να διαφανεί η ύπαρξη δύο διαφορετικών κόσμων
που αναδύονται μέσα από τις εικόνες που δημιουργεί ο ποιητής.
Η πραγματική-πολεμική αποκριά, ιστορικά σημασιοδοτημένη, αφού είναι σφραγισμένη από τις
μνήμες του πρόσφατου Εμφυλίου, ίσως και της Κατοχής.
Η αποκριά αυτήεντοπίζεται
σπερματικά στις απλές και λιτές λέξεις γαϊδουράκι, παιδιά, αετοί, χιόνι, χαρτοπόλεμος, γυναίκα,
φάλαγγα στρατιώτες, φεγγάρι,οι οποίες έχουν σαν αφετηρία εμπειρίες του ποιητή.
Η μετάπλαση της αποκριάς σε μια άλλη ποιητική και εφιαλτική αποκριά γίνεται μέσα από την
υπέρβαση αυτής της πραγματικότητας και την αναγωγή της σε μια υπερ-πραγματικότητα.
Αυτή
η ομαδική στιγμή χαράς και ζωής στραγγαλίζεται, αλλοιώνεται, παραμορφώνεται και γίνεταιπαράλογη.
Κυρίαρχη είναιη αίσθηση της ερημιάς και του θανάτου.
Οι λέξεις, τα εκφραστικά
μέσα γίνονται τα βασικά εργαλεία του ποιητή για να μπορέσει να αποτυπώσει το εφιαλτικό
σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται η ποιητική αποκριά.
Ο μεταφορικός λόγος, η παρομοίωση, τα
επίθετα και οι μετοχές, και πάνω από όλα οι εικόνες που συχνά λειτουργούν ως σύμβολα,
δημιουργούν αυτόν τον εφιαλτικό,παράλογο κόσμο:
-
οι έρημοι δρόμοι όπου δεν ανάπνεε κανείς
- τα πεθαμένα παιδιά που ανεβαίνουν στον ουρανό και κατεβαίνουν να πάρουν τους
ξεχασμένους αετούς
- ο γυάλινος χαρτοπόλεμος που ματώνει τις καρδιές
- η γονατισμένη γυναίκα που ανέστρεφε τα μάτια σα νεκρή
- εν δυο εν δυο παγωμένα δόντια
- το αποκριάτικο φεγγάρι γεμάτο μίσος - το φεγγάρι που το δένουν και το πετάνε στη θάλασσα μαχαιρωμένο
Τα δύο επίπεδα που δημιουργεί ο ποιητής, δηλαδή αυτό της πραγματικής-πολεμικής αποκριάς
και αυτό της ποιητικής αποκριάς,ανακόπτονται αμφότερα με βίαιο τρόπο: το πρώτο επίπεδο
μέσα από την παρουσία των στρατιωτών, δηλαδή του πολέμου, και το δεύτερο μέσα από τη
δολοφονία του φεγγαριού.
Η δομή του ποιήματος:
Παρά το γεγονός ότι το ποίημαβασίζεται δομικά στο ασύνδετο σχήμα της υπερρεαλιστικής
γραφής –κάτι στο οποίο συμβάλλει η απουσία στίξης, οι διασκελισμοί, ο ασύνδετος,
ανισοσύλλαβος, ανομοιοκατάληκτος, ελεύθερος στίχος, το αντιλυρικό λεξιλόγιο, το πεζολογικό
ύφος– μπορεί κανείς να διακρίνει την αφηγηματική δομή η οποία εμπερικλείεται στο κυκλικό
σχήμα που δημιουργεί η επανάληψη του πρώτου στίχου στον τελευταίο, ο αφορισμός που
ανοίγει και κλείνει το ποίημα.
Πρόκειται για έξι διαδοχικές και ευδιάκριτες εικόνεςοι οποίες δεν
είναι επινοημένες και αόριστες, αλλά παραπέμπουνσε συγκεκριμένες ψυχικές καταστάσεις ή
υπονοούμενες περιστάσεις της ζωής και της εποχής.
Μπορεί να καταγράφονται αφαιρετικά και
ελλειπτικά, αλλά η κάθε μία υπονοεί μια ιστορία και εκπέμπει ένα βαθύτερο μήνυμα.
Γι αυτό
και, σύμφωνα με τον Γ. Δάλλα,οι εικόνες αυτές είναι «ιδεοπλαστικές».
Οι έξι αυτές εικόνες
(το γαϊδουράκι στους έρημους δρόμους, τα πεθαμένα παιδιά, ο γυάλινος
χαρτοπόλεμος,η γονατισμένη γυναίκα,η στρατιωτική πομπή, το μαχαιρωμένο φεγγάρι)
–οι
οποίες αποτυπώνουντον παραλογισμό στον οποίο ζούσε η Ελλάδα την περίοδο του Εμφυλίου–
καθορίζουν και τη σκηνογραφία του ποιήματος, η οποία εκτείνεται σε τρία φυσικά στοιχεία:τη
γη, τον ουρανό και τη θάλασσα.
Η σκηνογραφία αυτή σηματοδοτεί και την αμφίδρομη κίνηση
που υπάρχει στο ποίημα από κάτω προς τα πάνω (τα πεθαμένα παιδιά που ανεβαίνουν και
κατεβαίνουν, ανάστρεφε τα μάτια της) και από πάνω προς τα κάτω (το χιόνι που πέφτει, το
φεγγάρι που εγκαταλείπει τον ουρανό για να πεταχτεί στη θάλασσα).
Αυτή η αμφίδρομη
εσωτερική κίνηση του ποιήματος μέσα από την επανάληψή της καταλήγει να γίνεται κυκλική,σχήμα το οποίο ενισχύεται και με την επανάληψη του πρώτου ως τελευταίου στίχου.
Οι εικόνες:
Οι εικόνες της «Αποκριάς», στις οποίες θα μπορούσε να πει κανείς ότι κυριαρχούν το λευκό,
κόκκινο και μαύρο χρώμα, παραπέμπουν σε συνδηλώσεις που σχετίζονται με την ιστορική
πραγματικότητα η οποία αποτυπώνεται στο ποίημα.
- το γαϊδουράκι γυρίζει στους έρημους δρόμους: σε αντίθεση με την περίοδο της
αποκριάς όπου η δρόμοι σφύζουν από ζωή, η αποκριά του Σαχτούρη παραπέμπει
στο σκηνικό εγκατάλειψης και ερήμωσης πολλών χωριών και πόλεων της
Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, αλλά και στην κυριαρχία του θανάτου
όπου κανείς δεν αναπνέει.
Γιάννης Δάλλας, «Η ποίηση του Σαχτούρη», στο: Νεοελληνική λογοτεχνία: Οι εισηγήσεις στα συνέδρια ποίησης
και πεζογραφίας, ό.π., σ. 165.
- πεθαμένα παιδιά:
τα παιδιά, σύμβολο ζωής και χαράς ιδιαίτερα στην αποκριά,
είναι νεκρά (από το κρύο, την πείνα και τις κακουχίες του πολέμου).
Ωστόσο,
διατηρώντας την παιδικότητά τους, κατεβαίνουν για να πάρουν τους ξεχασμένους
αετούς τους.
Ο ουρανός, το ελπιδοφόρο σύμβολο στην ποίηση του Σαχτούρη,
ανοίγεται μόνο στα παιδιά.
- γυάλινος χαρτοπόλεμος: το κρύο αλλά και η δράση των Ελλήνων κατά τη
διάρκεια του Εμφυλίου μετατρέπουν τον αθώο χαρτοπόλεμο σε έναν γυάλινο
πόλεμο που ματώνει καρδιές, έχοντας ως αποτέλεσμα τον θάνατο.
- γονατισμένη γυναίκα:
παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε στάση ικεσίας με τα μάτια
στραμμένα προς τον ουρανό, ωστόσο είναι ανήμπορη να δράσει ή να
παρακαλέσει. Η στάση και η συμπεριφορά της θυμίζουν έναν νεκρό, δεν έχει
ελπίδα, δεν αντιδρά, είναι εντελώς παθητική.
- φάλαγγες στρατιώτες:
η μόνη ανθρώπινη κίνηση που υπάρχει είναι από άντρες με
την ιδιότητα του στρατιώτη οι οποίοι εξαιτίας του πολέμου έχουν χάσει την
ανθρώπινή τους υπόσταση, έχουν αποκτηνωθεί (παγωμένα δόντια).
Στους
δρόμους οι ήχοι που ακούγονται δεν είναι ήχοι χαράς και γλεντιού αλλά ήχοι
στρατιωτικού βηματισμού (εν δυο εν δυο).
- φεγγάρι αποκριάτικο:
μέσα από αυτή τη φράση ο Σαχτούρης παραπέμπει στην
αρχετυπική, τη μαγική μορφή του φεγγαριού. Ωστόσο, το φεγγάρι αυτό δεν έχει
καμία ομορφιά, αφού αντανακλάται πάνω του το μίσος των Ελλήνων (τυφλή βία,
αλληλοσπαραγμός, βασανιστήρια, εξορίες, δολοφονίες, εκμηδένιση της αξίας της
ανθρώπινης ζωής, η πατρίδα οδηγείται στην εγκατάλειψη και το χάος, ηθική και
ψυχική σύγχυση).
- το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα μαχαιρωμένο:
το μίσος των Ελλήνων
εκδηλώνεται τυφλά προς οποιονδήποτε και προς ο,τιδήποτε. Ακόμα και προς το
μαγικό αποκριάτικο φεγγάρι που στέκεται με την επιβλητική παρουσία του στον
ουρανό ως παρατηρητής των όσων εκτυλίσσονται την περίοδο του πολέμου. Ο
αντικειμενικός αυτός παρατηρητής, σύμβολο της μηδαμινότητας των ανθρώπων,
δεν γίνεται ανεχτό γι αυτό και εξολοθρεύεται, μαχαιρώνεται και ρίχνεται βίαια
στη θάλασσα.
Μακριά σ΄έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά:
Η επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου αποτυπώνεται εύγλωττα στον πρώτο στίχο και την
επανάληψή του στον τελευταίο (κυκλικό σχήμα). Η επανάληψη αυτή λειτουργείως ένας
αφορισμόςο οποίος μεταθέτει, χρονικά και χωρικά, την εφιαλτική αυτή αποκριά σε έναν άλλο
κόσμο.
Η πρόσφατη, φρικτή περίοδος του Εμφυλίου που έφερε τον αλληλοσπαραγμό και τον
εθνικό διχασμό των Ελλήνων απωθείται από τη μνήμη του ποιητικού υποκειμένου ως μια δυσάρεστη και επώδυνη εμπειρία που έχει συμβεί σε ένα μακρινό παρελθόν, σε έναν άλλο τόπο,
σε έναν άλλο κόσμο.
Θέματα υπό εξέταση:
1. Γραμματολογική τοποθέτηση: Μεταπολεμική ποίηση
2. Ιστορικό πλαίσιο – 1952: Ο απόηχος της Κατοχής (1941-1944) και του Ελληνικού Εμφυλίου
(1946-1949).
3. Λογοτεχνικός γραμματισμός:
χαρακτηριστικά της υπερρεαλιστικής/νεότερης ποίησης
(-ελεύθερος ανομοιοκατάληκτος στίχος,
-απουσία στίξης,
-«άλογες» εικόνες,
-λεκτικά σύνολα
ασύμβατα μεταξύ τους,
-μη λογική σύνδεση νοημάτων,
-ελλειπτικός και συνειρμικός λόγος,
-σύμβολα,
μεταφορική χρήση λέξεων,
-εκφραστικά μέσα).
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποίησης
του Μίλτου Σαχτούρη
(-μοτίβα που επανέρχονται στην ποίησή του,
-η χρήση της εικόνας που
συχνά συνδέει την ποίησή του με τη ζωγραφική/ «ζωγραφισμένη ποίηση»,
-οι απόκοσμες εικόνες
που λειτουργούν ως μέσο έκφρασης του παραλογισμού της εποχής,
-λιτό-καθημερινό λεξιλόγιο
κ.λπ.).
4. Αξιακό περιεχόμενο:
η σχέση της ποίησης με την ιστορία,ο τρόπος που οι προσωπικές
εμπειρίες του ποιητή από την εφιαλτική εποχή του Εμφυλίουμετουσιώνονται σε ποιητικό λόγο.
Ο τρόπος που τα ιστορικά γεγονότα επιδρούν στην κοινωνία και τον άνθρωπο και πώς αυτά
επιδρούν στην ευαισθησία των καλλιτεχνών, διαμορφώνοντας την Τέχνη σε όλες της τις
εκφάνσεις.
5. Προαιρετικά:(βλ. Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, http://www.kee.gr/attachments/file/2065.pdf , σσ. 121-
124)
o διακειμενική προσέγγιση του ποιήματος μέσα από τη συνανάγνωση των
ποιημάτων «Ποίηση 1948» του Νίκου Εγγονόπουλου και «Στον Νίκο
Εγγονόπουλο 1949» του Μανώλη Αναγνωστάκη (κοινοί άξονες στο περιεχόμενο,
τη δομή και την τεχνοτροπία)
o διαθεματική προσέγγιση του ποιήματος: η αποτύπωση του υπερρεαλιστικού
ρεύματος μέσα από τη ζωγραφική (το παράδειγμα της «Γκερνίκα» του Πάμπλο
Πικάσο)
Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογήΜε το πρόσωπο στον τοίχο, που κυκλοφόρησε το 1952.
Στα ποιήματα της συλλογής αυτής έχουν περάσει οι εμπειρίες του ποιητή από τη στρατιωτική του ζωή και την τραγωδία του εμφυλίου πολέμου(1946-1949).
Για τον τίτλο της συλλογής ο Αλ. Αργυρίου σημειώνει:
«Η φράση υποδηλώνει αίσθημα τιμωρημένου παιδιού», ενώ ο Γ. Δάλλας αναφέρει πως «σημαίνει αδιέξοδη κατάσταση από εξωτερική βία, αλλά και προσωπική αποδοχή: θυμίζει ίσως στάση εκτελέσεων ή, πειστικότερα, αποστροφής στη φρίκη».
Το θέμα του ποιήματος (όπως και της συλλογής)κυμαίνεται ανάμεσα στις εμπειρίες του ποιητή και στα ποιητικά είδωλα τους.
Το ποίημα, δηλαδή, κινείται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες:η μία είναι η πραγματικότητα Η Αποκριά της αποκριάς.
Σ’ αυτήν όμως εμπλέκεται η πραγματικότητατου εμφυλίου πολέμου και, γενικότερα, της εφιαλτικής εποχής του.
Β.Ο τίτλος του ποιήματος
Μια πρώτη σημασιοδότηση του θέματος γίνεται με τον τίτλο Η Αποκριά.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, στο κυριολεκτικό, ο τίτλος παραπέμπει στη διονυσιακή ατμόσφαιρα της γιορτής της Αποκριάς: ξεφάντωμα, φυγή από τα προβλήματα της καθημερινότητας, μασκάρεμα, μεταμφίεση.
Το δεύτερο επίπεδο, το μεταφορικό, προβάλλει μετά την ανάγνωση ολόκληρου του ποιήματος και μόνο τότε αναδεικνύεται η διπλή διάσταση του θέματος που είναι: α) η πραγματική αποκριά και β) η ποιητική αποκριά.
Αλλά γιατί ο ποιητής διάλεξε ειδικά τη γιορτή της Αποκριάς;
Μια απάντηση είναι ότι όσα συμβαίνουν στο ποίημα έχουν έναν πραγματικό κι έναν αντίθετο του πραγματικού, ένα μεταμφιεσμένο χαρακτήρα.
Αυτό σημαίνει πως ο Σαχτούρης δίνει ιδιαίτερη βαρύτηταστο μασκάρεμα, στοιχείο που θα βοηθήσει στην προσέγγιση του ποιήματος.
Γ. Αφόρμηση
- Ποιητική Πρόθεση
Βρισκόμαστε σε μια από τις απόκριες των χρόνων 1950-1.
Η Ελλάδα έχει πρόσφατα βγει από την οδύνη του εμφυλίου.
Η ζωή μοιάζεινα αποκτά ξανά τους κανονικούς της ρυθμούς, οι άνθρωποι με τη γιορτή της αποκριάς ζητούν να αφεθούν στην ανέμελη χαρά, να παραδοθούν στο ξέφρενο γλέντι.
Ο ποιητής, όμως, υποψιασμένος, με τις ευαίσθητες κεραίες του, βλέπει πίσω από τη μάσκα της ευφορίας μια αποκριά μίσους και αποσύνθεσης.
Δεν αποδέχεται την ευδαιμονιστική φύση της που καλύπτει έναν κατακρεουργημένο, σακατεμένο κόσμο.
Ο διονυσιακός χαρακτήρας της αποκριάς πυροδοτεί την ποιητική
Δ. Αφηγητής και Οπτική Γωνία
Ο αφηγητής, για να αποφύγει την προσωπική του μέθεξη και την αντίστοιχη συναισθηματική του εμπλοκή, βάζει το θέμα απέναντι του και το αφηγείται.
Το αφηγείται όπως το παρατηρεί η φαντασία του: μετωπικά.
Έτσι, ο μύθος της αφήγησης, ενώ δε χάνει σε ένταση και παραστατικότητα, κερδίζει σε αντικειμενικότητα και καθαρή περιγραφή.
Ε. Διάρθρωση – Ενότητες
Η υπερρεαλιστική γραφή και η διπλή διάσταση στη θεματική του ποιήματος δεν επιτρέπουν μια παραδοσιακή αντιμετώπιση όσον αφορά τη σύνθεση του ποιητικού υλικού.
Εντούτοις, το ποίημα δε στερείται αφηγηματικών ενοτήτων.
Η ίδια η ποιητική σύνθεση παρουσιάζει τους δικούς της κανόνες που την καθιστούν μια σύνθεση διπολική.
Δεν μένει παρά να τους ανιχνεύσουμε:
Εξωτερικά το ποίημα αποτελείται από τις τρεις στροφές:
η πρώτη έχει δεκατρείς (13) στίχους,
η δεύτερη πέντε (5) και
η τρίτη δύο (2).
Το υλικό δομείται σε δύο αφηγηματικές ενότητες:
η πρώτη εκτείνεται μεταξύ των ορίωνμιας αστικής συνοικίας και του ουρανού (στ. 1-13).
Τα γεγονότα - επεισόδια διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια μιας αποκριάτικης ημέρας.
Η δεύτερη ενότητα εκτείνεταιαντιστρόφως μεταξύ ουρανού και γης (αλλά και θάλασσας).
Το επεισόδιο της λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της (αποκριάτικης) νύχτας, (στ. 14 -20 ).
Η πρώτη είναι αυτή που συγκρατεί το βάρος της αφήγησης, η δεύτερη είναι το συμπλήρωμα της:
μια μυθιστορηματική προέκταση του θέματος.
ΣΤ.Η διάρθρωση των εικόνων
Στο ποίημα έχουμε έξι διαδοχικές εικόνες, οι οποίες διαρθρώνονται ως εξής:
Πρώτη: στ. 3-4· κύριο στοιχείο το γαϊδουράκι.
Δεύτερη: στ. 5-7· κύριο στοιχείο τα πεθαμένα παιδιά.
Τρίτη: στ. 8-9· κύριο στοιχείο ο γυάλινος χαρτοπόλεμος.
Τέταρτη: στ. 10-11· κύριο στοιχείο μια γυναίκα γονατισμένη.
Πέμπτη: στ. 12-13· κύριο στοιχείο οι στρατιώτες.
Έκτη: στ. 14-18· κύριο στοιχείο το φεγγάρι.
Παρατηρούμε πως η συγκεκριμένη διάρθρωση με τη διαδοχή των εικόνων δίνει μια προοπτική στην εξέλιξη της δράσης· συνακόλουθα, με τα εξελισσόμενα επεισόδια συνάπτεται και η παράλληλη ανάπτυξη του χώρου και του χρόνου δράσης:
«του χώρου που διαπλατύνεται, από τη συνοικία μιας γιορτής (στ. 3) και τις υπονοούμενες πλατείες ή τους λόφους των παιδιών με τους χαρταετούς (στ. 6), στα χειμαζόμενα τοπία του χιονιού (στ. 7) και τα περάσματα στο βάθος του αφηγηματικού χώρου των στρατιωτών (στ. 12) και ως πέρα στο λιμάνι και στη θάλασσα (στ. 17).
Παρόμοια κλιμακώνεται και ο χρόνος σε όλη τη διάρκεια μιας χιονισμένης μέρας (Φεβρουάριος, ο μήνας της Αποκριάς, στ. 3-13) έως τη νύχτα την ανέφελη με το φεγγάρι (στ. 14)».
Ζ. Η κίνηση της αφήγησης
Η κίνηση της αφήγησης είναι αμφίδρομη.
Πραγματικά, η αφήγησηανοίγει με μια κίνηση από κάτω προς τα πάνω (από τη γη προς την περιοχή του ουρανού, στ. 3-5) και κλείνει με μια κίνηση αντίστροφη από πάνω προς τα κάτω(από την περιοχή του ουρανού προς τη γη, στ. 14-18).
Η αμφίδρομη αυτή κίνηση συνδηλώνεται ρητά και άμεσα μεένα από τα κεντρικά επεισόδια του μύθου:
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους που τους είχαν ξεχάσει και υποδηλώνεται έμμεσα και στην επόμενη εικόνα: μία γυναίκα γονατισμένη ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή (σα να προσβλέπει η γυναίκα στην περιοχή του ουρανού).
Η. Η κύκλια σύνθεση
Ταυτόχρονα, η κίνηση της αφήγησηςείναι και κυκλική· με την επανάληψη των δύο πρώτων στίχων στο τέλος του ποιήματος επισφραγίζεται και εξωτερικά από τον ποιητή μια τεχνική ποιητική πανάρχαια: η κύκλια σύνθεση.
Αλλά ας δούμε ποια είναι η λειτουργία των στίχων αυτών στο ποίημα:
Οι δύο πρώτοι στίχοι συνιστούν ένα είδος εισαγωγής στο ποίημα, αποκαλύπτοντας τη διπλή διάσταση της θεματικής του.
Ο ποιητής μάς προειδοποιεί: Μακριά σ' έναν άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά.
Ποια είναι αυτή η αποκριά και γιατί γίνηκε μακριά σ' έναν άλλο κόσμο;
Η δεικτική αντωνυμία λέγεται με έμφαση και πιο πολύ με αντιδιαστολή: αυτή εδώ και όχι άλλη, η συγκεκριμένη, η επίκαιρα και ιστορικά προσδιορισμένη αποκριά.
Επίκαιρα, γιατί τη γνωρίζουμε ως έθιμο, ιστορικά γιατί αναφέρεται σε μια μετεμφυλιακή αποκριά των χρόνων 1950-51.
Ταυτόχρονα, με το επίρρημα μακριάκαι την αόριστη αντωνυμία άλλοαπομακρύνεταιαπό τη γνώριμη και συγκεκριμένη πραγματικότητα,αλλοτριώνεται ως θέμα από την κοσμική πηγή του.
Ο ποιητής, δηλαδή, μας προειδοποιεί ότι οι εικόνες που θα ακολουθήσουν κυμαίνονται σε δύο πραγματικότητες, μιας πραγματικής αποκριάς και του ποιητικούτης ειδώλου.
Έτσι, οι δύο πρώτοι στίχοιλειτουργούν ως δείκτες και συγχρόνως ως προάγγελοι μιας είδησης και του μηνύματος της.
Από είδηση πεζής ζωής γίνεται μήνυμα και μύθος της ποιητικής αφήγησης.
Θ. Οι δυο πραγματικότητες
- Μια σύνθεση διπολική
Οι έξι εικόνες - επεισόδια του ποιήματος κυμαίνονται σε δύο πραγματικότητες, αυτή που ορίζεται από την καθημερινότητα, την ιστορία, τη λογική και αυτή που ορίζεται από τη φαντασία, το ποιητικό είδωλο, το παράλογο.
Έτσι, έχουμε από τη μια:
α) Πραγματική Αποκριά
■ το γαϊδουράκι γύριζε στους δρόμους
■ παιδιά με τους χαρταετούς τους
■ έπεφτε χιόνι - χαρτοπόλεμος
■ το αποκριάτικο φεγγάρι
β) Ιστορικά προσδιορισμένη Αποκριά
■ έρημοι δρόμοι
■ πεθαμένα παιδιά
■ γυναίκα γονατισμένη
■ φάλαγγες στρατιώτες
Στην πραγματικότητα της αποκριάς με τα συστατικά της (γαϊδουράκι, παιδιά με χαρταετούς, χαρτοπόλεμος) προστίθενται άλλα στοιχεία της πραγματικότητας κι όχι ποιητικά είδωλα (έρημοι δρόμοι, γυναίκα, στρατιώτες) που έχουν ως αφετηρία τις εμπειρίες του ποιητή.
Είναι, λοιπόν, μια, σφραγισμένη από τις μνήμες του εμφυλίου, πολεμική αποκριά.
Και μολαταύτα είναι μεταποιημένη, ένα ποιητικό είδωλο, σα να συμβαίνει μακριά σ' έν' άλλο κόσμο:
Στο στίχο 13 έχουμε επίσης την εξής αμφισημία:
α) Το φεγγάρι είναι γεμάτο μίσος γιατί κι αυτό ακόμα έχει επηρεαστεί από την ατμόσφαιρα του εμφυλίου,
β) Το φεγγάρι, που είναι ψηλά και βλέπει όπως τα παιδιά τα όσα γίνονται, πρέπει να πάρει μια θέση.
Αισθάνεται μίσος για τους αίτιους της τραγωδίας· θα ήθελε να τους καταγγείλει και να τους τιμωρήσει.
Γι' αυτό οι θύτες, οι αίτιοι και συνάμα τα όργανα του κακού το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα.
«Τελικά, το τοτέμ της μαγικής αποκριάς, το φεγγάρι, γκρεμίζεται και αποκαθηλώνεται. Κι έτσι καταλύεται η ιδέα της χαράς ακόμη και στην έσχατη καταφυγή της, που είναι ο ουρανός»
Ι. Η ολική μεταφορά της πραγματικότητας
Παρατηρήσαμε ότι στο ποίημα η συμβατική παράσταση της πραγματικότητας ανατρέπεται ή επικαλύπτεται από μιαν άλλη που αναδύεται από το υποσυνείδητο του ποιητή και αποδίδεται με τους «καθρέπτες» του νεοϋπερρεαλισμού.
Η πραγματικότητα που ανατρέπεται ή επικαλύπτεται δεν λέγεται, αλλά συμπεραίνεται από τον αναγνώστη.
Έτσι έχουμε:
Η ειρήνη, η ζωή, η γιορτή βρίσκονται τελικά έξω από το ποίημα.
Ο ποιητής τα επικάλυψεμε μια ολική μεταφορά, που παίρνει τη θέση της πραγματικής κατάστασης.
Τελικά - και αυτό επιβεβαιώνει η κύκλια σύνθεση
- Μακριά σ' εν' άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά.
ΙΑ. Ερμηνευτική προσέγγιση
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους όπου δεν ανέπνεε κανείς πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους που τους είχαν ξεχάσει
Ο ποιητής μεταθέτει τοπικά, σ’ έναν άλλο κόσμο, τα γεγονότα που θα περιγράψει, εκφράζοντας έτσι τη διάθεση απώθησης της φρικτής αυτής εμπειρίας.
Τη στιγμή που συνθέτει το ποίημά του τον χωρίζουν λίγα μόλις χρόνια από τα γεγονότα της αποκριάς αυτής, εντούτοις, τα παρουσιάζει σα να έχουν συμβεί σε μια άλλη εποχή, σ’ έναν άλλο κόσμο, όπως ακριβώς κάθε άνθρωπος επιχειρεί να αφήσει στο παρελθόν και να ξεχάσει κάθε δυσάρεστη εμπειρία.
Η πρώτη εικόνα του ποιήματος με το γαϊδουράκι που γυρίζει μέσα στους έρημους δρόμους είναι ρεαλιστική και αποδίδει το σκηνικό εγκατάλειψης κι ερήμωσης που επικρατούσε σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας.
Η χώρα μετρούσε ήδη πολλές απώλειες από τα χρόνια της κατοχής, κατάσταση που επιδεινώθηκε με τις συγκρούσεις και τις τυφλές δολοφονίες του εμφυλίου.
Δεν ήταν, άλλωστε, λίγες οι φορές που οι κάτοικοι μιας περιοχής την εγκατέλειπαν -προσωρινά έστω- γνωρίζοντας πως επίκειται εχθρική επιδρομή από την αντίπαλη παράταξη.
Ο τέταρτος στίχος «όπου δεν ανέπνεε κανείς» επιτείνει την αίσθηση του θανάτου και με την απολυτότητά του, δημιουργεί ένα μακάβριο σκηνικό, όπου ένα γαϊδουράκι, χωρίς κανείς να το οδηγεί, περπατά σε μια περιοχή, που δε ζει πια κανείς.
Η κυριαρχία του θανάτου επιβεβαιώνεται και με την εικόνα που ολοκληρώνει την πρώτη στροφή. Παιδιά πεθαμένα ανεβαίνουν στον ουρανό και κατεβαίνουν μόλις για μια στιγμή για να πάρουν τους αετούς τους, που τους είχαν ξεχάσει.
Η εικόνα των παιδιών που ανεβαίνουν στον ουρανό, αν και δεν αντιστοιχεί προς την πραγματικότητα, παρουσιάζει ωστόσο την κρυφή επιθυμία του ποιητή πως τα αθώα θύματα του εμφυλίου και της κατοχής θα διατηρήσουν την παιδική τους ψυχή και τη διάθεσή τους για παιχνίδι, ακόμη και στο ύστατο ταξίδι τους.
Τα πεθαμένα παιδιά και η πλήρης απουσία ζωής στην περιοχή όπου το γαϊδουράκι τριγυρίζει μόνο του, μας παραπέμπουν περισσότερο σε αποτρόπαιες εικόνες όπου οι Γερμανοί κατακτητές είχαν προχωρήσει σε μαζικές εκτελέσεις πληθυσμών, μη εξαιρώντας τα παιδιά και τις γυναίκες. δρόμους γεμάτους κόσμο VS έρημους δρόμους Ζωή VS δεν ανέπνεε κανείς ζωηρά, χαρούμενα παιδιά VS πεθαμένα παιδιά Χαρτοπόλεμο VS γυάλινο χαρτοπόλεμο γυναίκα με τρυφερότητα VS γυναίκα σα νεκρή ελευθερία και ειρήνη VS στρατιώτες με παγωμένα δόντια φεγγάρι που φωτίζει και ομορφαίνει τη νύχτα VS γεμάτο μίσος, μαχαιρωμένο
Οι θάνατοι των παιδιών, πάντως, που θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα της πείνας και του κρύου -παράπλευρες απώλειες μιας εξαθλιωμένης χώρας- δίνονται από τον ποιητή με τρόπο που να μη συνδέει τα παιδιά με τη μακάβρια εικόνα του θανάτου.
Τα παιδιά πετούν, ανεβαίνουν προς τον ουρανό, όπως ακριβώς στην ηλικία τους νομίζουν πως συμβαίνει όταν κάποιος πεθαίνει.
Ο ποιητής τα διασώζει έτσι από την πραγματική εικόνα του θανάτου και τους επιτρέπει μιαν υπέρβαση, αντάξια της αθώας ψυχής τους. έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος μάτωνε τις καρδιές μια γυναίκα γονατισμένη ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο εν δυο παγωμένα δόντια
Το χιόνι είναι σα γυάλινος χαρτοπόλεμος -συνειρμική σύνδεση με την αποκριά- που ματώνει τις καρδιές.
Το κρύο εκείνων των φονικών χειμώνων, παίρνει ζωές και συνάμα αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική κατάσταση των ανθρώπων της εποχής.
Η παγωνιά που επικρατεί έξω είναι ίδια με την παγωνιά που επικρατεί στις ψυχές των ανθρώπων.
Αντιμέτωπη με το φονικό καιρό και με τη φονική δράση των ανθρώπων, μια γυναίκα γονατισμένη αναστρέφει τα μάτια της σα νεκρή. Ενώ το βλέμμα της θα μπορούσε να υποδηλώνει μιαν ικεσία, μια παράκληση προς το Θεό, η απουσία ζωής τονίζει την απουσία ελπίδας.
Η γυναίκα αυτή που αντικρίζει παντού το θάνατο γύρω της, δεν έχει πια τη δύναμη να ζητήσει βοήθεια, δεν έχει πια την πίστη πως μπορεί να λάβει βοήθεια από κάπου.
Έτσι, με την απονεκρωμένη ματιά της -όπως απονεκρωμένη είναι κι η ψυχή της- αντιπροσωπεύει τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής, που ζούσαν τον εφιάλτη του πολέμου, μη έχοντας πια καμία ελπίδα και καμία δύναμη να αντιδράσουν.
Η μόνη κίνηση, που υποδηλώνει την ύπαρξη ζωής, είναι οι στρατιώτες, οι φορείς του θανάτου, που περνούν συγκροτημένοι σε φάλαγγες με στρατιωτικό βηματισμό, υποφέροντας κι εκείνοι απ’ το κρύο.
Η αναφορά στα «παγωμένα δόντια» λειτουργεί εν μέρει κυριολεκτικά μιας και το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα του ποιήματος είναι χειμωνιάτικο, εντούτοις δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την υπονοούμενη αναφορά στις παγωμένες ψυχές των στρατιωτών, που σκορπούν το θάνατο, χωρίς συναίσθηση της συμφοράς που προκαλούν.
Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι αποκριάτικο γεμάτο μίσος το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά.
Η τελευταία στροφή του ποιήματος περιλαμβάνει την πιο σημαντική εικόνα του ποιήματος, η οποία αναδεικνύει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο το μίσος που έχει τυφλώσει τους ανθρώπους.
Μόλις βγαίνει στο νυχτερινό ουρανό το αποκριάτικο φεγγάρι, οι άνθρωποι το δένουν και το πετούν στη θάλασσα μαχαιρωμένο.
Το φεγγάρι, που με την επιβλητική παρουσία του στον ουρανό, αποτελεί μια καίρια υπενθύμιση της μηδαμινότητας των ανθρώπων και συνάμα της κοινής πορείας τους, δεν γίνεται ανεκτό πια.
Οι άνθρωποι αδιαφορούν για όσα τους ενώνουν, αδιαφορούν απέναντι στο γεγονός πως επί της ουσίας είναι όλοι ίσοι κι εξίσου ασήμαντοι μπροστά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Το μίσος που κατακλύζει τις ψυχές τους, τους ωθεί να βλέπουν παντού εχθρούς, γι’ αυτό και αντικρίζοντας το φεγγάρι θεωρούν πως είναι εχθρικό, πως είναι γεμάτο μίσος γι’ αυτούς και φυσικά για τις επονείδιστες πράξεις τους.
Ό,τι μπορούν μεταξύ τους να το αιτιολογούν και να το εκλογικεύουν, δε θα μπορούσαν ποτέ να το υποστηρίξουν απέναντι σ’ έναν αντικειμενικό παρατηρητή, απέναντι σε κάποιον που με φρίκη αντικρίζει τον παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου.
Έτσι, μαχαιρώνουν το φεγγάρι και το πετούν στη θάλασσα, μη επιτρέποντας την ύπαρξη κανενός κριτή και κανενός παρατηρητή για τις πράξεις τους.
Το φεγγάρι, που θα μπορούσε να είναι η έσχατη ευκαιρία για να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι πόσο έχουν χάσει τον έλεγχο των πράξεών τους, πόσο έχουν αφήσει το μίσος να θολώσει την κρίση τους, φονεύεται, καθώς οι άνθρωποι προτιμούν να εθελοτυφλούν μπροστά στις αλήθειες της ζωής.
Το ποίημα κλείνει με σχήμα κύκλου, καθώς ο ποιητής επαναλαμβάνει τους πρώτους στίχους, τονίζοντας για μιαν ακόμη φορά πως η αποκριά αυτή συνέβη μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο.
Σ’ έναν άλλο κόσμο οι Έλληνες μπλέχτηκαν σ’ έναν αδελφοκτόνο και ανελέητο εμφύλιο πόλεμο, σε μιαν άλλη εποχή οι Έλληνες τυφλώθηκαν τόσο πολύ από το μίσος τους, ώστε να προκαλέσουν έναν τόσο αιματηρό διχασμό.
ΙΒ. Τελική αποτίμηση
Για την Αποκριά η Νόρα Αναγνωστάκη γράφει:
«Όλα έχουν αναποδογυρίσει τα πάνω-κάτω. Η τάξη των πραγμάτων που ξέραμε έχει ανατραπεί συθέμελα. Μ' όλα αυτά τα παράλογα λόγια, αυτή η τρομερή αλήθεια λέγεται. Κι η πεμπτουσία αυτής της αλήθειας, όπως δίνεται στο καταπληκτικό ποίημα Η Αποκριά. Η κατάλυση κάθε εορταστικού χαρακτήρα σ' ό,τι ο άνθρωπος συνήθιζε να πιστεύει σαν αποκορύφωμα της ανέμελης χαράς: τη γιορτή της Αποκριάς. Σ' αυτή τη γιορτή συνήθως όλοι μεταμφιέζονται. Ο Σαχτούρης μεταμφιέζει αυτή την ίδια τη γιορτή από εορταστική σε επικήδεια. Η μεταμφίεση που κάνει ο ποιητής στην Αποκριά είναι παραπλανητική. Η «μάσκα» της Αποκριάς του είναι η ίδια η ζωή όπως τη βλέπει εκείνος»
Η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση
(ΕΙΣΑΓΩΓΗ)
Οι ποιητές που ανήκουν στην τάση αυτή έμειναν ανεπηρέαστοι από τις ιδεολογικές διαμάχες της εποχής τους και τους φανατισμούς, όχι όμως και από το δράμα που εκτυλισσόταν γύρω τους.
Υπόστρωμα και αυτής της ποίησης, στους κυριότερους τουλάχιστον εκπροσώπους της, είναι η κατοχική και η μετακατοχική περίοδος, απαλλαγμένη όμως από καθετί το επικαιρικό.
Γενικότερα, η μεταπολεμική υπερρεαλιστική ποίηση αφομοιώνει, ανανεώνει και προωθεί σημαντικά την υπερρεαλιστική του μεσοπολέμου.
Οι μεταπολεμικοί δηλαδή υπερρεαλιστές είναι στην αρχή επηρεασμένοι από την ποίηση του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου και, εν μέρει, του Ελύτη. Βαθμιαία όμως θα διαμορφώσουν τη δική τους ποιητική και θα διαφοροποιηθούν.
Οι βασικές τους διαφορές εντοπίζονται κυρίως στη γλώσσα και τη θεματογραφία.
Ο μεσοπολεμικός υπερρεαλιστής ρίχνει όλο του το βάρος στη γλώσσα και προσπαθεί, καταφεύγοντας στις γνωστές μεθόδους του υπερρεαλισμού, να εντυπωσιάσει.
Αντίθετα, ο μεταπολεμικός υπερρεαλιστής, επηρεασμένος και από τη γύρω του πραγματικότητα, δεν θεωρεί τη γλώσσα ως μέσο με το οποίο θα προκαλέσει έκπληξη, αλλά ως όργανο που θα τον βοηθήσει να συλλάβει και να εκφράσει τη γύρω του εφιαλτική πραγματικότητα.
Η στάση επίσης των μεσοπολεμικών υπερρεαλιστώνείναι σε γενικές γραμμές, και στην αρχική φάση της ποίησής τους, αισιόδοξη απέναντι στη ζωή.
Οι μεταπολεμικοί υπερρεαλιστές, αντίθετα, χωρίς να μένουν ανεπηρέαστοι από αυτή τη διάθεση, σιγά σιγά, κάτω από την επίδραση των δραματικών γεγονότων της εποχής τους, αποκτούν μια τραγική αίσθηση της ζωής, που στα βαθύτερα συστατικά της θα περάσει στην ποίησή τους.
Γενικά, η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση δεν διαφοροποιείται μόνο από την αντίστοιχή της του Μεσοπολέμου,αλλά και από την αντιστασιακή και την υπαρξιακή.
Η αντιστασιακή κινδυνεύει από εξωαισθητικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες.
Η υπαρξιακή φαίνεται να χάνει την επαφή της με τα πράγματα και να ρέπει προς μια ιδεαλιστική διάχυση.
Αντίθετα, η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση κατόρθωσε να κρατηθεί, απαλλαγμένη από οποιεσδήποτε προκαταλήψεις ή επιρροές, μέσα στα πράγματα.
Α. Να αναγνωριστούν τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας και της παραδοσιακής ποίησης στο ποίημα.
Τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης που εντοπίζονται στο ποίημα είναι:
Α) Ελεύθερος Στίχος («αυτή, αποκριά, δρόμους»
-δεν εντοπίζεται ομοιοκαταληξία, ενώ ο πρώτος στίχος έχει δεκαοκτώ συλλαβές και ο δεύτερος πέντε.)
Β) Δραματικότητα Στίχου και νόημα συνειρμικό («γεμάτο μίσος, μαχαιρωμένο»)
Γ) Ακανόνιστη Στίξη ( Έλλειψη τελείας-κόμματος σε όλη την έκταση του ποιήματος)
Δ) Σκοτεινότητα και Ασάφεια νοήματος (χρήση συμβόλων «γαϊδουράκι, χιόνι, αετούς»)
Ε) Τολμηρότητα στις παρομοιώσεις («σα νεκρή»)
ΣΤ) Άλογη αλληλουχία εκφραζομένων (δεν υπάρχει διαδοχή στα νοήματα σε όλη την έκταση του ποιήματος-την εικόνα των νεκρών παιδιών που ανεβαίνουν στον ουρανό διαδέχεται η εικόνα με τον «γυάλινο χαρτοπόλεμο»)
Η) Χρήση αποσπασματικών εικόνων, με ή χωρίς ειρμό («το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους, μια γυναίκα γονατισμένη, πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό» μέσω των οποίων τονίζεται η δραματικότητα του νοήματος και επιτείνεται η αίσθηση του θανάτου)
Θ) Ασύμβατες συζεύξεις (αποκριά-εμφύλιος, δεν υπάρχει καμία νοηματική σχέση)
Τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ποίησης που εντοπίζονται στο ποίημα είναι:
Α) Ποιητικό λεξιλόγιο («ανάστρεφε, γίνηκε»)
Β) Χρήση εικόνας ως μέσο έκφρασης εικόνων («το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους, μια γυναίκα γονατισμένη, πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό»)
- Εντοπισμός εκφραστικών μέσων του ποιήματος.
*Παρομοιώσεις:
Η χρήση παρομοιώσεων είναι περιορισμένη : «σα νεκρή»
*Μεταφορές:
«μάτωνε τις καρδιές» « παγωμένα δόντια» « βγήκε το φεγγάρι» « γεμάτο μίσος»
*Εικόνες:
Στο ποίημα εντοπίζονται αρκετές εικόνες, χαρακτηριστικό της ποίησης του Σαχτούρη:
-«το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους»,
εικόνα που συμβολίζει έντονα την νεκρική σιγή που επικρατούσε στην πόλη.
-«όπου δεν ανέπνεε κανείς», ακουστική και οπτική εικόνα που συμβολίζει την κυριαρχία του θανάτου στην εμπόλεμη περιοχή.
-«κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους», μια φανταστική, συγκινητική εικόνα μέσω της οποίας ο ποιητής προσπαθεί να αποτυπώσει τη ζωντάνια των παιδικών ψυχών, ακόμη και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
-«γυάλινος χαρτοπόλεμος», αναφορά στο κρύο κλίμα αλλά και στην ψυχρότητα που επεδείκνυαν οι στρατιώτες.
-«Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι αποκριάτικο γεμάτο μίσος», μια ακόμη φανταστική εικόνα, μέσω της οποίας το φεγγάρι παρουσιάζεται ως ένας επουράνιος κριτής, ο οποίος γεμάτος μίσος κατακρίνει τους ανθρώπους για τις αγριότητες που διαπράττουν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
Β) Εντοπισμός καθημερινών και ποιητικών λέξεων:
Καθημερινό λεξιλόγιο
Ποιητικό λεξιλόγιο
έρημους γίνηκε ανέπνεε ανάστρεφε ανέβαιναν ολοένα δέσαν εν δυο φάλαγγες σ’ έν’ πέταξαν σα
Γ) Ένταξη του ποιήματος στη σχολή που ανήκει και επισήμανση βασικών χαρακτηριστικών:
Το ποίημα «Η Αποκριά», κατατάσσεται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Ιδιαίτερα στα ποιήματα μεταπολεμικών υπερρεαλιστών.
Ο Μίλτος Σαχτούρης, εξάλλου, αποτελεί έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές αυτής.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά είναι:
1.Ελευθερία στη μορφή: ο στίχος δεν έχει ίσο αριθμό συλλαβών.
2.Απουσία θέματος: ενώ ο τίτλος είναι «Αποκριά», το ποίημα δεν αναφέρεται στην πραγματική αποκριά, αλλά στον εμφύλιο πόλεμο.
3.Απουσία λογικού ειρμού και ελέγχου: : το ποίημα έχει πλήθος εικόνων που συλλαμβάνει ο ποιητής, οι οποίες αναφέρονται σε διαφορετικά γεγονότα.
4.Παράτολμος συνδυασμός εικόνων και λέξεων που βασίζονται στην αυθαιρεσία και την τύχη.
Το ποίημα γράφεται χωρίς προκαθορισμένο στόχο, κάτω από την επίδραση του υποσυνειδήτου που είναι από τη φύση του φευγαλέο και δημιουργεί ζωηρές λεκτικές εντυπώσεις («μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιωτών εν δυο εν δυο»-«κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους»)
5.Ιδεολογική αποστασιοποίηση από τους φανατισμούς της εποχής αλλά όχι από το δράμα αυτής.
6.Γλώσσα χρησιμοποιείται ως όργανο μετάδοσης της εφιαλτικής πραγματικότητας .
7.Οι λέξεις είναι αυτόνομες και ελεύθερες ,η δύναμη και η ορμή τους βρίσκονται στην έκταση, κατά την οποία ξεφεύγουν από το επιβεβλημένο νόημα τους ,συνδυαζόμενες μεταξύ τους χωρίς να υπακούουν σε ορθολογικούς νόμους.
8.Τραγική αίσθηση ζωής:
χρήση ακραίων-οδυνηρών εικόνων («πεθαμένα παιδιά», « γυάλινος χαρτοπόλεμος»
Δ) Εντοπισμός συμβόλων:
Το θεματικό κέντρο του ποιήματος αποτελεί ένα από τα πιο μελανά σημεία στην ιστορία της Ελλάδος, τον εμφύλιο πόλεμο.
Είναι λοιπόν βέβαιο πως η χρήση συμβόλων- εικόνων εξυπηρετεί περισσότερο τον ποιητή, αφενός καθώς η περιγραφή ενός τόσο επώδυνου γεγονότος καθίσταται αδύνατη μέσω των λέξεων, αφετέρου διότι η εικόνα αποτελεί πιο ακριβές μέσο για την πλήρη νοηματική απόδοση.
Τέλος, αποδίδεται περαιτέρω θεατρικότητα και παραστατικότητα, με τρόπο τέτοιον ώστε ο ποιητής να μην αποκλίνει από τα χαρακτηριστικά της σχολής, αλλά ταυτοχρόνως το ποίημα του να διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη ενεργό.
Ειδικότερα:
- το γαϊδουράκι:
αντιπροσωπεύει την ερημιά και την νεκρική σιγή που επικρατούσε στην Ελλάδα ύστερα από τον εμφύλιο πόλεμο.
- πεθαμένα παιδιά:
ολοκληρώνεται η ιδέα του θανάτου και δίνεται έμφαση στις φρικαλεότητες του πολέμου.
- γυάλινος χαρτοπόλεμος: το ψυχρό κλίμα που επικρατούσε και ο συσχετισμός της αποκριάς με τις «παγωμένες»-σκληρές ψυχές των στρατιωτών που εκτελούν αθώους πολίτες.
- μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο εν δυο παγωμένα δόντια: ψυχροί εκτελεστές, η μοναδική μορφή ζωής που απέμεινε.
- βγήκε το φεγγάρι γεμάτο μίσος: ο επουράνιος κριτής που καταδικάζει τους ανθρώπους για τις πράξεις τους.
- τους αετούς τους: η ανδρεία και το θάρρος που επέδειξαν τα παιδιά παρά το νεαρό της ηλικίας τους.
Βιώνει έντονα τα δραματικά γεγονότα της εποχής του και τα μετουσιώνει σε ποιητικές φόρμες.
Διακρίνεται για το αντιλυρικό ύφος και την υπαρξιακή αγωνία των στίχων του.
Η ποίησή του έχει νεοϋπερρεαλιστικά στοιχεία.
Το παράλογο αποτελεί άλλο ένα συνθετικό υλικό, μέσα από το οποίο απελευθερώνει τα απωθημένα βιώματα της Ελλάδας του εμφυλίου.
Κυρίαρχα χρώματα το λευκό, το κόκκινο και το μαύρο.
ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ
Ο ευδιάκριτος ποιητικός μύθος.
Η διάρθρωση του ποιητικού μύθου στη βάση των αλλεπάλληλων σκηνών.
Η εικόνα ως δομικό και ιδεολογικό στοιχείο του ποιήματος.
Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ (1952):
ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΞΕΝΟΣ ΚΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Η ΑΠΟΚΡΙΑ
Είναι πιθανό ότι μια αληθινή αποκριά στάθηκε αφορμή γι αυτό το παράλογο αλλά βαθύτατα υπαρξιακό κολλάζ εικόνων.
Οι εικόνες-εφιάλτες του εμφυλίου συνενώνονται μεταξύ τους με τη βοήθεια του υπερρεαλισμού: ο παράλογος κόσμος αντανακλάται στον αυτοματισμό του κόσμου του υπερβατικού λόγου.
Ο ΤΙΤΛΟΣ
Η πραγματική αποκριά. Δηλώνεται από την πρώτη ανάγνωση, σε κυριολεκτικό επίπεδο.
Η «μαγική» αποκριά. Διακρίνεται στη δεύτερη ανάγνωση, σε μεταφορικό επίπεδο.
Η επιλογή του θέματος της αποκριάς είναι και το κλειδί μιας πρώτης ερμηνείας:
Η αποκριά ως φανταστική ανακατασκευή του κόσμου συνδέεται με το παράλογο της εποχής.
Η ΔΟΜΗ
Δύο ενότητες: 1-13,
Κυριαρχούν έξι εικόνες ως δομικό υλικό των ενοτήτων:
Στ. 3: το γαϊδουράκι
Στ. 5-7: τα πεθαμένα παιδιά
Στ. 8-9: ο γυάλινος χαρτοπόλεμος
Στ : η γονατισμένη γυναίκα
Στ : οι στρατιωτικές φάλαγγες
Στ : το φεγγάρι
Κυκλική η ανάπτυξη με τους επαναλαμβανόμενους στίχους να αποτελούν εισαγωγικό και επιλογικό σχόλιο.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΜΥΘΟΥ Τα πεθαμένα παιδιά Η γονατισμένη γυναίκα Οι στρατιώτες Αυτοί που έδεσαν και πέταξαν το φεγγάρι μαχαιρωμένο στη θάλασσα (οι αντιμαχόμενες εμφυιακές ομάδες).
Η Ελλάδα
Ο ποιητικός χώρος-χρόνος Χρόνια του εμφυλίου πολέμου Η στρατιωτική θητεία του ποιητή «Εδώ ο ιστορικός χρόνος μεταποιήθηκε.
Αρχίζει να γίνεται ποιητικός, κρατώντας τα καθημερινά σημεία αναφοράς του. Τα θέματα κυμαίνονται ανάμεσα στις εμπειρίες του και τα ποιητικά είδωλά του.
Ένας διασκελισμός, που αποτελεί και μια πρώτη εισαγωγή στην εντύπωση του παράλογου: ο χρόνος της εμπειρίας αποξενώνεται ως την αφαίρεση, ενώ ο χώρος της συγκεκριμενοποιείται ως την τέλεια απλοποίηση, που αποτελεί και αυτή μια αφαίρεση.
[...] Τα θέματα, πάντως, δεν είναι επινοημένα - όπως λ.χ. «οι διαρρήχτες του ήλιου», «ο βαρκάρης των κεραυνών» και άλλα παρεμφερή και αόριστα στις Παραλογές.
Είναι πραγματικά συγκεκριμένες ψυχικές καταστάσεις ή υπονοούμενες περιστάσεις της ζωής και της εποχής (του στρατιωτικού του ή γενικά του μεταπολέμου).
Η καταγραφή τους λοιπόν μπορεί να είναι, και είναι, ελλειπτική, αφού σπονδυλώνεται - και αντισταθμίζεται - από τα ίδια τα πράγματα και την υλική ιστορία τους.
Και παρά την απόκρυψη του εσωτερικού του ποιήματος, ο τίτλος συχνά δηλώνει ή υπαινίσσεται τη συμπλήρωση. [...] Αλλά και η φάση αυτή δε θα του χρησιμεύσει παρά σαν προβαθμίδα.
Τα πράγματα είναι ακόμη απλώς βιωμένα, στην κατάσταση των αισθητικών ζυμώσεων ή του βρασμού τους. Ο άνθρωπος πίσω απ' τον ποιητή παρεμβαίνει με τις φοβίες του και δεν τ' αφήνει στην αυτόνομη ποιητική τους ανάπτυξη και ανάδειξη!...» (Γιάννης Δάλλας).
Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ
Το αντιλυρικό στοιχείο:
«το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα» Το υπερρεαλιστικό στοιχείο (υπερρεαλιστικές εικόνες): «πεθαμένα παιδιά ανέβαινα ολοένα στον ουρανό», «έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος»
Οι εικόνες:
«μια γυναίκα γονατισμένη»
Η απουσία ομοιοκαταληξίας
Η παρομοίωση: «σα νεκρή»
Οι μεταφορές: «το φεγγάρι μαχαιρωμένο»
Τα χρώματα:
λευκό της παγωνιάς και του θανάτου «έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος», το κόκκινο του αίματος «μάτωνε τις καρδιές», το μαύρο του μίσους και του θανάτου «το βράδυ βγήκε το φεγγάρι»
Η γραμματική των χρόνων: (το οριστικό και αμετάκλητο «γίνηκε», ακολουθείται από το επαναληπτικό των παρατατικών «ανέβαιναν», «κατέβαιναν» κ.ο.κ. ) δημιουργεί ένα κλειστό κύκλωμα επαναλαμβανόμενης δραματικής έντασης.
Ο Σαχτούρης γνωρίζει πολύ καλά να στήνει το σκηνικό των λέξεων του και των εικόνων του, που είναι «αιμάσσουσες», μακριά από λυρικές εξάρσεις, με ελεύθερο ανισοσύλλαβο στίχο, που ταιριάζει στον παραλογισμό του αδελφοκτόνου σπαραγμού" και αυτό γιατί ο λόγος του στηρίζεται στα βαθιά βιώματα και τις τραυματικές του εμπειρίες, ένας λόγος επιγραμματικός, εξιστορητικός, αποκαλυπτικός, αφαιρετικός, σημασιολογικός, «αποκριάτικος», σαρκαστικός, με ψυχολογικούς συνειρμούς που συνδέουν το λογικό με το παράλογο.
Και η μόνη «λύτρωση» του ποιητή είναι το βασικό μοτίβο του ποιήματος-ο πρώτος και ο τελευταίος-, με τον οποίο αρνείται ότι συνέβησαν τα τραγικά αυτά γεγονότα στον τόπο μας και δηλώνει ότι έγιναν «σ' έν' άλλο κόσμο», γιατί αρνείται να συμβιβαστεί με τη «λογική του παράλογου» αυτού εμφύλιου πολέμου.
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Οι υπαρξιακές αγωνίες του ποιητή:
ο φόβος του θανάτου και η θλίψη από το εμφύλιο μίσος. Ο πόνος και ο θάνατος (όχι μόνο ως υπαρξιακή αγωνία αλλά και ως ποσοτικό μέγεθος στην Ελλάδα του εμφυλίου).
Ο παραλογισμός του εμφύλιου πολέμου. Οι τραγικές επιπτώσεις του στις επόμενες γενιές Το ποίημα ως σύνολο και σαν εξπρεσιονιστικός πίνακας διαμαρτυρίας ενάντια στη βία και την καταστροφή.
Με μεταφορικές λέξεις γίνεται ο συνδυασμός πραγματικότητας και της υπέρβασής της (υπερρεαλισμού), λέξεις απέριττες καρφώνουν σα σφαίρες την καρδιά του αναγνώστη, για να προσλάβει το αντιπολεμικό μήνυμα του ποιητή χωρίς όμως καμία «ελπιδοφόρα πίστη».
Ο Μίλτος Σαχτούρης γεννήθηκε το 1919 στην Αθήνα. Ήταν δισέγγονος
του ναυάρχου του ’21, Γεωργίου Σαχτούρη. Το 1938 δημοσίευσε με
το ψευδώνυμο Μίλτος Χρυσάνθης, ένα διήγημα στο εβδομαδιαί
ο περιοδικό 3. Το 1941 ολοκλήρωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή
με τίτλο Η Μουσική των νησιών μου. Ακολούθησε η δοκιμασία του από
τη φυματίωση που τον ταλαιπώρησε ως το 1945. Ο θάνατος της μητέ
ρας του Αγγελικής το 1955 αποτέλεσε ορόσημο στη ζωή του, όπως ανέφε
ρε και ο ίδιος: «Αφού πέθανε κι η μητέρα μου, άρχισα σιγά-σιγά
να γδύνομαι μέσα κι έξω μου από πολλά. Σιγά - σιγά η όρασή μου έγι
νε διεισδυτικότερη και η ακοή μου οξύτερη, ώστε να βλέπω και ν’ ακού
ω τώρα καλύτερα τι μου αποκάλυπταν πίσω από την πρόσοψή τους
τα πράγματα». Το 1987 τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητι
κή του συλλογή Εκτοπλάσματα. Το 1995 παρασημοφορήθηκε μαζί
με άλλους 24 ποιητές και καλλιτέχνες σε ειδική τελετή που διοργανώθη
κε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Πέθανε τον Μάρτιο
του 2005. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Με το πρόσωπο στον Τοίχο (1952), Ό
ταν σας μιλώ (1956), Τα Φάσματα ή η Χαρά στον άλλο Δρόμο (1958),
Ο Περίπατος (1960), Τα Στίγματα (1962), Σφραγίδα ή η Όγδοη Σελή
νη (1964), Το Σκεύος (1971), Χρωμοτραύματα (1980). Όλες οι παραπά
νω συλλογές, εκτός από την τελευταία, έχουν περιληφθεί
στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα (1945-1971) που εκδόθηκε το
1977. Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές Καταβύθιση (1990), Ανάπο
δα γυρίσαν τα ρολόγια (1998) και Ποιήματα 1980-1998 (2002). Ο Μ. Σαχτούρης αξιοποιεί στοιχεία από τον εξπρεσιονισμό, τον εικονισμό
, τον υπερρεαλισμό και το παράλογο, αλλά ουσιαστικά ακολουθεί το δι
κό του μοναχικό δρόμο. Το παράλογο στοιχείο, η απλή γλώσσα, η ποιητι
κή σκηνοθεσία και η εικονοποιΐα είναι στοιχεία της ποιητικής του.
Η ιστορία ως βίωμα είναι παρούσα τόσο στη σκηνοθεσία όσο και
στην ιδεοπλαστική εικόνα. Η ποιητική του γλώσσα είναι απλή
, καθημερινή. H συμπύκνωση των όρων της παρομοίωσης και
η αξιοποίηση της μεταφοράς συγκροτούν ένα νέο ποιητικό τοπίο σύντηξη
ς του πραγματικού και ποιητικού, στο οποίο εμπλέκεται ο αναγνώστης
και το προσλαμβάνει ως ενιαίο χώρο. Το ποιητικό του τοπίο εί
ναι μοναχικό, γεμάτο φόβο, το περιβάλλον στενό, έτσι όπως ήταν και η ζω
ή του ποιητή: «κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο/ και μ’ έ
να ματωμένο κλαδάκι συντροφιά». Ο ποιητής μεταθέτει την εμπειρία
του σ’ έναν άλλο κόσμο υπερπραγματικό, εκεί όπου συντελείται
το παράλογο ως σχίσμα της ζωής και της δημιουργίας του, εκεί όπου και
ο έρωτας γίνεται θάνατος.
Χαρακτηριστικά της γραφής του
1.αντιλυρική ποιητική γραφή
2.τριμερής αρχιτεκτονική δόμηση των ποιημάτων του: Μια ιστορία
, μια σκηνική διάρθρωση, μια ιδεοπλαστκή εικόνα
3.κυριαρχεί το παράλογο, για τη φύση του οποίου έχουν διατυπω
θεί πολλές σκέψεις. Ο ποιητής δεν το χρησιμοποιεί εναντίον κά
θε μορφής λογικής ηθικής και κοινωνικής τάξης˙ απλώς το εμπλέκει
με την αλήθεια σε ένα παράδοξο σχήμα
4.ύφος: απλό, λιτό, δημοτική γλώσσα
5.στιιχουργία: ανισοσύλλαβοι, ανομοιοκατάληκτοι, χωρίς μέ
τρο στίχοι, πεζολογικό ύφος
Τα δομικά στοιχεία τουποιήματος
1. μια ιστορία- «μήνυμα»
Σε κάθε ποίημά του υπάρχει μια μοναδική ιστορία. Βλέπεις την κίνησή της πίσω από τον καμβά του θέματος, να δίνει σχήμα σ’ ένα μήνυμα. Ο καμβάς περιορίζεται σε τρία-τέσσερα επεισόδια. και αυτά είναι τα ορόσημά της. Η ιστορία, που περνά σαν μια ιδέα ανάμεσά τους, είναι μονοσήμαντη και ο στόχος της ευθύγραμμος
2. η «σκηνική» διάρθρωση
Η τεχνική του διάρθρωση είναι «σκηνική» […], δεν είναι λ.χ. εξομολογητική, δεν είναι περιγραφική. […] το ποίημά του απαρτίζεται από διαδοχικές σκηνές, η καθεμιά τους ευδιάκριτη από την άλλη.
Είναι μια ακολουθία «λήψεων», που δείχνει και την ιστορία του σαν μια υπόθεση εν κινήσει. Δεν λείπει παρά το μοντάρισμά τους από τον ποιητή. συχνά, εκ των ενόντων, σαν να αφήνεται η υπόλοιπη «εμφάνιση» στον αναγνώστη. […]
Μια τεχνική που γενικά θυμίζει ή επιδέχεται κινηματογραφική γραφή και προβολή. Και όπου μάλιστα […] προτιμώνται πάντα τα γκρο πλάνα: τα φυσικά ή τεχνικά ντεκόρ - η φύση ή η πόλη και η τεχνολογία της- δεν φαίνονται, αλλά επικαλύπτονται απάνω ως κάτω από τα πρόσωπα ή τα πράγματα της ιστορίας.
3. η «ιδεοπλαστική» εικόνα[…] μέσ’ από τα διαδοχικά γκρο πλάνα των σκηνών, ή λέγονται ή παίζονται, όχι γεγονότα, αλλά βαθύτερα μηνύματα.
Με την εικόνα πάντα σαν φορέα της σκηνής και του μηνύματος.
Κυρίαρχη τεκτονική μονάδα του είναι η εικόνα.
Αυτή είναι ο εκφραστικός του Άτλαντας. Στους ώμους της υποβαστάζει την (οικο)δομή και του ποιήματος και της ποιητικής του.
Υποβαστάζει τα δυο άκρα: την ιδέα και ταυτόχρονα την έκφρασή της. Δεν είναι μια ιδέα εικονοποιημένη. Ούτε και αντίστροφα μια εικόνα - παρομοίωση ή αλληγορία.
Η εικόνα του Σαχτούρη είναι καθαρή και αυτόνομη. Καθαρή, γιατί πηγάζει ολόκληρη και χτίζεται από τις αισθήσεις. Και αυτόνομη, γιατί δεν διαρρέει για να υπηρετήσει άλλες σκοπιμότητες του πνεύματος. Δεν «φιλοσοφεί» και δεν «διακηρύσσει» παρότι «παραστατική» μπορεί να παραπέμπει ευθύτερα στη νοητή της ενδοχώρα, την ιδέα.
Παρότι υλική, γίνεται ο κομιστής ενός μηνύματος, μπορεί και συναιρεί την ιστορία -μήνυμα, γιατί η ίδια, ως περιγραφή, είναι συμπύκνωση μιας ιστορίας και, ως στοχασμός, είναι ένα μήνυμα εν παραστάσει. Μπορεί να αναπληρώνει και τη σκηνική διάρθρωση, αφού κάθε σκηνή ταυτίζεται με μιαν εικόνα και αφού το κάθε ποίημά του είναι ένα μοντάζ από εικόνες.
Στοιχεία υπερρεαλισμού στο ποίημα:
συγχέεται το όνειρο με την πραγματικότητα και δημιουργού
νται συνειρμοί, δεν υπάρχει λογική σύνδεση των νοημάτων, η ελεύθε
ρη μορφή του ποιήματος (στιχουργική σύμφωνη με τα χαρακτηριστικά
τα νεότερης ποίησης, απουσία σημείων στίξης, ασύμμετρες στρο
φές, ανομοιοκατάληκτοι στίχοι), μεταφορική χρήση λέξεων, σύμβο
λα, λεκτικά σύνολα ασύμβατα μεταξύ τους.
Τίτλος:
¨Ένα έναρθρο ουσιαστικό που ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο
του ποιήματος.
Η Αποκριά εδώ είναι η πιο σκληρή περίοδος της νεότερης ιστορίας
μας. Αυτή τη δύσκολη εποχή ο ποιητής την καλύπτει, τη μεταμφιέζει για
να μη φαίνεται και τον πληγώνει. Κάνει όμως και πιο φανερή την τραγι
κή εποχή που τον περιβάλλει. Μια μεταμφίεση αποτελεί κρυφή επιθυμί
α του μεταμφιεζομένου. Άρα η ίδια η πραγματικότητα θέλει
να μεταμφιεστεί. Ο ποιητής μεταμφιέζοντάς την δείχνει τα πραγματικό
της πρόσωπο.
«Ο τίτλος είναι κυριολεκτικά και φαινομενικά ουδέτερος. Και μόνο
ν ύστερα από το διάβασμα όλου του ποιήματος μας δείχνει και
τη μεταφορική του σημασία. Μας δείχνει τη διπλή διάσταση του θέματος
, που είναι: η πραγματική «αποκριά», αλλά και η «μαγική» αποκριά. Δι
πλή διάσταση, γιατί παρουσιάζεται η γνωστή γιορτή ως εμπειρία κοσμι
κή με την περιγραφή ενός εθίμου, αλλά και εξωκοσμική γιατί πίσω από
τις μάσκες και τη μεταμφίεση, που εδώ απλώς εξυπακούονται, μας δίνε
ται εξίσου ρεαλιστικά το νόημα της μεταμόρφωσης του ανθρώπου και
του κόσμου. Παρουσιάζεται ως γεγονός πολύ κοντά μας, αλλά και
ως φαντασία μακριά μας […]. Ο χώρος, όπου στήνεται η σκηνογραφία, απλώνεται σε δύο περιοχές
. Αντίστοιχα ορίζονται και οι δύο αφηγηματικές ενότητες του θέματος:
η πρώτη εκτείνεται σε ένα διάστημα ορίων μεταξύ μιας συνοικίας αστι
κής και του ουρανού (στ. 1-13) και η δεύτερη, αντιστρόφως, μετα
ξύ ουρανού και γης (και θάλασσας, στ. 14-19). Η πρώτη είναι αυτή
που συγκρατεί το βάρος της αφήγησης, ενώ η δεύτερη είναι
το συμπλήρωμά της: η μυθιστορηματική, θα λέγαμε, προέκταση
του θέματος.
Εικόνες : δες ποίημα (6 συνολικά) «Αλλά το χαρακτηριστικά ιδιαίτερο
της ποιητικής ατμόσφαιρας του Σαχτούρη οφείλεται στην εκλογή
των στοιχείων που κάνει για να αποδώσει μια κατάσταση. Γίνε
ται περιγραφικός. Η φαντασία του δηλαδή δεν φαίνεται να έ
χει οικοδομηθεί επάνω σε λέξεις αλλά σε παραστάσεις. Από την πλευρά
της λεκτικής του λιτότητας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο λιγότε
ρο ρητορικός απ’ όλους τους άλλους Έλληνες υπερρεαλιστές». «Δύο είναι οι πραγματικότητες, ανάμεσα στις οποίες κυμαίνεται
το ποίημα: α) Η αληθινή αποκριά: τα συστατικά της διαφαίνονται στο ποίημα:
Το γαϊδουράκι, που γυρίζει στους δρόμους, τα παιδιά με τους χαρταετούς
, ο χαρτοπόλεμος. Σ’ αυτά τα αντικειμενικά συστατικά της αποκριάς
(της πραγματικότητας) μπορούν να προστεθούν οι εικόνες της γυναίκας
, των στρατιωτών και του φεγγαριού, που, βέβαια, δεν εντάσσονται μέ
σα στο συνηθισμένο σκηνικό πλαίσιο της αποκριάς, αλλά είναι στοιχεί
α της πραγματικότητας κι όχι ποιητικά είδωλα, έχουν αφετηρία
τις εμπειρίες του ποιητή. β) Το ποιητικό είδωλο της αποκριάς
: Διαμορφώνεται με την προσθήκη ορισμένων λέξεων ή φράσεων με βά
ση τις εικόνες της πραγματικής αποκριάς (ή απλώς: της πραγματικότητας)
. έτσι έχουμε: το γαϊδουράκι που γυρίζει στους έρημους δρόμους, όπου
δεν ανάπνεε κανείς (εικόνα 1η, στ. 2-3). πεθαμένα παιδιά ανέβαι
ναν ολοένα στον ουρανό/ κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αε
τούς τους/ που τους είχαν ξεχάσει (εικόνα 2η, στ. 5-7. Εδώ η μόνη λέξη
που αντιστοιχεί στην πραγματική αποκριά είναι οι αετοί). γυάλι
νος χαρτοπόλεμος/ μάτωνε τις καρδιές (εικόνα 3η, στ. 8-9). μια γυναί
κα γονατισμένη/ ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή (εικόνα 4η,
στ. 10-11). μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν-δυο/ εν-δυο
με παγωμένα δόντια (εικόνα 5η, στ. 12-13). Το βράδυ βγήκε το φεγγά
ρι/ αποκριάτικο/ γεμάτο μίσος/ το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασ
σα/ μαχαιρωμένο (εικόνα 6η, στ. 14-18).
Η ιστορία του ποιήματος είναι μια και διαρθρώνεται σε έξι διαδοχι
κές εικόνες […] που κυμαίνονται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες,
της πραγματικής αποκριάς και του ποιητικού της ειδώλου,
και σημασιοδοτούν συνεχώς το μήνυμα του ποιήματος. Στις εικόνες αυ
τές κυριαρχεί η ερημιά, η ανυπαρξία ζωής, ο πόνος, ο θάνατος, το μίσος».
Σχήμα κύκλου: υποβάλλει τις επιθυμίες του ποιητή. Η ποίησή του εί
ναι επηρεασμένη από τις μισαλλόδοξες σκηνές βίας που κυριάρχησαν
στον τόπο τη δεκαετία του ’40. Στο ποίημά του παρουσιάζει την εικό
να μιας σφαγμένης αθωότητας. Τα μαχαίρια, το αίμα και τα άλλα αιχμη
ρά αντικείμενα (γυάλινος χαρτοπόλεμος), έρχονται και επανέρχονται
στα ποιητικά του τοπία. Μια φαινομενικά χαρούμενη γιορτή στην ποίη
ση του Σαχτούρη γίνεται εφιάλτης όχι από κάποια ψυχική παθογέ
νεια, αλλά γιατί έτσι ΕΙΝΑΙ η πραγματικότητα. Με την επανάληψη λοι
πόν του 1ου στίχου και στο τέλος ο ποιητής ξορκίζει αυτή
την πραγματικότητα και μένει με την απραγματοποίητη ευχή του, η οποί
α εκφράζεται ανοίγοντας και κλείνοντας την ιστορία του.
οι δύο αφηγηματικές ενότητες του θέματος: η πρώτη εκτείνεται σε
ένα διάστημα ορίων μεταξύ μιας συνοικίας αστικής και του ουρανού
(στ. 1-13) και η δεύτερη, αντιστρόφως, μεταξύ ουρανού και γης
(και θάλασσας, στ. 14-19). Η πρώτη είναι αυτή που συγκρατεί το βάρος
της αφήγησης, ενώ η δεύτερη είναι το συμπλήρωμά της:
η μυθιστορηματική, θα λέγαμε, προέκταση του θέματος. Το διάκε
νο χωρίζει τις δύο αυτές θεματικές ενότητες.
Αφήγηση: ανοίγει με μια κίνηση από κάτω προς τα πάνω (από τη γη προ
ς την περιοχή του ουρανού, στ.2-5) και κλείνει με μια κίνηση αντίστρο
φη από πάνω προς τα κάτω (από την περιοχή του ουρανού στη γη,
στ.14-18). Μια κίνηση λοιπόν εναντιόδρομη, και συνδηλώνεται ρητά
και άμεσα μ’ ένα από τα κεντρικά επεισόδια του μύθου: πεθαμένα παι
διά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν
τους αετούς τους που τους είχαν ξεχάσει και εξυπακούεται έμμεσα και
στην επόμενη εικόνα: «μια γυναίκα γονατισμένη» (και αρά ζωντανή,
εδώ στη γη), αλλά που «ανέστρεφε τα μάτια της σα νεκρή» (και
άρα ασάλευτη, προσβλέποντας εκεί προς την περιοχή του ουρανού).
Μια κίνηση, εσωτερικά, στο σώμα της αφήγησης, αμφίδρομη,
που καταλήγει κυκλική. Και με την επανάληψη του πρώτου ως τελευταί
ου στίχου επισφραγίζεται και εξωτερικά από τον ποιητή μια τεχνι
κή πανάρχαια: η κύκλια σύνθεση».
Περνώντας από τη σκηνογραφία στη σκηνοθεσία, δηλαδή από
τη διάσταση του χώρου στη διάσταση του χρόνου και της δράσης, βλέπο
με ν’ αναπτύσσεται, κατά τα προηγούμενα, μία αποκριά: α) επίκαιρα
και ιστορικά προσδιορισμένη και β) αχρονική: πλασματική
και μυθοποιημένη. Επίκαιρα, καθώς το δείχνει η ακριβής και γνώριμη α
πό τους παλαιούς ειρηνικούς καιρούς περιγραφή της. […] Αλλά
και ιστορικά σημασιοδοτημένη, καθώς προεικονίζεται με τις αναφο
ρές «πεθαμένα παιδιά» (στ.5), «μάτωνε τις καρδιές» (στ.9), «μια γυναί
κα σα νεκρή» (στ.10-11), προπαντός με τη ρητή κατάληξη όλης
της ενότητας (στ.12-13). […] Είναι λοιπόν και μία, σφραγισμένη από
τις μνήμες του Εμφυλίου (ίσως και της Κατοχής), πολεμική αποκριά.
Και μολαταύτα είναι μεταποιημένη. είναι, δηλαδή πλασματική
και μυθοποιημένη. Βλέπομε να συμβαίνει «σ’ εν’ άλλο κόσμο» (στ.1, 20)
, βλέπομε τα παιδιά ν’ ανεβοκατεβαίνουν «στον ουρανό» (στ.5-6), βλέπο
με το φεγγάρι να το δένουν και να το πετούν «μαχαιρωμένο στη θάλασ
σα» (στ.17-18). Μάλιστα επισημαίνω εδώ και δύο διακριτικά γνωρίσμα
τα κοινά: πως και τα δύο αφηγηματικά πεδία ανακόπτονται στο τέ
λος βίαια. Το γεγονός, που θα χρησίμευε ως αφορμή και έχει ως θέμα της
η κύρια αφήγηση, το τερματίζει βίαια ο πόλεμος με τις φάλαγγες
των στρατιωτών (στ.12-13), και τη μυθιστορηματική προέκταση του,
που επινόησε και ενσωμάτωσε στο γεγονός ο ποιητής, την τερματί
ζει επίσης βίαια η σκηνή των δολοφόνων του φεγγαριού (στ.17-18).
Μίλτος Σαχτούρης
https://latistor.blogspot.com/2010/08/blog-post_25.html#ixzz42mz2h5xQ Ο Μίλτος Σαχτούρης γεννήθηκε το 1919 στην Αθήνα. Ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του ’21, Γεωργίου Σαχτούρη. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Μίλτος Χρυσάνθης, ένα διήγημα στο εβδομαδιαίο περιοδικό 3. Το 1941 ολοκλήρωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Η Μουσική των νησιών μου. Ακολούθησε η δοκιμασία του από τη φυματίωση που τον ταλαιπώρησε ως το 1945. Ο θάνατος της μητέρας του Αγγελικής το 1955 αποτέλεσε ορόσημο στη ζωή του, όπως ανέφερε και ο ίδιος: «Αφού πέθανε κι η μητέρα μου, άρχισα σιγά-σιγά να γδύνομαι μέσα κι έξω μου από πολλά. Σιγά - σιγά η όρασή μου έγινε διεισδυτικότερη και η ακοή μου οξύτερη, ώστε να βλέπω και ν’ ακούω τώρα καλύτερα τι μου αποκάλυπταν πίσω από την πρόσοψή τους τα πράγματα». Το 1987 τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή Εκτοπλάσματα. Το 1995 παρασημοφορήθηκε μαζί με άλλους 24 ποιητές και καλλιτέχνες σε ειδική τελετή που διοργανώθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Πέθανε τον Μάρτιο του 2005. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Με το πρόσωπο στον Τοίχο (1952), Όταν σας μιλώ (1956), Τα Φάσματα ή η Χαρά στον άλλο Δρόμο (1958), Ο Περίπατος (1960), Τα Στίγματα (1962), Σφραγίδα ή η Όγδοη Σελήνη (1964), Το Σκεύος (1971), Χρωμοτραύματα (1980). Όλες οι παραπάνω συλλογές, εκτός από την τελευταία, έχουν περιληφθεί στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα (1945-1971) που εκδόθηκε το 1977. Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές Καταβύθιση (1990), Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998) και Ποιήματα 1980-1998 (2002). Ο Μ. Σαχτούρης αξιοποιεί στοιχεία από τον εξπρεσιονισμό, τον εικονισμό, τον υπερρεαλισμό και το παράλογο, αλλά ουσιαστικά ακολουθεί το δικό του μοναχικό δρόμο. Το παράλογο στοιχείο, η απλή γλώσσα, η ποιητική σκηνοθεσία και η εικονοποιΐα είναι στοιχεία της ποιητικής του. Η ιστορία ως βίωμα είναι παρούσα τόσο στη σκηνοθεσία όσο και στην ιδεοπλαστική εικόνα. Η ποιητική του γλώσσα είναι απλή, καθημερινή. η συμπύκνωση των όρων της παρομοίωσης και η αξιοποίηση της μεταφοράς συγκροτούν ένα νέο ποιητικό τοπίο σύντηξης του πραγματικού και ποιητικού, στο οποίο εμπλέκεται ο αναγνώστης και το προσλαμβάνει ως ενιαίο χώρο. Το ποιητικό του τοπίο είναι μοναχικό, γεμάτο φόβο, το περιβάλλον στενό, έτσι όπως ήταν και η ζωή του ποιητή: «κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο/ και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά». Ο ποιητής μεταθέτει την εμπειρία του σ’ έναν άλλο κόσμο υπερπραγματικό, εκεί όπου συντελείται το παράλογο ως σχίσμα της ζωής και της δημιουργίας του, εκεί όπου και ο έρωτας γίνεται θάνατος.
Η κριτική για το έργο του
«Η ποίησή του μοιάζει να σφραγίζεται ανεξίτηλα από την ορμή του πρώτου ευρωπαϊκού υπερρεαλισμού. Και όμως, δεν φαίνεται να βγαίνει κατευθείαν από την κεντρική αρτηρία του κινήματος. Βγαίνει από το βάθος και πηγάζει πλάγια, από τις παρυφές του […] δεν αντλεί παθητικά σαν δέκτης, […] γίνεται κι αυτός ισότιμα εξερευνητής του κλίματος: Τα ίδια σκηνικά, παρόμοιες ιστορίες καθημερινότητας και ανάλογη διάρρηξη των «στεγανών» του κόσμου, για να ακολουθήσει λογικότατα η γνώριμη επικοινωνία του πραγματικού και του φανταστικού στην ποίησή του […] τα σκηνικά εκείνων <των υπερρεαλιστών> είναι σκηνικά του ονείρου ή της φαντασίας, ενός κόσμου άρα απλώς παράδοξου. Στον Σαχτούρη απεναντίας είναι σκηνικά ζωής και δράσης, ενός κόσμου άρα αυθεντικά παράλογου […]. Πίσω από τα υπερρεαλιστικά ποιήματά του, σαν από καταπακτές του υποσυνείδητου, διακρίνεις στον πυθμένα τα άλλα ρεύματα: Εκεί ο εικονισμός που ελάχιστα τον άγγιξε, πέρασε αφήνοντάς του την εικόνα. Και αυτός την πήρε και την έκανε, καθώς θα δούμε, εκφραστικό πρωτέα του ποιήματος. Και εκεί προπάντων ο συμβολισμός, αυτός που κατά βάση τον ανέθρεψε, αποστεγνώθηκε από κάθε τάση «υποβολής», αφήνοντας τα πράγματα πολύ συγκεκριμένα, με τους τύπους και τους αρχετύπους τους, σαν σύμβολα […]. Γεγονότα μιας εποχής ακρωτηριασμένης τού προσφέρονται σε μια πρωτοφανή τερατωδία και ελλειπτικότητα. Έτσι και η ποίηση γίνεται εκ των πραγμάτων ελλειπτική. Και αντίστροφα, η υπερρεαλιστική γλώσσα του και ενισχύεται και δεσμεύεται από αυτού του είδους την ιστορική κατάθεση. Χωρίς να χάσει την εκφραστική τόλμη της, γίνεται σοβαρή, σκυθρωπή, τραγική […]. Ο Σαχτούρης είναι η πιο εξπρεσιονιστική συνείδηση και ποιητική εκδοχή της λογοτεχνίας μας. θα έλεγα, μάλιστα, η μόνη. Ακόμη πως ο εξπρεσιονισμός του είναι καρπός φυσικής ροής και εκλεκτικής συγγένειας και σπουδής. και προπαντός είναι εξπρεσιονισμός και ελληνικότατος και προσωπικός […]. Ο εξπρεσιονισμός ως προάγγελος του υπερρεαλισμού, αλλά και ως αντίποδάς του […]. Του πηγαίνει η πνιγμένη κραυγή και η μουγκή παρουσία και όχι η ανοιχτή καταγγελία ή η όποια εξαγγελία. Του ταιριάζει ο μορφασμός και όχι το χιούμορ, ο ολοκληρωτικός σπαραγμός και όχι η εύκολη οργή και ρητορεία. Ο εξπρεσιονισμός σαν έκφραση τραγική της ζωής, αλλά και σαν έμμεση διαμαρτυρία για την απανθρωπία του περιβάλλοντος […]. Ως κίνημα της λογοτεχνίας καθολικεύει την υποκειμενική ερμηνεία του κόσμου με την επιβολή, επάνω στην περιοχή των αισθήσεων, του κόσμου του φανταστικού και του παράλογου. Ο έντονος συναισθηματισμός του «εγώ», που καθώς συμπιέζεται αντιδρά και σπάζει τα λογικά ή όποια άλλα δεσμά της συμβατικότητας […]. Ξεκινά <η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη> από την πιο προχωρημένη επικαιρότητα: απηχεί τη φρίκη των καιρών, με την πιο ακραία γλώσσα, του υπερρεαλισμού. Για να καταλήξει και να δώσει την ευρύτερη αγωνία των υπάρξεων μέσα από τη βαθύτερη πρωτοποριακή ματιά του εξπρεσιονισμού. Στην εμβάθυνσή του συναντά και την ελληνική παράδοση και προβληματική. Και με την ελληνική περιουσία του παράλογου, υπερβαίνοντάς την, ανεβαίνει και εκφράζεται ως σύγχρονος μαζί και ως Ευρωπαίος. Όπως υπερβαίνει και τα στίγματα της εποχής και τα ανάγει σε υπερχρονικά, ή σωστότερα, σε αχρονικά σημεία αναφοράς: συναντά τα προηγούμενα των μαγικών παραμυθιών και των παραλογών μας και υποσυνείδητα τα συστοιχεί με τα αρχέτυπα του σύγχρονου πολιτισμού, υπαινικτικά προβεβλημένα στα αρχικά ανθρωπολογικά τους βάθη […]. Ένας ποιητής που ανεβάζει τη βαθύτερη και πανανθρώπινη παράδοση ως την πιο επίκαιρη και ερμητική πρωτοπορία. Ή καλύτερα, που εν ονόματι της ποίησης, της μιας και αδιαίρετης, καταργεί αυτόματα τα όρια μεταξύ πρωτοπορίας και παράδοσης».
«Ο εμφύλιος χάραξε όσο τίποτα τον Σαχτούρη, που είχε ένα διαρκές αίσθημα ενοχής, σα να ήταν αυτός υπεύθυνος για το αιματοκύλισμα της φυλής. Στοίχειωσε τους στίχους του με αίμα και νεκρούς, ενώ άγρυπνο το μάτι του θανάτου ορά και αποκαλύπτει την τραγική φαντασμαγορία του κόσμου. «Το θηρίο», «Ο τρελός λαγός», «Η Αποκριά», για ν’ αναφέρω κάποια χαρακτηριστικά ποιήματα, θα μπορούσαν κάλλιστα να υπάρξουν σε συναλληλία με την Γκουέρνικα, για την τρομακτική ακρίβεια με την οποία απεικονίζουν το ανάκουστο της κραυγής, όταν ο εφιάλτης απ’ τον οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις, είναι η ίδια η ζωή».
(Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, «Με το πρόσωπο στον τοίχο», Η Λέξη (αφιέρωμα), 123-124, 1994, σελ. 574)
«Ένα βασικό μορφολογικό γνώρισμα των ποιημάτων του Σαχτούρη είναι η ολιγολογία τους. Οι στίχοι είναι λιγοσύλλαβοι, το όλο ποίημα περιορίζεται σε λίγους στίχους […]. Όταν έχουμε να κάνουμε με τόση εκφραστική λιτότητα, τότε και το διάβασμά μας πρέπει να έχει άλλο ρυθμό, να είναι σιγανότερο, προσεχτικότερο, γιατί αλλιώς προσπερνούμε χωρίς να το καταλάβουμε σημεία που είναι βασικά για την κατανόηση του ποιήματος».
(Γ. Ιωάννου, «Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης», Εφήβων και μη. Διάφορα κείμενα, Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ. 250-251)
«Τα δομικά στοιχεία του ποιήματός του είναι: 1. μια ιστορία- «μήνυμα» 2. η «σκηνική» διάρθρωση 3. η «ιδεοπλαστική» εικόνα Έτσι ειδικά προσδιορισμένα κι έτσι ιεραρχημένα […]. Σε κάθε ποίημά του υπάρχει μια μοναδική ιστορία. Βλέπεις την κίνησή της πίσω από τον καμβά του θέματος, να δίνει σχήμα σ’ ένα μήνυμα. Ο καμβάς περιορίζεται σε τρία-τέσσερα επεισόδια. και αυτά είναι τα ορόσημά της. Η ιστορία, που περνά σαν μια ιδέα ανάμεσά τους, είναι μονοσήμαντη και ο στόχος της ευθύγραμμος […]. Η τεχνική του διάρθρωση είναι «σκηνική» […], δεν είναι λ.χ. εξομολογητική, δεν είναι περιγραφική. […] το ποίημά του απαρτίζεται από διαδοχικές σκηνές, η καθεμιά τους ευδιάκριτη από την άλλη. Είναι μια ακολουθία «λήψεων», που δείχνει και την ιστορία του σαν μια υπόθεση εν κινήσει. Δεν λείπει παρά το μοντάρισμά τους από τον ποιητή. συχνά, εκ των ενόντων, σαν να αφήνεται η υπόλοιπη «εμφάνιση» στον αναγνώστη. […] Μια τεχνική που γενικά θυμίζει ή επιδέχεται κινηματογραφική γραφή και προβολή. Και όπου μάλιστα […] προτιμώνται πάντα τα γκρο πλάνα: τα φυσικά ή τεχνικά ντεκόρ - η φύση ή η πόλη και η τεχνολογία της- δεν φαίνονται, αλλά επικαλύπτονται απάνω ως κάτω από τα πρόσωπα ή τα πράγματα της ιστορίας. […] μέσ’ από τα διαδοχικά γκρο πλάνα των σκηνών, ή λέγονται ή παίζονται, […] όχι γεγονότα, αλλά βαθύτερα μηνύματα. Με την εικόνα πάντα σαν φορέα της σκηνής και του μηνύματος […]. Κυρίαρχη τεκτονική μονάδα του είναι η εικόνα. Αυτή είναι ο εκφραστικός του Άτλαντας. Στους ώμους της υποβαστάζει την (οικο)δομή και του ποιήματος και της ποιητικής του. Υποβαστάζει τα δυο άκρα: την ιδέα και ταυτόχρονα την έκφρασή της. […] Δεν είναι μια ιδέα εικονοποιημένη. Ούτε και αντίστροφα μια εικόνα - παρομοίωση ή αλληγορία. […] Η εικόνα του Σαχτούρη είναι καθαρή και αυτόνομη. Καθαρή, γιατί πηγάζει ολόκληρη και χτίζεται από τις αισθήσεις. Και αυτόνομη, γιατί δεν διαρρέει για να υπηρετήσει άλλες σκοπιμότητες του πνεύματος. Δεν «φιλοσοφεί» και δεν «διακηρύσσει» […] παρότι «παραστατική» μπορεί να παραπέμπει ευθύτερα στη νοητή της ενδοχώρα, την ιδέα. Παρότι υλική, γίνεται ο κομιστής ενός μηνύματος. […] μπορεί και συναιρεί την ιστορία -μήνυμα, γιατί η ίδια, ως περιγραφή, είναι συμπύκνωση μιας ιστορίας και, ως στοχασμός, είναι ένα μήνυμα εν παραστάσει. Μπορεί να αναπληρώνει και τη σκηνική διάρθρωση, αφού κάθε σκηνή ταυτίζεται με μιαν εικόνα και αφού το κάθε ποίημά του είναι ένα μοντάζ από εικόνες […]. Η φαντασία του Σαχτούρη είναι αφαιρετική. Η αφαίρεσή του λειτουργεί σε όλα τα στάδια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. και σ’ όλα τα πεδία του ποιήματος […]. Και πρώτα απ’ όλα αφαίρεση στην «ιδεολογία» του ποιήματος, που αποσημαίνεται από κάθε αναφορά στα «είδη» και έτσι συσπειρώνεται στα πιο ακραία «γεγονότα» […]. Αφαίρεση, μετά, στο θέμα του, που σκελετώνεται σε στοιχείωση σκηνικά και αρθρώνεται σε ανθρώπινες μορφές και αυτές πρωταρχικές […]. Η ίδια αφαίρεση ορίζει και την τεχνική του. […] Η πρόταση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του ποιήματός του […]. Μια πρόταση που δρα σαν δομική μονάδα […]. Καμιά συσσώρευση ή πλεονασμός των όρων. […] μια ρηματική εννοιολόγηση και φόρτιση των ονομάτων […]. Η παράταξη αποτελεί την αποχρώσα βάση των συντακτικών δομών του […]. Λίγες οι λέξεις, στρογγυλές, τετράγωνες, χωρίς αρμούς, βουλιάζοντας καθώς οι πέτρες των πνιγμένων μες στη φαντασία. Και έτσι ορυκτές με τις αιχμές τους, κόβοντας σαν το γυαλί την ακοή μας. Λέξεις αγέλαστες, χωρίς ευγένεια και χιούμορ»
«Αλλά το χαρακτηριστικά ιδιαίτερο της ποιητικής ατμόσφαιρας του Σαχτούρη οφείλεται στην εκλογή των στοιχείων που κάνει για να αποδώσει μια κατάσταση. Γίνεται περιγραφικός. Η φαντασία του δηλαδή δεν φαίνεται να έχει οικοδομηθεί επάνω σε λέξεις αλλά σε παραστάσεις. Από την πλευρά της λεκτικής του λιτότητας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο λιγότερο ρητορικός απ’ όλους τους άλλους Έλληνες υπερρεαλιστές».
«Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο στην ποίηση του Σαχτούρη είναι η μελέτη των εικόνων του, όπως αυτές παρουσιάζονται ως στοιχεία της καθημερινότητας, του γήινου και πραγματικού κόσμου, που επεκτείνονται στον ουράνιο και φανταστικό κόσμο δημιουργώντας το ποιητικό φαινόμενο. […] Ο ποιητής κάνει κατάδυση στη συνείδηση και αναδεικνύει όχι με μεγαλοστομίες, αλλά με την αμεσότητα της γραφής του, την ουσία των πραγμάτων, την ανάγκη για αυθεντική ζωή, για δικαιοσύνη και ελευθερία. […] Η ποίησή του και ο ποιητικός του λόγος κινούνται σε ένα επίπεδο υψηλής εκφραστικής δύναμης και αξιοπρέπειας, χωρίς περισσολογίες και επισημότητες, όπου η ποιητική αλήθεια αναδύεται από το ατομικό βίωμα που συνομιλεί με το συλλογικό, κυρίως με τη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο και εξής. Ο ποιητής διαπλέκει το μυθολογικό στοιχείο με την πραγματικότητα, διασπώντας τη λογική τάξη του κόσμου και αφήνοντας χώρο για τη διείσδυση του παραλόγου, που στηρίζεται στο υλικό της αλήθειας».
(Χρ. Αργυροπούλου, «Η αλληλοδιείσδυση του γήινου και του ουράνιου επίπεδου στο έργο του Μίλτου Σαχτούρη μέσα από τη σκηνοθετική τεχνική του», Φιλολογική, 92, 2005, σελ. 23)
«Δύο είναι οι πραγματικότητες, ανάμεσα στις οποίες κυμαίνεται το ποίημα: α) Η αληθινή αποκριά: τα συστατικά της διαφαίνονται στο ποίημα: Το γαϊδουράκι, που γυρίζει στους δρόμους, τα παιδιά με τους χαρταετούς, ο χαρτοπόλεμος. Σ’ αυτά τα αντικειμενικά συστατικά της αποκριάς (της πραγματικότητας) μπορούν να προστεθούν οι εικόνες της γυναίκας, των στρατιωτών και του φεγγαριού, που, βέβαια, δεν εντάσσονται μέσα στο συνηθισμένο σκηνικό πλαίσιο της αποκριάς, αλλά είναι στοιχεία της πραγματικότητας κι όχι ποιητικά είδωλα, έχουν αφετηρία τις εμπειρίες του ποιητή. β) Το ποιητικό είδωλο της αποκριάς: Διαμορφώνεται με την προσθήκη ορισμένων λέξεων ή φράσεων με βάση τις εικόνες της πραγματικής αποκριάς (ή απλώς: της πραγματικότητας). έτσι έχουμε: το γαϊδουράκι που γυρίζει στους έρημους δρόμους, όπου δεν ανάπνεε κανείς (εικόνα 1η, στ. 2-3). πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό/ κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους/ που τους είχαν ξεχάσει (εικόνα 2η, στ. 5-7. Εδώ η μόνη λέξη που αντιστοιχεί στην πραγματική αποκριά είναι οι αετοί). γυάλινος χαρτοπόλεμος/ μάτωνε τις καρδιές (εικόνα 3η, στ. 8-9). μια γυναίκα γονατισμένη/ ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή (εικόνα 4η, στ. 10-11). μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν-δυο/ εν-δυο με παγωμένα δόντια (εικόνα 5η, στ. 12-13). Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι/ αποκριάτικο/ γεμάτο μίσος/ το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα/ μαχαιρωμένο (εικόνα 6η, στ. 14-18). Η ιστορία του ποιήματος είναι μια και διαρθρώνεται σε έξι διαδοχικές εικόνες […] που κυμαίνονται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες, της πραγματικής αποκριάς και του ποιητικού της ειδώλου, και σημασιοδοτούν συνεχώς το μήνυμα του ποιήματος. Στις εικόνες αυτές κυριαρχεί η ερημιά, η ανυπαρξία ζωής, ο πόνος, ο θάνατος, το μίσος».
(Τ. Καρβέλης, Η νεότερη ποίηση. Θεωρία και πράξη, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 194-195)
«Ο τίτλος είναι κυριολεκτικά και φαινομενικά ουδέτερος. Και μόνον ύστερα από το διάβασμα όλου του ποιήματος μας δείχνει και τη μεταφορική του σημασία. Μας δείχνει τη διπλή διάσταση του θέματος, που είναι: η πραγματική «αποκριά», αλλά και η «μαγική» αποκριά. Διπλή διάσταση, γιατί παρουσιάζεται η γνωστή γιορτή ως εμπειρία κοσμική με την περιγραφή ενός εθίμου, αλλά και εξωκοσμική γιατί πίσω από τις μάσκες και τη μεταμφίεση, που εδώ απλώς εξυπακούονται, μας δίνεται εξίσου ρεαλιστικά το νόημα της μεταμόρφωσης του ανθρώπου και του κόσμου. Παρουσιάζεται ως γεγονός πολύ κοντά μας, αλλά και ως φαντασία μακριά μας […]. Ο χώρος, όπου στήνεται η σκηνογραφία, απλώνεται σε δύο περιοχές. Αντίστοιχα ορίζονται και οι δύο αφηγηματικές ενότητες του θέματος: η πρώτη εκτείνεται σε ένα διάστημα ορίων μεταξύ μιας συνοικίας αστικής και του ουρανού (στ. 1-13) και η δεύτερη, αντιστρόφως, μεταξύ ουρανού και γης (και θάλασσας, στ. 14-19). Η πρώτη είναι αυτή που συγκρατεί το βάρος της αφήγησης, ενώ η δεύτερη είναι το συμπλήρωμά της: η μυθιστορηματική, θα λέγαμε, προέκταση του θέματος. Περνώντας από τη σκηνογραφία στη σκηνοθεσία, δηλαδή από τη διάσταση του χώρου στη διάσταση του χρόνου και της δράσης, βλέπομε ν’ αναπτύσσεται, κατά τα προηγούμενα, μία αποκριά: α) επίκαιρα και ιστορικά προσδιορισμένη και β) αχρονική: πλασματική και μυθοποιημένη. Επίκαιρα, καθώς το δείχνει η ακριβής και γνώριμη από τους παλαιούς ειρηνικούς καιρούς περιγραφή της. […] Αλλά και ιστορικά σημασιοδοτημένη, καθώς προεικονίζεται με τις αναφορές «πεθαμένα παιδιά» (στ.5), «μάτωνε τις καρδιές» (στ.9), «μια γυναίκα σα νεκρή» (στ.10-11), προπαντός με τη ρητή κατάληξη όλης της ενότητας (στ.12-13). […] Είναι λοιπόν και μία, σφραγισμένη από τις μνήμες του Εμφυλίου (ίσως και της Κατοχής), πολεμική αποκριά. Και μολαταύτα είναι μεταποιημένη. είναι, δηλαδή πλασματική και μυθοποιημένη. Βλέπομε να συμβαίνει «σ’ εν’ άλλο κόσμο» (στ.1, 20), βλέπομε τα παιδιά ν’ ανεβοκατεβαίνουν «στον ουρανό» (στ.5-6), βλέπομε το φεγγάρι να το δένουν και να το πετούν «μαχαιρωμένο στη θάλασσα» (στ.17-18). Μάλιστα επισημαίνω εδώ και δύο διακριτικά γνωρίσματα κοινά: πως και τα δύο αφηγηματικά πεδία ανακόπτονται στο τέλος βίαια. Το γεγονός, που θα χρησίμευε ως αφορμή και έχει ως θέμα της η κύρια αφήγηση, το τερματίζει βίαια ο πόλεμος με τις φάλαγγες των στρατιωτών (στ.12-13), και τη μυθιστορηματική προέκταση του, που επινόησε και ενσωμάτωσε στο γεγονός ο ποιητής, την τερματίζει επίσης βίαια η σκηνή των δολοφόνων του φεγγαριού (στ.17-18). […] […] Αποτελεί, πραγματικά, πρωταρχική αρχή του ποιητή αυτού να στήνει τη σκηνή ανάμεσα στις πιο στοιχειακές συντεταγμένες χώρου. Όπως συμβαίνει και στο ποίημα που μελετούμε. Εδώ οι συντεταγμένες είναι η γη και ο ουρανός: είναι οι «δρόμοι» και εκείνος ο «ουρανός». Ανάμεσα σε αυτά τα δύο, τα πολύ συγκεκριμένα και ταυτόχρονα πολύ αφηρημένα ορόσημα, κυκλοφορεί επίσης ένας κόσμος απλοποιημένος («παιδιά», «γυναίκα», «στρατιώτες», χωρίς καμία πρόσθετη ιδιότητα ή περιπέτεια ή έστω κατονομασία). Και μάλιστα κυκλοφορεί με μια φορά και αντιφορά που αποτελεί και εκείνη αναγωγή στην πιο απλή μονάδα των κινήσεων. Σε μια τοπογραφία που στενεύει αφαιρετικά αντιστοιχεί η πιο απλή γεωμετρία των κινήσεων. Είναι μία κίνηση του κόσμου της αφήγησης αμφίδρομη και μία κυκλοφορία κυκλική. Πραγματικά, η αφήγηση ανοίγει με μια κίνηση από κάτω προς τα πάνω (από τη γη προς την περιοχή του ουρανού, στ.2-5) και κλείνει με μια κίνηση αντίστροφη από πάνω προς τα κάτω (από την περιοχή του ουρανού στη γη, στ.14-18). Μια κίνηση λοιπόν εναντιόδρομη, και συνδηλώνεται ρητά και άμεσα μ’ ένα από τα κεντρικά επεισόδια του μύθου: πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους που τους είχαν ξεχάσει και εξυπακούεται έμμεσα και στην επόμενη εικόνα: «μια γυναίκα γονατισμένη» (και αρά ζωντανή, εδώ στη γη), αλλά που «ανέστρεφε τα μάτια της σα νεκρή» (και άρα ασάλευτη, προσβλέποντας εκεί προς την περιοχή του ουρανού). Μια κίνηση, εσωτερικά, στο σώμα της αφήγησης, αμφίδρομη, που καταλήγει κυκλική. Και με την επανάληψη του πρώτου ως τελευταίου στίχου επισφραγίζεται και εξωτερικά από τον ποιητή μια τεχνική πανάρχαια: η κύκλια σύνθεση».
«Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Τα Φάσματα ή Η Χαρά στον άλλο δρόμο [...]. Στον διαζευκτικά εκφερόμενο τίτλο της συλλογής <η λέξη φάσμα> αντιδιαστέλλεται τοπικά με το δεύτερο μέλος, ενώ σημασιολογικά λένε το ίδιο πράγμα: Τα φάσματα (εδώ), η χαρά στον άλλο δρόμο. Επομένως εδώ το ψεύτικο (τα είδωλα), εδώ αυτό που παράγει το φόβο (φάντασμα), ενώ στον άλλο δρόμο -μακριά μας πάντως- βρίσκεται η χαρά. Στον δικό μας δρόμο, στο εδώ, βρίσκεται η φρίκη, ο πόνος, ο θάνατος. Η λέξη «στρατιώτης» του τίτλου απαντά στο συγκεντρωμένο ποιητικό corpus του Σαχτούρη 7 ενόλω φορές, ενώ η λέξη ποιητής 11 φορές [...]. Τα φάσματα, από την αισχύλεια και την ομηρική ακόμη εποχή, είναι στενά συνυφασμένα με την έννοια του «διπλού». Είναι η αποκοπή και η χωριστή εμφάνιση του απόντος: η ψυχή και η υλική της παράσταση, το πράγμα και η αντεικόνα του [...]. Αυτό που μας κάνει εντύπωση εδώ είναι ότι η κύρια ιδιότητα του ποιητή, αυτή της ποιητικής συνθέσεως, αναιρείται και εκμηδενίζεται. Την θέση της καταλαμβάνει μια άλλη μακάβρια απασχόληση στον ανοιχτό κοινωνικό χώρο: το κάρφωμα σταυρών στα μνήματα […]. Η απάρνηση της ποιητικής ιδιότητας, γράφει ο Α. Μπελεζίνης, κατά τον χρόνο και τον χώρο της ποιητικής τέλεσης, σημαίνει τον έσχατο εκπεσμό της ιστορικής περιόδου και συνάμα την εσωτερική μεταμόρφωση του ποιητικού λόγου που για να ανταποκριθεί σ’ αυτόν τον εκπεσμό υπομειώνει ολοένα και περισσότερο την ποιητικότητα του. Στη συνείδηση των δημιουργών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ενυπάρχει -πυρηνικά- η βαθιά συναίσθηση κάποιας ανεπάρκειας και ματαίωσης, και η εναγώνια αμφιβολία για την ίδια την ύπαρξή τους ως ποιητών - αμφιβολία που διεθνείς και τοπικές συγκυρίες, κοινωνικές και γραμματολογικές, διατήρησαν εκκρεμή μέχρι σήμερα. Το αυτοσυναίσθημά τους είναι κατά το πλείστον αρνητικό και έχει κανείς την εντύπωση ότι βιώνουν ένα είδος «συντέλειας» του λόγου και της γραφής. Πρόκειται για μια εσχατολογία της ποίησης - κι αυτό ισχύει για ολους τους επιμέρους πνευματικούς προσανατολισμούς της γενιάς, από το «τελευταίο ποίημα» του Μ. Αναγνωστάκη, ως την τελευταία συλλογή του Ν. Καρούζου (Φαρέτριον 1981)».
«Παρ’ όλα αυτά όμως το ποίημα δεν είναι απαισιόδοξο. [...]. Κι εδώ, κάπου στο τέλος-τέλος της όλης ανθρώπινης φρίκης, υπολείπεται ο ήσυχος και φιλάνθρωπος ρόλος της Ποιήσεως, που θεραπεύει και διασώζει αθόρυβα και στοργικά μέσα στη θανατόφιλη εποχή ο σεμνός, δηλαδή ο αληθινός ποιητής. Κι ο ρόλος αυτός της Ποιήσεως είναι να βάζει με τον λειτουργό της, τον στρατιώτη της, σταυρούς πάνω στα μνήματα. Να σώζει δηλαδή από την ανωνυμία τους αφανείς ήρωες, τους ανθρώπους, αθώα θύματα μιας φαύλης εξωτερικής συγκυρίας. Να νικάει τελικά τον θάνατο».
(Ζορμπάς Β. Α., «Μ. Σαχτούρη: Ο Στρατιώτης ποιητής. Μια Προσέγγιση του Ποιήματος με Προεκτάσεις στην Ποιητική της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς», Νέα Παιδεία, 42, 1987, σελ. 135-149)
«Η Δομή : Το ποίημα δομείται σε 4 επίπεδα. Το Α΄ επίπεδο περιλαμβάνει τον 1ο στίχο, το Β΄ τους στίχους 2-9, το Γ΄ τους στίχους 10-11 και το Δ΄ το τελευταίο τρίστιχο 12-14[…]. Α΄ ΕΠΙΠΕΔΟ: [...] ο Σαχτούρης προοιμιακά κάνει μια ομολογία-κατάθεση, με αποφατική διατύπωση. Μας τονίζει τι δεν έχει κάνει. Το «γιατί» το αφήνει ή το υπονοεί με τους επόμενους στίχους [...] Το αίσθημα της έκπληξης, που πηγάζει από την αφοπλιστική όσο και απρόσμενη ομολογία του ποιητή, είναι το [...] δομικό υλικό αυτού του επιπέδου [...]. Β΄ ΕΠΙΠΕΔΟ: Στίχοι 2-9. Σ’ αυτό το επίπεδο ο Σαχτούρης μας δίνει το πλαίσιο και το κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκε (κύλησε-πέρασε) η ζωή του. Τα γεγονότα βιώματα και όλες οι φρικτές εμπειρίες δίνονται επιγραμματικά και αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μια προσπάθεια αυτοβιογραφίας [...]. Φορείς αυτών των βιωμάτων και συναισθημάτων του ποιητή είναι κατά πρώτο λόγο τα δύο ρήματα «έτρεμα ... ανατρίχιαζα» και κατά δεύτερο τα ουσιαστικά «κρότους» και «φόβο». Βασικό μοτίβο είναι οι στίχοι «κύλησε η ζωή μου» και «πέρασε η ζωή μου», που στην ουσία ταυτίζονται, αφού τα δύο ρήματα δεν έχουν ουσιαστική εννοιολογική διαφορά [...]. Γ΄ ΕΠΙΠΕΔΟ: Στίχοι 10-11. Το επίπεδο αυτό είναι η επανάληψη του πρώτου στίχου του ποιήματος και μάλιστα εδώ γίνεται σε δύο στίχους [...]. Η έμφαση που δίνεται με την επανάληψη είναι το κύριο γνώρισμα αυτού του επιπέδου [...]. Λειτουργικά έχει τη θέση του συμπεράσματος και της συνέπειας του Β΄ επιπέδου. Μοιάζει το δίστιχο 10-11 σαν μια κραυγή διαμαρτυρίας, σαν καταγγελία [...]. Μας ξαναλέει ο ποιητής, για άλλη μια φορά, τι δεν έχει κάνει [...]. Καιρός να πει και τι έχει κάνει [...]. Δ΄ ΕΠΙΠΕΔΟ: Στίχοι 12-14. [...] θυμίζει κάπως ανάλογες εκμυστηρεύσεις του Τάκη Σινόπουλου, που λίγο-πολύ το ίδιο κλίμα και οι δύο ποιητές καταγράφουν, το ίδιο τοπίο (γεωγραφικό, ιστορικό, υπαρξιακό), «τοπίο ΘΑΝΑΤΟΥ» [...]. Αξιοπρόσεχτο στοιχείο στο επίπεδο αυτό είναι ο χρόνος του ρήματος «καρφώνω» (ενεστώτας), που έρχεται σε αντίθεση με τον αντίστοιχο παρελθοντικό των προηγούμενων ρημάτων - δεν έχω γράψει, κύλησε, έτρεμα, ανατρίχιαζα, πέρασε [...]. [...] ο ποιητής επειδή ήθελε φανερά να αντιπαραβάλει το «καρφώνω» με το «δεν έχω γράψει ποιήματα», το τοποθέτησε τελευταία [...] σαν μια απάντηση σ’ όλα τα παραπάνω. Επίσης η θέση του «καρφώνω» εξυπηρετεί και την αντιπαράθεση των ουσιαστικών «ποιήματα» και «σταυρούς», που ενισχύεται και από την παρουσία του «μόνο» [...]. Χαρακτηριστικότατος [...] ο τρόπος με τον οποίο τελειώνει το ποίημα [...]. Ο ρόλος λοιπόν του ποιητή [..,] εξαντλείται στο ΚΑΡΦΩΝΩ».
(Ηλίας Γιαννακόπουλος, «Μίλτου Σαχτούρη ‘Ο Στρατιώτης ποιητής’ [...]: Μια Διδασκαλία στην Τάξη», Νέα Παιδεία, 46, 1988, 146-157)
Το ποίημα κυμαίνεται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες την πραγματική αποκριά (σημερινή πραγματικότητα) και το ποιητικό ειδωλό της ( η πραγματικότητα του εμφυλίου πολέμου) με το οποίο η γιορτή του γλεντιού και της χαράς αντιστρέφεται και παρουσιάζεται εφιαλτική, γεμάτη ερημιά, σκληρότητα και θάνατο. Πρόθεση του ποιητή να μεταδώσει την οδύνη από το δράμα του εμφυλίου πολέμου.
Ο ΤΙΤΛΟΣ
Ο τίτλος είναι φαινομενικά ουδέτερος. Ο αναγνώστης περιμένει μια εικόνα χαράς και ξεφαντώματος αλλά ελάχιστες λέξεις την θυμίζουν { γαιδουράκι, αετοί, χαρτοπόλεμος, αποκριάτικο ) γιατί ήδη από το 2ο στίχο η πραγματικότητα αυτή μεταποιείται.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
1ος στίχος : Μας πληροφορεί ότι η αποκριά αυτή έχει γίνει σε έναν άλλο κόσμο, μακρινό, παρελθοντικό, αλλιώτικο, με διαφορετικά αντικειμενικά δεδομένα απο εκείνα της σύνθεσης του ποιήματος.
2ος στίχος : συγκεκριμενοποιείται ο χώρος . Ελλάδα (Αθήνα) ευρύτερος χώρος – οι δρόμοι ως στενότερος χώρος
Το γαιδουράκι : Ενώ κανονικά την αποκριά οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο που ξεφαντώνει , αυτήν την συγκεκριμένη αποκριά το γαϊδουράκι γυρίζει μόνο του μες στους έρημους δρόμους όπου επικρατεί σιωπή
3ος στίχος : Από την ερημιά του χώρου περνάμε στην άπνοια των ανθρώπων. Η παρουσία τους δηλώνεται αρνητικά με τη λέξη κανείς. Στέκονται μαρμαρωμένοι και δεν αναπνέουν σαν νεκροί.
4ος – 5ος στίχος : Συνηθισμένη αποκριάτικη εικόνα αυτή των παιδιών με τους χαρταετούς. Και αυτή παραποιείται αφού τα παιδιά δε σφύζουν απο ζωή αλλά είναι πεθαμένα και ανεβαίνουν στον ουρανό τα ίδια σε μακάβριο κλίμα θανάτου ( τα παιδιά είναι τα μεγάλα θύματα του πολέμου)
6ος – 7ος στιχος : η 3η αποκριάτικη εικόνα είναι ο γνωστός χαρτοπόλεμος μόνο που αυτή τη φορά πέφτει σαν παγωμένες νιφάδες χιονιού. Είναι ένας πραγματικός πόλεμος που ματώνει τις καρδιές και γεμίζειθλίψη και πόνο.
8ος – 9ος στίχος : Η εικόνα της γυναίκας που μοιάζει να θρηνεί μπροστά σε νεκρό ( είναι γονατισμένη, ανάστρεφε τα μάτια) ύστερα από την εικόνα των παιδιών ολοκληρώνει την εικόνα των γυναικόπαιδων που πλήττονται από τον πόλεμο, Η γυναίκα είναι μία , γεγονός που τονίζει την μοναξιά.
10ος – 11ος στίχος : Η εικόνα των ανθρώπων ολοκληρώνεται με την εικόνα των στρατιωτών. Είναι οι μόνοι που βρίσκονται σε δράση, προχωρουν σαν αυτόματα χωρίς συναισθήματα και με απειλητικές διαθέσεις. Καθαρά πολεμική περιγραφή (βία, μίσος ,σκληρότητα)
12ος – 13ος στίχος . Μια διαφορετική εικόνα αυτή του φεγγαριού. Είναι νυχτερινή, πιο τραγική με έντονα υπερρεαλιστικά στοιχεία. Το φεγγάρι το «έδεσαν , μαχαίρωσαν και το πέταξαν στη θάλασσα»(τα ρήματα έχουν ιδιαίτερο σημασιολογικό βάρος) ,έτσι επικρατεί πια το σκοτάδι
17ος στίχος : κυκλική σύνθεση , Λειτουργεί ως επιλογικό σχόλιο
ΓΛΩΣΣΑ
Απλή, πολλά ρήματα, απουσία σημείων στίξης, και παρατακτικών συνδέσμων (χαρακτηριστικά του υπερρεαλισμού)
2.1. Στοιχεία που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό περιβάλλον και λοιπά
γραµµατολογικά στοιχεία:
1. Ποια στοιχεία εντάσσουν το συγκεκριµένο ποίηµα , κατά τη γνώµη σας , στη
νεότερη ποίηση;
2. Mε ποια ιστορική εποχή συνδέεται «H Aποκριά»; Ποια σηµεία από το
κείµενο σας βοηθούν να το διαπιστώσετε;
3. Ποια είναι η σχέση του τίτλου της συλλογής Με το πρόσωπο στον τοίχο µε το
περιεχόµενο του ποιήµατος;
4. Nα δώσετε δύο παραδείγµατα υπερρεαλιστικής γραφής µέσα από το ποίηµα
και να δικαιολογήσετε την άποψή σας.
5. Υποστηρίζεται ότι το ποίηµα αποτελεί διαµαρτυρία ενάντια στον πόλεµο.
Ποια είναι τα στοιχεία της γραφής του ποιητή που εκφράζουν αυτή τη
διαµαρτυρία καλύτερα;
6. Σε κάποια συνοµιλία του µε άλλους λογοτέχνες, ο Μίλτος Σαχτούρης είπε:
«Και άλλοτε έχω πει πως αν δεν ήµουν ποιητής θα ήθελα να είµαι
ζωγράφος»
.Έχει κατά τη γνώµη σας σχέση το ποίηµα που διαβάσατε µ’ αυτή
την επιθυµία του;
επαλήθευση ή διάψευση µιας κρίσης µε βάση το κείµενο, εκφραστικά µέσα και τρόποι του κειµένου (υφολογική διερεύνηση,
αφηγηµατικές λειτουργίες, επιλογές του δηµιουργού σε διάφορα επίπεδα
γλωσσικής ανάλυσης):
1. Ποιοι είναι οι δύο θεµατικοί άξονες του ποιήµατος; Ποιος από τους δύο
τονίζεται περισσότερο;
2. Φαντασθείτε ότι ο Σαχτούρης στήνει ένα σκηνικό, χρησιµοποιώντας τις λέξεις του ως υλικά. Ποιες απ’ αυτές συµβάλλουν σ’ αυτή του την προσπάθεια;
3. Η τραγωδία του εµφύλιου πολέµου είναι η µία πραγµατικότητα. Η άλλη είναι
η Αποκριά. Με ποιον τρόπο συνδέονται στη µικρή ιστορία του ποιήµατος;
4. Σε κάθε εικόνα υπάρχουν στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη µία από τις δύο
πραγµατικότητες του ποιήµατος. Να ξεχωρίσετε τα στοιχεία που αντιστοιχούν σε κάθε εικόνα.
5. Ποια είναι κατά τη γνώµη σας τα σύµβολα του Σαχτούρη στο ποίηµα;
Μπορείτε να διευκρινίσετε το ρόλο τους;
6. Ο ποιητής προσπαθεί να δώσει αφηγηµατικό τόνο στο κείµενο χρησιµοποιώντας ιστορικούς χρόνους. Πιστεύετε ότι το πετυχαίνει; ∆ικαιολογήστε την
απάντησή σας.
7. Να σχολιάσετε το ρόλο των ρηµάτων στο ύφος του ποιήµατος.
8. Ο ποιητής δίνει µια φανταστική όψη στην πραγµατικότητα µε τη βοήθεια του
στοιχείου του παραλόγου.
Συµφωνείτε µε την παραπάνω άποψη; Να
δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
9. Ποια είναι τα αντιλυρικά στοιχεία της «Αποκριάς»;
10. Nα βρείτε τις αφηγηµατικές ενότητες του θέµατος και να σχολιάσετε το ρόλο
τους στη δοµή του ποιήµατος.
11. Ποιος είναι κατά τη γνώµη σας ο ρόλος της κυκλικής σύνθεσης που
χρησιµοποιείται στο συγκεκριµένο ποίηµα;
12. Ποια αφηγηµατική τεχνική χρησιµοποιεί ο ποιητής για να αποφύγει τη
συναισθηµατική του εµπλοκή στο ποίηµα;
2.3. Σχολιασµός ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου:
1. Με ποιες λέξεις µας δίνεται η εµπειρία του πολέµου;
2 Μόνιος Γ., «Mίλτου Σαχτούρη: Η Αποκριά», π. Νέα Παιδεία, τ. 36, Φθινόπωρο 1985 , σ. 133.
120
2. Ποιο κατά τη γνώµη σας είναι το θεµατικό κέντρο της «Aποκριάς»;
3. Πιστεύετε ότι συµµετέχει συναισθηµατικά ο ποιητής στα γεγονότα που περιγράφει;
4. Μπορείτε να περιγράψετε µε δικά σας λόγια αυτό το φανταστικό κόσµο της
«Αποκριάς»;
5. Γιατί γίνεται κατά τη γνώµη σας «µακριά» αυτή η «Aποκριά»; Γιατί
χρησιµοποιεί ο ποιητής αυτή τη λέξη;
6. «....µόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο ....» µπορείτε να σχολιάσετε
το συγκεκριµένο στίχο και να εξηγήσετε γιατί ο ποιητής χρησιµοποιεί τη
λέξη «µόνο»; Θεωρείτε αυτή τη λέξη καθοριστική για το ποίηµα;
7. Mε αφορµή τους στίχους «...πεθαµένα παιδιά ανέβαιναν – ξεχάσει.». Να
αναπτύξετε την άποψή σας γενικότερα για τον πόλεµο.
9 Πού µας µεταφέρει η εικόνα των στίχων 7 και 8;
Γιατί µεταµορφώνεται κατά
τη γνώµη σας ο χαρτοπόλεµος της αποκριάς σε «γυάλινο χαρτοπόλεµο»;
10. «Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι ............µαχαιρωµένο».
Προσπαθήστε να σχολιάσετε τους προηγούµενους στίχους επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον σας κυρίως στο ρόλο του φεγγαριού.
Ποια διαδικασία ολοκληρώνεται µε το «πέταγµα» του φεγγαριού στη θάλασσα;
11. Ποιοι στίχοι από την «Αποκριά» αποδίδουν περισσότερο τη φρίκη του
πολέµου; Να αιτιολογήσετε τη γνώµη σας.
12. Πρωταρχικό στοιχείο της γιορτής της αποκριάς αποτελεί η µεταµφίεση. Τι
µεταµφιέζεται από τον ποιητή στο προκείµενο ποίηµα και γιατί;
13. Ποια εικόνα τονίζει περισσότερο τη φρίκη, τη µοναξιά και την απόγνωση;
Nα δικαιολογήσετε την άποψή σας.
14. Πώς συνδέεται ο τίτλος µε το περιεχόµενο του ποιήµατος;
2.4.
Σχολιασµός αδίδακτου λογοτεχνικού κειµένου:
Νίκος Εγγονόπουλος «Ποίηση 1948»
121
τούτη η εποχή
του εµφυλίου σπαραγµού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόµοια.
σαν πάει κάτι
να
γραφεί
είναι
ως άν
να γράφονταν
από την άλλη µεριά
αγγελτηρίων
θανάτου.
γι' αυτό και
τα ποιήµατά µου
είν’ τόσο πικραµένα
(και πότε -άλλωστε- δεν ήσαν;)
κι είναι
-πρό πάντωνκαι
τόσο
λίγα.
(«Ελευσίς», 1948)3
3 Εγγονόπουλος Ν., Η ελληνική ποίηση, τ. ∆΄, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1990, σ. 346.
122
Μανόλης Αναγνωστάκης «στο Νίκο Εγγονόπουλο 1949»
Φίλοι
Πού φεύγουν
Πού χάνονται µια µέρα
Φωνές
τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρηµους δρόµους
Κλάµα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπηµένες σάπιες σηµαίες
Εφιάλτες
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξηµερώµατα.
(Μα ποιος θα µιλήσει για όλα αυτά;)
Αφού διαβάσετε τα παραπάνω ποιήµατα των Νίκου Εγγονόπουλου και Μανόλη
Αναγνωστάκη, να σχολιάσετε τα σηµεία που ορίζουν το κοινό θεµατικό κέντρο
µε την «Αποκριά».
3. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
1. Ο Πάµπλο Πικάσσο ζωγράφισε το 1937 την Γκουέρνικα.
Την έµπνευση για τον
πίνακα έδωσε στον Πικάσσο η καταστροφή της οµώνυµης πόλης των Βάσκων
από τους βοµβαρδισµούς των γερµανών Ναζί.
Το έργο έγινε σύντοµα αποδεκτό
ως σύµβολο διαµαρτυρίας και καταγγελίας.
Να συγκρίνετε τον τρόπο µε τον
οποίο εµφανίζεται η διαµαρτυρία για τον πόλεµο στην Γκουέρνικα και στην
Αποκριά του Σαχτούρη.
(Την Γκουέρνικα µπορείτε να τη βρείτε στο βιβλίο Κ.Ν.Λ. Γ΄ Λυκείου, σ. 274)
4 Αναγνωστάκης Μ., Τα Ποιήµατα 1941-1971, εκδ. Στιγµή, Αθήνα 1986, σ. 76.
123
2. Να σχολιάσετε τον τρόπο µε τον οποίο αποδίδονται η πραγµατικότητα της
Αποκριάς και η πραγµατικότητα του εµφύλιου στο ποίηµα «Η Αποκριά».
3. Ποιες εντυπώσεις για τον πόλεµο σας δηµιούργησε το ποίηµα αυτό του Σαχτούρη;
1. Να διαβάσετε τα ποιήµατα της συλλογής Με το πρόσωπο στον τοίχο του
Μίλτου Σαχτούρη και να σχολιάσετε τα σύµβολα που χρησιµοποιεί ο
ποιητής περισσότερο σ’ αυτή τη συλλογή.
2. Με αφορµή το οµότιτλο άρθρο της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ στο περιοδικό
«H λέξη», τ.123-124, 19945
, να σχολιάσετε την άποψη της συγγραφέως ότι
«...o υπερρεαλισµός στην ποίηση του Σαχτούρη έκρυβε και ούρλιαζε µαζί τη
φρίκη για τον αλληλοσπαραγµό».
3. Ο Μίλτος Σαχτούρης θεωρείται εξπρεσιονιστής. Να βρείτε πληροφορίες γι
αυτή την τεχνοτροπία και να προσπαθήσετε να αιτιολογήσετε την άποψη
αυτή µε αναφορές από την «Aποκριά».
4. Oι στίχοι που ακολουθούν προέρχονται από το ποίηµα του Γιώργου Σεφέρη
«Τελευταίος σταθµός». Με ποιον τρόπο εκφράζεται ο Σεφέρης; ∆ιαφέρει από
αυτόν του Σαχτούρη;
Προσπαθήστε να βρείτε τις διαφορές.
«.....Να µιλήσω για ήρωες να µιλήσω για ήρωες; o Mιχάλης
που έφυγε µ’ ανοιχτές πληγές απ το νοσοκοµείο
ίσως µιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του µες τη συσκοτισµένη πολιτεία
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο µας «Στα σκοτεινά
πηγαίνουµε στα σκοτεινά προχωρούµε ....».
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες µε φεγγάρι που µ αρέσουν.»
α) Πόσες και ποιες πραγµατικότητες προβάλλει ο ποιητής;
β) Ποιο είναι το θεµατικό κέντρο του ποιήµατος;
..........................................................................................................................
Μονάδες 4
2.
α) Ποιος είναι ο χώρος στον οποίο στήνεται το σκηνικό της «Aποκριάς»;
β) Ποια εικόνα προσδιορίζει καλύτερα το θέµα;
γ) Με ποιο τρόπο αρχίζει και τελειώνει το ποίηµα;
..........................................................................................................................
Μονάδες 6
3. H Aποκριά αποτελεί διαµαρτυρία ενάντια στον πόλεµο. Ως προς τι βοηθά η
χρήση της υπερρεαλιστικής γραφής για να εκφρασθεί αυτή η διαµαρτυρία;
..........................................................................................................................
Μονάδες 6
4.
α) Ποια είναι η λειτουργία της αντωνυµίας αυτή στον πρώτο στίχο;
β) Με ποιον τρόπο προσπαθεί ο ποιητής να δώσει αφηγηµατικό τόνο στο
κείµενο;
..........................................................................................................................
Μονάδες 4
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1
Εξαιρετική η ανάλυση σας. Μήπως θα μπορούσατε να μου εντοπίσετε διαφορές και ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο ανάμεσα στα ποιήματα "Η Αποκριά" και "Στον Νίκο Ε... 1949" γιατί προσπαθώ μόνος μου να διαβάσω λογοτεχνία και δυσκολεύομαι λίγο;;
Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο ποιημάτων εντοπίζονται στις κοινές θεματικές του θανάτου και του πολέμου. [Είναι πολύ πιθανό, μάλιστα, να αναφέρονται και τα δύο ποιήματα στην περίοδο του Εμφυλίου, αν και στο ποίημα του Σαχτούρη αυτό δεν είναι αρκετά σαφές. Η αναφορά στο γεμάτο μίσος αποκριάτικο φεγγάρι μας παραπέμπει σε μια εποχή διχασμού και μίσους μεταξύ των ανθρώπων, αλλά δεν αποκλείεται κιόλας ο Σαχτούρης να αναφέρεται στα αμέσως προηγούμενα χρόνια της γερμανικής κατοχής.] Η κυριαρχία του θανάτου, πάντως, είναι εμφανής και στα δύο ποιήματα, τόσο με την παρομοίωση που χρησιμοποιεί ο Εγγονόπουλος, όσο και με τις αναφορές του Σαχτούρη στους έρημους δρόμους όπου δεν ανέπνεε κανείς και στα πεθαμένα παιδιά. Η θλίψη κι ο πόνος που εκφράζεται από τον Εγγονόπουλο, ως προσωπικό βίωμα, δίνεται κι από τον Σαχτούρη μέσα από τη στάση της γυναίκας, χωρίς όμως να έχουμε με σαφήνεια την προσωπική συναισθηματική εμπλοκή του ίδιου του ποιητή. Μπορούμε, πάντως, να θεωρήσουμε δεδομένο τον πόνο του ποιητή, μιας και με έμφαση απωθεί τα γεγονότα αυτής της Αποκριάς μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, σε μιαν άλλη εποχή. Μια δευτερεύουσα ομοιότητα έγκειται στους χρονικούς προσδιορισμούς των τίτλων. Ο Εγγονόπουλος βέβαια τοποθετεί με απόλυτη ακρίβεια τα γεγονότα του ποιήματος το 1948, χρονιά που κορυφώθηκε ο εμφύλιος, ενώ ο Σαχτούρης μιλά για μια Αποκριά, η οποία έγινε μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, χωρίς να την εντάσσει σε κάποια συγκεκριμένη χρονιά. Οι διαφορές των δύο ποιημάτων εντοπίζονται στον αντίκτυπο που φαίνεται να έχουν τα δραματικά αυτά γεγονότα στους ποιητές. Ο Εγγονόπουλος, από τη μία, παρουσιάζει το θάνατο που κυριαρχεί στα επώδυνα χρόνια του εμφυλίου πολέμου ως ανασταλτικό παράγοντα για την ποιητική δημιουργία, θέτοντας τον εαυτό του και τα προσωπικά του συναισθήματα στο επίκεντρο του ποιήματος. Ο Σαχτούρης, από την άλλη, αισθάνεται εμφανώς πόνο κι αποτροπιασμό για τα γεγονότα της εποχής αυτής, αλλά δεν αισθάνεται πως πρέπει να σταματήσει ή να μειώσει την ποιητική του παραγωγή. Αντιθέτως, καταγράφει τα γεγονότα θέλοντας ίσως να τα διατηρήσει στη συλλογική μνήμη μέσω της καταγραφής αυτής. Θυμίζω τη δήλωση του Σαχτούρη στο ποίημα Ο στρατιώτης ποιητής: «δεν έχω γράψει ποιήματα μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνω», όπου είναι εμφανέστερη η αίσθηση καθήκοντος του ποιητή, που θέλει και προσπαθεί να καταγράψει, να διασώσει στη μνήμη και συνάμα να τιμήσει όλους εκείνους που χάθηκαν στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου. Ο Εγγονόπουλος μας παραθέτει, επομένως, την προσωπική του διάθεση και το πως ο ίδιος προσλαμβάνει τα γεγονότα της εποχής, ενώ ο Σαχτούρης δεν επιθυμεί να εκφράσει μια προσωπική στάση ή άποψη. Συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του στους ανθρώπους που αντικρίζουν το θάνατο και τον πόνο της εποχής. Σημαντική, επίσης, διαφορά συναντάμε και στον τρόπο που διαχειρίζονται το υλικό τους οι δύο ποιητές. Ενώ, δηλαδή, ο Εγγονόπουλος καταθέτει με απόλυτο ρεαλισμό το κλίμα της εποχής και δημιουργεί ένα λογικό επιχείρημα: θέση (δεν είναι εποχή για ποίηση) – αιτιολόγηση (είναι ως αν να γράφονταν...) – συνέπειες (γι’ αυτό και τα ποιήματά μου...), ο Σαχτούρης διαπλέκει την πραγματικότητα με μια μαγική, μη ρεαλιστική κατάσταση, δίνοντας δίοδο προφανώς στον πόνο που του προκαλεί ο παραλογισμός της πραγματικότητας. Τίποτε το λογικό, τίποτε το αποδεκτό δε βρίσκει ο Σαχτούρης σ’ αυτές τις τραγικές εμπειρίες, γι’ αυτό και ξεπερνά τα όρια της πραγματικότητας.
στη σύγκριση Αναγνωστάκη-Σαχτούρη.
Ο Σαχτούρης με το ποίημά του υλοποιεί επί της ουσίας το αίτημα του Αναγνωστάκη, μιας και μιλά για όλα τα επώδυνα βιώματα της εποχής του εμφυλίου. Δημιουργεί ένα ποίημα καταγγελίας και αγωνίζεται -με το δικό του τρόπο- να μην ξεχαστεί τίποτε από αυτά τα γεγονότα. Παρατηρούμε, επίσης, πως κι οι δύο ποιητές παρουσιάζουν τα γεγονότα ελαχιστοποιώντας την προσωπική τους παρουσία σε αυτά, αν και στο ποίημα του Αναγνωστάκη η ερώτηση που κλείνει το ποίημα, όπως και η εμπειρία της φυλακής που διαφαίνεται στη δεύτερη στροφή, κάνουν ως ένα βαθμό αισθητή την παρουσία του ποιητή. Κι οι δύο ποιητές αναφέρονται σε παιδιά και γυναίκες, δείχνοντας έτσι την ευαισθησία τους απέναντι στα πάντοτε αθώα θύματα των πολέμων. Ενδιαφέρουσα ομοιότητα η αναφορά στους έρημους δρόμους, που αντικατοπτρίζουν τη διάλυση της χώρας, τους χιλιάδες θανάτους και την πλήρη εγκατάλειψη. Η σαφής χρονολόγηση του ποιήματος (1949), έρχεται κι εδώ σε μερική αντίθεση με τον γενικό χρονικό προσδιορισμό που δίνει ο Σαχτούρης. Ενώ και η ρεαλιστική απεικόνιση των γεγονότων, που δίνεται από τον Αναγνωστάκη, διαφοροποιεί το ποίημά του από αυτό του Σαχτούρη, όπου η πραγματικότητα διαπλέκεται με μη ρεαλιστικά στοιχεία. Κρατάμε, επομένως, τη διάθεση και των δύο ποιητών να μιλήσουν για τα δύσκολα βιώματα της εποχής τους, αλλά επισημαίνουμε το διαφορετικό τρόπο με τον οποίο πραγματεύονται το υλικό τους. Προσέχουμε, άλλωστε, την πληθώρα εικόνων που δίνουν και οι δύο ποιητές, έστω κι αν ο Σαχτούρης δε βαδίζει πάντα στα όρια της πραγματικότητας, καθώς εκείνο που προκύπτει κι από τα δύο κείμενα είναι η βία, ο πόνος, ο θάνατος και η απελπισία των ανθρώπων. Ας σημειωθεί τέλος πως ο Αναγνωστάκης πουθενά δεν αναφέρεται ξεκάθαρα στο θάνατο, έστω κι αν τον υπονοεί σχεδόν σε κάθε εικόνα του ποιήματος.
Αυτές είναι κάποιες βασικές ομοιότητες και διαφορές. Σε μια πιο αναλυτική προσέγγιση, όπως είναι λογικό, μπορείς να εντοπίσεις κι άλλες περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς. Για παράδειγμα, η αναφορά στο μαχαίρωμα του φεγγαριού, όπου με μια υπερρεαλιστική εικόνα ο Σαχτούρης δίνει την ένταση του μίσους που επικρατούσε εκείνη την εποχή, αν και δεν αντιστοιχεί σε κάποια συγκεκριμένη εικόνα στο ποίημα του Αναγνωστάκη, δε σημαίνει πως δε μπορούμε να αντιληφθούμε ότι πίσω από τους θανάτους και τις εκτελέσεις που υπονοούνται στο ποίημα του Αναγνωστάκη δεν υπάρχει ως αιτία και το μίσος. Βλέπουμε, επίσης, πως ο Σαχτούρης μεταθέτει χρονικά και τοπικά τα γεγονότα της Αποκριάς "μακριά σ' έναν άλλο κόσμο" στοιχείο που υποδηλώνει πόσο έχουν πληγώσει όλα αυτά τον ποιητή, ώστε να μη θέλει να τα τοποθετήσει με ακρίβεια σε ορισμένο χρόνο και τόπο. Αντιστοίχως, ο Αναγνωστάκης ακόμη και ό,τι αποτελεί προσωπική εμπειρία το παρουσιάζει αποστασιοποιημένα, θέλοντας να γενικεύσει τα βιώματα αυτά και να αποφύγει το μελοδραματισμό που θα προέκυπτε από μια αποδοχή του προσωπικού του πόνου. Εντούτοις, στο κλείσιμο του ποιήματος ρωτά ποιος με "πόνο" θα μιλήσει για όλα αυτά, αποκαλύπτοντας έτσι το βασικό συναίσθημα που έχει χρωματίσει τις εμπειρίες του αυτές. Μπορείς, ακόμη, να διαπιστώσεις πόσο διευρυμένο είναι το τοπίο στο ποίημα του Σαχτούρη με αναφορές στον ουρανό στη θάλασσα, αλλά και με πόση λεπτομέρεια αποδίδει τη ματιά της γονατισμένης γυναίκας, σε αντίθεση με το πιο περιορισμένο πεδίο του έγκλειστου Αναγνωστάκη που ό,τι αφορά τον έξω χώρο το δίνει μέσα από τους ήχους που ακούει (κλάμα, φωνές). Επίσης, αν προχωρήσεις και σε μια πιο λεπτομερή αντιπαράθεση των δύο ποιημάτων θα εντοπίσεις ότι κάθε ποιητής αναφέρει πράγματα ή καταστάσεις που δεν τις αναφέρει ο άλλος. Κοινώς, η σύγκριση των δύο ποιημάτων μπορεί να προχωρήσει σε πολλές λεπτομέρειες (λέξη προς λέξη, εικόνα προς εικόνα) ή να διατηρηθεί στις βασικές θεματικές.
1
Εξαιρετική η ανάλυση σας. Μήπως θα μπορούσατε να μου εντοπίσετε διαφορές και ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο ανάμεσα στα ποιήματα "Η Αποκριά" και "Στον Νίκο Ε... 1949" γιατί προσπαθώ μόνος μου να διαβάσω λογοτεχνία και δυσκολεύομαι λίγο;;
Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο ποιημάτων εντοπίζονται στις κοινές θεματικές του θανάτου και του πολέμου.
[Είναι πολύ πιθανό, μάλιστα, να αναφέρονται και τα δύο ποιήματα στην περίοδο του Εμφυλίου, αν και στο ποίημα του Σαχτούρη αυτό δεν είναι αρκετά σαφές. Η αναφορά στο γεμάτο μίσος αποκριάτικο φεγγάρι μας παραπέμπει σε μια εποχή διχασμού και μίσους μεταξύ των ανθρώπων, αλλά δεν αποκλείεται κιόλας ο Σαχτούρης να αναφέρεται στα αμέσως προηγούμενα χρόνια της γερμανικής κατοχής.]
Η κυριαρχία του θανάτου, πάντως, είναι εμφανής και στα δύο ποιήματα, τόσο με την παρομοίωση που χρησιμοποιεί ο Εγγονόπουλος, όσο και με τις αναφορές του Σαχτούρη στους έρημους δρόμους όπου δεν ανέπνεε κανείς και στα πεθαμένα παιδιά.
Η θλίψη κι ο πόνος που εκφράζεται από τον Εγγονόπουλο, ως προσωπικό βίωμα, δίνεται κι από τον Σαχτούρη μέσα από τη στάση της γυναίκας, χωρίς όμως να έχουμε με σαφήνεια την προσωπική συναισθηματική εμπλοκή του ίδιου του ποιητή. Μπορούμε, πάντως, να θεωρήσουμε δεδομένο τον πόνο του ποιητή, μιας και με έμφαση απωθεί τα γεγονότα αυτής της Αποκριάς μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, σε μιαν άλλη εποχή.
Μια δευτερεύουσα ομοιότητα έγκειται στους χρονικούς προσδιορισμούς των τίτλων. Ο Εγγονόπουλος βέβαια τοποθετεί με απόλυτη ακρίβεια τα γεγονότα του ποιήματος το 1948, χρονιά που κορυφώθηκε ο εμφύλιος, ενώ ο Σαχτούρης μιλά για μια Αποκριά, η οποία έγινε μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, χωρίς να την εντάσσει σε κάποια συγκεκριμένη χρονιά.
Οι διαφορές των δύο ποιημάτων εντοπίζονται στον αντίκτυπο που φαίνεται να έχουν τα δραματικά αυτά γεγονότα στους ποιητές. Ο Εγγονόπουλος, από τη μία, παρουσιάζει το θάνατο που κυριαρχεί στα επώδυνα χρόνια του εμφυλίου πολέμου ως ανασταλτικό παράγοντα για την ποιητική δημιουργία, θέτοντας τον εαυτό του και τα προσωπικά του συναισθήματα στο επίκεντρο του ποιήματος. Ο Σαχτούρης, από την άλλη, αισθάνεται εμφανώς πόνο κι αποτροπιασμό για τα γεγονότα της εποχής αυτής, αλλά δεν αισθάνεται πως πρέπει να σταματήσει ή να μειώσει την ποιητική του παραγωγή. Αντιθέτως, καταγράφει τα γεγονότα θέλοντας ίσως να τα διατηρήσει στη συλλογική μνήμη μέσω της καταγραφής αυτής. Θυμίζω τη δήλωση του Σαχτούρη στο ποίημα Ο στρατιώτης ποιητής: «δεν έχω γράψει ποιήματα μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνω», όπου είναι εμφανέστερη η αίσθηση καθήκοντος του ποιητή, που θέλει και προσπαθεί να καταγράψει, να διασώσει στη μνήμη και συνάμα να τιμήσει όλους εκείνους που χάθηκαν στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου.
Ο Εγγονόπουλος μας παραθέτει, επομένως, την προσωπική του διάθεση και το πως ο ίδιος προσλαμβάνει τα γεγονότα της εποχής, ενώ ο Σαχτούρης δεν επιθυμεί να εκφράσει μια προσωπική στάση ή άποψη. Συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του στους ανθρώπους που αντικρίζουν το θάνατο και τον πόνο της εποχής.
Σημαντική, επίσης, διαφορά συναντάμε και στον τρόπο που διαχειρίζονται το υλικό τους οι δύο ποιητές. Ενώ, δηλαδή, ο Εγγονόπουλος καταθέτει με απόλυτο ρεαλισμό το κλίμα της εποχής και δημιουργεί ένα λογικό επιχείρημα: θέση (δεν είναι εποχή για ποίηση) – αιτιολόγηση (είναι ως αν να γράφονταν...) – συνέπειες (γι’ αυτό και τα ποιήματά μου...), ο Σαχτούρης διαπλέκει την πραγματικότητα με μια μαγική, μη ρεαλιστική κατάσταση, δίνοντας δίοδο προφανώς στον πόνο που του προκαλεί ο παραλογισμός της πραγματικότητας. Τίποτε το λογικό, τίποτε το αποδεκτό δε βρίσκει ο Σαχτούρης σ’ αυτές τις τραγικές εμπειρίες, γι’ αυτό και ξεπερνά τα όρια της πραγματικότητας.
στη σύγκριση Αναγνωστάκη-Σαχτούρη.
Ο Σαχτούρης με το ποίημά του υλοποιεί επί της ουσίας το αίτημα του Αναγνωστάκη, μιας και μιλά για όλα τα επώδυνα βιώματα της εποχής του εμφυλίου. Δημιουργεί ένα ποίημα καταγγελίας και αγωνίζεται -με το δικό του τρόπο- να μην ξεχαστεί τίποτε από αυτά τα γεγονότα.
Παρατηρούμε, επίσης, πως κι οι δύο ποιητές παρουσιάζουν τα γεγονότα ελαχιστοποιώντας την προσωπική τους παρουσία σε αυτά, αν και στο ποίημα του Αναγνωστάκη η ερώτηση που κλείνει το ποίημα, όπως και η εμπειρία της φυλακής που διαφαίνεται στη δεύτερη στροφή, κάνουν ως ένα βαθμό αισθητή την παρουσία του ποιητή.
Κι οι δύο ποιητές αναφέρονται σε παιδιά και γυναίκες, δείχνοντας έτσι την ευαισθησία τους απέναντι στα πάντοτε αθώα θύματα των πολέμων. Ενδιαφέρουσα ομοιότητα η αναφορά στους έρημους δρόμους, που αντικατοπτρίζουν τη διάλυση της χώρας, τους χιλιάδες θανάτους και την πλήρη εγκατάλειψη.
Η σαφής χρονολόγηση του ποιήματος (1949), έρχεται κι εδώ σε μερική αντίθεση με τον γενικό χρονικό προσδιορισμό που δίνει ο Σαχτούρης. Ενώ και η ρεαλιστική απεικόνιση των γεγονότων, που δίνεται από τον Αναγνωστάκη, διαφοροποιεί το ποίημά του από αυτό του Σαχτούρη, όπου η πραγματικότητα διαπλέκεται με μη ρεαλιστικά στοιχεία.
Κρατάμε, επομένως, τη διάθεση και των δύο ποιητών να μιλήσουν για τα δύσκολα βιώματα της εποχής τους, αλλά επισημαίνουμε το διαφορετικό τρόπο με τον οποίο πραγματεύονται το υλικό τους. Προσέχουμε, άλλωστε, την πληθώρα εικόνων που δίνουν και οι δύο ποιητές, έστω κι αν ο Σαχτούρης δε βαδίζει πάντα στα όρια της πραγματικότητας, καθώς εκείνο που προκύπτει κι από τα δύο κείμενα είναι η βία, ο πόνος, ο θάνατος και η απελπισία των ανθρώπων.
Ας σημειωθεί τέλος πως ο Αναγνωστάκης πουθενά δεν αναφέρεται ξεκάθαρα στο θάνατο, έστω κι αν τον υπονοεί σχεδόν σε κάθε εικόνα του ποιήματος.
Αυτές είναι κάποιες βασικές ομοιότητες και διαφορές. Σε μια πιο αναλυτική προσέγγιση, όπως είναι λογικό, μπορείς να εντοπίσεις κι άλλες περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς. Για παράδειγμα, η αναφορά στο μαχαίρωμα του φεγγαριού, όπου με μια υπερρεαλιστική εικόνα ο Σαχτούρης δίνει την ένταση του μίσους που επικρατούσε εκείνη την εποχή, αν και δεν αντιστοιχεί σε κάποια συγκεκριμένη εικόνα στο ποίημα του Αναγνωστάκη, δε σημαίνει πως δε μπορούμε να αντιληφθούμε ότι πίσω από τους θανάτους και τις εκτελέσεις που υπονοούνται στο ποίημα του Αναγνωστάκη δεν υπάρχει ως αιτία και το μίσος.
Βλέπουμε, επίσης, πως ο Σαχτούρης μεταθέτει χρονικά και τοπικά τα γεγονότα της Αποκριάς "μακριά σ' έναν άλλο κόσμο" στοιχείο που υποδηλώνει πόσο έχουν πληγώσει όλα αυτά τον ποιητή, ώστε να μη θέλει να τα τοποθετήσει με ακρίβεια σε ορισμένο χρόνο και τόπο. Αντιστοίχως, ο Αναγνωστάκης ακόμη και ό,τι αποτελεί προσωπική εμπειρία το παρουσιάζει αποστασιοποιημένα, θέλοντας να γενικεύσει τα βιώματα αυτά και να αποφύγει το μελοδραματισμό που θα προέκυπτε από μια αποδοχή του προσωπικού του πόνου. Εντούτοις, στο κλείσιμο του ποιήματος ρωτά ποιος με "πόνο" θα μιλήσει για όλα αυτά, αποκαλύπτοντας έτσι το βασικό συναίσθημα που έχει χρωματίσει τις εμπειρίες του αυτές.
Μπορείς, ακόμη, να διαπιστώσεις πόσο διευρυμένο είναι το τοπίο στο ποίημα του Σαχτούρη με αναφορές στον ουρανό στη θάλασσα, αλλά και με πόση λεπτομέρεια αποδίδει τη ματιά της γονατισμένης γυναίκας, σε αντίθεση με το πιο περιορισμένο πεδίο του έγκλειστου Αναγνωστάκη που ό,τι αφορά τον έξω χώρο το δίνει μέσα από τους ήχους που ακούει (κλάμα, φωνές).
Επίσης, αν προχωρήσεις και σε μια πιο λεπτομερή αντιπαράθεση των δύο ποιημάτων θα εντοπίσεις ότι κάθε ποιητής αναφέρει πράγματα ή καταστάσεις που δεν τις αναφέρει ο άλλος.
Κοινώς, η σύγκριση των δύο ποιημάτων μπορεί να προχωρήσει σε πολλές λεπτομέρειες (λέξη προς λέξη, εικόνα προς εικόνα) ή να διατηρηθεί στις βασικές θεματικές.